Νόμος 1456 ΦΕΚ Α΄89/16.6.1984
Κύρωση της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για τη διαβίβαση των αιτήσεων δικαστικής αρωγής.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον:
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παράγρ. 1 του Συντάγματος η Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τη διαβίβαση των αιτήσεων δικαστικής αρωγής που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1977, της οποίας το κείμενο, σε πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική, έχει ως εξής:
Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τη διαβίβαση αιτήσεων δικαστικής αρωγής
– Τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπογράφουν τη Συμφωνία αυτή.
– Λαμβάνοντας υπόψη ότι σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η πραγματοποίηση στενότερων σχέσεων μεταξύ των μελών του.
– Λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι επιθυμητό να περιορισθούν τα οικονομικά εμπόδια που δυσκολεύουν την προσφυγή στα πολιτικά δικαστήρια και να επιτρέπεται στα οικονομικά ασθενέστερα πρόσωπα να ασκούν καλύτερα τα δικαιώματά τους μέσα στα Κράτη – Μέλη.
`Έχοντας πεισθεί ότι η καθιέρωση ενός κατάλληλου συστήματος μεταβιβάσεως των αιτήσεων δικαστικής αρωγής θα συνέβαλε στην πραγματοποίηση αυτού του σκοπού.
– Συμφώνησαν τα ακόλουθα:
Άρθρο 1.
Κάθε πρόσωπο, που έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη και επιθυμεί να ζητήσει δικαστική αρωγή για αστικά, εμπορικά ή διοικητικά θέματα στο έδαφος ενός άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, μπορεί να υποβάλει την αίτησή του στο Κράτος της μόνιμης διαμονής του. Αυτό το Κράτος είναι υποχρεωμένο να διαβιβάσει την αίτηση στο άλλο Κράτος.
Άρθρο 2.
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος καθορίζει μία ή περισσότερες αρχές αποστολής που θα είναι αρμόδιες για την απευθείας διαβίβαση των αιτήσεων δικαστικής αρωγής στην αλλοδαπή αρχή που καθορίζεται παρακάτω.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος καθορίζει επίσης μία κεντρική αρχή παραλαβής, που θα είναι αρμόδια για την παραλαβή των αιτήσεων δικαστικής αρωγής που προέρχονται από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος και την περαιτέρω προώθηση τους.
Τα Ομοσπονδιακά Κράτη και εκείνα στα οποία ισχύουν περισσότερα νομικά συστήματα έχουν την ευχέρεια να καθορίσουν περισσότερες κεντρικές αρχές.
Άρθρο 3.
1. Η αρχή αποστολής παρέχει αρωγή στον αιτούντα, προκειμένου να συγκεντρωθούν όλα τα δικαιολογητικά που γνωρίζει ότι απαιτούνται για την εκτίμηση της αιτήσεως. Επίσης παρέχει αρωγή στον αιτούντα για τη μετάφραση των εγγράφων, που ενδεχομένως να είναι απαραίτητη.
Μπορεί επίσης να αρνηθεί τη διαβίβαση της αιτήσεως στην περίπτωση που τη θεωρεί καταφανώς αβάσιμη.
2. Η κεντρική αρχή παραλαβής διαβιβάζει το φάκελο στην αρμόδια αρχή για να αποφανθεί για την αίτηση, πληροφορεί την αρχή αποστολής για κάθε δυσκολία σχετική με την εξέταση της αιτήσεως καθώς επίσης και για την απόφαση που παίρνει η αρμόδια αρχή.
Άρθρο 4.
Τα έγγραφα που διαβιβάζονται σε εφαρμογή αυτού του Συμφώνου απαλλάσσονται από επικύρωση και κάθε ανάλογη διατύπωση.
Άρθρο 5
Καμιά αμοιβή δεν επιτρέπεται να εισπραχθεί από τα Συμβαλλόμενα Μέρη για τις υπηρεσίες που προσφέρονται σύμφωνα με τη Συμφωνία αυτή.
Άρθρο 6
1. Με την επιφύλαξη των ιδιαίτερων διευθετήσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρχών των Συμβαλλομένων Μερών και των διατάξεων των άρθρων 13 και 14.
α) Η αίτηση δικαστικής αρωγής και τα συνημμένα έγγραφα καθώς και όλες οι άλλες κοινοποιήσεις συντάσσονται στη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες της αρχής παραλαβής ή συνοδεύονται από μετάφραση σ` αυτή τη γλώσσα.
β) Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος υποχρεούται εν τούτοις να δέχεται την αίτηση δικαστικής αρωγής και τα συνημμένα έγγραφα καθώς και όλες τις κοινοποιήσεις, εφόσον είναι συνταγμένες στην αγγλική ή γαλλική γλώσσα ή εφόσον συνοδεύονται από μετάφραση σε μία από τις γλώσσες αυτές.
2. Οι κοινοποιήσεις που προέρχονται από το Κράτος της αρχής παραλαβής μπορούν να έχουν συνταχθεί στη γλώσσα ή στις επίσημες γλώσσες αυτού του Κράτους ή στα αγγλικά ή γαλλικά.
Άρθρο 7
Προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή της Συμφωνίας αυτής, οι κεντρικές αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών τηρούνται αμοιβαία ενήμερες για το δίκαιο που ισχύει στον τομέα της δικαστικής αρωγής.
Άρθρο 8
Οι αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 2 καθορίζονται με μια δήλωση προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης το χρόνο που το ενδιαφερόμενο Κράτος γίνεται Μέλος του Συμφώνου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 9 και 11. Κάθε μεταβολή ως προς την αρμοδιότητα των αρχών αυτών θα αποτελεί επίσης αντικείμενο δηλώσεως προς τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Άρθρο 9
1. Η Συμφωνία αυτή ανοίγεται για υπογραφή από τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τα οποία μπορούν να γίνουν Μέλη με: α. υπογραφή, χωρίς επιφύλαξη επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως. β. υπογραφή με επιφύλαξη επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως, που ακολουθείται από επιφύλαξη, αποδοχή ή έγκριση. 2. Τα όργανα επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως θα κατατεθούν στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Άρθρο 10
1. Η Συμφωνία αυτή θα αρχίσει να ισχύει ένα μήνα μετά την ημερομηνία που δύο Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης θα γίνουν μέλη της Συμφωνίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9.
2. Για κάθε Κράτος – Μέλος που θα την υπογράψει μεταγενέστερα χωρίς επιφύλαξη επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως ή θα την επικυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει, η Συμφωνία θα αρχίσει να ισχύει ένα μήνα μετά την ημερομηνία υπογραφής ή καταθέσεως του οργάνου επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως.
Άρθρο 11
1. Μετά την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας αυτής, η Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης μπορεί να καλεί κάθε Κράτος μη μέλος του Συμβουλίου να προσχωρήσει στο Σύμφωνο αυτό.
2. Η προσχώρηση θα πραγματοποιηθεί με την κατάθεση του οργάνου προσχωρήσεως στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης και θα έχει αποτελέσματα ένα μήνα μετά την ημερομηνία της καταθέσεώς του.
Άρθρο 12
1. Κάθε Κράτος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής ή της καταθέσεως του οργάνου επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως, να καθορίσει το έδαφος ή τα εδάφη στα οποία θα εφαρμοσθεί η Συμφωνία αυτή.
2. Κάθε Κράτος μπορεί, κατά το χρόνο καταθέσεως του οργάνου επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως ή οποτεδήποτε μεταγενέστερα με δήλωση προς το Γεν. Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης να επεκτείνει την εφαρμογή της Συμφωνίας αυτής σε κάθε άλλο έδαφος που καθορίζεται στη δήλωση και για τις διεθνείς σχέσεις του οποίου είναι υπεύθυνο ή για λογαριασμό του οποίου έχει εξουσιοδοτηθεί να αναλαμβάνει υποχρεώσεις. Η επέκταση θα αρχίσει να ισχύει ένα μήνα μετά την ημερομηνία λήψεως της δηλώσεως.
3. Κάθε δήλωση που γίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο μπορεί να αποσυρθεί, σχετικά με το έδαφος που καθορίζεται σ` αυτή, με ανακοίνωση προς το Γεν. Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία θα φέρει αποτελέσματα 6 μήνες μετά την ημερομηνία λήψεως της από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Άρθρο 13
1. Κάθε Κράτος μπορεί κατά το χρόνο υπογραφής ή καταθέσεως του οργάνου του επικυρώσεως, αποδοχής εγκρίσεως ή προσχωρήσεως να δηλώσει ότι αποκλείει την εφαρμογή, ολικά ή μερικά, των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1β. Καμιά άλλη επιφύλαξη δεν είναι δεκτή στο Σύμφωνο αυτό.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να αποσύρει ολικά ή μερικά την επιφύλαξη που έκανε με μια δήλωση προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία θα φέρει αποτελέσματα από την ημερομηνία λήψεώς της.
3. Στην περίπτωση που ένα Συμβαλλόμενο Μέρος διατυπώνει επιφύλαξη, κάθε άλλο Μέρος μπορεί να εφαρμόσει την ίδια επιφύλαξη ως προς αυτό.
Άρθρο 14
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες μπορεί, για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφος 1α, να κάνει γνωστή με μία δήλωση τη γλώσσα στην οποία θα πρέπει να είναι συνταγμένη ή μεταφρασμένη η αίτηση και τα έγγραφα προκειμένου να τα διαβιβάσει στο τμήματα του εδάφους της που έχει προσδιορίσει.
2. Η δήλωση που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά το χρόνο της υπογραφής του Συμφώνου από το ενδιαφερόμενο Κράτος ή κατά το χρόνο καταθέσεως του οργάνου του επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως. Η δήλωση μπορεί να αποσυρθεί ή να τροποποιηθεί οποτεδήποτε μετά την ημερομηνία αυτή, με την ίδια διαδικασία.
Άρθρο 15
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, για ό,τι το αφορά, να καταγγείλει τη Συμφωνία αυτή, απευθύνοντας μία ανακοίνωση στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Η καταγγελία θα αρχίσει να ισχύει 6 μήνες μετά την ημερομηνία λήψεως της ανακοινώσεως από το Γενικό Γραμματέα.
Άρθρο 16
Ο Γενικός Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης ανακοινώνει στα Κράτη – Μέλη του Συμβουλίου και σε κάθε Κράτος που προσχώρησε στη Συμφωνία αυτή:
α) κάθε υπογραφή χωρίς επιφύλαξη επικυρώσεως, αποδοχή ή εγκρίσεως.
β) κάθε υπογραφή με επιφύλαξη επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως.
γ) την κατάθεση κάθε οργάνου επικυρώσεως, αποδοχής εγκρίσεως ή προσχωρήσεως.
δ) κάθε δήλωση που λαμβάνεται σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8.
ε) κάθε ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συμφωνίας αυτής σύμφωνα με το άρθρο 10.
στ) κάθε δήλωση που λαμβάνεται σε εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 12.
ζ) κάθε επιφύλαξη που γίνεται σε εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 13.
η) την ανάκληση κάθε επιφυλάξεως που γίνεται σε εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 13.
θ) κάθε δήλωση που λαμβάνεται σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14.
ι) κάθε ανακοίνωση που λαμβάνεται σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 15 και την ημερομηνία που αρχίζει να ισχύει κάθε καταγγελία.
Για την πιστότητα των παραπάνω, οι υπογραφόμενοι, που έχουν εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν, υπόγραφαν την παρούσα Συμφωνία.
`Έγινε στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1977 στα γαλλικά και αγγλικά – και τα δύο κείμενα έχουν την ίδια ισχύ σε ένα μόνον αντίγραφο, το οποίο θα παραμείνει κατατεθειμένο στο αρχείο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα κοινοποιήσει κυρωμένο αντίγραφο σε καθένα από τα κράτη που υπέγραψαν και προσχώρησαν.
Άρθρο δεύτερο
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 και 2 της Συμφωνίας, ως κεντρική αρχή παραλαβής και διεκπεραίωσης ορίζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Άρθρο τρίτο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της κυρούμενης Συμφωνίας από την 27 Ιανουαρίου 1977.
Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.
Αθήνα, 14 Ιουνίου 1984
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ