Νόμος 1450 ΦΕΚ Α΄87/16.6.1984
Κύρωση Σύμβασης δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον:

Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 1981, της οποίας το κείμενο, σε πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική, έχει ως εξής:
ΣΥΜΒΑΣΗ
Δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας.
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και
Ο Πρόεδρος της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας,
Έχοντας υπόψη τη στενή και διαρκή φιλία μεταξύ των δύο χωρών και επιθυμώντας να ενισχύσουν τη συνεργασία τους με την καθιέρωση μιας αποτελεσματικής συνεργασίας στον τομέα των δικαστικών σχέσεων, Αποφάσισαν να συνάψουν την παρούσα Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις και για το σκοπό αυτό διόρισαν σαν πληρεξούσιους τους:
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας
Τον κ. Γεώργιο Σταμάτη, Υπουργό Δικαιοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ο Πρόεδρος της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας
Το κ. Khaled Malki, Υπουργό Δικαιοσύνης της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας,
οι οποίοι αφού αντάλλαξαν τα πληρεξούσια έγγραφά τους που βρέθηκαν σε απόλυτη τάξη, συμφώνησαν τα ακόλουθα:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1.
1. Οι υπήκοοι του κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους απολαύουν στο έδαφος του άλλου Μέρους της ίδιας μεταχειρίσεως ως προς τις δικαστικές υποθέσεις με τους υπηκόους του άλλου αυτού Μέρους. Για τον σκοπό αυτόν θα μπορούν να απευθύνονται ελεύθερα στα δικαστήρια και στα άλλα δικαστικά όργανα και να παρίστανται σ’ αυτά υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και υπό τους ίδιους τύπους όπως και οι υπήκοοι.
2. Οι διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως εφαρμόζονται επίσης και στα νομικά πρόσωπα που συστάθηκαν σύμφωνα με τους νόμους του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η έδρα τους.
Άρθρο 2.
Δεν μπορεί να επιβληθεί στους υπηκόους του κάθε Συμβαλλομένου Μέρους που εμφανίζονται ενώπιον των δικαστικών αρχών του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους να καταβάλλουν ούτε εγγύηση ούτε παρακαταθήκη με οποιαδήποτε μορφή για μόνο το λόγο ότι είναι αλλοδαποί ή δεν κατοικούν ή διαμένουν στο έδαφος του άλλου αυτού Μέρους.
Άρθρο 3.
Για το σκοπό της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας Συμβάσεως και πλην αντίθετης διατάξεως, οι δικαστικές αρχές των δύο Συμβαλλομένων Μερών επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω των αντίστοιχων Υπουργείων Δικαιοσύνης. Παρά ταύτα, η διπλωματική οδός δεν αποκλείεται.
Άρθρο 4.
Οι αιτήσεις δικαστικής αρωγής καθώς και τα συνημμένα σ’ αυτές έγγραφα θα συντάσσονται στη γλώσσα του αιτούντος Μέρους και θα συνοδεύονται από επίσημη κυρωμένη απόφαση.
Άρθρο 5.
Τα Υπουργεία Δικαιοσύνης των Συμβαλλομένων Μερών θα προβαίνουν αμοιβαία, μετά από αίτηση, σε ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας Συμβάσεως καθώς και με το ισχύον δίκαιο των αντιστοίχων χωρών τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Εκτέλεση της δικαστικής αρωγής.
Άρθρο 6.
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παρέχουν το ένα στο άλλο δικαστική αρωγή στις αστικές και ποινικές υποθέσεις.
2. Η δικαστική αρωγή ασκείται με την εκτέλεση καθορισμένων δικονομικών πράξεων και ιδιαίτερα με τη διαβίβαση εγγράφων, έρευνα, κατάσχεση και παράδοση πειστηρίων, πραγματογνωσύνη, ανάκριση κατηγορούμενων, εξέταση διαδίκων, μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων καθώς και με τη δικαστική αυτοψία.
Άρθρο 7.
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη, υπό την επιφύλαξη των σχετικών με την έκδοση διατάξεων, πραγματοποιούν τη διαβίβαση των εγγράφων και δικαστικών παραγγελιών σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μέσω των Υπουργείων Δικαιοσύνης.
Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου δεν αποκλείουν στα Συμβαλλόμενα Μέρη τη δυνατότητα να επιδίδουν απευθείας διά των διπλωματικών τους αποστολών ή των προξενικών τους αρχών όλες τις δικαστικές ή εξώδικες πράξεις που προορίζονται για τους υπηκόους τους, με την προϋπόθεση ότι τούτοι δέχονται να τις παραλάβουν.
Άρθρο 8.
Η αίτηση δικαστικής αρωγής περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις:
α) την αρχή από την οποία προέρχεται η αίτηση,
β) το αντικείμενο και την αιτιολογία της αιτήσεως,
γ) στο μέτρο του δυνατού, την ταυτότητα και την υπηκοότητα του εν λόγω προσώπου, την ιδιότητά του, το επάγγελμα του, την κατοικία ή την διαμονή του για τα νομικά πρόσωπα, την ονομασία και την έδρα τους,
δ) εάν συντρέχει περίπτωση, το επώνυμο, όνομα και τη διεύθυνση του αποδέκτη,
ε) εάν συντρέχει περίπτωση, το επώνυμο, όνομα και τη διεύθυνση των αντιπροσώπων των διαδίκων,
στ) τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με το αντικείμενο της αιτήσεως, τις περιστάσεις που δικαιολογούν την παροχή αποδείξεων και ανάλογα με την περίπτωση τις ερωτήσεις που πρέπει να τεθούν στους μάρτυρες ή τους εμπειρογνώμονες,
ζ) για τις δικαστικές παραγγελίες σε ποινικές υποθέσεις, η αίτηση αναφέρει εκτός από τα άλλα την κατηγορία και περιλαμβάνει μία συνοπτική αλλά σαφή έκθεση των γεγονότων.
Άρθρο 9.
Η δικαστική αρχή, προς την οποία απευθύνεται η αίτηση, διαβιβάζει τα έγγραφα σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος της και μόνο εφόσον τα έγγραφα αυτά συνοδεύονται από κυρωμένη μετάφραση. Σε αντίθετη περίπτωση, παραδίδει τα έγγραφα στον παραλήπτη εάν αυτό δέχεται να τα παραλάβει.
Άρθρο 10.
1. Εάν η διεύθυνση του προσώπου που πρέπει να κληθεί σαν μάρτυρας ή για να παραλάβει ένα έγγραφο δεν είναι ακριβώς προσδιορισμένη ή εάν είναι ανακριβής, η αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση δεν είναι αρμόδια για την εκτέλεση της αιτήσεως, τη διαβιβάζει αυτεπαγγέλτως στην αρμόδια αρχή και πληροφορεί σχετικά την αιτούσα αρχή.
Άρθρο 11.
1. Προκειμένου να εκτελέσει μια δικαστική παραγγελία η αρχή, προς την οποία απευθύνεται η αίτηση, εφαρμόζει τις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος της. Παρά ταύτα, η αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση μπορεί, μετά από αίτηση του αιτούντος Συμβαλλομένου Μέρους, να εφαρμόσει τις δικονομικές διατάξεις του Μέρους αυτού, εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τη νομοθεσία του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
2. Μετά από αίτηση της αιτούσας αρχής, η αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση γνωρίζει σε εύθετο χρόνο στην αιτούσα αρχή τον τόπο και την ημερομηνία εκτελέσεως της δικαστικής παραγγελίας.
3. Η απόδειξη της επιδόσεως των εγγράφων συντάσσεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Άρθρο 12.
Εάν η αίτηση δικαστικής αγωγής δεν κατέστη δυνατό να ικανοποιηθεί, το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση γνωρίζει αμέσως την αιτία στο αιτούν Μέρος, επιστρέφοντας συγχρόνως την αίτηση και τα δικαιολογητικά που τη συνοδεύουν.
Άρθρο 13
1. Τα έξοδα που προκύπτουν από την εκτέλεση αιτήσεων δικαστικής αρωγής δεν θα καταβάλλονται μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών, εκτός από την αμοιβή των εμπειρογνωμόνων και τις άλλες δαπάνες που προκύπτουν από την εκτέλεση πραγματογνωμοσύνης.
2. Το ύψος και η φύση των δαπανών θα κοινοποιούνται στην αιτούσα δικαστική αρχή.
Άρθρο 14
1. Η δικαστική αρωγή μπορεί να μην παρασχεθεί: α) Εάν το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση κρίνει ότι η εκτέλεση της αιτήσεως θα μπορούσε να θίξει την κυριαρχία, την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή άλλα ουσιώδη συμφέροντα του κράτους του.
β) Εάν η αίτηση, σε ποινικές υποθέσεις, αναφέρεται:
1) σε στρατιωτικά εγκλήματα που δεν αποτελούν εγκλήματα κοινού δικαίου,
2) σε εγκλήματα που θεωρούνται από το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση σαν πολιτικά ή εγκλήματα συναφή με πολιτικά.
2. Σε ποινικές υποθέσεις, εάν η δικαστική αρωγή συνίσταται σε εκτέλεση δικαστικών παραγγελιών προς το σκοπό έρευνας ή κατασχέσεως, το έγκλημα για το οποίο γίνεται η δικαστική παραγγελία πρέπει να είναι αξιόποινο σύμφωνα με τη νομοθεσία των δύο Συμβαλλόμενων Μερών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Δωρεάν δικαστική αρωγή. Απαλλαγές και μειώσεις φόρων
Άρθρο 15
Οι υπήκοοι του κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους θ` απολαύουν στο έδαφος του άλλου Μέρους στο ίδιο μέτρο και με τις ίδιες προϋποθέσεις των ωφελημάτων της δωρεάν δικαστικής αρωγής, των απαλλαγών και μειώσεων των δικαστικών εξόδων και/ ή των φόρων που παρέχονται στους υπηκόους του τελευταίου τούτου Μέρους εξαιτίας της περιουσιακής τους καταστάσεως.
Άρθρο 16
1. Η βεβαίωση για την περιουσιακή κατάσταση, που είναι απαραίτητη για την απόκτηση των ωφελημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 15, εκδίδεται από την αρμόδια αρχή του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατοικεί ή διαμένει.
2. Εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διαμένει σε τρίτο Κράτος, η παραπάνω βεβαίωση θα εκδίδεται από τη διπλωματική αποστολή ή την εδαφικά αρμόδια προξενική αρχή.
Άρθρο 17
Η δικαστική αρχή, από την οποία ζητείται η δωρεάν δικαστική αρωγή και τα ωφελήματα που προβλέπονται στο άρθρο 15, αποφαίνεται σύμφωνα με τους νόμους του κράτους της και μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικά πληροφορίες από τις αρχές του κράτους του οποίου ο ενδιαφερόμενος είναι υπήκοος.
Άρθρο 18
1. Εάν οι υπήκοοι ενός των Συμβαλλόμενων Μερών, που κατοικούν ή διαμένουν στο έδαφος του άλλου Μέρους, επιθυμούν να ζητήσουν από μια δικαστική αρχή του Συμβαλλόμενου Μέρους του οποίου είναι υπήκοοι τα ωφελήματα που προβλέπονται στο άρθρο 15, θα μπορούν να το ζητήσουν από την αρμόδια δικαστική αρχή του τόπου κατοικίας ή διαμονής τους, σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους αυτού.
2. Η δικαστική αρχή, στην οποία απευθύνεται η αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου, πρέπει να επιληφθεί της μεταφράσεως της αιτήσεως της βεβαιώσεως που προβλέπεται στο Άρθρο 16 και ενδεχομένως των άλλων δικαιολογητικών που προσάγονται.
3. Η δικαστική αρχή που επιλαμβάνεται της παραπάνω αιτήσεως, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος Άρθρου, την αποστέλλει μαζί με τη βεβαίωση που προβλέπεται στο άρθρο 16 και με όλα τα δικαιολογητικά που προσάγονται στην αρμόδια δικαστική αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Προστασία μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων
Άρθρο 19
Εάν ένα πρόσωπο οποιασδήποτε εθνικότητας εμφανίζεται έπειτα από κλήση ενώπιον των δικαστικών αρχών του αιτούντος Μέρους σαν μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας, δεν μπορεί, στο έδαφος του Μέρους αυτού, να διωχθεί, συλληφθεί ή κρατηθεί ούτε να υποβληθεί σε περιορισμό της προσωπικής του ελευθερίας για το έγκλημα που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης στην οποία κλήθηκε ή για άλλο έγκλημα που διαπράχθηκε πριν από την αναχώρησή του από το έδαφος του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, αλλά ούτε και εξαιτίας της καταθέσεώς του στην εν λόγω δίκη.
Άρθρο 20
1, Η ασυλία που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο παύει εάν ο μάρτυρας ή ο εμπειρογνώμονας, παρ` όλο που είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει το έδαφος του αιτούντος Μέρους μέσα σε είκοσι (20) συναπτές μέρες από τότε που οι δικαστικές αρχές του γνωστοποίησαν ότι η παρουσία του δεν είναι πια απαραίτητη, παραμείνει παρά ταύτα στο έδαφος τούτο ή επιστρέψει σ` αυτό αφού το εγκατέλειψε. Στον υπολογισμό αυτής της προθεσμίας δεν περιλαμβάνεται ο χρόνος κατά τον οποίο ο μάρτυρας ή ο εμπειρογνώμονας δεν ήταν σε θέση να εγκαταλείψει το έδαφος του αιτούντος Μέρους για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του.
2. Οι αποζημιώσεις μεταθέσεως και διαμονής των μαρτύρων ή των εμπειρογνωμόνων επιβαρύνουν το αιτούν Μέρος οι προξενικές αρχές του αιτούντος Μέρους οφείλουν να προκαταβάλουν στον μάρτυρα ή στον εμπειρογνώμονα, μετά από αίτηση του, όλα ή μέρος των εξόδων ταξιδίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων
Άρθρο 21
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να αναγνωρίζει και να καθιστά εκτελεστές στο εδαφ.4 του τις κατωτέρω αποφάσεις που εκδόθηκαν έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους και έγιναν εκτελεστές σύμφωνα με τους νόμους του Μέρους τούτου.
α) τις δικαστικές αποφάσεις σε αστικές υποθέσεις που απόκτησαν ισχύ δεδικασμένου.
β) τις δικαστικές αποφάσεις σε ποινικές υποθέσεις όσο αφορά την αποκατάσταση ζημιών και την απόδοση αγαθών, που απόκτησαν ισχύ δεδικασμένου.
γ) τους δικαστικούς συμβιβασμούς σε αστικές υποθέσεις.
Άρθρο 22
Οι δικαστικές αποφάσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο θα αναγνωρίζονται και θα εκτελούνται στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους στο οποίο αιτείται η αναγνώριση ή η εκτέλεση υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) εάν σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους, στο έδαφος του οποίου πρέπει να αναγνωριστεί ή εκτελεστεί η απόφαση, η δικαστική αρχή του τελευταίου τούτου δεν είναι αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση της υποθέσεως.
β) εάν με την αναγνώριση της εκτελέσεως της δικαστικής αποφάσεως δεν θίγονται οι θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας ή η δημόσια τάξη του Μέρους, στο έδαφος του οποίου πρέπει να γίνει η αναγνώριση ή η εκτέλεση.
γ) εάν, στην ίδια υπόθεση, μια απόφαση που απόκτησε ισχύ δεδικασμένου μεταξύ των αυτών διαδίκων επί του ίδιου αντικειμένου και της ίδιας ουσίας δεν εκδόθηκε προηγουμένως από δικαστική αρχή του Συμβαλλομένου Μέρους, στο έδαφος του οποίου η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί ή εκτελεσθεί.
δ) εάν ο ηττηθείς διάδικος δεν εμφανίστηκε ή ερημοδίκησε, αν και κλήθηκε δεόντως ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών σύμφωνα με τη διαδικασία του Συμβαλλόμενου Μέρους, στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση.
Άρθρο 23
1. Η αίτηση αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως μπορεί να κατατεθεί απευθείας από τον ενδιαφερόμενο στην αρμόδια δικαστική αρχή του Μέρους, στο έδαφος του οποίου ζητείται η αναγνώριση ή η εκτέλεση.
2. Στην αίτηση θα πρέπει να επισυνάπτονται:
α) κυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής αποφάσεως ή του δικαστικού συμβιβασμού, καθώς επίσης και βεβαίωση που να πιστοποιεί ότι η απόφαση αυτή είναι εκτελεστή και έχει ισχύ δεδικασμένου, εάν τα στοιχεία αυτά δεν προκύπτουν από την ίδια απόφαση.
β) βεβαίωση που να πιστοποιεί ότι ο ηττηθείς διάδικος που δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο είχε δεόντως κληθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του Μέρους, στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση.
γ) η μετάφραση των αναφερθέντων στις παραγράφους α και β εγγράφων, καθώς και η μετάφραση της αιτήσεως, εφόσον δεν συντάχθηκε στη γλώσσα του Μέρους, στο έδαφος του οποίου η απόφαση πρέπει να αναγνωριστεί ή εκτελεστεί.
3. Το εκτελεστήριο χορηγείται από την αρμόδια αρχή του Μέρους, στο έδαφος του οποίου η εκτέλεση πρέπει να λάβει χώρα και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος του Μέρους αυτού.
Άρθρο 24
Η δικαστική αρχή, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αποφάσεως, θα περιοριστεί στο να βεβαιώσει την ύπαρξη των προβλεπόμενων στο άρθρο 22 προϋποθέσεων εάν οι προϋποθέσεις αυτές πληρωθούν, η αρχή αυτή θα προβαίνει στην αναγνώριση ή την εκτέλεση.
Άρθρο 25
Οι αρχές του Συμβαλλόμενου Μέρους, στο έδαφος του οποίου λαμβάνει χώρα η εκτέλεση, θα προβούν στην εκτέλεση σύμφωνα με τη δική τους νομοθεσία, πλην αντίθετων διατάξεων της παρούσας Συμβάσεως.
Άρθρο 26
Οι δικαστικές αποφάσεις με ισχύ δεδικασμένου ενός των Συμβαλλόμενων Μερών στις σχετικές με την προσωπική κατάσταση υποθέσεις των υπηκόων του αναγνωρίζονται και παράγουν αποτελέσματα στο έδαφος του άλλου Μέρους, χωρίς καμιά διαδικασία αναγνωρίσεως.
Άρθρο 27
1. Εάν ένας από τους διαδίκους, που έχει απαλλαγεί από την καταβολή εγγυήσεως υπό την έννοια του Άρθρου 2 της παρούσας Συμβάσεως, υποχρεωθεί, με απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου, να καταβάλλει τα δικαστικά έξοδα στο άλλο μέρος, η απόφαση αυτή θα εκτελεστεί δωρεάν μετά από αίτηση στο έδαφος του άλλου Μέρους.
2. Όσον αφορά την είσπραξη των δικαστικών εξόδων που καταβλήθηκαν από το κράτος και των τελών από τα οποία απηλλάγη ο διάδικος, το δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους, στο έδαφος του οποίου δημιουργήθηκε η υποχρέωση πληρωμής, θα ζητεί από το αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους να φροντίσει για την είσπραξη αυτών των εξόδων και φόρων. Το εισπραχθέν ποσόν θα τεθεί στη διάθεσή της διπλωματικής αποστολής ή της προξενικής αρχής του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
3. Στις αιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 θα πρέπει να επισυνάπτεται κυρωμένο αντίγραφο του μέρους της αποφάσεως που αναφέρεται στο ύψος των δικαστικών εξόδων και φόρων, βεβαίωση που να πιστοποιεί ότι η απόφαση απόκτησε ισχύ δεδικασμένου και μετάφραση των εγγράφων αυτών.
4. Το δικαστήριο που επιτρέπει την εκτέλεση των αποφάσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 περιορίζεται στην εξακρίβωση των στοιχείων που βεβαιώνουν ότι η απόφαση είναι εκτελεστή και έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
Άρθρο 28
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος αναγνωρίζει και επιτρέπει στο έδαφος του την εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων για εμπορικές υποθέσεις, που εκδόθηκαν στο έδαφος του άλλου Μέρους, σύμφωνα με τη Σύμβαση για την αναγνώριση και εκτέλεση ξένων διαιτητικών αποφάσεων, που υπογράφηκε στη Ν. Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958. Οι διαιτητικές αποφάσεις για αστικές υποθέσεις που εκδόθηκαν στο έδαφος του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους αναγνωρίζονται και μπορούν να εκτελούνται στο έδαφος του άλλου Μέρους υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 22 και 23 και στο μέτρο που οι προϋποθέσεις αυτές είναι εφαρμοστές στις διαιτητικές αποφάσεις.
Άρθρο 29.
Η εφαρμογή των διατάξεων των σχετικών με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, διαιτητικών αποφάσεων και δικαστικών συμβιβασμών δεν μπορεί να θίξει τις νομοθετικές διατάξεις των Συμβαλλομένων Μερών τις σχετικές με τη μεταβίβαση χρημάτων ή αγαθών που αποκτήθηκαν μετά την εκτέλεση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Έκδοση
Άρθρο 30
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παραδίδουν αμοιβαία, σύμφωνα με τους κανόνες και με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα επόμενα άρθρα και στους δικονομικούς κανόνες της εσωτερικής τους νομοθεσίας, τα άτομα τα οποία, ευρισκόμενα στο έδαφος ενός των δύο κρατών, διώκονται για έγκλημα ή αναζητούνται προς τον σκοπό εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας από τις δικαστικές αρχές του αιτούντος Μέρους.
Η έκδοση δεν επιτρέπεται παρά μόνο αν η πράξη, για την οποία διώκεται ή για την οποία καταδικάστηκε το άτομο και για την οποία γίνεται η αίτηση εκδόσεως, προβλέπεται από τους νόμους των δύο Συμβαλλομένων Μερών σαν έγκλημα.
2. Η έκδοση προς το σκοπό διώξεως δεν επιτρέπεται παρά μόνον εάν, σύμφωνα με τους νόμους των δύο Συμβαλλομένων Μερών, η πράξη στην οποία αναφέρεται η αίτηση, τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους κατ’ ανώτατό όριο ή με βαρύτερη ποινή. Όταν η έκδοση ζητείται προς το σκοπό εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας, δεν επιτρέπεται παρά μόνον, εάν η απαγγελομένη ποινή είναι διαρκείας τουλάχιστον έξι μηνών.
3. Εάν η αίτηση εκδόσεως αναφέρεται σε πολλές διαφορετικές πράξεις, που καθεμιά τιμωρείται από τον νόμο των δύο Συμβαλλόμενων Μερών, αλλά ορισμένες από τις οποίες δεν πληρούν τη σχετική με την έκταση της ποινής προϋπόθεση, το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα έχει τη δυνατότητα να προτείνει στην έκδοση και για τις τελευταίες αυτές πράξεις.
Άρθρο 31
Δεν μπορούν να εκδοθούν:
α) τα πρόσωπα, τα οποία κατά την ημερομηνία λήψεως της αιτήσεως εκδόσεως είναι υπήκοοι του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
β) Τα πρόσωπα που έχουν αποκτήσει το δικαίωμα ασύλου στο έδαφος του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Παρα ταύτα, το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση αναλαμβάνει την υποχρέωση, στο μέτρο που είναι αρμόδιο για να τους δικάσει, να διώξει τους υπηκόους του που έχουν διαπράξει στο έδαφος του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους εγκλήματα τιμωρούμενα στα δύο Κράτη σαν κακουργήματα ή πλημμελήματα, όταν το άλλο Μέρος του απευθύνει με τη διπλωματική οδό αίτηση διώξεως συνοδευόμενη από τους φακέλους, έγγραφα, αντικείμενα και πληροφορίες που κατέχει. Το αιτούν Μέρος θα κρατείται ενήμερο για τη συνέχεια που θα δίδεται στην αίτησή του.
Άρθρο 32
1. Η έκδοση δεν λαμβάνει χώρα στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Εάν το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση θεωρείται από το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση σαν πολιτικό έγκλημα ή σαν συναφής με τέτοιο έγκλημα πράξη.
β) Εάν το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση είναι αποκλειστικά στρατιωτικό και δεν αποτελεί έγκλημα κοινού δικαίου.
γ) Εάν το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση αποτελεί αντικείμενο οριστικής αποφάσεως εκ μέρους του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση για την ή τις ίδιες πράξεις για τις οποίες γίνεται η αίτηση εκδόσεως.
δ) Εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία είτε του αιτούντος Μέρους ή του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, η παραγραφή της πράξεως ή της ποινής επέρχεται τη στιγμή της λήψεως της αιτήσεως εκδόσεως. ε) Εάν το έγκλημα, για το οποίο ζητείται η έκδοση και που διαπράχθηκε εκτός του εδάφους του αιτούντος Μέρους η νομοθεσία του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν επιτρέπει τη δίωξη τέτοιου εγκλήματος που διαπράχθηκε από αλλοδαπό εκτός του εδάφους του.
στ) εάν η καταδικαστική απόφαση του εκζητούμενου προσώπου δεν είναι εκτελεστή λόγω αμνηστίας.
ζ) Εάν το έγκλημα για το οποίο γίνεται η αίτηση διαπράχθηκε εν όλω ή εν μέρει στο έδαφος του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
2. Η αίτηση εκδόσεως μπορεί να μην ικανοποιηθεί:
α) Εάν το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση διώκει το εκζητούμενο πρόσωπο για την ή τις ίδιες πράξεις για τις οποίες ζητείται η έκδοση ή εάν οι αρμόδιες αρχές του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση αποφάσισαν να μη ασκήσουν δίωξη ή να τερματίσουν τη δίωξη την οποίαν είχαν ασκήσει για την ή τις ίδιες πράξεις.
β) Εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του ενός των Συμβαλλομένων Μερών, η πράξη για την οποία γίνεται η αίτηση εκδόσεως αποτελεί έγκλημα, του οποίου η δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί παρά μόνο κατόπιν εγκλήσεως του παθόντος. γ) Εάν το εκζητούμενο πρόσωπο αποτέλεσε αντικείμενο οριστικής αποφάσεως σε τρίτο Κράτος για την ή τις ίδιες πράξεις για τις οποίες υποβλήθηκε η αίτηση και:
ι) εάν η απόφαση ήταν απαλλακτική.
ιι) εάν η επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή εκτίθηκε πλήρως ή έτυχε αμνηστίας ή χάριτος στο σύνολο ή στο μέρος που δεν εκτίθηκε ή
ιιι) εάν ο δικαστής διαπίστωσε την ενοχή του δράστη του εγκλήματος χωρίς να επιβάλει ποινή.
3. Εάν η πράξη για την οποία ζητείται η έκδοση, τιμωρείται από το νόμο του αιτούντος Μέρους με θανατική ποινή, η οποία δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, η έκδοση μπορεί να μη λάβει χώρα παρά μόνον υπό τον όρο ότι το αιτούν Μέρος θα δώσει διαβεβαιώσεις, που θα κριθούν επαρκείς από το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, ότι η θανατική ποινή δεν θα εκτελεστεί.
Άρθρο 33
1. Η έκδοση μπορεί να αναβληθεί εάν το πρόσωπο, του οποίου ζητείται η έκδοση, είναι υποκείμενο ποινικής δίκης ή πρέπει να εκτίσει ποινή στερητική της ελευθερίας που επιβλήθηκε από δικαστική αρχή του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Σε περίπτωση αναβολής, η έκδοση δεν μπορεί να λάβει χώρα παρά μόνο μετά το τέλος της ποινικής δίκης ή σε περίπτωση καταδικαστικής αποφάσεως, μετά την εκτέλεση της ποινής.
2. Σε περίπτωση που η αναβολή συμπέσει με την εκπνοή ή επιφέρει μεγάλες δυσκολίες στην απόδειξη των γεγονότων, η προσωρινή έκδοση θα μπορεί να γίνεται με τη ρητή προϋπόθεση ότι το εκδοθέν πρόσωπο θα επαναποσταλεί μετά το τέλος των διαδικαστικών πράξεων για τις οποίες η έκδοση έλαβε χώρα.
Άρθρο 34
1. Το πρόσωπο που παραδόθηκε δεν μπορεί να διωχθεί ούτε να δικαστεί ή να κρατηθεί προς το σκοπό εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας ούτε να υποβληθεί για οποιαδήποτε πράξη προγενέστερη της παραδόσεως, πλήν εκείνης για την οποία εχώρησε η έκδοση, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εάν υπάρχει προηγούμενη συναίνεση του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση,
β) εάν το εκδοθέν πρόσωπο, αν και είχε τη δυνατότητα να το κάνει, δεν εγκατέλειψε το έδαφος του αιτούντος Μέρους μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την οριστική αποφυλάκισή του ή εάν επέστρεψε αφού το εγκατέλειψε σ`αυτή την προθεσμία εν τούτοις δεν συμπεριλαμβάνεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το εκδοθέν πρόσωπο δεν μπόρεσε να εγκαταλείψει το έδαφος του απούντος Μέρους για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του.
2. Το αιτούν Μέρος μπορεί να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα προς το σκοπό αφενός ενδεχόμενης επαναποστολής εκ του εδάφους και αφετέρου διακοπής της παραγραφής σύμφωνα με τη νομοθεσία του, συμπεριλαμβανόμενης της ερημοδικίας.
3. Εάν ο χαρακτηρισμός που δόθηκε στην πράξη τροποποιήθηκε κατά τη διαδικασία, το εκδοθέν πρόσωπο δεν διώκεται ούτε δικάζεται παρά μόνο στο μέτρο που τα στοιχεία που συνθέτουν το εκ νέου χαρακτηρισθέν έγκλημα επιτρέπουν την έκδοση.
4. Πλην της περιπτώσεως, που προβλέπεται στην παράγραφο 1 υποπαράγραφος β του παρόντος άρθρου, η συγκατάθεση του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα είναι απαραίτητη για να επιτραπεί στο αιτούν Μέρος να παραδώσει σε τρίτο κράτος το πρόσωπο που του έχει παραδοθεί και που αναζητείται από το τρίτο Κράτος για εγκλήματα προγενέστερα της παραδόσεως.
Άρθρο 35
Η αίτηση εκδόσεως καθώς και η απάντηση σ` αυτή θα γίνονται με τη διπλωματική οδό, οι άλλες πράξεις που αναφέρονται στην έκδοση θα γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας Συμβάσεως.
Άρθρο 36
1. Η αίτηση εκδόσεως θα διατυπώνεται εγγράφως και θα προσκομίζονται προς υποστήριξή της:
α) Το πρωτότυπο ή κυρωμένο αντίγραφο είτε εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως είτε εντάλματος συλλήψεως ή κάθε άλλου εγγράφου που έχει την ίδια ισχύ και που εκδόθηκε σύμφωνα με τον επιβαλλόμενο από τη νομοθεσία του αιτούντος Μέρους τύπο.
β) Έκθεση των πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση. Ο χρόνος και ο τόπος τελέσεώς τους, ο νομικός τους χαρακτηρισμός, οι παραπομπές στις νομοθετικές διατάξεις που είναι εφαρμοστέες σ` αυτές και η διάρκεια της μη εκτελεσθείσας ποινής θα υποδεικνύονται όσο το δυνατόν ακριβέστερα.
γ) Αντίγραφο των νομοθετικών διατάξεων που είναι εφαρμοστέες στην περίπτωση.
δ) Την όσο το δυνατόν ακριβέστερη περιγραφή του εκζητούμενου προσώπου και όλες τις άλλες πληροφορίες τις σχετικές με τον προσδιορισμό της ταυτότητας και της υπηκοότητάς του.
2. Εάν οι διαβιβαζόμενες από το αιτούν Μέρος πληροφορίες αποδειχθούν ανεπαρκείς για να επιτρέψουν στο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση να πάρει μια απόφαση, το τελευταίο αυτό Μέρος ζητά τις απαραίτητες συμπληρωματικές πληροφορίες. Το άλλο Μέρος πρέπει να απαντήσει σ’ αυτή την αίτηση μέσα σε προθεσμία που να μην υπερβαίνει τους δύο μήνες. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για είκοσι ακόμα ημέρες εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι.
3. Εάν το αιτούν Μέρος δεν παρουσιάζει τις απαραίτητες συμπληρωματικές πληροφορίες μέσα στην ως άνω προθεσμία, το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να απολύσει το συλληφθέν πρόσωπο.
Άρθρο 37
Εφόσον τηρήθηκαν οι όροι του τύπου της εκδόσεως, το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, αφού λάβει την αίτηση εκδόσεως, λαμβάνει χωρίς καθυστέρηση τα μέτρα συλλήψεως του εκζητούμενου προσώπου, πλην των περιπτώσεων στις οποίες, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, η έκδοση δεν μπορεί να λάβει χώρα.
Άρθρο 38
1. Σε επείγουσες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές του αιτούντος Μέρους θα μπορούν να ζητούν την προσωρινή σύλληψη του αναζητούμενου προσώπου. Η αίτηση προσωρινής συλλήψεως αναφέρει την ύπαρξη ενός των εγγράφων των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1 υποπαράγραφο (α) του άρθρου 36 και θα γνωρίζει την πρόθεση μεταγενέστερης αποστολής αιτήσεως εκδόσεως αναφέρει το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση, το χρόνο και τόπο της διαπράξεώς του καθώς επίσης, στο μέτρο του δυνατού, την περιγραφή του αναζητούμενου προσώπου.
2. Η αίτηση προσωρινής συλλήψεως διαβιβάζεται απευθείας στις αρμόδιες αρχές του Μέρους προς το οποίο απευθύνει η αίτηση είτε ταχυδρομικώς ή τηλεγραφικώς είτε δια της ή δι οιουδήποτε άλλου τρόπου, γραπτώς. Η αιτούσα αρχή πληροφορείται αμέσως τη συνέχεια που δόθηκε στην αίτηση της.
3. Η προσωρινή σύλληψη θα μπορεί να λήξει, εάν, εντός προθεσμίας ενός μήνα μετά τη σύλληψη, το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν επιλήφθηκε της αιτήσεως εκδόσεως και των εγγράφων που μνημονεύονται στο άρθρο 36. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί 20 ημέρες μετά από αίτηση του αιτούντος Μέρους. Πάντως, η προσωρινή απόλυση είναι δυνατή ανά πάσα στιγμή, εκτός αν το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση λάβει κάθε μέτρο που θεωρεί απαραίτητο για να αποφευχθεί η διαφυγή του εκζητουμένου προσώπου.
4. Η απόλυση δεν αντίκειται σε νέα σύλληψη και έκδοση, εάν η αίτηση εκδόσεως περιέλθει αργότερα.
Άρθρο 39
1. Το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση γνωστοποιεί στο αιτούν Μέρος την απόφαση του επί της εκδόσεως. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής απορρίψεως εκ μέρους της δικαστικής αρχής, το αιτιολογικό της αποφάσεως κοινοποιείται στο αιτούν Μέρος. Σε περίπτωση αποδοχής, το αιτούν Μέρος πληροφορείται τον τόπο και την ημερομηνία της παραδόσεως του εκδιδόμενου προσώπου καθώς και τη διάρκεια της κρατήσεώς του ενόψη της εκδόσεως.
2. Με την επιφύλαξη της περιπτώσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος Άρθρου, εάν το εκζητούμενο πρόσωπο δεν παραδοθεί στον καθορισμένο χρόνο και ημερομηνία, θα μπορεί να απολυθεί μετά την εκπνοή προθεσμίας 15 ημερών από την ημερομηνία αυτή. Σ` αυτή την περίπτωση, εάν η αίτηση εκδόσεως επαναληφθεί, μπορεί να απορριφθεί.
3. Σε περίπτωση ανωτέρας βίας, που εμποδίζει την παράδοση ή την παραλαβή του προσώπου, το ενδιαφερόμενο Μέρος πληροφορεί περί αυτού το άλλο Μέρος τα δύο μέρη συμφωνούν επί μιας καινούργιας ημερομηνίας παραδόσεως οπότε θα είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 40.
Εάν υπάρχει συρροή αιτήσεων εκδόσεως από πολλά κράτη είτε για την ίδια πράξη ή για δοφορετικές πράξεις, το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση αποφασίζει προς ποιο κράτος θα γίνει η έκδοση.
Άρθρο 41
Εάν το πρόσωπο που εκδόθηκε κατορθώσει να εκφύγει της ποινικής διώξεως ή να μην εμφανισθεί στο δικαστήριο ή να μην εκτελέσει την ποινή και εφόσον επανέλθει στο έδαφος του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θα μπορεί να επανεκδοθεί. Σ` αυτή την περίπτωση, δεν είναι πια απαραίτητο να προσκομίζονται προς υποστήριξη της τα προβλεπόμενα στο άρθρο 36 έγγραφα.
Άρθρο 42
1. Μετα από αίτηση του αιτούντος Μέρους, το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση θα κατάσχει και θα παραδίδει, στο επιτρεπόμενο από τη νομοθεσία μέτρο, τα αντικείμενα: α) που μπορούν να χρησιμέψουν σαν τεκμήρια στη δίκη, β) που αποδεδειγμένα προέρχονται από το έγκλημα ή χρησίμεψαν στην τέλεση του.
2. Η παράδοση των αντικειμένων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου θα γίνεται έναντι αποδείξεως θα πραγματοποιείται ακόμα και στην περίπτωση που η ήδη παρασχεθείσα έκδοση δεν μπορεί να λάβει χώρα λόγω του θανάτου ή της δραπετεύσεως του εκζητούμενου προσώπου.
3. Εφόσον τα εν λόγω αντικείμενα κατασχεθούν ή δημευθούν στο έδαφος του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, το Μέρος αυτό μπορεί, για τους σκοπούς τρέχουσας ποινικής διαδικασίας, να τα κρατήσει προσωρινά ή να τα παραδώσει υπό τον όρο ότι θα επιστραφούν.
4. Τα δικαιώματα του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή των τρίτων επι των αντικειμένων παραμένουν εν τούτοις άθικτα. Εάν υπάρχουν τέτοια δικαιώματα, θα επιστρέφονται το νωρίτερο δυνατό τα αντικείμενα μόλις τελειώσει η δίκη ανέξοδα στο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Άρθρο 43
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος επιτρέπει, μετά από αίτηση του άλλου Μέρους, τη διέλευση μέσα από το έδαφός του των εκδιδόμενων από ένα τρίτο Κράτος προσώπων προς το τελευταίο αυτό Μέρος. Η αίτηση αδείας διαβιβάζεται και εξετάζεται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες της αιτήσεως εκδόσεως.
2. Η διέλευση των προσώπων για τα οποία δεν έλαβε χώρα έκδοση δυνάμει της παρούσας Συμβάσεως μπορεί να απαγορευθεί.
Άρθρο 44
Τα έξοδα εκδόσεως βαρύνουν το Μέρος στο έδαφος του οποίου πραγματοποιήθηκαν. Τα έξοδα διελεύσεως βαρύνουν το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος.
Άρθρο 45
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη ανταλλάσσουν αμοιβαία πληροφορίες για το αποτέλεσμα της ποινικής διώξεως κατά των εκδοθέντων προσώπων. Εάν κατά των προσώπων αυτών εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου πρέπει να αποσταλεί αντίγραφο της αποφάσεως αυτής.
Άρθρο 46
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος ανακοινώνει στο άλλο πληροφορίες σχετικά με τις καταδικαστικές αποφάσεις με ισχύ δεδικασμένου που εκδόθηκαν από τις δικαστικές του αρχές κατά υπηκόων του άλλου Μέρους τα υφισταμένα δακτυλικά αποτυπώματα των καταδικασθέντων διαβιβάζονται συγχρόνως.
Άρθρο 47
Μετά από αίτηση των αρμόδιων αρχών ενός των Συμβαλλομένων Μερών, παρέχονται δωρεάν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου Μέρους πληροφορίες σχετικά με το ποινικό μητρώο των προσώπων που διώκονται ή δικάζονται στο έδαφος του τελευταίου αυτού Μέρους. Η διαβίβαση θα γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσης συμφωνίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Τελικές Διατάξεις
Άρθρο 48.
1. Υπό την έννοια της παρούσας Συμβάσεως:
α) ο όρος μέτρα ασφαλείας υποδηλοί όλα τα στερητικά της ελευθερίας μέτρα που επιβλήθηκαν σε συμπληρώθη ή σε αντικατάσταση ποινής που επιβλήθηκε με απόφαση ποινικού δικαστηρίου.
β) ο όρος και οι αστικές υποθέσεις περιλαμβάνει επίσης το εμπορικό και οικογενειακό δίκαιο καθώς και την προσωπική κατάσταση.
γ) ο όρος αδικαστική “αρχή” ή “δικαστήριο” υποδηλοί κάθε αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας είναι να γνωρίζει να διευθετεί ή να εκδικάζει τις αστικές, οικογενειακές και ποινικές υποθέσεις σύμφωνα με τη νομοθεσία του κρότους της.
2. Εάν οι διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως απαιτούν μετάφραση των αιτήσεων και των δικαιολογητικών ή των άλλων εγγράφων, αυτή θα γίνεται στη γλώσσα του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή στα γαλλικά. Άρθρο 49
1. Η παρούσα Σύμβαση θα επικυρωθεί και θα τεθεί σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ανταλλαγή επικυρώσεων που θα γίνει στη Δαμασκό.
2. Η παρούσα Σύμβαση θα μπορεί να καταγγελθεί από κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος. Η καταγγελία θα τεθεί σε ισχύ έξι μήνες μετά την ημερομηνία λήξεως της γνωστοποιήσεώς της από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος. Σε πίστωση των ανωτέρω, οι πληρεξούσιοι των Συμβαλλόμενων Μερών υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση και έθεσον τις σφραγίδες τους.
Έγινε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 1981 σε δύο πρωτότυπα αντίτυπα στη γαλλική γλώσσα. Και τα δύο κείμενα έχουν την ίδια ισχύ.

Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήνα, 14 Ιουνίου 1984

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ