Νόμος 1406 ΦΕΚ Α΄182/ 14.12.1983
Ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας των τακτικών Διοικητικών δικαστηρίων, συγκρότηση Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ρύθμιση μερικών άλλων θεμάτων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Άρθρο 1
1. Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σε αυτή.
2. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά: α) τη δημοτική και κοινοτική φορολογία γενικώς.
β) τον καθορισμό των ορίων της εδαφικής περιφέρειας των δήμων και κοινοτήτων.
γ) τις στρατιωτικές ναυτικές και αεροπορικές επιτάξεις.
δ) τα μεταλλεία και λατομεία.
ε) τα σήματα.
στ) τις σχέσεις μεταξύ Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και ασφαλισμένων και ιδίως αυτές που αναφέρονται στην ασφάλιση προσώπων ή της γεωργικής παραγωγής.
ζ) το κύρος των δημοτικών και κοινοτικών εκλογών καθώς και των αρχαιρεσιών για την ανάδειξη των οργάνων διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
η) την ευθύνη του Δημοσίου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.
Εξαιρούνται οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο. Οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Η ισχύς του προηγούμενου εδαφίου αρχίζει τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 παρ.1 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.`Εναρξη ισχύος από την 1η Ιανουαρίου 2011.
θ) Τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλεμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου.
Σημ.: όπως η περ.θ`αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.3 άρθρ.29 Ν.2721/1999 ΦΕΚ Α 112/3.6.1999.Εναρξη ισχύος από 16.9.1999 ι) τις διοικητικές συμβάσεις
ια) την είσπραξη των δημόσιων εισόδων (Ν.Δ. 356/1974 ΦΕΚ 90).
3. Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά: α) τη χορήγηση και την ανάκληση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας και την επιβολή κυρώσεων κατά τη λειτουργία καταστημάτων και εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και των επιχειρήσεων που εξομοιούνται με αυτά, περιλαμβανομένων και των διαφορών που προκαλούνται από πράξεις, οι οποίες εκδίδονται κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας περί μηχανολογικών εγκαταστάσεων και αποτελούν προϋπόθεση για τη χορήγηση των ανωτέρω αδειών, β) τη χορήγηση, ανάκληση ή αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας οχημάτων και την επιβολή συναφών κυρώσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προβλεπόμενες από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, γ) την παραχώρηση δικαιώματος και τον καθορισμό των όρων εκμετάλλευσης αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (λεωφορείων, φορτηγών, επιβατηγών, βυτιοφόρων και λοιπών), τη μεταβολή της έδρας τους, καθώς και κάθε άλλη σχετική μεταβολή, δ) επιβολή πειθαρχικών ποινών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όπως είναι, ιδίως, οι ιατρικοί, οδοντιατρικοί και φαρμακευτική σύλλογοι, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και η Ένωση Ελλήνων Χημικών.
Σημ.: όπως η παρ.3 προστέθηκε με την παρ.4 άρθρ.29 Ν.2721/1999, ΦΕΚ Α 112/3.6.1999.Εναρξη ισχύος από 16.9.1999
4. Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που προκύπτουν:
α) από την επιβολή διοικητικών κυρώσεων:
αα) για παράβαση των διατάξεων και ρυθμίσεων της εργατικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας,
ββ) για παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας περί τουριστικών επιχειρήσεων οποιασδήποτε μορφής και κατηγορίας και ασκήσεως τουριστικών επαγγελμάτων, ιδίως της νομοθεσίας περί ξενοδοχείων, τουριστικών γραφείων και λεωφορείων,
γγ) για παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ν.δ. 187/1973 – ΦΕΚ 261 Α`) και των κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων,
δδ) για παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών,
β) από πράξεις που εκδίδονται βάσει της νομοθεσίας περί διαχείρισης των υδάτινων πόρων,
γ) από την άρνηση χορήγησης αποδεικτικού ή βεβαιώσεως ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από οποιαδήποτε αιτία, κατά τις οικείες διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν,
δ) από την έκδοση πράξεων, με τις οποίες διατάσσεται η προσωρινή παύση λειτουργίας καταστήματος, γραφείου, εργοστασίου, εργαστηρίου και γενικά επαγγελματικής εγκατάστασης επιτηδευματία, λόγω φορολογικών παραβάσεων ή λόγω οφειλής προς το Δημόσιο από οποιαδήποτε αιτία,
ε) από την άρνηση θεώρησης φορολογικών βιβλίων και στοιχείων, λόγω μη εκπληρώσεως ληξιπρόθεσμων και απαιτητών οφειλών,
στ) από την έκδοση πράξεων, οι οποίες αφορούν την καταβολή κοινοτικών ή εθνικών ενισχύσεων, επιδοτήσεων και λοιπών συναφών χρηματικών παροχών, καθώς και στην επιβολή κάθε σχετικού μέτρου ή κυρώσεως.
Σημ.: όπως η περ.στ΄αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 παρ.2 Ν.3900/2010, ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.
ζ) από τις πράξεις παραχωρήσεως κοινοχρήστων χώρων, σε εκμεταλλευόμενους καταστήματα κάθε είδους προς εξυπηρέτηση της λειτουργίας τους,
η) από τη χορήγηση αδειών ασκήσεως υπαιθρίου εμπορίου και λαϊκών αγορών,
θ) από τη χορήγηση αδειών εγκαταστάσεως και λειτουργίας πρατηρίων καυσίμων, σταθμών αυτοκινήτων και πλυντηρίων – λιπαντηρίων αυτοκινήτων και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων για παράβαση της οικείας νομοθεσίας.
Σημ.: όπως η παρ.4 προστέθηκε με την παρ.1 άρθρου 51 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008,
4Α. Υπάγονται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, εκδικαζόμενες σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται:
α) από την επιβολή κυρώσεων για παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση κάθε είδους επαγγελματικής δραστηριότητας, την ίδρυση και λειτουργία επαγγελματικής εγκατάστασης και την κυκλοφορία προϊόντων, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που οι σχετικές διαφορές έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου, και
β) από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί επενδύσεων.
Σημ.: όπως η παρ.4Α προστέθηκε με το άρθρο 48 παρ.3 Ν.3900/2010, ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.
5. Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων ε`, η` και ι` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 και της παραγράφου 4Α, οι διαφορές που προκύπτουν από την έκδοση διοικητικών πράξεων, οι οποίες αφορούν την επιβολή αποκλειστικά και μόνο προστίμου, εκδικάζονται, ως διαφορές ουσίας, από τα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία.
Εξακολουθούν να υπάγονται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας οι διαφορές που προκύπτουν από πράξεις επιβολής προστίμου, τις οποίες εκδίδουν η Τράπεζα της Ελλάδος και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον δεν προβλέπει άλλως η νομοθεσία τους.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.2 του άρθρου 51 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008 , τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 παρ.4 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.
6. Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, όλες οι διαφορές που αναφύονται στις περιπτώσεις των παραγράφων 2, 3 και 4, ανεξάρτητα από την ιδιότητα εκείνου που ασκεί το οικείο ένδικο βοήθημα.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.3 του άρθρου 51 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008
Άρθρο 2
1. Οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις που εκδίδονται στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου καθώς και οι παραλείψεις κατά τους όρους του άρθρου 19 παρ. 2 του Π.Δ. 341/1978 (ΦΕΚ 71 ) των οργάνων του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπόκεινται σε προσφυγή και αν αυτό δεν προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία.
2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και όπου άλλου το Δημόσιο και τα πρόσωπα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο ενέχονται σε αποζημίωση , εγείρεται από το δικαιούμενο αγωγή.
Άρθρο 3
1. Οι κατά το άρθρο 1 διαφορές εκδικάζονται όταν από το νόμο αυτόν δεν ορίζεται αλλιώς από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο.
2.Οι αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου όταν από το νόμο αυτόν δεν ορίζεται αλλιώς υπόκεινται σε έφεση στο τριμελές διοικητικό εφετείο.
3. Στις διαφορές της περίπτωσης θ` της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, οι οποίες προκαλούνται από πράξεις ή παραλείψεις αφορώσες περιοδική παροχή, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης ανεξαρτήτως από το ποσό της διαφοράς.
Σημ.: όπως η παρ.3 προστέθηκε με την παρ.5 άρθρ.29 Ν.2721/1999, ΦΕΚ Α 112/3.6.1999.
Άρθρο 4
Με την επιφύλαξη των ειδικότερα οριζομένων στα επόμενα άρθρα 5,6,7 και 8, στις διαφορές του άρθρου 1 του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 3 έως 18,19 (παρ. 2,3,4 και 5) 20 (παρ. 1 και 3),21 (παρ. 1 έως 5),22 (παρ. 1 και 3),23 έως 32, 38 έως 48,50 έως 65 και 77 έως 83 του Π.Δ. 341 /1978, των άρθρων 82 (παρ. 1 και 2) και 85 (παρ. 1 εδ. α και 2) του κώδικα φορολογικής δικονομίας, καθώς και των άρθρων 165 έως 170 και 172 έως 175 του ιδίου κώδικα αν πρόκειται για έφεση κατ’ απόφασης που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση προσφυγής και των άρθρων 66 έως 76 του Π.Δ. 341/1978, αν πρόκειται για έφεση κατ` απόφασης που εκδόθηκε ύστερα από έγερση αγωγής.
Άρθρο 5
Στις διαφορές της περίπτωσης α της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού εφαρμόζονται δικονομικές διατάξεις των νόμων 505/1976 (ΦΕΚ 353) και 1080/1980 (ΦΕΚ 246).
Άρθρο 6
1. Στις διαφορές της περίπτωσης ζ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού εφαρμόζονται οι δικονομικές διατάξεις της νομοθεσίας για την εκλογή των δημοτικών και κοινοτικών αρχών καθώς και για τις αρχαιρεσίες προς ανάδειξη οργάνων διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και συμπληρωματικά οι διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 του νόμου αυτού.
2. Όπου στις διατάξεις αυτές αναφέρονται ως αρμόδιο το ειρηνοδικείο ή το μονομελές πρωτοδικείο, καθίσταται αρμόδιο το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο, όπου δε αναφέρεται το πολυμελές πρωτοδικείο ή εφετείο, καθίστανται αντιστοίχως αρμόδια το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο και το τριμελές διοικητικό εφετείο.
Άρθρο 7
1. Στις διαφορές της περίπτωσης ι της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του Ν. 1266/1972 (ΦΕΚ 198), εκτός από την τελευταία περίοδό της.
2. Οι διαφορές δικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, από το τριμελές διοικητικό εφετείο.
3. Κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο, στην περιφέρεια του οποίου καταρτίστηκε η σύμβαση.
Άρθρο 8
1. Στις διαφορές της περίπτωσης ια της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως ο διατάξεις του Ν.Δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90).
2. Όπου στις διατάξεις αυτές αναφέρονται ως αρμόδιο το ειρηνοδικείο ή το μονομελές πρωτοδικείο, καθίσταται αρμόδιο το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο όπου δε αναφέρεται το πολυμελές πρωτοδικείο ή το εφετείο, καθίστανται αντιστοίχως αρμόδια το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο και το τριμελές διοικητικό εφετείο.
Άρθρο 9
1. Η εκδίκαση των διαφορών του άρθρου 1 από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρχίζει: α) για τις διοικητικές διαφορές των περιπτώσεων α,β, και γ της παραγράφου 2 του άρθρου 1, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού.
β) για τς διοικητικές διαφορές των περιπτώσεων δ, ε,στ και ζ από 11 Ιουνίου 1984 και
γ) για τις λοιπές διοικητικές διαφορές από 11 Ιουνίου 1985.
2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος, κατά τον οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη ή συντελέστηκε η παράλειψη ή κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της.
3. Η προθεσμία του άρθρου 94 παράγραφος 1 του Συντάγματος, που παρατάθηκε με το άρθρο 33 του Ν. 1366/1983 (ΦΕΚ 81 ) μέχρι την 31.12.83 παρατείνεται από την παραπάνω λήξη της έως την 11η Ιουνίου 1985.
Άρθρο 10
Διοικητικές πράξεις που εκδίδονται ή παραλείψεις που συντελούνται ή αξιώσεις που γεννιούνται και είναι δικαστικώς επιδιώξιμες μέχρι τις χρονολογίες, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του προηγουμένου άρθρου, εξακολουθούν να υπόκεινται στα ένδικα ή ενδικοφανή μέσα, που προβλέπονται από τις ισχύουσες, κατά το χρόνο της έκδοσης, συντέλεσης ή γέννησής τους, διατάξεις και εκδικάζονται από τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις αυτές αρμόδια δικαστήρια ή διοικητικά όργανα.
Σε περίπτωση αναίρεσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσεων, των ειδικών διοικητικών δικαστηρίων, αρμόδια για τη μετ` αναίρεση εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων είναι τα αντίστοιχα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 9 του Ν. 1649/1986 (ΦΕΚ Α 149)
Άρθρο 11
1. Από το χρόνο που ορίζεται στην περιπτ. β της παραγρ.1 του άρθρου 9 το Πρωτοβάθμιο Διοικητικό Δικαστήριο Σημάτων που προβλέπεται από τον Α.Ν. 1998/1939 (ΦΕΚ 420 ) μετονομάζεται σε Διοικητική Επιτροπή Σημάτων. Η προεδρία των τμημάτων της Επιτροπής αυτής ανατίθεται σε πάρεδρο της Διοίκησης. Δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων της παραπάνω Επιτροπής έχουν και τα εμπορικά, βιομηχανικά, επαγγελματικά και βιοτεχνικά επιμελητήρια.
2. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 10, από το χρόνο που ορίζεται στην περίπτ. α` της παραγρ. 1 του άρθρου 9, τα Διοικητικά Δικαστήρια Στρατιωτικών ή Αεροπορικών Επιτάξεων και η Μόνιμη Εκτιμητική Επιτροπή Ναυτικών Επιτάξεων και Ναυλώσεων, που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, λειτουργούν ως συλλογικά όργανα της διοίκησης και μετονομάζονται, αντιστοίχως, σε
α) Διοικητική Επιτροπή Στρατιωτικών Επιτάξεων,
β) Διοικητική Επιτροπή Αεροπορικών Επιτάξεων και
γ) Διοικητική Επιτροπή Ναυτικών Επιτάξεων και Ναυλώσεων, ενώ καταργούνται τα κατά των αποφάσεών τους τυχόν προβλεπόμενα ένδικα μέσα. Κατά των αποφάσεων των Επιτροπών αυτών επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Δικαίωμα προσφυγής έχει και το Ελληνικό Δημόσιο.
Οι προβλεπόμενοι από τις κείμενες διατάξεις ποσοτικοί περιορισμοί στην αρμοδιότητα της Μόνιμης Εκτιμητικής Επιτροπής Ναυτικών Επιτάξεων και Ναυλώσεων δεν ισχύουν για τη Διοικητική Επιτροπή Ναυτικών Επιτάξεων και Ναυλώσεων”.
Σημ.: όπως ηπαρ. 2 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 1649/1986 (ΦΕΚ Α 149)
Άρθρο 12
1. Με προεδρικά διατάγματα εκδιδόμενα έπειτα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορούν να ρυθμίζονται δικονομικά και διαδικαστικά θέματα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
2. Για το σκοπό της προηγουμένης παραγράφου δύναται να συσταθεί με απόφαση του ιδίου Υπουργού πενταμελής νομοπαρασκευαστική επιτροπή αποτελούμενη από έναν Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας εν ενεργεία ή επίτιμο ή ένα Σύμβουλο Επικρατείας ως πρόεδρο και τέσσερις διοικητικούς δικαστές με βαθμό τουλάχιστον εφέτη. Χρέη γραμματέα εκτελεί δικαστικός υπάλληλος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στα μέλη της επιτροπής παρέχεται αποζημίωση που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.
3. Συνιστάται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης Επιτροπή, αποτελούμενη α) από έναν Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας εν ενεργεία ή επίτιμο ως Πρόεδρο β) ένα Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, γ) τρεις διοικητικούς δικαστές με βαθμό τουλάχιστον εφέτη εν ενεργεία ή επίτιμους και δ) δύο δικηγόρους. Χρέη γραμματέα εκτελεί δικαστικός υπάλληλος του Συμβουλίου της επικρατείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Οι ανωτέρω ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης Στην Επιτροπή αυτή ανατίθεται η σύνταξη ενιαίου κώδικα διοικητικής δικονομίας για όλες τις διοικητικές διαφορές. Η επιτροπή οφείλει να τελειώσει το έργο της σε ένα εξάμηνο από τότε που θα συγκροτηθεί.
Η διάταξη της τελευταίας περιόδου της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Άρθρο 13
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 113 παρ. 1 περ. ιδ) του Ν. 1756/1988, ΦΕΚ Α 35.
Άρθρο 14
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 113 παρ. 1 περ. ιδ) του Ν. 1756/1988, ΦΕΚ Α 35.
Άρθρο 15
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 113 παρ. 1 περ. ιδ) του Ν. 1756/1988, ΦΕΚ Α 35.
Άρθρο 16
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 113 παρ. 1 περ. ιδ) του Ν. 1756/1988, ΦΕΚ Α 35.
Άρθρο 17
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 113 παρ. 1 περ. ιδ) του Ν. 1756/1988, ΦΕΚ Α 35.
Άρθρο 18
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 113 παρ. 1 περ. ιδ) του Ν. 1756/1988, ΦΕΚ Α 35.
Άρθρο 19
Με τη δημοσίευση του νόμου αυτού καταργούνται οι θέσεις αντεπιτρόπων που συστήθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου δεκάτου ογδόου του Ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 202) και το εδάφιο α της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 82/1973 (ΦΕΚ 159).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Άρθρο 20
1. Από την 1η Ιανουαρίου 1984 οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αυξάνονται κατά εξήντα (60) και κατανέμονται κατά βαθμούς ως εξής:
α) Των προέδρων εφετών κατά τρεις (3) θέσεις και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε είκοσι εννέα (29).
β) Των εφετών κατά δεκαεπτά (17) θέσεις και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε εκατόν οκτώ (108).
γ) Των προέδρων πρωτοδικών κατά επτά (7) θέσεις και ο συνολικός τους αριθμός ορίζεται σε εξήντα (6Ο) και
δ) Των πρωτοδικών και παρέδρων κατά τριάντα τρεις (33) θέσεις και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε διακόσιες πενήντα επτά (257).
2. Από την 1η Οκτωβρίου 1984 ο οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αυξάνονται κατά εξήντα (60) και κατανέμονται κατά βαθμούς ως εξής:
α) Των προέδρων εφετών κατά τρεις (3) θέσεις και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε τριάντα δύο (32).
β) Των εφετών κατά δεκαεπτά (17) θέσεις και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε εκατόν είκοσι πέντε (125).
γ) Των προέδρων πρωτοδικών κατά επτά (7) θέσεις και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε εξήντα επτά (67) και
δ) Των πρωτοδικών και παρέδρων κατά τριάντα τρεις (33) θέσεις και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε διακόσιες ενενήντα (290).
3. Από την 1η Οκτωβρίου 1985 οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αυξάνονται κατά εξήντα (60) και κατανέμονται κατά βαθμούς ως εξής:
α) Των προέδρων εφετών κατά τρεις (3) θέσεις και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε τριάντα πέντε (35).
0β) Των εφετών κατά δεκαεπτά ( 17) θέσεις και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε εκατόν σαράντα δύο (142).
γ) Των προέδρων πρωτοδικών κατά επτά (7) θέσεις και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε εβδομήντα τέσσερις (74) και
Άρθρο 21
Οι θέσεις των δικαστικών λειτουργών που συνιστώνται με το νόμο αυτόν κατανέμονται στα δικαστήρια με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Άρθρο 22
Ο χρόνος που απαιτείται για την προαγωγή πρωτοδίκη διοικητικών δικαστηρίων σε πρόεδρο διοικητικού πρωτοδικείου, περιορίζεται σε πέντε έτη. Στο χρόνο αυτόν συνυπολογίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας του πρωτοδίκη ως παρέδρου.
Άρθρο 23
Στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών προΐσταται Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων ή εφέτης και στα Διοικητικά Πρωτοδικεία Πειραιώς και Θεσσαλονίκης εφέτης διοικητικών δικαστηρίων. Οι δικαστικοί αυτοί λειτουργοί αποσπώνται από τα Διοικητικά Εφετεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης αντιστοίχως με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβούλου Διοικητικής Δικαιοσύνης, που καθορίζει και το χρόνο της απόσπασης. Οι αποσπώμενοι μπορούν να προεδρεύουν σε οποιοδήποτε τμήμα του Δικαστηρίου του οποίου είναι προϊστάμενοι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Άρθρο 24
Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 108 του ν 4125/1960 αντικαθίσταται ως εξής: “2. Η απόφαση διατυπώνεται κατά προτίμηση στη γλώσσα που αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 309/1976 (ΦΕΚ 100) και δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση, από το σχέδιο της προηγούμενης παραγράφου. Κατά τη δημοσίευση μπορεί να μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου και δικαστές που δεν είχαν μετάσχει στη συζήτηση, αρκεί οι δικαστές που είχαν μετάσχει σε αυτή να διατελούν ακόμη στην υπηρεσία”.
Άρθρο 25
Όπου από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συμβούλια και επιτροπές, διορίζονται δικαστικοί λειτουργοί, εν ενεργεία ή μη, είτε των πολιτικών-ποινικών δικαστηρίων είτε των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες του άρθρου αυτού.
Άρθρο 26
Η παρ. 2 του άρθρου 61 του π.δ. 895/1981 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των ισχυουσών διατάξεων της περί εκλογής βουλευτών Νομοθεσίας” (ΦΕΚ 227) (άρθρο 61 π.δ. 650/1974) αντικαθίσταται ως εξής
“2. Ως έφοροι των αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής διορίζονται οι πάρεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι εφέτες των διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων και οι αντιεισαγγελείς εφετών”
Άρθρο 27
Η παράγρ. 1 εδαφ. α του άρθρου 2 του ν. 820/1978 (ΦΕΚ 174) αντικαθίσταται ως εξής:
” 1α. Η είσπραξη του ποσοστού 20% του αμφισβητούμενου φόρου, που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις μπορεί να ανασταλεί μερικά ή ολικά με απόφαση του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου, στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή εάν , εξαιτίας έκδηλων σφαλμάτων της προσβαλλομένης πράξης, πιθανολογείται η μερική ή ολική ευδοκίμηση της προσφυγής ή διαπιστώνεται από συγκεκριμένα στοιχεία , αδυναμία καταβολής από τον αιτούντα”.
Άρθρο 28
Το άρθρο 109 του ν.δ. 962/1971 “περί Κώδικος δικαστικών λειτουργών” αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 109.
Σε θέση παρέδρου διοικητικού πρωτοδκείου διορίζεται όποιος επιτύχει σε διαγωνισμό που ενεργείται από επιτροπή αποτελούμενη από α) τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή το νόμιμο αναπληρωτή του
β) ένα Σύμβουλο της Επικρατείας που ορίζεται μαζί με τον αντικαταστάτη του από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
γ) το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή το νόμιμο αναπληρωτή του. Αν δεν υπάρχει Γενικός Επίτροπος ούτε αναπληρωτής του στην επιτροπή μετέχει ο αρχαιότερος από τους Αντεπιτρόπους και, αν δεν υπάρχουν και Αντεπίτροποι, ο αρχαιότερος από τους προέδρους εφετών διοικητικών δικαστηρίων.
δ) έναν πρόεδρο εφετών διοικητικών δικαστηρίων που ορίζεται μαζί με τον αντικαταστάτη του από το Ανώτατο Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης και
ε) έναν καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας που ορίζεται μαζί με τον αντικαταστάτη του από τη σχολή αυτή. Στην επιτροπή προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό.
Σε περίπτωση ισόβαθμων προέδρευε ο αρχαιότερος από τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας. Χρέη γραμματέα εκτελεί δικαστικός υπάλληλος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με βαθμό γραμματέα εφετών Α ή Β τάξεως”.
Άρθρο 29
1. Οι διατάξεις του άρθρου εικοστού πρώτου του ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 202) όπως ισχύουν εφαρμόζονται σε όλες τις διοικητικές διαφορές.
2. Για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου, η αγωγή, η τριτανακοπή και η κύρια παρέμβαση λογίζονται ως προσφυγή και η αντέφεση ως έφεση.
3. Η ατέλεια που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 505/1976 καταργείται.
Άρθρο 30
1. Για τη συζήτηση των καταψηφιστικών αγωγών, των προσφυγών με καταψηφιστικό αίτημα και κύριων παρεμβάσεων καταβάλλεται το δικαστικό ένσημο που προβλέπεται από το ν. ΓΠΟΗ/1912 (ΦΕΚ 3 Α’), όπως ισχύει, εκτός από τις προσφυγές για επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως”.
2. Στις διαφορές μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως και των ασφαλισμένων από τη σχέση ασφαλίσεως σύμφωνα με το νόμο, δεν καταβάλλεται δικαστικό ένσημο όταν το αντικείμενο της αγωγής δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες δραχμές.
3. Το δικαστικό ένσημο καταβάλλεται το αργότερο δυο εργάσιμες μέρες μετά την πρώτη συζήτηση επί ακροατηρίου αλλιώς η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Άρθρο 31
Καταργούνται οι διατάξεις:
α) του άρθρου 5 του ν.505/1976 (ΦΕΚ 353),
β) του άρθρου 1 παρ 2 του ν.δ. 3845/1958 (ΦΕΚ 149),
γ) του άρθρου 29 παρ. 8 του ν.δ. 4242/1962 (ΦΕΚ 135)
δ) του άρθρου 33 παρ. 5 του ν.702/1977 (ΦΕΚ 268),
ε) των άρθρων 2,3,4 και 5 του ν 785/1978 (ΦΕΚ 100), καθώς και κάθε άλλη διάταξη που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του νόμου αυτού ή που αναφέρεται σε θέματα τα οποία ρυθμίζονται από αυτές.
Άρθρο 32
1. Όπου διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας παραπέμπουν σε διατάξεις που καταργούνται με τον παρόντα νόμο, θεωρείται ότι η παραπομπή γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις του νόμου αυτού.
2. Όπου στον νόμο αυτόν, γίνεται παραπομπή στον κώδικα φορολογικής δικονομίας, οι όροι ” φορολογική διαφορά”, “φορολογικός νόμος”, “φορολογική δίκη”, “φορολογικόν όργανον”, “φορολογική διαδικασία”, “φορολογική πράξις”, νοούνται αντίστοιχα ως “διοικητική διαφορά”, “διοικητικός νόμος”, “διοικητική δίκη”, “διοικητικό όργανο”, “διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων”, “διοικητική πράξη”.
3. Όπου στη νομοθεσία γίνεται χρήση του όρου “πράξις”, περιλαμβάνεται και η παράλειψη. Επίσης, όπου αναφέρεται το “Δημόσιο”, νοούνται στις ανάλογες περιπτώσεις και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
4. Όπου ο νόμος αυτός παραπέμπει σε διατάξεις άλλου νομοθετήματος θεωρούνται ότι η παραπομπή γίνεται σε αυτές όπως ισχύουν κάθε φορά.
Άρθρο 33
1. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του ν. 813/1978 (ΦΕΚ 137 Α`) “περί εμπορικών και ετέρων κατηγοριών μισθώσεων”, όπως σήμερα έχει συμπληρωθεί ή τροποποιηθεί, το Δημόσιο, οι διαχειριστές δημόσιων κτημάτων, τα ν.π.δ.δ. και οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1989 να καταγγείλουν εφ` όσον έχει λήξει η συμβατική τους διάρκεια, τις μισθώσεις των ακινήτων που τους ανήκουν κατά κυριότητα ή που τους έχουν παραχωρηθεί κατά χρήση από το Δημόσιο ή άλλο ν.π.δ.δ. με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ο όλος χώρος για τη δημιουργία άλσους ή πλατείας ή για ανάλογη χρήση στη διάθεση του κοινού ή για αξιοποίηση του χώρου στα πλαίσια εγκεκριμένης χρήσης γης από το αρμόδιο υπουργείο ή για άλλη δημόσια ωφέλεια. Για το κύρος της καταγγελίας αρκεί να αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο ο λόγος που τη δικαιολογεί κατά το προηγούμενο εδαφίο.
2. Οι εκμισθωτές που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο οφείλουν να καταβάλουν ως αποζημίωση στους μισθωτές ποσό ίσο με τα μισθώματα δώδεκα μηνών. Η λύση της μίσθωσης επέρχεται τρεις μήνες μετά την επίδοση της καταγγελίας και την πραγματική προσφορά της αποζημίωσης στον κάθε μισθωτή.
3. Αν ο μισθωτής αρνείται να αποδώσει το μίσθιο, διατάσσεται η αποβολή του από το αρμόδιο μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των άρθρων 648 ως 662 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Άρθρο 34
1. Στην περίπτωση της παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου, αν οι εργασίες κατεδάφισης δεν έχουν αρχίσει μέσα σε ένα χρόνο από την απόδοση όλων των μίσθιων χώρων στο Δημόσιο ή τα ΝΠΔΔ, η καταγγελία ανατρέπεται και ο μισθωτής έχει δικαίωμα επανεγκατάστασης, υπό τους όρους της μίσθωσης που καταγγέλθηκε.
2. Οι αγωγές για την άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 25 του ν. 813/1978.
Άρθρο 35
1. Συνιστώνται οι εξής ειδικές νομοπαρασκευαστικές επιτροπές:
α) Για τη σύνταξη σχεδίου νόμου που θα περιλαμβάνει τις αναγκαίες τροποποιήσεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
β) Για τη σύνταξη σχεδίου νέου Σωφρονιστικού Κώδικα.
γ) Για τη σύνταξη σχεδίου νόμου για τις αναγκαίες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
δ) Για τη σύνταξη σχεδίου νέου Πτωχευτικού Κώδικα και
ε) Για τη σύνταξη σχεδίου Κώδικα Γραφείων Υποθηκών και Μεταγραφών.
2. Τα μέλη κάθε επιτροπής, που θα είναι κατ` ανώτατο όριο εννέα, ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης από καθηγητές και το επιστημονικό προσωπικό των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων , δικαστικούς λειτουργούς, δικηγόρους, υποθηκοφύλακες και δημοσίους υπαλλήλους εν ενεργεία ή όχι. Καθήκοντα γραμματέα θα εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
3. Οι επιτροπές πρέπει να τελειώνουν το έργο τους μέσα σε ένα χρόνο από την έναρξη των εργασιών τους, θα λάβουν δε υπόψη τους και τυχόν σχέδια που έχουν καταρτισθεί κατά το παρελθόν από ανάλογες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
4. Τα κείμενα που θα συντάξουν οι πιο πάνω ειδικές παρασκευαστικές επιτροπές θα υποβληθούν στην Ολομέλεια της Βουλής για κύρωση, σύμφωνα με τη διαδικασία που πρόβλεπε το άρθρο 76 παρ 6 του Συντάγματος (σχετικά με την επιψήφιση κωδικών).
Άρθρο 36
1.Συνιστάται επιτροπή με έργο τη μελέτη και πρόταση μέτρων για την πλήρη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη δικαστική και συμβολαιογραφική πράξη. Η επιτροπή θα συγκροτηθεί με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης από είκοσι (20) το πολύ μέλη νομικούς (πανεπιστημιακούς δασκάλους, δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους) και φιλόλογους.
Με την ίδια απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να ορισθεί ότι η Επιτροπή θα λειτουργεί σε κλίμακα, καθώς και να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να αποφασίσει την κατά κλιμάκια διεξαγωγή του έργου της.
2. Με την ίδια ή άλλη απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορούν να συσταθούν και ειδικότερες ομάδες εργασίας, απαρτιζόμενες είτε από μέλη της Επιτροπής είτε από άλλους νομικούς και φιλολόγους, οι οποίες έργο θα έχουν την υποβοήθηση της Επιτροπής ιδίως: α) με την κατάρτιση και την επίβλεψη της εκτύπωσης μεταγλωττισμένων στη δημοτική υπηρεσιακών κειμένων και άλλων υποδειγμάτων, β) με την οργάνωση σεμιναρίων δημοτικής γλώσσας για τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς καθώς και για τους δικαστικούς γραμματείς όλων των δικαιοδοσίων, και γ) με τη μεταγλώττιση κωδίκων και άλλων νομοθετημάτων.
3. Οι μεταγλωττίσεις που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο θα αποτελούν ακριβή απόδοση των νομοθετικών κειμένων, χωρίς καμιά νοηματική αλλοίωση και χωρίς ορολογικές μεταβολές, όπου αυτές δεν είναι γλωσσικά απαραίτητες. Μετά την αρχική μεταγλώττιση από τις ομάδες που προβλέπονται να συσταθούν από την προηγούμενη παράγραφο, η Επιτροπή, στην ολομέλειά της, επεξεργάζεται οριστικά τη γλωσσική απόδοση των νομοθετημάτων. Τα μεταγλωττισμένα κείμενα, στην τελική τους διατύπωση, δημοσιεύονται με Προεδρικά Διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση αυτή το μεταγλωττισμένο κείμενο θα ισχύει ως επίσημη απόδοση στη δημοτική του αντιστοίχου κώδικα ή άλλου νομοθετήματος και θα χρησιμοποιείται από όλα τα κρατικά όργανα και λειτουργούς κατά την απονομή και την εφαρμογή του δικαίου, ιδίως στις δικαστικές αποφάσεις, διοικητικές πράξεις δικόγραφα και συμβόλαια. Σε περίπτωση νοηματικής διαφοράς επικρατεί το αρχικό κείμενο του νόμου που είναι διατυπωμένο στην καθαρεύουσα
4. Με την αρχική ή άλλη απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται και κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τη λειτουργία της επιτροπής των κλιμακίων ή και των ομάδων εργασίας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών καθορίζεται η αποζημίωση για τα μέλη της επιτροπής.
Άρθρο 37
1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να παραταθεί ο χρόνος λειτουργίας νομοπαρασκευαστικών επιτροπών που συνιστώνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αν αυτό είναι αναγκαίο για την ολοκλήρωση του έργου τους.
2. Στους προέδρους, τα μέλη και τους γραμματείς των Επιτροπών που συνιστώνται με τα προηγούμενα άρθρα καταβάλλεται εφάπαξ αποζημίωση που θα ορίσουν με κοινή απόφαση ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Οικονομικών.
Άρθρο 38
1. Οι αποφάσεις όλων των δικαστηρίων, τα βουλεύματα, εισαγγελικές προτάσεις, διατάξεις, εκθέσεις και κάθε είδους πράξεις, καθώς και όλα τα συμβόλαια, συντάσσονται στη δημοτική γλώσσα, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 309/1976 (ΦΕΚ 10) και κατά το μονοτονικό σύστημα όπως έχει καθιερωθεί από το άρθρο δεύτερο του ν. 1228/1982 (ΦΕΚ 15) και το διάταγμα 297/1982 (ΦΕΚ 52).
2. Για μια περίοδο προσαρμογής δυο χρονών από τη δημοσίευση του νόμου μπορεί να διατυπώνονται τα παραπάνω κείμενα και στην καθαρεύουσα.
Άρθρο 39
1. Ο Οργανικές θέσεις των Δικαστικών Επιμελητών της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως καθορίστηκαν με το άρθρο 7 του ν. 1330/1983 “για την αύξηση του αριθμού των οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών κλπ.”, αυξάνονται κατά σαράντα μία (41), οριζομένου έτσι του συνολικού αριθμού αυτών σε εξακόσιες εξ (606).
2. Οι Οργανικές θέσεις των Δικαστικών Επιμελητών της περιφερείας των κατωτέρω Πρωτοδικείων, όπως καθορίστηκαν με το π.δ. 382/1982, αυξάνονται ως εξής:
α) Του Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά επτά (7), οριζόμενου έτσι του συνολικού αριθμού αυτών σε εκατόν τριάντα (130).
β) Του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά οκτώ (8), οριζομένου έτσι του συνολικού αριθμού αυτών σε εκατόν τριάκοντα οκτώ (138).
γ) Του Πρωτοδικείου Έδεσσας κατά μία (1) οριζομένου έτσι του συνολικού αριθμού αυτών σε δεκαπέντε (15).
δ) Του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων κατά μία (1), οριζομένου έτσι του συνολικού αριθμού αυτών σε δεκαοκτώ (18).
3. Όσοι έλαβαν μέρος στο παρελθόν σε διαγωνισμούς δικαστικών επιμελητών και πέτυχαν σ’ αυτούς αλλά δεν διορίστηκαν για λόγους κοινωνικών φρονημάτων, πράγμα που αποδεικνύεται από επίσημα έγγραφα διορίζονται, ανεξάρτητα από την ηλικία που έχουν τώρα και από την ύπαρξη ή όχι κενών οργανικών θέσεων, στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου που διαγωνίστηκαν.
Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να υποβάλουν σχετική αίτηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου.
Άρθρο 40
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχιζε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός αν ορίζεται αλλιώς από τις διατάξεις του.
Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.
Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1983
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ