Νόμος 133 ΦΕΚ Α΄180/29.8.1975
Περί της από 26 Φεβρουαρίου 1975 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας “περί της εφαρμογής των αρχών ίσης αμοιβής αρρένων και θηλέων,αυξήσεως των ημερών αδείας αναπαύσεως των εργατών και καθιερώσεως 45ώρου εβδομαδιαίας εργασίας των μισθωτών”.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμε
Άρθρον 1
1. Η από 26.2.1975 Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβασις Εργασίας “περί της εφαρμογής των αρχών ίσης αμοιβής αρρένων και θηλέων, αυξήσεως των ημερών αναπαύσεως και καθιερώσεως 45ώρου εβδομαδιαίας εργασίας μισθωτών”, δημοσιευθείσα διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 276 τεύχος Β` της 4.3.1975) δυνάμει της υπ` αριθ. 11.400/1975 αποφάσεως του Υπουργού Απασχολήσεως και ης το κείμενον παρατίθεται εν τέλει του παρόντος, θεωρείται έγκυρος καθ` όλας αυτής τας διατάξεις, από του συνομολογηθέντος χρόνου, προσέτι δε ότι πληροί απάντας τους υπό των διατάξεων του Ν. 3239/1955, ως ετροποποιήθησαν και συνεπληρώθησανμεταγενεστέρως, τιθεμένους όρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς.
2. Επιφυλασσομένης της ισχύος των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 15 του Ν. 3239/1955, δύναται δι` ομοίων συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή αποφάσεων διαιτησίας να τροποποιήται και συμπληρούται η περί ης η προηγουμένη παράγραφος εθνική γενική συλλογική σύμβασις εργασίας και διαρκούντος έτι του συμβατικού χρόνου ισχύος αυτής, επί τω τέλει απροσκόπτου εφαρμογής των δι` αυτής εισαγομένων θεσμών, ιδία δε της 45ώρου εβδομαδιαίας εργασίας και της εβδομάδος των 5 εργασίμων ημερών. Αι κατά την παρούσανπαράγραφονσυλλογικαί συμβάσεις εργασίας ή αποφάσεις διαιτησίας δύναται να ορίζουν ότι η ισχύς των άρχεται από 1 Ιουλίου 1975. 3. Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Περί της εφαρμογής των αρχών ίσης αμοιβής αρρένων και θηλέων, αυξήσεως των ημερών αδείας αναπαύσεως των εργατών και καθιερώσεως 45ώρου εβδομαδιαίας εργασίας των μισθωτών.
Εν Αθήναις σήμερον, την 26ην Φεβρουαρίου 1975, κ. λ. π.
Α. Η κοινωνική ευημερία αποτελεί τον μοναδικόνσκοπόν της οικονομικής αναπτύξεως, διά την πραγμάτωσιν του οποίου δέον να εργάζωνται εν σύμπνοια όλαι αι εν τη κοινωνία διαβιούσαι ομάδες.
Β. Διά την πραγμάτωσιν της οικονομικής αναπτύξεως και του εκτεθέντος σκοπού αυτής, αναγκαίανπροϋπόθεσιν αποτελεί η κοινωνική ειρήνη, ήτις δέον να είναι, πρωτίστως, μέριμνα των εργοδοτών και των εργαζομένων.
Γ. Η κοινωνική ειρήνη εξασφαλίζεται, προάγεται και παγιούται, μόνον διά της αναπτύξεως των διαδικασιών διαλόγου, μεταξυ των ενδιαφερομένων μερών εις τα πλαίσια των οποίων, εργοδόται και εργαζόμενοι, συνεργαζόμενοι και υπό πνεύματος αμοιβαίας κατανοήσεως διεπόμενοι, δέον να αναζητούν την λύσιν των εκάστοτε αναφυομένων προβλημάτων.
Δ. Διεκδικήσεις, διαφοραί και αντιθέσεις είναι φυσικόν να ανακύπτουν εις τον κοινωνικόν και οικονομικόνχώρον εις τον οποίον, από κοινού, αναπτύσσουν την δραστηριότητά των οι εργοδόται και οι εργαζόμενοι. Ειναιαναγκαίον, όμως να κατανοήται υπ` αμφοτέρων των μερών, ότι η αντιμετώπισις τούτων, πρέπει να βασίζεται επί της αρχής του κατά χρόνον εφικτού της επιλύσεώς των. Οι συλλογικοί αγώνες έχουν δικαιολογητικήν βάσιν, μόνον όταν ο διάλογος αποβήακαρπος, παρ` όλον ότι υφίσταται η κατά χρόνονεφικτότης.
Ε. Αι κορυφαίαι οργανώσεις των εργοδοτών και εργαζομένων θεωρούν, ότι η υπογραφή της παρούσης Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, οροθετεί νέανεποχήν εις τας μεταξύ αυτών και των, ους εκπροσωπούν εργοδοτών και εργαζομένων σχέσεις. Διαδηλούν δε την πίστιν των επί της ανάγκης συνεχούς διαλόγου, προς εξεύρεσιν λύσεων επί παντών των υφισταμένων και εκάστοτε αναφυομένων θεμάτων ενδιαφέροντος των εργοδοτών και εργαζομένων. Προς τον σκοπόν αυτόν, αποθέτουν εις την Κυβέρνησιν την μέριμνα διά την σύστασιν κεντρικού οργάνου τριμερούς και ισομερούς εκπροσωπήσεως, εις τα πλαίσια του οποίου οι εκπρόσωποι των εργοδοτών και των εργαζομένων, συνεργαζόμενοι μετά των κυβερνητικών εκπροσώπων, εν ισοτιμία, θα αναζητούν την λύσιν όλων των κοινού ενδιαφέροντος προβλημάτων, εν πνεύματι αμοιβαίας κατανοήσεως. Οι υπογρεγραμμένοι, νομίμως εξουσιοδοτημένοι, εκπρόσωποι των κατά νόμον αρμοδίων επαγγελματικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων, επόμενοι των εκτεθεισών διακηρύξεών των, συνωμολόγησαν την παρούσανΕθνικήνΓενικήνΣυλλογικήνΣύμβασιν Εργασίας, έχουσαν ως ακολούθως:
Άρθρον 1
`Ιση αμοιβή Αρρένων – Θηλέων.
1. Επί τω σκοπώ εφαρμογής των αρχών ίσης αμοιβής δι` ίσηνεργασίαν αρρένων και θηλέων, το γενικόνκατώτατονόριον ημερομισθίου (ημερομισθίου ασφαλείας) των παρ` οιωδήποτε εργοδότη, δυνάμει της σχέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου, απασχολουμένων εργατοτεχνιτριών, μετά την συμπλήρωσιν του 18ου έτους της ηλικίας των ανεξαρτήτως προϋπηρεσίας ή, προκειμένου περί μαθητευομένων γυναικών μηχανοτεχνιτριών του κλάδου της σιδηροβιομηχανίας, μετά την συμπλήρωσιν του 18ου έτους της ηλικίας των και ενός τουλάχιστον έτους απασχολήσεως εν τω κλάδω από 1ης Ιουλίου 1975, προσδιορίζεται εις ποσοστόντου εκάστοτε ισχύοντος γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου εργατοτεχνίτου, υπό τας αυτάς προϋποθέσεις ηλικίας και υπηρεσίας.
2. Διαρκούσης της μεταβατικής περιόδου και μέχρι της πλήρους εξισώσεως των γενικών κατωτάτων ορίων ημερομισθίων (ημερομισθίων ασφαλείας) των εργατοτεχνιτών και εργατοτεχνιτριών, των κεκτημένων τας κατά την προηγουμένηνπαράγραφον προϋποθέσεις ηλικίας και χρόνου υπηρεσίας, διατηρείται αμετάβλητον το διά της από 25.2.1975 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας “περί αναπροσαρμογής των γενικών κατωτάτων ορίων ημερομισθίων κ. λ. π.” διαμορφούμενονγενικόνκατώτατονόριον ημερομισθίου εργατοτεχνιτρίαςσυμπληρωσάσης το 16ον έτος της ηλικίας, μέχρι της υπερκαλύψεως τούτου υπό των γενικών κατωτάτων ορίων ημερομισθίων μαθητευομένων. Διά τον αυτόν σκοπόν, τα γενικά κατώτατα όρια ημερομισθίων μαθητευομένων αμφοτέρων των φύλλων, προσδιορίζονται από της 1ης Ιουλίου 1975, εις ποσοστόν του εκάστοτε ισχυόντος γενικού κατωτάτου ημερομισθίου (ημερομισθίου ασφαλείας) εργατοτεχνίτου, κεκτημένου τας προϋποθέσεις ηλικίας και προϋπηρεσίας της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
3. Τα γενικά κατώτατα όρια ημερομισθίων εργγατοτεχνιτριών, κεκτημένων τας προϋποθέσεις της παρ. 1 και μαθητευομένων αμφοτέρων των φύλλων, προσδιορίζονται εις ποσοστόν του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου εργατοτεχνίτου, ως ακολούθως:
Κατηγορίαι από απόαπόαπό 1.7.75 1.7.76 1.7.77 1.3.78 α) Εργατοτεχνίτριαι: 91% 94% 97% 100% β) Μαθητευόμενοι : (1) Κατά το 1ον έτος υπηρεσίας παρά τω αυτώ εργοδότη 57% 60% 61% 65% (2) Κατά το 2ον έτος υπηρεσίας παρά τω αυτώ εργοδότη 65% 68% 71% 75% (3) Κατά το 3ον έτος υπηρεσίας παρά τω αυτώ εργοδότη 75% 78% 81% 85%
Άρθρον 2
Αδειαι αναπαύσεως μετ` αποδοχών.
1. Ο ελάχιστος αριθμός ημερών αδείας μετ` αποδοχών, ων δικαιούνται οι, υπό την ιδιότητα του τεχνίτου, του εργάτου ή του υπηρέτου, μισθωτοί, μετά την συμπλήρωσιν του βασικού χρόνου, ορίζεται ως ακολούθως:
α) Προκειμένου περί των μισθωτών τούτων, περί ων το εδάφ. β` της παραγρ. 1 του άρθρου 2 του Α. Ν. 539/1945: (1) Εις δέκα (10) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, από της ισχύος της παρούσης και διά τον τρέχον έτος 1975. (2) Εις ένδεκα (11) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, κατά το έτος 1976. (3) Εις δώδεκα (12) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, κατά το έτος 1977 και επέκεινα. β) Προκειμένου περί των μισθωτών τούτων, περί ων το εδάφ. δ` της παραγρ. 1 του άρθρου 2 του Α. Ν. 539/1945: (1) Εις επτά (7) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, από της ισχύος της παρούσης και διά το τρέχον έτος 1975. (2) Εις οκτώ (8) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, κατά το έτος 1976 και επέκεινα.
2. Η, κατά την προηγουμένηνπαράγραφον διάρκεια της ετησίας αδείας μετ` αποδοχών, επαυξάνεται κατά μίαν εργάσιμονημέραν, δι` εκάστην, πλέον του βασικού χρόνου, εξαμηνιαίαναπασχολήσιν, χωρίς να δύναται εν συνόλω να υπερβή κατά το τρέχον και τα επόμενα έτη: α) Προκειμένου περί μισθωτών, περί ων το εδαφ. β` της παραγρ. 2 του άρθρου 2 του Α. Ν. 539/45: (1) Τας είκοσι (20) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, από της ισχύος της παρούσης και διά το τρέχον έτος 1975. (2) Τας είκοσι τρεις (23) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, κατά το έτος 1976. (3) Τας είκοσι εξ (26) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, κατά το έτος 1977 και επέκεινα. β) Προκειμένου περί μισθωτών, περί ων το εδάφ. δ` της παραγρ. 2 του άρθρου 2 του Α. Ν. 539/45: (1) Τας δέκα τέσσαρας (14) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, από της ισχύος της παρούσης και διά το τρέχον έτος 1975. (2) Τας δέκα εξ (16) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, κατά το έτος 1976. (3) Τας δέκα οκτώ (18) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, κατά το έτος 1977 και επέκεινα. 3. Μισθωτοί, εκ των υπαγομένων εις τας διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων, τυχόντες διά το τρέχον έτος και μέχρι της ενάρξεως ισχύος της παρούσης, αδείας μετ` αποδοχών διαρκείας μικροτέρας της διά της παρούσης οριζομένης, δικαιούνται της προκυπτούσης διαφοράς συμπληρωματικώς, εις χρόνονορισθησόμενον κατά την κρίσιν του εργοδότου, εντός του τρέχοντος έτους.
4. Αι προϋποθέσεις, όροι, περιορισμοί, διαδικασία παροχής των αδειών μετ` αποδοχών, ως και ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών της αδείας και του επιδόματος αδείας, ως ορίζονται υπό του Α. Ν. 539/45 και των τροποποιησάντων και συμπληρωσάντων τούτον νόμων, ισχύουν και εν προκειμένω, ως επίσης ισχύουν και εφαρμόζονται πλήρως, πάσαι αι ευνοικώτεραι διατάξεις των αυτών ως άνω νόμων και των εις εκτέλεσιν τούτων εκδοθέντων διαταγμάτων και των εν ισχύι συλλογικών συμβάσεων, αποφάσεων διαιτησίας, εσωτερικών κανονισμών ή άλλων διατάξεων.
5. Εν περιπτώσει εφαρμογής συστήματος εβδομαδιαίας εργασίας πέντε (5) εργασίμων ημερών, ως εργάσιμος ημέρα διά τον προσδιορισμόν του χρόνου διαρκείας της αδείας μετ` αποδοχών, λογίζεται και το Σάββατον ή η άλλη ημέρα καθ` ην ως εκ του συστήματος δεν απασχολούνται οι μισθωτοί.
Άρθρον 3
Χρονικά `Ορια Εργασίας.
1. Από 1 Ιουλίου 1975 ορίζονται εις 45 αι ώραι εβδομαδιαίας εργασίας του προσωπικού των επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων και εργασιών, του υποκειμένου εις την παρούσαν.
Η, καθ` υπέρβασιν των 45 ωρών εβδομαδιαίως και μέχρι συμπληρώσεως του 48ώρου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, απάσχόλησις των μισθωτών τούτων, λογίζεται ως υπεργασίαν κατά την έννοιαν του άρθρου 659 του Α. Κ.
2. Υπό τους περιορισμούς του άρθρου 6, η πέραν των 45 ωρών εβδομαδιαίως, απασχόλησις του μισθωτού και μέχρι συμπληρώσεως του 48ώρου, απόκειται εις την κρίσιν του εργοδότου, του μισθωτού, υποχρεουμένου εις την παροχήν εργασίας.
3. Ωράρια εβδομαδιαίας εργασίας, ισχύοντα ή συμβατικώςεφαρμοζομενα, ελάσσονα των 45 ωρών, δεν θίγονται διά της παρούσης Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας. Η εφαρμογή όμως εις τας περιπτώσεις ταύτας, συστήματος εβδομαδιαίας εργασίας πέντε (5) ημερών, διέπεται υπό των διατάξεων της παρούσης.
4. Επί των επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεως ή εργασιών, ων η συνεχής λειτουργία, επιβαλλομένη εκ της φύσεως αυτών, διασφαλίζεται διά διαδοχικών εναλλαγών προσωπικού, εφαρμόζονται αποκλειστικώς αι διατάξεις του Π. Δ. της 27ης Ιουνίου/4 Ιουλίου 1932 “περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως των περί 8ώρου εργασίας διατάξεων”, ως αύται ισχύουν νυν, συμπληρωματικώς δε αι διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 6 της παρούσης.
5. Επί του προσωπικού κινήσεως των αστικών και υπεραστικών λεωφορείων, των ηλεκτροκινήτων λεωφορείων, των ατμηλάτων δηζελοκίνητων και ηλεκτροκινήτων σιδηροδρόμων, ως και επί των οδηγών, συνοδηγών και βοηθών των φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, των τουριστικών λεωφορείων, των αγοραίων επιβατικών αυτοκινήτων και των ταξί, εφαρμόζονται αποκλειστικώς αι περί αυτών ισχύουσαι διατάξεις, περί χρονικών ορίων εργασίας, συμπληρωματικώς δε αι διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 6 της παρούσης
Άρθρον 4
Αμοιβή Υπερεργασίας.
1. Πέραν της συμπεφωνημένης ή νομίμου αμοιβής διά 48ώρον εβδομαδιαίας εργασίας, οφειλομένηςαπο της 1ης Ιουλίου 1975 δι` εργασίαν 45 ωρών εβδομαδιαίως, εργοδόται, απασχολούντες τους παρ` αυτοίς μισθωτούς, μέχρι συμπληρώσεως 48ώρου εβδομαδιαίας εργασίας, υποχρεούνται εις καταβολήν συμπληρωματικής αμοιβής, οριζομένης ως ακολούθως:
α) Από 1 Ιουλίου 1975 μέχρι 30 Ιουνίου 1976, δι` εκάστην ώραν απασχολήσεως, πέραν των 45 και μέχρι συμπληρώσεως 48 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας, το εις αυτήν αντιστοιχούν ωρομίσθιον.
β) Από 1 Ιουλίου 1976 μέχρι 30 Ιουνίου 1977, δι` εκάστην ώραν απασχολήσεως, πέραν των 45 και μέχρι συμπληρώσεως 47 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας, το εις αυτήν αντιστοιχούν ωρομίσθιον, διά δε την 48ην ώραν το ωρομίσθιονπροσηυξημένον κατά 25%.
γ) Από 1 Ιουλίου 1977 μέχρι 30 Ιουνίου 1978, διά την 46ην ώραν, το εις αυτήν αντιστοιχούν ωρομίσθιον, δι` έκαστην δε ώραν πέραν των 46 και μέχρι της συμπληρώσεως των 48 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας, το αντιστοιχούν ωρομίσθιονπροσηυξημένον κατά 25%.
δ) Από 1 Ιουλίου 1978 και επέκεινα, δι` εκάστην ώραν απασχολήσεως, πέραν των 45 και μέχρι συμπληρώσεως 48 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας, το αντίστοιχούνωρομίσθιονπροσηυξημένον κατά 25%.
2. Εάν αι, πέραν των 45 και μέχρι συμπληρώσεως των 48 ώραι απασχολήσεως του μισθωτού εμπίπτουν εις τα όρια της νυκτερινής εργασίας ή της εργασίας κατά Κυριακάς και εξαιρεσίμους, εκτός του, ως η προηγουμένη παράγραφος ωρομισθίου, οφείλονται και αι προσαυξήσεις, περί ων αι υπ` αριθ. 8900/1946, 18310/46 και 25825/1951 αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας.
3. Μισθωτοί επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων ή εργασιών, ων η συνεχής λειτουργία, ως εκ της φύσεως αυτών, πρέπει να εξασφαλίζηται διά διαδοχικών εναλλαγών προσωπικού, και μέχρι του ανωτάτου ορίου των 56 ωρών, δικαιούνται προσθέτως της κανονικής των αμοιβής τριών ωρομισθίων καθ` εβδομαδα, απλών ή προσηυξημένων κατά τα εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου οριζόμενα, υπό τον όρον ότι η απασχόλησις κατά τον κρίσιμον εβδομάδα υπερέβη τας 48 ώρας. Εάν η απασχόλησις υπερέβη μεν τας 45 ώρας ουχί όμως και τας 48, εφαρμόζονται και εν προκειμένω αι λοιπαί διατάξεις του παρόντος άρθρου.
4. Επί μισθωτών, περί ων η παράγραφος 4 του προηγουμένου άρθρου, απασχολουμένων πέραν των 45 ωρών εβδομαδιαίως και μέχρι του διά τούτους οριζομένου υπό των κειμένων διατάξεων ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας απασχολήσεως, εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις της παραγρ. 3 του παρόντος Άρθρου.
5. Αι, περί της καταβολής συμπληρωματικής αμοιβής δι` απασχόλησιν πέραν των 45 και μέχρι 48 ή, αναλόγως της περιπτώσεως, μέχρι 56 ωρών ή του τυχόν μεγαλυτέρουανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας απασχολήσεως, διατάξεις του παρόντος άρθρου, δεν έχουν εφαρμογήν επί των μισθωτών των αμειβομένων κατ` άλλον σύστημα πλην του επί μισθώ ή ημερομισθίω. Προκειμένου, όμως, περί μισθωτών αμειβομένων διά μικτού συστήματος, αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως, προσδιοριζομένου του οφειλομενου ωρομισθίου και των προσαυξήσεων επί τη βάσει του συμπεφωνημένου ή νομίμου, τακτικώς δε και περιοδικώς καταβαλλομένου μισθού ή ημερομισθίου.
6. Εν περιπτώσει μειώσεως των ωρών εργασίας μέχρι 45 εβδομαδιαίως, οι κατά μονάδα εργασίας ή κατ` άλλον συστημα, πλην του επί μισθώ ή ημερομισθίω, αμειβόμενοι μισθωτοί δικαιούνται καθ` εβδομάδα της τυχόν προκυπτούσης διαφοράς μεταξύ του κατά το εφαρμοζόμενον σύστημα αμοιβής των, προϊόντος και του εξαπλασίου του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου ή κατά την οικείανσυλλογικήνσύμβασιν κατωτάτου ορίου ημερομισθίου της ειδικότητός των.
Άρθρον 5
Ωρομίσθιον Υπερεργασίας.
1. Προκειμένου περί των επί μισθώ αμειβομένων μισθωτών, διά την εξεύρεσιν του ωρομισθίου των, τα 6/25 του συμπεφωνημένου ή νομίμου μισθού διαιρούνται διά του αριθμού 45. Διά την εξεύρεσιν του ωρομισθίου των επί ημερομισθίω αμειβομένων μισθωτών, το ποσόν των 6 πλήρων συμπεφωνημένων ή νομίμων ημερομισθίων, διαιρείται ομοίως διά του αριθμού 45. Καθ` ομοίον τρόπον εξευρίσκεται το ωρομίσθιον των διά μικτού συστήματος αμειβομένων μισθωτών. Επί μισθωτών, δι` ους ισχύει ή εφαρμόζεται ωράριον εβδομαδιαίας εργασίας ελάσσον των 45 ωρών, ο διαιρέτης ορίζεται ίσος τον αριθμόν των ωρών της εβδομαδιαίας εργασίας των.
2. Αι διατάξεις της προηγουμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως από της αυτής ημερομηνίας ήτοι: 1 Ιουλίου 1975, διά τον υπολογισμόν, τόσον της συμπληρωματικής αμοιβής δι` υπερεργασίαν πέραν των 45 ωρών, όσον και κατά πάσαν περίπτωσιν προσδιορισμού του ωρομισθίου, ως επί των περιπτώσεων υπολογισμού της αμοιβής και της προσαυξήσεως δι` υπερωριακήνεργασίαν και των προσαυξήσεων δι` εργασίαν κατά τας Κυριακάς, εξαιρετέας και νυκτερινάς ώρας. Εβδομάς πέντε εργασίμων ημερών.- Συστήματα εβδομαδιαίας Εργασίας.
Άρθρον 6
1. Κατά την μεταβατικήνπερίοδον, ήτοι από 1ης Ιουλίου 1975 μέχρι 30 Ιουνίου 1978, επιτρέπεται υπέρβασις του ανωτάτου ορίου της ημερησίας εργασίας μέχρι μίας (1) ώρας και τριάκοντα πέντε (35) λεπτών, της υπερβάσεως ταύτης μη λογιζομένης ως υπερωρίας, υπό την προυπόθεσιν ότι αι κατά το άρθρον 8 υποκείμεναι επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις ή εργασίαι:
α) Δεν απασχολούν τους υποκείμενους μισθωτούς κατά το Σάββατον ή κατά μίαν άλλην εργάσιμηνημέραν της εβδομάδος.
β) Καταβάλλουν πλήρες το ημερομίσθιον των μερών τούτων.
γ) Το σύνολον των ωρών απασχολήσεως καθ` εβδομάδα, δεν υπερβαίνει τας 48 ώρας.
2. Από της 1 Ιουλίου 1978 η, κατά την προηγουμένηνπαράγραφον, υπέρβασις του ανωτάτου ορίου της ημερησίας εργασίας περιορίζεται εις μίαν μόνον ώραν, καθ` εκάστην. Από της αυτής ημερομηνίας, 1 Ιουλίου 1978, επιτρέπεται, κατά την κρίσιν των υποκειμένων εργοδοτών, η μεχρι τριών ωρών εβδομαδιαίως, πέραν της 45ώρου εργασίας, υπερωριακή απασχόλησις των μισθωτών, ήτις δεν συμψηφίζεται εις τα, κατά τας κειμένας διατάξεις, επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχολήσεως.
3. Υπό τας προϋποθέσεις των εδαφίων α` και β` της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται η υπέρβασις του ανωτάτου ορίου της ημερησίας εργασίας και δη μέχρι συμπληρώσεως ημερησίως 9ώρου εργασίας, εις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις ή εργασίας, εις ας ισχύει η εφαρμόζεται ωράριον εβδομαδιαίας εργασίας έλασσον των 45 ωρών, υπό τον πρόσθετονόρον ότι δεν επέρχεται επαύξησις του ισχυόντος ή εφαρμοζομένου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας.
4. Η εφαρμογή συστήματος εβδομαδιαίας εργασίας πέντε (5) εργασίμων ημερών, υπό τους περιορισμούς και προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, απόκειται εις την κρίσιν του εργοδότου. Κατά πάσαν περίπτωσιν διά του παρόντος άρθρου δεν θίγεται η ισχύς του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. Δ. 4020/1959.
Άρθρον 7
Εκπαίδευσις Συνδικαλιστικών Στελεχών.
1. Επί τω σκοπώ διευκολύνσεως της εκπαιδεύσεως και επιμορφώσεως συνδικαλιστικών στελεχών και αναδείξεως τοιούτων μεταξύ των εργαζομένων, αι επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίαι, αι απασχολούσαι 100 και άνω μισθωτούς, υποχρεούνται εις την χορήγησιν προσθέτου κανονικής αδείας μετ` αποδοχών, διαρκείας μέχρι δύο (2) εβδομάδων κατ` έτος εις μισθωτούς επιλεγομενους προς τον σκοπόν αυτόν υπό της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος και εις αναλογίαν 1% επί του υπ` αυτών απασχολουμένου προσωπικού. Ο αριθμός των επιλεγομένων κατ` έτος, δεν δύναται να είναι ελάσσων των 3 μισθωτών ουδέ μείζων των 15.
2. Αι, κατά τ` ανωτέρω, άδειαι χορηγούνται, εφ` όσον η σχετική αίτησις της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος συνοδεύεται υπό αναλυτικού προγράμματος εκπαιδεύσεως, καλύπτοντος τον χρόνον διαρκείας της αδείας, εγκεκριμένου υπό του τριμερούς συνθέσεως Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας.
Άρθρον 8
Πεδίον εφαρμογής.
1. Αι διατάξεις της παρούσης Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας δεν εφαρμόζονται καθ` ολοκληρίαν επί:
α) Των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας.
β) Των φορτοεκφορτωτών ξηράς και λιμένων, των διεπομένων υπό της νομοθεσίας ρυθμίσεως των εις τους λιμένας φορτοεκφορτωτικών εργασιών και της φορτοεκφωρτωτικής εργασίας ξηράς και
γ) των επί τιμολογίω ή κατά μονάδας εργασίας αμειβομένων και εις μη σταθερόνεργοδότην απασχολουμένων.
2. Οι οικιακοί βοηθοί και το εν γένει οικόσιτονπροσωπικόν δεν υπάγεται εις τας λοιπάς, πλην του άρθρου 2, διατάξεις της παρούσης.
3. Υπό την επιφύλαξιν της ισχύος της επομένης παραγράφου δεν υπάγονται εις την παρούσαν οι αμέσως εις την καλλιέργειαν γεωργικών προϊόντων ή εις την καλλιέργειαν γεωργικών προϊόντων ή εις την κτηνοτροφίαν, την αλιείαν και τας δασικάς εργασίας απασχολούμενοι. Κατ` εξαίρεσιν, εις τας διατάξεις του άρθρου 1 και, συντρεχούσης περιπτώσεις, του άρθρου 2 της παρούσης υπάγονται, εκ των αμέσως εις την καλλιέργειαν γεωργικών προϊόντων και την κτηνοτροφίαν απασχολουμένων:
α) Οι υπηρετούντες, εις γεωργικάς και κτηνοτροφικάς εργασίας ασκουμένας παρ` εμπορικών εταιρειών ή Ν. Π. Δ. Δ.
β) Οι διεπόμενοι ήδη υπό συλλογικών συμβάσεων εργασίας, διαιτητικών αποφάσεων, υπουργικών αποφάσεων ή αλλων σχετικών πράξεων και
γ) οι υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν του ΙΚΑ, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής υφ` ην ασκείται η εκμετάλλευσις, πάρ` η απασχολούνται. 4. Αι διατάξεις του άρθρου 2 της παρούσης αφορώσι εις εργοδότας, περί ων το άρθρον 1 παρ. 1 του Α. Ν. 539/1945 ή , εφ` ων, διά διαταγμάτων, επεξετάθη ή θέλει επεκταθή η εφαρμογή του νόμου τούτου. Πρόσωπα εξαιρούμενα της εφαρμογής του Α. Ν. 539/1945, κατά τας διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3 τούτου, δεν υπάγονται εις τας διατάξεις του άρθρου 2 της παρούσης Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας. Αι διατάξεις, όμως, του άρθρου 2 αυτής, εφαρμόζονται και επί μισθωτών ων το εις άδεια μετ` αποδοχών δικαίωμα διέπεται υπ` άλλων ειδικώτερων του Α. Ν. 539/1945 διατάξεων, εφ` όσον υπό τούτων ορίζεται αριθμός αδείας ελάσσων του διά της παρούσης οριζομένου. 5. Αι διατάξεις των άρθρων 3, 4, 5 και 6 της παρούσης δεν εφαρμόζονται επί του ιπταμένου προσωπικού εναερίων μεταφορών.
Άρθρον 9
Η ισχύς της παρούσης Εθνικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας άρχεται από της υπογραφής της, εκτός αν άλλως ορίζεται εν αυτή, δεν δύναται δε να καταγγελθή αύτη προ της 30ης Σεπτεμβρίου 1978.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 22 Αυγούστου 1975
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ