Νόμος 1242 ΦΕΚ Α΄44/6.4.1982
Κύρωση της Συμβάσεως δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών που υπογράφτηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 1981.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον.
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών που υπογράφτηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 1981, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην Ελληνική γλώσσα έχει ως εξής:
ΣΥΜΒΑΣΗ
Δικαστικής Αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και το Προεδρείο του Ανωτάτου Σοβιέτ της Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών,
οδηγούμενοι από την αμοιβαία επιθυμία να ενισχύουν τους φιλικούς δεσμούς μεταξύ των λαών της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών,
αποδίδοντας μεγάλη σημασία στην ανάπτυξη της συνεργασίας στον τομέα της παροχής δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις,
αποφάσισαν να συνάψουν την παρούσα Σύμβαση και για το σκοπό αυτό όρισαν, σαν πληρεξούσιούς τους:
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας
τον Υπουργό Δικαιοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Γεώργιο Σταμάτη,
Το Προεδρείο του Ανωτάτου Σοβιέτ της Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
τον Υπουργό Δικαιοσύνης της Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών κ. Βλαδίμηρο Ιβάνοβιτς Τερεμπίλωφ.
οι οποίοι, αφού αντάλλαξαν τα πληρεξούσια έγγραφα τους που βρέθηκαν δεόντως συντεταγμένα και σε απόλυτη τάξη, συμφώνησαν τα ακόλουθα:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι`.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1.
Νομική Προστασία.
1. Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους απολαύουν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους της ίδιας νομικής προστασίας ως προς τα προσωπικά και περιουσιακά τους δικαιώματα, με τους υπηκόους του άλλου αυτού Συμβαλλόμενου Μέρους,
2. Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους έχουν το δικαίωμα να απευθύνονται ελεύθερα και ανεμπόδιστα στα δικαστήρια, στις Εισαγγελικές αρχές (τα οποία εφεξής θα αποκαλούνται “Δικαιοδοτικά όργανα”) και στα άλλα όργανα του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, στην αρμοδιότητα των οποίων υπάγονται οι αστικές (συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών και οικογενειακών) και ποινικές υποθέσεις, μπορούν να εμφανίζονται σε αυτά, να υποβάλλουν αιτήσεις, να ασκούν αγωγές και να προβαίνουν σε άλλες δικονομικές ενέργειες με τους ίδιους όρους όπως και οι υπήκοοι του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους.
3. Οι διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως εφαρμόζονται αντίστοιχα και σε νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα στο έδαφος του ενός ή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους σύμφωνα με τους ισχύοντες σε αυτά νόμους.
Άρθρο 2.
Δικαστική Αρωγή.
1. Τα δικαιοδοτικά όργανα των Συμβαλλόμενων Μερών παρέχουν αμοιβαία δικαστική αρωγή σε αστικές (συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών και οικογενειακών) και ποινικές υποθέσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως.
2. Τα δικαιοδοτικά όργανα παρέχουν δικαστική αρωγή και σε άλλα όργανα, στην αρμοδιότητα των οποίων υπάγονται οι υποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
Άρθρο 3.
`Έκταση της δικαστικής αρωγής.
Η δικαστική αρωγή σε αστικές και ποινικές υποθέσεις περιλαμβάνει την διαβίβαση και επίδοση εγγράφων, την παροχή πληροφοριών για το ισχύον δίκαιο και τη δικαστική πρακτική καθώς και την εκτέλεση ορισμένων δικονομικών πράξεων που προβλέπονται από τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση και συγκεκριμένα την εξέταση κατηγορουμένων και διαδίκων, μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και δικαστικής αυτοψίας, την παράδοση πειστηρίων καθώς και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις, την άσκηση ποινικής διώξεως και την έκδοση προσώπων που διέπραξαν εγκλήματα.
Άρθρο 4.
Τρόπος επικοινωνίας.
Κατά την παροχή της δικαστικής αρωγής τα δικαιοδοτικά όργανα των Συμβαλλόμενων Μερών επικοινωνούν μεταξύ τους με τη διπλωματική οδό.
Άρθρο 5.
Περιεχόμενο της δικαστικής παραγγελίας.
1. Η δικαστική παραγγελία πρέπει να διατυπώνεται εγγράφως και να περιέχει:
1. Την ονομασία του αιτούντος οργάνου.
2. Την ονομασία του οργάνου προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
3. Τον προσδιορισμό της υποθέσεως σχετικά με την οποία ζητείται η δικαστική αρωγή και περίληψη του αιτήματος.
4. Τα ονοματεπώνυμα των σχετικών με τη δικαστική παραγγελία προσώπων, πληροφορίες για την υπηκοότητα, επάγγελμα και τον τόπο κατοικίας ή διαμονής τους.
5. Τα ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις των αντιπροσώπων των αναφερομένων στο εδάφιο 4 της παρούσας παραγράφου προσώπων.
6. Εάν είναι απαραίτητο, έκθεση των περιστάσεων που απαιτούν διασάφηση καθώς και πίνακα των αιτουμένων εγγράφων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων.
7. Στις ποινικές υποθέσεις επί πλέον την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών και το νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως που συνιστά το έγκλημα.
2. Η δικαστική παραγγελία πρέπει να υπογράφεται από αρμόδιο πρόσωπο και να φέρει σφραγίδα.
Άρθρο 6.
Εκτέλεση της δικαστικής παραγγελίας.
1. Το δικαιοδοτικό όργανο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση παρέχει τη δικαστική αρωγή σύμφωνα με τις ισχύουσες στο Κράτος του δικονομικές διατάξεις. Μπορεί όμως, έπειτα από αίτηση, να εφαρμόσει τους δικονομικούς κανόνες του Συμβαλλόμενου μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση, εφ` όσον αυτοί δεν είναι αντίθετοι προς τη νομοθεσία του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
2. Αν το όργανο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν είναι αρμόδιο για την παροχή της δικαστικής αρωγής, τη διαβιβάζει στο όργανο που είναι αρμόδιο.
3. Μετά από αίτηση του οργάνου από το οποίο προέρχεται η αίτηση, το όργανο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση πληροφορεί εγκαίρως το πρώτο και τα ενδιαφερόμενα μέρη για τον χρόνο και τον τόπο εκτελέσεως της παραγγελίας.
4. Το όργανο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση πληροφορεί εγγράφως το όργανο από το οποίο προέρχεται η αίτηση για την εκτέλεση της παραγγελίας. Αν η παραγγελία δεν έγινε δυνατό να εκτελεσθεί, το όργανο από το οποίο προέρχεται η αίτηση ειδοποιείται εγγράφως και χωρίς καθυστέρηση σχετικά, και γνωστοποιούνται οι λόγοι της μη εκτελέσεως, ενώ τα σχετικά έγγραφα επιστρέφονται.
Άρθρο 7.
Επίδοση εγγράφων.
1. Το όργανο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση πραγματοποιεί την επίδοση σύμφωνα με τους κανόνες επιδόσεως εγγράφων που ισχύουν στο κράτος του, αν τα προς επίδοση έγγραφα έχουν συνταχθεί στη γλώσσα του ή συνοδεύονται από επικυρωμένη μετάφραση. Σε περίπτωση που τα έγγραφα δεν έχουν συνταχθεί στη γλώσσα του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή δεν συνοδεύονται από μετάφραση, επιδίδονται στον παραλήπτη μόνον αν ο τελευταίος συμφωνεί οικειοθελώς να τα παραλάβει.
2. Η δικαστική παραγγελία πρέπει να αναφέρει την ακριβή διεύθυνση του παραλήπτη και τον τίτλο του επιδιδόμενου εγγράφου. Αν η αναφερόμενη στη δικαστική παραγγελία διεύθυνση απεδείχθη ελλιπής ή ανακριβής, το όργανο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση παίρνει τα σύμφωνα με τη νομοθεσία του κατάλληλα μέτρα για την εξακρίβωση της ακριβούς διευθύνσεως.
Άρθρο 8.
Απόδειξη επιδόσεως εγγράφων.
Η απόδειξη για την επίδοση των εγγράφων συντάσσεται σύμφωνα με τους κανόνες επιδόσεως εγγράφων που ισχύουν στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Στην απόδειξη πρέπει να αναφέρονται ο χρόνος και ο τόπος της επιδόσεως καθώς και το πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε το έγγραφο.
Άρθρο 9.
Επίδοση εγγράφων μέσω των διπλωματικών αντιπροσωπειών ή των προξενικών αρχών.
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη δικαιούνται να επιδίδουν έγγραφα στους υπηκόους τους μέσω των διπλωματικών τους αντιπροσωπειών ή των προξενικών τους αρχών.
2. Κατά την παραπάνω επίδοση δεν μπορούν να εφαρμοστούν μέτρα καταναγκαστικού χαρακτήρα.
Άρθρο 10.
Ασυλία μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων.
1. Μάρτυς ή εμπειρογνώμων που εμφανίζεται, μετά από κλήση του οργάνου προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, στο όργανο από το οποίο προέρχεται η αίτηση, δεν υπόκειται, ανεξάρτητα από την υπηκοότητά του, σε ποινική δίωξη στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση, σε κράτηση ή εκτέλεση επιβληθείσας ποινής για αδίκημα που διεπράχθη πριν από την είσοδό του στο έδαφος του Μέρους αυτού. Τα πρόσωπα αυτά δεν υπόκεινται, επίσης, σε ποινική δίωξη, κράτηση ή εκτέλεση ποινής για τις μαρτυρικές τους καταθέσεις ή τις εισηγήσεις τους ως εμπειρογνωμόνων σχετικά με ποινική υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο έρευνας.
2. Η ασυλία του μάρτυρος ή εμπειρογνώμονος παύει σε περίπτωση που αυτός δεν εγκαταλείψει το έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση μέσα σε 15 ημέρες από την στιγμή που το όργανο που έστειλε την κλήση πληροφορήσει τον κληθέντα ότι η περαιτέρω παρουσία του δεν κρίνεται αναγκαία. Στην προθεσμία αυτή δεν προσμετράται ο χρόνος κατά τον οποίο ο μάρτυς ή εμπειρογνώμων δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του.
3. Οι μάρτυρες και εμπειρογνώμονες δικαιούνται αποζημιώσεως για τα έξοδά τους και οι εμπειρογνώμονες και αμοιβής.
Άρθρο 11.
Χρησιμοποιούμενες γλώσσες.
1. Οι δικαστικές παραγγελίες και τα συνημμένα σ` αυτές έγγραφα συντάσσονται στη γλώσσα του Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση και συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
2. Η μετάφραση επικυρώνεται από επίσημο μεταφραστή ή από τη διπλωματική αντιπροσωπεία ή τις προξενικές αρχές του Συμβαλλόμενου Μέρους που απευθύνει την αίτηση.
Άρθρο 12
`Άρνηση παροχής δικαστικής αρωγής.
Δικαστική αρωγή δεν παρέχεται στην περίπτωση που η παροχή της μπορεί να θίξει την κυριαρχία ή την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Άρθρο 13.
`Έξοδα παροχής δικαστικής αρωγής.
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν όλα τα σχετικά με την παροχή της δικαστικής αρωγής έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφός τους.
2. Τα έξοδά της κατά το άρθρο 50 διελεύσεως βαρύνουν το Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο προέρχεται η αίτηση.
Άρθρο 14.
Εξαγωγή πραγμάτων, μεταβίβαση αντικειμένων και μεταφορά χρηματικών ποσών.
Κατά την εξαγωγή πραγμάτων, τη μεταβίβαση αντικειμένων και μεταφορά χρηματικών ποσών σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως από το έδαφος του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του άλλου, εφαρμόζεται η νομοθεσία του κράτους από το έδαφος του οποίου πρέπει να εξαχθούν τα πράγματα, να μεταβιβαστούν τα αντικείμενα ή να μεταφερθούν τα χρηματικά ποσά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ.
ΕΓΓΡΑΦΑ
Άρθρο 15.
Αναγνώριση εγγράφων.
1. Επίσημα έγγραφα που εκδόθηκαν στο έδαφος του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους και προσάγονται για τους σκοπούς της παροχής δικαστικής αρωγής έχουν την αποδεικτική ισχύ επισήμων εγγράφων και στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
2. `Έγγραφα που αποστέλλονται από το ένα Συμβαλλόμενο Μέρος στο άλλο σχετικά με την παροχή δικαστικής αρωγής δεν χρειάζονται επικύρωση.
Άρθρο 16.
Διαβίβαση ληξιαρχικών πράξεων και άλλων εγγράφων.
Για την εφαρμογή της παρούσας Συμβάσεως, κάθε ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη θέτει στη διάθεση του άλλου μετά από σχετική αίτηση και σύμφωνα με τη νομοθεσία του, ληξιαρχικές πράξεις και άλλα έγγραφα σχετικά με την προσωπική κατάσταση και έννομα συμφέροντα υπηκόων του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους. Τα έγγραφα αυτά τίθενται στη διάθεση του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους χωρίς μετάφραση και δωρεάν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ.
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΓΥΟΔΟΣΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ ΚΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Άρθρο 17.
Απαλλαγή από την εγγυοδοσία για τα δικαστικά έξοδα.
Υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους που εμφανίζονται στα δικαστήρια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, δεν υποβάλλονται σε υποχρέωση εγγυοδοσίας για μόνο το λόγο ότι είναι αλλοδαποί ή δεν κατοικούν ή διαμένουν στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους στα δικαστήρια του οποίου εμφανίζονται.
Άρθρο 18.
Δωρεάν δικαστική προστασία.
Στους υπηκόους του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους παρέχεται, όταν εμφανίζονται στα δικαστήρια και άλλα όργανα του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, δωρεάν δικαστική προστασία υπό τους αυτούς όρους και κατά το ίδιο μέτρο όπως και στους υπηκόους του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους.
Άρθρο 19.
Χορήγηση πιστοποιητικών για την προσωπική, οικογενειακή και περιουσιακή κατάσταση.
1. Πιστοποιητικά που αφορούν στην προσωπική, οικογενειακή και περιουσιακή κατάσταση και είναι αναγκαία για την παροχή της κατά το άρθρο 18 δωρεάν δικαστικής προστασίας, χορηγούνται από τα αρμόδια όργανα του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ή διαμένει ο ενδιαφερόμενος.
2. Αν υπήκοος του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους που θέλει να επωφεληθεί της δωρεάν δικαστικής προστασίας δεν έχει τόπο κατοικίας ή διαμονής στο έδαφος των Συμβαλλόμενων Μερών, τα έγγραφα μπορούν να εκδοθούν από τη διπλωματική αντιπροσωπεία ή τις προξενικές αρχές της χώρας του.
3. Το όργανο που αποφασίζει για την παροχή δωρεάν δικαστικής προστασίας μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από το όργανο που χορήγησει τα έγγραφα.
Άρθρο 20.
Αίτηση για παροχή δωρεάν δικαστικής προστασίας.
Υπήκοος ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη που επιθυμεί να επωφεληθεί από το προβλεπόμενο στο άρθρο 18 ευεργέτημα, μπορεί να υποβάλλει σχετική αίτηση στο αρμόδιο όργανο του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ή διαμένει. Το όργανο αυτό διαβιβάζει την αίτηση μαζί με τα εκδιδόμενα σύμφωνα με το άρθρο 19 έγγραφα, στο αρμόδιο όργανο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΠΙ ΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
Κληρονομίες.
Άρθρο 21.
Εθνική μεταχείριση στον τομέα των κληρονομιών.
Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους εξομοιώνονται με τους υπηκόους του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους όσον αφορά στην απόκτηση κληρονομικής περιουσίας που βρίσκεται στο έδαφος του τελευταίου αυτού Συμβαλλόμενου Μέρους και δικαιωμάτων που πρέπει να ασκηθούν εκεί, καθώς επίσης και ως προς την ικανότητα συντάξεως και ακυρώσεως διαθήκης σχετικά με την περιουσία και τα δικαιώματα αυτά. Η περιουσία και τα δικαιώματα περιέρχονται σε αυτούς είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου με τους ίδιους όρους όπως και στους υπηκόους του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου κατοικούν.
Άρθρο 22.
Τύπος διαθήκης.
1. Η διαθήκη υπηκόου ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν για τη σύνταξή της τηρήθηκαν:
1. Η νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου συντάχθηκε η διαθήκη ή
2. Η νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους του οποίου ο διαθέτης ήταν υπήκοος κατά τη στιγμή της συντάξεως της διαθήκης ή του θανάτου του ή η νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικούσε ο διαθέτης κατά τα προαναφερόμενα χρονικά σημεία.
Κατά το μέρος που αφορά ακίνητη περιουσία, η διαθήκη αναγνωρίζεται έγκυρη αν τηρήθηκε η νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η ακίνητη περιουσία.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και στην περίπτωση ακυρώσεως της διαθήκης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
Άρθρο 23.
Αποφάσεως υποκείμενες σε αναγνώριση και εκτέλεση.
1. Αποφάσεις των οργάνων της παραγράφου 2 του άρθρ. 1 της παρούσης Συμβάσεως του ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζονται και προκειμένου περί υποθέσεων περιουσιακού χαρακτήρα, αναγνωρίζονται και εκτελούνται στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους εφ` όσον πληρούν τους όρους που προβλέπονται από την παρούσα Σύμβαση.
2. Με τον όρο “αποφάσεις” της παραγράφου 1 νοούνται:
1) αποφάσεις επί αστικών υποθέσεων (περιλαμβανομένων των εμπορικών και οικογενειακών),
2) αποφάσεις σχετικές με δικαστικά έξοδα,
3) δικαστικοί συμβιβασμοί,
4) αποφάσεις που εκδόθηκαν σχετικά με ποινικές υποθέσεις σε ότι αφορά απαιτήσεις για αποζημίωση.
Άρθρο 24.
Προϋποθέσεις αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεων.
Οι αναφερόμενες στο άρθρο 23 αποφάσεις αναγνωρίζονται και εκτελούνται αν:
1. Κατά τη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση, η τελευταία αυτή απόκτησε ισχύ δεδικασμένου και είναι εκτελεστή.
2. Ο διάδικος που ερημοδίκησε ή ο αντιπρόσωπος του είχαν κληθεί εμπρόθεσμα και κατά τον προσήκοντα τρόπο σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση. Η κλήση στο δικαστήριο με θυροκόλληση δεν λαμβάνεται υπ` όψη.
3. Για την ίδια υπόθεση μεταξύ των ίδιων αντιδίκων δεν έχει εκδοθεί, στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους στο οποίο η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί ή εκτελεσθεί, προηγούμενη απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου ή αν καμιά αγωγή δεν έχει εγερθεί προηγουμένως ενώπιον Δικαστηρίου του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους για την ίδια υπόθεση.
4. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως η υπόθεση δεν ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί ή να εκτελεσθεί.
Άρθρο 25.
1. Αποφάσεις που αφορούν υποθέσεις περιουσιακής φύσεως αναγνωρίζονται και εκτελούνται εφ` όσον έχουν εκδοθεί μετά τη θέση της παρούσας Συμβάσεως σε ισχύ.
2. Αποφάσεις που αφορούν υποθέσεις μη περιουσιακής φύσεως αναγνωρίζονται και στην περίπτωση που εκδόθηκαν πριν τεθεί σε ισχύ η παρούσα Σύμβαση.
Άρθρο 26.
Τρόπος αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αποφάσεων
1. Οι αναφερόμενες στο άρθρο 23 αποφάσεις που αφορούν υποθέσεις μη περιουσιακής φύσεως αναγνωρίζονται στο έδαφος των δύο Συμβαλλόμενων Μερών χωρίς συμπληρωματική έρευνα.
2. Τα δικαστήρια του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου πρέπει να εκτελεστούν οι αναφερόμενες στο άρθρο 23 αποφάσεις που αφορούν σε περιουσιακής φύσεως υποθέσεις, αποφασίζουν για την κήρυξη των αποφάσεων αυτών ως εκτελεστών.
3. Το όργανο από το οποίο προέρχεται η αίτηση πληροφορείται σχετικά με τη ληφθείσα απόφαση.
4. Για την κήρυξη της αποφάσεως ως εκτελεστής, το δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει αν συντρέχουν οι όροι που προβλέπονται από τα άρθρα 24, 25 και 28.
5. Ο τρόπος κηρύξεως της αποφάσεως ως εκτελεστής και ο τρόπος εκτελέσεως ρυθμίζονται από τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου πρέπει να γίνει η εκτέλεση.
Άρθρο 27
1. Η αίτηση για την κήρυξη της αποφάσεως ως εκτελεστής και η εκτέλεση καθ` εαυτή υποβάλλονται στο δικαιοδοτικό όργανο του τόπου εκδόσεως της αποφάσεως. Το όργανο αυτό διαβιβάζει την αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
2. Αν το πρόσωπο που ζητά την κήρυξη της αποφάσεως ως εκτελεστής κατοικεί ή διαμένει στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους όπου πρέπει να εκτελεσθεί η απόφαση, η αίτηση περί εκτελέσεως μπορεί να υποβληθεί απευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
2. Αν το πρόσωπο που ζητά την κήρυξη της αποφάσεως ως εκτελεστής κατοικεί ή διαμένει στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους όπου πρέπει να εκτελεσθεί η απόφαση, η αίτηση περί εκτελέσεως μπορεί να υποβληθεί απευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους.
Άρθρο 28.
Στην αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 27 επισυνάπτονται:
1. Πρωτότυπο ή επικυρωμένο αντίγραφο της αποφάσεως και έγγραφο που πιστοποιεί ότι αυτή έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και είναι εκτελεστή, εκτός εάν αυτό προκύπτει από την ίδια την απόφαση.
2. Πιστοποιητικό από το οποίο προκύπτει ότι ο εναγόμενος που ερημοδίκησε ή ο αντιπρόσωπός του εκλήθησαν εμπρόθεσμα και κατά τον προσήκοντα τρόπο, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 24.
3. Επικυρωμένη μετάφραση των εγγράφων που αναφέρονται στα εδάφια (1 και 2) και μετάφραση της αιτήσεως.
Άρθρο 29.
`Ενστάσεις του εναγόμενου.
Ο εναγόμενος μπορεί να προβάλλει στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την κήρυξη της αποφάσεως ως εκτελεστής και την εκτέλεση καθ` εαυτή, ενστάσεις κατά της εκτελέσεως και της επιδικασθείσης απαιτήσεως, εφ` όσον οι ενστάσεις αυτές προβλέπονται από τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους, δικαστήριο του οποίου εξέδωσε την απόφαση.
Άρθρο 30.
Εκτέλεση αποφάσεων σχετικά με τα δικαστικά έξοδα.
1. Αν υπήκοος που απαλλάσσεται από την καταβολή των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με το άρθρο 17, καταδικάστηκε στο έδαφος ενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων, το αντίστοιχο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους επιτρέπει την είσπραξη των εξόδων αυτών μετά από αίτηση ατελώς.
2. Πλην των δικαστικών εξόδων εισπράττονται επίσης τα έξοδα μεταφράσεως και επικυρώσεως των εγγράφων που προβλέπονται στο άρθρο 28.
Άρθρο 31.
1. Στην αίτηση για την κήρυξη της αποφάσεως ως εκτελεστής επισυνάπτονται επικυρωμένο από την αρμόδια δικαστική υπηρεσία αντίγραφο της καταδικαστικής αποφάσεως για τα έξοδα και σημείωμα ότι η απόφαση αυτή έχει ισχύ δεδικασμένου και είναι εκτελεστή.
2. Τα παραπάνω έγγραφα πρέπει να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου εκτελείται η απόφαση.
3. Το δικαστήριο που αποφαίνεται για την κήρυξη της αποφάσεως για τα έξοδα ως εκτελεστής και για την είσπραξη των δικαστικών εξόδων, ελέγχει μόνον:
1) αν η απόφαση έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και είναι εκτελεστή,
2) αν τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συνοδεύονται από επικυρωμένη μετάφραση.
4. Η απόφαση του δικαστηρίου για την κήρυξη της αποφάσεως ως εκτελεστής μπορεί να εφεσιβληθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους, δικαστήριο του οποίου εξέδωσε την απόφαση.
Άρθρο 32.
Η αίτηση για την κήρυξη της αποφάσεως για τα δικαστικά έξοδα ως εκτελεστής στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους υποβάλλεται στο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους που είναι αρμόδιο να κηρύξει την απόφαση εκτελεστή, ή στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση για τα δικαστικά έξοδα. Στην τελευταία περίπτωση το δικαστήριο διαβιβάζει την αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους μαζί με τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 31.
Άρθρο 33
1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για την εκτέλεση της αποφάσεως για τα δικαστικά έξοδα χωρίς ακρόαση των μερών.
2. Η αίτηση για αναγκαστική εκτέλεση για τα έξοδα δεν μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη για μόνο το λόγο ότι ο αιτών δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα τα σχετικά με την εκτέλεση έξοδα.
Άρθρο 34.
`Έξοδα σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων.
Κατά τον καθορισμό και την είσπραξη των σχετικών με την εκτέλεση εξόδων, εφαρμόζεται η νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου εκτελείται η απόφαση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
`Άσκηση ποινικής διώξεως.
Άρθρο 35
Υποχρέωση ασκήσεως ποινικής διώξεως.
1. Κάθε ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη ασκεί μετά από αίτηση του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους και σύμφωνα με τη νομοθεσία του, ποινική δίωξη κατά των υπηκόων του που είναι ύποπτοι για τη διάπραξη εγκλημάτων στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
2. Μηνύσεις που υποβάλλονται από θύματα εγκλημάτων σύμφωνα με τη νομοθεσία του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους στα αρμόδια όργανα του Μέρους αυτού εντός των νόμιμων προθεσμιών είναι έγκυρες και στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.
3. Πρόσωπα που υπέστησαν υλική ζημία εξ αιτίας του εγκλήματος για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση για άσκηση ποινικής διώξεως μπορούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία εφ` όσον έχουν προβάλει αξιώσεις για αποκατάσταση της ζημίας.
Άρθρο 36.
Αίτηση για άσκηση ποινικής διώξεως.
1. Η αίτηση για την άσκηση ποινικής διώξεως πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να περιλαμβάνει:
1) την ονομασία του οργάνου που υποβάλλει την αίτηση.
2) περιγραφή των πράξεων που συνιστούν το έγκλημα για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση για άσκηση ποινικής διώξεως.
3) όσο το δυνατό ακριβέστερη υπόδειξη του χρόνου και τόπου εκτελέσεως της πράξεως.
4) το ισχύον στο Συμβαλλόμενο Μέρος που υποβάλλει την αίτηση νομοθετικό κείμενο που προβλέπει το αξιόποινο της πράξεως.
5) το ονοματεπώνυμο του υπόπτου, πληροφορίες για την υπηκοότητά του, τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του και άλλες πληροφορίες για το πρόσωπό του όπως είναι και, αν είναι δυνατό, περιγραφή της εξωτερικής του εμφανίσεως, φωτογραφία και τα δακτυλικά του αποτυπώματα.
6) για τα κατ` έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, την έγκληση του παθόντος και την αγωγή αποζημιώσεως εφ` όσον συντρέχει περίπτωση.
7) τις υπάρχουσες πληροφορίες για το μέγεθος της υλικής ζημίας που προκλήθηκε από το έγκλημα.
Στην αίτηση επισυνάπτονται τα υπάρχοντα στη διάθεση του Συμβαλλόμενου Μέρους που υποβάλλει την αίτηση τεκμήρια και οι αποδείξεις κατά την παράδοση των αντικειμένων που αποτελούν τα όργανα του εγκλήματος ή που βρέθηκαν στην κατοχή του προσώπου που διέπραξε το έγκλημα εξ αιτίας αυτού θα λαμβάνονται υπ` όψη οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 49.
2. Εάν κατά την στιγμή της αποστολής της αιτήσεως για άσκηση ποινικής διώξεως ο κατηγορούμενος είναι προφυλακισμένος στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους το οποίο υπόβαλλε την αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 35 (1), αυτός μεταφέρεται στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Η έκδοση.
Άρθρο 37.
Εγκλήματα που επισύρουν έκδοση.
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη υποχρεούνται μετά από αίτηση και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως να εκδίδουν αμοιβαία πρόσωπα που βρίσκονται στο έδαφός τους για άσκηση ποινικής διώξεως ή εκτέλεση ποινής.
2. Η έκδοση πραγματοποιείται για πράξεις που, σύμφωνα με τη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλομένων Μερών αποτελούν εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας άνω του ενός έτους ή άλλη βαρύτερη ποινή. Η έκδοση για εκτέλεση ποινής πραγματοποιείται σε περίπτωση καταδίκης για τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων σε ποινή στερητική της ελευθερίας άνω των έξη μηνών ή άλλη βαρύτερη ποινή.
Άρθρο 38
`Άρνηση εκδόσεως.
`Έκδοση δεν λαμβάνει χώρα αν:
1) Το πρόσωπο για το οποίο έγινε η αίτηση εκδόσεως είναι υπήκοος του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί από το κράτος αυτό το δικαίωμα του ασύλου.
2) Η έκδοση δεν επιτρέπεται από τη νομοθεσία του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
3) Το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση διώκεται, κατά τη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλομένων Μερών, μόνο κατ` έγκληση.
4) Κατά τη στιγμή της λήψεως της αιτήσεως η ποινική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση, ή η απόφαση δεν μπορεί να εκτελεστεί λόγω παραγραφής ή για άλλη νόμιμη αιτία.
5) Στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση και για το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση έχει εκδοθεί και έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου απόφαση για το ίδιο ακριβώς έγκλημα, ή έχει παύσει η ποινική δίωξη.
6) Το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση έχει εκτελεστεί στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
Άρθρο 39.
Αναβολή εκδόσεως.
Αν το πρόσωπο στο οποίο αφορά η αίτηση εκδόσεως διώκεται ποινικά ή εκτίει ποινή για άλλο έγκλημα που διέπραξε στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, η έκδοση μπορεί να αναβληθεί μέχρι τον τερματισμό της ποινικής διώξεως, την έκτιση της ποινής ή την αποφυλάκισή του για οποιαδήποτε νόμιμη αιτία.
Άρθρο 40.
Προσωρινή έκδοση.
Αν λόγω της αναβολής της εκδόσεως που προβλέπεται από το άρθρο 39, υπάρχει κίνδυνος παραγραφής της ποινικής διώξεως ή σοβαρών δυσκολιών στο ανακριτικό έργο, μπορεί, μετά από αιτιολογημένη αίτηση, να λάβει χώρα προσωρινή έκδοση, υπό τον όρο ότι το εκδοθέν πρόσωπο θα επαναποσταλεί αμέσως μετά το τέλος της ποινικής διαδικασίας για την οποία εκδόθηκε και όχι αργότερα από τρεις μήνες από την ημέρα εκδόσεως.
Άρθρο 41.
`Όρια ποινικής διώξεως του εκδοθέντος προσώπου.
1. Χωρίς τη συναίνεση του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, το πρόσωπο που εκδόθηκε δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής διώξεως ή εκτελέσεως ποινής που επιβλήθηκε για έγκλημα άλλο από εκείνο για το οποίο εκχώρησε η έκδοση.
2. Το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί επίσης να εκδοθεί σε τρίτο κράτος χωρίς τη συναίνεση του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
3. Δεν απαιτείται η συναίνεση του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση αν το πρόσωπο που εκδόθηκε δεν εγκατέλειψε μέσα σε διάστημα ενός μηνός μετά τον τερματισμό της ποινικής διώξεως, την έκτιση της ποινής ή την αποφυλάκισή του για οποιαδήποτε νόμιμη αιτία, το έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση ή αν το πρόσωπο αυτό επέστρεψε εκεί με τη θέλησή του μετά τη φυγή του. Στο διάστημα αυτό δεν υπολογίζεται ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου το πρόσωπο που εκδόθηκε δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του.
Άρθρο 42.
Αίτηση εκδόσεως.
1. Η αίτηση εκδόσεως πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να περιλαμβάνει:
1) την ονομασία του οργάνου από το οποίο προέρχεται η αίτηση.
2) το κείμενο του νόμου του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση, που χαρακτηρίζει την πράξη ως έγκλημα.
3) το ονοματεπώνυμο του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση, πληροφορίες για την υπηκοότητά του, τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του και άλλες πληροφορίες για το πρόσωπό του όπως και, αν είναι δυνατό, περιγραφή της εξωτερικής του εμφανίσεως, φωτογραφία και τα δακτυλικά του αποτυπώματα.
4) Εκτίμηση του μεγέθους της ζημίας, εφ` όσον το έγκλημα προκάλεσε υλική ζημία.
2. Στην αίτηση εκδόσεως για άσκηση ποινικής διώξεως επισυνάπτεται κυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής αποφάσεως που διατάσσει προσωρινή κράτηση και περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την εγκληματική πράξη.
Στην αίτηση εκδόσεως για εκτέλεση αποφάσεως επισυνάπτεται κυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής αποφάσεως και σημείωμα ότι αυτή απέκτησε ισχύ δεδικασμένου καθώς και το κείμενο της ποινικής διατάξεως βάσει της οποίας καταδικάστηκε ο εκζητούμενος. Αν το πρόσωπο αυτό έχει ήδη εκτίσει μέρος της ποινής, δίδονται σχετικά στοιχεία.
3. Το Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο προέρχεται η αίτηση δεν υποχρεούται να επισυνάψει στην αίτηση εκδόσεως τις αποδείξεις ενοχής του εκζητούμενου.
Άρθρο 43.
Σύλληψη με το σκοπό εκδόσεως.
Μόλις λάβει την αίτηση εκδόσεως, το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση παίρνει αμέσως μέτρα για τη σύλληψη του προσώπου για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση εκδόσεως εκτός από τις περιπτώσεις που δεν επιτρέπεται έκδοση σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως.
Άρθρο 44.
Συμπληρωματικές πληροφορίες.
1. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να απαιτήσει συμπληρωματικές πληροφορίες αν η αίτηση εκδόσεως δεν περιλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 42. Το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος οφείλει να απαντήσει σχετικά σε χρονικό διάστημα όχι ανώτερο των δύο μηνών. Το διάστημα αυτό μπορεί να παραταθεί κατά 15 ημέρες για σοβαρούς λόγους.
2. Αν το Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο προέρχεται η αίτηση δεν δώσει μέσα στην καθορισμένη προθεσμία συμπληρωματικές πληροφορίες, το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να απολύσει το πρόσωπο που είχε συλληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 43.
Άρθρο 45.
Κράτηση μέχρι τη λήψη της αιτήσεως εκδόσεως.
1. Σε επείγουσες περιπτώσεις το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί μετά από αίτηση του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση, να συλλάβει τον εκζητούμενο και πριν από τη λήψη της αιτήσεως εκδόσεως σύμφωνα με το άρθρο 42. Στην αίτηση πρέπει να αναφέρεται το γεγονός ότι έχει εκδοθεί ένταλμα συλλήψεως ή καταδικαστική απόφαση με ισχύ δεδικασμένου κατά του προσώπου για το οποίο πρόκειται καθώς και το ότι η αίτηση εκδόσεως θα αποσταλεί αμέσως.
Η αίτηση μπορεί να μεταβιβαστεί ταχυδρομικώς τηλεγραφικώς ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο μεταβιβάσεως του περιεχομένου της γραπτώς.
2. Το πρόσωπο αυτό μπορεί να συλληφθεί και χωρίς την αίτηση που προβλέπει η παράγραφος 1 αν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό εκτέλεσε στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους έγκλημα που επισύρει έκδοση.
3. Για τη σύλληψη σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 ή για τους λόγους για τους οποίους η προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 αίτηση δεν ικανοποιήθηκε ειδοποιείται αμέσως το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος.
4. Το πρόσωπο που συνελήφθη σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 μπορεί να αφεθεί ελεύθερο αν σε διάστημα ενός μηνός από την ημέρα λήψεως της ειδοποιήσεως για τη σύλληψη δεν ληφθεί η αίτηση εκδόσεως από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος.
Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά 15 ημέρες μετά από αίτηση του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση.
Άρθρο 46.
`Έκδοση.
1. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση γνωστοποιεί στο Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο προέρχεται η αίτηση την απόφασή του σχετικά με την έκδοση, καθώς και τον τόπο και χρόνο της εκδόσεως.
2. Σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως εκδόσεως, οι λόγοι της αποφάσεως αυτής ανακοινώνονται στο Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο προέρχεται η αίτηση.
3. Εάν το Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο προέρχεται η αίτηση δεν παραλάβει το εκζητούμενο πρόσωπο εντός 15 ημερών από την καθορισμένη ημερομηνία εκδόσεως, η κράτηση μπορεί να αρθεί και το πρόσωπο να αφεθεί ελεύθερο. Μετά από αίτηση του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση, η προθεσμία αυτή είναι δυνατό να παραταθεί για 15 το πολύ ημέρες.
Άρθρο 47.
Επανέκδοση.
Εάν το πρόσωπο που εκδόθηκε αποφύγει την ποινική δίωξη ή την έκταση της ποινής και επιστρέψει στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, το πρόσωπο αυτό μπορεί να επανεκδοθεί μετά από αίτηση του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση. Στην περίπτωση αυτή δεν χρειάζεται να επισυναφθούν τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 42.
Άρθρο 48.
Συρροή αιτήσεων εκδόσεως.
Αν πολλά κράτη ζητούν την έκδοση του ίδιου προσώπου, το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση αποφασίζει ποια αίτηση θα προτιμηθεί.
Άρθρο 49.
Μεταβίβαση αντικειμένων.
1. Το Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο ζητήθηκε η έκδοση, παραδίδει στο Συμβαλλόμενο Μέρος που ζήτησε την έκδοση τα αντικείμενα που αποτελούν όργανα του εγκλήματος για το οποίο εκχώρησε η έκδοση κατά το άρθρο 37, καθώς και τα αντικείμενα που φέρουν ίχνη του εγκλήματος ή αποκτήθηκαν με εγκληματικό τρόπο. Τα αντικείμενα αυτά μεταβιβάζονται μετά από αίτηση ακόμα και στην περίπτωση που η έκδοση δεν μπορεί να λάβει χώρα λόγω θανάτου του εκζητούμενου προσώπου ή άλλης αιτίας.
2. Το Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να αναλάβει την παράδοση των αντικειμένων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 εάν είναι απαραίτητα για τους σκοπούς άλλης ποινικής διαδικασίας.
3. Τα δικαιώματα τρίτων προσώπων πάνω στα αντικείμενα που μεταβιβάστηκαν στο Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο προέρχεται η αίτηση παραμένουν άθικτα. Μετά τη λήξη της ποινικής διαδικασίας, τα αντικείμενα αυτά επιστρέφονται στο Συμβαλλόμενο Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση και το οποίο τα μεταβίβασε.
Άρθρο 50.
Διέλευση.
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος επιτρέπει, μετά από αίτηση του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, τη διέλευση από το έδαφός του προσώπων που εκδόθηκαν από τρίτο κράτος στο άλλο αυτό Συμβαλλόμενο Μέρος. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη δεν είναι υποχρεωμένα να επιτρέψουν τη διέλευση από το έδαφός τους αν δεν υπάρχει υποχρέωση εκδόσεως σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως.
2. Η αίτηση για παροχή αδείας διελεύσεως διατυπώνεται και υποβάλλεται όπως ακριβώς και η αίτηση εκδόσεως.
3. Τα αρμόδια όργανα των Συμβαλλομένων Μερών θα συνεννοούνται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για τον τρόπο το δρομολόγιο και τις λοιπές συνθήκες πραγματοποιήσεως της διελεύσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII.
ΠΑΡΟΧΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Άρθρο 51.
Ανταλλαγή πληροφοριών.
Τα Υπουργεία Δικαιοσύνης των Συμβαλλομένων Μερών παρέχουν αμοιβαία μετά από αίτηση πληροφορίες για την ισχύουσα ή ισχύσασα στο παρελθόν νομοθεσία ή δικαστική πρακτική σχετικά με νομικά ζητήματα που ανακύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως.
Άρθρο 52.
Πληροφορίες σχετικά με ποινικές αποφάσεις.
Τα Συμβαλλόμενα μέρη ανακοινώνουν αμοιβαία κάθε χρόνο πληροφορίες για ποινικές αποφάσεις με ισχύ δεδικασμένου που εκδόθηκαν από τα δικαστήρια του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους κατά υπηκόων του άλλου Μέρους.
Άρθρο 53.
Πληροφορίες σχετικά με το ποινικό μητρώο.
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη παρέχουν αμοιβαία μετά από αίτηση πληροφορίες για το ποινικό μητρώο προσώπων που διώκονται ποινικά στο έδαφός του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση.
Άρθρο 54.
Πληροφορίες για τα αποτελέσματα ποινικής διώξεως.
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη παρέχουν αμοιβαία πληροφορίες για τα αποτελέσματα της ποινικής διώξεως κατά του προσώπου για το οποίο απευθύνεται η αίτηση ασκήσεως ποινικής διώξεως καθώς και του προσώπου που εκδόθηκε. Μετά από αίτηση αποστέλλεται αντίγραφο της αποφάσεως που απόκτησε ισχύ δεδικασμένου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII.
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 55.
Η παρούσα Σύμβαση θα επικυρωθεί και θα τεθεί σε ισχύ την τριακοστή ημέρα από την ημερομηνία ανταλλαγής των εγγράφων επικυρώσεως που θα λάβει χώρα στη Μόσχα.
Άρθρο 56.
1. Η παρούσα Σύμβαση θα έχει πενταετή διάρκεια από την ημερομηνία θεάσεώς της σε ισχύ.
2. Η παρούσα Σύμβαση θα ισχύει και για τις επόμενες πενταετείς περιόδους εκτός εάν καταγγελθεί με Ρηματική Διακοίνωση από το ένα ή το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος έξι μήνες προ της λήξεως της τρέχουσας πενταετούς περιόδου.
Σε πίστωση των ανωτέρω, οι πληρεξούσιοι των Συμβαλλόμενων Μερών υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση και έθεσαν τις σφραγίδες τους.
`Έγινε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 1981 σε δύο αντίτυπα στην Ελληνική και Ρωσσική γλώσσα, που και τα δύο έχουν την ίδια ισχύ.
Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.
Αθήναι, 23 Μαρτίου 1982
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ