Νόμος 1240 ΦΕΚ Α΄ 36/29.3.1982
Περί υφ` όρον Παραγραφής και παύσεως της διώξεως ωρισμένων αξιόποινων πράξεων και υφ` όρον απολύσεως κρατουμένων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον.
Άρθρο 1
Παραγραφή και παύση ποινικής δίωξης
1. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 21 Δεκεμβρίου 1981 με εξαίρεση τις πράξεις που αναφέρονται στην παρ 6: α) των πταισμάτων και β) υφ` όρον των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλακίσεως μέχρι ένα έτος η χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές στην περίπτωση αυτή αν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος η πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των δύο μηνών η σε χρηματική ποινή ανώτερη των σαράντα χιλιάδων δραχμών συνεχίζεται κατ` αυτού η παυθείσα ποινική δίωξη.
2. Παραγράφεται επίσης το αξιόποινο και παύει υφ` όρον η δίωξη των αξιόποινων πράξεων που έχουν τελεσθει δια του τύπου μέχρι 21 Δεκεμβρίου 1981 ανεξαρτήτως του ύψους της απειλουμένης ποινής. Στις περιπτώσεις αυτές εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δεκαοκτώ μήνες από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο δια του τύπου αξιόποινη πράξη και καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε για την πράξη αυτή σε στερητική της ελευθερίας ποινή πάνω από τρείς μήνες συνεχίζεται κατ` αυτού και η παυθείσα ποινική δίωξη.
3. Στις περιπτώσεις των παρ. 1 στοιχ. β` και παρ. 2 δεν υπολογίζεται στον, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξεως ο ενδιάμεσος χρόνος από της παύσεως της διώξεως αυτής μέχρι της αμετάκλητης καταδίκης για τη νέα πράξη.
4. Οι δικογραφίες που αφορούν τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους εγκλήματα τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμοδίου εισαγγελέα ή δημοσίου κατήγορου. Για την τύχη των πειστηρίων, επί μεν πλημμελημάτων αποφαίνεται αμετάκλητα το συμβούλιο πλημμελειοδικών, επί πταισμάτων δε ο αρμόδιος πταισματοδίκης.
5. Οι, σύμφωνα με το αστικό δίκαιο, συνέπειας των πράξεων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 δεν θίγονται από την προβλεπόμενη παραγραφή και παύση της δίωξής τους.
6. Της κατά την παρ. 1 παύσεως της ποινικής δίωξης εξαιρούνται οι παραβάσεις : α) του Ν.Δ. 3424/1955 “περί αγοραστών των αγροτικών προϊόντων “, ως τούτο ισχύει, β) του άρθρου 358 του Ποινικού Κώδικα γ) του Ν. 690/1945 “περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως του Α.Ν. 28/1944 “περί εξουσιοδοτήσεως των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, όπως προβαίνουν εις καθορισμόν μισθών και ημερομισθίων”, δ) του άρθρου 377 του Ποινικού Κώδικα δια τας περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση, ε) των άρθρων 1,9 και 16 του Ν. 2387/1920 ως ετροποποιήθη μεταγενέστερα, περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και στ) του Α.Ν. 86/1967, για τις οποίες ισχύει η ρύθμιση του άρθρου 3 του νόμου “περί διακανονισμού εξοφλήσεως οφειλών από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές προς Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως αρμοδιότητας Υπουργείου Κοιν. Υπηρεσιών.”.
7. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η ποινική δίωξη του αδικήματος της λιποταξίας, εφ` όσον ήταν αποτέλεσμα αντιθέσεως προς το πραξικόπημα της 21 ης Απριλίου 1967.
Άρθρο 2
Μη εκτέλεση καταδικαστικών αποφάσεων λόγω υφ` όρον παραγραφής καταγνωσθεισών ποινών.
1. Επιβληθείσες ποινές με αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι της δημοσίευσης του παρόντος που αφορούν πράξεις αναφερόμενες στις παρ 1 κα 2 του Άρθρου 1 αλλά τελεσθείσες μέχρι 21 Δεκεμβρίου 1981, εφ` όσον δεν έχουν οπωσδήποτε εκτιθεί μέχρι της δημοσιεύσεως του νόμου τούτου παραγράφονται και δεν εκτελούνται υπό τον όρον ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσε μέσα σε δεκαοκτώ μήνες από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο προερχόμενη αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθέρας ανώτερη των έξη μηνών. Επιβληθείσες παρεπόμενες ποινές στέρησης της ατέλειας δημοσιογραφικού χάρτου για αξιόποινες πράξεις δια του τύπου τελεσθείσες παραγράφονται και δεν εκτελούνται υπό τους αμέσως ανωτέρω όρους. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και την μη έκτιθεισαν, μη υπολογιζομένου στον χρόνο παραγραφής της μη έκτιθεσης ποινής, κατά τις γενικές διατάξεις του ενδιάμεσου χρονικού διαστήματος από της δημοσιεύσεως του νόμου τούτου μέχρι της καταδίκης για τη νέα πράξη.
2. Αι μη εκτελεσθείσαι κατά την παρ 1. αποφάσεις τίθενται στο αρχείο δια πράξεως του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατήγορου, κατά περίπτωσιν.
3. Επι συρρεόντων εγκλημάτων για την εφαρμογή της παραγράφου 1 λαμβάνεται υπ` όψη η ποινή που επιβλήθηκε για καθένα απ` αυτά έστω και αν η συνολική ποινή που επιβλήθηκε μετά από συνεπιμέτρηση ή επαύξηση είναι ανώτερη του έτους
4.Σε περίπτωση επιμετρήσεως η συνεπιμετρήσεως ποινών στερητικών της ελευθερίας επιβληθεσών ή επιβαλλομένων δια μιας η περισσοτέρων αποφάσεων που έχουν μετατραπεί σε χρηματικές ποινές, ή τυχόν καθοριζομένη συνολική ποινή και όταν υπερβαίνει το έτος ακόμη και αν υπάρχουν αμετάτρεπτες ποινές, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή εφ` όσον η ποινή – βάση έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή. Η μετατροπή της συνολικής ποινής γίνεται σύμφωνα με τους όρους της ποινής – βάσης.
Άρθρο 3
Υφ` όρον απόλυση κρατουμένων.
1.Κρατούμενοι που εκτίουν κατά την δημοσίευση του νόμου τούτου ποινή στερητική της ελευθερίας, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. 4, απολύονται υφ` όρον και άνευ συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, κατά τις εξής διακρίσεις:
α) Οι εκτίονες ποινή που παραγράφεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου τούτου.
β) Οι εκτίονες ποινή φυλακίσεως, εφ` όσον έχουν εκτίσει το ήμισυ της ποινής τους.
γ) Οι εκτίονες ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών, εφ` όσον έχουν εκτίσει τα τρία τέταρτα της ποινής τους.
δ) Οι εκτίονες ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα πέντε, εφ` όσον έχουν εκτίσει τα τέσσαρα πέμπτα της ποινής τους.
2. Οι κρατούμενοι που έχουν εκτίσει κατά την δημοσίευση του νόμου τούτου τον χρόνο της ποινής τους που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο απολύονται, υφ` όρον των φυλακών με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.
3. Εκείνοι που θα τύχουν της υφ` όρον απολύσεως, εάν υποπέσουν μέσα σε μια διετία από την δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέο από δόλο προερχόμενο έγκλημα και καταδικαστούν αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξη μηνών, εκτίουν αθροιστικά μετά την έκτιση της νέας ποινής, ως πρόσθετη κύρωση και τον χρόνο για τον οποίο έτυχαν υφ` όρον απολύσεως.
4.Εξαιρούνται της υφ` ορον απολύσεως σύμφωνα με την παρ. 1 οι κρατούμενοι που εκτίουν ποινές για παράβαση:
α) των νόμων περί προστασίας του εθνικού νομίσματος.
β) του Άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα, ως τούτο ισχύει, εξαιρέσει των εγκλημάτων δια του τύπου,
γ) των νόμων περί ναρκωτικών,
δ) των νόμων περί διώξεως της ληστείας και εκβιάσεως εις βαθμόν κακουργήματος,
ε) των διατάξεων περί τιμωρίας της κλοπής, ζωοκλοπής, απάτης και πλαστογραφίας,
στ) του Ν.Δ. 3424/1955 “περί αγοραστών των αγροτικών προϊόντων”, ως τούτο ισχύει,
ζ) του άρθρου 358 του Ποινικού Κώδικα,
η) του Νόμου 690/1945 “περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως του Α.Ν 28/1944 περί εξουσιοδοτήσεως των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, όπως προβαίνουν εις καθορισμόν μισθών και ημερομισθίων”
θ) του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 περι επιταγής”, ως τούτο αντικατεστάθη υπό του Ν.Δ. 1325/1972, των διατάξεων περί βιασμού και
ια) των διατάξεων του Α.Ν 86/1967. Για τους κρατούμενους της κατηγορίας αυτής ισχύουν οι διατάξεις του Άρθρου 3 του νόμου “περί διακανονισμού εξοφλήσεως οφειλών από καθυστερούμενες εισφορές προς Οργανισμούς κοινωνικής Ασφαλίσεως αρμοδιότητας Υπουργείου Κοιν. Υπηρεσιών”.
` Ομοιως εξαιρούνται της υφ `όρον απολύσεως και οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Συνεταιρισμών ή Συνεταιριστικών Οργανώσεων, εφ` όσον έχουν καταδικαστεί για αδικήματα που έχουν σχέση με την υπηρεσία τους.
Άρθρο 4
1. Η κατά το προηγούμενο άρθρο απόλυση ανακοινούται υποχρεωτικά αμέσως υπό των αρμόδιων εισαγγελέων και διευθυνόντων τις φυλακές στις αρμόδιες υπηρεσίες στις οποίες τηρείται το ποινικό μητρώο των απολυομένων, για την αναγραφή της μεταβολής στα οικεία ατομικά δελτία.
2. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης θα ρυθμιστούν οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων των παρ 1 και 2 του Άρθρου 1 του νόμου τούτου.
3. Κάθε αμφισβήτηση στην εφαρμογή του νόμου τούτου λύνεται από το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών του τόπου της συλλήψεως ή κρατήσεως του κρατούμενου.
Άρθρο 5
Ο εμπίπτοντες στις διατάξεις του Άρθρου 3 του νόμου τούτου δεν υπόκεινται σε προσωρινή κράτηση για την είσπραξη προστίμων, χρηματικών ποινών, δικαστικών εξόδων και τελών που έχουν επιβληθεί με τις αντίστοιχες δικαστικές αποφάσεις. Αξιώσεις του Δημοσίου για επιβληθέντα δικαστικά έξοδα και τέλη, δεν παραγράφονται και εισπράττονται κατά τας διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων
Άρθρο 6
Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται για αδικήματα που συνδέονται άμεσα η έμμεσα α) με την κατάλυση των λοιπών ελευθεριών στο χρονικό διάστημα από 21 Απριλίου 1967 ως 24 Ιουλίου 1974. β) με το πραξικόπημα στην Κύπρο και γ) με την απόπειρα κατάλυσης των λαϊκών ελευθεριών που αποκαλύφθηκε το Φεβρουάριο 1975.
Άρθρο 7
Στο άρθρο 291 Κ.Π.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 1128/1981, προστίθεται παράγραφος 3, ως εξής.
“3. Δια το τύποις παραδεκτόν της αιτήσεως δεν απαιτείται η υποβολή του αιτούντος εις προηγουμένην εκτέλεσιν του βουλεύματος ή της αποφάσεως”.
Άρθρο 8
Η ισχύς του νόμου τούτου αρχίζει από την ημέρα που θα δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.
Αθήναι, 18 Μαρτίου 1982
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ