Νόμος 1205 ΦΕΚ Α΄249/10.9.1981
Περί χορηγίας Δημάρχων και Προέδρων Κοινοτήτων, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας των υπαλλήλων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και άλλων τινών διατάξεων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

Άρθρον 1
1. Εις το άρθρον 1 τον Νόμου 91/1943 “περί κωδικοποιήσεως ποσών των περί χορηγίας εις τους διατελέσαντας Δημάρχους ισχυουσών διατάξεων και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως αυτών”, ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, προστίθεται παράγραφος 9 έχουσα ούτως:
“9. Η προγενεστέρα υπηρεσία Δημάρχου ως Προέδρου Κοινότητος συνυπολογίζεται τούτο δια την θεμελίωσιν όσον και δια τον καθορισμόν του ποσού της χορηγίας”.

Άρθρον 2

1. Η παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν. 91/1943, ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Εν πάση περιπτώσει το ποσόν της χορηγίας δεν δύναται να είναι έλασσον του εκάστοτε κατωτάτου ορίου συντάξεως των υπαλλήλων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ουδέ ανώτερον του βασικού μισθού των υπαλλήλων επί βαθμώ 2ω της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, προσηυξημένον, κατά ποσοστόν τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40 %)”.

2. Το άρθρον 6 του Ν. 91/1943, ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
” Άρθρον 6.
1. Η χορηγία δεν καταβάλλεται εις ήν περίπτωσιν ο δικαιούχος λαμβάνει σύνταξιν ή χορηγίαν ή αποδοχάς εν γένει εκ του Δημοσίου Ταμείου ή Ταμείου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, ων το ποσόν, μεμονωμένως ή αθροιστικώς, εφ` όσον συντρέχει περίπτωσις, λαμβανόμενον υπερβαίνει τον εκάστοτε βασικόν μισθόν των υπαλλήλων επί βαθμώ 2ω της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας μεθ` ολοκλήρου του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας.
Εαν το ποσόν συντάξεως ή χορηγίας είναι έλασσον του ποσού τούτου, ο δικαιούχος λαμβάνει ολόκληρον την χορηγίαν εάν αύτη, ομού μετά του εκ της συντάξεως ή χορηγίας ποσού, δεν υπερβαίνη το κατά τα ανωτέρω ποσόν, άλλως λαμβάνει την διαφοράν μέχρι συμπληρώσεως του εν λόγω ποσού.
Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δεν έχουν εφαρμογήν, εάν ο δικαιούχος της χορηγίας λαμβάνη πολεμικήν ή προσωπικήν σύνταξιν ή σύνταξιν εκ νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφ` όσον αύτη δεν εχορηγήθη δια παρασχεθείσαν εις τούτο έμμισθον ύπηρεσίαν.
2. Δια την εφαρμογήν της προηγουμένης παραγράφου ο δικαιούχος της χορηγίας δέον όπως υποβάλη κατά την πρώτην εκτέλεσιν της περί απονομής ή αυξήσεως της χορηγίας αποφάσεως σχετικήν υπεύθυνον δήλωσιν, εφ` όσον δεν λαμβάνει ετέραν σύνταξιν ή χορηγίαν, ή, εφ` όσον λαμβάνει, βεβαίωσιν της αρμοδίας υπηρεσίας περί τον ύψους της συντάξεως ή χορηγίας. Την αυτήν υποχρέωσιν υπέχει εφ` εξής κατά τον πρώτον μήνα εκάστου οίκονομικού έτους”.

3. Η παρ. 1. του άρθρου 11 του Ν. 91/1943 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Προς αντιμετώπισιν των εκ της εφαρμογής του παρόντος νόμου δαπανών των Δήμων επιβάλλεται υπέρ τούτων κράτησις 10 % επί των εξόδων παραστάσεως των Δημάρχων”.

4. Η διάταξις της περιπτώσεως δ` της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4169/1961 “περί Γεωργικών Κοινωνικών Ασφαλίσεων” δεν έχει εφαρμογήν προκειμένου περί των λαμβανόντων χορηγίαν δημάρχου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Χορηγία Προέδρων Κοινοτήτων

Άρθρον 3

1. Οι από 1ης Ιανουαρίου 1925 διατελέσαντες ή εφ` εξής διατελούντες Πρόεδροι Κοινοτήτων, έχοντες οκταετή πραγματικήν υπηρεσίαν Προέδρου Κοινότητος, απιομακρυνόμενοι οπωσδήποτε της υπηρεσίας, δικαιούνται ισοβίως μηνιαίας χορηγίας. Δεν αναγνωρίζεται τόσον δια την θεμελίωσιν του δικαιώματος επί της χορηγίας, όσον και δια την επαύξησιν τσυ ποσού ταύτης, ο χρόνος υπηρεσίας μέχρι 11.10.1944 δια τους μέχρι της ημερομηνίας ταύτης διατελέσαντας Προέδρους Κοινοτήτων, εξαιρέσει των εκλεγέντων κατά τας προ της ανωτέρω ημερομηνίας δημοτικάς και κοινοτικάς εκλογάς και μόνον δια το μέχρι λήξεως του χρόνου της οικείας δημοτικής ή κοινοτικής περιόδου χρονικόν διάστημα.

2. Το ποσόν της μηνιαίας χορηγίας συνίσταται εις τόσα εικοστά πέμπτα των εκάστοτε καταβαλλομένων μηνιαίως εξόδων παραστάσεως εις τον εν ενεργεία Πρόεδρον της οικείας κοινότητος όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας του Προέδρου.

3. Το κατά συγκεφαλαίωσιν των ετών υπηρεσίας έλαττον των 12 μηνών διάστημα λογίζεται πλήρες έτος αν είναι τουλάχιστον ίσον προς 6 μήνας.

Άρθρον 4

1. Ο κανονισμός της, περι ης το προηγούμενον άρθρον, χορηγίας ενεργείται παρά της Υπηρεσίας Συντάξεων και Υπουργείου Οικονομικών (Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους) εφαρμαζομένων σχετικώς των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του Α.Ν. 599/1968 “περί της διαδικασίας κανονισμού των συντάξεων του Δημοσίου”, ο δε Υπουργός των Εσωτερικών απονέμει τας ως άνω κανονιζομένας χορηγίας και εκδίδει τα σχετικά διπλώματα.

2. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον κανονιζομέναι χορηγίαι αναπροσαρμόζονται κατ` έτος υπό του Κλάδου Συντάξεων Κοινοτικών Υπαλλήλων, ο οποίος μετονομάζεται δια του παρόντος εις “Ταμείον Συντάξεων Κοινοτικών Υπαλλήλων” επί τη βάσει των εκάστοτε καταβαλλομένων εις τον εν ενεργεία πρόεδρον της οικείας κοινότητος εξόδων παραστάσεως.

3. Οπου εν τη κειμένη νομοθεσία αναφέρεται ο τίτλος “Κλάδος Συντάξεων Κοινοτικών Υπαλλήλων” νοείται “Ταμείον Συντάξεων Κοινοτικών Υπαλλήλων”.

Άρθρον 5

1. Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την έναρξη καταβολής της χορηγίας δημάρχων εφαρμόζονται και για την καταβολή της χορηγίας προέδρων κοινοτήτων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 1518/1985 (Α 30).

2. Η χορηγία καταβάλλεται από το ως άνω Ταμείου την πρώτην εκάστου μηνός.

Άρθρον 6

1. Αι διατάξεις : α) των άρθρων 2, 7, 8, 10 και 18 του Νόμου 91/1943, β) του άρθρου 21 τον Νόμον 4505/1986 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί συντάξεων των υπαλλήλων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και περί χορηγίας Δημάρχων και άλλων τινών διατάξεων”, γ) της παρ. 3 τον άρθρου 8 τον Ν.Δ. 1827/1942 “περί συντάξεως των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων”, ως αύται ετροποποιήθησαν και συνεπληρώθησαν μεταγενεστέρως και δ)των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 1 και της παρ. 1 του άρθρου 2 τον Νόμου 293/1976 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί χορηγίας δημάρχων διατάξεων”, ισχύουν αναλόγως και επί της χορηγίας των Προέδρων Κοινοτήτων.

2. Ωσαύτως, αι περί καταβολής χορηγίας δημάρχου εις δικαιούχον, όστις λαμβάνει σύνταξιν ή χορηγίαν ή αποδοχάς εν γένει εκ του δημοσίου ταμείου ή ταμείου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, διατάξεις, ως και αι τοιαύται περί ανωτάτου και κατωτάτου οριού του ποσού της χορηγίας δημάρχου, έχουν ανάλογον εφαρμογήν και έπι της χορηγίας προέδρων κοινοτήτων.
Ομοίως έχει εφαρμογήν και η διάταξις της παρ. 4 του άρθρου 2 του παρόντου νόμου.

Άρθρον 7

1. Κάθε αίτηση, που αφορά την αναγνώριση δικαιώματος απόληψης της κατά τα προηγούμενα άρθρα του παρόντος νόμου χορηγίας προέδρου κοινότητας ή την αύξησή της, υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο μετά τη γέννηση του δικαιώματος.
Για όσους έχουν εξέλθει από την υπηρεσία, καθώς και για τις οικογένειες αυτών, που έχουν πεθάνει μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η πληρωμή της χορηγίας αρχίζει από την πρώτη του επόμενου από την υποβολή της αίτησης μήνα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 24 παρ. 8 του Ν. 1694/1987 (Α 35).

2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον αίτησις, συνοδευομένη υπό αποδεικτικών του σχετικού δικαιώματος εγγράφων, υποβάλλεται εις την οικείαν κοινότητα, ήτις μέσω της Νομαρχίας υποβάλλει τούτην είς το Υπουργείον Εσωτερικών.

Άρθρον 8

1. Προς αντιμετώπισιν της εκ της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 3 έως και 7 του παρόντος νόμου δημιουργουμένης εις βάρος του Ταμείου Συντάξεων Κοινοτικών Υπαλλήλων δαπάνης επιβάλλεται υπέρ του Ταμείου τούτου κράτησις 10 % επί των εξόδων παραστάσεως των εν ενεργεία προέδρων.
Η επί πλέον δαπάνη θα καλύπτεται εκ του Κρατικού Προϋπολογισμού.

2. Το δια την κάλυψιν του ελλείμματος διατιθέμενον εκ του Κρατικού Προϋπολογισμού ποσόν καθορίζεται κατ` έτος δι` αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, κατόπιν ητιολογημένης προτάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Συντάξεων Κοινοτικών Υπαλλήλων λαμβανομένης προ της ενάρξεως του οικονομικού έτους και καταβάλλεται εις το Ταμείον τούτο κατά δωδεκατημόρια την πρώτην εκάστου μηνός κατατιθέμενον εις τον παρά τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος λογαριασμόν υπό τίτλον “Λογαριασμός Συντάξεων Κοινοτικών Υπαλλήλων”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Συντάξεις Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων.

Άρθρον 9

1. Εις την περίπτωσιν α` της παραγρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1974/1952 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των ισχυουσών διατάξεων περί απονομής συντάξεως εις τους υπαλλήλους των Δήμων, Κοινοτήτων κλπ.”, ως ετροποποιήθη δια του άρθρου 3 του Ν.Δ. 3913/1958 “περί τροποποιήσεως των περί ορίου ήλικιας διατάξεως των υπαλλήλων, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως συνταξιοδοτικών τινών διατάξεων και άλλων τινών διατάξεων”, προστίθεται τρίτον εδάφιον, έχον, ως ακολούθως:
“Επι υπαλλήλων παντελώς τυφλών, αρκεί δεκαπενταετής πλήρης πραγματική συντάξιμος υπηρεσία”.

2. Το τρίτον εδάφιον της περιπτώσεως στ` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 τον Ν. 1974/1952 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Εν ουδεμιά περιπτώσει δύνανται να θεωρηθούν ως προελθόντα εξ αιτίας της υπηρεσίας χρόνια νοσήματα, άτινα εξεδηλώθησαν εντός τριών ετών από του διορισμού του υπαλλήλου ως τακτικού, συνυπολογιζομένης και της ως συνταξίμου αναγνωριζομένης προϋπηρεσίας εις θέσιν εκτάκτου ή επί συμβάσει, εφ` όσον αύτη είναι συνεχής και αμέσως προηγουμένη της του τακτικού”.

Άρθρον 10

1. Το δεύτερον εδάφιον της περιπτώσεως α` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 1974/1952 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Η χήρα δικαιούται εις σύνταξιν αν από του γάμου συμπληρωθή ενός έτονς πραγματική συντάξιμος υπηρεσία του συζύγου της ή αν ο γάμος ετελέσθη δύο τουλάχιστον. Πλήρη έτη προ του θανάτου τον συζύγου της. Εαν όμως εγεννήθη τέκνον, η χήρα δικαιούται εις σύνταξιν και μη συντρεχόντων των όρων τούτων”. 2. Εις το άρθρον 2 τον Ν. 1974/1952 ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, προστίθεται παρ. 3, έχουσα ως ακολούθως:
“3. Ο επιζών σύζυγος θανούσης θήλεος υπαλλήλου, υπαγομένης εις τας περί συντάξεως των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων διατάξεις, ή συνταξιούχου τοιαύτης υπαλλήλου, δικαιούται συντάξεως, υπό τους όρους και τας προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφ` όσον κατά τον χρόνον του θανάτου της συζύγου του ήτο άπορος και άνικανος προς άσκησιν οιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστόν άνω του 65 % της τοιαύτης ανικανότητος αποδεικνυομένης δια γνωματεύσεως της Α.Σ.Υ. Επιτροπής”.

3. Οπου εν τη κειμένη νομοθεσία περί συντάξεως των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων αναγράφεται δια την απόκτησιν ή απώλειαν ή αναστολήν του δικαιώματος συντάξεως, ή δια τον υπολογισμόν ταύτης η λέξις “χήρα” εφεξής νοείται και ο εν τη προηγουμένη παραγράφω εν χηρεία τελών.

Άρθρον 11

1. Η περίπτωσις β` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 1974/1952, ως ετροποποιήθη δια της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3913/1958, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“β) Τα νόμιμα ή νομιμοποιηθέντα ή θετά τέκνα του υπό τους ανωτέρω όρους θανόντος υπαλλήλου ή συνταξιούχου ή τα φυσικά τέκνα μητρός υπαλλήλου ή συνταξιούχου λόγω ιδίας υπηρεσίας, εάν τα μεν θήλεα είναι άγαμα τα δε άρρενα είναι ανήλικα και άγαμα ενήλικα μέν, αλλ` έχοντα μειωμένην προς εργασίαν ικανότητα συνέπεια σωματικής ή διανοητικής παθήσεως ή και αμφοτέρων, βεβαιουμένην δια γνωματεύσεως της Α.Σ.Υ. Επιτροπής, κατά ποσοστόν 50 % και άνω.
Τα φοιτώντα εις ανωτάτας ή ανωτέρας σχολάς της ημεδαπής ή ισοτίμους τοιαύτας της αλλοδαπής άρρενα τέκνα δικαιούνται συντάξεως μέχρι πέρατος των σπουδών των και πάντως ουχί πέραν της συμπληρώσεως του 25ου έτους της ηλικίας των, εφ` όσον είναι άγαμα. Η κατά τ` ανωτέρω σύνταξις καταβάλλεται επί τη προσκομίσει κατ` έτος πιστοποιητικού φοιτήσεως – προόδου, εκδιδομένου υπό της οικείας σχολής, εξ ου ν` αποδεικνύεται ή κανονική φοίτησις του σπουδαστού.
Τα θετά τέκνα δικαιούνται συντάξεως, εφ` όσον, κατά τον χρόνον δημοσιεύσεως της περί υιοθεσίας αποφάσεως, δεν είχον υπερβή το δωδέκατον έτος της ηλικίας των. Ο περιορισμός ούτος δεν ισχύει:
αα) Προκειμένου περί τέκνων στρατιωτικών, οι οποίοι εφονεύθησαν ή απέθανον εκ πολεμικών γεγονότων, λαβόντων χώραν κατά την εν τη ημεδαπή ή αλλοδαπή εκτέλεσιν της υπηρεσίας των, άτινα υιοθετήθησαν μετά τον θάνατον του πατρός των, εάν μεν είναι θήλεα, εφ` όσον κατά τον χρόνον της υιοθεσίας των ήσαν άγαμα, εάν δεν είναι άρρενα, εφ` όσον κατά τον χρόνον της υιοθεσίας των ήσαν άγαμα και ανήλικα, εφαρμοζομένης ως προς την ενηλικίωσιν της διατάξεως της παραγράφου 4 τον άρθρου 19, του Ν. 1974/Ι952.
ββ) Προκειμένου περί θετών τέκνων, άτινα κατέστησαν ανίκανα προς άσκησιν οιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος.
Προς απόδειξιν της κατά τα ως άνω ηλικίας των θετών τέκνων κατά τον χρόνον της υιοθεσίας των, άπαντα τα Πρωτοδικεία της Χώρας, άμα τη εκδόσει παρ` αυτών αποφάσεως υιοθεσίας, αποστέλλουν αμελλητί εις την παρά τω Υπουργείω Οικονομικών Υπηρεσίαν Συντάξεων απόρρητον έγγραφον περιέχον το πραγματικόν ονοματεπώνυμον του υιοθετημένου και το έτος γεννήσεως αυτού, το ονοματεπώνυμον, πατρώνυμον και μητρώνυμον, ως και τον τόπον γεννήσεως των θετών γονέων, καθώς και τον αριθμόν και την ακριβή ημερομηνίαν δημοσιεύσεως της αποφάσεως υιοθεσίας.
Κατά την πρώτην εφαρμογήν τον παρόντος θέλουν αποστείλει εις την εν τη προηγουμένη παραγράφω αναφερομένην Υπηρεσίαν απόρρητον πίνακα περιέχοντα τα εν τη παραγράφω ταύτη αναφερόμενα στοιχεία, δι` απάσας τας τελεσθείσας υιοθεσίας από της ισχύος του Ν.Δ. 610/1970 “περί υιοθεσίας των μέχρις ηλικίας δέκα οκτώ ετών ανηλίκων” μέχρι της ισχύος του παρόντος.
Τα ανωτέρω στοιχεία τηρούνται απορρήτως παρά τη Υπηρεσία Συντάξεων του Υπουργείου Οικονομικών
Ως προς τον τρόπον τηρήσεως και καταχωρήσεως των ανωτέρω στοιχείων, έχουν εφαρμογήν τα δι` αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών εκάστοτε οριζόμενα δια τα θετά τέκνα των Δημοσίων Υπαλλήλων”,

2. Εις το άρθρον 12 του Ν.Δ. 1827/1942 ως αντικατεστάθη υπό του άρθρου 12 του Ν. 1974/1952 και μεταξύ των παραγράφων 2 και 3 προστίθεται παράγραφος 3 έχουσα ως κατωτέρω, των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου τούτου αναριθμιζομένων εις 4, 5 και 6 αντιστοίχως :
“3. Η σύνταξις των ενηλίκων ανικάνων τέκνων συνιστάται, αν μεν εις ταύτην συντρέχουν μετ` άλλων προσώπων, εις τα ποσοστά τα καθοριζόμενα εν παραγράφοις 1 και 2 του παρόντος άρθρου, άλλως εις το ήμισυ των 7/ 10 της εις τον, εξ ου έλκουν το δικαίωμα ανηκούσης συντάξεως, εάν φέρουν ανικανότητα 50 % και άνω, εις τα 2/3 του αυτού ως άνω ποσοστού επί ανικανότητος ανωτέρας των 50 % και εις το σύνολον του ποσοστού τούτου, αν η ανικανότης είναι ανωτέρα του 80 %.
Η υπό του προηγουμένου εδαφίου προβλεπομένη σύνταξις δεν καταβάλλεται, εφ` όσον τα δικαιούχα ταύτης πρόσωπα δικαιούνται συντάξεως ή βοηθήματος εξ οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού κυρίας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου.
Εις περίπτωσιν, καθ` ην η σύνταξις ή το βοήθημα εκ του ασφαλιστικού οργανισμού ή του Δημοσίου υπολείπεται της συντάξεως της δικαιουμένης κατά τας διατάξεις του παρόντος, η προκύπτουσα διαφορά καταβάλλεται υπό του φορέως εις βάρος του οποίου εκανονίσθη η σύνταξις αύτη”.

Άρθρον 12

1. Εις το τέλος της παρ. 1 του άρθρου 6 του Νόμου 1974/1952, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, προστίθενται περιπτώσεις κε – κζ`, έχουσαι ως ακολούθως:
“κε`. Η προγενεστέρα και μεχρί δέκα (10) ετών υπηρεσία εις τα σιδηροδρομικά δίκτυα τως τέως ΣΠΑΠ και Θεσσαλίας.
κστ`. Η προγενεστέρα και μέχρι δέκα (10) ετών υπηρεσία εις την Προνομιούχον Ανώνυμον Εταιρείαν Γενικών Αποθηκών Ελλάδος (Π.Α.Ε.Γ.Α.Ε.).
κζ`. Η προγενεστέρα και μέχρι δέκα (10) των υπηρεσία ως ιατρών και νοσοκόμων, η παρασχεθείσα εις Νοσηλευτικά ιδρύματα της Αιγύπτου, συντηρούμενα υπό των Ελληνικών Κοινοτήτων ή κληροδοτημάτων και της Κύπρου, κρατικά ή δημοτικά, μέχρι της ανεξαρτησίας της.
Η υπηρεσία αύτη λογίζεται συντάξιμος εφ` όσον παρεσχέθη κατά πλήρες ωράριον. Εαν δια την αυτήν υπηρεσίαν ελήφθη σύνταξις ή άλλο βοήθημα ή αποζημίωσις αντί συντάξεως, αύτη δεν υπολογίζεται ως συντάξιμος”.

2. Η δια της παραγράφου 2 τον άρθρου 5 του Ν.Δ. 3913/Ι958 “περί τροποποιήσεως των περί ορίου ηλικίας διατάξεων των υπαλλήλων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως κλπ.” προστεθείσα εις την παράγραφον 1 του άρθρου 6 του Ν. 1974/1952 ιγ` περίπτωσις, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“ιγ`. Η προγενεστέρα υπηρεσία ως προσωρινών ή εκτάκτων καθηγητών, διδασκάλων, νηπιαγωγών και επιστατών σχολείων, ων αι αποδοχαί κατεβάλλοντο παρά των κοινοτήτων, των σχολικών εφορειών ή ταμείων, ή εξ ειδικών κονδυλίων, ή των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων”.

Άρθρον 13
Αι διατάξεις τον άρθρου 1 του Ν.Δ. 3896/1958 και περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί συντάξεως των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων διατάξεων”, ως αύται ετροποποιήθησαν μεταγενεστέρως, έχουν εφαρμογήν και επί των προ της ενάρξεως της ισχύος αυτών εξελθόντων της υπηρεσίας, ως και επί των οικογενειών των εκ τούτων θανόντων, παρ` ων η σχετική αίτησις δέον να υποβληθή εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου, η δε συνταξίς των είναι πληρωτέα από της πρώτης του μηνός του επομένου της υποβολής της αιτήσεως και πάντως ουχί περάν του έτους από της χρονολογίας εκδόσεως της σχετικής πράξεως ή αποφάσεως.

Άρθρον 14
Η παράγραφος 2 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3896/1958 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Αι εν άρθρω 6 του Ν. 1974/1952 υπηρεσίαι δεν δύνανται να λογισθούν ως συντάξιμοι προ της συμπληρώσεως πλήρους πενταετούς πραγματικής υπηρεσίας ιατρού επί θητεία εις Δημοτικά Κοινοτικά Ιδρύματα, συνυπολογιζομένης προς τούτο και της προ της ισχύος του νόμου ταύτου διανυθείσης υπηρεσίας επί θητεία”.

Άρθρον 15

1. Η σύνταξις των δημοτικών καί κοινοτικών εισπρακτόρων, των ασχολουμένων με την είσπραξιν των εσόδων πλειόνων δήμων ή δήμων και κοινοτήτων, επιμερίζεται εις βάρος των οικείων συνταξιοδοτικών φορέων αναλόγως της εις την μισθοδοσίαν του μηνός εξόδου των εκ της υπηρεσίας συμμετοχής των εις ους ασχολούνται Ο.Τ.Α., του ποσού της συμμετοχής των Κοινοτήτων λαμβανομένου αθροιστικώς και του εις αυτό αναλογούντες μέρους της συντάξεως βαρύνοντος το Ταμείον Σνντάξεων Κοινοτικών Υπαλλήλων.

2. Η συμμετοχή των οικείων ΟΤΑ εις την ως άνω μισθοδοσίαν των, περί ων ο λογος, εισπρακτόρων βεβαιούται αναλυτικώς υπό του Δήμου, εις ον έκαστος εισπράκτωρ είναι εντεταγμένος. Η προς τούτο δε βεβαίωσις επισυνάπτεται εις το πιστοποιητικόν υπηρεσιακών μεταβολών, το οποίον συνοδεύει την περί συνταξιοδοτήσεως αίτησιν εκάστου των ως άνω εισπρακτόρων.

3. Η κατά τας προηγουμένας παραγράφους επιμεριζομένη σύνταξις καταβάλλεται εκ του Δήμου, εις ον έκαστος των ως είρηται ειπρακτόρων είναι εντεταγμένος και εις ον αποδίδονται υπό των ετέρων συνταξιοδοτικών φορέων τα βαρύνοντα αυτούς ποσά σνντάξεως. Η τοιαύτη δε απόδοσις ενεργείται, το βραδύτερον, μέχρι της 31ης Μαρτίου εκάστου έτους δια τας καταβληθείσας συντάξεις του προηγουμένου έτους.

4. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογήν και επί των, προ της ενάρξεως της ισχύος αυτών κανονισθεισών συντάξεων. Πράξεις ή αποφάσεις κρίνασαι κατά τρόπον διάφορον των, δια τον παρόντος άρθρου οριζομένων επανεισάγονται ενώπιον των αρμοδίων οργάνων προς επανάκρισιν τη αιτήσει των ενδιαφερομένων δήμων, υποβαλλομένη εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος. Τα οικονομικά αποτελέσματα εν προκειμένω άρχονται από της πρώτης του μηνός του επομένου της υποβολής της περί επιμερισμού της συντάξεως αιτήσεως.

5. Εφ` εξής αι λόγω συντάξεως εισφοραί αι αναλογούσαι εις τα ποσά συμμετοχής των Κοινοτήτων εις την μισθοδοσίαν των ως άνω εισπρακτόρων αποδίδονται εις το Ταμείον Σνντάξεων Κοινοτικών Υπαλλήλων υπό του οικείου ταμείου εις το τέλος εκάστου έτους.

6. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν ανάλογον εφαρμογήν και επί των συντάξεων των βοηθών ταμείου, οίτινες ασχολούνται με την ταμειακήν υπηρεσίαν πλειόνων δήμων ή δήμων και κοινοτήτων.

Άρθρον 16

1. Αι διατάξεις του Ν.Δ. 829/1971 “περί αυξήσεως των συντάξεων εν γένει τον Δημοσίου” των Ν.Δ. 1165/1972, 1317/1972, 132/1973, 278/1974, 67/1974 “περί αυξήσεως των συντάξεων του Δημοσίου των μη καθοριζομένων επί τη βάσει τον μισθού ενεργείας” και του Ν. 32/1975, υπό τον αυτόν τίτλον, έχουν εφαρμογήν από της ισχύος των, όσον αφορά εις την αύξησιν των συντάξεων και βοηθημάτων, ως και των πάσης φύσεως επιδομάτων ανικανότητος και επί των συντάξεων, βοηθημάτων και επιδομάτων των συνταξιούχων των προερχομένων εκ των αδιαβαθμίστων υπαλλήλων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, αι δε χορηγηθείσαι ήδη αυξήσεις επί τη βάσει των διατάξεων τούτων θεωρούνται ως νομίμως χορηγηθείσαι.

2. Αυξήσεις, προβλεπόμεναι υπό των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου και μη χορηγηθείσαι εις τους δικαιούχους, χορηγούνται εις τούτους αναδρομικώς, αφ` ης ημερομηνίας ορίζουν αι διατάξεις αύται. Η χορήγησις των εν λόγω αυξήσεων ενεργείται οίκοθεν υπό της αρμοδίας δια την καταβολήν της συντάξεως υπηρεσίας.

Άρθρον 17
Αι διατάξεις των άρθρων 1, 2, 9, 10 11, 12 και 14 έχουν εφαρμογήν και επί των εξελθόντων της υπηρεσίας ως και επί των οικογενειών των εκ τούτων αποβιωσάντων, κατόπιν αιτήσεώς των υποβαλλομένης εντός ενός (1) έτους από τις ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμον.
Τα οικονομικά αποτελέσματα εν προκειμένω άρχονται από της πρώτης του μηνός του επομένου της υποβολης της αιτήσεως και πάντως ουχί πέραν του έτους από της εκδόσεως της σχετικής πράξεως ή αποφάσεως.

Άρθρον 18

1. Απασαι αι υπό της κειμένης νομοθεσίας προβλεπόμεναι προθεσμίαι εν σχέσει προς το εις σύνταξιν δικαίωμα, κατά τας σχετικάς περί των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων διατάξεις ή την υπαγωγήν εις τας διατάξεις ταύτας ή δια την παροχήν βοηθήματος παρά του Ταμείου Ασφαλίσεως Δημοτικών και Κοινωτικών Υπαλλήλων, ως και αι προθεσμίαι ασκήσεως ενδίκων μέσων επί των υποθέσεων τούτων, παρατείνονται επί εν έτος από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου.
Ωσαύτως, παρατείνονται επί έν έτος από της ενάρξεως ισχύς του παρόντος νόμου και αι προθεσμίαι αι σχετικαί προς το εις χορηγίαν δημάρχου δικαίωμα, ως και αι προθεσμίαι ασκήσεως ενδίκων μέσων επί αφορωσών εις το δικαίωμα τούτο υποθέσεων.

2. Τα οικονομικά αποτελέσματα των, κατόπιν της προηγουμένης παραγράφου, εκδιδομένων, αιτήσει των ενδιαφερομένων, πράξεων ή αποφάσεων, άρχονται από της πρώτης του μηνός του επομένου της υποβολής της αιτήσεως και πάντως ουχί πέραν του έτους από της εκδόσεως της σχετικής πράξεως ή αποφάσεως.

Άρθρον 19
Η υπό της παρ. 2 τον άρθρου 28 του Νόμον 1080/1980 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώςεως διατάξεών τινών της περι των προσόδων των Οργανισμών Τοπικής Αυτ/σεως Νομοθεσίας και άλλων τινών συναφών διατάξεων προβλεπομένη προθεσμία παρατείνεται επί έν εισέτι εξάμηνον από της ισχύος του παρόντος.

Άρθρον 20
Εις την ρύθμισιν των διατάξεων του άρθρου 48 του Ν. 1080/1980 υπάγονται και οφείλαι υποχρέων εκ ρυμοτομηθεισών εκτάσεων, λόγω εφαρμογής του σχεδίου πόλεως, της εν αυταίς αναφερομένης προθεσμίας αρχομένης, δια τας ως άνω οφειλάς, από της ισχύος του παρόντος.

Άρθρον 21
Πρόεδροι Κοινοτήτων, μη έχοντες πλήρη οκταετή πραγματικήν υπηρεσίαν προέδρου Κοινότητος, δικαιούνται της μηνιαίας χορηγίας της παρ. 1 του άρθρου 3 του παρόντος, εφ` όσον μέχρι της ισχύος του παρόντος έχουν συνολικήν πραγματικήν υπηρεσίαν Προέδρου και Κοινοτικού Συμβούλου της Κοινότητος είκοσιν (20) ετών, εξ ων μίαν περίοδον ως αιρετού προέδρου.
Η μηνιαία χορηγία τούτων συνίσταται εις την βασικήν χορηγίαν των οκτώ ετών πραγματικής υπηρεσίας, ανεξαρτήτως ετών συνολικής υπηρεσίας των.

Άρθρον 22
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 07 Σεπτεμβρίου 1981

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ