ΝΟΜΟΣ 1191 ΦΕΚ Α΄/13.7.1981

Περί κυρώσεως της εις Αθήνας την 21 ην Ιανουαρίου 1980 υπογραφείσης Συμβάσεως μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας περί αποφυγής της διπλής φορολογίας εν σχέσει προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου (Φ.Ε.Κ. 206/31-7-1981, τ.Α΄).

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν

Ανακοίνωσις «Ανακοίνωση για την έναρξη εφαρμογής της Σύμβασης Ελλάδος – Φινλανδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σε σχέση με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου» (Φ.Ε.Κ. 27/8-3-1982, τ.Α΄).

Το Υπουργείο Εξωτερικών, ανακοινώνει ότι η Σύμβαση που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 1980, μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, σε σχέση με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου και η οποία κυρώθηκε με το Νόμο υπ΄ αριθ. 1191/1981 (Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, υπ΄ αριθ. 206 τεύχος Α΄ της 31 Ιουλίου 1981) τέθηκε σε ισχύ σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 28 αυτής, στις 4 Οκτωβρίου 1981.

Ενημερωτικό τεύχος 2, σελ. 230 (Συμβάσεις Ελλάδος με άλλα Κράτη)

Άρθρον πρώτον

Κυρούται και έχει ισχύν νόμου η εις Αθήνας την 21 ην Ιανουαρίου 1980 υπογραφείσα Σύμβασις μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας περί αποφυγής της διπλής φορολογίας εν σχέσει προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, της οποίας το κείμενον εις πρωτότυπον εις την Αγγλικήν γλώσσαν και εις μετάφρασιν εις την Ελληνικήν έχει ως ακολούθως:

ΣΥΜΒΑΣΙΣ

Μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας «περί αποφυγής της διπλής φορολογίας εν σχέσει προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου».

Η Κυβέρνησις της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Φινλανδίας.

Επιθυμούσαι όπως συνάψουν σύμβασιν περί αποφυγής της διπλής φορολογίας εν σχέσει προς τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, συνεφώνησαν τα ακόλουθα:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι

Πεδίον εφαρμογής της Συμβάσεως

Σχετικές Διατάξεις

Άρθρο 1
Πρόσωπα εφ΄ ων εφαρμόζεται η Σύμβασις
Η παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται επί προσώπων τα οποία είναι κάτοικοι του ενός ή αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Κρατών.

Άρθρο 2
Καλυπτόμενοι φόροι

1. Η παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται επί των φόρων εισοδήματος και κεφαλαίου των επιβαλλομένων δια λογαριασμόν εκάστου Συμβαλλομένου Κράτους ή των τοπικών αυτού αρχών, ανεξαρτήτως του τρόπου, καθ΄ όν ούτοι επιβάλλονται.

2. Ως φόροι εισοδήματος και κεφαλαίου θεωρούνται πάντες οι φόροι οι επιβαλλόμενοι επί του συνολικού εισοδήματος, επί του συνολικού κεφαλαίου, ή επί στοιχείων εισοδήματος ή κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των φόρων επί της προκυπτούσης ωφελείας εκ της εκποιήσεως κινητής ή ακινήτου περιουσίας, ως επίσης και των φόρων επί της υπερτιμήσεως κεφαλαίου.

3. Οι υφιστάμενοι φόροι επί των οποίων η παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται είναι:

α) Εν Ελλάδι:

αα) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου επί των φυσικών προσώπων.

ββ) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου επί των νομικών προσώπων,

γγ) η εισφορά υπέρ του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων υπολογιζόμενη επί του φόρου εισοδήματος και

δδ) πάντες οι λοιποί φόροι επί του εισοδήματος, επί του κεφαλαίου, οι πρόσθετοι φόροι ή λοιπαί εισφοραί επί εισοδήματος ή κεφαλαίου (εφεξής αναφερόμεναι ως «ελληνικός φόρος»).

β) Εν Φινλανδία:

αα) ο πολιτειακός φόρος εισοδήματος και κεφαλαίων,

ββ) ο δημοτικός φόρος,

γγ) ο εκκλησιαστικός φόρος,

δδ) ο φόρος των ναυτικών,

εε) ο παρακρατούμενος εις την πηγήν φόρος επί εισοδημάτων κτώμενων υπό η κατοίκων.

(εφεξής αναφερόμενοι ως «φινλανδικός φόρος»).

4. Η Σύμβασις εφαρμόζεται ωσαύτως επί παντός ομοίου φόρου ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσεως φόρων επιβαλλομένων μετά την ημερομηνίαν υπογραφής της παρούσης Συμβάσεως επιπροσθέτως, ή αντί, των υφισταμένων φόρων. Αι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Κρατών θα γνωστοποιούν προς αλλήλας οιασδήποτε σημαντικάς μεταβολάς επελθούσας εις την αντίστοιχον αυτών φορολογικήν νομοθεσίαν.

Άρθρο 3
Γενικοί ορισμοί

1. Δια τους σκοπούς της παρούσης Συμβάσεως, εκτός εάν άλλος το κείμενον ορίζη:

α) Ο όρος «Φινλανδία» σημαίνει την δημοκρατίαν της Φινλανδίας και, εν τη γεωγραφική αυτού έννοια σημαίνει το έδαφος της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, και οιανδήποτε περιοχήν γειτνιάζουσαν προς τα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας της Φινλανδίας εντός της οποίας, συμφώνως προς την Φινλανδικήν Νομοθεσίαν και το Διεθνές Δίκαιον, είναι δυνατόν να ενασκούνται τα δικαιώματα της Φινλανδίας εν σχέσει προς την εξερεύνησιν και εκμετάλλευσιν των φυσικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους αυτής,

β) ο όρος «Ελλάς» σημαίνει την Ελληνικήν Δημοκρατίαν και εν τη γεωγραφική αυτού έννοια, σημαίνει το έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας και, οιανδήποτε περιοχήν γειτνιάζουσαν προς τα χωρικά ύδατα της Ελληνικής Δημοκρατίας εντός της οποίας, συμφώνως προς την Ελληνικήν Νομοθεσίαν και το Διεθνές Δίκαιον, είναι δυνατόν να ενασκούνται τα δικαιώματα της Ελλάδος εν σχέσει προς την εξερεύνησιν και εκμετάλλευσιν των φυσικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους αυτής,

γ) ο όρος «πρόσωπον» περιλαμβάνει εν φυσικόν πρόσωπον, μίαν εταιρίαν και οιανδήποτε ετέραν ομάδα προσώπων,

δ) ο όρος «εταιρεία» σημαίνει οιανδήποτε εταιρικήν μορφήν ή οιανδήποτε νομικήν προσωπικότητα, η οποία τυγχάνει της αυτής φορολογικής μεταχειρίσεως ως μία εταιρεία,

ε) οι όροι «επιχείρησις του ενός Συμβαλλομένου Κράτους» και «επιχείρησις του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους» σημαίνουν αντιστοίχως επιχείρησιν διεξαγομένην υπό κατοίκου του ενός Συμβαλλομένου Κράτους και επιχείρησιν διεξαγομένην υπό κατοίκου του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους,

στ) ο όρος «Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου» σημαίνει:

αα) εν Φινλανδία:

– τους Δήμους,

– τας Ενώσεις Δήμων

– την Ευαγγελικήν – Λουθηρανήν Εκκλησίαν και τας τοπικάς αδελφότητας αυτής

– την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και τας τοπικάς αδελφότητας αυτής,

– το ίδρυμα Κοινωνικής Ασφαλίσεως,

– την Τράπεζαν της Φινλανδίας,

-τα Πανεπιστήμια και άλλα αντίστοιχα Ιδρύματα Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως,

ββ) εν Ελλάδι:

– τους Δήμους και τας Κοινότητας,

– τας Ενώσεις Δήμων και Κοινοτήτων,

– το ίδρυμα Κοινωνικής Ασφαλίσεως,

– την Τράπεζαν της Ελλάδος,

– τα Πανεπιστήμια και άλλα αντίστοιχα Ιδρύματα Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως,

ζ) ο όρος «υπήκοοι» (NATIONALS) σημαίνει:

αα) πάντα τα φυσικά πρόσωπα τα κτώμενα την ιθαγένειαν τινός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών,

ββ) πάντα τα νομικά πρόσωπα, τας προσωπικάς εταιρείας και ενώσεις, τα οποία αποκτούν το νομικόν αυτών καθεστώς ως τοιαύτα βάσει της ισχυούσης νομοθεσίας τινός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών,

η) ο όρος «διεθνείς μεταφοραί» σημαίνει οιανδήποτε μεταφοράν υπό αεροσκάφους το οποίον εκμεταλλεύεται επιχείρησις έχουσα την έδραν της πραγματικής της διευθύνσεως εις εν Συμβαλλόμενον Κράτος ή υπό πλοίου το οποίο έχει τον τόπον της νηολογήσεώς του εις εν εκ των Συμβαλλομένων Κρατών ή είναι εφωδιασμένον υπό του εν λόγω Κράτους μετά προσωρινών ναυτιλιακών εγγράφων, εκτός εάν το πλοίον ή το αεροσκάφος ενεργή μεταφοράς αποκλειστικώς μεταξύ τοποθεσιών εντός του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους,

θ) ο όρος «αρμόδιαι αρχαί» σημαίνει:

αα) δια την Ελλάδα, το Υπουργείον των Οικονομικών,

ββ) δια την Φινλανδίαν, το Υπουργείον Οικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένον αντιπρόσωπον αυτού.

2. Όσον αφορά την εφαρμογήν της Συμβάσεως υφ΄ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, πας όρος μη καθοριζόμενος εν αυτή έχει, εκτός εάν άλλως το κείμενο ορίζη, την έννοιαν την οποίαν έχει κατά τους νόμους του εν λόγω Κράτους τους αφορώντας τους φόρους επί των οποίων η παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται.

Άρθρο 4
Φορολογική κατοικία

1. Δια τους σκοπούς της παρούσης Συμβάσεως, ο όρος «κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους» σημαίνει παν πρόσωπον το οποίον, συμφώνως προς τους νόμους του Κράτους τούτου, υπόκειται εις φορολογίαν εις τούτο, λόγω κατοικίας ή διαμονής αυτού ή τόπου διευθύνσεως επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή άλλου παρόμοιας φύσεως κριτηρίου. Αδιανέμητος περιουσία αποβιώσαντος προσώπου θεωρείται, δια φορολογικούς σκοπούς, ότι είναι κάτοικος του Συμβαλλομένου Κράτους, του οποίου ο αποβιώσας ήτο κάτοικος κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού, συμφώνως προς τα διαλαμβανόμενα εν τη προηγουμένη προτάσει ή τας διατάξεις της παραγράφου 2.

2. Οσάκις, κατά τας διατάξεις της παραγράφου 1, φυσικόν τι πρόσωπον είναι κάτοικος αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Κρατών τότε η κατάστασίς του καθορίζεται ως ακολούθως:

α) θεωρείται, ότι είναι κάτοικος του Συμβαλλομένου Κράτους εν τω οποίω διαθέτει μόνιμον οικογενειακήν εστίαν εάν διαθέτη μόνιμον οικογενειακήν εστίαν εις αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Κράτη, θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Συμβαλλομένου Κράτους μετά του οποίου διατηρεί στενωτέρους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρον ζωτικών συμφερόντων),

β) εάν το Συμβαλλόμενον Κράτος εν τω οποίω έχει το Κέντρον των ζωτικών αυτού συμφερόντων δεν δύναται να καθορισθή, ή εάν δεν διαθέτη μόνιμον οικογενειακή εστίαν εις ουδέν εκ των δύο Συμβαλλομένων Κρατών, θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Συμβαλλομένου Κράτους εν τω οποίω έχει συνήθη διαμονήν,

γ) εάν έχη συνήθη δισμονήν εις αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Κράτη ή εις ουδέν εξ αυτών, θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Συμβαλλομένου Κράτους του οποίου τυγχάνει υπήκοος,

δ) εάν είναι υπήκοος αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Κρατών ή ουδενός εξ αυτών, αι αρμόδιοι αρχαί των Συμβαλλομένων Κρατών διευθετούν το ζήτημα δι΄ αμοιβαίας συμφωνίας.

3. Οσάκις, κατά τας διατάξεις της παραγράφου 1, εν πρόσωπον, πλην φυσικού προσώπου, είναι κάτοικος αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Κρατών, τότε το πρόσωπον τούτο θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Συμβαλλομένου Κράτους εν τω οποιω ευρίσκεται η έδρα της πραγματικής διευθύνσεως αυτού.

Άρθρο 5
Μόνιμος εγκατάστασις

1. Δια τους σκοπούς της παρούσης Συμβάσεως, ο όρος «μόνιμος εγκατάστασις» σημαίνει ένα καθωρισμένον τόπον επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω του οποίου αι εργασίαι της επιχειρήσεως διεξάγονται εν όλω ή εν μέρει.

2. Ο όρος «μόνιμος εγκατάστασις» περιλαμβάνει κυρίως:

α) έδραν διοικήσεως,

β) υποκατάστημα,

γ) γραφείον,

δ) εργοστάσιον,

ε) εργαστήριον και

στ) ορυχείον, πηγήν πετρελαίου ή αερίου, λατομείον ή οιονδήποτε άλλον τόπον εξορύξεως φυσικών πόρων.

3. Εν εργοτάξιον ή εν έργον (PROJECT) κατασκευής ή εγκαταστάσεως συνιστά μόνιμον εγκατάστασιν μόνον εάν διαρκή πλέον των εξ (6) μηνών.

4. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο όρος «μόνιμος εγκατάστασιν» δεν θεωρείται ως περιλαμβάνων:

α) την χρήσιν διευκολύνσεων αποκλειστικώς προς τον σκοπόν αποθηκεύσεως, εκθέσεως ή παραδόσεως αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν,

β) την διατήρησιν αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν αποκλειστικώς προς τον σκοπόν αποθηκεύσεως, εκθέσεως ή παραδόσεως,

γ) την διατήρησιν αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν αποκλειστικώς προς τον σκοπόν επεξεργασίας υπό ετέρας επιχειρήσεως,

δ) την διατήρησιν καθωρισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικώς προς τον σκοπόν αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων ή συγκεντρώσεως πληροφοριών δια την επιχείρησιν,

ε) την διατήρησιν καθωρισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικώς προς τον σκοπόν διεξαγωγής, δια την επιχείρησιν, οιασδήποτε ετέρας δραστηριότητας προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρος,

στ) την διατήρησιν καθωρισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικώς προς διεξαγωγήν συνδεδυασμένων δραστηριοτήτων εκ των μνημονευομένων εις τας υποπαραγράφους α΄ έως ε΄, εφ΄ όσον η όλη δραστηριότης του καθωρισμένου τόπου η απορρέουσα εξ αυτού του συνδυασμού είναι προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρος.

5. Ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2, οσάκις, εν πρόσωπον – πλην ανεξαρτήτου πράκτορος επί του οποίου εφαρμόζεται η παράγραφος 6 ενεργεί δια λογαριασμόν μιας επιχειρήσεως και έχει εξουσιοδότησιν την οποίαν κατά σύστημα ενασκεί όπως, εντός ενός Συμβαλλομένου Κράτους, συνάπτη συμβόλαια επ΄ονόματι της επιχειρήσεως, η επιχείρησις αύτη θεωρείται ότι έχει μόνιμον εγκατάστασιν εν των Κράτει τούτω εν σχέσει προς τας δραστηριότητας τας αναλαμβανόμενάς υπό του εν λόγω προσώπου δια την επιχείρησιν, εκτός εάν αι δραστηριότητες του προσώπου τούτου περιορίζονται εις τας μνημονευομένας εν παραγράφω 4, αι οποίαι έστω και εάν ασκώνται μέσω ενός καθωρισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστούν τον καθωρισμένον τούτον τόπον μόνιμον εγκατάστασιν κατά τας διατάξεις της παραγράφου ταύτης.

6. Μία επιχείρησις δεν θεωρείται ως έχουσα μόνιμον εγκατάστασιν εις εν Συμβαλλόμενον Κράτος απλώς και μόνον επειδή διεξάγει εργασίας εν των Κράτειτούτω μέσω μεσίτου, γενικού πράκτορος επί προμήθεια ή οιουδήποτε άλλου ανεξαρτήτου πράκτορος, εφ΄ όσον τα πρόσωπα ταύτα ενεργούν εντός του συνήθους πλαισίου της δραστηριότητος των.

7. Το γεγονός ότι εταιρεία, η οποία εδρεύει εις εν Συμβαλλόμενον Κράτος ελέγχει ή ελέγχεται υπό εταιρείας, η οποία εδρεύει εις το έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος, ή διεξάγει εργασίας εν τω ετέρω τούτω Κράτει (είτε δια μονίμου εγκαταστάσεως, είτε κατ΄ άλλον τρόπον), δεν δύναται αυτό καθ΄ εαυτό να καθιστά εκατέραν των εταιρειών μόνιμον εγκατάστασιν της ετέρας.

Άρθρο 6
Εισόδημα εξ ακινήτου περιουσίας

1. Εισόδημα κτηθέν υπό κατοίκου ενός εκ των Συμβαλλομένων Κρατών εξ ακινήτου περιουσίας (περιλαμβανομένου του εισοδήματος εκ γεωργικής ή δασικής δραστηριότητας) ευρισκομένης εν τω ετέρω συμβαλλομένω Κράτειδύναται να φορολογήται εν τω ετέρω τούτω Κρατεί.

2. α) Ο όρος «ακίνητος περιουσία» έχει τηρουμένων των διατάξεων των υποπαραγράφων, β΄ και γ΄, την έννοιαν την οποίαν έχει κατά την νομοθεσίαν του Συμβαλλομένου Κράτους, εν τω οποίω ευρίσκεται η εν λόγω περιουσία.

β) Ο όρος «ακίνητος περιουσία» εν πάση περιπτώσει περιλαμβάνει περιουσίαν παρεπομένην (ACCESSORY) προς την ακίνητον περιουσίαν, ζώα και εξοπλισμόν χρησιμοποιούμενα εις την γεωργίαν και δασοκομίαν, δικαιώματα επί των οποίων εφαρμόζονται διατάξεις της γενικής νομοθεσίας περί εγγείου ιδιοκτησίας, επικαρπίαν επί ακινήτου περιουσίας και δικαιώματα εξ ων απορρέουν μεταβλητοί ή σταθεροί πληρωμαί ως αντάλλαγμα δι΄ εκμετάλλευσιν, ή δικαίωμα δι΄ εκμετάλλευσιν, μεταλλευτικών κοιτασμάτων ή πηγών και άλλων φυσικών πόρων.

γ) Πλοία, σκάφη και αεροσκάφη δεν θεωρούνται ως ακίνητος περιουσία.

3. Αι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται επί εισοδήματος προερχομένου εξ αμέσου χρήσεως, ενοικιάσεως ή υφ΄ οιανδήποτε ετέραν μορφήν χρήσεως της ακινήτου περιουσίας.

4. Οσάκις η απόκτησις μετοχών ή άλλων εταιρικών δικαιωμάτων εις μίαν εται-ρείαν παρέχει εις τον κύριον τοιούτων μετοχών ή εις τον δικαιούχον το δικαίωμα επικαρπίας ακινήτου περιουσίας ανηκούσης εις την εταιρείαν, το εισόδημα εκ της αμέσου χρήσεως, εκμισθώσεως ή χρήσεως υφ΄ οιανδήποτε άλλην μορφήν του τοιούτου δικαιώματος δύναται να φορολογηθή εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν των οποίων ευρίσκεται η ακίνητος περιουσία.

5. Αι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται ωσαύτως επί εισοδήματος εξ ακινήτου περιουσίας επιχειρήσεως τινός και επί εισοδήματος εξ ακινήτου περιουσίας χρησιμοποιούμενης δια την άσκησιν μη εξηρτημένων προσωπικών υπηρεσιών.

6. Αι διατάξεις της παραγράφου 4 εφαρμόζονται ωσαύτως επί εισοδήματος προερχομένου εκ δικαιώματος επικαρπίας, όπερ έχει επιχείρησίς τις, αναφερομένου εν τη παραγράφω ταύτη και επί εισοδήματος εκ τοιούτου δικαιώματος επικαρπίας ενασκουμένου δια την παροχήν μη εξηρτημένων προσωπικών υπηρεσιών.

Άρθρο 7
Κέρδη επιχειρήσεων

1. Τα κέρδη επιχειρήσεως ενός Συμβαλλομένου Κράτους φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω εκτός εάν η επιχείρησις διεξάγη εργασίας εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει μέσω μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως. Εάν η επιχείρησις διεξάγη εργασίας ως προελέχθη, τα κέρδη της επιχειρήσεως δύνανται να φορολογώνται εν τω ετέρω Κράτει, αλλά μόνον κατά το μέρος τούτων το προερχόμενον εκ της μονίμου ταύτης εγκαταστάσεως.

2. Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 3, οσάκις επιχείρησις ενός Συμβαλλομένου Κράτους διεξάγει εργασίας εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει μέσω μονίμου εν αυτώ εγκαταστάσεως, εις έκαστον Συμβαλλόμενον Κράτος αποδίδονται εις την μόνιμον ταύτην εγκατάστασιν τα κέρδη άτινα υπολογίζεται ότι θα επραγματοποιούντο υπ΄αυτής, ως εάν αύτη ήτο μία διάφορος και ανεξάρτητος επιχείρησις ασχολούμενη με την αυτήν ή παρομοίαν δραστηριότητα, υπό τας αυτάς ή παρόμοιας συνθήκας, και ενεργούσα τελείως ανεξαρτήτως από της επιχειρήσεως της οποίας αποτελεί μόνιμον εγκατάστασιν.

3. Κατά τον καθορισμόν των κερδών μονίμου τινός εγκαταστάσεως εκπίπτονται τα έξοδα τα πραγματοποιούμενα δια τους σκοπούς της μονίμου εγκαταστάσεως, περιλαμβανομένων των ούτω πραγματοποιούμενων διοικητικών και γενικών διαχειριστικών εξόδων, είτε εν τω Κράτει εν των οποίω ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις ή αλλαχού.

4. Εφ΄ όσον είθισται εις εν Συμβαλλόμενον Κράτος τα κέρδη τα προερχόμενα εκ μονίμου τινός εγκαταστάσεως να καθορίζωνται επί τη βάσει καταμερισμού των συνολικών κερδών της επιχειρήσεως αναλόγως των διαφόρων αυτής τμημάτων, αι διατάξεις της παραγράφου 2 ουδόλως εμποδίζουν το Συμβαλλόμενον τούτο Κράτος να καθορίζη τα φορολογητέα κέρδη δια τοιούτου καταμερισμού, ως είθισται. Εν τούτοις, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος καταμερισμού δέον να είναι τοιαύτη, ώστε το αποτέλεσμα να είναι σύμφωνον προς τα εν τω παρόντι άρθρω εμπεριεχόμενας αρχάς.

5. Ουδέν κέρδος θεωρείται ότι ανήκει εις μόνιμον εγκατάστασιν λόγω απλής αγοράς υπό της μονίμου ταύτης εγκαταστάσεως αγαθών ή εμπορευμάτων δια την επιχείρησιν.

6. Δια τους σκοπούς των προηγουμένων παραγράφων, τα κέρδη τα προερχόμενα εκ της μονίμου εγκαταστάσεως καθορίζονται δια της αυτής μεθόδου κατ΄ έτος, εκτός εάν υφίστανται βάσιμοι και επαρκείς λόγοι δια να καθωρίζονται άλλως.

7. Εις ας περιπτώσεις εις τα κέρδη περιλαμβάνονται στοιχεία εισοδήματος περί των οποίων γίνεται μνεία ιδιαιτέρως εις έτερα άρθρα της παρούσης Συμβάσεως, τότε αι διατάξεις των άρθρων εκείνων δεν επηρεάζονται υπό των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 8
Ναυτιλιακαί και αεροπορικαί μεταφορά

1. Κέρδη προερχόμενα εκ της εκμεταλλεύσεως αεροσκαφών εις διεθνείς μεταφοράς φορολογούνται μόνον εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω ευρίσκεται η έδρα της πραγματικής διευθύνσεως της επιχειρήσεως.

2. Κέρδη προερχόμενα εκ της εκμεταλλεύσεως πλοίων εις διεθνείς μεταφοράς φορολογούνται μόνον εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω ευρίσκετα ο τόπος της νηολογήσεως των εν λόγω πλοίων, ή παρά του οποίου έχουν εφοδιασθή μετά ναυτιλιακών εγγράφων.

3. Αι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται ωσαύτως επί κερδών πραγμτοποιουμένων εκ της συμμετοχής εις ΡΟΟL, εις κοινοπρακτικής μορφής εκμετάλευσιν ή εις πρακτορείον, λειτουργούν επί διεθνούς επιπέδου.

Άρθρο 9
Συνεργαζόμενες επιχειρήσεις
Εάν:

α) Επιχείρησις ενός Συμβαλλομένου Κράτους, συμμετέχη αμέσως ή εμμέσως εις την διοίκησιν, τον έλεγχαν ή το κεφάλαιον επιχειρήσεως τίνος του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους, ή

β) τα αυτά πρόσωπα συμμετέχουν αμέσως ή εμμέσως εις την διοίκησιν τον έλεγχον ή το κεφάλαιον επιχειρήσεως τίνος ενός Συμβαλλομένου Κράτους και επιχειρήσεως τίνος του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους και εις εκατέραν των περιπτώσεων επικρατούν ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων εις τας εμπορικός ή οικονομικός αυτών σχέσεις όροι διάφοροι εκείνων οι οποίοι θα επεκράτουν μεταξύ ανεξαρτήτων επιχειρήσεων, τότε οιαδήποτε κέρδη τα οποία, εάν δεν υπήρχαν οι όροι ούτοι, θα επραγματοποιούντο υπό μιας εκ των επιχειρήσεων, πλην όμως, λόγω των όρων τούτων, δεν επραγματοποιήθησαν, δύνανται να περιλαμβάνωνται εις τα κέρδη της επιχειρήσεως ταύτης και να φορολογηθούν αναλόγως.

Άρθρο 10
Μερίσματα

1. Μερίσματα καταβαλλόμενα υπό εταιρείας η οποία εδρεύει εις εν Συμβαλλόμενον Κράτος εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους δύνανται να φορολογώνται εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

2. Εν τούτοις, τοιαύτα μερίσματα δύνανται να φορολογούνται εν τω Συμβαλλομένω Κρατεί εν τω οποίω η καταβάλλουσα τα μερίσματα εταιρεία εδρεύει και συμφώνως προς την νομοθεσίαν του Κράτους τούτου, αλλά ο ούτως επιβαλλόμενος φόρος δέον να μη υπερβαίνη:

α) 47% του ακαθαρίστου ποσού των μερισμάτων εάν η διανέμουσα εταιρεία εδρεύη εις την Ελλάδα και

β) 13% του ακαθαρίστου ποσού των μερισμάτων εάν η διανέμουσα εταιρεία εδρεύη εις Φινλανδία.

Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει την φορολογίαν της Εταιρείας εν σχέσει προς τα κέρδη εξ ων καταβάλλονται τα μερίσματα.

3. Ο όρος «μερίσματα», ως χρησιμοποιείται εν τω παρόντι άρθρω, σημαίνει εισόδημα εκ μετοχών, εκ μετοχών «επικαρπείας» ή δικαιωμάτων «επικαρπίας», εκ μετοχών μεταλλείων, εξ ιδρυτικών τίτλων ή εκ λοιπών δικαιωμάτων άτινα, μη αποτελούντα αξιώσεις εκ χρεών, επιτρέπουν συμμετοχήν εις κέρδη, ως επίσης και εισόδημα εξ ετέρων εταιρικών δικαιωμάτων, το οποίον τυγχάνει της αυτής φορολογικής μεταχειρίσεως ως το εκ μετοχών εισόδημα δυνάμει της φορολογικής νομοθεσίας του Κράτους εις το οποίον εδρεύει η ενεργούσα την διανομήν εταιρεία.

4. Αι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται εάν ο λήπτης των μερισμάτων, ων κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους, διεξάγη εργασίας εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει, εν τω οποίω εδρεύει η καταβάλλουσα τα μερίσματα εταιρεία, δια μονίμου τινός εγκαταστάσεως ευρισκομένης εν αυτώ ή παρέχη εν τω ετέρω τούτω Κράτει μη εξηρτημένας προσωπικάς υπηρεσίας εκ καθωρισμένης βάσεως ευρισκομένως εν αυτώ και η συμμετοχή (ΗΟLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικώς μετά της τοιαύτης μονίμου εγκαταστάσεως ή καθωρισμένης βάσεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, κατά περίπτωσιν.

5. Εάν μία Εταιρεία η οποία εδρεύει εις εν Συμβαλλόμενον Κράτος κτάται κέρδη ή εισοδήματα εκ του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους, το έτερον τούτο Κράτος δύναται να μη επιβάλη οιονδήποτε φόρον επί των μερισμάτων άτινα καταβάλλονται υπό της Εταιρείας, εκτός εάν τα τοιαύτα μερίσματα καταβάλλωνται εις κάτοικον του ετέρου τούτου Κράτους ή εάν η συμμετοχή (ΗΟLDING) δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα, συνδέηται ουσιαστικώς μετά τινός μονίμου εγκαταστάσεως ή καθωρισμένης βάσεως ευρισκομένης εν τω ετέρω τούτω Κράτει, ουδέ να υπαγάγη τα αδιανέμητα κέρδη της Εταιρείας εις φόρον επί των αδιανέμητων κερδών, ακόμη και εάν τα καταβαλλόμενα μερίσματα ή τα αδιανέμητα κέρδη συνίστανται εν όλω ή εν μέρει εκ κερδών ή εισοδημάτων προκυπτόντων εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

Άρθρο 11
Τόκοι

1. Τόκοι προκύπτοντες εις εν Συμβαλλόμενον Κράτος και καταβαλλόμενοι εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους δύνανται να φορολογηθούν εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

2. Εν τούτοις, τοιούτοι τόκοι δύνανται ωσαύτως να φορολογούνται εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω ούτοι προκύπτουν και συμφώνως προς την νομοθεσίαν του Κράτους τούτου, αλλά ο ούτως επιβαλλόμενος φόρος δεν θα υπερβαίνη το 10% του ακαθαρίστου ποσού των τόκων. Αι αρμόδιαι αρχαί των Συμβαλλομένων Κρατών καθορίζουν δι΄ αμοιβαίας συμφωνίας τον τρόπον εφαρμογής του εν λόγω περιορισμού.

3. Ο όρος «τόκοι», ως χρησιμοποιείται εν τω παρόντι άρθρω, σημαίνει εισόδημα εξ αξιώσεων εκ χρεών οιασδήποτε φύσεως ανεξαρτήτως εάν αύται εξασφαλίζωνται ή όχι δι΄ υποθήκης και ανεξαρτήτως εάν παρέχουν ή όχι δικαίωμα συμμετοχής εις τα κέρδη του οφειλέτου, κυρίως δε, εισόδημα εκ κρατικών χρεωγράφων και εισόδημα εξ ομολογιών μετά ή άνευ ασφαλειών, περιλαμβανομένων των δώρων (PREMIUM) και βραβείων τα οποία συνεπάγονται τοιαύτα αξιόγραφα και ομολογίαι. Πρόστιμα δια καθυστερημένη πληρωμήν δεν θεωρούνται ως τόκοι εν τη εννοία του παρόντος άρθρου.

4. Αι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται εάν ο δικαιούχος των τόκων, ων κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους, διεξάγη εργασίας εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω προκύπτουν οι τόκοι, δια μονίμου τινός εγκαταστάσεως ευρισκομένης εν αυτώ ή παρέχη εν τω ετέρω τούτω Κράτει μη εξηρτημένας προσωπικάς υπηρεσίας εκ καθωρισμένης βάσεως ευρισκομένης εν αυτώ, και η αξίωσις εκ χρέους εν σχέσει προς την οποίαν καταβάλλονται οι τόκοι συνδέεται ουσιαστικώς μετά της τοιαύτης μονίμου εγκαταστάσεως ή καθωρισμένης βάσεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, κατά περίπτωσιν.

5. Τόκοι θεωρούνται προκύπτοντες εις εν Συμβαλλόμενων Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι αυτό τούτο το Κράτος, τοπική Αρχή ή κάτοικος του Κράτους τούτου. Εάν όμως το καταβάλλον τους τόκους πρόσωπον, ανεξαρτήτως εάν τούτο είναι κάτοικος ή μη ενός Συμβαλλομένου Κράτους, έχη εις εν Συμβαλλόμενον Κράτος μόνιμον εγκατάστασιν ή καθωρισμένη βάσιν εν σχέσει προς την οποίαν εγεννήθη η οφειλή δια την οποίαν καταβάλλονται οι τόκοι. Οι τόκοι δε ούτοι βαρύνουν την μόνιμον ταύτην εγκατάστασιν ή την καθορισμένην βάσιν, τότε οι εν λόγω τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις ή η καθωρισμένη βάσις.

6. Οσάκις, λόγω ειδικής σχέσεως μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αμφοτέρων τούτων και άλλου τινός προσώπου, το ποσόν των τόκων, λαμβανομένης υπ΄ όψιν της αξιώσεως εκ χρέους δια την οποίαν καταβάλλονται, υπερβαίνη το ποσόν το οποίον θα συνεφωνείτο μεταξύ οφειλέτου και δικαιούχου ελλείψει τοιαύτης σχέσεως, αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνον επί του τελευταίου μνημονευθέντος ποσού. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το υπερβάλλον μέρος των τόκων φορολογείται συμφώνως προς την νομοθεσίαν εκάστου Συμβαλλομένου Κράτους, λαμβανομένων δεόντως υπ΄ όψιν των λοιπών διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως.

Άρθρο 12
Δικαιώματα

1. Δικαιώματα προκύπτοντα εντός ενός Συμβαλλομένου Κράτους και καταβαλλόμενα εις κάτοικον του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους δύνανται να φορολογώνται εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

2. Εν τούτοις, δικαιώματα εκ των αναφερομένων εις τας περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, δύνανται να φορολογούνται εν τω Συμβαλλομένω Κράτειεν τω οποίω ταύτα προκύπτουν και συμφώνως προς την νομοθεσίαν του Κράτους τούτου, αλλά ο ούτως επιβαλλόμενος φόρος δέον να μην υπερβαίνη το 10% του ακαθαρίστου ποσού των δικαιωμάτων τούτων. Αι αρμόδιαι Αρχαί των Συμβαλλομένων Κρατών καθορίζουν δι΄ αμοιβαίας συμφωνίας τον τρόπον εφαρμογής του εν λόγω περιορισμού.

3. Ο όρος «δικαιώματα», ως χρησιμοποιείται εν τω παρόντι άρθρω, σημαίνει πληρωμάς πάσης φύσεως γενομένας ως αντάλλαγμα:

α) Δια την χρήσιν ή δικαίωμα χρήσεως οιουδήποτε δικαιώματος αναπαράγωγης φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας περιλαμβανομένων κινηματογραφικών ταινιών, ταινιών δια την τηλεόρασιν ή μαγνητοταινιών δια ραδιοφωνικάς εκπομπάς.

β) Δια την χρήσιν ή δικαίωμα χρήσεως, οιουδήποτε δικαιώματος ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή προτύπου, μηχανολογικού σχεδίου, μυστικού τύπου, ή διαδικασίας παραγωγής, ή οιουδήποτε βιομηχανικού εμπορικού, ή επιστημονικού εξοπλισμού.

γ) Δια πληροφορίας αφορώσας βιομηχανικήν, εμπορικήν ή επιστημονικήν εμπειρίαν.

4. Αι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται εάν ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, ων κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους, διεξάγη εργασίας εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω προκύπτουν τα δικαιώματα, δια μονίμου τινός εγκαταστάσεως ευρισκομένης εν αυτώ ή παρέχη εν τω ετέρω τούτω Κράτει μη εξηρτημένας προσωπικάς υπηρεσίας εκ καθωρισμένης βάσεως ευρισκομένης εν αυτώ, και το δικαίωμα ή η περιουσία εν σχέσει προς την οποίαν καταβάλλονται τα δικαιώματα, συνδέεται ουσιαστικώς μετά της τοιαύτης μονίμου εγκαταστάσεως ή καθωρισμένης βάσεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14 κατά περίπτωσιν.

5. Δικαιώματα θεωρούνται προκύπτοντα εις εν Συμβαλλόμενον Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι αυτό τούτο το Κράτος, τοπική Αρχή ή κάτοικος του Κράτους τούτου. Οσάκις, όμως το καταβάλλον τα δικαιώματα πρόσωπον, ανεξαρτήτως εάν τούτο είναι κάτοικος ή μη ενός Συμβαλλομένου Κράτους, διατηρεί εις εν Συμβαλλόμενον Κράτος μόνιμον εγκατάστασιν ή καθωρισμένη βάσιν εν σχέσει προς την οποίαν εγεννήθη η υποχρέωσις καταβολής των δικαιωμάτων, τα δικαιώματα δε ταύτα βαρύνουν την μόνιμον ταύτην εγκατάστασιν ή την καθωρισμένην βάσιν, τότε τα εν λόγω δικαιώματα θεωρούνται προκύπτοντα εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω ευρίσκεται η μόνιμος εγκατάστασις ή η καθωρισμένη βάσις.

6. Οσάκις, λόγω ειδικής σχέσεως μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αμφοτέρων τούτων και άλλου τινός προσώπου, το ποσόν των δικαιωμάτων, λαμβανομένων υπ΄ όψιν της χρήσεως, του δικαιώματος χρήσεως ή των πληροφοριών έναντι των οποίων καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσόν το οποίον θα συνεφωνείτο μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ελλείψει τοιαύτης σχέσεως, αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνον επί του τελευταίου μνημονευθέντος ποσού. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται συμφώνως προς την νομοθεσίαν εκάστου Συμβαλλομένου Κράτους, λαμβανομένων δεόντως υπ΄όψιν των λοιπών διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως.

Άρθρο 13
Ωφέλεια εκ κεφαλαίου

1. Ωφέλεια κτώμενη υπό κατοίκου ενός Συμβαλλομένου Κράτους εκ της εκποιήσεως ακινήτου περιουσίας καθοριζομένης εν τη παράγραφο 2 του άρθρου 6 και ευρισκομένης εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει δύναται να φορολογήται εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

2. Ωφέλεια κτώμενη υπό κατοίκου ενός Συμβαλλομένου Κράτους εκ της εκποιήσεως μετοχών ή άλλων εταιρικών δικαιωμάτων αναφερομένων εν τη παραγράφω 4 του άρθρου 6, δύναται να φορολογήται εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω ευρίσκεται η ανήκουσα εις την εταιρείαν ακίνητος περιουσία.

3. Ωφέλεια εκ της εκποιήσεως κινητής περιουσίας αποτελούσης μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μονίμου τινός εγκαταστάσεως την οποίαν επιχείρησις ενός Συμβαλλομένου Κράτους διατηρεί εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει ή κινητής περιουσίας ανηκούσης εις μίαν καθωρισμένη βάσιν την οποίαν κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους διαθέτει εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει προς τον σκοπόν της παροχής μη εξηρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένης της ωφελείας (εκ της εκποιήσεως μιας τοιαύτης μονίμου εγκαταστάσεως (μόνης ή ομού μετά της όλης επιχειρήσεως) ή μιας τοιαύτης καθωρισμένης βάσεως, δύναται να φορολογήται εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

4. Ωφέλεια εκ της εκποιήσεως πλοίων ή αεροσκαφών εκτελούντων διεθνείς μεταφοράς ή εκ κινητής περιουσίας ανηκούσης εις την εκμετάλλευσιν των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογείται μόνον εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω τα κέρδη εκ των προαναφερθέντων πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται βάσει των διατάξεων του άρθρου 8 της παρούσης Συμβάσεως.

5. Ωφέλεια εκ της εκποιήσεως οιασδήποτε περιουσίας, πλην της μνημονευομένης εις τας προηγούμενας παραγράφους του παρόντος άρθρου φορολογείται μόνον εν τω Συμβαλλομένω Κράτει του οποίου ο εκποιών είναι κάτοικος.

Άρθρο 14
Μη εξηρτημέναι προσωπικαί υπηρεσίαι

1. Εισόδημα κτώμενον υπό κατοίκου ενός Συμβαλλομένου Κράτους έναντι επαγγελματικών υπηρεσιών ή ετέρας δραστηριότητας μη εξηρτημένου χαρακτήρος φορολογείται μόνον εν τω Κράτει τούτω, εκτός εάν τούτος έχη κανονικώς εις την διάθεσίν του καθωρισμένην βάσιν εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει προς τον σκοπόν της ασκήσεως της δραστηριότητός του. Εάν διατηρή ούτος μίαν τοιαύτην καθωρισμένην βάσιν, το εισόδημα δύναται να φορολογήται εν τω ετέρω Κράτει αλλά μόνον καθ΄ ό ποσόν ανήκει εις την εν λόγω καθωρισμένην βάσιν.

2. Ο όρος «επαγγελματικαί υπηρεσίαι» περιλαμβάνει ιδίως μη εξηρτημένας επιστημονικάς, φιλολογικάς, καλλιτεχνικάς, εκπαιδευτικάς ή διδακτικάς δραστηριότητας, ως επίσης τας μη εξηρτημένας δραστηριότητας των ιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.

Άρθρο 15
Εξηρτημέναι προσωπικαί υπηρεσίαι

1. Υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων των άρθρων 16, 18, 19 και 20, μισθοί, ημερομίσθια και άλλαι παρόμοιας φύσεως αμοιβαί κτώμεναι υπό κατοίκου ενός Συμβαλλομένου Κράτους έναντι απασχολήσεως φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω, εκτός εάν η σπασχόλησις ασκήται εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει. Εάν η απασχόλησις ασκήται ούτως ή εξ αυτής κτώμενη αμοιβή δύναται να φορολογήται εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

2. Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου 1, αμοιβή κτώμενη υπό κατοίκου ενός Συμβαλλομένου Κράτους έναντι απασχολήσεως ασκούμενης εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει φορολογείται μόνον εις το πρώτον μνημονευθέν Κράτος εάν:

α) ο δικαιούχος της αμοιβής ευρίσκηται εις το έτερον Κράτος δια χρονικήν περίοδον ή περιόδους μη υπερβαίνουσας συνολικώς τας 183 ημέρας κατά το οικείον ημερολογιακόν έτος και

β) η αποζημίωσις καταβάλληται υπό ή δια λογαριασμόν εργοδότου ο οποίος δεν είναι κάτοικος του ετέρου Κράτους, και

γ) η αμοιβή δεν προκύπτη από μόνιμον εγκατάστασιν ή καθωρισμένην βάσιν την οποίαν ο εργοδότης διατηρεί εν τω ετέρω Κράτει.

3. Ανεξαρτήτως των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, αμοιβή κτώμενη έναντι απασχολήσεως παρεχομένης επί πλοίου ή αεροσκάφους εις διεθνείς μεταφοράς, δύναται να φορολογούνται εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω τα κέρδη εκ της εκμεταλλεύσεως του πλοίου ή του αεροσκάφους φορολογούνται βάσει των διατάξεων του άρθρου 8 της παρούσης Συμβάσεως.

Άρθρο 16
Αμοιβαί διευθυντών
Αμοιβαί διευθυντών και έτεραι παρόμοιαι πληρωμαί κτώμεναι υπό κατοίκου ενός Συμβαλλομένου Κράτους υπό την ιδιότητα αυτού ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου ή άλλου παρομοίου οργάνου εταιρείας η οποία εδρεύει εις έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος δύνανται να φορολογώνται εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

Άρθρο 17
Καλλιτέχναι και Αθληταί

1. Ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 14 και 15, εισόδημα κτώμενον υπό κατοίκου ενός Συμβαλλομένου Κράτους παρέχοντος υπηρεσίας ψυχαγωγίας, ως καλλιτέχνου θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως, ή μουσικού, ή ως αθλητού, εκ της προσωπικής αυτού δραστηριότητος ασκούμενης εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει, δύναται να φορολογήται εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

2. Οσάκις, εισόδημα εν σχέσει προς την άσκησιν προσωπικής δραστηριότητος υπό προσώπου παρέχοντος ψυχαγωγίαν ή αθλητού δεν περιέρχεται εις αυτό τούτο το πρόσωπον το παρέχον την ψυχαγωγίαν ή τον αθλητήν, αλλά εις έτερον πρόσωπον, το εισόδημα τούτο δύναται, ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 7, 14 και 15 να φορολογήται εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω ασκείται η τοιαύτη δραστηριότης.

Άρθρο 18
Συντάξεις

1. Υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 19, συντάξεις και άλλοι παρόμοιας φύσεως αμοιβαί καταβαλλόμενοι εις κάτοικον ενός Συμβαλλομένου Κράτους έναντι παρασχεθείσης απασχολήσεως φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω.

2. Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου 1, υπό την επιφύλαξιν δε των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 19, συντάξεις και άλλα χρηματικά ποσά καταβαλλόμενα συμφώνως προς την Κοινωνικήν Ασφαλιστικήν Νομοθεσίαν ενός Συμβαλλομένου Κράτους φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω.

Άρθρο 19
Κυβερνητικαί υπηρεσίαι

1. α) Αμοιβαί, εκτός συντάξεων, καταβαλλόμενοι υφ΄ενός Συμβαλλομένου Κράτους ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή τοπικής αρχής αυτού εις εν φυσικόν πρόσωπον έναντι υπηρεσιών παρασχεθεισών προς το Κράτος τούτο ή Νομικόν Πρόσωπον ή τοπικήν αρχήν αυτού, φορολογούνται μόνον εκ τω Κράτει τούτω.

β) Εν τούτοις, τοιαύτη αμοιβή φορολογείται μόνον εν τω Συμβαλλομένω Κράτει του οποίου το φυσικόν πρόσωπον είναι κάτοικος εάν αι υπηρεσίαι παρέχωνται εν τω Κράτει τούτω και το φυσικόν πρόσωπον:

ι) είναι υπήκοος του Κράτους τούτου ή

ιι) δεν εγένετο κάτοικος του Κράτους τούτου αποκλειστικώς και μόνον δια τον σκοπόν της παροχής των υπηρεσιών.

2. α) Οιαδήποτε σύνταξις καταβαλλομένη υφ΄ ενός Συμβαλλομένου Κράτους ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή τοπικής αρχής αυτού ή εκ Ταμείων συσταθέντων υπ΄ αυτών εις εν φυσικόν πρόσωπον έναντι υπηρεσιών παρασχεθεισών προς το Κράτος τούτο ή το Νομικόν πρόσωπον ή την τοπικήν αρχήν αυτού φορολογείται μόνον εν τω Κράτει τούτω.

β) Εν τούτοις, η τοιαύτη σύνταξις φορολογείται μόνον εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει εάν το φυσικόν πρόσωπον είναι υπήκοος και κάτοικος του Κράτους τούτου.

3. Αι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και 18 εφαρμόζονται δι΄ αμοιβάς και συντάξεις έναντι υπηρεσιών παρασχεθεισών εν σχέσει προς επιχείρησιν διεξαγομένην υφ΄ ενός Συμβαλλομένου Κράτους ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή τοπικής αρχής αυτού.

Άρθρο 20
Σπουδασταί

1. Χρηματικά ποσά τα οποία λαμβάνει δια την συντήρησιν, εκπαίδευσιν ή εξάσκησίν του σπουδαστής ή μαθητευόμενος εις εμπορικόν, τεχνικόν, αγροτικόν ή δασικόν επάγγελμα, ο οποίος, είναι ή ήτο αμέσως προ της μεταβάσεώς του εις εν Συμβαλλόμενον Κράτος, κάτοικος του ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους και ο οποίος ευρίσκεται εις το πρώτον μνημονευθέν Κράτος αποκλειστικώς και μόνον δια τον σκοπόν της εκπαιδεύσεως ή εξασκήσεώς του, δεν φορολογούνται εν τω Κράτει τούτω, υπό την προϋπόθεσιν ότι τα εν λόγω ποσά προκύπτουν εκ πηγών εκτός του Κράτους τούτου.

2. Σπουδαστής Πανεπιστημίου ή άλλου ιδρύματος, ανωτέρας εκπαιδεύσεως ενός Συμβαλλομένου Κράτους, ή μαθητευόμενος εμπορικού, τεχνικού, αγροτικού ή δασικού επαγγέλματος, ο οποίος είναι ή ήτο αμέσως προ της μεταβάσεώς του εις το έτερον Συμβαλλόμενον Κράτος, κάτοικος του πρώτου μνημονευθέντος Κράτους, ευρίσκεται δε εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει δια περίοδον ή περιόδους μη υπερβαίνουσας τας 183 ημέρας κατά το οικείον, ημερολογιακόν έτος, δεν φορολογείται εν των Κράτει τούτω δι΄ αμοιβάς έναντι υπηρεσιών παρεχόμενος εν τω Κράτει τούτω, εφ΄ όσον αι εν λόγω υπηρεσίαι έχουν σχέσιν προς τας σπουδάς ή την εξάσκησιν αυτού, αι δε αμοιβαί αποτελούν εισόδημα αναγκαίον δια την συντήρησιν αυτού.

Άρθρο 21
Έτερα εισοδήματα

1. Εισοδήματα κατοίκου ενός Συμβαλλομένου Κράτους, οπουδήποτε και αν προκύπτουν, μη αναφερθέντα εις τα προηγούμενα άρθρα της παρούσης συμβάσεως, φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω.

2. Αι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται επί εισοδήματος, εξαιρέσει του εισοδήματος εξ ακινήτου περιουσίας ως αύτη ορίζεται εν παραγράφω 2 του άρθρου 6, εάν ο δικαιούχος τοιούτου εισοδήματος, ων κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους, διεξάγη επιχείρησιν εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει δια μονίμου τινός εγκαταστάσεως ευρισκομένης εν αυτώ ή ασκή εν τω ετέρω τούτω Κράτει μη εξηρτημένας προσωπικάς υπηρεσίας εκ καθωρισμένης βάσεως ευρισκομένης εν αυτώ, και το δικαίωμα ή η περιουσία εν σχέσει προς την οποίαν καταβάλλεται το εισόδημα συνδέεται ουσιαστικώς μετά της εν λόγω μονίμου εγκαταστάσεως ή καθωρισμένης βάσεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 7 ή του άρθρου 14, κατά περίπτωσιν.

Άρθρο 22
Κεφάλαιον

1. Κεφάλαιον αντιπροσωπευόμενον υπό ακινήτου περιουσίας, ως αυτή ορίζεται εν τη παραγράφω 2, του άρθρου 6, ανηκούσης εις κάτοικον ενός Συμβαλλομένου Κράτους και ευρισκομένης εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει, δύναται να φορολογήται εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

2. Κεφάλαιον αντιπροσωπευόμενον υπό μετοχών ή άλλων εταιρικών δικαιωμάτων αναφερομένων εν παραγράφω 4 του άρθρου 6 και ανηκόντων εις κάτοικον ενός Συμβαλλομένου Κράτους δύναται να φορολογήται εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω κείται η ανήκουσα εις την εταιρείαν ακίνητος περιουσία.

3. Κεφάλαιον αντιπροσωπευόμενον υπό κινητής περιουσίας αποτελούσης μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μονίμου τινός εγκαταστάσεως την οποίαν επιχείρησις ενός Συμβαλλομένου Κράτους διατηρεί εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει, ή υπό κινητής περιουσίας ανηκούσης εις καθωρισμένην βάσιν την οποίαν διαθέτει κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους εν τω ετέρω Συμβαλλομένω Κράτει δια την άσκησιν μη εξηρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, δύναται να φορολογήται εν τω ετέρω τούτω Κράτει.

4. Κεφάλαιον αντιπροσωπευόμενον υπό πλοίων ή αεροσκαφών χρησιμοποιουμένων εις διεθνείς μεταφοράς και υπό κινητής περιουσίας ανηκούσης εις την εκμετάλλευσιν των εν λόγω πλοίων ή αεροσκαφών φορολογείται μόνον εν τω Συμβαλλομένω Κράτει εν τω οποίω τα κέρδη εκ των προαναφερθέντων πλοίων ή αεροσκαφών φορολογούνται βάσει των διατάξεων του άρθρου 8 της παρούσης συμβάσεως.

5. Πάντα τα λοιπά στοιχεία κεφαλαίου κατοίκου ενός Συμβαλλομένου Κράτους φορολογούνται μόνον εν τω Κράτει τούτω.

Άρθρο 23
Μέθοδος Πιστώσεως

1. Εν Φινλανδία η διπλή φορολογία αποφεύγεται ως ακολούθως:

α) Οσάκις κάτοικος Φινλανδίας κτάται εισόδημα ή είναι κύριος κεφαλαίου το οποίον, συμφώνως προς τας διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως, δύναται να φορολογήται εν Ελλάδι, η Φινλανδία, τηρουμένων των διατάξεων της περιπτώσεως β΄, αναγνωρίζει:

ι) ως έκπτωσιν εκ του φόρου εισοδήματος του εν λόγω κατοίκου, εν ποσόν ίσον προς τον φόρον εισοδήματος τον καταβληθέντα εν Ελλάδι.

ιι) ως έκπτωσιν εκ του φόρου κεφαλαίου του εν λόγω κατοίκου, εν ποσόν ίσον προς τον φόρον κεφαλαίου τον καταβληθέντα εν Ελλάδι. Εν τούτοις, η τοιαύτη έκπτωσις εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις δεν υπερβαίνει το τμήμα του φόρου εισοδήματος ή του φόρου κεφαλαίου, υπολογιζομένου προ της διδομένης εκπτώσεως, το οποίον αναλογεί, κατά περίπτωσιν, εις το εισόδημα ή το κεφάλαιον το οποίον δύναται να φορολογήται εν Ελλάδι.

β) Μερίσματα καταβαλλόμενα υπό εταιρείας εδρευούσης εις την Ελλάδα εις εταιρείαν εδρεύουσαν εις Φινλανδίαν απαλλάσσονται του φόρου της Φινλανδίας καθ΄ ό μέτρον τα μερίσματα θα απηλλάσοντο του φόρου κατά την Φορολογικήν Νομοθεσίαν της Φινλανδίας, ως εάν αμφότεραι αι εταιρείαι έδρευαν εις Φινλαδίαν.

γ) Οσάκις κάτοικος Φινλανδίας κτάται εισόδημα ή είναι κύριος κεφαλαίου το οποίον, συμφώνως προς τας διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως, απαλλάσσεται του φόρου εν Φινλανδία, η Φινλανδία δύναται, παρά ταύτα, κατά τον υπολογισμόν του ποσού του φόρου επί του εναπομείναντος εισοδήματος ή κεφαλαίου του εν λόγω κατοίκου, να λαβή υπ΄ όψιν το απαλλασσόμενον εισόδημα ή κεφάλαιον.

δ) Κατά την εφαρμογήν της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εις περίπωσιν καθ΄ ην ελληνικός φόρος καταργείται ή μειώνεται βάσει της Ελληνικής Νομοθεσίας η οποία κατόπιν συμφωνίας των αρμοδίων αρχών των συμβαλλομένων Κρατών θεωρείται αποβλέπουσα εις την οικονομικήν ανάπτυξιν, η πίστωσις έναντι του Φινλανδικού φόρου αναγνωρίζεται καθ΄ ο ποσόν προβλέπεται υπό της παραγράφου 1 (α) του παρόντος άρθρου δια μίαν περιόδον μη υπερβαίνουσαν τα 10 έτη υπολογιζομένην από της πλέον προσφάτου των κάτωθι δύο ημερομηνιών:

αα) Της ημερομηνίας καθ΄ήν η παρούσα σύμβασις θα τεθή το πρώτον εν ισχύι,ή

ββ) Της ημερομηνίας καθ΄ήν η καταργήσις ή μείωσις του ελληνικού φόρου θα έχη το πρώτον εφαρμογήν.

Αι Αρμόδιαι Αρχαί συμβουλεύονται αλλήλας προς τον σκοπόν παρατάσεως μη της εν λόγω χρονικής περιόδου.

2. Εν Ελλάδι η διπλή φορολογία αποφεύγεται ως ακολούθως:

Οσάκις κάτοικος Ελλάδος κτάται εισόδημα ή είναι κύριος κεφαλαίου τον οποίον, συμφώνως προς τας διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως, δύναται να φορολογήται εν Φινλανδία, η Ελλάς αναγνωρίζει:

ι) ως έκπτωσιν εκ του φόρου εισοδήματος του εν λόγω κατοίκου, εν ποσό ίσον προς τον φόρον εισοδήματος τον καταβληθέντα εν Φινλανδία,

ιι) ως έκπτωσιν εκ του φόρου επί του κεφαλαίου του εν λόγω κατοίκου, εν ποσόν ίσον προς τον φόρον κεφαλαίου τον καταβληθέντα εν Φινλανδία. Εν τούτοις, η τοιαύτη έκπτωσις εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις δεν υπερβαίνει το τμήμα του φόρου εισοδήματος ή του φόρου κεφαλαίου, υπολογιζόμενο προ της διδομένης εκπτώσεως, το οποίον αναλογεί, κατά περίπτωσιν, εις το εισόδημα ή το κεφάλαιον το οποίον δύναται να φορολογήται εν Φινλανδία.

3. Ανεξαρτήτως πάσης άλλης διατάξεως της παρούσης συμβάσεως, κάτοικος ενός συμβαλλομένου Κράτους, ισχυριζόμενος ότι εγκατέλειψε το Κράτος τούτο προς τον σκοπόν εγκαταστάσεως αυτού εν τω ετέρω συμβαλλομένω Κράτει, δύναται να θεωρήται εισέτι κάτοικος του πρώτου μνημονευθέντος Κράτους δια μίαν περίοδον δύο ημερολογιακών ετών από του τέλους του έτους της μετακινήσεως αυτού, εκτός εάν ούτος δύναται να απόδειξη ότι κατά την διάρκειαν του οικείου φορολογικού έτους, δεν διετήρει ουσιαστικούς δεσμούς μετά του πρώτου μνημονευθέντος Κράτους.

Εν τούτοις, το πρώτον μνημονευθέν Κράτος αναγνωρίζει ως έκπτωσιν εκ των φόρων αυτού, συμφώνως προς τας διατάξεις της παραγράφου 1 ή 2, κατά περίπτωσιν, οιονδήποτε φόρον εισοδήματος ή κεφαλαίου καταβληθέντα εν τω ετέρω συμβαλλομένω Κράτει.

Άρθρο 24
Μη διακριτική μεταχείρισις

1. Οι υπήκοοι ενός συμβαλλομένου Κράτους δεν υπόκεινται εν τω ετέρω συμβαλλομένω Κράτει εις οιανδήποτε φορολογίαν ή οιανδήποτε σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας και των σχετικών επιβαρύνσεων εις τας οποίας υπόκεινται ή δύνανται να υπαχθούν οι υπήκοοι του ετέρου τούτου Κράτους υπό τας αυτάς συνθήκας. Η διάταξις αύτη, ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 1, εφαρμόζεται ωσαύτως επί προσώπων τα οποία δεν είναι κάτοικοι ενός ή αμφοτέρων των συμβαλλομένων Κρατών.

2. Οι απάτριδες οι οποίοι είναι κάτοικοι ενός συμβαλλομένου Κράτους δεν υποβάλλονται εις οιονδήποτε συμβαλλόμενον Κράτος εις φορολογίαν ή σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας και των σχετικών επιβαρύνσεων εις τας οποίας υπόκεινται ή δύνανται να υπαχθούν οι υπήκοοι του κατά περίπτωσιν Κράτους υπό τας αυτάς συνθήκας.

3. Η φορολογία μονίμου τινός εγκαταστάσεως την οποίαν επιχείρησιν ενός συμβαλλομένου Κράτους διατηρεί εν τω ετέρω συμβαλλομένω Κράτει δέον να μη τυγχάνη ολιγώτερον ευνοϊκή εν τω ετέρω τούτω Κράτει από την επιβαλλομένην φορολογίαν επί επιχειρήσεων του ετέρου τούτου Κράτους ασχολουμένων με την αυτήν δραστηριότητα.

Η παρούσα διάταξις δεν δύναται να ερμηνευθή ως υποχρεούσα εν συμβαλλόμενον Κράτος να χορήγή εις κατοίκους του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους οιασδήποτε προσωπικάς εκπτώσεις, απαλλαγάς και μειώσεις φορολογικής φύσεως λόγω κοινωνικής προσωπικής καταστάσεως ή οικογενειακών υποχρεώσεων, τας οποίας χορηγεί εις τους κατοίκους αυτού.

4. Υπό την επιφύλαξιν της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 9, της παραγράφου 6 του άρθρου 11 ή της παραγράφου 6 του άρθρου 12, τόκοι, δικαιώματα και άλλαι πληρωμαί καταβαλλόμεναι υπό επιχειρήσεως τίνος ενός συμβαλλομένου Κράτους εις κάτοικον του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους αναγνωρίζονται, δια τον υπολογισμόν των φορολογητέων κερδών της εν λόγω επιχειρήσεως, ως έκπτωσις υπό τους αυτούς όρους, ως εάν είχον καταβληθή εις κάτοικον του πρώτου μνημονευθέντος Κράτους. Παρομοίως, οιαδήποτε χρέη επιχειρήσεως τινός ενός συμβαλλομένου Κράτους προς κάτοικον του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους αναγνωρίζονται δια τον υπολογισμόν του φορολογητέου κεφαλαίου της εν λόγω επιχειρήσεως, ως έκπτωσις υπό τους αυτούς όρους ως εάν είχον συναφθή μετά κατοίκου του πρώτου μνημονευθέντος Κράτους.

5. Επιχειρήσεις ενός συμβαλλομένου Κράτους, των οποίων το κεφάλαιον εν όλω ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται, αμέσως ή εμμέσως, υφ΄ενός ή περισσοτέρων κατοίκων του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους, δεν υποβάλλονται εις το πρώτον μνημονευθέν Κράτος εις οιανδήποτε φορολογίαν ή οιανδήποτε σχετικήν επιβάρυνσιν διάφορον ή επαχθεστέραν της φορολογίας και των σχετικών επιβαρύνσεων εις τας οποίας υποβάλλονται ή δύνανται να υποβληθούν έτεραι παρόμοιαι επιχειρήσεις του πρώτου μνημονευθέντος Κράτους.

6. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 2 επί φόρων παντός είδους και μορφής.

Άρθρο 25
Διαδικασία αμοιβαίας Συμφωνίας

1. Οσάκις εν πρόσωπον θεωρεί ότι αι ενέργειαι ενός ή και αμφοτέρων των συμβαλλομένων Κρατών έχουν ή θα έχουν δι΄ αυτόν ως αποτέλεσμα την επιβολήν φόρου μη συμφώνου προς την παρούσαν Σύμβασιν, δύναται, ανεξαρτήτως των μέσων θεραπείας των προβλεπομένων υπό της εθνικής νομοθεσίας των εν λόγω Κρατών, να θέση την περίπτωσιν του υπ΄ όψιν της αρμοδίας Αρχής του Συμβαλλομένου Κράτους του οποίου είναι κάτοικος ή εάν η περίπτωσις του εμπίπτη εις τας διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 24, εις την τοιαύτην του Συμβαλλομένου Κράτους του οποίου τυγχάνει υπήκοος. Η περίπτωσις αύτη δέον να τεθή υπ΄ όψιν, εντός τριών ετών από της κοινοποιήσεως το πρώτον της πράξεως καταλογισμού φόρου μη συμφώνου προς τας διατάξεις της Συμβάσεως.

2. Η αρμοδία Αρχή, θα προσπαθήση, εάν η ένστασις θεωρηθή βάσιμος και η ιδία δεν δύναται να δώση ικανοποιητικήν λύσιν, να επίλυση την περίπτωσιν δι΄ αμοιβαίας συμφωνίας μετά της αρμοδίας Αρχής του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους, προς τον σκοπόν της αποφυγής της φορολογίας η οποία δεν είναι σύμφωνος προς την Σύμβασιν. Οιαδήποτε επιτευχθείσα συμφωνία εφαρμόζεται ανεξαρτήτως των προθεσμιών των προβλεπομένων υπό των εθνικών νομοθεσιών των συμβαλλομένων Κρατών.

3. Αι αρμόδια Αρχαί των συμβαλλομένων Κρατών θα προσπαθήσουν να επιλύσουν δι΄ αμοιβαίας συμφωνίας οιασδήποτε δυσχέρειας ή αμφιβολίας ανακύπτουσας εκ της ερμηνείας ή της εφαρμογής της Συμβάσεως. Δύνανται επίσης να συμβουλεύωνται αλλήλας δια την αποφυγήν της διπλής φορολογίας εις περιπτώσεις μη προβλεπομένας υπό της Συμβάσεως. Ειδικώτερον, αι αρμόδιοι Αρχαί των συμβαλλομένων Κρατών δύνανται να συμβουλεύωνται αλλήλας δια την επίτευξιν συμφωνίας αφορώσης τον ομοιόμορφον καταμερισμόν του εισοδήματος μεταξύ κατοίκου του ενός εκ των συμβαλλομένων Κρατών και τινός συνδεόμενης επιχειρήσεως επί των αναφερομένων εις το άρθρον 9.

4. Εις ην περίπτωσιν αι αρμόδιαι αρχαί επιτύχουν τοιαύτην συμφωνίαν οι φόροι επιβάλλονται επί του ούτω καθορισθέντος εισοδήματος, και επιστροφή ή πίστωσις των φόρων διενεργείται υπό των συμβαλλομένων Κρατών συμφώνως προς την συμφωνίαν ταύτην.

5. Αι αρμόδιαι Αρχαί των συμβαλλομένων Κρατών δύνανται να επικοινωνούν μεταξύ των απ΄ευθείας προς τον σκοπόν επιτεύξεως συμφωνίας εν τη έννοια των προηγουμένων παραγράφων. Εάν κρίνηται σκόπιμον να λάβη χώραν προφορική ανταλλαγή γνωμών δια την επίτευξιν συμφωνίας, η ανταλλαγή αύτη δύναται να πραγματοποιηθή μέσω επιτροπής αποτελούμενης εξ αντιπροσώπων των αρμοδίων Αρχών των συμβαλλομένων Κρατών.

Άρθρο 26
Ανταλλαγή πληροφοριών

1. Αι αρμόδιαι Αρχαί των συμβαλλομένων Κρατών ανταλλάσσουν πληροφορίας αναγκαίας δια την εφαρμογήν της παρούσης Συμβάσεως ή της εσωτερικής νομοθεσίας των συμβαλλομένων Κρατών εν σχέσει προς τους υπό της παρούσης Συμβάσεως καλυπτόμενους φόρους, καθ΄ ην έκτασιν ή δια της εσωτερικής νομοθεσίας επιβαλλομένη φορολογία δεν είναι αντίθετος προς την παρούσαν Σύμβασιν. Η ανταλλαγή πληροφοριών δεν περιορίζεται υπό των του άρθρου 1 οριζομένων. Οιαδήποτε πληροφορία ληφθείσα υφ΄ ενός συμβαλλομένου Κράτους θεωρείται απόρρητος κατά τον αυτόν τρόπον ως η πληροφορία η αποκτωμένη βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας του Κράτους τούτου και κοινοποιείται μόνον εις πρόσωπα ή Αρχάς (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων) επιφορτισμένος με την βεβαίωσιν, είσπραξιν, επιβολήν ή δίωξιν, όσον αφορά τους φόρους τους αποτελούντας το αντικείμενον της Συμβάσεως, ή τον προσδιορισμόν των ενστάσεων εν σχέσει προς τους φόρους τούτους. Τοιαύτα πρόσωπα ή Αρχαί χρησιμοποιούν τας πληροφορίας εις την επ΄ακροατηρίω συζήτησιν ή εις τας δικαστικάς αποφάσεις.

2. Εις ουδεμίαν περίπτωσιν αι διατάξεις της παραγράφου 1 ερμηνεύονται ως επιβάλλουσαι εις εν των συμβαλλομένων Κρατών την υποχρέωσιν:

α) να λαμβάνη διοικητικά μέτρα αντίθετα προς την νομοθεσίαν και την διοικητικήν πρακτικήν αυτού ή του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους.

β) να παρέχη πληροφορίας αι οποίαι δεν δύνανται να αποκτηθούν βάσει της υφισταμένης νομοθεσίας ή κατά την ομαλήν διοικητικήν λειτουργίαν αυτού ή του ετέρου συμβαλλομένου Κράτους,

γ) να παρέχη πληφορορίας αι οποίαι θα απεκάλυπτον οιονδήποτε συναλλακτικόν, επιχειρηματικόν, βιομηχανικόν, εμπορικόν ή επαγγελματικόν απόρρητον ή παραγωγικήν διαδικασίαν ή πληροφορίαν, η αποκάλυψις των οποίων θα ήτο αντίθετος προς την δημοσίαν τάξιν (ORDRE PUBLIC).

Άρθρο 27
Διπλωματικοί αντιπρόσωποι και προξενικοί υπάλληλοι
Ουδέν εις την παρούσαν Σύμβασιν θέλει επιδράσει επί των φορολογικών προνομίων των διπλωματικών αντιπροσώπων ή προξενικών υπαλλήλων τα οποία προβλέπονται υπό των γενικών κανόνων του διεθνούς δικαίου ή υπό διατάξεων ειδικών συμφωνιών.

Άρθρο 28
Θέσις εν ισχύι

1. Αι Κυβερνήσεις των Συμβαλλομένων Κρατών γνωστοποιούν προς αλλήλας την πλήρωσιν των συνταγματικών διαδικασιών δια την θέσιν εν ισχύι της παρούσης Συμβάσεως.

2. Η Σύμβασις τίθεται εν ισχύι μετά παρέλευσιν τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας της τελευταίας εκ των εν παραγράφω 1 αναφερομένων γνωστοποιήσεων και αι διατάξεις αυτής έχουν εφαρμογήν εις αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Κράτη:

α) όσον αφορά τους φόρους τους παρακρατούμενους εις την πηγήν, επί εισοδημάτων κτώμενων κατά ή μετά την πρώτην Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους όπερ έπεται του έτους εντός του οποίου η Σύμβασις άρχεται ισχύουσα,

β) όσον αφορά τους λοιπούς φόρους εισοδήματος ή κεφαλαίου, επί φόρων επιβαλλομένων δι΄ οιονδήποτε οικονομικόν έτος αρχόμενον κατά ή μετά την πρώτην Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους όπερ έπεται του έτους εντός του οποίου η Σύμβασις άρχεται ισχύουσα.

Άρθρο 29
Λήξις
Η παρούσα Σύμβασις παραμένει εν ισχύι μέχρις ότου καταγγελθή υφ΄ ενός των Συμβαλλομένων Κρατών. Εκάτερον των Συμβαλλομένων Κρατών δύναται να καταγγείλη την Σύμβασιν, δια της διπλωματικής οδού, κατόπιν επιδόσεως ειδοποιήσεως περί λήξεως τουλάχιστον εξ μήνας προ του τέλους οιουδήποτε ημερολογιακού έτους μετά την πάροδον πέντε (5) ετών από της ημερομηνίας κατά την οποίαν η Σύμβασις τίθεται εν ισχύι. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Σύμβασις παύει ισχύούσα εις αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Κράτη:

α) όσον αφορά τους φόρους τους παρακρατούμενους εις την πηγήν, επί εισοδημοτών κτώμενων κατά ή μετά την πρώτην Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους του ακολουθούντος το έτος εντός του οποίου επιδίδεται η ειδοποίησις λήξεως.

β) όσον αφορά τους λοιπούς φόρους εισοδήματος ή κεφαλαίου, επί φόρων επιβαλλομένων δι΄ οιονδήποτε οικονομικόν έτος αρχόμενον κατά ή μετά την πρώτην Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους του ακολουθούντος το έτος εντός του οποίου επιδίδεται η ειδοποίησις λήξεως.

Εις επιβεβαίωσιν των ανωτέρω, οι υπογράφοντες, δεόντως εξουσιοδοτηθέντες προς τούτο, υπέγραψαν την παρούσαν σύμβασιν.

Εγένετο εις διπλούν εν Αθήναις σήμερον, την 21ην Ιανουαρίου 1980, εις την αγγλικήν γλώσσαν.

Άρθρον δεύτερο

Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω ως νόμος του Κράτους

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 31 Ιουλίου 1981

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ