Περί αυξήσεως των αποδοχών των Δημοσίων Υπαλλήλων Πολιτικών και Στρατιωτικών, των υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. ρυθμίσεως συναφών θεμάτων τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων.
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν
Μισθολογικά.Άρθρο 1
Βασικοί Μισθοί1. Οι κατά την 31ην Δεκεμβρίου 1980 προβλεπόμενοι βασικοί μισθοί των Δημοσίων εν γένει τακτικών υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών και των υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., αυξάνονται κατά ποσοστό 20 %, ως ακολούθως :
α) 12,5 % από 1ης Ιανουαρίου 1981.
β) 7,5 % από 1ης Ιουλίου 1981.
Δια τον υπολογισμό της ανωτέρω αυξήσεως, ελήφθησαν υπ΄ όψιν αι εντός του 1981 αναμενόμεναι αυξήσεις του Δείκτου Τιμών Καταναλωτού κατά 20%, του Εθνικού Εισοδήματος και των υγρών καυσίμων, ως και το ύψος των εκ προηγουμένων ετών μεταφερομένων βαθμολογικών ή μισθολογικών παροχών προς τους υπαλλήλους.
2. Εις περίπτωσιν καθ΄ ην ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτού προβλέπεται ότι θα αυξηθεί εντός του τρέχοντος έτους κατά ποσοστό ανώτερον του 20 %, θα χορηγηθεί, από 1.11.1981, συμπληρωματική αύξησις των βασικών μισθών, δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, εφ΄ άπαξ εκδοθησομένης. Η αύξησις αύτη θα υπολογισθή δι΄ άπαντας τους υπαλλήλους, ανεξαρτήτως βαθμού επί του βασικού μισθού του 10ου βαθμού των τακτικών Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων του έτους 1980.
3. Τα εκ των προηγουμένων παραγράφων προκύπτοντα ποσά των βασικών μισθών, στρογγυλοποιούνται εις την επομένην δεκάδα.
4. Αι αυταί ως άνω αυξήσεις επί των βασικών μισθών χορηγούνται και εις τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, ως και τους Δικαστικούς Υπαλλήλους, περί ων αι διατάξεις του άρθρου 131 του Ν. 419/1976 “περί οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών και του Ν. 965/1979 “περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών των Δικαστικών Υπαλλήλων”.
5. Κατά πάσας τας υπό του νόμου προβλεπομένας περιπτώσεις κατοχής δευτέρας θέσεως, λαμβάνεται κατά μήνα εκ της ήσσονος μισθοδοτουμένης θέσεως το σύνολον των αποδοχών αυτής. Ειδικώς δια το διδακτικόν προσωπικόν των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, το διδάσκον κατ΄ εντολήν εις ετέραν κενήν έδραν του αυτού ή ετέρου ιδρύματος, καταβάλλεται το 1/3 του βασικού μισθού του Τακτικού Καθηγητού, άνευ συνυπολογισμού των κατά νόμον παρεχομένων προσαυξήσεων και επιδομάτων.
Άρθρο 2
Επιδόματα
1. Το υπό των διατάξεων της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 754/1978 “περί ρυθμίσεως των αποδοχών των Δημοσίων Υπαλλήλων κλπ.” ως αντικαταστάθη υπό του άρθρου 2 του Ν. 1041/1980 προβλεπόμενον επίδομα χρόνου υπηρεσίας των Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων, χορηγείται από 1ης Ιανουαρίου 1981 και εις τους εν ενεργεία Τακτικούς Εφημερίους των Ενοριακών Ναών, συμφώνως προς την κλίμακα της περιπτώσεως α` της αυτής ως άνω παραγράφου. Το ποσόν της επί πλέον προκυπτούσης διαφοράς μεταξύ του καταβαλλομένου ήδη επιδόματος πενταετιών, συμφώνως προς τας διατάξεις της υπ΄ αριθ. 281/1966 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου “περί καθορισμού του βασικού μισθού των εν ενεργεία τακτικών εφημερίων και του κατά τ` ανωτέρω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, θα καταβληθή κατά το ήμισυ από 1ης Ιανουαρίου 1981 και κατά το έτερον ήμισυ από 1ης Νοεμβρίου 1981.
2. Προϋπηρεσία εφημερίων μέχρι 15 ετών, παρασχεθείσα εις τους ιερούς ναούς μετά την συμπλήρωση του 16ου έτους της ηλικίας των ως ιεροψαλτών ή νεωκόρων, είτε κατόπιν διορισμού συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 64 του Νόμου 2200/1940, είτε άνευ αυτού, αναγνωρισθείσα δι΄ αποφάσεως του Μητροπολιτικού ή Εκπαιδευτικού Συμβουλίου προσμετρείται, αφ΄ ης ανεγνωρίσθη δια την ένταξιν και προαγωγικήν εξέλιξιν ως και δια την χορήγησιν πενταετιών.
3. Η υπό του τετάρτου εδαφίου της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 754/1978 ως αντικατεστάθη υπό του άρθρου 2 του Ν. 1041/1980, προβλεπομένη προσαύξησίς του επιδόματος σπουδών, χορηγείται, υπό της αυτάς προϋποθέσεις και εις το Ανώτερον Διδακτικόν Προσωπικόν των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, Συμβούλους και Ειδικούς Συμβούλους του ΚΕΜΕ τους λαμβάνοντας το υπό της περιπτώσεως β΄ της αυτής ως άνω παραγράφου επίδομα σπουδών.
Προκειμένου περί του Ανωτέρου Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, αρμόδιον όργανον δια την χορήγησιν της ανωτέρω προσαυξήσεως τυγχάνει η Σύγκλητος εκάστου Ιδρύματος.
4. Το επίδομα επικινδύνου και ανθυγιεινής εργασίας, το προβλεπόμενον υπό των διατάξεων τον άρθρου 2 παράγραφος 1, υποπαράγραφος ΙV του Π.Δ. 904/1978 “περί καθορισμού των διατηρητέων επιδομάτων κλπ” χορηγείται και εις το προσωπικόν των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Ανώτερον Διδακτικόν, Επικουρικόν, Διδακτικόν, Ειδικόν Τεχνικόν, Επιστημονικοί Συνεργάται και λοιπόν τακτικόν), το απασχολούμενον αποκλειστικώς εις τα αντίστοιχα προς τα αναφερόμενα εις τας ανωτέρω διατάξεις εργαστήρια και κλινικάς των ιδρυμάτων τούτων και υπό τους αυτούς περιορισμούς, ως προς τα ποσοστά και τον υπολογισμόν του επιδόματος. Δια τους εκ των δικαιούχων του ανωτέρω επιδόματος μη έχοντας βαθμόν της κλίμακος της διοικητικής ιεραρχίας, ο υπολογισμός του επιδόματος τούτου θα διενεργήται επί του εκάστοτε βασικού μισθού του 4ου βαθμού.
5. Εις το προσωπικόν των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Ανώτερον Διδακτικόν, Επικουρικόν Διδακτικόν, Ειδικόν Τεχνικόν, Επιστημονικόν Συνεργάται και λοιπόν τακτικόν) το απασχολούμενον εντός των εργαστηρίων
α) Ιατροδικαστικής και Τξικολογίας και
β) Περιγραφικής Ανατομικής, παρέχεται επίδομα επικινδύνου και ανθυγιεινής εργασίας, εκ ποσοστού 15 % επί του εκάστοτε βασικού μισθού, ως ακολούθως :
α) του 4ου βαθμού της κλίμακος της Διοικητικής Ιεραρχίας, δια τους λαμβάνοντας βασικόν μισθόν 5ου βαθμού και άνω δικαιούχους.
β) του 8ου βαθμού της κλίμακος της Διοικητικής Ιεραρχίας, δια τους λαμβάνοντας βασικόν μισθόν από του 6ου βαθμού και κάτω δικαιούχους. Δια τους εκ των δικαιούχων του ανωτέρω επιδόματος μη έχοντας βαθμόν της κλίμακος της Διοικητικής Ιεραρχίας, ο υπολογισμός του επιδόματος τούτου θα διενεργήται επί του εκάστοτε βασικού μισθού του 4ου βαθμού.
Του ταυτού ως άνω επιδόματος δικαιούται και το βοηθητικόν προσωπικόν των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών Αθηνών και Πειραιώς, το απασχολούμενον εις ιατροδικαστικάς εργασίας.
6. Αι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 977/1979 “περί χορηγήσεως επιδόματος επικινδύνου και ανθυγιεινής εργασίας εις τους κτηνιάτρους του Υπουργείου Γεωργίας” εφαρμόζονται και εις τους κτηνιάτρους τακτικούς υπαλλήλους τους υπηρετούντας εις τας λοιπάς Δημοσίας Υπηρεσίας, τους αξιωματικούς κτηνιάτρους των Σωμάτων Ασφαλείας και τους μονίμους αξιωματικούς κτηνιάτρους των Ενόπλων Δυνάμεων ως και εις τους κτηνιάτρους των Ν.Π.Δ.Δ.
Δια τους εκ των δικαιούχων του ανωτέρω επιδόματος μη έχοντας βαθμόν της κλίμακος της Διοικητικής Ιεραρχίας ο υπολογισμός τούτου θα διενεργήται επί του εκάστοτε βασικού μισθού του 4ου βαθμού.
Το ανωτέρω επίδομα ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας καταργήθηκε από 1.1.1997 με το άρθρο 3 Ν. 2448/1996.
7. Εις το μόνιμον φυλακτικόν προσωπικόν των Αρχαιολογικών χώρων και Μουσείων του Κράτους χορηγείται από της δημοσιεύσεως του παρόντος μηνιαίον επίδομα δυσμενών συνθηκών φυλάξεως, οριζόμενον εις ποσοστόν 25 % επί του βασικού μισθού εκάστου.
Η ως άνω δαπάνη θα βαρύνη τον προϋπολογισμόν του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
8. Αι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 3 του Ν. 754/1978, ως τούτο αντικατεστάθη υπό τον άρθρου 2 του Ν. 1041/1980 “περί αυξήσεως των αποδοχών των Δημοσίων εν γένει Υπαλλήλων Πολιτικών, Στρατιωτικών και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. κ.λπ.” εφαρμόζονται, αφ΄ ης ίσχυσαν και επί των προσθέτων Χωροφυλάκων και προσθέτων Αστυφυλάκων, των υπηρετούντων εις ιδιωτικάς επιχειρήσεις.
9. Εις τους τακτικούς υπαλλήλους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως χορηγείται, από 1ης Ιουλίου 1981, προσωρινόν προσωπικόν επίδομα και εις ποσόν ίσον προς το καταβαλλόμενον εις τους τακτικούς υπαλλήλους των αντιστοίχων βαθμών του Υπουργείου Εσωτερικών, κατ΄ εφαρμογήν της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Ν. 754/1978.
10. Εις τους υπαλλήλους του Κλάδου ΑΡ6 Εποπτών Δημοσίας Υγείας του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, χορηγείται από της δημοσιεύσεως του παρόντος, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας εκ ποσοστού 30 % επί του βασικού των μισθού.
11. Αι διατάξεις της παραγρ. 4, περίπτ. α, του άρθρου 2 του Π.Δ. 904/1978 “περί καθορισμού των διατηρητέων επιδομάτων υπό ενίων κατηγοριών Δημοσίων υπαλλήλων εν γένει πολιτικών και στρατιωτικών και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. ως και του τρόπου υπολογισμού τούτων”, εφαρμόζονται από της δημοσιεύσεως του παρόντος και εις τους Ελεγκτάς, εκδότας, διαχειριστάς και ταμίας των υπηρεσιών του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.
12. Εις το Εκπαιδευτικόν προσωπικόν του κλάδου 5 ειδικότητος Γεωπόνου, της παρ. 2 του άρθρου 38 του Ν. 576/1977 “περί Οργανώσεως και διοικήσεως της Μέσης και Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως”, ως και της αυτής ειδικότητος Εποπτικόν Προσωπικόν, καταβάλλονται επί πλέον τα αντίστοιχα επιδόματα των Γεωπόνων. Ως επιδόματα νοούνται τα καταβαλλόμενα εις τους επί αντιστοίχω βαθμώ προς το μισθολογικόν κλιμάκιον Γεωπόνους υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας, πάσης φύσεως τοιαύτα περιλαμβανομένων των προσωρινών και των εκάστοτε καθοριζομένων.
13. Εις την έννοιαν του Ειδικού Μεταπτυχιακού Προδιδακτορικού Πανεπιστημιακού διπλώματος, περί ου το τέταρτον εδάφιον της περιπτώσεως α` της παραγράφου 2 του άρθρου 3 τον Ν. 754/1978, ως αντικατεστάθη δια του άρθρου 2 του Ν. 1041/1980, εμπίπτουν και οι μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών, μονοετούς τουλάχιστον φοιτήσεως, οι απονεμόμενοι υπό των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της ημεδαπής και της αλλοδαπής.
14. Η αληθής έννοια των διατάξεων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του Ν. 754/1978 ως αντικατεστάθη υπό του άρθρου 2 του Ν. 1041/1980, είναι ότι, ως Ν.Π.Ι.Δ. εποπτευόμενα ή επιχορηγούμενα υπό του Δημοσίου, θεωρούνται οι Οργανισμοί Κοινής Ωφελείας, αι Κρατικαί Επιχειρήσεις και αι Τράπεζαι.
15. Η εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 6 του Ν. 754/1978, αι αναφερόμεναι αποκλειστικώς εις την μείωσιν του προσωρινού προσωπικού επιδόματος αναστέλλονται μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1981.
Άρθρο 3
Πρόσθετοι αμοιβαί
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 4021/1959 “περί συμμετοχής των Δημοσίων Υπαλλήλων κλπ εις Συμβούλια και Επιτροπάς και περί του ανωτάτου ορίου των προσθέτων αυτών αμοιβών ή απολαβών”, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“1. Αι πρόσθετοι αμοιβαί ή οιαιδήποτε απολαβαί παντός εμμίσθου Δημοσίου υπαλλήλου εκ του Δημοσίου Ταμείου ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, έχοντος προνόμιον εκ παραχωρήσεως του Κράτους ή σύμβασιν μετ΄ αυτού ή κοινωφελών Ιδρυμάτων ή Τραπεζών, ένεκα της παροχής υπηρεσιών εν τω εσωτερικώ, δεν δύνανται να είναι κατά μήνα ανώτεραι του συνόλου των αποδοχών της οργανικής αυτών θέσεως”.
2. Ο έλεγχος τηρήσεως των περιορισμών ως προς το ύψος των κατά μήνα εισπραττομένων υπό των υπαλλήλων προσθέτων αμοιβών ή οιωνδήποτε απολαβών και ως προς τον αριθμόν των Συμβουλίων ή Επιτροπών, εις τα οποία δύναται κατά νόμον να μετέχη έκαστος υπάλληλος, ανατίθεται εις τους κατά περίπτωσιν αρμοδίους εκκαθαριστάς των τακτικών αποδοχών των ανωτέρω υπαλλήλων.
3. Δια Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών, καθορίζονται τα της διαδικασίας, του ελέγχου και του τρόπου πληρωμής των προσθέτων αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων, ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την εφαρμογήν των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου.
Από της ισχύος του ανωτέρω Προεδρικού Διατάγματος καταργείται το άρθρον 3 του Ν.Δ. 4021/1959.
4. Η διάταξις της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 754/1978 αντικαθίσταται αφ΄ ης ίσχυσεν ως ακολούθως :
“2. Δι΄ αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού, Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού, κατόπιν γνώμης της υπό της παρ. 2 του άρθρου 5 του παρόντος προβλεπομένης ειδικής επιτροπής, καθορίζονται τα συμβούλια, αι επιτροπαί και αι ομάδες εργασίας ων αι συνεδριάσεις ως εκ της φύσεως της εργασίας των, επιβάλλεται να πραγματοποιώνται από 1ης Ιουνίου 1978 εκτός των ωρών εργασίας των υπηρεσιών και ο αριθμός των συνεδριάσεων αυτών Δια των αυτών αποφάσεων καθορίζεται και η κατά συνεδρίασιν αποζημίωσις των μελών των συμβουλίων, επιτροπών και ομάδων εργασίας, μη δυναμένη να υπερβή το 1/25 του βασικού μισθού του μετέχοντος υπαλλήλου”.
Άρθρο 4
Επέκτασις των διατάξεων επί του προσωπικού των Ο.Τ.Α.
Aι διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του παρόντος νόμου επεκτείνονται αφ΄ ης ισχύουν και επί του προσωπικού των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Φορολογικαί ελαφρύνσεις εις την φορολογίαν εισοδήματος.
Άρθρο 5
Φορολογικές επιβαρύνσεις. Φορολογική κλίμακα.
1. Η περίπτωσις Α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/55 “περί φορολογίας του εισοδήματος”, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Α. Εκ του εισοδήματος εξ οικοδομών:
α. Το τεκμαρτόν εισόδημα του φορολογουμένου, το προκύπτον εκ της παραχωρήσεως της χρήσεως οικοδομής του κυρίου, νομέως, επικαρπωτού, οσάκις η χρήσις ταύτης παραχωρείται άνευ ανταλλάγματος εις το Ελληνικόν Δημόσιον ή εις νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
β. Εκ του ακαθαρίστου τεκμαρτού εισοδήματος εξ ιδιοκατοικήσεως της κυρίας κατοικίας εκάστου φορολογουμένου ποσού δραχμών εξήκοντα χιλιάδων (60.000) ετησίως.
Το ποσόν αυτό προσαυξάνεται κατά δώδεκα χιλιάδας (12.000) δραχμάς δι΄ έκαστον εκ των συνοικούντων και βαρυνόντων αυτόν προσώπων. Εάν η ιδιοτοικουμένη κυρία οικοδομή ανήκη εις την σύζυγον, το συνολικώς απαλλασσόμενον ποσόν εκπίπτεται εκ του ακαθαρίστου τεκμαρτού εισοδήματος εξ ιδιοκατοικήσεως ταύτης, εν περιπτώσει δε συνιδιοκτησίας μεταξύ των συζύγων ή μεταξύ αυτών και των ανηλίκων τέκνων των, το συνολικώς απαλλασσόμενον ποσόν εκπίπτεται αναλογικώς εκ τον ακαθαρίστου τεκμαρτού εισοδήματος εξ ιδιοκατοικήσεως εκάστου, επί τη βάσει του ποσοστού συνιδιοκτησίας.
Εάν εντός του έτους κτήσεως του εισοδήματος ή ιδιοκατοίκησις ήτο διαρκείας μικροτέρας των δώδεκα (12) μηνών, το απαλλασσόμενον ποσόν περιορίζεται αναλόγως.
Αι διατάξεις της παρούσης υποπεριπτώσεως εφαρμόζονται αναλόγως και επί του τεκμαρτού εισοδήματος εξ ιδιοκατοικήσεως μιας κατοικίας, του κτωμένου υπό ομογενών ή Ελλήνων μονίμων κατοίκων εξωτερικού. Εις την περίπτωσιν ταύτην, δια τον υπολογισμόν του επί πλέον των εξήκοντα χιλιάδων (60.000) δραχμών απαλλασσομένου ποσού του ακαθαρίστου τεκμαρτού εισοδήματος, ως βαρύνοντα τον φορολογούμενον πρόσωπα θεωρούνται μόνον τα εν Ελλάδι διαμένοντα και χρησιμοποιούντα την κατοικίαν ταύτην πρόσωπα”.
2. Η περίπτωσις Δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“Δ. Εκ του εισοδήματος εκ γεωργικών επιχειρήσεων, ακαθάριστον εισόδημα τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών ετησίως. Το ποσόν τούτο αυξάνεται εις εν εκατομμύριον (1.000.000) δραχμάς, προκειμένου περί των ασχολουμένων προσωπικώς ή δια των μελών της οικογενείας των και κατά κύριον επάγγελμα εις γεωργικάς εκμεταλλεύσεις έστω και αν ούτοι χρησιμοποιούν και εργάτας. Προκειμένου περί γεωργικών επιχειρήσεων, αι οποίαι λειτουργούν υπό μορφήν προσωπικής εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή κοινοπραξίας, της απαλλαγής των ανωτέρων ποσών, κατά περίπτωσιν, δικαιούται έκαστος των εταίρων ή των μελών της κοινοπραξίας”.
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 3323/1955, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“2. Το εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών και εκ πάσης φύσεως συντάξεων μειούται κατά ποσοστόν τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40 %) μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος διακοσίων πεντήκοντα χιλιάδων (250.000) δραχμών και κατά ποσοστό πέντε επί τοις εκατόν επί του τμήματος του καθαρού εισοδήματος από δραχμάς διακοσίας πεντήκοντα χιλιάδας μίαν (250.001) μέχρι επτακοσίων πεντήκοντα χιλιάδων (750.000) δραχμών.
Ομοίως το κατά τας διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 45 του παρόντος νόμου εισόδημα εξ ελευθερίων επαγγελμάτων μειούται κατά ποσοστόν είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25 %) μέχρι ποσού καθαρού εισοδήματος εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών και κατά ποσοστόν πέντε επί τοις εκατόν (5%) επί του τμήματος του καθαρού εισοδήμστος από δραχμάς εκατόν χιλιάδας μίαν (100.001) μέχρι τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών.
Κατ΄ εξαίρεσιν, η μείωσις του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου υπολογίζεται και επί εισοδήματος κτωμένου υπό δικηγόρου, εκ της παροχής υπηρεσιών υπ΄ αυτού επί παγία περιοδική αμοιβή, κατά τους όρους της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 63 του Ν.Δ. 3036/1954 “περί του Κώδικος των Δικηγόρων”.
Ωσαύτως, η μείωσις του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου υπολογίζεται και επί εισοδημάτων εξ υπηρεσιών ελευθερίου επαγγέλματος κτωμένου :
α) υπό δικηγόρου, συμβολαιογράφου, ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας, αρχιτέκτονος, μηχανικού, τοπογράφου και χημικού, δια τα πρώτα πέντε έτη της ασκήσεως του επαγγέλματός των και εφ΄ όσον ούτοι είναι εγγγραμμένοι εις τους οικείους επαγγελματικούς Συλλόγους,
β) υπό πτυχιούχων ανωτάτων οικονομικών σχολών, ασκούντων το επάγγελμα του οικονομολόγου, ερευνητού ή συμβούλου επιχειρήσεων, ιδιοκτήτου ή διευθυντού φορολογικού ή λογιστικού γραφείου ή εμπειρογνώμονος, δια τα πρώτα πέντε έτη της ασκήσεως του επαγγέλματός των. Δια τον υπολογισμό της πενταετίας, ως πρώτον έτος θεωρείται δια μεν τα πρόσωπα της περιπτώσεως α΄ το έτος εντός του οποίου εγένετο η εγγραφή τούτων εις τον οικείο επαγγελματικό σύλλογο, δια δε τα πρόσωπα της περιπτώσεως β΄ το έτος εντός του οποίον έλαβον ούτοι το πτυχίον των.
Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως ρυθμίζεται παν θέμα αφορών την εφαρμογή των διατάξεων των προηγουμένων εδαφίων.
Η κατά τας ανωτέρω περιπτώσεις μείωσις δεν δύναται εν πάση περιπτώσει να είναι ανωτέρα του ποσού των εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδων (125.000) δραχμών ετησίως κατά φορολογούμενον δια τα ειοοδήματα αμφοτέρων των κατηγοριών τούτων. Εκτός της ειδικής μειώσεως της προβλεπομένης υπό του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου, το εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών το κτώμενον υπό μισθωτών εν γένει των προσφερόντων υπηρεσίας ή κατοικούντων επί έξι τουλάχιστον μήνας ή υπό των συνταξιούχων των εχόντων την κυρίαν κατοικίαν των, κατά περίπτωσιν, επί έξι (6) τουλάχιστον μήνας εντός του έτους κτήσεως του εισοδήματος, εις τους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Χίου, Λέσβου, Σάμου και Δωδεκανήσου, ως και εις την περιοχή των νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστορίας, Φλωρίνης, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας περιλαμβανομένης εις ζώνη βάθους, είκοσι (20) χιλιομέτρων από της μεθοριακής γραμμής, μειούται επιπροσθέτως κατά ποσοστό δέκα επί τοις εκατόν (10 %) επί του ποσού του καθαρού εισοδήματος, μη δυναμένης της μειώσεως ταύτης να υπερβή το ποσόν των εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών ετησίως. Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως καθορίζονται τα δικαιολογητικά δια των οποίων αποδεικνύεται η προσφορά υπηρεσίας ή η κυρία κατοικία εις τας ανωτέρω περιοχάς, ως και παν έτερον συναφές θέμα αφορών την εφαρμογήν των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου”
4. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται επί αποδοχών και συντάξεων, ως και επί εισοδημάτων εξ ελευθερίων επαγγελμάτων κτωμένων από της 1ης Ιανουαρίου 1981 και εφεξής
5. Εις το άρθρον 7 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθεται παράγραφος 4, έχουσα ως ακολούθως :
“4. Εισοδήματα εκ μισθωτών υπηρεσιών και εκ παροχής υπηρεσιών ελευθερίου επαγγέλματος, κτώμενα υπό προσώπων λόγω συμμετοχής των εις Επιτροπάς, Συμβούλια, Συλλογικά Όργανα ή Ομάδας Εργασίας του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου απαλλάσσονται του φόρου κατά ποσοστόν τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40%) μη δυναμένης της απαλλαγής ταύτης να υπερβή το ποσόν των ογδοήκοντα χιλιάδων (80.000) δραχμών ετησίως, προς κάλυψιν των πάσης φύσεως δαπανών των δικαιούχων. Εκτός της απαλλαγής ταύτης ουδεμία ετέρα έκπτωσις δαπάνης αναγνωρίζεται δια τα εισοδήματα ταύτα”.
6. Εις την παράγραφον 2 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθεται περίπτωσις στ` έχουσα ως ακολούθως:
“στ) Οι μέχρι συμπληρώσεως του δεκάτου έκτου έτους της ηλικίας των ορφανοί εκ πατρός και μητρός συγγενείς, μέχρι και τρίτου βαθμού, αμφοτέρων των συζύγων”.
7. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίστανται ως ακολούθως :
“Τα εις τας ανωτέρω περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ και στ΄ αναφερόμενα πρόσωπα θεωρούνται ότι βαρύνουν τον φορολογούμενον, μόνον εφ` όσον δεν έχουν ίδιον εισόδημα ή τούτο είναι κατώτερον του ποσού των τεσσαράκοντα χιλιάδων (40.000) δραχμών ετησίως”.
8. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8 τον Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“3. Εξαιρετικώς, πέραν των εκπτώσεων της παραγράφου δύο. εκ του συνολικού εισοδήματος του φορολογουμένου εκπίπτεται ποσόν εβδομήκοντα χιλιάδων (70.000) δραχμών δι΄ έκαστον εκ των συνοικούντων και βαρυνόντων αυτόν ποοσώπων των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄ της αυτής ως άνω παραγράφου εφ΄ όσον τα πρόσωπα ταύτα παρουσιάζουν αναπηρίαν εξήκοντα επτά επί τοις εκατόν (67 %) και άνω εκ διανοητικής καθυστερήσεως ή φυσικής αναπηρίας και δεν έχουν ίδιον εισόδημα άνω των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών ετησίως.
Θεωρούνται ως βαρύνοντα τον φορολογούμενον πρόσωπα και τα συνοικούντα άρρενα τέκνα, ανεξαρτήτως ηλικίας, τα παρουσιάζοντα την ανωτέρω αναπηρίαν”.
9. Αι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 6, 7 και 8 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από του οικονομικού έτους 1981, της δε παρ. 5 αυτού επί εισοδημάτων κτωμένων υπό των δικαιούχων από της 1ης Ιανουαρίου 1981.
10. Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“1. Το απομένον, μετά τας ενεργουμένας μειώσεις και εκπτώσεις εισόδημα, υποβάλλεται εις φόρον επί τη βάσει της ακολούθου φορολογικής κλίμακος”.
Κλιμάκιο Εισοδήματος | Φορολογικός Συντελεστής | Φόρος Κλιμακίου | Σύνολον | |
Εισοδήματος | Φόρου | |||
80.000 | – | – | 80.000 | |
30.000 | 11 | 3.300 | 110.000 | 3.300 |
30.000 | 14 | 4.200 | 140.000 | 7.500 |
30.000 | 17 | 5.100 | 170.000 | 12.600 |
30.000 | 20 | 6.000 | 200.000 | 18.600 |
50.000 | 23 | 11.500 | 250.000 | 30.100 |
50.000 | 26 | 13.000 | 300.000 | 43.100 |
50.000 | 30 | 15.000 | 350.000 | 58.100 |
50.000 | 34 | 17.000 | 400.000 | 75.100 |
100.000 | 38 | 38.000 | 500.000 | 113.100 |
100.000 | 42 | 42.000 | 600.000 | 155.100 |
200.000 | 46 | 92.000 | 800.000 | 247.100 |
200.000 | 50 | 100.000 | 1.000.000 | 347.100 |
1.000.000 | 54 | 540.000 | 2.000.000 | 887.100 |
1.000.000 | 58 | 580.000 | 3.000.000 | 1.467.100 |
Υπερβάλλον | 60 |
Το ποσόν του φόρου το προκύπτον βάσει της εκάστοτε ισχυούσης φορολογικής κλίμακος δια τον φορολογούμενον μειούται κατά το ποσόν:
α) Του φόρου ο οποίος αντιστοιχεί εις το δεύτερον κλιμάκιον της φορολογικής κλίμακος, δια την σύζυγον την μη κτωμένην φορολογητέον εισόδημα.
β) Του φόρου ο οποίος αντιστοιχεί εις το τρίτον κλιμάκιον της φορολογικής κλίμακος δια το πρώτον τέκνον, εις το τέταρτον κλιμάκιον αυτής δια το δεύτερον τέκνον, εις το πέμπτον κλιμάκιον αυτής δια το τρίτον τέκνον, εις το έκτον κλιμάκιον αυτής δια το τέταρτον τέκνον και κατά το ποσόν του φόρου το οποίου αντιστοιχεί εις το έκτον κλιμάκιον της φορολογικής κλίμακος, δι΄ έκαστον των πέραν του τετάρτου τέκνων.
γ) Των χιλίων πεντακοσίων (1.500) δραχμών, δι΄ έκαστον των λοιπών προσώπων.
Η καθοριζομένη εις ας προηγουμένας περιπτώσεις α`, β` και γ` μείωσις του φόρου ενεργείται εφ` όσον τα αναφερόμενα εις αυτάς πρόσωπα βαρύνουν τον φορολογούμενον, κατά τας διατάξεις του άρθρου 8 του παρόντος.
δ) Των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων (4.800) δραχμών, προκειμένου περί των προσώπων των δικαιουμένων εκπτώσεως τριπλασίου αφορολογήτου ποσού κατά τας διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του παρόντος.
Εάν το απομένον μετά τας εκπτώσεις του άρθρου 8 του παρόντος ποσόν εισοδήματος του φορολογουμένου είναι μέχρις ογδοήκοντα χιλιάδων (80.000) δραχμών, τούτο πολλαπλασιάζεται επί συντελεστή εξ επί τοις εκατόν (6%) και το προκύπτον ποσόν αφαιρείται εκ του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων (4.800) δραχμών, το δε υπόλοιπον εκπίπτεται εκ του φόρου της συζύγου.
Εάν το απομένον μετά τας εκπτώσεις του άρθρου 8 του παρόντος εισόδημα της συζύγου πολλαπλασιαζόμενον επί συντελεστή εξ επί τοις εκατόν (6 %) δίδει ποσόν μικρότερον τον φόρου του αντιστοιχούντος εις το δεύτερον κλιμάκιον της φορολογικής κλίμακος, η διαφορά μεταφέρεται προς έκπτωσιν εκ τον φόρου του συζύγου.
Εάν βάσει της φορολογικής κλίμακος δεν προκύπτει δια τον φορολογούμενον ποσόν φόρου ή τούτο είναι κατώτερο του συνολικού ποσού των κατά τα ανωτέρω μειώσεων, ολόκληρο το ποσόν των μειώσεων ή η προκύπτουσα διαφορά μειώνει το δια την σύζυγο προκύπτον βάσει της φορολογικής κλίμακος ποσόν φόρου.
Η εν τη παρούση παραγράφω οριζόμενη μείωση του φόρου δια τους ανιόντας της συζύγου, τους αγάμους αδελφούς και τας αδελφάς αυτής, ως και δια τους μέχρι συμπληρώσεως του δεκάτου έκτου έτους της ηλικίας των ορφανούς εκ πατρός και μητρός συγγενείς αυτής, μέχρι τρίτου βαθμού, ενεργείται εξ ολοκλήρου εκ του φόρου του προκύπτοντος βάσει της φορολογικής κλίμακος δια την σύζυγο, εφ΄ όσον τούτο ήθελε ζητηθή δια της δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος.
Εάν δια την σύζυγον δεν προκύπτει φόρος ή το συνολικό ποσόν των μειώσεων τούτων είναι μεγαλύτερο του φόρου της συζύγου, ολόκληρο το ποσόν των μειώσεων ή η προκύπτουσα διαφορά μειώνει το, δια τον σύζυγο προκύπτον βάσει της φορολογικής κλίμακος, ποσόν φόρου.
Εάν το συνολικό ποσόν των ανωτέρω μειώσεων είναι μεγαλύτερο του φόρου, ο οποίος προκύπτει βάσει της φορολογικής κλίμακος δια τον φορολογούμενο και την σύζυγο, η διαφορά δεν επιστρέφεται ουδέ συμψηφίζεται”.
11. Η παρ. 11 του άρθρου 5 καταργήθηκε με το άρθρο 66 εδαφ. β΄ του Ν. 1249/1982 (Α`43).
12. Το δεύτερον εδάφιον της παρ. 1 τον άρθρου 5 του Ζ` Ψηφίσματος του έτους 1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“Αι κατά το άρθρον 8 του Ν.Δ. 3323/1955 προβλεπόμεναι εκπτώσεις εκ του συνολικού εισοδήματος, ως και αι κατά το άρθρον 9 τον Ν.Δ. 3323/1955 προβλεπόμεναι μειώσεις εκ του φόρου, ενεργούνται, κατά περίπτωσιν, είτε εκ της κατά το προηγούμενον εδάφιον υποκειμένης εις φορολογίαν αποζημιώσεως ή εκ των τυχόν λοιπών εισοδημάτων τον Βουλευτού, είτε εκ του φόρου του προκύπτοντος δια το ποσόν της κατά το προηγούμενον εδάφιον υποκειμένης εις φορολογίαν αποζημιώσεως ή εκ του φόρου τον προκύπτοντος δια τα τυχόν λοιπά εισοδήματα του Βουλευτού”.
13. Επί παρακρατήσεως φόρου των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 3323/1955, πλην των μερισμάτων εξ ονομαστικών μετοχών ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών, ο φόρος υπολογίζεται βάσει της εκάστοτε ισχυούσης φορολογικής κλίμακος. Εις το ποσόν τούτο προστίθεται ο φόρος ο οποίος προκύπτει δι΄ εφαρμογής αναλογικού συντελεστού εξ επί τοις εκατόν (6%) δια το μέχρι του ποσού των ογδοήκοντα χιλιάδων (80.000) δραχμών τμήμα του εισοδήματος.
14. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως επί των εισοδημάτων των υποκειμένων εις φορολογίαν βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 5 τον Ζ Ψηφίσματος του έτους 1975, εφ΄ όσον αι κατά το άρθρον 8 του Ν.Δ. 3323/1955 προβλεπόμεναι εκπτώσεις ενεργούνται εκ των τυχόν λοιπών εισοδημάτων του υποχρέου. Ομοίως αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως, εάν αι κατά το άρθρον 8 τον Ν.Δ. 3323/1955 προβλεπόμεναι εκπτώσεις ενεργούνται εκ της βουλευτικής αποζημιώσεως, δια τον υπολογισμόν του φόρου επί των τυχόν λοιπών εισοδημάτων του υποχρέου.
15. Εις το άρθρον 40 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται παράγραφος 4 έχουσα ως ακολούθως :
“4. Χρηματικά ποσά τα οποία καταβάλλονται εις τους ποδοσφαιριστάς υπό Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών ή ανεγνωρισμένων αθλητικών σωματείων κατά την υπογραφήν του συμβολαίου λόγω μεταγραφής ή λόγω ανανεώσεως του συμβολαίου συνεργασίας, υπόκεινται αυτοτελώς εις φόρον δέκα επί τοις εκατόν 10 %) πλέον εισφοράς υπέρ ΟΓΑ, ποσοστού δεκαπέντε επί τοις εκατόν (15%) επί του φόρου, παρακρατουμένων κατά την πληρωμήν. Δια την απόδοσιν του φόρου και της εισφοράς υπέρ ΟΓΑ του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 44 τον παρόντος νόμου”.
16. Τα κατά την προηγουμένην παράγραφον χρηματικά ποσά υπόκεινται εις αναλογικόν τέλος χαρτοσήμου εν επί τοις εκατόν (1%).
17. Αι διατάξεις των παράγραφων 15 και 16 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί χρηματικών ποσών καταβληθέντων εις τους δικαιούχους από 1ης Ιανουαρίου 1981. Προκειμένου περί των χρηματικών ποσών τα οποία έχουν ήδη καταβληθεί εις τους δικαιούχους, ο οφειλόμενος φόρος, η εισφορά υπέρ ΟΓΑ ως και τα αναλογούντα τέλη χαρτοσήμου, αποδίδονται εις το Δημόσιον δια δηλώσεως υποβαλλομένης εις τον αρμόδιο Οικονομικόν Έφορον εντός του επομένου μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
18. Η περίπτωσις β` της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του Ν.Δ. 3323/1935, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“β) Επί των επί ημερομισθίω αμειβομένων, βάσει συντελεστού οριζομένου εις εν επί τοις εκατόν (1%) δια τα ημερομίσθια από επτακοσίας (700) δραχμάς και μέχρις οκτακοσίων (800) δραχμών τοιαύτα, εις δύο επί τοις εκατόν (2 %) δια τα ημερομίσθια από οκτακοσίας μίαν (801) δραχμάς και μέχρις εννεακοσίων (900) δραχμών τοιαύτα, εις τρία επί τοις εκατόν (3 %) δια τα ημερομίσθια από εννεακοσίας μίαν (901) δραχμάς και μέχρι χιλίων (1.000) δραχμών τοιαύτα, εις τέσσαρα επί τοις εκατόν (4 %) δια τα ημερομίσθια από χιλίας μίαν (1.001) δραχμάς και μέχρι χιλίων εκατόν (1.100) δραχμών τοιαύτα, εις εξ επί τοις εκατόν (6%) δια τα ημερομίσθια από χιλίας εκατόν μίαν (1.101) δραχμάς και μέχρι χιλίων τριακοσίων (1.300) δραχμών και εις οκτώ επί τοις εκατόν (8%) δια τα ημερομίσθια από χιλίας τριακοσίας μίαν (1.301 ) δραχμάς και άνω”.
Αι διατάξεις του άρθρου 24 του Ν. 1041/1980, αι αναφερόμεναι εις την κύρωσιν της υπ΄ αριθ. Ε. 7027/29.6.1979 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών εξακολουθούν ισχύουσαι.
19. Αι διατάξεις των παραγράφων 12 και 14 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από του οικονομικού έτους 1981, των δε παραγράφων 13 και 18 αυτού εφαρμόζονται επί των υπό των δικαιούχων κτωμένων εισοδημάτων από 1ης Ιανουαρίου 1981 και εφεξής.
20. Τα Ελβετικά κοινωφελή ή φιλανθρωπικά ιδρύματα απαλλάσσονται εν Ελλάδι, επί τω όρω της αμοιβαιότητος από παντός φόρου, τέλους χαρτοσήμου, ή άλλης επιβαρύνσεως υπέρ του Δημοσίου.
21. Εις την παράγραφον 6 του άρθρου 15 του Ν.Δ. 3843/1958 “περί φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων”, ως τούτο ισχύει, προστίθεται δεύτερον εδάφιον έχον ως ακολούθως:
“Αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζονται αναλόγως και εις ην περίπτωσιν εις τα καθαρά κέρδη της ημεδαπής ανωνύμου εταιρείας περιλαμβάνονται και κέρδη προσδιορισθέντα ή φορολογηθέντα κατ΄ ειδικόν τρόπον επ΄ ονόματι ταύτης. Αι διατάξεις του εδαφίου τούτου εφαρμόζονται και επί των εκκρεμουσών κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος υποθέσεων ενώπιον των Φορολογικών Αρχών ή των Φορολογικών Δικαστηρίων εις οιονδήποτε βαθμόν”.
Άρθρο 6
Ειδικές εκπτώσεις εκ του εισοδήματος ή εκ του φόρου.
1. Εις το άρθρον 7 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθενται νέαι παράγραφοι 5 και 6, έχουσαι ως ακολούθως :
“5. Εισοδήματα εκ της ασκήσεως ατομικής εμπορικής επιχειρήσεως, εκ μισθωτών υπηρεσιών και εκ παροχής υπηρεσιών ελευθερίου επαγγέλματος, κτώμενα υπό των προσώπων των αναφερομένων εις την περίπτωσιν τρίτην και εις το πρώτον εδάφιον της περιπτώσεως δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8, απαλλάσσονται του φόρου κατά ποσοστόν πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) μέχρι ποσού συνολικού εισοδήματος εκ των πηγών τούτων τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) δραχμών και κατά ποσοστό είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25 %) δια το τμήμα του συνολικού εισοδήματος εκ των πηγών αυτών από δραχμάς τετρακοσίας χιλιάδας μίαν (400.001) μέχρι ποσού δραχμών οκτακοσίων χιλιάδων (800.000).
6. Απαλλάσσονται του φόρου τα ποσά των υποτροφιών τα καταβαλλόμενα εις τους νομίμως καθισταμένους υποτρόφους υπό του Δημοσίου ή υπό των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή υπό των ιδρυμάτων και περιουσιών του Α.Ν. 2039/1939″περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των Νόμων περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών”, εφ΄ όσον υπ΄ αυτών επιδιώκονται αποδεδειγμένως σκοποί εθνωφελείς ή θρησκευτικοί ή εν ευρυτέρω κύκλω φιλανθρωπικοί ή εκπαιδευτικοί ή καλλιτεχνικοί ή κοινωφελείς, ως και τα ποσά των υποτροφιών τα παρεχόμενα εις Έλληνας υποτρόφους υπό των ξένων Κρατών ή των αλλοδαπών ιδρυμάτων και οργανισμών”.
2. Εις το άρθρον 9 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθενται παράγραφοι 5, 6, 7, 8 και 9 έχουσαι ως ακολούθως:
“5. Επί τελέσεως γάμου δια πρώτη φοράν, το κατά τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος προκύπτον ποσόν φόρου, δια τον φορολογούμενον και την σύζυγον αυτού, δια τα εισοδήματα του έτους τελέσεως του γάμου, μειούται περαιτέρω κατά το ποσόν των δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών δι΄ έκαστον των συζύγων.
6. Επί γεννήσεως ζώντων τέκνων, το κατά τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος προκύπτον ποσόν φόρου δια τον φορολογούμενον, δια τα εισοδήματα του έτους γεννήσεως τούτων, μειούται κατά το ποσόν των δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών δι΄ έκαστον τέκνον.
7. Επί αποβιώσεως του ενός εκ των συζύγων, το ποσόν του φόρου το οποίον αντιστοιχεί εις το δεύτερον κλιμάκιον της φορολογικής κλίμακος εξακολουθεί να εκπίπτεται εκ του ποσού του φόρου του προκύπτοντος δια τον επιζώντα και εν χηρεία διατελούντα σύζυγον, εφ΄ όσον έχει εν τουλάχιστον τέκνον μη συμπληρώσαν το δωδέκατον έτος της ηλικίας του το οποίον τον βαρύνει.
8. Εάν βάσει της φορολογικής κλίμακος δια τον φορολογούμενον ή την σύζυγον δεν προκύπτει ποσόν φόρου ή τούτο είναι μικρότερον του κατά τας παραγράφους 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου ποσού μειώσεων, ολόκληρον το ποσόν των μειώσεων ή η προκύπτουσα διαφορά μεταφέρεται προς έκπτωση εκ του φόρου του ετέρου, τυχόν δε απομένον υπόλοιπον δεν επιστρέφεται ουδέ συμψηφ(ζεται.
9. Οι εν τη αλλοδαπή κατοικούντες και αποκομίζοντες εισόδημα εκ πηγής κειμένης εν Ελλάδι δεν δικαιούνται των κατά τας παραγράφους 1, 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου μειώσεων”.
3. Μετά την παράγραφον 4 του άρθρον 8 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθεται παράγραφος 5, της μέχρι τούδε παραγράφου 5 αριθμουμένης εις 6, έχουσα ως ακολούθως :
“5. Εκ των εισοδημάτων εκ μισθωτών υπηρεσιών και εξ ελευθερίων επαγγελμάτων των κτωμένων υπό φορολογουμένης εκπίπτεται δαπάνη, άνευ δικαιολογητικών δια την φύλαξιν των μέχρι συμπληρώσεως του έκτου έτους της ηλικίας των έκνων αυτής, οριζομένη εις ποσοστόν δέκα επί τοις εκατόν (10 %) επί του εκ των ως άνω πηγών δηλουμένου εισοδήματος αυτής και μη δυναμένη να υπερβή το ποσόν των τριάκοντα εξ χιλιάδων (36.000) δραχμών ετησίως, δι΄ αμφοτέρας τας πηγάς ταύτας. Το ποσόν της εκπτώσεως προσαυξάνεται κατά δραχμάς εξ χιλιάδας (6.000) ετησίως δι΄ έκαστον πέραν του πρώτου τέκνου μέχρι συμπληρώσεως του έκτου έτους της ηλικίας του”.
4. Εις το άρθρον 8 τον Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθενται παράγραφοι 7 και 8 έχουσαι ως ακολούθως :
“7. Επί αποβιώσεως του ενός εκ των συζύγων, το δια τούτον προβλεπόμενον, υπό των διατάξεων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, κατά περίπτωσιν, αφορολόγητον ποσόν, εξακολουθεί να εκπίπτεται εκ του εισοδήματος του επιζώντος και εν χηρεία διατελούντος συζύγου, εφ΄ όσον έχει εν τουλάχιστον τέκνον μη συμπληρώσαν το δωδέκατον έτος της ηλικίας του, το οποίον τον βαρύνει.
8. Τα εις τας παραγράφους 2 και 3 τον παρόντος άρθρου οριζόμενα αφορολόγητα ποσά δια την σύζυγον, τους ανιόντας, τους αγάμους αδελφούς και τας αγάμους αδελφάς αυτής, ως και δια τους μέχρι συμπληρώσεως του δεκάτου έκτου έτους της ηλικίας των ορφανούς εκ πατρός και μητρός συγγενείς αυτής, μέχρι τρίτου βαθμού, εκπίπτονται εξ ολοκλήρου εκ του εισοδήματος ταύτης, εφ΄ όσον τούτο ήθελε ζητηθή δια της δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος. Εάν το εισόδημα της συζύγου είναι κατώτερον του αθροίσματος των αφορολογήτων αυτών ποσών, η προκύπτουσα διαφορά εκπίπτεται εκ του εισοδήματος του συζύγου”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
ΛΟΙΠΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 7
1. Τα δύο πρώτα εδάφια της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“1 α) πάγιον ποσοστόν είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25 %) δια πάντα φόρον, τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οιουδήποτε τρίτου βαρύνοντα την οικοδομή, διά τα κατά πυρκαϊάς ή άλλων κινδύνων ασφάλιστρα, ως και δι΄ αποσβέσεις και έξοδα επισκευής προς συντήρησιν εκμισθουμένων ή ιδιοκατοικουμένων ή ιδιοχρησιμοποιουμένων οικοδομών, χρησιμοποιουμένων ως κατοικιών, σχολείων, φροντιστηρίων, κλινικών, ξενοδοχείων, σταθμών αυτοκινήτων, οικοτροφείων και σανατορίων. Το κατά το προηγούμενον εδάφιον πάγιον ποσοστόν περιορίζεται επί εκμισθουμένων ή ιδιοχρησιμοποιουμένων :
αα) αιθουσών χρησιμοποιουμένων ως κινηματογράφων ή θεάτρων, εις δέκα επτά επί τοις εκατόν (17 %).
ββ) ετέρων οικοδομών, εις δέκα επί τοις εκατόν (10 %).
2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται από του οικονομικού έτους 1981.
3. Εις το τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Ν. Δ. 1146/1972
“περί τρόπου μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί αυτοκινήτων οχημάτων και μοτοσυκλεττών”, ως ισχύει, προστίθενται εδάφια έχοντα ως ακολούθως :
“Η ούτως εξευρισκομένη αξία του οχήματος ως εμπορεύματος φορολογείται αυτοτελώς επί συντελεστή τριάκοντα επί τοις εκατόν (30%), υποβαλλομένης προς τούτο σχετικής δηλώσεως υπό του πωλητού εις τον Οικονομικόν Εφορον αυτού προ της συντάξεως της πράξεως μεταβιβάσεως. Ο αναλογών φόρος καταβάλλεται εις εξ (6) ίσας μηνιαίας δόσεις της πρώτης καταβαλλομένης συν τη υποβολή της δηλώσεως. Η αξία αύτη δύναται να υπαχθή εις φόρον εισοδήματος βάσει των γενικώς εν ισχύει διατάξεων περί φορολογίας εισοδημάτων, εφ΄ όσον ήθελε συμπεριληφθεί μετά των λοιπών εισοδημάτων του φορολογουμένου εις την υποβαλλομένη υπ΄ αυτού δήλωσιν φορολογίας εισοδήματος, του οικείου οικονομικού έτους, άλλως θεωρείται εξαντληθείσα η φορολογική του υποχρέωσις δια της αυτοτελούς φορολογήσεως ταύτης. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο προκύπτων βεβαιωθείς ή καταβληθείς φόρος εισοδήματος εκ της αυτοτελούς φορολογήσεως της αξίας του μεταβιβασθέντος οχήματος ως εμπορεύματος, συμψηφίζεται προς τον οφειλόμενον βάσει της δηλώσεως φόρον κατά την εκκαθάρισιν αυτής υπό του Οικονομικού Εφόρου, το δε τυχόν επί πλέον βεβαιωθέν, κατά τα ανωτέρω, ποσόν φόρου εκπίπτεται ή επιστρέφεται, κατά περίπτωσιν”.
4. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 1146/1972, ως τροποποιούνται και συμπληρούνται δια του παρόντος, δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί μεταβιβάσεως καταστραφέντων οχημάτων δημοσίας χρήσεως, εφ` όσον αποδεικνύεται δεόντως η εξ ανωτέρας βίας ή τυχαίου γεγονότος καταστροφή των. Εν τη περιπτώσει ταύτη η αξία του οχήματος, ως εμπορεύματος, υπολογίζεται δια παντός νομίμου μέσου και φορολογείται βάσει των γενικών διατάξεων περί φορολογίας εισοδήματος.
5. Αι διατάξεις των παραγράφων τρία και τέσσερα του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από του οικονομικού έτους 1981.
Ειδικώς, δια τας μεταβιβάσεις οχημάτων δημοσίας χρήσεως, ως εμπορευμάτων, αι οποίαι επραγματοποιήθησαν εντός του έτους 1980, οι φορολογούμενοι δύνανται εντός δύο μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος, να υποβάλουν την υπό της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου προβλεπομένην δήλωσιν και να φορολογηθούν αυτοτελώς δια την αξίαν των μεταβιβασθέντων οχημάτων, εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρεώσεώς των ως προς το εισόδημα τούτο.
6. Η υπ΄ αριθ. Θ. 1408/235/2.11.1979 κοινή απόφασις των Υπουργών Οικονομικών και Συγκοινωνιών με την οποίαν ετροποποιήθη η υπ` αριθ. Κ. 1563/92/25.1.1971 ομοία απόφασις καταργείται αφ` ης ίσχυσεν.
Καταβληθέντα ή βεβαιωθέντα, βάσει της καταργουμένης αποφάσεως, ποσά φόρων, τελών χαρτοσήμου και κρατήσεων υπέρ τρίτων, επί πλέον των αναλογούντων βάσει της υπ΄ αριθ. Κ. 1563/92/1973 αποφάσεως, επιστρέφονται ή εκπίπτονται κατά περίπτωσιν.
7. Εις το άρθρον 9 του Ν.Δ. 118/1973 “περί Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων” προστίθεται παράγραφος 2, των διατάξεων αυτού αριθμουμένων εφεξής ως παράγραφος 1, έχουσα ως ακολούθως :
“2. Επί κτήσεως ακινήτων ή κινητών, εξαιρέσει χρηματικών ποσών, καταθέσεων, απαιτήσεων και παροχών, εάν η φορολογική δήλωσις δια ταύτα υποβληθή μετά πάροδον τριών (3) ετών από του χρόνου γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως, δια τον υπολογισμόν του φόρον, λαμβάνεται υπ΄ όψιν η κατά τον χρόνον της υποβολής της δηλώσεως αξία τούτων, εφ΄ όσον αύτη τυγχάνει μεγαλυτέρα εκείνης του χρόνου γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως.
Επί εκδόσεως πράξεως επιβολής φόρου υπό του Οικονομικού Εφόρου, μετά πάροδον τριετίας από του χρόνου γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως δια τα εν τω προηγουμένω εδαφίω περιουσιακά στοιχεία, εφ΄ όσον δεν υπεβλήθη δήλωσις υπό του υποχρέου μέχρι της εκδόσεως της πράξεως, δια τον υπολογισμόν του φόρου, λαμβάνεται υπ΄ όψιν η κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αξία τούτων, εφ΄ όσον αύτη τυγχάνει μεγαλυτέρα εκείνης του χρόνου γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως.
Εις τας περιπτώσεις αυτάς τυγχάνουν εφαρμογής και αι διατάξεις των άρθρων 75 του παρόντος νόμου, ως ισχύει, και 30,31 και 33 του Ν. 820/1978 “περί λήψεως μέτρων δια την περιστολήν της φοροδιαφυγής κ.λπ.”.
8. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου έχουν εφαρμογήν επί υποθέσεων, δι΄ ας ή φορολογική υποχρέωσις γεννάται από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου.
9. Επί μεταβιβάσεως αιτία θανάτου, δωρεάς ή προικός της ψιλής κυριότητος ακινήτων μετά την έναρξιν ισχύος του Ν. 1041/1980, εφ΄ όσον εν τη υποβληθείση δηλώσει δεν περιελήφθη και αίτημα αμέσου φορολογίας αυτής, ο ψιλός κύριος δύναται, εντός τριών (3) μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, να αιτήσηται παρά του Οικονομικού Εφόρου την άμεσον φορολογίαν της ψιλής κυριότητος. Εν τη περιπτώσει ταύτη, χρόνος γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως λογίζεται ο χρόνος υποβολής της αιτήσεως.
10. Εις την παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν. 1078/1980 προστίθεται εδάφιον τρίτον, έχον ούτω:
“Η απαλλαγή εκ του φόρου δι αγοράν οικίας ή διαμερίσματος ή οικοπέδου παρέχεται και όταν το αγοραζόμενον οικόπεδον ή το γήπεδον, εφ΄ ου η αγοραζομένη οικία ή το διαμέρισμα, κείται εντός οικισμού, προϋφισταμένου του έτους 1923 και οικοδομείται νομίμως, κατά βεβαίωσιν των αρμοδίων Δημοσίων Υπηρεσιών”.
Το δεύτερον εδάφιον της παραγράφου 9 του άρθρου 1 του Ν. 1078/ 1980 “περί απαλλαγής εκ του φόρου μεταβιβάσεως της αγοράς πρώτης κατοικίας κ.λπ.”, αντικαθίσταται, εφ΄ ης ίσχυσεν, ως ακολούθως:
“Αι διατάξεις περί απαλλαγής κατά την αγοράν πρώτης κατοικίας ή οικοπέδου διά πρώτην κατοικίαν των αγάμων προσώπων, ως και των εγγάμων, εν τω προσώπω των οποίων δεν συντρέχονν αι προϋποθέσεις απαλλαγής του παρόντος άρθρου, διατηρούνται εν ισχύι”.
11. Η αληθής έννοια της διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 226/1969 “περί διασφαλίσεως ίσων όρων ανταγωνισμού δια τα ελληνικά προϊόντα”, ως ισχύει, είναι ότι εις την αξία FΟΒ των εξαγομένων προϊόντων, επί της οποίας υπολογίζεται η επιστρεφόμενη μέση εκ τελών χαρτοσήμου επιβάρυνσις, δεν περιλαμβάνεται η αναγραφομένη επί των τιμολογίων εξαγωγής προμήθεια του αντιπροσώπου.
12. Τυχόν καταβληθέντα εις τους εξαγωγείς ποσά, λόγω υπολογισμού της μέσης εκ τελών χαρτοσήμου επιβαρύνσεως και επί της κατά την προηγούμενη παράγραφον προμηθείας, δεν αναζητούνται.
13. Τα τιμολόγια και τα χρεωστικά ή άλλα έγγραφα, τα οποία εκδίδονται ή λαμβάνονται από τα Γραφεία Γενικού Τουρισμού, δια την τακτοποίηση χρηματικών δοσοληψιών μετά των ημεδαπών ή αλλοδαπών πελατών αυτών, απαλλάσσονται από τα τέλη χαρτοσήμου, εξαιρέσει της τυχόν περιλαμβανομένης εις τα έγγραφα ταύτα προμηθείας.
14. Οφειλόμενα τέλη χαρτοσήμου επί των κατά την προηγούμενη παράγραφο εγγράφων δεν αναζητούνται, τα τυχόν δε καταβληθέντα δεν επιστρέφονται.
15. Απαλλάσσονται του φόρου κύκλου εργασιών του εδαφίου α΄ του άρθρου 1 του Α.Ν. 660/1937 “περί του φόρου επί του κύκλου εργασιών” τα ακαθάριστα έσοδα των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων τα προερχόμενα εκ πωλήσεως προς εγχωρίας αυτοκινητοβιομηχανίας, μερών, εξαρτημάτων και υλικών δια την υπ΄ αυτών κατασκευήν, διασκευήν ή συναρμολόγησιν επιβατικών αυτοκινήτων, υπαγομένων εις τον ειδικόν φόρον καταναλώσεως του άρθρου 2 του Ν. 363/1976 “περί διαρρυθμίσεως των επί των αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως επιβαλλομένων φόρων”.
16. Οι όροι και η εν γένει διαδικασία της κατά την προηγουμένην παράγραφον απαλλαγής, καθορίζονται δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
17. Φόροι, τέλη και εισφοραί, βεβαιούμενοι βάσει της, κατά το άρθρον 18 του Ν.Δ. 4242/1962 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων” εκδιδομένης προσωρινής πράξεως, καταβάλλονται εφ΄ άπαξ.
18. Αι διατάξεις του άρθρου 18 του Ν.Δ. 4242/1962 εφαρμόζονται αναλόγως και επί των βάσει δηλώσεως αποδιδομένων φόρων:
“α) που προκαταβάλλονται ή παρακρατούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 3323/1955, καθώς και του άρθρου 10 του α.ν. 148/1967, όπως αυτοί οι φόροι προκύπτουν από τα λογιστικά βιβλία και στοιχεία του υποχρέου ή, σε περίπτωση έλλειψης αυτών, από κάθε άλλο σχετικό στοιχείο,
β) των τελών χαρτοσήμου, που συνεισπράττονται με τους φόρους της προηγούμενης περίπτωσης”.
Οι εντός περ. α΄ και β΄ αντικαταστάθηκαν ως άνω με την παρ.3 του άρθρου 15 του Ν. 1563/1985 (ΦΕΚ Α 151)
γ) ειδικού φόρου καταναλώσεως του άρθρου 1 του Ν.Δ. 3829/1958 “περί φορολογικών μέτρων αποσκοπούντων εις τον περιορισμόν της καταναλώσεως ειδών τινών πολυτελείας”, ως τούτο ισχύει,
δ) φόρου καταναλώσεως απορρυπαντικών του άρθρου 4 του Α.Ν. 156/1967 “περί ρυθμίσεως δασμολογικών και φορολογικών τινών θεμάτων κατά την εισαγωγή εκ του εξωτερικού ενίων ειδών”, ως τούτο ισχύει.
ε) ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των επιβατικών αυτοκινήτων του άρθρου 2 του Ν. 363/1976 “περί διαρρυθμίσεως των επί των αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως επιβαλλομένων φόρων”, ως τούτο ισχύει,
στ) φόρου πολυτελείας επί των εν τη ημεδαπή κατασκευαζομένων ή διασκευαζομένων ειδών των αναφερομένων εις την απόφασιν του Υπουργού Οικονομικών υπ΄ αριθ. Μ. 1480/1945 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί φόρου επί ειδών πολυτελείας”, ως αύτη ισχύει,
ζ) φόρο πολυτελείας επί της τεχνητής μετάξης και των συνθετικών υφαντικών ινών του άρθρου 4 του Α.Ν. 652/1945 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί φόρων καταναλώσεως κ.λπ.”, ως τούτο ισχύει και
η) φόρου πολυτελείας επί των οινοπνευματωδών ποτών του άρθρου 1 του Ν.Δ. 141/1969 “περί αυξήσεως του φόρου πολυτελείας επί οινοπνευματωδών ποτών”, ως τούτο ισχύει.
“θ) φόρου του άρθρου 5 του Α.Ν. 843/1948.
ι) του τέλους διαμονής παρεπιδημούντων επί των μισθωμάτων κλίνης των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων του άρθρου 1 του Ν. 339/1976 (ΦΕΚ – Α΄ 136)”.
Οι περ. θ και ι του πρώτου εδαφίου της παρ. 18 του άρθρου 7 προστέθηκαν με το άρθρο 21 του Ν. 1326/1983 (Α΄ 19) και η ισχύς τους αρχίζει από την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 18 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου.
Εις περίπτωσιν εξωδίκου λύσεως της διαφοράς επί της κατά το άρθρον 18 του Ν.Δ. 4242/1962 εκδιδομένης προσωρινής πράξεως καταλογισμού φόρου κύκλου εργασιών και των περί ων το προηγούμενον εδάφιον φόρων, πλην του τέλους χαρτοσήμου της περιπτώσεως β΄, η υπό των κειμένων διατάξεων προβλεπομένη προσαύξησις
α) λόγω παραλείψεως υποβολής δηλώσεως και
β) λόγω υποβολής ανακριβούς τοιαύτης, δεν δύναται να είναι εις μεν την πρώτην περίπτωσιν μικροτέρα του δια της πράξεως ταύτης καταλογιζομένου κυρίου φόρου, εις δε την δευτέραν περίπτωσιν μικροτέρα του ημίσεος του μη δηλωθέντος φόρου. .
19. Η κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 19 του Ν. 2948/1922 “περί προαγωγής της βιομηχανίας και βιοτεχνίας”, επαναχθέντος εις ισχύ δια του άρθρου 13 του Ν.Δ. 2176/1952 “περί μέτρων προστασίας της Επαρχιακής Βιομηχανίας”, απαιτουμένη κοινοποίησις της παροχής της ευνοίας λογίζεται αμαχήτως συντελεσθείσα εν πάση περιπτώσει επί μεν απαλλοτριώσεων κηρυχθεισών προ της ισχύος του Ν.Δ. 797/1971 “περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων” από της δημοσιεύσεως της σχετικής περί απαλλοτριώσεως πράξεως, επί δε των λοιπών απαλλοτριώσεων από του χρόνου καθ ον ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση ή ο δια λογαριασμόν τούτου ενεργών κατέθεσεν εις την Διεύθυνσίν Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Οικονομικών την κατ΄ άρθρον 12 του Ν.Δ. 2176/1952 εγγυητικήν επιστολήν ή προέβη εις την δια της αυτής διατάξεως προβλεπομένην παρακαταθήκην.
20. Η ισχύς της διατάξεως της προηγουμένης παραγράφου άρχεται αφ΄ ης ήρξατο ισχύον το Ν.Δ. 2176/1952.
21. Οι Αθλητικοί εν γένει αγώνες και επιδείξεις τελούμενοι παρά νομίμως συνεστημένων και ανεγνωρισμένων παρά της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού πάσης φύσεως νομικών προσώπων απαλλάσσονται των υπό των κειμένων διατάξεων προβλεπομένων:
α) φόρο Δημοσίων Θεαμάτων,
β) εισφοράς υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Προνοίας και
γ) του ειδικού προσθέτου τέλους υπέρ φιλαρμονικών.
22. Αι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Ν. Δ/τος 2496/1953 “περί λήψεως μέτρων δια την ανάπτυξιν της Εθνικής Σωματικής Αγωγής κ.λπ.” καταργούνται, από της ενάρξεως ισχύος του Ν. 1070/1980 “περί λήψεως μέτρων αναπτύξεως του αθλητισμού κ.λπ.”.
23. Από της ισχύος της παρούσης τα μέχρι και της 31ης Δεκεμβρίου 1979 θεωρηθέντα και μη χρησιμοποιηθέντα τιμολόγια αγοράς, διπλότυποι και τριπλότυποι αποδείξεις ποσοτικής παραλαβής και εκκαθαρίσεις, περί ων αι διατάξεις του άρθρου 19 και της παραγράφου 2 του άρθρου 23 τον Π.Δ. 99/1977 “περί Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων”, ως και τιμολόγια πωλήσεως, αποδείξεις ποσοτικής παραδόσεως, δελτία αποστολής, εκκαθαρίσεις, περί ων αι διατάξεις του άρθρου 20 και των παραγράφων 1, 4, 5 και 6 του άρθρου 23 του αυτού Π.Δ. παύουσιν ισχύοντα, εφ΄ όσον δεν θεωρηθώσιν εκ νέου υπό της αρμοδίας Φορολογικής Αρχής.
Η ισχύς των διατάξεων της παρούσης παραγράφου άρχεται μετά δυο μήνας από της δημοσιεύσεως αυτής εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
24. Ο αναλογών φόρος κύκλου εργασιών επί των ακαθαρίστων εσόδων τα οποία πραγματοποίησε η ΔΕΗ κατά τα έτη 1972 μέχρι και 1979 εκ παροχής ηλεκτρικού ρεύματος δια τον φωτισμόν γραφείων και λοιπών χώρων των βιομηχαγικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, αίτινες δεν διαθέτουν ιδιαίτερον μετρητήν ρεύματος φωτισμού, δεν δύναται να επιρριφθή εις βάρος των επιχειρήσεων τούτων, μη εφαρμοζομένης εν προκειμένω της διατάξεως του άρθρου 10 του Α.Ν. 660/1937, ως ισχύει.
25. Επί αποστολής οίνων, ζύθου, αναψυκτικών και οινοπνευματωδών ποτών εν γένει υπό επιτηδευματιών, πλην συνεταιρισμών των προσώπων της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του Π.Δ. 99/1977 και των ενώσεων των συνεταιρισμών αυτών, εις τρίτους προς πώλησιν δια λογαριασμόν των, το εκδιδόμενον δελτίον αποστολής υπόκειται εις τέλος χαρτοσήμου δύο επί τοις εκατόν (2 %), υπολογιζόμενον επί της τιμής χονδρικής πωλήσεως, προσαυξανομένης με τα ποσά των τυχόν δασμών, φόρων, εισφορών και λοιπά τα οποία επιβαρύνουν ταύτα. Εις την περίπτωσιν αυτήν η προμήθεια, η αναγραφομένη επί της εκκαθαρίσεως, την οποίαν εκδίδει ο πωλήσας τα ανωτέρω αγαθά, δεν υπόκειται εις τέλος χαρτοσήμου.
Το ανωτέρω τέλος καταβάλλεται δι΄ αποδεικτικού καταβολής του Δημοσίου Ταμείου, υπό του εκδίδοντος το δελτίο αποστολής, συμφώνως προς τα υπό του άρθρου 30 τον ως άνω Προεδρικού Διατάγματος οριζόμενα.
Η ισχύς της παρούσης παραγράφου άρχεται την 1ην του επομένου, από της δημοσιεύσεως τον παρόντος νόμου, μηνός.
26. Η υπό της περιπτώσεως γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 4055/1960 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεών τινών της τελωνειακής και δασμολογικής νομοθεσίας, κυρώσεως πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου κ.λπ.”, ως ισχύει, εν συνδυασμώ προς την παράγραφον 3 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 4088/1960 “περί τελωνειακού δασμολογίου εισαγωγής” προβλεπομένη απαλλαγή εκ του φόρου κύκλου εργασιών των εν τη Χώρα παραγομένων ομοίων μιγμάτων ζωοτροφών ισχύει, υπό την προϋπόθεση ότι ο φόρος ούτος δεν εισεπράχθη και επί εκκρεμουσών υποθέσεων ενώπιον των φορολογικών αρχών, των διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο τυχόν δε βεβαιωθείς φόρος κύκλου εργασιών επί ακαθαρίστων εσόδων εκ της πωλήσεως των προϊόντων τούτων εκπίπτεται, ενώ ο καταβληθείς δεν επιστρέφεται.
27. Απαλλάσσονται του φόρου κύκλου εργασιών του Α.Ν. 660/1937, τα ακαθάριστα έσοδα εξ εκτυπώσεως υποτίτλων επί κινηματογραφικών και τηλεοπτικών ταινιών.
Η απαλλαγή αύτη αφορά και τας εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των φορολογικών αρχών, των διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
28. Η προβλεπομένη υπό των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 17 και της παρ. 1 του άρθρου 49 του Νόμου 814/1978 “περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως φορολογικών και άλλων τινών συναφών διατάξεων” προθεσμία, ήτις παρετάθη δια των υπ΄ αριθ. πρωτ. Κ. 9830/1097/22.11.1979 και Κ.10986/192/31.12.1980 αποφάσεων μέχρι 30.4.1981 παρατείνεται αφ΄ ης έληξε και μέχρι συμπληρώσεως διμήνου από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, δι΄ ας περιπτώσεις ο αναλογών φόρος μεταβιβάσεως κατεβλήθη μέχρι 30.4.1981.
29. Η παράγραφος 4 του άρθρου 67 τον Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“4. Οι κατά τας προηγουμένας παραγράφους πρόσθετοι φόροι επιβάλλονται, μη εξεταζομένης της υπάρξεως ή μη δόλου είτε αμελείας του φορολογουμένου ή παρερμηνείας των διατάξεων του νόμου”.
30. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και επί των εκκρεμουσών υποθέσεων, κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος, ενώπιον των Φορολογικών Αρχών ή των Διοικητικών Δικαστηρίων εις οιονδήποτε βαθμό και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
31. Δια την εφαρμογή των διατάξεων περί Φορολογίας εισοδήματος οι τόκοι δανείων και πιστώσεων, τα έξοδα εκπαιδεύσεως προσωπικού, αι αμοιβαί εκ των συναφθέντων ή συναφθησομένων δανείων και εκ των αμοιβών των τεχνικών συμβούλων της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας Ανώνυμος Εταιρεία δια το χρονικόν διάστημα από 1.1.1980 έως 31.12.1983 λογίζονται έξοδα πρώτης εγκαταστάσεως. Η απόσβεσις των ανωτέρω εξόδων πρώτης εγκαταστάσεως, ως και των δημιουργηθέντων και χαρακτηρισθέντων υπό της εταιρείας ως τοιούτων από της ιδρύσεως της μέχρι της 31.12.1979, θα ενεργηθή από του ισολογισμού της χρήσεως 1984 κατά τας περί φορολογίας εισοδήματος διατάξεις. Αι αποσβέσεις επί των από της ιδρύσεως της εταιρείας μέχρι της 31.12.1984 κτηθέντων ή κτηθησομένων υπ΄ αυτής παγίων περιουσιακών στοιχείων θα ενεργηθούν από της χρήσεως 1984. Δια τας μη ενεργηθείσας δια την χρήσιν 1979 αποσβέσεις επί των παγίων περιουσιακών στοιχείων της η εταιρία δεν στερείται του δικαιώματος να ενεργήσει αυτάς μεταγενεστέρως.
32. Το δεύτερον εδάφιον της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Ν. 1116/1981 “για την παροχή κινήτρων ενισχύσεως της περιφερειακής και οικονομικής αναπτύξεως της Χώρας και τη ρύθμιση συναφών θεμάτων” αντικαθίσταται αφότου ίσχυσεν, ως εξής:
“Περιοχή Α΄, στην οποία περιλαμβάνονται ο Νομός Αττικής, εκτός από τις Επαρχίες Τροιζηνίας, Υδρας, Αιγίνης, Κυθήρων και το νησί Σπέτσες, η Επαρχία Θεσσαλονίκης, ο Δήμος Κερκυραίων και οι Κοινότητες Αλεπούς, Εβροπούλων, Μοραϊτικων, Μπενιτσών, Στρογγυλής, Γαστουρίου, Κυνοπιαστών, Καναλίου και Λακώνων του νησιού Κέρκυρα και η περιοχή της πόλεως Ρόδου με γώνη βάθους 10 χιλιομέτρων από το Ενυδρείο της πόλεως”.
33. Το εδάφιον δ΄ της παραγράφου δύο του άρθρου 22 του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931 “περί κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου”, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“δ. Αι αποδείξεις συνδρομών περιοδικών, εφημερίδων και εν γένει εντύπων, των οποίων η ετησία συνδρομή δεν υπερβαίνει τας οκτακοσίας (800) δραχμάς”.
34.Αι διατάξεις της υπ΄ αριθ. Μ. 1578/223/30.3.1981 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, από του εν αυτή οριζομένου χρόνου ισχύος, έχουν εφαρμογή επί των θεάτρων, Πρόζας, Μουσικού και Μελοδράματος ολοκλήρου της Χώρας.
Ποσά φόρου δημοσίων θεαμάτων και εισφοράς υπέρ Εθνικού Οργανισμού Προνοίας καταβληθέντα από του, χρόνου ενάρξεως ισχύος της παρούσης παραγράφου επιστρέφονται εις τους θεατρώνας.
35. Αι χοροεσπερίδες, συνεστιάσεις και λοιπαί εκδηλώσεις, διενεργούμεναι υπό νομίμως συνεστημένων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος Νομικών Προσώπων, επιδιωκόντων αποδεδειγμένως σκοπούς εθνωφελείς ή θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς ή εκπαιδευτικούς ή κοινωφελείς, απαλλάσσονται του φόρου δημοσίων θεαμάτων και των συνεισπραττομένων μετ΄ αυτού τελών και εισφορών υπέρ τρίτων.
“Η πιο πάνω απαλλαγή ισχύει και για τις εκδηλώσεις που οργανώνονται από τις Μαθητικές Κοινότητες που λετουργούν σύμφωνα με το σχετικό κανονισμό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων”.
Το β΄ εδάφιο της παρ. 35 του άρθρου 7 προστέθηκε με το άρθρο 18 παρ. 3 του Ν. 1326/1983 (Α` 19).
36. Αστικά ή αγροτικά ακίνητα του Δημοσίου κείμενα εις τον Νομόν Δωδεκανήσου, καθώς και ακίνητα του Δημοσίου, κείμενα εντός του οικοδομικού τετραγώνου του περικλειομένου υπό των οδών Αλ. Παπαναστασίου – Καρακάση – Αρχ. Σαράντη και Μητσάκη του Δήμου Θεσσαλονίκης, εκποιούνται προς τους, προ της 1ης Ιανουαρίου 1967, αυθαιρέτους κατόχους αυτών, ή τους κληρονόμους ή τους ειδικούς διαδόχους των, εφ΄ όσον η κατοχή των συνεχίζεται άνευ διακοπής και υπέβαλον εμπροθέσμως αιτήσεις εξαγοράς, ή υποβάλλουν τοιαύτας εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος, αντί τιμήματος ίσου προς τα 2/10 της αγοραίας αξίας των αστικών και 1/10 των αγροτικών ακινήτων, εξοφλητέου εις είκοσι (20) ατόκους εξαμηνιαίας δόσεις.
Τα ανωτέρω ισχύουν και δια τας ήδη εκδοθείσας αποφάσεις διά τα ανωτέρω κτήματα.
Η εκποίηση χωρεί, υπό τας προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 263/1968, ως τούτο αντικατεστάθη υπό του άρθρου 1 του Ν. 719/1977.
37. Το άρθρον 26 του Ν. 973/1979 αντικαθίσταται ως εξής:
“Ακίνητα του Δημοσίου, κείμενα εντός της πόλεως της νήσου Κω, εις την περιοχήν “Καζέρμα” (Κτηματολόγιον Κω: Κ.Μ. 1239 οικοδομών πόλεως Κω, Τόμος 43, σελίς 94) περιέρχονται εις το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών προκειμένου να εφαρμοσθή υπ΄ αυτόν “Ειδικό πρόγραμμα στεγαστικής αποκαταστάσεως των οικογενειών των εγκατεστημένων εις αυτήν κατά την 31 Δεκεμβρίου 1980. Η αποκατάσταση των οικογενειών τούτων θα πραγματοποιηθεί δια της παραχωρήσεως ετοίμων κατοικιών που Θα ανεγερθούν δι΄ εργολαβίας μερίμνη των αρμοδίων Κρατικών Υπηρεσιών.
Εφ΄ όσον εις την ανωτέρω περιοχή “Καζέρμα” προβλεφθή από το “Ειδικό πρόγραμμα” ανέγερσις και καταστημάτων ταύτα δύνανται να εκποιηθούν δια δημοπρασίας το προϊόν της οποίας θα περιέρχεται εις τον Ειδικόν λογαριασμόν του άρθρου 7 του Ν. 973/1979.
Πάσα δαπάνη ανεγέρσεως των κτισμάτων και εκτελέσεως γενικώς του προγράμματος τούτου βαρύνει τας πιστώσεις του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων εγγραφομένου Ειδικού προς τούτο έργου.
Εις τας δαπάνας ταύτας δύναται να συμμετάσχει δια συνεισφοράς και ο Ειδικός λογαριασμός της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 973/1979 με ποσοστό οριζόμενο δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Οι όροι, προϋποθέσεις, τρόπος αναγνωρίσεως των δικαιούχων, η παρασχεθησομένη στεγαστική συνδρομή, ο τρόπος χορηγήσεως αυτής, το ποσόν χρεώσεως των δικαιούχων, ο τρόπος εισπράξεως αυτού ο τρόπος και αι δαπάνες προσωρινής στεγάσεως των δικαιούχων, τα κτίσματα που θα ανεγερθούν, ο τρόπος ανεγέρσεως των και γενικώς η αντιμετώπισις παντός θέματος που ήθελε ανακύψει κατά την εφαρμογή του ειδικού τούτου προγράμματος καθορισθήσεται ελευθέρως δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών, Κοινωνικών Υπηρεσιών και Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος.
38. Το άρθρον 5 παρ. 5 του Ν. 719/1977 τροποποιείται ως ακολούθως:
“5. Το υπό κτηματολογικά στοιχεία Γαιών Ρόδον Τόμος 3, Φύλλον 80, Φάκελος 541, μερίς 596 (Β.Κ. 1594) ακίνητο ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, περιέρχεται εις την δικαιοδοσία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, υποχρεουμένου όπως εντός προθεσμίας ενός έτους από της δημοσιεύσεως του παρόντος παραχωρήση τούτο εις τον “οικοδομικόν συνεταιρισμό παραπηγματούχων Αγίας Τριάδος Ρόδου” εις την τιμήν ήν είχε κατά το έτος 1972, καταβλητέαν υπό του Οικοδομικού Συνεταιρισμού εις δέκα ετησίας ατόκους δόσεις προς στεγαστικήν αποκατάστασιν των παραπηγματούχων – μελών του, δια την, μερίμνη του Συνεταιρισμού τούτου, ένταξιν εις το σχέδιο πόλεως και την εν συνεχεία οικοπεδοποίησιν και διανομήν οικοπέδων εις τα μέλη του.
Το παραχωρούμενο εις έκαστον μέλος του Συνεταιρισμού ακίνητο, δεν δύναται να εκποιηθή προ της παρελεύσεως δεκαετίας από της παραχωρήσεως, δύναται όμως να μεταβιβασθεί λόγω ποικός ή αιτία θανάτου”.
39.”Ως χρονικό όριο ισχύος της παρ. 2 εδαφ. β΄ άρθρ. 19 του ν.719/1977 ορίζεται η 1η Ιανουαρίου 1967 και εντεύθεν.
40. Εξαιρουμένων των κατά την δημοσίευσιν του άνω Νόμου, αποδεδειγμένως, δια πευκοδασών κεκαλυμμένων εκτάσεων, η παράγραφος 1 του άρθρου δεκαεννιά ιδίου Νόμου, εφαρμόζεται επί πάσης εκτάσεως κειμένης εντός των διοικητικών ορίων Δήμου Κερατέας και κοιλάδος Θορικού, ανεξαρτήτως της φύσεως του εδάφους.
41. Δια την συνδρομή των εν γένει προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 19 του ν. 719/1977, ως τροποποιείται, αρμόδιος καθίσταται ο οικείος Δασάρχης, όστις τη αιτήσει παντός ενδιαφερομένου, υποχρεούται να χορηγεί αντιστοίχους βεβαιώσεις, επί τη προσαγωγή εις αυτόν και ενόρκων έτι βεβαιώσεων, ως και υπευθύνων δηλώσεων του ν.δ. 105/1969 εν ελλείψει ετέρων στοιχείων.
42. Εις την έννοιαν του άρτου περί ου το εδάφιον ιβ` της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Α.Ν. 660/1937, ως ισχύει, περιλαμβάνονται και τα κοινά ή απλά αρτοσκευάσματα εξ αλεύρου, ήτοι τα κοινά κουλούρια, τα σημίτια, τα παξιμάδια, αι φρυγανιαί, αι λαγάναι, τα κριτσίνια, ο διπυρίτης άρτος και τα επτάζυμα, τα μη περιέχοντα ετέρας βρωσίμους ύλας ή και τα περιέχοντα τοιαύτας ύλας εις μικράς ποσότητας .
Άρθρο 8
Κατάθεσις των εισπράξεων και του χρηματικού εφοδιασμού των Δημοσίων Ταμείων δια των Τραπεζών.
1. Η κατάθεσις των ημερησίων εισπράξεων και ο χρηματικός εφοδιασμός των Δημοσίων Ταμείων, εις τα οποία δεν εδρεύει πράκτωρ ή διαχειριστής της Τραπέζης της Ελλάδος δύναται να πραγματοποιήται δια των Τραπεζών, αι οποίαι θα ενεργούν δια λογαριασμόν της Τραπέζης Ελλάδος ως πράκτορες αυτής.
2. Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως θα καθορισθούν οι όροι, αι προϋποθέσεις, ως και αι λοιπαί αναγκαίαι λεπτομέρειαι διά την εφαρμογήν του παρόντος.
3. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου άρχεται από της πρώτης του μεθεπομένου, από της δημοσιεύσεως του νόμου δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, μηνός.
Άρθρο 9
Οργανωτικά θέματα
1. Δια Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών, επιτρέπεται η τροποποίησις, συμπλήρωσις και κατάργησις διατάξεων των Προεδρικών Διαταγμάτων 636/1977 “περί διαρθρώσεως του Υπουργείου Οικονομικών και Οργανισμού των Υπηρεσιών αυτού”, 242/1979 “περί Οργανισμού του Μηχανογραφικού Κέντρου Υπουργείου Οικονομικών” και 471/1980 “περί Οργανισμού του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων” και κατά παρέκκλισιν των κειμένων διατάξεων, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων ένα, εκτός της δια της παραγράφου 1 οριζομένης προθεσμίας και 2 του Ν. 51/1975 “περί αναδιοργανώσεως των δημοσίων πολιτικών υπηρεσιών”. Αι διατάξεις των παρ. 1 έως 5 τον άρθρου 4 του Ν. 51/1975 επεκτείνονται και επί του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.
2. Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να συνιστώνται επιτροπαί ή ομάδες εργασίας εκ δημοσίων υπαλλήλων ή και ιδιωτών, δυναμένων, ως εκ των ειδικών γνώσεων, της επιστημονικής καταρτίσεως, επαγγελματικής απασχολήσεως ή πείρας, να συμβάλλουν εις την αποδοτικωτέραν διεξαγωγή του έργου του Υπουργείου δια της καταρτίσεως μελετών ή διεξαγωγής ερευνών. Δια των αυτών αποφάσεων καθορίζονται τα της συνθέσεως, αρμοδιότητος και λειτουργίας τούτων, ως και τα της αποζημιώσεως των μελών, κατά την προβλεπομένη υπό των νόμων 754/ 1978 και 755/1978 διαδικασίαν.
3. Οι κατά την δημοσίευσιν του παρόντος υπηρετούντες υπάλληλοι των κλάδων ΑΤ1 – Αναλυτών Συστημάτων, ΑΤ2 – Προγραμματιστών Η/Υ, ΜΕ1 – Βοηθών Προγραμματιστών Η/Υ, ΜΕ2 – Χειριστών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και ΜΕ3 – Χειριστών Μηχανών Προετοιμασίας, του Μηχανογραφικού Κέντρου του Υπουργείου Οικονομικών, εξαιρέσει των δοκίμων, οι κεκτημένοι χρόνο πραγματικής Δημοσίας Υπηρεσίας τεσσάρων ετών και άνω επανεντάσσονται μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, επί τη βάσει των τυπικών και ουσιαστικών τούτων προσόντων. Η επανένταξη αύτη ενεργείται εν τη κατηγορία και κλάδω εις ον ανήκει ο υπάλληλος και εις βαθμόν ουχί ανώτερον του 4ου.
Δια την κατά τα ανωτέρω επανένταξη δεν δύναται να ληφθή, πλέον του εις τον ον κέκτηνται βαθμό χρόνου, πλεονάζων χρόνος πραγματικής Υπηρεσίας μείζων των πέντε (5) ετών δια τους κλάδους ΑΤ1 και ΜΕ1 και δύο (2) ετών δια τους κλάδους ΑΤ2, ΜΕ2 και ΜΕ3.
Ο πέραν του απαιτουμένου δια την κατά βαθμό επανένταξη χρόνος υπηρεσίας, λογίζεται δια πάσας τας περιπτώσεις, ως διανυθείς εις τον ον επανεντάσσεται έκαστος βαθμό.
Οι κατά το παρόν άρθρον επανεντασσόμενοι τίθενται εις το αριστερό των υπηρετούντων ομοιοβάθμων των και δεν δύναται να κριθώσι δια τον επόμενον βαθμόν πριν ή εποκτήσωσι δικαίωμα κρίσεως δια τον βαθμόν τούτον οι κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος ανώτεροι ή αρχαιότεροι των.
4.Η παρ. 4 του άρθρου 9 καταργήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του Ν.1199/1981 (ΦΕΚ Α 237).
5. Συμβάσεις υπαλλήλων, επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου χρόνου του Υπουργείου Οικονομικών, συναφθείσαι μέχρι 31 Δεκεμβρίου 79 προς κάλυψη θέσεων της ειδικότητος Πολιτικών Μηχανικών, Τοπογράφων Μηχανικών, Βοηθών Τοπογράφων, Σχεδιαστών, Αναλυτών Συστημάτων, Προγραμματιστών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (Η/Υ) μετατρέπονται αυτοδικαίως από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος εις τοιαύτας αορίστου χρόνο.
6. Συνιστώνται παρά τω Υπουργείο Οικονομικών τριάκοντα (30) θέσεις Ειδικού Επιστημονικού προσωπικού διαφόρων ειδικοτήτων, επί σχέσει Ιδιωτικού Δικαίου αορίστου χρόνου, πληρούμεναι κατά τας διατάξεις του Ν. 993/1979 “περί του επί συμβάσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου Προσωπικού του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των λοιπών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου”. Αι ειδικότητες, ο αριθμός και τα ειδικά προσόντα του προσωπικού εκάστης τούτων καθορίζονται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών.
7. Εις το άρθρον 6 του Ν. 1104/1980 “περί εκπροσωπήσεως της Ελλάδος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ιδρύσεως Διπλωματικών και Προξενικών Αρχών και ρυθμίσεως άλλων συναφών οργανωτικών θεμάτων”, αι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται αφ΄ ης ίσχυσαν και προστίθεται παράγραφος πέντε ως εξής:
“3. Δικαστικοί λειτουργοί δύνανται να αποδέχωνται θέσιν εις τας Ευρωπαϊκάς Κοινότητας προς παροχή αντιστοίχων προς το λειτούργημά των ή νομικών εν γένει υπηρεσιών εις την αλλοδαπή, επί οιαδήποτε σχέσει, μετά προηγουμένην άδεια τον Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν γνώμης του αρμοδίου δι΄ έκαστον κλάδο Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.
4. Κατά την διάρκεια της υπηρεσίας των εις την αλλοδαπή, οι αποδεχθέντες τοιαύτην θέσh δικαστικοί λειτουργοί, θεωρούνται ως διατελούντες εις κανονική άδεια απουσίας άνευ αποδοχών. Ο χρόνος της υπηρεσίας ταύτης, μη δυνάμενος να διαρκέση οπωσδήποτε πέραν της εξαετίας, θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας δια πάσαν συνέπειαν.
Κατά την διάρκεια της τοιαύτης υπηρεσίας των, οι δικαστικοί λειτουργοί, υπόκεινται εις όλας τας του μισθού κρατήσεις και προς Ασφαλιστικά Ταμεία εισφοράς, τας αντιστοιχούσας προς τον βαθμό της κατεχομένης οργανικής θέσεως και τα έτη της υπηρεσίας των.
Αι λεπτομέρειαι καταβολής τούτων καθορίζονται δι΄ αποφάσεως των αρμοδίων Υπουργών.
5. Αι, υπό των αποδεχθέντων τοιαύτην θέση εις την αλλοδαπή δικαστικών λειτουργών, κατεχόμεναι οργανικές θέσεις λογίζονται κενές, δύνανται δε να πληρωθούν δια προαγωγής, εάν η υπηρεσία των εις τας Ευρωπαϊκάς Κοινότητας προβλέπεται ότι θα διαρκέση πέραν της διετίας.
Μετά την, κατά την προηγουμένη διάταξη, συμπλήρωση της οργανικής του θέσεως, ο δικαστικός λειτουργός θεωρείται ως κατέχων προσωρινή υπεράριθμο ισόβαθμον θέση, ήτις καταργείται αυτοδικαίως άμα τη προαγωγή του εις ανώτερο βαθμό ή τη αποχωρήσει του εκ της δικαστικής υπηρεσίας”.
8. Εις τας οργανικάς θέσεις των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου προστίθενται :
α) μία (1) θέσις Συμβούλου οριζομένου ούτω του συνολικού αριθμού αυτών εις δέκα οκτώ (18) και
β) δύο (2) θέσεις Παρέδρων οριζομένου ούτω του συνολικού αριθμού αυτών εις τριάκοντα μίαν (31).
9. Αι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του Ν. 968/79, “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων”, αι κωδικοποιηθείσαι εις τας αντιστοίχους παραγράφους του άρθρου 22, του π. δ/τος 774/1980 “περί κωδικοποιήσεως κ.λπ.”, αντικαθίστανται ως ακολούθως :
“1. Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, των απολογισμών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ως και των ειδικών λογαριασμών, περί ων η παράγραφος 2 του άρθρου 15 του π. δ/τος 774/1980, ασκείται από 1ης Ιανουαρίου 1980 παρά του Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος.
2. Τον κατά τ΄ ανωτέρω ελέγχου του Κλιμακίου εξαιρούνται εκ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως οι απολογισμοί των κοινοτήτων και εκ των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι απολογισμοί εκείνων τα οποία εδρεύουν εις την Περιφέρειαν της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης και τας περιφερείας των λοιπών Νομαρχιών του Κράτους, εφ΄ όσον ταύτα κέκτηνται προϋπολογιστική και απολογιστική αυτοτέλεια, η δε καθ΄ ύλη αρμοδιότης αυτών, περιορίζεται εντός των ορίων του οικείου Νομού.
Ο έλεγχος των ανωτέρω απολογισμών ασκείται από 1ης Ιανουαρίου 1980 υπό των κατά τω Υπουργείω Βορείου Ελλάδος και τη Νομαρχία Θεσ/νίκης Παρέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των Επιτρόπων αυτού εις τας έδρας των λοιπών Νομαρχιών.
Τυχόν προκύπτουσαι αμφισβητήσεις εκ του ως άνω καθορισμού των αρμοδιοτήτων, επιλύονται εκάστοτε δι΄ αποφάσεων της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εν τη ασκήσει του κατά τα΄ ανωτέρω ελέγχου παρά των Παρέδρων και Επιτρόπων, περιέρχονται εις αυτούς αι αρμοδιότητες των διευθύνσεων και του Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά των εκδιδομένων δε παρ΄ αυτών πράξεων, ασκούνται τα υπό του παρόντος προβλεπόμενα ένδικα μέσα κατά των πράξεων του Κλιμακίου”.
10. Το τέταρτον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Π.Δ. 774/1980 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίο κείμενο των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων κ.λπ.” ντικαθίσταται ως εξής : “Η τοποθέτηση του αναγκαίου δια την επάνδρωσιν των εν τω προηγουμένω εδαφίω Διευθύνσεων και Υπηρεσιών προσωπικού, ενεργείται δια πράξεων του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου”.
11. Δια Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Οικονομικών μετά γνώμην της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθορίζονται τα της οργανώσεως, συγκροτήσεως και εποπτείας αυτού, τα της Γραμματείας, τα της εκδικάσεως υπό Κλιμακίου της κατ΄ άρθρον 5 τον Ν. 4448/64 ασκουμένης ενστάσεως και της κατά των αποφάσεων τούτου ασκήσεως ενδίκων μέσων, τα του τόπου και χρόνου των συνεδριάσεων, τα των αποδεικτικών μέσων, ο τρόπος κλητεύσεως των διαδίκων προς συζήτησιν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα της επ΄ ακροατηρίω διαδικασίας και ευταξίας, τα της καταρτίσεως, δημοσιεύσεως και κοινοποιήσεως των αποφάσεων και εν γένει η παρά τω Συνεδρίω Δικονομία, τηρουμένης της αρχής της δημοσιότητος των δικαστικών συνεδριάσεων και του ητιολογημένου των αποφάσεων ως και τα του τρόπου εκτελέσεως των μη δικαστικών αυτού καθηκόντων
12. Αι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 12 του Ν.973/79, αντικαθίστανται ως εξής :
“3.Το Μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας ορίζεται δι΄ αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών εκ του παρά τη Τραπέζη Ελλάδος Λογαριασμού “Ελληνικόν Δημόσιον – Κατάθεσις τιμήματος εκποιουμένων Δημοσίων κτημάτων”. Το ποσόν του Κεφαλαίου κατατίθεται εντόκως επί ενιαυσία προθεσμία εις το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή εις οιανδήποτε Τράπεζα και εις τον λογαριασμό “Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου”.
4. Η Εταιρεία δια την κάλυψιν των δαπανών λειτουργίας της δικαιούται ποσοστού επί των εισπράξεων εκ της εκποιήσεως και διαχειρίσεως εν γένει των ακινήτων του Δημοσίου, οριζομένου εκάστοτε δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών. Όταν το ποσόν τούτο δεν επαρκή, διατίθεται, κατά τον ίδιον τρόπον, ποσόν εκ του κεφαλαίου της Εταιρείας, κατατιθέμενον εις τον τρεχούμενον λογαριασμό”.
13. Αι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 13 του Ν.973/1979, αντικαθίστανται ως εξής :
“1. Η Εταιρεία διοικείται υπό επταμελούς Συμβουλίου συγκροτουμένου διά Προεδρικού Διατάγματος, προτάσει του Υπουργού Οικονομικών.
2. Δια του αυτού Προεδρικού Διατάγματος, ορίζονται εκ των μελών του Δ.Σ. ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος αυτού. Χρέη Γραμματέως εκτελεί υπάλληλος της Εταιρείας, οριζόμενος δι΄ αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου”.
14. Μετά το άρθρον 13 του Ν. 973/79, προστίθεται νέον άρθρον υπ΄ αριθ. 13α, έχον ούτω:
“`Αρθρον 13α.
1. Διά Προεδρικού Διατάγματος, προτάσει του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να συγκροτούνται Επιτροπαί και να καθορίζονται αι αρμοδιότητες και η λειτουργία αυτών, ως και η θητεία των μελών αυτών.
2. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος των ως άνω Επιτροπών, η αποζημίωσις των μελών και του Γραμματέως αυτών.
3. Χρέη Γραμματέως εκτελεί υπάλληλος της Εταιρείας οριζόμενος δι΄ αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής”.
15. Αι διατάξεις του προσωπικού της Ακαδημίας Αθηνών των Κλάδων ΑΤ2, ΑΤ3 και ΑΤ4 ορίζονται και διαρθρούνται ως ακολούθως :
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. |
ΑΤ2 Κλάδος Οικονομικός : |
1 θέσις επί βαθμώ 3ω – 2ω |
1 θέσις επί βαθμώ 5ω – 4ω |
2 θέσεις επί βαθμώ 8ω – 6ω |
ΑΤ3 Κλάδος Βιβλιοθήκης: |
1 θέσις επί βαθμώ 3ω – 2ω |
2 θέσεις επί βαθμώ 7ω – 2ω |
ΑΤ4 Κλάδος Βοηθών Γραφείου |
Δημοσιευμάτων : |
2 θέσεις επί βαθμώ 7ω – 2ω |
Άρθρο 10
Διαδικαστικαί διατάξεις
1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 12 του Ν.Δ.3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“4. Η δήλωσις συντάσσεται επί εντύπου το οποίον παρέχεται δωρεάν υπό του Δημοσίου και υπογράφεται υπό τον δηλούντος και της συζύγου του, εφ΄ όσον δια ταύτης δηλούνται και εισοδήματα της συζύγου.
Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζεται εκάστοτε ο τύπος και το περιεχόμενο της δηλώσεως, ως και τα υποβλητέα συν τη δηλώσει δικαιολογητικά ή έτερα στοιχεία”.
2. Το τρίτον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 51 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“Παραφυλαττομένων των διατάξεων, του προηγουμένου εδαφίου, δεν εκδίδεται φύλλο ελέγχου εάν, το βάσει τούτου προς βεβαίωση τελικώς οφειλόμενο ποσόν δια τον υπόχρεο και την σύζυγό του, αθροιστικώς λαμβανόμενον, δεν υπερβαίνη τας πεντακοσίας δραχμάς”.
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 59 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“2. Το προς βεβαίωσιν τελικώς οφειλόμενο ποσόν αμελείται εάν τούτο, βάσει οιουδήποτε τίτλου βεβαιώσεως, δια τον υπόχρεο και την σύζυγο του, αθροιστικώς λαμβανόμενον, δεν υπερβαίνη τας πεντακοσίας (500) δραχμάς”.
4. Αι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 τον παρόντος εφαρμόζονται επί υποθέσεων οικον. έτους 1981 και εφεξής.
5. Η περίπτωσις α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 65 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“α) δι΄ ολική ή μερική έλλειψη φορολογικής υποχρεώσεως”.
6. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος εφαρμόζονται από του οικονομικού έτους 1981
7. Η διάταξις της παραγράφου 6 του άρθρου 15 του Ν. 2246/1952 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί τελών χαρτοσήμου και άλλων τινών φορολογικών διατάξεων”, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“6. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται να ορίζεται εκάστοτε διάφορος τρόπος χαρτοσημάνσεως των εγγράφων και εκκαθαρίσεως των τελών χαρτοσήμου, ως και εν γένει διαδικασία βεβαιώσεως και εισπράξεως των τελών χαρτοσήμου”.
8. Εν περιπτώσει απαγγελίας δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως της ακυρότητος ατομικής ειδοποιήσεως ή πράξεως διοικητικής εκτελέσεως, δια λόγους αναγομένους εις τον νόμιμο τίτλο, το δικαίωμα του Δημοσίου ή ετέρου προσώπου, ούτινος τα έσοδα εισπράττονται δια των Δημοσίων Ταμείων, προς έκδοση νέας ή κοινοποίηση πράξεως προσδιορισμού της σχετικής φορολογικής υποχρεώσεως, εν τη αμέσω ή εμμέσω φορολογία, ή ετέρας οιασδήποτε υποχρεώσεως, εν ουδεμιά περιπτώσει θεωρείται ότι απεσβέσθη λόγω παραγραφής προ της παρελεύσεως έτους από της δια δικαστικού επιμελητού κοινοποιήσεως εις τον αρμόδιο Δημόσιον Ταμία της ως άνω τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως.
9. Επιφυλασσομένης της ισχύος της προηγουμένης παραγράφου, βεβαιωμένα έσοδα εις τα Δημόσια Ταμεία, περί ων η εν αυτή αναφερομένη ακυρότης, διαγράφονται υπό της βεβαιωσάσης ταύτα Αρχής βάσει της καθ΄ οιονδήποτε τρόπον περιελευσομένης εις ταύτην ως άνω τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, τότε προβαίνει αύτη εις τας κατά νόμο ενεργείας προς απόκτηση νομίμου τίτλου.
10. Αι διατάξεις των παραγράφων 8 και 9 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί υποθέσεων περί ων αι δικαστικαί αποφάσεις κατέστησαν τελεσίδικοι μετά την 31ην Δεκεμβρίου 1974, της εν παραγράφω 8 του παρόντος άρθρου ετησίας προθεσμίας αρχομένης εν τη περιπτώσει ταύτη από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.
11. Αξίωση επιστροφής καταβληθέντος τμήματος ή όλου οφειλής προ της κατά τας παραγράφους 9 και 10 του παρόντος άρθρου διαγραφής ασκείται μετά την γένεση νέου νομίμου τίτλου βεβαιώσεως.
12. Επί των εις τας προηγουμένας παραγράφους 8 και 9 αναφερομένων υποθέσεων, περί ων αι δικαστικαί αποφάσεις κατέστησαν τελεσίδικοι προ της 1ης Ιανουαρίου 1975, αι υφιστάμεναι οφειλαί διαγράφονται οίκοθεν υπό των Δημοσίων Ταμείων, τυχόν δε καταβληθέντα ποσά δεν επιστρέφονται.
13. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται παν θέμα σχετικόν προς την εφαρμογή των παραγράφων 8, 9, 10, 11 και 12 του παρόντος άρθρου.
14. Το άρθρον 26 του Νόμου 827/1978 περί ρυθμίσεως δασμολογικών θεμάτων και άλλων τινών διατάξεων” αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“Αρθρον 26.
Δια κοινών αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται να εξαιρούνται οι Οικονομικοί Έφοροι της προβλεπομένης υπό της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας συμμετοχής των εις Συμβούλια και Επιτροπάς, οσάκις κρίνεται ότι εκ της τοιαύτης συμμετοχής των παρακωλύεται η άσκησις των κυρίων αυτών καθηκόντων.
Δια των αυτών αποφάσεων ορίζεται έτερος δημόσιος υπάλληλος εις την θέση του εξαιρουμένου Οικονομικού Εφόρου”.
15. Εξαιρετικώς δια το οικονομικό έτος 1981, αι δηλώσεις φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, προσωπικών και περιορισμένης ευθύνης εταιρειών, ως και κοινοπραξιών τεχνιτών έργων, αι οποίαι υπεβλήθησαν μετά την λήξη των υπό τον πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 των άρθρων 12 και 16α του Ν.Δ. 3323/1955 οριζομένων προθεσμιών, μέχρι και της 10ης Μαρτίου 1981, λογίζονται ως εμπροθέσμως υποβληθείσαι. Επίσης, ως εμπρόθεσμοι λογίζονται αι κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 44 του Ν.Δ.3323/1955 οριστικαί δηλώσεις οικονομικού έτους 1981, αι οποίαι υπεβλήθησαν μέχρι και της 20ής Μαρτίου 1981.
16. Αι διατάξεις της υπ΄ αριθ. Ε.13663/19.11.1980 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών “περί επιστροφής φόρου εισοδήματος στους μισθωτούς και συνταξιούχους, οικον. έτους 1980” εφαρμόζονται αναλόγως και δια τας επιταγάς αι οποίαι εξεδόθησαν υπό του ΜΗΚΥΟ προς επιστροφή του παρακρατηθέντος φόρου με ποσά κάτω των χιλίων (1.000) δραχμών και μέχρι πεντακοσίων (500) δραχμών.
17. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται να επιβάλλεται η υποχρέωση τηρήσεως των λογιστικών βιβλίων υπό ορισμένων κατηγοριών μεγάλων επιχειρήσεων ολοκλήρου της Χώρας ή τμημάτων ταύτης συμφώνως προς τας διατάξεις του Π.Δ. 1123/1980 “περί ορισμού του περιεχομένου και του χρόνου ενάρξεως της προαιρετικής εφαρμογής του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου”, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 49 του Ν. 1041/1980 “περί αυξήσεως των αποδοχών των Δημοσίων εν γένει υπαλλήλων κ.λπ.”, εφ΄ όσον κρίνεται αναγκαία η πληρεστέρα παρακολούθηση της συναλλακτικής και εν γένει οικονομικής δραστηριότητος καθώς και η διευκόλυνση του φορολογικού ελέγχου των επιχειρήσεων αυτών.
Δια των ιδίων αποφάσεων ορίζεται, ο χρόνος ενάρξεως ισχύος τούτων, το όριο των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων η υπέρβαση του οποίου απαιτείται δια την επιβολή της εν τω προηγουμένω εδαφίω υποχρεώσεως καθώς και αι διοικητικαί κυρώσεις αι οποίαι επιβάλλονται δια την μη εφαρμογή ή πλημμελή εφαρμογή του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου.
18. Η παράγραφος 5 του άρθρου 49 του Ν. 1041/1980, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“5. Από της καθ΄ οιονδήποτε τρόπον θέσεως εις εφαρμογή του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, πάσα υφισταμένη διάταξις αντικειμένη εις τα υπ` αυτού ρυθμιζόμενα λογιστικής φύσεως θέματα παύει ισχύουσα. Διατηρούνται εν ισχύι και μετά την θέση εις εφαρμογή του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου αι διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας, αι οποίαι αφορούν αμέσως ή εμμέσως εις τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης ή του φόρου και γενικώς ρυθμίζουν φορολογικής φύσεως θέματα”.
Άρθρο 11
1. Επιτρέπεται αποκλειστικώς και μόνον δια τους Πανευρωπαϊκούς Αθλητικούς Αγώνας, οι οποίοι θα τελεσθούν εν Αθήναις το 1982, κατόπιν αποφάσεως της Νομισματικής Επιτροπής, προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών, ή υπό της Τραπέζης της Ελλάδος, κοπή – τύπωσις μεταλλικών αναμνηστικών νομισμάτων του Ελληνικού Δημοσίου οιασδήποτε ονομαστικής αξίας και η δια συμβάσεως απ΄ ευθείας ανάθεση υπό του Δημοσίου εις ανεγνωρισμένο Οίκον της ημεδαπής ή αλλοδαπής της ελευθέρας διαχειρίσεως και διαθέσεως τούτων εις το εσωτερικών ή και εξωτερικό, εφ΄ όσον κατά την κρίσιν της Νομισματικής Επιτροπής καθίσταται ούτω αποτελεσματικοτέρα η διεθνής προβολή της Χώρας. Η επί των νομισμάτων τούτων κυριότης ανήκει εις τον κύριο της ύλης εξ ης παρήχθησαν ταύτα.
Η Νομισματική Επιτροπή, εις περίπτωσιν αδυναμίας της Τραπέζης της Ελλάδος να ολοκληρώσει την τύπωση των εν λόγω νομισμάτων, δύναται να αποφασίσει περί της συνεχίσεως της κοπής τούτων εις αλλοδαπό νομισματοκοπείον.
2. Διά των σχετικών συμβάσεων θα καθορίζονται αι τεχνικαί προδιαγραφαί και λοιπά χαρακτηριστικά των νομισμάτων τούτων, αι υπό του Δημοσίου αναλαμβανόμεναι υποχρεώσεις, ως και τα πάσης φύσεως ανταλλάγματα, τα οποία θα καταβάλλονται υπό του έχοντος, κατά τα άνω, την διαχείριση Οίκου, τινά θα αποτελούν δημόσιον έσοδο εισαγόμενο εις τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
3. Επί παντός θέματος αφορώντας εις την κοπή – τύπωσιν αναμνηστικών νομισμάτων και μη ρυθμιζομένου δια της παρούσης διατάξεως, εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του Ν.Δ. 488/1974.
4. Πάσα λεπτομέρεια περί την εφαρμογή της παρούσης διατάξεως ρυθμίζεται δι΄ αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών, αρμοδίου όντος να υπογράψη και πάσα σχετική σύμβαση.
Άρθρο 12
Κύρωση αποφάσεων και συμβάσεως.
1. Κυρούνται και έχουν ισχύ νόμου αφ΄ ης εξεδόθησαν αι υπ αριθ. 4275/ΙΙΙ-175/ΙΙΙ-1/12.1.80, 17202/ ΙΙΙ-1/11.2.80, 20810/ΙΙΙ-1/23.2.80, 41437/ΙΙΙ-176/ΙΙΙ- 1/11.4.80, 61320/ΙΙΙ-176/ΙΙΙ-1/16.5.80, 75817/ΙΙΙ-176/ 13.6.80, 78428/ΙΙΙ-124/18.6.80, ΕΜΠ. 1460/27/23.8.80 και 118011/Δ-Ε/4792/15.9.80 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, έχουσαι ως ακολούθως :
α) “Αριθ. πρωτ. 4275/ΙΙΙ-175/ΙΙΙ-1
Αθήναι 12 Ιανουαρίου 1980
ΘΕΜΑ: Παράταση της προθεσμίας εκπτώσεως 10 % στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 1979, που βεβαιώθηκε βάσει εμπρόθεσμης δηλώσεως την 29.12.1979.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 5 του Ν.Δ. 4242/1962, όπως, ερμηνεύτηκε με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν.Δ. 4444/1964 και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του Ν.Δ. 328/1974.
2. Την διάταξη του άρθρου μόνου του Α. Ν. 614/1968.
3. Την διάταξη του άρθρου 10 παρ.2 του Ν.Δ. 3323/1955.
4. Το γεγονός ότι, για τεχνικούς λόγους, μερικοί χρηματικοί κατάλογοι φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 1979, έφθασαν στα Δημόσια Ταμεία κατά τις τελευταίες ημέρες του μηνός Δεκεμβρίου 1979, με συνέπεια να διαγράφεται ανυπαίτιος για τον φορολογουμένους κίνδυνος απωλείας του δικαιώματος της εκπτώσεως 10%, που καθορίζεται από την πιο πάνω διάταξη υπό στοιχεία 1, αποφασίζουμε:
Παρατείνουμε μέχρι και την 31η Ιανουαρίου 1980 την προθεσμία της εκπτώσεως 10 % στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 1979, ο οποίος βεβαιώθηκε στα Δημόσια Ταμεία μετά την 10η Δεκεμβρίου 1979 και μέχρι τέλους του μηνός αυτού, βάσει εμπρόθεσμης δηλώσεώς τους.
Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.
Ο Υπουργός
ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ”
β) “Αριθ. πρωτ. 17202/ΙΙΙ-1
Αθήναι 11 Φεβρουαρίου 80
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμιών καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη, ότι εξαιτίας της απεργίας των Τραπεζοϋπαλλήλων δημιουργείται αδυναμία δια την εμπρόθεσμη πληρωμή των χρεών προς το Δημόσιο εκ μέρους μεγάλου αριθμού φορολογουμένων, αποφασίζουμε :
Παρατείνονται μέχρι και την 21ην Φεβρουαρίου 1980 οι προθεσμίες πληρωμής χρεών προς το Δημόσιο ή Τρίτους, τα οποία εισπράττονται από τα Δημόσια Ταμεία, είτε πρόκειται περί βεβαιουμένων είτε περί αποδιδομένων ταυτόχρονα με υποβολή δηλώσεως φόρων, τελών, εισφορών, δικαιωμάτων κ.λπ. εφόσον οι προθεσμίες καταβολής ή υποβολής έληξαν το χρονικό διάστημα από 17 Ιανουαρίου τρέχοντος έτους μέχρι και 11ην Φεβρουαρίου 1980.
Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.
Ο Υπουργός
ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
γ) “Αριθ. πρωτ. 20810/ΙΙΙ-1
Αθήναι 23 Φεβρουαρίου 1980
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμιών καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Την απόφασή μας αριθμ. 17202/ ΙΙΙ-1/11.2.80, με την οποία παρατάθηκαν οι προθεσμίες καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.
2. Το γεγονός ότι λόγω της απεργίας των Τραπεζοϋπαλλήλων δημιουργείται αδυναμία για την εμπρόθεσμη πληρωμή των χρεών προς το Δημόσιον από μεγάλο αριθμό φορολογουμένων, αποφασίζουμε :
Παρατείνονται μέχρι και της 28ης Φεβρουαρίου 1980 οι προθεσμίες πληρωμής χρεών προς το Δημόσιο ή Τρίτους, τα οποία εισπράττονται από τα Δημόσια Ταμεία, είτε πρόκειται περί βεβαιουμένων, είτε περί αποδιδομένων ταυτόχρονα με υποβολή δηλώσεως φόρων, τελών, εισφορών, δικαιωμάτων κ.λπ. εφόσον οι προθεσμίες καταβολής ή υποβολής έληξαν από 17 Ιανουαρίου 1980 μέχρι και 2η Φεβρουαρίου 1980.
Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.
Ο Υπουργός
ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
δ) “Αριθ. Πρωτ. Οίκ. 41437/ΙΙΙ-176/ΙΙΙ-1
Αθήναι 11 Απριλίου 1980.
ΘΕΜΑ : Παράταση της προθεσμίας καταβολής της πρώτης δόσεως του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. έτους 1980.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως ισχύει σήμερα.
2. Το γεγονός, ότι τα εκκαθαριστικά σημειώματα του φόρου Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων οικονομικού έτους 1980, που έχει βεβαιωθεί μέχρι σήμερα σε πολλά Δημόσια Ταμεία, έχουν φθάσει στους φορολογουμένους μετά την προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσεως, λόγω της τετραημέρου αργίας του Πάσχα των Υπηρεσιών των ΕΛΤΑ.
3. Την ανάγκη να μη χάσουν οι υπόχρεοι το δικαίωμα της εκπτώσεως 10% και να μη επιβαρυνθούν με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, αποφασίζουμε :
Παρατείνουμε μέχρι την 15 Απριλίου 1980 την προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσεως (που έληξε την 10.4.1980) του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. έτους 1980 που βεβαιώθηκε στα Δημόσια Ταμεία, βάσει δηλώσεων τους του έτους τούτου.
Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.
Ο Υπουργός
ΑΘΑΝ. Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ”
ε) “Αριθ. Πρωτ. Οίκ. 61320/ΙΙΙ-176/ΙΙΙ-1 Αθήναι 16 Μαϊου 1980.
ΘΕΜΑ : Παράταση της προθεσμίας καταβολής του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. έτους 1980.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 Ν.Δ. 3323/1955, όπως ισχύει σήμερα.
2. Το γεγονός, ότι τα εκκαθαριστικά σημειώματα του φόρου Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων οικον. έτους 1980, που έχει βεβαιωθεί μέχρι σήμερα σε πολλά Δημόσια Ταμεία, έχουν φθάσει στους φορολογουμένους μετά την προθεσμία καταβολής της πρώτης και δεύτερης δόσεως, λήξεως 10.5.1980.
3. Την ανάγκη να μη χάσουν οι υπόχρεοι το δικαίωμα της εκπτώσεως 10% και να μη επιβαρυνθούν με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, αποφασίζουμε : Παρατείνουμε μέχρι την 20 Μαίου 1980 την προθεσμία καταβολής της α΄ και β΄ δόσεως, λήξεως 10 Μαϊου 1980, τον φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. έτους 1980, που βεβαιώθηκε στα Δημόσια Ταμεία, βάσει δηλώσεων τους του έτους τούτου. Η παράταση αυτή ισχύει, εφόσον η καταβολή γίνεται στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο.
Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤ. ΕΒΕΡΤ”
στ) “Αριθ. Πρωτ. 75817/ΙΙΙ- 176
Αθήναι 13 Ιουνίου 1980
ΘΕΜΑ: Παράταση της προθεσμίας καταβολής της δόσεως, που έληξε στις 10 Ιουνίου 1980, του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. έτους 1980.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως ισχύει σήμερα.
2. Το γεγονός ότι τα εκκαθαριστικά σημειώματα του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. έτους 1980, που έχει βεβαιωθεί μέχρι σήμερα σε πολλά Δημόσια Ταμεία καθώς και τα μηχανογραφικά τριπλότυπα εισπράξεως, έχουν φθάσει στους φορολογουμένους μετά την προθεσμία καταβολής της πρώτης, δεύτερης και τρίτης δόσεως, λήξεως 10.6.1980.
3. Την ανάγκη να μη χάσουν οι υπόχρεοι το δικαίωμα της εκπτώσεως 10% και να μη επιβαρυνθούν με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, αποφασίζουμε :
Παρατείνουμε μέχρι την 18η Ιουνίου 1980 τη προθεσμία καταβολής της α΄, β΄ και γ΄ δόσεως λήξεως 10ης Ιουνίου 1980, του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. έτους 1980, που βεβαιώθηκε στα Δημόσια Ταμεία βάσει δηλώσεών τους του έτους αυτού.
Η ίδια παράταση ισχύει και για την γ΄ δόση του φόρου τούτου.
Η απόφαση αυτή να κυρωθεί νομοθετικά.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤ. ΕΒΕΡΤ”
ζ) “Αριθ. Πρωτ. 78428/ΙΙΙ-124
Αθήναι 18 Ιουνίου 1980
ΘΕΜΑ: Καταβολή φόρου κληρονομιών, δωρεών και προικών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη :
1. Τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 29 του Ν. 1041/1980, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το α΄ εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 82 του Ν.Δ.118/1973 και καθορίστηκαν νέα όρια για την καταβολή του βεβαιούμενου φόρου κληρονομίας, δωρεών και προικών σε μηνιαίες (άτοκες) ή εξαμηνιαίες (έντοκες) δόσεις, ανάλογα με το εάν το σύνολο του φόρου είναι μικρότερο ή μεγαλύτερο τον ποσού των δραχμών 36.000.
2. Τις διατάξεις του άρθρου 106 του ν. 1041/1980, από τις οποίες προκύπτει ότι οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις που η βεβαίωση του φόρου έγινε στο Δημόσιο Ταμείο από τις 2.4.1980 και μετά.
3. Το γεγονός, ότι πολλά Δημόσια Ταμεία, για βεβαιώσεις που έγιναν μετά την 2.4.80 και για ποσά φόρου μεγαλύτερα των 5.000 δραχμών και μέχρι του ποσού των 36.000 δραχμών έστειλαν στους υπόχρεους ατομικές προσκλήσεις για καταβολή του βεβαιωθέντος φόρου σε 12 εξαμηνιαίες δόσεις, ενώ σύμφωνα και με τη διάταξη της παρ. 1 τον άρθρου 29 του Ν. 1041/80, τα ποσά αυτά έπρεπε να καταβληθούν σε 12 μηνιαίες δόσεις.
4. Την ανάγκη να μη χάσουν οι υπόχρεοι το δικαίωμα της εκπτώσεως του 10% και να μη επιβαρυνθούν με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, αποφασίζουμε :
Όπως, για ποσά φόρου κληρονομίας, δωρεών και προικών μεγαλύτερα των 5.000 δραχμών και μέχρι του ποσού των δραχ. 36.000, που βεβαιώθηκαν στα αρμόδια Δημόσια Ταμεία από τις 2.4.1980 και μετά, οι υπόχρεοι τύχουν της σχετικής εκπτώσεως του 10% ή απαλλαγούν από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εφ΄ όσον εξοφλήσουν το σύνολο του βεβαιωθέντος φόρου ή τις ληξιπρόθεσμες δόσεις μέχρι της 10.7.1980.
Στις ίδιες περιπτώσεις, και εφ΄ όσον έχουν εισπραχθεί προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, τα ποσά αυτών συμψηφίζονται ή επιστρέφονται κατά περίπτωση.
Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤ. ΕΒΕΡΤ”
η) “ΕΜΠ. 146Ο/27 Αθήναι 23 Αυγούστου 1980
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του Ν. 754/1978 άρθρου 6 παράγραφος 4 εδάφιον (δ) δια των οποίων ορίζεται ότι στη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Ν. 754/1978 δεν υπάγονται τα “επιδόματα, αμοιβαί και αποζημιώσεις, έχουσαι τον χαρακτήρα του επιδόματος θέσεως, άτινα εξακολουθονν καταβαλλόμενα κατά τας περί τούτων κειμένας διατάξεις”.
2. Την αριθ.1551/1980 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με την οποία έγινε δεκτό ότι το υπό της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Ν.Δ. 38Ο/1969 “περί Κ.Υ.Π.” προβλεπόμενο επίδομα υψηλού βαθμού ευθύνης και ασφαλείας του προσωπικού της Κ.Υ.Π., φέρει αναμφιβόλως τον χαρακτήρα του επιδόματος θέσεως με το περιεχόμενο της οποίας
συμφωνούμε.
3. Το γεγονός ότι το ως άνω επίδομα σύμφωνα με την εγκύκλιο 30387/1335/1978 (σελίς 31 εδάφιο γ`) μετατράπηκε από 1ης Ιανουαρίου 1978 σε προσωρινό προσωπικό επίδομα κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.754/1978, αποφασίζουμε :
Εγκρίνουμε την επαναχορήγηση από 1ης Σεπτεμβρίου 1980 του υπό της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Ν.Δ. 380/1969 “περί Κ.Υ.Π.” προβλεπομένου επιδόματος υψηλού βαθμού ευθύνης και ασφαλείας στο προσωπικό της Κ.Υ.Π. μέχρι οριστικής νομοθετικής ρυθμίσεως αυτού.
Από της αυτής χρονολογίας παύει η καταβολή του επιδόματος αυτού ως προσωρινού προσωπικού επιδόματος.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤ. ΕΒΕΡΤ”
θ) “Αριθ. Πρωτ. 118011/Δ-Ε/4792
Αθήναι, 15 Σεπτεμβρίου 1980
ΘΕΜΑ: Δεν επιστρέφονται υπερεισπράξεις φόρων μέχρι 100 δρχ. που εισπράττονται με μηχανογραφικά τριπλότυπα εισπράξεως.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Την υπ΄ αριθ. 54009/Δ- Ε/3.5.1979 απόφασή μας που κυρώθηκε νομοθετικά με τις διατάξεις του άρθρου 92 τον Ν. 1041/1980.
2. Το γεγονός ότι παρουσιάστηκαν κατά το τρέχον έτος πολλές περιπτώσεις επιστροφών υπερεισπράξεων φόρων που εισπράττονται μηχανογραφικά από 20-100 δρχ.
3. Το γεγονός ότι θα απασχοληθούν άσκοπα οι υπηρεσίες των Δημ. Ταμείων γιατί παρατηρείται απροθυμία των δικαιούχων των επιστρεφομένων μικροποσών να εισπράξουν αυτά, με αποτέλεσμα να παραμένουν οι τίτλοι αυτοί επιστροφής στα Δημόσια Ταμεία ανεξόφλητοι μέχρι συμπληρώσεως του χρόνου της παραγραφής, αποφασίζουμε:
Τροποποιούμε την υπ` αριθ. 54009/3.5.1979 απόφασή μας και αυξάνουμε το ποσό των μη επιστρεφομένων υπερεισπράξεων φόρων που εισπράττονται με μηχανογραφικά τριπλότυπα από 20 στις 100 δρχ.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί νομοθετικά.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤ. ΕΒΕΡΤ”
2. Κυρούνται αι μέχρι ενάρξεως ισχύος του παρόντος εκδοθείσαι αποφάσεις υπό του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής της συσταθείσης δια της υπ΄ αριθ Δ. 5035/1235/30.8.1979 αποφάσεως αυτού “περί συγκροτήσεως ειδικής Επιτροπής για την εξέταση των ακραίων περιπτώσεων που προκύπτουν κατά την εφαρμογή των περί τεκμηρίων διατάξεων του Ν. 820/1978”.
3.Κυρούνται και έχουν ισχύ νόμου αφ΄ ης εξεδόθησαν αι υπ αριθ. Μ. 853/138/15.2.1980, Τ. 313/69/3.3.1980, Σ. 4556/411/14.7.1980, Κ. 7139/231/30.7.1980, Σ. 5442/469/12.8.1980, Κ. 8729/150/2.10.1980, Ε.13663/19.11.1980, Κ. 10266/310/29.11.1980, Ε. 14678/1383/15.12.1980, Κ. 10984/321/30.12.1980, Κ. 10986/192/31.12.1980, Κ. 10987/193/31.12.1980, Κ. 10988/194/31.12.1980, Κ. 1202/18/6.2.1981, Ε. 2574/24.2.1981 Σ., 1307/111/2.3.1981, Μ. 1544/216/26.3.1981 και Μ. 1578/223/30.3.81, αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών έχουσαι ως ακολούθως:
α) “Μ. 853/138 Αθήναι, 15 Φεβρουαρίου 80
ΘΕΜΑ: Δικαίωμα ατελούς εισόδου στα δημόσια θεάματα.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της περιπτώσεως Β της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του Ν. 2366/1953 “περί καταργήσεως φορολογικών απαλλαγών και εξαιρέσεων”.
2. Ότι, τα ασκούντα ενεργώς το δημοσιογραφικό επάγγελμα τακτικά μέλη της Ενώσεως Συντακτών ημερησίων εφημερίδων, τα μέλη της Ενώσεως Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και τα μέλη της Ενώσεως Τεχνικών Ημερησίου και Περιοδικού Τύπου, δικαιούνται ατελώς εισόδου στα δημόσια θεάματα κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις ισχύουσες διατάξεις.
3. Ότι και οι συνταξιούχοι των ανωτέρω Ενώσεων, ως εκ της ιδιότητος τους, συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την προβολή του κινηματογράφου και του θεάτρου.
Παρέχουμε από 1ης Ιανουαρίου 1980 και στους συνταξιούχους των ανωτέρω ενώσεων δικαίωμα ατελούς εισόδου στα δημόσια θεάματα υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που δικαιούνται και τα εν ενεργεία μέλη τους, ως και στα μέλη και τους συνταξιούχους της Ενώσεως Υπαλληλικού Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Θεσσαλονίκης, για τα παντός είδους δημόσια θεάματα που λειτουργούν στην πόλη της Θεσσαλονίκης επί τη βάσει ατομικών δελτίων που χορηγούνται από την Ένωση τους και θεωρούνται από την αρμοδία Οικονομική Αρχή.
Η παρούσα απόφαση να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
β) “Τ. 313/69
Αθήναι, 3 Μαρτίου 1980
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας υποβολής δηλώσεων φόρου κύκλου εργασιών και τελών χαρτοσήμου επί εσόδων Τραπεζών, ως και καταβολής τελών χαρτοσήμου επί συμβάσεων πιστώσεων εις ανοικτό λογαριασμό.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
α. Το γεγονός ότι λόγω της απεργίας των τραπεζοϋπαλλήλων δημιουργήθηκε αδυναμία καταβολής των υπό των Τραπεζών οφειλομένων φόρου κύκλου εργασιών και τελών χαρτοσήμου επί των εσόδων αυτών, ως και των τελών χαρτοσήμου επί συμβάσεων πιστώσεων εις ανοικτό λογαριασμό, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών.
β. Σχετικά αιτήματα των Τραπεζών, αποφασίζουμε:
1. Παρατείνουμε την προθεσμία υποβολής δηλώσεων φόρου κύκλου εργασιών και τελών χαρτοσήμου που αναλογούν στα έσοδα των Τραπεζών μηνός Δεκεμβρίου 1979 η οποία λήγει στις 10 Μαρτίου 1980, ως ακολούθως:
α) Μέχρι και 20 Μαρτίου 1980 για τις Τράπεζες που διαθέτουν πλήρη μηχανογραφική οργάνωση.
β) Μέχρι και 29 Μαρτίου 1980 για τις λοιπές Τράπεζες.
2. Παρατείνουμε μέχρι και τις 2 Απριλίου 1980 τις προθεσμίες καταβολής των οφειλομένων τελών χαρτοσήμου επί των συμβάσεων πιστώσεων εις ανοικτό λογαριασμό, εφόσον οι προθεσμίες αυτές έληγαν κατά το χρονικό διάστημα από 17 Ιανουαρίου 1980 μέχρι και 29 Φεβρουαρίου 1980.
Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.
Ο Υπουργός
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
γ) “Αριθ. Πρωτ. Σ. 4556/411
Αθήναι, 14 Ιουλίου 1980
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμιών υποβολής δηλώσεων και καταβολής χρεών στο Δημόσιο από φορολογουμένους των σεισμοπλήκτων περιοχών των Νομών Μαγνησίας, Φθιώτιδος και Λαρίσης. Αναστολή λήψεως αναγκαστικών μέτρων.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντες υπόψη:
1. Την κατάσταση που δημιουργήθηκε εξαιτίας των σεισμών, που έπληξαν τις περιοχές των Νομών Μαγνησίας, Φθιώτιδος και Λαρίσης.
2. Την ανάγκη αμέσου αποκαταστάσεως ομαλής οικονομικής ζωής και δραστηριοποιήσεως της οικονομίας στην ανωτέρω περιοχή, αποφασίζουμε :
1. Παρατείνονται μέχρι και 10 Αυγούστου 1980 οι προθεσμίες που έληξαν ή λήγουν από 30 Ιουνίου 1980 ως 15 Ιουλίου 1980, για την υποβολή δηλώσεων και την καταβολή των βεβαιωμένων χρεών στο Δημόσιο από κάθε φόρο, πρόστιμο, τέλη χαρτοσήμου και εισφορά υπέρ τρίτων:
α) Από επιχειρήσεις που έχουν επαγγελματική εγκατάσταση στις περιοχές των κατωτέρω Νομών, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ζημιών στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις τους:
αα) Μαγνησίας (Επαρχία Αλμυρού και Κοινότητα Ν. Αγχιάλου Επαρχία Βόλου).
ββ) Φθιώτιδος (όλος ο Νομός εκτός από την Επαρχία Λοκρίδος), και
γγ) Λαρίσης (Κοινότητες : Αμπελιάς, Πολυδαμιού, Νεράϊδας, Σκοπιάς, Ερέτριας, Ναρθακίου, Δίλοφου Λαρίσης, Ν. Καρυών, Κυψέλης, Δίλοφου Φαρσάλων, Αγίων Αναργύρων, Αγίου Γεωργίου, Ζάππειου, Κυπάρισσου, Μ. Μοναστηρίου, Ναμμάτων, Σωτηρίου, Μοίρας, Σκοτούσας, Μοσχοχωρίου, Νίκαιας, Μελισσοχωρίου Πλατύκαμπου, Γλαύκης, Βρυσιών, Κατοχωρίου, Αρμενίου, Νίκης, Κρήνης, Ρευματιάς, Χαλκιάδων, Ευϊδριου, Δασόλογου, Σιτόχωρου, Σταυρού, Αχ(λλειο, Δένδρων Φαρσάλων, Καλλιθέας Φαρσάλων).
β) Από ιδιώτες που έχουν την κατοικία τους στις ανωτέρω περιοχές και έχουν υποστεί ζημιές στην κατοικία τους από τους σεισμούς.
Η ύπαρξη της ζημίας θα αποδεικνύεται από βεβαίωση του αρμόδιου Νομομηχανικού ή υπεύθυνη δήλωση του Ν.Δ. 105/1969 του ενδιαφερομένου.
2. Αναστέλλεται μέχρι και 10 Αυγούστου 1980 ή λήψη αναγκαστικών μέτρων προς επιδίωξη εισπράξεως πάσης φύσεως οφειλών προς το Δημόσιο, οι οποίες είναι βεβαιωμένες στα Δημόσια Ταμεία των προαναφερομένων περιοχών.
3. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
Μ. ΕΒΕΡΤ.
δ) “Αριθ. Πρωτ. Κ. 7139/231
Αθήναι, 30 Ιουλίου 1980
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας για την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
1. Οι προθεσμίες για την περαίωση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και την έγκαιρη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου από φόρους, τέλη και δικαιώματα υπέρ αυτού και τρίτων, που, σύμφωνα με τις αποφάσεις μας Κ. 13082/1044 (Πολ. 177) 23.12.1978, Κ. 1005/124 (Πολ. 15 ) 27.1.1979, Κ. 1877/ 238 (Πολ. 30) 22.2.79, Κ. 4857/631 (Πολ. 100) 25.5.1979, Κ. 6488/801 (Πολ. 140) 27.7.1979, Κ. 8020/ 898 (Πολ. 177) 25.9.1979, Κ. 9830/1097 (Πολ. 221 ) 22.11.1979, Κ. 10827/1192 (Πολ. 242) 23.12.1979, Κ. 1231/108 (Πολ. 41) 9 Φεβ/ρίου 1980 και Κ. 3078/137/10.4.1980, λήγουν την 30ήν Ιουλίου 1980, παρατείνονται μέχρι και της 30 Νοεμβρίου 1980.
2. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
Μ. ΕΒΕΡΤ”.
ε) “Αριθ. Πρωτ. Σ. 5442/469
Αθήναι 12 Αυγούστου 1980
ΘΕΜΑ: Περί συμπληρώσεως της αποφάσεως Σ. 4556/ 411/14.7.1980.
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη: Την απόφασή μας Σ. 4556/411/14.7.1980, με την οποία παρατάθηκαν οι προθεσμίες υποβολής δηλώσεων και καταβολής χρεών στο Δημόσιο από φορολογουμένους των σεισμοπλήκτων περιοχών των Νομών
Μαγνησίας, Φθιώτιδος και Λαρίσης και ανεστάλη η λήψη αναγκαστικών μέτρων κατ΄ αυτών, αποφασίζουμε:
1. Οι παραταθείσες προθεσμίες, με την απόφασή μας Σ. 4556/411/14.7.1980, μέχρι 10 Αυγούστου 1980, παρατείνονται εκ νέου μέχρι και 10 Σεπτεμβρίου 1980.
2. Παρατείνονται μέχρι και 10 Οκτωβρίου 1980 οι προθεσμίες που έληξαν ή λήγουν από 16 Ιουλίου 1980 μέχρι 20 Αυγούστου 1980 για την υποβολή δηλώσεων και την καταβολή των βεβαιωμένων χρεών στο Δημόσιο από κάθε φόρο, πρόστιμο, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά δακοκτονίας, και εισφορά υπέρ τρίτων από τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες που αναφέρονται στην ανωτέρω απόφασή μας.
3. Στην προβλεπόμενη, από τις ανωτέρω παραγράφους, ρύθμιση, υπάγονται εκτός από τις περιοχές που αναφέρονται στην απόφασή μας Σ. 4556/411/14.7. 80 και όσες περιοχές των Νομών Μαγνησίας, Φθιώτιδος και Λαρίσης χαρακτηρίσθηκαν επί πλέον ως σεισμόπληκτες από την οικεία Νομαρχία, ως τούτο θα προκύπτει από σχετική βεβαίωση αυτής.
4. Οι ανωτέρω διευκολύνσεις, προκειμένου περί επιχειρήσεων, παρέχονται ανεξάρτητα από την ύπαρξη ζημιών στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις τους, προκειμένου δε περί ιδιωτών εφόσον έχουν υποστεί ζημίες στην κατοικία τους από τους σεισμούς, η ύπαρξη των οποίων θα αποδεικνύεται από βεβαίωση του αρμοδίου Νομομηχανικού ή υπεύθυνη δήλωση του Ν.Δ. 105/ 1969 του ενδιαφερομένου.
5. Αναστέλλεται μέχρι και 10 Σεπτεμβρίου 1980 ή λήψη αναγκαστικών μέτρων προς επιδίωξη εισπράξεως πάσης φύσεως οφειλών προς το Δημόσιο, οι οποίες είναι βεβαιωμένες στα Δημόσια Ταμεία των περιοχών που αναφέρονται στην απόφασή μας Σ. 4556/411/14.7. 80 και στην ανωτέρω παράγραφο 3 της παρούσης.
6. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
Μ. ΕΒΕΡΤ”.
στ) “Αριθ. Πρωτ. Κ. 8729/150
Αθήναι 2 Οκτωβρίου 1980
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 70 του Ν. 1041/1980 .
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 7Ο του Ν. 1041/80 “περί αυξήσεως των αποδοχών των Δημοσίων εν γένει υπαλλήλων κλπ”.
2. Την ανάγκη περαιώσεως των εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων, για τις οποίες έχει υποβληθεί δήλωση από 1 Ιανουαρίου 1978 μέχρι 31 Ιανουαρίου 1980, αποφασίζουμε :
Παρατείνουμε την προθεσμία υποβολής συμπληρωματικής δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, που προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 70 του Ν. 1041/1980 και λήγει την 2 Οκτωβρίου 1980 μέχρι 2 Δεκεμβρίου 1980.
Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
Μ. ΕΒΕΡΤ”.
ζ) “Αριθ. Πρωτ. Ε. 13663
Αθήναι 19 Νοεμβρίου 1980
ΘΕΜΑ: Περί επιστροφής φόρου εισοδήματος στους μισθωτούς και συνταξιούχους, οικον. έτους 1980.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1955 “περί φορολογίας του εισοδήματος”,
2. Τις διατάξεις του Ν. 277/1976 “περί εκδόσεως υπό του Ελληνικού Δημοσίου επιταγών προς επιστροφήν αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, τελών και λοιπών εσόδων”.
3. Τις φορολογικές διαρρυθμίσεις οι οποίες έχουν εξαγγελθεί για το οικον. έτος 1980 και ειδικότερα για τους μισθωτούς και συνταξιούχους.
4. Την ανάγκη επιστροφής του παρακρατηθέντος ως αχρεωστήτως φόρου από τους μισθωτούς και συνταξιούχους στη πηγή εντός του ημερολογιακού έτους 1980.
5. Ότι δεν προβλέπεται να έχει ψηφισθεί από την Βουλή μέχρι 30 Δεκεμβρίου 1980, ο νέος νόμος για τα φορολογικά μέτρα, αποφασίζουμε :
1. Εγκρίνουμε όπως το ποσό του φόρου μισθωτών υπηρεσιών που έχει παρακρατηθεί από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους αχρεωστήτως μέσα στο έτος 1980, πέρα από τον αναλογούντα συνεπεία των εξαγγελθέντων νέων φορολογικών μέτρων, σχετικά με τα οικογενειακά βάρη, επιστραφεί στους δικαιούχους ως ακολούθως :
α) Η επιστροφή του φόρου θα πραγματοποιηθεί μόνο στους μισθωτούς και συνταξιούχους που υπέβαλαν δηλώσεις κατά το οικονομικό έτος 1980, και θα υπολογισθεί βάσει της οικογενειακής του καταστάσεως, όπως αυτή εμφανίζεται στη δήλωση του οικον. έτους 1980 και τα άλλα στοιχεία που υπάρχουν στο Μαγνητικό Αρχείο του Μηχανογραφικού Κέντρου Υπουργείου Οικονομικών (Μ.Η.Κ.Υ.Ο.).
β) Η επιστροφή του φόρου σε κάθε δικαιούχο θα γίνει με επιταγή που θα εκδοθεί από το ΜΗ.Κ.Υ.Ο. και θα σταλεί ταχυδρομικώς στους δικαιούχους.
γ) Η ανωτέρω επιταγή πρέπει να εμφανισθεί προς πληρωμή απαραιτήτως από τις 2 μέχρι και τις 20 Ιανουαρίου 1981.
Όσες επιταγές δεν εξοφληθούν εντός της προθεσμίας αυτής αυτοδικαίως ανακαλούνται και δεν εξοφλούνται από τις Τράπεζες.
δ) Η εξόφληση της επιταγής θα γίνεται στα Δημόσια Ταμεία Εισπράξεως, στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, την Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδος, την Τράπεζα Πίστεως και τη Γενική Τράπεζα της Ελλάδος, όπου εξοφλούνται και τα μηχανογραφικά τριπλότυπα εισπράξεως του φόρου εισοδήματος. Τα Δημόσια Ταμεία, τα Ταχυδρομικά Ταμιευτήρια και τα Πιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να επιστρέψουν το αργότερο μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου 1981, τις επιταγές που θα εξοφλήσουν απ΄ ευθείας στο ΜΗ.Κ.Υ.Ο. με ένα αντίγραφο των κεκανονισμένων πινακίων. Η πίστωση των Δημοσίων Ταμείων, των Ταχ. Ταμιευτηρίων και των Πιστωτικών Ιδρυμάτων εις βάρος του λογαριασμού του Δημοσίου θα γίνει από την Τράπεζα της Ελλάδος μόνον με την παράδοση των κεκανονισμένων πινακίων.
ε) Οι ως άνω επιταγές θα εκδοθούν με ρήτρα “ουχί εις διαταγήν” για την διασφάλιση των συμφερόντων των δικαιούχων και του Δημοσίου.
στ) Οι επιταγές που θα εξοφληθούν θα ληφθούν υπόψη κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων του οικ. έτους 1981, ενώ αντίθετα οι επιταγές που δεν θα εισπραχθούν θα θεωρηθούν ότι δεν εκδόθηκαν.
ζ) Όταν το ποσό του επιστρεπτέου φόρου είναι μέχρι και χίλιες (1.000) δραχμές δεν θα εκδίδεται επιταγή.
η) Για τους φορολογουμένους της τέως Εφορίας Ειδικών Εσόδων δεν θα εκδοθούν επιταγές.
θ) Η εκκαθάριση και επιστροφή του φόρου θα γίνει μόνο για τις περιπτώσεις που με την οικεία δήλωση έχει δηλωθεί εισόδημα ΣΤ` πηγής και για το εισόδημα τούτο είχε παρακρατηθεί φόρος στην πηγή, με τις γενικές διατάξεις.
ι) Οι επιταγές θα φέρουν την υπογραφή του Προϊσταμένου του ΜΗ.Κ.Υ.Ο., η οποία δύναται να αποτυπωθεί στα έντυπα με μηχανικό μέσο.
2. Όσοι κατά το έτος 1980 απασχόλησαν έμμισθο ή ημερομίσθιο προσωπικό ή κατέβαλαν συντάξεις και παρακράτησαν φόρο από τους δικαιούχους, θα προβούν στην εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος και θα αποδώσουν στο Δημόσιο το ποσό τούτο, βάσει των διατάξεων των άρθρων 4, 8, 9 και 40 έως 94 του Ν.Δ. 3323/1955, ως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 1041/1980.
3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της αποφάσεώς μας αριθ. 1540/50/1977 όπως σήμερα ισχύει εκτός από τα θέματα που ρυθμίζονται από την παρούσα.
4. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
Μ. ΕΒΕΡΤ”.
η ) “Αριθ. Πρωτ. Κ. 10266/310
Αθήναι, 29 Νοεμβρίου 1980
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας για την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
1. Οι προθεσμίες για την περαίωση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και την έγκαιρη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου από φόρους, τέλη και δικαιώματα υπέρ αυτού και τρίτων, που, σύμφωνα με τις αποφάσεις μας Κ. 13082/1044 (Πολ. 177) 23.12.1978, Κ. 1005/124 (Πολ. 15 ) 27.1.1979, Κ. 1877/238 (Πολ. 30) 22.2.1979, Κ. 4857/631 (Πολ. 100) 25.5. 1979, Κ. 6488/801 (Πολ. 140) 27.7.1979, Κ. 8070/898 (Πολ. 177) 25.9. 1979, Κ. 9830/1097 (Πολ. 221 ) 22.11. 1979, Κ. 10827/1192 (Πολ. 242) 23.12.1979, Κ. 1239/108 (Πολ. 41 ) 9 Φεβρουαρίου 1980, Κ. 3078/137/10.4.1980 και Κ. 7139/231/30.7.1980 (Πολ. 162), λήγουν την 30ή Νοεμβρίου 1980 παρατείνονται μέχρι και της 30 Ιανουαρίου 1981.
2. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
Μ. ΕΒΕΡΤ”.
θ) “`Αριθ. Πρωτ. Ε. 14678/1283
Αθήναι 15 Δεκεμβρίου 1980
ΘΕΜΑ: “Προσαύξηση ποσών φόρου και εισφοράς πλοίων”.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
α) Τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 6, και 3 του άρθρου 10 του Ν. 27/1975 “περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”.
β) Τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Ν. 29/1975 “περί επιβολής ειδικής εισφοράς υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ).
γ) Το γεγονός ότι πρέπει να προσαυξηθούν τα υπό των διατάξεων των άρθρων 6 και 10 του Ν. 27/1975 και του άρθρου 4 του Ν. 29/1975 ποσά φόρου και εισφοράς και για την πενταετία 1981-1985 ώστε να καλυφθεί η εκ της υποτιμήσεως του νομίσματος απώλεια του εσόδου του Δημοσίου, αποφασίζουμε :
1. Τα κατά το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Ν. 27/1975 “περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”, ποσά φόρου προσαυξάνονται δια την πενταετία 1981-1985 κατά ποσοστό τέσσαρα επί τοις εκατόν (4%) ετησίως. Το εκ του υπολογισμού τούτου προκύπτον ποσόν προσαυξήσεως προστίθεται εις τα διαμορφωθέντα κατά το έτος 1980, κατ΄ εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του Ν. 27/ 1975, ποσά φόρου και εις τα τοιαύτα των επομένων ετών ως ταύτα θα διαμορφωθούν εντός της ως άνω πενταετίας.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αναλόγως και κατά τον υπολογισμόν της κατά το άρθρον 10 του Ν. 27/1975 οφειλομένης εισφοράς.
2. Τα κατά το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 29/1975 “περί υποβολής ειδικής εισφοράς υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.)” ποσά ειδικής εισφοράς προσαυξάνονται δια την πενταετία 1981-1985 κατά ποσοστό τέσσαρα επί τοις εκατόν (4%) ετησίως. Το εκ του υπολογισμού τούτου προκύπτον ποσό προσαυξήσεως προστίθεται εις τα διαμορφωθέντα κατά το έτος 1980, κατ` εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Ν. 29/1975, ποσά εισφοράς και εις τα τοιαύτα των επομένων ως ταύτα θα διαμορφωθούν εντός της ως άνω πενταετίας.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
Μ. ΕΒΕΡΤ”.
ι ) “Αριθ. Πρωτ. Κ. 10984/321
Αθήναι, 30 Δεκεμβρίου 1980
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας άρθρου 63 παράγραφος 6 Ν. 1041/1980.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 63 του Ν. 1041/1980 “περί αυξήσεως των αποδοχών των Δημοσίων εν γένει υπαλλήλων κλπ.”.
2. Την ανάγκη περαιώσεως των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων κληρονομιών, δωρεών και προικών, για τις οποίες είχε μέχρι την 1.4.1980 αναβληθεί η φορολογία της ψιλής κυριότητας, αποφασίζουμε :
Την προθεσμία που προβλέπεται από την παράγραφο 6 του άρθρου 63 τον Ν. 1041/1980 “περί αυξήσεως των αποδοχών των δημοσίων εν γένει υπαλλήλων κλπ. και που, σύμφωνα με την απόφασή μας Κ. 8728/276 (ΠΟΛ. 192) 2.10.1980 λήγει την 3 Δεκεμβρίου 1980, παρατείνουμε μέχρι και της 30ής Μαρτίου 1981.
Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΕΒΕΡΤ”
ια) ” Αριθ. Πρωτ. Κ. 10986/192
Αθήναι, 31 Δεκεμβρίου 1980
ΘΕΜΑ: “Παράταση προθεσμίας παρ. 1 άρθρον 17 και παρ. 1 άρθρου 49 Ν. 814/1978”.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
1. Η προθεσμία που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 17 και της παραγρ. 1 του άρθρου 49 του Ν. 814/1978 “περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως φορολογικών και άλλων τινών συναφών διατάξεων” και παρατάθηκε με την παράγρ. 2 της υπ΄ αριθ. Κ. 9830/1097/ΠΟΛ. 221/22.11.1979 αποφάσεώς μας, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 35 του Ν. 1041/1980 και λήγει στο τέλος του έτους 1980, παρατείνεται μέχρι 30 Απριλίου 1981.
2. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΕΒΕΡΤ”
ιβ) “Αριθ. Πρωτ. Κ. 10987/193
Αθήναι, 31 Δεκεμρρίου 1980
ΘΕΜΑ: “Παράταση προθεσμίας παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 1078/80”.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
1. Η προθεσμία που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 1078/1980 “περί απαλλαγής εκ του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων της αγοράς πρώτης κατοικίας κλπ.”, και η οποία λήγει την 31.12.1980 παρατείνεται μέχρι την 27η Φεβρουαρίου 1981.
2. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΕΒΕΡΤ”
ιγ) “Αριθ. Πρωτ. Κ. 10988/194
Αθήναι, 31 Δεκεμβρίου 1980
Θέμα: “Παράταση προθεσμίας της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Ν. 231/1975, όπως ισχύει”.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Ν. 231/75 “περί αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών τινών διατάξεων”, όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 2 του άρθρου 48 του Ν. 814/78.
2. Την ανάγκη παροχής διευκολύνσεων των Ανωνύμων Εταιρειών, που δεν κατόρθωσαν να ανεγείρουν Ξενοδοχείο μέχρι τέλους 1980, αποφασίζουμε :
1. Παρατείνουμε την προθεσμία εντός της οποίας οι ανώνυμες εταιρείες οφείλουν να ανεγείρουν ξενοδοχεία επί ακινήτων εισφερθέντων ή αγορασθέντων από αυτές που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 231/75, όπως αντικαταστάθηκαν από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 48 του Ν. 814/1978 και η οποία λήγει στο τέλος του 1980, μέχρι το τέλος του 1981.
2. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΕΒΕΡΤ”
ιδ) “Αριθ. Πρωτ. Κ. 1202/18
Αθήναι, 6 Φεβρουαρίου 1981
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας για την περαίωση εκκρεμών υποθέσεων φόρου ακίνητης περιουσίας.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
1. Η προθεσμία για την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων φόρου ακίνητης περιουσίας (Ν. 11/1975) και την έγκαιρη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου από το φόρο αυτό, πον σύμφωνα με τις αποφάσεις μας Κ. 13082/1044 (Πολ. 177) 23/12/1978, Κ. 105/124 (Πολ. 15) 27/1/1979, Κ. 1877/238 (Πολ. 30) 22/2/1979, Κ. 4857/631 (Πολ. 100) 25/5/1979, Κ. 6488/801 (Πολ. 140) 27.7.1979, Κ. 802Ο/898 (Πολ. 177) 25/9/1979, Κ. 9830/1097 (ΠΟΛ. 221 ) 22/11/1979, Κ. 10827/1192 (ΠΟΛ. 242) 23/12/1979, Κ. 1239/108 (Πολ. 41) 9/2/1980, Κ. 3078/137/10.4.1980, Κ. 7139/231/30.7. 1980 (Πολ. 162) και Κ. 10266/310 (Πολ. 223) 29/11/1980, έληξε την 30 Ιανουαρίου 1981, παρατείνεται από της λήξεώς της, μέχρι και την 30η Απριλίου 1981.
2. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΕΒΕΡΤ”
ιε) “Αριθ. Πρωτ. Ε. 2574
Αθήναι, 24 Φεβρουαρίου 1981
ΘΕΜΑ: Περί παρατάσεως της προθεσμίας υποβολής Φορολογικών δηλώσεων του οικονομικού έτους 1981.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 των άρθρων 12 και 16α του Ν.Δ. 3323/1955, όπως αυτές ισχύουν.
2. Την κατάσταση που δημιουργήθηκε εξ αιτίας της απεργίας των υπαλλήλων του Κέντρου Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.
3. Σχετικό αίτημα του Προέδρου του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, αποφασίζουμε :
1. Κατ΄ εξαίρεση για το οικον. έτος 1981, παρατείνουμε μέχρι και τις 5 Μαρτίου του ίδιου έτους την προθεσμία υποβολής δηλώσεων φόρου εισοδήματος των φυσικών προσώπων, ως και των εταιρειών και κοινοπραξιών του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, η οποία λήγει στις 25 Φεβρουαρίου 1981.
2. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΕΒΕΡΤ”
ιστ΄) ” Αριθ. Πρωτ. Σ. 1307/111
Αθήναι 2 Μαρτίου 1981
ΘΕΜΑ: “Παράταση προθεσμιών υποβολής δηλώσεων και καταβολής χρεών στο Δημόσιο από φορολογουμένους των σεισμοπλήκτων περιοχών της 24ης Φεβρουαρίου 1981″.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Την κατάσταση που δημιουργήθηκε εξαιτίας των σεισμών της 24ης Φεβρουαρίου 1981 που έπληξαν τις περιοχές των Νομών Κορινθίας, Αττικής και Βοιωτίας.
2. Την ανάγκη αμέσου αποκαταστάσεως ομαλής οικονομικής ζωής και δραστηριοποιήσεως της οικονομίας στις ανωτέρω περιοχές αποφασίζουμε :
1. Παρατείνονται μέχρι 20 Μαρτίου 1981 οι προθεσμίες που έληξαν ή λήγουν από 24 Φεβρουαρίου 1981 έως 15 Μαρτίου 1981, για την υποβολή δηλώσεων και την καταβολή των βεβαιωμένων χρεών στο Δημόσιο από κάθε φόρο, πρόστιμο, τέλη χαρτοσήμου και εισφορά υπέρ τρίτων :
α) Από επιχειρήσεις που έχουν επαγγελματική εγκατάσταση στις περιοχές των Νομών Κορινθίας, Βοιωτίας και Διαμερίσματος Δυτικής Αττικής του Νομού Αττικής, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ζημιών στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις τους.
β) Από ιδιώτες που έχουν την κατοικία τους στις ανωτέρω περιοχές και έχουν υποστεί ζημιές στην κατοικία τους από τους σεισμούς. Η ύπαρξη της ζημίας θα αποδεικνύεται από βεβαίωση του αρμόδιου Νομομηχανικού ή υπεύθυνη δήλωση του Ν.Δ. 105/69 του ενδιαφερομένου.
2. Ωσαύτως με τις αυτές προϋποθέσεις παρατείνεται μέχρι τις 20 Μαρτίου 1981 η προθεσμία υποβολής δηλώσεων των φυσικών προσώπων, των προσωπικών και περιορισμένης ευθύνης εταιριών, ως και των κοινοπραξιών τεχνικών έργων, που λήγει στις 5 Μαρτίου 1981, από τους φορολογουμένους των περιοχών των νομών Κορινθίας, Βοιωτίας και της Επαρχίας Μεγαρίδος του νομού Αττικής.
3. Αναστέλλεται μέχρι 20 Μαρτίου 1981 η λήψη αναγκαστικών μέτρων προς επιδίωξη εισπράξεως πάσης φύσεως οφειλών προς το Δημόσιο, οι οποίες είναι βεβαιωμένες στα Δημόσια Ταμεία των προαναφερομένων περιοχών.
4. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
Μ. ΕΒΕΡΤ”
ιζ) “Αριθ. Πρωτ. Μ. 1544/216
Αθήναι 26 Μαρτίου 1981
ΘΕΜΑ: “Δικαίωμα ατελούς εισόδου στα δημόσια Θεάματα”.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της περιπτ. β` της παραγρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 2366/1953 “περί καταργήσεως φορολογικών απαλλαγών και εξαιρέσεων”.
2. Ότι, τα ασκούντα ενεργώς το δημοσιογραφικό επάγγελμα τακτικά μέλη της Ενώσεως Συντακτών ημερησίων εφημερίδων, τα τακτικά μέλη περιοδικού τύπου και οι ανταποκριτές ξένου τύπου, δικαιούνται ατελούς εισόδου στα δημόσια θεάματα κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις ισχύουσες διατάξεις.
3. Ότι και τα μέλη της Πανελληνίου Ενώσεως Συντακτών και Ανταποκριτών Διεθνών Ειδησεογραφικών Πρακτορείων ως εκ του επαγγέλματός των συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την προβολή του κινηματογράφου, θεάτρου κλπ., αποφασίζουμε :
Παρέχουμε από 1η Απριλίου 1981 το δικαίωμα ατελούς εισόδου στα μέλη της Πανελληνίου Ενώσεως Συντακτών και Ανταποκριτών Διεθνών Ειδησεογραφικών Πρακτορείων για τα παντός είδους δημόσια θεάματα επί τη βάσει ατομικών δελτίων που χορηγούνται από την Ένωσή των και θεωρούνται από την αρμόδια Οικονομική Αρχή.
Η παρούσα απόφαση να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤ. ΕΒΕΡΤ”
ιη ) “Αριθ. Πρωτ. Μ. 1578/223
Αθήναι, 30 Μαρτίου 1981
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του Α. Νόμου 505/1937 “περί Κώδικος της Φορολογίας των δημοσίων θεαμάτων”, όπως ισχύουν,
2. Τις διατάξεις των Π.Υ.Σ. 1108/1947 και 808/1949 που κυρώθηκαν με το Ν. 1620/1951, όπως ισχύουν.
3. Την κατάσταση που δημιουργήθηκε εξαιτίας των σεισμών της 24ης Φεβρουαρίου 1981 που έπληξαν τις περιοχές της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και των πόλεων Μεγάρων και Κορίνθου, η οποία επέδρασε δυσμενώς επί της λειτουργίας των θεάτρων των περιοχών αυτών.
4. Την ανάγκη επαναφοράς ομαλού ρυθμού λειτουργίας των ανωτέρω θεάτρων, αποφασίζουμε :
Αναστέλλουμε από 1.2.81 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 1981 την εφαρμογή των διατάξεων περί επιβολής φόρου δημοσίων θεαμάτων και εισφοράς υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Προνοίας επί των εισιτηρίων των θεάτρων Πρόζας, Μουσικού και Μελοδράματος των περιοχών τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και των πόλεων Μεγάρων και Κορίνθου.
Η παρούσα να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤ. ΕΒΕΡΤ”
4. Κυρούται και έχει ισχύν νόμου από του εν αυτή οριζομένου χρόνου ισχύος η υπ΄ αριθ. 1222/28.2.1980 απόφασις της Οικονομικής Επιτροπής, έχουσα ως ακολούθως:
“Αριθ. πρωτ. 1222 Αθήναι, 28 Φεβρουαρίου 1980
Η Οικονομική Επιτροπή λαβούσα υπ΄ όψιν:
1. Τας διατάξεις των άρθρων 5 και 29 του Ν. 400/1976 “περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων”.
2. Την υπ΄ αριθ. 1185/24.1.1980 απόφασιν αυτής “περί καταργήσεως του συστήματος διαθέσεως της εγχωρίου ζαχάρεως από την Ε.Β.Ζ. προς τας Βιομηχανίας και Βιοτεχνίας μεταποιήσεως οπωρηκευτικών, ειδών διατροφής και ζαχαρωδών προϊόντων και παρασκενής αρωματισμένων οίνων και ηδυπότων ποτών προοριζομένων δι΄ εξαγωγήν.
3. Σχετική προφορική εισήγηση του κ. Υπουργού Εμπορίου.
4. Την διεξαχθείσαν μεταξύ των μελών αυτής διεξοδικήν συζήτησιν επί του εν θέματι αντικειμένου, αποφασίζει ομοφώνως:
1. Εγκρίνει την επιστροφή εις τους φορείς της εξαγωγής, του αναλογούντος φόρου καταναλώσεως επί της περιεχομένης ζαχάρεως εις τα εξαγόμενα εγχώρια προϊόντα από 26.1.1980.
2. Εξουσιοδοτεί τον κ. Υπουργό των Οικονομικών όπως δι΄ αποφάσεώς του καθορίση την νέα διαδικασία, με την οποίαν θα επιστρέφεται ο εν λόγω φόρος καταναλώσεως.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ – ΤΑ ΜΕΛΗ”
5. Κυρούται, κτωμένη ισχύ νόμου από της 1ης Ιανουαρίου 1981, η μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Τραπέζης της Ελλάδος υπογραφείσα την 10ην Μαρτίου 1981 Σύμβασις, δι΄ ης ρυθμίζονται τα της εκτυπώσεως των γραμματίων των Κρατικών Λαχείων, το κείμενον της οποίας έχει ως ακολούθως :
“Σύμβαση Μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος, για την εκτύπωση των Κρατικών Λαχείων.
`Αρθρο 1
Σε εφαρμογή της κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών, αριθμ. Κ. 18998/1109/ 12.12.1968, το Ελληνικό Δημόσιο αναθέτει στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αποδέχεται τούτο, την εκτύπωση, από το Ίδρυμα Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών αυτής (ΙΕΤΑ), των γραμματίων των Κρατικών Λαχείων, χωρίς κέρδος, όπως ειδικότερον ορίζεται κατωτέρω.
`Αρθρο 2
2.1- Η Τράπεζα της Ελλάδος, που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως “Τράπεζα”, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτυπώνει, δια του Ι.Ε.Τ.Α. αυτής, τα κατωτέρω Κρατικά Λαχεία.
2.1α. Λαϊκό Λαχείο, που κυκλοφορεί κάθε εβδομάδα.
-Διάσταση γραμματίου (πέμπτου) : 41,8 Χ 131 χλμ.
-Διάσταση της πεντάδος των γραμματίων, μαζί με το στέλεχος : 209 Χ 131 χλμ.
2.1β. Εθνικό Λαχείο, που κυκλοφορεί κάθε έτος σε τέσσερες εκδόσεις και η κάθε μία περιλαμβάνει πέντε κληρώσεις.
-Διάσταση μονού γραμματίου (1/10) : 58,5 Χ 131 χλμ
-Διάσταση ολόκληρης της δεκάδος του γραμματίου (10/10) : 292 Χ 262 χλμ.
2.1γ. Κρατικό Λαχείο Κοινωνικής Αντιλήψεως, που κυκλοφορεί μια φορά το χρόνο.
-Διάσταση του λαχείου, μαζί με το στέλεχος: 69,5 Χ 175 χλμ.
2.1δ. Λαχείο Ειδικής Μορφής (τύπου ΙΝSΤΑΝΤ LΟΤΤΕRΥ).
2.2- Ο αριθμός των γραμματίων, που θα εκτυπώνονται, θα ανέρχεται :
2.2α. Του Λαϊκού Λαχείου, μέχρι 130.000.000 πεντάδες το χρόνο.
2.2β. Του Εθνικού Λαχείου μέχρι 4.000.000 δεκάδες το χρόνο.
2.2γ. Του Κρατικού Λαχείου Κοινωνικής Αντιλήψεως, μέχρι 13.000.000 γραμμάτια και
2.2δ. Του Λαχείου Ειδικής Μορφής, σε ποσότητες που θα καθορισθούν κατόπιν ειδικής συμφωνίας.
2.3- Αύξηση των ανωτέρω ποσοτήτων κάθε λαχείου σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20% μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης συμφωνίας.
2.4- Τα λαχεία θα εκτυπώνονται σε χαρτί σε ρόλους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 της συμβάσεως. Η εκτύπωση των γραμματίων σε χαρτί σε φύλλα, δεν αποκλείεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Η εκτύπωση θα εκτελείται στην εμπρός όψη με τρία χρώματα και στην πίσω με ένα χρώμα. Το Λαϊκό Λαχείο και το Κρατικό Λαχείο Κοινωνικής Αντιλήψεως θα φέρουν στέλεχος και στη θέση διαχωρισμού του στελέχους, από του σώματος των γραμματίων, θα εκτυπώνονται γραμμές ακανόνιστου σχήματος με δύο χρώματα. Στην εμπόσθια όψη των γραμματίων και στο στέλεχος θα εκτυπώνονται ο αριθμός και η σειρά του λαχείου. Τα κλάσματα των γραμματίων του Εθνικού και Λαϊκού Λαχείων θα χωρίζονται μεταξύ τους με διάτρητη γραμμή. Τα άλλα γνωρίσματα των λαχείων θα είναι παρόμοια με εκείνα των λαχείων που κυκλοφορούν σήμερα.
`Αρθρο 3.
3.1- Τροποποίηση των διαστάσεων και της μορφής των γραμματίων των λαχείων μπορεί να γίνει, μετά από αίτηση της Υπηρεσίας Κρατικών Λαχείων, αν οι δυνατότητες των ειδικών μηχανών που χρησιμοποιούνται για εκτύπωση των λαχείων το επιτρέπουν.
3.2- Η εκτύπωση των λαχείων, που αναφέρονται στο άρθρο 2, σε συχνότερα χρονικά διαστήματα, μπορεί να γίνει μετά από προηγούμενη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών και με εφαρμογή κατ΄ αναλογία των υπόλοιπων όρων της συμβάσεως.
`Αρθρο 4
4.1- Τα γραμμάτια του Λαϊκού Λαχείου και Κρατικού Λαχείου Κοινωνικής Αντιλήψεως θα αποκόπτονται από τα στελέχη τους πριν από την τελική τους συσκευασία. Η συσκευασία των γραμματίων και των στελεχών των λαχείων θα γίνεται ανά 1.000 πεντάδες γραμμάτια Λαϊκού Λαχείου και 1.000 γραμμάτια Κρατικού Λαχείου και 1.000 γραμμάτια Κρατικού Λαχείου Κοινωνικής Αντιλήψεως.
4.2- Τα γραμμάτια θα δένονται σε δέματα σταυροειδώς με ταινία και τα στελέχη τους με χαρτί τύπου κραφτ ή άλλο απολύτως κατάλληλο υλικό. Στα δέματα θα υπάρχει διαχωρισμός, των γραμματίων ανά 100 και των στελεχών ανά 100, με ταινία.
4.3- Το Εθνικό Λαχείο θα συσκευάζεται σε δέματα, από 1.000 δεκάδες γραμμάτια, με χαρτί τύπου κραφτ ή άλλο απολύτως κατάλληλο υλικό και σε κάθε δέμα θα υπάρχει διαχωρισμός των γραμματίων, ανά 50 δεκάδες, με ταινία.
4.4- Πρέπει να καταβάλλεται ειδική μέριμνα, ώστε τα γραμμάτια των λαχείων να είναι τοποθετημένα κατ΄ απόλυτο αύξοντα αριθμό.
4.5- Τα γραμμάτια πρέπει να είναι έτοιμα για παράδοση, του Λαϊκού έξι (6) εβδομάδες προ της κληρώσεώς τους και του Εθνικού κατά το χρόνο της διεξαγωγής της Γ` κληρώσεως της προηγούμενης εκδόσεως, εφ` όσον η σχετική εντολή εκτυπώσεως έχει δοθεί και για τα δύο πριν από τρεις (3) μήνες τουλάχιστον από την ημερομηνία που ζητείται η παράδοσή τους. Τα γραμμάτια του Λαχείου Κοινωνικής Αντιλήψεως πρέπει να είναι έτοιμα για παράδοση μέσα σε δύο (2) μήνες από τη σχετική εντολή εκτυπώσεώς τους.
4.6- Σε περίπτωση που οι υπάλληλοι της Διευθύνσεως Κρατικών Λαχείων καθυστερούν τη διεκπεραίωση της εργασίας που τους ανατέθηκε και εφ΄ όσον η Τράπεζα ειδοποιήσει έγκαιρα την Υπηρεσία Κρατικών Λαχείων για κάθε καθυστέρηση οι ανωτέρω προθεσμίες παρατείνονται για ίσο χρονικό διάστημα.
4.7- Σε περίπτωση που θα δοθεί εντολή να εκπονηθούν νέες μακέτες για τα λαχεία, η Τράπεζα είναι υποχρεωμένη να τις παραδώσει μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από την ημέρα που θα λάβει τη σχετική εντολή της Υπηρεσίας Κρατικών Λαχείων.
`Αρθρο 5.
5.1- Η παράδοση των γραμματίων των λαχείων, συσκευασμένων όπως ορίζεται στο άρθρο 4, θα γίνεται στα θησαυροφυλάκια του Ίδρύματος Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών, στο Χολαργό, μετά από έγγραφη εντολή της Υπηρεσίας Κρατικών Λαχείων, που θα περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα σχετικά στοιχεία, καθώς και εξουσιοδότηση για την παραλαβή των γραμματίων από αντιπρόσωπο της Υπηρεσίας Κρατικών Λαχείων.
5.2- Τα κακέκτυπα φύλλα των λαχείων, ως και τα γραμμάτια τούτων που δεν παραλήφθηκαν για διάθεσή, θα παραδίδονται στην Υπηρεσία Κρατικών Λαχείων μετά τη συμπλήρωση της παραγραφής του δικαιώματος εισπράξεως των κερδών τους.
5.3- Η Τράπεζα υποχρεούται να διαθέτει τους κλιβάνους της για την καύση των ανωτέρω λαχείων, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφ΄ όσον η καταστροφή τους με άλλο τρόπο δεν είναι δυνατή.
`Αρθρο 6.
6.1- Τα Κρατικά Λαχεία θα εκτυπώνονται, κατά κανόνα, σε χαρτί σε ρόλους, βάρους 75 γραμμαρίων κατά τ.μ., από λευκασμένη χημική χαρτόμαζα, στιλβωμένο δια κυλινδρώσεως με ελαφρή υδατογράφηση, ειδικά κατασκευασμένο για την εργασία αυτή. Γενικά, οι προδιαγραφές του χαρτιού θα προσδιορίζονται από την Τράπεζα, η οποία, με βάση την κατανάλωση του χαρτιού του προηγουμένου χρόνου, προβαίνει στην προμήθεια των αναγκαίων ποσοτήτων.
6.2- Η αξία του χαρτιού που καταναλώνεται κάθε χρόνο βαρύνει την Υπηρεσία Κρατικών Λαχείων, η οποία όμως, προς διευκόλυνση της Τράπεζας, υποχρεούται να καταβάλλει, μετά κάθε παραλαβή, την αξία του χαρτιού που προμηθεύεται κατά τα ανωτέρω η Τράπεζα, ως και τα ειδικά έξοδα αγοράς τον χαρτιού.
6.3- Για τον υπολογισμό του βάρους του χαρτιού που καταναλώνεται κάθε χρόνο λαμβάνονται ως βάση:
6.3α. Οι ποσότητες των λαχείων που παραδόθηκαν στην Υπηρεσία Κρατικών Λαχείων, κατά τον αμέσως προηγούμενο χρόνο, προσαυξημένες κατά ποσοστό μέχρι 5%, για απώλειες λόγω αποκοπής περιθωρίων (ξακρίσματα) και ποσοστό μέχρι 10%, για αντικαταστάσεις και κακέκτυπα.
6.3β. Το βάρος των εκτυπωθέντων και μη παραδοθέντων γραμματίων.
6.3γ. Η φύρα, από αποσυσκευασία των ρόλων του χαρτιού, μέχρι ποσοστού 5% στη συνολική ποσότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την προσαύξηση, σύμφωνα με τα ανωτέρω.
`Αρθρο 7.
7.1- Η δαπάνη για την εκτύπωση των λαχείων υπολογίζεται απολογιστικώς και περιλαμβάνει τα κατωτέρω στοιχεία:
7.1α. Τις δαπάνες των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτύπωση των λαχείων, ήτοι μελανιών, εκτυπωτικών πλακών, φωτογραφικών υλικών, υλικών συσκευασίας κλπ.
7.1β. Τις δαπάνες αμέσων μισθών και ημερομισθίων και την αναλογία των εμμέσων απ΄ αυτές για την παρασκευή των εκτυπωτικών στοιχείων, την εκτύπωση, την κοπή, και τη συσκευασία των λαχείων, ως και της Υπηρεσίας Ασφαλείας του ΙΕΤΑ.
7.1γ. Την επιβάρυνση από τις αποσβέσεις με συντελεστή που θα συμφωνείται κατά την αγορά κάθε νέου μηχανήματος και την επιβάρυνση από τις αποσβέσεις των δαπανών που τυχόν θα πραγματοποιηθούν για την διαρρύθμιση ειδικού χώρου εκτυπώσεως ή ελέγχου των Κρατικών Λαχείων.
7.1δ. Την επιβάρυνση με την αναλογία των εξόδων συντηρήσεως του μηχανικού εξοπλισμού.
7.1ε. Το ποσοστό των γενικών εξόδων, εκτός αμοιβών εργασίας, από τη λειτουργία του Ιδρύματος Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών.
7.2. Η Υπηρεσία Κρατικών Λαχείων, ελέγχει το λεπτομερές κοστολόγιο του ΙΕΤΑ, το οποίο η Τράπεζα συντάσσει κατά το συνημμένο υπόδειγμα και αποστέλλει, εντός του Ιανουαρίου του επομένου της χρήσεως έτους, μαζί με κάθε άλλο έγγραφο ή στοιχείο δικαιολογητικό των δαπανών, επιφυλασσομένης της διατάξεως του άρθρου 48 του Καταστατικού της Τράπεζας, κυρωθέντος δια του Νόμου 3234/7.12.1927.
7.3. Κάθε δαπάνη γενικώς, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την εκτύπωση των Κρατικών Λαχείων και γίνεται με εντολή της Υπηρεσίας Κρατικών Λαχείων, βαρύνει αποκλειστικά και μόνο αυτή.
Η Τράπεζα όμως αποδίδει στην Υ.Κ.Λ., κάθε ποσό που εισπράττει ως ασφαλιστική αποζημίωση, από τυχόν επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου, σχετικού με την παρούσα σύμβαση.
`Αρθρο 8.
8.1. Η εξόφληση της συνολικής ετήσιας δαπάνης, για την εκτύπωση των λαχείων, γίνεται εντός μηνός από της υποβολής του κοστολογίου και των λοιπών στοιχείων της παραγράφου 7.2 του προηγούμενου άρθρου.
8.2. Για διευκόλυνση της Τράπεζας και εντός μηνός από της έγγραφης ειδοποιήσεώς της, ή Υ.Κ.Λ., υποχρεούται να προκαταβάλλει την αξία των γραμματίων που παραλήφθησαν, ως εξής:
8.2α. ανά δέκα (10) κληρώσεις τον Λαϊκού Λαχείου,
8.2β. ανά δύο εκδόσεις του Εθνικού Λαχείου,
8.2γ. Του Κρατικού Λαχείου Κοινωνικής Αντιλήψεως, όταν τελειώσει η παράδοση των γραμματίων, και
8.2δ. του λαχείου ειδικής μορφής (INSTANT LOTΤΕRΥ), κατά την παράδοση των γραμματίων, ως κατά ειδική συμφωνία των συμβαλλομένων.
8.3. Η αξία κάθε κατηγορίας λαχείων υπολογίζεται ως γινόμενο του αριθμού των γραμματίων που παραλήφθηκαν επί το μέσο κατά μονάδα κόστους του προηγούμενου έτους.
8.4. Στις καταβολές της Υπηρεσίας Κρατικών Λαχείων προς την Τράπεζα, που προβλέπονται από την σύμβαση, δεν επιβάλλεται καμιά κράτηση, εισφορά, φόρος, τέλος χαρτοσήμου, ή άλλο τέλος υπέρ του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου.
`Αρθρο 9.
Ο κίνδυνος της απώλειας, καταστροφής ή χειροτερεύσεώς του έργου και των χρησιμοποιούμενων υλικών, εφ΄ όσον δεν οφείλεται σε αμέλεια των προσώπων που χρησιμοποιούνται από την Τράπεζα, βαρύνει την Υπηρεσία Κρατικών Λαχείων.
`Αρθρο 10.
10.1. Η Τράπεζα είναι υποχρεωμένη να διαθέτει και να διατηρεί μέσα στο κτίριο του ΙΕΤΑ, σε όλη τη διάρκεια της συμβάσεως, κατάλληλο κύριο χώρο, καθώς και βοηθητικούς χώρους και εγκαταστάσεις, για την παραμονή του Τμήματος Ελέγχου Εκτυπουμένων Γραμματίων της Υπηρεσίας Κρατικών Λαχείων, που θα απασχολείται κατ` αποκλειστικότητα με τον έλεγχο της καλής εκτυπώσεως και αριθμήσεως των γραμματίων, των λοιπών αναγκαίων εργασιών εκτελουμένων υπό του προσωπικού της Τράπεζας.
10.2. Το προσωπικό αυτό της Υ.Κ.Λ. διατηρεί τη διοικητική του αυτοτέλεια, ακολουθεί το κανονικό ωράριο εργασίας του ΙΕΤΑ, και είναι υποχρεωμένο να τηρεί τις διατάξεις περί ασφαλείας.
10.3. Οποιαδήποτε διαφορά ήθελε τυχόν αναφυεί, στις σχέσεις μεταξύ του προσωπικού των δύο Υπηρεσιών, θα επιλύεται κατόπιν συνεννοήσεως των Προϊσταμένων της Υ.Κ.Λ. και του ΙΕΤΑ.
`Αρθρο 11.
Η Τράπεζα υποχρεούται να προβαίνει στην άμεση προμήθεια οποιουδήποτε μηχανήματος, που κρίνεται αναγκαίο από τα συμβαλλόμενα μέρη, για την ταχεία, ασφαλή και βάσει των σύγχρονων μεθόδων εκτύπωση των λαχείων που της ανατίθεται.
`Αρθρο 12.
12.1. Κατά το διάστημα της ισχύος της συμβάσεως η Τράπεζα έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της εκτυπώσεως των Κρατικών Λαχείων, με εξαίρεση τις ακόλουθες περιπτώσεις, κατά τις οποίες, μετά από έγκαιρη έγγραφη γνωστοποίηση, μπορεί να μη λειτουργήσει πρόσκαιρα ή οριστικά η σύμβαση, είτε ολικά, είτε μερικά :
12.1α. Αν η Τράπεζα δηλώσει ότι δεν έχει τη δυνατότητα να εκτυπώσει αναγκαίες ποσότητες ή κατηγορίες Κρατικών Λαχείων, πέραν από εκείνες που την εκτύπωσή τους αναλαμβάνει με τη σύμβαση αυτή.
12.1β. Αν η τυπογραφική μονάδα του Υπουργείου Οικονομικών, έχει τη δυνατότητα να εκτυπώσει τις αναγκαίες ποσότητες και κατηγορίες λαχείων.
12.1γ. Αν η Τράπεζα, στην περίπτωση του νέου Λαχείου ειδικής μορφής, δηλώσει ότι αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, μέσα στην προθεσμία που θα καθορίσει το Δημόσιο.
12.2. Η ισχύς της συμβάσεως, ορίζεται δεκαετής και αρχίζει από της 1ης Ιανουαρίου 1981 και λήγει την 31η Δεκεμβρίου 1990.
12.3. Η σύμβαση αυτή συντάχθηκε σε δύο πρωτότυπα και κάθε συμβαλλόμενος πήρε από ένα.
Αθήναι, 10 Μαρτίου 1981
Για το Ελληνικό Δημόσιο, Για την Τρά/ζα της Ελλάδος
Ο Υπουργός
Ο Διοικητής
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΕΒΕΡΤ
ΞΕΝΟΦΩΝ ΖΟΛΩΤΑΣ”
6. Κυρούται και έχει ισχύν νόμου αφ` ης εξεδόθη η υπ` αριθ. Ε5524/4.5.1981 απόφασις του Υπουργού Οικονομικών, έχουσα ως ακολούθως:
“Αριθ. πρωτ. Ε. 5524 Αθήναι 4 Μαϊου 1981
ΘΕΜΑ: “Περαίωση, χωρίς έλεγχο, ορισμένων κατηγοριών εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων”.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντες υπόψη:
1. Την ανάγκη της σύντομης περαιώσεως των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων φόρου εισοδήματος και συναφών φορολογικών αντικειμένων και της έγκαιρης βεβαιώσεως και εισπράξεως των εσόδων του Δημοσίου από φόρους, τέλη και εισφορές υπέρ αυτού ή τρίτων.
2. Την ανάγκη να δοθεί στις Οικονομικές Εφορίες η δυνατότητα συστηματικοτέρου ελέγχου των σοβαροτέρων επιχειρήσεων. Αποφασίζουμε :
Καθορίζουμε προαιρετική ειδική ρύθμιση για την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος από ελευθέρια επαγγέλματα (παρ. 1 άρθρ. 45 Ν.Δ. 3323/1955) και από εμπορικές επιχειρήσεις, ως και των λοιπών φορολογιών.
Ειδικότερα στη ρύθμιση της παρούσας αποφάσεως υπάγονται οι επιτηδευματίες οι οποίοι :
α) Δεν έχουν κατά νόμο υποχρέωση τηρήσεως βιβλίων Κ.Φ.Σ. (άρθρο 1 παρ. 6 Π.Δ. 99/1977).
β) Τηρούν κατά νόμο βιβλία Α` κατηγορίας Κ.Φ.Σ. (άρθρο 3 Π.Δ. 99/1977).
γ) Τηρούν κατά νόμο βιβλία Β` κατηγορίας Κ.Φ.Σ. (άρθρο 3 Π.Δ. 99/1977).
Ο προσδιορισμός των ακαθαρίστων εσόδων, των καθαρών κερδών και του καθαρού εισοδήματος των ανωτέρω επιτηδευματιών θα γίνεται ως κατωτέρω:
Α`. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ, ΟΜΟΡΡΥΘΜΩΝ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ.
1. Επιτηδευματίες που δεν έχουν υποχρέωση τηρήσεως βιβλίων ή τηρούν κατά νόμο βιβλία πρώτης Κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων.
Ως βάση, για τον προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων και καθαρών κερδών των επιχειρήσεων αυτών για κάθε ένα από τα οικον. έτη που εκκρεμούν θα λαμβάνονται υπόψη:
α) οι αγορές του τελευταίου οικον. έτους για το οποίο η φορολογική υπόθεση έχει περαιωθεί οριστικά, με οποιοδήποτε τρόπο, προ της ενάρξεως ισχύος της παρούσας (έτος αφετηρίας). Με βάση τις αγορές του έτους αυτού θα προσδιορίζονται οι αγορές για κάθε επόμενο έτος διά προσαυξήσεως, με τα κατωτέρω ποσοστά που θα εφαρμόζονται στις αγορές του αμέσως προηγουμένου έτους, όπως αυτές θα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας.
Πίνακας Ποσοστών
αα) 20 % για το ανέλεγκτο οικον. έτος 1977
ββ) 20 % ” ” ” ” ” 1978
γγ) 20 % ” ” ” ” ” 1979
δδ) 24 % ” ” ” ” ” 1980
εε) 24 % ” ” ” ” ” 1981
Αν σε κάποιο οικον. έτος που δεν έχει ελεγχθεί, οι αγορές που δηλώθηκαν είναι μεγαλύτερες από τις αγορές που προσδιορίζονται βάσει των διατάξεων της παρούσας, για τον προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων και καθαρών κερδών λαμβάνονται υπόψη οι αγορές που έχουν δηλωθεί το έτος αυτό,
β) Ο συντελεστής μικτού κέρδους του έτους αφετηρίας, ο οποίος θα εφαρμόζεται επί των κατά τα ανωτέρω προσδιορισθεισών αγορών για την εξεύρεση των ακαθαρίστων εσόδων.
γ) Ο συντελεστής καθαρού κέρδους του έτους αφετηρίας, ο οποίος θα εφαρμόζεται επί των ακαθαρίστων εσόδων όπως αυτά προσδιορίστηκαν σύμφωνα με τα οριζόμενα στη προηγούμενη περίπτωση β`, για την εξεύρεση του καθαρού κέρδους.
2. Επιτηδευματίες που τηρούν, κατά νόμο, βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων.
Ως βάση για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων αυτών για κάθε ένα από τα οικ. έτη που εκκρεμούν θα λαμβάνονται υπόψη:
α) Τα ακαθάριστα έσοδα του τελευταίου οικον. έτους για το οποίο η φορολογική υπόθεση έχει περαιωθεί οριστικά με οποιοδήποτε τρόπο προ της ενάρξεως ισχύος της παρούσης (έτος αφετηρίας). Με βάση τα ακαθάριστα έσοδα του έτους αυτού θα προσδιορίζονται τα ακαθάριστα έσοδα για κάθε επόμενο έτος δια προσαυξήσεως με τα κατωτέρω ποσοστά που θα εφαρμόζονται στα ακαθάριστα έσοδα του αμέσως προηγουμένου έτους, όπως αυτά θα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας.
Πίνακας Ποσοστών
αα) 20 % για το ανέλεκτο οικον. έτος 1977
ββ) 20 % ” ” ” ” ” 1978
γγ) 20 % ” ” ” ” ” 1979
δδ) 24 % ” ” ” ” ” 1980
εε) 24 % ” ” ” ” ” 1981
Αν σε κάποιο οικον. έτος που δεν έχει ελεγχθεί, τα ακαθάριστα έσοδα που δηλώθηκαν είναι μεγαλύτερα από τα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται βάσει των διατάξεων της παρούσας, για τον προσδιορισμό κερδών των καθαρών λαμβάνονται υπόψη τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα του έτους αυτού.
β) Ο συντελεστής καθαρού κέρδους του έτους αφετηρίας ο οποίος θα εφαρμόζεται επί των ακαθαρίστων εσόδων όπως αυτά προσδιορίστηκαν κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, για την εξεύρεση του καθαρού κέρδους.
3. Επιτηδευματίες που παρέχουν υπηρεσίες και δεν υποχρεούνται να τηρούν βιβλία ή τηρούν, κατά νόμο, βιβλία δευτέρας κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων.
Ως βάση για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων αυτών για κάθε ένα από τα οικον. έτη που εκκρεμούν θα λαμβάνονται υπόψη :
α) τα ακαθάριστα έσοδα του τελευταίου οικον. έτους για το οποίο η φορολογική υπόθεση έχει περαιωθεί οριστικά με οποιοδήποτε τρόπο προ της ενάρξεως ισχύος της παρούσας (έτος αφητερίας). Με βάση τα ακαθάριστα έσοδα του έτους αυτού θα προσδιορίζονται τα ακαθάριστα έσοδα για κάθε επόμενο έτος δια προσαυξήσεως με τα κατωτέρω ποσοστά, που θα εφαρμόζονται στα ακαθάριστα έσοδα του αμέσως προηγουμένου έτους όπως αυτά θα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας.
Πίνακας Ποσοστών
αα) 20 % για το ανέλεγκτο οικον. έτος 1977
ββ) 20 % ” ” ” ” ” 1978
γγ) 20 % ” ” ” ” ” 1979
δδ) 24 % ” ” ” ” ” 1980
εε) 24 % ” ” ” ” ” 1981
Αν σε κάποιο οικον. έτος που δεν έχει ελεγχθεί, τα ακαθάριστα έσοδα που δηλώθηκαν είναι μεγαλύτερα από τα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται βάσει των διατάξεων της παρούσας, για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών λαμβάνονται υπόψη τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα του έτους αυτού.
β) Ο συντελεστής καθαρού κέρδους του έτους αφετηρίας ο οποίος θα εφαρμόζεται επί των ακαθαρίστων εσόδων, όπως αυτά προσδιορίστηκαν κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, για την εξεύρεση του καθαρού κέρδους.
4. Ελεύθεροι επαγγελματίες που κατονομάζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 45 του Ν.Δ. 3323/ 1955.
Ως βάση για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος των επιτηδευματιών αυτών, για καθένα από τα οικονομικά έτη που εκκρεμούν, θα λαμβάνεται υπόψη το καθαρό εισόδημα του τελευταίου οικον. έτους για το οποίο η φορολογική υπόθεση έχει περαιωθεί οριστικά με οποιοδήποτε τρόπο πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας (έτος αφετηρίας), δια προσαυξήσεως με τα κατωτέρω ποσοστά :
Πίνακας Ποσοστών
αα) 20 % για το ανέλεγκτο οικον. έτος 1977
ββ) 20 % ” ” ” ” ” 1978
γγ) 20 % ” ” ” ” ” 1979
δδ) 24 % ” ” ” ” ” 1980
εε) 24 % ” ” ” ” ” 1981
Με τα αυτά ως άνω ποσοστά προσαυξάνονται και τα ακαθάριστα έσοδα των ίδιων οικονομικών ετών.
Αν σε κάποιο έτος που δεν έχει ελεγχθεί, τα ακαθάριστα έσοδα που δηλώθηκαν είναι μεγαλύτερα από τα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται βάσει των διατάξεων της παρούσας, για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος τον έτους αυτού, το καθαρό εισόδημα του προηγούμενου οικονομικού έτους πολλαπλασιάζεται με το πηλίκο το οποίο προκύπτει από τη διαίρεση των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων δια των οριστικών ακαθάριστων εσόδων του αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους.
Αν σε κάποιο οικονομικό έτος που δεν έχει ελεγχθεί, το δηλούμενο καθαρό εισόδημα είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει βάσει των διατάξεων των προηγουμένων εδαφίων, το δηλωθέν καθαρό εισόδημα θεωρείται ειλικρινές.
Β` ΛΟΙΠΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ – ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ ΑΡΘΡΟΥ 8 Ν.Δ. 3323/1955
Αν ο επιτηδευματίας, εκτός του εισοδήματος από ελευθέρια επαγγέλματα (παράγρ. 1 του άρθρου 45 Ν.Δ. 3323/1955) ή από εμπορικές επιχειρήσεις, πραγματοποίησε και εισοδήματα από άλλες πηγές, τα οποία δε δήλωσε ή δήλωσε ανακριβώς, δύναται να υποβάλλει συμπληρωματική δήλωση και για τα εισοδήματα των πηγών τούτων.
Επίσης ο αυτός επιτηδευματίας δύναται να υποβάλει συμπληρωματική δήλωση και για τις εκπτώσεις από το συνολικό καθαρό εισόδημα, οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 8 του Ν.Δ. 3323/1955, εφόσον οι δηλωθείσες δεν αναγνωρίζονται ενόλω ή εν μέρει, βάσει των ισχυουσών διατάξεων.
Εφόσον η συμπληρωματική αυτή δήλωση κριθεί υπό του Οικονομικού Εφόρου ειλικρινής εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις της παρούσας αποφάσεως.
Γ` ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ
Στην ανωτέρω ρύθμιση υπάγονται και οι υποθέσεις των αυτών φορολογουμένων που δεν έχουν ελεγχθεί:
α) τελών χαρτοσήμου για τις συναλλαγές που έγιναν μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1980 και
β) φόρου κύκλου εργασιών, ειδικού φόρου καταναλώσεως Ν.Δ. 3829/1958, φόρου καταναλώσεως κηρωδών υλών και απορρυπαντικών, φόρου πολυτελείας, φόρου κέντρων διασκεδάσεως και πολυτελείας, για τα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποιήθηκαν μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1980. Ως βάση υπολογισμού των ανωτέρω φόρων, τελών και εισφορών θα λαμβάνονται υπόψη για κάθε έτος τα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται βάσει των διατάξεων της παρούσας.
Δ ΄ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Για την εφαρμογή της παρούσας απαιτείται η υποβολή από τους υπόχρεους, συμπληρωματικών δηλώσεων μέχρι 30 Ιουνίου 1981, για όλα τα έτη και όλες τις φορολογίες που εκκρεμούν και ρυθμίζονται με την παρούσα απόφαση. Για τις συμπληρωματικές δηλώσεις υπό επιφύλαξη δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρούσας αποφάσεως.
Δηλώσεις που υποβάλλονται και είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της παρούσας, κρίνονται ειλικρινείς, οι δε υπέρχεοι απαλλάσσονται από κάθε πρόσθετο φόρο, προσαύξηση, πρόστιμο και κάθε άλλη κύρωση.
Τα βάσει των ανωτέρω δηλώσεων βεβαιούμενα ποσά καταβάλλονται μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 1982 σε ίσες μηνιαίες δόσεις, της πρώτης καταβαλλομένης μέσα στον επόμενο από τη βεβαίωση μήνα.
Όσοι από τους υπόχρεους εξοφλούν μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσεως ολόκληρο το βεβαιούμενο κατά τα ανωτέρω ποσό έχουν δικαίωμα εκπτώσεως ποσοστού δέκα επί τοις εκατό (10 %).
2. Οι Οικονομικοί Έφοροι θα αποστείλουν σε όλους τους επιτηδευματίες που εμπίπτουν στη ρύθμιση της παρούσας “ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ Δ` ή Ζ` ΠΗΓΗΣ” το οποίο θα περιλαμβάνει, κατά περίπτωση τις αγορές, τα ακαθάριστα έσοδα, τα καθαρά κέρδη, ή το καθαρό εισόδημα, όπως αυτά πρέπει να διαμορφωθούν σύμφωνα με τα οριζόμενα από την παρούσα απόφαση. Εφόσον ο φορολογούμενος θα αποδεχθεί τα αναγραφόμενα στο ανωτέρω σημείωμα θα υπογράψει τούτο και θα το εγχειρίσει στον αρμόδιο Οικονομικό Έφορο, βάσει δε των αναγραφομένων σ΄ αυτό ποσών θα υποβάλει συμπληρωματικές δηλώσεις φόρου εισοδήματος και λοιπών φορολογιών, κατά περίπτωση.
Όσοι από τους παραπάνω επιτηδευματίες υπόκεινται και σε Φόρο Κύκλου Εργασιών, η συμπληρωματική δήλωση του Φόρου Κύκλου Εργασιών πρέπει να συνοδεύεται με κατάσταση στην οποία θα αναγράφονται οι πρώτες ύλες, που έχουν υπαχθεί σε Φόρο Κύκλου Εργασιών συνολικά κατά προμηθευτή.
3. Στις περιπτώσεις που τα καθαρά κέρδη των ομορρύθμων και ετερορρύθμων εταιρειών προσδιορίζονται βάσει της παρούσης αποφάσεως, θα εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, εκτός αν αλλιώς ορίζεται με την παρούσα.
Ε` ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ
1. Οι διατάξεις της παρούσας δεν εφαρμόζονται :
α) Επί ουσιώδους μεταβολής του αντικειμένου των εργασιών της επιχειρήσεως.
β) Επί των επιτηδευματιών εις βάρος των οποίων έχουν διαπιστωθεί για τις ανέλεγκτες χρήσεις παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Φ.Σ. ουσιαστικής φύσεως
γ) Επί υποθέσεων που φορολογούνται με τις διατάξεις του άρθρου 36α του Ν.Δ. 3323/1955 (τεχνικές επιχειρήσεις).
δ) Επί υποθέσεων που έχουν κοινοποιηθεί φύλλα ελέγχου ή πράξεις από τον Οικονομικό Έφορο.
ε) Επί επιτηδευματιών που τηρούν βιβλία Β` κατηγορίας Κ.Φ.Σ. οι οποίοι σε τρία συνεχή εκκρεμή οικον. έτη εδήλωσαν συνολικά αγορές μεγαλύτερες από τα αντίστοιχα ακαθάριστα έσοδα.
2. Η απόφαση αυτή έχει εφαρμογή για μεν τις εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών μέχρι και του οικον. έτους 1981, για δε τις λοιπές φορολογίες για τις συναλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1980.
3. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
ΜΙΛΤ. ΕΒΕΡΤ”
Άρθρο 13
Κατάργησις διατάξεων .
1. Από της δημοσιεύσεως του παρόντος καταργείται το δεύτερον εδάφιον της περιπτώσεως γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 754/1978.
2. Από 1ης Ιανουαρίου 1981 καταργούνται :
α) Η παράγραφος τρία της υπ΄ αριθ. 281/66 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου, ως εκυρώθη δια της παρ. 6 του άρθρου 1 του Α.Ν. 469/68 “περί μισθολογικής διαβαθμίσεως του εφημεριακού Κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος”.
β) Η διάταξις της παραγράφου 6 του άρθρου 6 του Ν. 754/1978.
3. Πάσα άλλη γενική ή ειδική διάταξις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμο ή ρυθμίζουσα άλλως τα υπ` αυτού ρυθμιζόμενα θέματα καταργείται
Άρθρο 14
Έναρξις Ισχύος.
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου άρχεται :
α) των άρθρων 1, 2 και 9 παράγραφος 2 από 1ης Ιανουαρίου 1981 εκτός αν άλλως ορίζεται εν αυταίς,
β) των λοιπών από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εκτός εάν άλλως ορίζεται εν αυταίς.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 12 Ιουνίου 1981
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ