Νόμος 1128 ΦΕΚ Α΄31/10.2.1981
Περί προσωρινής κρατήσεως και άλλων τινών διατάξεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν
Άρθρον πρώτον
Τα άρθρα 282 έως 288, 291, 296 έως 299 και 302 έως 304 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“Άρθρον 282.
Προσωρινή κράτησις και περιοριστικοί όροι.
1. Διαρκούσης της προδικασίας, αν προκύπτουν αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου επί κακουργήματι ή πλημμελήματιαπειλουμένω διά ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, δύναται να διαταχθούν είτε περιοριστικοί όροι είτε προσωρινή κράτησις οσάκις τούτο κρίνεται απολύτως αναγκαίον, προς πρόληψιν τελέσεως νέων κακουργημάτων ή πλημελημάτων ή παρεμπόδισιν σφόδρα πιθανής φυγής του κατηγορουμένου ή οσάκις ο κατηγορούμενος κρίνεται ιδιαιτέρως επικίνδυνος. Προφυλάκισις επίσης επιτρέπεται εν τη περιπτώσει του άρθρου 419, φυλασσομένης όμως και της διατάξεως του άρθρου 423, παρ. 3.
2. Περιοριστικοί όροι είναι ιδία η εγγυοδοσία, η εμφάνισις του κατηγορουμένου περιοδικώς ενώπιον του ανακριτού ή άλλης αρχής, η μη μετάβασις ή διανομή τούτου εις ωρισμένοντόπον ή εις το εξωτερικόν, η απαγόρευσις συναναστροφής ή συναντήσεως τούτου μεθ` ωρισμένων προσώπων.
Άρθρον 283.
Ενταλμα προσωρινής κρατήσεως.
1. Κατά τας εν άρθρω 282 περιπτώσεις, ο ανακριτής αμέσως μετά την απολογίαν του κατηγορουμένου, δύναται να τον αφήσηελεύθερον, ή να εκδώσηδιάταξιν, δι` ης να θέτη εις αυτόν περιοριστικούς ή άλλους όρους, ή, εφ` όσον συντρέχουν αι εν τω προηγουμένωάρθρω προϋποθέσεις, να εκδώση κατ` αυτού ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, αφού προηγουμένως και εν πάση περιπτώσει, λάβη την έγγραφονσύμφωνονγνώμην του εισαγγελέως. Εν διαφωνία περί της προσωρινής κρατήσεως ή των θετέων όρων αποφαίνεται το δικαστικόνσυμβούλιον, (άρθρ. 305 και 307 στοιχ. στ`).
2. Το ένταλμα της προσωρινής κρατήσεως ή η ορίζουσα τους εν άρθρω 282 όρους διάταξις, περιέχει, εκτός των εν άρθρω 276 παρ. 3 ειρημένων τύπων, την ακριβή σημείωσιν του περί ου ο λόγος κακουργήματος ή πλημμελήματος, ηδέεκτέλεσις του εντάλματος της προσωρινής κρατήσεως γίνεται επιμελεία του εισαγγελέως διά των κατά το άρθρ. 277 επιτετραμμένων την εκτέλεσιν των ενταλμάτων αρχών, τηρουμένων ως προς τους στρατιωτικούς και των σχετικών διατάξεων του στρατιωτικού ποινικού κώδικος.
Άρθρον 284.
Προσωρινή κράτησις του κατηγορουμένου.
1. Ο καθ` ου εξεδόθη ένταλμα προσωρινής κρατήσεως οδηγείται εις τας φυλακάς των υποδίκων και παραδίδεται εις τον διευθυντήν αυτών μετά του εντάλματος προσωρινής κρατήσεως, συντασσομένης εκθέσεως, ήτις επισυνάπτεται εις την δικογραφίαν. Από της ημέρας της παραδόσεως ταύτης άρχεται η διάρκεια της προσωρινής κρατήσεως. Εάν όμως ο προσωρινός κρατηθείς εκρατήθη προ της ημέρας ταύτης, συλληφθείς επ` αυτοφώρω ή δυνάμει εντάλματος, η διάρκεια της προσωρινής κρατήσεως θεωρείται αρχομένη αφ` ης ημέρας ούτος εκρατήθη, καθοριζομένης ειδικώς εν τω εντάλματι προσωρινής κρατήσεως. Εκθεσις επίσης συντάσσεται και κατά την απόλυσιν του προσωρινώς κρατηθέντος.
2. Ο Διευθυντής των φυλακών δεν δύναται να δεχθή τίνα εις αυτάς εάν δεν παραδοθή αυτώ πρότερον το ένταλμα προσωρινής κρατήσεως ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου διατάσσον την προσωρινήνκράτησιν.
Άρθρον 285.
Προσφυγή του προσωρινώς κρατηθέντος.
1. Κατά του εντάλματος της προσωρινής κρατήσεως και της επιβαλούσης περιοριστικούς όρους διατάξεως του ανακριτού, επιτρέπεται εις τον κατηγορούμενον προσφυγή εις το συμβούλιον των πλημμελειοδικών.
Η προσφυγή γίνεται εντός πέντε ημερών από της προσωρινής κρατήσεως, συντασσομένης εκθέσεως παρά τω γραμματεί των πλημμελειοδικών, ή τω διευθύνοντι τας φυλακάς, κατά τα εν άρθρ. 474 παρ. 1, διαβιβάζεται δε εις τον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών και εισάγεται παρ` αυτού αμελλητί μετά της προτάσεώς του εις το συμβούλιον, όπερ αποφασίζει αμετακλήτως.
2. Η προσφυγή δεν έχει ανασταλτικήν δύναμιν.
3. Εάν το ένταλμα προσωρινής κρατήσεως εξεδόθη βάσει βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου, κρίνοντος επί σχετικής διαφωνίας ανακριτού και εισαγγελέως, δεν επιτρέπεται προσφυγή.
4. Το Συμβούλιον των πλημμελειοδικών επιλαμβανόμενον της προσφυγής δύναται να άρη την προσωρινήνκράτησιν ή ν` αντικαταστήση αυτήν διά των κατά την κρίσιν του επιβαλλομένων περιοριστικών όρων, ή ν` αντικαταστήση τους τεθέντας όρους δι` αλλων.
5. Και ασκηθείσης προσφυγής, ο ανακριτής εξακολουθεί άνευ διακοπής την ανάκρισιν.
Άρθρον 286.
Αρσις ή αντικατάστασις προσωρινής κρατήσεως και περιοριστικών όρων.
1. Εάν διαρκούσης της ανακρίσεως ήθελεν προκύψει ότι εξέλιπεν ο λόγος, δι` ον διετάχθη η προσωρινή κράτησις ή επεβλήθησαν οι περιοριστικοί όροι, δύναται ο ανακριτής αυτεπαγγέλτως ή προτάσει του εισαγγελέως να άρη ταύτα ή να υποβάλη προς το συμβούλιονσχετικήν αίτησιν περί άρσεως αυτών. Κατά της αποφάσεως ταύτης ο κατηγορούμενος δύναται να προσφύγη εις το Συμβούλιον Εφετών.
2. Ο τελών υπό προσωρινήνκράτησιν ή υπό περιοριστικούς όρους, δύναται να υποβάλη αίτησιν προς τον ανακριτήν περί άρσεως αυτών ή περί αντικαταστάσεως της προσωρινής κρατήσεως διά περιοριστικών όρων δι` άλλων. Κατά της διατάξεως του ανακριτού επιτρέπεται προσφυγή εις το συμβούλιον εντός πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως εις τον αιτούντα της ανακριτικής διατάξεως.
3. Ο ανακριτής, μετ` έγγραφονγνώμην του εισαγγελέως, δύναται δι` ητιολογημένης διατάξεώς του, ν` αντικαταστήση την προσωρινήνκράτησιν διά περιοριστικών όρων ή τους τεθέντας περιοριστικούς όρους διά προσωρινής κρατήσεως (άρθρον 298) εκδίδων εν τη τελευταία περιπτώσει και ένταλμα συλλήψεως.
Επίσης υπό τας αυτάς διατυπώσεις δύναται να μεταβάλη τους τεθέντας όρους δι` άλλων δυσμενεστέρων ή επιεικεστέρων. Κατά της τοιαύτης διατάξεώς του επιτρέπεται εις τε τον εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενον προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών εντός προθεσμίας δέκα ημερών, αρχομένης, προκειμένου μεν περί του εισαγγελέως από της εκδόσεως της διατάξεως, προκειμένου δε περί του κατηγορουμένου από της επιδόσεως. Η προσφυγή και η προθεσμία ασκήσεώς της δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν.
Άρθρον 287.
Ανώτατα όρια προσωρινής κρατήσεως.
1. Εάν διαρκούσης της ανακρίσεως, η προσωρινή κράτησις ήθελε διαρκέσει 6 μήνας προκειμένου περί κακουργήματος ή τρεις μήνας προκειμένου περί πλημμελήματος, ο ανακριτής εντός πέντε ημερών από της συμπληρώσεως του χρονικού τούτου διαστήματος, οφείλει να αναφέρη δι` ητιολογημένης εκθέσεώς του εις τον παρ` εφέταις εισαγγελέα τους λόγους, διά τους οποίους η ανάκρισις δεν επεταρώθη. Ούτος διαβιβάζει την δικογραφίαν εις τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, όστις εισάγει ταύτην εις το δικαστικόνσυμβούλιον. Τούτο μετ` ακρόασιν και των διαδίκων ή των συνηγόρων αυτών κλητευομένων 24 τουλάχιστον ώρας προ της συνεδριάσεως αποφαίνεται αμετακλήτως δι` ειδικώς ητιολογημένου βουλεύματός του αν πρέπει να απολυθή προσωρινώς εκ των φυλακών ο κατηγορούμενος ή να εξακολουθήση τη προσωρινή κράτησις αυτού.
2. Κατά πάσαν περίπτωσιν και μετά το πέρας της ανακρίσεως μέχρι και της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως, το ανώτατονόριον της διαρκείας της προσωρινής κρατήσεως επί τω αυτώ εγκλήματι δεν δύναται να υπερβή το έτος επί κακουργημάτων, τους εξ μήνας επί πλημμελημάτων. Επί όλως εξαιρετικών περιπτώσεων δύναται να παρατείνωνται τα όρια ταύτα εφ` άπαξ ή διαδοχικώς μέχρις εξ και τριών μηνών αντιστοίχως, δι` ειδικώς ητιολογημένου αμετακλήτου βουλεύματος
α) του συμβουλίου των εφετών, εάν η υπόθεσις εκκρεμή παρ` αυτώ συνεπεία εφέσεως κατά βουλεύματος ή έχει εισαχθή εις το ακροατήριον του πενταμελούς ή επταμελούς ή τριμελούς εφετείου ή του μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή μικτού ορκωτού εφετείου ή εάν το συμβούλιον τούτο τυγχάνηαρμόδιον εις πρώτον και τελευταίονβαθμόν και
β) του συμβουλίου των πλημμελειοδικών εις πάσαν άλλην περίπτωσιν. Εάν η υπόθεσις εκκρεμή παρά τω ανακριτή συνεχίζεται δε συμφώνως τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου η προσωρινή κράτησις, ούτος υποχρεούται τριάκοντα ημέρας, προ της συμπληρώσεως του κατά την παρούσανπαράγραφονανωτάτου ορίου αυτής, να διαβιβάση έκθεσίν του, περιέχουσαν τους λόγους διά τους οποίους επιβάλλεται η παράτασις της προσωρινής κρατήσεως, μετά της δικογραφίας εις τον εισαγγελέα, όστις διά προτάσεώς του εισάγει ταύτην εις το συμβούλιον. Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ο αρμόδιος εισαγγελεύς είκοσι πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της συμπληρώσεως του κατά την παρούσανπαράγραφονανωτάτου ορίου προσωρινής κρατήσεως ή της λήξεως της χορηγηθείσης ήδη παρατάσεως, υποχρεούται όπως εισαγάγη εις το αρμόδιονσυμβούλιονπρότασιν περί παρατάσεως ή μη της προσωρινής κρατήσεως.
3. Μη παραταθείσης της διαρκείας της προσωρινής κρατήσεως κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα, ως και άμα τη συμπληρώσει της κατά τα ανωτέρω χορηγηθείσης παρατάσεως μέχρι του επιτρεπομένουανωτάτου ορίου αυτής, ο αρμόδιος εισαγγελεύς οφείλει να διατάξη την απόλυσιν του εν προσωρινή κρατήσει τελούντος.
4. Τα εν παρ. 5 του άρθρου 285 και τα εν άρθρω 282 περί θέσεως περιοριστικών ή άλλων όρων εφαρμόζονται και επί των περιπτώσεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρον 288.
Επί συρρέοντος κατ` ιδέαν ή κατ` εξακολούθησιν εγκλήματος.
Συρρέοντος κατ` ιδέαν και άλλου εγκλήματος μετ` εκείνου, δι` ο διετάχθη η προσωρινή κράτησις, ή τούτου τελεσθέντος κατ` εξακολούθησιν, ή εν τω άρθρω 287 προθεσμία υπολογίζεται, αφ` ης το πρώτον εκρατήθη ο κατηγορούμενος δι` εν των συρρεόντων κατ` ιδέαν εγκλημάτων ή διά μίαν εκ των απαρτιζουσών το κατ` εξακολούθησιν έγκλημα μερικωτέρων πράξεων.
Άρθρον 291.
Αντικατάστασις της προσωρινής κρατήσεως μετά το παραπεμπτικόν βούλευμα. 1. Εάν η προσωρινή κράτησις του κατηγορουμένου εξηκολούθησε και μετά την παραπομπήν αυτού εις δίκην, αιτήσει του ιδίου, του εισαγγελέως ή αυτεπαγγέλτως το αρμόδιονΣυμβούλιον οποτεδήποτε ή το δικαστήριον επί αναβολής ή ματαιώσεως δι` οιονδήποτε λόγον της εκδικάσεως, δύναται να διατάξη την θέσιν αντ` αυτής περιοριστικών όρων προς τον κατηγορούμενον. 2. Αρμόδιον κατά την προηγουμένηνπαράγραφονΣυμβούλιον είναι το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών αν η υπόθεσις είναι εκκρεμής παρά τω πλημελειοδικείω, άλλως το συμβούλιον των εφετών. Το συμβούλιον των εφετών καθίσταται επίσης αρμόδιον όταν η υπόθεσιςείνα εκκρεμής ενώπιόν του εισαχθείσα συνεπεία εφέσεως ή κατ` άρθρον 308 παρ. 3 και 4 και αν έτι το συμβούλιον των πλημμελειοδικών είχεν ήδη αποφανθή επί της προσωρινής κρατήσεως.
Άρθρον 296.
Σκοπός των περιοριστικών όρων. Σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να εξασφαλισθή ότι ο προς ον ετέθησαν ούτοι θέλει παραστή εν παντίχρόνω εις την ανάκρισιν ή το δικαστήριον και θέλει να υποβάλλει εαυτόν εις την εκτέλεσιν της αποφάσεως.
Άρθρον 297.
Διαδικασία εγγυοδοσίας.
1. Εάν ως περιοριστικός όρος ήθελε τεθή η καταβολή εγγυήσεως, το μέγεθος της εγγυήσεως ως και το είδος και το αξιόχρεον ταύτης, ορίζεται κατ` ελευθέραν κρίσιν, λαμβανομένων υπ` όψιν της εις την πράξιν επιβαλλομένης ποινής και της οικονομικής και ηθικής καταστάσεως του κατηγορουμένου.
2. Η εγγύησις δίδεται υπό του κατηγορουμένου ή και παντός τρίτου, καταβαλλομένης της ορισθείσης ποσότητος εις χρήματα ή δι` ενεχύρου πραγμάτων, ή δι` υποθήκης αξιοχρέου ή δι` εγγυητικής επιστολής Τραπέζης. Η εγγύησις δίδεται παρά τω γραμματεί του δικαστηρίου συντασσομένης εκθέσεως, ήτις υπογράφεται παρά του δίδοντος την εγγύησιν, του κατηγορουμένου του εισαγγελέως και του γραμματέως. 3. Επί πάσης περί την παροχήν της εγγυήσεως εγειρομένης αμφισβητήσεως αποφασίζει ο διατάξας ταύτην, ανακριτής, συμβούλιον ή δικαστήριον, ανεκκλήτως.
Άρθρον 298.
Λόγοι αντικαταστάσεως των περιοριστικών όρων διά προσωρινής κρατήσεως.
Οι εις τον κατηγορούμενοντεθέντες περιοριστικοί όροι δύνανται να αντικαθίστανται διά προσωρινής κρατήσεως:
α) αν άνευ ευλόγων κωλυμάτων καθιστώντων την εμφάνισίν του αδύνατον, δεν εμφανίζηται, νομίμως κλητευθείς, ενώπιον του ανακριτού, ή ενώπιον του δικαστηρίου ίνα δικασθή,
β) αν φεύγη ή ορμάται προς το φεύγειν,
γ) όταν παραβαίνη τους τεθέντας όρους ή δεν δηλώση την μεταβολήν της κατοικίας του κατά το επόμενονάρθρον, δ) αν αναφανούν κατ` αυτού σοβαραίυπόνοιαι άλλου τινός οποτεδήποτε τελεσθέντος κακουργήμστος ή πλημμελήματος, δι` ο επιτρέπεται προσωρινή κράτησις. Άρθρον 299. Υποχρεώσεις του απολυομένου
Ο κατηγορούμενος εις τον οποίον κατά την απόλυσίν του ετέθησαν περιοριστικοί όροι οφείλει να δηλώση εις τον ανακριτήν την κατοικίαν του μετ` ακριβούς ενδείξεως της διευθύνσεως (πόλεως, συνοικίας, χωρίου, οδού, αριθμού) και να δηλοί αμέσως κατόπιν πάσαν μεταβολήν αυτής εις τον ανακριτήν ή τον εισαγγελέα. Οφείλει επίσης εν τη αυτή δηλώσει να διορίσηαντίκλητον προς ον γίνονται άπασαι αι επιδόσεις, εκτός των εισαγωγικών της δίκης εγγράφων.
Άρθρον 302.
Κατάπτωσις της εγγυήσεως.
1. Εάν τεθή εις τον κατηγορούμενον ο περιοριστικός όρος εγγυοδοσίας, κλητευθείς δε ούτος νομίμως δεν εμφανισθή εντός της ταχθείσης προθεσμίας, ενώπιον του ανακριτού ή του δικαστηρίου κατά την ορισθείσανδικάσιμον ή παραβήπεριοριστικόντιναόρον, το ποσόν της εγγυήσεως, αφαιρουμένου του ποσού της επιδικασθείσης αμετακλήτως αποζημιώσεως ή ικανοποιήσεως του αδικηθέντος, ανήκει αυτοδικαίως εις το Κράτος, εκτός εάν αθωωθή ο κατηγορούμενος, ότε εφαρμόζεται η διάταξις της παρ. 1 του άρθρου 303.
2. Περί της καταπτώσεως αποφαίνεται το επιλαμβανόμενον της κατηγορίας δικαστήριον, ενώπιον του οποίου εκλήθη ο κατηγορούμενος ίνα δικασθή και κατά την αυτήν δικάσιμον εις ην εκλητεύθη. Οταν ο παρασχών την εγγύησιν είναι τρίτος, καλείται και ούτος κατά την δικάσιμον ταύτην. Εάν δεν υπάρχη νόμιμος περίπτωσις να επιληφθή το δικαστήριον της κατηγορίας, ως και κατά την διάρκειαν της ανακρίσεως, αποφαίνεται το συμβούλιον των πλημμελειοδικών, μετά προηγουμένηνκλήτευσιν του κατηγορουμένου και του παρασχόντος την εγγύησιν τρίτου πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της εισαγωγής της υποθέσεως εις το συμβούλιον.
3. Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου των πλημμελειοδικών, επιτρέπεται έφεσις ενώπιον του συμβουλίου των εφετών εις τον κατηγορούμενον και τον παρασχόντα την εγγύησιν τρίτον.
Άρθρον 303.
Απόδοσις της εγγυήσεως.
1. Αθωωθέντος του κατηγορουμένου η εγγύησις Αποδίδεται. Την απόδοσιν διατάσσει το δικαστήριον αμέσως μετά την αθώωσιν, άλλως το συμβούλιον των πλημμελειοδικών κατά του βουλεύματος του οποίου επιτρέπεται έφεσις εις τον κατηγορούμενον και τον καταθέσαντα την εγγύησιν τρίτον.
2. Καταδικασθέντος του κατηγορουμένου, το κατά την προηγουμένηνπαράγραφονδικαστήριον ή συμβούλιον διατάσσει την απόδοσιν της εγγυήσεως, εκτελουμένην παρά του εισαγγελέως άμα ως, αμετακλήτου καταστάσης της καταδίκης, φυλακισθή ο καταδικασθείς προς έκτισιν της ποινής, εκτός εάν ανεστάλη η εκτέλεσις αυτής. Εκ του ποσού της αποδιδομένης εγγυήσεως, και όταν έτι αυτή παρά τρίτων κατετέθη, αφαιρούνται η επιδικασθείσα αποζημίωσις και χρηματική ικανοποίησις του αδικηθέντος, αποδιδόμεναι εις αυτόν εντολή του εισαγγελέως, είτα δε τα δικαστικά έξοδα και χρηματικαίποιναί. Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου επιτρέπεται έφεσις εις τον κατηγορούμενον και τον καταθέσαντα την εγγύησιν τρίτον.
Άρθρον 304.
Πλειστηριασμός υποθηκευθέντων και ενεχυριασθέντων.
Τα τυχόν κατατεθέντα ενέχυρα και τα υποθηκευθέντα ακίνητα εκτίθενται μετά την κατά το άρθρον 303 κατάπτωσιν της εγγυήσεως, εις δικαστικόνπλειστηριασμόνεπιμελεία του εισαγγελέως, το δε εκ της πωλήσεως πλεονάσαν επιστρέφεται εις τον κατηγορούμενον ή τον δόνταεγγύησιν”.
Άρθρον δεύτερον
Τα άρθρα 290, 292, 293, 294, 295, 300 και 301 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας καταργούνται.
Άρθρον τρίτον
Οπου εις τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τον Ποινικόν Κώδικα ή άλλους νόμους γίνεται χρήσις του όρου “προφυλάκισις” νομείται η “προσωρινή κράτησις”.
Άρθρον τέταρτον
Η περίπτωσις β` του άρθρου 2 του νόμου 2475/ 1920 “περί μεταναστεύσεως και αποδημίας”, ως τούτο ετροποποιήθημεταγενεστέρως, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Ασκηθείσης ποινικής διώξεως επί κακουργήματι, δύναται ο αρμόδιος εισαγγελεύς να εκδώσηδιάταξιναπαγορεύουσαν την έξοδον εκ της χώρας τον καθ` ου η δίωξις εφ` όσον το μέτρον τούτο επιβάλλουν λόγοι ασφαλείας ή δημοσίου συμφέροντος. Η απαγορευτική διάταξις κοινοποιείται εις τον καθ` ου αύτη, αποβάλλει δε αυτοδικαίως την ισχύν της εάν δεν επικυρωθή εντός δέκα πέντε ημερών υπό του αρμοδίου συμβουλίου πλημμελειοδικών, εις το οποίον εισάγεται μερίμνη του εισαγγελέως και εις το οποίον καλείται ο ενδιαφερόμενος προ 24 τουλάχιστον ωρών, ίνα παραστή κατά την συζήτησιν. Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, ο καθ` ου η απαγορευτική διάταξις δύναται να προσφύγη εις το Συμβούλιον Εφετών. Εν πάση περιπτώσει η απαγορευτική διάταξις παύει ισχύουσα μετά την απολογίαν του κατηγορουμένου. Κατ` εξαίρεσιν η απαγόρευσις της εξόδου εκ της χώρας επιτρέπεται υπό τας αυτάς ως άνω προϋποθέσεις και επί των πλημμελημάτων της λαθρεμπορίας, της δολίας χρεωκοπίας, της απάτης εάν η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη και της κλοπής εάν το αντικείμενον ταύτης είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και εφ` όσον η υπόθεσιςπαρεπέμφθη εις κυρίανανάκρισιν”.
Άρθρον πέμπτον
Εάν η απόφασις εις εκτέλεσιν της οποίας “κρατείται τις, ανηρέθη ή εξηφανίσθη συνεπεία ασκήσεως ενδίκου τινός μέσου και παραπέμπεται η υπόθεσις εις νέαν δίκην, η κράτησις του κατηγορουμένου λογίζεται ως προσωρινή κράτησις και διέπεται υπό των διατάξεων του παρόντος, συμπεριλαμβανομένης και της τοιαύτης περί ανωτάτου χρονικού ορίου διαρκείας αυτής.
Άρθρον έκτον
Δικαστικοί υπάλληλοι, σύζυγοι δικαστικών λειτουργών, μετατίθενται τη αιτήσει των εις τας γραμματείας δικαστηρίων ή εισαγγελιών του τόπου της υπηρεσίας των συζύγων των καθ` υπέρβασιν του αριθμού των οργανικών θέσεων της υπηρεσίας εις την οποίαν μετατίΘενται.
Άρθρον έβδομον
Εαν ο κατά το Άρθρον 50 παρ. 2 του Καταστατικού Νόμον της Εκκλησίας της Ελλάδος αρμόδιος Αρχιερεύς δεν προβή εις την πνευματικήνλύσιν του γάμου εντός τριών μηνών απο της εις τούτον περιελεύσεως της λυούσης τον γάμον αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως, ο γάμος λύεται δι` αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 1183/1981 (Α 191).
Άρθρον όγδοον
Ο αριθμός των μελών της υπό του άρθρου 10 του Ν. 1071/1980 συσταθείσης Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, προς αναθεώρησιν του σχεδίου νόμου “περί τροποποιήσεως διατάξεων”:
α) του Αστικού Κώδικος,
β) του Εισαγωγικού αυτού νόμου,
γ) του Εμπορικού Νόμου,
δ) του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας και
ε) του Ποινικού Κώδικος, προς εφαρμογήν της κατά το άρθρον 4 παρ. 2 του Συντάγματος ισότητος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων Ελλήνων και Ελληνίδων” ορίζεται εις εννέα (9).
Άρθρον ένατον
1. Το άρθρον 24 του Ν. 570/1977 “περί Κώδικος συμβολαιογράφων” ως τούτο ετροποποιήθη υπό του άρθρου 3 τον Ν. 834/1978 “περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων του Ν. 670/1977 “περί κώδικος συμβολαιογράφων” αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Ιναδιορισθή τις συμβολαιογράφος δέον να επιτύχη εις διαγωνισμόν.
2. Ο διαγωνισμός προκηρυσσόμενος υπό του Υπουργού Δικαιοσύνης, διενεργείται, άπαξ του έτους εντός του μηνός Φεβρουαρίου, εις την έδραν εκάστου Εφετείου, υπό Επιτροπής απαρτιζομένης υπό του Προέδρου Εφετών, Εισαγγελέως Εφετών και ενός συμβολαιογράφου, οριζομένου μετά του αναπληρωτού του υπό του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, κατόπιν εγγράφου του Προέδρου Εφετών. Τα εκ δικαστικών λειτουργών μέλη της Επιτροπής αναπληρούνται υπό των νομίμων αναπληρωτών των. Της Επιτροπής προεδρεύει ο Πρόεδρος Εφετών, εν κωλύματι δε αυτού ο Εισαγγελεύς Εφετών. Χρέη γραμματέως εκτελεί ο υπό του Προέδρου οριζόμενος δικαστικός υπάλληλος.
3. Περί των επιτυχόντων κατά τον διαγωνισμόν των υποψηφίων Συμβολαιογράφων, συμφώνως προς την προηγουμένηνπαράγραφον, συντάσσεται πίναξ κατά την σειράν επιτυχίας αυτών. Διά τον καθορισμόν της σειράς των εν ισοβαθμία ενεργείται κλήρωσις υπό της εξεταστικής επιτροπής εν δημοσία συνεδριάσει αυτής. Εκ του ούτω καταρτισθέντοςπίνακος καταρτίζονται μερικώτεροι πίνακες επιτυχόντων κατά Ειρηνοδικεία, συμφώνως προς την αίτησιν εκάστου υποψηφίου, τηρουμένης πάντοτε της σειράς επιτυχίας. Οι πίνακες ούτοι ισχύουν από της εκδόσεως των αποτελεσμάτων μέχρι τέλους του οικείου έτους.
4. Οι επιτυχόντες εις τον διαγωνισμόν οφείλουν, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας είκοσιν ημερών από της επιδόσεως της σχετικής προσκλήσεως, όπως δηλώσουν ότι αποδέχονται τον διορισμόν εις το Ειρηνοδικείον εις το οποίον επέτυχον και προσκομίσουν εντός της αυτής προθεσμίας τα απαραίτητα διά τον διορισμόν των δικαιολογητικά. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης ούτοι θεωρούνται ως αποποιηθέντες τον διορισμόν.
5. Οι επιτυχόντες διορίζονται κατά την σειράν της εν τω οικείω πίνακι εγγραφής προς πλήρωσιν των υφισταμένων κενών θέσεων, ως και των κενωθησομένων μέχρι λήξεως της ισχύος των πινάκων. Εάν όμως μεταξύ των επιτυχόντων περιλαμβάνονται σύζυγος ή τέκνα συμβολαιογράφων θανόντων ή καθ` οιονδήποτε τρόπον αποχωρησάντων μέχρι του χρόνου διορισμού, ούτοι διορίζονται ως υπεράριθμοι μέχρι ποσοστού 20% των θέσεων, αίτινεςήθελονπληρωθή μέχρι λήξεως της ισχύος των πινάκων, εφ όσον εις την περιφέρειαν δι` ην διηγωνίσθησανετύγχανονδιωρισμένοι οι κατά τα ανωτέρω αποχωρήσαντες.
6. Τα της προκηρύξεως του διαγωνισμού, των υποβλητικών υπό των υποψηφίων δικαιαλογητικών και του χρόνου υποβολής των, του ελέγχου των ποσόντων των υποψηφίων, της εξεταστέας ύλης και του τρόπου εξετάσεως, της βαθμολογίας και της εν γένει διαδικασίας διεξαγωγής του διαγωνισμού, ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια επί τούτων καθορίζονται εκάστοτε διά Π. Δ/τος εκδιδομένου επί τη προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης. Μέχρις εκδόσεως των διαταγμάτων τούτων ισχύουν αι κείμεναι διατάξεις, καθ` ο μέρος δεν τροποποιούνται διά του παρόντος.
7. Οι υποψήφιοι οφείλουν να καταβάλλουν εις τον γραμματέα της εξεταστικής Επιτροπής το δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης οριζόμενον ποσόν εξετάστρων. Το ποσόν τούτο κατανέμεται διά πράξεως του Προέδρου μεταξύ των μελών και του Γραμματέως”.
2. Η μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κινηθείσαδιαδικσσία πληρώσεως θέσεων συμβολαιογράφων επί τη βάσει ετέρων διατάξεων, εξακολουθεί μέχρι της τελειώσεώς της, διά της δημοσιεύσεως της οικείας διοικητικής πράξεως.
3. Αι κατά την ισχύν του παρόντος υπάρχουσαικεναί θέσεις συμβολαιογράφων, πέραν των δι` ας προεκηρύχθη ο διαγωνισμός του Οκτωβρίου 1980 ως και αι κενούμεναι μέχρι της 31 Δεκεμβρίου 1981, πληρούνται διά διορισμού εκ των ευδοκιμησάντων υποψηφίων, των αντιστοίχων ειρηνοδικειακών περιφερειών, επιφυλασσομένης της ισχύος των διατάξεων του άρθρου 27 του Ν. 670/1977, ως αντικατεστάθη υπό του άρθρου 4 του Ν. 834/1978 και της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 1042/1980.
4. Κατά την πρώτηνεφαρμογήν του παρόντος ο υπό του άρθρου 24 του Ν. 670/1977 “περί Κώδικος συμβολαιογράφων”, ως το άρθρον τούτο αντικαθίσταται υπό της παρ. 1 του παρόντος άρθρου προβλεπόμενος διαγωνισμός υποψηφίων συμβολαιογράφων θα διενεργηθή εντός του μηνός Μαρτίου 1981.
Άρθρον δέκατον
1. Οι εγγεγραμμένοι εις τους πίνακας ευδοκιμησάντων υποψηφίων συμβολαιογράφων κατά τον διαγωνισμόν Οκτωβρίου 1978 και ισοβαθμίσαντες προς τον τελευταίον διορισθέντα του οικείου πίνακος και μη διορισθέντες μέχρι της λήξεως της ισχύος των πινάκων τούτων λόγω ελλείψεως κενής θέσεως, διορίζονται συμβολαιογράφοι, ως υπεράριθμοι εις την περιφέρειαν του Ειρηνοδικείου εις το οποίον εγένετο ο διορισμός του ως άνω τελευταίου εκ του οικείου πίνακος. Ο διορισμός γίνεται δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, υποβαλλομένης εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως του παρόντος. Οι διορισθησόμενοι καταλαμβάνουν κατά προτεραιότητα και κατά την εις τον οικείον πίνακα σειράν εγγραφής, μέχρι δύο εκ των κατ` έτος κενουμένων θέσεων και μέχρις εξαντλήσεως του αριθμού των.
2. Διά της προηγουμένης παραγράφου δεν θίγεται η ισχύς του άρθρου 27 του Ν. 670/1977, ως τούτο αντικατεστάθη υπό του άρθρου 4 του Ν. 834/ 1978 “περί τροποποιήσεως διατάξεων τινών τον Ν. 670/1977 “περί κώδικος συμβολαιογράφων και άλλων τινών διατάξεων.
Άρθρον ενδέκατον
1. Συνιστώνται εις την περιφέρειαν του Ειρηνοδικείου Νικαίας οκτώ (8) θέσεις συμβολαιογράφων εξ ων μία (1) με έδραν τον Κορυδαλλόν, καταργουμένων αντιστοίχως ισαρίθμων θέσεων παρά τω Ειρηνοδικείω Πειραιώς. Τας ούτω συνιστωμένας θέσεις συμβολαιογράφων, καταλαμβάνουν οι ήδη υπηρετούντες συμβολαιογράφοι Πειραιώς με έδραν την Νίκαιαν και τον Κορυδαλλόν αντιστοίχως, οι οποίοι εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά των ως μέχρι τούδε εις τας περιφερείας των Ειρηνοδικείων περί ων η παρ. 3 του άρθρου 4 τον Ν. 670/1977 “περί κώδικος Συμβολαιογράφων” εφαρμοζομένων εκ προκειμένω και των διατάξεων των άρθρων 98 έως 106 του αυτού Ν. 670/1977.
2. Συνιστάται εις την περιφέρειαν του Ειρηνοδικείου Ηρακλείας Νομού Σερρών μία θέσις συμβολαιογράφου, καταργουμένης αντιστοίχως μιας θέσεως συμβολαιογράφου παρά τω ΕιρηνοδικείωΣιντικής. Την ούτω συνιστωμένηνθέσιν καταλαμβάνει ο ήδη υπηρετών συμβολαιογράφος Σιντικής με έδραν την Ηράκλειαν.
Άρθρον δωδέκατον
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 04 Φεβρουαρίου 1981
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ