Νόμος 1115 ΦΕΚ Α΄5/8.1.1981
Περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως της περί Ταμείου Αρωγής Οργάνων Αγροφυλακής ισχυούσης νομοθεσίας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν
Άρθρον 1
Σύστασις-Εδρα-Σκοπός.
1. Το συσταθέν δυνάμει του Ν. 1900/1951 “περί ιδρύσεως του Ταμείου Αρωγής Οργάνων Αγροφυλακής” Ταμείον, μετονομασθέν διά του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν.Δ. 4523/1966 “περί συνταξιοδοτήσεως των οργάνων της Αγροφυλακής” εις Ταμείον Συντάξεων και Αρωγής Οργάνων Αγροφυλακής, ονομάζεται εφεξής Ταμείον Αρωγής Οργάνων Αγροφυλακής (Τ.Α.Ο.Α.). Το Τ.Α.Ο.Α. αποτελεί νομικόνπρόσωπον δημοσίου δικαίου, έχει έδραν τας Αθήνας και τελεί υπό την εποπτείαν του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών.
2. Σκεπός του Ταμείου είναι η, υπό τας προϋποθέσεις του παρόντος, χορήγησις εφ` άπαξ οικονομικής αρωγής εις τους εξερχομένους της υπηρεσίας ησφαλισμένους, η, εν περιπτώσει θανάτου αυτών, εις τας οικογενείας των, κατά τα εν άρθρω 6 παρ. 2 οριζόμενα.
3. Η υπηρεσία του Ταμείου διεξάγεται απο υπαλλήλους Αγροφυλακής, διοικητικούς και όργανα, λαμβανομένους εκ της δυνάμεως των υπαλλήλων και οργάνων Αγροφυλακής.
Άρθρον 2
Διαχείρισις κεφαλαίων.
1. Τα κεφάλαια του Ταμείου κατατίθενται επί τόκω εις την Τράπεζαν της Ελλάδος, δύναται δε και να επενδύωνται και άλλως κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις περί τρόπου διαθέσεως κεφαλαίων Ν.Π.Δ.Δ.
2. Εκ των διαθεσίμων κεφαλαίων του Ταμείου και του παρ` αυτώ λειτουργούντος Λογαριασμού Αυτασφαλίσεως Υπαλλήλων Αγροφυλακής (ΛΑΥΑ), κατόπιν αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου δύναται να χορηγούνται δάνεια εις τους ησφαλισμένους του Ταμείου η του Λογαριασμου αντιστοίχως, κατά τους εκάστοτε ισχύοντας όρους και προϋποθέσεις τους καθοριζομένους υπό της Νομισματικής Επιτροπής.
3. Αι δαπάναι διοικήσεως και διαχειρίσεως βαρύνουν το Τ.Α.Ο.Α. και τον Λ.Α.Υ.Α. αναλόγως, του αριθμού των ησφαλισμένων εκάστου.
Άρθρον 3
Πόροι.
1. Πόροι του Ταμείου είναι:
α) Κράτησις 5% επί του βασικού μισθού και του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας των ησφαλισμένων.
β) Κράτησις ίση προς τον βασικόνμισθόν του πρώτου δεκαπενθημέρου των το πρώτον διοριζομένων εις θέσιν υπαλλήλου των Κλάδων ΜΕ3 αρχιφυλάκων ή ΣΕ2 αγροφυλάκων ησφαλισμένων, καταβαλλομένη εις 12 ισοπόσους μηνιαίας δόσεις.
γ) Κράτησις του ημίσεος της διαφοράς εις περίπτωσιν αυξήσεως των τακτικών αποδοχών των ησφαλισμένων κατά τον πρώτον από της αυξήσεως μήνα.
δ) Κράτησις του ημίσεος της διαφοράς των τακτικών αποδοχών των προαγομένων ή λαμβανόντων επίδομα χρόνου υπηρεσίας ησφαλισμένων κατά τον πρώτον μήνα από της προαγωγής ή της απονομής του επιδόματος.
ε) Κράτησις 5% επί πάσης αμοιβής ή αποζημιώεως των εις το Ταμείονησφαλισμένων λόγω παροχής προσθέτου υπηρεσίας πάσης φύσεως, περιλαμβανομένων και των υπό μορφήν εξόδων κινήσεως και οδοιπορικών παρεχομένων, ως και της ημερησίας αποζημιώσεως των εκτός έδρας μετακινουμένων.
στ) Δωρεαί, κληρονομίαι, κληροδοσίαι και πάσα άλλη εκ χαριστικής αιτίας παροχή προς το Ταμείον.
ζ) Οι τόκοι και αι εν γένει πρόσοδοι των κεφαλαίων και της περιουσίας του Ταμείου.
2. Τα καταβαλλόμενα δώρα επί ταις εορταίς των Χριστουγέννων και Πάσχα ως και το επίδομα αδείας των ησφαλισμένων δεν υπόκεινται εις την περί ης η περίπτωσις α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου κράτησιν.
Άρθρον 4
Παρακράτησις και απόδοσις εισφορών.
1. Αι κατά τας περιπτώσεις α-ε της παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου κρατήσεις εκ των τακτικών αποδοχών και αμοιβών ή αποζημιώσεων εκκαθαριζόμεναι υπό των εντελλομένων την πληρωμήν τούτων αρμοδίων οργάνων αναγράφονται υποχρεωτικώς εις τας σχετικάς καταστάσεις και εντάλματα πληρωμής, τα ποσά δε τούτων παρακρατούμενα υπό του καταβάλλοντος ταύτα Δημοσίου Ταμείου, αποδίδονται απ` ευθείας εις το Ταμείον εντός του επομένου κατά την καταβολήν μηνός.
2. Εκκαθαριστής αποδοχών, ο οποίος εκ προθέσεως αρνείται την παρακράτησιν των ανωτέρω εισφορών, διώκεται πειθαρχικώς και ποινικώς διά παράβασιν καθήκοντος. Τα τυχόν μη παρακρατηθέντα δι` οιονδήποτε λόγον ποσά εισφορών παρακρατούνται εκ των αποδοχών του υποχρέου, κατόπιν αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου κοινοποιουμένων εις τον εκκαθαριστήν αποδοχών, ή παρακράτησις δε αύτη, μη δυναμένη μηνιαίως να υπερβή το 1/4 του βασικού μισθού, αυτού εμφανίζεται εις ιδίαν στήλην των μισθολογικών καταστάσεων ενός ή πλειόνων, κατά την κρίσιν του Διοικητικού Συμβουλίου μηνών. Εάν δέν γίνεται δι` οιονδήποτε λόγον μισθοδοσία του υποχρέου, αι μη παρακρατηθείσαιεισφοραίβεβαιούνται εις το Δημόσιον Ταμείον, κατόπιν αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου, τηρουμένης της διαδικασίας του άρθρου 33 του Β. Δ/τος 757/1969 περί διαρθρώσεως των Δημοσίων Ταμείων, των καθηκόντων του προσωπικού αυτών κ.λ.π.
3. Τα έσοδα του Ταμείου κατατίθενται εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων ή εις μίαν των ημεδαπών ανεγνωρισμένων Τραπεζών κατά τας περί του αντικειμένου τούτου αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, τηρουμένων των τυχόν, εξ ετέρων γενικών ή ειδικών νόμων υφισταμένων περιορισμών,
4. Δι` αποφάσεως του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, δύναται να ανατίθεται η χρηματική διαχείρισις του Τ.Α.Ο.Α. εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων ή εις ημεδαπήνανεγνωρισμένηνΤράπεζαν.
Άρθρον 5
Ησφαλισμένοι.
Εν τω Ταμείω ασφαλίζονται υποχρεωτικώς πάντες οι υπηρετούντες και εφεξής διοριζόμενοι:
α) Υπάλληλοι Κλάδου ΜΕ3 αρχιφυλάκων
β) Υπάλληλοι Κλάδου ΣΕ2 αγροφυλάκων
γ) Εις την ασφάλισιν υπάγονται και οι υπηρετούντες αρχιφύλακες Αγροφυλακής και αγροφύλακες επί θητεία, καθώς και οι ήδη υπηρετούντες αναπληρωταί αγροφύλακες.
Άρθρον 6
Δικαίωμα αρωγής.
1. Δικαιούνται εφ` έπαξ οικονομικής αρωγής εκ του Ταμείου οι κατά το προηγούμενονάρθρονησφαλισμένοι αυτού οι οπωσδήποτε εξερχόμενοι της υπηρεσίας:
α) Μετά χρόνον ασφαλίσεως 20 τουλάχιστον πλήρων ετών.
β) Λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητος συνεπεία ατυχήματος ή νόσου, μη οφειλομένων εις την υπηρεσίαν, βεβαιουμένων δε κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διά τους δημοσίους υπαλλήλους διατάξεις, μετά χρόνον ασφαλίσεως 10, τουλάχιστον, ετών.
γ) Λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητος συνεπεία ατυχήματος εν τη εκτελέσει της υπηρεσίας των, ή εξ αιτίας ταύτης ή συνεπεία νόσου σωματικής ή πνευματικής προκληθείσης εκ της υπηρεσίας των ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας.
δ) Λόγω καταργήσεως θέσεως μετά χρόνον ασφαλίσεως 1Ο τουλάχιστον πλήρων ετών.
ε) Οι εξερχόμενοι λόγω ορίου ηλικίας ή απομακρυνόμενοι οπωσδήποτε εκ της υπηρεσίας μετά την συμπλήρωσιντριακονταπενταετούς υπηρεσίας και έχοντες εις εκατέραν των περιπτώσεων 15 τουλάχιστον έτη ασφαλίσεως.
2. Εν περιπτώσει θανάτου του ησφαλισμένου μετά την απόκτησιν δικαιώματος αρωγής και προ της καταβολής αυτή ή εν περιπτώσει θανάτου αυτού εν υπηρεσία έχοντος συμπληρώσει τουλάχιστον μία εκ των προϋποθέσεων των έδαφ. β` ή γ της προηγουμένης παραγράφου, το δικαίωμα της εφ` άπαξ οικονομικής αρωγής περιέρχεται κατ` ισομοιρίαν:
α) Εις τον επιζώντα σύζυγον και τα τέκνα του ησφαλισμένου τα νόμιμα, νομιμοποιηθέντα, υιοθετηθέντα και αναγνωρισθέντα τα μεν άρρενα εφ` όσον είναι άγαμα και ανήλικα, τα δε θήλεα εφ` όσον είναι άγαμα.
β) Μη υπάρχοντος συζύγου μηδέ τέκνων εις τους επιζώντας γονείς του ησφαλισμένου.
γ) Μη υπαρχόντων γονέων του ησφαλισμένου εις τας αγάμους αδελφάς και τους ανηλίκους αγάμους αδελφούς τούτου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Π.Δ.364/1981 (ΦΕΚ Α 100)
3. Η ανικανότης των ησφαλισμένων, περί ήςαί περιπτώσεις β και γ της παρ. 1 διαπιστούται εκ της εν τη συνταξιοδοτικής αποφάσει του Δημοσίου αναφερομένης γνωματεύσεως της οικείας Υγειονομικής Επιτροπής.
Άρθρον 7
Επιστροφή εισφορών.
1. Ησφαλισμένοι του Ταμείου εξερχόμενοι της υπηρεσίας, δι` οιονδήποτε λόγον και μη συμπληρούντες τας απαιτουμένας προϋποθέσεις χορηγήσεως της εφ` άπαξ οικονομικής αρωγής, δικαιούνται εις επιστροφήν των καταβληθεισών εισφορών ατόκως, ως ακολούθως: α) Οι μη συμπληρώσαντες πενταετή ασφάλισιν το 5Ο% των εισφορών. β) οι συμπληρώσαντεςχρόνον ασφαλίσεως άνω των πέντε ετών και μέχρι 10 έτη το 75% των εισφορών. γ) Οι συμπληρώσαντεςχρόνον ασφαλίσεως άνω των 10 ετών το 100% των εισφορών.
2. Της κατά την προηγουμένηνπαράγραφον, επστροφής εισφορών δικαιούνται, τη αιτήσει των, και οι ησφαλισμένοι του Ταμείου οι διακόπτοντες την παρ` αυτώ ασφάλισιν των, λόγω διορισμού ή μετατάξεως των εις ετέραν δημοσίανυπηρεσίαν, εφ` όσον κατά την διακοπήν δεν συμπληρώνουν τας υπό του παρόντος νόμου προϋποθέσεις, διά τήναπόκτησιν δικαιώματος χορηγήσεως εφ` άπαξ οικονομικής αρωγής.
3. Της επιστροφής των αυτών εισφορών δικαιούνται ωσαύτως και τα κατά την παράγραφον 2 του προηγουμένου άρθρου μέλη οικογενείας θανόντοςησφαλισμένου.
4. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται διά τους από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου και εφεξής εξερχομένους της υπηρεσίας ησφαλισμένους.
Σημ.: όπως ηπαρ.3 προστέθηκε με το άρθρο 5 του Π.Δ.364/1981 (ΦΕΚ Α 100), ενώ η παλαιά παράγραφος 3 έλαβε τον αριθμό 4.
Άρθρον 8
Ποσόν αρωγής.
1. Το ποσόν της εκ του Τ.Α.Ο.Α. παρεχομένηςέφ` άπαξ οικονομικής αρωγής εις τας περιπτώσεις του άρθρου 6 του παρόντος συνίσταται εις πεντήκοντα εκατοστά (5Ο%) του μισθού του τελευταίου μηνός του αντιστοιχούντος εις τον βαθμόν εξόδου εκ της υπηρεσίας δι` έκαστον έτος ασφαλίσεως.
2. Το ποσόν της εφ` άπαξ οικονομικής αρωγής της περιπτώσεως γ της παρ. 1 του άρθρου 6 ορίζεται εις πεντήκοντα εκατοστά (5Ο%) του εικοσαπλασίου του τελευταίου μηνιαίου μισθού εάν ο χρόνος ασφαλίσεως είναι μικρότερος των 20 ετών.
3. Ως μισθός διά την εφαρμογήν του παρόντος νοούνται ο βασικός μισθός και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας.
4. Ως χρόνος ασφαλίσεως δια τον καθορισμόν του ποσού της αρωγής νοείται ο της πραγματικής ασφαλίσεως δι` ον καταβλήθησανασφαλιστικαίεισφοραί ως και ο αναγνωρισθείς χρόνος προϋπηρεσίας.
Χρόνος ασφαλίσεως είναι προσέτι και το τρίμηνον μετά την έξοδον του ησφαλισμένου εκ της υπηρεσίας, δι` ο καταβάλλονται αποδοχαί ενεργείας υποκείμεναι και αύται εις τας υπέρ του Ταμείου κρατήσεις. Εφ` όσον κατά τον υπολογισμόν του χρόνου ασφαλίσεως προκύπτει υπόλοιπονέξ (6) μηνών και πλέον, τούτο θεωρείται πλήρες έτος, άλλως παραλείπεται.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Π.Δ.364/1981 (ΦΕΚ Α 100)
5. Δια Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά σύμφωνονγνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου δύναται να αυξομειώνεται το ποσόν της αρωγής της παρ. 1 του παρόντος άρθρου αναλόγως της οικονομικής δυναμικότητος του Ταμείου ερειδομένης επί ειδικής αναλογιστικής μελέτης.
6. Κατά την πρώτηνεφαρμογήν του νόμου, αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί των αποχωρούντων της υπηρεσίας κατά την 31.12.80 και μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Π.Δ.364/1981 (ΦΕΚ Α 100)
Άρθρον 9
Αναγνώρισις και εξαγορά προϋπηρεσίας.
1. Οι υπηρετούντες κατά την δημοσίευσιν του παρόντος υπάλληλοι ησφαλισμένοι του Ταμείου, ως και οι εφεξής διοριζόμενοι, έχοντες προϋπηρεσίαν εις το Δημόσιον ή εις Ν.Π.Δ.Δ., υφ` οιανδήποτε ιδιότητα, εφ` όσον αναγνωρίζεται ως συντάξιμος κατά τας ισχυούσας διατάξεις ή λαμβάνεται υπ` όψιν διά την ένταξιν και προαγωγικήν εξέλιξιν, δικαιούνται να αναγνωρίζωσιν ως χρόνον ασφαλίσεως παρά του Τ.Α.Ο.Α. τοιαύτην προϋπηρεσίαν μέχρι 15 το πολύ ετών. Εν ουδεμιά περιπτώσει επιτρέπεται όπως ο εκ της αναγνωρισθησομένης ούτω προϋπηρεσίας εκτός αγροφυλακής, μετά της εν τη αγροφυλακή τοιαύτης, χρόνος ασφαλίσεως παρά τω Ταμείωυπερβή εν τω συνόλω τα 35 έτη, ουδέ λαμβάνεται υπ` όψιν η πέραν των 35 έτωνασφάλισις, εκ της τοιαύτης προϋπηρεσίας, προς υπολογισμόν του ποσού της καταβληθησομένης αγωγής.
2. Η αναγνώρισις της εν τη προηγουμένη παραγράφω προϋπηρεσίας ως χρόνου ασφαλίσεως παρά τω Τ.Α.Ο.Α., ενεργείται δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, επί τη καταβολή της εκάστοτε ισχυούσης εισφοράς επί των αποδοχών ας ούτος λαμβάνει κατά τον μήνα υποβολής της αιτήσεως, δι` έκαστον μήνα οναγνωριζομένης προϋπηρεσίας.
3. Το ποσόν της οφειλής εξοφλείται είτε εφ` άπαξ υπό των ησφαλισμένων εντός τριών μηνών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου, είτε εις μηνιαίας τοκοχρεωλυτικάς δόσεις καθοριζομένας υπό του Διοικητικού Συμβουλίου, ο αριθμός των οποίων δεν δύναται να υπερβή τον αρθμόν των αναγνωριζομένων μηνών. Το επιτόκιον επιβαρύνσεως της οφειλής ορίζεται ίσον προς τον κατά τον χρόνον υποβολής της αιτήσεως ισχύον επιτόκιον των καταθέσεων Ν.Π.Δ.Δ. εις την Τράπεζαν της Ελλάδος.
4. Η παρακράτησις εκάστης δόσεως ενεργείται υποχρεωτικώς εκ των αποδοχών του ησφαλισμένου της παρ` η υπηρετεί υπηρεσίας και αποδίδεται εις το Ταμείον μετά των τακτικών εισφορών, άρχεται δε από του μεθεπομένου της κοινοποιήσεως της περί αναγνωρίσεως αποφάσεως μηνός.
5. Εν περιπτώσει εξόδου του ησφαλισμένου εκ της υπηρεσίας το υπόλοιπον της οφειλής παρακρατείται εξ ολοκλήρου εκ της εφ` άπαξ οικονομικής αρωγής.
Άρθρον 10
Εξουσιοδοτικαί διατάξεις.
1. α) Διά Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών εντός τριών μηνών από της ισχύος του παρόντος, ο ΛΑΥΑ συγχωνεύεται εις το ΤΑΟΑ, καθοριζομένης και της νέας ονομασίας του Ταμείου.
β) Διά της συγχωνεύσεως το Ταμείον καθίσταται καθολικός διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ΛΑΥΑ.
γ) Επί μίαν τριετίαν από της συγχωνεύσεως οι ησφαλισμένοι του ΛΑΥΑ υπόκεινται εις τας μέχρι της συγχωνεύσεως ισχυούσας διά τον ΛΑΥΑ εισφοράς, αναστελλομένων δι` αυτούς των διατάξεων του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.
2. Τα της συνθέσεως, συγκροτήσεως και λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑΟΑ και των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του Προέδρου και των μελών αυτού, ως και πάσα ετέρα λεπτομέρεια αναγκαία διά την ομαλήνλειτουργίαν αυτού, ορίζονται διά Π. Δ/τος εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Κοινων. Υπηρεσιών.
3. Διά Π. Δ/τος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά γνώμην τού Δ.Σ. του ΤΑΟΑ δύνανται να τροποποιώνται άπασαι αι διατάξεις του παρόντος πλήν, των αναφερομένων εις τον κύκλον των ασφαλιστέων προσώπων και τους πόρους του Ταμείου.
Άρθρον 11
Καταργούμεναι διατάξεις.
1. Πάσα διάταξις, αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος ή ρυθμίζουσα άλλως θέματα διεπόμενα υπό τούτου, καταργείται.
2. Μέχρις εκδόσεως των υπό της παρ. 2 του άρθρου 10προβλεπομένων κανονιστικών πράξεων, εφαρμόζονται αι ισχύουσαι κατά την δημοσίευσιν του παρόντος διατάξεις του Ταμείου.
Άρθρον 12
Εναρξις ισχύος.
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου, όπου δεν ορίζεται άλλως, άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 07 Ιανουαρίου 1981
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ