Νόμος 1093 ΦΕΚ Α΄ 270/28.11.1980
Περί τροποποιήσεως διατάξεων του Κώδικος περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/ 1954) και άλλων τινων διατάξεων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν

Άρθρον 1
” Στο Ν.Δ. 3026/1954 “περί του Κώδικος των Δικηγόρων προστίθεται άρθρο 63Α που έχει ως εξής:
“Άρθρο 63Α
1. Απαγορεύεται στο δικηγόρο να παρέχει νομικές η δικηγορικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή σε περισσότερους από έναν εντολείς, είτε αυτοί ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65/Α), είτε ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης απαγορεύεται στο δικηγόρο στον οποίο ανατίθενται αποκλειστικά η συστηματικά υποθέσεις από εντολέα του δημοσίου τομέα ή που λαμβάνει πάγια περιοδική αμοιβή απ`αυτόν να αναλαμβάνει υποθέσεις και από άλλο εντολέα του τομέα αυτού.
2. Η παροχή νομικών η δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή απαγορεύεται στους δικηγόρους
α) που κατέχουν οποιαδήποτε έμμισθη θέση από αυτές που προβλέπει το άρθρο 62 παρ. 2 και 3 η άλλες διατάξεις που επεκτείνουν την εφαρμογή του άρθρου αυτού και δεν επάγονται την αναστολή του λειτουργήματος του δικηγόρου και
β) που λαμβάνουν από το Δημόσιο ή από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης σύνταξη ή άλλη οποιαδήποτε περιοδική παροχή που υπερβαίνει το βασικό μισθό δικηγόρο παρ`Αρείω Πάγω, με πάγια περιοδική αμοιβή κατά τους όρους του Κώδικα περί Δικηγόρων, χωρίς οποιαδήποτε προσαύξηση η επίδομα εκτός της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.) Εξαιρούνται εκείνοι που λαμβάνουν συντάξεις αναπηρίας η συντάξεις θυμάτων πολέμου η ειρηνικής περιόδου η λαμβάνουν η επαύξησαν σύνταξη λόγω αποκατάστασής τους σε φορείς του δημόσιου τομέα από τους οποίους απολύθηκαν η εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση κατά την περίοδο της δικτατορίας της 21.4.1967 καθώς και οι συνταξιούχοι τυφλοί του Ν. 612/1977. Η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για το δικηγόρο που παρέχει τις νομικές η δικηγορικές υπηρεσίες του με πάγια περιοδική αμοιβή και διορίζεται σε θέση ειδικού συνεργάτη, σύμφωνα με τά άρθρα 10 και 11 παρ. 3 του Ν. 1320/1983 (ΦΕΚ 6/Α), ή μετέχει σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Ως προς τα μέλη του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού, καθώς του λοιπού επιστημονικού διδακτικού προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων εφαρμόζονται οι παρ. 6 έως 9 του άρθρου 13 του Ν. 1268/1982.
3. Οι απαγορεύσεις των παραγράφων 1 και 2 αργούν, όταν στο Δικηγορικό Σύλλογο, στην περιφέρεια του οποίου θα παρασχεθούν οι υπηρεσίες του δικηγόρου με πάγια περιοδική αμοιβή, όλοι οι δικηγόροι παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες ή κατέχουν οπωσδήποτε αμειβόμενη θέση ή λαμβάνουν σύνταξη ή άλλη περιοδική παροχή κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2. Η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων βεβαιώνεται από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο.
4. Δικηγόρος που έχει συμπληρώσει α) το 65ο έτος της ηλικίας του ή β) τις προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη σύνταξη από το Ταμείο Νομικών, δεν επιτρέπεται εφεξής να προσληφθεί για να παρέχει τις νομικές η δικηγορικές υπηρεσίες του με πάγια περιοδική αμοιβή σε οποιοδήποτε εντολέα. Το 65ο έτος θεωρείται ότι έχει συμπληρωθεί την 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους.
5. Δικηγόροι που προσφέρουν τις νομικές η δικηγορικές υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική αμοιβή σε υπηρεσίες, οργανισμούς, επιχειρήσεις και κάθε είδους νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 και υπάγονται η θα υπαχθούν για τις υπηρεσίες τους αυτές, κατά τις κείμενες διατάξεις, στην ασφάλιση του ασφαλιστικού οργανισμού που καλύπτει το προσωπικό του εντολέα τους, εκτός από εκείνους που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση αυτή με το άρθρο 12 του Ν. 1090/1980 αποχωρούν υποχρεωτικά και η σύμβασή τους λύνεται αυτοδικαίως αφώτου θεμελιώσουν από τις παραπάνω υπηρεσίες του δικαίωμα για πλήρη σύνταξη κατά τη νομοθεσία που διέπει τον Οργανισμό αυτόν, εντός εάν προϋπόθεση για τη συνταξιοδότησή τους είναι να παύσουν να ασκούν το λειτούργημα του δικηγόρου. Στις περιπτώσει αυτές οι αποχωρούντες δικαιούνται να λάβουν κατά την επιλογή τους είτε την προβλεπόμενη κατά την αποχώρησή τους εφάπαξ παροχή πλήρη από τον ασφαλιστικό οργανισμό, είτε την προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του άρθρου 94 αυτού του κώδικα οριζόμενη αποζημίωση.
6. Δικηγόροι που εμπίπτουν στις απαγορεύσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού, υποχρεούνται να δηλώσουν στο Δικηγορικό Σύλλογο, του οποίου είναι μέλη, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών από την έναρξη της ισχύος του άρθρου αυτού, ποιά θέση προτιμούν να διατηρήσουν από τις κατεχόμενες απ`αυτούς περισσότερες θέσεις με πάγια περιοδική αμοιβή ή να επιλέξουν μετάξύ των κατεχόμενων θέσεων και της κατά την παρ. 2 αμειβόμενης θέσης ή σύνταξης. Μέσα στην ίδα προθεσμία οι δικηγόροι αυτοί υποχρεούνται να αποχωρήσουν από τις θέσεις που δεν επιτρέπεται κατά αποχωρήσουν από τις θέσεις που δεν επιτρέπεται κατά τις παρ. 1 και 2 διατηρήσουν. Εάν ο δικηγόρος αποχωρεί από περισσότερες από μια τέτοιες θέσεις, δικαιούται να λάβει μια μόνο αποζημίωση της παρ. 1 του άρθρου 94, από εκείνον από τους εντολείς που οφείλει τη μεγαλύτερη. Ο εντολέας που κατέβαλε το σύνολο της αποζημίωσης δικαιούται να αναζητήσει από τους λοιπούς εντολείς ανάλογο μέρος της αποζημίωσης, που καθορίζεται με βάση το ύψος της αμοιβής και το χρόνο υπηρεσίας στον καθένα από τους λοιπούς εντολείς. Η αποζημίωση αυτή οφείλεται στο δικηγόρο ανεξάρτητα από τη σύνταξη η άλλη οποιασδήποτε φύσης παροχή η βοήθημα, που δικαιούται από οποιαδήποτε πηγή λόγω της υπηρεσίας του σε θέσεις από τις οποίες αποχωρεί. Αν επιλέξει θέση με πάγια περιοδική αμοιβή αντί για τη σύνταξη, αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης κατά το ποσό που υπερβαίνει η καταβολή της σύνταξης κατά το ποσό που υπερβαίνει το βασικό μισθό δικηγόρου παρ`Αρείω Πάγω χωρίς οποιαδήποτε προσαύξηση η επίδομα εκτός της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, έως ότου παύσει κατά οποιοδήποτε τρόπο η παροχή υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή.
Την αποζημίωση του άρθρου 94 του Κώδικα περί Δικηγόρων δικαιούνται να λάβουν και οι δικηγόροι, που παρείχαν τις νομικές η δικηγορικές υπηρεσίες τους, με πάγια περιοδική αμοιβή στο δημόσιο τομέα και αποχώρησαν από τη θέση αυτή, σε εκτέλεση των διατάξεων του Ν. 1256/1982 , χωρίς να λάβουν οποιαδήποτε αποζημίωση η άλλη παροχή.
7. Εντολείς της παρ. 1 που απασχολούν δικηγόρους με πάγια περιοδική αμοιβή η σε έμμισθη θέση της παρ. 2 υποχρεούνται, μέσα σε δύο μήνες από την έναρξη της ισχύος του άρθρου αυτού, να υποβάλουν στους Δικηγορικούς Συλλόγους της έδρας τους και του τόπου, στον οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες των παραπάνω δικηγόρων, ονομαστική κατάσταση των δικηγόρων αυτών, στην οποία πρέπει να αναγράφεται η ημερομηνία σύναψης της σχετικής σύμβασης, το ποσό της παγίας αντιμισθίας και ο Δικηγορικός Σύλλογος του οποίου ο δικηγόρος είναι μέλος. Οι εντολείς της παρ. 1 υποχρεούνται επίσης να υποβάλουν κατάσταση με τα παραπάνω στοιχεία μέσα σε ένα μήνα, όταν ζητηθεί από το Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας τους ή του τόπου όπου απασχολούν δικηγόρους.
8. Εντολείς της παρ. 1 υποχρεούνται να αναγγέλλουν στους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους κάθε σύμβαση παροχής νομικών η δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή που συνάπτουν και κάθε πρόσληψη δικηγορίου σε έμμισθη θέση της παρ. 2 μεα σε τριάντα μέρες από την υπογραφή της σύμβασης ή το διορισμό. Η αναγγελία περιέχει τα στοιχεία της παρ. 7 και υποβάλλεται στους δικηγορικούς Συλλόγους που ορίζονται σ`αυτή. Την ίδια υποχρέωση, μέσα στην ίδα προθεσμία έχει και ο δικηγόρος.
Ο δικηγόρος που έγινε συνταξιούχος του Δημοσίου ή άλλου οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης υποχρεούται μέσα στην ίδια προθεσμία από τη συνταξιοδότησή του, να υποβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο δήλωση, στην οποία θα ανακοινώσει τη συνταξιοδότησή του, το φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται, τη χρονολογία έναρξης καταβολής της σύνταξης και το ποσό της.
9. Εκπρόσωποι των οργανισμών επιχειρήσεων και νομικών προσώπων, ιδιώτες εντολείς της παρ. 1 καθώς και δικηγόροι, που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις, οι οποίες ορίζονται στις παρ. 1,2,4,6,7 και 8, τιμωρούνται κατά το άρθρο 458 του Ποινικού Κώδικα. Για τους δικηγόρους η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα. Στις περιπτώσεις παράβασης από το δικηγόρο των διατάξεων των παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου αυτού, ο παραβάτης δικηγόρος παραπέμπεται υποχρεωτικά στο πειθαρχικό συμβούλιο και τιμωρείται με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης τουλάχιστον τεσσάρων μηνών και σε περίπτωση υποτροπής με οριστική απόλυση.
Προϊστάμενοι υπηρεσιών της παρ. 1 που έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά το άρθρο 13 του Ποινικού Κώδικα και που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής τιμωρούνται με την ποινή του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα.
10. Συμβάσεις παροχής νομικών η δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή, που θα συναφθούν μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος άρθρου κατά παράβαση των απαγορεύσεων των παρ. 1,2 και 4 , είναι αυτοδίκαια άκυρες. Υφιστάμενες τέτοιες συμβάσεις που θα διατηρηθούν κατά παράβαση της παρ. 6 του άρθρου αυτού λύνονται αυτοδικαίως την επόμενη ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή, εκτός από εκείνη, βάση της οποίας ο δικηγόρος λαμβάνει τη μεγαλύτερη αντιμισθία. Από την ακύρωση η λύση των συμβάσεων κατά τα προηγούμενα εδάφια ο δικηγόρος δεν έχει δικαίωμα οποιασδήποτε αποζημίωσης. Στις περιπτώσεις που η παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού επάγεται ακυρότητα, δεν υπάρχει ούτε αξίωση κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Όσα όμως έχουν καταβληθεί δεν αναζητούνται.
11. Ποσά που καταβάλλονται σε δικηγόρους για νομικές η δικηγορικές υπηρεσίες κατά παράβαση των απαγορεύσεων του άρθρου αυτού δεν αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενς δαπάνες στη φορολογία οποιουδήποτε επιτηδευματία”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 1366/1983 (A 81).

Άρθρον 2
Εις το Ν.Δ. 3026/1954 προστίθεται άρθρον υπ` αριθμ. 92 Α` έχον ως ακολούθως:
Άρθρον 92Α
1. Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί να αμείβεται ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες μόνο με πάγια περιοδική αμοιβή, τα κατώτατα όρια αυτής καθορίζονται κατά μήνα ως ακολούθως:
α) Για δικηγόρο στο Πρωτοδικείο το 15ο μισθολογικό κλιμάκιο.
β) Για δικηγόρο στο Εφετείο το 8ο μισθολογικό κλιμάκιο.
γ) Για δικηγόρο στον Άρειο Πάγο το 1ο μισθολογικό κλιμάκιο.
2. Τα κατώτατα όρια αμοιβής της παραπάνω παραγράφου προσαυξάνονται και με τα επιδόματα που καταβάλλονται στους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους σύμφωνα με τις ισχύουσες γι αυτούς διατάξεις. Για τον καθορισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας υπολογίζεται, ο συνολικός χρόνος ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος.
3. Δικηγόροι, οι οποίοι ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου νομικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των καταστατικών, εσωτερικών κανονισμών ή με αποφάσεις αρμόδιων οργάνων, δικαιούνται προσαύξηση 1Ο% στις αποδοχές του μισθολογικού κλιμακίου που ανήκουν.
4. Σε περίπτωση που ο δικηγόρος προσλαμβάνεται για την παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων είτε ατομικά είτε σε συμβούλιο με άλλους, οι συνολικές αποδοχές του κλιμακίου στο οποίο ανήκει μειώνονται κατά το 1/3.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 1816/1988 (Α` 251).

Άρθρον 3
Η παρ. 2 του άρθρου 94 του Ν.Δ. 3026/1954 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Η κατά την παράγραφον 1 αποζημίωσις καταβάλλεται μειωμένη εις το ήμισυ εις δικηγόρους και νομικούς ή δικαστικούς συμβούλους, παρέχοντας τάς υπερεσίας αυτών πρός τους εντολείς των κατά τους όρους του άρθρου 63 παράγραφος 4 του παρόντος Κώδικος εν περιπτώσει οικειοθελούς αποχωρήσεως αυτών εκ της υπηρεσίας δι` οιονδήποτε λόγον, εφ` όσον έχουν συμπληρώσει εις τον αυτόν εντολέα τουλάχιστον δεκαπενταετή υπηρεσίαν, μειωμένη εις τα δυο τρίτα δια τους συμπληρώσαντας εικοσαετή υπηρεσίαν και ολόκληρος δια τους συμπληρώσαντας εικοσιοκταετή υπηρεσίαν. Ειδικώς οι αποχωρούντες του δικηγορικού λειτουργήματος δικαιούνται της πλήρους αποζημιώσεως εφ` όσον έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον εικοσαετή υπηρεσίαν. Το δικαίωμα τούτο αργεί εαν υπέπεσεν εις αδίκημα εκ των μνημονευομένων εις τα άρθρα 80 παράγραφος 1 και 81 του παρόντος στρεφομένου δε κατά του εντολέως των. Η κατά τα άνω αποζημίωσις καταβάλλεται ανεξαρτήτως της συντάξεως ή άλλης οιασδήποτε χρηματικής παροχής των οποίων τυχόν δικαιούνται οι ανωτέρω εξ οιασδήποτε πηγής”.

Άρθρον 4

1. Δικηγόροι παρέχοντες τας υπηρεσίας των επι παγία περιοδική αμοιβή, προστατευόμενοι υπο της ισχυούσης περί πολεμιστών νομοθεσίας, απολυόμενοι ή αντικαθιστάμενοι κατά τας διατάξεις της νομοθεσίας ταύτης, δικαιούνται της αποζημιώσεως της οριζομένης υπο της παρ. 1 του άρθρου 94 του Ν.Δ. 3026/1954 αντι της κατά τον Ν. 2112/1920 οριζομένης.

2. Οι κατά την προηγουμένην παράγραφον δικηγόροι αποχωρούντες οικειοθελώς της υπηρεσίας δικαιούνται της αποζημιώσεως της παρ. 2 του άρθρου 94 του αυτού Ν.Δ., ως η παράγραφος αύτη αντικαθίσταται δια του προηγουμένου άρθρου και υπο τας εν αυτή προϋποθέσεις.

Άρθρον 5

1. Δικηγόροι, νομικοί ή δικαστικοί σύμβουλοι, παρέχοντες τας υπηρεσίας των επι παγία περιοδική αμοιβή ασθενούντες ή χρήζοντες αναρρώσεως, δικαιούνται αναρρωτικής αδείας απουσίας μετά πλήρων αποδοχών υπο τους αυτούς όρους υπο τους οποίους δικαιούνται τούτο και το λοιπόν προσωπικόν του εντολέως των. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογήν και προκειμένου περί γυναικών δικηγόρων δια την χορήγησιν εις αυτάς αδείας κυήσεως και λοχείας.

2. Εφ` όσον παρ` εντολέων τηρούνται μέχρι σήμερον ευνοϊκώτεροι δια τους δικηγόρους όροι ρυθμίσεως των περί ων η προηγουμένη παράγραφος θεμάτων, εξακολουθούν ισχύοντες οι ευνοϊκώτεροι ούτοι όροι.

Άρθρον 6

1. Εις τας διατάξεις του Ν.Δ. 643/1970 “περί επεκτάσεως των διατάξεων του Ν.Δ. 3783/1957 και εις άλλας κατηγορίας τακτικών υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. κ.λπ.”, υπάγονται και δικηγόροι, νομικοί ή δικαστικοί σύμβουλοι, παρέχοντες τας υπηρεσίας των επι παγία περιοδική αμοιβή εις νομικά πρόσωπα εκ των περιλαμβανομένων εις την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ, 643/1970, καίτοι μη κατέχοντες οργανικήν θέσιν παρ` αυτοίς.

2. Δια την εφαρμογήν των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου οι δικηγόροι, νομικοί ή δικαστικοί σύμβουλοι, δέον όπως έχουν συμπληρώσει εις το νομικόν πρόσωπον υπηρεσίαν δέκα πέντε τουλάχιστον ετών.

Άρθρον 7
Η παρ. 5 του άρθρου 96 του Ν.Δ. 3026/1954, ως τούτο αντικατεστάθη υπό του άρθρου 23 του Ν. 723/1977, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“5. Της υποχρεώσεως προκαταβολής της δικηγορικής αμοιβής απαλλάσσονται: α) οι κατά τας διατάξεις των άρθρων 194 έως 204 του Κώδικος Πολ. Δικονομίας αναγνωριζόμενοι ως πένητες διάδικοι, β) οι εμπίπτοντες εις τας διατάξεις των άρθρων 175 παρ. 2 και 201 παρ. 6 του παρόντος νόμου και γ) οι διάδικοι των οποίων αι υποθέσεις διεξάγονται δια δικηγόρων αμειβομένων δια παγίας αντιμισθίας. Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν καταβάλλεται υπο των διαδίκων εις τον οικείον Δικηγορικόν Σύλλογον το κατά την παρ. 8 ποσοστόν επι της αντιστοιχούσης εις εκάστην υπόθεσιν δικηγορικής αμοιβής”.

Άρθρον 8
Το δεύτερον εδάφιον της παρ. 1 του άρθρου 92 του Ν.Δ. 3026/1954 προστεθέν δια της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 4272/1962 αντικαθίσταται ως ακολούθως: “Πάσα συμφωνία περί λήψεως μικροτέρας αμοιβής είναι άκυρος ανεξαρτήτως χρόνου συνάψεώς της”.

Άρθρον 9

1. Η διάταξις της παρ. 7 του άρθρου 161 του Ν.Δ. 3026/1954, ως αύτη προσετέθη δια του άρθρου 25 του Ν. 23/1977, εφαρμόζεται και επι των δικηγορικών αμοιβών εξ αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κατά την ειδικήν διαδικασίαν προσδιορισμού τιμής μονάδος και αναγνωρίσεως δικαιούχων. Εφ` όσον η δικηγορική αμοιβή έχει καθορισθή κατά την παρ. 3 του άρθρου 92 του Ν.Δ. 3026/1954, αύτη δεν δύναται να είναι κατωτέρα των υπο των άρθρων 100 και επ. προβλεπομένων ελαχίστων ορίων, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 92.
1.α. Με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού συλλόγου, καθορίζεται το ποσοστό αμοιβής των δικηγόρων των διαδίκων που αξιώνουν κυριότητα στο απαλλοτριούμενο ή άλλο σ` αυτό εμπράγματο δικαίωμα. Το ποσοστό αυτό δεν μπορεί να ειναι κατώτερο από το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 100 και επομ. ελάχιστο όριο.
Σημ.: όπως η παρ. 1α` προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 10α` του Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230).

2. Το υπο του οικείου Συλλόγου παρακρατούμενον, κατ` εφαρμογήν των εν λόγω διατάξεων, ποσοστόν αμοιβής, δεν δύναται να υπερβαίνη δια τας υποθέσεις ταύτας το 75%, του υπολοίπου αποδιδομένου εις τον δικαιούχον Δικηγόρον.

3. Από το μέρος της δικηγορικής αμοιβής που παρακρατείται από τον οικείο Σύλλογο σύμφωνα με την παράγραφο 2 ποσοστό, όχι ανώτερο από 5%, που καθορίζεται εκάστοτε με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, παραμένει στο Ταμείο του Συλλόγου για την κάλυψη των εξόδων διαχείρισης του οικείου λογαριασμού.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 του Ν.2915/2001 (Α 109/29-5-2001)

4. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι υποχρεούνται όπως διανέμουν τουλάχιστον δις του έτους εις τα μέλη των, συμμέτρως, τα υπ` αυτών κατά την παρ. 2 του παρόντος και κατά την παρ. 7 του άρθρου 161 του Ν.Δ. 3026/1954, ως προσετέθη δια του άρθρου 25 του Ν. 723/1977, παρακρατηθέντα ποσά, αποδίδουν δε το εις τους δικαιούχους δικηγόρου αναλογούν μέρος μετά παρέλευσιν δεκαπέντε ημερών.

5. Αι διατάξεις των άρθρων 178 και 179 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας δεν εφαρμόζονται επι δικών διεξαγομένων κατά την ειδικήν διαδικασίαν περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Η δικαστική δαπάνη επιβάλλεται πάντοτε πλήρης, αποκλειστικώς δε εις βάρος του υποχρέου πρός αποζημίωσιν, επιφυλασσομένων των διατάξεων του Ν.Δ. 446/1974. Το δικαστήριον εν πάση περιπτώσει προσδιορίζει την αμοιβήν του παραστάντος δικηγόρου εκατέρου των μερών, διακεκριμένως, υπολογιζομένης βάσει του κατά την παρ. 3 του άρθρου 92 του Ν.Δ. 3026/1954 καταρτισθέντος συμφωνητικού ή εν ελλείψει τούτου κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επόμ. του αυτού Ν. Δ/τος.

6. Ο υπόχρεος προς αποζημίωση παρακρατεί την αμοιβή του δικηγόρου του καθ` ου η απαλλοτρίωση, που καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 1α του παρόντος. Αν δεν παρακρατηθεί απ` αυτόν και κατατεθεί η αποζημίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, τότε η υποχρέωση για την παρακράτηση αυτή βάρυνε το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ο υπόχρεος προς αποζημίωση και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων αποδίδουν την αμοιβή που παρακράτησαν στο Δικηγορικό Σύλλογο που ανήκε ο δικαιούχος δικηγόρος. Η αμοιβή αυτή είναι ακατάσχετη και ανεκχώρητη.
Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του ν.δ. 797/1971 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων καταργείται.
Η ισχύς του νόμου αυτού καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις περι αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, εφ` όσον έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης περί καθορισμού του ποσοστού που παρακρατείται εκ μέρους του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου από τις αμοιβές των δικηγόρων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ν. 1093/1980 και εφ`όσον δεν έχει πληρωθεί στο δικαιούχο η αποζημίωση. Σε κάθε άλλη περίπτωση ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 10 περ. β` του άρθρου 22 του Ν. 1868/1989 (Α 230).

7. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογήν επι αμοιβών δικηγόρων αμειβομένων δια παγίας αντιμισθίας, εφ` όσον ούτοι έχουν προσληφθή εξ τουλάχιστον μήνας προ της κηρύξεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Η συνδρομή της περιπτώσεως ταύτης αποδεικνύεται δι` εγγράφου υπευθύνου δηλώσεως του δικηγόρου κατατιθεμένης εις τον Δικηγορικόν Σύλλογον. Αντίγραφον της δηλώσεως ταύτης επισυνάπτεται μερίμνη του δικηγόρου εις την δικογραφίαν.

8. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται απο της δημοσιεύσεως του νόμου εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν καταλαμβάνουν δε τας εκκρεμείς δίκας, εις οιονδήποτε στάδιον και αν ευρίσκωνται.

Άρθρον 10

1. Αι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και προκειμένου περί των αμοιβών των συνδίκων πτωχεύσεως προσωρινών και οριστικών. Πρός τον σκοπόν αυτόν αντίγραφον των αποφάσεων δι` ων προσδιορίζονται αι αμοιβαί αυταί κοινοποιείται υποχρεωτικώς υπο της Γραμματείας του οικείου δικαστηρίου πρός τον αρμόδιον κατά περίπτωσιν Δικηγορικόν Σύλλογον.

2. Το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων, ή οιονδήποτε έτερον Ταμείον ή Τράπεζα, εις την οποίαν έχουν κατατεθή τα χρήματα της πτωχεύσεως, εκ της καθοριζομένης υπο των ως άνω δικαστικών αποφάσεων προσωρινής ή οριστικής αντιμισθίας των συνδίκων, παρακρατούν και αποδίδουν εις τον οικείον Δικηγορικόν Σύλλογον το ανήκον εις αυτόν ποσοστόν, το δε υπόλοιπον αποδίδουν εις τον δικαιούχον σύνδικον κατόπιν προσαγωγής υπο τούτου αντιγράφου της αποφάσεως, παρά πόδας της οποίας θα καταχωρήται σχετική εντολή, του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.

Άρθρον 11
Το πρώτον εδάφιον της παρ. 1 του άρθρου 21 του Ν.Δ. 3026/1954 αντικαθίσταται ως ακολούθως: “Μετάθεσις δικηγόρου επιτρέπεται υπο τας εν άρθρω 23 του παρόντος Κώδικος, ως τούτο ετροποποιήθη υπο του άρθρου 3 παρ. 3 του Ν.Δ. 3466/1955, προϋποθέσεις δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης εκδιδομένης κατόπιν συμφώνου γνωμοδοτήσεως των Δ.Σ. των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων. Δικηγορικός Σύλλογος δύναται να γνωμοδοτήση κατά της μεταθέσεως, εφ` όσον συντρέχονν πρός τούτο εξαιρετικοί λόγοι ειδικώς διατυπούμενοι εις την γνωμοδότησίν του. Η γνωμοδότησις δέον όπως υποβληθή εις το Υπουργείον Δικαιοσύνης εντός τεσσαράκοντα πέντε ημερών απο της περιελεύσεως εις τον Σύλλογον του σχετικού εγγράφου”.

Άρθρον 12

1. Περιοδικαί αμοιβαί δικηγόρων βάσει των μέχρι τούδε ισχυουσών αποφάσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης, ανώτεραι των υπο των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου καθοριζομένων, εξακολουθούν διεπόμεναι υπο των μέχρι τούδε διατάξεων. Αι αμοιβαί αύται προσαυξάνονται εφεξής και δια των εξής επιδομάτων: α) δι` επιδόματος γάμου εκ δέκα τοις εκατόν (10%) και επιδόματος τέκνων εκ πέντε τοις εκατόν (5%) δι` έκαστον εκ νομίμου γάμου ή φυσικόν ή θετόν ή νομιμοποιηθέν ή αναγνωρισθέν εκουσίως ή δικαστικώς άγαμον και μέχρις ηλικίας δέκα οκτώ ετών, τέκνον ή και πέραν της ηλικίας ταύτης, εφ` όσον είναι ανίκανον σωματικώς ή πνευματικώς πρός εργασίαν. Προκειμένου περί τέκνων φοιτώντων εις Ανωτάτας ή Ανωτέρας Σχολάς το επίδομα τούτο χορηγείται μέχρι συμπληρώσεως του εικοστού τρίτου έτους της ηλικίας των και β) δι` επιδόματος σπουδών εκ δέκα τοις εκατόν (10%).
Αι διατάξεις της παρ. 3 του δια του άρθρου 2 του παρόντος νόμου προστιθεμένου άρθρου 92Α εις το Ν.Δ. 3026/1954 έχουν εφαρμογήν και εν προκειμένω. Ως βάσις υπολογισμού της υπο των εν λόγω διατάξεων θεσπιζομένης προσαυξήσεως λαμβάνονται αι αμοιβαί της παρούσης παραγράφου.
Διατάξεις νόμων, καταστατικών, εσωτερικών κανονισμών, συμφωνιών, συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων, περιέχουσαι ευνοϊκώτερους όρους περί επιδομάτων, υπερισχύουν των διατάξεων της παρούσης παραγράφου.

2. Αι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος καταβαλλόμεναι αμοιβαί, εφ` όσον υπολείπονται των υπο του άρθρου 2 του παρόντος νόμου καθοριζομένων υπόκεινται εις αναπροσαρμογήν, εφαρμοζομένων και επι τούτων των διατάξεων του ως άνω άρθρου.

3. Διατηρούνται εν ισχύι διατάξεις νόμων, καταστατικών ή εσωτερικών κανονισμών ή ειδικαί συμφωνίαι καθορίζουσαι άλλως τα της περιοδικής αμοιβής δικηγόρων, εφ` όσον δι` αυτών, καθορίζεται αμοιβή ευνοϊκωτέρα της εκάστοτε καθοριζομένης υπο της παρ. 1 του άρθρου 2. Εις τας περιπτώσεις ταύτας, εφ` όσον υπο των εν λόγω διατάξεων ή υπο των μερών δεν ωρίσθη άλλως, αι αμοιβαί προσαυξάνονται βάσει των υπο των παρ. 2 και 3 του άρθρου 2 οριζομένων. Ως βάσις υπολογισμού των προσαυξήσεων λαμβάνονται αι καταβαλλόμεναι αποδοχαί.

4. Εις περίπτωσιν καθορισμού εις το μέλλον δια συμφωνίας ποσού περιοδικής αμοιβής ανωτέρου του υπο του άρθρου 2 καθοριζομένου, τούτο, εφ` όσον τα μέρη δεν ώρισαν άλλως, θα προσαυξάνεται κατά τας διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου τούτου. Ως βάσις υπολογισμού των προσαυξήσεων θα λαμβάνεται το συμφωνηθησόμενον ποσόν αμοιβής.

5. Δικηγόροι, κατέχοντες κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νόμου θέσεις πλείονες των υπο του άρθρου 1 τούτου οριζομένων, δικαιούνται όπως διατηρήσουν μόνον μίαν εκ τούτων εξαιρέσει των δικηγόρων των ανηκόντων εις την γραμμήν των πρόσω, οι οποίοι δικαιούνται όπως διατηρήσουν δυο εκ των εν λόγω θέσεων. Οι εμπίπτοντες εις τας ανωτέρω διατάξεις δέον όπως εντός προθεσμίας εξ μηνών απο της ενάρξεως ισχύος του παρόντος δηλώσουν εις τον οικείον Δικηγορικόν Σύλλογον τας θέσεις, τας οποίας κατά τα εν τω προηγουμένω εδαφίω ήθελον διατηρήσει παραιτούμενοι πάσης ετέρας. Οι ούτως αποχωρούντες λαμβάνουν την κατά την παρ. 1 του άρθρου 94 του Ν.Δ. 3026/1954 αποζημίωσιν. Μέχρι πλήρους καταβολής της ως άνω αποζημιώσεως, ο δικηγόρος δικαιούται να λαμβάνη την συμπεφωνημένην κατά νόμον αμοιβήν του.

Άρθρον 13

1. Η παρ. 6 του άρθρου 96 του Ν.Δ. 3026/1954, ως το άρθρον τούτο αντικατεστάθη δια του άρθρου 23 του Ν.Δ. 723/1977, αντικαθίσταται ως εξής:
“6. Εις τας περιπτώσεις των προηγουμένων παραγράφων, κατά τας οποίας είναι υπορχεωτική η προκαταβολή της δικηγορικής αμοιβής, αν δεν κατατεθή το περί ταύτης γραμμάτιον, ο διάδικος λογίζεται μη εμφανιζόμενος, ο δε δικηγόρος συντρεχούσης υπαιτιότητός του διώκεται πειθαρχικώς κατά τας περί πειθαρχικού δικαίου διατάξεις του παρόντος Κώδικος”.

2. Εις το αυτο ως άνω άρθρον 96 του Ν.Δ. 3026/1954 προστίθεται παράγραφος 10, έχουσα ούτω:
“10. Προκειμένου περί των ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ασκουμένων ενδίκων μέσων υπο υπαλλήλων του Δημοσίου ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου αφορώντων εις θέματα υπηρεσιακής καταστάσεώς των, κατά το τα άνω προκαταβαλλόμενον ποσόν δικηγορικής αμοιβής μειούται εις το ήμισυ”.

Άρθρον 14
Η παρ. 3 του άρθρου 43 του Ν.Δ. 3026/1954, ως αντικατεστάθη δια του άρθρου 9 του Ν. 4507/1966, αντικαθίσταται και αύθις ως εξής:
“3. Αι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί συμβουλίων συντασσομένων ενώπιον συμβολαιογράφων εδρευόντων εις περιφέρειαν Ειρηνοδικείου κειμένου εκτός έδρας Πρωτοδικείου εις νήσους, ένθα δεν διατηρούν γραφείου τουλάχιστον δυο δικηγόροι και ο εις τουλάχιστον των συμβαλλομένων είναι μόνιμος κάτοικος της περιφερείας του συντάσσοντος το έγγραφον συμβολαιογράφου”.

Άρθρον 15

1. Ορίζεται μεταβατική έδρα του Εφετείου Δωδεκανήσου, ως πολιτικού και ποινικού δικαστηρίου, εις την έδραν του Πρωτοδικείου Κώ, πρός εκδίδασιν εφέσεων κατ` αποφάσεων των εν Κω πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων.

2. Ο αριθμός των συνεδριάσεων του μεταβατικού Εφετείου Δωδεκανήσου ορίζεται εις τρείς καθ` έκαστον δικαστικόν έτος.

3. Αι δικάσιμοι ημέραι του Εφετείου Δωδεκανήσου εις την ως ανω μεταβατικήν έδραν του ορίζονται δι` αποφάσεως του προέδρου αυτού κατά την αρχήν εκάστου δικαστικού έτους.

4. Δια πράξεως του προϊσταμένου του Εφετείου ορίζεται υπάλληλος της γραμματείας του Πρωτοδικείου Κω, εις τον οποίον αποστέλλονται αι δικογραφίαι εκάστης δικασίμου και κατατίθενται άπαντα τα κατά νόμον διαδικαστικά έγγραφα.

5. Η υπαγωγή πολιτικών ή ποινικών υποθέσεων πρός εκδίκασιν εις την εν παρ. 1 μεταβατικήν έδραν δεν συνιστά αποκλειστικήν κατά τόπον αρμοδιότητα του Εφετείου, δύναται δε ο πρόεδρος εφετών προκειμένου περί πολιτικών υποθέσεων ή ο εισαγγελεύς εφετών προκειμένου περί ποινικών υποθέσεων, εαν ήθελον κρίνει ότι δι` ειδικούς λόγους δεν ενδείκνυται η εκδίδικασις ωρισμένης πολιτικής ή ποινικής υποθέσεως εις την μεταβατικήν έδραν, να προσδιορίζουν ταύτην προς εκδίκασιν εις την μόνιμον έδραν του Εφετείου.

Άρθρον 16

1. Ορίζεται μεταβατική έδρα του Πολυμελούς και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης εις την έδραν του Ειρηνοδικείου Μυρίνης Λήμνου, πρός εκδίκασιν των εις την αρμοδιότητά των υπαγομένων πολιτικών υποθέσεων της περιφερείας του Ειρηνοδικείου τούτου.

2. Ο αριθμός των συνεδριάσεων των, κατά την προηγουμένην παράγραφον, μεταβατικών Πρωτοδικείων δεν δύναται να υπερβαίνει τας εξ (6) καθ` έκαστον δικαστικόν έτος.

3. Αι δικάσιμοι ημέραι των δικαστηρίων εις την ως άνω μεταβατικήν έδραν των ορίζονται δι` αποφάσεως του προέδρου του δικαστηρίου κατά την αρχήν εκάστου δικαστικού έτους.

4. Αγωγαί, αιτήσεις, προσφυγαί, προτάσεις, ένδικα μέσα και παν έτερον έγγραφον αφορών την εκδικαζομένην υπόθεσιν ενώπιον των μεταβατικών Μονάνομελούς και Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης εις την έδραν του Ειρηνοδικείου Μυρίνης Λήμνου, κατατίθενται ενώπιον του γραμματέως του Ειρηνοδικείου τούτου. Δια πράξεως του Προέδρου Πρωτοδικών ο γραμματεύς του Ειρηνοδικείου ή έτερος υπάλληλος της γραμματείας αυτού ορίζεται και ως γραμματεύς του δικαστηρίου κατά τας αντιστοίχους συνεδριάσεις, πρός τον οποίον αποστέλλονται εγκαίρως αι δικογραφίαι των υποθέσεων εκάστης δικασίμου.

5. Υποθέσεις επειγούσης φύσεως, η αναβολή εκδικάσεως των οποίων συνεπάγεται κίνδυνον δια τα συμφέροντα των διαδίκων, δύνανται να εισάγωνται πρός συζήτησιν εις την τακτικήν έδραν του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, δια πράξεως του προέδρου του δικαστηρίου τούτου.

6. Ο αριθμός των συνεδριάσεων των κατά το άρθρον 13 του Ν. 949/1979 μεταβατικού Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης εις την έδραν του Ειρηνοδικείου Μυρίνης-Λήμνου ορίζεται εις εξ (6) κατ` ανώτερον όριον δι` έκαστον δικαστικόν έτος.

Άρθρον 17

1. Εις τας διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 264/1976 “περί τροποποιήσεως του Κώδικος των Συμβολαιογράφων και άλλων τινών διατάξεων”, ως αντικατεστάθη υπο του άρθρου 17 του Ν. 723/1977 “περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων του Ν.Δ. 3026/1954 “περί Κώδικος των Δικηγόρων και άλλων τινών διατάξεων”, υπάγονται και οι φοιτηταί των Νομικών Τμημάτων των Νομικών Σχολών των ημεδαπών Πανεπιστημίων καταστάντες πτυχιούχοι απο 21 Σεπτεμβρίου 1979 μέχρι δημοσιεύσεως του παρόντος.

2. Οι εμπίπτοντες εις τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου δύνανται να αιτήσωνται εντός εξαμήνου προθεσμίας απο της δημοσιεύσεως του παρόντος την εγγραφήν των εις τα οικεία βιβλία ασκουμένων και να μετέχουν των εξετάσεων δια τον διορισμόν των ως δικηγόρων εις οιονδήποτε Δικηγορικόν Σύλλογον, πλήν των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πατρών και Λαρίσης.

Άρθρον 18
Κύπριοι ομογενείς, διορισθέντες δικηγόροι παρά τω Πρωτοδικείω Αθηνών προ της 1.1.1960 και διαγραφέντες εκ του μητρώου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών λόγω επανόδου των εν Κύπρω, δύναται, παραιτούμενοι οιουδήποτε συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω ασκήσεως του ιδίου επαγγέλματος εις την Κυπριακήν Δημοκρατίαν, να ζητήσουν τον επαναδιορισμόν των ως δικηγόρων παρά τω αυτώ Πρωτοδικείω κατά παρέκκλισιν των σχετικών διατάξεων του Κώδικος περί δικηγόρων. Οι ενδιαφερόμενοι δέον όπως υποβάλουν σχετικήν αίτησιν εις το Υπουργείον Δικαιοσύνης εντός προθεσμίας εξ μηνών απο της ενάρξεως ισχύος του παρόντος. Απασα η εν Κύπρω δικηγορική υπηρεσία των ανωτέρω λογίζεται ως παρασχεθείσα εν Ελλάδι.

Άρθρον 19

1. Απο της ενάρξεως ισχύος του παρόντος καταργούνται:
α) Η παρ. 6 του άρθρου 63 του Ν.Δ. 3026/1954 η υπάρχουσα δε, υπ` αριθ. 7 παράγραφος του αυτού άρθρου λαμβάνειν τον αριθμόν 6.
β) Η παράγραφος 1 του άρθρου 248 του Ν.Δ. 3026/1954 “περί Κώδικος των Δικηγόρων” και το άρθρον 24 του Ν. 4507/1966 “περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών των Δικηγόρων, των Συμβολαιογράφων, τροποποιήσεως του Κώδικος του Ταμείου Νομικών και άλλων τινών διατάξεων”.

2. Καταργείται επίσης πάσα ετέρα γενική ή ειδική διάταξις αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου.

Άρθρον 20
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εξαιρέσει της παρ. 6 του άρθρου 1 της οποίας η ισχύς άρχεται από 1ης Ιουλίου 1981.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 24 Νοεμβρίου 1980

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ