Νόμος 1090 ΦΕΚ Α΄263/15.11.1980
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων της “περί Ταμείου Νομικών” Νομοθεσίας και άλλων τινων διατάξεων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν

Άρθρον 1
Τα εδάφια α`, β` και γ` της παραγρ. 1 του άρθρου 10 του Νομοθετικού Διατάγματος 4114/1960 “περί του Κώδικος “περί Ταμείου Νομικών”, ως τροποποιηθέντα ισχύουν, αντικαθίστανται ούτω:
“α. Εκ μηνιαίας εισφοράς των εμμίσθων ησφαλισμένων καθοριζομένης εις ποσοστόν 8% της πρώτης και 5% της δευτέρας τάξεως ησφαλισμένων επι του εκάστοτε βασικού μισθού των, της εισφοράς ταύτης μη δυναμένης να είναι ανωτέρας της αντιστοιχούσης εις τον βασικόν μισθόν του 2ου βαθμού της ιεραρχίας δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων.
β. Εκ μηνιαίας εισφοράς των εν αναστολή ασκήσεως της δικηγορίας τελούντων, ως και των δικηγόρων τακτικών καθηγητών των πανεπιστημίων ή ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, εκ ποσοστού 4% επι του εις τούτους καταβαλλλομένου κατά μήνα βασικού μισθού, ή εν μη καταβολή μισθού επι της αποζημιώσεως ή εξόδων παραστάσεως, ήτις εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να είναι κατωτέρα της εκάστοτε προβλεπομένης δι` άμισθον ησφαλισμένον Α` τάξεως ουδέ ανωτέρα του διπλασίου αυτής.
Η εισφορά αυτή αποδίδεται υπο της μισθοδοτούσης αρχής δια παρακρατήσεως εκ των ως άνω απολαυών του υποχρέου.
γ. 1) Εκ μηνιαίας εισφοράς των δικηγόρων και αμίσθων υποθηκοφυλάκων, εισπραττομένης δια του ασφαλιστικού βιβλιαρίου δι` επικολλήσεως εν αυτώ των αποκομμάτων εξ ενσήμων του Ταμείου, περί ων τα εδάφια ιβ`, ιγ` και ιδ` του παρόντος άρθρου αναφερομένων πόρων, αντιπροσωπευόντων αξίαν ισόποσον πρός ποσοστόν δυο επι τοις εκατόν (2%) επι του εκάστοτε βασικού μισθού του Εφέτου.
Το εν λόγω ποσοστόν αναπροσαρμόζεται απο 1ης Ιανουαρίου 1982 εις τρία επι τοις εκατόν (3%), απο 1ης Ιανουαρίου 1983 εις ποσοστόν τέσσαρα επι τοις εκατόν (4%) και απο 1ης Ιανουαρίου 1984 εις ποσοστόν πέντε επι τούς εκατόν (5%).
Τα κατά την παρούσαν περίπτωσιν χρησιμοποιούμενα ένσημα μετ` αποκομμάτων έχουν ροδόχρουν χρωματισμόν δια τους παρά πρωτοδίκαις δικηγόρους, φαιόχρουν δια τους παρ` εφέταις και κυανόχρουν δια τους παρ` Αρείω Πάγω, ανεξαρτήτως του βαθμού του Δικαστηρίου, εις το οποίον παρίστανται, η της χρησιμοποιήσεως τούτων παρά των εν λόγω προσώπων κατά τας διατάξεις του παρόντος.
Ομοίως διάφορον χρωματισμόν έχουν τα χρησιμοποιούμενα ένσημα μετ` αποκομμάτων παρά των υποθηκοφυλάκων, έτερον δε παρά των δικολάβων και δικαστικών επιμελητών.
Κατά πάσαν περίπτωσιν αναγράφεται επι των ενσήμων και η αντίστοιχος πρός τα ανωτέρω ένδειξις, φέρουν δε ταύτα τας αυτάς ως και σήμερον παραστάσεις. Η ισχύς της παρούσης παραγράφου ως πρός τον διαχωρισμόν των χρωμάτων των ενσήμων άρχεται απο 1ης Μαϊου 1981.
2) Η μηνιαία εισφορά των δικολάβων και των αμίσθων δικαστικών επιμελητών ορίζεται εις ποσοστόν 80% των κατά την προηγουμένην περίπτωσιν αναφερομένων ποσοστών.
3) Η μηνιαία εισφορά των εις το παρόν εδάφιον αναφερομένων προσώπων, των υπαγομένων το πρώτον εις την ασφάλισιν του Ταμείου απο της 1ης Ιανουαρίου 1981 και δια τους πρώτους εξήκοντα (60) μήνας απο της ενάρξεως ασφαλίσεώς των ορίζεται εις το ήμισυ της εκάστοτε ισχυούσης εισφοράς της τάξεως εις ην ανήκουν και αποδίδεται δι`ενσήμων κατά τα εις τας προηγουμένας περιπτώσεις οριζόμενα.
Προκειμένου περι των υπαχθέντων εις την ασφάλισιν του Ταμείου απο 1ης Ιανουαρίου 1976 και εφεξής η κατά τα ανωτέρω μειωμένη εισφορά καταβάλλεται μέχρι συμπληρώσεως εξήκοντα (60) μηνών απο της ενάρξεως της ασφαλίσεώς των.
4) Εις πάσας τας ανωτέρω περιπτώσεις το ποσόν της προκυπτούσης μηνιαίας εισφοράς στρογγυλοποιείται προς τα ανω εις την αξίαν ενσήμου παραστάσεως ενώπον πρωτοδικείου.
5) Εαν το σύνολον των κατά τα ανωτέρω επικολληθέντων αποκομμάτων ενσήμων δεν καλύπτη εξ ολοκλήρου το ως άνω ελάχιστον όριον εισφοράς, οι υπόχρεοι οφείλουν όπως συμπληρώσουν το υπόλοιπον δι` επικολλήσεως ολοκλήρων των προς συμπλήρωσιν απαιτουμένων ενσήμων μετ` αποκομμάτων.
6) Εις τήρησιν ασφαλιστικού βιβλιαρίου υποχρεούνται πάντες οι άμισθοι ησφαλισμένοι του Ταμείου απο της υπαγωγής των εις την ασφάλισιν, εξαιρέσει των συμβολαιογράφων, των τελούντων εν αναστολή της ασκήσεως του επαγγέλματος δικηγόρων, των δικηγόρων καθηγητών ανωτάτων σχολών, ως και των αμίσθων δικαστικών επιμελητών δια τον χρόνον κατά τον οποίον οι τελευταίοι ούτοι τυγχάνουν έμμισθοι.
Δι` ασφαλιστικών βιβλιαρίων εφοδιάζονται οι υπόχρεοι πρός τήρησιν εντός των δυο πρώτων μηνών εκάστου ημερολογιακού έτους επι τη συγχρόνω υπο τούτων παραδόσει του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του προηγουμένου έτους.
7) Ο τύπος των κατά το παρόν εδάφιον ενσήμων, ως και ο τύπος και ο τρόπος τηρήσεως του ασφαλιστικού βιβλιαρίου, δύναται ν` ανακαθορίζωνται δι` αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου.
8) Τα κατά το παρόν εδάφιον ποσοστά εισφορών δύναται ν` αυξάνωνται δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά σύμφωνον γνώμην του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου.

Άρθρον 2
Απο 1ης Ιανουαρίου 1981 τα αποκόμματα ενσήμων του Ταμείου Νομικών, περί ων το εδάφιον γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 4114/60, ως τροποποιηθέν ισχύει, τα βαρύνοντα πάντα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ως και τα τοιαύτα τα κατά νόμον εξομοιούμενα πρός το δημόσιον, η απολαυόντα των ατελειών και προνομίων τούτου, η αποτελούντα δημοσίαν επιχείρησιν λειτουργούσαν χάριν του δημοσίου συμφέροντος υπο οιανδήποτε μορφήν, τας Τραπέζας, ετι δε και τα νοσηλευτικά ιδρύματα ανεξαρτήτως της νομικής μορφής, υπο την οποίαν λειτουργούν, επικολλώνται επι των υποβαλλομένων πρός έγκρισιν δικαιολογητικών δαπανών. Εις περίπτωσιν μη επικολλήσεως τούτων εις την κατάστασιν δαπανών των δικαστικών εξόδων, δεν αναγνωρίζονται αι αντίστοιχοι δαπάναι.

Άρθρον 3
Αι εισφοραί ησφαλισμένων ή συνταξιούχων, δικαιουμένων εις αναγνώρισιν δι` εξαγοράς χρόνον ασφαλίσεως εξ οιασδήποτε αιτίας, ορίζονται δι` έκαστον αναγνωριζόμενον μήνα εις το ύψος της εκάστοτε μηνιαίας εισφοράς της ισχυούσης δι` εκάστην κατηγορίαν και τάξιν υπο τας διακρίσεις του εδαφίου γ` της παραγρ. 1 του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 4114/1960. Προκειμένου περί συμβολαιογράφων ισχύουν τα περί δικηγόρων εκάστοτε προβλεπόμενα. Πάσα λεπτομέρεια ως πρός τον τρόπον και χρόνον εξοφλήσεως των ως άνω εισφορών, ως και των προσθέτων επιβαρύνσεων εν περιπτώσει καθυστερήσεως καταβολής τούτων, δύναται να ρυθμίσεται δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γνώμην του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου. Μέχρις εκδόσεως των εν λόγω αποφάσεων ισχύουν αι κείμεναι διατάξεις ως πρός τας προσθέτους επιβαρύνσεις.

Άρθρον 4

1. Η υπο του επεδαφίου γγ` του εδαφίου ιστ` της παρ. 1 του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 4114/1960 προβλεπομένη υπερ του Ταμείου Νομικών καταβολή υπο των συμβολαιογράφων εκ ποσοστού επτά και ήμσυ επι τοις εκατόν (7,5%) επι των δικαιωμάτων αυτών αυξάνεται απο της 1ης Ιανουαρίου 1981 εις ποσοστόν οκτώ επι τοις εκατόν (8%) και απο της 1ης Ιανουαρίου 1983 εις ποσοστόν εννέα επι τοις εκατόν (9%).

2. Η υπέρ του Ταμείου Νομικών εισφορά εκ των δικαιωμάτων των συμβολαιογράφων κατά την σύνταξιν πίνακος κατατάξεως πλειστηριασμού η κανονισμού πολυωρόφου κτιρίου ορίζεται εις δραχ. πεντακοσίας (500), εις το ήμισυ δε του εν λόγω ποσού δια την σύνταξιν δημοσίας διαθήκης.

3. Το υπεδάφιον δδ` του εδαφίου ιστ` της παρ. 1 του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 4114/1960 αντικαθίσταται ούτω:
“δδ) Εκ ποσοστού πέντε επι τοις εκατόν (5%) επι των δικαιωμάτων των συμβολαιογράφων δι` επικολλήσεως ενσήμου αναλόγου αξίας:
1. Επι πάσης συντασσομένης συμβολαιογραφικής πράξεως ή συμβολαίου, εξαιρέσει των εν τω προηγουμένω υπεδαφίω γγ` αναφερομένων και του κανονισμού πολυωρόφου κτιρίου, και
2. Επι παντός εκδιδομένου αντιγράφου ή αποσπάσματος”.

Άρθρον 5
Η μηνιαία εισφορά των ησφαλισμένων του Ταμείου Νομικών Α` και Β` τάξεως της κατηγορίας αμίσθων δια την ειδικήν παροχήν γαμηλίου επιδόματος των θηλέων τέκνων των ορίζεται εις ποσοστόν είκοσιν επι τοις εκατόν (20%) επι της εκάστοτε ισχυούσης μηνιαίας εισφοράς των πρός τον κλάδον συντάξεως, δια δε την Α` ή Β` τάξιν εμμίσθων εις το ήμισυ των ως άνω ποσών αντιστοίχως, άνευ μειώσεως κατά την πρώτην πενταετίαν, στρογγυλοποιουμένη εις την επομένην δέκα δραχμών. Οι συμβολαιογράφοι έχουν τας αυτάς υποχρεώσεις πρός τους δικηγόρους.

Άρθρον 6
Το άρθρον 19 του νομοθετικού διατάγματος 4114/1960, ως τροποποιηθέν ισχύει, αντικαθίσταται ούτω:
Άρθρον 19.
1. Αι υπο του Ταμείου παρεχόμεναι μηνιαίαι συντάξεις πρός τους συνταξιοδοτηθησομένους ησφαλισμένους και τους ήδη συνταξιούχους αυτού, τους έχοντας συνολικόν χρόνον ασφαλίσεως τεσσαράκοντα (40) ετών, ορίζονται κατά κατηγορίαν και τάξιν ως ακολούθως:
α. Δια την Α` τάξιν αμίσθων εις ποσοστόν ογδοήκοντα επι τοις εκατόν (80%) επι του εκάστοτε βασικού μισθού του εφέτου, κλιμακούμεναι σταδιακώς, ως εξής:
αα) Απο 1ης Ιανουαρίου 1981 εις τα εξήκοντα επι τοις εκατόν (60%).
ββ) Απο 1ης Ιανουαρίου 1982 εις τα εξήκοντα εξ και ήμισυ επι τοις εκατόν (66,5%).
γγ) απο 1ης Ιανουαρίου 1983 εις τα εβδομήκοντα τρία και ήμισυ επι τοις εκατόν (73,5%).
δδ) Απο 1ης Ιανουαρίου 1984 και εφεξής εις τα ογδοήκοντα επι τοις εκατόν (80%).
β. Δια τας λοιπάς τάξεις ησφαλισμένων εφαρμόζονται αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου υπο τους ακολούθους περιορισμούς κατά κατηγορίαν και τάξιν:
αα) Δια την Β` τάξιν αμίσθων εις το ογδοήκοντα επι τοις εκατόν (80%) των κατά το προηγούμενον εδάφιον προκυπτόντων εκάστοτε ποσών συντάξεων.
ββ) Δια την Α` τάξιν εμμίσθων εις το τεσσαράκοντα δυο επι τοις εκατόν (42%) των κατά το εδάφιον α` προκυπτόντων εκάστοτε ποσών συντάξεων.
γγ) Δια την Β` τάξιν εμμίσθων εις το είκοσιν εν επι τοις εκατόν (21%) των κατά το εδάφιον α` προκυπτόντων εκάστοτε ποσών συντάξεως.
δδ) Η σύνταξις των επιμελητών δικαστηρίων εν γένει και των μελών των οικογενειών των προσαυξάνεται κατά ποσοστόν πεντήκοντα επι τοις εκατόν (50%) του κατά τας διατάξεις της παρούσης παραγράφου προκύπτοντος ποσού, εφ` όσον κατά την προ της εξόδου ή του θανάτου αυτών πενταετίαν εμισθοδοτήθησαν με αποδοχάς αντιστοιχούσας τουλάχιστον εις τον ένατον βαθμόν της υπαλληλικής ιεραρχίας και άνω. Τα κατώτατα όρια συντάξεων των προσώπων της κατηγορίας ταύτης είναι ίσα πρός τα εκάστοτε προβλεπόμενα δια την κατηγορίαν αμίσθων.
2. Δι` αποφάσεων του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εκδιδομένων μετά σύμφωνον πρότασιν του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου Νομικών και γνώμην της συντονιστικής επιτροπής των δικηγορικών συλλόγων, δύναται αναλόγως της οικονομικής καταστάσεως του Ταμείου:
α. Να χορηγηθούν και πρός των εν υπεδαφίοις γγ και δδ του εδαφίου α της προηγουμένης παραγράφου αναφερομένων χρονολογιών μεταγενέστεραι προσαυξήσεις συντάξεων.
β. Να αναστέλλεται η προσαρμογή των ποσοστών επι του εκάστοτε βασικού μισθού του εφέτου η και της μελλοντικής προσαρμογής των συνταξιοδοτικών παροχών.
γ. Να χορηγήται ποσοστιαία επι τοις εκατόν προσαύξησις των συντάξεων, αντί της προσαρμογής πρός τον εκάστοτε βασικόν μισθόν του εφέτου μετά την 1ην Ιανουαρίου 1985.
Εις περίπτωσιν καθ` ην παρέλθη τρίμηνον χρονικόν διάστημα απο της εγγράφου ανακοινώσεως του Ταμείου Νομικών προς την συντονιστικήν επιτροπή των δικηγορικών συλλόγων περί της μελετωμένης εφαρμογής τινός των ως άνω μέτρων και μη γνωστοποιήσεως της γνώμης αυτής, αρκεί η πρότασις του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου Νομικών πρός έκδοσιν της προβλεπομένης υπουργικής αποφάσεως.
3. Δι` έκαστον έτος ασφαλίσεως μέχρι τριάκοντα (30) ετών η σύνταξις είναι ίση πρός το εν πεντηκοστόν (1/50) του κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου καθοριζομένου ποσού συντάξεως των τεσσαράκοντα ετών.
Μετά την συμπλήρωσιν τριάκοντα ετών ασφαλίσεως, η σύνταξις προσαυξάνεται κατά δυο πεντηκοστά (2/50) δι` έκαστον έτος πέραν του τριακοστού και μέχρι του τεσσαρακοστού έτους. Οι έχοντες υπερτεσσαρακονταετή συντάξιμον χρόνον δικαιούνται προσαυξήσεως της συντάξεως δι` έκαστον έτος πέραν των τεσσαράκοντα (40) ετών εξ ενός πεντηκοστού (1/50).
4. Τα κατώτατα όρια συντάξεως λόγω γήρατος ή ανικανότητος δια την Α` και Β` τάξιν αμίσθων δεν δύναται να υπολείπωνται των δέκα επτά πεντηκοστών (17/50) της εκάστοτε προβλεπομένης συντάξεως δια την Α` τάξιν αμίσθων, των δε συνταξιούχων της Α` και Β` τάξεως εμμίσθων των δώδεκα πεντηκοστών (12/50) του ποσού της αυτής ως άνω συντάξεως αμίσθου, προσαρμοζόμενα πρός τας μεταγενεστέρας μεταβολάς.
Δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εκδιδομένης κατά την εν παραγράφω 2 του παρόντος άρθρου διαδικασίαν, δύναται να ανακαθορίζωνται τα ως άνω ποσοστά κατωτάτων ορίων συντάξεων.
5. α) Εν περιπτώσει μετατάξεως ησφαλισμένου απο της μιάς κατηγορίας εις την άλλην (εμμίσθου εις άμμισθον και τανάπαλιν) η σύνταξις τούτου και της οικογενείας αυτού κανονίζεται μικτή, καταβαλλομένου του εις εκάστην κατηγορίαν αναλογούντος ποσού συντάξεως.
Τα κατά το καταργηθέν εδάφιον 2 της παραγρ. 2 του άρθρου 9 του Α.Ν. 1621/1939 “περί Ταμείου Συντάξεων Νομικών” αναγνωρισθέντα έτη προστίθενται εις τον χρόνον ασφαλίσεως εις την κατηγορίαν εκείνην, εις την οποίαν ο ησφαλισμένος έχει τον μείζονα χρόνον ασφαλίσεως.
Εις περίπτωσιν καθ` ην ο άμισθος ησφαλισμένος διετέλεσεν υπάλληλος του δημοσίου υπο ιδιότητα ασφαλιζομένην παρά τω Ταμείω Νομικών, εφ` όσον δεν εδικαιώθη συντάξεως εκ του δημοσίου, λαμβάνειν σύνταξιν εκ του Ταμείου αμίσθου ησφαλισμένου της τάξεως, την οποίαν ούτος είχε κατά τα δέκα τελευταία έτη της αμίσθου υπηρεσίας του.
β) Εν περιπτώσει μετατάξεως ησφαλισμένου απο της μιάς τάξεως εις την άλλην, η σύνταξις αυτού και της οικογενείας του καθορίζεται βάσει του δια την σύνταξιν εις την οποίαν μετετάγη προβλεπομένου ποσού, εφόσον εις την τάξιν ταύτην έχει συμπεπληρωμένον υπερπενταετή χρόνον ασφαλίσεως κατά τον χρόνον εξόδου του εκ της ασφαλίσεως.
Ο χρόνος ούτος δεν απαιτείται επι εξόδου ασφαλισμένου λόγω ανικανότητος κατά τας διατάξεις του εδαφίου ε` της παρ. 1 του άρθρου 17 του παρόντος, ως η τελευταία αύτη αντικατεστάθη υπο της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Νόμου 4507/1965, ή εν περιπτώσει θανάτου του ησφαλισμένου.
6.α) Δύναται το διοικητικόν συμβούλιον του Ταμείου, αναλόγως των αποτελεσμάτων εκάστου οικονομικού έτους, δι` αποφάσεών του εγκρινομένων υπο του εποπτεύοντος Υπουργού, να καταβάλλη εις τους συνταξιούχους του Ταμείου έκτακτα βοηθήματα.
β) Εις τους συνταξιούχους του Ταμείου, τους δικαιουμένους συντάξεως κατά την 15ην Ιουνίου εκάστου έτους, καταβάλλεται μετά της συντάξεως του μηνός Ιουλίου ημισεία σύνταξις ως επίδομα άδειας, εφ` όσον δι` ητιολογημένης αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου διαπιστούται η οικονομική δυνατότης δια την καταβολήν του εν λόγω επιδόματος.
7.α) Η σύνταξις των κατά το εδάφιον ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του παρόντος εξερχομένων της ασφαλίσεως, λόγω ανικανότητος συνεπεία νόσου μη προϋπαρχούσης της ασφαλίσεώς των, καθορίζεται αναλόγως των ποσοστών αναπηρίας, μη δυναμένη να είναι κατωτέρα της εν παραγράφω 4 του παρόντος άρθρου καθοριζομένης και ανωτέρα της συντάξεως της αναλογούσης εις τεσσαράκοντα (40) έτη ασφαλίσεως της κατηγορίας και τάξεως εις την οποίαν ανήκουν ούτοι.
β) Η ανικανότης κρίνεται κατά τα εν παραγράφω 6 του άρθρου 24 του παρόντος οριζόμενα.
γ) Η σύνταξις των κατά τα ανωτέρω εξερχομένων λόγω ανικανότητος καθορίζεται βάσει των ετών υπηρεσίας κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται δε κατά τόσα πεντηκοστά όσα προκύπτουν εκ του γινομένου του ποσοστού αναπηρίας, επι τον υπολειπόμενον πρός συμπλήρωσιν τεσσαράκοντα (40) ετών χρόνον ασφαλίσεως.
δ) Δια να έχη δικαίωμα εις προσαύξησιν της συντάξεώς του ο κατά τας διατάξεις της παρούσης παραγράφου εξερχόμενος πρέπει να έχη πενταετή πραγματικόν χρόνον ασφαλίσεως παρά τω Ταμείω υπο μιαν των εν παραγράφω 1 του άρθρου 7 του παρόντος ιδιοτήτων”.

Άρθρον 7

1. Ο υπο του εδαφίου ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 17 και των περιπτώσεων Α` και Β` του άρθρου 18 του νομοθετικού διατάγματος 4114/ 1960 απαιτούμενος χρόνος προς απονομήν συντάξεως ανικανότητος ή θανάτου ορίζεται εις πέντε (5) έτη πραγματικής ασφαλίσεως.
Εις περίπτωσιν, καθ` ην η ανικανότης ή ο θάνατος επήλθεν εκ βιαίου συμβάντος κατά την εκτέλεσιν του καθήκοντος, δεν απαιτείται συμπλήρωσις του ως άνω χρόνου πραγματικής ασφαλίσεως.

2. Πρόσωπα δικαιούμενα συντάξεως εκ της κατά την προηγουμένην παράγραφον επερχομένης μεταβολής, δια τα οποία έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωσις, δύνανται να ζητήσουν την συνταξιοδότησιν των μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος, των οικονομικών αποτελεσμάτων επερχουμένων απο της πρώτης του επομένου μηνός απο της υποβολής της σχετικής πρός τούτο αιτήσεως, αφ` όσον συντρέχουν και αι λοιπαί νόμιμοι προϋποθέσεις.

3. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και δια παροχάς εις τον κλάδον επικουρικής ασφαλίσεως δικηγόρων.

4. Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται απο της δημοσιεύσεως του παρόντος δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 8

1. Εν τέλει του άρθρου 22 του νομοθετικού διατάγματος 4114/1960 προστίθεται παράγραφος 4 έχουσα ούτω:
“4. Εν περιπτώσει διακοπής της συντάξεως η απωλείας του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, το καταβληθέν ποσόν, απο της ημερομηνίας κατά την οποίαν επήλθεν η διακοπή ή η απώλεια της συντάξεως, μέχρι του τέλους του μηνός εις τον οποίαν αναφέρεται αύτη, δεν αναζητείται”.

2. Αι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και επι των παροχών του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως δικηγόρων.

Άρθρον 9
Το κείμενον της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του νομοθετικού διατάγματος 4114/1960 αριθμείται ως εδάφιον υπο στοιχείον α`, προστίθεται δε εδάφιον υπο στοιχείον β`, έχον ούτω:
“β) Δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εκδιδομένης μετά γνώμην του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου, δύναται να χορηγήται ή κατά την προηγουμένην παράγραφον παροχή και εις πλείονας της μιάς θυγατέρας, υφισταμένης κεχωρισμένως υποχρεώσεως καταβολής εισφορών δι` εκάστην εξ αυτών.
Δια της αυτής αποφάσεως δύναται να παρασχεθή η ευχέρεια δια καταβολήν εισφορών προηγουμένων ετών δια την χορήγησιν της εφ` άπαξ παροχής και εις πλείονας της μιάς θυγατέρας, να ορισθούν τα του τρόπου εξοφλήσεως της εκ της αιτίας ταύτης οφειλής, ως και πάσα λεπτομέρεια αναγκαία δια την απονομήν της παροχής”.

Άρθρον 10
Η παράγραφος 4 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 4114/1960, ως τροποποιηθείσα ισχύει, αντικαθίσταται ούτω:
“4. Δεν δύναται εφεξής να υπαχθή εις την ασφάλισιν του Ταμείου υφ` οιανδήποτε ιδιότητα ο συνταξιούχος υπάλληλος αυτού, ο συνταξιούχος του δημοσίου, οιονδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, πλήν αν ούτος τυγχάνη ανάπηρος ή θύμα πολέμου ή ανάπηρος ειρηνικής περιόδου (Ν. 1370/1944)”.

Άρθρον 11
Επιτρέπεται η χορήγησις δανείου εκ των διαθεσίμων κεφαλαίων του Ταμείου Νομικών εις τους ασφαλισμένους αυτού δι` επαγγελματικήν εγκατάστασίν των, εντός της πρώτης πενταετίας απο της υπαγωγής των εις την ασφάλισιν.
Το ύψος του δανείου, αι προϋποθέσεις χορηγήσεως, ο τρόπος εξοφλήσεως, το επιτόκιον, αι παρεχόμεναι εγγυήσεις, ως και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, ορίζονται δι` αποφάσεως του Διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου, εγκρινομένης υπο του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών.

Άρθρον 12

1. Απο της πρώτης του μεθεπομένου της δημοσιεύσεως του παρόντος μηνός δικηγόροι, νομικοί ή δικαστικοί σύμβουλοι, παρέχοντες τας καθαρώς νομικάς υπηρεσίας των εις νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με παγίαν περιοδικήν μηνιαίαν αμοιβήν και εφ` όσον υπο την ιδιότητά των ταύτην δεν ασφαλίζονται εις έτερον πλήν του Ταμείου Νομικών φορέα κυρίας ασφαλίσεως, υπάγονται εις την ασφάλισιν του Κλάδου Συντάξεων του Ι.Κ.Α., παραλλήλως πρός την παρά τω Ταμείω Νομικών ασφάλισίν των, κατά τα εκάστοτε ισχύοντα δια το ασφαλιζόμενον εις το Ι.Κ.Α. τακτικόν διοικητικόν προσωπικόν των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου εις τα οποία υπηρετούν.

2. Εκ των περί ων η προηγουμένη παράγραφος προσώπων, των παρεχόντων τας καθαρώς νομικάς υπηρεσίας των με παγίαν περιοδικήν μηνιαίαν αμοιβήν εις νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, των οποίων το τακτικόν διοικητικόν προσωπικόν ασφαλίζεται εις ετέρους, πλήν του Ι.Κ.Α., φορείς κυρίας ασφαλίσεως, υπάγονται εις την ασφάλισιν των φορέων τούτων, παραλλήλως πρός την παρά τω Ταμείω Νομικών ασφάλισίν των, κατά τα εκάστοτε ισχύοντα δια το τακτικόν διοικητικόν προσωπικόν των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εις τα οποία υπηρετούν.

3. Δικηγόροι, υπηρετούντες με παγίαν μηνιαίαν περιοδικήν αμοιβήν εις νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, των οποίων το τακτικόν προσωπικόν συνταξιοδοτείται παρά του δημοσίου, ως και εις τοιαύτα κατά Νόμον εξομοιούμενα πρός το δημόσιον ή απολαύοντα των ατελειών και προνομίων τούτον ή αποτελούντα δημοσίαν επιχείρησιν λειτουργούσαν χάριν δημοσίου συμφέροντος υφ` οιανδήποτε μορφήν, ως και εις νοσηλευτικά ιδρύματα του νομοθετικού διατάγματος 2592/1953 και οι οποίοι υπο την ιδιότητά των ταύτην δεν ασφαλίζονται εις έτερον, πλήν του Ταμείου Νομικών, φορέα κυρίας ασφαλίσεως, υπάγονται εις την ασφάλισιν κλάδου συντάξεως του Ι.Κ.Α., κατά τα εκάστοτε ισχύοντα δια το ασφαλιζόμενον εις αυτό τακτικόν διοικητικόν προσωπικόν των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

4. Δια τον υπολογισμόν των καταβαλλομένων εισφορών, την αναγνώρισιν υπηρεσίας και προϋπηρεσίας, ως και τον κανονισμόν της συντάξεως των περί ων αι προηγούμεναι παράγραφοι προσώπων, δεν λαμβάνονται υπ` όψιν αποδοχαί ανώτεραι του εκάστοτε βασικού μισθού του επί 2ω βαθμώ υπαλλήλου της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας προσηυξημένου κατά ποσοστόν 76%.

Άρθρον 13

1. Αι διατάξεις του άρθρου 1 του νομοθετικού διατάγματος 18/1974 εφαρμόζονται και δια τους ησφαλισμένους εις το Ταμείον Νομικών, οι οποίοι εφυλακίσθησαν κατά το χρονικόν διάστημα απο 21ης Απριλίου 1967 μέχρι 31ης Ιουλίου 1974 δια πράξεις αι οποίαι μεταγενεστέρως ημνηστεύθησαν.

2. Ομοίως αι αύται ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και δια πρόσωπα, τα οποία ετύγχανον ησφαλισμένα εις το Ταμείον Νομικών και απώλεσαν την ιδιότητά των κατά το απο 21ης Απριλίου 1967 χρονικόν διάστημα επανυπήχθησαν όμως μεταγενεστέρως εις το Ταμείον υπο την αυτήν ή ετέραν ιδιότητα.

3. Αι διατάξεις της παραγρ. 12 του άρθρου 1 του νόμου 38/1975 εφαρμόζονται αναλόγως και επι των δια του παρόντος άρθρου επερχομένων ρυθμίσεων, των εισφορών υπολογιζομένων βάσει των ισχυουσών κατά την δημοσίευσιν του παρόντος, άνευ προσθέντων επιβαρύνσεων, εφ` όσον ήθελον καταβληθή μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 1982.

Άρθρον 14
Ασκούμενοι δικηγόροι, απο της εγγραφής των εις τον οικείον δικηγορικόν σύλλογον, δύναται να ασφαλίζωνται εις το Ταμείον Νομικών, τον κλάδον επικουρικής ασφαλίσεως δικηγόρων και ταμεία προνοίας και υγείας δικηγόρων, καταβάλλοντες τας εκάστοτε προβλεπομένας εισφοράς πρώτης πενταετίας.
Ο κατά τα ανωτέρω χρόνος υπολογίζεται εις τον δυνάμενον να αναγνωρισθή χρόνον ασφαλίσεως κατα τας διατάξεις των παραγρ. 1 και 2 του άρθρου 18 του νόμου 4507/1966, των άρθρων 4 και 5 του αναγκαστικού νόμου 189/1967 και της παραγρ. 2 του άρθρου 16 του νόμου 984/1979.
Με τους ίδιους ως άνω όρους και προϋποθέσεις, δικαστικοί επιμελητές από την εγγραφή τους στα βιβλία ασκουμένων του οικείου Συλλόγου Δικαστικών Επιμελητών μπορούν να ασφαλίζονται στο Ταμείο Νομικών, στο Ταμείο Προνοίας Δικαστικών Επιμελητών και στο Ταμείο Υγείας Δικηγόρων Επαρχιών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.5 άρθρ.18 Ν.3232/2004, ΦΕΚ Α 48/12.2.2004.

Άρθρον 15

1. Οι εκ των μονίμων υπαλλήλων της Βουλής έχοντες την ιδιότητα του δικηγόρου θεωρούνται ησφαλισμένοι εις το Ταμείον Συντάξεων Νομικών ως άμισθοι (δικηγόροι), δι` όλον το χρονικόν διάστημα καθ` ο υπηρέτησαν ή υπηρετούν εις Βουλήν και είχον την ιδιότητα του δικηγόρου.

2. Οι εκ τούτων ασκήσαντες ή ασκούντες το επάγγελμα του δικηγόρου εις ουδεμίαν εισφοράν ή κράτησιν υποχρεούνται δια πάντα τον υπο του διορισμού των ως δικηγόρου χρόνον μέχρι σήμερον και εφεξής, ει μη μόνον εις την προσαγωγήν συμπεπληρωμένων των ασφαλιστικών αυτών βιβλιαρίων και την εκπλήρωσιν πασών των βαρυνουσών τους αμίσθους δικηγόρους υποχρεώσεων. Δια το χρονικόν διάστημα κατά το οποίον τυχόν ετέθηκαν ή τεθούν εις αναστολήν ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου τη αιτήσει των, υποχρεούνται εις την καταβολήν της εκάστοτε ορισθείσης ή οριζομένης εισφοράς δια την πρώτην τάξιν εμμίσθων ησφαλισμένων. Δια το τυχόν μέχρι τούδε χρονικόν διάστημα απο της καθιερώσεως των ασφαλιστικών βιβλιαρίων και εφεξής, δια το οποίον δεν προσήγαγον ούτε ασφαλιστικόν βιβλιάριον συμπεπληρωμένον ούτε κατέβαλον εισφοράν εμμίσθου ησφαλισμένου, ούτοι υποχρεούνται εις την καταβολήν της δια τους αμίσθους ησφαλισμένους εισφοράς, της ισχυούσης κατά την δημοσίευσιν του παρόντος, άνευ προσαυξήσεων και τόκων, εφ` όσον ούτοι εξοφλήσουν την αντίστοιχον οφειλήν των εντός δυο ετών απο της ισχύος του παρόντος. Τυχόν υπο τούτων καταβληθείσαι αχρεωστήτως εισφοραί δεν επιστρέφονται.

3. Οι εκ τούτων τελούντες υποχρεωτικώς εις αναστολήν ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου, συμφώνως πρός τας διατάξεις του άρθρου 26 του νόμου 723/1977 ή των άρθρων πέμπτου και ενδεκάτου του “Κώδικος περί οργανώσεως των υπηρεσιών της Βουλής και καταστάσεως του προσωπικού αυτής” υποχρεούνται εις την καταβολήν της δια τους εμμίσθους εκάστοτε καθοριζομένης εισφοράς πρώτης τάξεως. Αι υπο τούτων τυχόν μέχρι σήμερον οφειλόμεναι εισφοραί εξοφλούνται κατά τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εάν καταβληθούν εντός διετίας απο της ισχύος του παρόντος.

4. Πάσα ετέρα διάταξις, ρυθμίζουσα κατά διάφορον τρόπον τα ανωτέρω θέματα, καταργείται.

Άρθρον 16
Το εδάφιον δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Νομοθετικού Διατάγματος 4114/1960, ως αντικατεστάθη υπο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Νόμου 730/1977 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της “περί Ταμείου Νομικών νομοθεσίας”, αντικαθίσταται ούτω:
“δ. Εξ ενός δικαστικού λειτουργού εν ενεργεία ή συνταξιούχου”.
Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται απο της δημοσιεύσεως του παρόντος δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 17
Παρά τω Ταμείω Νομικών συνιστώνται μία (1) θέσις γενικού διευθυντού επι βαθμώ 1ω και μια (1) θέσις αναπληρωτού γενικού διευθυντού. Αι θέσεις αύται πληρούνται δια προαγωγής κατά τας εκάστοτε οικείας διατάξεις.
Οι ανωτέρω μετέχουν άνευ ψήφου των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου και του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως δικηγόρων, αι δε αρμοδιότητές των καθορίζονται δι` αποφάσεως του Διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου Νομικών.

Άρθρον 18
Από της 1ης Ιανουαρίου 1981 καταργούνται:
α) Αι διατάξεις των εδαφίων ζ`, η`, θ`, ι`, ια`, κ`, κα`, κβ` και κστ` της παραγράφου 1 του άρθρου 10, η τρίτη περίοδος της παραγράφου 4 ως και η παράγραφος 7 του αυτού άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 4114/1960 “περί του Κώδικος “περί Ταμείου Νομικών”, ως ετροποποιήθησαν μεταγενεστέρως.
Οφειλαί προς το Ταμείον Νομικών, προερχόμεναι εξ υποχρεώσεως παντός φυσικού ή νομικού προσώπου πρό της καταργήσεως των ως άνω διατάξεων, εξακολουθούν υφιστάμεναι και μετά της ανωτέρω χρονολογίαν, δύναται δε να καταβληθούν άνευ προσθέτων επιβαρύνσεων εντός διετίας από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.
Εις περίπτωσιν μη εμπροθέσμου καταβολής επιβαρύνονται δια παγίου προσθέτου τέλους πεντήκοντα επι τοίς εκατόν (50%).
β) Πάσα διάταξις αντικειμένη κατά το περιεχόμενον αυτής εις τας δια του παρόντος επερχομένας ρυθμίσεις.

Άρθρον 19
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της πρώτης Ιανουαρίου 1981, εκτός εάν άλλως ορίζεται υπό των επι μέρους διατάξεων αυτού.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 14 Νοεμβρίου 1980

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ