Νόμος 1082 ΦΕΚ Α΄250/29.10.1980
Περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών ενίων εργατικών νόμων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν

Άρθρον 1

1. Αι κατά τον Α. Νόμον 1777/1951 “περί συμπληρώσεως των διατάξεων του Ν. 28/1944 και του άρθρου μόνου τον Α.Ν. 866/1946” κυρωθέντος δια του Νόμου 1901/1951, “περί κυρώσεως του Α. Νόμου 1777/1951 “περί συμπληρώσεως των διατάξεων του Α. Νόμου 28/1944 και του άρθρου μόνου του Α. Νόμου 866/1946”, έκτακτοι οικονομικαί ενισχύσεις καταβάλλονται, ως επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, εις τους μισθωτούς εις το ακέραιον, εφ όσον η εργασιακή σχέσις τούτων διήρκεσε καθ` όλην την χρονικήν περίοδον, εις μεν την περίπτωσιν του επιδόματος εορτών Πάσχα, υπό της 1ης Ιανουαρίου μέχρι της 30ης Απριλίου, εις δε την τοιαύτην του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από 1ης Μαίου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Εις περίπτωσιν καθ` ην η εργασιακή σχέσις του μισθωτού δεν διήρκεσε καθ` όλον το ανωτέρω χρονικόν διάστημα, καταβάλλεται τμήμα επιδόματος ανάλογον προς την εντός του χρονικού τούτου διαστήματος διάρκειαν της εργασιακής του σχέσεως.

2. Τα κατά την προηγουμένην παράγραφον, επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, υπολογιζόμενα επί των τακτικών αποδοχών των μισθωτών, υπό τους όρους και προϋποθέσεις των οικείων αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, καταβάλλονται την Μεγάλην Τετάρτην και την 21ην Δεκεμβρίου αντιστοίχως. Ο εργοδότης δύναται να παρακρατήση το μέχρι της 30ης Απριλίου ή της 31ης Δεκεμβρίου αναλογούν ποσόν του επιδόματος, όπερ πάντως δεν δύναται να καταβληθή βραδύτερον των ημερομηνιών τούτων.

3. Δια των, κατά τον Α. Νόμον 1777/1951, κυρωθέντα δια του Νόμου 1901/1951, αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας δύναται να ορισθή πάγιον σύστημα υπολογισμού των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, οι όροι, προϋποθέσεις και περιορισμοί εις την χορήγησιν τούτων, το ύψος εν εξαρτήσει προς το γενικόν κατώτατον όριον μισθού ή ημερομισθίου δι ειδικάς κατηγορίας μισθωτών και ο τρόπος απολήψεως και το ύψος των επιδομάτων τούτων, προκειμένου περί μισθωτών αμειβομένων δια ποσοστών, φιλοδωρημάτων, κατά μονάδα εργασίας ή κατ άλλον σύστημα, πλην επί μισθώ ή ημερομισθίω, ή απασχολουμένων εις μη σταθερόν εργοδότην, ως και μισθωτών τελούντων κατά τον χρόνον καταβολής ή διατελεσάντων κατά την κρίσιμον περίοδον εν καταστάσει ασθενείας, λοχείας ή στρατεύσεως.

4. Δι` ομοίων αποφάσεων καθορίζονται αι,δια την απόληψιν των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, προσαυξήσεις των τιμολογίων αμοιβής των φορτοεκφορτωτών, εργατών κομιστικής υπηρεσίας Τελωνείων, αρχιεργατών, σημειωτών και φυλάκων εμπορευμάτων των λιμένων και πόλεων, των διεπομένων υπό των διατάξεων των άρθρων 37 και 39 του Νόμου 3239/1955, “περί τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας, συστάσεως Εθνικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Κοινωνικής Πολιτικής και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων ενίων εργα- τικών νόμων”, ως και τα των προυποθέσεων και όρων της κατανομής εις τούτους του εντεύθεν προϊόντος.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το εδαφ.9 της υποπαραγράφου ΙΑ7 του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012)

Άρθρον 2
Η παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. Διατάγματος 4020/ 1959 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων εργατικών τινων νόμων, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“1. Αι εκάστοτε ισχύουσαι περί αποδοχών και λοιπών όρων εργασίας συλλογικαί συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικαί αποφάσεις δια το υπαλληλικόν και υπηρετικόν προσωπικόν γραφείων και αποθηκών Ανωνύμων Εταιρειών και επιχειρήσεων εν γένει, ως και αι τοιαύται περί λογιστών και βοηθών λογιστών του ιδιωτικού τομέως, εφαρμόζονται από της ισχύος των και έπι του αντιστοίχου προσωπικού του επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου απασχολουμένων εις Νοσηλευτικά και λοιπά ιδρύματα ή Οργανισμούς εν γένει, αποσκοπούντας εις την προστασίαν της δημοσίας υγείας, εξαιρέσει των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων του Ν.Δ/τος 2592/1953 “περί οργανώσεως της Ιατρικής αντιλήψεως”.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το εδαφ.9 της υποπαραγράφου ΙΑ7 του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012)

Άρθρον 3
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το εδαφ.9 της υποπαραγράφου ΙΑ7 του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012)

1. Δια Π. Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Εργασίας δύναται να συσταθή παρ εκάστη Επιτροπή Ρυθμίσεως Φορτοεκφορτώσεων Λιμένος ή Ξηράς Λογαριασμός προς καταβολήν επιδόματος γάμου εις τους φορτοεκφορτωτάς, εργάτας κομιστικής υπηρεσίας Τελωνείου και σημειωτάς.

2. Δι` αποφάσεων του αυτού Υπουργού ρυθμίζονται αι προϋποθέσεις, ο χρόνος και η διαδικασία χορηγήσεως, ως και το ύψος του ως άνω επιδόματος, ο τρόπος διοικήσεως, διαχειρίσεως και ελέγχου, αι δαπάναι διοικήσεως και λειτουργίας του Λογαριασμού, ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την εκπλήρωσιν του σκοπού αυτού.

3. Δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας καθορίζονται οι πόροι του Λογαριασμού Επιδόματος Γάμου, συνιστάμενοι εις ειδικήν επαύξησιν των τιμολογίων αμοιβής των φορτοεκφορτωτών, εργατών κομιστικής Υπηρεσίας Τελωνείων και σημειωτών βαρύνουσα τους Φορτοπαραλήπτας των εμπορευμάτων.

4. Εις περίπτωσιν οικονομικής αδυναμίας εκπληρώσεως του υπό της παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου προσδιοριζομένου σκοπού, ο οικείος Λογαριασμός Επιδόματος Γάμου δύναται να επιδοτήται υπό του Λογα- ριασμού Προστασίας Φορτοεκφορτωτών Λιμενεργατών (Λ.Π.Φ.Λ.). 5. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογήν και επί των φορτοεκφορτωτών, εργατών της κομιστικής υπηρεσίας του Τελωνείου, αρχιεργατών και σημειωτών του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης (Ο.Λ.Θ.).
Εις την περίπτωσιν ταύτην αι κατά τας παρ. 1, 2 και 3 διοικητικαί πράξεις, εκδίδονται τη συμπράξει και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας.

Άρθρον 4
Οπου, εν τω νόμω 103/1975 “περί καταβολής εφ` άπαξ χρηματικού βοηθήματος εις τους εκ της υπηρεσίας αποχωρούντας, λόγω συνταξιοδοτήσεως, υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ. απάσης της Χώρας” προβλέπεται καταβολή χρηματικών ποσών υπό των Ν.Π.Δ.Δ. εις τους κατά τας διατάξεις αυτού δικαιούχους, είτε προς συμπλήρωσιν του εφ άπαξ χρηματικού βοηθήματος είτε ως συμπληρωματικόν βοήθημα, κατά το υπολειπόμενον της υπό τούτου οριζομένης αποζημιώσεως ποσόν, αύτη προκειμένου περί τακτικών υπαλλήλων των Κεφαλαίων Αποζημιώσεως Φορτοεκφορτωτών (ΚΑΦ) ενεργείται υπο του Λογαριασμού Προστασίας Φορτοεκφορτωτών Λιμενεργατών (Λ.Π.Φ.Λ.), εφ` όσον υφίσταται οικονομική αδυναμία του οικείου Κεφαλαίου (ΚΑΦ) μετά πρότασιν της Διοικούσης Επιτροπής (Δ.Ε.) αυτού, διαπιστουμένη δι` ητιολογημένης αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το εδαφ.9 της υποπαραγράφου ΙΑ7 του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012)

Άρθρον 5
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το εδαφ.9 της υποπαραγράφου ΙΑ7 του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012)

1. Τα μετά την απομάκρυνσιν εκ του επαγγέλματος των φορτοεκφορτωτών της κατηγορίας Ιχθύων-πάγου εναπομείναντα χρηματικά ποσά εις τον παρά τω ΚΑΦ Λιμένος Πατρών τηρούμενον λογαριασμόν της ανωτέρω κατηγορίας εργατών, κατανέμονται εις τους διατελέσαντας μετόχους του εν λόγω λογαριασμού, αναλόγως των ετών συμμετοχής εκάστου εις το ανωτέρω ΚΑΦ.

2. Αι λεπτομέρειαι δια την εφαρμογήν της προηγουμένης παραγράφου ρυθμίζονται δια τού Κανονισμού του Κεφαλαίου Αποζημιώσεως Φορτοεκφορτωτών Λιμένος Πατρών.

Άρθρον 6

1. Αι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του Α. Νόμου 2212/1940 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεών τινων των “περί φορτοεκφορτώσεων νόμων”, έχουν εφαρμογήν και επί των εργατών της κομιστικής υπηρεσίας των Τελωνείων Ξηράς. Εις την περίπτωσιν ταύτην την εν γένει ρύθμισιν βάσει των περί φορτοεκφορτωτικών εργασιών λιμένων διατάξεων, αναλόγως εφαρμοζομένων, ασκούν αι οικείαι Επιτροπαί Ρυθμίσεως Φορτοεκφορτώσεων Ξηράς. Οπου κατά τας κειμένας διατάξεις απαιτείται κοινή απόφασις των Υπουργών Εργασίας και Εμπορικής Ναυτιλίας εις την περίπτωσιν των εργατών της κομιστικής υπηρεσίας Τελωνείων Ξηράς η αρμοδιότης ασκείται υπό μόνου του Υπουργού Εργασίας.

2. Των επιτροπών Ρυθμίσεως Φορτοεκφορτώσεων λιμένων ή ξηράς μετέχει ως μέλος υπάλληλος του οικείου Τελωνείου, οριζόμενος υπό του προϊσταμένου αυτού, οσάκις συζητούνται θέματα εργατών κομιστικής υπη- ρεσίας Τελωνείων.

Άρθρον 7

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του Ν. Δ/τος 1254/1949 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων των περί φορτοεκφορτώσεων Νόμων” αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“2. Αι κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου φορτοεκφορτωτικαί εργασίαι, αι πραγματοποιούμεναι εις χώρους κοινής χρήσεως, διενεργούνται αποκλειστικώς παρ` εργατών, εφωδιασμένων δι επαγγελματικού βιβλιαρίου φορτοεκφορτωτού ξηράς.
3. Ως χώροι κοινής χρήσεως δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου θεωρούνται :
α) Οι υπό των άρθρων 966 και 967 του Α.Κ. χαρακτηριζόμενοι ως κοινόχρηστοι χώροι ή προοριζόμενοι εις την εξυπηρέτησιν δημοσίων, δημοτικών ή κοινοτικών σκοπών. Προς τοιούτους χώρους εξομοιούνται και οι χώροι ή τα καταστήματα των αγορών χονδρικής πωλήσεως λαχανικών, οπωρών ή σφαγίων, έστω και αν την χρήσιν τούτων έχουν ιδιώται και
β) Οι χώροι, των οποίων η κατά προορισμόν χρήσις συνίσταται εις την συγκέντρωσιν, εναπόθεσιν, αποθήκευσιν ή αποταμίευσιν πάσης φύσεως αγαθών, των οποίων την χρήσιν έχουν το Δημόσιον, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, αι Γεωργικαί Συνεταιριστικαί Οργανώσεις, η Κεντρική Υπηρεσία Διαχειρίσεως εγχωρίων προϊόντων, αι Τράπεζαι και αι αποθήκαι υποκειμένων εμπορευμάτων, ανεξαρτήτως του εις ποίον ανήκουν τα φορτοεκφορτωνόμενα εμπορεύματα ή είδη”.]
Σημ.: όπως η παρ.1 καταργήθηκε με το εδαφ.9 της υποπαραγράφου ΙΑ7 του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012)

2. Αι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 1 του Ν. Δ/τος 1254/1949 αριθμούνται αντιστοίχως εις 4, 5 και 6.

3. Εις το τέλος του άρθρου 1 του Ν. Δ/τος 1254/ 1949, ως τούτο τροποποιείται δια του παρόντος, προστίθεται παράγραφος 7, έχουσα ως ακολούθως :
“7. Επιφυλλασσομένων των διατάξεων των παρ. 2 και 3 του παρόντος άρθρου, αι ιδιωτικαί επιχειρήσεις δύνανται να διενεργούν τας δια τας ανάγκας των φορτοεκφορτώσεις εντός των επαγγελματικών των χώρων και εγκαταστάσεων, δι ιδίων εργατικών δυνάμεων, εφ`όσον απασχολούν δυνάμει συμβάσεως εργασίας επαρκή δια την αιτίαν ταύτην αριθμόν εργατών. Προς τούτο, αποφαίνεται δι` αποφάσεώς της η αρμοδία κατά τόπον Επιτροπή Ρυθμίσεως Φορτοεκφορτώσεων επί τη αιτήσει της επιχειρήσεως, υποβαλλομένης εντός προθεσμίας εξ μηνών από της προσλήψεως τοιούτου προσωπικού”.]
Σημ.: όπως η παρ.3 καταργήθηκε με το εδαφ.9 της υποπαραγράφου ΙΑ7 του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012)

4. Αδειαι χορηγηθείσαι εις επιχειρήσεις κατά την διαδικασίαν του άρθρου 14 του Κ.Ν. 5167/1932 “περί ρυθμίσεως των εις τους λιμένας φορτοεκφορτωτικών εργασιών”, ως ετροποποιήθη διά των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 9 του Ν. Δ/τος 3789/1957 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας”, εξακολουθούν ισχύουσαι.

5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Ν.Δ/τος 1254/1949 αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“1. Την χορήγησιν των επαγγελματικών βιβλιαρίων εις τους έχοντας τα κατά το άρθρον 4 του παρόντος προσόντα”.
Σημ.: όπως η παρ.5 καταργήθηκε με το εδαφ.9 της υποπαραγράφου ΙΑ7 του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012)

6. Εις το τέλος του άρθρου 3 του Ν.Δ/τος 1254/1949, προστίθεται παρ. 6 έχουσα ως ακολούθως :
“6. Την έκδοσιν της κατά τας διατάξεις της παρ.7 του άρθρου 1 του παρόντος αποφάσεως περί της επαρκείας του παρά των ιδιωτικών επιχειρήσεων προσλαμβανομένου δια τας ιδίας αυτών φορτοεκφορτώσεις προσωπικού”.
Σημ.: όπως η παρ.6 καταργήθηκε με το εδαφ.9 της υποπαραγράφου ΙΑ7 του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012)

7. Το άρθρον 4 του Ν.Δ/τος 1254/1949 αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“Άρθρον 4
Εφ εξής, δια να αποκτήση κανείς βιβλιάριον επαγγελματικής ταυτότητος φορτοεκφορτωτού ξηράς, απαιτούνται τα κάτωθι προσόντα :
α) Να είναι Ελλην υπήκοος.
β) Να έχη ηλικίαν άνω των 18 ετών και κάτω των 40.
γ) Να είναι εξ αποψέως υγείας ικανός δια την άσκησιν του επαγγέλματος του φορτοεκφορτωτού βάσει ιατρικής γνωματεύσεως των υγιεινομικών επιτροπών του Ι.Κ.Α. ή άλλου Κρατικού Νοσηλευτικού Ιδρύματος. δ) Να μη έχη καταδικασθή δια ποινής συνεπαγομένης στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων δι εγκλήματα : αα) Κατά της ασφαλείας των συγκοινωνιών και κατά των κοινωφελών εγκαταστάσεων. ββ) Δι εγκλήματα λαθρεμπορίας, και γγ) Δι εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας”.]
Σημ.: όπως η παρ.7 καταργήθηκε με το εδαφ.9 της υποπαραγράφου ΙΑ7 του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012)

8. Κυρούται η υπ άριθ. 41428/9182/27.10.1978 απόφασις του Υπουργού Εργασίας “περί τροποποιήσεως της υπ άριθ. 19899/4120/11.5.1976 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, περί λήξεως της θητείας συνθέσεως και συγκροτήσεως των Ε.Ρ.Φ.Ξ. Αθηνών και Πειραιώς” (ΦΕΚ 962 τεύχος Β` της 7.11.1978).

Άρθρον 8
Αι κατά τας διατάξεις του στοιχ. δ` της παρ. 1 του άρθρου 1 του Π. Δ/τος 901/1976 “περί αντικαταστάσεως των διατάξεων του Π. Διατάγματος 189/1975 και (περί της οικονομικής ενισχύσεως των επί τη βάσει του Ν. 89/1975 ανασυσταθέντων εργατοϋπαλληλικών επαγγελματικών Σωματείων και Ενώσεων” αιτήσεις ως και τα σχετικά δικαιολογητικά των εργατοϋπαλληλικών επαγγελματικών Σωματείων και Ενώσεων δια την λήψιν οικονομικής ενισχύσεως παρά του Οργανισμού Διαχειρίσεως Ειδικών Πόρων Εργασιακών Σωματείων (ΟΔΕΠΕΣ), ειδικώς δια τα έτη 1978 και 1979 θεωρούνται ως εμπρόθεσμοι, εφ όσον υποβληθούν εις τον ΟΔΕΠΕΣ μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους 1980.

Άρθρον 9

1. Επιφυλασσομένων των περί Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού διατάξεων, απαγορεύεται πάσα μεσολάβησις φυσικού ή νομικού προσώπου επ` ανταλλάγματι δια την πρόσληψιν ημεδαπού προς απασχόλησιν εις την αλλοδαπήν, ή ανάληψις υποχρεώσεων προς εξασφάλισιν εις ημεδαπόν απασχολήσεως εν τη αλλοδαπή, ως, και η καθ` οιονδήποτε τρόπον, ιδία δια δημοσιευμάτων, εγκυκλίων ή οδηγιών επ ανταλλάγματι παρότρυνσις ημεδαπού προς απασχόλησιν εις την αλλοδαπήν.
Ως αντάλλαγμα δια την εφαρμογήν της παρούσης παραγράφου νοείται και ο μισθός ή οιαδήποτε αποζημίωσις.

2. Ο παραβαίνων τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου τιμωρείται με τας ποινάς του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικος, εφ όσον δεν προβλέπεται βαρυτέρα ποινή υπό άλλης διατάξεως.

3. Η ποινική δίωξις χωρεί αυτεπαγγέλτως.

Άρθρον 10

1. Δια την Επαγγελματικήν και Τεχνικήν κατάρτισιν Ελλήνων εργαζομένων εν Δυτική Γερμανία, ως, και των τέκνων αυτών ηλικίας μέχρι 20 ετών, μέσω του Γερμανικού Κοινωνικού Οργανισμού Νεότητος, δύναται, δι αποφάσεων του Υπουργού Εργασίας,εκδιδομένων μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυνα- μικού (ΟΑΕΔ) και εισήγησιν της εν Βόννη Ελληνικής Πρεσβείας να καθορίζωνται αι προς τον σκοπόν τούτον διατιθέμεναι παρά του ΟΑΕΔ πιστώσεις, ο τρόπος πραγματοποιήσεως των σχετικών δαπανών ως και η παροχή χρηματικών βραβείων εις τους εξ αυτών επιτυχώς περατούντας έκαστον κύκλον σπουδών.

2. Δια των αυτών ή ομοίων αποφάσεων, δύναται να καθορίζεται μηνιαίον εκπαιδευτικόν επίδομα, όπερ θα καταβάλλεται, εις βάρος του ΟΑΕΔ, εις Ελληνόπαιδας ηλικίας μέχρι 20 ετών, παρακολουθούντας, κανονικώς εν Δυτική Γερμανία ειδικά προγράμματα δια την επαγγελματικήν κατάρτισιν αλλοδαπών νέων (Μ.Β.S.Ε.) ή έτερα συναφή, των λεπτομερειών καταβολής ρυθμιζομένων δια των ιδίων αποφάσεων.

3. Κατά την αυτήν ωσαύτως διαδικασίαν, δύναται να καθορίζεται μηνιαίον εκπαιδευτικόν επίδομα και δια τα τέκνα ελλήνων εργαζομένων εν Δυτική Γερμανία, τα οποία φοιτούν ως κανονικοί μαθηταί εις τας τάξεις υποδοχής ή φροντιστηριακά τμήματα γενικής και επαγγελματικής και τεχνικής εκπαιδεύσεως, αι οποίαι λειτουργούν εις ελληνικά σχολεία της ημεδαπής προκειμένου να αποκτήσουν τα απαραίτητα εφόδια δια την ενταξίν των εις το εκπαιδευτικόν σύστημα της χώρας.

4. Αι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογήν και επί των τέκνων Ελλήνων εργαζομένων και εις άλλας χώρας, τα οποία παρακολουθούν τακτικώς αντίστοιχα προγράμματα της αλλοδαπής ή τάξεις υποδοχής ή φροντιστηριακά τμήματα γενικής και επαγγελματικής και τεχνικής εκπαιδεύσεως, αι οποίαι λειτουργούν εις τα ελληνικά σχολεία της ημεδαπής.

Άρθρον 11

1. Η διάταξις της παρ. 3 του άρθρου 15 του Β. Δ/ τος 993/1966 “περί εφαρμογής του Υπαλληλικού Κώδικος επί των υπαλλήλων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, εφαρμόζεται από της 30.4.1975 και επί των υπαλλήλων του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), του Αυτόνομου Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) και Οργανισμού Εργατικής Εστίας.

2. Αι υπό της περιπτ. ι της παρ.1 του άρθρου 24 του Β. Διατάγματος 404/1971 “περί καθοριμού των τακτικών θέσεων, των προσόντων και της διαδικασίας εντάξεως του προσωπικού του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού”, ως αύτη αντικατεστάθη υπό της παρ. 2 του άρθρου μόνου του Π. Διατάγματος 350/1973 “περί αντικαταστάσεως ενίων περιπτώσεων της παρ. 1 του άρθρου 24 του υπ` άριθ. 404/1971 Β. Διατάγματος” προβλεπόμεναι θέσεις καθαριστριών μερικής απασχολήσεως, μετατρέπονται εις τοιαύτας πλήρους απασχολήσεως. Αι ήδη υπηρετούσαι καθαρίστριαι μερικής απασχολήσεως καταλαμβάνουν αυτοδικαίως, από της δημοσιεύσεως του παρόντος, ισάριθμους κενάς θέσεις πλήρους απασχολήσεως.

3. Εις το τακτικόν προσωπικόν των Κλάδων ΣΕ των υπηρεσιών εσωτερικού του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) δύναται να χορηγούνται κατ` έτος, δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού δύο (2) ενδυμασίαι, ήτοι μία θερινή και μία χειμερινή.

4. Η διάταξις της παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν. 359/ 1976 “περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων του Ν. Δ/τος 580/1970 κλπ.” εφαρμόζεται και επί του εκπαιδευτικού προσωπικού του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) του υπηρετούντος κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος, προκειμένου περί προϋπηρεσίας διανυθείσης εις Δημοσίας Επαγγελματικάς Σχολάς και Κέντρα ή Σχολάς του ΟΑΕΔ. Η αναγνώρισις της προϋπηρεσίας ενεργείται δια πράξεως του Διοικητού του ΟΑΕΔ, μετά γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.

5. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νόμου ανήκοντες εις τους κατά το άρθρον 1 της υπ άριθ. 29595/1664/1978 κοινής αποφάσεως Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Εργασίας (ΦΕΚ 640 τ. Β`) κλάδους τακτικού εκπαιδευτικού προσωπικού τον Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού, εφ` όσον κέκτηνται ή αποκτήσουν πτυχίον της ΣΕΛΕΤΕ ή πτυχίον συναφών προς τας εις την ΣΕΛΕΤΕ σπουδών εις την αλλοδαπήν ή πτυχίον εκπαιδευτικού του Προτύπου ΚΕΚΑΤΕ Αθηνών, εντάσσονται δια πράξεως του Διοικητού κατόπιν κρίσεως του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου εις κενάς ή κενωθησομένας θέσεις τον αμέσως ανωτέρου του κατεχομένου μισθολογικού κλιμακίου του κλάδου των από του χρόνου κτήσεως του υπ` αυτών κατεχομένου, μέχρι της εντάξεως, μισθολογικού κλιμακίου, άνευ δικαιώματος απολήψεως αναδρομικής διαφοράς αποδοχών.

6. Αι δια της παρ. 3 του άρθρου 24 του Β. Δ/τος 404/1971 “περί του καθορισμού των τακτικών θέσεων, των προσόντων και της διαδικασίας εντάξεως τον προσωπικού του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) ” συσταθείσα επί βαθμολογική αντιστοιχία εξ (6) θέσεις ιατρών του Ο.Α.Ε.Δ. ορίζονται ως μονίμου ιατρικού προσωπικού τοιαύται. Οι ήδη υπηρετούντες, ο Προϊστάμενος της Υγειονομικής Υπηρεσίας, οι Ιατροί αντιστοίχου ειδικότητος και οδοντίατρος του Ο.Α.Ε.Δ. καταλαμβάνουν αυτοδικαίως ισαρίθμους αντιστοίχους θέσεις.

7. Η παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 119/1975 “περί μονιμοποιήσεως των Ιατρών του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, συστάσεως Γενικής Διευθύνσεως Υγειονομικών Υπηρεσιών παρ` αυτώ και άλλων τινών διατάξεων” εφαρμόζεται αναλόγως και επί του εν παρ. 6 του παρόντος Ιατρικού προσωπικού του Ο.Α.Ε.Δ.

8. Αι διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 887/1979 “περί ρυθμίσεως θεμάτων καταστάσεως υπαλλήλων του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ.” εφαρμόζονται από της ισχύος των και επί των εκ μετατάξεως εκ Ν.Π.Δ.Δ. εις το Δημόσιον υπηρετούντων υπαλλήλων, εφ` όσον ούτοι κατά την εφαρμογήν του Ν. 1811/1951 εις τα Ν.Π.Δ.Δ. υπηρέτουν εις ταύτα.

9. Συνιστώνται παρά τω Οργανισμώ Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), πέντε (5) θέσεις δικηγόρων επί εμμίσθω εντολή πέραν των υπό διατάξεων του Β. Διατάγματος 404/1971 και του Ν. 254/1976 προβλεπομένων θέσεων. Τας θέσεις ταύτας καταλαμβάνουν αυτοδικαίως δικηγόροι απολυθέντες της υπηρεσίας από 21 Απριλίου 1967 μέχρι 23 Ιουλίου 1974 και επανελθόντες εις προσωρινάς θέσεις δυνάμει των διατάξεων του Ν. Δ/τος 168/1974 “περί συμπληρώσεως ή τροποποιήσεως διατάξεων του Ν. Δ/τος 76/1974 “περί επαναφοράς απολυθέντων ή εξαναγκασθέντων εις παραίτησιν υπαλλήλων κ.λπ. και άλλων συναφών διατάξεων”, ως και οι προσληφθέντες δικηγόροι από 24 Ιουλίου 1974 μέχρι και του έτους 1976.

Άρθρον 12
Η δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως αναγνώρισις του δικαιώματος προαγωγής υπαλλήλου επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου εις βαθμόν, εις τον οποίον εδικαιούτο να προαχθή βάσει του διέποντος αυτόν κανονισμού ή οργανισμού βαθμολογικής και μισθολογικής εξελίξεως, λογίζεται πραγματοποιηθείσα αφ` ου χρόνου έδει να είχε συντελεσθή ή προαγωγή τούτου.
Εις περίπτωσιν ακυρώσεως της τελεσιδίκου αποφάσεως ανατρέπεται η επί ταύτης βασισθείσα προαγωγή.

Άρθρον 13

1. Συμβάσεις υπαλληλικού ή εργατοτεχνικού προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. αρμοδιότητος Υπουργείου Εργασίας, επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου ωρισμένου χρόνου, μετατρέπονται αυτοδικαίως από 1ης Ιανουα- ρίου 1980 εις συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Υπο την αυτήν σχέσιν συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου παραμένουν εν τη υπηρεσία και οι προσληφθέντες εις τον Αυτόνομον Οργανισμόν Εργατικής Κατοικίας, δυνάμει του άρθρου 14 του Ν. 678/1977 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οργανισμού Εργατικής Εστίας και άλλων τινών διατάξεων”.

2. Οι κατά την δημοσίευσιν του παρόντος υπηρετούντες επί σχέσει εργασίας Ιδιωτικού δικαίου εις τα περί ων η προηγουμένη παράγραφος Ν.Π.Δ.Δ., εντάσσονται ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας εις υφισταμένας κενάς μονίμους θέσεις ή εις τοιαύτας συνιστωμένας παρ αυτοίς, αναλόγως των αναγκών των, δια Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων εντός προθεσμίας εξ μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος, προτάσει των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Εργασίας ή κατά τα οριζόμενα εν παραγράφοις 1 και 5 του άρθρου 5 του Ν. 38/1975 “περί ρυθμίσεως εξοφλήσεως οφειλών κλπ.”. Δια των Προεδρικών Διαταγμάτων καθορίζονται οι κλάδοι και βαθμοί των δι αυτών συνιστωμένων θέσεων, επιτρεπομένης και της συμπληρώσεως των δια ταύτας προβλεπομένων ειδικών τυπικών προσόντων, επί συστάσεως δε νέων κλάδων τα ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού.

3. Δια την κατά την προηγουμένην παράγραφον ένταξιν εφαρμόζονται αι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 έως 9 του άρθρου 2 του Ν. Δ/τος 169/1969 “περί τακτοποιήσεως εκτάκτων υπαλλήλων των Δημοσίων Υπηρεσιών και Ν.Π.Δ.Δ.”.

4. Προκειμένου ειδικώς περί προσωπικού προερχομένου εκ του Εθνικού Ιδρύματος “ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΠΑΥΛΟΣ”, ως προϋπηρεσία δια την ένταξιν αναγνωρίζεται και η διανυθείσα τοιαύτη παρά τω Ιδρύματι τούτω.

5. Ουδείς εκ των κατά τας διατάξεις του παρόντος εντασσομένων λαμβάνει συνολικάς εν γένει αποδοχάς ολιγωτέρας των προ της εντάξεώς του. Τυχόν επί πλέον διαφορά διατηρείται ως προσωρινόν επίδομα, μέχρι της καθ` οιονδήποτε τρόπον καλύψεώς της.

6. Οι μη δι οιονδήποτε λόγον, εντασσόμενοι δυνάμει των διατάξεων του παρόντος, παραμένουν εν τη υπηρεσία επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου εφαρμοζομένων των περί αυτής ισχυουσών συναφών διατάξεων.

7. Ωσαύτως, δύνανται κατά τας διατάξεις της παρ. 3 του παρόντος, να ενταγούν τη αιτήσει των εντός διμήνου εις τον εις ον ανήκουν κλάδον και μόνιμοι τεχνικοί υπάλληλοι κλάδων ΑΤ τον Ο.Ε.Κ., διορισθέντες μέχρι 10.3.1978 και έχοντες χρόνον πραγματικής δημοσίας υπηρεσίας ανώτερον του κατά τας κειμένας διατάξεις απαιτουμένου δια την μέχρι και του κατεχομένου βαθμού προαγωγικήν αυτών εξέλιξιν.

8. Οι κατά την έναρξιν της ίσχυος του παρόντος υπηρετούντες μόνιμοι υπάλληλοι του Ο.Ε.Κ. των κλάδων ΜΕ, κεκτημένοι το κατά τας παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 15 του Νόμου 434/1976 τυπικόν προσόν, κατατάσσονται αυτοδικαίως εις κλάδους ΑΤ ή ΑΡ με τον ον κέκτηνται βαθμόν, εκτός εάν κατέχουν βαθμόν κατώτερον του εισαγωγικού των κλάδων τούτων, οπότε κατατάσσονται εις τον εισαγωγικόν βαθμόν.

9. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον κατάταξις διενεργείται, εκδιδομένης προς τούτο διαπιστωτικής πράξεως και, εν περιπτώσει μη υπάρξεως κενών οργανικών θέσεων, δια της αυτοδικαίας μεταφοράς των θέσεων, ας κατέχουν οι υπάλληλοι ούτοι των κλάδων ΜΕ εις τους κλάδους εις ους διενεργείται η κατάταξις.

Άρθρον 14

1. Η παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 704/1977 “περί συστάσεως θέσεων προσωπικού εις το Υπουργείον Εργασίας και ετέρων τινών διατάξεων” αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“4. Οι μεταταχθησόμενοι υπάλληλοι δύνανται κατ εκλογήν των είτε να εξακολουθήσουν υπαγόμενοι εις τα Ταμεία Προνοίας ή Λογαριασμούς Προνοίας (Νόμου 103/1975), ως και εις τα Ταμεία Επικουρικής Ασφα- λίσεως, εις α μέχρι της μετατάξεώς των υπήγοντο, είτε να υπαχθούν εις τα τοιαύτα εις α ασφαλίζεται το προσωπικόν του Υπουργείου Εργασίας, της προυπηρεσίας των θεωρουμένης ως δημοσίας. Εφ όσον οι κατά τα ανωτέρω υπάλληλοι εξακολουθήσουν υπαγόμενοι εις τους Λογαριασμούς Προνοίας τον Ν. 103/1975 τυχόν καταβληθείσαι εισφοραί εις το Ταμείον Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων μεταφέρονται εις τους εν λόγω Λογαριασμούς Προνοίας εις τους οποίους οι υπάλληλοι ούτοι θα συνεχίσουν να καταβάλλουν τας υπο των προαναφερθεισών διατάξεων οριζομένας εισφοράς μέχρι της εξόδου των εκ της υπηρεσίας, του μεσολαβήσαντος χρόνου λογιζομένου ως διανυθέντος εν υπηρεσία δια την απόληψιν του βοηθήματος του Ν. 103/1975”.

2. Αι κατά τας διατάξείς του εδαφ. α` της παρ. 1 του άρθρου 42 του Π. Δ/τος 1156/1977 “περί Οργανισμού του Υπουργείου Εργασίας” δύο (2) θέσεις ειδικών συμβούλων ορίζονται ως τοιαύται παρά τω Υπουργώ Εργασίας.
Οι ειδικοί σύμβουλοι υπηρετούν εις το γραφείον του Υπουργού. 3. Αι διατάξεις του εδαφ. α` της παρ. 2 του άρθρου 42 του Π. Δ/τος 1156/1977 αντικαθίστανται ως ακολούθως : “α) Δια την μίαν θέσιν ειδικών συμβούλων πτυχίον ανωτάτης ή ανωτέρας σχολής της ημεδαπής ή ισότιμον πτυχίον αντιστοίχων σχολών της αλλοδαπής και 25ετής ευδόκιμος υπηρεσία, εκ της οποίας δεκαετής τουλάχιστον εις ανωτέρους ή ανωτάτους βαθμούς παρά τω Υπουργείω Εργασίας ή τους παρ αυτού εποπτευομένους Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής και εξειδίκευσις εις θέματα Κοινωνικής πολιτικής, προσηκόν- τως αποδεικνυομένη και δια την ετέραν πείραν επί θεμάτων του συνδικαλιστικού κινήματος, προσηκόντως αποδεικνυομένη”.

Άρθρον 15
1. Αι διατάξεις των άρθρων 3, 4, 6 και 7 της υπ` αριθμόν 6/1979 αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Διοικητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου Αθηνών “περί αυξήσεως των γενικών κατωτάτων ορίων μισθών και ημερομισθίων και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων εργασίας των μισθωτών απάσης της Χώρας”, κηρυχθείσης εκτελεστής δια της υπ αριθμόν 11282/1979 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας (Φ.Ε.Κ. 194/Β`/24.2. 1979), ων το κείμενον παρατίθεται εν τέλει του παρόντος άρθρου, θεωρούνται ότι είναι έγκυροι από του εν αυταίς οριζομένου χρόνου ισχύος και ότι πληρούν άπαντας τους υπο των διατάξεων του Ν. 3239/1955 “περί τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας, συστάσεως Εθνικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Κοινωνικής Πολιτικής και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων ενίων εργατικών νόμων”, ως ετροποιήθησαν και συνεπληρώθησαν μεταγενεστέρως, τιθεμένους όρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς.
2.Επιφυλασσομένης της ισχύος των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 15 του Ν. 3239/1955 δύναται δι ομοίων συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή απο- φάσεων διαιτησίας να τροποποιώνται και συμπληρούνται αι περι ων ή προηγουμένη παράγραφος διατάξεις και διαρκούντος έτι του χρόνου ισχύος αυτών, έπι τω τέλει απροσκόπτου εφαρμογής των δι αυτών εισαγομένων θεσμών, ιδία δε του περί χρονικών ορίων εργασίας τοιούτον.
“Άρθρον 3
Εξομοίωσις κανονικών αδειών
1. Απο 1ης Ιανουαρίου 1981 η ελαχίστη διάρκεια της κατ έτος αδείας μετ αποδοχών της οποίας δικαιούνται πάντες οι μισθωτοί των υποκειμένων εις την παρούσαν επιχειρήσεων ή εργασιών ορίζεται εις δώ- δεκα (12) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας. Η κατά τ ανωτέρω διάρκεια της αδείας μετ αποδοχών επαυξάνεται κατά μίαν εργάσιμον ημέραν, δι εκάστην, πλέον του βασικού χρόνου, εξαμηνίαν απασχολήσεως, χωρίς να δύναται εν συνόλω να υπερβή τας είκοσιν έξ (26) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας.
2. Προκειμένου περί μισθωτών επιχειρήσεων ή έργασιών, περι των οποίων τα εδάφια γ και δ της παρ. 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 “περί χορηγήσεως κατ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ αποδοχών”, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, η ελαχίστη διάρκεια της αδείας της οποίας δικαιούνται ούτοι, δια την περίοδον από 1ης Ιανουαρίου 1979 έως 31ης Δεκεμβρίου 1980, ορίζεται : δια το έτος 1979 εις δέκα (10) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, δια δε το έτος 1980 εις ένδεκα (11) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας. Η κατά τ ανωτέρω διάρκεια της αδείας μετ`αποδοχών επαυξάνεται κατά μίαν εργάσιμον ημέραν δι εκάστην, πλέον του βασικού χρόνου εξαμηνίαν απασχολήσεως, χωρίς να δύναται εν συνόλω να υπερβή δια το έτος 1979 τας είκοσι μίαν (21) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας, δια δε το έτος 1980 τας είκοσι τέσσαρας (24) αλλεπαλλήλους εργασίμους ημέρας.
3. Μισθωτοί εκ των υποκειμένων εις τας διατάξεις της παρούσης, τυχόντες δια το τρέχον έτος και μέχρι της εκδόσεως της παρούσης, αδείας μετ αποδοχών διαρκείας μικροτέρας της δια της παρ. 2 του παρόντος άρθρου οριζομένης, δικαιούνται της προκυπτούσης διαφοράς αδείας, συμπληρωματικώς, εις χρόνον ορισθησόμενον κατά την κρίσιν του εργοδότου εντός του τρέχοντος έτους.
“Άρθρον 4
Αδεια σπουδαστών
1. Μισθωτοί τυγχάνοντες μαθηταί ή σπουδασταί ή φοιτηταί εκπαιδευτικών μονάδων οιουδήποτε τύπου και οιασδήποτε βαθμίδος, του Δημοσίου ή υπ αυτού εποπτευομένων καθ` οιονδήποτε τρόπον, δικαιούνται κατά πάσαν περίπτωσιν αδείας μετ` αποδοχών κατ ελάχιστον όριον δέκα οκτώ (18) αλλεπαλλήλων εργασίμων ημερών, εκτός εάν δικαιούνται μεγαλυτέρας διαρκείας τοιαύτης κατ` άλλας διατάξεις.
2. Οι, περί των οποίων η προηγουμένη παράγραφος μισθωτοί, δικαιούνται ωσαύτως, κατ` έτος ειδικώς δια την συμμετοχήν των εις τας εξετάσεις, προσθέτου αδείας απουσίας άνευ αποδοχών, διαρκείας εξ (6) εργασίμων ημερών, συνεχών ή διακεκομμένων.
3. Αι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών οι οποίοι δεν συνεπλήρωσαν το 24ον έτος της ηλικίας των, πρός δε, προκειμένου περί σπουδαστών ή φοιτητών υπό την πρόσθετον προϋπόθεσιν ότι διατηρούν την φοιτητικήν των, ιδιότητα.
4. Η ιδιότης του μαθητού ή σπουδαστού ή φοιτητού, ως και η συμμετοχή τούτου εις τας εξετάσεις, αποδεικνύεται δια βεβαιώσεως της οικείας Σχολής υποβαλλομένης υπο του μισθωτού προς τον εργοδότην.
“Άρθρον 6
Μείωσις ωρών εβδομαδιαίας εργασίας
1. Επιφυλασσομένων των διατάξεων των παρ. 4 και 5 του παρόντος άρθρου, ως και του άρθρου 8 της παρούσης, η διάρκεια της καθ` εβδομάδα εργασίας των παρ οιωδήποτε εργοδότη επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου απασχολουμένων μισθωτών, ορίζεται ως ακολούθως : α) Απο 1ης Οκτωβρίου 1979 εις τεσσαράκοντα τέσσαρας (44) ώρας. β) Απο 1ης Οκτωβρίου 1980 εις τεσσαράκοντα τρείς (43) ώρας, και γ) Απο 1ης Οκτωβρίου 1981 και επέκεινα εις τεσσαράκοντα δύο (42) ώρας.
2. Η παρ. 2 του άρθρου 3 της από 26.2.1975 Ε.Γ.Σ. Σ.Ε. “περί της εφαρμογής των αρχών ίσης αμοιβής αρρένων και θηλέων, αυξήσεως των ημερών αδείας αναπαύσεως των εργατών και καθιερώσεως 45ώρου εβδομαδιαίας εργασίας των μισθωτων”,εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την περίπτωσιν των πέραν της κατά τ ανωτέρω ορίων υπερεργασίας.
3. Ωράρια εβδομαδιαίας εργασίας ισχύοντα ή συμβατικώς εφαρμοζόμενα βραχύτερα των υπό της παρ. 1 του παρόντος άρθρου καθοριζομένων δεν θίγονται υπό της παρούσης.
4. Επί των επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων ή εργασιών, των οποίων η συνεχής λειτουργία, επιβαλλομένη εκ της φύσεως αυτών, πρέπει να εξασφαλίζηται δια διαδοχικών εναλλαγών προσωπικού, εφαρμόζονται αποκλειστικώς αι διατάξεις του Π.Δ. της 27ης Ιουνίου- 4ης Ιουλίου 1932 “περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως των “περί 8ώρου εργασίας διατάξεων”, ως αύται ισχύουν νυν, συμπληρωματικώς δε αι διατάξεις του άρθρου 7 της παρούσης.
5. Επί του προσωπικού κινήσεως των αστικών και υπεραστικών λεωφορείων, των ηλεκτροκινήτων λεωφορείων, των ατμηλάτων, δηζελοκινήτων και ηλεκτροκινήτων σιδηροδρόμων, ως και επί των οδηγών, συνοδηγών και βοηθών των φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως των τουριστικών λεωφορείων, των αγοραίων επιβατικών αυτοκινήτων και των ταξί, εφαρμόζονται αποκλειστικώς αι περί αυτών ισχύουσαι διατάξεις, περί χρονικών ορίων εργασίας, συμπληρωματικώς δε αι διατάξεις του άρθρου 7 της παρούσης.
“Άρθρον 7
Αμοιβή υπερεργασίας
1. Η συμπεφωνημένη ή νόμιμος αμοιβή, δια 45ωρον εβδομαδιαίαν εργασίαν οφείλεται από 1 Οκτωβρίου 1979 δια την καθορίζομένην υπό της παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου διάρκειαν εβδομαδιαίας εργασίας.
2.Εργοδόται απασχολούντες τους παρ αυτοίς μισθωτούς, πέραν των υπο του προηγουμένου άρθρου ορίων εργασίας υποχρεούνται εις την καταβολήν συμπληρωματικής αμοιβής, οριζομένης ως ακολούθως : α) Απο 1ης Οκτωβρίου 1979 μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου 1980, δια την 45ην ώραν το εις αυτήν αντιστοιχούν ωρομίσθιον, δι` εκάστην δε ώραν υπερεργασίας πέραν των 45 ωρών το αντιστοιχούν ωρομίσθιον προσηυ- ξημένον κατά 25%. β) Απο 1ης Οκτωβρίου 1980 έως 30ης Σεπτεμβρίου 1981, δια την 44ην ώραν το εις αυτήν αντιστοιχούν ωρομίσθιον, δι εκάστην δε ώραν υπερεργασίας πέραν των 44 ωρών το αντιστοιχούν ωρομίσθιον προσηυ- ξημένον κατά 25%. γ) Απο 1ης Οκτωβρίου 1981 μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου 1982, δια την 43ην ώραν το εις αυτήν αντιστοιχούν ωρομίσθιον, δι εκάστην δε ώραν υπερεργασίας πέραν των 43 ωρών το αντιστοιχούν ωρομίσθιον, προσηυξημένον κατά 25%. δ) Απο 1ης Οκτωβρίου 1982 και επέκεινα, δι εκάστην ώραν υπερεργασίας πέραν των 42 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας το αντιστοιχούν ωρομίσθιον προσηυξημένον κατά 25%.
3. Εαν αι, πέραν των υπό του άρθρου 6 της παρούσης οριζομένων, ώραι απασχολήσεως του μισθωτού εμπίπτουν εις τα όρια της νυκτερινής εργασίας ή της εργασίας κατά Κυριακάς και εξαιρεσίμους ημέρας, εκτός του κατά την προηγουμένην παράγραφον ωρομισθίου, μετά των επ αυτού τυχόν προσαυξήσεων, οφείλονται και αι προσαυξήσεις, αι οποίαι προβλέπονται υπό των κειμένων διατάξεων δια νυκτερινήν εργασίαν και εργασίαν κατά Κυριακάς και εξαιρεσίμους ημέρας.
4. Επιφυλασσομένων των διατάξεων της επομένης παραγράφου, μισθωτοί επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων, ή εργασιών, των οποίων η συνεχής λειτουργία, ως εκ της φύσεως αυτών πρέπει να εξασφαλίζεται δια δια- δοχικών εναλλαγών προσωπικού, απασχολούμενοι πέραν των υπό της παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου οριζομένων ορίων και μέχρι του κατά τας κειμένας διατάξεις ανωτάτου τοιούτου, δικαιούνται προσθέτως της κανονικής των αμοιβής, των υπό της παρ. 2 του παρόντος άρθρου προβλεπομένων ωρομισθίων καθ` εβδομάδα, κατά τας εν αυτή διακρίσεις.
5. Επί των κατά την προηγουμένην παράγραφον επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων ή εργασιών, επιτρέπεται η απασχόλησις των μισθωτών πέραν του ανωτάτου ορίου της ημερησίας εργασίας, ως και του υπό του προηγουμένου άρθρου οριζομένου ορίου εβδομαδιαίας τοιαύτης, άνευ καταβολής προσθέτου τινός αμοιβής εκ της τοιαύτης υπερβάσεως, υπό την προυπόθεσιν ότι ο μέσος όρος των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας, υπολογιζόμενος επί περιόδου οκτώ (8) το πολύ εβδομάδων, δεν υπερβαίνει τον αριθμόν των υπό του προηγουμένου αάρθρου οριζομένων ωρών εβδομαδιαίας εργασίας.
6.Επί μισθωτών, περί των οποίων η παρ. προηγουμένου άρθρου απασχολουμένων πέραν των υπό της παρ. 1 του αυτού άρθρου οριζομένων ωρών εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις της παρ. 4 του παρόντος άρθρου.
7. Αι περί καταβολής συμπληρωματικής αμοιβής διατάξεις της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, δεν έχουν εφαρμογήν επί των μισθωτών των αμειβομένων κατ άλλο σύστημα, πλην του επί μισθώ ή ημερομισθίω. Προκειμένου, όμως, περί μισθωτών αμειβομένων δια μικτού συστήματος αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως, προσδιοριζομένου του οφειλομένου ωρομισθίου και της επ` αυτού προσαυξήσεως επί τη βάσει του συμπεφωνημένου ή νομίμου τακτικώς και περιοδικώς καταβαλλομένου μισθού ή ημερομισθίου.
8. Εν περιπτώσει μειώσεως των ωρών εργασίας μέχρι του κατά την παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου ορίου εβδομαδιαίως, οι κατά μονάδα εργασίας ή κατ άλλο σύστημα, πλην του επί μισθώ ή ημερομισθίω, αμειβόμενοι μισθωτοί δικαιούνται καθ` εβδομάδα της τυχόν προκυπτούσης διαφοράς μεταξύ, του κατά το εφαρμοζόμενον σύστημα αμοιβής των,προϊόντος και του εξαπλασίου του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου ή του κατά την οικείαν Συλλογικήν Σύμβασιν κατωτάτου ορίου ημερομισθίου της ειδικότητός των”.

Άρθρον 16

1. Μισθωτοί απασχολούμενοι επί σχέσει εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου εις εργοδότην υπαγόμενον εις τας διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, εις περίπτωσιν λύσεως της σχέσεως εργασίας των καθ` οιονδήποτε τρόπον ή λήξεως της εποχιακής απασχολήσεώς των, πριν συμπληρώσουν δωδεκάμηνον εν τη σχέσει εργασίας, δικαιούνται παρά του εργοδότου τόσων ημερησίων μισθών, όσοι οι μήνες απασχολήσεώς των εις αυτόν, ανεξαρτήτως άλλης εξ άλλου λόγου- τυχόν οφειλομένης αποζημιώσεως. Προκειμένου περί ανηλίκων μη συμπληρωσάντων το 18ον έτος της ηλικίας των ή περί προσώπων περί των οποίων το άρθρον 4 της υπ άριθ. 6/1979 αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Διαιτητικού Διοικητικού Δικαστηρίου Αθηνών, το ανωτέρω ποσόν ορίζεται εις ένα και ήμισυ ημερήσιον μισθόν δι` έκαστον μήνα απασχολήσεως. Δια απασχόλησιν ελάσσονα του μηνός καταβάλλεται ανάλογον κλάσμα. Δια την εφαρμογήν των προηγουμένων εδαφίων, προκειμένου περί των παρεχόντων εκ περιτροπής ή διαλείπουσαν εργασίαν, ως μην, λογίζεται είκοσι πέντε (25) ημέραι απασχολήσεως. Κατά τα λοιπά έχουν και εν προκειμένω εφαρμογήν αι διατάξεις τον Α.Ν. 539/1945, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως.

2. Οι μισθωτοί των οποίων η σχέσις εργασίας ελύθη ή η εποχιακή απασχόλησις έληξεν εντός του έτους 1980 και μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, λαβόντες ποσόν μικρότερον του υπό της προηγουμένης παραγράφου οριζομένου, δικαιούνται της προκυπτούσης διαφοράς.

Άρθρον 17
Σημ.: όπως το άρθρο 17 Καταργήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 30 του Ν. 1346/1983.

Άρθρον 18

1. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υποχρεούνται, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού να χορηγούν εκκαθαριστικό σημείωμα, ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και οι επ` αυτών κρατήσεις θα πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά. Δεν απαιτείται υπογραφή του εργαζόμενου σε αποδεικτικό χορήγησης του εκκαθαριστικού σημειώματος.
Η παραβίαση της ανωτέρω υποχρέωσης του εργοδότη συνεπάγεται τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 του ν. 3996/2011 (Α`170), όπως ισχύει.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο πρώτο υποπαρ.Ι.Α.5. Ν.4254/2014, ΦΕΚ Α 85/7.4.2014.

2. Εις τον πρώτον στίχον της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Ν. Δ/τος 515/1970 και μετά τας λέξεις “των ανωτέρω πινάκων” προστίθεται αι λέξεις “άνευ της στήλης των καταβαλλομένων αποδοχών”.

Άρθρον 19
Η περίπτωσις γ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Νόμου 678/1977 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί Οργανισμού Εργατικής Εστίας και άλλων τινών διατάξεων”, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“γ) Η αγορά ακινήτων προοριζομένων διά την εξυπηρέτησιν των σκοπών του Οργανισμού”.

Άρθρον 20
Αι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 754/ 1978 “περί ρυθμίσεως των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων πολιτικών και στρατιωτικών, των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ, ως και άλλων τινών συναφών διατάξεων” έχουν εφαρμογήν και επί των ιατρών των απασχολουμένων επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου εις τους Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής αρμοδιότητος Υπουργείου Εργασίας, τους έχοντας βαθμολογικήν ή μισθολογικήν αντιστοιχίαν προς τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους.

Άρθρον 21

1. Η παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. Δ/τος 2961/ 1954, “περί συστάσεως Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας”, ως αντικατεστάθη υπό του άρθρου 2 του Ν. 3464/1955 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των “περί ασφαλίσεως ανεργίας διατάξεων”, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Εξαιρούνται της ασφαλίσεως ανεργίας : α) Οι ανήλικοι μέχρι συμπληρώσεως του 15ου έτους της ηλικίας των και οι μαθηταί τεχνίται περί ων το Β.Δ. της 6.6.1952 “περί εκπαιδεύσεως μαθητών τεχνιτών”. β) Οι σύζυγοι, οι γονείς ή τα τέκνα εφ όσον απασχολούνται εις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ασκουμένας υπό του (ή της) συζύγου, πατρός ή μητρός ή τέκνου. γ) Οι εκ των ανωτέρω προσώπων υπό στοιχείον β απασχολούμενοι εις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις αι οποίαι λειτουργούν υπό μορφήν εταιρίας, εφ` όσον εν ή περισσότερα εκ των συγγενικών τούτων προσώπων συμμετέχει εις την εταιρίαν κατά ποσοστόν μείζον του 50%. δ) Οι εξ ιδίου δικαιώματος συνταξιούχοι του Δημοσίου ή των πάσης φύσεως Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου, πλην του ΟΓΑ. ε) Οι τακτικοί υπάλληλοι και υπηρέται του Δημοσίου και των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου. στ) Τα πρόσωπα τα παρέχοντα εξηρτημένην εργασίαν ουχί προς σταθερόν εργοδότην (ως φορτοεκφορτωταί, εργάται εκδοράς και σφαγείς, νεκροπομποί κλπ.) των οποίων η εις τον οικείον φορέα δια τον κλάδον ασθενείας ασφάλισις συντελείται μέσω των επαγγελματικών αυτών Σωματείων ή Συνεταιρισμών, δυνάμει ειδικού Κανονισμού. ζ) Οι οικόσιτοι μισθωτοί. η) Οι ησφαλισμένοι δια τον κίνδυνον της ανεργίας παρ ετέρω Ταμείω ασφαλίσεως έχοντι την μορφήν Ν.Π.Δ.Δ. θ) Οι απασχολούμενοι εις γεωργικάς, δασικάς και κτηνοτροφικάς εργασίας, πλην των υπαγομένων εις την ασφάλισιν του ΙΚΑ”.

2. Τα δεύτερον και τρίτον εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του Ν.Δ/τος 2961/1954 “περί συστάσεως Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας”, ως αύτη συνεπληρώθη υπό της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 74/1975 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως εργατικών τινών νόμων και περί άλλων τινών συναφών διατάξεων”, αντικαθίστανται ως ακολούθως : ” Η κατά τα ανωτέρω έκτακτος επιδότησις δύναται να παρέχηται και εις ανέργους – μέλη ή μη δασοκομικών ή αλιευτικών ασφαλιστικών συνεταιρισμών, ησφαλισμένους εις το ΙΚΑ, μη υπαγομένους όμως εις την κατά της ανεργίας ασφάλισιν του Οργανισμού, εφ όσον ή κατά το προηγούμενον έτος εποχιακή απασχόλησίς των εις τον οικείον κλάδον δεν ήτο πλήρης, ως επίσης και εις ανέργους μισθωτούς μη υπαγομένους εις την ασφάλισιν ανεργίας, ησφαλισμένους όμως εις ένα των λοιπών κλάδων του Οργανισμού. Οι ειδικώτεροι όροι και προϋποθέσεις της τοιαύτης επιδοτήσεως ρυθμίζονται δι αποφάσεων του Υπουργού Εργασίας”.

Άρθρον 22

1. Αρμοδιότητες του Υπουργού Εργασίας προς έγκρισιν αποφάσεων των Διοικητικών Συμβουλίων ή ετέρων οργάνων των Οργανισμών Κοινωνικής Πο- λιτικής, αρμοδιότητος Υπουργείου Εργασίας, δύναται να καταργώνται δια Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει αυτού, μετά γνώμην του οικείου Διοικητικού Συμβουλίου.

2. Αρμοδιότητες των περι ων η προηγουμένη παράγραφος Διοικητικών Συμβουλίων δύναται διά προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Εργασίας μετά γνώμην αυτών να μεταβιβάζωνται εις νομίμως συνεστημένην παρ εκάστω Οργανισμώ Επιτροπήν ή έτερα υπηρεσιακά όργανα αυτού.

Άρθρον 23

1. Το άρθρον 29 του Ν. Δ/τος 296Ι/1954, “περί συστάσεως Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας”, ως τούτο αντικατεστάθη υπό του άρθρου 9 του Νόμου 3464/1955 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των “περί ασφαλίσεως ανεργίας διατάξεων”, τροποποιείται ως ακολούθως : “Άρθρον 29. Δια Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Εργασίας μετά πρότασιν του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού, καθορίζονται τα απαραίτητα μέτρα ελέγχου της ανεργίας των επιδοτουμένων ανέργων καθ` άπασαν την Χώραν, ή κατά περιοχάς ή κατηγορίας μισθωτών, ως και αι επιβαλλόμεναι κυρώσεις εις τους μη συμμορφουμένους προς τας υποχρεώσεις των ανέργους”.

2. Το άρθρον 30 του Ν. Διατάγματος 2961/1954 τροποποιείται ως ακολούθως:
“Άρθρον 30
Ο επιδοτούμενος άνεργος υποχρεούται προ πάσης καταβολής εις τούτον επιδόματος ανεργίας να υποβάλη εις τον ΟΑΕΔ υπεύθυνον δήλωσιν κατά τας διατάξεις του Ν. Διατάγματος 105/1969 περί του ότι δεν έχει απασχόλησιν κατά την έννοιαν της παρ. 1 του άρθρου 16. Εις περίπτωσιν παραλείψεως υποβολής της ανωτέρω δηλώσεως διακόπτεται η επιδότησις”.

Άρθρον 24
Το υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 173/1967 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Α.Ν. 99/67 κλπ.” προβλεπόμενον ανώτατον όριον οφειλομένης αποζημιώσεως, ως τούτο ηυξήθη δια του Ν. Δ/τος 207/1974, “περί αυξήσεως του ανωτάτου ορίου οφειλομένης αποζημιώσεως κλπ.”, αυξάνεται από της ισχύος του παρόντος εις το ποσόν του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών.

Άρθρον 25

1. Σημ.: όπως η παρ.1 του άρθρου 25 Καταργήθηκε με το άρθρο 25 του Ν.1483/ 1984 (ΦΕΚ Α 153)

2. Η ισχύς των διατάξεων περί απαγορεύσεως της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας κατά την διάρκειαν της υποχρεωτικής αποχής της μισθωτού προ και μετά τον τοκετόν ή της απουσίας ταύτης επί μακρότερον χρόνον λόγω ασθενείας, οφειλομένης εις την κύησιν ή τον τοκετόν, δεν θίγεται.

Άρθρον 26
Κυρούνται αφ ης ίσχυσαν αι παρ. ΙV και V της από 9.5.1979 Ειδικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας “περί των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των Τραπεζών”, ήτις δυνάμει της υπ` άριθ. 13726/ 1979 αποφάσεως του Γεν. Γραμματέως του Υπουργείου Εργασίας εδημοσιεύθη εις το υπ άριθ. 495 (Τεύχος Β`) της 21ης Μαίου 1979, φύλλον της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 27
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εκτός εάν άλλως ορίζεται εν αυτώ.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 24 Οκτωβρίου 1980

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ