Νόμος 1065 ΦΕΚ Α΄168/24.7.1980
Περί κυρώσεως Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΔΗΜΟΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1
Πρώτη βαθμίδα της τοπικής αυτοδιοικήσεως. Οι δήμοι και οι κοινότητες αποτελούν την πρώτη βαθμίδα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ – ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ

Άρθρο 2
Αναγνώριση και διαίρεση δήμων

1. Δήμοι είναι : α) οι πρωτεύουσες των νομών και β) οι πόλεις που έχουν περισσότερους από δέκα χιλιάδες (10.000) κατοίκους.

2. Ο δήμος αναγνωρίζεται με διάταγμα, δύο μήνες το αργότερο αφότου η πόλη ορίστηκε πρωτεύουσα νομού ή αφότου δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής του πληθυσμού.

3. Δήμοι που έχουν περισσότερους από εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) κατοίκους διαιρούνται σε διαμερίσματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110.

Άρθρο 3
Αναγνώριση κοινοτήτων.

1. `Ένας συνοικισμός, που έχει απογραφεί ως αυτοτελής και έχει πληθυσμό τουλάχιστον χιλίων (1.000) κατοίκων και οικονομική δυνατότητα, μπορεί ν` αποτελέσει Ιδιαίτερη Κοινότητα, αν το ζητήσουν τα τρία τέταρτα τουλάχιστον των εκλογέων κατοίκων του.

2. Οικονομική δυνατότητα σημαίνει ικανότητα του συνοικισμού να δημιουργεί έσοδα, που επαρκούν για την αντιμετώπιση των κάθε είδους εξόδων διοικήσεως και όλων των υποχρεωτικών δαπανών, καθώς και να εκτελεί τα απαραίτητα έργα κοινής ωφελείας.

Άρθρο 4
Ένωση δήμων και κοινοτήτων.

1. Δύο ή περισσότεροι δήμοι ή κοινότητες, που συνορεύουν, μπορούν να ενωθούν και να γίνουν ένας δήμος ή μία κοινότητα, αν το ζητήσουν οι μισοί τουλάχιστον από τους εκλογείς κατοίκους του καθενός από αυτούς.

2. Μια κοινότητα, που συνορεύει με δήμο μπορεί να ενωθεί με αυτόν, αν το ζητήσουν οι μισοί τουλάχιστον από τους εκλογείς κατοίκους της, και συναινέσει το δημοτικό συμβούλιο με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του.

3. Μία κοινότητα, που δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, μπορεί να καταργηθεί και να ενωθεί με ένα δήμο ή με μια κοινότητα, που συνορεύουν με αυτήν.

4. Δύο ή περισσότερες κοινότητες, που συνορεύουν και δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, μπορούν να ενωθούν και να γίνουν μία.

5. Μια κοινότητα ενώνεται με ένα δήμο ή με μία άλλη κοινότητα και στην περίπτωση του άρθρου 4.

Άρθρο 5
Προσάρτηση συνοικισμών.

1. Δεν επιτρέπεται να προσαρτηθεί ένας συνοικισμός σε άλλο δήμο ή σε άλλη κοινότητα, πριν περάσει μία πενταετία από τότε που δημοσιεύθηκε το διάταγμα με το οποίο αναγνωρίσθηκε ο δήμος ή η κοινότητα, όπου υπάγονταν ο συνοικισμός, ή το διάταγμα με το οποίο προσαρτήθηκε ο συνοικισμός στον δήμο ή στην κοινότητα.

2.`Ενας συνοικισμός δήμου ή κοινότητος, ο οποίος έχει απογραφεί ως αυτοτελής, μπορεί να προσαρτηθεί σε άλλο δήμο ή σε άλλη κοινότητα, με τον οποίο συνορεύει, αν το ζητήσουν οι μισοί τουλάχιστον από τους εκλογείς κατοίκους του συνοικισμού και συναινέσει ο δήμος ή η κοινότητα στον οποίο ζητείται να γίνει η προσάρτηση, με απόφαση τον δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου του, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του.

Άρθρο 6
Πληθυσμός – Εκλογείς κάτοικοι.
Εκλογείς κάτοικοι κατά τας διατάξεις των άρθρων 3 έως 5, είναι οι δημότες που είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους του δήμου ή της κοινότητας και κάτοικοι στον δήμο ή στην κοινότητα.

Άρθρο 7
Αίτηση για την αναγνώριση και τις μεταβολές δήμων και κοινοτήτων.

1. Τις υπογραφές, την ταυτότητα και την ιδιότητα του εκλογέα κατοίκου βεβαιώνει ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας, που μπορούν να υπογράφουν και για λογαριασμό των εκλογέων που δηλώνουν ότι είναι αγράμματοι.

2. Στις περιπτώσεις των άρθρων,3 παραγρ. 1, 4 παράγρ. 1 και 2 και 5 παράγρ. 2, οι αιτήσεις υποβάλλονται στον νομάρχη, ο οποίος, με προκήρυξη που τοιχοκολλείται στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα και στα δημοσιότερα μέρη του δήμου, της κοινότητος και των συνοικισμών τους, καλεί κάθε εκλογέα του δήμου ή της κοινότητας ή του συνοικισμού, να υποβάλει ένσταση μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, οι αιτήσεις παραπέμπονται στο συμβούλιο που προβλέπει το άρθρο 8.

3. Δεν επιτρέπεται να υποβληθούν αιτήσεις με το ίδιο αντικείμενο, πριν περάσουν δύο χρόνια από τότε που απορρίφθηκε προηγούμενη αίτηση για λόγους ουσιαστικούς.

Άρθρο 8
Γνωμοδοτικό συμβούλιο για την αναγνώριση και τις μεταβολές.

1. Συνιστάται σε κάθε νομαρχία ένα συμβούλιο, που αποτελείται από τον πρόεδρο του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του νομού, ως πρόεδρο, τους διευθυντές εσωτερικών και τεχνικών υπηρεσιών της νομαρχίας και δύο αιρετούς εκπροσώπους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, που ορίζονται μαζί με τους αναπληρωτές τους με απόφαση της διοικούσης επιτροπής της τοπικής ενώσεως δήμων και κοινοτήτων. Τα καθήκοντα του γραμματέα εκτελεί ένας από τους υπαλλήλους τη διευθύνσεως εσωτερικών της νομαρχίας, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον νομάρχη. Τον πρόεδρο των πρωτοδικών και τα λοιπά μέλη του συμβουλίου αναπληρώσουν οι νόμιμοι αναπληρωτές τους. Το συμβούλιο συνεδριάζει, αν είναι παρόντα τρία τουλάχιστον μέλη του.

2. Το συμβούλιο διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη για το αν είναι βάσιμες κατά το νόμο και κατά την ουσία οι αιτήσεις για την αναγνώριση ή την ένωση ή την προσάρτηση και αποφασίζει για τις ενστάσεις που έχουν ασκηθεί κατ` αυτών, με πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί ο ψήφος του προέδρου.

3. Το συμβούλιο κρίνει ύστερα από επιτόπια έρευνα, την οποία διεξάγει είτε το ίδιο είτε ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλο δημόσιο όργανο που ορίζει το συμβούλιο. Για την έρευνα αυτή συντάσσεται έκθεση.

Άρθρο 9
Τύπος για την αναγνώριση και τις μεταβολές.
Η αναγνώριση κοινοτήτων καθώς και οι μεταβολές που προβλέπουν τα άρθρα 4, 5 και 46 γίνονται με διάταγμα, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου που προβλέπει το άρθρο 8.

Άρθρο 10
Όνομα, έδρα και σφραγίδα των δήμων και των κοινοτήτων.

1. Το όνομα και την έδρα ενός δήμου ή μιας κοινότητας ορίζει το διάταγμα με το οποίο γίνεται η αναγνώριση ή η ένωση. Στην περίπτωση της παραγρ.1 του άρθρου 4, έδρα ορίζεται αυτή που αναφέρεται στην αίτηση με την οποία ζητείται η ένωση, ενώ το όνομα ορίζεται ύστερα από γνώμη του συμβουλίου τοπωνυμιών του άρθρου 11, αφού ληφθεί υπόψη και η αίτηση με την οποία ζητείται η ένωση.

2. Το κοινοτικό συμβούλιο μπορεί ν` αποφασίζει τη μεταφορά της έδρας της κοινότητας με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του. Για τη μεταφορά της έδρας εκδίδεται διάταγμα.

3. Σε περίπτωση που υπάρχει ανάγκη να μεταφερθεί η έδρα της κοινότητας, εξαιτίας σεισμών, κατολισθήσεων ή άλλων φυσικών γεγονότων, το κοινοτικό συμβούλιο, με απόφασή του, ορίζει υποχρεωτικά ως έδρα της κοινότητας έναν άλλο συνοικισμό, που υπάρχει ήδη ένα νέο συνοικισμό που δημιουργήθηκε και βρίσκεται μέσα στη διοικητική περιφέρεια της κοινότητας. Αν το κοινοτικό συμβούλιο αρνείται ή παραλείπει ν` αποφασίσει τη μεταφορά μέσα σε έξι μήνες, η μεταφορά της έδρας στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει με διάταγμα, που εκδίδεται σύμφωνα με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών.

4. Τον τύπο της σφραγίδας ορίζει το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο με απόφασή του. Απαγορεύεται η χρήση σημάτων, εμβλημάτων και συνθημάτων που έχουν πολιτικό χαρακτήρα.

Άρθρο 11
Μετονομασία δήμων, κοινοτήτων, συνοικισμών και θέσεων.

“1. Η μετονομασία δήμων, κοινοτήτων και συνοικισμών γίνεται με διάταγμα, ύστερα από πρόταση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου τοπωνυμιών, που αποτελείται από:
α) Το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών, ως Πρόεδρο, αναπληρούμενο σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος από Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών.
β) Έναν καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από την οικεία Σχολή του Πανεπιστημίου.
γ) Το Διοικητή της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού ή το Διευθυντή της Υδρογραφικής Υπηρεσίας Ναυτικού, όταν συζητούνται ονομασίες νήσων ή θαλασσίων τόπων.
δ) Το Διευθυντή της Διευθύνσεως Δημοτικής και Κοινοτικής Διοικήσεως, ο οποίος εισηγείται τα θέματα για συζήτηση.
ε) Τέσσερις εκπροσώπους της Κεντρικής Ενώσεως Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ), που ορίζοντα, μαζί με τους αναπληρωτές τους από το διοικητικό συμβούλιό της”.
στ. Έναν αρχαιολόγο, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από το αρμόδιο τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ζ. Έναν υπάλληλο της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον αρμόδιο Υπουργό.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 1270/1982 και άρθρο 82 παρ. 2 του Ν. 1416/1984 (Α 18).

2. Συνοικισμοί, που υπάρχουν ήδη ή δημιουργούνται για πρώτη φορά και δεν έχουν απογραφεί ως αυτοτελείς, αν δεν έχουν όνομα, μπορούν ν` αποκτήσουν όνομα με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που εγκρίνει ο νομάρχης ύστερα από γνώμη του συμβουλίου τοπωνυμιών. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Η μετονομασία θέσεων γίνεται με διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Η γνώμη αυτή υποβάλλεται στο Υπουργείο Εσωτερικών μέσα σε προθεσμία τριών μηνών, αφότου το δημοτικό ή το κοινοτικό συμβούλιο έλαβε το σχετικό ερώτημα. Αν η γνώμη δεν υποβληθεί μέσα σ` αυτήν την προθεσμία, το διάταγμα εκδίδεται και χωρίς αυτήν.

Άρθρο 12
Ονομασία και μετονομασία συνοικιών, οδών και πλατειών.

1. Η ονομασία συνοικιών, οδών και πλατειών γίνεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου που εγκρίνεται από τον νομάρχη. Η μετονομασία τους, που επιτρέπεται μόνον για εξαιρετικούς λόγους, γίνεται με τον ίδιο τρόπο.

2. Αν ο νομάρχης δεν εγκρίνει την ονομασία ή την μετονομασία, ο ενδιαφερόμενος δήμος ή η ενδιαφερόμενη κοινότητα μπορεί, μέσα σε δύο μήνες από τότε που κοινοποιήθηκε η σχετική πράξη του νομάρχη, ασκήσει προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών κατά της πράξεως αυτής. Ο Υπουργός είναι υποχρεωμένος να εκδώσει απόφαση, ύστερα από γνώμη συμβουλίου, που αποτελείται από τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών, ως πρόεδρο, τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Τοπικής Αυτοδιοικήσεως του Υπουργείου Εσωτερικών, έναν καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που υποδεικνύεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τη Σχολή, και δύο εκπροσώπους των δήμων και κοινοτήτων, που υποδεικνύονται μαζί με τους αναπληρωτές τους από την Κεντρική `Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΟΡΙΑ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 13
Περιφέρεια.

1. Κάθε δήμος και κάθε κοινότητα έχει εδαφικά καθορισμένη περιφέρεια. Κάθε τμήμα της χώρας ανήκει σε μία δημοτική ή κοινοτική περιφέρεια.

2. Οι περιφέρειες καθορίζονται σύμφωνα με τα όρια των περιοχών των πόλεων και των χωριών, που ισχύουν ήδη αναμφισβήτητα, αφού ληφθούν υπόψη, όσο είναι δυνατόν, η δημοτική και η κοινοτική ιδιοκτησία, η ιδιοκτησία των κατοίκων και οι απαραίτητες ανάγκες των κατοίκων των συνοικισμών.

3. `Όταν η περιφέρεια του δήμου ή της κοινότητας συμπίπτει με τα φυσικά όρια ενός νησιού, δεν γίνεται καθορισμός ορίων.

Άρθρο 14
Επιτροπή ορίων.

1. Τα όρια της περιφέρειας κάθε δήμου ή κοινότητας καθορίζονται, με πρωτοβουλία της διοικήσεως ή ύστερα από αίτηση κάποιου από τους ενδιαφερόμενους δήμους ή κοινότητες, από επιτροπή που συγκροτεί ο νομάρχης. Η επιτροπή αυτή αποτελείται από τον ειρηνοδίκη ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, ως πρόεδρο, τους δημάρχους ή προέδρους των ενδιαφερομένων δήμων ή κοινοτήτων και ένα δημοτικό ή κοινοτικό σύμβουλο του κάθε ενδιαφερόμενου δήμου ή κοινότητας, που υποδεικνύεται μαζί με τον αναπληρωτή του από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο. Αν το δημοτικό ή το κοινοτικό συμβούλιο αρνείται να τους υποδείξει, οι σύμβουλοι ορίζονται από τον νομάρχη. Αν οι ενδιαφερόμενοι δήμοι ή κοινότητες υπάγονται σε περισσότερα ειρηνοδικεία του ίδιου νομού, ο νομάρχης ορίζει έναν από τους ειρηνοδίκες ως πρόεδρο της επιτροπής αν υπάγονται σε περισσότερα ειρηνοδικεία διαφόρων νομών, τον ειρηνοδίκη ορίζει και την επιτροπή συγκροτεί ο νομάρχης που ορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών. Σε περίπτωση που μέλη της επιτροπής απουσιάζουν ή αρνούνται να λάβουν μέρος στις εργασίες της, η επιτροπή συνέρχεται και αποφασίζει νομίμως, εφόσον είναι παρόντες τουλάχιστον ο πρόεδρος και δύο από τα μέλη της.

2. Οτιδήποτε αφορά τις συνεδριάσεις της επιτροπής, την επιτόπια μετάβαση των μελών της καθώς και τη σύνταξη, την υποβολή και την κοινοποίηση της εκθέσεως, θα καθοριστεί με διάταγμα,

3. Οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν ν’ ασκήσουν προσφυγή κατά των εκθέσεων της επιτροπής ορίων στο δικαστήριο που προβλέπει το επόμενο άρθρο, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την ημερομηνία της επιδόσεως της εκθέσεως. Η προσφυγή επιδίδεται στον πρόεδρο της επιτροπής, που την υποβάλλει αμέσως στον νομάρχη.

Άρθρο 15
Διοικητικό δικαστήριο ορίων.
Για το διοικητικό δικαστήριο ορίων ισχύουν όσα ορίζονται στο άρθρο 218 του Κώδικα.

Άρθρο 16
Νέος καθορισμός ορίων.

1. Δεν γίνεται νέος καθορισμός των ορίων δήμων και κοινοτήτων, εφόσον τα όρια αυτά έχουν καθορισθεί με έκθεση που δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο ή με αμετάκλητη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ορίων.

2. Κατ` εξαίρεση, επιτρέπεται να γίνει νέος καθαρισμός ορίων, αν έχει χαθεί η έκθεση της επιτροπής που δεν έχει προσβληθεί στο διοικητικό δικαστήριο ορίων ή η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ορίων, καθώς και αν έχει χαθεί η έκθεση της επιτροπής που έχει επικυρωθεί με απόφαση του δικαστηρίου αυτού, όταν η απόφαση αυτή δεν περιέχει την περιγραφή των ορίων. Στις περιπτώσεις αυτές η διαδικασία για τον καθορισμό των ορίων αρχίζει με την έκδοση νέας εκθέσεως της αρμόδιας επιτροπής ή συνεχίζεται με την έκδοση αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου ορίων.

3. Στις περιπτώσεις που αναφέρει η προηγούμενη παράγραφος, η απώλεια της εκθέσεως ή της δικαστικής αποφάσεως αποδεικνύεται ιδίως με γραπτές πιστοποιήσεις των δημάρχων και των προέδρων των ενδιαφερομένων δήμων και κοινοτήτων, του ειρηνοδίκη, του αρμοδίου τμήματος της διευθύνσεως εσωτερικών της νομαρχίας και του Υπουργείου Εσωτερικών.

Άρθρο 17
Δημοτικότητα.
Κάθε Έλληνας υπήκοος είναι δημότης ενός δήμου ή μιας κοινότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΔΗΜΟΤΕΣ

Άρθρο 18
Κτήση της δημοτικότητας.

1. Το γνήσιο τέκνο είναι δημότης του δήμου ή της κοινότητας όπου είναι δημότης ο πατέρας του και το εξώγαμο, του δήμου ή της κοινότητας όπου είναι δημότης η μητέρα του. Αν την επιμέλεια έχει, σύμφωνα με το νόμο ή με δικαστική απόφαση, η μητέρα, το τέκνο μπορεί ν` αποκτήσει τη δημοτικότητά της.

2. Το γνήσιο τέκνο γονέων άγνωστης ιθαγένειας δημότης του δήμου ή της κοινότητας όπου γεννήθηκε.

3. Το εξώγαμο τέκνο, που νομιμοποιήθηκε ενώ ήταν ανήλικο, αποκτά την δημοτικότητα του πατέρα, από τότε που έγινε η νομιμοποίηση.

4. Το εξώγαμο τέκνο, που αναγνωρίστηκε ενώ τ’ ανήλικο, αποκτά τη δημοτικότητα του πατέρα από τότε που έγινε η εκούσια πλήρης δικαστική αναγνώριση.

5. Ο δημότης που υιοθετείται ενώ είναι ανήλικος, αποκτά τη δημοτικότητα εκείνου που τον υιοθετεί, αφότου υιοθετείται.

6. Το τέκνο αγνώστων γονέων γίνεται δημότης του δήμου ή της κοινότητας στην οποία βρέθηκε.

7. `Όποιος αποκτά κατοικία σε κάποιο δήμο ή κοινότητα, μπορεί μετά από μία διετία να γίνει δημότης τον με αίτησή του. Στην περίπτωση αυτή, τα ανήλικα τέκνα ακολουθούν την δημοτικότητα του πατέρα.

8. Η σύζυγος μπορεί ν` αποκτήσει την δημοτικότητα του συζύγου της, με αίτησή της.
Η διετία της μόνιμης κατοικίας, που απαιτείται για τη μεταδημότευση αποδεικνύεται με βεβαίωση της αστυνομικής αρχής, στην περιφέρεια της οποίας υπάγεται ο δήμος ή η κοινότητα στον οποία πρόκειται να γίνει η μεταδημότευση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 32 του Ν. 1516/1985 (Α 20).

9. Ο αλλοδαπός που έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, γίνεται με αίτηση του δημότης στο δήμο ή στην κοινότητα της κατοικίας του.

10. Ειδικές διατάξεις για την απόκτηση της δημοτικότητας εξακολουθούν να ισχύουν.

Άρθρο 19
Απώλεια της δημοτικότητας
Η απόκτηση νέας δημοτικότητας δήμου ή κοινότητας συνεπάγεται την απώλεια της προηγούμενης δημοτικότητας.

Άρθρο 20
Γενικό μητρώο δημοτών.

1. Σε κάθε δήμο και κοινότητα τηρείται γενικό μητρώο των δημοτών (δημοτολόγιο).

2. Οτιδήποτε αφορά την κατάρτιση και την τήρηση τον δημοτολογίου, ο τύπος του και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με διάταγμα.

Άρθρο 21
Γενικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των δημοτών και των κατοίκων.

1. Οι δημότες συμμετέχουν ενεργά στην προαγωγή των τοπικών υποθέσεων και στις δραστηριότητες του δήμου ή της κοινότητας.`Ολοι οι κάτοικοι προσφέρουν τη βοήθειά τους για την εκτέλεση της αποστολής του δήμου ή της κοινότητας και συνεισφέρουν, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, σε όλες τις κοινές υποχρεώσεις και σε όλα τα κοινά βάρη.

2. Προσφορά προσωπικής εργασίας μπορεί να επιβληθεί στους κατοίκους του δήμου ή της κοινότητας μόνο για την αντιμετώπιση επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, με ειδική απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που υποβάλλεται στο νομάρχη αμέσως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 22
Γενική αρμοδιότητα.
Η διοίκηση όλων των τοπικών υποθέσεων ανήκει στην αρμοδιότητα των δήμων και των κοινοτήτων.

Άρθρο 23
Αποκλειστικές αρμοδιότητες.
Στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δήμων και των κοινοτήτων ανήκουν οπωσδήποτε :
1) Η κατασκευή, η συντήρηση και η λειτουργία συστημάτων υδρεύσεως.
2) Η κατασκευή, η συντήρηση και η λειτουργία των συστημάτων υπονόμων και αποχετεύσεως.
3) Η κατασκευή και η συντήρηση δημοτικών ή κοινοτικών οδών, πλατειών και γεφυρών.
4) Η καθαριότητα καθώς και η συλλογή, η αποκομιδή, η διάθεση και η επεξεργασία των απορριμμάτων.
5) Η κατασκευή, η συντήρηση και η λειτουργία των δημοτικών ή κοινοτικών αλσών και κήπων, των υπαίθριων κοινόχρηστων χώρων αναψυχής και των εξωραϊστικών χώρων.
6) Η αστική συγκοινωνία.
7) Η κατασκευή και η συντήρηση δημοτικών ή κοινοτικών αγορών και τόπων αγορών καθώς και ζωαγορών και η ρύθμιση της λειτουργίας τους.
8) Η κατασκευή και η συντήρηση δημοτικών ή κοινοτικών αθλητικών εγκαταστάσεων, κέντρων νεότητας και παιδικών χαρών.
9) Η κατασκευή κάθε δημοτικού ή κοινοτικού κτιριακού έργου, που προορίζεται για οποιονδήποτε κοινωφελή σκοπό, καθώς και δημοτικών ή κοινοτικών καταστημάτων.
10) Η ίδρυση, η συντήρηση και η λειτουργία κοιμητηρίων.
11) Η τοποθέτηση και η λειτουργία μετρητών ή εγκαταστάσεων αναγκαίων για τη ρύθμιση της σταθμεύσεως σε κοινόχρηστους χώρους.
12) Η μέριμνα για την εξασφάλιση γης για τη βοσκή των ζώων των δημοτών και η βελτίωση των βοσκοτόπων.

Άρθρο 24
Συντρέχουσες αρμοδιότητες.

1. `Ο δήμος ή η κοινότητα μπορεί ν` αναπτύσσει και κάθε άλλη δραστηριότητα, που δεν περιλαμβάνεται στην αποκλειστική αρμοδιότητά του και που προάγει τα κοινωνικά, πολιτιστικά, πνευματικά και οικονομικά συμφέροντα των δημοτών, αν το αποφασίσει το δημοτικό ή το κοινοτικό συμβούλιο με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του, και ιδίως :
α) ν’ αξιοποιεί για τουριστικούς λόγους δημοτικές ή κοινοτικές περιοχές καθώς και παραθαλάσσιους χώρους και δασικές εκτάσεις που παραχωρούνται από το κράτος,
β) να κατασκευάζει και να συντηρεί συγκροτήματα λαϊκών κατοικιών και θερέτρων και να φροντίζει για τη λειτουργία τους,
γ) να ιδρύει παιδικούς, βρεφικούς και υγειονομικούς σταθμούς καθώς και άλλα κέντρα για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών (όπως νοσοκομεία, σανατόρια, βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία) και να φροντίζει για τη λειτουργία τους,
δ) να ιδρύει πολιτιστικά και πνευματικά κέντρα (όπως βιβλιοθήκες, μουσεία, πινακοθήκες, φιλαρμονικές, θέατρα) και να φροντίζει για τη λειτουργία τους,
ε) να κατασκευάζει και να συντηρεί συστήματα αρδεύσεως και εγγειοβελτιωτικά έργα και να φροντίζει για την προστασία του υπόγειου υδατικού δυναμικού της περιφέρειάς του,
στ) να κατασκευάζει και να συντηρεί λουτρά και αποχωρητήρια και να φροντίζει για τη λειτουργία τους,
ζ) να κατασκευάζει έργα για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος,
η) να ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορά την καθαριότητα, την κυκλοφορία και τη στάθμευση των οχημάτων, την οικοδόμηση, την αποχέτευση, τη μόλυνση του περιβάλλοντος και την προστασία του υπόγειου υδατικού δυναμικού και να υποβάλλει μηνύσεις για την παράβασή τους.

2. Για την άσκηση της αρμοδιότητας που αναφέρεται με το στοιχείο η`, ο δήμος ή η κοινότητα μπορεί να προβλέπει στον οργανισμό εσωτερικής υπηρεσίας τη συγκρότηση σχετικής ειδικής υπηρεσίας. Η απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ψηφίζεται με την πλειοψηφία που προβλέπει η παράγρ. 1.

Άρθρο 25
Ανάθεση της ασκήσεως δραστηριοτήτων σε άλλα νομικά πρόσωπα.

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κώδικα, που αφορούν τα ιδρύματα, τα λοιπά δημοτικά και κοινοτικά νομικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις, ένας δήμος ή μία κοινότητα ή περισσότεροι δήμοι ή κοινότητες μπορούν, κατ` εξαίρεση, να αναθέτουν για ορισμένο χρονικό διάστημα την άσκηση ορισμένης δραστηριότητάς τους στο κράτος ή σε άλλο νομικό πρόσωπο.

2. Την ανάθεση της δραστηριότητας αποφασίζει το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του. Με την ίδια απόφαση και ορίζονται η διάρκεια της αναθέσεως και οι όροι της.

3. `Όταν ο δήμος ή η κοινότητα αναθέτει τη δραστηριότητα σε άλλο, εκτός από το κράτος, νομικό πρόσωπο, στους όρους της αναθέσεως μπορεί να περιλαμβάνεται και η εκπροσώπηση του δήμου ή της κοινότητας διοικεί το νομικό πρόσωπο.

Άρθρο 26
Δημοτικές – κοινοτικές διατάξεις.

1. Με απόφαση του δημοτικού ή του κοινοτικού συμβουλίου εκδίδονται διατάξεις, που καθορίζουν την λειτουργία και τη χρήση των δημοτικών και κοινοτικών αγορών και των τόπων αγορών, των συστημάτων υδρεύσεως και των συστημάτων αποχετεύσεως, των αλσών και των κήπων, των κοιμητηρίων, των αθλητικών εγκαταστάσεων, των κέντρων νεότητας, των παιδικών χαρών, των παιδικών και βρεφικών σταθμών, των υγειονομικών σταθμών και των κέντρων και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, των πολιτιστικών και πνευματικών κέντρων, των δημοτικών ή κοινοτικών λαϊκών κατοικιών, θερέτρων. Και τουριστικών εγκαταστάσεων. Με όμοιες διατάξεις ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν την καθαριότητα και οι όροι για τη χρήση των πεζοδρομίων, των πλατειών και των λοιπών κοινοχρήστων χώρων, εκτός από τα σχετικά φορολογικά θέματα.

2. Οι διατάξεις που προβλέπει η παραγρ. 1 εγκρίνονται από τον νομάρχη και δημοσιεύονται με ανάρτηση στις πινακίδες του δήμου ή της κοινότητα, για την οποία συντάσσεται αποδεικτικό. Οι διατάξεις αυτές παραμένουν συνεχώς εκτεθειμένες σε χώρο του δημοτικού ή κοινοτικού καταστήματος, που είναι προσιτός στο κοινό.

3. `Όποιος παραβαίνει τις προαναφερόμενες διατάξεις τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 459 του Ποινικού Κώδικα.

Άρθρο 27
Γνώμη των συμβουλίων για ειδικά θέματα- Συμμετοχή σε προγράμματα περιφερειακής αναπτύξεως.

1. Προκειμένου να εκδώσουν οι κρατικές αρχές οποιαδήποτε διοικητική κανονιστική πράξη, που αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και τα ρυθμιστικά ή χωροταξικά σχεδία, πρέπει να ζητούν τη γνώμη των δημοτικών ή κοινοτικές συμβουλίων των δήμων ή των κοινοτήτων ή των διοικητικών συμβουλίων των ενώσεων δήμων και κοινοτήτων, στην περιφέρεια των οποίων πρόκειται να ισχύσουν αυτές οι πράξεις, κατά τις ακόλουθες διακρίσεις :
α) Για πράξεις, που αφορούν την περιφέρεια έως δέκα δήμων και κοινοτήτων, απαιτείται η γνώμη όλων των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων.
β) Για πράξεις, που αφορούν την περιφέρεια περισσοτέρων από δέκα δήμων και κοινοτήτων τον νομού, απαιτείται η γνώμη του διοικητικού συμβουλίου της τοπικής ενώσεως δήμων και κοινοτήτων.
γ) Για πράξεις, που αφορούν την περιφέρεια δήμων και κοινοτήτων που υπάγονται σε περισσότερους νομούς, απαιτείται η γνώμη του διοικητικού συμβουλίου των τοπικών ενώσεων.
δ) Για πράξεις, που αφορούν την περιφέρεια ολόκληρης της χώρας, απαιτείται η γνώμη του διοικητικού συμβουλίου της Κεντρικής Ενώσεως Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος.

2.`Οταν οι πράξεις που αναφέρονται στην προηγουμένη παράγραφο αφορούν τα πολεοδομικά σχέδια, για την έκδοση τους απαιτείται η γνώμη μόνον των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων των δήμων ή των κοινοτήτων, στη διοικητική περιφέρεια των οποίων πρόκειται να ισχύσουν οι πράξεις αυτές.

3. Σε όλες της περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 η γνώμη πρέπει να στέλνεται στην αρμόδια αρχή μέσα σε δύο μήνες, από τότε που ο δήμος ή η κοινότητα ή η ένωση έλαβε το σχετικό ερώτημα.

4. Η απόκλιση από τη γνώμη των οργάνων, που προβλέπουν οι παράγρ. 1 και 2, πρέπει να στηρίζεται σε ειδική αιτιολογία.

5. Στα όργανα, που καταρτίζουν τα προγράμματα για την περιφερειακή ανάπτυξη, τη χωροταξία και την προστασία του περιβάλλοντος, μετέχουν και εκπρόσωποι των δήμων ή κοινοτήτων ή των ενώσεων αυτών. Κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων αυτών λαμβάνονται υπόψη οι γνώμες των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων ή των διοικητικών συμβουλίων των ενώσεων των δήμων και κοινοτήτων της περιφερείας, την οποίαν αφορούν τα προγράμματα, όπως ορίζει διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Συντονισμού και Εσωτερικών. Με διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των ιδίων Υπουργών, καθορίζεται ο αριθμός των εκπροσώπων των δήμων ή κοινοτήτων ή των ενώσεων αυτών στα όργανα που καταρτίζουν τα προγράμματα και ο τρόπος με τον οποίο ορίζονται οι εκπρόσωποι αυτοί.

6. Δεν επιτρέπεται απαλλοτρίωση, διάθεση, δέσμευση οποιοσδήποτε περιορισμός στη διοίκηση, στη διαχείριση και στη διάθεση δημοτικών ή κοινοτικών κτημάτων, έργων, υπηρεσιών και υδάτων αρδεύσεως ή υδρεύσεως, χωρίς προηγούμενη γνωμοδότηση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΕΚΛΟΓΗ

ΤΜΗΜΑ Α΄
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 28
Κοινοτικές αρχές.

1. Η κοινότητα διοικείται από το κοινοτικό συμβούλιο και τον πρόεδρο.

2. Το κοινοτικό συμβούλιο αποτελείται από πέντε μέλη σε κοινότητες με πληθυσμό έως χιλίων κατοίκων, επτά μέλη σε κοινότητες 1.001 έως 2.000 κατοίκων, εννέα σε κοινότητες 2.001 έως 5.000 κατοίκων και έντεκα στις λοιπές κοινότητες. Στον αριθμό αυτό των συμβούλων περιλαμβάνεται και ο πρόεδρος.

Άρθρο 29
Δημοτικές αρχές.

1. Ο Δήμος διοικείται από το δημοτικό συμβούλιο, την δημαρχιακή επιτροπή και το δήμαρχο.

2. Το δημοτικό συμβούλιο αποτελείται από έντεκα μέλη σε δήμους με πληθυσμό έως 7.000 κατοίκων, δεκαπέντε μέλη σε δήμους 7.001 έως 20.000 κατοίκων, δεκαεννέα σε δήμους από 20.001 έως 30.000 κατοίκων, είκοσι πέντε σε δήμους 30.001 έως 60.000 κατοίκων, τριάντα ένα σε δήμους 60.001 έως 100.000 κατοίκων, τριάντα εννέα σε δήμους 100.001 έως 150.000 κατοίκων, σαράντα επτά σε δήμους από 150.001 έως 300.000 κατοίκων, πενήντα πέντε σε δήμους 300.001 έως 500.000 κατοίκων, και εξήντα ένα σε δήμους 500.001 κατοίκων και πάνω.

3. Η δημαρχιακή επιτροπή αποτελείται από το δήμαρχο ή τον βοηθό δημάρχου που έχει ορίσει ο ίδιος ο δήμαρχος, ως πρόεδρο, και από δύο μέλη, αν το συμβούλιο έχει έως και δέκα πέντε μέλη, τέσσερα, αν το συμβούλιο έχει έως και τριάντα ένα μέλη, έξι, αν το συμβούλιο έχει έως και πενήντα πέντε μέλη και οκτώ, αν το συμβούλιο έχει έως και εξήντα ένα μέλη.

Άρθρο 30
Διάρκεια δημοτικής και κοινοτικής περιόδου

1. Ο δήμαρχος, ο πρόεδρος της κοινότητος και οι δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι εκλέγονται κάθε τέσσερα χρόνια.

2. Η εκλογή γίνεται κάθε τέταρτο έτος, την πρώτη Κυριακή μετά τις 10 του μηνός Οκτωβρίου του έτους αυτού.

3. Η εγκατάσταση των αρχών που έχουν εκλεγεί γίνεται την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, και η θητεία τους λήγει την 31η Δεκεμβρίου του τετάρτου έτους.

4. Σε κοινότητες, των οποίων οι εκλογείς μετακινούνται ομαδικά σε άλλα μέρη, έξω από την περιφέρεια της κοινότητας, για παραθερισμό η διαχείμαση, η εκλογή των κοινοτικών συμβουλίων γίνεται μέσα σε τρεις μήνες από τότε που, κατά την τοπική συνήθεια, αρχίζουν να γυρίζουν στην περιφέρεια της κοινότητας οι μετακινούμενοι δημότες κάτοικοί της, την Κυριακή που ορίζεται με απόφαση του νομάρχη. Η εγκατάσταση των κοινοτικών συμβούλων, που εκλέγονται μ` αυτόν τον τρόπο, γίνεται την δέκατη πέμπτη μέρα μετά την επικύρωση του αποτελέσματος της εκλογής η μέρα που λήγει η θητεία τους ορίζεται με απόφαση του νομάρχη.

5. Αν σ ‘ένα δήμο ή σε μία κοινότητα δεν επικυρώθηκε τελεσίδικα η εκλογή έως την ημέρα της εγκαταστάσεως των δημοτικών και κοινοτικών αρχών, η εγκατάσταση των αρχών αυτών γίνεται μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από την επικύρωση, την ημέρα που ορίζει ο νομάρχης. Η θητεία των παλιών αρχών παρατείνεται, ώστου να εγκατασταθούν οι νέες.

ΤΜΗΜΑ Β΄
ΕΚΛΟΓΗ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΚΛΟΓΕΣ ΕΚΛΟΓΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΛΟΓΙΜΟΙ

Άρθρο 31
Εκλογές σε νέους δήμους και νέες κοινότητες

1. Η εκλογή των αρχών δήμων και κοινοτήτων, που αναγνωρίζονται έως το τέλος του μηνός Αυγούστου ενός των τριών πρώτων ετών της δημοτικής ή της κοινοτικής περιόδου, γίνεται την πρώτη Κυριακή μετά τις 10 του μηνός Οκτωβρίου του έτους κατά το οποίο έγινε η αναγνώριση. Η εγκατάστασή τους γίνεται την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους. Στους δήμους και στις κοινότητες που αναγνωρίζονται από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους της δημοτικής ή κοινοτικής περιόδου, εκτός από το τρίτο έτος, η εκλογή των αρχών γίνεται την πρώτη Κυριακή μετά τις 10 Οκτωβρίου του επόμενου έτους μετά την αναγνώριση, και η εγκατάστασή τους την 1η Ιανουαρίου του μεθεπομένου έτους μετά την αναγνώριση.

2. Αν η αναγνώριση ενός νέου δήμου ή μιας νέας κοινότητας έγινε μετά τον Αύγουστο του τρίτου έτους της δημοτικής ή κοινοτικής περιόδου και έως το τέλος του Αυγούστου του τέταρτου έτους της περιόδου αυτής, τα αποτελέσματα των μεταβολών αρχίζουν από τις αμέσως επόμενες γενικές δημοτικές και κοινοτικές εκλογές.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται και σε περίπτωση ενώσεως δήμων ή κοινοτήτων ή δήμων και κοινοτήτων.

4. Δήμοι και κοινότητες που καταργήθηκαν ή συνοικισμοί που προσαρτήθηκαν, υπάγονται στις δημοτικές ή κοινοτικές αρχές του δήμου ή της κοινότητας όπου έχουν προσαρτηθεί. `Έως τη λήξη της δημοτικής ή της κοινοτικής περιόδου δεν γίνεται καμία μεταβολή στον αριθμό των μελών του δημοτικού ή του κοινοτικού συμβουλίου του δήμου ή της κοινότητας που γίνεται η προσάρτηση, καθώς και του δήμου ή της κοινότητας απ` όπου αποσπάστηκε ο συνοικισμός.

Άρθρο 32
Εκλογικό δικαίωμα.

1. `Όλοι οι δημότες του δήμου ή της κοινότητας έχουν δικαίωμα να εκλέγουν τις δημοτικές ή κοινοτικές αρχές. Για το όριο ηλικίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου περί εκλογής βουλευτών, όπως ισχύουν κάθε φορά. Η 1η Ιανουαρίου κάθε έτους θεωρείται ημερομηνία γεννήσεως εκείνων που έχουν γεννηθεί το έτος αυτό.

2. Οι στερήσεις του εκλογικού δικαιώματος, που προβλέπει o νόμος περί εκλογής βουλευτών, ισχύουν και για την εκλογή των δημοτικών και κοινοτικών αρχών.

Άρθρο 33
Άσκηση του εκλογικού δικαιώματος.

1. Το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ν` ασκούν μόνον οι δημότες εκλογείς που είναι γραμμένοι στον εκλογικό κατάλογο του δήμου ή της κοινότητας.

2. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.

3.`Οποιος δεν ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα αδικαιολόγητα, τιμωρείται με ποινή προστίμου από χίλιες έως πέντε χιλιάδες δραχμές.

4. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται για τον εκλογέα που έχει περάσει το 70ο έτος της ηλικίας του καθώς και για όποιον διαμένει την ημέρα της ψηφοφορίας σε απόσταση μεγαλύτερη από διακόσια χιλιόμετρα από το εκλογικό τμήμα, όπου έπρεπε να ψηφίσει.

5. Στους δικαστικούς, στους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους, στους στρατιωτικούς που υπηρετούν με οποιαδήποτε ιδιότητα στις ένοπλες δυνάμεις ή στη χωροφυλακή ή στο λιμενικό σώμα καθώς και στους υπαλλήλους οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, τραπεζών και δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, που την ημέρα της ψηφοφορίας δεν διαμένουν στον δήμο ή στην κοινότητα όπου ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα, χορηγείται, εφόσον δεν παρεμποδίζεται η ομαλή λειτουργία των υπηρεσιών, άδεια για να μεταβούν στον δήμο ή στην κοινότητα όπου δικαιούνται να ψηφίσουν.

6. Εκείνοι που δεν άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επειδή δεν τους δόθηκε άδεια, δεν τιμωρούνται με τις ποινές της παραγρ. 3 του άρθρου αυτού.

Άρθρο 34
Εκλογικοί κατάλογοι

1. Οι εκλογικοί κατάλογοι, που ισχύουν για τις βουλευτικές εκλογές, ισχύουν και για τις εκλογές των δημοτικών και κοινοτικών αρχών.

2. Για τις πρώτες εκλογές των αρχών των δήμων και των κοινοτήτων που έχουν πρόσφατα αναγνωριστεί, ο νομάρχης φροντίζει να συνταχθούν ιδιαίτεροι προσωρινοί εκλογικοί κατάλογοι, για κάθε δήμο ή κοινότητα, στους οποίους εγγράφονται οι εκλογείς κάτοικοι του νέου δήμου ή της νέας κοινότητας, σύμφωνα με την εγγραφή τους στους ισχύοντες εκλογικούς καταλόγους του δήμου ή της κοινότητας απ` όπου προέρχονται. Αν δεν είναι δυνατό να συνταχθούν ιδιαίτεροι εκλογικοί κατάλογοι, οι πρώτες εκλογές γίνονται με τους καταλόγους που ισχύουν ήδη για τους δήμους και τις κοινότητες και σύμφωνα με την κατοικία των εκλογέων που είναι γραμμένη στους καταλόγους αυτούς.

3. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και σε περίπτωση ενώσεως δήμων ή κοινοτήτων ή προσαρτήσεως συνοικισμών.

4. Τα θέματα τα σχετικά με τη σύνταξη των προσωρινών και των οριστικών εκλογικών καταλόγων των νέων δήμων και κοινοτήτων ρυθμίζονται με διάταγμα.

Άρθρο 35
Προσόντα εκλογιμότητας.
Μπορεί να εκλεγεί δήμαρχος, πρόεδρος κοινότητας, δημοτικός ή κοινοτικός σύμβουλος ο δημότης που έχει την ικανότητα να εκλέγει και έχει συμπληρώσει το 23ο έτος της ηλικίας του.

Άρθρο 36
Κωλύματα και ασυμβίβαστα.

1. Δεν μπορούν να εκλεγούν ή να είναι δήμαρχοι, πρόεδροι κοινοτήτων και δημοτικοί ή κοινοτικοί σύμβουλοι οι δικαστικοί λειτουργοί, όποιοι είναι υπάλληλοι του κράτους και των οργανισμών τοπικής αυτό διοικήσεως με οποιαδήποτε σχέση, όποιοι υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, όποιοι είναι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με οποιαδήποτε σχέση και ενώσεων γεωργικών συνεταιρισμών, καθώς και οι γιατροί που υπηρετούν με οποιαδήποτε σχέση σε δημόσιες υπηρεσίες ή σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

2. Δεν μπορούν επίσης να εκλεγούν ή να είναι δήμαρχοι, πρόεδροι κοινοτήτων και δημοτικοί ή κοινοτικοί σύμβουλοι, όποιοι συνδέονται με το δήμο ή την κοινότητα με οποιαδήποτε σύμβαση, καθώς και τα μέλη της διοικήσεως, οι σύμβουλοι και οι υπάλληλοι νομικών προσώπων που συνδέονται με το δήμο ή με την κοινότητα με οποιαδήποτε σύμβαση. Αν ο δήμος ή η κοινότητα συμμετέχουν με οποιοδήποτε τρόπο στην επιχείρηση που προβλέπει η σύμβαση, μόνο για τα πρόσωπα που είναι αντιπρόσωποι του δήμου ή της κοινότητας στην επιχείρηση αυτή δεν υπάρχει κώλυμα εκλογιμότητας ή ασυμβίβαστο.

3.Δεν αποτελεί ασυμβίβαστο η σύναψη συμβάσεως αγοράς δημοτικών ή κοινοτικών ακινήτων, εφόσον η εκποίηση έχει γίνει ύστερα από πλειοδοτική δημοπρασία, και αυτός που έχει ανακηρυχθεί πλειοδότης δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία της εκποιήσεως με την ιδιότητα του μέλους της δημοτικής ή της κοινοτικής αρχής, και εφόσον το τίμημα πρέπει να καταβληθεί εφάπαξ. Επίσης δεν αποτελεί κώλυμα ή ασυμβίβαστο ή συναρμολόγηση οποιασδήποτε συμβάσεως με τον δήμο ή την κοινότητα, αν το αντικείμενό της είναι αξίας μικρότερης από 20.000 δραχμές το χρόνο. Μπορούν να εκλέγουν ή να είναι μέλη των δημοτικών και κοινοτικών αρχών τα μέλη της διοικήσεως και οι υπάλληλοι δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφελείας, που συνδέονται με τον δήμο ή την κοινότητα με σύμβαση που είναι σχετική με το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους.

4. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να εκλεγούν στον δήμο ή στην κοινότητα, στην περιφέρεια των οποίων έχουν υπηρετήσει, αφού περάσει μία διετία από τότε που έπαψαν να υπηρετούν εκεί.

5. Με την επιφύλαξη της διατάξεως της προηγουμένης παραγράφου, το κώλυμα που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 παύει να υπάρχει, αν τα πρόσωπα που έχουν το κώλυμα παραιτηθούν από τη θέση τους πριν από την ημέρα της ανακηρύξεως των υποψηφίων. Η παραίτηση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον ειρηνοδίκη ή στον πρόεδρο πρωτοδικών, ο οποίος την υποβάλλει αμέσως στην αρχή που είναι αρμόδια να την αποδεχθεί. Η παραίτηση θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή από τη στιγμή της επιδόσεώς της, ειδικές διατάξεις νόμων, που απαγορεύουν την υποβολή ή την αποδοχή της παραιτήσεως των προσώπων που προβλέπει η παράγραφος ή που περιορίζουν το δικαίωμά τους να παραιτηθούν ή την αρμοδιότητα της αρχής ν’ αποδεχθεί την παραίτησή τους, δεν θίγονται από τις διατάξεις αυτής της παραγράφου.

6. Οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και οι δημοτικοί ή κοινοτικοί σύμβουλοι, που αποδέχονται οποιοδήποτε από τα καθήκοντα ή τα έργα που αναφέρονται σε τούτο το άρθρο ή αποκτούν δημοτικότητα σε άλλο δήμο ή σε άλλη κοινότητα, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμά τους.

Άρθρο 37
Κώλυμα συγγενείας.

1. Δεν μπορούν να εκλεγούν ή να συνυπηρετούν ως δημοτικοί σύμβουλοι ή ως πρόεδρος κοινότητας και κοινοτικοί σύμβουλοι πρόσωπα, που είναι μεταξύ τους σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή αγχιστείας έως και δεύτερου βαθμού.

2. `Αν έχουν εκλεγεί δημοτικοί σύμβουλοι, πρόεδρος κοινότητας και κοινοτικοί σύμβουλοι πρόσωπα τα οποία είναι μεταξύ τους συγγενείς του βαθμού που ορίζει η προηγούμενη παράγραφος, το δικαστήριο που κρίνει την εκλογή αποκλείει εκείνους που έλαβαν τους λιγότερους ψήφους προτιμήσεως. Σε περίπτωση ισοψηφίας συμβούλων, το ίδιο δικαστήριο ενεργεί κλήρωση.

3. Αν δημιουργηθεί συγγένεια μετά την εκλογή, τα πρόσωπα που αποκλείονται κατά την προηγούμενη παράγραφο, εκπίπτουν αυτοδικαίως.

Άρθρο 38
Ασυμβίβαστο εξαιτίας οφειλών.

1. Δεν μπορούν να είναι δήμαρχοι ή δημοτικοί σύμβουλοι, όποιοι είναι οφειλέτες τον δήμου, από οποιαδήποτε αιτία, για ποσό ανώτερο από δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Δεν μπορούν να είναι πρόεδροι κοινοτήτων ή κοινοτικοί σύμβουλοι, πρόσωπα που είναι οφειλέτες της κοινότητας για ποσό ανώτερο από δέκα χιλιάδες δραχμές.

2. Αν ένας οφειλέτης του δήμου ή της κοινότητας εκλεγεί δήμαρχος, πρόεδρος κοινότητας, δημοτικός ή κοινοτικός σύμβουλος, οφείλει να εξοφλήσει την οφειλή του έως την ημέρα της εγκαταστάσεως των δημοτικών και κοινοτικών αρχών. Αν τα προαναφερόμενα πρόσωπα γίνουν οφειλέτες του δήμου ή της κοινότητας μετά την εκλογή τους, οφείλουν να εξοφλήσουν την οφειλή τους μέσα σε προθεσμία δύο μηνών αφότου εκκαθαρίστηκε η οφειλή αυτή. Αν η εξόφληση δεν γίνει κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμά τους.

Άρθρο 39
Επαγγελματική δραστηριότητα δημάρχων.
Αν ο δήμαρχος ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα, η δραστηριότητα αυτή δεν πρέπει να εμποδίζει την πλήρη εκτέλεση των δημαρχιακών του καθηκόντων.

Άρθρο 40

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΦΟΡΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 41
Μέλη των εφορευτικών επιτροπών.

1. Η ψηφοφορία γίνεται εμπρός σε εφορευτικές επιτροπές. Σε κάθε εκλογικό τμήμα δήμου ή κοινότητας συγκροτείται εφορευτική επιτροπή, που αποτελείται από τέσσερα τακτικά μέλη και τον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής, ως πρόεδρο. Τα μέλη κληρώνονται μαζί με ισάριθμα αναπληρωματικά από το πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο, σε δημόσια συνεδρίαση, την οποία ορίζει, τρεις τουλάχιστον μέρες πριν, το πρωτοδικείο, για τους δήμους, και το ειρηνοδικείο, για τις κοινότητες. Η κλήρωση γίνεται δέκα (10) τουλάχιστον μέρες πριν από την ψηφοφορία, ανάμεσα στους εκλογείς του δήμου ή της κοινότητας, που είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και στα παραρτήματά τους. `Όσοι κληρώνονται τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, ειδοποιούνται από το δικαστήριο που ενήργησε την κλήρωση.

2. Αν ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή ο αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής κωλύεται ή απουσιάζει για οποιοδήποτε λόγο, αναπληρώνεται, όπως προβλέπει η σχετική διάταξη της εκλογικής νομοθεσίας. Αν λείπει για οποιοδήποτε λόγο και ο αναπληρωτής, η εκλογή ενεργείται έγκυρα, εφόσον είναι παρόντα τρία τουλάχιστον μέλη της εφορευτικής επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή καθήκοντα προέδρου εκτελεί ο πιο ηλικιωμένος.

Άρθρο 42
Αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής και έφοροι των αντιπροσώπων.

1. `Έφορος των αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής είναι ο πρόεδρος του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο δήμος ή η κοινότητα. Αυτός διορίζει σε κάθε εκλογικό τμήμα της περιφέρειας του πρωτοδικείου έναν αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής, δέκα τουλάχιστον μέρες πριν από την ψηφοφορία.

2. Αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής διορίζονται :
α) Οι πρωτοδίκες και οι αντεισαγγελείς πρωτοδικών.
β) Οι έμμισθοι πάρεδροι των πρωτοδικείων και των εισαγγελιών πρωτοδικών.
γ) Οι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας.
δ) Οι πρωτοδίκες και οι έμμισθοι πάρεδροι των διοικητικών πρωτοδικείων.
ε) Οι ειρηνοδίκες και οι πταισματοδίκες.
στ) Οι δικηγόροι.
ζ) Οι υπάλληλοι, από το βαθμό του γραμματέα πρωτοδικών β` τάξεως και πάνω, της γραμματείας των δικαστηρίων, δηλαδή του Συμβουλίου της Επικρατείας, των πολιτικών, ποινικών και τακτικών διοικητικών δικαστηρίων καθώς και των εισαγγελιών και της υπηρεσίας του επιτρόπου της επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
η) Οι συμβολαιογράφοι.
θ) Οι έμμισθοι και άμισθοι υποθηκοφύλακες.
ι) Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

3. Αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής δεν μπορεί να διοριστεί όποιος έχει υπερβεί το 67ο έτος της ηλικίας του.

4. Αν τα πρόσωπα που ορίζονται στην παραγρ. 2 δεν επαρκούν, ο πρόεδρος διορίζει ασκούμενους δικηγόρους της περιφέρειας του πρωτοδικείου. Σε περιπτώσεις εξαιρετικής ανάγκης, ο διορισμός αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής μπορεί να γίνει και έως την πέμπτη μέρα πριν από την ψηφοφορία.

5. Αν και τα πρόσωπα που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους 2 και 4 δεν επαρκούν, ο πρόεδρος ζητά από τον πρόεδρο ενός πρωτοδικείου του κράτους, κατά προτίμηση του πλησιέστερου, να διορίσει ως αντιπροσώπους τους δικηγόρους και συμβολαιογράφους που υπηρετούν στην περιφέρεια του πρωτοδικείου.

6. Οι δικηγόροι που είναι βουλευτές καθώς και αυτοί που έχουν ανακηρυχθεί υποψήφιοι, δεν διορίζονται αντιπρόσωποι.

7. Οι αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής δεν ψηφίζουν, αν δεν είναι γραμμένοι στον εκλογικό κατάλογο του δήμου ή της κοινότητας όπου ασκούν τα καθήκοντά τους.

Άρθρο 43
Αποζημίωση των αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής
Η ημερήσια αποζημίωση, οι μέρες για τις οποίες παρέχεται και τα οδοιπορικά έξοδα των αντιπροσώπων ορίζονται και πληρώνονται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για τις βουλευτικές εκλογές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ – ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

Άρθρο 44

1. Η εκλογή του δημάρχου, του προέδρου της κοινότητας και των δημοτικών και κοινοτικών συμβούλων γίνεται κατά συνδυασμούς. `Υποψηφιότητες εκτός συνδυασμών αποκλείονται.

2. Κάθε συνδυασμός περιλαμβάνει έναν υποψήφιο δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας και υποψήφιους συμβούλους. Για τους δήμους, ο αριθμός των υποψηφίων συμβούλων πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσος με τον αριθμό των μελών που προβλέπει το άρθρο 29 και μπορεί ν` αυξηθεί έως το 50% του αριθμού αυτού. Για τις κοινότητες, πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσος με τον αριθμό των μελών που προβλέπει το άρθρο 28 και μπορεί ν` αυξηθεί έως το διπλάσιο του αριθμού αυτού. Το κλάσμα που προκύπτει δεν λαμβάνεται υπόψη.

3. Κανείς δεν μπορεί να μετέχει σε περισσότερους από ένα συνδυασμούς.

Άρθρο 45
Καταρτισμός συνδυασμών.

1. Ο συνδυασμός καταρτίζεται με γραπτή δήλωση, που υπογράφουν όλοι οι υποψήφιοι που τον αποτελούν. Στη δήλωση του συνδυασμού η σειρά των υποψηφίων καθορίζεται με τον εξής τρόπο : Πρώτο γράφεται το επώνυμο του υποψήφιου δημάρχου ή προέδρου Της κοινότητας και ακολουθούν, με αλφαβητική σειρά, τα επώνυμα των λοιπών υποψηφίων του συνδυασμού. Δίπλα ή και κάτω από το όνομα του υποψήφιου δημάρχου ή του υποψήφιου προέδρου της κοινότητας γράφονται οι αντίστοιχες ενδείξεις. Αλλά, και αν λείπουν οι ενδείξεις αυτές, στους συνδυασμούς των δήμων, όποιος είναι γραμμένος πρώτος θεωρείται “υποψήφιος δήμαρχος”, και στους συνδυασμούς των κοινοτήτων θεωρείται “υποψήφιος πρόεδρος της κοινότητας”.

2. Η δήλωση μπορεί να υποβληθεί και από έναν από τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται σ` αυτήν ή από τρεις τουλάχιστον εκλογείς που είναι γραμμένοι στο γενικό μητρώο των δημοτών ή στον εκλογικό κατάλογο του δήμου ή της κοινότητας. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται γραπτή αποδοχή κάθε προσώπου που προτείνεται με τη δήλωση.

3. Στη δήλωση επισυνάπτεται για κάθε υποψήφιο του συνδυασμού: α) πιστοποιητικό εγγραφής στο γενικό μητρώο των δημοτών και στον εκλογικό κατάλογο του δήμου ή της κοινότητας όπου είναι υποψήφιος, β) υπεύθυνη δήλωση του υποψηφίου, ότι δεν έχει στερηθεί κανένα πολιτικό του δικαίωμα, ή ότι έληξε η πρόσκαιρη αποστέρηση των δικαιωμάτων αυτών ή θα έχει λήξει την ημέρα της εκλογής για την οποία θέτει υποψηφιότητα και γ) γραμμάτιο δημόσιου ταμείου, που βεβαιώνει ότι κάθε υποψήφιος δήμαρχος, δημοτικός σύμβουλος, πρόεδρος κοινότητας και κοινοτικός σύμβουλος έχει καταθέσει, αντίστοιχα, το ποσό των δραχ. χιλίων (1.000), πεντακοσίων (500), τριακοσίων (300) και διακοσίων (200). Για τις κοινότητες που έχουν έως χίλιους κατοίκους, δεν γίνεται χρηματική κατάθεση.

4. Αν δεν έχει τηρηθεί κάποια από τις διατυπώσεις, ή δεν υπάρχει κάποια από τις προϋποθέσεις ή κάποιο από τα στοιχεία που προβλέπουν οι παράγραφοι 1, 2 και 3, και αυτό βεβαιωθεί από το δικαστήριο, η δήλωση είναι απαράδεκτη. Ειδικότερα, αν έχει συνταχθεί η δήλωση του συνδυασμού, που προβλέπει η παράγραφος 1, με διαφορετικό τρόπο, δεν είναι απαράδεκτη, εφόσον περιλαμβάνει ρητή δήλωση που ορίζει τον υποψήφιο δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας. Απαράδεκτη είναι και η εκπρόθεσμη δήλωση καθώς και η δήλωση που περιλαμβάνει λιγότερους υποψηφίους από το ελάχιστο όριο του άρθρου 44 παραγρ. 2.

5. Στη δήλωση μπορεί να ορίζεται όνομα και έμβλημα του συνδυασμού. Απαγορεύεται να ορίζεται ή να χρησιμοποιείται ως όνομα ή έμβλημα ένα σύμβολο θρησκευτικής λατρείας, η σημαία ή άλλο παρόμοιο σύμβολο κράτους ή σημείο ιδιαίτερης ευλάβειας, στέμμα, όνομα ή έμβλημα πολιτικής οργανώσεως, φωτογραφία προσώπου που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό και κάθε έμβλημα κράτους που ίσχυε παλαιότερα ή ισχύει ακόμη. Αν γίνουν περισσότερες δηλώσεις με το ίδιο όνομα ή έμβλημα, δικαίωμα χρήσεως έχει όποιος το έχει δηλώσει πρώτος. Αν γίνει παράβαση των διατάξεων αυτής της παραγράφου, και η παράβαση βεβαιωθεί από το δικαστήριο, η δήλωση είναι απαράδεκτη.

6. Η δήλωση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή, ύστερα από παραγγελία των προσώπων που την υποβάλλουν ή ενός εκλογέα δημότη, ή παραδίδεται με απόδειξη στον πρόεδρο του πρωτοδικείου, αν πρόκειται για δήμο, και στον ειρηνοδίκη, αν πρόκειται για κοινότητα, είκοσι τουλάχιστον μέρες πριν από την ψηφοφορία. `Έως τη λήξη αυτής της προθεσμίας, επιτρέπεται μόνον να συμπληρωθεί ο συνδυασμός έως τον επιτρεπόμενο αριθμό των υποψηφίων συμβούλων, με συμπληρωματική δήλωση του υποψήφιου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας. Στη δήλωση αυτή επισυνάπτονται τα στοιχεία που προβλέπει η παράγραφος 3 καθώς και γραπτή αποδοχή του προσώπου που προτείνεται. Μετά τη λήξη της εικοσαήμερης προθεσμίας, που απαιτείται για την επίδοση ή την παράδοση στο αρμόδιο δικαστικό όργανο, καμιά μεταβολή της δηλώσεως δεν επιτρέπεται, εκτός από την αντικατάσταση προσώπων που πέθαναν, σύμφωνα με το άρθρο 48.

Άρθρο 46
Κατάργηση κοινότητας σε περίπτωση που δεν υποβάλλεται δήλωση συνδυασμού.
Αν σε μία κοινότητα ματαιωθεί η εκλογή συμβούλων, επειδή δεν έχει υποβληθεί δήλωση συνδυασμού υποψηφίων, ο νομάρχης εκδίδει αμέσως πρόγραμμα για την επανάληψη της εκλογής. Αν και κατά την νέα εκλογή δεν δηλωθεί συνδυασμός υποψηφίων, η κοινότητα ενώνεται με τον δήμο ή την κοινότητα που έχει έδρα πιο κοντά στην έδρα της.

Άρθρο 47
Ανακήρυξη και κοινοποίηση συνδυασμών.

1. Την δεκάτη πέμπτη μέρα πριν από την ψηφοφορία το πρωτοδικείο, αν πρόκειται για δήμο, και το ειρηνοδικείο, αν πρόκειται για κοινότητα, ανακηρύσσει σε δημόσια συνεδρίαση τους συνδυασμούς που έχουν δηλωθεί έγκαιρα. Ο πρόεδρος τον πρωτοδικείου και ο ειρηνοδίκης κοινοποιούν αμέσως στον νομάρχη τις σχετικές αποφάσεις.

2. Ο νομάρχης κυρώνει και στέλνει αμέσως σε κάθε δήμο ή κοινότητα πίνακα των συνδυασμών που έχουν ανακηρυχθεί.

Άρθρο 48
Αντικατάσταση υποψηφίων που πέθαναν.

1. Αν ένας υποψήφιος σύμβουλος πεθάνει, επιτρέπεται ν` αντικατασταθεί με άλλον υποψήφιο, ύστερα από δήλωση του υποψήφιου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας, ακόμη και αν έχει περάσει η προθεσμία του άρθρου 45 παραγρ. 6. Στη δήλωση επισυνάπτονται τα στοιχεία που ορίζει το άρθρο 45 καθώς και γραπτή αποδοχή του προσώπου που προτείνεται. Το αρμόδιο δικαστήριο ανακηρύσσει αμέσως τον αντικαταστάτη υποψήφιο.

2. Αν ένας υποψήφιος δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητας πεθάνει, τη θέση τον στο συνδυασμό παίρνει είτε νέος υποψήφιος είτε ένας από τους υποψήφιους συμβούλους του συνδυασμού, ύστερα από δήλωση της πλειοψηφίας των υποψηφίων. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου. Αν δεν έγινε αντικατάσταση, τη θέση του υποψήφιου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας παίρνει όποιος σύμβουλος του συνδυασμού λάβει τους περισσότερους ψήφους προτιμήσεως.

3. Συνδυασμός, που περιέχει αριθμό υποψηφίων συμβούλων μικρότερο από το ελάχιστο όριο του άρθρου 44 παραγρ. 2, εξαιτίας θανάτου υποψηφίων του για τους οποίους δεν δηλώθηκε αντικατάσταση, μετέχει στην εκλογή.

Άρθρο 49
Δικαιώματα συνδυασμών.

1. Κάθε συνδυασμός έχει δικαίωμα να διορίσει έναν αντιπρόσωπο και έναν αναπληρωτή του σε κάθε εκλογικό τμήμα, με γραπτή δήλωση του υποψήφιου δημάρχου ή προέδρου κοινότητος.

2. Επίσης κάθε συνδυασμός έχει δικαίωμα να διορίζει πληρεξούσιο με συμβολαιογραφική δήλωση τον υποψήφιου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας. Ο πληρεξούσιος ενεργεί για λογαριασμό του συνδυασμού οτιδήποτε μπορεί, σύμφωνα με το νόμο, να ενεργήσει ο υποψήφιος δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητας κατά την διεξαγωγή της εκλογής.

3. Στην περίπτωση του τρίτου εδαφίου της παραγρ. 2 του προηγούμενου άρθρου, ο διορισμός των αντιπροσώπων και του πληρεξουσίου γίνεται με δήλωση της πλειοψηφίας των υποψηφίων του συνδυασμού.

4. Οι υποψήφιοι, οι αντιπρόσωποι των συνδυασμών και οι αναπληρωτές τους έχουν δικαίωμα να είναι παρόντες κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας της εκλογής, ώσπου να σφραγισθούν οι σάκοι, και να υποβάλλουν κάθε είδους παρατηρήσεις και ενστάσεις.

5. Δεν μπορούν να διοριστούν αντιπρόσωποι, αναπληρωτές ή πληρεξούσιοι συνδυασμών ο δήμαρχος, ο πρόεδρος της κοινότητας, οι δημοτικοί ή κοινοτικοί σύμβουλοι, όποιοι δεν έχουν το δικαίωμα να εκλέγουν και όλοι όσοι δεν μπορούν να εκλεγούν σύμφωνα με τις παραγρ. 1 και 2 του άρθρου 36, εκτός αν παραιτηθούν από τη θέση τους πριν από την ημέρα της ανακηρύξεως των συνδυασμών. Για την παραίτηση και την αποδοχή της εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγρ. 5 του άρθρου 36.

Άρθρο 50
Πρόγραμμα της εκλογής.

1. `Ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας εκδίδει και δημοσιεύει με τοιχοκόλληση σε όλες τις συνοικίες της πόλεως, σε όλα τα χωριά και τους συνοικισμούς του δήμου ή της κοινότητας, τρεις τουλάχιστον μέρες πριν από την ψηφοφορία, το πρόγραμμα που αναφέρει ακριβώς την ημέρα της ψηφοφορίας, τις ώρες που αρχίζει και τελειώνει, τον τόπο και το κατάστημα της ψηφοφορίας, τις έδρες για τις οποίες γίνεται η εκλογή και τους συνδυασμούς μαζί με τις οποίες γίνεται η εκλογή και τους συνδυασμούς μαζί με τα ονόματα των υποψηφίων που αποτελούν κάθε συνδυασμό, καθώς είναι γραμμένα στον πίνακα που έχει στείλει ο νομάρχης.

2. Το πρόγραμμα της πρώτης εκλογής σε νέο δήμο εκδίδεται και δημοσιεύεται από τον νομάρχη.

Άρθρο 51
Υπολογισμός προθεσμιών.

1. Στις προθεσμίες που ορίζει ο Κώδικας δεν υπολογίζεται η μέρα της ψηφοφορίας.

2. Η προθεσμία λήγει, μόλις περάσει τελείως και η τελευταία μέρα της, έστω και αν είναι ημέρα αργίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΑ-ΦΑΚΕΛΛΟΙ-ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ

Άρθρο 52
Μορφή των ψηφοδελτίων.

1. Τα ψηφοδέλτια κατασκευάζονται από λευκό χαρτί.

2. Τα ψηφοδέλτια, για όλη την επικράτεια, έχουν σχήμα ορθογώνιο. Οι διαστάσεις των ψηφοδελτίων ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Τα ψηφοδέλτια είναι μόνον έντυπα. Κάθε ψηφοδέλτιο που δεν είναι έντυπο, έστω και εν μέρει, είναι άκυρο. Η εκτύπωση των ψηφοδελτίων πρέπει να είναι σε μαύρη απόχρωση.

Άρθρο 53
Εκτύπωση και διανομή των ψηφοδελτίων.

1. Οι συνδυασμοί οφείλουν να τυπώσουν τα ψηφοδέλτια και να παραδώσουν στον δήμαρχο ή στον πρόεδρο της κοινότητας οκτώ τουλάχιστον μέρες πριν από την ψηφοφορία, με απόδειξη, ψηφοδέλτια σε αριθμό επαρκή για τις ανάγκες των εκλογικών τμημάτων της περιφέρειάς τους.

2. Ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας οφείλει να εφοδιάσει κάθε εφορευτική επιτροπή των εκλογικών τμημάτων της περιφέρειάς του με ψηφοδέλτια, που υπερβαίνουν τον αριθμό των εκλογέων που είναι γραμμένοι στο εκλογικό τμήμα κατά 50% τουλάχιστον.

Άρθρο 54
Περιεχόμενο των ψηφοδελτίων

1. Στο επάνω μέρος του ψηφοδελτίου σημειώνονται το έμβλημα και το όνομα του συνδυασμού, που έχουν δηλωθεί, και κάτω από αυτά το επώνυμο του υποψήφιου δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας και στη συνέχεια τα επώνυμα των υποψήφιων συμβούλων, με τη σειρά που είναι γραμμένα στην απόφαση με την οποία έχει ανακηρυχθεί ο συνδυασμός ή με αλφαβητική σειρά. Δίπλα ή και κάτω από το επώνυμο του υποψήφιου δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας σημειώνεται η σχετική ένδειξη.

2. Εγγραφές και διαγραφές δεν επιτρέπονται, και αν γίνουν έχουν ως αποτέλεσμα την ακυρότητα του ψηφοδελτίου.

3. Ο εκλογέας μπορεί να εκφράσει την προτίμησή του μόνον για έναν υποψήφιο. Ψηφοδέλτιο, που περιέχει περισσότερους σταυρούς προτιμήσεως, θεωρείται έγκυρο, δεν λαμβάνεται όμως υπόψη κανένας σταυρός προτιμήσεως.

4. Η προτίμηση του εκλογέα εκφράζεται με σταυρό, που σημειώνεται με μολύβι μαύρης ή κυανής αποχρώσεως ή με μελάνι των ίδιων αποχρώσεων, δίπλα στο ονοματεπώνυμο κάθε υποψηφίου. Σταυρός προτιμήσεως που σημειώνεται με διαφορετικό τρόπο, θεωρείται ότι δεν είναι γραμμένος, και η εγκυρότητα του ψηφοδελτίου ελέγχεται σύμφωνα με τη διάταξη της περιπτώσεως του άρθρου 55.

5. Για τον υποψήφιο δήμαρχο και τον υποψήφιο πρόεδρο της κοινότητας δεν χρειάζεται σταυρός προτιμήσεως και αν σημειωθεί, δεν συνεπάγεται ακυρότητα του ψηφοδελτίου.

Άρθρο 55
Άκυρα ψηφοδέλτια
Εκτός από τις περιπτώσεις ακυρότητας που προβλέπουν οι παραγρ. 3 του άρθρου 52 και 2 τον άρθρου 54, το ψηφοδέλτιο είναι άκυρο μόνον στις ακόλουθες περιπτώσεις :
α) αν έχει σχήμα ή διαστάσεις, πια διαφέρουν κατά τρόπο εμφανή από αυτά που ορίζει η απόφαση την οποία προβλέπει το άρθρο 52 παρ. 2,
β) αν έχει τυπωθεί σε χαρτί ή με μελάνι που το χρώμα του διαφέρει κατά τρόπο εμφανή από αυτό που ορίζεται στις παραγ. 1 και 3 του άρθρ. 52,
γ) αν έχουν σημειωθεί σε οποιαδήποτε πλευρά του λέξεις, φράσεις, υπογραμμίσεις, στίγματα ή άλλα σημεία, εφόσον αποτελούν διακριτικά γνωρίσματα που παραβιάζουν με τρόπο προφανή το απόρρητο της ψηφοφορίας,
δ) αν βρεθεί στο φάκελλο μαζί με ένα ή περισσότερα άλλα έγκυρα ή άκυρα ψηφοδέλτια του ίδιου ή διαφορετικού συνδυασμού και
ε) αν βρεθεί μέσα σε φάκελλο, που δεν είναι σύμφωνος με τους όρους του επόμενου άρθρου.

Άρθρο 56
Εκλογικοί φάκελλοι

1.Οι φάκελλοι, μέσα στους οποίους κλείνονται τα ψηφοδέλτια, κατασκευάζονται για όλη την επικράτεια με φροντίδα του Υπουργείου Εσωτερικών, από χαρτί αδιαφανές, σε λευκή απόχρωση, και έχουν στην εμπρός πλευρά ένα έντυπο γνώρισμα. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι διαστάσεις των φακέλλων και το έντυπο γνώρισμά τους.

2. Το Υπουργείο Εσωτερικών φροντίζει να στέλνονται εγκαίρως στους νομάρχες αρκετοί φάκελλοι. Οι νομάρχες φροντίζουν να στέλνονται εγκαίρως οι φάκελλοι αυτοί στις δημοτικές και κοινοτικές αρχές που εφοδιάζουν τις εφορευτικές επιτροπές. Κάθε εκλογικού τμήματος της περιφέρειάς τους.

3. Αν δεν υπάρχουν οι φάκελλοι αυτοί, η εφορευτική επιτροπή πιστοποιεί την έλλειψη και προμηθεύεται άλλους άλλους φακέλλους, ομοιόμορφους.

4. Εκτός από το έντυπο γνώρισμα, τίποτε άλλο δεν αναγράφεται πάνω στο φάκελλο. Αν σημειωθούν πάνω στο φάκελλο στίγματα, σημεία, ή λέξεις, μπορούν να θεωρηθούν διακριτικά γνωρίσματα που παραβιάζουν με τρόπο προφανή το απόρρητο της ψηφοφορίας.

Άρθρο 57
Έναρξη και λήξη της ψηφοφορίας.
Η ψηφοφορία αρχίζει την ώρα της ανατολής και λήγει την ώρα της δύσης του ηλίου.

Άρθρο 58
Ψηφοφορία εκλογέων που μετακινούνται ομαδικά.

1. Σε κοινότητες, που οι εκλογείς τους μετακινούνται ομαδικά για παραθερισμό ή διαχείμαση στο ίδιο μέρος, έξω από την κοινότητα, η ψηφοφορία για την εκλογή των κοινοτικών συμβούλων επιτρέπεται να γίνει στην περιφέρεια όπου οι εκλογείς παραθερίζουν ή διαχειμάζουν. Με απόφαση του νομάρχη ορίζεται ο τόπος και το κατάστημα της ψηφοφορίας.

2. Αν η περιοχή, όπου παραθερίζουν ή διαχειμάζουν οι εκλογείς, υπάγεται σε άλλο νομό, ο τόπος και το κατάστημα της ψηφοφορίας ορίζονται με απόφαση του νομάρχη του νομού αυτού ύστερα από αίτηση του νομάρχη του νομού στον οποίο υπάγεται η κοινότητα.

3. Αν υπάρχει αμφιβολία για το ότι η ομαδική, μετακίνηση εκλογέων για διαχείμαση ή παραθερισμό γίνεται στο ίδιο μέρος, ο νομάρχης μπορεί, με απόφασή του, να εφαρμόσει τις διατάξεις της παραγρ. 4 του άρθρου 30 του Κώδικα, ως προς το χρόνο και τον τόπο των προσεχών εκλογών για την ανάδειξη των αρχών της κοινότητας αυτής. Η απόφαση αυτή εκδίδεται ένα μήνα τουλάχιστον πριν από την ημέρα της ψηφοφορίας.

Άρθρο 59
Ματαίωση της Ψηφοφορίας
Αν σ` ένα δήμο ή σε μία κοινότητα ή σ` ένα εκλογικό τμήμα τους δεν έγινε ψηφοφορία, γίνεται την επόμενη Κυριακή.

Άρθρο 60
Εφαρμογή των διατάξεων της εκλογικής νομοθεσίας
Οι διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας, που ορίζουν για τα εκλογικά τμήματα και τα καταστήματα Ψηφοφορίας, τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών και τους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής και τους εφόρους τους, καθώς και οι διατάξεις που αφορούν την προσωπική κράτηση οφειλετών, τις δαπάνες για την επισκευή των καλπών και την προμήθεια γραφικής ύλης για τις εφορευτικές επιτροπές, την τήρηση της τάξης στον τόπο της ψηφοφορίας, την ατέλεια των εκλογικών πράξεων και εγγράφων, τα δικαιώματα των δικαστικών επιμελητών ως προς τις επιδόσεις και τις κοινοποιήσεις, την τοιχοκόλληση και τη διανομή φωτογραφιών, τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας, τη διαλογή των ψήφων και την τήρηση βιβλίων, πρακτικών και πινάκων, καθώς και οι πειθαρχικές και ποινικές διατάξεις της ίδιας νομοθεσίας εφαρμόζονται και στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές, εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του Κώδικα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Άρθρο 61
Επιτυχών – επιλαχών συνδυασμός Εκλογή δημάρχου και προέδρου κοινότητας.

1. Στις εκλογές των δημάρχων και των δημοτικών συμβούλων θεωρείται επιτυχών συνδυασμός, αυτός που συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία ολόκληρου του αριθμού των έγκυρων ψηφοδελτίων, και επιλαχών, αυτός που έλαβε τους περισσότερος ψήφους μετά τον συνδυασμό αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για την εκλογή προέδρου κοινότητας και κοινοτικών συμβούλων, σε κοινότητες που έχουν περισσότερους από πέντε χιλιάδες κατοίκους. Στις λοιπές κοινότητες, θεωρείται επιτυχών συνδυασμός αυτός που συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία, και επιλαχών αυτός που έλαβε τους περισσότερους ψήφους μετά από αυτόν.

2. Δήμαρχος ή πρόεδρος της κοινότητος εκλέγεται ο υποψήφιος του επιτυχόντος συνδυασμού.

Άρθρο 62
Κατανομή των εδρών των δημοτικών και κοινοτικών συμβούλων
Από το σύνολο των εδρών των δημοτικών ή κοινοτικών συμβούλων, τα δύο τρίτα (2/3) ανήκουν στον επιτυχόντα συνδυασμό και το ένα τρίτο (1/3) στον επιλαχόντα. Αν, κατά τον υπολογισμό των δύο τρίτων και του ενός τρίτου του αριθμού των εδρών, προκύπτει κλάσμα που υπερβαίνει τη μισή μονάδα, υπολογίζεται ως ακέραιη μονάδα.

Άρθρο 63
Τακτικοί και αναπληρωματικοί σύμβουλοι – Ισοψηφία.

1. Τακτικοί σύμβουλοι εκλέγονται από τους υποψηφίους καθενός από τους συνδυασμούς του άρθρου 61, κατά σειρά, αυτοί που έλαβαν τους περισσότερους ψήφους προτιμήσεως. Ο υποψήφιος δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητος του επιλαχόντος συνδυασμού θεωρείται πρώτος επιτυχών σύμβουλος του συνδυασμού.

2. Οι λοιποί υποψήφιοι του επιτυχόντος και του επιλαχόντος συνδυασμού είναι αναπληρωματικοί των τακτικών συμβούλων του, με τη σειρά των ψήφων προτιμήσεως.

3. Αν οι υποψήφιοι του ίδιου συνδυασμού ισοψηφήσουν, το πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο ενεργεί κλήρωση.

Άρθρο 64
Περιπτώσεις ισοψηφίας συνδυασμών.

1. Αν έχουν ανακηρυχθεί δύο μόνον συνδυασμοί και ισοψηφήσουν, το πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο ενεργεί κλήρωση για την ανάδειξη του επιτυχόντος συνδυασμού.

2. Αν ισοψηφήσουν δύο ή περισσότεροι συνδυασμοί σε κοινότητες που έχουν έως πέντε χιλιάδες κατοίκους, την κλήρωση ενεργεί το ειρηνοδικείο.

3. Οι έδρες των συμβούλων, στις περιπτώσεις των παραγρ. 1 και 2, κατανέμονται κατά τα 2/3 στον επιτυχόντα συνδυασμό και κατά το 1/3 στον επιλαχόντα συνδυασμό. Αν προκύψει κλάσμα κατά τον υπολογισμό των 2/3 και του 1/3 τον αριθμού των εδρών, που υπερβαίνει τη μισή μονάδα, υπολογίζεται ως ακέραιη μονάδα.

4. Αν δύο ή περισσότεροι συνδυασμοί ισοψηφήσουν ως επιλαχόντες, οι έδρες κατανέμονται σ’ αυτούς εξίσου, αν τυχόν απομείνουν αδιάθετες έδρες, η καθεμιά από αυτές κληρώνεται μεταξύ των συνδυασμών αυτών.

5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 63.

Άρθρο 65
Εξαγωγή και δημοσίευση των αποτελεσμάτων της εκλογής.

1. Σε κοινότητες όπου υπάρχει μόνον ένα εκλογικό τμήμα η εφορευτική επιτροπή βγάζει το αποτέλεσμα της εκλογής και το δημοσιεύει αμέσως, με τοιχοκόλληση στο κοινοτικό κατάστημα.

2. Σε δήμους και κοινότητες όπου υπάρχουν περισσότερα από ένα, αλλά όχι περισσότερα από πέντε, εκλογικά τμήματα, οι εφορευτικές επιτροπές συνεδριάζουν μετά το τέλος της διαλογής στην έδρα του δήμου ή της κοινότητας και σύμφωνα με τα πρακτικά της ψηφοφορίας των τμημάτων, βγάζουν το γενικό αποτέλεσμα, που δημοσιεύεται αμέσως, με τοιχοκόλληση, στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα.

3. Στους δήμους και στις κοινότητες όπου υπάρχουν περισσότερα από πέντε εκλογικά τμήματα, οι αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής στέλνουν με ασφαλή τρόπο τα εκλογικά στοιχεία στον πρόεδρο του πρωτοδικείου, αν πρόκειται για δήμο, και στον ειρηνοδίκη, αν πρόκειται για κοινότητα. Αφού συγκεντρωθούν τα στοιχεία όλων των εκλογικών τμημάτων του δήμου ή της κοινότητας, ο πρόεδρος του πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης καταρτίζει πίνακα των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας και βγάζει το γενικό αποτέλεσμα, το οποίο δημοσιεύει αμέσως με τοιχοκόλληση στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα της έδρας του δικαστηρίου.

4. Οι εφορευτικές επιτροπές και ο πρόεδρος του πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης γνωστοποιούν αμέσως το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στον νομάρχη.

Άρθρο 66
Επανάληψη της ψηφοφορίας.

1. Αν κανένας συνδυασμός δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία που απαιτεί το άρθρο 61 παράγρ. 1, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται την επόμενη Κυριακή, ανάμεσα στους δύο συνδυασμούς που έλαβαν τους περισσότερους ψήφους. Αν στην επαναληπτική ψηφοφορία οι δύο αυτοί συνδυασμοί ισοψηφίσουν, το πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο ενεργεί κλήρωση για την ανάδειξη του επιτυχόντος συνδυασμού.

2. Σε περίπτωση ισοψηφίας στη πρώτη θέση, στην επαναληπτική ψηφοφορία, μετέχουν όλοι οι συνδυασμοί που ισοψήφισαν. Σε περίπτωση ισοψηφίας στη δεύτερη θέση, στην επαναληπτική ψηφοφορία μετέχουν ο πρώτος και όλοι οι συνδυασμοί που ισοψήφισαν στη δεύτερη θέση.

3. Στην περίπτωση της παραγρ. 2, επιτυχών συνδυασμός θεωρείται εκείνος που έλαβε τη σχετική πλειοψηφία και επιλαχών εκείνος που έλαβε τους περισσότερους ψήφους μετά από αυτόν. Αν στην ψηφοφορία αυτή ισοψηφίσουν δύο συνδυασμοί, το πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο ενεργεί κλήρωση για την ανάδειξη του επιτυχόντος συνδυασμού. Αν ισοψηφίσουν περισσότεροι από δύο συνδυασμοί, το πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο ενεργεί κλήρωση για την ανάδειξη του επιτυχόντος συνδυασμού, και οι έδρες κατανέμονται κατά τα 2/3 στον επιτυχόντα και κατά το 1/3 εξίσου στους λοιπούς συνδυασμούς που ισοψήφισαν, και αν τυχόν απομένουν αδιάθετες έδρες, η καθεμία από αυτές κληρώνεται ανάμεσα στους συνδυασμούς που ισοψήφισαν. Αν δύο ή περισσότεροι συνδυασμοί ισοψηφίσουν ως επιλαχόντες, οι έδρες κατανέμοντσι σ`αυτούς εξίσου, και αν τυχόν απομείνουν αδιάθετες έδρες, ή καθεμία από αυτές κληρώνεται ανάμεσα στους συνδυασμούς που ισοψήφισαν.

4. Κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 62 και 63 εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 67
Παραίτηση ή θάνατος υποψήφιου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας σε περίπτωση επαναληπτικής ψηφοφορίας.

1. Κατά την επανάληψη της ψηφοφορίας ο υποψήφιος δήμαρχος ή πρόεδρος της κοινότητας μπορεί να παραιτηθεί από την υποψηφιότητα του. Η παραίτηση γίνεται με γραπτή δήλωσή του, που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή ή παραδίδεται με απόδειξη στον πρόεδρο του πρωτοδικείου ή στον ειρηνοδίκη την τρίτη μέρα, το αργότερο, πριν από την επαναληπτική ψηφοφορία.

2. Αν ένας υποψήφιος δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητας παραιτηθεί ή πεθάνει, η πλειοψηφία των υποψηφίων του συνδυασμού του δηλώνει άλλον δήμαρχο ή πρόεδρο της κοινότητας.

3. Αν εκείνος που έχει δηλωθεί ως υποψήφιος δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητας είναι υποψήφιος σύμβουλος του συνδυασμού, η θέση του ως συμβούλον μένει κενή.

4. Η δήλωση για τον νέο υποψήφιο δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή ή παραδίδεται με απόδειξη στον πρόεδρο του πρωτοδικείου ή στον ειρηνοδίκη τη δεύτερη μέρα πριν από την ψηφοφορία, το αργότερο. Το αρμόδιο δικαστήριο ανακηρύσσει τον νέον υποψήφιο σε δημόσια συνεδρίαση, ακόμη και την παραμονή της ψηφοφορίας.

5. Αν δεν υποβληθεί δήλωση, δεν ανακηρύσσεται κανένας υποψήφιος, και εκλέγεται δήμαρχος ή πρόεδρος της κοινότητας, όποιος σύμβουλος του επιτυχόντος συνδυασμού λάβει τους περισσότερους ψήφους προτιμήσεως στην επαναληπτική ψηφοφορία.

6. Η επαναληπτική ψηφοφορία γίνεται εμπρός στις ίδιες εφορευτικές επιτροπές και στους ίδιους δικαστικούς αντιπροσώπους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Άρθρο 68
`Έκθεση πρακτικών και άσκηση ενστάσεων.

1. Ευθύς μετά τη δημοσίευση του αποτελέσματος της εκλογής, ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή ένα άλλο μέλος της παραδίδει τα πρακτικά της και τα λοιπά εκλογικά έγγραφα και τα δέματα των ψηφοδελτίων, τακτοποιημένα κατά συνδυασμούς και με τη σειρά που είναι αριθμημένα καθώς και τους φακέλλους στον πρόεδρο πρωτοδίκων, αν πρόκειται για δήμο, ή στον ειρηνοδίκη, αν πρόκειται για κοινότητα.

2. Ο πρόεδρος πρωτοδικών ή ο ειρηνοδίκης εκθέτει τα πρακτικά της εκλογής μαζί με τον πίνακα των αποτελεσμάτων της στο κατάστημα του πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου επί πέντε μέρες και συντάσσει για την έκθεση αυτή πρακτικό, που τοιχοκολλείται επίσης έξω από το δικαστικό κατάστημα. Στο διάστημα αυτό οι εκλογείς μπορούν να λάβουν γνώση των εγγράφων αυτών καθώς και των λοιπών στοιχείων της εκλογής και ν’ ασκήσουν ενστάσεις κατά του κύρους της.

3. Οι εφορευτικές επιτροπές, μόλις δημοσιευθεί το αποτέλεσμα της εκλογής σύμφωνα με τις παραγρ. 1 και 2 του άρθρου 65, γνωστοποιούν με διακήρυξή τους, που δημοσιεύεται στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα και στα δημοσιότερα μέρη του δήμου ή της κοινότητας, που τα πρακτικά της εκλογής μαζί με τον πίνακα των αποτελεσμάτων της και με τα λοιπά στοιχεία θα εκτεθούν σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. Στην περίπτωση τής παραγρ. 3 του άρθρου 65, η έκθεση των πρακτικών γνωστοποιείται με διακήρυξη, που εκδίδει ο πρόεδρος του πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης και που τοιχοκολλείται στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα και στα δημοσιότερα μέρη καθώς και στο κατάστημα του δικαστηρίου.

Άρθρο 69
Επικύρωση της εκλογής.

1. Αν δεν υποβληθούν ενστάσεις, το πολυμελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο επικυρώνει με απόφασή του το αποτέλεσμα της εκλογής και ανακηρύσσει τον επιτυχόντα και τους επιλαχόντες συνδυασμούς, τον δήμαρχο ή το πρόεδρο της κοινότητας και τους τακτικούς και αναπληρωματικούς δημοτικούς ή κοινοτικούς συμβούλους κάθε συνδυασμού, που εκλέγονται. Οι δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι κατατάσσονται με τη σειρά της εκλογής τους, σύμφωνα με τον αριθμό των σταυρών προτιμήσεως που έχουν λάβει, και αν δεν υπάρχουν σταυροί, με αλφαβητική σειρά.

2. Ο πρόεδρος του πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης εκθέτει την απόφαση στο κατάστημα του δικαστηρίου επί τρεις συνεχείς μέρες και στέλνει αντίγραφό της στον νομάρχη.

Άρθρο 70
Κατάθεση και περιεχόμενο ενστάσεων.

1. Η κατάθεση των ενστάσεων κατά του κύρους της εκλογής γίνεται στον γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου, ο οποίος δίνει σχετική απόδειξη.

2. Οι ενστάσεις μπορούν ν` αναφέρονται είτε σε παραβάσεις των διατάξεων νόμου, και γενικά σε πλημμέλειες της εκλογής, είτε σε έλλειψη προσόντων ή σε κωλύματα εκλογιμότητας των προσώπων που έχουν εκλεγεί δήμαρχοι ή πρόεδροι κοινότητας ή τακτικοί και αναπληρωματικοί δημοτικοί ή κοινοτικοί σύμβουλοι. Στην περίπτωση του άρθρου 66, οι ενστάσεις μπορούν να αφορούν είτε ολόκληρη την εκλογή είτε την πρώτη επαναληπτική ψηφοφορία.

Άρθρο 71
Εκδίκαση των ενστάσεων

1. Οι ενστάσεις που έχουν υποβληθεί κατά του κύρους των εκλογών, εκδικάζονται από το πολυμελές πρωτοδικείο, αν πρόκειται για δήμους, και από το ειρηνοδικείο, αν πρόκειται για κοινότητες (δικαστήριο της εκλογής).

2. Η ημέρα και η ώρα της συζητήσεως των ενστάσεων ορίζονται σε έκθεμα, που συντάσσει ο ειρηνοδίκης ή ο πρόεδρος του πρωτοδικείου, και τοιχοκολλείται στο ακροατήριο, μέσα σε προθεσμία τριών ημερών από τη λήξη του πενθημέρου που προβλέπει η παραγρ. 2 του άρθρου 68. Η συζήτηση πρέπει να γίνει αφού περάσουν τρεις, αλλά όχι περισσότερες από πέντε μέρες, από την ημέρα που τοιχοκολλήθηκε το έκθεμα.

Άρθρο 72
Διαδικασία για την εκδίκαση.

1. Για την εκδίκαση των ενστάσεων εφαρμόζονται αναλόγως οι γενικές διαδικαστικές διατάξεις και οι διατάξεις περί εκδικάσεως των ενστάσεων κατά του κύρους βουλευτικών εκλογών του νόμου 345/1976 “περί κυρώσεως του Κώδικος περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου” όπως ισχύει κάθε φορά. Οι προθεσμίες όμως των άρθρων 28 και 30 παραγρ. 1 του νόμου 345/1976 είναι τριών ημερών από τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 2 του άρθρου 68.

2. Η οριστική απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται υποχρεωτικά οκτώ μέρες το αργότερο μετά τη συζήτηση. Αν όμως το δικαστήριο θεωρεί ότι, για την διαμόρφωση της κρίσεώς του, είναι αναγκαία η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων ή η εξέταση μαρτύρων, μπορεί με ιδιαίτερη απόφαση να παραμείνει για δέκα μέρες την προθεσμία της εκδόσεως της οριστικής αποφάσεώς του.

Άρθρο 73
Απόφαση για τις ενστάσεις.

1. Το δικαστήριο αποφασίζει ότι η εκλογή είναι άκυρη, αν διαπιστώσει ότι : α) Τα πρόσωπα που έχουν εκλεγεί δεν είχαν τα νόμιμα προσόντα η είχαν κάποιο κώλυμα εκλογιμότητας, β) υπάρχει παράβαση νόμου ή πλημμέλεια της εκλογής. Στη δεύτερη περίπτωση, το δικαστήριο ακυρώνει την εκλογή, μόνον εφόσον δημιουργούνται αμφιβολίες για το ότι το συνολικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα ήταν διαφορετικό, αν δεν συνέβαιναν οι παραβάσεις και οι πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν. Το δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, μπορεί ν`ακυρώση ολόκληρη την εκλογή ή μόνον την επαναληπτική, είτε για όλα είτε για ορισμένα εκλογικά τμήματα.

2. Αν το δικαστήριο κηρύξει άκυρη την εκλογή τακτικών δημοτικών ή κοινοτικών συμβούλων, επειδή δεν είχαν τα νόμιμα προσόντα ή είχαν κώλυμα εκλογιμότητας, ανακηρύσσει ως εκλεγόμενους τους επόμενους, κατά τη σειρά των ψήφων προτιμήσεως που έχουν λάβει.

3. Αν βεβαιωθεί λάθος σχετικό με την αρίθμηση των ψήφων, το δικαστήριο ανακηρύσσει τον επιτυχόντα και τους επιλαχόντες συνδυασμούς καθώς και τους δημοτικούς και κοινοτικούς συμβούλους που εκλέγονται, σύμφωνα με τη σωστή αρίθμηση.

4. Αν απορριφθούν οι ενστάσεις καθώς και στις περιπτώσεις των παραγρ. 2 και 3 τούτου του άρθρου, το δικαστήριο επικυρώνει το αποτέλεσμα της εκλογής και εφαρμόζει το άρθρο 69.

Άρθρο 74
Έφεση – Διόρθωση αποφάσεων.

1. Κάθε εκλογέας δημότης έχει δικαίωμα ν` ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως του ειρηνοδικείου στο πολυμελές πρωτοδικείο και κατά της αποφάσεως του πρωτοδικείου στο τριμελές εφετείο, μέσα σε προθεσμία τριών ημερών από την παρέλευση του τριημέρου που προβλέπει η παραγρ. 2 του άρθρου 69, σύμφωνα με όσα ορίζει η επόμενη παράγραφος.

2. Η έφεση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή ή παραδίδεται με απόδειξη στον ειρηνοδίκη ή στον πρόεδρο του πρωτοδικείου που έχει εκδώσει την απόφαση, και αυτός τη διαβιβάζει, χωρίς αναβολή μαζί με ολόκληρη τη δικογραφία, στο αρμόδιο δικαστήριο.

3. Για την εκδίκαση της εφέσεως εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 71 παραγρ. 2, 72 και 73.

4. Διόρθωση των αποφάσεων που κρίνουν τις ενστάσεις ή τις εφέσεις επιτρέπεται να γίνει από τα δικαστήρια που τις έχουν εκδώσει, ύστερα από αίτηση ενός εκλογέα ή αυτεπαγγέλτως, μόνο για να συμπληρωθούν ατέλειες και να ερμηνευθούν ασάφειες ή αοριστίες ή για να διορθωθούν προφανή λάθη, που έγιναν κατά την αρίθμηση των ψήφων ή κατά τον καθορισμό της σειράς των προσώπων που έχουν εκλεγεί.

5. Το δικαστήριο στέλνει αντίγραφο των αποφάσεων που αφορούν ενστάσεις ή εφέσεις χωρίς καθυστέρηση στον νομάρχη.

Άρθρο 75
Κρίση για προϋφιστάμενες ανικανότητες και κωλύματα.

1. Το δικαστήριο της εκλογής, που προβλέπει το άρθρο 71 παραγρ. 1, αποφασίζει και μετά την επικύρωση της εκλογής, ύστερα από αίτηση οποιονδήποτε εκλογέα του δήμου ή της κοινότητας, αν υπήρχε πριν από την εκλογή ανικανότητα ή κώλυμα εκλογιμότητας προσώπου που έχει εκλεγεί δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητας ή δημοτικός ή κοινοτικός σύμβουλος, εφόσον αυτό δεν κρίθηκε κατά την εκδίκαση του κύρους της εκλογής. Αν διαπιστωθεί με την απόφαση του δικαστηρίου ότι υπήρχε κώλυμα εκλογιμότητας, το πρόσωπο που έχει εκλεγεί εκπίπτει αυτοδικαίως, και εκδίδεται σχετική πράξη του νομάρχη.

2. Η έκθεση της αποφάσεως του δικαστηρίου και η έφεση γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 69 παράγρ. 2 και 74.

Άρθρο 76
Επανάληψη της εκλογής σε περίπτωση ακυρώσεως.

1. Αν ακυρωθεί η εκλογή για παράβαση νόμου ή για οποιαδήποτε πλημμέλεια, επαναλαμβάνεται η ιδίους υποψηφίους, που είχαν ανακηρυχθεί νόμιμα.

2. Ο νομάρχης εκδίδει χωρίς καθυστέρηση πρόγραμμα, με το οποίο καλεί τους δημότες εκλογείς για την επανάληψη της εκλογής. Το πρόγραμμα δημοσιεύεται με τοιχοκόλληση, δεκαπέντε τουλάχιστον μέρες πριν από την ημέρα που έχει οριστεί για την ψηφοφορία.

Άρθρο 77
Ορκωμοσία των δημοτικών και κοινοτικών αρχών.

1. Μετά την επικύρωση της εκλογής, ο δήμαρχος ο πρόεδρος της κοινότητας και οι δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι δίνουν εμπρός στον νομάρχη ή στον δημόσιο πολιτικό υπάλληλο που ορίζει ο νομάρχης τον ακόλουθο όρκο : Ορκίζομαι να είμαι πιστός στην Πατρίδα, να υπακούω στο Σύνταγμα και στους νόμους και να εκπληρώνω τίμια και ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου”.

2. Η ορκωμοσία γίνεται μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου του έτους της εκλογής. Τα προαναφερόμενα πρόσωπα αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους από την ημέρα της εγκαταστάσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Άρθρο 78
Αποποίηση της εκλογής.

1. Αν ένας δήμαρχος, πρόεδρος κοινότητας, δημοτικός ή κοινοτικός σύμβουλος αποποιηθεί την εκλογή του, οφείλει να το δηλώσει με έγγραφο στον νομάρχη έως την παραμονή της εγκαταστάσεως των δημοτικών και κοινοτικών αρχών.

2. `Όποιος δεν αποποιηθεί και δεν δώσει τον όρκο που προβλέπει το άρθρο 77 του Κώδικα μέσα στην προθεσμία που ορίζει η προηγούμενη παράγραφος, εκπίπτει αυτοδικαίως από το αξίωμα.

Άρθρο 79
Παραίτηση.

1. Η παραίτηση του δημάρχου, του προέδρου κοινότητας και των δημοτικών και κοινοτικών συμβούλων υποβάλλεται στον νομάρχη και γίνεται οριστική, αφότου ο νομάρχης την αποδεχθεί. Αν ο νομάρχης δεν την αποδέχεται, η παραίτηση γίνεται οριστική αφότου υποβληθεί και πάλι με επίδοση που γίνεται με δικαστικό επιμελητή.

2. Αν ένας πρόεδρος κοινότητας παραιτηθεί από το αξίωμά του, παραμένει κοινοτικός σύμβουλος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ – ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Άρθρο 80
Αναπλήρωση συμβούλων.

1. Τις έδρες δημοτικών και κοινοτικών συμβούλων, που για οποιοδήποτε λόγο μένουν κενές, καταλαμβάνουν οι αναπληρωματικοί του ίδιου συνδυασμού. Ο νομάρχης καλεί αμέσως τους αναπληρωματικούς συμβούλους, με τη σειρά της εκλογής τους, και αυτοί οφείλουν να παρουσιαστούν για ορκωμοσία μέσα σε οκτώ μέρες αφότου τους επιδόθηκε η πρόσκληση. Αν δεν παρουσιαστούν μέσα στην προθεσμία αυτή, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμα. Αν εξαντληθεί ο αριθμός των αναπληρωματικών του συνδυασμού αυτού, καλούνται να καταλάβουν τις θέσεις, που έμειναν κενές για οποιοδήποτε λόγο, αναπληρωματικοί από άλλους συνδυασμούς, με τη σειρά της εκλογικής δυνάμεως των συνδυασμών και με την σειρά που έχουν ανακηρυχθεί οι αναπληρωματικοί του κάθε συνδυασμού.

2. Αν μείνουν κενές έδρες συμβούλων των συνδυασμών, και δεν υπάρχουν αναπληρωματικοί κανενός συνδυασμού, ο νομάρχης προκηρύσσει, σε δύο μήνες το αργότερο, την εκλογή τόσων συμβούλων, όσες είναι οι κενές έδρες και διπλασίων αναπληρωματικών.

3. Στην αναπληρωματική εκλογή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα που αφορούν την έκθεση υποψηφιότητας και τους συνδυασμούς. Οι κενές θέσεις κατανέμονται ανάμεσα στους συνδυασμούς που συγκέντρωσαν ποσοστό δέκα τοις εκατό τουλάχιστο του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων, αναλόγως με την εκλογική δύναμη του καθενός από αυτούς.

4. Στο τελευταίο όμως έτος της δημοτικής ή κοινοτικής περιόδου γίνεται εκλογή, μόνον αν οι σύμβουλοι που έχουν μείνει δεν είναι αρκετοί για να σχηματίσουν απαρτία.

5. Αν μέλη δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου αποποιηθούν την εκλογή τους, παραιτηθούν, πεθάνουν ή εκπέσουν σε αργία, ή αν οι έδρες μείνουν κενές για οποιοδήποτε άλλο λόγο, και ώσπου να καταληφθούν οι κενές θέσεις με εκλογές ή με τη λήξη του χρόνου της αργίας, τα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια λειτουργούν νόμιμα με την ελλιπή σύνθεσή τους, που δεν μπορεί πάντως να είναι κατώτερη από τον αριθμό μελών που απαιτείται για την απαρτία.

6. `Όποτε το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο δεν μπορεί να λειτουργήσει νόμιμα, επειδή υπάρχει έλλειψη μελών του, αναστέλλονται κάθε είδους προθεσμίες, των οποίων ή η τήρηση εξαρτάται από απόφαση του συμβουλίου, ώσπου να μπορέσει να λειτουργήσει νόμιμα το συμβούλιο.

Άρθρο 81
Εκλογή εξαιτίας διαλύσεως συμβουλίων.

1. Αν ένα δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο διαλυθεί σύμφωνα με την παραγρ. 2 του άρθρον 124, ο νομάρχης προκηρύσσει εκλογή νέου συμβουλίου, ένα μήνα το αργότερο μετά από τη διάλυση. Κατά την εκλογή αυτή εκλέγονται και αναπληρωματικοί.

2. Ο νομάρχης αναθέτει στον γραμματέα της κοινότητας ή σε δημόσιο υπάλληλο τα καθήκοντα του προέδρου της κοινότητας, τα σχετικά με την διεξαγωγή της εκλογής, καθώς και τη διεξαγωγή των επειγουσών υπηρεσιακών υποθέσεων.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 82
Αρμοδιότητες του κοινοτικού συμβουλίου.

1. Το κοινοτικό συμβούλιο αποφασίζει για κάθε θέμα σχετικό με τις αρμοδιότητες της κοινότητας, εκτός από τα θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του προέδρου της, και ιδίως :
α) για τον κανονισμό των εργασιών του και τον οργανισμό της εσωτερικής υπηρεσίας της κοινότητας,
β) για τον ετήσιο προϋπολογισμό και απολογισμό της κοινότητας, των κοινοτικών ιδρυμάτων και των λοιπών νομικών προσώπων της,
γ) για την επιβολή φόρων, τελών και δικαιωμάτων,
δ) για την εκμίσθωση, την εκποίηση και την ανταλλαγή κοινοτικών ακινήτων καθώς και για τη σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων που τα επιβαρύνουν,
ε) για την αγορά και τη μίσθωση ακινήτων,
στ) για τη σύναψη δανείων και για τους όρους τους,
ζ) για την αποδοχή κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών,
η) για το πρόγραμμα των εκτελεστέων έργων,
θ) για την εκτέλεση έργων ή προμηθειών,
ι) για την κατάρτιση των όρων δημοπρασίας, τη σύνταξη των διακηρύξεων και την κατακύρωση των δημοπρασιών,
ια) για την ίδρυση και τη λειτουργία παιδικών, βρεφικών, υγειονομικών σταθμών και γενικά κέντρων που παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες,
ιβ) για την ίδρυση και τη λειτουργία πολιτιστικών και πνευματικών κέντρων,
ιγ) για τη σύσταση και τη λειτουργία κοινοτικών ιδρυμάτων και άλλων κοινοτικών νομικών προσώπων και την εκλογή των μελών των συλλογικών οργάνων που τα διοικούν,
ιδ) για την ίδρυση και τη λειτουργία επιχειρήσεων της κοινότητας ή για τη συμμετοχή σε τέτοιες επιχειρήσεις καθώς και για την εκλογή των αντιπροσώπων της κοινότητας σ` αυτές,
ιε) για τον διορισμό του προσωπικού της κοινότητας, τις λοιπές υπηρεσιακές μεταβολές του καθώς και την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου του,
ιστ) για την πρόσληψη πληρεξούσιου δικηγόρου και την ανάκληση της πληρεξουσιότητάς του,
ιζ) για την άσκηση όλων των ενδίκων μέσων καθώς και για την επιβολή, αντεπιβολή ή δόση όρκου,
ιη) για την υποβολή προσφυγών στις διοικητικές αρχές,
ιθ) για τη σύναψη συμβιβασμού ή την κατάργηση δίκης,
κ) για την ανάθεση της ασκήσεως κάποιας δραστηριότητας της κοινότητας σε νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 25.

2. Το κοινοτικό συμβούλιο παίρνει θέση σε θέματα τοπικού ενδιαφέροντος, και γνωμοδοτεί, όποτε αρμόδιες δημόσιες αρχές ζητούν τη γνώμη της κοινότητας.

3. Το κοινοτικό συμβούλιο εκδίδει τις διατάξεις, που ορίζει το άρθρο 26 του Κώδικα.

Άρθρο 83
Σύγκληση και λειτουργία του κοινοτικού συμβουλίου

1. Το κοινοτικό συμβούλιο συνεδριάζει υποχρεωτικά μία φορά το μήνα καθώς και όταν το απαιτούν οι υποθέσεις της κοινότητας.

2. Ο πρόεδρος καλεί το κοινοτικό συμβούλιο σε συνεδρίαση με γραπτή πρόσκληση, που επιδίδεται σε κάθε σύμβουλο τρεις τουλάχιστον ολόκληρες μέρες πριν από την ημέρα που ορίζεται για τη συνεδρίαση. Η πρόσκληση πρέπει ν` αναφέρει τα θέματα της ημερήσιας διατάξεως.

3. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, η πρόσκληση αυτή μπορεί να επιδοθεί την ημέρα της συνεδριάσεως. Στην πρόσκληση πρέπει ν` αναφέρεται για ποιο λόγο η συνεδρίαση είναι κατεπείγουσα.

4. Ο πρόεδρος καλεί επίσης το συμβούλιο, όποτε το ζητήσει το ένα τρίτο τουλάχιστο του συνολικού αριθμού των μελών του με γραπτή αίτηση, στην οποία αναφέρονται τα θέματα που θα συζητηθούν. Αν ο πρόεδρος δεν καλέσει το συμβούλιο σε έξι μέρες το αργότερο μετά την υποβολή της αιτήσεως, το συμβούλιο συνέρχεται, με πρόσκληση των μελών που υπέβαλαν την αίτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 2, και αποφασίζει για τα θέματα που περιλαμβάνει η αίτηση. Αν ο πρόεδρος παραλείψει αδικαιολόγητα να συγκαλέσει το συμβούλιο, ο νομάρχης τον τιμωρεί με πρόστιμο έως χιλίων (1.000) δραχμών, και σε περίπτωση υποτροπής με αργία η και με έκπτωση από το προεδρικό αξίωμα.

Άρθρο 84
Τόπος συνεδριάσεως, απαρτία και λήψη αποφάσεων του κοινοτικού συμβουλίου.

1. Οι συνεδριάσεις του κοινοτικού συμβουλίου είναι δημόσιες και γίνονται στο κοινοτικό κατάστημα, με πρόεδρο τον πρόεδρο της κοινότητας. Το κοινοτικό συμβούλιο μπορεί ν` αποφασίσει με την πλειοψηφία των μελών που είναι παρόντα, να συνεδριάσει κεκλεισμένων των θυρών, η σχετική απόφαση όπως απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Αν οι κάτοικοι της κοινότητας έχουν χειμερινή ή θερινή διαμονή έξω από την κοινότητα, το συμβούλιο μπορεί να συνεδριάζει και ο πρόεδρος μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά του στον τόπο της διαμονής αυτής.

2. Το συμβούλιο έχει απαρτία, εφόσον τα μέλη που είναι παρόντα αποτελούν την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του. Απόλυτη πλειοψηφία υπάρχει, όταν οι παρόντες είναι περισσότεροι από τους απόντες.

3. Αν, μετά από δύο συνεχείς προσκλήσεις, το συμβούλιο δεν έχει απαρτία, συνεδριάζει ύστερα από τρίτη πρόσκληση και παίρνει αποφάσεις μόνο για τα θέματα που είναι γραμμένα στην αρχική ημερησία διάταξη, εφόσον τα μέλη που είναι παρόντα αποτελούν το ένα τρίτο τουλάχιστο του συνολικού αριθμού των μελών του. Αν πρόκειται ειδικότερα για πενταμελές συμβούλιο, πρέπει οι παρόντες τουλάχιστο τρεις σύμβουλοι. Στην τρίτη πρόσκληση πρέπει να υπενθυμίζεται αυτή η διάταξη.

4. Ο πρόεδρος της κοινότητας διευθύνει τη συζήτηση, φροντίζει με κάθε κατάλληλο μέτρο για την τάξη της συνεδριάσεως και μπορεί να διατάξει ν` αποβληθεί από το ακροατήριο κάθε πρόσωπο που διαταράσσει την συνεδρίαση.

5. Το συμβούλιο παίρνει τις αποφάσεις του με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, αν δεν υπάρχει άλλη διάταξη που ορίζει διαφορετικά. Σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί ο ψήφος του προέδρου. Απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων είναι ο ακέραιος αριθμός, που είναι αμέσως μεγαλύτερος από το ένα δεύτερο του αριθμού τους.

Άρθρο 85
Πρακτικά συνεδριάσεως.

1. Στη συνεδρίαση του κοινοτικού συμβουλίου τηρούνται γράφονται από τον γραμματέα της κοινότητας σε ειδικό βιβλίο, αριθμημένο και μονογραφημένο από δημόσιο υπάλληλο που ορίζει ο νομάρχης είτε καταρτίζονται με τη βοήθεια μαγνητοφωνικής συσκευής.

2. Στα πρακτικά που καταρτίζει ο γραμματέας κοινότητας καταχωρίζονται οι αποφάσεις του συμβουλίου και η γνώμη της μειοψηφίας. Για ν` αποφεύγονται οι αμφισβητήσεις ως προς τη σωστή τήρηση των πρακτικών, τηρούνται πρόχειρα συνοπτικά πρακτικά, που μονογράφονται απ` όσους συμμετέχουν στην συνεδρίαση. 3. Σε περίπτωση που χρησιμοποιείται μαγνητοφωνική συσκευή, δεν τηρείται ειδικό βιβλίο πρακτικών, αλλά ο πρόεδρος της κοινότητας αριθμεί και μονογραφεί τα φύλλα χαρτιού που περιέχουν τα απομαγνητοφωνημένα κείμενα. Στο τέλος του έτους, τα πρακτικά αυτά βιβλιοδετούνται, με ευθύνη του προέδρου και του γραμματέα της κοινότητας. Αν σε κάποια συνεδρίαση δεν χρησιμοποιηθεί μαγνητοφωνική συσκευή, τηρούνται πρόχειρα πρακτικά, τα οποία αντιγράφονται σε φύλλα χαρτιού που έχουν την μονογραφή του προέδρου της κοινότητας. Τα φύλλα αυτά παίρνουν αρίθμηση που αποτελεί συνέχεια της αριθμήσεως των απομαγνητοφωνημένων κειμένων και βιβλιοδετούνται μαζί με τα κείμενα αυτά.

4. Τα πρακτικά, για τα οποία ορίζουν οι παράγρ. 2 και 3 τούτου του άρθρου, υπογράφονται από όλα τα μέλη που μετέχουν στη συνεδρίαση. Όταν ένας σύμβουλος αρνείται να υπογράψει, η άρνηση και η αιτία της αναφέρονται στα πρακτικά. `Όποιος αρνείται αδικαιολόγητα να υπογράψει, τιμωρείται από τον νομάρχη με πρόστιμο έως χιλίων (1.000) δραχμών και, σε περίπτωση υποτροπής, έως πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών.

5. Τα πρακτικά κάθε συνεδριάσεως παίρνουν ιδιαίτερο αύξοντα αριθμό. Κάθε χρόνο αρχίζει νέα αρίθμηση. Πρακτικό συντάσσεται και όταν η συνεδρίαση ματαιώνεται για οποιοδήποτε λόγο. Κάθε απόφαση του συμβουλίου παίρνει ιδιαίτερο αριθμό, και στην αρχή κάθε χρόνου γίνεται νέα αρίθμηση και των αποφάσεων αυτών.

6. Την επομένη της συνεδριάσεως του κοινοτικού συμβουλίου δημοσιεύεται πίνακας με τα θέματα της ημερήσιας διατάξεως και τα άλλα θέματα που έχουν τυχόν συζητηθεί, με μνεία της αποφάσεως που έχει ληφθεί. Ο πίνακας αυτός τοιχοκολλείται στο κοινοτικό κατάστημα εφόσον άλλες διατάξεις δεν προβλέπουν ειδικό τρόπο για τη δημοσίευση των αποφάσεων του κοινοτικού συμβουλίου. Για τη δημοσίευση αυτή συντάσσεται αποδεικτικό από ένα κοινοτικό υπάλληλο ή άλλο δημόσιο όργανο. Ο πρόεδρος της κοινότητας στέλνει στον νομάρχη απόσπασμα των πρακτικών, που περιλαμβάνει κάθε απόφαση το κοινοτικού συμβουλίου χωριστά, μαζί με αντίγραφο του αποδεικτικού της δημοσιεύσεως, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από τη συνεδρίαση.

7. Ο νομάρχης μπορεί να επιβάλει πρόστιμο έως πεντακοσίων δραχμών στον πρόεδρο της κοινότητας ή σε άλλον υπεύθυνο, που καθυστέρησε αδικαιολόγητα να υποβάλει την απόφαση στη νομαρχία.

8. Κάθε δημότης ή κάτοικος ή φορολογούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει κυρωμένα αντίγραφα των πρακτικών και των αποφάσεων.

Άρθρο 86
Κατεπείγοντα θέματα.
Το κοινοτικό συμβούλιο συζητεί θέματα που είναι γραμμένα στην ημερήσια διάταξη.`Εχει δικαίωμα ν` αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του, ότι ένα θέμα που δεν είναι γραμμένο στην ημερήσια διάταξη είναι κατεπείγον και να συζητήσει και να πάρει απόφαση γι’ αυτό το θέμα με την ίδια πλειοψηφία.

Άρθρο 87
Υποχρεώσεις των κοινοτικών συμβούλων.

1. Οι κοινοτικοί σύμβουλοι έχουν υποχρέωση να μετέχουν σε όλες τις συνεδριάσεις του κοινοτικού συμβουλίου και όλων των επιτροπών, στις οποίες τους έχει εκλέξει το συμβούλιο, καθώς και να εκτελούν τα λοιπά καθήκοντά τους που προβλέπει ο νόμος.
`Έχουν επίσης υποχρέωση, μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων τους, να εκτελούν με επιμέλεια κάθε εργασία που τους αναθέτει νόμιμα το συμβούλιο.

2. Ο κοινοτικός σύμβουλος εκφράζει τη γνώμη του και ψηφίζει με απόλυτη ελευθερία, αποβλέποντας πάντοτε στην ευσυνείδητη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του συνόλου των δημοτών. 3. Αν ένας σύμβουλος απουσιάζει αδικαιολόγητα από δύο συνεχείς συνεδριάσεις του κοινοτικού συμβουλίου, ο νομάρχης τον τιμωρεί με πρόστιμο έως δύο χιλιάδων δραχμών (2.000) και, σε περίπτωση υποτροπής, με πρόστιμο από δύο έως πέντε χιλιάδων (2.000 – 5.000) δραχμών ή με αργία ή και με έκπτωση.

4. Αν ένας σύμβουλος επιθυμεί να μην εκτελεί τις υποχρεώσεις του για διάστημα που υπερβαίνει τις τριάντα μέρες, πρέπει να έχει τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου.

5. Αν ένας σύμβουλος δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις του για διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου, ο νομάρχης τον κηρύσσει έκπτωτο.

Άρθρο 88
Κώλυμα συμμετοχής στη συνεδρίαση

1. Ένας κοινοτικός σύμβουλος δεν μπορεί να πάρει μέρος στη συζήτηση ενός θέματος ή στην κατάρτιση μιας αποφάσεως του κοινοτικού συμβουλίου, αν ο ίδιος ή συγγενής του έως το δεύτερο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έχει υλικό συμφέρον.

2. Απόφαση που έχει ληφθεί κατά παράβαση της διατάξεως αυτής είναι άκυρη. Ο σύμβουλος που έλαβε μέρος στη συνεδρίαση τιμωρείται από τον νομάρχη με πρόστιμο έως δύο χιλιάδων (2.000) δραχμών και, σε περίπτωση υποτροπής, με έκπτωση.

3. Αν δεν επιτυγχάνεται απαρτία, εξαιτίας του αριθμού των συμβούλων που έχουν δηλώσει κώλυμα, ο ειρηνοδίκης, ύστερα από αναφορά του προέδρου ή ενός συμβούλου, καλεί για την περίπτωση αυτή αναπληρωματικά μέλη ισάριθμα με αυτά που έχουν κώλυμα, σύμφωνα με τη σειρά της εκλογής τους. Τα πρόσωπα που καλούνται δίδουν τον όρκο που ορίζει το άρθρο 77.

Άρθρο 89
Αρμοδιότητες του προέδρου της κοινότητας.
Ο πρόεδρος της κοινότητας :
α) καταρτίζει την ημερησία διάταξη και καλεί το κοινοτικό συμβούλιο σε συνεδρίαση.
β) Εισηγείται τα θέματα στο κοινοτικό συμβούλιο και διευθύνει τις εργασίες του.
γ) Εκτελεί τις αποφάσεις του κοινοτικού συμβουλίου.
δ) Εκπροσωπεί την κοινότητα στα δικαστήρια και σε κάθε αρχή και δίνει τους όρκους που επιβάλλονται στην κοινότητα. Όταν δημιουργείται προφανής κίνδυνος ή ζημία των κοινοτικών συμφερόντων από την αναβολή, μπορεί, και χωρίς απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου, να εγείρει και ν’ αντικρούει αγωγές και ν` ασκεί ένδικα μέσα, να διορίζει πληρεξουσίους δικηγόρους και να ενεργεί κάθε δικαστική ή εξώδικη πράξη που είναι αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων της κοινότητας, οι πράξεις αυτές υποβάλλονται αμέσως στο συμβούλιο για έγκριση.
ε) Είναι προϊστάμενος των υπηρεσιών της κοινότητας και τις διευθύνει.
στ) Είναι προϊστάμενος όλου του προσωπικού της κοινότητας.
ζ) Διατάζει την είσπραξη των κοινοτικών εσόδων και εκδίδει, με την συνυπογραφή του γραμματέα, τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής εις βάρος των πιστώσεων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό ή έχουν ψηφιστεί με ειδικές αποφάσεις του συμβουλίου, αφού προηγουμένως ελέγξει τους λογαριασμούς και τα δικαιολογητικά της δαπάνης.
η) Προσλαμβάνει και απολύει το ημερομίσθιο προσωπικό, μέσα στα όρια των πιστώσεων τον προϋπολογισμού και των αποφάσεων του συμβουλίου.
θ) Υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει η κοινότητα.
ι) Εκδίδει πιστοποιητικά προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των δημοτών.
ια) Ασκεί τις αρμοδιότητες που του έχουν ανατεθεί με ειδικές διατάξεις του Κώδικα ή άλλου νόμου.

Άρθρο 90
Εκλογή αντιπροέδρου της κοινότητας.

1. Το κοινοτικό συμβούλιο εκλέγει κάθε διετία, με μυστική ψηφοφορία, έναν από τους συμβούλους του επιτυχόντος συνδυασμού ως αντιπρόεδρο. Για την εκλογή αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγρ. 2 έως 6 του άρθρου 108 τον Κώδικα.

2. Η εκλογή αντιπροέδρου γίνεται την πρώτη Κυριακή του πρώτου και του τρίτου έτους της κοινοτικής περιόδου. Η πρόσκληση για συνεδρίαση του συμβουλίου επιδίδεται από οποιοδήποτε δημόσιο ή κοινοτικό όργανο, ακόμη και την παραμονή της συνεδριάσεως. Στις περιπτώσεις των άρθρων 73 παράγρ. 1α και 78 του Κώδικα, η εκλογή του αντιπροέδρου γίνεται αμέσως μετά την εκλογή του προέδρου.

3. Αν η θέση του αντιπροέδρου μείνει κενή για οποιοδήποτε λόγο, γίνεται, με τον ίδιο τρόπο, εκλογή νέου αντιπροέδρου, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών αφότου έμεινε κενή η θέση. Η θητεία του νέου αντιπροέδρου διαρκεί όσο διάστημα απομένει έως τη συμπλήρωση της διετίας.

Άρθρο 91
Αναπλήρωση του προέδρου της κοινότητας.

1. Αν ο πρόεδρος απουσιάζει ή κωλύεται, τον αναπληρώνει σε όλα τα καθήκοντά του ο αντιπρόεδρος. Αν απουσιάζει ή κωλύεται και ο αντιπρόεδρος, τον αναπληρώνει ο σύμβουλος του επιτυχόντος συνδυασμού, που έχει εκλεγεί με τους περισσότερους ψήφους, και σε περίπτωση ισοψηφίας, αυτός που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου.

2. Σε περίπτωση που τα συμφέροντα του προέδρου συγκρούονται με τα συμφέροντα της κοινότητας, τα καθήκοντα του προέδρου ασκεί ο αντιπρόεδρος, και αν κι αυτός βρίσκεται στην ίδια θέση, άλλος σύμβουλος, που ορίζεται από το κοινοτικό συμβούλιο. Όποιος παραβαίνει αυτή τη διάταξη τιμωρείται από τον νομάρχη με πρόστιμο έως πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών ή με αργία έως τριών μηνών.

3. Αν ο πρόεδρος αρνείται να εκτελέσει μία απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου, το συμβούλιο, με απόφασή του, αναθέτει την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής στον αντιπρόεδρο, και σε περίπτωση που και αυτός αρνείται, σύ ένα σύμβουλο.

Άρθρο 92
Εκλογή νέου προέδρου της κοινότητας.

1. Αν η θέση του προέδρου της κοινότητας μείνει κενή επειδή αυτός που έχει εκλεγεί αποποιήθηκε την εκλογή του, εξέπεσε, παραιτήθηκε ή πέθανε, ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, η εκλογή του νέου προέδρου γίνεται σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους.

2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 73 παράγρ. 1α και 78 του Κώδικα, την πρώτη Κυριακή μετά την εγκατάσταση των κοινοτικών αρχών, και σε κάθε άλλη περίπτωση, δεκαπέντε μέρες μετά την κένωση της θέσεως, το αργότερο, το κοινοτικό συμβούλιο συνέρχεται στο κοινοτικό κατάστημα, ύστερα από πρόσκληση του συμβούλου του επιτυχόντος συνδυασμού που έχει εκλεγεί με τους περισσότερους ψήφους προτιμήσεως και σε περίπτωση ισοψηφίας, ύστερα από πρόσκληση εκείνου που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου. Ο σύμβουλος που κάλεσε το συμβούλιο προεδρεύει στη συνεδρίαση αυτή. Η πρόσκληση επιδίδεται από οποιοδήποτε δημόσιο ή κοινοτικό όργανο, ακόμη και την παραμονή της συνεδριάσεως. Οι διατάξεις του άρθρου 84 ισχύουν και στην περίπτωση αυτή.

3. Στις κοινότητες που έχουν περισσότερους από πέντε χιλιάδες (5.000) κατοίκους, νέος πρόεδρος εκλέγεται ένας κοινοτικός σύμβουλος του επιτυχόντος συνδυασμού, που ψηφίζεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των συμβούλων του συνδυασμού αυτού. Στις λοιπές κοινότητες, νέος πρόεδρος εκλέγεται οποιοσδήποτε σύμβουλος λάβει την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του κοινοτικού συμβουλίου.

4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγρ. 2 έως 6 του άρθρου 108 του Κώδικα.

5. Στις περιπτώσεις των άρθρων 73 παράγρ. 1α και 78 του Κώδικα, από την εγκατάσταση των κοινοτικών αρχών έως την εκλογή του νέου προέδρου, τα καθήκοντα του προέδρου εκτελεί ο κοινοτικός σύμβουλος του επιτυχόντος συνδυασμού, που έχει εκλεγεί με τους περισσότερους ψήφους προτιμήσεως, και σε περίπτωση ισοψηφίας, εκείνος που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου.

6. Αν αυτός που έχει εκλεγεί πρόεδρος της κοινότητας παραιτηθεί, εκπέσει, πεθάνει ή αν η θέση του μείνει κενή για οποιοδήποτε λόγο, ώσπου να εκλεγεί νέος πρόεδρος, τα καθήκοντα του προέδρου ασκεί ο αντιπρόεδρος. Αν ο αντιπρόεδρος απουσιάζει ή κωλύεται ή δεν υπάρχει, ο σύμβουλος του επιτυχόντος συνδυασμού που έχει εκλεγεί με τους περισσότερους ψήφους, και σε περίπτωση ισοψηφίας, αυτός που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου, ασκεί τα καθήκοντα προέδρου.

Άρθρο 93
Διαμονή και απουσία τον προέδρου της κοινότητας.

1. Ο πρόεδρος της κοινότητας είναι υποχρεωμένος να κατοικεί και να διαμένει στην κοινότητα. Κατ`εξαίρεση, επιτρέπεται να διαμένει έξω από την κοινότητα, σε τόπο που συνδέεται με την έδρα της κοινότητας με αστική συγκοινωνία.

2. Ο πρόεδρος της κοινότητας δεν επιτρέπεται να απουσιάζει περισσότερο από τριάντα μέρες κάθε χρόνο, χωρίς άδεια του κοινοτικού συμβουλίου. Η απουσία αυτή μπορεί να παρατείνεται για εξαιρετικούς λόγους έως τρεις μήνες, με άδεια του συμβουλίου.

3. Η παράβαση των διατάξεων αυτού του άρθρου συνεπάγεται αργία ή έκπτωση από το αξίωμα, που την απαγγέλλει ο νομάρχης.

Άρθρο 94
Κοινοτικό κατάστημα και βιβλία.

1. Οι κοινότητες είναι υποχρεωμένες να έχουν στην έδρα τους ιδιαίτερο κατάστημα για τη στέγαση και την λειτουργία των υπηρεσιών τους.

2. Κάθε κοινότητα τηρεί τα βιβλία που είναι αναγκαία για την διοίκηση και τη διαχείριση της περιουσίας της. Τα βιβλία αυτά καθορίζονται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΗΜΩΝ

Άρθρο 95
Αρμοδιότητες του δημοτικού συμβουλίου.

1. Το δημοτικό συμβούλιο αποφασίζει για κάθε θέμα σχετικό με τις αρμοδιότητες του δήμου, εκτός από τα θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του δημάρχου ή της δημαρχιακής επιτροπής. Το δημοτικό συμβούλιο αποφασίζει ιδίως :
α) Για τον κανονισμό των εργασιών του και τον οργανισμό της εσωτερικής υπηρεσίας του δήμου.
β) Για τον ετήσιο προϋπολογισμό και απολογισμό του δήμου, των δημοτικών ιδρυμάτων και των λοιπών νομικών προσώπων του.
γ) Για την επιβολή φόρων, τελών και δικαιωμάτων.
δ) Για την εκποίηση και ανταλλαγή δημοτικών ακινήτων καθώς και για τη σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων που τα επιβαρύνουν.
ε) Για την εκμίσθωση δημοτικών ακινήτων.
στ) Για την αγορά και μίσθωση ακινήτων.
ζ) Για τη σύναψη δανείων και τους όρους τους.
η) Για το πρόγραμμα των εκτελεστέων έργων.
θ) Για την τουριστική αξιοποίηση περιοχών που τους ανήκουν ή τους παραχωρούνται από το κράτος.
ι) Για την κατασκευή και τη συντήρηση συγκροτημάτων λαϊκών κατοικιών και θερέτρων.
ια) Για την ίδρυση και λειτουργία παιδικών, βρεφικών και υγειονομικών σταθμών και γενικά κέντρων που παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες.
ιβ) Για την ίδρυση και λειτουργία πολιτιστικών και πνευματικών κέντρων.
ιγ) Για την ίδρυση και λειτουργία επιχειρήσεων του δήμου ή τη συμμετοχή σε τέτοιες επιχειρήσεις καθώς και για την εκλογή των αντιπροσώπων του δήμου σ` αυτές.
ιδ) Για τη σύσταση και τη λειτουργία δημοτικών ιδρυμάτων και λοιπών δημοτικών νομικών προσώπων καθώς και για την εκλογή των μελών των συλλογικών οργάνων που τα διοικούν.
ιε) Για την ανάθεση της ασκήσεως μιας δραστηριότητας του δήμου σε νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 25.
ιστ) Για την οργάνωση υπηρεσίας, που θα είναι αρμόδια να ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν τη καθαριότητα, τη κυκλοφορία και τη στάθμευση των οχημάτων, την οικοδόμηση, την αποχέτευση και τη μόλυνση του περιβάλλοντος, και ν’ ασκεί μηνύσεις κατά των παραβατών των διατάξεων αυτών.

2. Το δημοτικό συμβούλιο παίρνει θέση σε θέματα τοπικού ενδιαφέροντος και γνωμοδοτεί όποτε αρμόδιες δημόσιες αρχές ζητούν τη γνώμη του.

3. Το δημοτικό συμβούλιο εκδίδει τις διατάξεις που προβλέπει το άρθρο 26.

Άρθρο 96
Τμήματα του δημοτικού συμβουλίου.

1. Δημοτικά συμβούλια, που έχουν περισσότερα από τριάντα ένα μέλη, μπορούν να συγκροτούν με απόφασή τους, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών τους, δύο τμήματα. Με αποφάσεις που λαμβάνονται με την ίδια πλειοψηφία, το συμβούλιο καθορίζει ποια από τα θέματα, που προβλέπει το άρθρο 95, ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα κάθε τμήματος. Δεν επιτρέπεται να υπαχθούν στην αρμοδιότητα των τμημάτων τα θέματα των περιπτώσεων α`, β`, γ’, δ`, η’, ιγ’, ιδ`, ιε’, ιστ’ της παραγρ. 1 του άρθρου 95 καθώς και η σύναψη δανείων για ποσά μεγαλύτερα από πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές. Το τμήμα μπορεί, με απόφασή του, να παραπέμψει θέμα της αρμοδιότητάς του στην ολομέλεια του δημοτικού συμβουλίου.

2. Ο αριθμός των μελών κάθε τμήματος είναι ίσος προς το ένα δεύτερο του συνολικού αριθμού των μελών του δημοτικού συμβουλίου, στον οποίο δεν υπολογίζεται ο πρόεδρος. Σε κάθε τμήμα μετέχουν σύμβουλοι του επιτυχόντος και καθενός από τους λοιπούς συνδυασμούς, κατά την αναλογία του αριθμού των συμβούλων του κάθε συνδυασμού, σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των μελών τον δημοτικού συμβουλίου. Αν υπάρχουν μοναδικοί σύμβουλοι ενός συνδυασμού, μετέχουν οπωσδήποτε και στα δύο τμήματα, έστω και αν δημιουργείται υπέρβαση του αριθμού των μελών των τμημάτων. Αν προκύπτουν κλάσματα, δεν λαμβάνονται υπόψη, και εφόσον όλοι οι σύμβουλοι μετέχουν οπωσδήποτε σε κάποιο τμήμα, οι κενές θέσεις συμπληρώνονται με συμβούλους του επιτυχόντος συνδυασμού.

3. Το συμβούλιο ορίζει με κλήρωση τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου, που μετέχουν σε κάθε τμήμα. Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος όμως του δημοτικού συμβουλίου τοποθετούνται σε τμήμα με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου.

4. Σε κάθε τμήμα προεδρεύει ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου που μετέχει σύ αυτό. Για τη λειτουργία των τμημάτων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που αφορούν τη λειτουργία του δημοτικού συμβουλίου.

Άρθρο 97
Εκλογή Προεδρείου.

1. Κάθε χρόνο, την πρώτη Κυριακή του Ιανουαρίου, το δημοτικό συμβούλιο συνέρχεται, ύστερα από πρόσκληση του συμβούλου του επιτυχόντος συνδυασμού που έχει εκλεγεί με τους περισσοτέρους ψήφους και σε περίπτωση ισοψηφίας, εκείνου που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου. Στη συνεδρίαση αυτή, στην οποία προεδρεύει ο σύμβουλος που συγκάλεσε το συμβούλιο, το δημοτικό συμβούλιο εκλέγει ανάμεσα στα μέλη του, χωριστά και με μυστική ψηφοφορία, τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και τον γραμματέα του. Εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Αν δεν επιτυγχάνεται αποτέλεσμα ύστερα από δύο διαδοχικές ψηφοφορίες, εκλέγεται όποιος λάβει στην τρίτη ψηφοφορία τη σχετική πλειοψηφία των παρόντων. Αν στην τρίτη ψηφοφορία δύο ή περισσότεροι λάβουν ίσον αριθμό ψήφων, ο σύμβουλος που προεδρεύει ενεργεί ανάμεσά τους κλήρωση. Ο σύμβουλος που προεδρεύει αναθέτει τα καθήκοντα του ειδικού γραμματέα του συμβουλίου σύ έναν από τους υπαλλήλους του δήμου.

2. Αν, για οποιοδήποτε λόγο, το συμβούλιο δεν συγκληθεί όπως ορίζει η προηγούμενη παράγραφος, συνέρχεται χωρίς πρόσκληση την πρώτη Κυριακή του Ιανουαρίου στις 10 το πρωί. Αν ο σύμβουλος του επιτυχόντος συνδυασμού που πλειοψήφισε απουσιάζει, τον αντικαθιστά ένας σύμβουλος του ιδίου συνδυασμού, κατά τη σειρά της επιτυχίας που προκύπτει από την απόφαση του δικαστηρίου.

3. Αν δεν επιτευχθεί εκλογή για οποιοδήποτε λόγο, ή η συνεδρίαση ματαιωθεί, επειδή δεν σχηματίστηκε απαρτία, η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται την επόμενη Κυριακή και εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου. Αν και στη δεύτερη συνεδρίαση δεν επιτευχθεί εκλογή, ή η συνεδρίαση ματαιωθεί, επειδή δεν σχηματίστηκε απαρτία, θεωρείται ότι εκλέγονται πρόεδρος ή αντιπρόεδρος ή γραμματέας, ανάλογα με την περίπτωση : α) αν πρόκειται για το πρώτο έτος της δημοτικής περιόδου, οι σύμβουλοι του επιτυχόντος συνδυασμού που έλαβαν κατά σειρά τους περισσότερους ψήφους προτιμήσεως, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση που τους ανακήρυξε, και β) αν πρόκειται για τα λοιπά έτη, εκείνοι που έχουν τα αξιώματα αυτά το προηγούμενο έτος.

4. Τα πρακτικά της εκλογής στέλνονται μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών στον νομάρχη, ο οποίος, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από προσφυγή ενός δημότη, κρίνει μέσα σε πέντε μέρες το αργότερο αφότου παρέλαβε τα πρακτικά, αν είναι νόμιμη η εκλογή.

5. Αν ακυρωθεί κάποια εκλογή, επαναλαμβάνεται την πρώτη Κυριακή, πέντε μέρες μετά την παραλαβή της ακυρωτικής αποφάσεως.

Άρθρο 98
Σύγκληση του δημοτικού συμβουλίου.

1. Το δημοτικό συμβούλιο συνεδριάζει υποχρεωτικά, ύστερα από πρόσκληση του προέδρου, μία φορά το μήνα.

2. Ο πρόεδρος καλεί επίσης το συμβούλιο, όποτε το ζητήσει ο δήμαρχος ή η δημαρχιακή επιτροπή ή όποτε το ζητήσει το ένα τρίτο τουλάχιστο του συνολικού αριθμού των μελών του συμβουλίου με γραπτή αίτηση, στην οποία αναφέρονται τα θέματα που θα συζητηθούν.

3. Αν ο πρόεδρος δεν το συγκαλέσει το αργότερο έξι μέρες μετά την υποβολή της αιτήσεως, το συμβούλιο συνέρχεται ύστερα από πρόσκληση εκείνων που υπέβαλαν την αίτηση και αποφασίζει για τα θέματα, για τα οποία είχε ζητηθεί η σύγκλησή του.

4. Στις συνεδριάσεις του συμβουλίου καλείται ο δήμαρχος, αλλιώς η συνεδρίαση είναι άκυρη. Ο δήμαρχος μετέχει στις συζητήσεις του συμβουλίου χωρίς ψήφο. Έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του πάντοτε και με προτεραιότητα απέναντι σε κάθε άλλον.

5. Ο πρόεδρος καταρτίζει την ημερήσια διάταξη, στην οποία αναγράφει υποχρεωτικά όλα τα θέματα που προτείνει ο δήμαρχος. Θέματα που είναι κατεπείγοντα κατά το άρθρο 86, συζητούνται πριν από τα θέματα της ημερησίας διατάξεως, μόνον αν συναινέσει ο δήμαρχος.

Άρθρο 99
Λειτουργία του δημοτικού συμβουλίου.

1. Ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου διευθύνει τη συζήτηση, παίρνει κάθε κατάλληλο μέτρο για την ευταξία της συνεδριάσεως και μπορεί να διατάξει την αποβολή από το ακροατήριο κάθε προσώπου που διαταράσσει τη συνεδρίαση.

2. Αν ο πρόεδρος απουσιάζει ή κωλύεται, τον αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος. Αν απουσιάζει ή κωλύεται και ο αντιπρόεδρος, όποιος από τους παρόντες συμβούλους του επιτυχόντος συνδυασμού έχει εκλεγεί με τους περισσότερους ψήφους και σε περίπτωση ισοψηφίας, όποιος είναι γραμμένος πρώτος στην απόφαση του δικαστηρίου, ασκεί τα καθήκοντα του προέδρου.

3. Το δημοτικό συμβούλιο έχει δικαίωμα να ζητεί από τον δήμαρχο και τη δημαρχιακή επιτροπή πληροφορίες και στοιχεία, που είναι χρήσιμα για την άσκηση των καθηκόντων του και να καλεί στη συνεδρίαση δημοτικούς υπαλλήλους ή ιδιώτες, για να του δώσουν πληροφορίες σχετικές με δημοτικές υποθέσεις.

Άρθρο 100
Επιτροπές του δημοτικού συμβουλίου.

1. Ο κανονισμός των εργασιών του δημοτικού συμβουλίου μπορεί να προβλέπει τη σύσταση επιτροπών, οι οποίες θα μελετούν και θα εισηγούνται θέματα που συζητεί το συμβούλιο.

2. Θέματα που έχουν εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη, ύστερα από πρόταση του δημάρχου, μπορούν να παραπεμφθούν σ` επιτροπή μόνο με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, με την οποία καθορίζεται και προθεσμία για την υποβολή σχετικής μελέτης ή εισηγήσεως. Θέματα που εισάγει η δημαρχιακή επιτροπή, δεν παραπέμπονται σε επιτροπή. Λοιπά θέματα μπορεί να παραπέμπει ο πρόεδρος σε επιτροπή, και πριν εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη.

Άρθρο 101
Αρμοδιότητες της δημαρχιακής επιτροπής.

1. Η δημαρχιακή επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) συντάσσει τον προϋπολογισμό του δήμου,
β) προελέγχει τον απολογισμό
γ) αποφασίζει για τη διάθεση των εξειδικευμένων πιστώσεων που είναι γραμμένες στον προϋπολογισμό,
δ) με επιφύλαξη της διατάξεως της παραγρ. 3 του άρθρου 185 του Κώδικα, καταρτίζει τους όρους όλων των δημοπρασιών, συντάσσει την διακήρυξή τους και τις κατακυρώνει,
ε) μελετά την ανάγκη συνάψεως δανείων, καταρτίζει τους όρους τους και κάνει σχετική εισήγηση στο δημοτικό συμβούλιο, στ) αποφασίζει για την άσκηση όλων των ενδίκων βοηθημάτων και των ενδίκων μέσων καθώς και για την επιβολή, την αντεπιβολή ή τη δόση όρκου,
ζ) αποφασίζει για την υποβολή προσφυγών στις διοικητικές αρχές,
η) αποφασίζει για την πρόσληψη πληρεξουσίου δικηγόρου και για την ανάκληση της πληρεξουσιότητάς του, σε όσους δήμους είτε δεν έχουν προσληφθεί νομικοί σύμβουλοι και δικηγόροι με μηνιαία αμοιβή, είτε αυτοί που έχουν προσληφθεί δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε ανώτατα ή ανώτερα δικαστήρια,
θ) αποφασίζει για τον συμβιβασμό ή την κατάργηση δίκης που έχει αντικείμενο ποσό έως ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών, ι) αποφασίζει για την αποδοχή κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών.

2. Το δημοτικό συμβούλιο μπορεί σε περιπτώσεις μεγάλης, κατά την κρίση του, σημασίας, ν` αποφασίσει ότι θ` ασκήσει το ίδιο τις αρμοδιότητες της παραγρ. 1δ` ή μερικές από αυτές. Η αρμόδια υπηρεσία του δήμου οφείλει ν` ανακοινώνει χωρίς καθυστέρηση στον πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου την παραπομπή του θέματος στη δημαρχιακή επιτροπή, και το δημοτικό συμβούλιο οφείλει να παίρνει απόφαση για το θέμα αυτό στην πρώτη συνεδρίαση μετά την ανακοίνωση του εγγράφου της υπηρεσίας.

3. Η δημαρχιακή επιτροπή μπορεί να παραπέμπει οποιοδήποτε θέμα της αρμοδιότητάς της στο δημοτικό συμβούλιο για τη λήψη αποφάσεως, εφόσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται από την ιδιαίτερη σοβαρότητα του θέματος.

Άρθρο 102
Εκλογή της δημαρχιακής επιτροπής.

1. Κάθε χρόνο, την πρώτη Κυριακή του Ιανουαρίου, το δημοτικό συμβούλιο, μετά την εκλογή του προεδρείου, εκλέγει με μυστική ψηφοφορία τα μέλη της δημαρχιακής επιτροπής ανάμεσα στα μέλη του. Δεν επιτρέπεται να εκλεγούν μέλη της δημαρχιακής επιτροπής ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και ο γραμματέας του συμβουλίου. Κάθε σύμβουλος ψηφίζει υποψήφιους ισάριθμους με τα μέλη της δημαρχιακής επιτροπής. Εκλέγονται όσοι λάβουν την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται για τις θέσεις για τις οποίες δεν επιτυγχάνεται απόλυτη πλειοψηφία. Αν δεν επιτυγχάνεται απόλυτη πλειοψηφία και στη δεύτερη ψηφοφορία, γίνεται τρίτη ψηφοφορία, οπότε εκλέγονται όσοι λάβουν τη σχετική πλειοψηφία των παρόντων. Αν σε οποιαδήποτε ψηφοφορία υπάρχει ισοψηφία, ο πρόεδρος του συμβουλίου ενεργεί κλήρωση στην ίδια συνεδρίαση. Στην ίδια συνεδρίαση και με τον ίδιο τρόπο εκλέγονται και τρία αναπληρωματικά μέλη, αν η επιτροπή αποτελείται από πέντε μέλη και άνω, και δύο σε κάθε άλλη περίπτωση. Με την ίδια διαδικασία εκλέγονται νέα αναπληρωματικά μέλη σε περίπτωση που έχει εξαντληθεί όλος ο αριθμός. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 97 εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.

2. Αντιπρόεδρος της δημαρχιακής επιτροπής είναι όποιος λάβει τους περισσότερους ψήφους στην πρώτη ψηφοφορία στην οποία επιτυγχάνεται αποτέλεσμα και σε περίπτωση ισοψηφίας, όποιος ευνοηθεί από την κλήρωση.

3. Τα αναπληρωματικά μέλη, με τη σειρά της εκλογής τους, παίρνουν τις θέσεις των τακτικών μελών που μένουν κενές κατά τη διάρκεια του έτους.

Άρθρο 103
Λειτουργία της δημαρχιακής επιτροπής.

1. Η δημαρχιακή επιτροπή έχει απαρτία, εφόσον τα μέλη που είναι παρόντα είναι περισσότερα από αυτά που απουσιάζουν. Στις τριμελείς επιτροπές απαιτείται η παρουσία όλων των μελών. Η επιτροπή αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί ο ψήφος του προέδρου. Αν σε δύο συνεχείς συνεδριάσεις δεν επιτυγχάνεται απαρτία ή απόλυτη πλειοψηφία, αρμόδιος να λάβει την απόφαση για το θέμα είναι ο δήμαρχος.

2. Αν απουσιάζει ή κωλύεται ο πρόεδρος της δημαρχιακής επιτροπής, προεδρεύει ο αντιπρόεδρος. Αν απουσιάζουν ή κωλύονται τακτικά μέλη, καλούνται τα αναπληρωματικά με τη σειρά της εκλογής τους.

3. Αν ένα μέλος της δημαρχιακής επιτροπής απουσιάζει αδικαιολόγητα από δύο τουλάχιστο συνεχείς συνεδριάσεις, το δημοτικό συμβούλιο με πράξη του το αντικαθιστά.

Άρθρο 104
Αρμοδιότητες του δημάρχου.

1. Ο δήμαρχος :
α) εκπροσωπεί τον δήμο στα δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή και δίνει τους όρκους που επιβάλλονται στον δήμο,
β) εκτελεί τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου και της δημαρχιακής επιτροπής,
γ) είναι προϊστάμενος των υπηρεσιών του δήμου και τις διευθύνει,
δ) είναι προϊστάμενος όλου του προσωπικού του δήμου, αποφασίζει για τον διορισμό αυτού και εκδίδει τις πράξεις που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις για τον διορισμό, τις κάθε είδους υπηρεσιακές μεταβολές και την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου,
ε) διατάζει την είσπραξη των δημοτικών εσόδων και εκδίδει τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής εις βάρος των πιστώσεων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό ή έχουν ψηφιστεί με ειδικές αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου, αφού προηγουμένως έχουν ελεγχθεί τα σχετικά δικαιολογητικά από την αρμόδια υπηρεσία του δήμου,
στ) υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει ο δήμος,
ζ) εκδίδει πιστοποιητικά προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των δημοτών και η) ασκεί τις αρμοδιότητες που του αναθέτουν ειδικές διατάξεις του Κώδικα ή άλλου νόμου.

2. Κατ` εξαίρεση, σε περίπτωση που δημιουργείται προφανής κίνδυνος ή ζημία των δημοτικών συμφερόντων από την αναβολή, ο δήμαρχος μπορεί να λάβει μέτρα για θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της δημαρχιακής επιτροπής, οφείλει όμως να υποβάλει αμέσως τις ενέργειές του στην έγκρισή της.

3. Σε περίπτωση που τα συμφέροντα του δημάρχου συγκρούονται με τα συμφέροντα του δήμου, τα καθήκοντα του δημάρχου ασκεί ο βοηθός δημάρχου, και, αν υπάρχουν περισσότεροι βοηθοί δημάρχου, αυτός που ορίζεται από τον δήμαρχο. Αν και τα συμφέροντα των βοηθών αυτών συγκρούονται με τα συμφέροντα του δήμου, τα καθήκοντα του δημάρχου ασκεί ο δημοτικός σύμβουλος που ορίζεται από το δημοτικό συμβούλιο. Ο νομάρχης τιμωρεί τους παραβάτες της διατάξεως αυτής με πρόστιμο έως πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών ή με αργία έως τριών μηνών.

Άρθρο 105
Βοηθοί δημάρχου.

1. Σε κάθε δήμο που έχει πραγματικό πληθυσμό ανώτερο από δέκα χιλιάδες κατοίκους, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής, τον δήμαρχο επικουρούν βοηθοί δημάρχου. Σε δήμους που έχουν πληθυσμό ανώτερο από δέκα και έως σαράντα χιλιάδες κατοίκους, ορίζεται ένας βοηθός δημάρχου. Σε δήμους που έχουν πληθυσμό ανώτερο από σαράντα και έως εκατόν πενήντα χιλιάδες, ορίζονται δύο βοηθοί δημάρχου. Στους μεγαλύτερους δήμους ο αριθμός των βοηθών δημάρχου είναι ίσος με τον αριθμό των διαμερισμάτων.

2. Βοηθοί δημάρχου είναι οι σύμβουλοι του επιτυχόντος συνδυασμού που ορίζει ο δήμαρχος. Η θητεία τους είναι διετής. Κατά τη διάρκεια της θητείας αυτής δεν μπορούν να εκλεγούν μέλη του προεδρείου του δημοτικού συμβουλίου και της δημαρχιακής επιτροπής.

3. Ο δήμαρχος, με απόφασή του που δημοσιεύει σε μία τουλάχιστον ημερήσια εφημερίδα, και αν δεν υπάρχει ημερήσια, σε εβδομαδιαία, της πρωτεύουσας του νομού, μεταβιβάζει αρμοδιότητές του σε βοηθούς δημάρχου. Αν ο βοηθός δημάρχου απουσιάζει ή κωλύεται, τις αρμοδιότητές του ασκεί ο δήμαρχος.

4. Οι διατάξεις του άρθρου 93 εφαρμόζονται και στους βοηθούς δημάρχου.

Άρθρο 106
Εξουσιοδότηση υπογραφών.
Ο δήμαρχος μπορεί με απόφασή του ν’ αναθέτει την υπογραφή ορισμένων εγγράφων και πιστοποιητικών σε δημοτικό σύμβουλο ή σε προϊστάμενο μιας δημοτικής υπηρεσίας.

Άρθρο 107
Αναπλήρωση του δημάρχου.

1. Όταν ο δήμαρχος απουσιάζει ή κωλύεται, τα καθήκοντά του ασκεί ο βοηθός δημάρχου που διορίζεται από αυτόν. Σε δήμους που έχουν πραγματικό πληθυσμό έως δέκα χιλιάδες κατοίκους, αν ο δήμαρχος απουσιάζει ή κωλύεται, τον αναπληρώνει ένας δημοτικός σύμβουλος του επιτυχόντος συνδυασμού, που ορίζεται από το δημοτικό συμβούλιο.

2. Αν ο δήμαρχος έχει τεθεί σε αργία, το δημοτικό συμβούλιο ορίζει αναπληρωτή του έναν από τους βοηθούς του, και αν δεν προβλέπεται βοηθός, έναν από τους συμβούλους του επιτυχόντος συνδυασμού. Αν το δημοτικό συμβούλιο δεν ορίσει αναπληρωτή μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών αφότου ο δήμαρχος τέθηκε σε αργία, ή αν εκείνος που ορίστηκε αρνείται ν` ασκήσει τα καθήκοντα του δημάρχου, ο νομάρχης αναθέτει τα καθήκοντα του δημάρχου σ` έναν από τους συμβούλους του επιτυχόντος συνδυασμού κατά τη σειρά επιτυχίας, ο οποίος, με δήλωσή του, που υποβάλλει μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία, δέχεται ν` αναλάβει τα καθήκοντα αυτά. Αν κανένας από τους συμβούλους του επιτυχόντος συνδυασμού δεν δέχεται ν’ ασκήσει τα καθήκοντα του δημάρχου, ο νομάρχης ορίζει αναπληρωτή του δημάρχου οποιοδήποτε μέλος του δημοτικού συμβουλίου.

Άρθρο 108
Εκλογή νέου δημάρχου.

1. Αν η εκλογή του δημάρχου ακυρωθεί, επειδή αυτός που έχει εκλεγεί δήμαρχος δεν είχε τα νόμιμα προσόντα, ή η θέση του δημάρχου μείνει κενή, επειδή αυτός που έχει εκλεγεί αποποιήθηκε την εκλογή ή παραιτήθηκε ή εξέπεσε ή πέθανε, ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία, δήμαρχος εκλέγεται ένας από τους δημοτικούς συμβούλους του επιτυχόντος συνδυασμού, σύμφωνα, με τους όρους των επομένων παραγράφων.

2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 73 παράγρ. 1α και 78 του κώδικα, την πρώτη Κυριακή μετά την εγκατάσταση των δημοτικών αρχών και, σε κάθε άλλη περίπτωση, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών αφότου άδειασε ή θέση, οι σύμβουλοι του επιτυχόντος συνδυασμού συνέρχονται στο δημοτικό κατάστημα, ύστερα από πρόσκληση του συμβούλου του συνδυασμού αυτού που έχει εκλεγεί με τους περισσότερους ψήφου προτιμήσεως και σε περίπτωση ισοψηφίας, εκείνου που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου, και εκλέγει με μυστική ψηφοφορία και με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των συμβούλων του συνδυασμού, έναν από αυτούς δήμαρχο. Στη συνεδρίαση προεδρεύει εκείνος που συγκάλεσε το συμβούλιο. Η πρόσκληση επιδίδεται από οποιοδήποτε δημόσιο ή δημοτικό όργανο, ακόμη και την παραμονή της συνεδριάσεως. Οι διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 84 του Κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως και σ` αυτήν την περίπτωση.

3. Αν ύστερα από δύο διαδοχικές ψηφοφορίες, κανείς δεν συγκεντρώνει την πλειοψηφία που απαιτεί η παράγρ. 2, γίνεται τρίτη ψηφοφορία, κατά την οποία θεωρείται ότι εκλέγεται όποιος συγκεντρώνει τη σχετική πλειοψηφία. Όλες οι ψηφοφορίες γίνονται στην ίδια συνεδρίαση. Αν στην τρίτη ψηφοφορία δύο ή περισσότεροι έλαβαν ίσον αριθμό ψήφων, γίνεται κλήρωση ανάμεσά τους, και θεωρείται ότι εκλέγεται εκείνος που κληρώθηκε. Για την εκλογή αυτή γίνεται λεπτομερής μνεία στα πρακτικά.

4. Αν δεν επιτευχθεί εκλογή για οποιοδήποτε λόγο, ή η συνεδρίαση ματαιωθεί, επειδή δεν έγινε απαρτία, η διαδικασία επαναλαμβάνεται την επόμενη Κυριακή και εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3. Αν και στη δεύτερη συνεδρίαση δεν επιτευχθεί εκλογή, ή η συνεδρίαση ματαιωθεί, επειδή δεν έγινε απαρτία, θεωρείται ότι εκλέγεται απευθείας ο σύμβουλος του επιτυχόντος συνδυασμού που έχει εκλεγεί με τους περισσότερους ψήφους προτιμήσεως, και σε περίπτωση ισοψηφίας, εκείνος που είναι πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου.

5. Η απόφαση για την εκλογή του δημάρχου υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία δύο ημερών στον νομάρχη ο οποίος ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητάς της, και εκδίδει απόφαση δέκα μέρες το αργότερο αφότου την έλαβε. Αν δεν έχει επιτευχθεί η εκλογή ή έχει ματαιωθεί η συνεδρίαση, επειδή δεν έγινε απαρτία, τα σχετικά πρακτικά υποβάλλονται στον νομάρχη μέσα σε προθεσμία δύο ημερών.

6. Αν ο νομάρχης ακυρώσει την εκλογή του δημάρχου, οι σύμβουλοι συνέρχονται πάλι για να εκλέξουν δήμαρχο την πρώτη Κυριακή, δύο μέρες τουλάχιστο μετά την παραλαβή της ακυρωτικής αποφάσεως, οπότε τηρείται από την αρχή η απαιτούμενη διαδικασία.

7. Αν ακυρωθεί η εκλογή του δημάρχου επειδή εκείνος που είχε εκλεγεί δεν είχε τα νόμιμα προσόντα, ή αποποιήθηκε την εκλογή, στο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην εγκατάσταση των δημοτικών αρχών και στην οριστική εκλογή του δημάρχου, τα καθήκοντα του δημάρχου, εκτελεί ο δημοτικός σύμβουλος του επιτυχόντος συνδυασμού που έχει εκλεγεί με τους περισσότερους ψήφους προτιμήσεως, και σε περίπτωση ισοψηφίας, εκείνος που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου.

8. Αν αυτός που έχει εκλεγεί δήμαρχος παραιτηθεί, εκπέσει, πεθάνει, ή η θέση του μείνει κενή για οποιοδήποτε λόγο, τα καθήκοντα του δημάρχου εκτελεί, ώσπου να εκλεγεί νέος δήμαρχος, ο σύμβουλος του επιτυχόντος συνδυασμού που έχει εκλεγεί με τους περισσότερους ψήφους, και σε περίπτωση ισοψηφίας, εκείνος που είναι γραμμένος πρώτος κατά σειρά στην απόφαση του δικαστηρίου. Αν δεν υπάρχουν σύμβουλοι του επιτυχόντος συνδυασμού, τακτικοί ή αναπληρωματικοί, τα καθήκοντα του δημάρχου εκτελεί ο σύμβουλος του επιλαχόντος συνδυασμού που έχει εκλεγεί με τους περισσότερους ψήφους, και σε περίπτωση ισοψηφίας, εκείνος που είναι γραμμένος πρώτος στην απόφαση του δικαστηρίου. Αν δεν υπάρχουν σύμβουλοι ούτε του επιλαχόντος συνδυασμού, ή έχει δηλωθεί μόνον ένας συνδυασμός, τα καθήκοντα του δημάρχου εκτελεί ένας δημόσιος υπάλληλος, που διορίζεται από τον Νομάρχη. Αυτός ασκεί τις αρμοδιότητες του δημάρχου μόνον για να διεκπεραιώνει τρέχουσες υπηρεσιακές υποθέσεις και ν’ αντιμετωπίζει κατεπείγοντα θέματα. Σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις ο νομάρχης εκδίδει διαπιστωτική πράξη.

Άρθρο 109
Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων.
Οι διατάξεις των άρθρων 83 παρ. 2, 3 και 4 εδάφ. τελευταίο, 84, 85, 86, 87, 88, 93 και 94 εφαρμόζονται αναλόγως και στους δήμους, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά.

Άρθρο 110
Διαίρεση δήμων σε διαμερίσματα.

1. Οι δήμοι που, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή έχουν περισσότερους από εκατόν πενήντα χιλιάδες κατοίκους, διαιρούνται σε διαμερίσματα με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Ο δήμος Αθηναίων διαιρείται σε πέντε έως επτά διαμερίσματα και οι δήμοι της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά σε τρία έως πέντε.

2. Ο αριθμός των διαμερισμάτων και τα όριά τους καθορίζονται με διάταγμα, ύστερα από γνώμη του δημοτικού συμβουλίου, αφού ληφθούν υπόψη η κατανομή του πληθυσμού και η καλύτερη εξυπηρέτηση των κατοίκων.
Κάθε διαμέρισμα έχει ιδιαίτερο δημοτικό κατάστημα. Το δημοτικό συμβούλιο καθορίζει ποιες υπηρεσιακές μονάδες μπορούν να λειτουργήσουν ανεμπόδιστα στα διαμερίσματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΕΞΟΔΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

Άρθρο 111
Έξοδα παραστάσεως.

1. Το αξίωμα του δημάρχου, του βοηθού δημάρχου, του προέδρου κοινότητας και του δημοτικού ή κοινοτικού συμβούλου είναι τιμητικό και άμισθο.

2. Οι δήμαρχοι, οι βοηθοί δημάρχου και οι πρόεδροι κοινοτήτων έχουν δικαίωμα να εισπράττουν από το δήμο ή την κοινότητα έξοδα παραστάσεως, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, ανάλογα με τα τακτικά έσοδα που πραγματοποιούν οι δήμοι και οι κοινότητες. Η απόφαση του Υπουργού εκδίδεται τον τρίτο μήνα πριν από την έναρξη κάθε οικονομικού έτους, ύστερα από γνώμη του συμβουλίου της Κεντρικής Ενώσεως Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος. Αν δεν εκδοθεί απόφαση μέσα στην προθεσμία αυτή, ισχύει η απόφαση του προηγούμενου έτους. Για τους δήμους που η έδρα τους είναι πρωτεύουσα νομού, μπορεί ο Υπουργός Εσωτερικών, με ειδική απόφασή του, να ορίσει έξοδα παραστάσεως αυξημένα έως είκοσι τοις εκατό (20%), εφ` όσον διαπιστώνεται η κανονική βεβαίωση των εσόδων.

3. Αν ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητος απουσιάζει, σύμφωνα με το εδάφιο 2 της παραγράφου 2 του άρθρου 93, καταβάλλονται τα μισά έξοδα παραστάσεως σε αυτόν και τα άλλα μισά στον αναπληρωτή του. Αν απουσιάζει ο βοηθός δημάρχου κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, καταβάλλονται σε αυτόν τα μισά έξοδα παραστάσεως.

4. Αν ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητος έχει τεθεί σε αργία, όλα τα έξοδα παραστάσεώς του καταβάλλονται στον αναπληρωτή του. Αν ο αναπληρωτής είναι βοηθός δημάρχου, παίρνει έξοδα παραστάσεως από μία μόνο πηγή.

5. Οι δήμαρχοι και οι πρόεδροι κοινοτήτων, εκτός απ’ τα έξοδα παραστάσεως, δεν έχουν δικαίωμα να λάβουν άλλη αμοιβή ή αποζημίωση ή οποιαδήποτε άλλη απολαβή από το ταμείο του δήμου ή της κοινότητας. Αν εισπράξουν τέτοια αμοιβή ή αποζημίωση ή απολαβή, τιμωρούνται για παράβαση καθήκοντος, και αυτά που εισέπραξαν παράνομα καταλογίζονται με πράξη του νομάρχη.

Άρθρο 112
Έξοδα κινήσεως.

1. Οι δήμαρχοι, οι βοηθοί δημάρχου, οι πρόεδροι κοινοτήτων και οι δημοτικοί ή κοινοτικοί σύμβουλοι μπορούν να μετακινούνται έξω από την έδρα τους για εκτέλεση υπηρεσίας, ύστερα από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτρέπεται να μετακινηθεί έξω από την έδρα του ο δήμαρχος, ο βοηθός δημάρχου ή ο πρόεδρος κοινότητας, χωρίς προηγούμενη απόφαση του συμβουλίου. Στις περιπτώσεις αυτές το συμβούλιο αποφασίζει χωρίς καθυστέρηση αν η μετακίνηση ήταν δικαιολογημένη ή όχι.

2. Σ` αυτούς που μετακινούνται για εκτέλεση υπηρεσίας καταβάλλονται τα έξοδα μετακινήσεως, που είναι αποδεδειγμένα ότι έχουν γίνει, ύστερα από απόφαση του συμβουλίου, που μπορεί να ορίζει και ημερήσια αποζημίωση.

3. Τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου που μετέχουν στις συνεδριάσεις του και τα μέλη της δημαρχιακής επιτροπής, εκτός από τον δήμαρχο και τον βοηθό δημάρχου, έχουν δικαίωμα να λάβουν, για κάθε συνεδρίαση και για τρεις το πολύ συνεδριάσεις το μήνα, αποζημίωση ανάλογη με τον πληθυσμό του δήμου. Η αποζημίωση ανάλογη με τον πληθυσμό του δήμου. Η αποζημίωση αυτή καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου της Κεντρικής Ενώσεως Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου μπορούν να εφαρμόζονται και σε κοινότητες που έχουν πληθυσμό περισσότερο από πέντε χιλιάδες κατοίκους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Άρθρο 113
Εκτελεστότητα πράξεων.
Οι πράξεις των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων είναι εκτελεστές, αφότου εκδοθούν, με την επιφύλαξη της διατάξεως της παραγρ. 3 του άρθρου 177 του Κώδικα.

Άρθρο 114
Ακυρότητα πράξεων.

1. Ο νομάρχης ακυρώνει αυτεπαγγέλτως τις πράξεις των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων που είναι αντίθετες προς το νόμο, με αιτιολογημένη απόφασή του, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι ημερών, αφότου έλαβε τις πράξεις αυτές μαζί με τα έγγραφα στοιχεία που είναι αναγκαία για την νόμιμη έκδοσή τους.

2. Κάθε εκλογέας του δήμου ή της κοινότητας καθώς, και οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσφύγει στον νομάρχη και να προσβάλλει τις πράξεις των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων για παράβαση νόμου, μέσα σε πέντε μέρες, αφότου οι πράξεις αυτές δημοσιεύθηκαν. Ο νομάρχης αποφασίζει για την προσφυγή με αιτιολογημένη απόφαση, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα ημερών αφότου έλαβε την προσβαλλόμενη πράξη.

3. Οι αποφάσεις του νομάρχη κοινοποιούνται στο δήμο ή στην κοινότητα και σύ αυτόν που έχει ασκήσει την προσφυγή και δημοσιεύονται όπως προβλέπει η παράγρ. 2 του άρθρου 223 με την φροντίδα του δήμου ή της κοινότητας, για να λάβουν γνώση οι ενδιαφερόμενοι.

4. Οι αποφάσεις του κοινοτικού συμβουλίου, που εκδίδονται στις περιπτώσεις ιζ` και ιη’ της παραγρ. 1 του άρθρου 82, δεν ελέγχονται απ’ τον νομάρχη.

Άρθρο 115
Άσκηση ουσιαστικού ελέγχου από τον νομάρχη.

1. Οι πράξεις των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων πρέπει να εγκρίνονται από τον νομάρχη, αποκλειστικά και μόνον όταν το ορίζει ρητά ο νόμος.

2. Ο νομάρχης ασκεί τον ουσιαστικό έλεγχο, με τρόπο που εξασφαλίζει τη συνεργασία του κράτους και των δήμων και κοινοτήτων και δεν παρεμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση των δήμων και των κοινοτήτων, και αποφασίζει μέσα σε τριάντα μέρες αφότου έλαβε τις πράξεις μαζί με τα έγγραφα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη νόμιμη έκδοση τους, αν θα δώσει ή θ` αρνηθεί την έγκριση. Αν περάσει η προθεσμία αυτή χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση του νομάρχη, θεωρείται ότι η πράξη έχει εγκριθεί.

3. Με προεδρικά διατάγματα μπορούν να καταργούνται διατάξεις του Κώδικα ή άλλων νόμων, που προβλέπουν την έγκριση πράξεων των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων.

Άρθρο 116
Εποπτεία των πράξεων της δημαρχιακής επιτροπής.

1. Για τις πράξεις της δημαρχιακής επιτροπής, που εκδίδονται σύμφωνα με τις περιπτώσεις γ’, δ` και η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 101, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 113 και 114.

2. Οι πράξεις, που εκδίδονται σύμφωνα με τις περιπτώσεις θ`, και ι’ της παραγρ. 1 του άρθρου 101, πρέπει να εγκρίνονται από τον νομάρχη.

3. Ειδικότερα, οι πράξεις με τις οποίες γίνεται κατακύρωση κάθε είδους δημοπρασιών ή διαγωνισμών, πρέπει να εγκρίνονται από τον νομάρχη, μόνον όταν αυτό ορίζεται ρητά στον Κώδικα.

4. Οι αποφάσεις της δημαρχιακής επιτροπής, που εκδίδονται σύμφωνα με τις περιπτώσεις στ` και ζ` της παραγράφου 1 του άρθρου 101, δεν χρειάζεται να ελεγχθούν από τον νομάρχη.

Άρθρο 117
Προσφυγή κατά των αποφάσεων του νομάρχη.
Κατά των αποφάσεων του νομάρχη μπορεί ν` ασκηθεί προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, για παράβαση νόμου, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα ημερών. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του νόμου 3200/1955 “περί διοικητικής αποκεντρώσεως”, όπως ισχύει κάθε φορά.

Άρθρο 118
Προθεσμία για την έγκριση κ.λπ. από άλλες αρχές των πράξεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως

1. Όπου, σύμφωνα με το νόμο, απαιτείται έγκριση, απόφαση ή γνώμη οποιασδήποτε αρχής, ή οργάνου ή οργανισμού για θέματα που αφορούν υπηρεσίες ή έργα οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, η σχετική πράξη εκδίδεται μέσα σ` ένα δίμηνο το αργότερο, αφ’ ότου η αρχή το όργανο ή ο οργανισμός που έχει αρμοδιότητα να εκδώση την πράξη παρέλαβε τα στοιχεία που προβλέπει ο νόμος. Αν αυτή η προθεσμία περάσει χωρίς να έχει εκδοθεί η πράξη, ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως παίρνει την απόφαση, ή η απόφασή του που έχει ληφθεί γίνεται εκτελεστή, και χωρίς την προαναφερόμενη πράξη.

2. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου δεν εφαρμόζονται, όταν πρόκειται να εγκριθούν οργανισμοί εσωτερικής υπηρεσίας δήμων και δημοτικών ιδρυμάτων.

3. Οι πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους κοινοποιούνται στους ενδιαφερόμενους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως και στον νομάρχη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ

Άρθρο 119
Αστική ευθύνη.

1. Οι δήμαρχοι, οι βοηθοί δημάρχου, τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου και των τμημάτων του, τα μέλη της δημαρχιακής επιτροπής, οι πρόεδροι κοινοτήτων και τα μέλη του κοινοτικού συμβουλίου οφείλουν ν’ αποζημιώσουν το δήμο ή την κοινότητα για κάθε θετική ζημία, που προξένησαν εις βάρος της περιουσίας τους από δόλο ή βαριά αμέλεια.

2. Η ζημία καταλογίζεται στα πρόσωπα αυτά με αιτιολογημένη πράξη τριμελούς επιτροπής, που συγκροτείται στην έδρα κάθε νομού ή διαμερίσματος με απόφαση του νομάρχη, και αποτελείται από τον Πρόεδρο των Πρωτοδικών της έδρας του νομού ή τον αναπληρωτή του που ορίζει ο ίδιος, τον διευθυντή εσωτερικών της νομαρχίας ή τον υπάλληλο της νομαρχίας, 5ου τουλάχιστο βαθμού, που ορίζεται αναπληρωτής του, και τον επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου που υπηρετεί στη νομαρχία, ή, όπου δεν υπηρετεί επίτροπος, από έναν υπάλληλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, 4ου τουλάχιστον βαθμού, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η επιτροπή εξετάζει τις υποθέσεις, ύστερα από αίτηση του δήμου ή της κοινότητας ή με εντολή του νομάρχη που ενεργεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε δημότη, και αποφασίζει, αφού κάνει έρευνα και καλέσει τα πρόσωπα που κατηγορούνται για τη ζημία, να δώσουν εξηγήσεις, μέσα σε εύλογο διάστημα. Κατά των πράξεων της επιτροπής επιτρέπεται προσφυγή στο πολυμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο δήμος ή η κοινότητα. Κατά των αποφάσεων του δικαστηρίου επιτρέπεται ν` ασκηθεί έφεση στο τριμελές διοικητικό εφετείο. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξεως της επιτροπής.

3. Ο δήμος ή η κοινότητα πρέπει να υποβάλουν την αίτηση και ο νομάρχης πρέπει να δώσει την εντολή μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών ετών, που αρχίζει αφότου έληξε η δημοτική ή κοινοτική περίοδος.

Άρθρο 120
Πειθαρχική ευθύνη.

1. Στους δημάρχους, βοηθούς δημάρχου, προέδρους κοινοτήτων και στα μέλη των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές του προστίμου, της αργίας και της εκπτώσεως, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του Κώδικα.

2. Ο νομάρχης μπορεί να επιβάλει στα πρόσωπα αυτά την ποινή της αργίας έως τριών μηνών, αν έχουν διαπράξει σοβαρή παράβαση των καθηκόντων τους ή υπέρβαση της αρμοδιότητάς τους από δόλο ή βαριά αμέλεια.

Άρθρο 121
Πειθαρχική διαδικασία.

1. Όλες οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση, αφού προηγηθεί απολογία του εγκαλουμένου ή περάσει η προθεσμία που έχει τάξει ο νομάρχης με γραπτή κλήση στον εγκαλούμενο, χωρίς αυτός να έχει απολογηθεί, η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα μέρες.

2. Ειδικότερα, για την επιβολή των ποινών της αργίας και της εκπτώσεως (εκτός από την έκπτωση που επέρχεται αυτοδικαίως), απαιτείται σύμφωνη γνώμη συμβουλίου, που αποτελείται από τον πρόεδρο του πρωτοδικείου ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, ως πρόεδρο, δύο πρωτοδίκες, τον διευθυντή εσωτερικών της νομαρχίας ή τον νόμιμο αναπληρωτή του και έναν αιρετό εκπρόσωπο της τοπικής ενώσεως δήμων και κοινοτήτων, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τη διοικούσα επιτροπή της.

3. Ο εγκαλούμενος μπορεί να εμφανίζεται αυτοπροσώπως καθώς και με πληρεξούσιο δικηγόρο ή να εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο στο συμβούλιο και να υπερασπίζεται τον εαυτό του, για ν` αντικρούσει την κατηγορία. Το συμβούλιο συνεδριάζει σε δημόσια συνεδρίαση, για την οποία συντάσσονται πρακτικά, και εξετάζει και μάρτυρες. Η απόφαση εκδίδεται ύστερα από μυστική διάσκεψη, δύο μήνες το αργότερο αφότου το συμβούλιο έλαβε το ερώτημα.

4. Εκείνος που τιμωρείται επιτρέπεται ν’ ασκήσει προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, κατά των αποφάσεων που επιβάλλουν οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών αφότου η απόφαση του κοινοποιήθηκε. Ο υπουργός μπορεί είτε ν` απορρίψει την προσφυγή είτε να τη δεχτεί και να εξαφανίσει ή να μειώσει την ποινή, ή να μεταβάλει επιεικέστερα την ποινή που έχει επιβληθεί. Αν επιβληθεί ποινή προστίμου, το πρόστιμο δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των δραχμών δέκα χιλιάδων (10.000).

5. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της αποφάσεως που έχει επιβάλει την ποινή.

6. Τα δικαστικά μέλη του συμβουλίου, που προβλέπει η παράγρ. 2, ορίζονται μαζί με τους αναπληρωτές τους κάθε δύο χρόνια, με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών, που εκδίδεται σύμφωνα με το νόμο περί καταστάσεως δικαστικών λειτουργών.

7. Το συμβούλιο της παραγρ. 2 συγκροτείται κάθε δύο χρόνια με απόφαση του νομάρχη, και τα καθήκοντα του γραμματέα εκτελεί ένας υπάλληλος της διευθύνσεως εσωτερικών της νομαρχίας, τον οποίο ορίζει μαζί με τον αναπληρωτή του ο νομάρχης.

8. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί μέσα σε είκοσι μέρες αφότου η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του κοινοποιήθηκε, να προσφύγει κατά της αποφάσεως αυτής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο κρίνει την υπόθεση και κατά την ουσία. Η προθεσμία δια την άσκηση της προσφυγής αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως που επιβάλλει την ποινή. Αν ασκηθεί η προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η επιτροπή αναστολών, που προβλέπουν οι σχετικές με το δικαστήριο αυτό διατάξεις, χορηγεί, ύστερα από αίτηση του προσφεύγοντος, αναστολή της ποινής, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι εθνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Όταν υποβληθεί τέτοια αίτηση, η ποινή που έχει επιβληθεί δεν εκτελείται, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της επιτροπής αναστολών.

Άρθρο 122
Αποκλειστική άσκηση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας από τον νομάρχη.
Την πειθαρχική δικαιοδοσία ως προς τις δημοτικές και κοινοτικές αρχές ή τα μέλη τους, που προβλέπεται από ειδικούς νόμους και αφορά παραβάσεις των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, ασκεί μόνον ο νομάρχης, ύστερα από καταγγελία της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την εφαρμογή των νόμων αυτών. Οι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

Άρθρο 123
Έκπτωση εξαιτίας καταδίκης.

1. Οι δήμαρχοι, οι βοηθοί δημάρχου, οι πρόεδροι κοινοτήτων και οι δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμά τους :
α) αν στερηθούν τη διαχείριση της περιουσίας τους με τελεσίδικη απόφαση,
β) αν στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώματα με αμετάκλητη δικαστική απόφαση,
γ) αν δικαστούν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι σε κάποιο κακούργημα ή στα πλημμελήματα της παραχαράξεως, της κιβδηλείας, της πλαστογραφίας, της ψευδούς βεβαιώσεως, της δωροδοκίας, της εκβιάσεως, της κλοπής, της υπεξαιρέσεως, της απιστίας, της απάτης, της καταπιέσεως, της αιμομιξίας, της μαστρωπείας, της σωματεμπορίας, της παραβάσεως της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά ή για το λαθρεμπόριο, καθώς και της παραβάσεως καθήκοντος, εφόσον το τελευταίο στρέφεται κατά δήμων, κοινοτήτων ή νομικών προσώπων τους. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του νομάρχη.

2. Όταν γίνει παραπομπή για κακούργημα, με αμετάκλητο βούλευμα ή με απευθείας κλήση, καθώς και όταν γίνει παραπομπή για ένα πλημμέλημα, από αυτά που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, με αμετάκλητο βούλευμα, ο νομάρχης οφείλει να θέσει τον εγκαλούμενο σε κατάσταση αργίας, ώσπου να εκδοθεί η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου.

Άρθρο 124
Απόλυση.

1. Δήμαρχοι, πρόεδροι κοινοτήτων, δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι επιτρέπεται ν’ απολυθούν για σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, ύστερα από εμπεριστατωμένη έκθεση του νομάρχη και σύμφωνη γνώμη συμβουλίου, που αποτελείται από έναν πρόεδρο εφετών Αθηνών, ως πρόεδρο, δύο εφέτες, που έχουν τριετή τουλάχιστον υπηρεσία ως εφέτες, έναν υπάλληλο 1ου βαθμού ή Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών και τον πρόεδρο της Κεντρικής Ενώσεως Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος, ο οποίος αναπληρώνεται από έναν από τους αντιπροέδρους, που υποδεικνύει το διοικητικό Συμβούλιό της.

2. Για τον ίδιο λόγο και με την ίδια διαδικασία, μπορεί να διαλυθεί ένα δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή γίνεται νέα εκλογή, σύμφωνα με το άρθρο 81 του Κώδικα.

3. Κατά της υπουργικής αποφάσεως που διατάσσει την απόλυση ή τη διάλυση, επιτρέπεται προσφυγή στο υπουργικό συμβούλιο, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών, από την κοινοποίηση της αποφάσεως. Το υπουργικό συμβούλιο μπορεί είτε ν’ απορρίψει, είτε να δεχθεί την προσφυγή και να εξαφανίσει την απόφαση για την απόλυση ή τη διάλυση ή να επιβάλει ποινή αργίας έως τριών μηνών.

4. Τα καθήκοντα του γραμματέα του συμβουλίου που προβλέπει η παράγρ. 1 εκτελεί ένας υπάλληλος της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών του Κλάδου ΑΤ1, βαθμού τουλάχιστον 5ου, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Εσωτερικών.

5. Οι διατάξεις των παραγρ. 1, 3, 5, 6, 7, και 8 του άρθρου 121 εφαρμόζονται ανάλογα και σύ αυτήν την περίπτωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ – ΙΔΡΥΜΑΤΑ

Άρθρο 125
Σύσταση
Ένα δημοτικό ή κοινοτικό ίδρυμα (όπως π.χ. νοσοκομείο, βρεφοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο) συνιστάται, ύστερα από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, με διάταγμα, που ορίζει το σκοπό, τους πόρους, την περιουσία και το όνομα του Ιδρύματος. Το διάταγμα εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών και του αρμόδιου καθ` ύλην υπουργού, αφού τηρηθούν και οι ειδικές για κάθε κατηγορία ιδρυμάτων διατάξεις.

Άρθρο 126
Διοίκηση.

1. Τα δημοτικά ή κοινοτικά ιδρύματα διοικούνται από επταμελές αδελφάτο, που απαρτίζεται από τον δήμαρχο ή τον βοηθό δημάρχου, που ορίζει ο δήμαρχος, ή τον πρόεδρο της κοινότητας, ως πρόεδρο, και από άλλα μέλη που εκλέγονται από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο. Ένα από τα μέλη αυτά εκλέγεται από το αδελφάτο ως αντιπρόεδρός του.

2. Δύο από τα μέλη του αδελφάτου εκλέγονται ανάμεσα στα μέλη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και τέσσαρα ανάμεσα σε πρόσωπα που έχουν ανάλογη επαγγελματική ή κοινωνική δράση και ειδικές γνώσεις, όπως γνώσεις γιατρού, κοινωνικού λειτουργού, παιδαγωγού ή άλλες.

3. Τα μέλη του αδελφάτου απαιτείται να είναι Έλληνες πολίτες και κάτοικοι ενός δήμου ή μιας κοινότητας του νομού, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του το ίδρυμα.

4. Τα μέλη του αδελφάτου δεν επιτρέπεται να είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος έως τον 4ο βαθμό ή εξ αγχιστείας έως τον 3ο. Κώλυμα, που δημιουργείται μετά την εκλογή τους, συνεπάγεται αυτοδίκαιη έκπτωση του νεώτερου από αυτούς που έχουν το κώλυμα.

5. Επίσης δεν επιτρέπεται να εκλεγούν μέλη του αδελφάτου ιδιώτες που έχουν στερηθεί τη διαχείριση της περιουσίας τους με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, και δια όσο διάστημα διαρκεί η στέρηση αυτή, καθώς και όσοι έχουν καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι σε κακούργημα ή σε κάποιο από τα πλημμελήματα που αναφέρονται στο άρθρο 123 του Κώδικα. Κώλυμα, που δημιουργείται μετά την εκλογή, συνεπάγεται αυτοδίκαιη έκπτωση από το αξίωμα, για την οποία εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του νομάρχη. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 123 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

Άρθρο 127
Συμμετοχή δωρητών στη διοίκηση.

1. Δωρητές ιδρυμάτων, που έχουν τυχόν επιφυλάξει το δικαίωμα να συμμετέχουν αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο είτε στη διοίκηση τους είτε στις συνεδριάσεις των αδελφάτων, ασκούν τα δικαιώματα αυτά όπως ορίζεται κάθε φορά με διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών.

2. Οι διατάξεις της παραγρ. 1 εφαρμόζονται και όταν, σε διάταξη τελευταίας βουλήσεως, με την οποία αφήνεται περιουσία σε ίδρυμα, έχουν επιφυλαχθεί ανάλογα δικαιώματα υπέρ των εκτελεστών της διαθήκης ή άλλων προσώπων.

Άρθρο 128
Εκλογή και θητεία των μελών των αδελφάτων.

1. Η εκλογή των μελών του αδελφάτου γίνεται κάθε δύο χρόνια και λήγει σε κάθε περίπτωση με την εγκατάσταση των νέων μελών. Μέσα σύ ένα μήνα από την εγκατάσταση των δημοτικών και κοινοτικών αρχών για την πρώτη διετία, και ένα μήνα από τη λήξη της θητείας των μελών του αδελφάτου, το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο συνεδριάζει και εκλέγει με μυστική ψηφοφορία και απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του τα μέλη του αδελφάτου κάθε ιδρύματος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 97 ή των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 92 του Κώδικα.

2. Τα εκλεγόμενα μέλη του αδελφάτου, πριν από την εγκατάστασή τους, δίνουν εμπρός στον πρόεδρο του αδελφάτου τον όρκο που ορίζει το άρθρο 77 του Κώδικα.

3. Οι θέσεις μελών του αδελφάτου, που μένουν κενές κατά τη διάρκεια της δημοτικής περιόδου, καλύπτονται με τα μέλη που εκλέγει το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο μέσα σε οκτώ μέρες αφότου η θέση έμεινε κενή.

4. Τα μέλη του αδελφάτου μπορούν ν’ αντικατασταθούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους, για αποχρώντα λόγο, σχετικό με τη λειτουργία του ιδρύματος, ύστερα από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που λαμβάνεται με την πλειοψηφία του συνόλου των μελών του.

5. Οι διατάξεις της παραγρ. 5 του άρθρου 80 του Κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως και για την αναπλήρωση των μελών του αδελφάτου.

Άρθρο 129
Χαρακτήρας του αξιώματος των μελών του αδελφάτου.

1. Το αξίωμα του μέλους του αδελφάτου είναι τιμητικό και άμισθο. Απαγορεύεται να παρέχεται αμοιβή στα μέλη του αδελφάτου για οποιαδήποτε υπηρεσία τους προς το ίδρυμα. Μέλη του αδελφάτου που ανήκουν στο προσωπικό του, με οποιαδήποτε σχέση, εισπράττουν τις αποδοχές τους.

2. Η διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρου 112 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.

Άρθρο 130
Αναπλήρωση του προέδρου – απαρτία του αδελφάτου.

1. Αναπληρωτής του προέδρου του αδελφάτου είναι ο αντιπρόεδρός του.

2. Το αδελφάτο έχει απαρτία, εφόσον είναι παρόντες ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος και τρία τουλάχιστο μέλη του.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 80 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

Άρθρο 131
Εκτελεστική Επιτροπή.
Σε κάθε ίδρυμα υπάρχει τριμελής εκτελεστική επιτροπή, που αποτελείται από τον πρόεδρο ή τον αντιπρόεδρο και δύο μέλη του αδελφάτου. Τα τακτικά καθώς και δύο αναπληρωματικά μέλη της εκτελεστικής επιτροπής εκλέγονται από το αδελφάτο με σχετική πλειοψηφία, και η θητεία τους είναι διετής. Η εκλογή γίνεται ευθύς μόλις το αδελφάτο καταρτισθεί σε σώμα.

Άρθρο 132
Αρμοδιότητες.

1. Το αδελφάτο, ο πρόεδρός του και η εκτελεστική επιτροπή έχουν ως προς τη διοίκηση του ιδρύματος τις αρμοδιότητες δημοτικού συμβουλίου, δημάρχου και δημαρχιακής επιτροπής, αντιστοίχως.

2. Οι γιατροί που επιλέγονται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, διορίζονται με απόφαση του αδελφάτου του ιδρύματος.

3. Ο πρόεδρος του αδελφάτου μπορεί, με πράξη του, που δημοσιεύεται σύμφωνα με την παράγρ. 3 του άρθρου 105 του Κώδικα να μεταβιβάσει ορισμένες από τις αρμοδιότητές του σε μέλος της εκτελεστικής επιτροπής ή στον γενικό διευθυντή, που τυχόν προβλέπεται από τον οργανισμό του ιδρύματος, ή σε άλλον ανώτατο ή ανώτερο υπάλληλό του.

Άρθρο 133
Λειτουργία του αδελφάτου και εποπτεία.

1. Τα θέματα, τα σχετικά με τις εργασίες του αδελφάτου, την πρόσκληση των μελών του και της εκτελεστικής επιτροπής σε συνεδρίαση, την απαιτούμενη για τη λήψη αποφάσεως πλειοψηφία, τον έλεγχο και την εκτελεστότητα των αποφάσεών του, ρυθμίζονται με ανάλογη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που αφορούν το δημοτικό, συμβούλιο και τη δημαρχιακή επιτροπή.

2. Οι κανονισμοί λειτουργίας των ιδρυμάτων καταρτίζονται και ψηφίζονται από τα αδελφάτα.

3. Για τις αποφάσεις του αδελφάτου, που αφορούν τον προϋπολογισμό, τον απολογισμό, τον οργανισμό της εσωτερικής υπηρεσίας, τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, την εκποίηση ή την ανταλλαγή ακινήτων ή την επιβάρυνσή τους με εμπράγματα δικαιώματα, την αποδοχή κληρονομιών και δωρεών που περιέχουν όρο, ή κληροδοσιών, καθώς και τη συνομολόγηση δανείων, απαιτείται και γνώμη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Το συμβούλιο οφείλει να εκδώσει απόφαση και να την υποβάλει στη νομαρχία, μέσα σε δεκαπέντε μέρες αφότου περιήλθε στο δήμο ή στην κοινότητα η απόφαση του αδελφάτου. Η αρνητική γνώμη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου είναι υποχρεωτική για την αρχή που ασκεί την εποπτεία.

Άρθρο 134
Πόροι.
Πόροι των ιδρυμάτων είναι ιδίως :
α) ετήσια επιχορήγηση του κράτους, του δήμου ή της κοινότητας,
β) κάθε είδους εισφορές, δωρεές, κληρονομίες και κληροδοσίες,
γ) εισπράξεις από το αντίτιμο των πραγμάτων ή υπηρεσιών, που παρέχουν τα ιδρύματα,
δ) πρόσοδοι από τη δική τους περιουσία.

Άρθρο 135
Οικονομική διοίκηση.

1. Οι διατάξεις που ισχύουν για τους δήμους και αφορούν τον οργανισμό της εσωτερικής υπηρεσίας, τον προϋπολογισμό, το οικονομικό έτος, τον απολογισμό, την ταμιακή υπηρεσία, τη διαχείριση, τα δάνεια και την περιουσία, εφαρμόζονται και στα ιδρύματα.

2. Εξαιρούνται από τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου τα ιδρύματα, που διέπονται από τους νόμους “περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών”, για τα οποία εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των νόμων αυτών, εφόσον δεν τροποποιούνται από τον Κώδικα.

3. Τα ιδρύματα εκτελούν έργα και προμηθεύονται πράγματα, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την εκτέλεση έργων και την προμήθεια πραγμάτων από τους δήμους.

4. Τα ιδρύματα, που παίρνουν επιχορήγηση από το κράτος, την εγγράφουν χωριστά στα έσοδα του προϋπολογισμού. Αν η επιχορήγηση παρέχεται στα ιδρύματα για την εκπλήρωση ειδικού σκοπού, εγγράφεται αντίστοιχη πίστωση για το σκοπό αυτόν ιδιαιτέρως στα έξοδα του προϋπολογισμού.

5. Με διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών, καθορίζεται ο τρόπος της διαχειρίσεως φαρμάκων, τροφίμων και υλικού των ιδρυμάτων και ο έλεγχός της.

Άρθρο 136
Κατάργηση.
Τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα καταργούνται με τον ίδιο τρόπο που συστάθηκαν, και η περιουσία τους περιέρχεται στο δήμο ή στην κοινότητα που τα σύστησε. Τις ιδιωτικές περιουσίες, που έχουν περιέλθει στο ίδρυμα με πράξεις εν ζωή ή αιτία θανάτου, εξακολουθεί να διαθέτει ο δήμος ή η κοινότητα ειδικά και αποκλειστικά για τον τοπικό σκοπό για τον οποίο αφιερώθηκαν, με την επιφύλαξη και των διατάξεων που αφορούν την επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση του περιουσιακού στοιχείου που έχει καταλειφθεί η δωρηθεί για τον ίδιο ή άλλον κοινωφελή σκοπό.

Άρθρο 137
Λοιπά δημοτικά και κοινοτικά νομικά πρόσωπα.

1. Με διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν, ύστερα από απόφαση των συμβουλίων τους, να συνιστούν και άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που υπάγονται στην εποπτεία τους.

2. Στην απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου για τη σύσταση του νομικού προσώπου ορίζονται το όνομα, ο σκοπός, τα όργανα της διοικήσεως, η θητεία των μελών της, οι πόροι και η περιουσία που τυχόν αφιερώνεται σ` αυτό.

3. Σκοπός των νομικών αυτών προσώπων είναι η οργάνωση ορισμένης δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας για την καλύτερη ικανοποίηση μιας τοπικής ανάγκης (όπως π.χ. συστήματος υδρεύσεως, φιλαρμονικής, βιβλιοθήκης, μουσείου, γυμναστηρίου, θεάτρου, νεκροταφείου).

4. Οι διατάξεις του άρθρου 133 και των παράγρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 135 εφαρμόζονται και στα νομικά πρόσωπα αυτά. Τα θέματα τα σχετικά με τη διοίκηση και τη διαχείριση του νομικού προσώπου ρυθμίζονται με κανονισμούς, που ψηφίζουν τα δημοτικά ή κοινοτικά συμβούλια.

5. Οι διατάξεις του άρθρου 136 εφαρμόζονται ανάλογα και για την κατάργηση των δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων που προβλέπει τούτο το άρθρο.

6. Στον πρόεδρο και στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του νομικού προσώπου, εκτός από τον δήμαρχο, τον βοηθό δημάρχου και τον πρόεδρο της κοινότητας, επιτρέπεται να καταβάλλεται αποζημίωση για κάθε συνεδρίαση, και έως τρεις συνεδριάσεις, ύστερα από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που “εγκρίνεται από τον νομάρχη”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 138
Σύσταση.

1. Δυο ή περισσότεροι δήμοι ή κοινότητες μπορούν, με απόφαση καθενός από τα δημοτικά ή κοινοτικά τους συμβούλια, να συστήσουν σύνδεσμο δήμων ή κοινοτήτων ή δήμων και κοινοτήτων για την κοινή εκτέλεση και συντήρηση έργων, την προμήθεια μηχανημάτων και υλικών και την παροχή υπηρεσιών, που ανήκουν στις αρμοδιότητές τους, καθώς και για το σχεδιασμό και την κατάρτιση προγραμμάτων και μεθόδων για την ανάπτυξη του ευρύτερου χώρου τους.

2. Η απόφαση των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων περιέχει το σκοπό για τον οποίο ιδρύεται ο σύνδεσμος, τη χρονική διάρκεια και την έδρα του καθώς και τις εισφορές που πρέπει να καταβάλλει κάθε χρόνο ο κάθε δήμος ή η κάθε κοινότητα.

3. Ο νομάρχης, αφού ελέγξει τη νομιμότητα των σχετικών αποφάσεων των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων που αφορούν τη σύσταση του συνδέσμου, εκδίδει σχετική πράξη, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια πράξη, σε περίπτωση που υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στα συμβούλια, ορίζεται και η έδρα του συνδέσμου.

4. Με απόφαση του νομάρχη μπορεί να γίνει υποχρεωτική για ένα δήμο ή για μία κοινότητα η συμμετοχή σε σύνδεσμο του ίδιου νομού, που έχει συσταθεί, εφ` όσον συντρέχουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) αν στο σύνδεσμο μετέχει το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον των δήμων και των κοινοτήτων του νομού,
β) αν αποφασίσει τη συμμετοχή το διοικητικό συμβούλιο του συνδέσμου με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του και
γ) αν οι ανάγκες των κατοίκων δεν μπορούν ν’ αντιμετωπισθούν διαφορετικά.

5. Τα συμβούλια των δήμων και κοινοτήτων που μετέχουν στο σύνδεσμο, μπορούν, με απόφαση που λαμβάνεται όπως ορίζουν οι παράγρ. 1 και 3, να ευρύνουν το σκοπό ή να παρατείνουν τη διάρκεια του συνδέσμου πέρα από τους όρους της συστατικής πράξης. Η συμμετοχή νέου δήμου ή κοινότητας σε υφιστάμενο σύνδεσμο ή η αποχώρηση από αυτόν μέλους του επιτρέπεται, αν το αποφασίσει το συμβούλιο του ενδιαφερόμενου δήμου ή της ενδιαφερόμενης κοινότητας, και δεχθεί την απόφαση το διοικητικό συμβούλιο του συνδέσμου με απόφαση του, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του. Αν το διοικητικό συμβούλιο του συνδέσμου αρνείται αδικαιολόγητα, με οποιοδήποτε τρόπο, ν’ αποδεχθεί τη συμμετοχή στο σύνδεσμο ενός δήμου ή μιας κοινότητας, η συμμετοχή γίνεται υποχρεωτική με απόφαση του νομάρχη, αν οι ανάγκες των κατοίκων δεν μπορούν ν’ αντιμετωπισθούν διαφορετικά, και δεν παρεμποδίζεται η εκπλήρωση του σκοπού του συνδέσμου.

6. Για τη σύσταση συνδέσμου δήμων ή κοινοτήτων ή δήμων και κοινοτήτων που υπάγονται στη περιφέρεια περισσότερων νομών, για τη συμμετοχή ή αποχώρηση μέλους από το σύνδεσμο αυτόν και τη διεύρυνση των σκοπών ή την παράταση της διάρκειας του συνδέσμου αυτού και για τον καθορισμό της έδρας του εκδίδεται κοινή απόφαση των νομαρχών, στην περιφέρεια των οποίων υπάγονται οι ενδιαφερόμενοι δήμοι ή κοινότητες. Σε περίπτωση διαφωνίας των νομαρχών, αποφασίζει ο Υπουργός Εσωτερικών. Την εποπτεία του συνδέσμου αυτού ασκεί ο νομάρχης, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα του.

Άρθρο 139
Διοίκηση

1. Ο σύνδεσμος διοικείται από το διοικητικό συμβούλιο, την εκτελεστική επιτροπή και τον πρόεδρό του.

2. Το διοικητικό συμβούλιο συγκροτείται από αιρετούς αντιπροσώπους του κάθε δήμου ή της κάθε κοινότητας, που υποδεικνύονται από τα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλιά τους, ανάλογα με τον πληθυσμό τους, με βάση τον πληθυσμό του μικρότερου δήμου ή της μικρότερης κοινότητας, που εκπροσωπείται με έναν αντιπρόσωπο. Ο αριθμός των αντιπροσώπων του καθενός από τους λοιπούς δήμους και κοινότητες, που μετέχουν στο σύνδεσμο, βρίσκεται με τη διαίρεση του πληθυσμού του δια του πληθυσμού του μικρότερου από αυτούς. Αν τυχόν απομένει κλάσμα μεγαλύτερο από μισή μονάδα, υπολογίζεται ως μονάδα.

3. Αν ο αριθμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου του συνδέσμου, σύμφωνα με τον υπολογισμό που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος υπερβαίνει τα είκοσι πέντε, κάθε δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο εκλέγει αντιπροσώπους για το διοικητικό συμβούλιο του συνδέσμου ως εξής: Συμβούλια έως πέντε μελών εκλέγουν έναν αντιπρόσωπο το καθένα, συμβούλια έως επτά μελών εκλέγουν δύο, έως εννέα μελών, τρείς, έως έντεκα μελών, τέσσερις, έως δεκαπέντε μελών, πέντε, έως δεκαεννέα μελών, έξι, έως είκοσι πέντε μελών, επτά, και τα υπόλοιπα, οκτώ αντιπροσώπους το καθένα.

4. Αν, με τον υπολογισμό που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος, ο αριθμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου υπερβαίνει τα εβδομήντα πέντε, κάθε δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο εκλέγει αντιπροσώπους για το διοικητικό συμβούλιο του συνδέσμου ως εξής: Τα συμβούλια έως δεκαεννέα μελών, από έναν αντιπρόσωπο, και τα υπόλοιπα, από δύο αντιπροσώπους το καθένα.

5. Σε συνδέσμους δύο έως και τεσσάρων δήμων ή κοινοτήτων, αν ο αριθμός των αντιπροσώπων, σύμφωνα με τον υπολογισμό που προβλέπει η παράγρ. 2, είναι μεγαλύτερος από είκοσι πέντε ή μικρότερος από πέντε, το διοικητικό συμβούλιο συγκροτείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3. Αν τυχόν, και κατά τον υπολογισμό που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγρ. 3, ο αριθμός των αντιπροσώπων είναι μικρότερος από πέντε, το διοικητικό συμβούλιο του συνδέσμου συγκροτείται πάλι από πέντε αντιπροσώπους. για να συμπληρωθούν οι κενές θέσεις ορίζεται από ένας αντιπρόσωπος των δήμων που έχουν το μεγαλύτερο πληθυσμό κατά σειρά. Σε συνδέσμους δύο δήμων ή κοινοτήτων, αν δεν συμπληρώνεται ο αριθμός πέντε αντιπροσώπων ούτε με τον υπολογισμό αυτόν, το συμβούλιο του συνδέσμου συγκροτείται από δύο αντιπροσώπους του δήμου ή της κοινότητας που έχει το μικρότερο πληθυσμό και από τρεις αντιπροσώπους του δήμου ή της κοινότητας που έχει το μεγαλύτερο πληθυσμό.

6. Για όλη τη διάρκεια της δημοτικής ή κοινοτικής περιόδου τα δημοτικά ή κοινοτικά συμβούλια εκλέγουν ως αντιπροσώπους τους μέλη τους ή τον δήμαρχο. Η εκλογή των αντιπροσώπων αυτών γίνεται μέσα σ’ ένα μήνα, αφότου εγκατασταθούν οι δημοτικές ή κοινοτικές αρχές. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 128 παράγρ. 1 και 3. Σε συνδέσμους που συνιστώνται μετά την εγκατάσταση των δημοτικών και κοινοτικών αρχών, οι αντιπρόσωποι εκλέγονται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη σύσταση του συνδέσμου. Αν ο δήμος ή η κοινότητα δεν ορίσουν αντιπροσώπους, στο διοικητικό συμβούλιο του συνδέσμου μετέχουν, ώσπου να γίνει η εκλογή, ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας, και αν οι αντιπρόσωποι του ίδιου δήμου ή της ίδιας κοινότητας είναι περισσότεροι, μετέχουν σύμβουλοι του επιτυχόντος συνδυασμού, κατά τη σειρά της εκλογής τους.

7. Το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει στην έδρα του συνδέσμου, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την εκλογή των αντιπροσώπων, ύστερα από πρόσκληση του αντιπροσώπου του δήμου ή της κοινότητας της έδρας του συνδέσμου, και αν υπάρχουν περισσότεροι αντιπρόσωποι, του δημοτικού ή του κοινοτικού συμβούλου που έχει εκλεγεί με τους περισσότερους ψήφους, και εκλέγει ανάμεσα στα μέλη του τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο καθώς και τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής. Στη συνεδρίαση προεδρεύει αυτός που συγκάλεσε το διοικητικό συμβούλιο. Οι διατάξεις του άρθρου 102 του Κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως.
Για τη διεξαγωγή της εκλογής που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος, το διοικητικό συμβούλιο του συνδέσμου έχει νόμιμη συγκρότηση, εφόσον έχει οριστεί αριθμός αντιπροσώπων ίσος με τα 3/5 του συνολικού αριθμού των μελών του.

Η απαρτία υπολογίζεται με βάση το συνολικό αριθμό των μελών.

8. Η εκτελεστική επιτροπή αποτελείται από τον πρόεδρο του συμβουλίου του συνδέσμου, ως πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και ένα μέλος, σε συμβούλια έως είκοσι πέντε μελών, τρία μέλη σε συμβούλια από είκοσι έξι έως πενήντα μελών και πέντε μέλη σε πολυμελέστερα συμβούλια. Στις τριμελείς εκτελεστικές επιτροπές, εκλέγεται και ένα αναπληρωματικό μέλος. Η εκλογή των μελών της εκτελεστικής επιτροπής γίνεται κάθε δύο χρόνια, σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7, και η θητεία τους λήγει με την εγκατάσταση των νέων μελών της.

9. Το διοικητικό συμβούλιο του συνδέσμου, εφόσον έχει περισσότερα από είκοσι πέντε μέλη, έχει απαρτία, όταν παρίσταται το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού των μελών του.

Άρθρο 140
Αρμοδιότητες και λειτουργίες των οργάνων του συνδέσμου

1. Το διοικητικό συμβούλιο του συνδέσμου και ο πρόεδρός του έχουν τις αρμοδιότητες του κοινοτικού συμβουλίου και του προέδρου της κοινότητας αντιστοίχως. Οι σχετικές διατάξεις που αφορούν τις κοινότητες εφαρμόζονται αναλόγως. Η εκτελεστική επιτροπή έχει τις αρμοδιότητες του συμβουλίου που το ίδιο το συμβούλιο της αναθέτει, εκτός από τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στις περιπτώσεις α, β, και ζ του άρθρου 82 και τη διάλυση του συνδέσμου.

2. Επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση αστικών ή αγροτικών ακινήτων ή η σύσταση δουλείας εις βάρος τους υπέρ συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων, για δημόσια ωφέλεια. Οι διατάξεις που αφορούν την απαλλοτρίωση υπέρ δήμων και κοινοτήτων εφαρμόζονται αναλόγως.

3. Οι διατάξεις που ρυθμίζουν τη λειτουργία του κοινοτικού συμβουλίου ισχύουν αναλόγως και δια τα συλλογικά όργανα των συνδέσμων.

4. Σε όσες περιπτώσεις δεν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται στους συνδέσμους οι σχετικές με τις κοινότητες διατάξεις, μεταξύ των οποίων και αυτές που αφορούν τη διεξαγωγή της ταμιακής υπηρεσίας.

5. Προκειμένου για τους συνδέσμους που έχουν ως σκοπό την υγειονομική ταφή απορριμμάτων ή την παροχή υπηρεσιών υδρεύσεως, αποχετεύσεως και αρδεύσεως, για την εκτέλεση απευθείας από τον πρόεδρό τους έργου, προμήθειας, εργασίας ή μεταφοράς, ισχύουν τα χρηματικά όρια που καθορίζονται στην παράγρ. 1 του άρθρου 197 του Κώδικα.

Άρθρο 141
Έξοδα παραστάσεως και κινήσεως.

1. Ο πρόεδρος του συνδέσμου εισπράττει έξοδα παραστάσεως, που καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο του συνδέσμου, εφόσον ο σύνδεσμος εκτελεί έργα ή παρέχει τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει συσταθεί. Τα έξοδα καθορίζονται ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του συνδέσμου και την έκταση της δραστηριότητάς του.

2. Για τις μετακινήσεις, που πραγματοποιούν ο πρόεδρος και τα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου έξω από την έδρα τους για την εκτέλεση υπηρεσίας, μπορούν να καταβάλλονται οδοιπορικά έξοδα και ημερήσια αποζημίωση, που καθορίζονται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του συνδέσμου.

Άρθρο 142
Πόροι.
Πόροι του συνδέσμου είναι :
α) οι πρόσοδοι από την περιουσία του,
β) οι ετήσιες εισφορές των δήμων και κοινοτήτων,
γ) δωρεές, επιχορηγήσεις και εισφορές που παρέχει το δημόσιο ή άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οργανισμοί και
δ) οι πρόσοδοι από τους φόρους, τα τέλη και τα δικαιώματα που επιβάλλονται υπέρ του συνδέσμου.

Άρθρο 143
Διάλυση

1. Ο σύνδεσμος διαλύεται απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δυο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του : α) όταν έχει εκπληρωθεί ο σκοπός του ή β) όταν λήξει το χρονικό διάστημα για το οποίο έχει συσταθεί.

2. Ο σύνδεσμος διαλύεται επίσης αν τα δύο τρίτα των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων των δήμων και των κοινοτήτων που μετέχουν στο σύνδεσμο, αποφασίσουν τη διάλυση, επειδή διαπιστώνεται αδυναμία για την εκπλήρωση του σκοπού του. Ο νομάρχης εκδίδει τη σχετική απόφαση, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Τα θέματα τα σχετικά με την κατανομή του ενεργητικού και των υποχρεώσεων ενός συνδέσμου που διαλύεται, καθώς και κάθε άλλη έννομη σχέση του ρυθμίζονται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, ανάλογα με το ύψος της ετήσιας εισφοράς κάθε δήμου ή κοινότητας που συμμετέχει.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ-ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ- ΕΡΓΑ-ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ Α`
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Άρθρο 144
Περιεχόμενο προϋπολογισμού
Στον προϋπολογισμό γράφονται όλα τα έσοδα και οι δαπάνες των δήμων και των κοινοτήτων.

Άρθρο 145
Οικονομικό έτος και παράτασή του.

1. Το οικονομικό έτος της διαχειρίσεως των δήμων και των κοινοτήτων αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

2. Η εκτέλεση του προϋπολογισμού κάθε οικονομικού έτους παρατείνεται: 1) επι ένα μήνα για την είσπραξη των εσόδων που έχουν βεβαιωθεί έως τη λήξη του και 2) επι δύο μήνες, για την πληρωμή των εξόδων, για τα οποία οι σχετικές υποχρεώσεις έχουν αναληφθεί έως τη λήξη του.

Άρθρο 146
Έσοδα.
Τα έσοδα είναι:
1) τακτικά, που προέρχονται:
α) από τα εισοδήματα της κινητής και ακίνητης περιουσίας,
β) από ανταποδοτικά τέλη και δικαιώματα,
γ) από φόρους, τέλη, δικαιώματα και εισφορές και
δ) από τακτική κρατική επιχορήγηση και
2) έκτακτα, που προέρχονται:
α) από δάνεια, δωρεές, κληροδοτήματα και κληρονομίες,
β) από εκποίηση περιουσιακών στοιχείων και γ) από κάθε άλλη πηγή.

Άρθρο 147
Δαπάνες

1. Αι δαπάνες είναι υποχρεωτικές και προαιρετικές, Υποχρεωτικές δαπάνες είναι
α) οι δαπάνες για την πληρωμή των διαφόρων εξόδων διοικήσεως όπως είναι π.χ. τα έξοδα παραστάσεως, οι αποδοχές του κάθε είδους προσωπικού, η γραφική ύλη, τα έντυπα και βιβλία, τα μισθώματα γραφείων που χρησιμοποιούνται για τις υπηρεσίες των δήμων ή των κοινοτήτων, τα έξοδα βεβαιώσεως και εισπράξεως,
β) οι δαπάνες για την εξόφληση οφειλών,
γ) οι ετήσιες εισφορές υπέρ των συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων και
δ) οι επιχορηγήσεις, που ορίζουν οι δήμοι και οι κοινότητες χάριν των ιδρυμάτων και των νομικών προσώπων που ιδρύει κάθε δήμος ή κοινότητα.

2. Καμιά άλλη εισφορά, από αυτές που επιβάλλονται από το νόμο ως υποχρεωτικές, για οποιαδήποτε αιτία, δεν είναι υποχρεωτική για τους δήμους και τις κοινότητες χωρίς απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που εκδίδεται πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου της Κεντρικής Ενώσεως Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδος. Η Κεντρική Ένωση γνωμοδοτεί μέσα σε σαράντα πέντε μέρες αφότου έλαβε το σχετικό ερώτημα. Αν η προθεσμία περάσει χωρίς να έχει δοθεί η γνώμη, η απόφαση εκδίδεται και χωρίς αυτήν.

3. Οι εισφορές υπολογίζονται με βάση τα τακτικά έσοδα που πραγματοποιήθηκαν το προτελευταίο έτος που αφορά ο προϋπολογισμός.

Άρθρο 148
Κατάρτιση και ψήφιση προϋπολογισμού.

1. Η δημαρχιακή επιτροπή η ο πρόεδρος της κοινότητας συντάσσει το σχέδιο του προϋπολογισμού των εσόδων και εξόδων του δήμου ή της κοινότητας και το υποβάλλει, μαζί με αιτιολογία για κάθε εγγραφή στο δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, για συζήτηση και απόφαση, το αργότερο έως το τέλος Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Το συμβούλιο, έως το τέλος Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ψηφίζει τον προϋπολογισμό και τον υποβάλλει στον νομάρχη.

2. Αν το σχέδιο του προϋπολογισμού δεν καταρτιστεί και δεν υποβληθεί όπως προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, ή αν ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου ή ο πρόεδρος της κοινότητας δεν μεριμνήσουν για να συγκληθεί το συμβούλιο έως τις 30 Οκτωβρίου, το συμβούλιο συνέρχεται αυτοδικαίως την πρώτη Κυριακή μετά την ημερομηνία αυτή και προχωρεί στη σύνταξη και ψήφιση του προϋπολογισμού.

3. Αν δεν συνταχθεί και δεν ψηφιστεί ο προϋπολογισμός την τακτή ημέρα που ορίζει η προηγούμενη παράγραφος, αδικαιολόγητα, ο νομάρχης, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε δημότη, καλεί το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο σε συνεδρίαση για να συντάξει τον προϋπολογισμό και να λάβει απόφαση σχετικά με αυτόν.

4. Ο νομάρχης επιβάλλει στα μέλη της δημαρχιακής επιτροπής, στα μέλη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου καθώς και στον πρόεδρο της κοινότητας, σε περίπτωση που έχουν υπερβεί με υπαιτιότητά τους τις προθεσμίες των παραγράφων 1, 2 και 3 τούτου του άρθρου, πειθαρχική ποινή προστίμου πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000-20.000) δραχμών.

Άρθρο 149
Διάρκεια της ισχύος του προϋπολογισμού.

1. Ώσπου ν’ αρχίσει να ισχύει ο νέος προϋπολογισμός, και πάντως όχι αργότερα από το τέλος Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους, ισχύει ο προϋπολογισμός του έτους που έχει λήξει.

2. Μετά την πάροδο του τριμήνου, απαγορεύεται να γίνει οποιαδήποτε δαπάνη με βάση τον προϋπολογισμό του περασμένου έτους.

Άρθρο 150
Μεταφορά πιστώσεως για την εκτέλεση έργου – αποθεματικό

1. Πίστωση, που έχει εγγραφεί στον προϋπολογισμό για την εκτέλεση ορισμένου έργου, επιτρέπεται, σε περίπτωση που υπάρχει αδυναμία να εκτελεστεί αυτό το έργο, να διατεθεί μόνον για την εκτέλεση άλλου έργου. Για τη διάθεση αυτή απαιτείται αναμόρφωση του προϋπολογισμού.

2. Κατά το τελευταίο τρίμηνο του οικονομικού έτους επιτρέπεται να διατεθούν πιστώσεις, που έχουν εγγραφεί για έργα που δεν έχουν εκτελεστεί και δεν μπορούν πια να εκτελεστούν στο διάστημα που απομένει, για την πληρωμή άλλων δαπανών.
Για τη διάθεση αυτή απαιτείται αναμόρφωση του προϋπολογισμού.

3. Το αποθεματικό κεφάλαιο του δημοτικού ή κοινοτικού προϋπολογισμού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα τοις εκατό (4%) του συνόλου των τακτικών εσόδων που είναι γραμμένα στον προϋπολογισμό.

Άρθρο 151
Έλεγχος προϋπολογισμού.

1. Η απόφαση του νομάρχη, η σχετική με τον προϋπολογισμό του δήμου ή της κοινότητας, εκδίδεται μόνον εφόσον έχουν υποβληθεί σ’ αυτόν οι αποφάσεις των συμβουλίων που αφορούν την επιβολή των φόρων, τελών, δικαιωμάτων και εισφορών που είναι γραμμένα στο προϋπολογισμό.

2. Ο νομάρχης ελέγχει τον προϋπολογισμό και μπορεί να διαγράψει έσοδα ή έξοδα, που δεν έχουν επιβληθεί νομίμως ή των οποίων η εγγραφή είναι αντίθετη προς το νόμο.

3. Ο νομάρχης, με αιτιολογημένη απόφασή του, εγγράφει αυτεπαγγέλτως στον προϋπολογισμό τις υποχρεωτικές δαπάνες που δεν έχουν εγγραφεί. Αν τα έσοδα δεν επαρκούν για την κάλυψη των υποχρεωτικών δαπανών, ο νομάρχης καλεί το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο για να ψηφίσει μέσα σε δεκαπέντε μέρες τους πόρους που είναι αναγκαίοι επιπλέον. Αν το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο δεν αποφασίσει μέσα στην προθεσμία αυτή, ο νομάρχης εγγράφει στον προϋπολογισμό, με αιτιολογημένη απόφασή του, τους πόρους που έχουν νομοθετηθεί υπέρ των δήμων ή κοινοτήτων και προέρχονται από φόρους, τέλη, δικαιώματα και εισφορές, με έναν από τους συντελεστές που ίσχυσαν κατά τα δυο προηγούμενα έτη, (οι οποίοι έτσι ισχύουν και για το έτος αυτό), ή αυξάνει τους συντελεστές αυτούς, μέσα στα όρια του νόμου, για να καλυφθούν οι επιπλέον πόροι. Αν πρόκειται για φόρο, τέλος, δικαίωμα, ή εισφορά, που επιβάλλονται με νόμο για πρώτη φορά, ο νομάρχης τα εγγράφει στον προϋπολογισμό με την ίδια διαδικασία και με τον συντελεστή που αρμόζει.

4. Με την απόφαση του νομάρχη, που αφορά τον προϋπολογισμό, επιτρέπεται:
α) να διορθωθούν αθροιστικά λάθη,
β) συγκεκριμένα έσοδα, που προβλέπονται από το νόμο, να εγγραφούν, εφόσον δεν έχουν εγγραφεί, και ν’ αυξομειωθούν εφόσον έχουν υπολογιστεί με τρόπο λανθασμένο, και
γ) ν’ αυξομειώσουν υποχρεωτικές δαπάνες, που έχουν υπολογιστεί με τρόπο λανθασμένο.

5. Κατά των αποφάσεων του νομάρχη επιτρέπεται ν’ ασκήσει αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, κάθε εκλογέας και οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον.

6. Ο τύπος του προϋπολογισμού των δήμων και κοινοτήτων θα καθοριστεί με διάταγμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 152
Απολογισμός δήμων.

1. Έως ενεργεί την ταμιακή υπηρεσία του δήμου υποβάλλει δια μέσου του δημάρχου στη δημαρχιακή επιτροπή τους λογαριασμούς του οικονομικού έτους που έληξε. Ο απολογισμός υποβάλλεται ενιαίος ανεξάρτητα από τις μεταβολές που έχουν τυχόν γίνει, ως προς τα πρόσωπα εκείνων που ενεργούν την ταμιακή υπηρεσία.

2. Μέσα σε δύο μήνες αφότου παρέλαβε τους λογαριασμούς, η δημαρχιακή επιτροπή τους προελέγχει και, το αργότερο πέντε μέρες μετά τη λήξη του διμήνου, υποβάλλει τον απολογισμό μαζί με έκθεση της στο δημοτικό συμβούλιο. Το συμβούλιο, μέσα σε προθεσμία δυο μηνών αφότου παρέλαβε τον απολογισμό και την έκθεση της δημαρχιακής επιτροπής, αποφασίζει με πράξη του για την έγκριση του απολογισμού και διατυπώνει τις παρατηρήσεις του σχετικά με αυτόν.

3. Ο απολογισμός μαζί με όλα τα δικαιολογητικά υποβάλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μέσα σ’ ένα μήνα αφότου εκδόθηκε η πράξη του δημοτικού Συμβουλίου που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος, για να ελεγχθεί, και η υποβολή του ανακοινώνεται στον νομάρχη.

4. Ο νομάρχης επιβάλλει στον δημοτικό ταμία, στα μέλη της δημαρχιακής επιτροπής και στα μέλη του δημοτικού συμβουλίου, αν δεν έχουν τηρήσει με υπαιτιότητά τους τις προθεσμίες των παραγράφων 1 και 2, πειθαρχική ποινή προστίμου έως τριών χιλιάδων (3.000) δραχμών, και τους ορίζει εύλογη προθεσμία για να συμμορφωθούν. Σε όσους δεν έχουν συμμορφωθεί έως το τέλος της προθεσμίας αυτής, ο νομάρχης επιβάλλει πειθαρχική ποινή προστίμου μέχρι δέκα χιλιάδων (10.000). δραχμών.

Άρθρο 153
Απολογισμός κοινοτήτων.

1. Έως το τέλος Απριλίου, ο διευθυντής του δημόσιου ταμείου στέλνει στην κοινότητα τους λογαριασμούς της διαχειρίσεως του περασμένου οικονομικού έτους μαζί με τα σχετικά δικαιολογητικά. Το κοινοτικό συμβούλιο αποφασίζει για την έγκριση του απολογισμού και διατυπώνει τις παρατηρήσεις του, με πράξη που εκδίδει μέσα σ’ ένα δίμηνο από την παραλαβή των λογαριασμών.

2. Οι παράγρ. 3 και 4 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.

Άρθρο 154
Υποβολή στατιστικών στοιχείων.

1. Ευθύς μόλις λήξει το οικονομικό έτος, οι δημοτικοί ταμίες καταρτίζουν συνοπτική κατάσταση των εσόδων και των εξόδων των δήμων, που υποβάλλουν στο Υπουργείο Εσωτερικών και στον νομάρχη, καθώς και απολογιστικό πίνακα, που υποβάλλουν στην υπηρεσία στατιστικής του Υπουργείου Εσωτερικών.

2. Τα ίδια στοιχεία υποβάλλουν και οι διευθυντές των δημόσιων ταμείων για τους δήμους και τις κοινότητες της περιφερείας τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ

Άρθρο 155
Λογοδοσία δημάρχου.

1. Έως το τέλος Μαΐου, ο δήμαρχος, σε ιδιαίτερη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, εκθέτει με λεπτομέρειες τα πεπραγμένα της δημοτικής αρχής και ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση και γενικά τη διοίκηση του δήμου και την εφαρμογή του προγράμματος δημοτικής δράσεως που έχει εγκριθεί. Η έκθεση αυτή διανέμεται σε κάθε δημοτικό σύμβουλο. Το δημοτικό συμβούλιο μπορεί να διατυπώνει παρατηρήσεις.

2. Οι δήμοι οφείλουν να ενημερώνουν τους κατοίκους του δήμου, με τα πιο κατάλληλα μέσα, σχετικά με το περιεχόμενο της λογοδοσίας.

3. Η έκθεση του δημάρχου και αντίγραφο του πρακτικού του συμβουλίου υποβάλλονται στον νομάρχη. Αν διατυπωθούν συστάσεις και υποδείξεις από τον νομάρχη, ανακοινώνονται σε συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου.

Άρθρο 156
Λογοδοσία του προέδρου της κοινότητος.

1. Ο πρόεδρος της κοινότητας, με προκήρυξή του, που τοιχοκολλείται πριν από οκτώ τουλάχιστο μέρες, καλεί τους δημότες έως την τελευταία Κυριακή του Μαΐου, σε κατάλληλο χώρο και ώρα, και λογοδοτεί προς αυτούς, για τα πεπραγμένα της κοινοτικής αρχής, που αφορούν τη διοίκηση και τη διαχείριση των κοινοτικών υποθέσεων κατά τη διάρκεια του έτους που έληξε. Στη λογοδοσία είναι παρόν και το κοινοτικό συμβούλιο. Ο πρόεδρος της κοινότητας συγκαλεί το συμβούλιο σε συνεδρίαση πριν από τη λογοδοσία και το ενημερώνει για το περιεχόμενό της. Για τη συνεδρίαση αυτή του συμβουλίου συντάσσεται πρακτικό.

2. Κάθε δημότης, κάτοικος, η φορολογούμενος έχει δικαίωμα να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικές με τη λογοδοσία, στη συνέλευση αυτή.

3. Η διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρου 155 εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΤΑΜΙΑΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Άρθρο 157
Διεξαγωγή

1. Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων διεξάγει την ταμιακή υπηρεσία των δήμων και των κοινοτήτων δια μέσου των δημοσίων ταμείων.

2. Στους δήμους ο οργανισμός εσωτερικής υπηρεσίας μπορεί να προβλέπει ειδική ταμιακή υπηρεσία.

Άρθρο 158
Για την είσπραξη εσόδων των δήμων και των κοινοτήτων εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των δημόσιων εσόδων. Τα ταμιακά όργανα ασκούν αντιστοίχως όλες τις αρμοδιότητες που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές.

Άρθρο 159
Έλεγχος της ταμιακής διαχειρίσεως.
Εκείνοι που διεξάγουν την ταμιακή υπηρεσία των δήμων και των κοινοτήτων οφείλουν να παρέχουν κάθε πληροφορία που ζητά ο νομάρχης ή ο Υπουργός Εσωτερικών, οι οποίοι, αν συντρέχει ειδική περίπτωση, μπορούν να διατάξουν και έλεγχο της διαχειρίσεώς τους. Τον έλεγχο διενεργούν οι επιθεωρητές που ανήκουν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εσωτερικών. Οι επιθεωρητές αυτοί έχουν ως προς τον έλεγχο όλες τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες των οικονομικών επιθεωρητών δημοσίων υπολόγων.

Άρθρο 160
Αναστολές χρεών-διευκολύνσεις οφειλετών.

1. Οι διατάξεις οι σχετικές με την αναστολή της εξοφλήσεως χρεών προς το δημόσιο δεν εφαρμόζονται για χρέη προς δήμους και κοινότητες.

2. Εκείνοι που διεξάγουν την ταμιακή υπηρεσία μπορούν να παρέχουν στους οφειλέτες των δήμων και των κοινοτήτων τις διευκολύνσεις που επιτρέπονται για τους οφειλέτες του δημοσίου, με εξαίρεση τους οφειλέτες βάσει συμβάσεων.

3. Η εξόφληση των χρεών προς δήμους και κοινότητες μπορεί, για εξαιρετικούς λόγους, να ορίζεται σε δόσεις ή προθεσμίες. Σύμφωνα με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που “εγκρίνεται από τον νομάρχη”, ο χρόνος για την καταβολή μπορεί να υπερβαίνει το χρόνο τον επιτρεπόμενο κατά την προηγούμενη παράγραφο.
Σχετικό:  παρ.1 εδαφ.β` του Π.Δ. 22/1982 (Α` 3): Καταργείται ο ουσιαστικός έλεγχος που ασκείται από τον Νομάρχη επι των πράξεων των Δημοτικών και Κοινοτικών Συμβουλίων και προ- βλέπεται στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 160 ως “έγκριση”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Άρθρο 161
Έντοκη κατάθεση εσόδων των δήμων και κοινοτήτων.

1. Εφόσον η διαχείριση των εσόδων ενός δήμου ή μιας κοινότητας έχει ανατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το χρηματικό υπόλοιπο, που απομένει στα δημόσια ταμεία στο τέλος κάθε έτους, κατατίθεται εντόκως στο ταμείο αυτό. Το επιτόκιο μπορεί να είναι κατώτερο από το επιτόκιο των δανείων που χορηγεί το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά μία μονάδα το πολύ. Το προϊόν του τόκου εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κατανέμεται σε δήμους και κοινότητες το 60% από αυτό, για την εκτέλεση έργων υδρεύσεως, οδοποιίας, ηλεκτροφωτισμού και αποχετεύσεως, και το υπόλοιπο για την κάλυψη επιτακτικών αναγκών τους.

2. Ο δημοτικός ταμίας δεν έχει δικαίωμα να κρατά στο ταμείο περισσότερο από το ένα δωδεκατημόριο των εξόδων που είναι γραμμένα στον προϋπολογισμό του δήμου. Τα υπόλοιπα χρήματα καταθέτει εντόκως και σε λογαριασμό όψεως στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο ή στην Εθνική ή την Αγροτική Τράπεζα.

3. Ύστερα από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν να καταθέτουν εντόκως τα έσοδά τους, που προέρχονται από εκποίηση περιουσιακών τους στοιχείων ή από δωρεές και κληροδοτήματα και προορίζονται αποκλειστικά για την εκτέλεση κοινωφελών έργων, σε ιδιαίτερο λογαριασμό, στο όνομά τους, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, σύμφωνα με την παράγρ. 1, για το διάστημα που μεσολαβεί έως την έναρξη της εκτελέσεως των έργων αυτών.

Άρθρο 162
Πληρωμή εκκαθαρισμένης απαιτήσεως.

1. Αν ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας αρνείται να εκδώσει ένταλμα για την πληρωμή μιας εκκαθαρισμένης απαιτήσεως, που προβλέπεται στον προϋπολογισμό, ο δικαιούχος έχει δικαίωμα, δέκα μέρες αφότου επιδόθηκε με απόδειξη αίτησή του στον δήμαρχο ή στον πρόεδρο της κοινότητος, να υποβάλει αναφορά προς τον νομάρχη.

2. Ο νομάρχης, με αιτιολογημένη απόφαση, διατάζει να εκδοθεί το ένταλμα μέσα σε ορισμένη προθεσμία.

3. Αν δεν προβλέπεται σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό, το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο οφείλει, μέσα στην προθεσμία που ορίζει ο νομάρχης, να τροποποιήσει με απόφασή του τον προϋπολογισμό, ώστε να εγγραφεί η αναγκαία πίστωση και να εκδοθεί αμέσως το σχετικό ένταλμα.

4. Αν η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγρ. 2 περάσει, χωρίς να έχει εκδοθεί το ένταλμα, ο νομάρχης το εκδίδει απευθείας. Στην περίπτωση της παραγρ. 3, τροποποιεί τον προϋπολογισμό και συγχρόνως εκδίδει το ένταλμα απευθείας. Και στις δύο περιπτώσεις επιβάλλει στον δήμαρχο ή στον πρόεδρο της κοινότητας και στους υπαίτιους δημοτικούς ή κοινοτικούς συμβούλους πειθαρχική ποινή προστίμου έως τριών χιλιάδων (3.000) δραχμών.

Άρθρο 163
Εντάλματα προπληρωμής.

1. Η έκδοση ενταλμάτων προπληρωμής επιτρέπεται μόνον:
α) για να γίνουν πληρωμές για την εκτέλεση δημοτικών και κοινοτικών έργων και για την προμήθεια των υλικών που απαιτούνται γι` αυτά, εφόσον γίνονται χωρίς δημοπρασία, και εφόσον η πληρωμή με τακτικό ένταλμα στο όνομα των δικαιούχων καθιστά αδύνατη την εκτέλεση του έργου ή της προμήθειας ή
β) για την πληρωμή προμηθειών που γίνονται με δημοπρασία, όταν η προμήθεια γίνεται έξω από την έδρα του δήμου ή της κοινότητας ή απευθείας από το εξωτερικό, και είναι αδύνατη ή επιζήμια ή χωρίς προπληρωμή προμήθεια.

2. Τα εντάλματα προπληρωμής εκδίδονται στο όνομα δημοτικών ή κοινοτικών υπαλλήλων.

Άρθρο 164
Πάγια προκαταβολή.

1. Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μπορεί να παρέχεται πάγια προκαταβολή εις βάρος του σχετικού κωδικού αριθμού του προϋπολογισμού, για την πληρωμή μικρών δαπανών. Με την απόφαση ορίζεται:
α) το ποσό της προκαταβολής, που δεν μπορεί να υπερβαίνει, για τις κοινότητες, το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) δραχμών, για τους δήμους Αθηναίων, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Περιστερίου και Πατρέων το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών και για τους λοιπούς δήμους το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) δραχμών και
β) ο δημοτικός ή κοινοτικός υπάλληλος, που στο όνομά του θα εκδοθεί το ένταλμα και που θα ενεργεί τις πληρωμές σύμφωνα με τις έγγραφες εντολές του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας.

2. Ο δήμαρχος η ο πρόεδρος της κοινότητας οφείλει, αφού γίνουν οι πληρωμές, να θέτει χωρίς καθυστέρηση τα δικαιολογητικά τους υπόψη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, για τον έλεγχο και την έγκριση της δαπάνης.

Άρθρο 165
Διαγραφή χρεών.

1. Κάθε είδους χρέη προς τους δήμους και τις κοινότητες μπορούν να διαγραφούν ολόκληρα ή εν μέρει:
α) όταν οι οφειλέτες πέθαναν χωρίς ν’ αφήσουν καμιά περιουσία και οι κληρονόμοι τους αποποιήθηκαν την κληρονομία,
β) όταν οι οφειλέτες δεν έχουν καθόλου περιουσία, και η επιδίωξη της εισπράξεως δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα επί τρία χρόνια, εφότου έληξε η χρήση κατά την οποία βεβαιώθηκαν,
γ) όταν οι οφειλέτες δεν έχουν περιουσία και είναι αγνώστου διαμονής, εφόσον οι προσπάθειες, που έγιναν επι μία τριετία για την ανεύρεση της διαμονής τους, δεν έφεραν αποτέλεσμα και
δ) όταν η εγγραφή στους οριστικούς βεβαιωτικούς καταλόγους δημοτικών ή κοινοτικών φόρων, τελών, δικαιωμάτων και εισφορών έγινε κατά τρόπο προφανώς λανθασμένο ως προς τη φορολογητέα ύλη ή το πρόσωπο του φορολογουμένου, ή όταν έγινε κατά λάθος πολλαπλή εγγραφή για το ίδιο είδος εσόδου και για το ίδιο πρόσωπο.

2. Η διαγραφή των χρεών γίνεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.

Άρθρο 166
Γενικές διατάξεις.

1. Με διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κανονίζονται τα θέματα τα σχετικά με την ανάληψη υποχρεώσεων, την έκδοση των χρηματικών ενταλμάτων, της ευθύνη και τον καταλογισμό σε βάρος των προσώπων που τα εκδίδουν και τα προσυπογράφουν, τη χρηματική διαχείριση της ταμιακής υπηρεσίας, τη λογοδοσία των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων και γενικά την οικονομική διοίκηση και το λογιστικό των δήμων και κοινοτήτων.

2. Με άλλο διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, ρυθμίζεται η ευθύνη των προσώπων που διαχειρίζονται ένα δημοτικό ή κοινοτικό ταμείο ως προς την είσπραξη των εσόδων και την πληρωμή των δαπανών, καθώς και η διαδικασία και το περιεχόμενο του ελέγχου των χρηματικών ενταλμάτων.

3. Αν ο ταμίας αμφισβητήσει την νομιμότητα του εντάλματος, αποφασίζει ο νομάρχης. Η απόφαση του νομάρχη είναι υποχρεωτική για τον ταμία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΔΑΝΕΙΑ

Άρθρο 167
Διαδικασία συνομολογήσεως.

1. Οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν να συνομολογούν δάνεια με το κράτος, με αναγνωρισμένα πιστωτικά ιδρύματα, με νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και με κάθε είδους δημόσιους οργανισμούς, για την πραγματοποίηση κάθε σκοπού που ανήκει στην αρμοδιότητά τους.

2. Με την απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου που αφορά τη σύναψη του δανείου πρέπει να καθορίζονται ο σκοπός, οι όροι του, και η τοκοχρεωλυτική δόση. Για να συναφθεί δάνειο για την εκτέλεση έργων ή προμηθειών, πρέπει να υπάρχει προκαταρκτική μελέτη ή προμελέτη ή οριστική μελέτη των έργων ή των προμηθειών, για τα οποία θα συνομολογηθεί το δάνειο, που να έχει συνταχθεί και εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα.

3. Απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί το δάνειο για σκοπό άλλο από εκείνον για τον οποίο συνομολογήθηκε. Επιτρέπεται εξαιρετικά να χρησιμοποιηθεί το δάνειο ή ένα μέρος του για την εκτέλεση άλλου έργου, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού ή του κοινοτικού συμβουλίου. Αν και ο σκοπός αυτός ματαιωθεί, το δάνειο επιστρέφεται στον δανειστή.

4. Όποιοι παραβαίνουν τις διατάξεις της παραγρ. 3, τιμωρούνται με πειθαρχική ποινή προστίμου έως είκοσι χιλιάδων (20.000) δραχμών. Οι υπαίτιοι έχουν αστική ευθύνη κατά τις διατάξεις του άρθρου 119.

Άρθρο 168
Δαπάνες για τη συνομολόγηση.

1. Οι διατάξεις, που επιβάλλουν την παράσταση δικηγόρων κατά τη σύνταξη δανειστικών συμβολαιογραφικών εγγράφων, δεν εφαρμόζονται για τους δήμους και τις κοινότητες. Οι συμβάσεις για τη συνομολόγηση δανείων προς δήμους και κοινότητες δεν επιβαρύνονται με τέλη και δικαιώματα υπέρ τρίτων.

2. Στις συμβάσεις, που γίνονται με συμβολαιογραφικά έγγραφα και αφορούν τη συνομολόγηση δανείων εκ μέρους δήμων και κοινοτήτων, τα συμβολαιογραφικά δικαιώματα μειώνονται στο ένα δεύτερο και δεν μπορούν πάντως να υπερβούν το ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) δραχμών. Τα κάθε είδους δικαιώματα εμμίσθων ή αμίσθων υποθηκοφυλάκων, για την εγγραφή υποθήκης, προσημειώσεως ή κατασχέσεως, σε βάρος των δήμων και κοινοτήτων, μειώνονται στο ένα δεύτερο και δεν μπορούν πάντως να υπερβούν το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) δραχμών.

3. Σημ.: όπως η παρ. 3 καταργήθηκε διά του άρθρου 15 του Ν. 2322/1995 (Α` 143).

Άρθρο 169
Παράταση της ισχύος φορολογιών έως την εξόφληση των δανείων.
Η διάρκεια και η είσπραξη των φόρων, τελών, δικαιωμάτων και εισφορών που εκχωρούν οι δήμοι και οι κοινότητες για την ασφάλεια και την εξυπηρέτηση των δανείων, παρατείνεται αυτοδικαίως έως την πλήρη εξόφληση των δανείων αυτών.

ΤΜΗΜΑ Β`
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 170
Γενικές υποχρεώσεις-προστασία

1. Οι δήμοι και οι κοινότητες οφείλουν να διατηρούν και να προστατεύουν την κάθε είδους περιουσία τους.

2. Οι δήμοι και οι κοινότητες οφείλουν να διαχειρίζονται την ακίνητη και κινητή περιουσία τους με τρόπο επιμελή και αποδοτικό και να διατηρούν την αξία της.

3. Ακίνητα και κινητά πράγματα, αξίες και οτιδήποτε άλλο ανήκει στην περιουσία των δήμων και των κοινοτήτων, πρέπει να καταγράφονται στα βιβλία τους.

4. Η διάθεση περιουσιακών στοιχείων των δήμων ή των κοινοτήτων επιτρέπεται, εφόσον τηρηθούν οι ειδικές διατάξεις του Κώδικα και εφόσον ο σκοπός που επιδιώκεται με την διάθεση αυτή εξυπηρετεί το δημοτικό ή κοινοτικό συμφέρον.

5. Η ακίνητη περιουσία των δήμων και των κοινοτήτων προστατεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας “περί προστασίας της ακινήτου περιουσίας του δημοσίου”, όπως ισχύουν κάθε φορά.

Άρθρο 171
Ακίνητη περιουσία σε περίπτωση αναγνωρίσεως δήμου ή κοινότητας.

1. Σε περίπτωση που ένας συνοικισμός αποσπάται από ένα δήμο ή μια κοινότητα και αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερη κοινότητα, ισχύουν ως προς την ακίνητη περιουσία τα ακόλουθα:
α) τα ακίνητα του συνοικισμού που είχαν περιέλθει στο δήμο ή την κοινότητα απ` όπου τώρα αποσπάται, παρέχονται στο συνοικισμό που αναγνωρίζεται ως κοινότητα.
β) Τα ακίνητα που βρίσκονται στην περιφέρεια του συνοικισμού και ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του δήμου ή της κοινότητας, απ’ όπου αποσπάται ο συνοικισμός, παραμένουν στην κυριότητα του δήμου ή της κοινότητας, εκτός αν περιήλθαν στην κυριότητα τους για χάρη του συνοικισμού.
γ) Τα ακίνητα της περιφέρειας του συνοικισμού, μαζί με τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται επάνω σύ αυτά, που είναι προορισμένα για την εκπλήρωση δημοτικού ή κοινοτικού σκοπού, παραμένουν στην κυριότητα του δήμου ή της κοινότητας, απ` όπου αποσπάσθηκε ο συνοικισμός, εκτός αν ήταν προορισμένα αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση του συνοικισμού.
δ) Τα κοινόχρηστα ακίνητα που βρίσκονται στην περιφέρεια του συνοικισμού, περιέχονται στον αναγνωριζόμενο δήμο ή κοινότητα.

2. Τα δικαιώματα για αποκλειστική χρήση ακινήτων, που προϋπάρχουν υπέρ των κατοίκων του συνοικισμού, διατηρούνται.

3. Σε περίπτωση που γίνεται απόσπαση συνοικισμού από ένα δήμο ή μία κοινότητα και ένωσή του με άλλο δήμο ή κοινότητα, τα αποτελέσματα που προβλέπονται στην παρ. 1 δημιουργούνται υπέρ του δήμου ή της κοινότητας με τον οποίο ενώνεται ο συνοικισμός, και τα αποτελέσματα που προβλέπονται στη παρ. 2 δημιουργούνται υπέρ των κατοίκων του συνοικισμού.

Άρθρο 172
Τύχη της περιουσίας δήμων ή κοινοτήτων σε περίπτωση ενώσεως.

1. Αν γίνει ένωση δήμων ή κοινοτήτων, ή κοινότητας με δήμο, η περιουσία τους περιέρχεται στο νέο δήμο ή την κοινότητα.

2. Τα δικαιώματα για αποκλειστική χρήση των ακινήτων, που προϋπάρχουν υπέρ των κατοίκων κάθε δήμου ή κοινότητας, διατηρούνται.

Άρθρο 173
Κατανομή οφειλών σε περίπτωση προσαρτήσεως ή αναγνωρίσεως.

1. Ο δήμος ή η κοινότητα, όπου προσαρτάται ένας συνοικισμός, η ο συνοικισμός, που αναγνωρίστηκε ως ιδιαίτερος δήμος ή κοινότητα, οφείλει να καταβάλει το μέρος που αναλογεί στο συνοικισμό αυτόν από τις οφειλές, που προέκυψαν αποκλειστικά από την εκτέλεση έργων κοινής ωφελείας, που εξυπηρετούν και το συνοικισμό. Η υποχρέωση αυτή υπάρχει απένταντι στο δήμο ή στην κοινότητα από όπου αποσπάστηκε ο συνοικισμός, και η σχετική δαπάνη εγγράφεται ως υποχρεωτική.

2. Η κατανομή της οφειλής γίνεται ανάλογα με την ωφέλεια που προέκυψε για το συνοικισμό από τα έργα, αφού ληφθεί υπόψη και ο πληθυσμός, με απόφαση του νομάρχη, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του συμβουλίου που προβλέπει το άρθρο 8 του Κώδικα.

Άρθρο 174
Διάθεση-διαχείριση βοσκοτόπων

1. Βοσκότοποι που ανήκουν στο κράτος, διατίθενται για εκμετάλλευση στους δήμους και στις κοινότητες στην περιφέρεια των οποίων βρίσκονται, κατά προτεραιότητα, αποκλειστικά και μόνο για την ικανοποίηση κτηνοτροφικών αναγκών, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

2. Τις περιουσίες, που ανήκαν πριν από το νόμο ΔΝΖ` σε τέως δήμους και προέρχονται από ιδιωτικές βοσκές, που η χρήση τους είχε αφεθεί από τους ιδιοκτήτες στην κοινή χρήση, διαχειρίζεται το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκονται, σύμφωνα με τις διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαχείριση δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας. Ειδικότερα, στους δήμους ή στις κοινότητες, που οι κάτοικοί τους μετακινούνται ομαδικά έξω από τη διοικητική περιφέρειά τους, και στον ίδιο τόπο, για διαχείμαση ή παραθερισμό, τις βοσκές που αναφέρονται σ’ αυτήν την παράγραφο διαχειρίζεται ο δήμος ή η κοινότητα στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η διαχείμαση ή ο παραθερισμός, και όχι ο δήμος ή η κοινότητα στην περιφέρεια του οποίου βρίσκονται οι βοσκές.

3. Αν τις βοσκές της προηγουμένης παραγράφου διαχειρίζονται ήδη με οποιοδήποτε τρόπο συνεταιρισμοί ή επιτροπές, η διαχείριση περιέρχεται, μέσα σύ ένα έτος αφότου αρχίσει να ισχύει ο Κώδικας, στο δήμο ή στην κοινότητα στην περιφέρεια του οποίου βρίσκονται οι βοσκές, ύστερα από πρόταση του δήμου ή της κοινότητας και με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.

Άρθρο 175
Κτηματολόγια

1. Οι δήμοι και οι κοινότητες οφείλουν να καταρτίζουν και να τηρούν κτηματολόγιο των ακινήτων τους.

2. Στο κτηματολόγιο καταχωρίζεται:
α) η περιγραφή και το είδος του ακινήτου,
β) η τοποθεσία,
γ) η έκταση και τα όρια του ακινήτου καθώς και το σχετικό τοπογραφικό ή πρόχειρο σχεδιάγραμμα,
δ) η χρονολογία της αποκτήσεώς του και οι τίτλοι ιδιοκτησίας,
ε) άλλα δικαιώματα που τυχόν υπάρχουν και οι σχετικοί τίτλοι και στ) η κατά προσέγγιση αξία του ακινήτου.

3. Για την καταχώριση ακινήτου στο κτηματολόγιο συντάσσεται έκθεση από επιτροπή, που συγκροτείται σε κάθε δήμο ή κοινότητα με τον ακόλουθο τρόπο:
α) στους δήμους που έχουν δική τους τεχνική υπηρεσία, συγκροτείται με απόφαση του δημάρχου, και αποτελείται από δύο μέλη του δημοτικού συμβουλίου, που ορίζονται μαζί με τους αναπληρωτές τους από το συμβούλιο, και από ένα μηχανικό ή υπομηχανικό της τεχνικής υπηρεσίας και
β) στους λοιπούς δήμους και κοινότητες συγκροτείται με απόφαση του νομάρχη και αποτελείται από τον αρμόδιο αγρονόμο, ή, αν δεν υπάρχει αγρονόμος, από τον αρμόδιο διοικητή της αγροφυλακής, ένα μέλος του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που ορίζεται από το συμβούλιο, και ένα μηχανικό ή υπομηχανικό της τεχνικής υπηρεσίας των δήμων και κοινοτήτων ή, αν δεν υπάρχουν αυτοί, έναν εμπειροτέχνη. Στις επιτροπές αυτές προεδρεύει ο δημοτικός ή κοινοτικός σύμβουλος που μετέχει, και αν μετέχουν περισσότεροι δημοτικοί ή κοινοτικοί σύμβουλοι, αυτός που έλαβε στην εκλογή τους περισσότερους ψήφους. Τα καθήκοντα του γραμματέα εκτελεί δημοτικός ή κοινοτικός υπάλληλος, που ορίζεται από τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας. Ανακοίνωση για την κατάρτιση των εκθέσεων δημοσιεύεται, με τοιχοκόλληση στο κοινοτικό ή δημοτικό κατάστημα. Οι εκθέσεις βιβλιοδετούνται σε ειδικό βιβλίο του οποίου εξασφαλίζεται η δημοσιότητα.

4. Ο δήμος ή η κοινότητα μπορούν ν` αναθέτουν την κατάρτιση των διαγραμμάτων των ακινήτων τους απευθείας σε ιδιώτη πολιτικό μηχανικό ή αρχιτέκτονα ή τοπογράφο μηχανικό ή υπομηχανικό. Η αμοιβή τους καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που αφορούν την ανάθεση της συντάξεως μελετών δημοτικών και κοινοτικών έργων, και καταβάλλεται στον δικαιούχο ευθύς μόλις εκτελεστεί ολόκληρη η εργασία, και αφού βεβαιωθεί η εκτέλεση από το τεχνικό μέλος της επιτροπής. Στις κοινότητες, η κατάρτιση των σχεδιαγραμμάτων μπορεί να ανατεθεί σε εμπειροτέχνη.

5. Οι εκθέσεις των επιτροπών που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού, μπορούν ν’ αναθεωρούνται, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, που υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία 6 μηνών από τη δημοσίευση της σχετικής ανακοινώσεως. Την αναθεώρηση ενεργεί επιτροπή, που συγκροτείται από τον νομάρχη, στην έδρα κάθε νομού και αποτελείται από τον διευθυντή εσωτερικών της νομαρχίας, ως πρόεδρο, τον προϊστάμενο της διευθύνσεως γεωργίας του νομού, ένα μηχανικό της τεχνικής υπηρεσίας δήμων και κοινοτήτων και δυο μέλη, που ορίζονται μαζί με τους αναπληρωτές τους από τη διοικούσα επιτροπή της τοπικής ενώσεως δήμων και κοινοτήτων με διετή θητεία. Η επιτροπή λειτουργεί νόμιμα, ακόμη και αν τα μέλη της που πρέπει να οριστούν από την τοπική ένωση δεν έχουν υποδειχθεί μέσα σε δυο μήνες αφότου η ένωση παρέλαβε το σχετικό έγγραφο του νομάρχη. Τα καθήκοντα του γραμματέα εκτελεί ένας υπάλληλος της νομαρχίας, που ορίζεται από τον νομάρχη.

6. Αν υπάρχει ασάφεια στις εκθέσεις των επιτροπών, σχετική ιδίως με τον καθορισμό των ορίων, της εκτάσεως και της θέσεως των ακινήτων που έχουν περιληφθεί στο κτηματολόγιο, ή αν διαπιστωθεί ότι έχει παραλειφθεί η εγγραφή στο κτηματολόγιο των δημοτικών ή κοινοτικών ακινήτων, καθώς και αν έχει γίνει εσφαλμένη εγγραφή ιδιωτικών ακινήτων ως δημοτικών ή κοινοτικών, επιτρέπεται στις επιτροπές να προβαίνουν στις αναγκαίες αποσαφηνίσεις, συμπληρώσεις και διορθώσεις, μέσα σε δυο χρόνια από τη δημοσίευση των εκθέσεών τους, ύστερα από έγγραφο του νομάρχη.

7. Οποιεσδήποτε ουσιώδεις μεταβολές των ακινήτων δημιουργούνται μετά τη σύνταξη του κτηματολογίου, εγγράφονται στο κτηματολόγιο με τη φροντίδα του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας. Μεταβολές στα σχεδιαγράμματα γίνονται μόνον από μηχανικό.

8. Στα μέλη των επιτροπών και στον γραμματέα καταβάλλονται τα έξοδα κινήσεως καθώς και, μετά την οριστικοποίηση του κτηματολογίου, ανάλογη αποζημίωση. Τα έξοδα αυτά επιβαρύνουν τους ενδιαφερόμενους δήμους και κοινότητες και καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.

9. Ο τρόπος με τον οποίο καταρτίζεται και δημοσιεύεται το κτηματολόγιο, η λειτουργία των επιτροπών, καθώς και κάθε λεπτομέρεια σχετική με το κτηματολόγιο καθορίζονται με διάταγμα.

Άρθρο 176
Δωρεές ακινήτων

1. Δωρεές δημοτικών και κοινοτικών ακινήτων επιτρέπονται, ύστερα από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του, για την κατασκευή δημοσίων διδακτηρίων, την κάλυψη αναγκών αναδασμού ή την εκπλήρωση άλλου σπουδαίου κοινωφελούς σκοπού, που συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με την προαγωγή των τοπικών συμφερόντων και την άμεση εξυπηρέτηση των κατοίκων της περιοχής.

2. Αν η χρήση των ακινήτων, που έχουν δωρηθεί, μεταβληθεί ή ο σκοπός της δωρεάς δεν εκπληρωθεί μέσα στην προθεσμία που έχει οριστεί, η σύμβαση της δωρεάς λύεται, και η κυριότητα των ακινήτων επανέρχεται αυτοδικαίως στο δήμο ή στην κοινότητα. Η σχετική απόφαση του δημοτικού συμβουλίου καταχωρίζεται στα βιβλία μεταγραφών.

Άρθρο 177
Δωρεάν παραχώρηση της χρήσεως δημοτικών και κοινοτικών ακινήτων

1. Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου επιτρέπεται να παραχωρείται δωρεάν η χρήση δημοτικών ή κοινοτικών ακινήτων στο δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, για την αντιμετώπιση έκτακτης και επείγουσας ανάγκης. Η παραχώρηση ανακαλείται με όμοια απόφαση, εφόσον οι λόγοι που την είχαν υπαγορεύσει έχουν εκλείψει.

2. Επίσης, με την ίδια διαδικασία, επιτρέπεται να παραχωρείται δωρεάν η χρήση ακινήτων σε άλλα νομικά πρόσωπα, που ασκούν αποκλειστικά και μόνο δραστηριότητα που είναι κοινωφελής ή προάγει τα τοπικά συμφέροντα.

3. Οι αποφάσεις που προβλέπονται σύ αυτό το άρθρο δεν εκτελούνται, πριν περάσουν πέντε μέρες αφότου περιήλθαν στη νομαρχία.

Άρθρο 178
Εκποίηση ακινήτων

1. Η εκποίηση δημοτικών ή κοινοτικών ακινήτων επιτρέπεται μόνο για προφανή ωφέλεια του δήμου ή της κοινότητας, με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του και εγκρίνεται από τον νομάρχη. Η προφανής ωφέλεια βεβαιώνεται με την ίδια απόφαση.

2. Ο δήμο ή η κοινότητα διαθέτουν το προϊόν της εκποιήσεως αποκλειστικά και μόνο για την εκπλήρωση του σκοπού, για τον οποίο έγινε η εκποίηση. Αν τυχόν απομένει υπόλοιπο, διατίθεται για την εκτέλεση έργων. Αποκλείεται η διάθεση του υπολοίπου αυτού για την κάλυψη υποχρεωτικών δαπανών.

3. Η εκποίηση γίνεται με δημοπρασία, και η πράξη κατακυρώσεως “εγκρίνεται από τον νομάρχη”.

Άρθρο 179
Εκποίηση οικοπέδων σε άστεγους δημότες.

1. Οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν, με απόφαση του συμβουλίου τους, που “εγκρίνεται από τον νομάρχη”, να εκποιούν απευθείας και χωρίς δημοπρασία οικόπεδα τους σε άστεγους και οικονομικά αδύνατους δημότες κατοίκους τους. Με άλλη απόφαση του δημοτικού ή του κοινοτικού συμβουλίου καθορίζονται οι κατηγορίες των δικαιούχων, σύμφωνα με γενικά κριτήρια, όπως π.χ. είναι το ύψος του ετήσιου εισοδήματος, ο αριθμός των ανηλίκων τέκνων, η κατάσταση της υγείας των μελών της οικογενείας, οι καταστροφές από θεομηνίες κ.λπ. Η επιλογή των δικαιούχων και η παραχώρηση των οικοπέδων γίνεται με απόφαση του δημοτικού ή του κοινοτικού συμβουλίου. Αν οι όροι είναι ίσοι, γίνεται δημόσια κλήρωση ανάμεσα στους δικαιούχους.

2. Το τίμημα των οικοπέδων, που εκποιούνται μ` αυτόν τον τρόπο, καθορίζεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου στο ένα τέταρτο τουλάχιστον της τρέχουσας αξίας τους, καταβάλλεται σε πέντε ετήσιες δόσεις και διατίθεται για να εκτελεστούν έργα, κατά προτίμηση μέσα στον παραχωρούμενο χώρο. Εφόσον εκείνοι στους οποίους παραχωρούνται τα οικόπεδα δεν ανεγείρουν οικοδομή μέσα σε πέντε χρόνια από την παραχώρηση, εκπίπτουν αυτοδικαίως από τα δικαιώματά τους, εκτός αν ζητήσουν παράταση της πενταετούς προθεσμίας με αίτησή τους, που περιέχει επαρκή αιτιολογία και υποβάλλεται κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της προθεσμίας. Η προθεσμία δεν μπορεί πάντως να παραταθεί περισσότερο από μια ακόμη τριετία. Το συμβόλαιο για τη μεταβίβαση της κυριότητας συντάσσεται αφού τηρηθούν οι προαναφερόμενοι όροι και προϋποθέσεις.

3. Επιτρέπεται να παραχωρηθεί από το δήμο ή την κοινότητα δικαίωμα εγγραφής υποθήκης, ώστε να λάβει στεγαστικό δάνεια εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκποίηση.

Άρθρο 180
Διάθεση αποκαλυπτομένων καλλιεργησίμων εκτάσεων.

1. Επιτρέπεται, με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, να παραχωρηθεί, χωρίς δημοπρασία και χρονικό περιορισμό, σε γεωργούς δημότες κατοίκους για αυτοκαλλιέργεια η χρήση:
α) των καλλιεργησίμων δημοτικών και κοινοτικών εκτάσεων, που αποκαλύπτονται ύστερα από αποστράγγιση ή αποξήρανση που έγινε με δαπάνες του δήμου ή της κοινότητας,
β) των εκτάσεων που προσκτάται ο δήμος ή η κοινότητα και
γ) των εκτάσεων που αποκαλύπτονται με την αποξήρανση εθνικών τελμάτων, ελών και λιμνών, που παραχωρούνται από το δημόσιο στους δήμους ή στις κοινότητες.

2. Με άλλη απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου καθορίζονται:
α) οι εκτάσεις που θα παραχωρηθούν,
β) οι δικαιούχοι, σύμφωνα με γενικά κριτήρια, όπως είναι π.χ. η παντελής έλλειψη ή η ανεπάρκεια κλήρου, ο αριθμός των μελών της οικογένειας, το ύψος του ετήσιου εισοδήματος κ.λπ. και
γ) το ετήσιο δικαίωμα χρήσεως, που πρέπει να καταβάλλεται, ανάλογα με τις κατηγορίες των εκτάσεων, και το οποίο δεν μπορεί να ορίζεται κατώτερο από το ένα δέκατο της τρέχουσας μισθωτικής αξίας τους, για κάθε χρόνο.

3. Η παραχώρηση ανακαλείται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, που εγκρίνεται από τον νομάρχη, αν:
α) δεν καλλιεργείται η έκταση από αυτόν τον ίδιο προς τον οποίον έγινε η παραχώρηση ή από τους κληρονόμους του εξ αδιαθέτου, για μια διετία τουλάχιστον και
β) αν οι προϋποθέσεις της παραχωρήσεως έχουν εκλείψει. Με όμοια απόφαση, που πρέπει να “εγκριθεί από τον νομάρχη”, μπορεί ν` ανακληθεί η παραχώρηση, αν άλλαξε ο γεωργικός χαρακτήρας της εκτάσεως ή η έκταση βρίσκεται σε περιοχή που έχει διαμορφωθεί τουριστικά.

4. Για να δημιουργηθούν συνεχόμενες εκτάσεις, που η χρήση τους θα παραχωρηθεί κατά τις προηγούμενες παραγράφους τούτου του άρθρου, επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση για λόγους δημόσιας ωφέλειας ιδιωτικών γαιών, που βρίσκονται μέσα στην περιοχή των δημοτικών και κοινοτικών εκτάσεων που αποξηραίνονται. Εφόσον συναινούν τα ενδιαφερόμενα μέρη, και ύστερα από γνώμη της επιτροπής του άρθρου 203 παράγρ. 1, μπορεί να γίνει και ανταλλαγή αυτών των ιδιωτικών γαιών με διαθέσιμες δημοτικές ή κοινοτικές εκτάσεις ίσης αξίας. Η αποζημίωση των ιδιοκτητών μειώνεται κατά ποσοστό ανάλογο με τις δαπάνες που έχουν γίνει για τη βελτίωση ολόκληρης της εκτάσεως.

Άρθρο 181
Ανταλλαγή ακινήτων.
Η ανταλλαγή ακινήτων των δήμων και των κοινοτήτων καθώς και η επιβάρυνσή τους με εμπράγματο δικαίωμα, επιτρέπεται να γίνει με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του άρθρου 178. Δημοπρασία δεν απαιτείται.

Άρθρο 182
Αγορά ακινήτων
Οι διατάξεις του άρθρου 178 εφαρμόζονται αναλόγως για την αγορά ιδιωτικών ακινήτων εκ μέρους δήμων και κοινοτήτων. Αν η δημοπρασία που έχει γίνει μια φορά για την αγορά ακινήτου δεν φέρει αποτέλεσμα, και κριθεί από το δημοτικό η κοινοτικό συμβούλιο ότι μόνον ένα ακίνητο είναι κατάλληλο, μπορεί να γίνει αγορά του ακινήτου αυτού απευθείας, χωρίς άλλη δημοπρασία, με απόφαση του συμβουλίου, που εγκρίνεται από τον νομάρχη. Επίσης επιτρέπεται να γίνει αγορά ακινήτου που συνορεύει με άλλο δημοτικό ή κοινοτικό ακίνητο και είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση δημοτικού ή κοινοτικού σκοπού, χωρίς δημοπρασία, με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που εγκρίνεται από τον νομάρχη.

Άρθρο 183
Εκμίσθωση ακινήτων των δήμων και των κοινοτήτων.

1. Η εκμίσθωση ακινήτων των δήμων και των κοινοτήτων γίνεται με δημοπρασία, και η πράξη κατακυρώσεως “εγκρίνεται από τον νομάρχη”. Αν η δημοπρασία δεν φέρει αποτέλεσμα, επαναλαμβάνεται. Αν και η δεύτερη δημοπρασία δεν φέρει αποτέλεσμα, η εκμίσθωση μπορεί να γίνει με απευθείας συμφωνία, της οποίας τους όρους καθορίζει το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο.

2. Το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο μπορεί, με απόφασή του, να εκμισθώνει, χωρίς δημοπρασία, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, θέατρα και κινηματοθέατρα ή άλλους χώρους, για επιστημονικούς και καλλιτεχνικούς σκοπούς, αφού το συμβούλιο εκτιμήσει τη στάθμη και την ποιότητα της εκδηλώσεως.

Άρθρο 184
Μίσθωση ακινήτων από τους δήμους και τις κοινότητες.
Για να μισθώσουν οι δήμοι και οι κοινότητες ακίνητα που ανήκουν σε τρίτους, γίνεται δημοπρασία. Αν η δημοπρασία που έγινε μία φορά δεν έφερε αποτέλεσμα, μπορεί να γίνει μίσθωση χωρίς δημοπρασία, με απόφαση του συμβουλίου.

Άρθρο 185
Εκμίσθωση γης των δήμων και κοινοτήτων

1. Η καλλιεργήσιμη γη του δήμου ή της κοινότητας που περιλαμβάνεται στη δημοτική ή κοινοτική περιφέρεια, αφού βεβαιωθεί ως προς τη θέση, τα όρια και την έκταση, εκμισθώνεται ολόκληρη ή σε τμήματα, με δημοπρασία, που γίνεται ύστερα από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, ανάμεσα σε δημότες κατοίκους του δήμου ή της κοινότητας που έχει την κυριότητα της γης, εφόσον στην απόφαση βεβαιώνεται ότι η έκταση δεν είναι απαραίτητη για τις ανάγκες της τοπικής κτηνοτροφίας. Με απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής ή του κοινοτικού συμβουλίου ορίζονται το κατώτατο όριο του μισθώματος και οι λοιποί όροι της δημοπρασίας, και μπορεί ν’ απαγορευθεί να συμμετάσχουν στη δημοπρασία ιδιοκτήτες καλλιεργησίμων εκτάσεων ορισμένου αριθμού στρεμμάτων.

2. Αν η δημοπρασία δεν φέρει αποτέλεσμα, επαναλαμβάνεται ανάμεσα σε όλους τους δημότες, ανεξάρτητα από την έκταση της καλλιεργήσιμης ιδιοκτησίας τους. Αν, και στην περίπτωση αυτή, η δημοπρασία δεν φέρει αποτέλεσμα, επαναλαμβάνεται, και μπορεί να συμμετάσχει σύ αυτήν οποιοσδήποτε.

3. Οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν, με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου τους, να εκμισθώνουν με δημοπρασία, για χρονικό διάστημα έως τριάντα ετών, δημοτικές και κοινοτικές εκτάσεις που επιδέχονται καλλιέργεια και δενδροκομία και δεν υπάγονται στη ρύθμιση της παραγρ. 1, ώστε οι εκτάσεις αυτές ν’ αξιοποιηθούν. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι όροι της εκμισθώσεως. Η κατακύρωση γίνεται επίσης με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Η απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου για τη διενέργεια της δημοπρασίας και τους όρους της καθώς και η απόφασή του για την κατακύρωση της δημοπρασίας εγκρίνονται από τον νομάρχη.

Άρθρο 186
Μεταγραφή συμβάσεων.
Συμβάσεις, με τις οποίες γίνεται εκμίσθωση δημοτικών ή κοινοτικών ακινήτων για χρονική διάρκεια μεγαλύτερη από εννέα έτη, μεταγράφονται ατελώς, ολόκληρες, στα βιβλία μεταγραφών του δήμου ή της κοινότητας.

Άρθρο 187
Εκμετάλλευση δημοτικών και κοινοτικών δασών.

1. Η διαχείριση, η καλλιέργεια και η εκμετάλλευση των δημοτικών ή κοινοτικών δασών και των δασικών γενικά εκτάσεων γίνεται σύμφωνα με τη δασική νομοθεσία. Η εκμίσθωση της εκμεταλλεύσεως γίνεται με δημοπρασία. Η απόφαση για την κατακύρωση “εγκρίνεται από τον νομάρχη”.

2. Οι δήμοι ή οι κοινότητες που έχουν στην ιδιοκτησία τους δάση, μπορούν, με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη επιτροπής, που αποτελείται από τον διευθυντή εσωτερικών, τον προϊστάμενο της δασικής υπηρεσίας, και τον οικονομικό έφορο της έδρας του νομού και αν υπάρχουν περισσότεροι, τον αρχαιότερο ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους, να εκμισθώνουν την εκμετάλλευση του δάσους σε δασικούς συνεταιρισμούς εργασίας, των οποίων όλα τα μέλη είναι κάτοικοι του δήμου ή της κοινότητας, απευθείας και χωρίς δημοπρασία και για χρονικό διάστημα έως τριών ετών.

3. Απαγορεύεται στο συνεταιρισμό που έχει μισθώσει, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, το δικαίωμα, εκμεταλλεύσεως, να παραχωρήσει, με οποιαδήποτε μορφή, το δικαίωμα αυτό, και θεωρούνται αυτοδικαίως άκυρες η σύμβαση που έχει τέτοιο αντικείμενο και η παραχώρηση. Οι παραβάτες τιμωρούνται με χρηματική ποινή, που είναι ίση τουλάχιστο με το δεκαπλάσιο της αξίας του λήμματος, ή με φυλάκιση έως έξι μηνών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Άρθρο 188
Ακίνητη περιουσία που ανήκει σε περισσότερους δήμους ή κοινότητες.

1. Ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η διοίκηση και η εκμετάλλευση ακινήτων, που ανήκουν εξ αδιαιρέτου σε περισσότερους δήμους ή κοινότητες, καθορίζεται με σύμφωνη απόφαση όλων των ενδιαφερομένων οργανισμών. Σε περίπτωση διαφωνίας, επικρατεί η πλειοψηφία, που υπολογίζεται σύμφωνα με το μέγεθος των μερίδων.

2. Οι δημοπρασίες για την εκποίηση ή την εκμίσθωση των ακινήτων αυτών γίνονται στην έδρα του δήμου ή της κοινότητας, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκονται τα ακίνητα ολόκληρα ή κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους, εμπρός στους δημάρχους ή στους προέδρους κοινοτήτων των οργανισμών που έχουν την συγκυριότητα ή στους νόμιμους αναπληρωτές τους. Με απόφαση των συμβουλίων των οργανισμών αυτών, μπορεί να ανατεθεί σε έναν από τους συγκύριους οργανισμούς η διενέργεια της δημοπρασίας από αρμόδιο όργανό του. Και στις δύο περιπτώσεις, η κατακύρωση της δημοπρασίας πρέπει να εγκριθεί από τα συμβούλια των δήμων ή των κοινοτήτων που έχουν τη συγκυριότητα.

3. Οι αποφάσεις των συμβουλίων των συγκύριων δήμων και κοινοτήτων, που αφορούν, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, εκποίηση ή εκμίσθωση, πρέπει να εγκρίνονται από τον νομάρχη. Όταν οι δήμοι ή οι κοινότητες που έχουν τη συγκυριότητα υπάγονται σε διάφορους νομούς, οι αποφάσεις αυτές εγκρίνονται από τον Υπουργό Εσωτερικών.

Άρθρο 189
Κινητά πράγματα των δήμων και κοινοτήτων.

1. Η εκποίηση κινητών πραγμάτων των δήμων και των κοινοτήτων από απόφαση τον δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και ενεργείται με δημοπρασία. Όταν πρόκειται για πράγματα που έχουν αξία έως εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών για τους δήμους και εξήντα χιλιάδων (60.000) δραχμών για τις κοινότητες, μπορεί, εξαιρετικά, με αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού ή του κοινοτικού συμβουλίου, να γίνεται πρόχειρη δημοπρασία.

2. Η εκμίσθωση κινητών πραγμάτων των δήμων και των κοινοτήτων γίνεται με δημοπρασία. Αν η δημοπρασία δεν φέρει αποτέλεσμα, η εκμίσθωσή μπορεί να γίνει με απευθείας συμφωνία, ύστερα από απόφαση του δημοτικού ή του κοινοτικού συμβουλίου. Η εκμίσθωση κινητών πραγμάτων, για χρονικό διάστημα έως τριών το πολύ μηνών, γίνεται με απευθείας συμφωνία, ύστερα από απόφαση του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας.

3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και στη μίσθωση κινητών πραγμάτων εκ μέρους των δήμων και κοινοτήτων.

4. Σε περιπτώσεις όπου συγκύριοι κινητών πραγμάτων είναι περισσότεροι δήμοι ή κοινότητες, για τη διοίκηση, την εκμετάλλευση και την εκποίησή τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, εκτός από αυτές που αφορούν την έγκριση.

5. Αντικείμενα που δεν έχουν καμία αξία καταστρέφονται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη επιτροπής, η οποία αποτελείται από δύο συμβούλους και έναν τεχνικό υπάλληλο του δήμου. Αν δεν υπάρχει τεχνική υπηρεσία στο δήμο, καθώς και αν πρόκειται για κοινότητα, τον τεχνικό υπάλληλο ορίζει ο νομάρχης. Για την καταστροφή, η επιτροπή συντάσσει πρωτόκολλο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 190
Παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων σε δήμους και κοινότητες

1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών και του καθ` ύλην αρμοδίου Υπουργού επιτρέπεται να παραχωρηθούν ή να διατεθούν δωρεάν στους δήμους ή στις κοινότητες περιουσιακά στοιχεία οποιασδήποτε φύσεως, που ανήκουν στο δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή σε οποιονδήποτε δημόσιο φορέα, ύστερα από απόφαση του συλλογικού οργάνου που διοικεί τον φορέα αυτόν.

2. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση ή τη διάθεση καθώς και οι συνέπειες που συνεπάγεται η μη τήρησή τους.

Άρθρο 191
Ανέγερση κατοικιών και διδακτηρίων

1. Οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν ν` ανεγείρουν κατοικίες και να παραχωρούν τη χρήση τους, χωρίς δημοπρασία, σε αστέγους και οικονομικά αδύνατους δημότες. Οι διατάξεις του άρθρου 179 του Κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως και στις περιπτώσεις αυτές.

2. Οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν επίσης ν’ ανεγείρουν και να συντηρούν κάθε είδους διδακτήρια. Οι δήμοι και οι κοινότητες διατηρούν πάντοτε την κυριότητα των διδακτηρίων αυτών.

Άρθρο 192
Επιχορηγήσεις και βοηθήματα

1. Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου παρέχονται χρηματικές επιχορηγήσεις σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που εδρεύουν στην περιφέρεια του δήμου ή της κοινότητας και αναπτύσσονται δραστηριότητες που εξυπηρετούν άμεσα τους κατοίκους της περιοχής, μόνον εφόσον η οικονομική κατάσταση του δήμου ή της κοινότητας το επιτρέπει.

2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για την αντιμετώπιση έκτακτης και σοβαρής ανάγκης, επιτρέπεται να χορηγούνται στους οικονομικά αδύνατους κατοίκους είδη διαβιώσεως ή περιθάλψεως, με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Με τους ίδιους όρους επιτρέπεται να χορηγούνται χρηματικά βοηθήματα στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου πρέπει να “εγκρίνεται από τον νομάρχη”.

Άρθρο 193
Συμβιβασμός και κατάργηση δίκης

1. Κάθε αίτηση για συμβιβασμό ή κατάργηση δίκης που αφορά δήμους, κοινότητες ή δημοτικά και κοινοτικά Ιδρύματα ή λοιπά νομικά πρόσωπα των δήμων και κοινοτήτων, όπου υπηρετεί δικηγόρος, πριν εισαχθεί στο δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, στο αδελφάτο ή στο διοικητικό συμβούλιο, στέλνεται στον δικηγόρο για να γνωμοδοτήσει ως προς το νομικό μέρος. Συμβιβασμός ή κατάργηση δίκης, που γίνεται χωρίς αυτήν τη γνωμοδότηση, είναι αυτοδικαίως άκυρος.

2. Οι αποφάσεις του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που αφορούν συμβιβασμό ή κατάργηση δίκης, “εγκρίνονται από τον νομάρχη”.

Άρθρο 194
Δημοπρασίες
Με διάταγμα θα καθορισθούν τα όργανα και η διαδικασία για τη διεξαγωγή των κάθε είδους δημοπρασιών, που αφορούν την εκποίηση ή την εκμίσθωση ακινήτων ή κινητών πραγμάτων των δήμων και κοινοτήτων και την αγορά ή μίσθωση εκ μέρους των δήμων και κοινοτήτων και την αγορά ή μίσθωση εκ μέρους των δήμων και κοινοτήτων ή κινητών πραγμάτων που ανήκουν σε τρίτους, οι όροι για τη συμμετοχή στις δημοπρασίες αυτές, τα σχετικά με τη διακήρυξη και τη δημοσίευση καθώς και την έγκριση των αποτελεσμάτων των δημοπρασιών αυτών, οπότε η έγκριση αυτή απαιτείται από τις διατάξεις του Κώδικα, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

ΤΜΗΜΑ Γ΄
ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Άρθρο 195
Τεχνικό πρόγραμμα.

1. Τα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια οφείλουν, δύο τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους, να καταρτίζουν γενικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει με σειρά προτεραιότητας τα έργα που πρέπει να εκτελεστούν και που η δαπάνη τους μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί με τα κάθε είδους έσοδα του προϋπολογισμού. Η δαπάνη για κάθε έργο υπολογίζεται κατά προσέγγιση, σύμφωνα με προκαταρκτικές εκθέσεις, προμελέτες, μελέτες ή άλλα στοιχεία.

2. Αν ο δήμος ή η κοινότητα απαρτίζεται από περισσότερους συνοικισμούς, το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο οφείλει να περιλάβει στο πρόγραμμα τα έργα που πρέπει να εκτελεστούν για κάθε συνοικισμό και να κάνει κατανομή των πιστώσεων που απαιτούνται για την εκτέλεση των έργων του προγράμματος, ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα των αναγκών του πληθυσμού και με τα εισφερόμενα έσοδα. Δεν γίνεται κατανομή των πιστώσεων, όταν το έργο εξυπηρετεί όλους τους συνοικισμούς του δήμου ή της κοινότητας.

3. Δεν επιτρέπεται η εκτέλεση έργου που δεν περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα.

4. Τροποποίηση του προγράμματος επιτρέπεται μόνον ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.

Άρθρο 196
Εκτέλεση έργων, προμηθειών και εργασιών.
Σημ.: όπως το άρθρο 196 καταργήθηκε διά του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. θ` του Ν. 1418/1984 (Α 23).

Άρθρο 197
Σημ.: όπως το άρθρο 196 καταργήθηκε διά του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. θ` του Ν. 1418/1984 (Α 23).

Άρθρο 198
Σημ.: όπως το άρθρο 196 καταργήθηκε διά του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. θ` του Ν. 1418/1984 (Α 23).

Άρθρο 199
Σημ.: όπως το άρθρο 196 καταργήθηκε διά του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. θ` του Ν. 1418/1984 (Α 23).

Άρθρο 200
Αστυνόμευση των έργων.
Η αστυνόμευση των δημοτικών και κοινοτικών έργων ασκείται από τις τεχνικές υπηρεσίες των δήμων ή κοινοτήτων, και όπου δεν υπάρχουν τέτοιες υπηρεσίες, από τις τεχνικές υπηρεσίες δήμων και κοινοτήτων των νομαρχιών.

Άρθρο 201
Γενικές διατάξεις.
Με διατάγματα θα καθοριστούν ειδικότερα τα θέματα τα σχετικά με : α) την κατάρτιση των μελετών, β) την έγκριση των μελετών έργων, προμηθειών, εργασιών ή μεταφορών από τα αρμόδια όργανα των δήμων και κοινοτήτων, γ) τους όρους της συμμετοχής, τις διακηρύξεις και τις δημοσιεύσεις, δ) τη διεξαγωγή των διαγωνισμών και την έγκριση των αποτελεσμάτων τους, εφόσον η έγκριση προβλέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα, ε) τη σύνταξη των συμβάσεων, στ) τον έλεγχο και την παρακολούθηση της εκτελέσεως τους, ζ) τους συγκριτικούς πίνακες και τα πρωτόκολλα κανονισμού των νέων τιμών μονάδας, η) την παραλαβή των έργων και των προμηθειών, θ) τη διαδικασία της διοικητικής και δικαστικής επιλύσεως των διαφορών που δημιουργούνται, ι) την αστυνόμευση των έργων και ια) κάθε λεπτομέρεια σχετική με τις διατάξεις τούτου του κεφαλαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ

Άρθρο 202
Απαλλοτρίωση, δουλεία, εξαγορά επιχειρήσεων.

1. Επιτρέπεται ν` απαλλοτριωθούν αναγκαστικά χάριν των δήμων και κοινοτήτων, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, αστικά ή αγροτικά ακίνητα ή να συσταθεί δουλεία εις βάρος τους : α) για τη διάνοιξη, τη διεύρυνση, τη διαμόρφωση και την κατασκευή δημοτικών και κοινοτικών οδών, καθώς και οδών που συνδέουν ένα δήμο ή μία κοινότητα με εθνική η επαρχιακή οδό και συναφών τεχνικών έργων, β) για την ύδρευση και την εκτέλεση των έργων, που αφορούν τη συγκέντρωση, τη μεταφορά, τη διανομή και την εξυγίανση του νερού και είναι αναγκαία για την ύδρευση, γ) για την εκτέλεση έργων σχετικών με την άρδευση, την αποξήρανση, την αποστράγγιση, τη διευθέτηση ρευμάτων, που έχουν σκοπό τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής ή τη διανομή της εκτάσεως που βελτιώνεται σε δημότες, που είναι ακτήμονες ή δεν έχουν επαρκή κλήρο, δ) για την δημιουργία ή την επέκταση πλατειών, κήπων, αλσών, δενδροστοιχιών, αθλητικών γηπέδων και άλλων κοινόχρηστων χώρων, με επιφύλαξη των διατάξεων που ρυθμίζουν την κήρυξη απαλλοτριώσεων για την εφαρμογή εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως, ε) για την εκτέλεση έργων σχετικών με την αποστράγγιση, τη διευθέτηση ρευμάτων, την αποχέτευση ομβρίων ή ακάθαρτων υδάτων και κάθε είδους τεχνικών έργων, που έχουν σκοπό την εξυγίανση ή τον εξωραϊσμό, στ) για τη λήψη και μεταφορά άμμου λίθων και άλλου παρεμφερούς υλικού, που χρησιμεύει για την εκτέλεση δημοτικών και κοινοτικών έργων, ζ) για την ίδρυση ή την επέκταση κοιμητηρίου, η) για τη συντήρηση ή τη διαφύλαξη ακινήτων που έχουν ιστορική ή παραδοσιακή αξία, θ) για την εναπόθεση απορριμμάτων, ι) για την προστασία του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, ια) για την κατασκευή κάθε δημοτικού ή κοινοτικού κτιριακού έργου.

2. Αναγνωρίζεται δικαίωμα προτιμήσεως υπέρ δήμων και κοινοτήτων απέναντι σε άλλους δημόσιους φορείς, σε περίπτωση εξαγοράς επιχειρήσεων ή αναγκαστικής συμμετοχής σε αυτές, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 106 παράγρ. 3 έως 5 του Συντάγματος.

Άρθρο 203
Κήρυξη της απαλλοτριώσεως και σύσταση δουλείας.

1. Η κήρυξη της απαλλοτριώσεως ή η σύσταση δουλείας γίνεται με πράξη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που “εγκρίνεται από τον νομάρχη”, ύστερα από γνώμη επιτροπής, που αποτελείται από τον διευθυντή της διευθύνσεως εσωτερικών της νομαρχίας, τον διευθυντή των τεχνικών υπηρεσιών και τον προϊστάμενο της τεχνικής υπηρεσίας του δήμου ή της κοινότητας, και όπου δεν υπάρχει τέτοια υπηρεσία, τον προϊστάμενο της τεχνικής υπηρεσίας δήμων και κοινοτήτων της νομαρχίας ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους. Αν πρόκειται για απαλλοτρίωση των περιπτώσεων β` και γ’ του προηγούμενου άρθρου, για να εκδοθεί η απόφαση του νομάρχη που εγκρίνει την πράξη του συμβουλίου, απαιτείται γνώμη της προαναφερόμενης επιτροπής, στην οποία μετέχει, αντί για τον διευθυντή τεχνικών υπηρεσιών, ο διευθυντής της γεωργικής υπηρεσίας ή ο νόμιμος αναπληρωτής του.

2. Σε περίπτωση που το ακίνητο που απαλλοτριώνεται ή το δικαίωμα δουλείας βρίσκεται έξω από την διοικητική περιφέρεια του δήμου ή της κοινότητας που ζητά την απαλλοτρίωση, ο νομάρχης γνωστοποιεί την πράξη απαλλοτριώσεως στο συμβούλιο του δήμου ή της κοινότητας, όπου βρίσκεται το ακίνητο ή το δικαίωμα δουλείας που πρέπει να απαλλοτριωθεί, ώστε αυτό να εκφέρει την αιτιολογημένη γνώμη του μέσα σύ ένα μήνα. Αν η προθεσμία αυτή περάσει χωρίς να έχει εκφέρει γνώμη το συμβούλιο, η διαδικασία της απαλλοτριώσεως γίνεται και χωρίς αυτή τη γνώμη.

3. Για να εκδοθεί απόφαση που κηρύσσει αναγκαστική απαλλοτρίωση απαιτούνται: α) κτηματολογικό διάγραμμα, που εικονίζει την απαλλοτριωτέα έκταση και τις επί μέρους ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σ` αυτήν, β) κτηματολογικός πίνακας, στον οποίο φαίνονται οι εικαζόμενοι ιδιοκτήτες των ακινήτων που θα απαλλοτριωθούν, το εμβαδόν κάθε ακινήτου καθώς και όλα τα κύρια προσδιοριστικά στοιχεία των κατασκευών που βρίσκονται επάνω σύ αυτά.

4. Η πράξη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου που κηρύσσει την απαλλοτρίωση κοινοποιείται με απόδειξη σε αυτούς κατά των οποίων στρέφεται, αν είναι γνωστό. Αν αυτοί είναι άγνωστοι, η κοινοποίηση γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Περίληψη της πράξης αυτής δημοσιεύεται με φροντίδα του δήμου ή της κοινότητας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε διά του άρθρου 82 παρ. 3 του Ν. 1416/1984 (Α 18).

5. Οι διατάξεις του βασικού νόμου περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ισχύουν και διά τις απαλλοτριώσεις που γίνονται υπέρ των δήμων και κοινοτήτων, εφόσον οι διατάξεις του Κώδικα δεν θίγουν τις διατάξεις αυτές.

Άρθρο 204
Λοιπές επεμβάσεις στην ιδιοκτησία.

1. Οι κύριοι ή κάτοχοι ακινήτων κτημάτων οφείλουν να ανέχονται την διενέργεια δοκιμαστικών εκσκαφών μέσα στα κτήματά τους, από το δήμο ή την κοινότητα, για την ανεύρεση υδάτων, την καλλιέργεια υφισταμένων πηγών ή την τοποθέτηση σωλήνων υδρεύσεως, αρδεύσεως και αποχετεύσεως. Η μετατόπιση των σωλήνων υδρεύσεως, αρδεύσεως και αποχετεύσεως που τοποθετούνται, γίνεται, ύστερα από αίτηση του κυρίου ή του κατόχου του ακινήτου, με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική δαπάνη επιβαρύνει το δήμο ή την κοινότητα. Επίσης οι κύριοι ή κάτοχοι ακινήτων κτημάτων οφείλουν να ανέχονται την τοποθέτηση ενδεικτικών πινακίδων για την κυκλοφορία και την ονοματοθεσία οδών και πλατειών, καθώς και τη στήριξη φωτιστικών σημάτων.

2. Αν προκύψει ζημία από τις ενέργειες αυτές, το ποσό της οφειλόμενης αποζημιώσεως ορίζεται με πρωτόκολλο, που συντάσσεται από τον διευθυντή των Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας, και η αποζημίωση που καθορίζεται επιτάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 162.

3. Όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί ν` ασκήσει στο Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του ακινήτου αίτηση για αύξηση του ποσού της οφειλόμενης αποζημιώσεως. Η αίτηση αυτή πρέπει ν’ ασκηθεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 15 ημερών, αφότου το πρωτόκολλο κοινοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο με φροντίδα της κοινότητας και εκδικάζεται με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Άρθρο 205
Σύσταση και νομική φύση

1. Οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν να συνιστούν δικές τους επιχειρήσεις ή να μετέχουν σε επιχειρήσεις που συνιστούν μαζί με άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα ή σε επιχειρήσεις που ήδη υπάρχουν:
α) για την εκτέλεση έργων που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού καθώς και για την οικονομική εκμετάλλευση των έργων αυτών,
β) για την παραγωγή αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού,
γ) για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που έχουν σκοπό την πραγματοποίηση εσόδων.

2. Δύο ή περισσότεροι δήμοι ή κοινότητες ή δήμοι και κοινότητες μπορούν να συνιστούν κοινές δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις και να συμμετέχουν σε υφιστάμενες δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις.

3. Η σύσταση δημοτικής ή κοινοτικής επιχειρήσεως ή η συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση αποφασίζεται σύμφωνα με πλήρη οικονομοτεχνική μελέτη, με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, και εκδίδεται σχετικό διάταγμα.

4. Με την απόφαση του δημοτικού ή του κοινοτικού συμβουλίου, που αφορά τη σύσταση δημοτικών δημοτικών επιχειρήσεων, ορίζονται ο σκοπός και η έδρα της επιχειρήσεως, οι λόγοι που δικαιολογούν τη σύστασή της, οι βασικοί κανόνες για την οργάνωση, λειτουργία και διαχείριση, τα περιουσιακά στοιχεία που διατίθενται για αυτήν, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η εκμετάλλευση του έργου ή η παραγωγή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών και τα έσοδα που θα προκύψουν καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.

5. Οι προαναφερόμενες δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αποτελούν ιδιαίτερα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο.

6. Η συμμετοχή σε επιχείρηση, που δεν είναι δημοτική ή κοινοτική, γίνεται επίσης σύμφωνα με πλήρη οικονομοτεχνική μελέτη, με απόφαση των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων, που ψηφίζεται με την πλειοψηφία της παραγρ. 3. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι λόγοι και το ποσοστό της συμμετοχής, τα περιουσιακά στοιχεία που εισφέρονται, η εκπροσώπηση του δήμου ή της κοινότητας στη διοίκηση της επιχειρήσεως και όλοι οι όροι της συμμετοχής. Οι επιχειρήσεις αυτής της παραγράφου λειτουργούν μόνο με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας.

Άρθρο 206
Διοίκηση

1. Οι δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις διοικούνται από επιτροπή, που αποτελείται από τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ως πρόεδρο, και τέσσαρα έως δέκα μέλη, που προέρχονται σε ίσο αριθμό από δημοτικούς ή κοινοτικούς συμβούλους και κατοίκους του δήμου ή της κοινότητας που έχουν πείρα ή γνώσεις σχετικές με το αντικείμενο της επιχειρήσεως. Τα μέλη της επιτροπής ορίζονται μαζί με τους αναπληρωτές τους από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο. Η θητεία της επιτροπής ακολουθεί τη θητεία του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και λήγει με την εγκατάσταση των νέων μελών. Το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο οφείλει να ορίσει νέα μέλη της επιτροπής, μέσα σε τρεις μήνες από την εγκατάσταση των νέων δημοτικών και κοινοτικών αρχών. Αν παραλείψει να τα ορίσει, τα μέλη ορίζονται από τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας. Τα μέλη της επιτροπής μπορούν ν’ αντικατασταθούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους, με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που λαμβάνεται με την πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, για αποχρώντα λόγο, σχετικό με τη λειτουργία της επιχειρήσεως.

2. Τα μέλη της επιτροπής δεν μπορεί να είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή αγχιστείας έως και τρίτου βαθμού, ούτε να είναι με οποιαδήποτε μορφή εργολάβοι ή προμηθευτές της επιχειρήσεως ή μέλη τον διοικητικού συμβουλίου ή υπάλληλοι ομοειδούς επιχειρήσεως.

3. Η επιτροπή εκλέγει ανάμεσα στα μέλη της αντιπρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνει τον πρόεδρο σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος.

4. Ο δήμαρχος μπορεί ν` αναθέτει σ` ένα βοηθό δημάρχου την άσκηση των καθηκόντων του ως προέδρου, για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο από ένα έτος.

5. Οι διατάξεις της παραγρ. 5 του άρθρου 80 εφαρμόζονται και σύ αυτήν την περίπτωση.

6. Στον πρόεδρο της επιτροπής μπορούν να καταβάλλονται, για τις υπηρεσίες που παρέχει στην επιχείρηση έξοδα παραστάσεως, που ορίζονται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, ύστερα από πρόταση της διοικούσης επιτροπής της επιχειρήσεως. Στα μέλη της επιτροπής μπορεί να καταβάλλεται αποζημίωση, για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις της, κατά την ίδια διαδικασία.

Άρθρο 207
Αρμοδιότητες της επιτροπής και του προέδρου

1. Η επιτροπή, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες, το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο είναι αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα, ή έχει επιφυλάξει στον εαυτό του την αρμοδιότητα με τη συστατική πράξη, διοικεί και διαχειρίζεται τις υποθέσεις που αφορούν την επιχείρηση, και ιδίως:
α) διορίζει και απολύει το υπαλληλικό και εργατοτεχνικό προσωπικό και αποφασίζει για όλες τις μεταβολές της υπηρεσιακής του καταστάσεως,
β) ψηφίζει τον προϋπολογισμό και τον ισολογισμό και καταρτίζει την έκθεση πεπραγμένων στο τέλος κάθε διαχειριστικής χρήσεως,
γ) καθορίζει, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, τις τιμές και τους όρους για τη διάθεση των προϊόντων της επιχειρήσεως ή για τη χρήση των υπηρεσιών της,
δ) εγκρίνει τις μελέτες έργων και προμηθειών και αποφασίζει για τον τρόπο της εκτελέσεώς τους,
ε) εγκρίνει την αγορά και τη μίσθωση ακινήτων που είναι χρήσιμα στην επιχείρηση,
στ) εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο να ασκεί κάθε βοήθημα ή ένδικο μέσο καθώς και όλες τις διοικητικές προσφυγές, να επάγει, να αντεπάγει και να δίνει όρκο,
ζ) γνωμοδοτεί για όλα τα θέματα που αφορούν την επιχείρηση, εφόσον τα θέματα αυτά ανήκουν στην αποφασιστική αρμοδιότητα του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.

2. Η αρμοδιότητα της περιπτώσεως α` της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να μεταβιβασθεί ολόκληρη ή εν μέρει, με απόφαση της επιτροπής, στον πρόεδρο της ή στον διευθυντή της επιχειρήσεως που τυχόν προβλέπεται από τον κανονισμό, ή σε ανώτερο υπάλληλό της.

3. Όλες τις αποφάσεις της η επιτροπή τις στέλνει χωρίς καθυστέρηση στο δήμο ή στην κοινότητα, στον οποίο ανήκει η επιχείρηση ή που συμμετέχει στην επιχείρηση.

4. Ο πρόεδρος της επιτροπής εκπροσωπεί την επιχείρηση δικαστικώς και εξωδίκως σε όλες τις σχέσεις της. Σε περιπτώσεις, που είναι επείγουσες κατά την κρίση του, ο πρόεδρος ασκεί όλα τα αναγκαία ένδικα βοηθήματα ή μέσα καθώς και τις διοικητικές προσφυγές.

Άρθρο 208
Διαχείριση

1. Η διαχείριση των επιχειρήσεων γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική ή κοινοτική διαχείριση.

2. Το οικονομικό έτος της διαχειρίσεως των επιχειρήσεων αντιστοιχεί στο οικονομικό έτος της δημοτικής ή κοινοτικής διαχειρίσεως.

3. Το περίσσευμα που προκύπτει από τη διαχείριση, μετά τη δημιουργία του απαραίτητου αποθεματικού, μπορεί να διατεθεί για τη βελτίωση ή την επέκταση των εγκαταστάσεων της επιχειρήσεως ή για να εκτελεσθούν κοινωφελή έργα στο δήμο ή στην κοινότητα, με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.

Άρθρο 209
Ταμιακή υπηρεσία και διαχειριστικός έλεγχος

1. Η ταμιακή υπηρεσία των επιχειρήσεων είναι ανεξάρτητη από τη δημοτική ή την κοινοτική.

2. Ο τακτικός διαχειριστικός έλεγχος των επιχειρήσεων γίνεται από δύο ελεγκτές, που επιλέγονται ανάμεσα σε υπαλλήλους τραπεζών ή δημόσιους υπαλλήλους ΑΤ κλάδου και διορίζονται από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο στην αρχή κάθε οικονομικού έτους. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και η αμοιβή τους.

3. Με απόφαση του νομάρχη, εφόσον συντρέχει ειδική περίπτωση, μπορεί να ενεργείται έκτακτος διαχειριστικός έλεγχος της επιχειρήσεως από ορκωτούς λογιστές, που ορίζονται από του νομάρχη. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και η αμοιβή τους.

Άρθρο 210
Εποπτεία των επιχειρήσεων

1. Το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο εγκρίνει τις αποφάσεις της επιτροπής τις σχετικές με τα ακόλουθα θέματα : α) την ψήφιση του προϋπολογισμού της επιχειρήσεως, β) την εκποίηση ακινήτων ή την επιβάρυνσή τους με εμπράγματο δικαίωμα, γ) τη σύναψη δανείων για συνολικό ποσό ανώτερο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές και δ) την επέκταση των εγκαταστάσεων της επιχειρήσεως.

2. Το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο εγκρίνει τον ισολογισμό και την έκθεση των πεπραγμένων, και μπορεί ν’ αποφασίσει την διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού και ταμιακού ελέγχου από τα πρόσωπα που ορίζονται κατά την παράγρ. 2 του προηγούμενου άρθρου.

3. Οι αποφάσεις του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, υποβάλλονται στον νομάρχη για έλεγχο.

Άρθρο 211
Κανονισμοί

1. Με κανονισμούς, που συντάσσονται από την επιτροπή και εκδίδονται με αποφάσεις του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζονται κάθε φορά τα σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία και τη διαχείριση των επιχειρήσεων.

2. Με κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με την παρ. 1, και εγκρίνονται με απόφαση του νομάρχη και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται ο τρόπος προσλήψεως και τα προσόντα του προσωπικού της επιχειρήσεως, τα θέματα τα σχετικά με την κατάστασή του καθώς και το ανώτατο όριο του αριθμού του προσωπικού κατά κατηγορίες.

3. Το προσωπικό των επιχειρήσεων συνδέεται με τις επιχειρήσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, και έχει την αστική ευθύνη των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων.

Άρθρο 212
Διάλυση
Οι επιχειρήσεις διαλύονται με τον τρόπο που έχουν συσταθεί, και η περιουσία τους περιέρχεται στο δήμο ή στην κοινότητα που τις έχει συστήσει.

Άρθρο 213
Λειτουργία επιχειρήσεων στις οποίες συμμετέχουν περισσότεροι δήμοι ή κοινότητες

1. Οι επιχειρήσεις που συνιστώνται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 205 του Κώδικα, διέπονται από τις ακόλουθες ειδικές διατάξεις, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του κεφαλαίου που αφορά τις επιχειρήσεις.

2. Η έδρα της επιχειρήσεως ορίζεται με το ιδρυτικό της διάταγμα, σε συνάρτηση με το σκοπό της επιχειρήσεως.

3. Μέλη της διοικούσας επιτροπής της επιχειρήσεως είναι, εκτός από τον πρόεδρο, δήμαρχοι ή πρόεδροι κοινοτήτων ή δημοτικοί ή κοινοτικοί σύμβουλοι και δημότες των δήμων και των κοινοτήτων που συμμετέχουν, σε ίσο αριθμό. Ο αριθμός των μελών αυτών είναι ο τρόπος που υποδεικνύονται από τα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια των δήμων και κοινοτήτων που μετέχουν στην επιχείρηση, καθορίζεται με τις αποφάσεις που αφορούν τη σύσταση της επιχειρήσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκπροσωπείται στην επιτροπή κάθε δήμος ή κοινότητα με δικό της εκπρόσωπο. Πρόεδρος της επιτροπής είναι το πρόσωπο που ορίζει ο δήμος ή η κοινότητα που έχει το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής. Αντιπρόεδρος εκλέγεται από την επιτροπή ένα από τα μέλη της.

Άρθρο 214
Μικρές επιχειρήσεις
Τη διοίκηση μικρών επιχειρήσεων μπορεί ν’ ασκεί το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, ύστερα από απόφασή του που “εγκρίνεται από τον νομάρχη”. Τα έσοδα και τα έξοδα των επιχειρήσεων αυτών καταχωρίζονται σε ιδιαίτερα κεφάλαια και άρθρα του δημοτικού ή κοινοτικού προϋπολογισμού.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 215
Αρμοδιότητα για την έκδοση διαταγμάτων. Στις περιπτώσεις όπου προβλέπεται η έκδοση διατάγματος, το διάταγμα αυτό εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον Κώδικα.

Άρθρο 216
Διοικητικό δικαστήριο ορίων
Το άρθρο 12 Ν.Δ. 2888/1954, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 23 του Ν.Δ. 3777/1957 και έχει επαναφερθεί σε ισχύ με το νόμο 180/1975, και όπως έχει κωδικοποιηθεί με αύξοντα αριθμό 14 με το Π.Δ. 933/1975, διατηρεί την ισχύ του και τροποποιείται ως εξής :
1. Σε κάθε νομό λειτουργεί διοικητικό δικαστήριο ορίων.
2. Το δικαστήριο αυτό αποτελείται : α) από τον πρόεδρο του Πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται οι ενδιαφερόμενοι δήμοι ή κοινότητες, ως πρόεδρο, β) από τον διευθυντή εσωτερικών της νομαρχίας, που αναπληρώνεται από έναν υπάλληλο της ίδιας διευθύνσεως, του κλάδου ΑΤΙ με βαθμό 5ο ή 4ο, και που ορίζεται από τον νομάρχη, γ) από τον διευθυντή τεχνικών υπηρεσιών της νομαρχίας, που αναπληρώνεται από τον νόμιμο αναπληρωτή του και δ) από δύο εκπροσώπους της τοπικής ενώσεως δήμων και κοινοτήτων, δημάρχους ή προέδρους κοινότητας, που υποδεικνύονται μαζί με τους αναπληρωτές τους κάθε διετία από τη διοικούσα επιτροπή της ενώσεως. Αν οι τοπικές ενώσεις δήμων και κοινοτήτων αρνούνται να υποδείξουν τους δημάρχους ή προέδρους κοινοτήτων και τους αναπληρωτές τους που θα είναι μέλη του δικαστηρίου, τους ορίζει ο νομάρχης. Τα καθήκοντά του γραμματέα εκτελεί ένας υπάλληλος της διευθύνσεως εσωτερικών, που ορίζεται από τον νομάρχη.
3. Αν οι δήμοι ή οι κοινότητες υπάγονται σε περισσότερα Πρωτοδικεία του ίδιου νομού, ο νομάρχης ορίζει το αρμόδιο Πρωτοδικείο. Αν υπάγονται σε περισσότερους νομούς, ο πρόεδρος του Πρωτοδικείου, ο διευθυντής εσωτερικών της νομαρχίας, ο διευθυντής τεχνικών υπηρεσιών και ο γραμματέας ορίζονται από τον Υπουργό Εσωτερικών, και η διοικούσα επιτροπή της τοπικής ενώσεως κάθε νομού ορίζει από έναν δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας.
Η διάταξη τον δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως.
4. Τα σχετικά με τον ορισμό δικασίμων του δικαστηρίου, την κλήση των ενδιαφερομένων, τη συνεδρίασή του, την επιτόπια έρευνα, την κοινοποίηση της αποφάσεως, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με τη λειτουργία του δικαστηρίου καθορίζονται με διάταγμα.
5. Ώσπου ν’ αποφασίσει οριστικά το δικαστήριο, ισχύει η απόφαση της επιτροπής του άρθρου 14 του Κώδικα για τον καθορισμό των ορίων.
6. Το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση του νομάρχη, να διορθώσει τις αποφάσεις του μέσα σύ ένα εξάμηνο από την έκδοσή τους, στην περίπτωση που πιστοποιούνται προφανείς παραλείψεις ή σφάλματα στην περιγραφή των ορίων. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση πρέπει να είναι ομόφωνη.

Άρθρο 217
Πληθυσμός
Για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα, όπου γίνεται λόγος για τον πληθυσμό λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικός πληθυσμός, όπως εμφανίζεται στους επίσημους πίνακες των αποτελεσμάτων της τελευταίας απογραφής του πληθυσμού που έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 218
Ρύθμιση της σταθμεύσεως οχημάτων
Η αρμοδιότητα, που προβλέπεται στο άρθρο 23 περίπτ. 11, ασκείται ύστερα από γνώμη της αρμόδιας αστυνομικής υπηρεσίας, που παρέχεται μέσα σε ένα μήνα αφότου η αστυνομική αυτή υπηρεσία έλαβε το σχετικό ερώτημα του δήμου ή της κοινότητας.

Άρθρο 219
Εκτέλεση ειδικών καθηκόντων των δημάρχων και προέδρων κοινοτήτων

1. Ο δήμαρχος, ή ο πρόεδρος κοινότητας οφείλει ν` ασκεί τα καθήκοντα οργάνου του κράτους ή άλλου δημόσιου φορέα, που επιβάλλονται ρητά με νόμο. Αν αρνείται ή αμελεί, ο νομάρχης μπορεί ν` αναθέσει την εκτέλεσή των καθηκόντων σε δημόσιο υπάλληλο.

2. Οι δαπάνες του δήμου ή της κοινότητας, που δημιουργούνται από την εκτέλεση των καθηκόντων της προηγούμενης παραγράφου, επιβαρύνουν το κράτος ή τον οικείο δημόσιο φορέα.

Άρθρο 220
Συμμετοχή εκπροσώπων των δήμων και κοινοτήτων σε συλλογικά όργανα
Οι εκπρόσωποι των δήμων και κοινοτήτων στις περιπτώσεις των άρθρων 8 παρ. 1, 11 παράγρ. 1, 12 παράγρ. 2, 27 παράγρ. 5 εδάφ. α’, 121 παράγρ. 2 και 124 παράγρ. 1, ορίζονται μέσα σύ ένα μήνα το αργότερο, αφότου εγκατασταθούν οι νέες δημοτικές και κοινοτικές αρχές ή εκλεγούν τα μέλη των διοικουσών επιτροπών των τοπικών ενώσεων και του διοικητικού συμβουλίου της Κεντρικής Ενώσεως. Η θητεία των εκπροσώπων αυτών ακολουθεί τη δημοτική ή κοινοτική περίοδο και λήγει, σε κάθε περίπτωση, μόλις οριστούν οι νέοι εκπρόσωποι. Αν η θέση των εκπροσώπων αυτών μείνει κενή κατά τη διάρκεια της θητείας τους, για οποιοδήποτε λόγο, και δεν είναι δυνατό να οριστούν νέοι εκπρόσωποι, ή δεν οριστούν μέσα σύ ένα μήνα αφότου τα όργανα που είναι αρμόδια να τους ορίσουν έλαβαν το σχετικό ερώτημα, τότε τα όργανα που προβλέπουν οι προαναφερόμενες διατάξεις λειτουργούν νόμιμα και χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπων των δήμων και κοινοτήτων.

Άρθρο 221
Αποζημιώσεις των μελών των επιτροπών και των συμβουλίων
Ο πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας όλων των συμβουλίων και των επιτροπών που ειδικά προβλέπει ο Κώδικας, παρέχουν τις υπηρεσίες του σε ώρες που δεν είναι εργάσιμες. Τους χορηγείται αποζημίωση κατά συνεδρίαση, που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τις αμοιβές μελών συμβουλίων και επιτροπών.

Άρθρο 222
Οδοιπορικά έξοδα και αποζημιώσεις μελών της επιτροπής και του διοικητικού δικαστηρίου ορίων

1. Στα μέλη της επιτροπής του άρθρου 14 και στα μέλη του δικαστηρίου ορίων καθώς και στον γραμματέα χορηγούνται οδοιπορικά έξοδα και αποζημίωση για κάθε συνεδρίαση, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.

2. Τα οδοιπορικά έξοδα, οι αποζημιώσεις και οι δαπάνες λειτουργίας της επιτροπής και του δικαστηρίου ορίων επιβαρύνουν τους ενδιαφερόμενους δήμους και κοινότητες και κατανέμονται μεταξύ τους με απόφαση του νομάρχη.

Άρθρο 223
Γενικές διατάξεις για τις επιδόσεις, κοινοποιήσεις και δημοσιεύσεις

1. Οι επιδόσεις ή κοινοποιήσεις πράξεων των δημοτικών ή κοινοτικών αρχών που προβλέπονται από τον Κώδικα, γίνονται από όργανα της δημοτικής, κοινοτικής ή δημόσιας υπηρεσίας, με το ταχυδρομείο με απόδειξη, ή με τηλεγράφημα με απόδειξη.

2. Οι δημοσιεύσεις, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, γίνονται με τοιχοκόλληση στην εξώθυρα ή σε άλλο μέρος του δημοτικού ή κοινοτικού καταστήματος, που είναι προορισμένο γι’ αυτόν τον σκοπό. Για τις δημοσιεύσεις αυτές συντάσσεται αποδεικτικό εμπρός σε δύο μάρτυρες.

Άρθρο 224
Διατήρηση διατάξεων που προβλέπουν την παραχώρηση ακινήτου σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως.
Κάθε ειδική διάταξη, που προβλέπει την παραχώρηση εκ μέρους του δημοσίου ή άλλων νομικών προσώπων ακινήτων κτημάτων κάθε είδους στους δήμους, στις κοινότητες, στα ιδρύματα και στα άλλα νομικά πρόσωπα των δήμων και κοινοτήτων διατηρεί την ισχύ της.

Άρθρο 225
Φορολογικές απαλλαγές, ατέλειες, προνόμια.
Οι δήμοι και οι κοινότητες, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα, και τα λοιπά δημοτικά και κοινοτικά νομικά πρόσωπα, οι σύνδεσμοι δήμων και κοινοτήτων και οι αποκλειστικά αμιγείς δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις απαλλάσσονται από κάθε δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή λιμενικό φόρο, άμεσο ή έμμεσο, δασμό, τέλος, χαρτόσημο, δικαστικό ένσημο και εισφορά υπέρ οποιουδήποτε ταμείου, από κρατήσεις, από κάθε ταχυδρομικό τέλος και από κάθε δικαστικό τέλος στις δίκες τους. Επίσης έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο δημόσιο. Δεν απαλλάσσονται από τον εισαγωγικό δασμό υπέρ του δημοσίου τα επιβατικά αυτοκίνητα που εισάγουν οι οργανισμοί αυτοί, τα καύσιμα και τα λιπαντικά.

Άρθρο 226
Αναπροσαρμογή χρηματικών ορίων και ποσών.
Τα χρηματικά όρια και τα ποσά που ορίζονται στον κώδικα αυξομειώνονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 227
Χρηματικά πρόστιμα
Χρηματικά πρόστιμα ή χρηματικές ποινές που επιβάλλονται εξαιτίας ποινικής καταδίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 3 του άρθρου 26, της παρ. 3 του άρθρου 33 και της παραγρ. 3 του άρθρου 187 του Κώδικα, καθώς και χρηματικά πρόστιμα που επιβάλλονται εξαιτίας πειθαρχικής τιμωρίας τους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα, καθώς και τα τέλη της πειθαρχικής διαδικασίας, εισπράττονται από το δημόσιο ταμείο και αποδίδονται στο δήμο ή στην κοινότητα.

Άρθρο 228
Αμοιβή πληρεξουσίων δικηγόρων

1. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, που διορίζονται από δήμο ή κοινότητα, αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί δικηγόρων που ισχύουν κάθε φορά. Η αμοιβή τους μπορεί να ελαττωθεί, με απόφαση του δικαστηρίου που δικάζει πίνακα αμοιβών τους, έως το πενήντα τοις εκατό των κατωτάτων ορίων που ορίζονται στον Κώδικα αυτόν, ύστερα από εκτίμηση της οικονομικής καταστάσεως του δήμου ή της κοινότητας, που έχει διορίσει τον δικηγόρο.

2. Τα δικαστήρια μπορούν να καθορίζουν το ποσό της δικαστικής δαπάνης που επιδικάζεται σε βάρος ή υπέρ δήμων και κοινοτήτων, σε ποσό που φθάνει έως τα πενήντα τοις εκατό των κατωτάτων ορίων που ορίζονται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων.

Άρθρο 229
Διατάξεις που καταργούνται ή διατηρούνται

1. Κάθε διάταξη, γενική ή ειδική, που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του Κώδικα ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που διέπει ο Κώδικας, καταργείται.

2. Καταργείται ο Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν.Δ. 2888/1954, όπως έχει τροποποιηθεί κάθε φορά και έχει επαναφερθεί σε ισχύ με τον Ν. 180/1975, και έχει κωδικοποιηθεί με το Π.Δ. 933/1975, εκτός από τα άρθρα 14, όμως τροποποιείται με το άρθρο 216 τούτου του Κώδικα, 45 παράγραφ. 4 εδαφ. 2 και 144 του ίδιου Π. Δ/τος, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 3 του Ν. 737/1977.

Άρθρο 230
Έκδοση διαταγμάτων-ισχύς διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις.

1. Με διάταγμα καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια, που είναι αναγκαία για την εκτέλεση διατάξεων του Κώδικα.

2. Ώσπου να εκδοθούν τα διατάγματα που προβλέπει ο Κώδικας, εφαρμόζονται τα διατάγματα που έχουν εκδοθεί για την εκτέλεση των αντίστοιχων διατάξεων που ίσχυαν πριν από τον Κώδικα, εφόσον το περιεχόμενό τους δεν είναι αντίθετο προς τις διατάξεις του Κώδικα.

ΤΜΗΜΑ Β΄
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 231
Υφιστάμενοι δήμοι και κοινότητες που δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του Κώδικα

1. Οι δήμοι, που δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, μπορούν να καταργηθούν μέσα σε προθεσμία τριών ετών αφότου αρχίσει να ισχύει ο Κώδικας, με διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών ύστερα από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

2. Οι κοινότητες, που κατά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, εξακολουθούν να υπάρχουν, με επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 46 του Κώδικα.

Άρθρο 232
`Εφαρμογή των διατάξεων για τους βοηθούς δημάρχου, τη διαίρεση δήμων σε διαμερίσματα, του δημοτικού συμβουλίου σε τμήματα, καθώς και τον αριθμόν των μελών του δημοτικού και κοινοτικού συμβουλίου και της δημαρχιακής επιτροπής.
1. Οι διατάξεις του παρόντος, οι σχετικές με τους βοηθούς δημάρχου και τη διαίρεση δήμων σε διαμερίσματα, εφαρμόζονται αφότου αρχίσει να ισχύει ο Κώδικας, εφόσον το δημοτικό συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση, με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του. Αν δεν ληφθεί τέτοια απόφαση, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αφότου εγκατασταθούν οι δημοτικές αρχές, που θ` αναδειχθούν στις πρώτες εκλογές μετά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα.

Άρθρο 233
Ρύθμιση εντόκων χρηματικών υπολοίπων.
Με διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, μέσα σε προθεσμία δύο ετών από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα, καθορίζεται η έντοκη παρακατάθεση των ταμιακών υπολοίπων κάθε δήμου ή κοινότητας σε πιστωτικό ίδρυμα καθώς και ο τρόπος που θα τηρούνται και θα διακινούνται οι σχετικοί λογαριασμοί. Οι τόκοι περιέρχονται στο δήμο ή στην κοινότητα.

Άρθρο 234
Ορισμός εκπροσώπων δήμων και κοινοτήτων σε συλλογικά όργανα.
Οι εκπρόσωποι των δήμων και κοινοτήτων, που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 8 παράγρ. 1, 11 παράγρ. 1, 12 παράγρ. 2, 27 παράγρ. 5 εδάφ. α, 121 παράγρ. 2 και 124 παράγρ. 1, ορίζονται, για την πρώτη εφαρμογή του Κώδικα, μέσα σε δύο μήνες αφότου αρχίσει η ισχύς του. Ώσπου να ορισθούν οι εκπρόσωποι των δήμων και κοινοτήτων, τα όργανα που προβλέπουν οι προαναφερόμενες διατάξεις λειτουργούν και χωρίς τη συμμετοχή των εκπροσώπων αυτών.

Άρθρο 235
Προσαρμογή των διατάξεων δημοτικών ή κοινοτικών ιδρυμάτων και νομικών προσώπων, που ήδη λειτουργούν, προς τις διατάξεις του Κώδικα.

1. Οι διατάξεις του Κώδικα που ίσχυε προηγουμένως, οι οποίες αφορούν τον τρόπο διοικήσεως και το χρόνο της θητείας των συλλογικών οργάνων, που διοικούν τα δημοτικά ή κοινοτικά ιδρύματα και τα λοιπά δημοτικά ή κοινοτικά πρόσωπα, εξακολουθούν να ισχύουν, ως προς τα ιδρύματα και τα νομικά πρόσωπα που λειτουργούν, επί ένα έτος ακόμη μετά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα.

2. Οι δήμοι και οι κοινότητες, με απόφαση των συμβουλίων τους, που λαμβάνεται μέσα στο προαναφερόμενο ετήσιο χρονικό διάστημα, οφείλουν να προσαρμόσουν τις διατάξεις των προηγούμενων αποφάσεών τους, που αφορούν τη σύσταση δημοτικών ή κοινοτικών ιδρυμάτων και νομικών προσώπων, προς τις διατάξεις του Κώδικα.

Άρθρο 236
Λειτουργία δημοτικών και κοινοτικών ιδρυμάτων, νομικών προσώπων, συνδέσμων και επιχειρήσεων που έχουν συσταθεί με ειδικούς νόμους.

1. Δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα, λοιπά δημοτικά ή κοινοτικά νομικά πρόσωπα, σύνδεσμοι δήμων ή κοινοτήτων και δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις, που έχουν συσταθεί με ειδικούς νόμους και λειτουργούν κατά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα, εξακολουθούν να διέπονται από τις ειδικές διατάξεις των νόμων αυτών.

2. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του συλλογικού οργάνου που τα διοικεί, επιτρέπεται να υπαχθούν εν όλω ή εν μέρει στις διατάξεις του Κώδικα.

Άρθρο 237
Νομικά πρόσωπα που εκτελούν σκοπούς αποκλειστικής αρμοδιότητας δήμων και κοινοτήτων

1. Νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που έχουν ιδρυθεί με οποιοδήποτε τρόπο (μεταξύ των οποίων και εκείνα που ασκούν δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία με παραχώρηση του κράτους, ενός δήμου ή μίας κοινότητας) και που ασκούν τη δραστηριότητά τους μέσα στην περιφέρεια των δήμων ή των κοινοτήτων, για την εκτέλεση σκοπών που ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δήμων ή των κοινοτήτων αυτών, εξακολουθούν να λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν έως τώρα.

2. Τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παραγρ. 1 μπορούν να καταργηθούν, ύστερα από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Αν αφορούν περισσότερους δήμους ή κοινότητες, μπορούν να καταργηθούν, εφόσον αυτό αποφασιστεί από όλα τα συμβούλια των δήμων και κοινοτήτων, στην περιφέρεια των οποίων εκτείνεται η δράση των νομικών προσώπων. Αν πρόκειται για ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασκούν αστική συγκοινωνία, η κατάργηση επιτρέπεται να γίνει, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα, ύστερα από εξαγορά των συγκοινωνιακών και άλλων συναφών μέσων. Η διάταξη της παραγρ. 4 του άρθρου 106 του Συντάγματος εφαρμόζεται και σύ αυτήν την περίπτωση.

3. Οι αποφάσεις του συμβουλίου που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο πρέπει να εγκριθούν από το Υπουργικό Συμβούλιο. Μετά την έγκριση αυτή, εκδίδεται διάταγμα με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών και του Υπουργού που είναι αρμόδιος καθ` ύλην.

4. Οι δήμοι και οι κοινότητες υποκαθιστούν αυτοδικαίως τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που καταργούνται κατά την παράγρ. 2, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, όπως θα καθορισθεί ειδικότερα με το διάταγμα που θα προβλέπει την κατάργησή τους.

5. Τα ίδια αντικείμενα, αν τα νομικά πρόσωπα που καταργούνται είναι ιδιωτικού δικαίου, ρυθμίζονται από τις σχετικές διατάξεις.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 21 Ιουλίου 1980

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς