Νόμος 1049 ΦΕΚ Α΄114/9.5.1980
Περί κυρώσεως της υπογραφείσης εν Στρασβούργω την 24ην Απριλίου 1967 υπό των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης Διεθνούς Συμβάσεως “περί υιοθεσίας ανηλίκων”.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:
Άρθρον 1
Κυρούται και κτάται ισχύν νόμου η εν Στρασβούργω την 24ην Απριλίου 1967 υπογραφείσα Διεθνής Σύμβασις “περί υιοθεσίας ανηλίκων”, υπό την επιφύλαξιν την οποίαν διετύπωσεν η Ελλάς κατά την υπογραφήν της Συμβάσεως ταύτης περί μη δεσμεύσεώς της υπο της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 12 της Συμβάσεως, της οποίας το κείμενον έπεται, εν πρωτοτύπω εις την γαλλικήν και αγγλικήν και, εν μεταφράσει, εις την ελληνικήν.
ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ ΠΑΙΔΙΩΝ
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ
Τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τα υπογράφοντα την παρούσαν Σύμβασιν, Λαμβάνοντα υπ όψιν ότι, επιδίωξις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η πραγματοποίησις στενωτέρας ενότητος μεταξύ των μελών της ιδίως προς τον σκοπόν όπως διευκολύνη την κοινωνικήν αυτών πρόοδον. Λαμβάνοντα υπ` όψιν ότι, καίτοι η θέσπισις της υιοθεσίας παιδίων υφίσταται εις την νομοθεσίαν πάντων των Κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπάρχουσιν εις τας χώρας ταύτας διϊστάμεναι απόψεις ως προς τας αρχάς αίτινες θα έπρεπε να διέπωσι την υιοθεσίαν, ως επίσης και διαφοραί ως προς την διαδικασίαν της υιοθεσίας και τας νομικάς συνεπείας ταύτης. Λαμβάνοντα υπ` όψιν ότι, η παραδοχή κοινών αρχών και κοινών τρόπων εφαρμογής, καθ` όσον αφορά την υιοθεσίαν παιδιών, θα συνέβαλλεν εις την εξομάλυνσιν των εκ των ασυμφωνιών τούτων προκαλουμένων δυσκολιών και ταυτοχρόνως θα επέτρεπε την προώθησιν της ευημερίας των υιοθετουμένων παιδίων, Συνεφώνησαν τα κάτωθι :
ΜΕΡΟΣ Α`
ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Άρθρον 1
Εκαστον των Συμβαλλομένων Μερών υποχρεούται όπως εξασφαλίση την συνταύτησιν της νομοθεσίας αυτού προς τας διατάξεις του Μέρους Β` της παρούσης Συμβάσεως και όπως ενημερώση τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης περί των προς τούτο ληφθέντων μέτρων.
Άρθρον 2
Εκαστον των Συμβαλλομένων Μερών υποχρεούται όπως λάβη υπ` όψιν τας εις το Μέρος Γ` της παρούσης Συμβάσεως διαλαμβανομένας διατάξεις και εάν εκτελή ταύτας ή εάν, μετά την εκτέλεσιν ήθελε παύσει να εκτελή και μίαν οιανδήποτέ εκ των εν λόγω διατάξεων οφείλει να ανακοινώση τούτο προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Άρθρον 3
Η παρούσα Σύμβασις αφορά μοναδικώς την νομικήν θέσπισιν της υιοθεσίας παιδίου, μη συμπληρώσαντος, καθ` ην στιγμήν ο υιοθετών αιτείται την υιοθεσίαν του, ηλικίαν 18 ετών, μη όντος ή μη υπάρχοντος εγγάμου και μη κηρυχθέντος δικαστικώς ανηλίκου.
ΜΕΡΟΣ Β`.
ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρον 4
Η υιοθεσία δεν είναι ισχυρά εάν δεν εχορηγήθη δι` αποφάσεως Δικαστικής ή Διοικητικής Αρχής (κατωτέρω καλουμένης “η αρμοδία Αρχή”).
Άρθρον 5
1. Υπο την επιφύλαξιν των παραγράφων 2 και 4 του παρόντος άρθρου, υιοθεσία δεν χορηγείται ειμή εφόσον δοθώσι και δεν ανακληθώσιν αι κάτωθι συναινέσεις προς υιοθεσίαν :
(α) η συναίνεσις της μητρός και προκειμένου δε περί νομίμου τέκνου του πατρός, μη υπαρχόντων πατρός και μητρός διά να δώσωσι την συναίνεσίν των, η συναίνεσις οιουδήποτε προσώπου ή συμβουλίου δικαιουμένου αντ` αυτών να ασκή εν προκειμένω την πατρικήν ή μητρικήν εξουσίαν.
(β) η συναίνεσις της συζύγου του υιοθετούντος ή του συζύγου της υιοθετούσης.
2. Η αρμοδία Αρχή δεν δικαιούται :
(α) να παραλείψη την λήψιν συναινέσεως ενός εκ των προβλεπομένων εις την ως άνω παράγραφον 1 προσώπων,
(β) να παρίδη την άρνησιν συναινέσεως εκ μέρους οιουδήποτε των προσώπων ή συμβουλίου, ως προβλέπεται υπό της ρηθείσης παραγράφου 1 εκτός εάν συντρέχωσιν εξαιρετικοί λόγοι, καθοριζόμεναι υπό της υιοθεσίας.
3. Εαν ο πατήρ ή η μήτηρ στερούνται της πατρικής ή μητρικής εξουσίας διά το υιοθετούμενον τέκνον ή στερούνται τουλάχιστον του δικαιώματος όπως όπως δώσωσι την συναίνεσιν των δια την υιοθεσίαν η νομοθεσία δύναται να προβλέπη όπως μη απαιτείται η τοιαύτη συναίνεσις.
4. Η συναίνεσις μητρός προς υιοθεσίαν του τέκνου της δεν θα γίνη δεκτή εκτός εάν εδόθη μετά την γέννησιν, κατά την εκπνοήν της προθεσμίας της προβλεπομένης υπό της νομοθεσίας και ήτις προθεσμία δεν δύναται να είναι μικροτέρα των εξ (6) εβδομάδων ή, εάν δεν καθορίζεται προθεσμία, την στιγμήν καθ` ην, κατά την γνώμην της αρμοδίας Αρχης, η μήτηρ θα έχη αναλάβει επαρκώς εκ των συνεπειών του τοκετού.
5. Διά των λέξεων “πατήρ” και “μήτηρ” εν τω παρόντι άρθρω εξυπακούονται τα πρόσωπα άτινα είναι οι νόμιμοι γονείς του υιοθετουμένου.
Άρθρον 6
1. Δέον όπως μη επιτρέπεται υπό του νόμου η υιοθεσία παιδίου ειμή είτε υπό δύο προσώπων ηνωμένων δια του δεσμού του γάμου, υιοθετούντων ταυτοχρόνως ή αλληλοδιαδόχως, ή υφ` ενός προσώπου.
2. Δέον όπως μη επιτρέπεται υπό του νόμου νέα υιοθεσία παιδίου ειμή εις μίαν ή περισσοτέρας των κάτωθι περιπτώσεων :
(α) όταν πρόκειται περί υιοθετημένου τέκνου της συζύγου του υιοθετούντος ή του συζύγου της υιοθετούσης,
(β) όταν ο προηγούμενος υιοθετήσας απεβίωσεν
(γ) όταν η προηγουμένη υιοθεσία ηκυρώθη.
(δ) όταν η προηγουμένη υιοθεσία ετερματίσθη.
Άρθρον 7
1. Υιοθεσία παιδίου δύναται να γίνη μόνον εάν ο υιοθετών έχη συμπληρώσει το ελάχιστον όριον ηλικίας το προβλεπόμενον προς τον σκοπόν τούτον, του ορίου τούτου ηλικίας μη όντος κάτω των 21 ετών ουδέ άνω των 35 ετών.
2. Δύναται, εν τούτοις η νομοθεσία να προβλέψη την δυνατότητα παρεκκλίσεως εκ του όρου περί κατωτάτου ορίου ηλικίας :
(α) εάν ο υιοθετών είναι ο πατήρ ή η μήτηρ του υιοθετουμένου ή
(β) Λόγω εξαιρετικών συνθηκών.
Άρθρον 8
1. Η αρμοδία Αρχη δεν θέλει προβή εις την έκδοσιν αποφάσεως υιοθεσίας ειμή εφόσον πεισθή ότι η υιοθεσία θέλει αποβή προς όφελος του υιοθετουμένου.
2. Εις εκάστην περίπτωσιν, η αρμοδία Αρχη θέλει ιδιαιτέρως φροντίσει όπως η υιοθεσία αύτη παρέχη εις τον υιοθετούμενον σταθεράν και αρμονικήν εστίαν.
3. Κατά γενικόν κανόνα, η αρμοδία Αρχή δεν θέλει θεωρήσει τας άνω προϋποθέσεις ως επιτελεσθείσας, εάν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του υιοθετούντος και του υιοθετουμένου είναι μικροτέρα της χωριζούσης τους γονείς από τα τέκνα των ηλικίας.
Άρθρον 9
1. Η αρμοδία Αρχη θέλει λάβει απόφασιν περί υιοθεσίας κατόπιν εμπεριστατωμένης ανακρίσεως εν σχέσει προς τον υιοθετούντα, το υιοθετούμενον παιδίον και την οικογένειάν του.
2. Η ανάκρισις δέον όπως, εν τω ιδιάζοντι εις εκάστην περίπτωσιν μέτρω, επεκταθή μεταξύ άλλων και επί των κάτωθι σημείων :
(α) την προσωπικότητα, υγείαν και οικονομικά μέσα του υιοθετούντος, της οικογενειακής του ζωής, του τρόπου διαβιώσεως και της ικανότητός του προς επιμόρφωσιν του υιοθετουμένου,
(β) τα κίνητρα της επιθυμίας του προς υιοθέτησιν του παιδίου,
(γ) εις την περίπτωσιν αιτήσεως προς υιοθεσίαν μόνον του ενός των συζύγων, τους λόγους τους ωθήσαντας τον έτερων τούτων ίνα μη συμμετάσχη εις την αίτησιν υιοθεσίας.
(δ) την αμοιβαίαν καταλληλότητα μεταξύ υιοθετουμένου και υιοθετούντος, το χρονικόν διάστημα καθ` ο το παιδίον παρέμεινεν υπο τας φροντίδας του υιοθετούντος,
(ε) την προσωπικότητα και υγείαν του υιοθετουμένου και υπό τους ισχύοντας νομικούς περιορισμούς, τους προγόνους αυτού,
(στ) τας απόψεις του νιοθετουμένου ως προς την προτεινόμενην υιοθεσίαν,
(ζ) και την τυχόν διαφοράν θρησκεύματος μεταξύ του υιοθετούντος και του υιοθετουμένου.
3. Η ανάκρισις αύτη δέον όπως ανατεθή εις πρόσωπον ή οργανισμόν ανεγνωρισμένον υπό του νόμου ή ειδικώς προς τούτο ανεγνωρισμένου παρά Δικαστικής ή Διοικητικής Αρχης. Η ανάκρισις δέον όπως, εν τω μέτρω του δυνατού, διεξαχθή υπό κοινωνικών λειτουργών εχόντων τα προς τούτο προσόντα, ως εκ της ειδικεύσεως ή πείρας αυτών.
4. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου ουδόλως θέλουσιν επηρεάσει την ικανότητα και υποχρέωσιν της αρμοδίας Αρχής, όπως επιτύχη πάσαν πληροφορίαν ή απόδειξιν αφορώσαν ή μη το αντικείμενον της ανακρίσεως ήν αύτη ήθελεν ενδεχομένως κρίνει εποικοδομητικήν.
Άρθρον 10.
1. Η υιοθεσία συνεπάγεται δια τον υιοθετούντα, ως προς τον υιοθετούμενον τα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις, ας υπέχει ο πατήρ ή η μήτηρ προς το νομίμον τέκνον της. Η υιοθεσία συνεπάγεται δια τον υιοθετούμενον έναντι του υιοθετούντος τα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις, ας υπέχει το νόμιμον τέκνον έναντι του πατρός ή της μητρός του.
2. Απο της δημιουργίας των εις την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου αναφερομένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τα της αυτής φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις υφιστάμενα μεταξύ του υιοθετουμένου και του πατρός ή της μητρός του ή άλλου προσώπου ή συμβουλίου παύουν υφιστάμενα. Εν τούτοις δύναται η νομοθεσία να προβλέπη όπως η σύζυγος του υιοθετούντος διατηρή τα έναντι του υιοθετουμένου δικαιώματα και υποχρεώσεις εάν πρόκειται περί του ιδίου αυτού γνησίου, εξωγάμου ή θετού τέκνου. Δύναται αφ` ετέρου να διατηρηθή εν τη νομοθεσία η υποχρέωσις των γονέων προς διατροφήν, συντήρησιν, ανατροφήν και προικοδότησιν του υιοθετουμένου, εις ην περίπτωσιν ο υιοθετών δεν ήθελεν εκπληρώσει οιανδήποτε των εν λόγω υποχρεώσεων.
3. Κατά γενικόν κανόνα, θέλουσι παρασχεθή τα μέσα όπως ο υιοθετούμενος λάβη το πατρώνυμον του υιοθετούντος ή να προσθέση τούτο εις το ίδιον αυτού επώνυμον.
4. Σαν ο νόμιμος γονεύς έχη το δικαίωμα επικαρπίας επί της περιουσίας του τέκνου του, το δικαίωμα επικαρπίας του υιοθετούντος επί της περιουσίας του υιοθετουμένου δύναται, παρά τα εν παραγράφω 1 του άρθρου, να περιορισθή υπό της νομοθεσίας.
5. Εις ζητήματα διαδοχής εφόσον η κληρονομική νομοθεσία παρέχει εις το νόμιμον τέκνον το δικαίωμα διαδοχής του πατρός ή της μητρός του, το θετόν τέκνον εν προκειμένω τυγχάνει της αυτής μεταχειρίσεως, ως να ήτο το γνησίον νομίμον τέκνον του υιοθετούντος.
Άρθρον 11.
1. Εαν ο υιοθετούμενος, εις την περίπτωσιν υιοθεσίας παρ` ενός προσώπου, δεν κατέχη την εθνικότητα του υιοθετούντος, ή εις περίπτωσιν υιοθεσίας παρά δύο συζύγων, την κοινήν αυτών εθνικότητα, το Συμβαλλόμενον Μέρος, ούτινος ο υιοθετών ή οι υιοθετούντες είναι υπήκοοι, θέλει διευκολύνη την υπό του υιοθετουμένου απόκτησιν της εθνικότητος αυτού. 2. Η απώλεια εθνικότητος απορρέουσα εκ της υιοθεσίας έσεται υπό τον όρον κατοχής ή αποκτήσεως ετέρας εθνικότητος.
Άρθρον 12
1. Ο αριθμός παιδίων άτινα εις και ο αυτός υιοθετών δύναται να υιοθετήση, δεν θα περιορίζεται υπό της νομοθεσίας.
2. Η νομοθεσία δεν δύναται να απαγορεύση την υιοθεσίαν επί τω λόγω ότι ο υιοθετών έχει ή δυνατόν ν` αποκτήσει ίδιον αυτού γνήσιον τέκνον.
3. Εαν δια της υιοθεσίας βελτιούται η νομική θέσις ενός παιδίου η νομοθεσία δεν δύναται να απαγορεύση εις πρόσωπον τι την υιοθεσίαν του ιδίου του εξωγάμου τέκνου.
Άρθρον 13
1. Προ της ενηλικιώσεως θετού τέκνου η υιοθεσία δύναται να λυθή μόνον δι` αποφάσεως δικαστικής ή διοικητικής Αρχης διά σοβαρούς λόγους και μόνον εφόσον η νομοθεσία παραδέχεται την λύσιν της υιοθεσίας δια τους λόγους τούτους.
2. Η προηγουμένη παράγραφος δεν αφορά τας κάτωθι περιπτώσεις :
(α) όταν η υιοθεσία κατέστη άκυρος
(β) όταν επέρχεται η λύσις της υιοθεσίας λόγω νομιμοποιήσεως του υιοθετημένου παρά του υιοθετούντος.
Άρθρον 14
Οταν αι γενόμεναι ανακρίσεις εις εφραρμογήν των άρθρων 8 και 9 της παρούσης Συμβάσεως σχετίζονται προς πρόσωπον διαμένον ή όπερ έχει διαμείνει επί του εδάφους ετέρου Συμβαλλομένου Μέρους, το Συμβαλλόμενον τούτο Μέρος, οπόταν τω ζητηθώσι πληροφορίαι, οφείλει όπως φροντίση προθύμως διά την παροχήν των ζητουμένων πληροφοριών. Δύναται να γίνη απ` ευθείας συνεννόησις μεταξύ των εκατέρωθεν Αρχων προς τον σκοπόν τούτον.
Άρθρον 15
Θέλει γίνει πρόβλεψις διατάξεων απαγορευουσών την επίτευξιν παντός παρανόμου ωφελήματος εκ της προσφοράς παιδίου προς υιοθεσίαν.
Άρθρον 16
Εκαστον των Συμβαλλομένων Μερών θέλει διατηρήσει το δικαίωμα θεσπίσεως ευνοϊκωτέρων διατάξεων υπέρ των υιοθετουμένων παιδίων.
ΜΕΡΟΣ Γ`
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρον 17
Η υιοθεσία θα επιτρέπεται μόνον εφόσον το παιδίον ανετέθη εις τας φροντίδας των υιοθετούντων επί επαρκώς μακρόν χρονικόν διάστημα ούτως ώστε να δύναται η αρμοδία Αρχη να κάμη λογικήν εκτίμησιν των σχέσεων αίτινες ήθελον δημιουργηθή μεταξύ αυτών εάν παρείχετο η άδεια υιοθεσίας.
Άρθρον 18
Αι Δημόσιαι Αρχαι θέλουσι φροντίσει δια την προώθησιν και καλήν λειτουργίαν των κοινωφελών ιδρυμάτων δημοσίων και ιδιωτικών, προς τα οποία οι επιθυμούντες να υιοθετήσωσιν ή να διευκολύνωσι την υιοθεσίαν παιδίου θα δύνανται να απευθύνωνται με τον σκοπόν βοηθείας και συμβουλών.
Άρθρον 19
Αι κοινωνικαί και νομικαί απόψεις της υιοθεσίας θέλουσιν αποτελέσει αντικείμενον διδασκαλίας των προγραμμάτων εκπαιδεύσεως των κοινωνικών λειτουργών.
Άρθρον 20
1. Θέλει ληφθή μέριμνα διατάξεων διευκολυνουσών την περαίωσιν υιοθεσίας χωρίς να αποκαλυφθή εις την οικογένειαν του υιοθετουμένου η ταυτότης του υιοθετούντος.
2. Θέλει ληφθή μέριμνα, όπως αιτήται ή επιτρέπωνται αι δίκαι περί υιοθεσίας να διεξάγωνται κεκλεισμένων των θυρών.
3. Ο υιοθετών και ο υιοθετούμενος θα δύνανται να λαμβάνωσιν έγγραφα αποσπάσματα των δημοσίων μητρώων εκ του περιεχομένου των οποίων βεβαιούται το γεγονός, η ημερομηνία και ο τόπος γεννήσεως του υιοθετουμένου, αλλά δεν αποκαλύπτεται ρητώς η υιοθεσία ουδέ η ταυτότης των πρώτων γονέων των.
4. Τα δημόσια μητρώα θα τηρούνται, ή τουλάχιστον, το περιεχόμενον των θα διατυπούται κατά τρόπον μη επιτρέποντα εις πρόσωπα μη έχοντα νόμιμον δικαίωμα να μανθάνωσι το γεγονός υιοθεσίας τινός ή, εάν τούτο αποκαλύπτεται, την ταυτότητα των πρώην γονέων του υιοθετηθέντος.
ΜΕΡΟΣ Δ`
ΤΕΛΙΚΟΙ ΟΡΟΙ
Άρθρον 21
1. Η παρούσα Σύμβασις προσφέρεται προς υπογραφήν παρά των Κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Θα υπόκειται εις την επικύρωσιν ή αποδοχήν της. Τα αποδεικτικά έγγραφα της κυρώσεως ή αποδοχής θέλουσι κατατεθή παρά τω Γενικώ Γραμματεί του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Η ισχύς της Συμβάσεως άρχεται μετά τρεις μήνας από της ημερομηνίας της καταθέσεως του τρίτου αποδεικτικού εγγράφου της κυρώσεως ή της αποδοχής αυτής.
3. Δια παν Κράτος συμμετασχόν εις την υπογραφήν της παρούσης όπερ ήθελε κυρώσει ή αποδεχθή την Σύμβασιν μεταγενεστέρως, η ισχύς αυτής θα άρχεται μετά τρεις μήνας από της ημερομηνίας της καταθέσεως παρά του εν λόγω Κράτους του αποδεικτικού εγγράφου της παρ` αυτού κυρώσεως ή αποδοχής της.
Άρθρον 22
1. Μετά την έναρξιν της ισχύος της παρούσης Συμβάσεως, η εξ Υπουργών Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης θα δύναται να καλέση παν Κράτος μη μέλος του Συμβουλίου, όπως προσχωρήση εις την Σύμβασιν.
2. Η προσχώρησις γενήσεται διά καταθέσεως παρά τω Γενικώ Γραμματεί του Συμβουλίου της Ευρώπης επισήμου εγγράφου προσχωρήσεως, όπερ θέλει ισχύσει τρεις μήνας από της ημερομηνίας της καταθέσεώς του.
Άρθρον 23
1.Πάν Συμβαλλόμενον Μέρος δύναται, κατά την υπογραφήν της Συμβάσεως ή κατά την κατάθεσιν του αποδεικτικού εγγράφου κυρώσεως, αποδοχής ή προσχωρήσεως, να υποδείξη την περιοχήν ή τας περιοχάς ένθα ή παρούσα Σύμβασις θέλει εφαρμοσθή.
2. Παν Συμβαλλόμενον Μέρος δύναται, κατά την κατάθεσιν του αποδεικτικού αυτού εγγράφου περί κυρώσεως, αποδοχής ή προσχωρήσεως, ή μεταγενεστέρως καθ` οιανδήποτε άλλην στιγμήν, διά δηλώσεώς του απευθυνομένης προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να επεκτείνη την ισχύν της Σνμβάσεως εφ` οιασδήποτε ετέρας περιοχής κα- θοριζομένης εν τη δηλώσει, δια τας διεθνείς σχέσεις της οποίας περιοχής είναι υπεύθυνον ή διά λογαριασμόν της οποίας έχει εξουσιοδοτηθή να αναλάβη υποχρεώσεις.
3. Οιαδήποτε δήλωσις γενομένη δυνάμει της προηγουμένης παραγράφου δύναται, εν σχέσει προς οιανδήποτε περιοχήν αναγραφομένην εν τη δηλώσει, να ανακληθή κατά την διαδικασίαν την προβλεπομένην εν άρθρω 27 της παρούσης Συμβάσεως.
Άρθρον 24
1. Οιονδήποτε των Συμβαλλομένων Μερών, ούτινος η νομοθεσία προβλέπει πλέον του ενός τύπους υιοθεσίας, θα δικαιούται να εφαρμόζη τας διατάξεις του άρθρου 10, παραγράφους 1, 2,3 και 4 και του άρθρου 12, παραγράφους 2 και 3 της παρούσης Συμβάσεως, μόνον εις ένα εκ των τύπων υιοθεσίας.
2. Το Συμβαλλόμενον Μέρος, όπερ ήθελεν ασκήσει το δικαίωμα τούτο, οφείλει όπως, κατά τον χρόνον της υπογραφής ή καταθέσεως του αποδεικτικού αυτού εγγράφου περί κυρώσεως, αποδοχής ή προσχωρήσεως, ή κατά την υποβολήν δηλώσεώς του συμφώνως προς την παράγραφον 2 του άρθρου 23 της παρούσης Συμβάσεως, γνωστοποιήση τούτο προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης και υποδείξη τον τρόπον καθ` ον το δικαίωμα τούτο ησκήθη.
3. Το εν λόγω Συμβαλλόμενον Μέρος θα δύναται να διακόψη την άσκησιν του δικαιώματος τούτου και να γνωστοποιήση τούτο προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Άρθρον 25
1. Οιοδήποτε των Συμβαλλομένων Μερών δύναται κατά την υπογραφήν ή την κατάθεσιν του αποδεικτικού αυτού εγγράφου κυρώσεως, αποδοχής ή προσχωρήσεως, ή κατά την υποβολήν της δηλώσεως συμφώνως προς την παράγραφον 2 του άρθρου 23 της παρούσης Συμβάσεως, να διατυπώση δυο κατ` ανώτατον όριον επιφυλάξεις εν σχέσει προς τας διατάξεις του Β` Μέρους της Συμβάσεως. Επιφυλάξεις γενικού χαρακτήρος δεν επιτρέπονται, εκάστης επιφυλάξεως αφορώσης μίαν διάταξιν.
Εκάστη επιφύλαξις θα είναι ισχυρά επί πέντε έτη από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συμβάσεως διά το ενδιαφερόμενον Συμβαλλόμενον Μέρος. Θα δύναται να ανανεωθή δι` αλλεπάλληλα πενταετή χρονικά διαστήματα, δια δηλώσεως απευθυνομένης προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης προ της λήξεως εκάστης περιόδου.
2.Εκαστον των Συμβαλλομένων Μερών δύναται να αποσύρη εν όλω ή εν μερεί, επιφύλαξιν διατυπωθείσαν παρ` αυτού δυνάμει της προηγουμένης παραγράφου, δια δηλώσεως απευθυνομένης προς τον Γενικόν Γραμμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, ισχυούσης από της ημερομηνίας της λήψεώς της.
Άρθρον 26
Εκαστον των Συμβαλλομένων Μερών θέλει ανακοινώσει προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης τα ονόματα και τας διευθύνσεις των Αρχών προς άς δύνανται να διαβιβασθώσιν αι εν άρθρω 17 προβλεπόμεναι αιτήσεις.
Άρθρον 27
1. Η παρούσα Σύμβασις θα παρεμείνη εν ισχύι άνευ περιορισμού διαρκείας.
2. Παν Συμβαλλόμενον Μέρος θα δύναται, καθ` όσον το αφορά, να καταγγείλη την παρούσαν Σύμβασιν δια κοινοποιήσεως προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
3. Η καταγγελία θα ισχύση εξ μήνας μετά την ημερομηνίαν λήψεως της κοινοποιήσεως υπό του Γενικού Γραμματέως.
Άρθρον 28
Ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβουλίου της Ευρώπης θέλει κοινοποιήσει προς τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου και προς παν Κράτος προσχωρήσαν εις την Σύμβασιν :
(α) πάσαν υπογραφήν,
(β) την κατάθεσιν παντός αποδεικτικού εγγράφου κυρώσεως, αποδοχής ή προσχωρήσεως. (γ) πάσαν ημερομηνίαν ενάρξεως ισχύος της παρούσης Συμβάσεως συμφώνως προς το υπ` άριθμ. 21 άρθρον αυτής,
(δ) πάσαν κοινοποίησιν ληφθείσαν εις εφαρμογήν των διατάξεων του 1ου άρθρου,
(ε) πάσαν κοινοποίησιν ληφθείσαν εις εφαρμογήν των διατάξεων του 2ου άρθρου,
(στ) πάσαν δήλωσιν ληφθείσαν εις εφαρμογήν των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 τον 23ου άρθρου,
(ζ) πάσαν πληροφορίαν ληφθείσαν εις εφαρμογήν των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του 24ου άρθρου,
(η) πάσαν επιφύλαξιν διατυπωθείσαν εις εφαρμογήν των διατάξεων της 1ης παραγράφου του 25ου άρθρου,
(θ) την ανανέωσιν πάσης επιφυλάξεως, γενομένην εις εφαρμογήν των διατάξεων της 1ης παραγράφου του 25ου άρθρου,
(ι) την ανάκλησιν πάσης επιφυλάξεως, γενομένην εις εφαρμογήν της 2ας παραγράφου του 25ου άρθρου,
(ια) πάσαν κοινοποίησιν διατυπωθείσαν εις εφαρμογήν των διατάξεων τον 26ου άρθρου,
(ιβ) πάσαν κοινοποίησιν ληφθείσαν εις εφαρμογήν των διατάξεων του 27ου άρθρου και την ημερομηνίαν καθ` ην η καταγγελία θέλει ισχύση.
Εις ένδειξιν των ανωτέρω, οι υπογεγραμμένοι δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο υπεγράψαμεν την παρούσαν Σύμβασιν.
Εγένετο εν Στρασβούργω σήμερον την 24ην του μηνός Απριλίου 1967 εις Γαλλικήν και Αγγλικήν γλώσσαν, των δύο κειμένων όντων εξ ίσου ισχυρών, εις εν μόνον πρωτότυπον όπερ θέλει κατατεθή εις τα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβουλίου της Ευρώπης Θέλει κοινοποιήση κεκυρωμένον πιστόν αντίγραφον του πρωτοτύπου προς ένα έκαστον των Κρατών των υπογραψάντων την παρούσαν ή προσχωρούντων προς αυτήν.
Δια την Κνβέρνησιν της ΑΥΣΤΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Δια την Κυβέρνησιν του Βασιλείου του ΒΕΛΓΙΟΥ
Δια την Κυβέρνησιν της ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Δια την Κυβέρνησιν του Βασιλείου της ΔΑΝΙΑΣ
Διά την Κυβέρνησιν της ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Διά την Κυβέρνησιν της ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Δ
ιά την Κυβέρνησιν τον ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Διά την Κυβέρνησιν της Δημοκρατίας της ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ
Διά την Κυβέρνησιν της ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ
Διά την Κυβέρνησιν της ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Διά την Κυρέρνησιν του ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΑΤΟΥ του ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ
Διά την Κυβέρνησιν της ΜΑΛΤΑΣ
Διά την Κυβέρνησιν του Βασιλείου ΚΑΤΩ- ΧΩΡΩΝ
Διά την Κυβέρνησιν του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΝΟΡΒΗΓΙΑΣ
Άρθρον 12ον, παράγραφος 3, δεν θέλει δεσμεύση την Νορβηγίαν.
Διά την Κυβέρνησιν του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ της ΣΟΥΗΔΙΑΣ
Διά την Κυβέρνησιν της Ομοσπόνδου ΕΛΒΕΤΙΑΣ
Διά την Κυβέρνησιν της ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ Δημοκρατίας
Διά την Κυβέρνησιν του ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΝΙΑΣ και ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ
Άρθρον 2
Η ισχύς της υπό του άρθρου 1 κυρουμένης Συμβάσεως άρχεται από της υπό του άρθρου 21 ταύτης καθοριζομένης ημέρας.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 3 Μαίου 1980
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς