ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 1041 ΦΕΚ Α΄75/2.4.1980

Περί αυξήσεως των Δημοσίων εν γένει υπαλλήλων, Πολιτικών, Στρατιωτικών και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ρυθμίσεως συναφών θεμάτων, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων και καθιερώσεως του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΑ

Άρθρον 1
Βασικοί μισθοί

1. Οι βασικοί μισθοί των Δημοσίων εν γένει υπαλλήλων, Πολιτικών και Στρατιωτικών, και των υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. περί ων το άρθρον 2 του Ν. 754/78 «περί ρυθμίσεως των αποδοχών των Δημοσίων Υπαλλήλων κ.λ.π.» αυξάνονται από 1ης Ιανουαρίου 1980 κατά ποσοστόν 11%.

2. Τα εκ της προηγουμένης παραγράφου προκύπτοντα ποσά μισθού στρογγυλοποιούνται εις την επομένην δεκάδα.

3. Τα προσωρινά προσωπικά επιδόματα των Δημοσίων εν γένει υπαλλήλων και των υπαλλήλων των Ν.Π.Δ.Δ. διατηρούνται ως έχουν διαμορφωθή κατά το έτος 1979, επιφυλασσομένης της διατάξεως του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, αναστελλομένης δια το 1980 της εφαρμογής της διατάξεως των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 6 του Ν. 754/1978 περί σταδιακής μειώσεως αυτών.

4. Κατά το αυτό ποσοστόν της παραγράφου 1 αυξάνονται και οι μισθοί των υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών, των οποίων αι αποδοχαί ρυθμίζονται δια του άρθρου 131 του Ν. 419/76, ως και οι βασικοί μισθοί των υπαλλήλων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίοι ρυθμίζονται δια του Ν. 965/1979 «περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών των δικαστικών υπαλλήλων ».

Άρθρον 2
Τακτικά επιδόματα
Το άρθρον 3 του Ν. 754/1978 αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

«Άρθρον 3

Εις τους κατά το προηγούμενον άρθρον υπαλλήλους, παρέχονται τα κάτωθι επιδόματα:

1. Επίδομα χρόνου υπηρεσίας, οριζόμενον εις ποσοστόν επί του βασικού μηνιαίου μισθού, αναλόγως των ετών υπηρεσίας, ως ακολούθως:

α) Εις τους πολιτικούς υπαλλήλους των Κλάδων ΑΤ, ΑΡ, ΜΕ και ΣΕ, τους εντεταλμένους Υφηγητάς των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, τους Εκπαιδευτικούς Λειτουργούς, το Επιστημονικόν Προσωπικόν της Υπηρεσίας Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, τους υπαλλήλους της Γραμματείας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών και τους Αξιωματικούς των Στρατιωτικών Υπηρεσιών εν γένει από της συμπληρώσεως:

2 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
4%
5 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
12%
8 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
20%
11 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
28%
13 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
36%
15 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
44%
17 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
52%
20 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
60%
23 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
68%
26 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
72%
29 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
76%
β) Εις τους Αξιωματικούς τους προερχομένους εξ Ανθυπασπιστών ή Οπλιτών, ως και τους Ανθυπασπιστάς και τους μονίμους, ανακατατεταγμένους και Εθελοντάς Οπλίτας των στρατιωτικών υπηρεσιών, εν γένει, από της συμπληρώσεως:

 

2 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
4%
4 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
12%
6 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
20%
8 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
28%
10 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
36%
12 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
44%
14 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
52%
17 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
60%
20 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
64%
23 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
68%
26 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
72%
29 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
76%
γ) Εις τους Καθηγητάς των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, τους Συμβούλους και τους Ειδικούς Συμβούλους του ΚΕΜΕ, τους Διευθυντάς Διδασκαλείων Μέσης και Δημοτικής Εκπαιδεύσεως από της συμπληρώσεως:

 

 

2 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
4%
4 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
12%
6 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
20%
8 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
28%
10 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
36%
12 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
44%
14 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
52%
16 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
60%
18 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
64%
21 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
68%
24 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
72%
27 ετών υπηρεσίας ποσοστόν
76%
2. Επίδομα Σπουδών:

α) Εις τους Πολιτικούς υπαλλήλους, τους έχοντας πτυχίον ανεγνωρισμένης Ανωτέρας ή Ανωτάτης Σχολής πλην του Ανωτέρου Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, των Συμβούλων και Ειδικών Συμβούλων του ΚΕΜΕ, οριζόμενον εις ποσοστόν επί του βασικού μισθού του 6ου βαθμού, ανεξαρτήτως κατεχομένου βαθμού, ως ακολούθως:

Δια 1 έτος σπουδών ποσοστόν
5%
Δια 2 έτη σπουδών ποσοστόν
10%
Δια 3 έτη σπουδών ποσοστόν
15%
Δια 4 έτη σπουδών ποσοστόν
20%
Δια 5 έτη σπουδών ποσοστόν
25%
Ως έτη σπουδών δια την χορήγησιν του επιδόματος τούτου λαμβάνονται υπ΄ όψιν τα υπό της κειμένης νομοθεσίας προβλεπόμενα δι΄ εκάστην Σχολήν έτη σπουδών, κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου.

Εν περιπτώσει κτήσεως παρά των υπαλλήλων πλειόνων του ενός πτυχίων, δια την χορήγησιν του επιδόματος τούτου λαμβάνεται υπ΄ όψιν το περισσοτέρων ετών σπουδών.

Εις τους κατόχους Ειδικού Μεταπτυχιακού Προδιδακτορικού Πανεπιστημιακού Διπλώματος ετησίας τουλάχιστον φοιτήσεως ή διδακτορικού διπλώματος, ημεδαπού ή αλλοδαπού Πανεπιστημίου τα ανωτέρω κατά περίπτωσιν οριζόμενα ποσοστά αυξάνονται κατά δέκα ή είκοσι ποσοστιαίας μονάδας αντιστοίχως, εφ΄ όσον ο ανωτέρω τίτλος σπουδών έχει σχέσιν με το αντικείμενον της υπηρεσίας εις την οποίαν ανήκουν οργανικώς. Περί της συνδρομής της προϋποθέσεως ταύτης αποφαίνεται ο αρμόδιος Υπουργός μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου.

Το ως άνω ηυξημένον επίδομα παρέχεται εις μεν τους κατόχους Διδακτορικού Διπλώματος της αλλοδαπής μετά την αναγνώρισιν της ισοτιμίας αυτού προς το υπό των ΑΕΙ της ημεδαπής απονεμόμενον, εις δε τους κατόχους ειδικού μεταπτυχιακού προδιδακτορικού Πανεπιστημιακού διπλώματος της αλλοδαπής, μετά την αναγνώρισίν του ως τοιούτου. Αρμόδιον δια την αναγνώρισιν των ανωτέρω τίτλων τυγχάνει το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΔΙΚΑΤΣΑ).

Η καταβολή του ως άνω επιδόματος ανατρέχει εις τον χρόνον καταθέσεως των σχετικών τίτλων προς αναγνώρισιν εις το ΔΙΚΑΤΣΑ, εφ΄ όσον ούτοι αναγνωρισθούν και οι κάτοχοι υπηρετούν έκτοτε ή αφ΄ ης υπηρετούν.

Δια τα χορηγούμενα ως άνω διπλώματα υπό των ΑΕΙ της ημεδαπής ουδεμία πρόσθετος αναγνώρισις απαιτείται.

β) Εις το ανώτερον διδακτικόν προσωπικόν των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, Συμβούλους και Ειδικούς Συμβούλους του ΚΕΜΕ ποσοστόν 20% επί του βασικού μηνιαίου μισθού του Εκτάκτου Μονίμου Καθηγητού αυτοτελούς έδρας.

γ) Εις τους Εφημερίους των Ιερών Ενοριακών Ναών, τους έχοντας πτυχίον Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, ποσοστόν 20% επί του βασικού μισθού του 6ου βαθμού της διοικητικής ιεραρχίας ανεξαρτήτως μισθολογικής των διαβαθμίσεως.

Εις τους ανωτέρω εφημερίους τους έχοντας πτυχίον ανεγνωρισμένης ανωτέρας Σχολής, το επίδομα Σπουδών ορίζεται αναλόγως των ετών σπουδών ως διαλαμβάνεται εις το εδάφιον α΄ της παρούσης.

3. Επίδομα οικογενειακών βαρών, εις πάντας τους υπαλλήλους πολιτικούς και στρατιωτικούς και τους εφημερίους, οριζόμενον προκειμένου μεν περί πολιτικών υπαλλήλων και εφημερίων εις ποσοστόν επί του βασικού μισθού του 6ου βαθμού της Διοικητικής ιεραρχίας, προκειμένου δε περί των στρατιωτικών εν γένει επί του βασικού μισθού Ανθυπασπιστού υπηρεσίας 16 έως 20 ετών ως ακολούθως:

α) Επίδομα συζύγου εκ ποσοστού 10% εκ του οποίου 5% από 1ης Ιανουαρίου 1980 και 5% από 1ης Ιουλίου 1980. Εις περίπτωσιν καθ΄ ην και ο έτερος των συζύγων είναι υπάλληλος του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή εποπτευομένων ή επιχορηγουμένων υπό του Δημοσίου Ν.Π.Ι.Δ. ή συνταξιούχος των αυτών ως άνω υπηρεσιών, το επίδομα καταβάλλεται εις τον ένα εξ αυτών.

β) Επίδομα τέκνων, εκ ποσοστού 5% δι΄ έκαστον των μέχρι 5 τέκνων

και εκ ποσοστού 7% δι΄ έκαστον των πέραν του 5ου τέκνων.

Το επίδομα τούτο παρέχεται δια τα εκ νομίμου γάμου ή φυσικά, ή θετά, ή νομιμοποιηθέντα, ή ανεγνωρισθέντα τέκνα, εφ΄ όσον ταύτα είναι άγαμα και ηλικίας μέχρι δέκα οκτώ ετών ή και πέρα των δέκα οκτώ ετών εφ΄ όσον τυγχάνουν ανίκανα σωματικώς ή πνευματικώς προς άσκησιν παντός βιοποριστικού επαγγέλματος.

Ειδικώς δια τα τέκνα τα φοιτώντα εις Ανωτάτας ή Ανωτέρας Σχολάς το επίδομα τούτο παρέχεται και κατά τον χρόνον της φοιτήσεώς των, ως ούτος προβλέπεται υπό του οργανισμού της οικείας Σχολής και πάντως ουχί πέραν του εικοστού τρίτου έτους της ηλικίας των. Διά την διακοπήν του επιδόματος τούτου, λόγω συμπληρώσεως του ανωτέρω κατά περίπτωσιν ορίου ηλικίας, ως ημέρα γεννήσεως των τέκνων λαμβάνεται πάντοτε η 31η Δεκεμβρίου του έτους γεννήσεως τούτων.

Επί συζύγων αμφοτέρων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. ή εποπτευομένων ή επιχορηγουμένων υπό του Δημοσίου Ν.Π.Ι.Δ., ή του ενός εκ τούτων υπαλλήλου και του ετέρου Συνταξιούχου, το επίδομα τούτο καταβάλλεται εις τον ένα εξ αυτών.

Προκειμένου περί συζύγων τελούντων εν διαζεύξει ή εν διαστάσει, τούτο καταβάλλεται εις τον εξ αυτών βαρυνόμενον με την συντήρησιν των τέκνων.

4. Επίδομα ειδικών συνθηκών εργασίας εις τους στρατιωτικούς των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος, ως ακολούθως:

α) Εις τους αξιωματικούς ποσοστόν 20% επί του βασικού μισθού του Ανθυπολοχαγού ανεξαρτήτως του κατεχομένου βαθμού.

β) Εις τους Ανθυπασπιστάς και τους μονίμους, ανακατατεταγμένους και Εθελοντάς Οπλίτας ποσοστόν 10% επί του βασικού μισθού του Λοχίου υπηρεσίας 0-8 ετών, ανεξαρτήτως του κατεχομένου βαθμού.

5. Επίδομα:

α) Εορτών Χριστουγέννων οριζόμενον ίσον προς τον βασικόν μηνιαίον μισθόν μετά του επ΄ αυτού επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, εφ΄ όσον εμισθοδοτήθησαν ολόκληρον το χρονικόν διάστημα από 16ης Απριλίου μέχρι και της 15ης Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Το επίδομα τούτο καταβάλλεται την 16ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

β) Εορτών Πάσχα, οριζόμενον ίσον προς τον βασικόν μισθόν ενός δεκαπενθημέρου μετά του επ΄ αυτού επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, εφ΄ όσον εμισθοδοτήθησαν ολόκληρον το χρονικόν διάστημα από 16ης Δεκεμβρίου μέχρι και της 15ης Απριλίου του επομένου έτους. Το επίδομα τούτο καταβάλλεται δέκα (10) ημέρες προ του Πάσχα.

γ) Αδείας, οριζόμενον ίσον προς τον βασικόν μισθόν ενός δεκαπενθημέρου μετά του επ΄ αυτού επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, εφ΄ όσον εμισθοδοτήθησαν ολόκληρον το χρονικόν διάστημα από 1ης Ιουλίου μέχρι και της 30ης Ιουνίου του επομένου έτους. Το επίδομα τούτο καταβάλλεται την 1ην Ιουλίου εκάστου έτους.

Δι΄ αποφάσεως των Οικονομικών δύναται να ορίζεται και διάφορος ημερομηνία καταβολής τούτου. Τα ανωτέρω επιδόματα υπολογίζονται επί του δικαιουμένου παρά των υπαλλήλων μισθού κατά την χρονολογίαν της καταβολής των ή της λύσεως της υπαλληλικής των σχέσεως.

Εις τας ανωτέρω α΄, β΄, και γ΄ περιπτώσεις, εάν ο υπάλληλος εμισθοδοτήθη δια χρονικόν διάστημα έλασσον του εν αυταίς οριζομένου, καταβάλλεται τμήμα επιδόματος ανάλογον προς το αντιστοιχούν εις τον χρόνον μισθοδοσίας τούτων.

6. Επίδομα αντί χρήσεως αυτοκινήτου εις τους ανωτάτους πολιτικούς υπαλλήλους κατά τα εν άρθροις 15 του Ν. 4464/1965 «περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων του Υπαλληλικού Κώδικος κλπ.» και 1 του Ν.Δ. 229/1969 «περί συμπληρώσεως του υπ΄ αριθ. 4464/1965 νόμου «περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων του Υπαλληλικού Κώδικος κλπ.», ως και του άρθρου 4 του Ν. 51/1975 «περί αναδιοργανώσεως των δημοσίων πολιτικών υπηρεσιών κλπ.» οριζόμενα.

7. Τα υπό της κειμένης νομοθεσίας προβλεπόμενα επιδόματα εξόδων παραστάσεως, χρήσεως αυτοκινήτου και κινήσεως των Γενικών Γραμματέων Υπουργείων και Νομαρχών.

8. Εις τους προσθέτους χωροφύλακας και αστυφύλακας τους προσλαμβανομένους εις Ν.Π.Δ.Δ, Ο.Τ.Α. και Κοινωφελείς Οργανισμούς του Δημοσίου, κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 755/1970 και Β.Δ. 388/1971 και μισθοδοτουμένους βάσει των διατάξεων του Ν. 391/1976, χορηγείται από 1ης Ιανουαρίου 1980 το παρεχόμενον εις τους δημοσίους υπαλλήλους οικογενειακόν επίδομα συζύγου και τέκνων και το εκ 1.000 δραχμών μηνιαίως προσωρινόν επίδομα, εφ΄ όσον δεν λαμβάνουν συγχρόνως και σύνταξιν».

Άρθρον 3
Αναγνώρισις Προϋπηρεσιών
Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 754/1978 προστίθενται εδάφια ε΄ και στ΄ έχοντα ούτω:

«ε) Προϋπηρεσία των ανωτέρω, προσφερθείσα εις Ν.Π.Ι.Δ. η οποία ελήφθη υπ΄ όψιν βάσει ειδικών διατάξεων διά τον διορισμόν και ένταξιν ή την προαγωγικήν εξέλιξιν.

στ) Ο χρόνος ο διανυθείς υπό των Ιατρών του ΙΚΑ εις ανεγνωρισμένον Νοσηλευτικόν Ίδρυμα δια την απόκτησιν ειδικότητος ως και το ήμισυ του χρόνου ελευθέρας ασκήσεως του Ιατρικού επαγγέλματος εν Ελλάδι και μέχρι πέντε (5) ετών εν συνόλω, εφ΄ όσον δεν συμπίπτει με τον τοιούτον της ειδικότητος».

Η ισχύς των διατάξεων των ανωτέρω εδαφίων άρχεται από της ισχύος του Ν. 754/1978.

Άρθρον 4

1. Το μηνιαίον ποσόν του προσωρινού προσωπικού επιδόματος των Δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. το προερχόμενον εκ μετατροπής των αποζημιώσεων υπερωριακής εργασίας, περί ου αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Ν. 754/78 ως ετροποποιήθησαν και συνεπληρώθησαν ματαγενεστέρως, εξισούται από της ισχύος του παρόντος κατά βαθμόν και κλάδον δι΄ όλους τους εις την αυτήν Διεύθυνσιν ή Υπηρεσίαν Υπουργείου υπηρετούντας υπαλλήλους κατά την 1ην Ιανουαρίου 1978, εφ΄ όσον κατά την ημερομηνίαν αυτήν το επίδομα ή υπελογίσθη βάσει μειωμένου αριθμού ωρών υπερωριακής εργασίας έναντι των λοιπών συναδέλφων των, ή δεν υπελογίσθη καθόλου, επί τω λόγω ότι οι υπάλληλοι κατά την 1-1-1978 υπηρετούσαν εις την αλλοδαπήν.

2. Εις τους υπαλλήλους του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. τους διορισθέντας ή μονιμοποιηθέντας και διορισθησομένους ή μονιμοποιηθησομένους ως και τους μεταταγέντας εις μονίμους θέσεις, μετά την 1ην Ιανουαρίου 1978, χορηγείται από της ισχύος του παρόντος το προσωρινόν προσωπικόν επίδομα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6 του Ν. 754/1978 και εις ο ποσόν ελάμβανον τούτο οι ομοιόβαθμοι των της αυτής υπηρεσίας και κλάδου μόνιμοι υπάλληλοι, οι διορισθέντες προ της 1ης Ιανουαρίου 1978, κατά την 1ην Ιανουαρίου 1979, ως τούτο διαμορφώνεται με τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου.

3. Το εξ υπερωριών προσωρινόν προσωπικόν επίδομα των μηχανικών του Υπουργείου Γεωργίας δεν δύναται να είναι κατώτερον του ύψους του αντιστοίχου εξ υπερωριών προσωρινού προσωπικού επιδόματος των ομοιοβάθμων των γεωτεχνικών υπαλλήλων του ιδίου Υπουργείου.

Άρθρον 5
Αποζημιώσεις υπερωριακής εργασίας

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του Ν. 754/1978 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«3. Δια των κατά τας προηγουμένας παραγράφους αποφάσεων, εκδιδομένων κατά τα υπό του άρθρου μόνου του Π.Δ. 275/1979 οριζόμενα, καθορίζονται ο κατά υπηρεσίαν ή κλάδον εκάστου Υπουργείου αριθμός των δυναμένων να εργάζωνται υπερωριακώς, κατά τας εργασίμους ή κατά τας εξαιρεσίμους ημέρας ή κατά τας νυκτερινάς ώρας, υπαλλήλων.

Αι μέχρι τούδε εκδοθείσαι σχετικαί αποφάσεις εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι της ημερομηνίας λήξεώς των και πάντως ουχί πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 1980».

2. Εις το άρθρον 7 του Ν. 754/1978 προστίθεται παράγραφος 9 έχουσα ούτω:

«9. Δια την προσφερομένην υπό των οργάνων των Σωμάτων Ασφαλείας, Χωροφυλακής, Αστυνομίας Πόλεων, Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος υπερωριακήν εργασίαν ως και εργασίαν κατά τας νυκτερινάς ώρας και τας Κυριακάς και εξαιρεσίμους ημέρας, καθορίζεται αποζημίωσις μηνιαίως κατ΄ αποκοπήν, δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίας Τάξεως ή Εμπορικής Ναυτιλίας αντιστοίχως, λόγω της ειδικής φύσεως των προσφερομένων υπηρεσιών υπ΄ αυτών, και της αδυναμίας προσδιορισμού εις ώρας της χρονικής διάρκειας αυτών. Η εν λόγω αποζημίωσις καταβάλλεται εις τους τελούντας εν υπηρεσία και εν αδεία διαρκείας ουχί πέραν του μηνός και παραλλήλως προς τυχόν ετέραν αμοιβήν καταβαλλομένην βάσει άλλης διατάξεως του αυτού άρθρου»

Άρθρον 6

1. Προς τον σκοπόν της υποβοηθήσεως του έργου του διά της υπ΄ αριθ. 300/24.1.1979 (ΦΕΚ 78/29.1.1979, τευχ. Β΄) αποφάσεως του Πρωθυπουργού συσταθέντος Συμβουλίου Αξιολογήσεως Προϋπολογισμών Δημοσίου Τομέως, επιτρέπεται η διά κοινών αποφάσεων των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και του κατά περίπτωσιν αρμοδίου, εκδιδομένων κατά παρέκκλισιν από των ισχυουσών διατάξεων, απόσπασις εις τούτο μέχρι πέντε υπαλλήλων οιουδήποτε βαθμού, ουχί πάντως ανωτέρου του 2ου ή αντιστοίχου, εξ εκάστου Υπουργείου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχειρήσεως κοινής ωφελείας ή τραπέζης ελεγχομένης υπό του κράτους. Ο χρόνος της αποσπάσεως δεν δύναται να υπερβή την τριετίαν. `Αμα τη συμπληρώσει τριετίας η απόσπασις αίρεται αυτοδικαίως και ο υπάλληλος επανέρχεται εις την υπηρεσίαν του.

Η απόσπασις είναι υποχρεωτική διά τους αποσπωμένους υπαλλήλους ως και διά την υπηρεσίαν εις την οποίαν ούτοι ανήκουν, ο δε χρόνος της αποσπάσεως λογίζεται διά πάσαν συνέπειαν ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας εις την θέσιν, την οποίαν ούτοι οργανικώς κατέχουν. Η μισθοδοσία εν γένει των αποσπωμένων βαρύνει την υπηρεσίαν εξ ης αποσπώνται.

Απόσπασις υπαλλήλων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως επιτρέπεται μόνον μετά πρότασιν του οικείου Οργανισμού προς εφαρμογήν επ΄ αυτού του συστήματος προϋπολογισμού μηδενικής βάσεως και του προγράμματος αυξήσεως της παραγωγικότητας. Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται και διά την απόσπασιν υπαλλήλων επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου.

2. Τας ετησίας εκθέσεις ουσιαστικών προσόντων των εις το Συμβούλιον απεσπασμένων συντάσσει μέλος του Συμβουλίου οριζόμενον υπό του Προέδρου αυτού εκ των εχόντων την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου.

3. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται αι προϋποθέσεις και πάσαι αι αναγκαίαι λεπτομέρειαι της παροχής υπερωριακής εργασίας υπό των απεσπασμένων υπαλλήλων ως και των λοιπών απασχολουμένων αποκλειστικώς εις εργασίας του Συμβουλίου προς επιτάχυνσιν του έργου του Συμβουλίου ή την αντιμετώπισιν ηυξημένου φόρτου εργασίας. Αι ώραι της κατά μήνα υπερωριακής απασχολήσεως δεν δύναται να υπερβαίνουν τας ενενήκοντα ανά απασχολούμενον. Η αμοιβή καθορίζεται δι΄ άπαντας τους υπερωριακώς απασχολουμένους κατά τας διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 7 του Ν. 754/1978. Δια τους εκ τούτων μη υπαγομένους εις τον Ν. 754/1978, αν ο βασικός των μισθός ή η μηνιαία των αντιμισθία υπερβαίνη τον βασικόν μισθόν του 2ου βαθμού ή δι΄ όσους εκ τούτων δεν υφίσταται τοιαύτη, ως βάσις υπολογισμού της υπερωριακής των αμοιβής κατά τον Ν. 754/1978 λαμβάνεται ο βασικός μισθός του 2ου βαθμού. Η δαπάνη των κατά την παρούσαν παράγραφον αμοιβών βαρύνει τον προϋπολογισμόν του Υπουργείου Οικονομικών (ΓΛΚ).

4. Το Συμβούλιον Αξιολογήσεως Προϋπολογισμών Δημοσίου Τομέως εξυπηρετείται κατά τα λοιπά εν τη εν γένει λειτουργία αυτού παρά του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών.

5. Δια την προσφορωτέραν αξιοποίησιν των υπό των απεσπασμένων υπαλλήλων κτωμένων γνώσεων, ως εκ της απασχολήσεώς των εις θέματα προϋπολογισμού μηδενικής βάσεως και του προγράμματος αυξήσεως της παραγωγικότητος, ούτοι, άμα τη επανόδω των εις την υπηρεσίαν των, τοποθετούνται κατ΄ απόλυτον προτίμησιν, εντός πάντοτε των υφισταμένων υπηρεσιακών αναγκών, εις αντιστοίχων καθηκόντων θέσεις, αναλόγως και του βαθμού και του Κλάδου εις τον οποίον ανήκουν.

Άρθρον 7
Τρίμηνοι αποδοχαί και έξοδα κηδείας Εφημερίων

1. Εις τους εφημερίους τους μισθοδοτουμένους δυνάμει του Α.Ν. 536/1945, τους απομακρυνομένους εκ της ενεργού ασκήσεως των καθηκόντων των δι΄ οιονδήποτε λόγον, εξαιρέσει της περιπτώσεως της απομακρύνσεώς των διά πειθαρχικούς λόγους, παρέχονται επί τρίμηνον πάσαι αι αποδοχαί αυτών. Αι αποδοχαί του τριμήνου καταβάλλονται και εις την χήραν του θανόντος εφημερίου και τα τέκνα αυτών, εφ΄ όσον ταύτα είναι τα μεν θήλεα άγαμα, τα δε άρρενα άγαμα και ανήλικα ή ενήλικα και ανίκανα προς εργασίαν.

2. Το Κράτος υποχρεούται εις την καταβολήν των εξόδων κηδείας των αποθνησκόντων εφημερίων, της συζύγου και των τέκνων αυτών, εφ΄ όσον ταύτα προστατεύονται και συντηρούνται υπό του εφημερίου. Τα έξοδα ταύτα ορίζονται διά μεν τον εφημέριον εις τας αποδοχάς τριών μηνών, διά δε την σύζυγον και τα τέκνα εις τας αποδοχάς δύο μηνών, μη δυναμένων να υπερβούν εν πάση περιπτώσει το ποσόν των τριάκοντα χιλιάδων (30.000) δραχμών. Δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Κοινωνικών Υπηρεσιών, επιτρέπεται η αύξησις του χρηατικού τούτου ποσού.

Άρθρον 8
Μισθοδοσία Αρχιερέων

1. Η δαπάνη της μισθοδοσίας των Αρχιερέων της Εκκλησίας της Ελλάδος, η προκύπτουσα κατά τα οριζόμενα υπό της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του Ν. 590/1977 (ΦΕΚ 146/Α΄) «περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», βαρύνει από της 1ης Ιανουαρίου 1980 εξ ολοκλήρου τον Κρατικόν Προϋπολογισμόν, εγγραφομένης σχετικής πιστώσεως εις τον προϋπολογισμόν εξόδων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

2. Το δυνάμει των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του Ν. 590/1977 καταβαλλόμενον εις τον Πρόεδρον και τα Μέλη της Δ.Ι.Σ. μηνιαίον επίδομα εξακολουθεί να βαρύνη τον προϋπολογισμόν του ΟΔΕΠ.

3. Αι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 4589/1966 (ΦΕΚ 239/Α΄) «περί ρυθμίσεως εκκλησιαστικών ζητημάτων κλπ.» ως και της παραγράφου 3 του άρθρου 32 του Ν. 590/1977 «περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» καταργούνται.

Ο Πατριάρχης Έξαρχος Πάτμου ασφαλίζει εις το 1ης Ιανουαρίου 1980, το ήμισυ των πάσης φύσεως αποδοχών του εν ενεργεία Μητροπολίτου, εγγραφομένης προς τούτο σχετικής πιστώσεως εις τον προϋπολογισμόν εξόδων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Ο Πατριαρχικός Έξαρχος Πάτμου ασφαλίζεται εις το ΤΑΚΕ δια τους Κλάδους Συντάξεως, Υγειονομικής Περιθάλψεως και Αρωγής, ενεργουμένων επί των αποδοχών του των αναλογουσών νομίμων κρατήσεων.

Άρθρον 9
Επίδομα τέκνων πολυμελών οικογενειών
Το επίδομα τέκνων, το χορηγούμενον συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρου 3 του Ν.Δ. 1153/72 «περί προστασίας πολυμελών οικογενειών κλπ.» αυξάνεται από 1ης Ιανουαρίου 1980 ως ακολούθως:

α) Του τετάρτου τέκνου εκάστης επιδοτουμένης οικογενείας από πεντακοσίας (500) δραχμάς εις επτακοσίας πεντήκοντα (750) δραχμάς μηνιαίως.

β) Του πέμπτου τέκνου και των λοιπών πέραν αυτού εκάστης επιδοτουμένης οικογενείας από πεντακοσίας (500) δραχμάς εις χιλίας (1.000) δραχμάς μηνιαίως.

Άρθρον 10
Οικονομική ενίσχυσις μικρών Κοινοτήτων

1. Το άρθρον 6 του Νόμου 292/1976 «περί ρυθμίσεως θεμάτων καταστάσεως κοινοτικών γραμματέων, μη υπαγομένων εις τας διατάξεις του Α΄ βιβλίου του Ν.Δ. 1140/1972», αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Άρθρον 6.

1. Εκ του προϋπολογισμού του Κράτους, διατίθεται ετησίως και από του οικονομικού έτους 1980 και εφεξής, ποσόν διακοσίων δώδεκα εκατομμυρίων δραχμών, προς τακτικήν οικονομικήν ενίσχυσιν των κοινοτήτων, ων το προσωπικόν υπάγεται εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου, αποκλειστικώς διά την καταβολήν των αποδοχών αυτού.

2. Το κατά την παράγραφον 1 ποσόν, εις ο συμψηφίζεται και η οικονομική ενίσχυσις του άρθρου 34 του Νομοθετικού Διατάγματος 4541/1966 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Κώδικος Καταστάσεως Δημοτικών, Κοινοτικών Υπαλλήλων και άλλων τινών διατάξεων» αποδίδεται κατά δωδεκατημόρια την πρώτη εκάστου μηνός και κατατίθεται εις τον κατά το άρθρον 35 του αυτού Ν.Δ. 4541/1966 λογαριασμόν».

2. Αι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 292/1976 καταργούνται.

Άρθρον 11
Υγειονομική Περίθαλψις Ανδρών Αγροφυλακής
Αι ισχύουσαι εκάστοτε διατάξεις «περί παροχής υγειονομικής περιθάλψεως των Δημοσίων υπαλλήλων εν γένει και συνταξιούχων», επεκτείνονται από 1ης Ιανουαρίου 1980 και εις τους μονίμους άνδρας του Σώματος της Αγροφυλακής, τους κατέχοντας οργανικάς θέσεις και τους Συνταξιούχους του Δημοσίου, και τα μέλη των οικογενειών των ανωτέρω, η δε σχετική δαπάνη βαρύνει τον Κρατικόν Προϋπολογισμόν.

Άρθρον 12
Επέκτασις διατάξεων επί του Προσωπικού των ΟΤΑ
Διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών δύνανται να επεκτείνωνται αι διατάξεις του Κεφαλαίου Α «περί αυξήσεως των αποδοχών των Δημοσίων Υπαλλήλων πολιτικών και στρατιωτικών, των υπαλλήλων των Ν.Π.Δ.Δ. και άλλων τινών συναφών διατάξεων» του παρόντος νόμου και επί του προσωπικού των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως.

Άρθρον 13
Η περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 251/1976 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«α) Η διαχείρισις, διακίνησις και εκποίησις των πάσης φύσεως πλεοναζόντων και μη αναγκαιούντων ή πεπαλαιωμένων κινητών πραγμάτων ιδία δε υλικών, πλωτών μέσων, εφοδίων, μηχανημάτων, παντός είδους τροχοφόρων, των ανηκόντων εις την κυριότητα του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών Κοινής Ωφελείας, εξαιρέσει των εφοδίων του λογαριασμού καταναλωτικών αγαθών, εκ των οποίων εκποιούνται υπό του Ο.Δ.Δ.Υ. μόνον τα δι΄ αποφάσεων του Υπουργού Εμπορίου διατιθέμενα.

Τα ως άνω κινητά πράγματα εκποιούνται μόνον υπό του Ο.Δ.Δ.Υ., απαγορευομένης της εκποιήσεως τούτων υπό ετέρου οργάνου.

Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, εκδιδομένης μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Δ.Δ.Υ., δύναται, εις όλως εξαιρετικάς περιπτώσεις, να εξαιρούνται της εκποιήσεως υπό του Ο.Δ.Δ.Υ. ωρισμένα κινητά πράγματα των Ν.Π.Δ.Δ., Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών Κοινής Ωφελείας».

Άρθρον 14
Κωδικοποίησις διατάξεων
Διά Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Οικονομικών, δύνανται να κωδικοποιηθούν εις ενιαίον κείμενον αι διατάξεις του Νόμου 754/1978, ως αύται ετροποποιήθησαν και συνεπληρώθησαν μεταγενεστέρως, ως και διά των διατάξεων του παρόντος νόμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑΙ ΕΛΑΦΡΥΝΣΕΙΣ

Ι
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Άρθρον 15
Μείωσις εισοδήματος εκ μισθωτών υπηρεσιών

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος», ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«2. Το εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών και εκ πάσης φύσεως συντάξεων μειούται κατά τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40%). Η μείωσις αυτή δεν δύναται να υπερβή το ποσόν των ενενήκοντα χιλιάδων (90.000) δραχμών. Ομοίως το κατά τας διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 45 του παρόντος νόμου εισόδημα εξ ελευθερίων επαγγελμάτων μειούται κατά είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25%). Η μείωσις αυτή του εισοδήματος δεν δύναται να υπερβή το ποσόν των είκοσι χιλιάδων (20.000) δραχμών.

Η κατ΄ αμφοτέρας τας ανωτέρω περιπτώσεις μείωσις δεν δύναται εν πάση περιπτώσει να είναι ανωτέρα του ποσού των ενενήκοντα χιλιάδων (90.000) δραχμών ετησίως κατά φορολογούμενον διά τα εισοδήματα αμφοτέρων των κατηγοριών τούτων».

2. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί αποδοχών και συντάξεων κτωμένων από 1ης Ιανουαρίου 1980 και εφεξής.

Άρθρον 16
Απαλλαγή από τον φόρον των μερισμάτων και λοιπών βοηθημάτων των συνταξιούχων

1. Εις την περίπτωσιν Ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθεται υποπερίπτωσις στ΄ έχουσα ως ακολούθως:

«στ) Τα μερίσματα και λοιπά βοηθήματα τα παρεχόμενα εις συνταξιούχους από ασφαλιστικούς οργανισμούς, εφ΄ όσον άνευ της συναθροίσεως αυτών εις τα λοιπά εισοδήματα του φορολογουμένου δεν προκύπτει φόρος βάσει της κλίμακος του άρθρου 9».

2. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί μερισμάτων και λοιπών βοηθημάτων κτωμένων από 1ης Ιανουαρίου 1980 και εφεξής.

Άρθρον 17
Αύξησις του αφορολογήτου ποσού εξ ιδιοκατοικήσεως

1. Η περίπτωσις Α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/1955, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Α΄. Εκ του ακαθαρίστου τεκμαρτού εισοδήματος εξ ιδιοκατοικήσεως της κυρίας κατοικίας εκάστου φορολογουμένου ποσόν δραχμών τεσσαράκοντα οκτώ χιλιάδων (48.000) ετησίως. Το ποσόν αυτό προσαυξάνεται κατά εξ χιλιάδας (6.000) δραχμάς δι΄ έκαστον εκ των συνοικούντων και βαρυνόντων αυτόν προσώπων, μη δυναμένου να υπερβή, εν πάση περιπτώσει, το ποσόν των εβδομήκοντα οκτώ χιλιάδων (78.000) δραχμών. Εάν η ιδιοκατοικουμένη κυρία οικοδομή ανήκει εις την σύζυγον, το συνολικόν απαλασσόμενον ποσόν εκπίπτεται εκ του ακαθαρίστου τεκμαρτού εισοδήματος εξ ιδιοκατοικήσεως ταύτης, εν περιπτώσει δε συνιδιοκτησίας μεταξύ των συζύγων ή μεταξύ αυτών και των ανηλίκων τέκνων των, το συνολικώς απαλλασσόμενον ποσόν εκπίπτεται αναλογικώς εκ του ακαθαρίστου τεκμαρτού εισοδήματος εξ ιδιοκατοικήσεως εκάστου επί τη βάσει του ποσοστού συνιδιοκτησίας. Εάν εντός του έτους κτήσεως του εισοδήματος η ιδιοκατοίκησις ήτο διαρκείας μικροτέρας των δώδεκα (12) μηνών, το απαλλασσόμενον ποσόν περιορίζεται αναλόγως.

Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί του τεκμαρτού εισοδήματος εξ ιδιοκατοικήσεως μιας κατοικίας, το κτώμενον υπό ομογενών ή Ελλήνων μονίμων κατοίκων εξωτερικού. Εις την περίπτωσιν ταύτην, διά τον υπολογισμόν της προσαυξήσεως του ακαθαρίστου τεκμαρτού εισοδήματος, ως βαρύνοντα τον φορολογούμενον πρόσωπα θεωρούνται μόνον τα εν Ελλάδι διαμένοντα και χρησιμοποιούντα την κατοικίαν ταύτην πρόσωπα».

2. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου άρχεται από του οικονομικού έτους 1980.

Άρθρον 18
Εκπτώσεις εκ του εισοδήματος.

1. Εις την παράγραφο 4 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται περίπτωσις θ΄, έχουσα ως ακολούθως:

«θ) Εκ του καταβαλλομένου ετησίως ποσού δι΄ ενοίκιον της κυρίας κατοικίας του φορολογουμένου το δέκα πέντε επί τοις εκατόν (15%) διά το μέχρι εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών ποσόν και πέντε επί τοις εκατόν (5%) διά το πέραν των εκατόν είκοσι χιλιάδων δραχμών (120.000) ποσόν. Η ανωτέρω έκπτωσις ενεργείται εφ΄ όσον ο φορολογούμενος τυγχάνει υπάλληλος ή συνταξιούχος και ότι ούτος ως και τα συνοικούντα και βαρύνοντα αυτόν πρόσωπα δεν τυγχάνουν κύριοι κατά πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας ή ισοβίου επικαρπίας ή οικήσεως ετέρας οικίας ή διαμερίσματος, το οποίον να πληροί τας στεγαστικάς των ανάγκας, εις την περιοχήν της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης ή εις ετέραν πόλιν ή χωρίον ένθα κατοικούν».

2. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί των καταβαλλομένων ενοικίων από 1ης Ιανουαρίου 1980.

Άρθρον 19
Εξαιρέσεις εκ των τεκμηρίων

1. Εις το τέλος της περιπτώσεως Β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν. 820/1978 «περί λήψεως μέτρων διά την περιστολήν της φοροδιαφυγής και άλλων τινών συναφών διατάξεων», προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως:

« Ωσαύτως, δεν λαμβάνεται υπ΄ όψιν η δαπάνη δευτερευούσης κατοικίας χρησιμοποιουμένης υπό σπουδαζόντων και βαρυνόντων τον φορολογούμενον τέκνων, εφ΄ όσον η κατοικία αυτή ευρίσκεται εκτός της περιφερείας της κυρίας κατοικίας του φορολογουμένου και εις την πόλιν της έδρας της Σχολής, εις ην φοιτούν».

2. Η περίπτωσις α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Ν. 820/1978, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«α) Επί αγοράς ακινήτων ή ανεγέρσεως ακινήτων εις τον Νομόν Θεσσαλονίκης, την επαρχίαν Βισαλτίας του Νομού Σερρών και την επαρχίαν Κιλκίς του Νομού Κιλκίς πραγματοποιουμένων μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1980».

3. Το τελευταίον εδάφιον της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του Ν. 820/1978 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Ο φορολογούμενος και η σύζυγος αυτού δεν υποχρεούνται να δικαιολογήσουν ποσόν μέχρις ενός εκατομμυρίου τριακοσίων χιλιάδων (1.300.000) δραχμών, το οποίον διατίθεται δι΄ αγοράν πρώτης κατοικίας ή ανέγερσιν τοιαύτης επί οικοπέδου του φορολογουμένου ή της συζύγου του, υπό την προϋπόθεσιν ότι τα πρόσωπα ταύτα δεν τυγχάνουν κύριοι κατά πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας ή ισοβίου επικαρπίας ή οικήσεως ετέρας οικίας ή διαμερίσματος εν Ελλάδι και εις πόλιν άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων ή εις Δήμον ή Κοινότητα της περιοχής τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης».

4. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου άρχεται από της ενάρξεως ισχύος του Ν. 820/1978, της δε παραγράφου 3 αυτού από 1 Ιανουαρίου 1980.

Άρθρον 20
Απαλλαγαί εκ των φόρων υπέρ τρίτων

1. Η κατά το άρθρον 10 του Ν. 4169/1961 «περί Γεωργικών Κοινωνικών Ασφαλίσεων», ως ισχύει, εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. – Δήμων και Κοινοτήτων, επί επιχειρήσεων πωλήσεως εκτρεφομένων ζώων, υπολογίζεται επί των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων τούτων των προερχομένων εκ της πωλήσεως των υπ΄ αυτών εκτρεφομένων ζώων, μετά προηγουμένην εκ τούτων έκπτωσιν της αξίας των αγορασθέντων παρ΄ αυτών προς πάχυνσιν ζώων, εφ΄ όσον η αξία τούτων υπεβλήθη αποδεδειγμένως εις την εισφοράν ταύτην. Επίσης, εκπίπτεται και η αξία των αγορασθέντων προς πάχυνσιν ζώων εκ των εισαχθέντων εκ της αλλοδαπής, ανεξαρτήτως εάν αυτή υπήχθη εις την εν λόγω εισφοράν.

2. Αι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 2916/1954 εφαρμόζονται από του οικονομικού έτους 1980 και διά την επιβολήν του υπό της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν. 890/1979 «περί συστάσεως δημοτικής επιχειρήσεως υδρεύσεως και αποχετεύσεως δήμων και κοινοτήτων μείζονος περιοχής Βόλου», προβλεπομένου ειδικού τέλους.

3. Η κατά τας διατάξεις της περιπτώσεως Β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 1050/1942 «περί παροχής υπό του Μ.Τ.Π.Υ. εις τους μερισματούχους αυτού εκτάκτου προσωρινού χορηγήματος κλπ», εν συνδυασμώ προς τας διατάξεις του άρθρου 4 της υπ΄ αριθ. 8350/27.1.1945 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών «περί καθορισμού κρατήσεως επί των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων υπέρ του Μ.Τ.Π.Υ.» επιβαλλομένη κράτησις υπέρ του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων επί των αμοιβών των δασεργατών – μελών δασικών συνεταιρισμών, καταργείται.

Άρθρον 21
Καθαρόν εισόδημα εκ γεωργικών επιχειρήσεων

1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 39 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«4. Εάν εκ των προσκομιζομένων στοιχείων υπό του φορολογουμένου αποδεικνύεται ότι ένεκα ζημιών εξ απροβλέπτων γεγονότων ή τοιούτων ανωτέρας βίας, εμειώθη το εκ της γεωργικής εκμεταλλεύσεως εισόδημά του, το καθαρόν τοιούτον δύναται να προσδιορισθή διά της χρήσεως συντελεστού κατωτέρου των της προηγουμένης παραγράφου 3, εν πάση όμως περιπτώσει ουχί ελάσσονος του μηδενός».

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και επί των εκκρεμουσών κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος υποθέσεων ενώπιον των Φορολογικών Αρχών ή των Διοικητικών Δικαστηρίων εις οιονδήποτε βαθμόν.

Άρθρον 22
Καθαρόν εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών των εν Βρυξέλλαις υπηρετούντων υπαλλήλων της ΠΑΣΕΓΕΣ

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 42 του Ν.Δ. 3323/1955, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«3. Ειδικώς, προκειμένου περί των εν τω εξωτερικώ υπηρετούντων υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών και των λοιπών Δημοσίων Πολιτικών Υπηρεσιών, ως και των στρατιωτικών, των υπαλλήλων του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, των υπαλλήλων της Μονίμου Ελληνικής Αντιπροσωπείας παρά ταις Ευρωπαϊκαίς Κοινότησι, ως και των υπαλλήλων του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών και των υπαλλήλων της Πανελληνίου Συνομοσπονδίας Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών των υπηρετούντων εις τα οικεία εν Βρυξέλλαις Αντιπροσωπευτικά Γραφεία τούτων, ως καθαρόν εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών λαμβάνεται ποσόν ίσον προς το καθαρόν ποσόν των αποδοχών, τας οποίας ούτοι θα ελάμβανον, εάν υπηρέτουν εις το εσωτερικόν».

2. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου άρχεται από του οικονομικού έτους 1980.

Άρθρον 23
Εξαιρέσεις εκ της αναπροσαρμογής αξίας ακινήτων

1. Εις την παράγραφον 2 του άρθρου 18 του Ν. 542/1977 «περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων» προστίθεται περίπτωσις ε΄, έχουσα ως ακολούθως:

«ε΄. Τα ακίνητα των γεωργοκτηνοτροφικών επιχειρήσεων οιασδήποτε νομικής μορφής, αίτινες τελούν εν αδρανεία από της συστάσεώς των».

2. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου άρχεται αφ΄ ης ίσχυσαν αι διατάξεις των άρθρων 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28 και 29 του Ν. 542/1977 και υπό την προϋπόθεσιν ότι αι εν αδρανεία ευρισκόμεναι επιχειρήσεις έχουν διαλυθή ή θα διαλυθούν εντός εξαμήνου από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου.

Άρθρον 24
Κύρωσις αποφάσεων
Κυρούνται και έχουν ισχύν νόμου αφ΄ ης εξεδόθησαν, αι υπ΄ αριθ. Ε.301/12 Ιανουαρίου 1979, Ε.7027/29 Ιουνίου 1979, Ε.8516/ Πολ 153/10 Αυγούστου 1979, Ε.8880/21 Αυγούστου 1979, Ε.8881/Πολ. 159/21 Αυγούστου 1979, αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών και η υπ΄ αριθ. Ε. 11699/27 Οκτωβρίου 1979 απόφασις των Υπ. Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, έχουσαι ως ακολούθως:

Αριθ. Πρωτ. Ε.301/12.1.1979 ΘΕΜΑ: «Συμπλήρωσηδιατάξεωντων άρθρων 12 και 13 τουΝ. 820/1978 ».

Έχοντας υπόψη:

Ότι τα άρθρα 12 και 13 του Ν. 820/1978 «περί λήψεως μέτρων διά την περιστολήν της φοροδιαφυγής και άλλων τινών συναφών διατάξεων», χρήζουν συμπληρώσεως για τη δικαιότερη εφαρμογή των τεκμηρίων που καθιερώνονται από τις διατάξεις των άρθρων αυτών, αποφασίζουμε:

1. Οι διατάξεις της περιπτώσεως Α΄ της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 820/1978 που αφορούν τον υπολογισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης των εταίρων φυσικών προσώπων των ομορρύθμων εταιριών, βάσει των επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως των εταιριών αυτών, εφαρμόζονται ανάλογα και για τον προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης των εταίρων φυσικών προσώπων των εταιριών περιωρισμένης ευθύνης βάσει της ίδιας δαπάνης όλων των επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως που ανήκουν στην εταιρία, στη περίπτωση που ο διαχειριστής της εταιρίας δεν είναι ταυτόχρονα και εταίρος αυτής, της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης μη δυναμένης και στην περίπτωση αυτή να υπερβεί για κάθε ένα εταίρο την τεκμαρτή δαπάνη που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο σε ιπποδύναμη επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως της εταιρίας.

2. Η προβλεπόμενη από την υποπερίπτωση γ΄ της περιπτ. Α΄ της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 820/1978 μείωση της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης καθορίζεται σε σαράντα τοις εκατό (40%) και εφαρμόζεται για όλα τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως που προέρχονται από τον Οργανισμό Διαχειρίσεως Δημοσίου Υλικού (ΟΔΔΥ).

3. Οι διατάξεις της περιπτώσεως ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 13 του ανωτέρω νόμου 820/1978 , εφαρμόζονται ανάλογα και για πρόσωπα, τα οποία εισήγαγαν μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του Ν. 820/1978, επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως με μειωμένους δασμούς και φόρους βάσει ισχυουσών διατάξεων, εφόσον ο φορολογούμενος ή η σύζυγός του έχουν εισοδήματα μόνο από μισθωτές υπηρεσίες ή και από οικοδομές. Εξαιρετικά, στην περίπτωση που η χρονική περίοδος, κατά την οποία απαγορεύεται από το νόμο η μεταβίβαση του αυτοκινήτου, λήγει μετά την 31 Δεκεμβρίου 1979, το τεκμήριο προσδιορισμού της δαπάνης βάσει του αυτοκινήτου αυτού δεν εφαρμόζεται μέχρι της χρονολογίας λήξεως της απαγορεύσεως αυτής.

4. Δεν εφαρμόζονται για το οικονομικό έτος 1979 οι διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 820/1978 για τον προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως: α) για το επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως των φυσικών προσώπων, τα οποία διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό, εκτός αν για τα πρόσωπα αυτά εφαρμόζονται οι διατάξεις της περιπτώσεως Δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 820/1978 , β) για το επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως που περιήλθε σε φυσικά πρόσωπα από κληρονομία ή κληροδοσία, πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 820/1978, εκτός αν για τα πρόσωπα αυτά εφαρμόζονται οι διατάξεις των περιπτώσεων Γ΄ και Δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 820/1978 και γ) για το επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως, το οποίο μέχρι της ενάρξεως ισχύος του Ν. 820/1978 παραδόθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο σε επιχείρηση μεταπωλήσεως αυτοκινήτων για το χρονικό διάστημα από της παραδόσεως μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1978 και εφόσον δε χρησιμοποιήθηκε από το φορολογούμενο κατά τη χρονική αυτή περίοδο.

5. Οι διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 820/1978 , που προβλέπουν τον προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης βάσει του ύψους των εξόδων συντηρήσεως και κυκλοφορίας των επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που τα αυτοκίνητα ανήκουν σε Δημόσιες, Δημοτικές και Κοινοτικές επιχειρήσεις ή σε επιχειρήσεις στις οποίες συμμετέχουν κατά ποσοστό μεγαλύτερο του πενήντα τοις εκατό (50%) το Δημόσιο και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.

6. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με Νόμο, ισχύει δε από του οικονομικού έτους 1979.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Αριθ. Πρωτ. Ε.7027/29.6.1979 ΘΕΜΑ:«Συμπλήρωση των σχετικών, με τον υπολογισμό και την παρακράτηση του φόρου εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες των προσώπων που αμείβονται με ημερομίσθιο, διατάξεων της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 43 του Ν.Δ. 3323/1955».

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 43 του Ν.Δ. 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος», βάσει των οποίων ο φόρος εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες των προσώπων που αμείβονται με ημερομίσθιο, υπολογίζεται κατά τη διάρκεια κάθε έτους για την παρακράτηση, με τους συντελεστές που ορίζονται από απ΄ αυτές.

2. Το γεγονός ότι κατά τον υπολογισμό του φόρου, βάσει της κλίμακας του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955 που αναλογεί στο ετήσιο εισόδημα κατά τη λήξη κάθε έτους, παρακρατείται από τους εργοδότες από τις αποδοχές του τελευταίου μήνα διαφορά φόρου ή επιστρέφεται ο τυχόν επί πλέον φόρος που παρακρατήθηκε.

3. Τις σχετικές αιτήσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, για την παροχή δυνατότητας στις επιχειρήσεις, που απασχολούν πρόσωπα με σύμβαση μισθώσεως εργασίας αορίστου χρόνου και αμείβονται με ημερομίσθιο, να υπολογίζουν, κατά τη διάρκεια του έτους, το φόρο εισοδήματος, που πρέπει να παρακρατείται, βάσει της κλίμακας 9 του Ν.Δ. 3323/1955 και με αναγωγή του εισοδήματός τους της πηγής αυτής σε ετήσιο, αποφασίζουμε:

1. Επιτρέπεται σε επιχειρήσεις κάθε είδους που απασχολούν προσωπικό με σύμβαση μισθώσεως εργασίας αορίστου χρόνου και το οποίο αμείβουν με ημερομίσθιο, να υπολογίζουν το φόρο εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες, που πρέπει να παρακρατούν κατά τη διάρκεια κάθε έτους, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. α΄ της αυτής παρ. 1 του άρθρου 43 του Ν.Δ. 3323/1955, δηλαδή βάσει της κλίμακας του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955 και με αναγωγή του εισοδήματος της πηγής αυτής σε ετήσιο.

2. Η απόφαση αυτή, που ισχύει για ημερομίσθια που καταβάλλονται από την 1η Ιουλίου 1979 και εφεξής, να κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Αριθ. Πρωτ. Ε. 8516/10.8.1979 ΘΕΜΑ : «Καταβολή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων βάσει αρχικής δηλώσεως οικον. έτους 1979, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος έλαβε καθυστερημένα το μηχανογραφικό τριπλότυπο ή την ατομική ειδοποίηση».

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 6 του Ν.Δ. 356/1974 «περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων».

2. Τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγρ. 5 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 4242/1962, όπως αυτή ερμηνεύτηκε με τη διάταξη της παραγρ. 2 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 4444/1964 και ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παραγρ. 1 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 328/1974.

3. Το γεγονός ότι ορισμένοι φορολογούμενοι έλαβαν καθυστερημένα τα μηχανογραφικά τριπλότυπα εισπράξεως ή τις ατομικές ειδοποιήσεις καταβολής του φόρου εισοδήματος κ.τ.λ. βάσει δηλώσεως οικον. έτους 1979, με συνέπεια να στερηθούν του δικαιώματος της εκπτώσεως ποσοστού 10%, σε περίπτωση αμέσου καταβολής ολοκλήρου του ποσού της οφειλής τους μέσα στην οριζόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις προθεσμία, ή να επιβαρυνθούν με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής για το ποσό των ληξιπροθέσμων δόσεων που κατέβαλαν, αποφασίζουμε:

1. Στις περιπτώσεις που αποδεδειγμένα τα μηχανογραφικά τριπλότυπα εισπράξεως ή οι ατομικές ειδοποιήσεις καταβολής της οφειλής που προκύπτει βάσει εμπρόθεσμης αρχικής δηλώσεως φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. έτους 1979 περιήλθαν σε υπόχρεους μετά τη λήξη της προθεσμίας που οριζόταν σ΄ αυτές για την καταβολή των ληξιπρόθεσμων δόσεων ή του συνολικού ποσού της οφειλής τους με έκπτωση 10%, οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να υποβάλλουν αίτηση στον αρμόδιο για τη φορολογία τους Οικον. Έφορο μέχρι τις 25 Αυγούστου 1979 και να ζητήσουν την τακτοποίηση της υποθέσεώς τους αυτής.

2. Εφόσον ο Οικονομικός Έφορος από την έρευνα που θα κάνει πεισθεί ότι το μηχανογραφικό τριπλότυπο εισπράξεως ή η ατομική ειδοποίηση για την καταβολή της σχετικής οφειλής περιήλθε καθυστερημένα στο φορολογούμενο, θα συντάξει τετραπλότυπο ατομικό φύλλο εκπτώσεως με το οποίο θα διαγράψει το ποσό της οφειλής που έχει βεβαιωθεί επ΄ ονόματι του υποχρέου, βάσει της εμπρόθεσμης δηλώσεώς του φόρου εισοδήματος, και ταυτόχρονα θα προέλθει στην εκ νέου εκκαθάριση και βεβαίωση των αυτών ποσών στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο.

3. Στην ως άνω περίπτωση, ο φορολογούμενος που θα καταβάλει στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο ολόκληρο το ποσό της οφειλής του μέσα στην προθεσμία καταβολής των ληξιπροθέσμων δόσεων δικαιούται εκπτώσεως ποσοστού 10% στο ποσό που καταβάλλει, ή αν καταβάλλει μέσα στην αυτήν προθεσμία τα ποσά των ληξιπροθέσμων δόσεων δεν επιβαρύνεται με ταμειακές προσαυξήσεις.

4. Οι Οικον. Έφοροι πρέπει ως τις 10 Σεπτεμβρίου 1979 να ολοκληρώσουν τον έλεγχο των αιτήσεων που θα υποβληθούν από τους ενδιαφερόμενους, τη σύνταξη των σχετικών ΤΑΦΕ, ως και την εκ νέου εκκαθάριση και βεβαίωση του φόρου κ.τλ. Επίσης μέσα στην ίδια προθεσμία οφείλουν, ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται με την αριθ. Ε.4472/Πολ.92 από 14 Απριλίου 1977 διαταγή μας, να ενημερώσουν το ΜΗΚΥΟ για να τεθούν εκτός συστήματος οι φορολογούμενοι που είχαν δικαίωμα να καταβάλουν το φόρο με μηχανογραφικά τριπλότυπα εισπράξεως.

5. Η αριθ. 95076/111-176/31.7.1979 απόφασή μας ανακαλείται από τότε που εκδόθηκε.

6. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Αριθ. Πρωτ. Ε. 8880/21.8.1979 ΘΕΜΑ : «Εξαίρεση των Ιδιοτύπων Μεταφορικών Εταιριών (Ι.Μ.Ε.) από τη φορολογία των κερδών τους βάσει των διατάξεων της παραγρ. 2 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955».

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 383/1976 «περί διενεργείας εμπορευματικών μεταφορών δια φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως και άλλων τινών διατάξεων» (ΦΕΚ 182/1976 τ.Α΄).

2. Τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 5, ως και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 του Ν. 820/1978.

3. Την ανάγκη εξαιρέσεως των κερδών των Ι.Μ.Ε. από τη φορολογία βάσει των διατάξεων των παρ. 2 και 5 του άρθρου 16α του Ν. 820/1978 , καθόσον οι επιχειρήσεις αυτές ιδρύονται σε εκτέλεση νομοθετικής επιταγής και τα ποσά που διανέμουν στα μέλη τους δεν αποτελούν γι΄ αυτούς καθαρά κέρδη, όπως συμβαίνει στους εταίρους των λοιπών εταιριών, αλλά ακαθάριστα έσοδα από τα οποία εκπίπτονται, προκειμένου υπολογισμού των καθαρών κερδών κάθε μέλους, οι δαπάνες συντηρήσεως και κυκλοφορίας των ανηκόντων σ΄ αυτούς φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, που έχουν εισφέρει κατά χρήση στην Ι.Μ.Ε., αποφασίζουμε:

1. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 5, ως και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, δεν εφαρμόζονται για τη φορολογία των καθαρών κερδών των Ιδιοτύπων Μεταφορικών Εταιριών (Ι.Μ.Ε.), οι οποίες διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 383/1976.

2. Η παρούσα ισχύει από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των διατάξεων του άρθρου 16 του Ν. 820/1978.

3. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Αριθ. Πρωτ. Ε. 8881/21.8.1979 ΘΕΜΑ: «Φορολογία των κερδών των ομορρύθμων, ετερορρύθμων και περιορισμένης ευθύνης εταιρειών, σε περίπτωση συμμετοχής των εταιρειών τούτων σε κοινοπραξία τεχνικών έργων».

Έχοντας υπόψη:

1. Τη διάταξη της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος», ως τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 του Ν. 820/1978.

2. Την ανάγκη αποφυγής της διπλής φορολογήσεως των κερδών των ομορρύθμων, ετερορρύθμων και περιορισμένης ευθύνης εταιρειών, τα οποία αποκτούν οι εταιρείες αυτές λόγω συμμετοχής σε κοινοπραξία τεχνικών έργων, αποφασίζουμε:

1. Τα καθαρά κέρδη των ομορρύθμων, ετερορρύθμων και περιορισμένης ευθύνης εταιρειών, όπως αυτά προσδιορίζονται βάσει των ισχυουσών διατάξεων, φορολογούνται με την κλίμακα της παρ. 2 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, μετά την αφαίρεση από αυτά, εκτός των κερδών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της ιδίας παραγράφου του αυτού άρθρου και νόμου, και των κερδών που αποκτούν οι εταιρείες αυτές λόγω συμμετοχής τους σε κοινοπραξία τεχνικών έργων.

2. Η παρούσα ισχύει από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των διατάξεων του άρθρου 16 του Ν. 820/1978.

3. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Αριθ. Πρωτ. Ε. 11699/27.10.1979 ΘΕΜΑ: «Χαρακτηρισμός τμήματος της αποζημιώσεως που παρέχεται σε Καθηγητές και Υφηγητές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, ως κατ΄ αποκοπήν αμοιβής για την αντιμετώπιση των εξόδων, μεταβάσεως τούτων στις πόλεις που βρίσκονται Σχολές Πανεπιστημίου Θράκης».

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν.Δ. 87/1973, ως τούτο ισχύει μετά την προσθήκη του με το άρθρο 4 του Ν.Δ. 114/1974 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν.Δ. 87/1973 «περί ιδρύσεως Πανεπιστημίων εις Θράκην και εις Κρήτην» και επεκτάσεως διατάξεων τινών αυτού εις άπαντα τα Α.Ε.Ι.» (ΦΕΚ 310/1974 τ.Α΄).

2. Τις αριθ. 119317 από 21.1.1975 (ΦΕΚ 37 από 4.2.1975 τ. Γ΄), 93869 από 23.12.1975 (ΦΕΚ 592 από 31.12.1975 τ. Γ΄) και 113143 από 15.11.1976 (ΦΕΚ 309 από 27.11.1976 τ. ΝΠΔΔ) κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, περί προσλήψεως Καθηγητών και Υφηγητών επί συμβάσει στο Πανεπιστήμιο Θράκης, με τις οποίες καθορίστηκε και η αμοιβή τούτων.

3. Το γεγονός ότι, όσοι από τους ανωτέρω Καθηγητές και Υφηγητές υπηρετούσαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ή Θεσσαλονίκης, για να ανταποκριθούν στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους ήσαν υποχρεωμένοι να μετακινούνται από τις πόλεις που βρίσκονται οι Σχολές των Πανεπιστημίων που υπηρετούν, στις πόλεις που βρίσκονται οι Σχολές του Πανεπιστημίου Θράκης, πράγμα που είχε ως συνέπεια την υποβολή τους σε αυξημένες δαπάνες για κίνηση και παραμονή στις πόλεις αυτές, αποφασίζουμε τα ακόλουθα:

1. Ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) από το καθαρό ποσό της αμοιβής που καθορίστηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις μας, χαρακτηρίζεται ως κατ΄ αποκοπή αποζημίωση για την αντιμετώπιση των αυξημένων εξόδων μετακινήσεως, στα οποία υπεβλήθησαν οι Καθηγητές και οι Υφηγητές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης για τη μετάβασή τους στις πόλεις που βρίσκονται οι Σχολές του Πανεπιστημίου Θράκης, για την εκπλήρωση της υπηρεσίας που τους ανατέθηκε.

2. Η απόφαση αυτή, η οποία ισχύει για τις αποδοχές που καταβλήθηκαν σε δικαιούχους κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1974/1975 ως και 1978/1979, να κυρωθεί με νόμο.

Οι Υπουργοί Οικονομικών

Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων

Α. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Ι. ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

II. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ – ΔΩΡΕΑΝ – ΠΡΟΙΚΩΝ

ΙΙ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ – ΔΩΡΕΩΝ – ΠΡΟΙΚΩΝ

Άρθρον 25
Κατάταξις φορολογουμένων – φορολογικαί κλίμακες

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

«1. Οι δικαιούχοι της κτήσεως, αναλόγως της συγγενικής σχέσεως τούτων προς τον κληρονομούμενον, κατατάσσονται εις τας επομένας τέσσαρας κατηγορίας. Δι΄ εκάστην των κατηγοριών τούτων ισχύει ιδία φορολογική κλίμαξ, ως ακολούθως:

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Α΄

Επί κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας, περιερχομένης εις:

α) σύζυγον του κληρονομουμένου, β) κατιόντας πρώτου βαθμού (τέκνα εκ νομίμου γάμου, εξώγαμα τέκνα έναντι της μητρός, αναγνωρισθέντα τέκνα εκουσίως ή και δικαστικώς έναντι του πατρός, νομιμοποιηθέντα τέκνα δι΄ επιγενομένου γάμου ή διά δικαστικής αποφάσεως έναντι αμφοτέρων των γονέων), γ) κατιόντας δευτέρου και επομένων βαθμού, δ) ανιόντας οιουδήποτε βαθμού και ε) εις τον εκουσίως ή δικαστικώς αναγνωρισθέντα έναντι των ανιόντων του αναγνωρίσαντος πατρός, ως και τον κατιόντα του αναγνωρισθέντος έναντι του αναγνωρίσαντος και των ανιόντων αυτού.

Κλιμάκιον
Φορολογικοί συντελεσταί κατά κλιμάκιον
Ποσόν φόρου κατά κλιμάκιον
Σύνολον κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας
Ποσόν φόρου επί του συνόλου της κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας
Δρχ.
%
Δρχ.
Δρχ.
Δρχ.
500.000


500.000

100.000
6
6.000
600.000
6.000
120.000
7
8.400
720.000
14.400
150.000
8
12.000
870.000
26.400
180.000
9
16.200
1.050.000
42.600
220.000
10
22.000
1.270.000
64.600
260.000
11
28.600
1.530.000
93.200
300.000
12
36.000
1.830.000
129.200
350.000
13
45.500
2.180.000
174.700
420.000
14
58.800
2.600.000
233.500
500.000
15
75.000
3.100.000
308.500
600.000
16
96.000
3.700.000
404.500
800.000
17,50
140.000
4.500.000
544.500
1.000.000
19
190.000
5.500.000
734.500
1.200.000
20,50
246.000
6.700.000
980.500
1.500.000
22
330.000
8.200.000
1.310.500
1.800.000
23,50
423.000
10.000.000
1.733.500
Υπερβάλλον
25

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β΄

Επί κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας περιερχομένης εις αδελφόν του κληρονομουμένου αμφιθαλή ή ετεροθαλή.

Κλιμάκιον
Φορολογικοί συντελεσταί κατά κλιμάκιον
Ποσόν φόρου κατά κλιμάκιον
Σύνολον κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας
Ποσόν φόρου επί του συνόλου της κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας
Δρχ.
%
Δρχ.
Δρχ.
Δρχ.
250.000


250.000

100.000
12
12.000
350.000
12.000
100.000
13,5
13.500
450.000
25.500
130.000
15
19.500
580.000
45.000
180.000
16,5
29.700
760.000
74.700
240.000
18
43.200
1.000.000
117.900
300.000
20
60.000
1.300.000
177.900
400.000
22
88.000
1.700.000
265.900
550.000
24
132.000
2.250.000
397.900
700.000
26
182.000
2.950.000
579.900
900.000
28
252.000
3.850.000
831.900
1.100.000
31
341.000
4.950.000
1.172.900
1.350.000
34
459.000
6.300.000
1.631.900
1.700.000
37
629.000
8.000.000
2.260.900
2.000.000
41
820.000
10.000.000
3.080.900
Υπερβάλλον
45

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Γ΄

Επί κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας περιερχομένης εις: α) συγγενείς εξ αίματος τρίτου βαθμού εκ πλαγίου, β) πατρυιούς και μητρυιάς, γ) τέκνα εκ προηγουμένου γάμου του συζύγου, ως και λοιπά εξ αγχιστείας τέκνα (γαμβρούς, νύμφας).

Κλιμάκιον
Φορολογικοί συντελεσταί κατά κλιμάκιον
Ποσόν φόρου κατά κλιμάκιον
Σύνολον κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας
Ποσόν φόρου επί του συνόλου της κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας
Δρχ.
%
Δρχ.
Δρχ.
Δρχ.
200.000


200.000

100.000
15
15.000
300.000
15.000
120.000
17
20.400
420.000
35.400
150.000
19
28.500
570.000
63.900
180.000
21
37.800
750.000
101.700
220.000
23
50.600
970.000
152.300
260.000
25
65.000
1.230.000
217.300
300.000
27,5
82.500
1.530.000
299.800
350.000
30
105.000
1.880.000
404.800
420.000
32,5
136.500
2.300.000
541.300
500.000
35
175.000
2.800.000
716.300
600.000
37,5
225.000
3.400.000
941.300
800.000
40
320.000
4.200.000
1.261.300
1.000.000
42,5
425.000
5.200.000
1.686.300
1.250.000
46
575.000
6.450.000
2.261.300
1.550.000
49
759.500
8.000.000
3.020.800
2.000.000
53
1.060.000
10.000.000
4.080.800
Υπερβάλλον
55

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Δ΄

Επί κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας περιερχομένης εις οιονδήποτε άλλον εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συγγενή του κληρονομουμένου ή εξωτικόν.

Κλιμάκιον
Φορολογικοί συντελεσταί κατά κλιμάκιον
Ποσόν φόρου κατά κλιμάκιον
Σύνολον κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας
Ποσόν φόρου επί του συνόλου της κληρονομικής μερίδος ή κληροδοσίας
Δρχ.
%
Δρχ.
Δρχ.
Δρχ.
100.000


100.000

100.000
18
18.000
200.000
18.000
120.000
20,5
24.600
320.000
42.600
150.000
23
34.500
470.000
77.100
180.000
25,5
45.900
650.000
123.000
220.000
28
61.600
870.000
184.600
260.000
30,5
79.300
1.130.000
263.900
300.000
33
99.000
1.430.000
362.900
350.000
36
126.000
1.780.000
488.900
420.000
39
163.800
2.200.000
652.700
500.000
42
210.000
2.700.000
862.700
600.000
45
270.000
3.300.000
1.132.700
800.000
48
384.000
4.100.000
1.516.700
1.000.000
51
510.000
5.100.000
2.026.700
1.300.000
54
702.000
6.400.000
2.728.700
1.600.000
58
928.000
8.000.000
3.656.700
2.000.000
62
1.240.000
10.000.000
4.896.700
Υπερβάλλον
65».

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται επί περιουσιών, κτωμένων αιτία θανάτου, δωρεάς ή προικός, δια τας οποίας η φορολογική υποχρέωσις εγεννήθη από 1ης Ιουνίου 1979.

Οι τυχόν επί πλέον βεβαιωθέντες ή καταβληθέντες φόροι κληρονομίας, δωρεάς και προικός, διά τας υποθέσεις διά τας οποίας η φορολογική υποχρέωσις εγεννήθη από της 1ης Ιουνίου 1979 μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, εκπίπτονται ή επιστρέφονται κατά περίπτωσιν, μετά την απόκτησιν οριστικού τίτλου.

Άρθρον 26
Απαλλαγαί

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 25 του Ν.Δ. 118/1973, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«3. Εκ της αξίας των κληρονομικών μερίδων και κληροδοσιών εκπίπτεται, μη υποκείμενον εις φόρον, ποσόν ίσον προς το αφορολόγητον όριον της κλίμακος της οικείας κατηγορίας, εφ΄ όσον συντρέχουν αθροιστικώς αι ακόλουθοι προϋποθέσεις:

α) Η κληρονομική μερίς ή κληροδοσία αποτελείται κατά το ήμισυ τουλάχιστον της αξίας αυτής εκ γεωργικών ή κτηνοτροφικών περιουσιακών στοιχείων, συνυπολογιζομένων και των υπέρ του κληρονόμου ή κληροδόχου συσταθεισών δωρεών και προικών υπό του κληρονομουμένου.

β) Ο κληρονομούμενος ησχολείτο κατά κύριον επάγγελμα εις γεωργικάς εν γένει εργασίας.

γ) Οι κληρονόμοι ή κληροδόχοι είναι ανήλικοι ή ασχολούνται κατά κύριον επάγγελμα εις γεωργικάς εργασίας και

δ) Η περιουσία περιέρχεται εις κατιόντας ή ανιόντας, σύζυγον ή αγάμους αδελφάς του κληρονομουμένου».

2. Η αξία της επικαρπίας δεν λαμβάνεται υπ΄ όψιν διά την επιβολήν του φόρου, εάν ο αιτία θανάτου επικαρπωτής, εντός εξ (6) μηνών από της εις αυτόν επαγωγής της κληρονομίας, παραιτηθή της επικαρπίας υπέρ του αιτία θανάτου ψιλού κυρίου, εφ΄ όσον ούτος είναι το Δημόσιον, Δήμος, Κοινότης ή νομικόν πρόσωπον κοινωφελούς κατά την έννοιαν των διατάξεων του άρθρου 1 του Α.Ν. 2039/1939 χαρακτήρος. Η παραίτησις γίνεται διά μονομερούς ενώπιον Συμβολαιογράφου δηλώσεως και κοινοποιείται επί αποδείξει, εντός της αυτής εξαμήνου προθεσμίας, εις τον ψιλόν κύριον.

Άρθρον 27
Αφορολόγητον όριον

1. Αι διατάξεις του άρθρου 26 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίστανται, ως ακολούθως:

«Άρθρον 26.

Εκ της μερίδος κτήσεως εκάστου παραμένει αφορολόγητον το κατά τας οικείας κλίμακας φορολογίας του άρθρου 29 ποσόν του πρώτου κλιμακίου αυτών κατά κατηγορίας του άρθρου τούτου, ως ακολούθως:

α) διά τους φορολογουμένους της πρώτης κατηγορίας, ποσόν δραχμών 500.000.

β) Διά τους φορολογουμένους της δευτέρας κατηγορίας, ποσόν δραχμών 250.000.

γ) Διά τους φορολογουμένους της τρίτης κατηγορίας, ποσόν δραχμών 200.000.

δ) Διά τους φορολογουμένους της τετάρτης κατηγορίας, ποσόν δραχμών 100.000».

2. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρχεται από 1ης Ιουνίου 1979.

Άρθρον 28
Εκπτώσεις

1. Εις το άρθρον 27 του Ν.Δ. 118/1973 προστίθεται παράγραφος 1, της ισχυούσης διατάξεως του άρθρου τούτου αριθμουμένης ως παραγράφου 2, έχουσα ως κατωτέρω:

«1. Επί κτήσεως περιουσίας, ης δικαιούχοι είναι πρόσωπα παρουσιάζοντα αναπηρίαν εξήκοντα επτά τοις εκατόν (67%) και άνω, εκ διανοητικής καθυστερήσεως ή φυσικής αναπηρίας, εκπίπτεται εκ της μερίδος εκάστου τούτων, μη υποβαλλόμενον εις φόρον, ποσόν ίσον προς το αφορολόγητον όριον της κλίμακος της οικείας κατηγορίας.

Διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών, δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά διά την αναγνώρισιν της εκπτώσεως της παρούσης παραγράφου».

2. Το υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του Ν.Δ. 118/1973, ως αύτη ηριθμήθη διά της προηγουμένης παραγράφου, προβλεπόμενον ποσόν εκπτώσεως εξ εκάστης αιτία θανάτου μερίδος, ορίζεται εις τριακοσίας χιλιάδας (300.000) δραχμάς.

3. Το υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του αυτού ως άνω Ν.Δ. 118/1973 προβλεπόμενον ποσόν ορίζεται εις τριακοσίας χιλιάδας (300.000) δραχμάς.

4. Το υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 55 του ιδίου Ν.Δ. 118/1973 προβλεπόμενον ποσόν ορίζεται εις τριακοσίας χιλιάδας (300.000) δραχμάς.

Άρθρον 29
Καταβολή φόρου επί κτήσεως αιτία θανάτου

1. Η διάταξις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 82 του Ν.Δ. 118/1973, ως ισχύει, αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

«1. Επιφυλασσομένης της εφαρμογής των παραγράφων 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου, ο κατά το άρθρον 81 βεβαιούμενος φόρος καταβάλλεται:

α) Μέχρι μεν του ποσού των δραχμών τριάκοντα εξ χιλιάδων (36.000) εις δώδεκα (12) ίσας ατόκους μηνιαίας δόσεις, της πρώτης καταβαλλομένης μέχρι της λήξεως του μηνός καθ΄ ον βεβαιούται.

β) Εφ΄ όσον δε υπερβαίνει τας τριάκοντα εξ χιλιάδας (36.000) δραχμάς εις δώδεκα (12) ίσας εντόκους δόσεις, επί τον εκάστοτε ισχύοντα τόκον επί καταθέσεων Ταμιευτηρίου, παρά τω Ταχυδρομικώ Ταμιευτηρίω.

Τα εξάμηνα λογίζονται από Ιανουαρίου μέχρις Ιουνίου και από Ιουλίου μέχρι Δεκεμβρίου εκάστου έτους».

2. Το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 8 του άρθρου 82 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

«8. Εάν το σύνολον του βεβαιωθέντος κυρίου φόρου, μετά των τυχόν προσθέτων υπέρ τρίτων φόρων, δεν υπερβαίνη τας πεντήκοντα χιλιάδας (50.000) δραχμάς δεν απαιτείται ασφάλεια διά την πληρωμήν του φόρου εις δόσεις, εάν υπερβαίνη τας πεντήκοντα χιλιάδας (50.000) δραχμάς ουχί όμως και τας τριακοσίας χιλιάδας (300.000) δραχμάς αρκεί προσωπική εγγύηση αξιοχρέου κατά την κρίσιν του Οικον. Εφόρου προσώπου και εάν υπερβαίνη τας τριακοσίας χιλιάδας (300.000) δραχμάς απαιτείται εμπράγματος ασφάλεια ή εγγυητική επιστολή μιας των εν Ελλάδι ανεγνωρισμένων Τραπεζών».

3. Η τελευταία περίοδος του τετάρτου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 82 του Ν.Δ. 118/1973, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Αι διατάξεις αύται εφαρμόζονται και προκειμένου περί μετοχών, μη εισηγμένων εις το Χρηματιστήριον, εφ΄ όσον παρασχεθούν ως ασφάλεια μετοχαί διπλασίας αξίας του μη καλυπτομένου ποσού του βεβαιωθέντος φόρου, ως αξίας λαμβανομένης της υπό του Οικον. Εφόρου, άμα τη προσφορά τούτων και πάντως ουχί βραδύτερον του διμήνου απ΄ αυτής, προσδιοριζομένης.

Διά την αποδοχήν των μετοχών, περί ων αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου, απαιτείται, εν εκάστη συγκεκριμένη περιπτώσει, έγκρισις του Υπουργού των Οικονομικών, παρεχομένη τη αιτήσει του υποχρέου, υποβαλλομένη εντός της προθεσμίας της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου».

Άρθρον 30
Είσπραξις ποσοστού 20% αμφισβητουμένου φόρου
Η διάταξις της παρ. 2 του άρθρου 4 του Α.Ν. 142/1967 «περί παρατάσεως του χρόνου παραγραφής και άλλων τινών φορολογικών διατάξεων», ως ετροποποιήθη δία των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 446/1968 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων» αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

«Το κατά την ανωτέρω παράγραφον βεβαιούμενον ποσόν εισπράττεται εις οκτώ ίσας διμηνιαίας δόσεις, της πρώτης καταβαλομένης εντός του επομένου από της βεβαιώσεως μηνός. Αι κατά την έκδοσιν της αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου ή την επίτευξιν του δικαστικού συμβιβασμού ληξιπρόθεσμοι δόσεις αυτού συμψηφίζονται προς το βάσει της αποφάσεως του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβιβασμού καθορισθέν ποσόν φόρου και αι μη ληξιπρόθεσμοι τοιαύται διαγράφονται και επαναβεβαιούνται εις τας υπό του άρθρου 82 του Ν.Δ. 118/1973 οριζομένας δόσεις και υπό τας εν αυτώ τιθεμένας προϋποθέσεις, το δε επί πλέον βεβαιωθέν ποσόν εκπίπτεται ή επιστρέφεται κατά περίπτωσιν

ΙΙΙ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ

Άρθρον 31
Απαλλαγή εργατοϋπαλλήλων εργαζομένων εις τεχνικάς εταιρείας εις το εξωτερικόν. – Στρογγυλοποίησις αξίας κινητού επισήματος

1. Η εξόφλησις των αποδοχών, περί ων η διάταξις της υποπεριπτώσεως ε΄ της περιπτώσεως Ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/1955, ως ισχύει, απαλλάσσεται των τελών χαρτοσήμου, υπό τας εν τη διατάξει ταύτη οριζομένας προϋποθέσεις απαλλαγής και εκ του φόρου εισοδήματος. Η ισχύς της διατάξεως ταύτης άρχεται από 1ης Ιανουαρίου 1980.

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του Προεδρικού Διατάγματος της 28ης Ιουλίου 1931 «περί Κώδικος των νόμων περί τελών Χαρτοσήμου» ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«3. Παραφυλαττομένης της εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 15α του παρόντος, το διά χρήσεως κινητού επισήματος εισπραττόμενον αναλογικόν τέλος, εάν μεν είναι συνολικού ποσού μέχρι μιας δραχμής αμελείται, εάν δε περιλαμβάνη κλάσμα δραχμής στρογγυλοποιείται εις την επομένην μονάδα ταύτης».

3. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Ν. 588/1977 «περί οργανώσεως των Αστικών Συγκοινωνιών Πρωτευούσης και άλλων τινών διατάξεων», ως αύτη παρετάθη δια του άρθρου 5 της κυρωθείσης διά του Ν. 1003/1979 από 19.7.1979 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας, παρατείνεται , από της λήξεώς της, επί εν εισέτι έτος και μόνον διά τα υπό του Ο.Σ.Ε. εκ Κύπρου εισαχθησόμενα αμαξώματα λεωφορείων.

4. Εις την παράγραφον 19 του άρθρου 15 του Προεδρικού Διατάγματος της 28ης Ιουλίου 1931, ως ισχύει, προστίθεται τρίτον εδάφιον, έχον ως ακολούθως:

«Ομοίως δεν υπόκεινται εις το εν λόγω τέλος τα, δι΄ ειδικού εντύπου του Δημοσίου, εισπραττόμενα πάσης φύσεως έσοδα τούτου».

ΙV
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΥΚΛΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Άρθρον 32
Απαλλαγή ζωοτροφών- βιβλιοδετικών εργασιών- ασφαλίστρων

1. Μετά το τέλος του πρώτου εδαφίου της περιπτώσεως β΄ της παραγράφου 1 του Ν. 4055/1960 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών της τελωνειακής και δασμολογικής νομοθεσίας, κυρώσεως πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου κλπ.», προστίθεται περίπτωσις γ΄, έχουσα ως ακολούθως:

«γ) τα μίγματα ζωοτροφών τα συντιθέμενα εκ των προϊόντων των περιπτώσεων α΄ ή β΄ του παρόντος μετά δημητριακών καρπών ή μετά υποπροϊόντων κυλινδρομύλων και γεωργικών βιομηχανιών».

2. Το τρίτον εδάφιον της περιπτώσεως β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 4055/1960, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή των εις τας περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ αναφερομένων προϊόντων χωρεί εφ΄ όσον ταύτα εισάγονται κατόπιν κοινής εγκριτικής αποφάσεως των Υπουργών Γεωργίας και Εμπορίου».

3. Το εδάφιον δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του Α.Ν. 660/1937, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«δ) εξ εκδοτικών και βιβλιοδετικών εργασιών».

4. Εις την έννοιαν των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 551/1970 «περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως Πλοίων και Αεροσκαφών» περιλαμβάνονται και αι ασφαλίσεις πληρωμάτων πλοίων και αεροσκαφών.

Αι διατάξεις της παρούσης εφαρμόζονται από της ενάρξεως ισχύος του Ν.Δ. 551/1970, εξαιρέσει των περιπτώσεων, καθ΄ ας οι φόροι, δι΄ ους προβλέπεται απαλλαγή κατά τας διατάξεις του εδαφίου β΄ του άρθρου 3 του Ν. Διατάγματος τούτου, έχουν επιρριφθή υπό των υποχρέων, τυχόν δε καταβληθέντες δεν επιστρέφονται.

V
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ

Άρθρον 33
Μείωσις τελών κυκλοφορίας αυτοκινήτων οχημάτων ΟΔΔΥ

1. Η υπό των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του Ν. 2367/1953 «περί τίτλων κυριότητος, ταξινομήσεως, αδειών κυκλοφορίας και φορολογίας αυτοκινήτων», ως ισχύει, οριζομένη μείωσις των τελών κυκλοφορίας αυτοκινήτων κατά 20%, προκειμένου περί των υπό του Οργανισμού Διαχειρίσεως Δημοσίου Υλικού (ΟΔΔΥ) εκποιουμένων επιβατικών αυτοκινήτων οχημάτων, άρχεται υπολογιζομένη αφ΄ ης ταύτα τίθενται το πρώτον εις κυκλοφορίαν εν Ελλάδι υπό των αγοραστών των ως ιδιωτικής χρήσεως.

2. Εις ην περίπτωσιν ο χρόνος κυκλοφορίας εν Ελλάδι των περί ων η προηγουμένη παράγραφος αυτοκινήτων προκύπτει εξ εγγράφων Δημοσίας Αρχής, η μείωσις των τελών κυκλοφορίας θα υπολογίζεται βάσει των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθου 15 του Ν. 2367/1953, ως ισχύει.

3. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρχεται από 1ης Ιανουαρίου 1980.

VI
ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΣ ΦΟΡΩΝ ΤΕΛΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΩΝ

Άρθρον 34
Κατάργησις ενίων φορών, τελών και εισφορών. Απαλλαγαί

1. Καταργούνται:

α) Η κατά τας διατάξεις του άρθρου 5 του Ν.Δ. 4208/1961 «περί μέτρων διά την ανάπτυξιν της κινηματογραφίας εν Ελλάδι και άλλων τινών διατάξεων» επιβαλλομένη εισφορά επί των εισαγομένων εκ του εξωτερικού και εγχωρίως παραγομένων κινηματογραφικών ταινιών.

β) τα κατά τας διατάξεις του Ν. 2110/1920 «περί συμπληρώσεως του Νόμου 1165 «περί Τελωνειακού Κώδικος» ένεκα της Στατιστικής και του τέλους Στατιστικής», ως ισχύει, επιβαλλόμενα τέλη επί των ειδών των εισαγομένων ατελώς εκ του εξωτερικού, ως και επί των ειδών των υποκειμένων εις εξαγωγικά τέλη.

γ) ο κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 31/5/1923 «περί επιβολής ειδικών φορολογιών προς ενίσχυσιν Εθνικών Ορφανοτροφείων κλπ», ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, επιβαλλόμενος ειδικός φόρος υπέρ των Ορφανοτροφείων, επί των ατελώς εισαγομένων εκ του εξωτερικού ειδών.

δ) το κατά τας διατάξεις του εδαφίου α΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Ν.Φ.Ο. επιβαλλόμενον δικαίωμα καταναλώσεως επί των οινοπνευματοποιών Α΄ κατηγορίας (διημέρων), ως τούτο διεμορφώθη διά του άρθρου 2 του Ν.Δ. 3447/1955 «περί καθορισμού του φόρου καταναλώσεως επί του οινοπνεύματος».

ε) το κατά τας διατάξεις του εδαφίου β΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Ν.Φ.Ο. επιβαλλόμενον δικαίωμα εξασκήσεως επαγγέλματος, ετησίων οινοπνευματοποιών Α΄ Κατηγορίας.

στ) το κατά τας διατάξεις του εδαφίου α΄ της παραγρ. 3 του άρθρου 8 του Κ.Ν.Φ.Ο. επιβαλλόμενον δικαίωμα εξασκήσεως επαγγέλματος νεφτοποιού.

ζ) το κατά τας διατάξεις του εδαφίου β΄ της παραγρ. 3 του άρθρου 8 του Κ.Ν.Φ.Ο. επιβαλλόμενον δικαίωμα εξασκήσεως επαγγέλματος αρωματοποιού.

η) το κατά τας διατάξεις του εδαφίου γ΄ της παραγρ. 3 του άρθρου 8 του Κ.Ν.Φ.Ο. επιβαλλόμενον δικαίωμα εξασκήσεως επαγγέλματος εις τους δι΄ αμβύκων παρασκευαστάς απεσταγμένου ύδατος.

θ) το κατά τας διατάξεις του εδαφίου ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Κ.Ν.Φ.Ο. επιβαλλόμενον δικαίωμα εξασκήσεως επαγγέλματος εις τα βιομηχανικά εργοστάσια τα χρησιμοποιούντα αποστακτικά μηχανήματα δι΄ ανακαθαρισμόν του υπ΄ αυτών χρησιμοποιουμένου διά τας εργασίας του οινοπνεύματος.

ι) το κατά τας διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του Κ.Ν.Φ.Ο. επιβαλλόμενον δικαίωμα εξασκήσεως επαγγέλματος ποτοποιού.

ια) το κατά τας διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 10 του Κ.Ν.Φ.Ο. επιβαλλόμενον δικαίωμα εξασκήσεως επαγγέλματος αποσταγματοποιού.

ιβ) το κατά τας διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 630/1948 «περί κυρώσεως του από 7 Δεκεμβρίου 1947 Νομοθ. Διατάγματος «περί των υπέρ τρίτων προσθέτων φόρων», περιελθόντα εις το Ελληνικόν Δημόσιον, έσοδα υπέρ τρίτων.

ιγ) το υπό των διατάξεων του άρθρου 2 του Α.Ν. 505/1937 «περί Κώδικος της φορολογίας των δημοσίων θεαμάτων», ως ισχύει και της υπ΄ αριθ. 89/1962 Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου κυρωθείσης διά του εδαφίου νε΄ άρθρου πρώτου του Ν.Δ. 4553/1966 «περί κυρώσεως πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου, συμβάσεων και Υπουργικών αποφάσεων, αφορωσών εις την άμεσον και έμμεσον φορολογίαν κλπ.», οριζόμενον τέλος αδείας τελέσεως δημοσίου θεάματος.

2. Από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, αι υπό των διατάξεων των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 2176/1952 «περί μέτρων προστασίας της Επαρχιακής Βιομηχανίας», ως ισχύουν, προβλεπόμεναι δασμολογικαί και φορολογικαί απαλλαγαί, εκτείνονται εις τας επιχειρήσεις οινοποιΐας και εμφιαλώσεως οίνων του Νομού Αττικής, υπό τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις και διά τα εις αυτάς αναφερόμενα είδη, των οποίων ο τελωνισμός θα πραγματοποιηθή μέχρι 31-12-1980.

Άρθρον 35
Κύρωσις αποφάσεων

1. Κυρούνται και έχουν ισχύν νόμου αφ΄ ης εξεδόθησαν αι υπ΄ αριθ. Κ. 6488/801/27.7.1979, Κ. 8020/898/25.9.1979, Κ. 9830/1097/22.11.1979, Κ. 10827/1192/23.12.1979, Κ. 1239/108/9.2.1980, Κ. 10711/1182/19.12.1979 και Ε. 2255/25.2.1980 αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, έχουσαι ως ακολούθως:

α) «Αριθ. Πρωτ. Κ. 6488/801 Αθήναι 27.7.1979

1. Οι προθεσμίες για την περαίωση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και την έγκαιρη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου από φόρους, τέλη και δικαιώματα υπέρ αυτού και τρίτων, που, σύμφωνα με τις αποφάσεις μας Κ. 13082/1044 (πολ. 177) 23.12.1978, Κ. 1005/124 (πολ. 15) 27.1.1979, Κ 1877/238 (πολ.30) 22.2.1979 και Κ. 4857/631 (πολ.100) 25.5.1979, λήγουν την 30ή Ιουλίου 1979, παρατείνονται μέχρι και της 28ης Σεπτεμβρίου 1979.

2. Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ»

β) «Αριθ. Πρωτ. Κ. 8020/898

Αθήναι 25.9.1979

1. Οι προθεσμίες για την περαίωση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και την έγκαιρη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου, από φόρους, τέλη και δικαιώματα υπέρ αυτού και τρίτων, που, σύμφωνα με τις αποφάσεις μας Κ. 13082/1044 (πολ. 177) 23.12.1978, Κ. 1005/124 (πολ. 15) 27.1.1979, Κ. 1877/238 (πολ. 30) 22.2.1979, Κ. 4857/631 (πολ. 100) 25.5.1979 και Κ. 6488/801 (πολ. 140) 27.7.1979, λήγουν την 28η Σεπτεμβρίου 1979, παρατείνονται μέχρι της 28ης Νοεμβρίου 1979.

2. Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ»

γ) «Αριθ. Πρωτ. Κ. 9830/1097

Αθήναι 22.11.1979

1. Οι προθεσμίες για την περαίωση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και την έγκαιρη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου, από φόρους, τέλη και δικαιώματα υπέρ αυτού και τρίτων, που, σύμφωνα με τις αποφάσεις μας Κ. 13082/1044 (πολ. 177) 23.12.1978, Κ. 1005/124 (πολ. 15) 27.1.1979, Κ. 1877/238 (πολ. 30) 22.2.1979, Κ. 4857/631 (πολ. 100) 25.5.1979, Κ. 6488/801 (πολ. 140) 27.7.1979 και Κ. 8020/898 (πολ. 177) 25.9.1979, λήγουν την 28η Νοεμβρίου 1979, παρατείνονται μέχρι και της 28ης Δεκεμβρίου 1979.

2. Η προθεσμία, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 17 και της παρ. 1 του άρθρου 49 του Ν. 814/1978 «περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως φορολογικών και άλλων τινών συναφών διατάξεων» και λήγει στο τέλος του έτους 1979, παρατείνεται μέχρι τέλους του έτους 1980.

3. Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ»

δ) «Αριθ. Πρωτ. Κ. 10827/1192

Αθήναι 23.12.1979

1. Οι προθεσμίες για την περαίωση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και την έγκαιρη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου, από φόρους, τέλη και δικαιώματα υπέρ αυτού και τρίτων, που, σύμφωνα με τις αποφάσεις μας Κ. 13082/1044 (πολ. 177) 23.12.1978, Κ. 1005/124 (πολ. 15) 27.1.1979, Κ. 1877/238 (πολ. 30) 22.2.1979, Κ. 4857/631 (πολ.100) 25.5.1979, Κ. 6488/801 (πολ. 140) 27.7.1979, Κ. 8020/898 (πολ. 177) 25.9.1979 και Κ. 9830/1097 (πολ. 221) 22.11.1979 λήγουν την 28ην Δεκεμβρίου 1979, παρατείνονται μέχρι και της 11ης Φεβρουαρίου 1980.

2. Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ»

ε) «Αριθ. Πρωτ. Κ. 1239/108

Αθήναι, 9.2.1980

1. Οι προθεσμίες για την περαίωση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και την έγκαιρη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου, από φόρους, τέλη και δικαιώματα υπέρ αυτού και τρίτων, που, σύμφωνα με τις αποφάσεις μας Κ. 13082/1044 (πολ. 177) 23.12.1978, Κ. 1005/124 (πολ. 15) 27.1.1979, Κ. 1877/238 (πολ. 30) 22.2.1979, Κ. 4857/631 (πολ. 100) 25.5.1979, Κ. 6488/801 (πολ. 140) 27.7.1979, Κ. 8020/898 (πολ. 177) 25.9.1979, Κ. 9830/1097 (πολ. 221) 22.11.1979 και 10827/1192 (πολ. 242) 23.12.1979, λήγουν την 11ην Φεβρουαρίου 1980, παρατείνονται μέχρι και της 11ης Απριλίου 1980.

2. Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ»

στ) « Αριθ. πρωτ. Κ. 10711/1182

Αθήναι 19.12.1979

ΘΕΜΑ: «Περί των υποβαλλομένων δηλώσεων του φόρου κληρονομιών – δωρεών – προικών και χρησιμοποιήσεως αυτών».

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις των άρθρων 68 και 89 του Ν.Δ. 118/1973 «περί Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων».

2. Το άρθρο 2 της αποφάσεώς μας Κ. 13061/390/8.10.1973 περί εκτελέσεως του Ν.Δ. 118/1973 «περί Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων» και

3. Την ανάγκη μηχανογραφήσεως των αναφερομένων στη φορολογία κληρονομιών, δωρεών και προικών στοιχείων.

Αποφασίζουμε:

Ορίζουμε όπως, από της 1ης Ιανουαρίου 1980, στον αρμόδιο Οικον. Έφορο υποβάλλονται:

1) Οι δηλώσεις φόρου δωρεών και προικών σε 3 (τρία) αντίτυπα, από τα οποία τα δύο (2) κρατούνται από τον Οικονομικό Έφορο και το τρίτο, θεωρημένο από αυτόν, παραδίδεται στους δηλούντες.

Από τα δύο αντίτυπα, που ο Οικον. Έφορος κρατά, το ένα (1) αποστέλλεται στο Μηχανογραφικό Κέντρο του Υπουργείου Οικονομικών (ΜΗ.Κ.Υ.Ο.).

2) Οι δηλώσεις φόρου κληρονομιών, σε δύο (2) αντίτυπα, από τα οποία το ένα (1) αποστέλλεται, ομοίως, στο Μηχανογραφικό Κέντρο του Υπουργείου Οικονομικών (ΜΗ.Κ.Υ.Ο.).

Οι υποβαλλόμενες δηλώσεις πρέπει να περιέχουν, εκτός των άλλων στοιχείων των υποχρέων σε φόρο (κληρονόμων, κληροδόχων, δωρεοδόχων, προικοληπτών), και , προκειμένου μεν περί φυσικών προσώπων, τον αριθμό της αστυνομικής ταυτότητας αυτών, προκειμένου δε περί νομικών προσώπων, τον αριθμό του φορολογικού τους Μητρώου.

Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ»

ζ) « Αριθ. πρωτ. Ε. 2255

Αθήναι, 25.2.1980

Παρατείνουμε μέχρι και την 3ην Μαρτίου 1980 την λήγουσα την 25ην Φεβρουαρίου του αυτού έτους προθεσμία υποβολής στον Οικονομικό Έφορο των δηλώσεων φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, ως και των εταιριών και κοινοπραξιών του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955 δια το οικον. έτος 1980.

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ»

2. Αι διατάξεις των άρθρων 17 και 49 του Ν. 814/1978, έχουν εφαρμογήν και επί μεταβιβάσεως εξ επαχθούς αιτίας ακινήτου, πραγματοποιουμένης από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος μέχρι τέλους του έτους 1980, εις εκτέλεσιν συμβολαιογραφικού προσυμφώνου καταρτισθέντος από 1ης Ιανουαρίου 1977 μέχρι και 12ης Σεπτεμβρίου .

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
ΜΕΤΡΑ ΠΕΡΙΣΤΟΛΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ

I
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Άρθρον 36
Τεκμήριον δαπανών διαβιώσεως

1. Η ετησία τεκμαρτή δαπάνη διαβιώσεως διά τον έχοντα επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως μέχρι και πέντε (5) φορολογησίμων ίππων καθορίζεται εις εκατόν ογδοήκοντα χιλιάδας (180.000) δραχμάς δι΄ έκαστον αυτοκίνητον. Το ποσόν τούτο λαμβάνεται υπ΄ όψιν προκειμένου υπολογισμού των δαπανών διαβιώσεως βάσει των διατάξεων των άρθρων 12, 13 και 14 του Ν. 820/1978, εφ΄ όσον ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα συνοικούντα και βαρύνοντα αυτόν πρόσωπα διαθέτουν και έτερον επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως ανεξαρτήτως αριθμού φορολογησίμων ίππων.

2. Το έκτον εδάφιον της περιπτώσεως `Α της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 820/1978 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Εις ην περίπτωσιν ο φορολογούμενος η σύζυγος ή τα προστατευόμενα μέλη διαθέτουν δεύτερον επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως, η προσδιοριζόμενη βάσει αυτού ετησία τεκμαρτή δαπάνη προσαυξάνεται κατά είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25%), δι΄ έκαστον πέραν του δευτέρου αυτοκινήτου η ετησία τεκμαρτή δαπάνη προσαυξάνεται κατά τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40%).

3. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου άρχεται από του οικονομικού έτους 1980.

Άρθρον 37
Μη εφαρμογή τεκμηρίου
1. Εις την περίπτωσιν α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 820/1978 προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως :

«Διά τους κατόχους επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως η απαλλαγή ισχύει διά την δαπάνην, η οποία προκύπτει βάσει ενός επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως εφ΄ όσον τούτο χρησιμοποιείται αποδεδειγμένως υπό τούτων. Εν η περιπτώσει το επιβατικόν αυτοκίνητον χρησιμοποιείται υπό τρίτου προσώπου, η προσδιοριζομένη βάσει των διατάξεων του άρθρου 12 ετησία τεκμαρτή δαπάνη διαβιώσεως καταλογίζεται εις βάρος του χρησιμοποιούντος το επιβατικόν αυτοκίνητον ».

Άρθρον 38
Κατάργησις φορολογικών απαλλαγών

1. Καταργείται η απαλλαγή από του φόρου εισοδήματος των εξόδων παραστάσεως των παρεχομένων εις τους Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων, Προεδρίας της Δημοκρατίας, Τύπου και Πληροφοριών, Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και Βουλής των Ελλήνων, τους Διοικητάς και Υποδιοικητάς ή, μη υφισταμένης θέσεως Διοικητού, Γενικούς Διευθυντάς τους επί κεφαλής των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Οργανισμών κοινωφελούς χαρακτήρος ή Δημοσίων Επιχειρήσεων λειτουργουσών χάριν του Δημοσίου συμφέροντος, της Τραπέζης της Ελλάδος, της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, της Ελληνικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως και της Εθνικής Κτηματικής Τραπέζης της Ελλάδος.

2. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί εξόδων παραστάσεως κτωμένων από 1ης Ιανουαρίου 1980.

Άρθρον 39
Διενέργεια εκτιμήσεων υπό του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών

1. Εις την παράγραφον 2 του άρθρου 15 του Ν. 820/1978 «περί λήψεως μέτρων διά την περιστολήν της φοροδιαφυγής και άλλων τινών συναφών διατάξεων», ως ισχύει, προστίθεται εδάφιον τρίτον, έχον ως ακολούθως:

«Αι υπό του προηγουμένου εδαφίου προβλεπόμεναι απαλλαγαί παρέχονται και εις ην περίπτωσιν το εις φόρον μεταβιβάσεως ακινήτων εξ επαχθούς αιτίας υπόχρεων πρόσωπον, εντός οκτώ (8) ημερών από της υποβολής της αρχικής του δηλώσεως, προκαλέση εκτίμησιν του ακινήτου υπό του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών και εγχειρίση εντός της αυτής προθεσμίας, συμπληρωματικήν δήλωσιν, εις την οποίαν να περιλάβη την υπό του Σώματος προσδιορισθείσαν αξίαν καταβάλλον άμα και την διαφοράν του φόρου, άνευ επιβολής αυτώ προσθέτου φόρου λόγω εκπροθέσμου. Ωσαύτως, εις την περίπτωσιν αυτήν, παρέχεται και η υπό της διατάξεως της περίπτ. β΄ της παραγράφου 2 του Π.Δ. 289/1979 «περί του τρόπου διοικήσεως και λειτουργίας του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών» προβλεπομένη απαλλαγή του ημίσεος της δαπάνης εκτιμήσεως».

2. Το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών, αιτήσει του κυρίου ή νομέως, φυσικού ή νομικού προσώπου, περιουσιακών στοιχείων, περί ων αι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Π.Δ. 279/1979, προβαίνει εις εκτίμησιν της αγοραίας τούτων αξίας και όταν ταύτα δεν αποτελούν αντικείμενον φορολογίας. Η εκτίμησις αυτή εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να χρησιμοποιηθή διά φορολογικούς σκοπούς.
1
3. Διά την κατάρτισιν συμβάσεως μεταβιβάσεως της κυριότητος ακινήτου ή συστάσεως ετέρων επί τούτου εμπραγμάτων δικαιωμάτων, πλην υποθήκης, εις ην συμβάλλεται το Δημόσιον ή Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου, απαιτείται εκτίμησις της αγοραίας αξίας τούτων υπό του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών.

Η εκτίμησις αυτή δεν δεσμεύει τους συμβαλλομένους.

4. Οσάκις κατά τον τελωνισμόν εισαγομένων εμπορευμάτων, σημαντικής αξίας, δημιουργούνται σοβαραί αμφιβολίαι ως προς την κανονικότητα της τιμής κτήσεως αυτών, η αρμοδία τελωνειακή αρχή δύναται να ζητήση την εκτίμησιν της αξίας αυτών υπό του Σώματος των Ορκωτών Εκτιμητών, κατά τας διατάξεις του άρθρου 15 του Ν. 820/1978, επιφυλασσομένων των κειμένων περί τελωνειακών αμφισβητήσεων διατάξεων.

Την κατά την προηγουμένην παράγραφον εκτίμησιν της αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων υπό του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, δύναται να ζητήση και ο παραλήπτης προ της καταθέσεως εις την αρμοδίαν τελωνειακήν αρχήν της σχετικής δηλώσεως τελωνισμού εις ανάλωσιν

Αι διατυπώσεις και η διαδικασία εφαρμογής της παρούσης παραγράφου καθορίζονται δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.

5. Η δαπάνη διά την διενέργειαν των κατά τας παραγράφους 2 έως και 4 του παρόντος άρθρου εκτιμήσεων βαρύνει τους αιτήσαντας αυτάς και υπολογίζεται κατά τας διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Π.Δ. 279/1979. Η καταβολή της δαπάνης αυτής ενεργείται συμφώνως προς τα εν παραγράφοις 2 και 3 του αυτού άρθρου 11 οριζόμενα.

6. Εις ας περιπτώσεις το Δημόσιον προσφεύγει εις το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών, δι΄ εκτίμησιν περιουσιακών στοιχείων, απαλλάσσεται της καταβολής δαπάνης εκτιμήσεως.

Άρθρον 40
Σύνθεσις Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών – Αποδοχαί
Διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, δύνανται: α) να αυξάνωνται αι θέσεις των Ορκωτών Εκτιμητών και να ιδρυώνται θέσεις επικουρικού προσωπικού και β) να ρυθμίζωνται τα της υπηρεσιακής καταστάσεως αυτών, ως και τα θέματα ασφαλίσεως τούτων.

ΙΙ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ – ΔΩΡΕΩΝ – ΠΡΟΙΚΩΝ

Άρθρον 41
Υποχρεώσεις πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιρειών
Εις το άρθρον 108 του Ν.Δ. 118/1973 προστίθεται παράγραφος 3, έχουσα ως ακολούθως:

«3. Αι ελληνικαί ασφαλιστικαί εταιρείαι και τα εν Ελλάδι υποκαταστήματα και πρακτορεία αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών υποχρεούται όπως, ευθύς ως λάβουν γνώσιν του θανάτου του δικαιούχου της γενομένης ασφαλίσεως κοσμημάτων και λοιπών εν γένει πολυτίμων αντικειμένων, ως και των πάσης φύσεως συλλογών έργων τέχνης, νομισμάτων, γραμματοσήμων και λοιπών εν γένει αντικειμένων, κατά κινδύνων κλοπής ή πυρκαϊάς ή οιουδήποτε άλλου, αποστείλουν εις τον αρμόδιον διά την επιβολήν του κατά τον παρόντα νόμον φόρου Οικονομικόν Έφορον αντίγραφον του οικείου ασφαλιστηρίου συμβολαίου».

Άρθρον 42
Περιεχόμενον δηλώσεως κληρονομιών
Η υποπερίπτωσις 2 της περιπτώσεως γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 67 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

«2. Περί κινητών ο τόπος εις ον ταύτα κείνται κατά τον χρόνον θανάτου του κληρονομουμένου, όταν δε ταύτα είναι ησφαλισμένα, κατά κινδύνων κλοπής ή πυρκαϊάς και λοιπών κινδύνων, δέον να αναγράφωνται τα στοιχεία του σχετικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου και η εν αυτώ συμφωνηθείσα αξία

ΙΙΙ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ

Άρθρον 43
Τέλη χαρτοσήμου επί καταθέσεως ή αναλήψεως χρημάτων από εταίρους ή μετόχους προς εταιρείας
Το τέταρτον εδάφιον της περιπτώσεως γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του Προεδρικού Διατάγματος της 28ης Ιουλίου 1931 «περί Κώδικος των Νόμων περί τελών Χαρτοσήμου» ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Πάσα εν γένει εγγραφή εις τα βιβλία περί καταθέσεως ή αναλήψεως χρημάτων υπό εταίρων ή μετόχων ή άλλων προσώπων προς ή από εμπορικάς εν γένει εταιρείας ή επιχειρήσεις, ήτις δεν ανάγεται εις σύμβασιν, πράξιν κλπ., υποβληθείσαν εις τα οικεία τέλη χαρτοσήμου ή απαλλαγείσαν νομίμως των τελών τούτων, υπόκειται εις αναλογικόν τέλος χαρτοσήμου εν επί τοις εκατόν (1%). Εις ην περίπτωσιν, εκ της εγγραφής ή εξ ετέρου εγγράφου, αποδεικνύεται ότι η κατάθεσις ή ανάληψις αφορά σύμβασιν, πράξιν κλπ. υποκειμένην εις μεγαλύτερον ή μικρότερον τέλος χαρτοσήμου, οφείλεται το διά την σύμβασιν, πράξιν κλπ. προβλεπόμενον τέλος»

ΙV
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ

Άρθρον 44
Επικόλλησις ειδικού σήματος επί των αυτοκινήτων
Σημ.: όπως tο άρθρο 44 καταργήθηκε με το άρθρο 13 παρ. 5 του Ν. 1870/ 1989 (Α 250).

1. Κάτοχοι αυτοκινήτων οχημάτων πάσης κατηγορίας, εξαιρέσει των μοτοποδηλάτων, επί των οποίων επιβάλλονται τέλη κυκλοφορίας κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις, υποχρεούνται όπως εντός μηνός από της λήξεως εκάστου εξαμήνου επικολλούν επί του αλεξινέμου του αυτοκινήτου ή εν ελλείψει τούτου επί εμφανούς σημείου του προσθίου μέρους αυτού ειδικόν σήμα.

Το κατά τ΄ ανωτέρω ειδικόν σήμα θα παραδίδεται εις τους κατόχους των αυτοκινήτων, τους εξοφλούντας εκπροθέσμως τα τέλη κυκλοφορίας, επί τη καταβολή ποσού δρχ. εκατόν πεντήκοντα (150) διά τα αυτοκίνητα οχήματα και ποσού δρχ. 75 (εβδομήκοντα πέντε) διά τας μοτοσυκλέτας. Εις περίπτωσιν εμπροθέσμου καταβολής των τελών κυκλοφορίας το σήμα τούτο χορηγείται δωρεάν.

Το ειδικόν σήμα θα παραδίδεται ανά εξάμηνον επί τη εξοφλήσει των ληξιπροθέσμων τελών κυκλοφορίας και των μετ΄ αυτών συνεισπραττομένων ποσών.

2. Απαγορεύεται επί ποινή αφαιρέσεως των πινακίδων και της αδείας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων η κυκλοφορία τούτων μετά πάροδον μηνός από της λήξεως εκάστου εξαμήνου, εφ΄ όσον οι κάτοχοι αυτών δεν έχουν επικολλήσει το κατά τ΄ ανωτέρω ειδικόν σήμα.

Τα αρμόδια αστυνομικά όργανα, όταν διαπιστώνουν μετά την 31ην Ιανουαρίου ή την 31ην Ιουλίου εκάστου έτους να κυκλοφορή αυτοκίνητον όχημα ή να είναι σταθμευμένον, χωρίς να είναι επικολλημένον επί τούτου το ειδικόν σήμα, υποχρεούνται να προβαίνουν αμέσως εις την αφαίρεσιν των πινακίδων και της αδείας κυκλοφορίας.

3. Η επιστροφή των πινακίδων και της αδείας κυκλοφορίας θα γίνεται εις τους κατόχους των αυτοκινήτων μετά την πλήρη εξόφλησιν των ληξιπροθέσμων τελών κυκλοφορίας. Εις την περίπτωσιν αυτήν, εάν ο κάτοχος του αυτοκινήτου οφείλη ληξιπρόθεσμα τέλη κυκλοφορίας παρελθόντων ετών, το ποσό τούτων θα εξοφλήται προσηυξημένον διά του εκάστοτε κατά την ημερομηνίαν της καταβολής ισχύοντος ανωτάτου ορίου των προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής, ανεξαρτήτως του χρόνου καθυστερήσεως καταβολής των τελών τούτων.

4. Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζεται η ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο τύπος του ειδικού σήματος, ο τρόπος διαθέσεως αυτού, ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια διά την εφαρμογήν των οριζομένων διά του ιδίου άρθρου.

V
ΦΟΡΟΣ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ

Άρθρον 45
Υποβολή δηλώσεων

1. Ο φόρος πολυτελείας επί των εν τη ημεδαπή κατασκευαζομένων ή διασκευαζομένων ειδών των κατηγοριών Γ΄, Δ΄, Ε΄, Ζ΄, Η΄ και Θ΄ των αναφερομένων εις την απόφασιν του Υπουργού Οικονομικών υπ΄ αριθ. Μ. 1480/1945 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί φόρου επί ειδών πολυτελείας», ως αυτή ισχύει, καταβάλλεται εις το Δημόσιον υπό των υποχρέων κατασκευαστών ή διασκευαστών των ειδών τούτων διά δηλώσεως επιδιδομένης εις τον Οικον. Έφορον της έδρας της επιχειρήσεως εντός των μηνών Ιανουαρίου, Απριλίου, Ιουλίου και Οκτωβρίου εκάστου έτους και περιλαμβανούσης τα κατά το αμέσως προηγούμενον ημερολογιακόν τρίμηνον ακαθάριστα έσοδα τα υποκείμενα εις τον φόρον τούτον.

2. Πάντα τα θέματα τα αφορώντα εις την υποβολήν της δηλώσεως και καταβολήν του εν λόγω φόρου, την επαλήθευσιν των επιδοθεισών δηλώσεων, την βεβαίωσιν και είσπραξιν του φόρου τούτου, περιλαμβανομένων και των αφορώντων εις τας προσαυξήσεις, την παραγραφήν του δικαιώματος του Δημοσίου, την άσκησιν προσφυγών και ενδίκων μέσων και εν γένει εις την διαδικασίαν βεβαιώσεως του φόρου, διέπονται υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων εις την φορολογίαν κύκλου εργασιών.

3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από 1ης Ιανουαρίου 1980.

VI
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Άρθρον 46
Εξουσιοδοτικαί διατάξεις

1. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών επιτρέπεται να ρυθμίζωνται θέματα εν σχέσει με την εφαρμογήν μηχανογραφικών συστημάτων αναγομένων εις την εκκαθάρισιν, βεβαίωσιν και είσπραξιν των φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου και Τρίτων, μέσω Δημοσίων Ταμείων, Τραπεζών, Ταμιευτηρίων ή ετέρων Πιστωτικών Οργανισμών. Καθ΄ όσον αφορά εις τον φόρον εισοδήματος φυσικών προσώπων, διά Προεδρικών Διαταγμάτων επιτρέπεται να ενεργήται προβεβαίωσις του φόρου, βάσει του οφειλομένου κυρίου φόρου, προκαταβολής φόρου και λοιπών συμβεβαιουμένων ποσών βάσει της εκκαθαρίσεως της δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος του προηγουμένου οικονομικού έτους, να καθορίζηται δε ο χρόνος ενάρξεως καταβολής του προβεβαιουμένου ποσού και η καταβολή τούτου εις δόσεις ή εφ΄ άπαξ ως και το ποσοστόν της παρεχομένης εκπτώσεως επί του οφειλομένου ποσού.

2. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων επιτρέπεται να ρυθμίζωνται θέματα σχετικά με την εφαρμογήν μηχανογραφικών συστημάτων αναγομένων:

α. Εις τον τρόπο πληρωμής των μισθών και συντάξεων του Δημοσίου.

β. Εις την μηχανογράφησιν της Υπηρεσίας Συντάξεων εν σχέσει με την έκδοσιν, εκκαθάρισιν και πληρωμήν των συντάξεων, και

γ. Εις την παρακολούθησιν της εκτελέσεως του Προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων του Κράτους.

VIΙ
ΓΕΝΙΚΟΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΝ ΣΧΕΔΙΟΝ

Άρθρον 47
Καθιέρωσις του θεσμού του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου
Διά του παρόντος νόμου εισάγεται εν Ελλάδι το Γενικόν Λογιστικόν Σχέδιον (Γ.Λ.Σ.), του οποίου η έννοια και ο σκοπός ορίζονται εις το επόμενον άρθρον.

Άρθρον 48
Έννοια – Σκοπός

1. Το Γενικόν Λογιστικόν Σχέδιον αποτελεί σύστημα κανόνων ταξινομήσεως των λογιστικών μεγεθών, διά του οποίου σκοπείται η τυποποίησις των υπό των οικονομικών μονάδων της Χώρας τηρουμένων λογαριασμών, η καθ΄ ενιαίον τρόπον λειτουργία και συλλειτουργία αυτών, η βάσει παραδεδεγμένων αρχών και μεθόδων αποτίμησις των περιουσιακών στοιχείων, η σύνταξις και δημοσίευσις τυποποιημένων ισολογισμών, λογαριασμών αποτελεσμάτων και λοιπών οικονομικών καταστάσεων και ο εν γένει σχεδιασμός της λογιστικής εις εθνικήν κλίμακα.

2. Διά του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου επιδιώκεται ιδία ο καθ΄ ομοιόμορφον τρόπον λογιστικός χειρισμός των συναλλαγών, η αληθής και ομοιόμορφος απεικόνισις της οικονομικής καταστάσεως και της περιουσιακής διαρθρώσεως των οικονομικών μονάδων, η ορθή εκτίμησις της πιστοληπτικής ικανότητας αυτών, η διευκόλυνσις των μετ΄ αυτών συναλλασσομένων και του επενδυτικού κοινού εις την κατανόησιν των δημοσιευομένων ισολογισμών, λογαριασμών αποτελεσμάτων και λοιπών οικονομικών καταστάσεων, η άντλησις πάσης φύσεως αξιοπίστων πληροφοριών εννοιολογικώς τυποποιημένου περιεχομένου προς αξιοποίησιν, τόσον υπό αυτών τούτων των οικονομικών μονάδων, όσον και υπό των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών, ως και υπό των επαγγελματικών οργανώσεων, η απλούστευσις και διευκόλυνσις των πάσης φύσεως ελέγχων, η εκ της λογιστικής τυποποιήσεως αύξησις της παραγωγικότητος, η ανύψωσις της στάθμης του λογιστικού επαγγέλματος, η διευκόλυνσις της εξειδικευμένης διδασκαλίας των λογιστικών μαθημάτων εις τας μέσας και ανωτάτας σχολάς.

Άρθρον 49
Εξουσιοδοτήσεις

1. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων εντός δύο ετών από της ισχύος του παρόντος νόμου προτάσει των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου, μετά γνώμην της Ομάδος Εργασίας, της συσταθείσης δυνάμει των υπ΄ αριθ. ΕΛ. 70/21.1.1976 (ΦΕΚ 89/26.1.1976 τ.Β΄), ΕΛ. 334/23.3.1976 (ΦΕΚ 451/6.4.1976 τ.Β΄), ΕΛ. 773/26.8.1977 (ΦΕΚ 834/31.8.1977 τ.Β΄), ΕΛ. 158/6.2.1978 (ΦΕΚ 132/17.2.1978 τ.Β΄), ΕΛ 982/8.8.1978, ΛΚ. 1432/8.2.79 και ΕΛ. 586/26.6.1979 αποφάσεων του Υπουργού Συντονισμού ή ως αύτη ήθελεν ανασυγκροτηθή διά μεταγενεστέρων αποφάσεων του αυτού Υπουργού, ορίζεται το περιεχόμενον του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, ως ακολούθως:

α) Το σύνολον του περιεχομένου του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου κατανέμεται εις τρία, κεχωρισμένα αλλήλων, μέρη, εκάστου αποτελούντος ιδιαίτερον και ανεξάρτητον σύστημα λογιστικής, ήτοι:

– την Γενικήν Λογιστικήν, η οποία παρακολουθεί τας μετά των τρίτων συναλλαγάς της οικονομικής μονάδος και εμφανίζει την δομήν της περιουσιακής συγκροτήσεως, την διαχείρισιν ή εκμετάλλευσιν αυτής κατ΄ είδος εξόδων και εσόδων ως και τα αποτελέσματα εκ της δραστηριότητός της.

– την Αναλυτικήν Λογιστικήν Εκμεταλλεύσεως, η οποία παρακολουθεί την αυτήν δραστηριότητα διά κατατάξεως ή ανακατατάξεως των στοιχείων κατά προορισμόν και αποσκοπεί εις τον προσδιορισμόν του κόστους και των αναλυτικών αποτελεσμάτων.

– τους Λογαριασμούς Τάξεως οι οποίοι εμφανίζουν σημαντικάς πληροφορίας και παρέχουν χρήσιμα στατιστικά στοιχεία.

β) Δύνανται να συγχωνεύωνται και να λειτουργούν εις ένα ενιαίον σύστημα λογιστικής η Γενική Λογιστική και η Αναλυτική Λογιστική Εκμεταλλεύσεως, υπό την προϋπόθεσιν όμως ότι δεν θα αλλοιώνωνται οι κανόνες και αι αρχαί της Γενικής Λογιστικής.

γ) Εις το Σχέδιον Λογαριασμών του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου οι πρωτοβάθμιοι λογαριασμοί αυτού κατατάσσονται κατά το δεκαδικόν σύστημα εις τας ακολούθους δέκα ομάδας:

– Ομάς πρώτη (κωδικός αριθμός 1): « Πάγιον Ενεργητικόν».

Εις την πρώτην ομάδα περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί των αγαθών και αξιών, των προοριζομένων να παραμείνουν διαρκώς, υπό την αυτήν μορφήν, εντός της οικονομικής μονάδος, ως και αι δαπάναι πολυετούς αποσβέσεως και αι μακροπρόθεσμοι απαιτήσεις.

– Ομάς δευτέρα (κ.α. 2) : «Αποθέματα».

Εις την δευτέραν ομάδα περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί των αποθεμάτων, των προερχομένων εξ απογραφής ή εξ αγοράς ή εξ ιδίας παραγωγής.

– Ομάς τρίτη ( κ.α. 3) : «Απαιτήσεις και Διαθέσιμα».

Εις την τρίτην ομάδα περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί των βραχυπροθέσμων απαιτήσεων, των αξιογράφων και των διαθεσίμων.

– Ομάς τετάρτη (κ.α. 4) : «Καθαρά θέσις – Προβλέψεις – Μακροπρόθεσμοι Υποχρεώσεις».

Εις την τετάρτην ομάδα περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί της καθαράς θέσεως, των προβλέψεων και των πάσης φύσεως μακροπροθέσμων υποχρεώσεων.

– Ομάς πέμπτη (κ.α. 5): «Βραχυπρόθεσμοι Υποχρεώσεις».

Εις την πέμπτην ομάδα περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί των πάσης φύσεως βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων.

– Ομάς έκτη (κ.α. 6) : «Οργανικά Έξοδα κατ΄ Είδος».

Εις την έκτην ομάδα περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί των οργανικών εξόδων κατ΄ είδος.

-Ομάς εβδόμη (κ.α. 7) : «Οργανικά Έσοδα κατ΄ Είδος».

Εις την εβδόμην ομάδα περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί των οργανικών εσόδων κατ΄ είδος.

– Ομάς ογδόη (κ.α. 8) : «Λογαριασμοί Αποτελεσμάτων».

Εις την ογδόην ομάδα περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί της γενικής εκμεταλλεύσεως, των εκτάκτων και ανοργάνων εξόδων και εσόδων και των αποτελεσμάτων χρήσεως.

– Ομάς ενάτη (κ.α. 9): «Αναλυτική Λογιστική Εκμεταλλεύσεως».

Εις την ενάτην ομάδα περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί της Αναλυτικής Λογιστικής Εκμεταλλεύσεως, διά των οποίων προσδιορίζεται το κόστος και τα αναλυτικά αποτελέσματα της οικονομικής μονάδος.

– Ομάς δεκάτη (κ.α. 10) : «Λογαριασμοί Τάξεως».

Εις την δεκάτην ομάδα περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί τάξεως, διά των οποίων παρέχονται σημαντικαί πληροφορίαι και χρήσιμα στατιστικά στοιχεία.

2. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου, μετά γνώμην της Ομάδος Εργασίας της παρ. 1 του παρόντος, ορίζονται:

α) Το περιεχόμενον των Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων (Κ.Λ.Σ.).

β) Τα της αναθεωρήσεως ή τροποποιήσεως του ισχύοντος εκάστοτε Γενικού Λογιστικού Σχεδίου και των Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων.

3. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου, μετά γνώμην της Ομάδος Εργασίας της παρ. 1 του παρόντος, ορίζονται:

α) Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία της υπό των οικονομικών μονάδων προαιρετικής εφαρμογής του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου και των Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων.

β) Ευεργετήματα οικονομικής και διοικητικής φύσεως, ιδία απλουστεύσεις διοικητικών διαδικασιών, προτίμησις εις δημοσίους διαγωνισμούς, χρηματοδοτικαί διευκολύνσεις, απαλλαγή από ελέγχους, παρεχόμενα εις τας οικονομικάς μονάδας, αι οποίαι θα εφαρμόσουν το Γενικόν Λογιστικόν Σχέδιον και τα Κλαδικά Λογιστικά Σχέδια.

4. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου, μετά γνώμην της Ομάδος Εργασίας της παρ. 1 του παρόντος, δύνανται να ορίζωνται:

α) Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία της υποχρεωτικής, γενικής ή κατά τμήματα, εφαρμογής του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου και των Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων υπό των οικονομικών μονάδων ή κατηγοριών τούτων, εις ολόκληρον την Χώραν ή τμήματα ταύτης, καθώς και αι προϋποθέσεις υποχρεωτικής εφαρμογής των εν λόγω σχεδίων, ως και πάσα λεπτομέρεια αναφερομένη εις την εν γένει εφαρμογήν των.

β) Αι διοικητικαί κυρώσεις, αίτινες επιβάλλονται εν περιπτώσει υποχρεωτικής εφαρμογής του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου και των Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων, ιδία πρόστιμα, αφαιρέσεις αδειών λειτουργίας, διά την υπό των οικονομικών μονάδων μη εφαρμογήν τούτων, εν όλω ή εν μέρει, καθώς και διά την πλημμελή εφαρμογήν τούτων.

5. Από της θέσεως εις εφαρμογήν του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος, πάσα υφισταμένη διάταξις αντικειμένη εις τα υπ΄ αυτού ρυθμιζόμενα θέματα παύει ισχύουσα.

VIΙΙ
ΔΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΦΟΡΟΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ

Άρθρον 50
Τελωνειακά πρόσθετα τέλη και πρόστιμα

1. Επί διαφορών πέραν του 15% μεταξύ της δηλουμένης κατά τον τελωνισμόν των εισαγομένων εμπορευμάτων αξίας και της υπό της Τελωνειακής Αρχής καθοριζομένης τοιαύτης, κατά τας διατάξεις του Ν. 398/76 «περί δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων», τα κατά το άρθρον 33 του Ν. 1165/1918 «περί Τελωνειακού Κώδικος» πρόσθετα τέλη εισπράττονται εις το πενταπλάσιον.

Της κατά τ΄ ανωτέρω προσαυξήσεως των προσθέτων τελών εξαιρούνται διαφοραί αφορώσαι εις εμπορεύματα μεταχειρισμένα, δευτέρας διαλογής και μη κανονικά εν γένει εμπορεύματα.

2. Τα υπό των διατάξεων των άρθρων 90 παραγρ. 2, 3 και 4, 91, 92, 93 παρ. 1 και 2 και 94 παραγρ. 1, 2 και 3 του Νόμου 1165/1918 «περί Τελωνειακού Κώδικος» οριζόμενα πρόστιμα εις δραχμάς εικοσαπλασιάζονται.

3. Εις το άρθρον 91 του Νόμου 1165/1918 «περί Τελωνειακού Κώδικος», ως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 4, έχουσα ούτω:

«4. Επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, επιβάλλεται πρόστιμον μέχρι δραχμών 20.000 εις τον μεταφορέα παντός οχήματος, εκτελούντος οδικάς μεταφοράς, δι΄ εκάστην των κάτωθι τελωνειακών παραβάσεων:

α) Εν περιπτώσει παρεκκλίσεως αυτού εκ του καθορισθέντος υπό του τελωνείου εισόδου ή ενδιαμέσου ετέρου τελωνείου δρομολογίου του οχήματος ή μη διελεύσεώς του εκ των προκαθορισθεισών τελωνειακών αρχών, ως και μη μεταβάσεως εις το τελωνείον προορισμού εντός της καθορισθείσης προθεσμίας, πλην της δικαιολογουμένης, εκ βεβαιουμένης ανωτέρας βίας, καθυστερήσεως.

β) Εν περιπτώσει φορτώσεως ή εκφορτώσεως του οχήματος του οχήματος άνευ αδείας της τελωνειακής αρχής ή άνευ της παρουσίας των αρμοδίων τελωνειακών οργάνων.

γ) Εν περιπτώσει εκφορτώσεως εκ του οχήματος δεμάτων, δοχείων ή εμπορευμάτων εν γένει, επί πλέον ή έλαττον των αναγραφομένων εις τα συνοδευτικά του φορτίου αυτού έγγραφα, πλην της δικαιολογουμένης, εκ βεβαιουμένης ανωτέρας βίας, επί έλαττον αποβιβάσεως.

Εν προκειμένω δεν έχουν εφαρμογήν αι διατάξεις της δευτέρας περιπτώσεως της παραγρ. 4 του άρθρου 90 του ως άνω Νόμου 1165/1918.

δ) Εν περιπτώσει ρήξεως, αντικαταστάσεως, αφαιρέσεως και αλλοιώσεως των υπό των τελωνειακών αρχών επί του μεταφορικού μέσου ή των εμπορευμάτων τεθεισών μολυβδοσφραγίδων ή ετέρων σημείων αναγνωρίσεως.

ε) Κατά πάσαν περίπτωσιν παραβάσεως διατάξεων της ισχυούσης διεθνούς τελωνειακής συμβάσεως, περί διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων διά δελτίων TIR και των παραρτημάτων αυτής ή του παρόντος νόμου και των συναφών τελωνειακών κανονιστικών πράξεων διά των οποίων επιβάλλονται υποχρεώσεις εις τον μεταφορέα κατά την διά του ελληνικού εδάφους μεταφοράν εμπορευμάτων».

Άρθρον 51
Λαθρεμπορικαί Παραβάσεις

1. Η δίαταξις της περιπτ. β΄ της παραγρ. 2 του άρθρου 100 του Ν. 1165/1918 «περί Τελωνειακού Κώδικος», ως ισχύει, αντικαθίσταται ως κάτωθι:

«β. Η καθ΄ οιονδήποτε τρόπον αντικατάστασις πρώτων υλών ή άλλων ειδών παραδοθέντων με προσωρινήν ατέλειαν προς μεταποίησιν και επανεξαγωγήν δι΄ ετέρων, διαφόρου ποιότητος ή είδους, κατά την εις το εξωτερικόν επαναφοράν ή εξαγωγήν, ως και η διάθεσις εις την εσωτερικήν κατανάλωσιν, άνευ προηγουμένης εγγράφου αδείας της Τελωνειακής Αρχής και καταβολής των εις αυτά αναλογούντων δασμών και λοιπών φόρων, των ανωτέρω ειδών ή ειδών παραληφθέντων με μειωμένους δασμούς και λοιπούς φόρους».

2. Εν τέλει της παραγράφου 2 του άρθρου 100 του Ν. 1165/1918 «περί Τελωνειακού Κώδικος», ως ισχύει, προστίθεται περίπτωσις ι΄ έχουσα ούτω:

«ι. Η μη προσκόμισις εις την αρμοδίαν τελωνειακήν αρχήν προς τελωνισμόν ή προς παράδοσιν εις ελευθέραν χρήσιν, παντός αυτοκινήτου οχήματος, κινουμένου βάσει αποσπάσματος δηλωτικού ή ετέρου εγγράφου επέχοντος θέσιν αποσπάσματος δηλωτικού του τελωνείου εισόδου, εντός της καθορισθείσης υπ΄ αυτού προθεσμίας».

3. Εν τέλει της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Νόμου 1165/1918 «περί Τελωνειακού Κώδικος», ως ισχύει, προστίθεται εδάφιον τρίτον, έχον ούτω:

«Αι διατάξεις του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται και επί των περιπτώσεων παρανόμου εισαγωγής σιγαρέττων, καπνού πίππας και πούρων αλλοδαπής προελεύσεως, εφ΄ όσον η παράβασις διεπιστώθη προ της εξόδου των ειδών τούτων εκ του τελωνειακού χώρου».

Άρθρον 52
Πρόσθετα τέλη Αυτοκινήτων Ελευθέρας Χρήσεως

1. Τα κατώτατα και ανώτατα όρια των υπό των άρθρων 22 και 23 του Ν.Δ. 2637/1953 «περί εισαγωγής και κυκλοφορίας οχημάτων δυνάμει πολυπτύχων ή τριπτύχων», προβλεπομένων προσθέτων τελών, δεκαπλασιάζονται.

2. Αι διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του Ν.Δ. 2637/1953, ως αύται τροποποιούνται διά της ανωτέρω παραγράφου, εφαρμόζονται και προκειμένου περί των αυτοκινήτων των εισαγομένων βάσει του Α.Ν. 89/67 «περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιρειών», ως και του άρθρου 6 του Ν.Δ. 36/68 «περί θεσπίσεως δασμολογικών τινών απαλλαγών και διευκολύνσεων και ρυθμίσεως ενίων τελωνειακών θεμάτων».

3. Αι αυταί ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και επί των επιβατικών αυτοκινήτων των εισαγομένων και κυκλοφορούντων υπό το καθεστώς της ελευθέρας χρήσεως, βάσει οιασδήποτε ετέρας διατάξεως των κειμένων νόμων, παρεχούσης συναφείς δασμολογικάς διευκολύνσεις, εφ΄ όσον εν αυτοίς δεν ορίζονται άλλως.

Άρθρον 53
Αναπροσαρμογή τόκου εκτελωνισμού πρώτων υλών αραλαμβανομένων επί προσωρινή ατελεία
Το άρθρον 3ον του Ν. ΒΡΝΗ/ 1893 «περί προσωρινής ατελείας πρώτων υλών επί εξαγωγή αυτών μεταποιημένων εις βιομηχανικά προϊόντα» αντικαθίσταται, ως κάτωθι:

«Άρθρον 3ον

Οι ζητούντες την κατά τα ανωτέρω προσωρινήν ατελή εισαγωγήν αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν, παρέχοντες συγχρόνως και αξιόχρεων εγγύησιν, όπως πληρώσουν τους αναλογούντας δασμούς και πάντας τους λοιπούς φόρους και τέλη εισαγωγής από τους οποίους απηλλάγησαν προσωρινώς, εντόκως προς δέκα οκτώ τοις εκατόν (18%), από της ημέρας της εισαγωγής, αν εντός χρονικού διαστήματος οριζομένου δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, δεν αποστείλουν εις το εξωτερικόν ή δεν αποταμιεύσουν, υπό διαμετακόμισιν, τα υλικά άτινα παρέλαβον, μεταποιημένα εις προϊόντα της βιομηχανίας των».

Άρθρον 54
Δικαιώματα χρήσεως αλλοδαπών σχεδίων, σημάτων κλπ

1. Είδη παραγόμενα εις το εσωτερικόν της χώρας επί τη βάσει αλλοδαπών σχεδίων, υποδειγμάτων, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, αδειών αναπαραγωγής κλπ., διά τα οποία καταβάλλονται δικαιώματα χρήσεως, τελούν υπό ειδικήν τελωνειακήν παρακολούθησιν, σκοπούσαν εις την διαπίστωσιν της υπαγωγής αυτών εις τους αναλογούντας δασμούς και φόρους.

2. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται αι προϋποθέσεις και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου.

ΙX
ΥΠΕΡΤΙΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟΤΙΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

Άρθρον 55
Τρόπος εξευρέσεως – Φορολογία – Κυρώσεις

1. Οσάκις μεταξύ ημεδαπών επιχειρήσεων ή μεταξύ αλλοδαπής και ημεδαπής επιχειρήσεως συνάπτονται συμβάσεις αγοραπωλησίας ή παροχής υπηρεσιών, κατά τας συμβάσεις δε ταύτας, το τίμημα ή αντάλλαγμα ορίζεται εις ποσόν αδικαιολογήτως ανώτερον ή κατώτερον, κατά περίπτωσιν, εκείνου όπερ θα επραγματοποιείτο εάν η σύμβασις εγένετο μετ΄ άλλου προσώπου κατά τας εν τη αγορά κρατούσας συνθήκας κατά τον χρόνον καταρτίσεως των συμβάσεων, η εντεύθεν προκύπτουσα διαφορά θεωρείται κατά τεκμήριον ως κέρδος της επιχειρήσεως, η οποία εισέπραξε μικρότερον ή επλήρωσε μεγαλύτερον, κατά περίπτωσιν, τίμημα ή αντάλλαγμα. Η ούτω προκύπτουσα διαφορά προσαυξάνει τα προκύπτοντα εκ των βιβλίων καθαρά κέρδη της επιχειρήσεως και δεν επηρεάζει το κύρος των τηρουμένων παρ΄ αυτής βιβλίων και στοιχείων.

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται εφ΄ όσον: α) Η ημεδαπή εταιρεία τελεί υπό τον έλεγχον της αλλοδαπής λόγω συμμετοχής της δευτέρας εις το κεφάλαιον ή την διοίκησιν της πρώτης ή β) προκειμένου περί ημεδαπών επιχειρήσεων να υφίσταται μεταξύ των σχέσις αμέσου ή εμμέσου ουσιώδους διοικητικής ή οικονομικής εξαρτήσεως ή ελέγχου.

3. Η προκύψασα διαφορά κατ΄ εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου προσαυξάνει τα εκ των βιβλίων της επιχειρήσεως προκύπτοντα ακαθάριστα έσοδα υποκείμενα εις τους προβλεπομένους υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων πάσης φύσεως φόρους καταναλώσεως, τέλη χαρτοσήμου ή άλλα τέλη, εισφοράς και κρατήσεις υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων.

4. Εις βάρος της επιχειρήσεως ήτις εμπίπτει εις τας διατάξεις του παρόντος άρθρου επιβάλλεται, εκτός των κυρώσεων των προβλεπομένων υπό των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων και πρόστιμον καθοριζόμενον εις ποσοστόν δέκα επί τοις εκατόν (10%) επί της διαφοράς της προκυπτούσης κατά τας διατάξεις του παρόντος.

5. Κατά των καθ΄ ων επιβάλλεται το πρόστιμον της προηγουμένης παραγράφου ασκείται και ποινική δίωξις, επιβαλλομένης εν τοιαύτη περιπτώσει υπό του αρμοδίου Δικαστηρίου ποινής φυλακίσεως μέχρις εξ (6) μηνών.

Η κατά το προηγούμενον εδάφιον ποινική δίωξις ενεργείται επί τη εγκλήσει του Οικον. Εφόρου προς τον Εισαγγελέα των Πλημμελειοδικών, εις την περιφέρειαν του οποίου υπάγεται η Οικον. Εφορία.

Αι ποιναί της παρούσης παραγράφου επιβάλλονται:

α) επί ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών εις τους διευθύνοντας συμβούλους, εντεταλμένους ή συμπράττοντας συμβούλους και διευθυντάς και εν γένει εις παν πρόσωπον εντεταλμένον είτε αμέσως εκ του νόμου είτε εξ ιδιωτικής βουλήσεως ή δικαστικής αποφάσεως εις την διεύθυνσιν αυτών.

β) επί ομορρύθμων ή ετερορρύθμων ή περιωρισμένης ευθύνης εταιρειών ή συνεταιρισμών, εις τους διαχειριστάς αυτών και

γ) επί των αλλοδαπών επιχειρήσεων εν γένει εις τους εν Ελλάδι διευθυντάς ή αντιπροσώπους ή πράκτορας αυτών.

6. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και διά τον προσδιορισμόν του εν Ελλάδι προκύπτοντος κέρδους υπέρ αλλοδαπής εταιρείας ή οργανισμού μέσω μονίμου εν αυτή εγκαταστάσεως κατά την έννοιαν του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3843/1958, οσάκις επιβάλλονται εις το εν Ελλάδι κατάστημα, πρακτορείον κλπ. όροι εμπορικής ή οικονομικής συνεργασίας καταφανώς επαχθέστεροι εκείνων, οίτινες θα συνωμολογούντο εάν η συναλλαγή εγένετο μετά τρίτων με αποτέλεσμα να επέρχηται μετάθεσις του κέρδους εις την αλλοδαπήν. Εν τη περιπτώσει ταύτη το εν λόγω ποσόν κέρδους θεωρείται ως προκύψαν εν Ελλάδι.

7. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται εάν το συνομολογούμενον τίμημα έχη καθορισθή διά συμβάσεως, κεκυρωμένης διά νόμου, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της αλλοδαπής εταιρείας.

Επίσης αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται εάν αποδειχθή υπό των συμβαλλομένων επιχειρήσεων ότι η υπερτιμολόγησις ή υποτιμολόγησις δεν εγένετο προς αποφυγήν καταβολής των αμέσων ή εμμέσων φόρων. Εν περιπτώσει αμφισφητήσεως τούτου υπό του Οικονομικού Εφόρου, η διαφορά αυτή δύναται να επιλύεται κατά την διαδικασίαν την οριζομένην υπό του άρθρου 3 του Ν. 820/1978.

8. Αι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3843/1958 καταργούνται από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου.

X
ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΕΠΙ ΜΗ ΔΗΛΟΥΝΤΩΝ ΤΑ ΣΚΑΦΗ ΑΝΑΨΥΧΗΣ

Άρθρον 56
Απαγορεύσεις
Απαγορεύεται η καταχώρησις εν τω νηολογίω ή εν τω λεμβολογίω, κατά περίπτωσιν, πράξεων μεταβιβάσεως ή υποθηκεύσεως των αναφερομένων εν τη περιπτώσει Δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν. 820/1978 σκαφών αναψυχής, άνευ προσαρμογής βεβαιώσεως του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου ότι έχουν δηλωθή υπό του κυρίου ή κατόχου αυτών εις την υποβαλλομένην υπό τούτου δήλωσιν φορολογίας εισοδήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑΙ ΔΙΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Ι
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Άρθρον 57
Υποβολή δηλώσεων υπό εταιρειών και κοινοπραξιών

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«1. Αι ομόρρυθμοι και ετερόρρυθμοι εταιρείαι, ως και κοινοπραξίαι τεχνικών έργων, πλην των κοινοπραξιών εις ας συμμετέχουν μόνον ανώνυμοι εταιρείαι, αι οποίαι τηρούν βιβλία πρώτης ή δευτέρας κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, υποχρεούνται όπως καθ΄ έκαστον έτος υποβάλλουν εις τον Οικονομικόν Έφορον της έδρας των δήλωσιν περί των αποτελεσμάτων, τα οποία προέκυψαν κατά την λήξασαν διαχειριστικήν περίοδον και της κατανομής των κερδών ή ζημιών μεταξύ των εταίρων ή μελών της κοινοπραξίας, μέχρι της 25ης Φεβρουαρίου του οικείου οικονομικού έτους. Κατ΄ εξαίρεσιν η δήλωσις υποβάλλεται : α) Μέχρι της 10ης Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους εάν η εταιρέια έχη ως αντικέιμενον εργασιών την αντιπροσώπευσιν ή πρακτόρευσιν ασφαλιστικών εταιρειών ή την μεσιτείαν ασφαλειών, ως και την πρακτόρευσιν ή αντιπροσώπευσιν Τραπεζών ή εάν αύτη συμμετέχη εις εταιρείαν ή κοινοπραξίαν τηρούσαν βιβλία τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων και εφ΄ όσον η διαχειριστική περίοδος αυτής λήγει εντός των μηνών Νοεμβρίου ή Δεκεμβρίου, β) Εντός τριμήνου από της λήξεως της διαχειριστικής περιόδου, εάν η εταιρεία ή κοινοπραξία τηρή βιβλία τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων.

Εις υποβολήν της δηλώσεως ταύτης υποχρεούνται και αι εταιρείαι περιωρισμένης ευθύνης εντός μηνός από της εγκρίσεως του ισολογισμού των. Ειδικώς εις την υποβαλλομένην υπό της κοινοπραξίας τεχνικών έργων δήλωσιν αναγράφεται και το ονοματεπώνυμον και η διεύθυνσις του εκπροσώπου αυτής».

2. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρχεται από του οικον. έτους 1980.

Άρθρον 58
Παραγραφή
Η παράγραφος 1 του άρθρου 68 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«1. Η κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 52 κοινοποίησις φύλλου ελέγχου δεν δύναται να ενεργηθή μετά πάροδον πενταετίας από του τέλους του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία προς επίδοσιν δηλώσεως, μετά την παρέλευσιν της οποίας παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολήν του φόρου

Άρθρον 59
Φορολογία αλλοδαπών καπνεμπορικών επιχειρήσεων
Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Ν.Δ. 3843/1958 «περί φορολογίας εισοδήματος Νομικών Προσώπων» καταργούνται από 1 Ιανουαρίου 1980. Τα καθαρά κέρδη των αλλοδαπών επιχειρήσεων εκ της εξαγωγής εις την αλλοδαπήν καπνού εις φύλλα από 1 Ιανουαρίου 1980 και εφεξής θα προσδιορίζωνται και θα φορολογούνται βάσει των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων περί φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων.

Άρθρον 60
Κύρωσις αποφάσεων
Κυρούνται και έχουν ισχύν νόμου η αριθ. Ε. 12445 από 13 Νοεμβρίου 1979 απόφασις του Υπουργού των Οικονομικών, ως και η αριθ. Ε 830/301 από 22 Ιανουαρίου 1980 κοινή απόφασις των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου, έχουσαι ούτω:

α) Ε. 12445

Αθήναι, 13 Νοεμβρίου 1979

ΘΕΜΑ: Τρόπος διαχωρισμού των καθαρών κερδών των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην Α΄ περιοχή και πραγματοποιούν επενδύσεις στην Β΄ περιοχή, βάσει των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 849/1978, στις περιπτώσεις που δεν καθίσταται, βάσει των τηρουμένων λογαριασμών, δυνατός ο διαχωρισμός αυτών κατά περιοχή.

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 και της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 849/1978 «περί παροχής κινήτρων διά την ενίσχυσιν της περιφερειακής και οικονομικής αναπτύξεως της Χώρας».

2. Το γεγονός ότι, σε ορισμένες βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην περιοχή Α΄ και ενεργούν παραγωγικές επενδύσεις στην Β΄ περιοχή (εκτός βιομηχανικής ζώνης της ΕΤΒΑ), δεν καθίσταται δυνατός ο διαχωρισμός των καθαρών κερδών κατά περιοχή, προκειμένου να υπολογισθεί η δικαιούμενη βάσει των διατάξεων του Ν. 849/1978 αφορολόγητη κράτηση, αποφασίζουμε:

1. Επί βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην περιοχή Α΄ και έχουν εγκαταστάσεις στην περιοχή αυτή και στην περιοχή Β΄ (εκτός βιομηχανικής ζώνης της ΕΤΒΑ), για τον υπολογισμό της αφορολόγητης κρατήσεως που προβλέπεται από τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 849/1978, θα ληφθούν υπόψη μόνο τα καθαρά κέρδη τα προερχόμενα από τη βιομηχανική επεξεργασία η οποία έγινε στις εγκαταστάσεις που ευρίσκονται στην περιοχή Β΄.

Εάν δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των καθαρών κερδών της βιομηχανικής επιχειρήσεως, λόγω μη τηρήσεως ειδικών αποτελεσματικών λογαριασμών για τις εργασίες των εργοστασίων της περιοχής Β΄, ως καθαρό κέρδος της περιοχής Β΄ θα ληφθεί το γινόμενο του ποσού των ολικών καθαρών κερδών της επιχειρήσεως επί το κλάσμα που έχει αριθμητή την αξία κόστους της παραγωγής, περιλαμβανομένων και των κοστολογουμένων τακτικών αποσβέσεων, της πραγματοποιουμένης από τις εγκαταστάσεις της Β΄ περιοχής και παρονομαστή την αξία κόστους της ολικής παραγωγής της επιχειρήσεως.

2. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται για κέρδη που κτώνται οι ανωτέρω επιχειρήσεις από 1-1-1978 και εφεξής.

3. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο».

Ο Υπουργός

ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

β) Ε. 830/301

Αθήναι, 22 Ιανουαρίου 1980

ΘΕΜΑ: Περί του τρόπου υπολογισμού του μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας για την εφαρμογή της διατάξεως της παρ. 5 του άρθρου 2 του Ν. 876/1979.

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 2 του Ν. 876/1979 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων αναφερομένων εις την ανάπτυξιν της Κεφαλαιαγοράς».

2. Το γεγονός ότι κατά κανόνα η ονομαστική αξία των μετοχών των ανωνύμων εταιρειών των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο είναι πολύ μικρότερη της Χρηματιστηριακής αξίας αυτών και ότι σε κάθε περίπτωση αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου των ανωνύμων εταιρειών, μέρος μόνο της τιμής διαθέσεως της μετοχής και συγκεκριμένα το αναφερόμενο στην ονομαστική αξία αυτής φέρεται στον λογαριασμό «Μετοχικό κεφάλαιο», το δε υπόλοιπο αυτής σε ειδικό λογαριασμό αποθεματικού με τον τίτλο «Αποθεματικό της υπέρ το άρτιο εκδόσεως μετοχών», αποφασίζουμε:

1. Σε περίπτωση που ανώνυμη εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο προβαίνει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, για να τύχει του ευεργητήματος που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 2 του Ν. 876/1979, δηλαδή της μειώσεως, για τρία ή έξι έτη κατά περίπτωση, κατά πέντε (5) εκατοστιαίες μονάδες του εκάστοτε ισχύοντος συντελεστού φορολογίας εισοδήματος των διανεμομένων μερισμάτων, εγκρίνουμε όπως, κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου αυτής σε ποσοστό τουλάχιστο 30% ή 60% κατά περίπτωση, επί της καθαρής θέσεως και σε ποσό τουλάχιστο 30.000.000 δρχ. ή 60.000.000 δρχ. αντίστοιχα, στο συνολικό ποσό της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου, συνυπολογίζεται και το ποσό της αυξήσεως που μεταφέρεται σε ειδικό λογαριασμό αποθεματικού με τον τίτλο «Αποθεματικά εξ εκδόσεως μετοχών υπέρ το άρτιο».

2. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται από της ενάρξεως ισχύος του Ν. 876/1979.

3. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο.

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

Συντονισμού

Οικονομικών

Εμπορίου

Κ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ

Α. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Γ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΙΙ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ – ΔΩΡΕΩΝ – ΠΡΟΙΚΩΝ

Άρθρον 61
Περιουσία υποβαλλομένη εις φόρον

1. Εις το άρθρον 3 του Ν.Δ. 118/1973 προστίθεται παράγραφος 4, της παραγράφου 4 αυτού αριθμουμένης ως 5, έχουσα ως ακολούθως:

«4. Επί κτήσεως εξ επαχθούς αιτίας της ψιλής κυριότητος ακινήτων ή κινητών εν γένει πραγμάτων υπό τινός και της επικαρπίας αυτών υφ΄ ετέρου, θανόντος του επικαρπωτού, διά την επιβολήν του κατά τον παρόντα νόμον φόρου, θεωρείται ότι η επικαρπία περιήλθεν εις τον ψιλόν κύριον παρά του επικαρπωτού αιτία θανάτου (ή τίτλω κληροδοσίας).

Επί μεταβιβάσεως εξ επαχθούς αιτίας της ψιλής κυριότητος ακινήτων ή κινητών εν γένει πραγμάτων και παρακρατήσεως της επικαρπίας αυτών υπό του μεταβιβάζοντος, θανόντος αυτού, διά την επιβολήν του κατά τον παρόντα νόμον φόρου, θεωρείται ότι η επικαρπία περιήλθεν εις τον ψιλόν κύριον παρά του επικαρπωτού αιτία θανάτου (ή τίτλω κληροδοσίας).

Διά την επιβολήν του φόρου εις τας ανωτέρω περιπτώσεις, η αξία της επικαρπίας προσδιορίζεται εις ποσοστόν της κατά τον χρόνον θανάτου του επικαρπωτού αξίας της πλήρους κυριότητος, αναλόγως της ηλικίας του εις ον περιέρχεται αύτη, κατά τα εν παραγράφω 4 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου οριζόμενα».

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται επί των υποθέσεων, δι΄ας η εξ επαχθούς αιτίας κτήσις της ψιλής κυριότητος των ακινήτων ή κινητών, εγένετο μετά την έναρξιν ισχύος του παρόντος.

Άρθρον 62
Αξία επίπλων και λοιπών κινητών
Το δεύτερον εδάφιον της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

«Εις τα έπιπλα δεν περιλαμβάνονται τα κοσμήματα και λοιπά εν γένει πολύτιμα αντικείμενα, ως και αι πάσης φύσεως συλλογαί έργων τέχνης, νομισμάτων, γραμματοσήμων και λοιπών εν γένει αντικειμένων, ο προσδιορισμός της αξίας των οποίων ενεργείται ιδιαιτέρως, κατά τας διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Εις περίπτωσιν καθ΄ ην ταύτα είναι ησφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαϊάς και λοιπών κινδύνων, η αξία των δεν δύναται να είναι κατωτέρα της εν τω ασφαλιστηρίω συμβολαίω αναγεγραμμένης».

Άρθρον 63
Φορολογία ψιλής κυριότητος

1. Εις την παράγρφον 5 του άρθρου 16 του Ν.Δ. 118/1973 προστίθεται περίπτωσις (ε), έχουσα ως ακολούθως:

«ε) Όταν ο ψιλός κύριος, εις την υπό του άρθρου 61 προβλεπομένην δήλωσιν, περιλάβη και αίτημα περί αμέσου φορολογίας της ψιλής κυριότητος. Εις την περίπτωσιν αυτήν, η δήλωσις δέον να υποβληθή εντός των υπό των άρθρων 62 και 64 οριζομένων προθεσμιών, αι οποίαι, ως προς τα αίτημα της αμέσου φορολογήσεως, τυγχάνουν ανατρεπτικαί».

2. Το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 6 του άρθρου 16 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«6. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και όταν τα αντικέιμενα της αιτία θανάτου κτήσεως είναι μετοχαί, ομολογίαι ή άλλοι τίτλοι κινητών αξιών, χρηματικά ποσά ή απαιτήσεις και εν γένει κινητά υπό τας ακολούθους προϋποθέσεις».

3. Η διάταξις της περιπτώσεως (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

«δ) Κατά τον χρόνον της συνενώσεως της επικαρπίας μετά της ψιλής κυριότητος όταν αντικείμενον της δωρεάς είναι η ψιλή κυριότης, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του παρόντος.

Προκειμένης εφαρμογής της διατάξεως της περιπτώσεως (ε) της παραγράφου 5 του άρθρου 16 επί δωρεάς, το αίτημα του ψιλού κυρίου καταχωρίζεται εις την υπό του άρθρου 85 προβλεπομένην δήλωσιν. Εις την περίπτωσιν ταύτην η δήλωσις υποβάλλεται εντός της υπό του άρθρου 86 οριζομένης προθεσμίας, η οποία ως προς το αίτημα της αμέσου φορολογήσεως τυγχάνει ανατρεπτική και ο φόρος υπολογίζεται επί της αξίας της ψιλής κυριότητος, εξευρισκομένης κατά τα εν άρθροις 15 και 16 οριζόμενα και μη δυναμένης, εν πάση περιπτώσει, να είναι κατωτέρας της αξίας της προκυπτούσης εν περιπτώσει ισοβίου παρακρατήσεως της επικαρπίας».

4. Εις την παράγραφον 1 του άρθρου 54 του Ν.Δ. 118/1973 προστίθεται δεύτερον εδάφιον, έχον ως ακολούθως:

«Προκειμένης εφαρμογής της διατάξεως της περιπτώσεως (ε) της παραγράφου 5 του άρθρου 16 επί προικός, εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των δευτέρας και τρίτης περιόδων της περιπτώσεως (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 40».

5. Αι διά του άρθρου 33 του Ν. 12/1975 καταργηθείσαι διατάξεις του Ν.Δ. 118/1973, αίτινες επεφύλασσον την εφαρμογήν ή παρέπεμπον εις την εφαρμογήν της καταργηθείσης ωσαύτως διατάξεως της περιπτώσεως (ε) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 16, επαναφέρονται εν ισχύι και εφ΄ εξής αναφέρονται εις την διάταξιν, περί ης η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου.

6. Επί υποθέσεων κληρονομιών, δωρεών και προικών, δι΄ ας έχει αναβληθή η φορολογία της ψιλής κυριότητος, ο ψιλός κύριος δύναται, εντός προθεσμίας εξ (6) μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, να αιτήσηται παρά του Οικον. Εφόρου την άμεσον φορολόγησιν της ψιλής κυριότητος. Εν τη περιπτώσει ταύτη, χρόνος γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως θεωρείται ο χρόνος υποβολής της αιτήσεως. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, εφ΄ άπξ εκδιδομένης, η ανωτέρω εξάμηνος προθεσμία δύναται να παραταθή μέχρις εξ (6) εισέτι μήνας.

Άρθρον 64
Ακύρωσις ή τροποποίησις οριστικών πράξεων του Οικον. Εφόρου
Το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

«1. Πράξεις του οικονομικού εφόρου καταστάσαι οριστικαί λόγω μη ασκήσεως προσφυγής ή πράξεις εξωδίκου λύσεως φορολογικών διαφορών, ως επίσης και φορολογικαί εγγραφαί, δι΄ ας δεν εξεδόθη πράξις κατά τα εν παραγράφω 2 του άρθρου 76 οριζόμενα, δύνανται να τροποποιηθούν ή ακυρωθούν κατά περίπτωσιν, διά τους ακολούθους λόγους

Άρθρον 65
Παραγραφή δικαιώματος επιβολής φόρου και προστίμου

1. Αι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 102 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίστανται, ως ακολούθως:

«4. Κατά τας περιπτώσεις των εδαφίων α΄, β΄ και γ΄ της προηγουμένης παραγράφου 3, η κοινοποίησις πράξεως του οικονομικού εφόρου δύναται να γίνη εντός έτους από της ακυρώσεως της προγενεστέρας πράξεως ή από της εκδόσεως της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου ή από της υποβολής της δηλώσεως του υποχρέου, κατά δε την περίπτωσιν του εδαφίου δ΄, εντός έτους από της αμετακλήτου σχετικής αποφάσεως.

5. Το δικίωμα του Δημοσίου προς επιβολήν και είσπραξιν των κατά τας διατάξεις του παρόντος φόρων επί υποθέσεων εφ΄ ων η φορολογική υποχρώσις εγεννήθη μέχρι 31-12-1954, λογίζεται παραγεγραμμένον.

Επί των αυτών υποθέσεων δεν απαιτείται το υπό των άρθρων 105 έως και 112 προβλεπόμενον πιστοποιητικόν του Οικονομικού Εφόρου και του Δημοσίου Ταμείου, αντ΄ αυτού δε δύναται να προσκομίζηται: α) προκειμένου περί κτήσεων αιτία θανάτου, ληξιαρχική πράξις θανάτου εξ΄ ης να προκύπτη ότι ο θάνατος του κληρονομηθέντος ή δωρητού αιτία θανάτου επήλθε μέχρι της 31 Δεκεμβρίου 1954, ως και υπεύθυνος δήλωσις του υποχρέου ότι δεν συντρέχει περίπτωσις μεταθέσεως του χρόνου γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως, β) προκειμένου δε περί δωρεών εν ζωή και προικών, αντίγραφα του οικείου συμβολαίου του συνταχθέντος μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1954 ή βεβαίωσις του συντάξαντος το συμβόλαιον συμβολαιογράφου, ότι τούτο συνετάχθη μέχρι της 31 Δεκεμβρίου 1954 και δεν συντρέχει περίπτωσις μεταθέσεως του χρόνου γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως».

2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 102 του Ν.Δ. 118/73 καταργείται.

Άρθρον 66
Υποχρεώσεις Αρχών
Εις την παράγραφον 2 του άρθρου 106 του Ν.Δ. 118/1973 προστίθεται εδάφιον τρίτον, έχον ως ακολούθως:

«Ανασταλείσης της προόδου της δίκης, λόγω μη προσαγωγής υπό του υποχρέου του κατά τα άνω πιστοποιητικού, πας νομίμως μετέχων της δίκης δύναται να υποβάλη εις τον αρμόδιον Οικον. Έφορον, κεκυρωμένον αντίγραφον του εισαγωγικού δικογράφου και εν συνεχεία προσάγων την υπό του Οικονομικού Εφόρου χορηγουμένην περί της τοιαύτης ενεργείας του βεβαίωσιν, να επισπεύση την συζήτησιν της υποθέσεως

ΙΙΙ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Άρθρον 67

1. Απαγορεύεται οιαδήποτε ενεργεία ενώπιον των Πολιτικών Δικαστηρίων επί αγωγής ή αιτήσεως ή παντός ενδίκου μέσου, αφορώντων ακίνητον ή εμπράγματον επ΄ αυτού δικαίωμα, άνευ επιδόσεως αντιγράφου της αγωγής ή της αιτήσεως, μερίμνη οιουδήποτε διαδίκου, εις τον αρμόδιον διά την φορολογίαν ακινήτου περιουσίας Οικονομικόν Έφορον του κατ΄ άρθρον 3 υποκειμένου εις φόρον διαδίκου.

Εάν ο διάδικος ούτος είναι αγνώστου διαμονής η επίδοσις γίνεται εις τον εκ της τοποθεσίας του ακινήτου αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον. Εάν οι υποκείμενοι εις φόρον διάδικοι είναι πλείονες, η επίδοσις γίνεται εις τον αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον ενός τούτων.

2. Δεν απαιτείται νέα επίδοσις διά τα επόμενα στάδια της δίκης μέχρις εκδόσεως αμετακλήτου αποφάσεως, ούτε διά τα επόμενα οικονομικά έτη.

3. Η κατά την παράγραφον 1 του παρόντος υποχρέωσις δεν υφίσταται επί δικών διεξαγομένων ενώπιον του Ειρηνοδικείου ή κατά την διαδικασίαν των ασφαλιστικών μέτρων ή την εκουσίαν δικαιοδοσίαν ή επί δικών, αι οποίαι αφορούν αναπροσαρμογήν μισθώματος, απόδοσιν μισθίου ή διαφοράς κατ΄ άρθρον 17 παράγραφος 2 Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας μεταξύ ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων εκ της σχέσεως της κατ΄ όροφον ιδιοκτησίας και μεταξύ διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ΄ ορόφους και ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων, ως και επί δικών αφορωσών αναγκαστικάς απαλλοτριώσεις ακινήτων διά δημοσίαν ωφέλειαν.

4. Το Δικαστήριον διατάσσει την μέχρι της κατά την πρώτην παράγραφον επιδόσεως αναστολήν της δίκης. Την δίκην δύναται να επισπεύση πας διάδικος προβαίνων εις την επίδοσιν ταύτην»

5. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου δεν ισχύουν επί εκκρεμών δικών εις ας, καθ΄ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας, προσήχθη εις το Δικαστήριον πιστοποιητικόν του Οικονομικού Εφόρου περί υποβολής εις αυτόν θετικής ή αρνητικής δηλώσεως φόρου ακινήτου περιουσίας, συμφώνως προς τας προϊσχυσάσας διατάξεις.

6. Δίκαι των οποίων η πρόοδος ανεστάλη, κατ΄ εφαρμογήν των προϊσχυσασών διατάξεων, δύνανται να συνεχισθούν, τηρουμένης της υποχρεώσεως της πρώτης παραγράφου.

7. Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από την πρώτην ημέραν του μεθεπομένου ημερολογιακού μηνός από της δημοσιεύσεως διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του παρόντος.

Άρθρον 68
Απαλλαγαί
Η παράγραφος 12 του άρθρου 5 του Νόμου 11/1975, ως αντικατεστάθη υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 37 του Ν. 542/1977, αντικαθίσταται και αύθις, αφ΄ ης ίσχυσεν, ως ακολούθως:

«12. Οι Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί δια τα ανήκοντα εις τούτους ακίνητα τα προοριζόμενα προς διανομήν εις τα μέλη των ή την εξυπηρέτησιν των καταστατικών αυτών σκοπών, επί επτά έτη, εφ΄ όσον διανείμουν ταύτα εντός της προθεσμίας ταύτης».

ΙV
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Άρθρον 69
Υπολογισμός φόρου – προεκτίμησις – απαλλαγαί

1. Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν. 634/1977 «περί καταργήσεως του Ειδικού Ταμείου Εποικισμού, θεσπίσεως απαλλαγής εκ του φόρου μεταβιβάσεως γεωργικών ή κτηνοτροφικών εκτάσεων, ρυθμίσεως θεμάτων αρμοδιότητος Υπουργείου Γεωργίας και άλλων τινών διατάξεων» παρατείνεται από της λήξεως της μέχρι 31-12-1980.

2. Η υπό του άρθρου 8 παράγραφος 2 του Α.Ν. 1521/1950, ως ισχύει, προβλεπομένη διαδικασία προσωρινής εκτιμήσεως των μεταβιβαζομένων ακινήτων δεν έχει εφαρμογήν επί μεταβιβάσεως ακινήτων υπό συνεταιρισμών μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος προς τα μέλη των, οσάκις αυτή απαλλάσεται κατά νόμον του φόρου.

3. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 231/1975 εφαρμόζονται, υπό τας εν αυταίς τιθεμένας προϋποθέσεις και επί ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης, διαλυομένων εντός εξ (6) μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.

Άρθρον 70
Καταβολή φόρου

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8 του Α.Ν. 1521/1950 «περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων», ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«3. Ο βαρυνόμενος κατά τας διατάξεις του παρόντος διά του φόρου επί της τυχόν υπαρχούσης διαφοράς μεταξύ αγοραίας αξίας και τιμήματος του μεταβιβαζομένου ακινήτου, δύναται, εντός διμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της ημερομηνίας παραλαβής της δηλώσεως, να επιδώση συμπληρωματικήν δήλωσιν φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, σύμφωνον προς την υπό του Οικον. Εφόρου προσδιορισθείσαν αξίαν και να καταβάλη ταυτοχρόνως το ήμισυ του αναλογούντος επ΄ αυτής φόρου, άνευ προσθέτου τοιούτου ή προστίμου. Το υπόλοιπον ήμισυ του φόρου τούτου βεβαιούται αμέσως και εισπράττεται εντός του επομένου από της βεβαιώσεως μηνός.

Εις την περίπτωσιν ταύτην και υπό τον όρον ότι άπαντα τα εν τη δηλώσει προβλεπόμενα στοιχεία τυγχάνουν ειλικρινή, η μεταβίβασις περατούται οριστικώς ως ειλικρινής».

2. Υποθέσεις φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, διά τας οποίας η δήλωσις υπεβλήθη κατά το χρονικόν διάστημα από 1 Ιανουαρίου 1978 έως και 31 Ιανουαρίου 1980, εκκρεμούσαι κατά την δημοσίευσιν του παρόντος νόμου ενώπιον των φορολογικών Αρχών προς έλεγχον, δύναται να περαιωθούν οριστικώς δι΄ υποβολής υπό του αγοραστού συμπληρωματικής δηλώσεως, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξ (6) μηνών, εις τον αρμόδιον Οικον. Έφορον, δι΄ ης θα αποδέχεται την υπό τούτου προσωρινώς προσδιορισθείσαν αγοραίαν αξίαν, καταβάλλων ταυτοχρόνως το ήμισυ του αναλογούντος φόρου επί της διαφοράς μεταξύ προεκτιμήσεως και δηλωθέντος τιμήματος, άνευ επιβολής προσθέτου φόρου και προστίμου. Το υπόλοιπον ήμισυ του φόρου τούτου βεβαιούται αμέσως και εισπράττεται εντός του επομένου από της βεβαιώσεως μηνός.

Εις ας περιπτώσεις δεν έχει προσδιορισθή προσωρινώς η αγοραία αξία του ακινήτου ο αρμόδιος Οικον. Έφορος προσδιορίζει αυτήν εντός της αυτής προθεσμίας των εξ (6) μηνών.

Αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζονται αναλόγως και επί υποθέσεων εκκρεμουσών εις πρώτον βαθμόν , κατά την δημοσίευσιν του παρόντος, ενώπιον των Διοικητικών Πρωτοδικείων λόγω ασκήσεως εμπροθέσμου προσφυγής, εφ΄ όσον δεν έχουν αύται συζητηθή ουσία μέχρι του χρόνου υποβολής της συμπληρωματικής δηλώσεως.

V
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ

Άρθρον 71
Καταβολή τελών δι΄ αποδεικτικών πληρωμής
Το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931 «Περί Κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου», ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Τα αναλογικά τέλη χαρτοσήμου εισπράττονται, εφ΄ όσον δεν ορίζεται άλλως εν τω παρόντι νόμω, εάν μεν δεν υπερβαίνουν το ποσόν των τριακοσίων (300) δραχμών διά χρήσεως κινητού επισήματος, εάν δε υπερβαίνουν το ποσόν των τριακοσίων (300) δραχμών, εξ ολοκλήρου δι΄ αποδεικτικού πληρωμής του Δημοσίου Ταμείου. Το αποδεικτικόν πληρωμής, μνημονεύον απαραιτήτως τα ουσιώδη στοιχεία του σημαινομένου εγγράφου, προσαρτάται εις το έγγραφον τούτο. Εις το σώμα δε του εγγράφου ή παρά πόδας αυτού αναγράφονται υπό τινός των συναλλασομένων ή, προκειμένου περί συμβολαιογραφικού εγγράφου, υπό του συντάσσοντος τούτο συμβολαιογράφου, ο αριθμός και η ημερομηνία του αποδεικτικού πληρωμής των τελών. Το αποδεικτικόν πληρωμής δέον να εκδίδεται το βραδύτερον εντός πέντε ημερών από της ημερομηνίας του σημαινομένου εγγράφου».

Άρθρον 72
Επιστροφή τελών χαρτοσήμου
Τα εδάφια α΄ και β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος αντικαθίστανται ως ακολούθως:

«α. Τέλος χαρτοσήμου οπωσδήποτε καταβληθέν δεν επιστρέφεται .

β. Εξαιρετικώς, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί παραγραφής, επιστρέφονται τα τέλη χαρτοσήμου τα καταβληθέντα δι΄ αποδεικτικού πληρωμής του Δημοσίου Ταμείου, εφ΄ όσον δεν εγένετο η υπό του νόμου προβλεπομένη χρήσις του εκδοθέντος αποδεικτικού πληρωμής ή εφ΄ όσον αποδεδειγμένως το ποσόν του τέλους κατεβλήθη εν όλω ή εν μέρει αχρεωστήτως. Ομοίως επιστρέφονται και τα καθ΄ οιονδήποτε τρόπον καταβληθέντα τέλη χαρτοσήμου, εφ΄ όσον εκδοθή απόφασις διοικητικού δικαστηρίου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, διατάσσουσα την επιστροφήν».

Άρθρον 73
Απόδοσις τέλους χαρτοσήμου επί εισοδημάτων εξ εκμισθώσεως γαιών
Η περίπτωσις θ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«θ΄ Αι διατάξεις των περιπτώσεων α΄ έως και η΄ της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και επί εισοδημάτων εξ εκμισθώσεως γαιών».

Άρθρον 74
Τέλη χαρτοσήμου επί καταστατικών εταιρειών
Μεταξύ του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος, προστίθεται εδάφιον, έχον ως ακολούθως:

«Το κατά τ΄ ανωτέρω οφειλόμενον τέλος επί των καταστατικών δεν δύναται εν πάση περιπτώσει να είναι κατώτερον των χιλίων (1.000) δραχμών».

Άρθρον 75
Τέλη χαρτοσήμου επί πράξεων παρατάσεως εταιρειών
Το επιβαλλόμενον κατά τας διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος τέλος χαρτοσήμου δύο επί τοις εκατόν (2%) επί των πράξεων παρατάσεως των εταιρειών, υπολογίζεται, κατά την αληθή αυτών, των υφισταμένων κατά τον χρόνον της παρατάσεως.

Άρθρον 76
Τέλη χαρτοσήμου επί καθαρών κερδών εταιρειών κλπ

1. Το πρώτον και δεύτερον εδάφιον της περιπτώσεως γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Εις τέλος εν επί τοις εκατόν (1%) υπόκεινται, από του ημερολογιακού έτους 1974 και εφεξής, τα εκ των βιβλίων και στοιχείων προκύπτοντα καθαρά κέρδη των ομορρύθμων, ετερορρύθμων και περιωρισμένης ευθύνης εταιρειών, ως και των κερδοσκοπικών συνεταιρισμών και κοινοπραξιών. Το ως άνω τέλος, εις ας περιπτώσεις υφίσταται υποχρέωσις υποβολής της υπό της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955 προβλεπομένης δηλώσεως, καταβάλλεται εφ΄ άπαξ διά της εν λόγω δηλώσεως και συν τη εμπροθέσμω υποβολή ταύτης. Εις ας περιπτώσεις δεν υφίσταται τοιαύτη υποχρέωσις, το τέλος τούτο καταβάλλεται εντός τριμήνου από της λήξεως της διαχειριστικής περιόδου, ανεξαρτήτως της κατηγορίας των τηρουμένων βιβλίων.

Το κατά το προηγούμενον εδάφιον τέλος οφείλεται και οσάκις δεν τηρούνται βιβλία και στοιχεία ή εκ των τηρουμένων δεν προκύπτουν τα καθαρά κέρδη ή τα προκύπτοντα τυγχάνουν αναληθή ή προσδιορίζονται κατ΄ ειδικόν τρόπον. Εν τη περιπτώσει ταύτη το τέλος τούτο υπολογίζεται λαμβανομένων υπ΄ όψιν των καθαρών κερδών, ως ταύτα προσδιορίζονται διά την επιβολήν του φόρου εισοδήματος».

2. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρχεται από του οικον. έτους 1980.

Άρθρον 77
Τέλη χαρτοσήμου επί «Σχεδίων – Εκθέσεων – Μελετών» Μηχανικών κ.λ.π.

1. Εις το υπό τον τίτλον «Σχέδια – Εκθέσεις – Μελέται» Β΄ μέρος του άρθρου 23 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος, προστίθεται παράγραφος 3, έχουσα ως ακολούθως:

«3. Κατ΄ εξαίρεσιν των υπό των προηγουμένων παραγράφων οριζομένων, επί των σχεδίων, προϋπολογισμών και πάσης φύσεως εκθέσεων και μελετών, ως και των αντιγράφων αυτών, των υποβαλλομένων εις την αρμοδίαν πολεοδομικήν αρχήν προς έκδοσιν των κατά τας κειμένας διατάξεις οικοδομικών αδειών, αντί των ανωτέρω παγίων τελών επιβάλλεται τέλος χαρτοσήμου οριζόμενον εις ποσοστόν δύο επί τοις χιλίοις (2%ο) επί του προϋπολογισμού του έργου, ως ούτος λαμβάνεται υπ΄ όψιν διά την έκδοσιν της αδείας. Το τέλος τούτο δεν δύναται να είναι κατώτερον των 500 δραχμών.

Εφ΄ όσον αι ανωτέρω οικοδομικαί άδειαι εκδίδονται διά την κατασκευήν έργων του Δημοσίου, Δήμων, Κοινοτήτων ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, το ανωτέρω ποσοστόν μειούται εις το εν τέταρτον (1/4).

Το τέλος της παρούσης παραγράφου εισπράττεται κατά τας διατάξεις του Ν. 622/1977 «περί εισπράξεως υπό του Δημοσίου Ταμείου των διά την έκδοσιν οικοδομικών αδειών καταβαλλομένων φόρων, τελών, εισφορών και κρατήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων».

2. Η παράγραφος 4 του τίτλου Α΄ του άρθρου 26 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«4. Τα υπό των υποθηκοφυλάκων εκδιδόμενα:

α) Πιστοποιητικά πάσης φύσεως δρχ. 25

β) Αντίγραφα ή αποσπάσματα πάσης φύσεως δρχ. 10».

Άρθρον 78
Υπολογισμός τελών χαρτοσήμου επί παροχής υπηρεσιών κλπ.
Αι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 15δ του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος εφαρμόζονται αναλόγως και επί των περιπτώσεων του άρθρου 15ε του αυτού ως άνω Προεδρικού Διατάγματος.

Άρθρον 79
Τροποποίησις ή ακύρωσις εγγραφής
Αι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 65 του Ν.Δ. 3323/1955, ως εκάστοτε ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και επί τελών χαρτοσήμου.

VI
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΥΚΛΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Άρθρον 80
Δήλωσις και καταβολή φόρου κύκλου εργασιών

1. Ο επί των ακαθαρίστων εσόδων των Τραπεζών, της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.) και του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (Ο.Τ.Ε.) εκάστου μηνός αναλογών φόρος κύκλου εργασιών δηλούται και καταβάλλεται εντός του επομένου από της πραγματοποιήσεώς των μηνός.

2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται επί των από 1ης Απριλίου 1980 και εφεξής πραγματοποιουμένων ακαθαρίστων εσόδων.

Άρθρον 81
Χρόνος εκπτώσεως αξίας πρώτων υλών
Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Α.Ν. 660/1937 «περί του φόρου επί του κύκλου εργασιών», ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«1. Εκ των υποκειμένων εις φόρον ακαθαρίστων εσόδων των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων εκπίπτεται η αξία της πρώτης ύλης, εφ΄ όσον αυτή τυγχάνει εκ των κατά το άρθρον 4 του παρόντος εξαιρουμένων του φόρου ειδών, ή εφ΄ όσον υπεβλήθη αποδεδειγμένως εις φόρον κύκλου εργασιών α) ως προϊόν ετέρας βιομηχανίας ή βιοτεχνίας ή β) κατά την εισαγωγήν εκ της αλλοδαπής. Εάν η πρώτη ύλη υπεβλήθη εις τον φόρον των περιπτώσεων α΄ και γ΄ του άρθρου 1 του παρόντος με μειωμένον ποσοστόν φόρου, η εκπεστέα αξία αυτής περιορίζεται κατά το αυτό ποσοστόν, εφ΄ όσον δε η πρώτη ύλη υπεβλήθη εις φόρον επί ακεραίω συντελεστή, το δε εκ ταύτης παραγόμενον προϊόν υποβάλλεται εις φόρον επί μειωμένω συντελεστή, η εκπεστέα αξία ταύτης προσαυξάνεται αναλόγως.

Η κατά τα ανωτέρω έκπτωσις της αξίας των πρώτων υλών ενεργείται, ανεξαρτήτως του χρόνου της βιομηχανοποιήσεώς των, εκ των εις φόρον υποκειμένων ακαθαρίστων εσόδων του μηνός της εισαγωγής ή αγοράς των και εν ανεπαρκεία τούτων, προς κάλυψίν των, εκ των εσόδων των αμέσως επομένων μηνών.

Αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζονται και επί εκκρεμουσών υποθέσεων ενώπιον των φορολογικών Αρχών, των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η αξία των κατά τα ανωτέρω εκπεθεισών πρώτων υλών, αι οποίαι επωλήθησαν μεταγενεστέρως ή λόγω παύσεως των εργασιών της επιχειρήσεως, εξ οιασδήποτε αιτίας, δεν εβιομηχανοποιήθησαν δια την παραγωγήν προϊόντων υποκειμένων εις φόρον κύκλου εργασιών, προστίθεται εις τα υποκείμενα εις τον φόρον τούτον ακαθάριστα έσοδα του μηνός, καθ΄ ον επωλήθησαν ή του μηνός της διακοπής των εργασιών της επιχειρήσεως».

Άρθρον 82
Έκδοσις φύλλων ελέγχου φόρου κύκλου εργασιών – Παραγραφή

1. Βάσει των αποτελεσμάτων του ενεργηθέντος ελέγχου εις την φορολογίαν κύκλου εργασιών, ο Οικον. Έφορος δύναται να εκδίδη φύλλον ελέγχου προσδιορισμού του φόρου διά χρονικήν περίοδον μεγαλυτέραν της προβλεπομένης διά την κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 8 του Α.Ν. 660/1937 «περί του φόρου επί του κύκλου εργασιών», ως ισχύει, υποβαλλομένην δήλωσιν, ήτις δεν δύναται να υπερβή τους δώδεκα (12) μήνας, μη υποχρεούμενος εις την περίπτωσιν αυτήν εις προσδιορισμόν του φόρου δι΄ έκαστον μήνα ή τρίμηνον κεχωρισμένως.

Αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζονται και επί των εκκρεμουσών κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος υποθέσεων ενώπιον των Φορολογικών Αρχών ή των Διοικητικών Δικαστηρίων εις οιονδήποτε βαθμόν και του Συμβουλίου της Επικρατείας.

2. Η κοινοποίησις φύλλου ελέγχου εις την φορολογίαν κύκλου εργασιών δύναται να ενεργηθή μετά πάροδον πενταετίας από του τέλους του επομένου έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία προς επίδοσιν της δηλώσεως, μετά την παρέλευσιν της οποίας παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολήν του φόρου τούτου, κατά τα λοιπά εφαρμοζομένων των εν τη φορολογία εισοδήματος ισχυουσών σχετικών διατάξεων.

3. Τα της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολήν του διά των διατάξεων του άρθρου 4 του Α.Ν. 156/1967 «περί ρυθμίσεως δασμολογικών και φορολογικών τινών θεμάτων κατά την εισαγωγήν εκ του εξωτερικού ενίων ειδών», του Ν.Δ. 141/1969 «περί αυξήσεως του φόρου πολυτελείας επί οινοπνευματωδών ποτών» και του Ν. 216/1975 «περί ρυθμίσεως δασμολογικών τινών και ετέρων συναφών θεμάτων», όπως ισχύουν, επιβαλλομένου φόρου επί των εν τω εσωτερικώ παραγομένων ειδών διέπονται υπό την φορολογίαν κύκλου εργασιών.

VII
ΦΟΡΟΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ

Άρθρον 83
Διαδικασία βεβαιώσεως και εισπράξεως του φόρου καταναλώσεως επί των λιπαντικών
Εις το τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 57 του Ν. 12/1975 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών συναφών διατάξεων», προστίθεται δεύτερον εδάφιον, έχον ως ακολούθως:

«Πάντα τα θέματα τα αφορώντα εις την υποβολήν της δηλώσεως και καταβολήν του εν λόγω φόρου επί των λιπαντικών των παραγομένων υπό των εγχωρίων βιομηχανιών και βιοτεχνιών, εξαιρέσει των παραγομένων υπό των εγχωρίων διϋλιστηρίων και βιομηχανικών συμπλεγμάτων, την επαλήθευσιν των επιδοθεισών δηλώσεων, την βεβαίωσιν και είσπραξιν του φόρου τούτου, περιλαμβανομένων και των αφορώντων εις τας προσαυξήσεις, την παραγραφήν του δικαιώματος του Δημοσίου, την άσκησιν προσφυγών και ενδίκων μέσων και εν γένει εις την διαδικασίαν βεβαιώσεως του φόρου, διέπονται υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων εις την φορολογίαν κύκλου εργασιών».

Άρθρον 84
Κύρωσις αποφάσεων
Κυρούνται και έχουν ισχύν νόμου η υπ΄ αριθ. Λ. 1063/1958 από 30 Ιουνίου 1979 απόφασις του Υπουργού Οικονομικών, ως και η υπ΄ αριθ. Ε1164/26/20.2.1980 κοινή απόφασις των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου, έχουσαι ως ακολούθως:

α) Αριθ. Πρωτ. Λ.1063/58/30.6.1979

ΘΕΜΑ:Περί τροποποιήσεως της αριθ. 47289/2777/1070/28.5.1977 αποφάσεως.

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις της αριθ. 47289/2777/1070/28.5.1977 αποφάσεώς μας.

2. Την ανάγκη απλουστεύσεως των σχετικών διαδικασιών διά της εξαλείψεως περιττών γραφειοκρατικών διατυπώσεων,

αποφασίζουμε:

1. Η παράγραφος 5 της αριθ. 47289/2777/1070/28.5.1977 αποφάσεως μας τροποποιείται ως εξής:

«5. Οι υπεύθυνες δηλώσεις της παραγράφου 2 θα παραμένουν στην οικεία Οικον. Εφορία, στην οποία υποβάλλονται, για τον εν καιρώ έλεγχο από αυτή της ακριβείας του περιεχομένου τους επί τη βάσει των σχετικών αντιγράφων των διασαφήσεων εξαγωγής και των δελτίων χημικής αναλύσεως που θα αποστέλλονται, αιτήσει των εξαγωγέων, για το σκοπό αυτό, από τις αρμόδιες Τελωνειακές αρχές εξαγωγής».

2. Εκκρεμείς περιπτώσεις επαληθεύσεως των στοιχείων υπευθύνων δηλώσεων θα τακτοποιηθούν, βάσει των οριζομένων με την απόφαση αυτή, από τις οικείες Οικονομικές Εφορίες.

3. Η απόφαση αυτή να κυρωθεί νομοθετικά με φροντίδα του Υπουργείου Οικονομικών.

Οι Υπουργοί

Οικονομικών

Εμπορίου

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Γ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

β) Αριθ. Πρωτ. Ε.1164/26/20.2.1980

ΘΕΜΑ: Διάθεση εγχώριας ζάχαρης για παρασκευή προϊόντων προς εξαγωγή.

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Ν. 400/1976 «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων».

2. Την απόφασή μας 152114/306/12.1.1977 «περί τρόπου διαθέσεως της εγχώριας ζάχαρης».

3. Τις διατάξεις της υπ΄ αριθ. 1185/24.1.80 αποφάσεως της Οικον. Επιτροπής «περί καταργήσεως του συστήματος διαθέσεως της εγχωρίου ζαχάρεως υπό την Ε.Β.Ζ. προς τις βιομηχανίες και βιοτεχνίες μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών, ειδών διατροφής και ζαχαρωδών προϊόντων και παρασκευής αρωματισμένων οίνων και ηδυπότων ποτών, προοριζομένων δι΄ εξαγωγήν»,

Αποφασίζουμε

Καταργούμε α) την υπ΄ αριθ. 47289/2777/1070/28.5.1977 απόφασή μας περί διαθέσεως εγχώριας ζάχαρης για παραγωγή μεταποιημένων οπωροκηπευτικών προϊόντων προς εξαγωγή, όπως τροποποιήθηκε με τις υπ΄ αριθ. 2965/1.4.1978 και την Α. 1063/30.6.1979 αποφάσεις, και β) την υπ΄ αριθ. Ε5/7012/31.1.1979 απόφαση περί διαθέσεως εγχώριας ζάχαρης στις οινοβιομηχανίες και ποτοποιεία προς παρασκευή αρωματισμένων οίνων (βερμούτ) και ηδυπότων (λικέρ) εξαχθησομένων στο εξωτερικό.

Η απόφαση αυτή, που ισχύει από 26-1-1980, να κυρωθεί νομοθετικά μερίμνη του Υπουργείου Οικονομικών.

Οι Υπουργοί

Οικονομικών

Εμπορίου

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Γ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

VIII
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΜΟΤΟΠΟΔΗΛΑΤΩΝ

Άρθρον 85
Εφ΄ άπαξ εισφορά φορτηγών αυτοκινήτων οχημάτων ιδιωτικής χρήσεως

1. Η εφ΄ άπαξ εισφορά, περί ης αι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 49/1968 «περί χορηγήσεως αδειών κυκλοφορίας φορτηγών αυτοκινήτων οχημάτων ιδιωτικής χρήσεως», ως τούτο ισχύει ( και ), ορίζεται ως κατωτέρω:

α) Φορτηγά αυτοκίνητα μετά κλειστού αμαξώματος:

αα) μικτού βάρους μέχρι 1.200 χιλιόγραμμα εις δραχμάς τεσσαράκοντα χιλιάδας (40.000).

αβ) μικτού βάρους 1.201 – 2.000 χιλιογράμμων εις δραχ. πεντήκοντα χιλιάδας (50.000).

αγ) μικτού βάρους 2.001 – 2.400 χιλιογράμμων εις δραχ. εξήκοντα χιλιάδας (60.000).

αδ) μικτού βάρους 2.401 – 4.000 χιλιογράμμων εις δραχ. εβδομήκοντα χιλιάδας (70.000).

β) Φορτηγά αυτοκίνητα μετ΄ ανοικτού αμαξώματος:

ββ) μικτού βάρους μέχρι 1.200 χιλιογράμμων εις δραχμάς είκοσι πέντε χιλιάδας (25.000).

βγ) μικτού βάρους 1.201 – 2.000 χιλιογράμμων εις δραχ. τριάκοντα χιλιάδας (30.000).

βδ) μικτού βάρους 2.001 – 2.400 χιλιογράμμων εις δραχ. τριάκοντα πέντε χιλιάδας (35.000).

βε) μικτού βάρους 2.401 – 4.000 χιλιογράμμων εις δραχμάς τεσσαράκοντα χιλιάδας (40.000).

γ) Φορτηγά αυτοκίνητα μετά κλειστού ή ανοικτού αμαξώματος μικτού βάρους άνω των 4.000 χιλιογράμμων εις δραχμάς οκτώ (8) ανά χιλιόγραμμον διά το πέραν των 4.000 χιλιογράμμων μικτόν βάρος.

δ) Φορτηγά οχήματα τρίτροχα εις δραχμάς δέκα χιλιάδας (10.000).

2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 49/1968, ως αύτη αντικατεστάθη διά του άρθρου 1 του Ν.Δ. 833/1971 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων του Ν.Δ/τος 49/1968» (), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«4. Η υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου οριζομένη εισφορά περιορίζεται εις το εν τρίτον (1/3), προκειμένου περί αυτοκινήτων ανηκόντων εις γεωργικάς, κτηνοτροφικάς, πτηνοτροφικάς, μελισσοκομικάς, σηροτροφικάς και αλιευτικάς επιχειρήσεις, ως και αυτοκινήτων εκποιουμένων υπό του Ο.Δ.Δ.Υ.».

Άρθρον 86
Τέλη κυκλοφορίας φορτηγών αυτοκινήτων οχημάτων ιδιωτικής χρήσεως και επιβατικών αυτοκινήτων ποδηλάτων (μοτοσικλεττών)

1. Τα υπό των εδαφίων α΄, γ΄, δ΄, ε΄ και θ΄ της περιπτώσεως Α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν. 2367/1953, «περί τίτλων κυριότητος, ταξινομήσεως, αδειών κυκλοφορίας και φορολογίας αυτοκινήτων», ως ισχύει, προβλεπόμενα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων ορίζονται ως ακολούθως:

– Αυτοκίνητα ποδήλατα (μοτοσυκλέτται) δίκυκλα επιβατικά και αυτοκίνητα ποδήλατα (μοτοσυκλέτται) τρίκυκλα επιβατικά ή φορτηγά, δραχμαί 250 ανά ίππον ισχύος.

– Φορτηγά αυτοκίνητα μετά μονίμου κλειστού αμαξώματος ωφελίμου φορτίου μέχρις ενός τόνου δραχμαί 430 ανά ίππον ισχύος διά τα βενζινοκίνητα και δραχμαί 860 ανά ίππον ισχύος διά τα πετρελαιοκίνητα. Προκειμένου περί των αυτοκινήτων τούτων άτινα είναι ειδικώς διασκευασμένα διά την μεταφοράν εμπορευμάτων πλανοδίων εμπόρων, τα τέλη κυκλοφορίας ορίζονται εις δραχμάς 210 ανά ίππον ισχύος.

– Φορτηγά αυτοκίνητα βενζινοκίνητα δι΄ ωφέλιμον φορτίον μέχρις ενός τόννου δραχμαί 1.530. Διά το πέραν του ενός τόννου ωφέλιμον φορτίον δραχμή 1 ανά χιλιόγραμμον.

– Φορτηγά αυτοκίνητα πετρελαιοκίνητα επί τη βάσει του ωφελίμου φορτίου κατά την ακόλουθον κλίμακα:

Κλιμάκιον ωφελίμου φορτίου εις χιλιόγραμμα
Τέλη κατά χιλιόγραμμον
1 – 1.000
δρχ. 2,30
1.001 – 2.000
« 2,80
2.001 – 4.000
« 3,40
4.000 και άνω
« 3,80
– Τα ρυμουλκά οχήματα (τρακτέρ) βενζινοκίνητα ή πετρελαιοκίνητα δραχμαί 50 ανά ίππον ισχύος.

– Αυτοκίνητα οχήματα μη δυνάμενα να καταταγούν εις τινά των ως άνω κατηγοριών δραχμαί 180 ανά ίππον ισχύος.

2. Εις το τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του νόμου 490/1976 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί ατελούς εισαγωγής ενίων ειδών υπό αναπήρων» προστίθεται η φράσις «ως και εις τους αναπήρους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι έχουν πλήρη παράλυσιν των κάτω άκρων, ή αμφοτερόπλευρον ακρωτηριασμόν αυτών, ηλικίας ανωτέρας των 18 ετών, καταργουμένης πάσης αντιθέτου διατάξεως».

3. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου άρχεται από 1ης Ιανουαρίου 1980.

Άρθρον 87
Τέλη κυκλοφορίας μοτοποδηλάτων

1. Τα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων διτρόχων και τριτρόχων και άνω ποδηλάτων μετά βοηθητικού κινητήρος (μοτοποδηλάτων), περί ων αι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Α.Ν. 236/1967 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών περί φόρων καταναλώσεως, τελών κυκλοφορίας αυτοκινήτων, μοτοποδηλάτων, φορολογίας δημοσίων θεαμάτων και άλλων τινών διατάξεων» και της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 436/1974 «περί τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων διτρόχων μετά βοηθητικού κινητήρος ποδηλάτων», ως ούτοι ισχύουν, ορίζονται εις δραχμάς πεντακοσίας (500).

2. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου άρχεται από 1ης Ιανουαρίου 1981.

Άρθρον 88
Καταβολή τελών κυκλοφορίας και συνεισπραττομένων εισφορών
Τα τέλη κυκλοφορίας και τα συνεισπραττόμενα μετ΄ αυτών τέλη σταθμεύσεως, ως και η εισφορά του άρθρου 7 του Ν. 816/1978 «περί επιβολής εισφοράς διά την αντιμετώπισιν των εκτάκτων δαπανών εκ των σεισμών εις τον Νομόν Θεσσαλονίκης, την Επαρχίαν Βισαλτίας του Νομού Σερρών και την Επαρχίαν Κιλκίς του Νομού Κιλκίς», τα οφειλόμενα διά το έτος, εντός του οποίου ταξινομούνται το πρώτον τα ιδιωτικής χρήσεως επιβατικά αυτοκίνητα οχήματα και τα αυτοκίνητα ποδήλατα (μοτοσυκλέτται) εν γένει, καταβάλλονται εφ΄ άπαξ κατά τον χρόνον ταξινομήσεώς των και βεβαιώνονται εις το ταμείον καταβολής των.

Σημ.: όπως το άρθρο 88 καταργήθηκε από 4.2.1983 με το άρθρο 38 περ.β` Ν. 1326/1983 (Α` 19).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
ΕΙΔΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρον 89
Εξόφλησις οφειλών προς το Δημόσιον δι΄ επιταγών. Έκδοσις και οπισθογράφησις επιταγών, εκδιδομένων προς πληρωμήν των οφειλών του Δημοσίου

1. Αι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 1819/51, κυρωθέντος διά του Ν. 2113/1952 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

«1. Η πληρωμή των πάσης φύσεως οφειλών προς το Δημόσιον ενεργείται υποχρεωτικώς δι΄επιταγών, αι οποίαι εκδίδονται απ΄ ευθείας εις διαταγήν της Υπηρεσίας εις ην κατά νόμον δέον να γίνη η καταβολή ή απ΄ ευθείας εις διαταγήν του Ελληνικού Δημοσίου. Αι επιταγαί αύται εκδίδονται είτε υπό των προς πληρωμήν υποχρέων (προσωπικαί επιταγαί) εις βάρος των παρ΄ ανεγνωρισμένη Τραπέζη ή τω Ταχυδρομικώ Ταμιευτηριώ ή τω Ταμείω Παρακαταθηκών και Δανείων καταθέσεων αυτών είτε υπό των εν Ελλάδι ανεγνωρισμένων Τραπεζών (Τραπεζικαί επιταγαί), είτε υπό του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, είτε τέλος υπό του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.

2. Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται: α) τα ποσά των οφειλών προς το Δημόσιον, άτινα δύνανται να καταβάλλωνται εις τα Ταμεία του Κράτους και τοις μετρητοίς, β) η διαδικασία της υπό των Δημοσίων Ταμείων εισπράξεως των επιταγών και της πιστώσεως των οφειλετών και γ) αι οφειλαί αίτινες καταβάλλονται αποκλειστικώς διά τραπεζικών επιταγών».

2. Αι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 1819/1951, κυρωθέντος διά του Ν. 2113/1952 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«1. Η πληρωμή των πάσης φύσεως οφειλών του Δημοσίου προς φυσικά ή νομικά εν γένει πρόσωπα ενεργείται υποχρεωτικώς δι΄ επιταγής εκδιδομένης υπό του ενεργούντος την πληρωμήν Δημοσίου Ταμείου επί της Τραπέζης της Ελλάδος ή του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.

2. Αι κατά τ΄ ανωτέρω εκδιδόμεναι επιταγαί δύνανται να οπισθογράφωνται μόνον εις διαταγήν ανεγνωρισμένων εν Ελλάδι Τραπεζών, συμμετεχουσών εις το παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος λειτουργούν συμψηφιστικόν γραφείον, ή του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ή του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων».

3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 321/1969, όπως συμπληρώθηκε με το Ν.Δ. 49/1973, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«3. Διά την είσπραξιν των Δημοσίων Εσόδων αντί της εκδόσεως τριπλοτύπων αποδεικτικών εισπράξεως είναι δυνατή η διάθεσις υπό των Δημοσίων Ταμείων Ειδικών Εντύπων.

Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύνανται να καθορίζεται ο τρόπος διαθέσεως των ειδικών τούτων εντύπων και υπό Νομικών Προσώπων Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου ή και υπό ιδιωτών.

Δι΄ όμοίων αποφάσεων καθορισθήσονται, ο τύπος των εντύπων τούτων, η χρονολογία ενάρξεως της κυκλοφορίας των, ο τρόπος επιστροφής των οσάκις συντρέχει τοιαύτη περίπτωσις, η στρογγυλοποίησις των διά των εντύπων πληρωτέων ποσών, ως και πάσα σχετική λεπτομέρεια».

4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 34 του Ν.Δ. 321/1969 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«2. Δεν επιτρέπεται η έκδοσις ενταλμάτων προπληρωμής επ΄ ονόματι των υπαλλήλων των Δημοσίων Ταμείων, πλην μόνον δι΄ έξοδα μετακινήσεως αυτών και δι΄ έξοδα διακινήσεως του μηχανογραφικού υλικού εισπράξεων και πληρωμών».

5. Εις το άρθρον 56 του Ν.Δ. 321/1969 προστίθεται παράγραφος 5, έχουσα ως ακολούθως:

«5. Εις τας Δημοσίας Αρχάς και τα Ν.Π.Δ.Δ. είναι δυνατή κατόπιν εγκρίσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους η σύσταση παγίων προκαταβολών παντός είδους υλικού, η οποία θα ανανεώνεται εκάστην φοράν διά της καταθέσεως ίσου ποσού εις μετρητά βάσει αποδείξεως ήτις θα χορηγήται υπό των ως άνω υπηρεσιών εις τον διαχειριστήν του υλικού του Δημοσίου Ταμείου».

6. Η παράγραφος 4 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 805/1971 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«4. Οι παραβάται υποχρεούνται, όπως καταβάλουν, αυτοπροσώπως ή δι΄ ετέρου προσώπου επί τη προσκομίσει της επιδοθείσης πράξεως, το επιβληθέν πρόστιμον εις οιονδήποτε Δημόσιον Ταμείον ή εις την αστυνομικήν αρχήν, εις ην υπηρετεί το βεβαιούν την παράβασιν αστυνομικόν όργανον, εντός προθεσμίας 10 (δέκα) ημερών από της επομένης της χρονολογίας της πράξεως βεβαιώσεως της παραβάσεως. Εν περιπτώσει δε καταβολής του προστίμου εις το Δημόσιον Ταμείον, τούτο υποχρεούται να διαβιβάση αυτεπαγγέλτως και αμελλητί προς ταύτην αντίγραφον του τριπλοτύπου εισπράξεως ή το ειδικόν έντυπον εισπράξεως του προστίμου».

Άρθρον 90
Καταβολή τελών κυκλοφορίας
Η παράγραφος 1 του άρθρου 62 του Ν. 814/1978 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«1. Τα επιβαλλόμενα εξαμηνιαία τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων και μοτοσυκλεττών και τα συμβεβαιούμενα μετ΄ αυτών τέλη σταθμεύσεως ως και εισφοραί Ν. 816/78 και υπέρ του ΤΣΑ – ΙΚΑ συνολικού ποσού άνω των δύο χιλιάδων (2.000) δραχμών, καταβάλλονται εις τρεις ίσας διμήνους δόσεις, της πρώτης τούτων καταβαλλομένης μέχρι της 25ης του δεύτερου μηνός, των δε υπολοίπων μέχρι και της 25ης του τετάρτου και έκτου μηνός εκάστου εξαμήνου.

Οσάκις τα τέλη κυκλοφορίας μετά των λοιπών συμβεβαιουμένων επιβαρύνσεων αμφοτέρων των εξαμήνων δεν υπερβαίνουν τας τέσσερας χιλιάδας (4.000) δραχμάς καταβάλλονται μέχρι την 25ην του έκτου μηνός του οικείου έτους.

Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, εφ΄ άπαξ εκδιδομένης, δύναται να παραταθή η προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσεως».

Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από 1ης Ιανουαρίου 1980.

Άρθρον 91
Ατομικαί ειδοποιήσεις
Το άρθρον 3 του Ν. 599/1977 αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

«Ατομική ειδοποίησις δύναται ν΄ αποτυπωθή άνευ αριθμού και ημερομηνίας τριπλοτύπου βεβαιώσεως επί των προς τους φορολογουμένους υπό του Μηχανογραφικού Κέντρου του Υπουργείου Οικονομικών (ΜΗ.Κ.Υ.Ο.) αποστελλομένων εκκαθαριστικών σημειωμάτων. Η τοιαύτη ατομική ειδοποίησις – εκκαθαριστικόν σημείωμα φέρει διά μηχανικού μέσου την σφραγίδα της υπηρεσίας. Η αυτή διαδικασία ακολουθείται διά τας αποτυπουμένας υπό του ΜΗ.Κ.Υ.Ο. ατομικάς ειδοποιήσεις των τελών κυκλοφορίας.

Προκειμένου περί τελών κυκλοφορίας, εισπραττομένων διά μηχανογραφικού συστήματος, η ετησία εκκαθάρισις αυτών δύναται ν΄ αποτυπούται επί της προσθίας όψεως των προς τους φορολογουμένους αποστελλομένων αρχικών μηχανογραφικών τριπλοτύπων εισπράξεως τύπου Όμικρον (Ο) και Δέλτα (Δ), η δε ατομική ειδοποίησις αποτυπούται επί της οπισθίας όψεως των τριπλοτύπων τούτων άνευ αριθμού και ημερομηνίας τριπλοτύπου βεβαιώσεως τιθεμένης διά μηχανικού μέσου της σφραγίδος της υπηρεσίας».

Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από 1.1.1980.

Άρθρον 92
Κύρωσις διαταγών της Διοικήσεως
Κυρούνται αφ΄ ότου εξεδόθησαν, κτώμεναι έκτοτε ισχύν νόμου αι υπ΄ αριθ. 47610/ΙΙΙ – 176/1.4.77, 95431/ΙΙΙ – 176/20.7.77 Ε.Π. 2503/ΙΙΙ – 45/25.8.77, 140410/Ε/ΙΙΙ-1/26.9.77, 145802/Ε/ΙΙΙ-1/6.10.77, 156630/38340/29.10.77, 173128/111-101/ΙΙΙ-1/30.11.77, 15030/38340/ΙΙΙ-1/24.2.78, 47194/2514/4.4.78 93924/25251/ΙΙΙ-1/4.7.78, ΕΜΠ. 1736/38340/ΙΙΙ-1/26.7.78, 134420/111-114/25.9.78, 31226/38340/10.3.79, 50812/37456/ΙΙΙ-1/25.4.79, 54009/Δ.Ε./ 3.5.79, 76803/111-114/19.6.79, 86444/ΙΙΙ-1/10.7.79, 161617/111-114/8.12.79, 7207/37456/111-1/17.1.80, 8102/183/17.1.80, 25009/Δ-Ε/1169/3.3.80, αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, ως και η υπ΄ αριθ. 11867/28.9.79 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Συγκοινωνιών, έχουσαι ως ακολούθως:

α΄) Αριθμ. Πρωτ. 47610/ΙΙΙ – 176/1.4.77.

Έχοντας υπόψη:

Την παρατηρηθείσα μέχρι σήμερα καθυστέρηση αποστολής στους φορολογουμένους των εκκαθαριστικών σημειωμάτων του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. έτους 1977, αποφασίζουμε:

Ορίζουμε προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσεως τοιυ φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικον. έτους 1977, ο οποίος θα βεβαιωθεί στα Δημόσια Ταμεία μέχρι 10-4-1977 βάσει εμπροθέσμου δηλώσεως την 20-4-1977.

Η παρούσα απόφαση θα κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργός

ΕΥΑΓΓ. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ

β΄) Αριθ. Πρωτ. 95431/ΙΙΙ-176/20.7.1977

Έχοντας υπόψη:

1. Τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 4242/1962, που αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν.Δ. 328/1974, κατά την οποία, «οι οφειλέται φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων εξοφλούντες, εντός της προθεσμίας καταβολής της πρώτης δόσεως, τον επί τη βάσει εμπροθέσμου δηλώσεώς των βεβαιωθέντα φόρον, δικαιούνται εκπτώσεις ποσοστού δέκα επί τοις εκατόν (10%) επί του καταβαλλομένου ποσού».

2. Το γεγονός ότι, υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι υπόχρεοι στερούνται του ευεργετήματος αυτού από υπαιτιότητα της Υπηρεσίας, λόγω εσφαλμένης βεβαιώσεως των σχετικών χρεών και επιθυμώντας να άρουμε την άνισο μεταχείριση των εμπροθέσμως δηλούντων ως άνω οφειλετών και να παράσχουμε την ευχέρεια σ΄ αυτούς όπως τύχουν του ευεργετήματος της εκπτώσεως 10%, εφ΄ όσον καταβάλουν το σύνολο του χρέους των εντός της προθεσμίας καταβολής της πρώτης μετά την επαναβεβαίωση ληγούσης δόσεως, αποφασιζουμε:

Όπως, εν περιπτώσει εσφαλμένης βεβαιώσεως του επί τη βάσει εμπρόθεσμης δηλώσεως προκύπτοντος φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων διαγραφής και επαναβεβαιώσεως αυτού εντός του επομένου οικονομικού έτους, οι υπόχρεοι δικαιούνται της εκπτώσεως του άρθρου 9 του Ν.Δ. 4242/1962, που αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν.Δ. 328/1974, εφ΄όσον εξοφλήσουν το σύνολο του χρέους των εντός της προθεσμίας καταβολής της πρώτης μετά την επαναβεβαίωση ληγούσης δόσεως.

Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικώς.

Ο Υπουργός

ΕΥΑΓΓ. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ

γ΄) Αριθ. πρωτ. Ε.Π. 2503/ΙΙΙ – 45/25.8.1977.

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Α.Ν. 514/1968 «περί αλλοδαπών οφειλετών του Ελληνικού Δημοσίου εκ πράξεων λαθρεμπορίας».

2. Τις αιτήσεις, που έχουν υποβληθεί σε μας την 13-8-77 με το υπ΄ αριθ. Φ. 687/83/ΑΣ/10616/13.8.77 έγγραφο του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, των Πολωνών υπηκόων ARMKNECHT JAN του MARIAN και KOZLAK WLADYSLAW του FRANCISZEK (οφειλετών του Ελληνικού Δημοσίου από πολλαπλά τέλη που τους επιβλήθηκαν για πράξεις λαθρεμπορίας, στον πρώτο δρχ. 320.000 και στον δεύτερο δρχ. 190.000), για την αναχώρησή τους από την Ελλάδα μετά των κινητών περιουσιακών τους στοιχείων.

3. Τις βεβαιώσεις της Πολωνικής Πρεσβείας των Αθηνών, από τις οποίες προκύπτει, ότι οι εν λόγω αλλοδαποί οφειλέτες δεν μπορούν, λόγω οικονομικών συνθηκών, να ανταποκριθούν στην πληρωμή του ανωτέρω χρέους, αποφασίζουμε:

Εγκρίνουμε την ελεύθερη αναχώρηση από την Ελλάδα των Πολωνών υπηκόων ARMKNECHT JAN του MARIAN και KOZLAK WLADYSLAW του FRANCISZEK, που καταλογίσθηκαν για πράξεις λαθρεμπορίας με την υπ΄ αριθ. 326/1977 πράξη της Διευθύνσεως Τελωνείων Θεσσαλονίκης (ο πρώτος με δρχ. 320.000 και ο δεύτερος με δρχ. 190.000), εφ΄ όσον δεν πρέπει να εμποδισθούν προς τούτο από άλλη αιτία, και την απόδοση των κινητών περιουσιακών τους στοιχείων, τα οποία δεν έχουν δημευθεί.

Η παρούσα απόφαση να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργός

ΕΥΑΓΓ. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ

δ΄) Αριθ. Πρωτ. 140410/Ε/ΙΙΙ – 1/26.9.1977.

Έχοντας υπόψη:

1. Τη διάταξη της παρ. 3 άρθρου 30 του Κ.Ε.Δ.Ε.

2. Ότι έγινε κατάσχεση από το Δημόσιο Ταμείο Νέας Ζίχνης εις χείρας της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος επί του ΠΡΙΜ καπνού που δικαιούνται οι αμπελοκαλλιεργηταί – καπνοπαραγωγοί της Κοινότητας Ροδολείβους Σερρών για τα χρέη τους προς το Τ.Α.Π.Α.Π.

3. Το γεγονός, ότι η κατάσχεση επιβλήθηκε στο ΠΡΙΜ το οποίο σκοπό έχει την ενίσχυση των ανωτέρω αγροτών και ότι η υπηρεσία μελετά την υπό όρους απόδοση εις τους οφειλέτες των υπ΄ αυτών κατεχομένων κτημάτων της ΥΔΑΜΚ, αποφασίζουμε:

1. Αίρουμε την επιβληθείσα για κάθε οφειλέτη κατάσχεση αφού παρακρατηθεί από την Α.Τ.Ε. το 1/10 του οφειλόμενου από κάθε δικαιούχο ποσού και γίνει απόδοσή του στο Δημόσιο Ταμείο υπέρ Τ.Α.Π.Α.Π., και

2. Καθορίζουμε την καταβολή του υπολοίπου σε εννέα (9) μηνιαίες δόσεις εκ των οποίων η πρώτη πρέπει να πληρωθεί μέχρι 10 Νοεμβρίου 1977.

Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργούς

ΕΥΑΓΓ. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ

ε΄) Αριθ. Πρωτ. 145802/Ε/ΙΙΙ – 1/6.10.1977.

Έχοντας υπόψη:

1. Τη διάταξη της παρ. 3 άρθρ. 30 του Κ.Ε.Δ.Ε.

2. Ότι έγινε κατάσχεση από το Δημόσιο Ταμείο Νέας Ζίχνης εις χείρας της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος επί του ΠΡΙΜ καπνού που δικαιούνται οι αμπελοκαλλιεργηταί – καπνοπαραγωγοί της Κοινότητας Ροδολείβους Σερρών, για τα χρέη τους προς το Τ.Α.Π.Α.Π.

3. Το γεγονός, ότι η κατάσχεση επιβλήθηκε στο ΠΡΙΜ, το οποίο σκοπό έχει την ενίσχυση των ανωτέρω αγροτών και ότι η υπηρεσία μελετά την υπό όρους απόδοση εις τους οφειλέτες των υπ΄ αυτών κατεχομένων κτημάτων της ΥΔΑΜΚ, αποφασίζουμε:

1. Αίρουμε την ανωτέρω κατάσχεση και

2. Αναστέλλουμε μέχρι νεωτέρας αποφάσεώς μας την είσπραξη των υπέρ Τ.Α.Π.Α.Π. χρεών, εξαιτίας των οποίων επιβλήθηκε η κατάσχεση αυτή.

Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργούς

ΕΥΑΓΓ. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ

στ΄) Αριθ. Πρωτ. 156630/38340/29.10.1977.

Έχοντας υπόψη:

1. Τις υπ΄ αριθ. 51/27.9.74 και 54/6/14.10.74 αποφάσεως της Νομισματικής Επιτροπής όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα, με τις οποίες εγκρίθηκε η χορήγηση υπό των Τραπεζών δανείων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα των Νομών Έβρου, Ροδόπης, Ξάνθης, Δωδεκανήσου, Λέσβου, Χίου και Σάμου είτε προς εξόφληση οφειλών των σε Τράπεζες, το Δημόσιο κλπ. είτε προς κάλυψη των εις κεφάλαια κινήσεως αναγκών των επαγγελματιών ίδιων περιοχών.

2. Την υπ΄ αριθ. 178/7/6.10.77 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής με την οποία παρατάθηκε η προθεσμία ενάρξεως καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων των ανωτέρω χρεών και επιμηκύνθηκε η εξυπηρέτηση αυτών, αποφασίζουμε:

Αναστέλλουμε μέχρι νεώτερης αποφάσεώς μας την είσπραξη των ανωτέρω χρεών, τα οποία έχουν βεβαιωθεί στα Δημόσια Ταμεία.

Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργούς

ΕΥΑΓΓ. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ

ζ΄) Αριθ. Πρωτ. 173128/111 – 101/ΙΙΙ – 1/30.11.1977.

Έχοντας υπόψη:

1. Τα άρθρα 9 και 10 του Ν. 2097/1952 «περί ρυθμίσεως ειδικών τινών περιπτώσεων εφαρμογής του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων και άλλων τινών διατάξεων».

2. Την υπ΄ αριθ. 247793/1956 απόφασή μας «περί αποδεικτικού ενημερότητος των προς το Δημόσιον χρεών», όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα.

3. Την ανάγκη όπως οι πλημμυροπαθείς της 2.11.1977 της περιοχής τ. Διοικήσεως Πρωτευούσης και Ελευσίνας εισπράξουν τη χρηματική ενίσχυση, που αποφασίσθηκε να τους δοθεί, αποφασίζουμε:

Απαλλάσσουμε τους πλημμυροπαθείς της 2.11.1977 της περιοχής τα. Διοικήσεως Πρωτευούσης και Ελευσίνας από την υποχρέωση προσκομίσεως Αποδεικτικού Φορολογικής Ενημερότητας κατά την είσπραξη των χρηματικών ποσών που θα τους καταβληθούν ως οικονομική ενίσχυση.

Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργούς

Γ. ΜΠΟΥΤΟΣ

η΄) Αριθ. Πρωτ. 15030/38340/ΙΙΙ – 1/24.2.1978.

Έχοντας υπόψη:

1. Την πρόταση του κ. Υφυπουργού Γεωργίας όπως διατυπώνεται στο έγγραφό του αριθ. 461/30.1.78 σχετικά με την αναστολή λήψεως αναγκαστικών μέτρων, επί δίμηνο σε βάρος κτηνοτρόφων για την είσπραξη χρεών των προς το Δημόσιο που προέρχονται από καταπτώσεις εγγυήσεων.

2. Το γεγονός ότι το θέμα που δημιουργήθηκε ερευνάται από τις αρμόδιες υπηρεσίες για την αντιμετώπισή του, αποφασίζουμε:

Εγκρίνουμε την αναστολή λήψεως αναγκαστικών μέτρων επί δίμηνο από της εκδόσεως της παρούσης για τα χρέη των κτηνοτρόφων που προέρχονται από καταπτώσεις εγγυήσεων λόγω μη εμπρόθεσμης εξοφλήσεως δανείων, τα οποία τους χορήγησε η Α.Τ.Ε. με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργούς

Γ. ΜΠΟΥΤΟΣ

θ΄) Αριθ. Πρωτ. 47194/2514/4.4.1978.

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν.Δ. 321/69 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» όπως συμπληρώθηκαν με το Ν.Δ. 49/73 «περί αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων του Ν.Δ. 321/69».

2. Το γεγονός της καθιερώσεως ειδικού εντύπου παραβόλου για την είσπραξη των πάσης φύσεως παραβόλων και

3. Την ανάγκη καθορισμού του τύπου αποδεικτικού εισπράξεως των πάσης φύσεως παραβόλων, αποφασίζουμε:

1. Θέτουμε σε κυκλοφορία από 1ης Μαΐου 1978 εννιά (9) κλάσεις ειδικών εντύπων παραβόλων.

2. Καθορίζουμε τον τύπο του αποδεικτικού εισπράξεως των πάσης φύσεως παραβόλων, ως εξής:

Α΄. ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Τα ειδικά έντυπα παραβόλων είναι διαστάσεων 173×84 χιλ.

Β΄. ΧΑΡΤΗΣ

Ο χάρτης που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση των πιο πάνω ειδικών εντύπων παραβόλων είναι ειδικής κατασκευής και φέρει στη μάζα αυτού υδατογράφημα με στοιχεία ΥΟ.

Γ΄. ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Η εκτύπωση των ειδικών εντύπων παραβόλων όλων των κλάσεων έγινε με τη μέθοδο OFFSET.

Δ΄. ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

Τα ειδικά έντυπα παραβόλων φέρουν τις εξής παραστάσεις:

Ι. Προσθία όψη:

α. Πλαίσιο από γραμμοκόσμημα.

β. Δίχρωμο δάπεδο που αποτελείται από πλέγμα και ασφαλιστικό διακοσμητικό γραμμοκόσμημα.

γ. Στο αριστερό λευκό τμήμα και εκτός του πλαισίου υπάρχει η σειρά, ο αριθμός, το εθνόσημο, διακοσμητικό γραμμοκόσμημα και κείμενο:

Κατατέθηκε, ημερομηνία, ο προϊστάμενος της υπηρεσίας, χαρτόσημο δρχ……… υπέρ Ο.Γ.Α. κλπ.

δ. Εντός του πλαισίου υπάρχουν τα εξής κείμενα:

Ελληνική Δημοκρατία, Παράβολο, το ποσό του παραβόλου κάθε κλάσεως αριθμητικώς μέσα σε διακοσμητικό γραμμοκόσμημα και ολογράφως, καταθέτης, επώνυμο, όνομα, πατρώνυμο, κάτοικος, οδός, αριθμός, Υπηρεσία στην οποία γίνεται η κατάθεση, αιτιολογία καταθέσεως και συμπληρώνεται με τη φροντίδα και ευθύνη των ενδιαφερομένων.

ΙΙ. Οπισθία όψη:

α. Πλαίσιο από γραμμοκόσμημα που περιβάλλει δάπεδο του ιδίου χρώματος και

β. Κείμενα. Ως κατωτέρω:

ΤΙΤΛΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ……………………………………………( )

ΠΡΑΞΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ.

Να επιστραφεί στον κατθέτη το ποσό που αναγράφεται στην άλλη όψη……………………………………………………………………………………..

……………………19

Ο………………………

(Υπογραφή – Σφραγίδα)

ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΔΡΧ……………………………………………

Ο ……………………………………………………….Εισέπραξα το ποσό των δρχ. ……………………………………….(……………….) για την επιστροφή του παραβόλου που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ως ανωτέρω.

……………………..19

Για την παραλαβή

Στοιχεία Ταυτότητος

……………………….

……………………….(Υπογραφή)

ΝΑ ΠΛΗΡΩΘΟΥΝ

Δραχμές…………………………………………………

……………………..19

Ο Ελεγκτής

ΧΑΡΤΟΣΗΜΟ ΑΙΤΗΣΕΩΣ

(+) Τα στοιχεία της όψεως αυτής συμπληρώνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες και όχι από τον καταθέτη.

………………………………………………………………………………………

Η γραμμογράφηση και τα κείμενα της οπισθίας όψεως είναι ίδια για όλες τις κλάσεις των παραβόλων.

Ε΄. ΚΛΑΣΕΙΣ ΠΑΡΑΒΟΛΩΝ.

Τα ειδικά έντυπα παραβόλων διακρίνονται σε κλάσεις των δραχμών 5, 10, 20, 30, 50, 100, 200, 400 και 500.

Κάθε έντυπο παραβόλου θα διατίθεται, ανάλογα της κλάσεως ως ακολούθως:

α. Της κλάσεως των δραχμών πέντε (5), δέκα (10) και είκοσι (20) προς δραχμές πέντε (5), δέκα (10) και είκοσι (20) αντίστοιχα.

Στα παράβολα αυτά δεν υπολογίζονται τέλη χαρτοσήμου (1%) καθώς και προσαύξηση 20% υπέρ Ο.Γ.Α. λόγω ποσού.

β. Της κλάσεως των δραχμών τριάντα (30), προς δραχμές τριάντα και εξήντα λεπτά (30,60) από τις οποίες δραχμές τριάντα (30) αντιπροσωπεύουν την αξία του παραβόλου, δραχμές πενήντα λεπτά (0,50) 1% τέλος χαρτοσήμου και δραχμές δέκα λεπτά (0,10) προσαύξηση 20% υπέρ Ο.Γ.Α. επί χαρτοσήμου.

γ. Της κλάσεως των δραχμών πενήντα (50), προς δραχμές πενήντα και εξήντα λεπτά (50,60) από τις οποίες δραχμές πενήντα λεπτά (50) αντιπροσωπεύουν την αξία του παραβόλου, δραχμές πενήντα λεπτά (0,50) 1% τέλος χαρτοσήμου και δραχμές δέκα λεπτά (0,10) προσαύξηση 20% υπέρ Ο.Γ.Α. επί χαρτοσήμου.

δ. Της κλάσεως των δραχμών εκατό (100), προς δραχμές εκατό μία και είκοσι λεπτά (101,20) από τις οποίες δραχμές εκατό (100) αντιπροσωπεύουν την αξία του παραβόλου, δραχμές μία (1) 1% τέλος χαρτοσήμου και δραχμές είκοσι λεπτά (0,20) προσαύξηση 20% υπέρ Ο.Γ.Α. επί χαρτοσήμου.

ε. Της κλάσεως των δραχμών διακοσίων (200), προς δραχμές διακόσιες δύο και σαράντα λεπτά (202,40) από τις οποίες δραχμές διακόσιες (200) αντιπροσωπεύουν την αξία του παραβόλου, δραχμές δύο (2) 1% τέλος χαρτοσήμου και δραχμές σαράντα λεπτά (0,40) προσαύξηση 20% υπέρ Ο.Γ.Α. επί χαρτοσήμου.

στ. Της κλάσεως των δραχμών τετρακοσίων (400) προς δραχμές τετρακόσιες τέσσερες και ογδόντα λεπτά (404,80) από τις οποίες δραχμές τετρακόσιες (400) αντιπροσωπεύουν την αξία του παραβόλου, δραχμές τέσσερις (4) 1% τέλος χαρτοσήμου και δραχμές ογδόντα λεπτά (0,80) προσαύξηση 20% υπέρ Ο.Γ.Α. επί χαρτοσήμου.

ζ. Της κλάσεως των δραχμών πεντακοσίων (500), προς δραχμές πεντακόσιες έξι (506) από τις οποίες δραχμές πεντακόσιες (500) αντιπροσωπεύουν την αξία του παραβόλου, δραχμές πέντε (5) 1% τέλος χαρτοσήμου και δραχμή μία (1) προσαύξηση 20% υπέρ Ο.Γ.Α. επί χαρτοσήμου.

ΣΤ΄. ΑΡΙΘΜΗΣΗ

Κάθε κλάση παραβόλου θα έχει ένδειξη σειράς της εκδόσεως καθώς και αρίθμηση.

Ζ΄ . ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ

Σε περίπτωση που το πληρωτέο ποσό για παράβολο δεν είναι ακεραία δεκάδα, αλλά κλάσμα αυτής, θα στρογγυλοποιείται στο πεντάδραχμο.

Η΄. ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΚΛΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ

Σε περίπτωση που το πληρωτέο ποσό για παράβολο δεν ανταποκρίνεται σε κλάση παραβόλου, τότε αυτή επιτυγχάνεται με συνδυασμό και άλλων κλάσεων παραβόλου, αποκλειομένης της χρησιμοποιήσεως των κλάσεων των δραχμών πέντε (5), δέκα (10) και είκοσι (20) για την υποκατάσταση παραβόλων κλάσεως μεγαλυτέρας των είκοσι (20) δραχμών.

Θ΄. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΑΡΑΒΟΛΩΝ

Η διαχείριση όλων των κλάσεων του ειδικού εντύπου παραβόλου ανατίθεται στο Κ.Τ.Σ. Χάρτου, μέσω του οποίου θα εφοδιάζονται τα Δημόσια Ταμεία, για την περαιτέρω διάθεση.

Ι΄. ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ

Για την επιστροφή απαιτείται η συμπλήρωση, από την αρμόδια Υπηρεσία που έχει ή που υπήρχε πρόθεση να κατατεθεί το παράβολο, της πράξεως επιστροφής που υπάρχει στην οπίσθια όψη αυτού.

Στην πράξη επιστροφής πρέπει να τίθεται απαραίτητα εκτός από τη σφραγίδα της Υπηρεσίας και το ονοματεπώνυμο του αρμόδιου οργάνου που θα διατάσσει την επιστροφή.

Μετά τη συμπλήρωση από την αρμόδια Υπηρεσία της πράξεως επιστροφής η οπίσθια όψη του παραβόλου καθίσταται τίτλος πληρωμής κατά την έννοια του άρθρου 92 του Ν.Δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού».

Η εξόφληση του ανωτέρω τίτλου θα γίνεται από οποιοδήποτε Δημόσιο Ταμείο εισπράξεως.

Τα χαρτόσημα της αιτήσεως επιστροφής του συνόλου του παραβόλου θα επικολλώνται στη μεγαλύτερη κλάση του παραβόλου, στην περίπτωση που έγινε συνδυασμός κλάσεων παραβόλων.

Κατά την επιστροφή ποσού παραβόλου θα επιστρέφονται και το τέλος χαρτοσήμου (1%) καθώς και η προσαύξηση 20% υπέρ Ο.Γ.Α. που συνεισπράχθηκαν με αυτό.

Η λογιστική τακτοποίηση της επιστροφής θα γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Β.Δ. 757/1969.

ΙΑ΄. ΣΥΣΤΑΣΗ ΠΑΓΙΑΣ ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗΣ

Εγκρίνεται η σύσταση πάγιας προκαταβολής ειδικών εντύπων παραβόλων στα Ταμεία Εισπράξεων, Πληρωμών και Ειδικών Ταμείων (Α.Ε., Δικαστ. Εισπράξεων Αθηνών, Κληρονομιών, Ελευθερίων Επαγγελμάτων) των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.

Η απόφαση αυτή να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργούς

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΤΟΣ

ι΄) Αριθ. Πρωτ. 93924/25251/ΙΙΙ – 1/4 Ιουλίου 1978.

Έχοντας υπόψη:

1. Τις υπ΄ αριθ. 318332/1986/7.2.77 και 313702/13531/23.9.77 κοινές αποφάσεις του κ. Υπουργού Γεωργίας και ημών, με τις οποίες καθορίστηκε η μείωση του μισθώματος που είχε βεβαιωθεί σε βάρος καλλιεργητών αγροτών της τέως λίμνης Αγουλινίτσης – Κάστας, ανάλογα με τις ζημιές που έγιναν στις καλλιέργειές τους από τον μύκητα OPHIOBOLUS GRAMINIS και νηματωδών.

2. Ότι, παρόμοιες με τις ανωτέρω οφειλές έχουν βεβαιωθεί και σε βάρος αγροτών, οι οποίοι έχουν καλλιεργήσει αυθαιρέτως δημόσιες γαίες στην περιοχή της τέως λίμνης Αγουλινίτσης – Κάστας, και ότι οι καλλιέργειές τους έχουν υποστεί ζημιές από την ίδια αιτία, αποφασίζουμε:

Αναστέλλουμε την είσπραξη των βεβαιωμένων οφειλών της πιο πάνω κατηγορίας (παραγρ. 2) μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1978.

Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ια΄) Αριθ. Πρωτ. Εμπ. 1736/38340/ΙΙΙ – 1/26.7.1978

Έχοντας υπόψη:

1. Την πρόταση του κ. Υφυπουργού Γεωργίας, όπως διατυπώνεται στο έγγραφό του αριθ. ΕΜΠ. 2130/15.7.78, σχετικά με την παράταση της αναστολής λήψεως αναγκαστικών μέτρων σε βάρος κτηνοτρόφων, για την είσπραξη χρεών τους που προέρχονται από καταπτώσεις εγγυήσεων.

2. Τις αποφάσεις μας 13000/38340/111 – 1/24.2.78 και ΕΜΠ. 1435/38346/111 – 1/6.6.78 με τις οποίες είχαν δοθεί αναστολές λήψεως αναγκαστικών μέτρων για την ίδια κατηγορία οφειλετών, η τελευταία των οποίων έληξε στις 30.6.78.

3. Το γεγονός ότι το θέμα που δημιουργήθηκε, ερευνάται ακόμη από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας, για την αντιμετώπισή του, αποφασίζουμε:

Εγκρίνουμε την παράταση της αναστολής λήψεως αναγκαστικών μέτρων μέχρι 30.9.78, για τα χρέη των κτηνοτρόφων που προέρχονται από καταπτώσεις εγγυήσεων, λόγω μη εμπρόθεσμης εξοφλήσεως δανείων, τα οποία τους χορήγησε η ΑΤΕ με την εγγύση του Ελληνικού Δημοσίου.

Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ιβ΄) Αριθ. Πρωτ. 134420/111 – 114/25.9.1978.

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 5940/33 «περί κυρώσεως του από 6.7.1933 Ν.Δ. «περί παροχής φορολογικών διευκολύνσεων κλπ.».

2. Τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2097/1952, «περί ρυθμίσεως ειδικών τινών περιπτώσεων εφαρμογής του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων και άλλων τινών διατάξεων».

3. Την υπ΄ αριθ. 369030/1953 απόφασή μας, «περί αρμοδιότητος των Διευθυντών Ταμείων και Τελωνείων προς παροχήν φορολογικών διευκολύνσεων», η οποία κυρώθηκε με το αρθρ. 8 του Ν. 2858/1954.

4. Την υπ΄ αριθ. 144837/1971 απόφασή μας, που κυρώθηκε με το άρθρ. 3 του Ν.Δ. 137/1973, και η οποία τροποποίησε την ανωτέρω υπ΄ αριθ. 369030/1953 απόφαση.

5. Την υπ΄ αριθ. 11614/111 – 114/27.1.75 απόφασή μας, που τροποποίησε την ανωτέρω απόφαση και η οποία κυρώθηκε με το άρθρ. 77 του Ν. 542/1977, «περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων».

6. Το άρθρ. 232 του Π.Δ. 636/1977 «περί διαρθρώσεως του Υπουργείου Οικονομικών και Οργανισμού των Υπηρεσιών αυτού», και

7. την ανάγκη της γρηγορότερης εισπράξεως των δημοσίων εσόδων, αποφασίζουμε:

1. Τροποποιούμε την ανωτέρω υπ΄ αριθ. 11614/111 – 114/27.1.75 απόφασή μας και εξουσιοδοτούμε τους Διευθυντές των Δημοσίων Ταμείων και Τελωνείων να παρέχουν, κατά την κρίση τους και ύστερα από αίτηση των οφειλετών, διευκόλυνση βραχυχρονίου αναστολής ή τμηματικής καταβολής για τα βεβαιωμένα και βεβαιούμενα ληξιπρόθεσμα χρέη των προς το Δημόσιο, εφόσον δεν υπερβαίνουν κατά βασικό ποσό τις δραχμές τετρακόσιες χιλιάδες (400.000).

Η ανωτέρω αρμοδιότητα για τον Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου Α.Ε. Αθηνών ορίζεται μέχρι βασικού ποσού χρέους δραχμών επτακοσίων χιλιάδων (700.000).

2. Οι ως άνω διευκολύνσεις δεν μπορούν να παραταθούν πέραν του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εκδίδεται η σχετική απόφαση.

3. Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ιγ΄) Αριθ. Πρωτ. 31226/38340/10.3.1979.

Έχοντας υπόψη ότι, λόγω της μακράς αποχής των Ταχυδρομικών διανομέων από την εργασία τους, έφθασαν εκπρόθεσμα στους φορολογουμένους οι ατομικές ειδοποιήσεις που τους έστειλαν τα Δημόσια Ταμεία του Νομού Αττικής, αποφασίζουμε:

Παρατείνουμε μέχρι την 23η Μαρτίου 1979 την προθεσμία καταβολής της Α΄ δόσεως που έληξε την 10.2.1979 και την 10.3.1979 των οφειλών, οι οποίες έχουν βεβαιωθεί στα Δημόσια Ταμεία του Νομού Αττικής, υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων και καταβάλλονται εκ του νόμου σε μηνιαίες δόσεις.

Οι επόμενες μηνιαίες δόσεις θα καταβάλλονται την 10η κάθε επομένου μήνα.

Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ιδ΄) Αριθ. Πρωτ. 50812/37456/ΙΙΙ – 1/25.4.1979.

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Ν. 2367/1953 «περί τίτλων κυριότητος, ταξινομήσεως, αδειών κυκλοφορίας και φορολογίας αυτοκινήτων», όπως ισχύει, και του Ν.Δ. 3839/1958 «περί φορολογίας των πετρελαιοκινήτων αυτοκινήτων, τροποποιήσεως ενίων διατάξεων της φορολογίας των αυτοκινήτων» και του Νόμου 1910/1944 «περί προστασίας πολυτέκνων» κλπ.

2. Τις διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 814/78 «περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως φορολογικών και άλλων τινών συναφών διατάξεων».

3. Τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 816/1978 «περί επιβολής εισφοράς διά την αντιμετώπισιν των εκτάκτων δαπανών εκ σεισμών εις τον Νομόν Θεσσαλονίκης, την επαρχίαν Βισαλτίας του Νομού Σερρών και την επαρχίαν Κιλκίς του Νομού Κιλκίς», και

4. το γεγονός, ότι στους περισσότερους οφειλέτες τελών κυκλοφορίας της περιοχής τ. Δ. Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης δεν έχουν φτάσει μέχρι σήμερα τα μηχανογραφικά τριπλότυπα εισπράξεως για την πληρωμή της β΄ δόσεως των τελών κυκλοφορίας οικονομικού έτους 1979, αποφασίζουμε:

Παρατείνουμε μέχρι και την 8 Μαΐου 1979 την προθεσμία καταβολής της δεύτερης δόσεως των τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και μοτοσυκλεττών και των συμβεβαιουμένων με αυτά ποσών, που έχουν βεβαιωθεί στα Δημόσια Ταμεία της περιοχής τ. Δ. Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης.

Η παρούσα απόφαση να κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ιε΄) Αριθ. Πρωτ. 54009/Δ.Ε./3.5.1979.

Έχοντας υπόψη:

1. Το γεγονός ότι μετά την επεξεργασία και εκτύπωση των καταστάσεων υπερεισπράξεως φόρου εισοδήματος οικον. έτους 1978, εμφανίστηκαν φορολογούμενοι οι οποίοι έχουν καταβάλει με μηχανογραφικά τριπλότυπα εισπράξεως ποσά μεγαλύτερα από τα οφειλόμενα, από μία (1) δραχμή και άνω και ότι τα ποσά αυτά είναι επιστρεπτέα ως αχρεωστήτως καταβληθέντα με τη διαδικασία που καθορίσαμε με την υπ΄ αριθ. 28.801/Δ – Ε/28.2.1979 διαταγή μας.

2. Το γεγονός ότι θα ειδοποιηθούν δικαιούχοι επιστροφής φόρων να εισπράξουν ποσά μέχρι 1 δραχμ. όπως προέκυψε από τις καταστάσεις υπερεισπράξεων που έχουν σταλθεί στα Δημόσια Ταμεία.

3. Το γεγονός ότι εκ των ανωτέρω διαδικασιών θα ταλαιπωρηθούν ασκόπως και χωρίς ωφέλεια οι δικαιούχοι μικρών ποσών, οι οποίοι όπως γνωρίζουμε από άλλες περιπτώσεις, αμελούν την είσπραξη αυτών, με αποτέλεσμα να απασχολούνται μόνον οι Υπηρεσίες των Δημοσίων Ταμείων, από την παρακολούθηση των περιπτώσεων αυτών, μέχρις ότου οι σχετικοί τίτλοι πληρωμής εξοφληθούν, συμψηφιστούν ή υποπέσουν στην παραγραφή, αποφασίζουμε:

Καθορίζουμε, ότι ποσά μέχρι και είκοσι (20) δραχμών που προέρχονται από υπερείσπραξη φόρων που εισπράττονται με μηχανογραφικά τριπλότυπα εισπράξεως, δεν επιστρέφονται. Το σύνολο των ποσών που δεν επιστρέφεται σε δικαιούχους, εισάγεται με τριπλότυπο εισπράξεως στον Προϋπολογισμό του Δημοσίου με τον εκάστοτε Κ.Α. Εσόδου «Απρόβλεπτα».

Η ανωτέρω διαδικασία δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που ο δικαιούχος επιστροφής οφείλει στο Δημόσιο Ταμείο ποσό τουλάχιστο ίσο προς το επιστρεφόμενο.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ιστ΄) Αριθ. Πρωτ. 76803/111 – 114/19.6.1979.

Έχοντας υπόψη:

1) Τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 5940/33 «περί κυρώσεως του από 6.7.1933 Ν.Δ. «περί παροχής φορολογικών διευκολύνσεων κλπ.».

2) Τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2097/1952 «περί ρυθμίσεως ειδικών τινών περιπτώσεων εφαρμογής του νόμου «περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων και άλλων τινών διατάξεων».

3) Την απόφασή μας αριθ. 369030/1953 «περί αρμοδιότητος των Διευθυντών Ταμείων και Τελωνείων προς παροχήν φορολογικών διευκολύνσεων» η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 2858/1954.

4) Την απόφαση μας αριθ. 144837/1971, η οποία τροποποίησε την προηγούμενη απόφαση αριθ. 369030/1953 και κυρώθηκε με το άρθρ. 3 του Ν.Δ. 137/1973.

5) Την απόφασή μας αριθ. 11614/111 – 114/27.1.75, η οποία τροποποίησε την πιο πάνω απόφαση αριθ. 144837/1971 και κυρώθηκε με το άρθρ. 77 του Ν. 542/1977 «περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων».

6) Την απόφασή μας αριθ. 135071/111 – 114/25.9.78, η οποία τροποποίησε την πιο πάνω απόφαση αριθ. 11614/111 – 114/27.1.75.

7) Το άρθρ. 232 του Π.Δ. 636/1977 «περί διαρθρώσεως του Υπουργείου Οικονομικών και Οργανισμού Υπηρεσιών αυτού» και

8) την ανάγκην της ταχύτερης εισπράξεως των δημοσίων εσόδων, αποφασίζουμε:

1. Τροποποιούμε την ανωτέρω απόφασή μας αριθ. 134420/111 – 114/25.9.78 και εξουσιοδοτούμε τους Διευθυντές των Δημοσίων Ταμείων και Τελωνείων να παρέχουν, κατά την κρίση τους και ύστερα από αίτηση των οφειλετών, διευκολύνσεις βραχυχρόνιας αναστολής ή τμηματικής καταβολής για τα χρέη τους, που είναι βεβαιωμένα ή πρόκειται να βεβαιωθούν, εφόσον το σύνολο του βασικού χρέους δεν υπερβαίνει τις 800.000 δραχμές.

2. Οι πιο πάτω παρεχόμενες διευκολύνσεις δεν μπορούν να παρατείνονται πέρα από το οικονομικό έτος, εντός του οποίου εκδίδονται οι σχετικές αποφάσεις.

3. Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ιζ΄) Αριθ. Πρωτ. 86444/ΙΙΙ – 1/10.7.1979.

Έχοντας υπ΄ όψει ότι λογω της απεργίας των Τραπεζοϋπαλλήλων δημιουργείται αδυναμία διά την εμπρόθεσμον πληρωμήν των χρεών προς το Δημόσιον εκ μέρους μεγάλου αριθμού φορολογουμένων, αποφασίζουμε:

1. Αι προθεσμίαι καταβολής χρεών προς το Δημόσιον ή τρίτους, τα οποία εισπράττονται υπό των Δημοσίων Ταμείων, είτε πρόκειται περί βεβαιωμένων είτε περί αποδιδομένων συν τη δηλώσει χρεών, αι οποίαι έληξαν από 4ης έως και 10ης Ιουλίου 1979, παρατείνονται μέχρι και της 16ης Ιουλίου 1979.

2. Όσοι εκ των οφειλετών του Δημοσίου εκχωρήσουν προς αυτό μέχρι και της 16ης Ιουλίου 1979 εκ των καταθέσεων τας οποίας έχουν εις Τράπεζαν, ποσόν οφειλόμενον προς το Δημόσιον ή Τρίτους, το οποίον εισπράττεται διά των Δημοσίων Ταμείων, λογίζονται ως καταβαλόντες εμπροθέσμως κατά το εκχωρηθέν ποσόν την οφειλήν αυτών, διά χρέη βεβαιωμένα ή αποδιδόμενα συν τη δηλώσει, εφ΄ όσον η ημερομηνία καταβολής έληξεν από της 4ης έως της 10ης Ιουλίου 1979.

Η ανωτέρω εκχώρησις απαλλάσσεται των τελών χαρτοσήμου, και είναι δυνατόν η περί αυτής σχετική δήλωσις να κατατεθή εις το αρμόδιον Δημόσιον Ταμείον ή εις Ταχυδρομικόν Ταμιευτήριον ή εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων.

Η παρούσα να κυρωθή διά νόμου.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ιη΄) Αριθ. Πρωτ. 161617/111 – 114/8.12.1979.

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΘΕΜΑ: « Περί αρμοδιότητος των Διευθυντών των Δημοσίων Ταμείων, Τελωνείων, των Επιτροπών άρθρου 15 Ν. 3200/55 και άρθρου 17 Ν. 5940/33, για την παροχή φορολογικών διευκολύνσεων».

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 5940/33 «περί κυρώσεως του από 6.7.1933 Ν.Δ. «περί παροχής φορολογικών διευκολύνσεων κλπ.».

2. Τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2097/52 «περί ρυθμίσεως ειδικών τινών περιπτώσεων εφαρμογής του νόμου «περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων και άλλων τινών διατάξεων».

3. Την απόφασή μας αριθμός 369030/53 «περί εξουσιοδοτήσεως των Διευθυντών των Ταμείων και Τελωνείων, για την παροχή φορολογικών διευκολύνσεων», η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 2858/54.

4. Την απόφαση μας αριθμός 144837/71 «περί τροποποιήσεως της ανωτέρω αποφάσεώς μας», η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 137/1973.

5. Την απόφασή μας αριθμός 11614/111 – 114/27.1.75 «περί τροποποιήσεως της αποφάσεώς μας αριθμός 144837/1971», η οποία κυρώθηκε με το άρθρον 77 του Ν. 542/77.

6. Την απόφασή μας αριθμός 76803/111 – 114/19.6.1979 «περί αρμοδιότητας των Διευθυντών των Δημοσίων Ταμείων και Τελωνείων για την παροχή διευκολύνσεων».

7. Το άρθρο 232 του Π.Δ. 636/1977 «περί διαρθρώσεως του Υπουργείου Οικονομικών και Οργανισμού των Υπηρεσιών αυτού» και

8. την ανάγκην ταχύτερης εισπράξεως των δημοσίων εσόδων, αποφασίζουμε:

Τροποποιούμε την απόφασή μας αριθμός 76803/111 – 114/19.6.1979, ως ακολούθως:

1ον) Εξουσιοδοτούμε τους Διευθυντές των Δημοσίων Ταμείων και Τελωνείων να παρέχουν κατά την κρίση τους και ύστερα από αίτηση των οφειλετών, διευκολύνσεις βραχυχρονίου αναστολής ή τμηματικής καταβολής, για χρέη τους που είναι βεβαιωμένα ή πρόκειται να βεβαιωθούν, το βασικό ποσό των οποίων δεν υπερβαίνει το 1.500.000 δραχμές.

2ον) Οι Επιτροπές του άρθρου 15 του Ν. 3200/55 που εδρεύουν στις κατά τόπους Νομαρχίες, θα παρέχουν διευκολύνσεις βραχυχρονίου αναστολής ή τμηματικής καταβολής, για χρέη βασικού ποσού άνω του 1.500.000 δραχμών και μέχρι 2.000.000 δραχμών και

3ον) η Επιτροπή του άρθρου 17 του Ν. 5940/33 θα παρέχει διευκολύνσεις βραχυχρονίου αναστολής ή τμηματικής καταβολής, για χρέη βασικού ποσού άνω των 2.000.000 δραχμών.

Σημειώνουμε ότι, οι ανωτέρω διευκολύνσεις δεν μπορούν να παραταθούν πέραν του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εκδίδονται οι σχετικές αποφάσεις.

Η παρούσα να κυρωθεί νομοθετικά.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ιθ΄) Αριθ. Πρωτ. 7207/37456/111 – 1/17.1.1980.

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΘΕΜΑ: «Καταβολή τελών Κυκλοφορίας».

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 62 του Ν. 814/1978 «περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων», με την οποία ορίζεται ότι, αν τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων μαζί με τις λοιπές επιβαρύνσεις δεν υπερβαίνουν το ποσό των δρχ. 3.000, καταβάλλονται μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου.

2. Την ανάγκη αυξήσεως του ποσού των δρχ. 3.000 για να μη αποκλειστούν από την ανωτέρω ρύθμιση οι μικρές οφειλές από τέλη Κυκλοφορίας, οι οποίες μετά την επιβολή της εισφοράς επί των αυτοκινήτων του Ν. 816/1978 υπερβαίνουν το ποσό των δρχ. 3.000.

3. Την ανάγκη μεταβολής της υποχρεώσεως καταβολής των τελών κυκλοφορίας της κατηγορίας αυτής από το τέλος του α΄ εξαμήνου την 25η Ιουνίου, για να παρασχεθεί η δυντότητα στη Μηχανογραφική Υπηρεσία να αποστέλλει κάθε δίμηνο, μετά την 25η Ιουνίου και μέχρι της 25ης Δεκεμβρίου κάθε έτους, μηχανογραφικά τριπλότυπα εισπράξεως στους φορολογουμένους, που δεν θα έχουν εξοφλήσει τα ανωτέρω τέλη κυκλοφορίας, αποφασίζουμε:

Όπως, μέχρι νομοθετικής ρυθμίσεως, σε περίπτωση που τα τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων και μοτοσυκλεττών και των δύο εξαμήνων μαζί με τα συμβεβαιούμενα ποσά δεν υπερβαίνουν το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) δραχμών, καταβάλλονται μέχρι την 25ην Ιουνίου, αν δε υπερβαίνουν το ποσό τούτο καταβάλλονται σύμφωνα με τη ρύθμιση του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 άρθρου 62 του Ν. 814/1978 (ήτοι την 25/2, 25/4, 25/ 6, 25/8, 25/10 και 25/12 του οικείου οικον. έτους).

Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

κ΄) Αριθ. Πρωτ. 8102/183/17.1.1980.

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΘΕΜΑ:Δημιουργία λογαριασμού του Δημοσίου στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών πληρωμής υποχρεώσεων του Δημοσίου.

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Α.Ν. 1819/1951 «περί τρόπου διεξαγωγής των πάσης φύσεως συναλλαγών του Δημοσίου».

2. Τις διατάξεις του Α.Ν. 1500/50 «περί ρυθμίσεως των εκτός δημοσίας ληψοδοσίας ειδικών λογ/σμών κλπ.» όπως κυρώθηκε και συμπληρώθηκε από το Νόμο 1646/51.

3. Τις διατάξεις του Ν.Δ. 321/69 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού».

4. Την ανάγκη δημιουργίας στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ατόκου τρεχουμένου λογ/σμού του Δημοσίου για την ομαλή και απρόσκοπτο διεξαγωγή των πληρωμών του Δημοσίου σε περιτώσεις εκτάκτων γεγονότων, αποφασίζουμε:

1. Δημιουργούμε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το λογ/σμό με τίτλο «Ε.Δ.-Τρεχούμενος Λογ/σμός πληρωμής υποχρεώσεων του Δημοσίου», ο οποίος θα κινείται ως ακολούθως:

Θα πιστούται με τα ποσά που θα μεταφέρονται με εντολή μας από το λογ/σμό του Δημοσίου που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος με τίτλο «Ε.Δ. – Συγκέντρωσις Εισπράξεων και Πληρωμών», τα οποία θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την πληρωμή υποχρεώσεων του Δημοσίου, οι οποίες συνεπεία εκτάκτων γεγονότων δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν κατά τη συνήθη διαδικασία.

Η χρέωση του δημιουργουμένου λογ/σμού του Δημοσίου θα γίνεται από το Κεντρικό Κατάστημα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων βάσει των εκδιδομένων επιταγών από τα Δημόσια Ταμεία οι οποίες θα εξοφλούνται από το Κεντρικό Κατάστημα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και τα Υποκαταστήματα αυτού.

Αντίγραφα κινήσεως του ανωτέρω λογ/σμού κατά Ταμείο θα στέλνονται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στην 6η Δ/νση του Γ.Λ.Κ. για την συμφωνία του λογαριασμού.

Το τυχόν αδιάθετο υπόλοιπο από το ποσό που θα μεταφέρεται εκάστοτε, συνεπεία των εκτάκτων αναγκών στο λογ/σμό του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, θα επιστρέφεται στο λογ/σμό του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδος με την μέριμνα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ύστερα από εντολή της 6ης Δ/νσεως του Γ.Λ.Κ.

Εάν κατά την εκκαθάριση εκάστης μεταφοράς για την ανωτέρω αιτία προκύπτει χρεωστικό άνοιγμα υπέρ του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων τούτο θα καλύπτεται εκ των υστέρων, με συμπληρωματική μεταφορά από το λογαριασμό του Δημοσίου κατόπιν ιδιαιτέρας εντολής μας προς την Τράπεζα της Ελλάδος.

2. Δημιουργούμε στη δημόσια ληψοδοσία το λογ/σμό «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων – Τρεχούμενος Λογ/σμός πληρωμής υποχρεώσεων του Δημοσίου» με αριθμό Κώδικος 552 της ομάδος 103 «Τρεχούμενοι λογ/σμοί». Ο Λογαριασμός αυτός θα χρεούται από το Ταμείο Υπολόγου Συμψηφισμών βάσει της αναγγελίας της Τραπέζης Ελλάδος περί πιστώσεως του αναφερομένου στην παρ. 1 της παρούσης λογ/σμού και θα πιστούται υπό των Δημοσίων Ταμείων διά της εκδόσεως γραμματίου εισπράξεως τοις μετρητοίς υπό τον λογ/σμό αυτό έναντι των εκδιδομένων επιταγών πληρωμής των υποχρεώσεων του Δημοσίου λόγω εκτάκτων αναγκών.

3. Τα Δημόσια Ταμεία, των οποίων οι εισπράξεις – δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των τρεχουσών πληρωμών τους, θα χρηματοεφοδιάζονται από το πλησιέστερο Δημόσιο Ταμείο διά της εκδόσεως γραμματίου εισπράξεως υπό τον λογ/σμό «Κίνησις Κεφαλαίων Ταμίαι».

4. Για τις ανωτέρω έκτακτες περιπτώσεις είναι δυνατόν η πληρωμή των οφειλών του Δημοσίου ανεξαρτήτως ύψους αυτών, να γίνεται με επιταγή που θα εκδίδεται από το αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο και επί του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, σε βάρος του ανωτέρω λογ/σμού.

Οι επιταγές αυτές δεν μεταβιβάζονται με οπισθογράφηση σε κανένα πρόσωπο.

Η κατάρτιση των επιταγών αυτών θα γίνεται από τον αρμόδιο Ελεγκτή του Δημοσίου Ταμείου, ο οποίος θα τις υπογράφει και στη συνέχεια θα υπογράφονται από τον Δ/ντή του Δημοσίου Ταμείου, ο οποίος θα θέτει τη σφραγίδα της υπηρεσίας και θα προσυπογράφονται από το διαχ/στη. Κάτω των υπογραφών των οργάνων τούτων θα τίθεται η ατομική σφραγίδα των. Σε περίπτωση απουσίας των οι επιταγές αυτές θα υπογράφονται από τους νομίμους αναπληρωτές των.

Στην εξοφλητική απόδειξη ή στην εξοφλητική πράξη που γίνεται επί του τίτλου πληρωμής, πρέπει απαραιτήτως να γίνεται μνεία της εξοφλήσεως, με την επιταγή, καθώς και του αριθμού και του ποσού αυτής.

Οι επιταγές που θα εκδίδονται κατά την ανωτέρω διαδικασία θα εξοφλούνται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και μετά την παρέλευση της εκτάκτου ανάγκης. Κατά τα λοιπά ισχύουν αι διατάξεις, της υπ΄ αριθ. 78069/1952 αποφάσεώς μας που ρυθμίζουν τας πληρωμάς του Δημοσίου με επιταγές και εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τη ρύθμιση της παρούσης παραγράφου.

5. Οι Δ/ντές των Ταμείων Πληρωμών Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης θα στείλουν δείγματα των υπογραφών τους των ελεγκτών και των διαχ/στών και των νομίμων αναπληρωτών τους, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων προς εξασφάλιση της γνησιότητας των επιταγών τούτων.

6. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με Νόμο.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

κα΄) Αριθ. Πρωτ. 25009/Δ – Ε/1169/3.3.1980.

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΘΕΜΑ: Αύξηση ποσού που συμψηφίζεται στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων με επιστρεφόμενο από το Δημόσιο ποσό.

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Την υπ΄ αριθ. Ε. 2380/28.2.1979 ΠΟΛ 43 απόφασή μας, με την οποία καθιερώθηκε ότι το χρεωστικό υπόλοιπο που οφείλεται βάσει αρχικής δηλώσεως φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, συμψηφίζεατι οίκοθεν από την Διεύθυνση Μηχανογραφήσεως με το τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθάριση της δηλώσεως.

2. Την ανάγκη απλοποιήσεως και βελτιώσεως της διαδικασίας που καθορίσαμε με την πιο πάνω απόφασή μας.

3. Τις δυνατότητες επεκτάσεως των μηχανογραφικών διαδικασιών του Μηχανογραφικού Κέντρου του Υπουργείου μας.

Α π ο φ α σ ί ζ ο υ μ ε :

1. Καθορίζουμε, ότι το πιστωτικό ποσό των 10.000 δραχ., που καθορίστηκε από την παρ. (α) του άρθρου 1 της υπ΄ αριθ. Ε. 2380/28.2.79 αποφάσεώς μας, ότι συμψηφίζεται με το χρεωστικό ποσό, αυξάνεται σε 20.000 δραχ.

2. Κατά τα λοιπά ισχύουν όλες οι προϋποθέσεις και διαδικασίες που καθορίστηκαν με την πιο πάνω σχετική απόφασή μας.

3. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να κυρωθεί με νόμο, ισχύει δε από το οικονομικό έτος 1980.

Ο Υπουργός

ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

κβ΄) Αριθ. Πρωτ. 11867/28.9.79.

«Περί διακινήσεως ταχυδρομικών ενσήμων».

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν.Δ. 496/1970 «περί οργανώσεως και λειτουργίας των Ταχυδρομείων» και του Π.Δ/τος 277/75, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 6 του Ν. 4581/1930 «περί ταχυδρομικής ανταποκρίσεως», όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 4 του Ν. 6245/1934, καθώς και του άρθρου 126 του Β.Δ/τος 757/69.

2. Την κοινή απόφαση μας αριθ. 76/55/70, όπως τροποποιήθηκε με τη 203600/8.5.71 ομοία.

3. Την κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Συγκοινωνιών αριθ. Θ. 32223/5422/77 «περί μεταβιβάσεως αρμοδιοτήτων του Υπουργού Συγκοινωνιών εις τον Υφυπουργόν του αυτού Υπουργείου».

4. Την εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών αριθ. 93921/4767/4.7.78 και

5. Τις επί του θέματος απόψεις των ΕΛΤΑ, όπως διατυπώθηκαν με τα έγγραφα των αριθ. 66525/14.7.79 και 82450/219/9.8.79, αποφασίζουμε:

Καταργούμε τις κοινές αποφάσεις μας αριθ. 76/55/1970 και 203600/71 και εγκρίνουμε την από 1ης Οκτωβρίου 1978 διακοπή της μεσολαβήσεως του Κεντρικού Ταμείου Σφραγιστού Χάρτου και των Δημοσίων Ταμείων στη διακίνηση των ταχυδρομικών ενσήμων και την από την ανωτέρω χρονολογία ανάληψη του έργου αυτού αποκλειστικά από τον Οργανισμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΕΛ-ΤΑ).

Με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου των ΕΛΤΑ ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την εκτύπωση των ταχυδρομικών ενσήμων, καθώς και με την καταστροφή των κακεκτύπων, εφθαρμένων και αδιαθέτων μετά τη διακοπή της πωλήσεώς τους.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ο Υπουργός Οικονομικών

Ο Υφυπουργός Συγκοινωνιών

Α. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΟΥΤΣΙΟΣ

Άρθρον 93

1. Αι παρ. 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 4, 2 του άρθρου 6, 3 του άρθρου 7 και το άρθρον 10 του διά του Ν.Δ. 355/1974 κυρωθέντος Οργανισμού του ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΜΠΟΔΟΣΑΚΗ, αντικαθίστανται ως ακολούθως:

«Άρθρον 4 Διοικητικόν Συμβούλιον

1. Το Ίδρυμα διοικείται υπό Διοικητικού Συμβουλίου απαρτιζομένου εξ εννέα μελών.

2. `Απαντα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος προέρχονται υποχρεωτικώς εκ των διατελούντων ή διατελεσάντων ανωτάτων ή ανωτέρων στελεχών των υπό του ιδρύματος αμέσως ή εμμέσως ελεγχομένων Εταιρειών ή και των Εταιρειών εις τας οποίας διαθέτει τούτο αμέσως ή μέσω ελεγχομένης υπό αυτού Εταιρείας ικανήν συμμετοχήν.

3. Εν περιπτώσει θανάτου, παρατήσεως εξ οιουδήποτε λόγου, εκπτώσεως ή αποχωρήσεως του Προέδρου του Διοικ. Συμβουλίου, τούτο συνέρχεται εκτάκτως εντός εβδομάδος από της επελεύσεως του ρηθέντος γεγονότος καλούμενον υπό του αντιπροέδρου, εφ΄ όσον έχει ορισθή τοιούτος, άλλως υπό του αρχαιοτέρου και πρεσβυτέρου των συμβούλων, διά την εκλογήν νέου Προέδρου, μεταξύ των μελών του.

4. Η αντικατάστασις αποβιούντος, παραιτουμένου, εκπίπτοντος ή εξ οιουδήποτε λόγου αποχωρούντος μέλους του Διοικ. Συμβουλίου, ενεργείται εντός δεκαημέρου από της επελεύσεως του γεγονότος υπό των εναπομεινάντων μελών αυτού δι΄ αποφάσεώς των λαμβανομένης κατά πλειοψηφίαν. Το νέον μέλος υποχρεωτικώς προέρχεται εκ των εν παρ. 2 του παρόντος άρθρου προσώπων και εχόντων πολυετή ευδόκιμον υπηρεσίαν εις τας ως άνω Εταιρείας.

Η θητεία των ούτως εκλεγομένων από της ισχύος του παρόντος μελών του Διοικ. Συμβουλίου είναι τριετής, δυναμένη να ανανεούται μόνον διά τα εν ενεργεία ανώτατα ή ανώτερα ως άνω στελέχη κατά την λήξιν εκάστης τριετίας δι΄ αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβανομένης κατά πλειοψηφίαν, μη υπολογιζομένης της ψήφου του εξερχομένου μέλους.

Η ως άνω απόφασις κοινοποιείται εις το Υπουργείον Οικονομικών, μη απαιτουμένης εγκρίσεως τινός.

5. Εις τας συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου ισχύει η αρχή της ισοτιμίας των μελών αυτού, επιφυλασσομένης της διατάξεως της παραγράφου 4 του άρθρου 7.

6. Η συμμετοχή εις το Διοικητικόν Συμβούλιον του Ιδρύματος δεν είναι ασυμβίβαστος προς την ιδιότητα Προέδρου, Διευθύνοντος Συμβούλου, απλού Συμβούλου Διοικητικού Συμβουλίου ή και ανωτάτου ή ανωτέρου στελέχους των υπό του Ιδρύματος αμέσως ή εμμέσως ελεγχομένων Εταιρειών ή Εταιρειών εις τας οποίας το Ίδρυμα διαθέτει αμέσως ή μέσω ελεγχομένης υπ΄ αυτού Εταιρείας ικανήν συμμετοχήν.

Η πλήρωσις πάντως των κενουμένων θέσεων Συμβούλων του Ιδρύματος γίνεται μόνον εκ των εχόντων τα εν τη ανωτέρω παρ. 4 προσόντα.

Άρθρον 6 Αρμοδιότης και Εξουσία Προέδρου – Εκπροσώπησις Ιδρύματος

2. Το ΄Ιδρυμα εκπροσωπείται ενώπιον παντός Δικαστηρίου, έναντι πάσης Δημοσίας ή ετέρας Αρχής και έναντι παντός τρίτου υπό του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου. Το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται δι΄ αποφάσεώς του: α) να ορίση εν των μελών του ως αναπληρωτήν του Προέδρου διά την ενάσκησιν των αρμοδιοτήτων και εξουσιών αυτού, εις περίπτωσιν κωλύματος ή απουσίας του, β) να παρέχη εις εν ή πλείονα μέλη αυτού ειδικήν συγκεκριμένην εξουσιοδότησιν διά την εκπροσώπησιν του ιδρύματος ενώπιον παντός Δικαστηρίου ή οιασδήποτε αρχής, την δόσιν όρκου ή διά την ενέργειαν ωρισμένων πράξεων και γ) να ορίση μεταξύ των μελών του Αντιπρόεδρον, Γενικόν Γραμματέα και Ταμίαν και να καθορίση τας αρμοδιότητάς των.

Εις περίπτωσιν μη λήψεως τοιαύτης αποφάσεως ο Πρόεδρος αναπληρούται υπό του αρχαιοτέρου και πρεσβυτέρου των Συμβούλων.

Άρθρον 7 Συνεδριάσεις Διοικητικού Συμβουλίου – Απαρτία – Πλειοψηφία

3. Το Διοικητικόν Συμβούλιον συνεδριάζει νομίμως ευρισκόμενον εν απαρτία εάν παρίστανται αυτοπροσώπως ή εκπροσωπούνται τουλάχιστον πέντε (5) μέλη αυτού.

Εν περιπτώσει μη επιτεύξεως απαρτίας, ορίζεται επαναληπτική συνεδρίασις μέχρις επιτεύξεως της διά της παρούσης παραγράφου οριζομένης απαρτίας.

Διά την κατ΄ άρθρον 4 παρ. 4 αντικατάστασιν μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, απαιτείται απαρτία τουλάχιστον τριών (3) εκ των εναπομεινάντων μελών αυτού, τα οποία συνέρχονται και αποφασίζουν διά την πλήρωσιν των κενωθεισών θέσεων Συμβούλων. Και κατά την συνεδρίασιν ταύτην επιτρέπεται η εκπροσώπησις ενός Συμβούλου υπό ετέρου.

Εν περιπτώσει μη επιτεύξεως απαρτίας, ορίζεται επαναληπτική συνεδρίασις.

Εις περίπτωσιν μη επιτεύξεως απαρτίας κατά την επαναληπτικήν ταύτην συνεδρίασιν ή εις ην περίπτωσιν ο αριθμός των εναπομεινάντων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι κατώτερος των τριών, η πλήρωσις των κενωθεισών θέσεων Συμβούλων ενεργείται τη αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον μόνον δι΄ αποφάσεως του Προέδρου του Αρείου Πάγου, όστις διορίζει υποχρεωτικώς ως Συμβούλους πρόσωπα συγκεντρούντα τα εν άρθρω 4 παρ. 4 του παρόντος προσόντα.

Άρθρον 10 Τροποποίησις του Οργανισμού

Διά Π.Δ/τος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος, λαμβανομένης διά πλειοψηφίας των 2/3 του συνόλου των μελών αυτού, δύναται ο παρών Οργανισμός να τροποποιηθή, συμπληρωθή ή κωδικοποιηθή, διατηρουμένων των δι΄ αυτού καθοριζομένων όρων διοικήσεως και διαχειρίσεως του ιδρύματος.

2. Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 94
Ρύθμισις του Λογαριασμού Δικαιωμάτων Εκτελέσεως Χημικών Εργασιών (Δ.Ε.Χ.Ε.).

1. Ο λογαριασμός «Δικαιώματα Εκτελέσεως Χημικών Εργασιών (Δ.Ε.Χ.Ε.)» εις τα Τελωνεία, ο οποίος καθορίζεται διά της υπ΄ αριθ. 53/1978 Π.Υ.Σ. και διά της υπ΄ αριθ. Τ. 33/17/3489/1978 διαταγής της Γενικής Δ/νσεως Τελωνείων, εφ΄ όσον παρουσιάζει έλλειμμα, συμπληρώνεται εις το τέλος εκάστου μηνός, εκ του Ειδικού Ταμείου Ελέγχου και Εποπτείας Φορολογίας του Οινοπνεύματος (Ε.Τ.Ε.Ε.Φ.Ο.), διά την πλήρωσιν της αποζημιώσεως εξ υπερωριακής απασχολήσεως των υπαλλήλων του Γενικού Χημείου του Κράτους.

2. Εκ του Ειδικού Ταμείου Ελέγχου και Εποπτείας Φορολογίας του Οινοπνεύματος θα διατεθούν εφ΄ άπαξ εις τον λογαριασμόν «Δικαιώματα Εκτελέσεως Χημικών Εργασιών (Δ.Ε.Χ.Ε.)», τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά διά την πληρωμήν καθυστερουμένων αποζημιώσεων, εις τους υπαλλήλους του Γενικού Χημείου του Κράτους, ετών 1979-1980.

3. Εις περίπτωσιν καθ΄ ην ο λογαριασμός Δ.Ε.Χ.Ε. παρουσιάζει περισσεύματα, ταύτα κατατίθενται υπέρ του Ε.Τ.Ε.Ε.Φ.Ο.

4. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, ρυθμίζεται η διαδικασία εφαρμογής του παρόντος και κάθε άλλη λεπτομέρεια.

Άρθρον 95
Είσπραξις και διάθεσις κρατήσεως ΚΗ Ψηφίσματος – Εξαιρέσεις

1. Η διάταξις της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ΚΗ΄/1947 Ψηφίσματος «περί παροχής διευκολύνσεων διά την υπό ιδιωτών ανοικοδόμησιν» ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, διατηρείται εν ισχύι και μετά την 31ην Δεκεμβρίου 1979.

2. Διά την είσπραξιν και διάθεσιν της κατά την προηγουμένην παράγραφον κρατήσεως εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του Ν. 478/1976 «περί παρατάσεως της ισχύος της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 2 του ΚΗ΄/1947 Ψηφίσματος» και αι διατάξεις του Ν. 622/1977 «περί εισπράξεως υπό του Δημοσίου Ταμείου των διά την έκδοσιν οικοδομικών αδειών καταβαλλομένων τελών κλπ.».

3. Η κατά το παρόν άρθρον κράτησις δεν οφείλεται εις τας περιπτώσεις κατά τας οποίας εγένετο η κατά την παρ. 3 του άρθρου 21 του Ν. 947/1979 «περί οικιστικών περιοχών» έναρξις της πολεοδομικής ενεργοποιήσεως οπότε οφείλεται μόνη η εισφορά του ανωτέρω άρθρου 21 του Ν. 947/1979.

4. Κυρούται αφ΄ ότου εξεδόθη, κτωμένη έκτοτε ισχύν νόμου, η υπ΄ αριθ. 38214 οικ. /8681/27.12.1979 απόφασις του Υφυπουργού Δημοσίων Έργων, έχουσα ως ακολούθως:

«Αριθ. Πρωτ. Γ 38214/27.12.1979.

ΘΕΜΑ: Περί παρατάσεως της κρατήσεως του ΚΗ΄/1947 Ψηφίσματος.

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Ν. 478/1976 «περί παρατάσεως της ισχύος της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 2 του ΚΗ΄/1947 Ψηφίσματος με τις οποίες παρατάθηκε μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1979 η ισχύς της διατάξεως αυτής του ΚΗ΄ Ψηφίσματος «περί παροχής διευκολύνσεων διά την υπό ιδιωτών ανοικοδόμησιν».

2. Το γεγονός ότι επιβάλλεται η συνέχιση πραγματοποιήσεως της κρατήσεως και μετά την 31.12.79 πράγμα που προβλέπεται από προωθούμενο σχετικό σχέδιο νόμου.

Αποφασίζουμε:

Όπως πραγματοποιείται και μετά την 31.12.79 η κράτηση του ΚΗ΄/1947 Ψηφίσματος, όπως ισχύει μετά τις διατάξεις του Ν. 478/1976.

Η απόφαση αυτή που θα κυρωθεί με νόμο, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ο Υφυπουργός

ΣΤΕΦ. ΜΑΝΟΣ»

Άρθρον 96
Φορολογία μερισμάτων

1. Εις το άρθρον 10 του Α.Ν. 148/1967 «περί μέτρων προς ενίσχυσιν της κεφαλαιαγοράς», ως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 5 έχουσα ως ακολούθως:

«5. Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν εις τα διανεμόμενα κέρδη ανωνύμου εταιρείας περιλαμβάνονται και μερίσματα προερχόμενα από ανώνυμον εταιρείαν έχουσαν ανωνύμους μετοχάς μη εισηγμένας εις το Χρηματιστήριον, εκ του αποδιδομένου εις το Δημόσιον φόρου εκπίπτεται ο παρακρατηθείς φόρος διά τα μερίσματα ταύτα, μέχρις όμως του ποσού του αναλογούντος φόρου διά τα διανεμόμενα κέρδη τα προερχόμενα εκ των ανωτέρω μερισμάτων. Προς εξεύρεσιν του αναλογούντος φόρου, ο επί του συνολικού ποσού των διανεμομένων κερδών φόρος μερίζεται αναλόγως του ποσού των διανεμομένων μερισμάτων των προερχομένων από ανωνύμους μετοχάς μη εισηγμένας εις το Χρηματιστήριον και εκ λοιπών διανεμομένων κερδών. Ο τυχόν επί πλέον παρακρατηθείς φόρος διά τα μερίσματα ταύτα δεν επιστρέφεται ουδέ συμψηφίζεται με οφειλόμενον φόρον εκ διανεμομένων ή μη κερδών της ανωνύμου εταιρείας, ουδέ αποτελεί δαπάνην της επιχειρήσεως εκπιπτόμενην εκ των κερδών αυτής».

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και επί των εκκρεμουσών κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος υποθέσεων ενώπιον των Φορολογικών Αρχών ή των Διοικητικών Δικαστηρίων εις οιονδήποτε βαθμόν και του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Άρθρον 97
Προθεσμία υποβολής δηλώσεων υπό του αλλοδαπού προσωπικού της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας

1. Εις το άρθρον 7 του Ν. 43/1975 «περί ιδρύσεως Εθνικής Βιομηχανίας Αεροπορικού Υλικού», ως τούτο ισχύει, προστίθενται παράγραφοι 4 και 5, των παραγράφων 4, 5, 6 και 7 αυτού αναριθμουμένων εις 6, 7, 8 και 9 αντιστοίχως, έχουσαι ως ακολούθως:

«4. Η δήλωσις φορολογίας εισοδήματος υποβάλλεται αυτοπροσώπως υπό των ως άνω υποχρέων ή διά πληρεξουσίου ή ταχυδρομείται επί αποδείξει εις τον κατά τον κατά το άρθρον 13 του Ν.Δ. 3323/1955 αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον μέχρι της 10ης Ιουνίου του οικείου οικονομικού έτους. Εις την περίπτωσιν ταύτην ο φόρος κατανέμεται εις δέκα ίσας δόσεις, εξ ων τέσσαρες καταβάλλονται εντός του μηνός Ιουνίου, εκάστη δε των επομένων καταβάλλεται εντός εκάστου των επομένων μηνών του οικείου οικονομικού έτους.

1. Διά την επιβεβαίωσιν του αλλοδαπού φόρου, ο οποίος αναλογεί εις το εν Ελλάδι εκ της ως άνω εργασίας κτηθέν εισόδημα υπό των εν λόγω υποχρέων, δέον όπως εις την οικείαν δήλωσιν τούτων επισυνάπτεται βεβαίωσις ή έτερον δικαιολογητικόν της αρμοδίας φορολογικής αρχής της χώρας, εις ην άλλως θα εφορολογούντο ούτοι. Εκ της βεβαιώσεως ταύτης δέον να προκύπτη το ποσόν του φόρου, το οποίον αναλογεί εις το συνολικόν εισόδημα του υποχρέου, βάσει των διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας της ισχυούσης εις την χώραν ταύτην κατά την περίοδον, εις ην αναφέρεται η δήλωσις, ως και το ποσόν του φόρου, το οποίον αναλογεί, επιμεριστικώς, εις το εισόδημα, το οποίον εκτήσατο ο υπόχρεως εν Ελλάδι, εκ της κατά τα ανωτέρω εργασίας του».

2. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου άρχεται αφ΄ ης ίσχυσαν αι διατάξεις του Ν. 43/1975. Διά τας δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1979, αι οποίαι υπεβλήθησαν υπό των ως άνω υποχρεών μετά την πάροδον της υπό της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3323/1955 προθεσμίας, διαγράφεται ή επιστρέφεται ο τυχόν βεβαιωθείς ή καταβληθείς πρόσθετος φόρος λόγω εκπροθέσμου.

Δηλώσεις του οικονομικού έτους 1979, υποβαλλόμεναι υπό των αυτών υποχρέων εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος, λογίζονται ως εμπροθέσμως υποβληθείσαι.

Άρθρον 98
Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 της μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Πακιστάν υπογραφείσης Συμφωνίας «περί αποφυγής της διπλής φορολογίας του εισοδήματος του προερχομένου εκ της εκμεταλλεύσεως πλοίων και αεροσκαφών».

Αι διατάξεις της εις Ισλαμαμπάντ την 7ην Μαΐου 1978 υπογραφείσης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Πακιστάν Συμφωνίας «περί αποφυγής της διπλής φορολογίας του εισοδήματος του προερχομένου εκ της εκμεταλλεύσεως πλοίων και αεροσκαφών», κυρωθείσης διά του νόμου 933/1979, αι αναφερόμεναι εις την αναδρομικήν ισχύν των διατάξεων του άρθρου 4 αυτής, εφαρμόζονται και επί των υποθέσεων φόρου εισοδήματος των οικονομικών ετών 1972 και εφεξής, των εκκρεμουσών κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Άρθρον 99
Αι διατάξεις της περιπτώσεως ΣΤ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 3843/1958 , ως ετροποποιήθη υπό του άρθρου 47 του Ν. 820/1978 , εφαρμόζονται και επί των εκκρεμουσών υποθέσεων, κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος ενώπιον των Φορολογικών Αρχών ή των Διοικητικών Δικαστηρίων εις οιονδήποτε βαθμόν.

Άρθρον 100
Απαλλαγή εκ του φόρου εισοδήματος τμήματος αποδοχών ενίων κατηγοριών μισθωτών

1. Εις την περίπτωσιν ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955 ως τούτο ισχύει, προστίθεται εδάφιον τρίτον έχον ως ακολούθως:

«Αι διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων εφαρμόζονται αναλόγως και επί των εγγεγραμένων εις τας ανεγνωρισμένας Επαγγελματικάς Ενώσεις, Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης και Τεχνικών Ημερησίου και Περιοδικού Τύπου Αθηνών, καταργουμένης ως προς αυτούς πάσης ετέρας διατάξεως».

2. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί αποδοχών κτωμένων από 1ης Ιανουαρίου 1980 και εφεξής.

Άρθρον 101
Η παράγραφος 3 του άρθρου 12 του Νόμου 876/1979 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων αναφερομένων εις την ανάπτυξιν της Κεφαλαιαγοράς» αντικαθίσταται, αφ΄ ης ίσχυσεν, ως εξής:

«3. Εις το άρθρον 2 του Α.Ν. 148/1967 προστίθεται παράγραφος 5, έχουσα ούτω:

5.α. Η εισήγησις της Επιτροπής Χρηματιστηρίου και η λήψις αποφάσεως υπό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, περί διαγραφής Εταιρείας εκ του Χρηματιστηρίου, καθίσταται υποχρεωτική εις τας κάτωθι περιπτώσεις:

(ι) Εάν επί τρία συνεχή έτη δεν διανείμη τουλάχιστον το υπό της περιπτώσεως (β) της προβλεπόμενον υποχρεωτικόν μέρισμα, της τριετίας αρχομένης, κατά την πρώτην εφαρμογήν της παρούσης διατάξεως, από 1ης Ιανουαρίου 1980.

(ιι) Εάν το ύψος των συναλλαγών, εν σχέσει προς τον συνολικόν αριθμόν των μετοχών, δεν υπερβή εις ποσοστόν το πέντε επί τοις χιλίοις (5%ο) δι΄ έκαστον ημερολογιακόν έτος, εξαιρουμένων των χαρακτηριζομένων κατά την απόλυτον κρίσιν της Επιτροπής Χρηματιστηρίου ως εικονικών συναλλαγών. Το ποσοστόν τούτο αυξάνεται εις δέκα επί τοις χιλίοις (10%ο) από 1ης Ιανουαρίου 1981.

Προκειμένου περί Εταιρειών, των οποίων αι μετοχαί εισάγονται υποχρεωτικώς εις το Χρηματιστήριον ή ελέγχονται αμέσως ή εμμέσως υπό του Κράτους, περί της διαγραφής ή μη τούτων εκ του Χρηματιστηρίου εις ην περίπτωσιν δεν πληρούν τας ανωτέρω υπό στοιχεία (ι) και (ιι) προϋποθέσεις, αποφασίζει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

β. Διά κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού και Εμπορίου, δύνανται να καθορισθούν και έτεροι λόγοι διαγραφής Εταιρειών εκ του Χρηματιστηρίου, ως και πάσα λεπτομέρεια ή διευκρίνισις σχετικώς προς την εφαρμογήν των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου 4».

Άρθρον 102
Αναπροσαρμογη αξίας ακινήτων
Η διάταξις της παρ. 3 του άρθρου 21 του Ν. 814/1978 αντικαθίσταται και ισχύει ως ακολούθως:

«Ανώνυμοι Εταιρείαι και Εταιρείαι Περιωρισμένης Ευθύνης συσταθείσαι βάσει των διατάξεων του Α.Ν. 543/1968, ως ούτος ετροποποιήθη διά του Ν.Δ. 848/1971, αι οποίαι δεν έχουν ανεγείρει ξενοδοχεία επί ιδιοκτήτων γηπέδων κειμένων εις παραμεθορίους περιοχάς του άρθρου 1 του Ν. 289/1976 «περί παροχής κινήτρων διά την ανάπτυξιν παραμεθορίων περιοχών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» ή νήσους, εφ΄ όσον κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος δεν έχουν αναπροσαρμόσει την αξίαν των γηπέδων τούτων κατ΄ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 16 και 29 του Ν. 542/1977, υποχρεούνται να προβούν εις αναπροσαρμογήν της αξίας αυτών κατά τα οριζόμενα εις τας διατάξεις των άρθρων τούτων κατά την ημέραν της καταρτίσεως του πρώτου Ισολογισμού του κλειομένου μετά την ανέγερσιν επ΄ αυτών και έναρξιν λειτουργίας του ξενοδοχείου και εν πάση περιπτώσει κατά την ημέραν της καταρτίσεως του πρώτου Ισολογισμού του κλειομένου μετά την 30ήν Δεκεμβρίου 1984».

Άρθρον 103

1. Επιβάλλεται φόρος επί των κέντρων διασκεδάσεως και επί των κέντρων πολυτελείας.

1.Χαρακτηρίζονται :
Α) Ως κέντρα διασκεδάσεως, χώροι ή καταστήματα λειτουργούντα ως
α) χορευτικά,
β) απλά χορευτικά (κλάμπ),
γ) νυχτερινά κέντρα ψυχαγωγίας (καμπαρέ),
δ) καφφωδεία,
ε) κοσμικαί ταβέρναι, στ) δισκοθήκαι,
ζ) αίθουσαι ξενοδοχείων, θεάτρων και λοιποί χώροι ένθα οργανούνται ή δίδονται χοροί έστω και επ΄ ευκαιρία.

Β) Ως κέντρα πολυτελείας πάσης φύσεως κέντρα καταττασσόμενα ως τοιαύτα υπό των οικείων Αγορανομικών Επιτροπών, οίον καταστήματα, μπαρ, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, καφενεία, μπουάτ, SNAK BAR κλπ.

2. Διά την υπαγωγήν των ως άνω κέντρων εις φόρον, λαμβάνεται υπ΄ όψιν η κατάταξις, αι διακρίσεις και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά, ως ταύτα καθορίζονται υπό των εκάστοτε ισχυουσών αγορανομικών διατάξεων.

 

3. Ο περί ου η παράγραφος 1 του παρόντος φόρος επιβάλλεται και επί των κέντρων ή καταστημάτων τα οποία κατατάσσονται υπό των οικείων αγορανομικών επιτροπών εις κατηγορίαν Β΄ και ανωτέραν, ως και εις τοιαύτην πολυτελείας, εφ΄ όσον εις αυτά παρέχεται ψυχαγωγία διά μουσικής μετά ή άνευ καλλιτεχνών.

 

4. Τα μαθήματα και αι ασκήσεις χορού δεν υπόκεινται εις τον διά του Ν.Δ. 254/1973 επιβαλλόμενον φόρον.

 

5. Εάν εις τα κατά την προηγουμένην παράγραφον 1 του παρόντος κέντρα επιτρέπεται η είσοδος δι΄ εισιτηρίου, εκτός του φόρου δημοσίων θεαμάτων, καταβάλλεται και ο κατά τον παρόντα νόμον φόρος, κατά περίπτωσιν.

 

6. Φόρος κέντρων πολυτελείας δεν επιβάλλεται επί των κέντρων τα οποία υπήχθησαν εις τον φόρον κέντρων διασκεδάσεως».

2. Εις το άρθρον 4 του Ν.Δ. 254/1973 προστίθεται παράγραφος 4, έχουσα ως ακολούθως:

«4. Επί των ακαθαρίστων εσόδων εκ της εκμεταλλεύσεως κέντρων ή καταστημάτων ένθα παρέχεται ψυχαγωγία διά μουσικής μετά ή άνευ καλλιτεχνών:

α) Των κατατασσομένων ως πολυτελείας εις 10%.

β) Των κατατασσομένων ως Α΄ κατηγορίας εις 8%.

γ) Των κατατασσομένων ως Β΄ κατηγορίας εις 6%.

Άρθρον 104
Αι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 του υπ΄ αριθ. 245/1969 Ν. Δ/τος «περί δασμολογικών τινών απαλλαγών» αντικαθίστανται ως ακολούθως:

«Δείγματα μετ΄ αξίας, εισαγόμενα υπό εμπορικών αντιπροσώπων οίκων εξωτερικού, μελών των, ανά την Χώραν, συνδέσμων εμπορικών αντιπροσώπων, απαλλάσσονται των εισαγωγικών δασμών και πάντων των εισπραττομένων εις τα Τελωνεία φόρων και τελών, εφ΄ όσον το σύνολον των ανωτέρω επιβαρύνσεων δεν υπερβαίνη τας τέσσαρας χιλιάδας (4.000) δραχμάς καθ΄ έκαστον ημερολογιακόν έτος. Το ανωτέρω δικαίωμα ατελείας δύναται να ασκηθή υπό των δικαιούχων προσώπων και εφ΄ άπαξ, διά το σύνολον του ως άνω ποσού».

Άρθρον 105
Γενικαί διατάξεις
Πάσα διάταξις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον ή ρυθμίζουσα άλλως τα υπ΄ αυτού ρυθμιζόμενα θέματα παύει ισχύουσα.

Άρθρον 106
Έναρξιςισχύος
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου άρχεται:

α) των άρθρων 1 έως και 14 από 1ης Ιανουαρίου 1980,

β) των λοιπών από της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται εν αυταίς.

Ο παρών νομος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 2 Απριλίου 1980

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ

Άρθρον 107

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 02 Απριλίου 1980

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ

Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς