Νόμος 1021 ΦΕΚ Α΄43/22.2.1980
Περί αξιοποιήσεως εγκατελελειμμένων εκτάσεων και άλλων τινών διατάξεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:
Άρθρον 1
Σκοπός.
Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η διάθεσις εγκαταλελειμμένων εκτάσεων επιδεκτικών γεωργικής ή κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως, ανηκουσών εις φυσικά πρόσωπα, εις τον ΟΔΕΠ ή άλλους Οργανισμούς, εις τας Μονάς, τους Δήμους ή Κοινότητας ή εις άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, προς αξιοποησίν αυτών υπέρ της Εθνικής Οικονομίος και αποκατάστασιν ακτημόνων.
Άρθρον 2
Εννοια εγκαταλελειμμένων εκτάσεων.
1. Εγκαταλελειμμέναι εκτάσεις κατά την έννοιαν του παρόντος, θεωρούνται αι καλλιεργήσιμοι ή επιδεκτικαί καλλιεργείας ή κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως γαίαι, αι οποίαι δεν καλλιεργούνται ή δεν τυγχάνουν επαρκούς κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως επί χρόνον πέραν της τετραετίας.
2. Αι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και επί εγκαταλελειμμένων εκτάσεων επί των οποίων ή κατά την προηγουμένην παράγραφον τετραετία συνεπληρώθη προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.
Άρθρον 3
Εξαιρούμεναι εκτάσεις.
Των διατάξεων του παρόντος νόμου εξαιρούνται :
α) γαίαι αι οποίαι ως εκ της θέσεώς των, του προορισμού των, της τουριστικής, της βιομηχανικής ή άλλης μορφής αξιοποιήσεως της περιοχής έχουν οικοπεδικήν αξίαν, ή δύνανται κατά βεβαίαν πρόβλεψιν, να αποκτήσουν οικοπεδικόν χαρακτήρα ή αξίαν εν γένει, λόγω θέσεως ή ειδικόν προορισμού, υπερβάλλουσαν την αξίαν των συνήθων αγροτικών εκτάσεων,
β) γαίαι αι οποίοι ανήκουν εις μεταναστεύσαντας εις το εξωτερικόν πρός εξεύρεσιν εργασίας, οίτινες προ της μεταναστεύσεως των ήσκουν το επάγγελμα του γεωργού και γ) αι εκτός του Αγίου `Ορους ευρισκόμεναι εκτάσεις των Ιερών Μονών του `Αθω.
Άρθρον 4
Κήρυξις ως εγκαταλελειμμένων εκτάσεων
1. Αι περί ων το προηγούμενον άρθρον γαίαι, κηρύσσονται εγκαταλελειμέναι, δι` αποφάσεως του οικείου Νομάρχου, εκδιδομένης κατόπιν ητιολογημένης εκθέσεως Επιτροπής συγκροτουμένης δι` αποφάσεως αυτού εξ ενός γεωπόνου της Διευθύνσεως Γεωργίας του οικείου Νομού, ενός υπαλλήλου της Διευθύνσεως Γεωργίας με εποικιστικήν, ει δυνατόν, πείραν και του οικείου αγρονόμου, προτεινομένων υπό των Υπηρεσιών τούτων. εις τα μέλη της επιτροπής δεν καταβάλλεται αποζημίωσις. Εν τη νομαρχιακή αποφάσει μνημονεύεται απαραιτήτως, τόσον ο χρόνος της μη εκμεταλλεύσεως των γαιών κατά τα εν τω προηγουμένω άρθρω οριζόμενα, όσον και ότι δεν συντρέχουν αι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του παρόντος.
2. Η Επιτροπή επιλαμβάνεται κατόπιν εντολής του οικείου Νομάρχου, ενεργούντος αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αναφοράς παντός τρίτου και γνωματεύει περί του εγκαταλελειμμένου των γαιών, του χρόνου αποδόσεώς των εις την υπό του παρόντος προβλεπομένην εκμετάλευσιν.
Η περί κηρύξεως ως εγκαταλελειμμένων γαιών απόφασις του Νομάρχου, εκδίδεται μερίμνη της οικείας Διευθύνσεως Γεωργίας και επιδίδεται επί αποδείξει επιμελεία αυτής και δια των οργάνων της Αγροφυλακής, εις τους ενδιαφερομένους εφ` όσον είναι γνωστή η ταυτότης και η κατοικία τούτων και διαμένουν εντός των ορίων της Επικρατείας. Η απόφασις του Νομάρχου τοιχοκολλάται, κατά πάσαν περίπτωσιν, επί δίμηνον εις τον προς τούτο χώρον της οικείας Κοινότητος συντασσομένης σχετικής εκθέσεως.
3. Κατά της αποφάσεως του Νομάρχου περί κηρύξεως γαιών ως εγκαταλελειμμένων χωρεί προσφυγή ασκουμένη δια καταθέσεως παρά παντός έχοντος έννομον συμφέρον, ενώπιον του αρμοδίου εκ της τοποθεσίας των γαιών Ειρηνοδικείου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάκοντα ημερών, αρχομένης από της λήξεως του διμήνου της κατά την προηγουμένην παράγραφον τοιχοκολλήσεως. Περί της ασκήσεως της προσφυγής συντάσσεται πράξις καταθέσεως. Ο Ειρηνοδίκης δια πράξεώς του ορίζει ημέραν και ώραν συζητήσεως της προσφυγής και προθεσμίαν επιδόσεως αυτής, ουχί μικροτέραν των είκοσι ημερών προ της δικασίμου. Αντίγραφον της προσφυγής μετά της παρά πόδας πράξεως του Ειρηνοδίκου επιδίδεται, επιμελεία του προσφεύγοντος, εις την οικείαν Διεύθυνσιν Γεωργίας, άλλως η συζήτησις είναι απαράδεκτος. Το Ειρηνοδικείον δικάζει κατά την ειδικήν διαδικασίαν των άρθρων 648 επ. Κωδ. Πολ. Δικονομίας περί εκδικάσεως διαφορών παραδόσεως ή αποδόσεως του μισθίου. Η απόφασις του Ειρηνοδικείου, δεχομένη ή απορρίπτουσα την προσφυγήν, υπόκειται εις έφεσιν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Η απόφασις του Νομάρχου ή αι εκδοθείσαι σχετικαί αποφάσεις των δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένον μόνον ως προς τα ζητήματα της εγκαταλείψεως ή μη των γαιών, και ουχί ως προς τα παρεπιπτόντως κριθέντα ζητήματα. Αι δεχόμεναι την προσφυγήν αποφάσεις των δικαστηρίων ακυρούν ή τροποποιούν εν μέρει την περί κηρήξεως των γαιών ως εγκαταλελειμένων απόφασιν του Νομάρχου. Η όλη διαδικασία διεξάγεται ατελώς.
4. Παρ` εκάστη Διευθύνσει Γεωργίας (Τμήμα Διοικητικόν), τηρείται ειδικόν βιβλίον καταγραφής των κηρυσσομένων εγκαταλελειμμένων γαιών. Εις το βιβλίον τούτο και εις την μερίδα εκάστου εγκαταλελειμμένου κτήματος σημειούται πάα επ` αυτού μεταβολή επερχομένη κατά τας διατάξεις του παρόντος.
5. Δι` αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας καθορίζεται ο τύπος το περιεχόμενον, ο τρόπος τηρήσεως και λοιπάι λεπτομέρειαι του βιβλίου τούτου.
Άρθρον 5
Τύχη εγκαταλελειμμένων εκτάσεων.
Μετά παρέλευσιν απράκτου της κατά το προηγούμενον άρθρον προθεσμίας προσφυγής ενώπιον τωνδικαστηρίων, ή μετ` απόρριψιν των τυχόν ασκηθέντων ενδίκων μέων, γαίαι εγκαταλελλειμμέναι κατά τα εν άρθρω 2 του παρόντος οριζόμενα επί χρόνον μη υπερβαίνονται την οκταετίαν, υπόκεινται εις αναγκαστικήν μίσθωσιν εάν δε αύται είναι εγκαταλελειμμέναι υπέρ την οκταετίαν καταλαμβάνονται οριστικώς υπό του Δημοσίου.
Άρθρον 6
Κατάληψις εγκαταλελειμμένων εκτάσεων.
1. Η κατά το προηγούμενον άρθρον κατάληψιε, γίνεται μετά προηγουμένην κτηματογράφησιν των γαιών παρά της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας, ενεργούσης τη εντολή της οικείας Διευθύνσεως Γεωργίας. Η κατάληψις γίνεται διοικητικώς δια πρωτοκόλλου, το οποίον συντάσσεται υπό του Διευθυντού Γεωργίας της οικείας νομαρχίας και μερίμνη τούτου καταχωρίζεται ατελώς μετά της τελικώς, ισχυούσης αποφάσεως του Νομάρχου ή των Δικαστηρίων και του διαγράμματος κτηματογραφήσεως εις τα οικεία βιβλία μεταγραφών, κοινοποιείται δε εις τον οικείον Οικονομικόν `Εφορον.
2. Περίληψις των ουσιωδών στοιχείων του πρωτοκόλλου καταλήψεως τοιχοκολλάται επί δεκαήμερον εις τον προς τούτο χώρον της Κοινότητος, εις την περιοχήν της οποίας κείται η εγκαταλελειμμένη έκτασις συντασσομένης σχετικής εκθέσεως.
3. Από της μεταγραφής του πρωτοκόλου καταλήψεως η κυριότητα των εν αυτώ εκτάσεων περιέχεται άνευ άλλης διατυπώσεως εις το Δημόσιον. Εν περιπτώσει εμφανίσεως εντός προθεσμίας πέντε ετών από του χρόνου της μεταγραφής του πρωτοκόλλου καταλήψεως του ιδιοκτήτου της εκτάσεως ή του έχοντος εμπράγματον δικαίωμα επ` αυτής, οφείλεται αυτώ αποζημίωσις. Η αποζημίωσις αύτη, ορίζεται εις το ήμισυ της τρεχούσης αξίας των καταληφθεισών εκτάσεων κατά τον χρόνον της εφανίσεως του ιδιοκτήτου. Ο δικαιούχος και το ύψος της οφειλομένης αποζημιώσεως καθορίζονται κατά την υπό του Ν.Δ. 797/1971 “περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων”, ως εκάστοτε ισχύει, οριζομένην διαδικασίαν, τη πεισπεύσει του αξιούντος δικαίωμα κυριότητος ή άλλο εμπράγματον δικαίωμα υποχρεωμένου όπως κινήση την σχετικήν διαδικασίαν εντός της αυτής ως άνω προθεσμίας. Μετά την πάροδον της ως άνω οριζομένης πενταετούς προθεσμίας, πάσα αξίωσις αποζημιώσεως του ιδιοκτήτου ή του έχοντος άλλο εμπράγματον δικαίωμα επί της καταληφθείσης εκτάσεως αποσβέννυται. Η αναγνώρισις των δικαιούχων, ως και η παρακατάθεσις ή καταβολή της αποζημιώσεως διενεργείται κατά την υπό του Ν.Δ. 797/1971 “περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων”, ως εκάστοτε ισχύει, προβλεπομένη διαδικασίαν.
4. Εάν η καταληφθείσα έκτασις βαρύνεται δι` υποθήκης, εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 1288 του Αστικού Κώδικος. Εν ή περιπτώσει αι ενυπόθηκοι απαιτήσεις υπερβαίνουν το ποσόν της κατά την προηγουμένην παράγραφον ορισθείσης αποζημιώσεως, δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας, εκδιδομένης κατόπιν αιτήσεως των ενυποθήκων δανειστών, αυξάνεται το ποσόν τούτο της αποζημιώσεως μέχρι του ποσού του απαιτουμένου δια την κάλυψιν του δια των υποθηκών ασφαλιζομένου ποσού, πάντως όμως ουχί πέραν του ποσού ολοκλήρου της αξίας της καταληφθέισης εκτάσεως.
Άρθρον 7
Διάθεσις καταληφθεισών εκτάσεων.
1. Αι κατά τας προηγουμένας διατάξεις περιερχόμεναι εις το Δημόσιον γαίαι υπό την διοίκησιν και διαχείρησιν του Υπουργείου Γεωργίας.
2. Αι γαίαι αύται διατίθενται κατά παρέκκλισιν της κειμένης Νομοθεσίας περί διαθεσίμων εκτάσεων:
α) Εις τους έχοντας ανεπαρκή ιδιοκτησίαν γεωργούς ή μικροκτηνοτρόφους κατά προτίμησιν κατοίκους της Κοινότητος ένθα η καταληφθείσα έκτασις, προτιμωμένων εκείνων των οποίων το σύνολον του χορηγουμένου συμπληρωματικού γεωργικού ή κτηνοτροφικού κλήρου δύναται να αποτελέση μετά της ιδίας αυτών ιδιοκτησίας, εν συνδυασμώ προς την σύθεσιν, την εκμετάλλευσιν και την γεωργική αποσχόλησιν των μελών της οικογενείας του αρχηγού, βιώσιμον γεωργικήν ή κτηνοτροφικήν εκμετάλλευσιν. Επί πλειόνων ενδιαφερομένων προτιμώνται επί ίσοις όροις οπωσδήποτε οι έχοντες όμορον προς τας καταληφθείσας γαίαις ιδιοκτησίαν.
β) Εις τους έχοντας όμορον ιδιοκτησίαν προς τας καταληφθείσας γαίαις γεωργούς ή κτηνοτρόφους ανεξαρτήτως κληρουχικού δικαιώματος. Μεταξύπολλών ενδιαφερομένων προτιμώνται οι έχοντες πλείονας δυνατότητας εξιοποιήσεως της καταληφθείσης εκτάσεως.
γ) Εις Συνεταιρισμούς ή εις τα αποτελούντα τούτους φυσικά πρόσωπα, κατ` ιδανικά μερίδια επί σκοπώ ομαδικής εκμεταλλεύσεως των παραχωρουμένων εκτάσεων.
δ) Εις ακτήμονας οιασδήποτε περιοχής της Χώρας, εις `Ελληνας επαναπατριζομένους, ως και εις πρόσφυγας `Ελληνας το γένος, επί σκοπώ αποκαταστάσεώς των δι`εποικισμού των περιοχών, εν αις αι εγκαταλελειμμέναι γαίαι.
Εκάστη κατηγορία των ως άνω παραχωρήσεων τελεί υπό όρους και προϋποθέσεις καθοριζομένας δι` αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Δια τας παραχωρήσεις αυτάς οφείλεται τίμημα ίσον προς το ήμισυ της κατά τον χρόνον της παραχωρήσεως τρεχούσης αξίας των παραχωρουμένων εκτάσεων, πλην της περιπτώσεως, δι` ην δεν οφείλεται τίμημα και της περιπτώσεως β`, δι` ην οφείλεται τίμημα ίσον προς την τρέχουσαν αξίαν των παραχωρουμένων εκτάσεων.
3. Αι κατ` ιδίαν ως άνω παραχωρήσεις ενεργούνται δι` αποφάσεων της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, δια των οποίων καθορίζονται το τυχόν οφειλόμενον τίμημα και ο τρόπος εξοφλήσεως αυτού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι διατάξεις της Αγροτικής Νομοθεσίας.
4. Η μη τήρησις των όρων και προϋποθέσεων, υπό τας οποίας χωρεί η παραχώρησις, συνεπάγεται την έκπτωσιν του προς ον αύτη και την άμεσον διοικητικήν αποβολήν τούτου κατά τας περί διοικητικής αποβολής αυθαιρέτων κατόχων διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης Εποικιστικής Νομοθεσίας. Η έκπτωσις κηρύσσεται δι` αποφάσεως της οικείας Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, άνευ άλλης τινός διατυπώσεως. Η απόφασις αύτη κοινοποείται εις τον αρμόδιον Φύλακα Μεσαγραφών μερίμνη της Διευθύνσεως Γεωργίας, δια την σχετικήν καταχώρησιν εις τα οικεία βιβλία των ματαγραφών. Τυχόν καταβληθέν τίμημα δεν επιστρέφεται, λογιζόμενον ως αποζημίωσις χρήσεως.
Μετά την διοικητικήν αποβολήν του κηρυχθέντος εκτπώτου, γίνεται νέα παραχώρησις υπό τους αυτούς ή διαφόρους όρους προς ετέρους δικαιούχους κατά τα ως άνω οριζόμενα.
5. Αντί της οριστικής παραχωρήσεως επιτρέπεται η διάθεσις των εγκαταλελειμμένων εκτάσεων εις Συναιτερισμούς ή ομάδας φυσικών προσώπων ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα προς γεωργικήν ή κτηνοτροφικήν εκμετάλλευσιν επί τετραετή μισθώσει, δι` αποφάσεως του οικείου Νομάρχου, εκδιδομένης, μετ` εισήγησιν της Διευθύνσεως Γεωργίας του οικείου Νομού. Οι όροι και αι προϋποθέσεις της μισθώσεως, ο τρόπος εκμεταλλεύσεως, το μίσθωμα και ο χρόνος καταβολής αυτού, ορίζονται εν τη περί μισθώσεως νομαρχιακή αποφάσει κατόπιν εκθέσεως της κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 4 του παρόντος Επιτροπής.
Η μίσθωσης συνομολογείται μεταξύ του Δημοσίου εκπροσωπουμένου υπό του Διευθυντού Γεωργίας και του μισθωτού. Το μίσθωμα καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου. Ο μισθωτής υποχρεούται εις την κατά τους προσήκοντας κανόνας εκμετάλλευσιν του μισθίου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 9 του παρόντος. Απαγορεύεται η υπό του μισθωτού δημιουργία νέων κτισμάτων ή μονίμων φυτειών εν τη μισθουμένη εκτάσει. Μετά την λήξιν του χρόνου μισθώσεως, αύτη θεωρείται αυτοδικαίως και άνευ άλλης τινός διατυπώσεως, λελυμένη, ο δε μισθωτής εν αρνήσει παραδόσεως του μισθίου αποβάλλεται κατά τας περί διοικητικής αποβολής αυθαιρέτων κατόχων διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης Εποικιστικής Νομοθεσίας. `Αμα τη καθ` οιονδήποτε τρόπον λήξει της μισθώσεως, άπαντα τα επί του μισθίου κτίσματα ή νέαι μόνιμοι φυτείαι του μισθωτού, περιέρχονται δυνάμει του παρόντος εις την κυριότητα του Δημοσίου άνευ καταβολής εκ μέρους τούτου οιασδήποτε αποζημιώσεως. Υπομίσθωσης εν όλω ή εν μέρει ή παραχώρησις του μισθίου εις τρίτον απαγορεύεται επί ποινή εκτπώσεως του μισθωτού. Επιτρέπεται δι` αποφάσεως του οικείου Νομάρχου ανανέωσις της μισθώσεως επί μίαν εισέτι τετραετίαν υπό τας αυτάς ως άνω προϋποθέσεις.
Δια της αυτής αποφάσεως ορίζεται και το ύψος του καταβλητέου μισθώματος. Υπεκμισθώσεις εν όλω ή εν μέρει απαγορεύονται.
6. Εν περιπτώσει υποβολής αιτήσεων περί παραχωρήσεως ή εκμισθώσεως των εκτάσεων υπό ενδιαφερομένων υπογομένων εις διαφόρους των εν παραγράφοις 2 και 5 του παρόντος άρθρου περιπτώσεων, ο οικείος Νομάρχης δι` ητιολογημένης αποφάσεώς του και μετ` εισήγησιν της Διευθύνσεως Γεωργίας του οικείου Νομού, απαφαίνεται περί του επικρατεστέρου σκοπού διαθέσεως των ως είρηται εκτάσεων κατά τα ως άνω οριζόμενα.
Άρθρον 8
Αναγκαστική μίσθωσις εγκαταλελειμμένων εκτάσεων
1. Αι κατά το άρθρον 5 αναγκαστικώς μισθωτέαι γαίαι ορίζονται εκάστοτε δι` αποφάσεως του οικείου Νομάρχου, η οποία εκδίδεται μερίμνη της Διευθύνσεως Γεωργίας του οικείου Νομού και γνωστοποιείται επιμελεία αυτής προς τους ενδιαφερομένους δια τοιχοκολλήσεως της επί δεκαήμερον εις τα γραφεία της οικείας Κοινότητος, συντασσομένης προς τούτο σχετικής εκθέσεως.
2. Εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήκοντα (60) ημερών από της λήξεως του ως άνω δεκαημέρου, ο ιδιοκτήτης δικαιούται να υποβάλη δήλωσιν, κατατιθεμένην εις την οικείαν Διεύθυνσιν Γεωργίας, περί του ότι αναλαμβάνει την υποχρέωσιν αυτοκαλλιεργείας της υπό αναγκαστικήν μίσθωσιν ιδιοκτησίας του. Εν τη περιπτώσει ταύτη η έκτασις παραδίδεται εις τούτον προς αυτοκελλιέργειαν δι` αποφάσεως του Νομάρχου.
Παρεχομένης απράκτου της ως άνω προθεσμίας, η κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 4 του παρόντος Επιτροπή, δια προσκλήσεως της γνωστοποιουμένης δια τοιχοκολλήσεως εις τον προς τούτο χώρον της Νομαρχίας και της Κοινότητος εις την κτηματικήν περιοχήν της οποίας κείται η υπό αναγκαστικήν μίσθωσιν έκτασις, συντασσομένων προς τούτο σχετικών εκθέσεων, καλεί τους ενδιαφερομένους όπως, εντός προθεσμίας τριάκοντα (30) ημερών από της ημερομηνίας της τοιχοκολήσεως της προσκλησεως εις τον προς τούτο χώρον της Κοινότητος, υποβάλλουν αιτήσεις προς μίσθωσιν των εκτάσεων τούτων. Ο χρόνος διαρκείας της αναγκαστικής μισθώσες ορίζεται τετραετής.
Εις την σχετικήν πρόσκλησιν αναγράφονται οι όροι, αι προϋποθέσεις της μισθώσεως, ο τρόπος εκμεταλεύσεως, το καταβλητέον μίσθωμα, ως και ο χρόνος καταβολής αυτου.
3. Δι` αποφάσεως του οικείου Νομάρχου προκρίνεται ο μισθωτής, όστις δέον να είναι κατά κύριον επάγγλμα γεωργός και κατά προτίμησιν κάτοικος της περιοχής ένθα το μίσθιον. Μεταξύ πολών ενδιαφερομένων προτιμώνται οπωσδήποτε οι έχοντες ιδιοκτησίαν γειτνιάζουσαν προς την υπό εκμίσθωσιν έκτασιν και εκ τούτων ο συγκεντρών πλείονας δυνατότητας αξιοποιήσεως αυτής, μετ` εισήγησιν της ως άνω Επιτροπής. Μετά ταύτα, χωρεί ατελώς η μίσθωσις της εκτάσεως, συνομολογουμένη μεταξύ του Δημοσίου, εκπροσωπουμένου υπό του Προϊσταμένου της οικείας Διευθύνσεως Γεωργίας, και του προκριθέντος μισθωτού. Το μίσθωμα κατατίθενται υπό του μισθωτού εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του ιδιοκτήτου, σχετικόν δε γραμμάτιον υποβάλλεται επί αποδείξει εις την Διεύθυνσιν Γεωργίας του οικείου Νομού.
4. Μετά την λήξιν του χρόνου της μισθώσεως η μίσθωσις θεωρείται αυτοδικαίως και άνευ άλλης διατυπώσεως λελυμένη, ο δε μισθωτής, εν αρνήσει παραδόσεως του μισθίου, αποβάλλεται κατά τας περί διοικητικής αποβολής αυθαιρέτων κατόχων διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης εποικιστικής Νομοθεσίας.
5. Ιδιοκτήτης αναγκαστικώς εκμισθωθείσης εκτάσεως κατά τας διατάξεις του παρόντος, επανεγκατασταθείς εις την περιοχήν εις ην ευρίσκεται το μίσθιον και δηλώσας εις την Διεύθυνσιν Γεωργίας της οικείας Νομαρχίας, ότι αναλαμβάνει την υποχρέωσιν αυτοκαλλιεργείας, δύναται να καταγγείλη την μίσθωσιν προ της λήξεως τετραετίας. Εν τη περιπτώσει ταύτη, η μίσθωσις λήγει μετά εξάμηνον από της καταγγελίας και ουχί προ του τέλους της γεωργικής περιόδου. Περί της συνδρομής των ως άων προϋποθέσεων αποφαίνεται ο οικείος Νομάρχης.
Άρθρον 9
Υποχρεώσεις – `Εκπτωσις αναγκαστικών μισθωτών.
1. Οι αναγκαστικοί μισθωταί υποχρεούνται εις την τήρησιν των εκ της συμβάσεως υποχρεώσεων αυτών, εις την αυτοπρόσωπον ή δι` αυτεπιστασίας εκμετάλευσιν του μισθίου, εις την συντήρησιν των εν τω μισθίω υφισταμένων οδών, φρεάτων, δεξαμενών, αποθηκών και εν γένει εγκαταστάσεων, εις την επιμελή και συμφώνως προς τον προορισμόν του μισθίου εκμετάλλευσίν του, ιδία δε εις την μέριμναν προς διατήρησιν αυτού εν καλή καταστάσει, ωστε να είναι παραγωγικόν. Αναγκαστικοί μισθωτοί, παραβαίνοντες τα κατά το προηγούμενον εδάφιον υποχρεώσεις των, κηρύσσονται έκπτωτοι δι` αποφάσεως του οικείου Νομαρχου, μετ` εισήγησιν της οικείας Διευθύνσεως Γεωργίας, της τελευταίας ταύτης γενομένης κατόπιν συμφώνου γνώμης της Επιτροπής της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος.
2. `Αμα τη εκδόσει της αποφάσεως του Νομάρχου περί κηρύξεως εκπτώτου αναγκαστικού μισθωτού κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα, η σύμβασις μισθώσεως θεωρείται αυτοδικαίως λελυμένη. Αι ούτως αποδεσμευθείσαι γαίαι δύνανται να εκμισθούνται εκ νέου εις άλλους δικαιουμένους. Εάν ο μισθωτής αρνήται την απόδοσιν του μισθίου, αποβάλλεται κατά τας περί διοικητικής αποβολής αυθαιρέτων κατόχων διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης εποικιστικής Νομοθεσίας.
3. `Οπου εις το παρόν άρθρον δεν ορίζεται άλλως, έχουν εφαρμογήν αι σχετικαί περί μισθώσεις αγροτικού κτήματος διατάξεις του Αστικού Κώδικος.
Άρθρον 10
Κατάληψις αναγκαστικώς εκμισθωθεισών εκτάσεων
1. Εφ` όσον δεν εμφανισθή ο ιδιοκτήτης των, κατά τας διατάξεις του άρθρου 8 του παρόντος αναγκαστικώς μισθωθεισών εκτάσεων, τόσον κατά την διαδικασίαν της εκμισθώσεως αυτών, όσον και κατά την διάρκειαν της μισθώσεώς των, αύται καταλαμβάνονται υπό του Δημοσίου κατά τας διατάξεις του άρθρου 6 του παρόντος, άμα τη συμπληρώσει οκταετίας, συνυπολογιζομένης εις ταύτην και του εν τη περί εγκαταλείψεως νομαρχιακή ή δικαστική αποφάσει καθορισθέντος χρόνου μη εκμεταλλεύσεώς των, κατά τα εν άρθρω 4 του παρόντος οριζόμενα.
2. Δια της καταλήψεως των γαιών τούτων ησυναφθείσα σύμβασις δεν λύεται, τα δε παρακαταθέντα μισθώματα περιέχονται εις το Δημόσιον.
3. Αι καταληφθείσαι γαίαι μετά την λήξιν της αναγκαστικής μισθώσεως διατίθενται εις τους κατά τα εν άρθρω 7 του παρόντος δικαιουμένους, προτιμωμένων εν εκάστη περιπτώσει των αναγκαστικών μισθωτών, εφ` όσον στερούνται βιωσίμου κλήρου και μέχρι συμπληρώσεως αυτού.
4. Εις ας περιπτώσεις αι υπό αναγκαστικήν μίσθωσιν γαίαι απεδόθησαν εις τον ιδιοκτήτην προς αυτοκαλλιέργειαν κατά τα εν άρθρω 8 οριζόμενα, αλλά προδήλως δεν έτυχον εκμεταλλεύσεως, συμφώνως προς τον προορισμόν των, η απόδοσίς των θεωρείται ως μη γενομένη και αύται, ως εγκαταλελειμμέναι, υπόκεινται εις τα υπό των διατάξεων των άρθρων 6 και 8 του παρόντος οριζόμενα. Το γεγονός της μη προσηκούσης εκμεταλλεύσεως, βεβαιούται δι` εκθέσεως της κατά το άρθρον 4 του παρόντος Επιτροπής.
Άρθρον 11
Δαπάναι
Αι, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου προκύπτουσαι δαπάναι βαρύνουν τον τακτικόν προϋπολογισμόν Υπουργείου Γεωργίας.
Άρθρον 12
Αι διατάξεις του άρθρου 34 του Α.Ν. 1539/1938 “περί προστασίας δημοσίων κτημάτων”, του άρθρου 254 του Αγροτικού Κώδικος, ως και του άρθρου 13 του Ν.Δ. 3958/1959 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των “περί οριστικών παραχωρητηρίων των κλήρων διατάξεων της Εποικιστικής Νομοθεσίας, κυρώσεως πράξεών τινων του Υπουργικού Συμβουλίου και άλλων τινών διατάξεων”, διατηρούνται εν ισχύι, καθ` ο μέρος αύται δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος ή δεν αφορούν εις θέματα ρυθμιζόμενα.
Άρθρον 13
Αι λεπτομέρειαι δια την εφαρμογήν του παρόντος ρυθμίζονται δια Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού της Γεωργίας.
Άρθρον 14
1. Εις το άρθρον 10 του Ν. 994/1970 “περί ρυθμίσεως θεμάτων και διαθέσεων των αποστραγγισθεισών γαιών ελών Λυσιμαχίας και Τριχωνίδος και άλλων τινών διατάξεων” προστίθεται παράγραφος 3 έχουσα ως ακολούθως:
“3. Επιτρέπεται δι` αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας η ανάλυψις και διάθεσις κοινοχρήστων ή διαθεσίμων εποικιστικών εκτάσεων κειμένων εις τας εν παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου περιοχάς, προς γεωργικήν ή κτηνοτροφικήν αποκατάστασιν παρά του Υπουργείου Γεωργίας και οικιστικήν τοιαύτην παρά του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών των ομογενών εξ `Ιμβρου και Τενέδου. Η υπό της διατάξεως του άρθρου 60 του Ν. 3194/1965 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινων του νομοθετικού διατάγματος 2536/1953 “περί επανεποικισμού των παραμεθορίων περιοχών και ενισχύσεως του πληθυσμού αυτών” προβλεπομένη παραχώρησις κοινοχρήστων εποικιστικών εκτάσεων εις το Υπουγείον Κοινωνικών Υπηρεσιών δια τους εν αυτή σκοπούς επιτρέπεται και επί των διαθεσίμων εποικιστικών εκτάσεων ως και δια την δημιουργίαν αγροτικών οικισμών.
Η αγροτική και οικιστική αποκατάστασις των ως άνω χωρούν κατά παρέκκλισιν των ισχυουσών διατάξεων της αγροτικής νομοθεσίας και της τοιαύτης περί λαϊκής κατοικίας των αναφερομένων εις την ιθαγένειαν, την κατοικίαν, τας προϋποθέσεις στεγάσεως, την επαγγελματικήν κατάστασιν, το μέγεθος του χορηγηθησομένου γεωργικού ή κτηνοτροφικού κλήρου και το ύψος του οφειλομένου τιμήματος, το οποίον δεν δύναται να είναι δια τας παραχωρουμένας γαίας ή οικόπεδον του ενός δεκάτου (1/10) του κατά τας ως άνω διατάξεις καθοριζομένου.
Οι όροι, αι προϋποθέσεις και ο τρόπος παραχωρήσεως των ως άνω γαιών ή οικοπέδων καθορίζονται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Γεωργίας και Κοινωνικών Υπηρεσιών. Επίσης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού και Κοινωνικών Υπηρεσιών καθορίζονται, κατά παρέκκλισιν των ισχυουσών διατάξεων, τα των όρων, των προϋποθέσεων και του τρόπου χορηγήσεως και εξασφαλίσεως των χορηγουμένων εις τους ανωτέρω στεγαστικών δανείων.
Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δύνανται να επεκτείνωνται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Εξωτερικών, Γεωργίας και Κοινωνικών Υπηρεσιών και εις κατηγορίας άλλων ομογενών”.
2. Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Άρθρον 15
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται μετά εν έτος από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην των διατάξεων του άρθρου 14, όπου άλλως ορίζεται.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 13 Φεβρουαρίου 1980
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς