Νόμος 969 ΦΕΚ Α΄220/20.9.1979
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας “περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων και συναφών δικονομικών διατάξεων” και άλλων τινών διατάξεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:
Άρθρον πρώτον
Το κεφάλαιον Γ` του Τμήματος ΙΙΙ του τετάρτου βιβλίου (άρθρα 377 έως 408) του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως ακολούθως:
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ`
Μικτά Δικαστήρια
ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρον 377
1. Το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον και το μικτόν ορκωτόν εφετείον συγκροτούνται καθ` έκαστον μήνα του έτους, πλήν των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου, καθ` ους μόνον δι` εξαιρετικούς λόγους δύνανται να συγκροτηθούν. Η εκτίμησις των εξαιρετικών τούτων λόγων, απόκειται εις την κρίσιν του εισαγγελέως εφετών.
2. Η σύνοδος του δικαστηρίου διαρκεί είκοσι τέσσαρας ημέρας, διαιρείται δε εις δύο δωδεκαημέρους περιόδους. Η σύνοδος δεν δύναται να παραταθή πέραν των είκοσι τεσσάτων ημερών. Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου εξακολουθεί και μετά την εικοστήν τετάρτην ημέραν, προς συνέχισιν εκδικάσεως υποθέσεως, ης η έναρξις εγένετο προ της λήξεως της συνόδου.
Άρθρον 378
1. Ο εισαγγελεύς εφετών, εντός του μηνός Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, ορίζει διά διατάξεως αυτού, την ημέραν ενάρξεως εκάστης συνόδου των μικτών ορκωτών δικαστηρίων της έδρας και περιφερείας του και του μικτού ορκωτού εφετείου της περιφερείας του διά τους επόμενούς μήνας από Οκτωβρίου μέχρις Ιουνίου. Επίσεις εντός του μηνός Ιουνίου εκάστου έτους, ορίζει διά διατάξεως αυτού, την συγκρότησιν των άνω δικαστηρίων κατά τους μήνας Ιούλιον, Αύγουστον και Σεπτέμβριον, εάν κατά την κρίσιν του εξαιρετικοί λόγοι επιβάλλουν την συγκρότησιν των και κατά τους μήνας τούτους.
2. Αι ανωτέρω διατάξεις του εισαγγελέως εφετών, εκτίθενται εις την αίθουσαν εκάστου μικτού ορκωτού δικαστηρίου και εκάστου μικτού εφετείου αντιστοίχως. Η κατά μήνα Ιούνιον εκδιδομένη εκτίθεται μόνον εις την αίθουσαν των δικαστηρίων, εις τα οποία πρόκειται να συγκροτηθούν ταύτα τους θερινούς μήνας.
Άρθρον 379
Προσόντα Ενόρκων
1. Ικανοί προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του ενόρκου είναι:
α) Διά μεν το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον, οι κατοικούντες ή μονίμως διαμένοντες εν τη έδρα του πρωτοδικείου ένθα συγκροτείται το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον Ελληνες πολίται αμφοτέρων των φυλών έχοντες συμπληρώσει το 30ον έτος της ηλικίας των και μη υπερβάντες το 70ον, κεκτημένοι τουλάχιστον απολυτήριον στοιχειωδούς εκπαιδεύσεως και απολαυόντες των πολιτικών των δικαιωμάτων.
β) Διά δε το μικτόν ορκωτόν εφετείον, οι κατοικούντες ή μονίμως διαμένοντες εν τη έδρα του εφετείου, ένθα συγκροτείται το μικτόν ορκωτόν εφετείον, Ελληνες πολίται αμφοτέρων των φύλων, έχοντες συμπληρώσει το 40ον έτος της ηλικίας των και μη υπερβάντες το 70ον , κεκτημένοι τουλάχιστον απολυτήριον Γυμνασίου παλαιού τύπου ή Λυκείου και απολαύοντες των πολιτικών των δικαιωμάτων. Εάν δεν υπάρχει ικανός αριθμός ενόρκων κατοικούντων ή μονίμως διαμενόντων εν τη έδρα του εφετείου, θεωρούνται ικανοί προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του ενόρκου και οι κατοικούντες ή μονίμως διαμένοντες εκτός της έδρας αλλ` εν τη περιφερεία του εφετείου.
2. Ως κατοικούντες ή μονίμως διαμένοντες εν τη έδρα του δικαστηρίου, θεωρούνται και οι εν τη έδρα τούτου υπηρετούντες δημόσιοι πολιτικοί, δημοτικοί ή κοινοτικοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ως και οι εν τη έδρα αυτού υπηρετούντες υπάλληλοι Οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και Τραπεζών.
Άρθρον 380
Κωλύματα ενόρκων
1. Κωλύονται να είναι ένορκοι:
α) Ισοβίως μεν οι Κληρικοί παντός θρησκεύματος και παντός εν γένει βαθμού, ως και οι μοναχοί.
β) Προσκαίρως, δε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, οι Αντιπροέδροι της Κυβερνήσεως, οι Υπουργοί, οι Υφυπουργοί, οι Γενικοί Γραμματείς των Υπουργείων, οι Βουλευταί. οι Καθηγηταί Πανεπιστημίων, οι Νομάρχαι, οι διπλωματικοί υπάλληλοι, οι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί πάσης κατηγορίας και οι Πάρεδροι, το κύριον προσωπικόν του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι Δήμαρχοι, οι Πρόεδροι Κοινοτήτων και οι υπάλληλοι της γραμματείας πάντων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθ` όν χρόνον διααρκεί η ιδιότης των αύτη.
Άρθρον 381
Ισόβιος ανικανότης
Ισοβίως μη ικανοί προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του ενόρκου, ανεξαρτήτως αποκαταστάσεως ή μη, είναι οι αμετακλήτως καταδικασθέντες δι` οιονδήποτε έγκλημα πήγασαν εκ δόλου, εις ποινήν στερητικήν της ελευθερίας ,ανωτέραν των τριών μηνών.
Άρθρον 382
Πρόσκαιρος ανικανότης
Προσκαίρως μη ικανοί προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του ενόρκου είναι: 1) οι παραπεμφθέντες δι` οιονδήποτε εκ δόλου πηγάζον έγκλημα, καθ` ου ο νόμος απειλεί ποινήν φυλακίσεως τουλάχιστον τριών (3) μηνών. 2) Οι τελούντες υπό δικαστικήν απαγόρευσιν ή αντίληψιν. 3) Οι πρωχεύσαντες μέχρι της αποκαταστάσεως των. 4) Οι διανοητικώς πάσχοντες 5) Οι τυφλοί και οι κωφάλαλοι.
Άρθρον 383
Ετήσιοι γενικοί κατάλόγοι ενόρκων
1. Το συμβούλιον των πλημμελειοδικών και το συμβούλιον των εφετών, μετ` ακρόασιν του παρ` αυτοίς εισαγγελέως, κατααρτίζουν μέχρι της 20ης Απριλίου εκάστου έτους, τον ετήσιον κατάλογον των ενόρκων διά το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον και το μικτόν ορκωτόν εφετείον, αντιστοίχως, βάσει των κριτηρίων των άρθρων 379, 380, 381 και 382.
2. Οι κατάλογοι συντάσσονται κατ` αλφαβητικήν σειράν επωνύμου και περιέχουν το κύριον όνομα, το όνομα πατρός και επί εγγάμου γυναικός το ονοματεπώνυμον του συζύγου της, την ηλικίαν, το επάγγελμα, την διεύθυνσιν και τας γραμματικάς γνώσεις. Κατά την σύνταξιν των καταλόγων, προτιμώνται πάντοτε, οι παρέχοντες τα εχεγγυα χρηστότητος, αμεροληψίας, ανεξαρτησίας γνώμης και κοινωνικής πείρας, προσέτι δε και οι έχοντες μείζοντα μόρφωσιν της υπό του νόμου, δι` έκαστον κατάλογον ενόρκών, απαιτουμένης.
3. Διά την σύνταξιν του καταλόγου, οι άνω εισαγγελείς δύνανται να ζητούν σχετικάς πληροφορίας και ονομαστικάς καταστάσεις περιεχούσας τα εν τη προηγουμένη παραγράφω στοιχεία, παρά πάσης Δημοσίας, Δημοτικής ή Κοινοτικής Αρχής, καθώς και Δημοσίας, Δημοτικής ή Κοινωτικής Αρχής, καθώς και παρά παντός Νομικού Προσώπου Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου. Τα συλλεγέντα στοιχεία, διαβιβάζονται εγκαίρως υπό του εισαγγελέως εις το εν τη πρώτη παραγράφω αντίστοιχον συμβούλιον, το οποίον δύναται εκ τούτων να περιλάβη εις τον κατάλογον, όσα εκ των ονομάτων ήθελε κρίνει. Δύναται επίσεις εκάτερον συμβούλιον να συμπεριλάβη και έτερα ονόματα εκτός των άνω καταλόγων.
4. Ο κατάλογος αποτελείται, κατά το δυνατόν, εξ ίσου αριθμού ονομάτων ανδρών και γυναικών.
Περιλαμβάνει δε εν συνόλω:
α) διά τας Αθήνας μέχρι 1.200, αλλ` ουχί έλασσον των 800 ονομάτων,
β) διά την Θεσσαλονίκην, Πειραιά και Πάτρας μέχρι 1.000, αλλ` ουχί έλασσον των 600 ονομάτων και
γ) διά τας λοιπάς πόλεις μέχρι 750 αλλ` ουχί έλασσον των 150 ονομάτων.
5. Μέχρι τέλους Απριλίου το βραδύτερον αποστέλεται υπό του εισαγγελέως ανά εν αντίγραφον του συνταγέντος καταλόγου ενόρκων εις τον γραμματέα του παρ` ω τελεί συμβουλίου και εις τον δήμαρχον της έδρας τούτου, από δε της πρώτης έως και της δεκάτης έδρας τουτου, από δε της πρώτης έως και της δεκάτης πέμπτης Μαϊου οι κατάλογοι παραμένουν ανηρτημένοι εν τοις γραφείοις του συμβουλίου και του δημαρχείου προς γνώσιν των πολιτών.
Άρθρον 384
Αιτήσεις – ενστάσεις και εκδίκασις τούτων. Οριστικοποίησις καταλόγου
1. Μέχρι τέλους Μαϊου ο εισαγγελεύς πρωτοδικών, οι εις τον κατάλογον περιληφθέντες, ως και πας πολίτης, δύνανται να απευθύνουν ενώπιον του συμβουλίου πλημελειοδικών αιτήσεις περί εγγραφής ενόρκων εχόντων τα των μη εχόντων ή απολεσάντων ταύτα ή των υπαγομένων εις τινά των εν άρθροις 380, 381 και 382 περιπτώσεων κωλύματος ή ισοβίου ή προσκαίρου ανικανότητος ή των αγνώστου διαμονής ή ανυπάρκτων προσώπων ή των αποβιωσάντων. Αι αιτήσεις και ενστάσεις γίνονται ενώπιον του γραμματέως της εισαγγελίας πρωτοδικών δι` εγγράφου εγχειρίσεως ή και προφορικώς, συντασσομένης εν τη δευτέρα των περιπτώσεων, εκθέσεως περί προφορικής αιτήσεως ή ενστάσεως, υποθέσεως περί προφορικής αιτήσεως ή ενστάσεως, υπογραφομένης υπό του αιτούντος ή του ενισταμένου και του γραμματέως, όστις υποβάλλει ταύτας εις τον παρ` ω τελεί εισαγγελέα.
2. Εντός του πρώτου δεκαημέρου του μηνός Ιουνίου ο εισαγγελεύς πρωτοδικών υποβάλλει τας εν τη προηγουμένη παραγράφω αιτήσεις και ενστάσεις μετά των προτάσεων του εις το συμβούλιον πλημμελειοδικών.
3. Το συμβούλιον πλημμελειοδικών αποφαίνεται δι` αποφάσεώς του επί των αιτήσεων και ενστάσεων, εντός του αυτού μηνός, εγγράφει δε τους εγγραπτέους, διαγράφει τους διαγραπτέους και κηρύσσει οριστικόν τον κατάλογον, όστις και ισχύει διά το αμέσως επόμενον δικαστικόν έτος από 1 Οκτωβρίου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.
4. Εάν εξ οιουδήποτε λόγου δεν καταρτισθή ή δεν κηρυχθή οριστικός ετήσιος γενικός κατάλογος, ισχύει ο του προηγουμένου δικαστικού έτους.
Άρθρον 385
Κατάλογος ενόρκων διά την σύνοδον
1. Δέκα πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της ενάρξεως της συνόδου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου εκάστου μηνός, το οικείον συμβούλιον πλημμελειοδικών, δι` αποφάσεώς του, μετ` ακρόασιν του εισαγγελέως, εκλέγει διά την σύνοδον ταύτην εκ του ετησίου γενικού καταλόγου, α) εν Αθήναις 100 ενόρκους, β) εν εκάστη των πόλεων Θεσσαλονίκης, Πειραιώς και Πατρών 80 ενόρκους και γ) εν εκάστη των λοιπών πόλεων 60 ενόρκους.
2. Κατά την αυτήν της εκλογής ημέραν το τριμελές πλημμελειοδικείον, συντασσομένου πρακτικού, προβαίνει, παρόντος και του εισαγγελέως, εκ των κατά την προηγουμένην παράγραφον εκλεγέντων, εις κλήρωσιν α) διά το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον της πόλεως Αθηνών 40 ενόρκων, β) διά το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον εκάστης των πόλεων Θεσσαλονίκης, Πειραιώς και Πατρών 36 ενόρκων και γ) διά το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον εκάστης των λοιπών πόλεων 32 ενόρκων.
Εις τον εν τω πρακτικώ περιλαμβανομένον κατάλογον των διά την σύνοδον κληρωθέντων ενόρκων, καταχωρίζονται τα ονόματα τούτων, κατά τάξιν κληρώσεως αυτών, σημειουμένου και του αριθμού, ον έκαστος κληρωθείς φέρει εν τω ερησίω γενικώ καταλόγω. Οι κληρωθέντες ένορκοι δεν περιλαμβάνονται εις την εκλογήν ενόρκων διά την σύνοδον του αμέσως επομένου μηνός.
3. Εκ των κατά την προηγούμενην παράγραφον κληροθέντων ενόρκων:
α) οι 20 πρώτοι κληρωθέντες υπό του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών είναι οι ένορκοι της περιόδου του πρώτου δωδεκαημέρου της συνοδού του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, οι δε μετ` αυτούς 20 λοιποί είναι οι ένορκοι της περιόδου του δευτερου δωδεκαημέρου της αυτής συνόδου,
β) οι 18 πρώτοι κληρωθέντες παρ` εκάστου των Συμβουλίων Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, Πειραιώς και Πατρών είναι οι ένορκοι της περιόδου του πρώτου δωδεκαημέρου της συνόδου του εν έδρα τούτων Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, οι δε μετ` αυτούς 18 λοιποί είναι οι ένορκοι της περιόδου του δευτέρου δωδεκαημέρου της αυτής συνόδου και γ) οι 16 πρώτοι κληρωθέντες παρ` εκάστου των συμβουλίων πλημμελειοδικών των λοιπών πόλεων είναι οι ένορκοι της περιόδου του πρώτου δωδεκαημέρου της συνόδου του εν τη έδρα τούτων μικτού ορκωτού δικαστηρίου, οι δε μετ` αυτούς 16 λοιποί είναι οι ένορκοι της περιόδου του δευτέρου δωδεκαημέρου της αυτής συνόδου.
Άρθρον 386
Παράλειψις εκλογής και κλήρώσεως
Εάν εξ οιουδήποτε λόγου παρελείφθη υπό τινος συμβουλίου πλημμελειοδικών ή τριμελούς πλημμελειοδικείου ή κατά το προηγούμενον άρθρον εκλογή ή κλήρωσις ενόρκων της προηγούμενης, δι` ην ενηργήθη κλήρωσις, συνόδου και αν έτι θεωρουμένων των ενόρκων τούτων ως κληρωθέντων και διά την περί ης η παράλειψις σύνοδον, μη ισχύοντος του εν τω τελευταίω εδαφίω της παραγράφου 2 του προηγουμένου άρθρου περιορισμού.
Άρθρον 387
Κλήτευσις και δηλώσεις κληρωθέντων ενόρκων
1. Οι διά την σύνοδον κληρωθέντες ένορκοι καλούνται διά κλήσεως του εισαγγελέως πρωτοδικών να εμφανισθούν ενώπιον των τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου κατά την ημέραν ενάρξεως της συνόδου και να εμφανίζωνται ενώπιον αυτών καθ` εκάστην δικάσιμον της δωδεκαημέρου περιόδου, δι` ην εκληρωθήσαν, προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων των.
2. Η κλήσις επιδίδεται εις τους κληρωθέντας κατά τας διατάξεις του άρθρου 155 παρ. 1-2 πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της ενάρξεως της συνόδου.
3. Οι κληρωθέντες διά την σύνοδον ένορκοι οφείλουν προ της ημέρας ενάρξεως της συνόδου να δηλώσουν εις τον εισαγγελέα πρωτοδικών, καλούμενοι παρ` αυτού επί τούτω, εάν έχουν ή απώλεσαν τα κατ` άρθρον 379 προσόντα ή εάν υπάγωνται εις τινα των εν άρθροις 380, 381 και 382 περιπτώσεων κωλύματος ή ισοβίου ή προσκαίρου ανικανότητος προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του ενόρκου.
4. Εις τοιαύτην δήλωσιν δύνανται ούτοι να προβούν και οίκοθεν.
5. Περί της δηλώσεως συντάσσεται έκθεσις, υπογραφομένη υυπό του δηλούντος, του εισαγγελέως και του γραμματέως.
6. Ο ένορκος, παραλείπων την επί προσκλήσει του εισαγγελέως οφειλομένην δήλωσιν ή αποκρύπτων δι` αυτής ή της οίκοθεν γενομένης τοιαύτης την αλήθειαν, τιμωρείται διά φυλακίσεως μέχρι ενός έτους ή διά χρηματικής ποινής.
Άρθρον 388
Διαγραφή και αντικατάστασις κληρωθέντων ενόρκων
1. Κατά την επ` ακροατηρίω συνεδρίασιν της ημέρας ενάρξεως της συνόδου αναγιγνώσκεται ο κατάλογος των διά την σύνοδον κληρωθέντων ενόρκων δι` αμφοτέρας τας δωδεκαημέρους περιόδους της συνόδου. Αμα τη αναγνώσει οι τακτικοί δικασταί του μικτού ορκωτού δικαστηρίου διατάσσουν, γιγνομένης περί τούτου μνείας εν τω πρακτικώ συνεδριάσεως, την διαγραφήν εκείνων εκ των κληρωθέντων ενόρκων, περί των οποίων προκύπτει ότι δεν έχουν ή ότι απώλεσαν τα κατά τας διατάξεις του άρθρου 379 προσόντα ή ότι υπάγονται εις τινά των κατά τας διατάξεις των άρθρων 380, 381 και 382 περιπτώσεων κωλύματος ή ισοβίου ή προσκαίρου ανικανότητος προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του ενόρκου ή ότι είναι αγνώστου διαμονής ή ανύπαρκτα πρόσωπα ή ότι απεβίωσαν. Επίσεις, κατά τον αυτόν ως άνω τρόπον, επί των κατ` άρθρον 387 παρ. 3-4 δηλώσεων, διατάσσουν την εκ του αυτού καταλόγου της συνόδου διαγραφήν των υποβαλόντων τας δηλώσεις ταύτας, εφ` όσον και δι` αυτούς συντρέχει λόγος τις εκ των ανωτέρω αναφερομένων εν σχέσει προς τα προσόντα και τας περιπτώσεις κωλύματος ή ισοβίου ή προσκαίρου ανικανότητος.
2. Αμα τη διαγραφή, οι αυτοί τακτικοί δικασταί γιγνομένης μνείας εν τω πρακτικώ, προβαίνουν, κατά την αυτήν συνεδρίασιν, εκ των κατ` άρθρον 385 παρ. 1 εκλεγέντων διά την σύνοδον ενόρκων, εις κλήρωσιν ετέρων, ισαριθμων δε και αντιστοίχων προς τους διαγραφέντας, ενόρκων, οι οποίοι αντικαθιστούν τους διαγραφέντας, ενόρκων οι οποίοι αντικαθιστούν τους διαγραφέντας και λαμβάνουν την θέσιν αυτών υπό τον αριθμόν κληρώσεως, ον είχον οι διαγραφέντες. Οι ούτω κληρούμενοι ένορκοι ειδοποιούνται αμέσως, δι` επιδόσεως κλήσεως του εισαγγελέως πρωτοδικών, ίνα εμφανίζωνται ενώπιον των τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου εις τας επομένας από της κληρώσεως των δικασίμους της δψδεκαημέρου περιόδου, δι` ην εκληρώθησαν, προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων των.
3. Τα οριζόμενα εις τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και εις τας παραγράφους 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 387 ενεργούνται και διαρκούσης της συνόδου εάν κατ` αυτήν προκύψουν δυσχέρειαι, εκ των εις τα άρθρα ταύτα λόγων, διά την σύνθεσιν του μικτού ορκωτού δικαστηρίου.
Άρθρον 389
Απαλλαγαί εκ τελών
Απασαι αι κατά το άρθρον 384 παρ. 2 αιτήσεις, ενστάσεις και εκθέσεις περί εγγραφής ή διαγραφής ενόρκων, ως και αι κατά το άρθρον 387 παράγρ. 3, 4, 5 και 6 δηλώσεις και εκθέσεις περί προσόντων, κωλυμάτων ή ισοβίου ή προσκαίρου ανικανότητος ενόρκων, καθώς και τα επί τούτων κατά το άρθρον 388 παρ. 1 και 2 πρακτικά, συντάσσονται εφ` απλού χάρτου.
Άρθρον 390
Αμφιβολίαι περί ταυτότητος κληρωθέντων ενόρκων
1. Πάσα αμφιβολία ή αμφισβήτησις περί της ταυτότητος κληρωθέντος διά την σύνοδον ενόρκου δύναται να προβληθή εις τους τακτικούς δικαστάς του μικτού ορκωτού δικαστηρίου μόνον κατά την ανάγνωσιν του καταλόγου των ενόρκων είτε την ημέραν ενάρξεως της συνόδου είτε την ημέραν δικασίμου προς εκδίκασιν υποθέσεως, αλλλ` εν τη δευτέρα των περιπτώσεων ευθύς άνα τη εκφωνήσει του ονόματος του περί ου πρόκειται ενόρκου, τη ενεργουμένη προς συμπλήρωσιν των ονομάτων διά την τοποθέτησιν εις την κληρωτίδα, προ πάσης δε εκφωνήσεως επομένου ονόματος, καλυπτομένης άλλως πάσης εντεύθεν ακυρότητος.
2. Εάν οι τακτικοί δικασταί αποφανθούν ότι ο κλητευθείς ή εμφανισθείς δεν είναι ο κληρωθείς ένορκος, ότι δε ο κληρωθείς τοιούτος δεν έχει ή απώλεσε τα κατ` άρθρον 379 προσόντα ή ότι υπάγεται εις τινα των κατά τα άρθρα 380, 381 και 382 περιπτώσεων κωλύματος ή ισοβίου ή προσκαίρου ανικανότητος ή ότι είναι αγνώστου διαμονής ή ανύπαρκτον πρόσωπον ή ότι απεβίωσε, διατάσσουν την διαγραφήν αυτού εκ του καταλόγου των διά τ ην σύνοδον ενόρκων. Μεθ` ο, ενεργούνται τα εν άρθρω 388 παρ. 2 οριζόμενα.
Άρθρον 391
Συνέπειαι απουσίας ενόρκων – Ποινή λιπενόρκων
1. Οι διά την σύνοδον κληρωθέντες ένορκοι, εφ` όσον εκλητευθησαν κατά το άρθρον 387 παρ. 1 και 2, οφείλουν να εμφανίζωνται ενώπιον των τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου κατά την ημέραν ενάρξεως της συνόδου, ως και κατά πάσαν δικάσιμον της δωδεκαημέρου περιόδου, δι` ήν εκληρώθησαν, προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων των. Την αυτήν υποχρέωσιν κατά πάσαν δικάσιμον της περιόδου, δι` ήν εκληρώθη, έχει και πας ένορκος πληρωθείς εις αντικατάστασιν διαγραφέντος, εφ` όσον ειδοποιήθη προς τούτο κατά το άρθρον 388 παρ. 2 .
2. Οι εν τη προηγουμένη παραγράφω ένορκοι απουσιάζοντες άνευ νομίμου λόγου, τιμωρούνται δι` αποφάσεως των τακτικών δικαστών αμέσως μετά την ανάγνωσιν του καταλόγου των ενόρκων, διά χρηματικής ποινής 3.000 έως 10.000 δραχμών.
3. Νόμιμοι λόγοι απουσίας θεωρούνται: α) νόσος του ενόρκου ή μέλους της οικογενείας αυτού, μη επιτρέπουσα την προσωπικήν αυτού εμφάνισιν, βεβαιουμένη δι` ιατρικής πιστοποιήσεως, β) έκτακτος δημοσία υπηρεσία, βεβαιουμένη επισήμως και ητιολογημένως υπό της προϊσταμένης αρχής, γ) λόγοι σπουδαίοι και ειδικώς διαπιστούμενοι, καταστήσαντες αδύνατον την προσωπικήν εμφάνισιν του ενόρκου.
4. Οι τακτικοί δικασταί του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, ανεξαρτήτως της εφαρμογής των προηγουμένων παραγράφων και του άρθρου 392 οριζομένων, δύνανται, εάν η απουσία ενόρκων καθιστά αδύνατον την κλήρωσιν διά την σύνθεσιν του δικαστηρίου, να διατάσσουν την βιαίαν αυτών προσαγωγήν, προς εκτέλεσιν δε ταύτης, την διακοπήν της συνεδριάσεως κατά το άρθρον 402.
5. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων και του άρθρου 392 εφαρμόζονται αναλόγως και εάν χωρίς να συντρέχη περίπτωσις ανωτέρας βίας, ο κληρωθείς ένορκος απεχώρησε διαρκούσης της συνεδριάσεως ή δεν επανήλθεν εις αυτήν μετά πάσαν διακοπήν της.
Άρθρον 392
Αίτησις ακυρώσεως τιμωρηθέντων ενόρκων
1. Αποφάσεις, επιβάλλουσαι την κατά την παράγραφον 2 του προηγουμένου άρθρου ποινήν, συντάσσονται και υπογράφονται εντός πέντε ημερών, αποστέλλονται εν αντιγράφω υπό του γραμματέως το βραδύτερον την επιούσαν από της υπογραφής των εις τον εισαγγελέα εφετών, προκειμένου δε περί δικαστηρίου εκτός έδρας εφετείου εις τον εισαγγελέα πρωτοδικών. Ο εισαγγελεύς επιμελείται αυθημερόν της, διά δικαστικού επιμελητού ή επιμελητού δικαστηρίων, επιδόσεως της αποφάσεως εις τον τιμωρηθέντα. Εφ` όσον η επίδοσις γίνεται εκτός των συνοικισμών ή προαστίων, αυτής, δύναται, εν ελλείψει, απουσία ή κωλύματι επιμελητού εν τω τόπω επιδόσεως, να παραγγελθή δι` αυτήν και παν όργανον της δημοσίας δυνάμεως.
2. Εάν ο τιμωρηθείς ένορκος είχε νόμιμον λόγον απουσίας, αλλ` εξ ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτων αιτιών δεν ηδυνήθη να καταστήση τούτον γνωστόν εις τους τακτικούς δικαστάς του μικτού ορκωτού δικαστηρίου κατά την ημέραν της απουσίας του , δύναται εντός 15 ημερών από της επιδόσεως να υποβάλη αίτησιν ακυρώσεως της αποφάσεως, εγχειριζομένην εις τον γραμματέα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, συντασσομένης εκθέσεως εγχειρίσεως. Η αίτησις δέον να περιέχη ειδικώς και συγκεκριμένως τον λόγον της απουσίας, ως και τα περιστατικά, εξ ων δεν κατέστη δυνατή η έγκαιρος γνωστοποίησις αυτού, καταχωρίζεται δε αυθωρεί υπό του γραμματέως εις το οικείον βιβλίον και αποστέλλεται αμέσως εις τον κατά την παράγραφον 1 εισαγγελέα.
3. Η κατά τα ανωτέρω υποβολή αιτήσεως ακυρώσεως αναστέλλει την εκτέλεσιν της αποφάσεως.
4. Ο εισαγγελέυς εισάγει την αίτησιν το συντομώτερον εις επομένην σύνοδον, αλλά μετά προηγούμενην κλήτευσιν του αιτούντος. Η επίδοσις της κλήσεως γίνεται οκτώ τουλάχιστον ημέρας προ της συζητήσεως, η προθεσμία δε αύτη της εμφανίσεως δεν παρεκτείνεται λόγο αποστάσεως.
5. Επί της αιτήσεως αποφαίνονται αμετακλήτως οι τακτικοί δικασταί του μικτού ορκωτού δικαστηρίου. Ο αιτών υποχρεούται να εμφανισθή αυτοπροσώπως ή να παραστή διά πληρεξουσίου έχοντος ειδικήν εντολήν παρεχομένην διά συμβολαιογραφικού εγγράφου. Αλλως η αίτησις απορρίπτεται ως ανυπόστήρικτος. Εάν η αίτησις γίνη τύποις δεκτή και κριθή βάσιμος κατ` ουσίας, ακυρούται η προσβαλλομένη απόφασις.
Άρθρον 393
Αδειαι απουσίας ενόρκων
1. Αιτήσει του ενόρκου δύναται διαρκούσης της συνόδου να χορηγηθή εις τούτον άδεια απουσίας.
2. Η άδεια χορηγείται δι` αποφάσεως των τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου μόνον εφ` όσον ητιολογημένως διαπιστωθεί ότι υπάρχει απόλυτος ανάγκη όπως ο ένορκος αποσχή των συνεδριάσεων ή απομακρυνθή της έδρας του δικαστηρίου, πιθανολογείται δε ότι δεν θα προκύψουν εντεύθεν δυσχέρειαι διά την κλήρωσιν ενόρκων προς συζήτησιν των υποθέσεων.
Άρθρον 394
Κλήρωσις ενόρκων προς συζήτησιν υποθέσεως
Προ της ενάρξεως της συζητήσεως εκάστης υποθέσεως άρχεται εν δημοσία συνεδριάσει παρόντος του εισαγγελέως και του κατηγορουμένου ή ανάγνωσις του καταλόγου των ενόρκων της δωδεκαημέρου περιόδου, εις ην προσδιωρίσθη η υπόθεσις, εκφωνουμένων των εν αυτώ ονομάτων κατά την εν τούτω σειράν, μέχρις ου συμπληρωθή εκ των παρόντων ενόρκων ο αριθμος των δέκα (10) εξ αυτών. Τα ονόματα των δέκα (10) τούτων ενόρκων τίθενται εις την κληρωτίδα προς κλήρωσιν των τεσσάρων (4) ένόρκων, οίτινες μετέχουν μετά των τακτικών δικαστών της συνθέσεως του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, όπερ θα δικάση την υπόθεσιν.
Άρθρον 395
Ασυμβίβαστον ενόρκων
Επί τη αιτήσει του εισαγγελέως , του πολιτικώς ενάγοντος ή του κατηγορουμένου, ως και επί τη δηλώσει του ενόρκου, ούτινος το όνομα εξεφωνήθη εκ του καταλόγου και μετ` απόφασιν των τακτικών δικαστών, δεν τίθεται εις την κληρωτίδα το όνομα του ενόρκου, όστις ως εκ της υπηρεσίας αυτού συνέπραξεν αμέσως ή εμμέσως εις την ανάκρισιν της υποθέσεως ή ως μάρτυς εμαρτύρησεν ή ως πραγματογνώμων εγνωμοδότησεν ή έχει συμφέρον ως αδικηθείς ή ζημιωθείς ή παρέστη ως συνήγορος κατά την προδικασίαν τινός των διαδίκων, συμβουλεύσας, συντάξας υπομνήματα, δικόγραφα πολιτικών αγωγών, αιτήσεων κ.λπ. ή παρέστη ή παρίσταται ως τοιούτος επ` ακροατηρίω υπέρ οιουδήποτε συμμετόχου ή του πολιτικώς ενάγοντος ή του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου, προς δε των κατ` ευθείαν γραμμην ή εκ πλαγίου συγγενών μέχρις έκτου βαθμού εξ αίματος ή τετάρτου εξ αγχιστείας του πολιτικώς ενάγοντος, του κατηγορουμένου, του αστικώς υπευθύνου ή των συνηγόρων. Ούτω, παραλειπομένων των ονομάτων ισαρίθμων επομένων τοιούτων, μέχρις ου συμπληρώθη ο αριθμός των διά την κληρωτίδα δέκα (10) ενόρκων. Μη υποβληθείσης αιτήσεως, ουδέ γενομένης δηλώσεως, η συγκρότησις του μικτού ορκωτού δικαστηρίου λογίζεται νόμιμος, καλυπτόμενης πάσης εντεύθεν ακυρότητος.
Άρθρον 396
Εξαίρεσις ενόρκων
1. Αφού τεθούν εις την κληρωτίδα κατά τα άρθρα 394 και 395 τα ονόματα των δέκα (10) ενόρκων, ο πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου εξάγει εκ ταύτης ανά εν όνομα, όπερ εκφωνεί και γνωστοποιεί ιδιαιτέρως εις τον εισαγγελέα και τον κατηγορούμενον, προς άσκησιν υπ` αυτών του κατά την επομένην παράγραφον δικαιώματος εξαιρέσεως, μέχρις ου, μετά την εξάντλησιν του δικαιώματος εξαιρέσεως, συμπληρώθη ο αριθμός των διά την σύνθεσιν του δικαστηρίου απαιτουμένων τεσσάρων (4) ενόρκων.
2. Ο εισαγγελεύς και ο κατηγορούμενος έχουν το δικαίωμα να εξαιρέσουν έκαστος ανά δύο ενόρκους.
3. Επί πλειόνων κατηγορουμένων εις την αυτήν δίκην και εφ` όσον ούτοι δεν συμφωνούν ως προς την εξαίρεσιν, προσδιορίζεται διά κλήρου η τάξις, καθ` ην έκαστος των κατηγορουμένων θέλει ασκήσει το δικαίωμα της εξαιρέσεως, ούτως ώστε, ο πρώτος λαχών κατηγορούμενος ερωτάται προ των άλλων, τούτου δε μη ασκήσαντος το δικαίωμα της εξαιρέσεως, ο δεύτερος και ούτω καθ` εξής, μέχρις εξαντλήσεωςταου δικαιώματος εξαιρέσεως των ενόρκων.
4. Περί εκάστου ονόματος δύναται πρώτος ο εισαγγελεύς και μετά ταύτα ο κατηγορούμενος να εκφρασθή ελευθέρως, εάν θέλη να εξαιρέση τον ένορκον, του οποίου το όνομα εξήχθη. Ούτε ο κατηγορούμενος, ούτε ο εισαγγελεύς υποχρεούνται να εκθέσουν τους λόγους εξαιρέσεως.
Άρθρον 397
Αναπληρωματικοί ένορκοι
1. Εάν ο πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου κρίνη ότι, ένεκα της προβλεπομένης διαρκείας της δίκης, ενδέχεται να κωλυθούν τινες των ενόρκων όπως παραμείνουν εν τη συνθέσει του δικαστηρίου μέχρι πέρατος της διαδικασίας, δύναται κατά την ανάγνωσιν του καταλόγου των ενόρκων, να διατάξη την εκφώνησιν των ονομάτων δύο (2) εισέτι ενόρκων, πέραν των κατά το άρθρον 394 οριζομένων δέκα (10) ενόρκων. Εις την περίπτωσιν ταύτην το άρθρον 395 εφαρμόζεται και κατά την εκφώνησιν των ονομάτων των δύο (2) τούτων ενόρκων, εις δε την κληρωτίδα τίθενται τα ούτως εκφωνούμενα ονόματα δώδεκα (12) ενόρκων, εκ των οποίων κληρούνται εξ (6) ένορκοι, ο δε κατηγορούμενος, πέραν του κατ` άρθρον 396 παρ. 2 δικαιώματος του εξαιρέσεως, δύναται να εξαιρέσει και ένα (1) επί πλέον ένορκον.
2. Εκ των κατά την προηγούμενην παράγραφον κληρουμένων εξ (6) ενόρκων, οι τέσσαρες (4) πρώτοι κατά σειράν κληρώσεως των, τους προ του πέρατος της διαδικασίας τυχόν αποχωρήσαντας τακτικούς ενόρκους.
Άρθρον 398
Ορκος ενόρκων
1. Οι κληρωθέντες και μη εξαιρεθέντες ένορκοί καταλαμβάνουν τας επί της έδρας του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, ένθεν και ένθεν των τακτικών δικαστών, καθωρισμένας θέσεις των και είτα δίδουν τον νενομισμένον όρκον.
2. Οι ένορκοι, τακτικί και αναπληρωματικοί, ορκίζονται εν τη δημοσία συνεδριάσει, παρόντων του εισαγγελέως και του κατηγορουμένου.
3. Ο πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου αναγιγνώσκει εις τους ενόρκους τον εξής όρκον: “Ομόσατε και υποσχεθήτε, ότι θα θεωρήσετε με προσοχήν και θα εξητάσετε ευσυνειδήτως, κατά την προκειμένην δικαστικήν συζήτησιν, την κατά του ……………………………………….. κατηγορίαν και την υπεράσπισίν του, ότι δεν θα συνεννοηθήτε με κανένα περί της εκδοθησομένης αποφάσεως και ότι, εκλπηρούντες τα εις υμάς ως ενόρκους επιβαλλόμενα καθήκοντα, δεν θα πράξητε κατά φιλίαν, έχθραν, χάριν, ούτε προς ιδιαιτέραν τινά ωφέλειαν ή δι` άλλην τοιαύτην αιτίαν, αλλά θα έχητε προ οφθαλμών μόνον τον Θεόν, την δικαιοσύνην και την αλήθειαν και θα δώσητε την φήφον σαν κατά συνείδησιν και κατά την εκ των συζητήσεων προελθούσαν ελευθέραν πεποίθησιν σας, προσφερόμενοι, κατά πάντα πιστώς και αδόλως, διά να έχητε βοηθόν τον Θεόν και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον”.
4. Εις τους μη πρεσβέυοντας την Χριστιανικήν Θρησκείαν ενόρκους επαναλαμβάνεται υπό του προέδρου η ανάγνωσις τους εν τη προηγουμένη παραγράφω όρκου άνευ της εν τέλει επικλήσεως του Ιερού Ευαγγελίου. Εάν όμως ο όρκος δοθή και άνευ της τροπολογίας ταύτης, χωρίς να γίνη αντίρρησις, είναι έγκυρος, καλυπτομένης πάσης εντεύθεν ακυρότητος.
5. Μετά την αναγνώρισιν του όρκου, ο πρόεδρος του δικαστηρίου καλεί κατ` όνομα έκαστον των ενόρκων, όστις ανατείνων την δεξιάν, προφέρει την λέξιν “ομνύω”.
Άρθρον 399
Προτασις ακυρότητος
Επιφυλασσομένων των εν άρθροις 390 παρ. 1, 395 και 398 παρ. 3 ειδικών διατάξεων, πάσα ακυρότης εκ της παραβάσεως, των, περί προσόντων, κωλυμάτων και ισοβίου ή προσκαίρου ανικανότητος των ενόρκων, διατάξεων, ως και πάσα τυχόν άλλη τοιαύτη εκ της παραβάσεως ετέρων, εν σχέση προς τους ενόρκους διατάξεων, δύναται να προταθή μόνον μέχρι της επ` ακροατηρίω αναγνώσεως του καταλόγου των ενόρκων (άρθρα 394 και 397), εάν δε αφορά εις ωρισμένον προσωπικώς ένορκον, μόνον άμα τη εκφωνήσει του ονόματός του και προ της εκφωνήσεως του αμέσως επομένου ονόματος. Αλλως, η εκ της παραβάσεως ακυρότης καλύπτεται.
Άρθρον 400
Κλήρωσις διά πλειόντας υποθέσεις
Εάν εις μίαν και την αυτήν δικάσιμον έχουν ορισθή προς εκδίκασιν πλείονες της μίας υποθέσεις, δύναται, μετ` απόφασιν των τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, να γίνη μία μόνον κήρωσις ενόρκων, δι` απάσας τας υποθέσεις, εφαρμοζομένων άπαξ των εν άρθροις 394 έως και 398 οριζομένων, εφ` όσον κατηγορούμενος εις εκάστην υπόθεσιν είναι το αυτό ή τα αυτά αποκλειστικώς πρόσωπα.
Άρθρον 401
Κλήρωσις διά πλείονας υποθέσεις. Αι ψήφοι των τακτικών δικαστών και των ενόρκων είναι ισότιμοι. Τα εις τους δικαστάς διδόμενα κατά το άρθρον 537 δικαιώμα έχουν και οι ένορκοι.
Άρθρον 402
Διακοπή συνεδριάσεως και διορισμός συνηγόρου
Αι διατάξεις των άρθρων 375 και 376 εφαρμόζονται και εν τη ενώπιον του μικτού δικαστηρίου διαδικασία επι κακουργήματι. Αλλ` η διακοπή της δίκης δεν δύναται να είναι μείζων των τριών ημερών.
Άρθρον 403
Απαγγελία κατηγορίας – Αναγνώρισις του βουλεύματος
1. Μετά την συγκρότησιν του δικαστηρίου ενεργούνται τα εν τοις άρθροις 339 και 342 ωρισμένα. Μετά ταύτα ο εισαγγελεύς απαγγέλει την κατηγορίαν και εγχειρίζει εις τον πρόεδρον του δικαστηρίου τον κατάλογον των μαρτύρων, οι δε διάδικοι τον κατάλογον των παρ` αυτών κλητευθέντων μαρτύρων, οίτινες, εντόλή του προέδρου καλούνται τότε κατ` όνομά υπό του κλητήρος.
2. Μετά την εκφώνησιν του καταλόγου των μαρτύρων, εάν δεν διετάχθη αναβολή της δίκης κατά τα άρθρα 352 και 354, αναγιγνώσκει ο γραμματεύς γεγωνυία τη φωνή, το διατακτικόν του παραπεμπτικού βουλεύματος ή το κλητήριον θέσπισμα αν η κατηγορία εισήχθη δι` απ` ευθείας κλήσεως (άρθρον 308 παρ. 3 και 320 παρ. 1). Τούτου γενομένου ο πρόεδρος εξηγεί προς τον κατηγορούμενον σαφώς τας κατ` αυτού κατηγορίας, ζητεί τας εν άρθρω 343 πληροφορίας και διατάσσει την έναρξιν της συζητήσεως.
Άρθρον 404
Αρμοδιότης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου
1. Το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον αποφαίνεται επί της εισαχθείσης κατηφορίας. Επίσεις αποφαίνεται α) περί των περιστάσεων, εξ ων ήρτηται το είδος και το μέτρον της ποινής, ως και περί των λόγων επιτάσεως ή μειώσεως αυτής, β) περί της επιβλητέας κυρίας και παρεπομένης ποινής και των επιβλητέων μέτρων ασφαλείας, γ) περί της καταγνωστέας συνολικής ποινής, δ) περί της μετατροπής (άρθρον 82 Π.Κ.) ή της αναστολής (άρθρον 99 Π.Κ.) της ποινής και ε) περί παντός θέματοςμη υπαχθέντος ειδικώς εις την αρμοδιότητα των τακτικών δικαστών.
2. Το αυτό δικαστήριον μετά την έναρξιν της ενώπιον τουτου συζητήσεως αποφασίζει περί της εις υστέραν δικάσιμον αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως.
3. Εις πάσαν περίπτωσιν αναβολής εκδικάσεως υποθέσεως τινος εις ετέραν δικάσιμον της αυτής ή άλλης συνόδου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, το δικαστήριον συγκροτείται εκ νέου.
Άρθρον 405
Αρμοδιότης των τακτικών δικαστών
1. Οι τακτικοί δικασταί του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, άνευ συμπράξεως των ενόρκων, αποφασίζουν α) περί της ταυτότητος του κατηγορουμένου, β) πει του προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας αναφυομένου θέματος της αρμοδιότητος του δικαστηρίου, γ) περί της νομιμοποιήσεως της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος ή του αστικώς υπευθύνου, δ) περί των προϋπιθέσεων εγκυρότητος της εις το ακροατήριον εισαγωγής και περί των διαδικαστικών ζητημάτων των αφορώντων εις την διεξαγωγήν της επ` ακροατηρίω διαδικασίας, ε) περί των κατά την συζήτησιν παρεμπιπτόντως ανακοπτόντων και εξεταζομένων νομικών ζητημάτων, στ) περί της κατά το άρθρον 101 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικος ανακλήσεως της χορηγηθείσης αναστολής και η) περί των αστικών απαιτήσεων του αθωωθέντος κατηφορουμένου , κατά το άρθρον 71.
2. Οι τακτικοί δικασταί μόνοι κηρύσσουν απαράδεκτον την ποινικήν δίωξιν ή παύουν οριστικώς αυτήν, εάν ο προς τούτο λόγος διεπιστώθη υπ` αυτών κατά την έναρξιν της συνεδριάσεως προ της κληρώσεως ενόρκων.
3. Αίτησις ακυρώσεως διαδικασίας ή αποφάσεως κατά το άρθρον 341 ή 430 επιτρέπεται μονον εις περίπτωσιν καταδίκης συναιτίου διά τελεσθείσαν υπ` αυτού συναφή πράξιν εις βαθμόν πλημμελήματος, της σχετικής αιτήσεως εκδικαζομένης υπό των τακτικών δικαστών.
Άρθρον 406
Απόφασις επί των ιδιωτικών απαιτήσεων.
Οι τακτικοί δικασταί μετ` ακρόασιν των διαδίκων, αποφασίζουν συγχρόνως εν τη ποινική αποφάσει και περί των υποβληθεισών ιδιωτικών απαιτήσεων του πολιτικώς ενάγοντος, κατά τα εν άρθρω 371 παρ. 3 οριζόμενα.
Άρθρον 407.
Ανακοίνωσις προς τον καταδικασθέντα.
1. Απαγγελθείσης της αποφάσεως, ο πρόεδρος ανακοινοί εις τον καταδικασθέντα, ότι έχει το δικαίωμα να ασκήση εντός της νομίμου προθεσμίας έφεσιν ή αναίρεσιν. Εις αυτόν εξηγούνται συνοπτικώς, όσα απαιτούνται διά να είναι έγκυρα και τύποις δεκτά τα ένδικα ταύτα μέσα.
2. Εάν οι τακτικοί δικασταί νομίζουν ότι η επιβληθείσα ποινή εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει, λόγω των συντρεχουσών περιστάσεων, είναι πολύ αυστήρά, δύνανται να εκφράσουν αυτεπαγγέλτως ευχήν περί μετριασμού ή αφέσεως της ποινής διά χάριτος.
Άρθρον 408.
Διά το μικτόν ορκωτόν εφετέιον εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθρων 384-407, όπου δε εν αυταίς μνημονεύεται το συμβούλιον πλημμελειοδικών, το τριμελές πλημμελειοδικείον, ο εισαγγελεύς πρωτοδίκων και ο γραμματεύς της εισαγγελίας πρωτοδίκων, νοείται εν προκειμένω το συμβούλιον εφετών (εν τριμελεί συνθέσει) το τριμελές εφετείον, ο εισαγγελεύς εφετών και ο γραμματεύς της εισαγγελίας εφετών. Οπου εν ταις αυταίς διατάξεσι μνημονεύονται οι τακτικοί δικασταί, οι ένορκοι, ο εισαγγελεύς και ο γραμματεύς του μικτού ορκωτού δικαστηρίου νοούνται εν προκειμένω οι τακτικοί δικασταί, οι ένορκοι, ο εισαγγελεύς και ο γραμματεύς του μικτού ορκωτού εφετείου”.
Άρθρον δεύτερον
Το άρθρον 8 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, αντικαθίσταται ως εξής: “Άρθρον 8. Δικαστήρια ασκούντα δικαιοδοσίαν επί κακουργημάτων.
1. Τα ασκούντα δικαιοδοσίαν επί κακουργημάτων δικαστήρια συγκροτούντα ως εξής:
α) Το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον συγκροτείται εκ του προέδρου πρωτοδίκων ή του αναπληρωτού του, δύο πρωτοδίκων και τεσσάρων ενόρκων.
β) Το μικτόν ορκωτόν εφετείον συγκροτείται εκ προέδρου εφετών, δύο εφετών και τεσσάρων ενόρκων.
γ) Το πενταμελές εφετείον το οριζόμενον υπό του άρθρου 9 συντίθεται εκ του προέδρου εφετών ή του αναπληρωτού του και τεσσάρων εφετών.
δ) Το επταμελές εφετείον συντίθεται εκ προέδρου εφετών και εξ` εφετών.
2. Το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον συγκροτείται εν τη έδρα εκάστου πρωτοδικείου και το μικτόν ορκωτόν εφετείον εν τη έδρα εκάστου εφετείου.
3. Το πενταμελές εφετείον λειτουργεί εν τη έδρα εκάτου εφετείου, το δε επταμελές εφετείον εν τη έδρα των εφετείων: Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιώς, Πατρών και Λαρίσης.
4. Ο εισαγγελεύς των εφετών ή έτερος των παρ` αυτώ εισαγγελέων ή αντεισαγγελέων εφετών ασκεί καθήκοντα εισαγγελέως ενώπιον του μικτού ορκωτού εφετείου της έδρας του, και ενώπιον των μικτών ορκωτών δικαστηρίων της έδρας και περιφερείας τους, εις τα οποία και προσδιορίζει τας υποθέσεις, δύναται δε ούτος να ορίση και εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα πρωτοδικών προς εκπλήρωσιν καθηκόντων εισαγγελέως ενώπιον των μικτών ορκωτών δικαστηρίων της έδρας και περιφερείας του.
5. Καθήκοντα γραμματέως του μικτού ορκωτού δικαστηρίου εκτελεί υπάλληλος της γραμματείας του πρωτοδικείου, του δε μικτού ορκωτού εφετείου υπάλληλος της γραμματείας του εφετείου”.
Άρθρον τρίτον
Το άρθρον 109 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρον 109
Του μικτού ορκωτού δικαστηρίου.
Το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον δικάζει εις πρώτον βαθμόν: α) ρα κακουργήματα, εξαιρέσει των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα των πενταμελών εφετείων και β) τα πολιτικά πλημμελήματα.
Άρθρον τέταρτον
Το άρθρον 110 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας καταργείται.
Άρθρον πέμπτον
Τα εδάφια 1 και 2 του άρθρου 111 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“1) Τα υπό του Ποινικού Κώδικος προβλεπόμενα κακουργήματα περί το νόμισμα, περί τα υπομνήματα, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαίων, ψευδούς παρ` υπαλλήλου βεβαιώσεως, νοθεύεως, απιστίας περι την υπηρεσίαν και υπεξαιρέσεως εν τη υπηρεσία, εάν μεν ετελέσθησαν υπό των πολιτών, ασχέτως προσώπου του παθόντος και ποσού οφέλους ή ζημίας, εάν δε ετελέσθησαν υπό στρατιωτικών, εφ` όσον στρέφωνται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το δι` αυτών επιτευχθέν ή επιδιωχθέν όφελος του πράξαντος ή η προσγενομένη ή οπωσδήποτε απειληθείσα ζημία του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπερβαίνει το ποσόν των 250.000 δραχμών.
2) Τα υπό του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος προβλεπόμενα κακουργήματα κλοπής, υπεξαιρέσεως και πλαστογραφίας, εφ` όσον στρέφωνται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το δι` αυτών επιτευχθέν ή επιδιωχθέν όφελος του πράξαντος ή η προσγενομένη ή οπωσδήποτε απειληθείσα ζημία του Δημοσίου ή νομικού πορσώπου δημοσίου δικαίου υπερβαίνει το ποσόν των 250.000 δραχμων.
Κατά πάσαν περίπτωσιν αποφυλακίσεως επ` εγγυήσει επί των ανωτέρω περιπτώσεων διατασσομένης εις οιονδήποτε στάδιον της ανακρίσεως ή εις την περίπτωσιν αναβολής της δίκης, ή οριζόμενη εγγύησις είναι ίση προς την απειληθείσαν ή προσγενομένην ζημίαν εις βάρος του Δημοσίου ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου”.
Άρθρον έκτον
Τα δι` ειδικών νόμων υπαχθέντα εις το Πενταμελές Εφετείον εγκλήματα εξακολουθούν να υπάγωνται εις αυτό.
Άρθρον έβδομον
Η παράγραφος 3 του άρθρου 243 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας η προστεθείσα διά του άρθρου 11 του Νόμου 663/1977 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας κ.λπ.” αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Οι επί της προανακρίσεως υπάλληλοι καλούν ενώπιον των προς εξέτασιν μάρτυρας και λαμβάνουν τας απολογίας κατηγορουμένων, εφ` όσον πάντες ούτοι είναι κάτοικοι της περιφερείας των, ή ομόρων ειρηνοδικειακών περιφερειών, άλλως αφού συγχρόνως ειδοποιήσουν τον οικείον εισαγγελέα. αναθέτουν την εξέτασιν μαρτύρων και την λήψιν απολογιών κατηγορουμένων, όταν πάντες ούτοι είναι κάτοικοι ετέρων περιφερειών, εις τον αρμόδιον ανακριτικόν υπάλληλον, ο οποίος δέον να εκτελέση την τοιαύτην παραγγελίαν, εντός προθεσμίας δέκα ημερών.
Τα Ειρηνοδικεία τα εδρεύοντα εις την περιοχήν της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης θεωρούνται όμορα”.
Άρθρον όγδοον
Εις το άρθρον 432 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, ως τουτο αντικατεστάθη διά του άρθρου 15 του Ν.Δ. 1160/1972 και συνεπληρώθη διά του άρθρου 1 του νόμου 53/1975, προστίθεται παράγραφος4, έχουσα ως ακολούθως:
“4. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται αναλόγως και ενώπιον του επί της φύσεως αρμοδίου δικαστηρίου. εάν ο εις πρώτον βαθμόν αθωωθείς επί κακουργήματι δεν εμφανισθή ίνα δικασθή κατ` έφεσιν ασκηθείσαν υπό του Εισαγγελέως και διώκουσαν την επί κακουργήματι καταδίκην του”.
Άρθρον ένατον
Εις το άρθρον 473 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 3, έχουσα ως ακολούθως:
“3. Η προθεσμία της ασκήσεως αναιρέσεως άρχεται από της καταχωρήσεως καθαρογεγραμμένης της τελεσιδίκου αποφάσεως εις ειδικόν επί τούτο βιβλίον, τηρούμενον υπό της Γραμματείας του Ποινικού Δικαστηρίου. Η καθαρογραφή της αποφάσεως δέον να γίνη εντός δεκαπέντε (15) ημερών επί πειθαρχική ποινή του Προέδρου του Δικαστηρίου”.
Άρθρον δέκατον
Εις το τέλος του άρθρου 486 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, προστίθεται δευτέρα παράγραφος έχουσα ούτω:
“2. Ο εισαγγελεύς εφετών, δύναται να ασκήση έφεσιν κατά της αθωωτικής αποφάσεως του μικτού ορκωτού δικαστηρίου και του πενταμελούς εφετείου της περιφερείας του παρ` ω διατελεί εφετείου, εντός προθεσμίας δέκα ημερών από της δημοσιεύσεώς της αποφάσεως. Εάν η απόφασις ελήφθη παμψηφεί δεν χωρεί τοιαύτη έφεσις”.
Άρθρον ενδέκατον
Εις το τέλος της πρώτης παραγράφου του άρθρου 489 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, προστίθεται έκτον εδάφιον έχον ούτω:
“στ. Κατά αποφάσεως του μικτού ορκωτού δικαστηρίου και του πενταμελούς εφετείου, δι` ης κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, εις θανατικήν ποινήν ή εις ποινήν στερητικήν της ελευθερίας, διαρκείας τουλάχιστον δύο (2) ετών, εξαιρουμένων, των αποφάσεων επί παραβάσει του Νόμου 774/1978 “περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος”, επί των οποίων δεν χωρεί έφεσις”.
Άρθρον δωδέκατον
Εις το τέλος του άρθρου 490 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας προστίθεται δευτέρα παράγραφος, έχουσα ούτω:
“2. Ο εισαγγελεύς εφετών δύναται να εκκαλή πάσαν καταδικαστικήν απόφασιν του μικτού ορκωτού δικαστηρίου και του πενταμελούς εφετείου της περιφερείας του παρ` ω διατελεί εφετείου, είτε υπέρ είτε κατά του καταδικασθέντος, εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως”.
Άρθρον δέκατον τρίτον
1. Εις το άρθρον 497 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας εν τέλει της παρ. 2 προστίθεται εδάφιον, έχον ως ακολούθως:
“Εις τας περιπτώσεις της παρούσης παραγράφου το κατ` έφεσιν δικάζον δικαστήριον, αναβάλλον την εκδίκασιν της εφέσεως δύναται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ` αίτησιν του Εισαγγελέως ή του κατηγορουμένου να διατάξη την αναστολήν εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως επί τη καταβολή χρηματικής εγγυήσεως και αν έτι η κρινόμενη έφεσις δεν έχει ανασταλτικόν αποτέλεσμα βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως”.
2. Εις το τέλος του άρθρου 497 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, προστίθεται και έκτη παράγραφος έχουσα ούτω:
“6. Η έφεσις κατά των αποφάσεων του μικτού ορκωτού δικαστηρίου και του πενταμελούς εφετείου, ασκουμενη είτε υπό του εισαγγελέως είτε υπό του κατηγορουμένου, δεν αναστέλει την εκτέλεσιν της προσβαλλομένης αποφάσεως είτε αύτη είναι αθωωτική είτε καταδικαστική, εξαιρέσει της επιβαλούσης την ποινήν του θανάτου”.
Άρθρον δέκατον τέταρτον
Εις το άρθρον 499 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, προστίθενται εν τέλει δύο εδάφια έχοντα ως εξής:
“Το μικτόν ορκωτόν εφετείον κρίνει τας εφέσεις κατά των αποφάσεων του μικτού ορκωτου δικαστηρίου και το Επταμελές Εφετείον τας εφέσεις κατά των αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου. Ειδικότερον το Επταμελές Εφετείον Αθηνών δικάζει τας εφέσεις κατα`των αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, το Επταμελές Εφετείον Πειραιώς τας εφέσεις κατά ατων αποφάσεων των Πενταμελών Εφετείων Πειραιώς, Κρήτης, Αιγαίου, Δωδεκανήσου και Ναυπλίου, το Επταμελές Εφετείον Θεσσαλονίκης τας εφέσεις κατά των αποφάσεων των Πενταμελών Εφετείων Θεσσαλονίκης και Θράκης, το Επταμελές Εφετείον Πατρών τας εφέσεις κατά των αποφάσεων των Πενταμελών Εφετείων Πατρών και Κερκύρας και το Επταμελές Εφετείον Λαρίσης τας εφέσεις κατά των αποφάσεων των Πενταμελών Εφετείων Λαρίσης και Ιωαννίνων”.
Άρθρον δέκατον πέμπτον
Εις το τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 509 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίαας, προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως:
“Επί μετ` αναβολήν συζητήσεως το έγγραφον των προσθέτων λόγων αναιρέσεως κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου δέκα πέντε ημέρας προ της ωρισμένης νέας δικασίμου”.
Άρθρον δέκατον έκτον
Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Ν. 663/1977 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Τα ποσά εξόδων της παρ. 1 του άρθρου 582 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας επί καταδικασθέντων εις ποινήν παρά ποινικού δικαστηρίου δικάσαντος εις πρώτον βαθμόν, ορίζονται κατά δικααστήριον ως εξής:
α) Επί αποφάσεων Πταισματοδικείου δρχ. 200
β) Επί αποφάσεων Μονομελούς Πλημ- μελειοδικείου…………….. ” 400
γ) Επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού δικαστηρίου και Πενταμελούς Ε- φετείου………………….. ” 2.000
δ) Επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Εφετείου και Επταμελούς Εφε- τείου……………………. ” 4.000
ε) Επί αποφάσεων λοιπών ποινικών δικαστηρίων………………. ” 800
Άρθρον έβδομον
Υπάλληλοι της Βουλής – Δικηγόροι δεν υποχρεούνται εις την καταβολήν της κατά τα άρθρα 33 του Α.Ν. 1752/1939 και 5 του Ν. 2112/1952 εισφοράς προς το ΤΣΝ διά το χρονικόν διάστημα κατά το οποίον ήσκησαν αποδεδειγμένως το επάγγελμα του Δικηγόρου και προσήγαγον εις το Ταμείον συμπληρωμένα τα υπό τούτου χορηγούμενα ασφαλιστικά βιβλιάρια.
Άρθρον δέκατον όγδοον
1. Εις τας διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 6 του Νόμου 264/1976 “περί τροποποιήσεως του Κώδικος των Δικηγόρων, του Κώδικος Συμβολαιογράφων και άλλων τινών διατάξεων” ως αντικατεστάθη υπό του άρθρου 17 του Νόμου 723/1977 “περί τροποποιήσεως διατάξεων τινων του Ν.Δ. 3026/1954 “περί του Κώδικος των Δικηγόρων και άλλων τινών διατάξεων” υπαγονται και οι φοιτηταί Νομικών Τμημάτων των Νομικών Σχολών των ημεδαπών Πανεπιστημίων, καταστάντες πτυχιούχοι από της 1ης Αυγούστου 1977 μέχρι δημοσιεύσεως του παρόντος.
2. Οι εμπιπτόντες εις τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου δύνανται να αιτήσονται, εντός εξαμήνου προθεσμίας από της δημοσιεύσεως του παρόντος, την εγγραφήν των εις τα οικεία βιβλία ασκουμένων και να μετέχουν των εξετάσεων διά τον διορισμόν των ως Δικηγόρων εις οιονδήποτε Δικηγορικόν Σύλλογον πλην των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πατρών και Λαρίσης.
Άρθρον δέκατον ένατον
Εναρξις ισχύος και μεταβατικαί διατάξεις.
1. Ο παρών νόμος τίθεται εν ισχύϊ από της 1ης Ιανουαρίου 1980 πλήν των περιπτώσεων των άρθρων δεκάτου εβδόμου και δεκάτου ογδόου, η ισχύς των οποίων άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
2. Διά τας μέχρι και του μηνός Σεπτεμβρίου 1980 συνόδους των μικτών ορκωτών δικαστηρίων ισχύουν οι κατά τας προϊσχύσασας διατάξεις καταρτισθέντες ετήσιοι γενικοί καταλόγοι ενόρκων, ασχέτως των κατά τον παρόντα νόμον προσόντων, κωλυμάτων και ανικανοτήτων.
3. Προκειμένου περί γενικών καταλόγων ενόρκων των μικτών ορκωτών εφετείων, διά τας από του μηνός Ιανουαρίου 1980 μέχρι και του μηνός Σεπτεμβρίου 1980 συνόδους αυτών, ισχύουν, προς κατάρτισιν των καταλόγων τούτων, αντί των εν άρθροις 383-384 του Κώδικος Ποιν. Δικονομίας, ως τα άρθρα ταύτα αντικαθίστανται δι` άρθρου πρώτου του παρόντος νόμου, προθεσμιών, αι ακόλουθοι τοιαύται: α) η κατάρτισις των άνω καταλόγων γίνεται υπό του συμβουλίου των εφετών μέχρι και της 31 Οκτωβρίου 1979, β) η αποστολή των καταλόγων τούτων υπό του εισαγγελέως των εφετών εις τον γραμματέα του παρ` ω τελει συμβουλίου εφετών και τον δήμαρχον της έδρας αυτού προς ανάρτησιν, γίνεται μέχρι και της 10 Νοεμβρίου 1979, γ) η ανάρτησις των αυτών καταλόγων εν τοις γραφείοις του συμβουλίου εφετών και του Δημαρχείου γίνεται μέχρι και της 20 Νοεμβρίου 1979, δ) αι αιτήσεις περί εγγραφής ενόρκων εις τους καταλόγους τούτους και αι ενστάσεις περί διαγραφής ενόρκων εκ των αυτών καταλόγων γίνονται μέχρι και της 30 Νοεμβρίου 1979, ε) η υπό του εισαγγελέως των εφετών υποβολή των αιτήσεων και ενστάσεων τούτων εις το συμβούλιον των εφετών γίνεται μέχρι και της 10 Δεκεμβρίου 1979 και στ) η απόφασις του συμβουλίου των εφετών επί των αιτήσεων και ενστάσεων, ως και περί της εγγραφής εγγραπτέων ενόρκων και περί της διαγραφής διαγραπτέων τοιούτων, καθώς και περι της κηρύξεως των άνω καταλόγων ως οριστικών, εκδίδεται μέχρι και της 31 Δεκεμβρίου 1979, αρχομένης της ισχύος των εν προκειμένω καταλόγων από της 1 Ιανουαρίου 1980 και ληγούσης ταύτης τη 30 Σεπτεμβρίου 1980.
4. Αι προ της ισχύος του παρόντος νόμου παραπεμφείσαι εις το μικτόν ορκωτόν δικαστήριον υποθέσεις εκδικάζονται υπ` αυτού από της ισχύος του παρόντος νόμου, κατά τας διατάξεις τούτου. Αι εκ των αυτών υποθέσεων αφορώσαι εις εγκλήματα, υπαχθέντα υπό του παρόντος νόμου εις το πενταμελές εφετείον, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως εις αυτό, εκτός εάν λόγω συναφείας ή συναιτιότητος διατηρήται η αρμοδιότης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου.
5. Το κατ` αποφάσεων του μικτού ορκωτού δικαστηρίου και του πενταμελούς εφετείου χορηγούμενον διά του παρόντος νόμου ένδικον μέσον της εφέσεως επιτρέπεται μόνον κατ` αποφάσεων εκδοθησομένων από της ισχύος του νόμου τούτου.
6. Από της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται: α) το Ν. Δ/γμα 804 της 30.12.1970-1.1.1971 “περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων” και β)το άρθρον 37 του Ν. Δ/τος 495 της 17/19 Ιουλίου 1974 “περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ποιν. Κώδικος, του Κώδικος Ποιν. Δικονομίας, ως και του άρθρου 17 του Ν. Δ/τος 804/1971 “περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων”.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 12 Σεπτεμβρίου 1979
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς