ΕIΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΜΕΤΡΑ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ “ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΦOPOΛOΓlKOY ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ”ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Άρθρο 1
Φορολογικές ρυθμίσεις για παραγωγικές επενδύσεις
Για την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων στη χώρα μας, με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού Καθιερώνεται χαμηλός συντελεστής φορολογίας είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) έναντι του ισχύοντος (35%) των κερδών των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν επενδύσεις ύψους 30.000.000 ευρώ και άνω.
Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 προβλέπεται ότι το κίνητρο αυτό δικαιούνται και οι επιχειρήσεις που εντάσσονται για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν στις ενισχύσεις του ν. 2601/1998 (οικονομική ενίσχυση, σχηματισμός αφορολόγητου αποθεματικού από τα κέρδη). Ο πιο πάνω χαμηλός συντελεστής θα εφαρμόζεται για δέκα χρήσεις, αρχής γενομένης από αυτή κατά τη διάρκεια της οποίας θα αρχίσει η παραγωγική λειτουργία της νέας επένδυσης και θα εφαρμόζεται στα συνολικά καθαρά κέρδη της επιχείρησης, ανεξάρτητα αν αυτά προέρχονται από τη συγκεκριμένη επένδυση ή όχι.
Για την αποφυγή προστριβών με τη Φορολογούσα Αρχή και την εμπέδωση ευνοϊκού κλίματος για την πραγματοποίηση επενδύσεων προβλέπεται, ότι ο τακτικός φορολογικός έλεγχος θα ενεργείται σε όλα Τα φορολογικά αντικείμενα από ειδικό τμήμα του Ε.Θ.Ε.Κ., το οποίο θα συσταθεί με Προεδρικό Διάταγμα που προτείνεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Επίσης, κάθε φορά που θα ανακύπτει διαφορά από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, αυτή θα επιλύεται από ειδική ανεξάρτητη επιτροπή που αποτελείται από ένα Σύμβουλο του Ν.Σ.Κ, ως πρόεδρο, ένα Διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και έναν εκπρόσωπο του Σ.Ε.Β.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται, ότι η φορολόγηση των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων που έκαναν χρήση του πιο πάνω κινήτρου μετά την πάροδο των δέκα ετών θα γίνει με τους ισχύοντες κατά το χρόνο κτήσης των εισοδημάτων συντελεστές φορολογίας.
Επίσης, με τις διατάξεις της παραγράφου 3 προβλέπεται η υποβολή ανέκκλητης δήλωσης από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 4, του ίδιου άρθρου αντιμετωπίζεται η περίπτωση κατά την οποία οι επιχειρήσεις που θα έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου αυτού στη συνέχεια συγχωνευθούν, με άλλη εταιρεία ή απορροφήσουν άλλες εταιρείες οποιασδήποτε μορφής. Στην περίπτωση αυτή ο μειωμένος συντελεστής θα εφαρμόζεται στο μέρος των κερδών που προκύπτει από τη σχέση μεταξύ των ιδίων κεφαλαίων της υπαχθεί σας επιχείρησης και των αρχικών ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας που προήλθε από τη συγχώνευση ή απορρόφηση.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 προβλέπεται, ότι για την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στις επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου αυτού, το φορολογικό τους καθεστώς δεν θα μεταβληθεί για δέκα έτη, εκτός εάν θεσπιστεί ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς για όλες γενικά τις επιχειρήσεις, οπότε αυτό θα εφαρμόζεται και από τις επιχειρήσεις του άρθρου αυτού.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 προβλέπεται, ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουv εφαρμογή και για τις Εταιρείες Παροχής Αερίου του ν. 2364/1995, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης τους, για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν σύμφωνα με τις διατάξεις των υποπεριπτώσεων Ι έως ΧΙΙ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 2601/ 1998. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία προκειμένου να δοθούν κίνητρα σε όλες τις Ε.Π.Α. ούτως ώστε, μέσω των πιο πάνω επενδύσεων, να επεκταθεί η χρήση του φυσικού αερίου ως εναλλακτική μορφή ενέργειας.
Τέλος, με τις διατάξεις της παραγράφου 7 προβλέπεται η έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών για τον καθορισμό του τρόπου ελέγχου των δαπανών της επένδυσης, της διαδικασίας, των οργάνων ελέγχου και κάθε άλλης. αναγκαίας λεπτομέρειας για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
Άρθρο 2
Σχηματισμός Ειδικού Αφορολόγητου Aποθεματικoύ Επενδύσεων
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να σχηματίζουν ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό από το καθαρά κέρδη τους με απλούστερο τρόπο από αυτό που προβλεπόταν από τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 1828/1989, με σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεων ισόποσης αξίας. Το αποθεματικό αυτό μπορούν να σχηματίζουν από τα κέρδη των χρήσεων 2004..2008 οι αναφερόμενες στο άρθρο 3 του ν. 2601/1998 επιχειρήσεις, ανεξάρτητα του τόπου εγκατάστασης και μέχρι ποσοστού 35% των συνολικών αδιανέμητων κερδών τους, όπως τα αδιανέμητα αυτά κέρδη ορίζονται με τις διατάξεις του παρόντος όρθρου, κατά περίπτωση, ανάλογα με την κατηγορία των βιβλίων που τηρούν οι επιχειρήσεις.
Το πιο πάνω αποθεματικό θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων που αναφέρονται για κάθε κατηγορία δραστηριότητας στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ν. 2601/1998 και μέσα σε μία τριετία από το χρόνο σχηματισμού του, το κίνητρο παρέχεται και στις εμπορικές επιχειρήσεις (αγοράς και πώλησης αγαθών) οι οποίες πρέπει να καλύψουν το αποθεματικό με δαπάνες αγοράς καινούργιου μηxανoλoγικού και λοιπού εξοπλισμού που αφορούν τη διαλογή, συσκευασία και αποθήκευση προϊόντων, καθώς και με αγορές καινούργιων ηλεκτρονικών υπολογιστών και συστημάτων μηχανοργάνωσης. Κατά το πρώτο έτος μετά το σχηματισμό του αποθεματικού, οι επιχειρήσεις πρέπει να δαπανήσουν ποσό ίσο τουλάχιστον με το 1/3 του σχηματισθέντoς αποθεματικού,
Το συνολικό ποσό του αφορολόγητου αποθεματικού που χρησιμοποιήθηκε για την πραγματοποίηση επενδύσεων μεταφέρεται, μετά την παρέλευση τριετίας από το χρόνο σχηματισμού του αποθεματικού, σε αύξηση του κεφαλαίου της επιχείρησης χωρίς την καταβολή φόρου εισοδήματος.
Για τις παραγωγικές επενδύσεις που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις μπορούν να εφαρμόζουν εναλλακτικά είτε τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είτε αυτές του ν. 2601/1998 εφόσον δικαιούνται των κινήτρων αυτού του νόμου. Επίσης, οι προερχόμενες από μετασχηματισμό με το ν.δ. 1297/1972 ή το ν. 2166/1993 επιχειρήσεις, δικαιούνται να σχηματίζουν αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων είτε με βάση τις διατάξεις του παρόντος, είτε με βάση αυτές του άρθρου 9 του ν. 2992/ 2002.
Η παρεχόμενη φορολογική απαλλαγή αίρεται σε περίπτωση που η επιχείρηση δεν δαπάνη σε μέσα στο πρώτο χρόνο της τριετίας ποσό ίσο τουλάχιστον με το 1/3 του σχηματισθέντος αποθεματικού, οπότε η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει εκπρόθεσμη συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους για όλα τα κέρδη που απηλλάγησαν της φορολογίας. Εάν κατά τη λήξη της τριετίας, οι πραγματοποιηθείσες επενδύσεις είναι μικρότερης αξίας από το ύψος του σχηματισθέντος αποθεματικού, τα κέρδη που απηλλάγησαν της φορολογίας και δεν διατέθηκαν για την πραγματοποίησή’ επενδύσεων, φορολογούνται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις. Η επιχείρηση, για το σκοπό αυτό, υποχρεούται να υποβάλλει εκπρόθεσμη συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους από τα κέρδη του οποίου είχε σχηματισθεί το αποθεματικό. Περαιτέρω, προβλέπεται ότι σε περίπτωση πώλησης των επενδυτικών αγαθών και των παγίων των εμπορικών επιχειρήσεων εντός των επόμενων 3, ημερολογιακών ετών από τη λήξη της τριετίας και εφόσον μέσα σε έξι μήνες από τηv πώλησή τους δεν αντικατασταθούν τα πιο πάνω πάγια, Το μέρος του αφορολόγητου αποθεματικού που αντιστοιχεί σε αυτά προστίθεται στα καθαρά κέρδη της χρήσης μέσα στην οποία έγινε η εκποίηση.
Επίσης, με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 11 παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να σχηματίζουν αφορολόγητο αποθεματικό του άρθρου αυτού και από τα κέρδη της χρήσης 2003, που υπολογίζεται με συντελεστή μέχρι πενήντα τοις εκατό (50%) στο υπόλοιπο των κερδών που προκύπτει μετά την αφαίρεση των κερδών των βιβλίων της χρήσης 2002 από τα αντίστοιχα κέρδη της χρήσης 2003. Οι υπαγόμενες επενδύσεις που ενδεχόμενα έχουν πραγματοποιηθεί μέσα στη χρήση 2003 λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη του αποθεματικού της παραγράφου αυτής.
Τέλος, για τη ρύθμιση των λεπτομερειών εφαρμογής του παρόντος άρθρου παρέχεται από αυτό η δυνατότητα έκδοσης Υπουργικής Απόφασης.
Άρθρο 3
Σχηματισμός Ειδικού Αφορολόγητου Αποθεματικού Επενδύσεων από τις Εταιρείες Παροχής Αερίου του ν. 2364/1995 και τις επιχειρήσεις που θα χρησιμοποιήσουν στο μέλλον φυσικό αέριο
Με τις προτεινόμενες διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού παρέχεται η δυνατότητα στις Ε.Π.Α. Α.Ε. του ν. 2364/1995 και στις επιχειρήσεις οι οποίες, ανεξάρτητα από το αντικείμενο εργασιών τους, επιλέγουν για χρήση το φυσικό αέριο, να σχηματίζουν ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό από τα καθαρά κέρδη τους, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 10 του προηγούμενου άρθρου, με εξαίρεση τις επενδύσεις με τις οποίες καλύπτεται το εν λόγω αποθεματικό και οι οποίες ορίζονται ρητά στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αντίστοιχα. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία προκειμένου να δοθούν κίνητρα στις πιο πάνω επιχειρήσεις προκειμένου να επεκταθεί η χρήση του φυσικού αερίου ως εναλλακτική μορφή ενέργειας.
Επίσης, με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 3 προβλέπεται, ότι οι επενδύσεις (για τη σύνδεση, μελέτη, κατασκευή και επέκταση εσωτερικού δικτύου φυσικού αερίου, για την αγορά ή μετατροπή του εξοπλισμού για χρήση φυσικού αερίου, καθώς και για την αποκατάσταση των χώρων από τις εργασίες για την εγκατάσταση δικτύου φυσικού αερίου και του αντίστοιχου εξοπλισμού χρήσης) που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις για την εγκατάσταση του φυσικού αερίου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, λαμβάνονται υπόψη και για την κάλυψη του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού που σχηματίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου.
Τέλος, για τη ρύθμιση των λεπτομερειών εφαρμογής του παρόντος άρθρου, παρέχεται από αυτό η δυνατότητα έκδοσης Υπουργικής Απόφασης.
Άρθρο 4
Τροποποίηση του ΄Αρθρου 12 του ν.δ. 1297/1972
Με τις προτεινόμενες διατάξεις καθίσταται πλέον εφικτή η απορρόφηση ανώνυμης εταιρίας με οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο εργασιών εκτός από την κατασκευή ή εκμετάλλευση ακινήτων από ανώνυμη εταιρία που έχει, κατά κύριο λόγο κάποιο από τα πιο πάνω αντικείμενα εργασιών, προκειμένου να διευκολυνθεί η δημιουργία μεγάλων οικονομικών μονάδων στην εκμετάλλευση γενικά των ακινήτων, με απορρόφηση μη κτηματικών επιχειρήσεων και περαιτέρω, χωρίς την καταστρατήγηση των ευεργετικών διατάξεων του ν.δ. 1297/1972 και του ν. 2166/1993 (οι διατάξεις του οποίου παραπέμπουν και στο άρθρο 12 του ν.δ. 1297/1972).
Άρθρο 5
Ανακύκλωση προϊόντων συσκευασίας
Για την επιτυχή λειτουργία και την περαιτέρω ανάπτυξη του “Συστήματος Εναλλακτικής Διαχείρισης” που προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 2939/2001 και αποβλέπει στην αξιοποίηση και ανακύκλωση των απορριμμάτων συσκευασιών σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 94/62/ΕΚ, με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού ρυθμίζονται τα ακόλουθα:
1. Απαλλαγή των κερδών των επιχειρήσεων που λειτουργούν ως “Συστήματα Εναλλακτικής Διαχείρισης” με βάση τον πιο πάνω νόμο, με την προϋπόθεση ότι θα εμφανισθούν σε λογαριασμό αποθεματικού. Στο αποθεματικό αυτό εμφανίζονται τα πραγματικά κέρδη που απομένουν μετά την αφαίρεση του τακτικού αποθεματικού, αφού προηγουμένως αναχθεί σε μικτό ποσό με την προσθήκη σε αυτό του αναλογούντος φόρου. Το αποθεματικό θα χρησιμοποιείται υποχρεωτικά για την κάλυψη ζημιών επομένων χρήσεων.
Η ανωτέρω ρύθμιση γίνεται για την αποφυγή της φορολόγησης των εσόδων των πιο πάνω επιχειρήσεων, η οποία θα είχε ως συνέπεια τη μείωση των διαθεσίμων πόρων που απαιτούνται στις επόμενες χρήσεις για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε νέα έργα ανακύκλωσης.
2. Φορολόγηση με τις γενικές διατάξεις του πιο πάνω αποθεματικού σε περίπτωση διανομής ή κεφαλαιοποίησής του στο μέλλον.
3. Αναγνώριση της έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδα των πιο πάνω επιχειρήσεων των παροχών σε είδος ή σε χρήμα που πραγματοποιούν αυτές για τους σκοπούς του ν. 2939/2001, προς Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) ή άλλους αρμόδιους φορείς διαχείρισης αποβλήτων.
Άρθρο 6
Φορολογική αντιμετώπιση της υπεραξίας από πώληση ή εισφορά ακινήτων
1. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού παρέχεται απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος στην υπεραξία που προκύπτει από την πώληση ακινήτου επιχείρησης σε εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης, το οποίο στη συνέχεια θα αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ της ίδιας εταιρίας χρηματοδοτικής μίσθωσης και της πωλήτριας επιχείρησης. Η ρύθμιση αυτή αποβλέπει στη διευκόλυνση των επιχειρήσεων που έχουν προβλήματα ρευστότητας, καθώς και στην περαιτέρω ανάπτυξη του θεσμού της πώλησης με επαναμίσθωση (sale and lease back), συμπληρώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το κίνητρο της απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης, που είχε χορηγηθεί με τις διατάξεις του ν. 3091/2002.
2. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 2 αυτού χορηγείται απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος για την υπεραξία που αποκτούν οι επιχειρήσεις κατά την εισφορά των ακινήτων τους, τα οποία βρίσκονται εντός των Περιοχών Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του ν. 2545/1997, σε επιχείρηση φορέα ίδρυσης και εκμετάλλευσης των Π.Ο.Τ.Α. Η απαλλαγή αυτή παρέχεται με την προϋπόθεση ότι η υπερτίμηση εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού, το οποίο φορολογείται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις φορολογίας εισοδήματος σε περίπτωση διανομής του ή διάλυσης της επιχείρησης.
Η πιο πάνω ρύθμιση γίνεται προκειμένου να διευκολυνθούν οι επιχειρήσεις, στην κυριότητα των οποίων ανήκουν για τα εν λόγω ακίνητα, να επιτύχουν το στόχο που τίθεται με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 2545/1997, δηλαδή την πραγματοποίηση τουριστικών επενδύσεων μέσω της οριοθέτηση ς των Π.Ο.Τ.Α.
Άρθρο 7
Αύξηση βασικών συντάξεων Ο.Γ.Α.
Με την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου αυτού προβλέπεται αύξηση των ποσών των μηνιαίων βασικών συντάξεων που καταβάλλονται από τον Ο.Γ.Α. και η αύξηση αυτή ορίζεται από 1ης lανουαρίου 2004 σε τριάντα ευρώ (30,00 ευρώ).
Άρθρο 8
Απαλλαγή αγροτών από το φόρο μεταβίβασης
1. Με την ισχύουσα νομοθεσία συμβάσεις αγοράς ή ανταλλαγή( κυριότητας γεωργικών ή κτηνοτροφικών εκτάσεων μαζί με τις εγκαταστάσεις τους που εξυπηρετούν αποκλειστικά την εκμετάλλευσή τους, εφόσον η κατά στρέμμα αξία τους δεν υπερβαίνει τα 3.600 ευρώ, απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης για τα κατά στρέμμα τμήμα της αγοραίας αξίας τους μέχρι το ποσό των 1.800 ευρώ και μέχρι 50 στρέμματα συνολικά για κάθε αγοραστή.
Όταν αγοραστής είναι νέος αγρότης μέχρι 40 ετών, η απαλλαγή παρέχεται γι, το 75% της ανά στρέμμα αξίας της μεταβιβαζόμενης έκτασης, μέχρι 120 στρέμματα και για 528.500 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο. Όταν ο αγρότης αγοράζει εκτάσεις όμορες με τις ειδικές του, η απαλλαγή παρέχεται μέχρι και 120 στρέμματα, και, όταν αυτός είναι νέος μέχρι και 150 στρέμματα.
Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου διευρύνονται οι Παρεχόμενες φορολογικές. διευκολύνσεις και παρέχεται πλήρης απαλλαγή κατά την αγορά ή ανταλλαγή αγροτικών εκτάσεων από όλους τους κατ’ κύριο επάγγελμα αγρότες, ανεξάρτητα από την αξία ή την έκταση της αγοραζόμενης αγροτικής έκτασης, δηλαδή χωρίς κανένα περιορισμό.
Η τροποποίηση αυτή κρίνεται αναγκαία στα πλαίσια της θέσπισης κινήτρων για τη δημιουργία μεγάλων γεωργικών κλήρων και ισχυρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων αλλά και την είσοδο νέων αγροτών στη γεωργία.
2. Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 2 τροποποιούνται οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του ν. 634/1977, έτσι ώστε, αν κατά το χρόνο άρσης της αγροτικής απαλλαγής η αξία του ακινήτου είναι μικρότερη εκείνης του χρόνου χορήγησης της απαλλαγής ή έχουν μειωθεί οι συντελεστές του φόρου μεταβίβασης με αποτέλεσμα να προκύπτει μικρότερος φόρος για καταβολή από εκείνον για τον οποίο απαλλάχθηκε ο δικαιούχος, να καταβάλλεται ο μεγαλύτερος συγκριτικά φόρος.
Η τροποποίηση αυτή κρίνεται αναγκαία για λόγους εναρμόνισης της φορολογικής νομοθεσίας.
3. Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 3, τροποποιούνται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2520/1997 και καταργούνται οι απαλλαγές των φυσικών προσώπων αγροτών (μείωση κατά το ήμισυ του φόρου μεταβίβασης μετά την εξάντληση των αφορολόγητων ορίων) ενώ παραμένει σε ισχύ μόνο η απαλλαγή των νομικών προσώπων που φέρουν την ιδιότητα του αγρότη, από το ήμισυ του φόρου.
Η τροποποίηση αυτή. κρίνεται αναγκαία δεδομέγου ότι με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 1 παρέχεται πλήρης απαλλαγή στα φυσικά πρόσωπα αγρότες.
4. Με την προτεινόμενη παράγραφο 4 καταργούνται ορισμένα εδάφια του ν. 634/1977 και του ν. 2520/1997 για νομοτεχνικούς λόγους αλλά και επειδή έρχονται σε αντίθεση με την προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 1.
Ειδικότερα:
α) Η κατάργηση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ν. 63411977 κρίνεται αναγκαία εφόσον με την προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 7 δεν τίθεται κανένας περιορισμός ως προς το σύνολο της αγροτικής περιουσίας που πρέπει να έχει στην κυριότητά του ο αγοραστής αγρότης για να τύχει απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης.
β) Η κατάργηση του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ν. 634/1977 κρίνεται αναγκαία, δεδομένου ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 7 παρέχεται πλήρης απαλλαγή κατά την αγορά αγροτικής έκτασης από αγρότη.
γ) Η κατάργηση του πέμπτου και έκτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ν. 634/1977 κρίνεται αναγκαία, για νομοτεχνικούς λόγους δεδομένου. ότι οι ίδιες διατάξεις επαναλαμβάνονται με το ενδέκατο και δωδέκατο εδάφιο αντίστοιχα του ως άνω άρθρου και νόμου.
δ) Η κατάργηση του έβδομου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ν. 634/1977 κρίνεται αναγκαία, δεδομένου ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 7, όλοι οι αγρότες (είτε είναι νέοι είτε όχι) τυγχάνουν πλήρους απαλλαγής χωρίς κανένα περιορισμό.
ε) Η κατάργηση των εδαφίων όγδοου, ένατου και δέκατου, κρίνεται αναγκαία, δεδομένου ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 7 παρέχεται πλήρης απαλλαγή κατά την αγορά αγροτικής έκτασης από αγρότη χωρίς περιορισμό.
στ) Η κατάργηση του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 2520/1997 κρίνεται αναγκαία, δεδoμένoυ ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 7 δε γίνεται καμία διάκριση μεταξύ νέων και παλαιών αγροτών για τη χορήγηση αγροτικής απαλλαγής.
ζ) Η κατάργηση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2520/1997 κρίνεται αναγκαία, δεδομένου ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 7 παρέχεται πλήρης απαλλαγή κατά την αγορά αγροτικής έκτασης από φυσικά πρόσωπα αγρότες, χωρίς κανένα περιορισμό.
5. Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 5, αντικαθίσταται το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 2520/1997 και ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση άρσης της απαλλαγής των νεοεισερχόμενων νέων αγροτώγ λόγω μη τήρησης των δεσμεύσεων του νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις των αντίστοιχων φορολογιών.
Η τροποποίηση αυτή κρίνεται αναγκαία για λόγους εναρμόνισης της φορολογικής νομοθεσίας.
Άρθρο 9
Απαλλαγή αγροτών από το φόρο κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών
1. Με την ισχύουσα νομοθεσία παρέχεται μερική απαλλαγή στους αγρότες η οποία ανέρχεται στο ποσό των 3.500 ευρώ ανά στρέμμα και συνολικά μέχρι 120.000 ευρώ και μέχρι 100 στρέμματα. Επίσης για το νέο αγρότη παρέχεται απαλλαγή για ποσό ίσο με το 75% της ανά στρέμμα αξίας μεταβιβαζόμενης γης για κάθε κληρονόμο δωρεοδόχο και συνολικά κάθε δικαιούχος απαλλάσσεται για ποσό μέχρι 530.000 ευρώ και μέχρι 120 στρέμματα.
Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, παρέχεται πλήρης απαλλαγή σε όλους τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες (νέους και μη), ανεξάρτητα από την αξία ή την έκταση της αιτία θανάτου μεταβιβαζόμενης γεωργοκτηνοτροφικής έκτασης, δηλαδή χωρίς κανένα περιορισμό. Σύμφωνα με τις διατάξεις της πρώτης περίπτωσης της ενότητας Γ΄ του άρθρου 43 του ν. 2961/2001 (Φ.Ε.Κ. 266 Α΄) οι ανωτέρω απαλλαγές εφαρμόζονται ανάλογα και στις κτήσεις αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής.
Η τροποποίηση αυτή κρίνεται αναγκαία στα πλαίσια της θέσπισης κινήτρων για τη δημιουργία μεγάλων γεωργικών κλήρων και ισχυρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων αλλά και την είσοδο νέων αγροτών στη γεωργία.
2. Με την ισχύουσα μέχρι σήμερα νομοθεσία ρυθμιζόταν η απαλλαγή του νέου αγρότη και παρέχονταν συμπληρωματικές ρυθμίσεις για το ανώτατο όριο απαλλαγών των αγροτών.
Με τη προτεινόμενη παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου καταργούνται οι συγκεκριμένες διατάξεις (των παραγράφων 2 και 5 του ν. 2961/2001) οι οποίες ίσχυαν μόνο για τους νέους αγρότες, γιατί, μετά τη θέσπιση της απαλλαγής της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν υφίσταται ο λόγος για τον οποίο θεσπίστηκαν.
3. Με ης προτεινόμενες ρυθμίσεις των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου και μετά την κατάργηση των ειδικών απαλλαγών των νέων αγροτών και τη θέσπιση της πλήρους απαλλαγής αυτών με τις ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου του σχεδίου νόμου, εναρμονίζονται λεκτικά οι τροποποιούμενες διατάξεις με την απαλοιφή της παραπομπής σης διατάξεις περί των νέων αγροτών.
4. Με την προτεινόμενη παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, διευρύνεται η απαλλαγή που ίσχυε για τους νέους αγρότες σε περίπτωση ύπαρξης συγκληρονόμων μιας αγροτικής εκμετάλλευσης, σε όλους τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες.
5. Με την προτεινόμενη παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση άρσης της απαλλαγής των νεοεισερχομένων νέων αγροτών λόγω μη τήρησης των δεσμεύσεων του νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις των αντίστοιχων φορολογιών.
Η τροποποίηση αυτή κρίνεται αναγκαία για λόγους εναρμόνισης της φορολογικής νομοθεσίας.
Άρθρο 10
Στεγαστικό Επίδομα Φοιτητών
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζεται η καταβολή ετήσιου επιδόματος χιλίων ευρώ για φοιτητές ανωτάτων και ανωτέρων σχολών που διαμένουν εκτός του νομού της κύριας κατοικίας των, εφόσον το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα τριάντα χιλιάδες ευρώ, οι γονείς του φοιτητή ή ο ίδιος δεν είναι κύριος ή επικαρπωτής οικίας μεγαλύτερης των 200 τ.μ. και είναι επιμελής στις σπουδές του.
Με τις διατάξεις του ίδιου άρθρου παρέχεται η εξουσιοδότηση στους αρμόδιους υπαλλήλους να καθορίσουν με αποφάσεις τους της διαδικαστικές λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής.
Άρθρο 11
Επίδομα ανέργων γονέων με παιδιά στη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζεται η καταβολή ετήσιου επιδόματος εκατόν πενήντα ευρώ για του άνεργους γονείς που έχουν παιδιά στη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση, για κάλυψη μικροδαπανών σχολικών ειδών του κάθε μαθητή. Στις διατάξεις του άρθρου ορίζονται οι προϋποθέσεις καταβολής του επιδόματος αυτού και εξουσιοδοτούνται οι αρμόδιοι υπουργοί να καθορίσουν με αποφάσεις τους, τις διαδικαστικές λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού, για την καταβολή του ανωτέρω επιδόματος.
Άρθρο 12
Απαλλαγή πολυτέκνων από το τέλος ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού παρέχεται η ευχέρεια, στους πολύτεκνους γονείς με τουλάχιστον τέσσερα (4) ανήλικα παιδιά, να παραλαμβάνουν με πλήρη απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης επιβατικά αυτοκίνητα με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι και 2000 κυβικά εκατοστά, αντί του 50% που ίσχυε μέχρι σήμερα.
Καθιερώνεται επίσης για πρώτη φορά η δυνατότητα παραλαβής επιβατικού αυτοκινήτου και μεγαλύτερου κυλινδρισμού κινητήρα με απαλλαγή του 50% του αναλογούντος τέλους ταξινόμησης.
Με τις ίδιες διατάξεις ρυθμίζονται θέματα που αφορούν τη μεταβίβαση της κυριότητας ή της παραχώρησης με οποιονδήποτε τρόπο της χρήσης των αυτοκινήτων αυτών.
Το μέτρο αυτό κρίνεται αναγκαίο για την ενίσχυση των πολύτεκνων οικογενειών, είναι κοινωνικά δίκαιο αφού καθιερώνει ίση μεταχείριση σε σχέση με άλλες κατηγορίες δικαιούχων ατελειών προσώπων και κρίνεται ότι θα συμβάλλει θετικά στην αντιμετώπιση του Δημογραφικού προβλήματος της χώρας.
Άρθρο 13
Απαλλαγή από το φόρο επιχειρήσεων σε μικρά χωριά
Με την προτεινόμενη, διάταξη, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος οι μικρές ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν καθαρά κέρδη μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε οικισμούς με πληθυσμό κάτω από 1.000 κατοίκους, εκτός αν αυτοί έχουν χαρακτηρισθεί ως τουριστικοί τόποι. Με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται η ενίσχυση και διατήρηση των επιχειρήσεων αυτών στα μικρά χωριά.
Άρθρο 14
Τεκμήρια δαπανών με βάση
το αυτοκίνητο
1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού οι περιπτώσεις θ, ι και ια αναριθμούνται για νομοτεχνικούς λόγους σε ιβ, ιγ και ιδ αντίστοιχα, η περίπτωση η’ αντικαθίσταται και προστίθενται νέες περιπτώσεις θ, ι και ια.
α) Περίπτωση η
Με τις προτεινόμενες διατάξεις καταργείται η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη για όλα τα αυτοκίνητα που έχουν αποκτηθεί μέχρι την 31.12.1992. Οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν στην κατάργηση της φορολογικής επιβάρυνσης όλων όσων κατέχουν παλαιά αυτοκίνητα.
β) Περίπτωση θ
Με τις προτεινόμενες διατάξεις επεκτείνεται η μη εφαρμογή του τεκμηρίου διαβίωσης σε περισσότερα από ένα αυτοκίνητα μέχρι 14 φορολογήσιμους ίππους που έχουν αποκτηθεί από την 1.1.1993 μέχρι την 31.12.2003. Επίσης, καθιερώνεται η απαλλαγή από τεκμήριο διαβίωσης και για τα αυτοκίνητα άνω των 14 φορολογήσιμων ίππων που έχουν αποκτηθεί το ίδιο χρονικό διάστημα εφόσον η εργοστασιακή τιμολογιακή αξία του έτους πρώτης κυκλοφορίας τους μειωμένη λόγω παλαιότητας κατά τα ποσοστά της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 126 του τελωνειακού κώδικα δεν υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.
γ) Περίπτωση ι
Με τις προτεινόμενες διατάξεις καταργείται η εφαρμογή του τεκμηρίου διαβίωσης που προκύπτει από αυτοκίνητα που αποκτώνται από την 1.1. 2004 και εφεξής, ανεξαρτήτως φορολογήσιμων ίππων, εφόσον η εργοστασιακή τιμολογιακή αξία του έτους πρώτης κυκλοφορίας τους μειωμένη λόγω παλαιότητας κατά τα ποσοστά της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 126 του τελωνειακού κώδικα δεν υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.
Οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν στη φορολογική ελάφρυνση των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων και στην επιβάρυνση μόνο της υψηλής εισοδηματικής τάξης που έχει τη δυνατότητα να διατηρεί αυτοκίνητα μεγάλης αξίας.
δ) Περίπτωση ια
Με τις προτεινόμενες διατάξεις προβλέπεται ανάλογη εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων που αφορούν στα τεκμήρια αυτοκινήτων και στα αυτοκίνητα των εταιριών.
Με τις διατάξεις αυτές επιδιώκεται ίση φορολογική μεταχείριση για όλα τα φυσικά πρόσωπα που μετέχουν σε εταιρίες.
2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού καταργούνται τα τρία τελευταία εδάφια της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις καθιερώνεται ενιαίος τρόπος προσδιορισμού της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης και ισχύει για όλα γενικά τα επιβατικά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα.
ΟΙ διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και τη δίκαιη φορολογική μεταχείριση των κυρίων και κατόχων επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης.
3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού καθορίζεται η έναρξη ισχύος των προηγούμενων παραγράφων από 112003.
Άρθρο 15
Κατάργηση εισφοράς ναών
Με τη διάταξη του άρθρου αυτού καταργείται η εισφορά που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 536/1945, όπως ισχύει και η οποίο επιβάλλεται στο έσοδο των ναών.
Η κατάργηση αυτή εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια απλοποίησης του συστήματος των φόρων, στην οποία περιλαμβάνεται και η κατάργηση των μικρής απόδοσης φάρων, εισφορών κ. τ.λ. δυσανάλογων μάλιστα με το συνολικό εισπρακτικά και διαχειριστικό κόστος αυτών.
Εξάλλου, η συγκεκριμένη εισφορά επιβληθείσα προ πολλών ετών για την ικανοποίηση αναγκών που προέκυπταν από τις τότε κρατούσες συνθήκες, δεν μπορεί να θεωρηθεί σήμερα δικαιολογημένη και ανταποκρινόμενη στις ανάγκες ενός σύγχρονου κράτους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΦOPOΛOΓlKOΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κατά την εφαρμογή των υφιστάμενων φορολογικών διατάξεων διαπιστώθηκε ότι:
1. Δεν υπάρχουν κανόνες γενικής εφαρμογής, βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή των υποθέσεων για έλεγχο, παρά μόνο οδηγίες της φορολογικής διοίκησης προς τις ελεγκτικές υπηρεσίες με τις προτεραιότητες στην επιλογή των υποθέσεων, όπως με την ΠΟΛ. 1144/98, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η καθιέρωση ενός συστήματος επιλογής υποθέσεων προς έλεγχο και η χάραξη αποτελεσματικής στρατηγικής και πολιτικής ελέγχων από τη φορολογική διοίκηση.
Μετά τη δημιουργία των Ελεγκτικών Κέντρων (ΕΘ.Ε.Κ., Π.Ε.Κ., Τ.Ε.Κ.) και τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων του τακτικού ελέγχου μεταξύ των Δ.Ο.Υ. και των πιο πάνω Eλεγκτικών Κέντρων, βελτιώθηκε σημαντικά η προϊσχύουσα κατάσταση. Όμως, παρά την υποχρέωση ελέγχου όλων των υποθέσεων παρατηρείται το φαινόμενο ορισμένες υποθέσεις να έχουν ελεγχθεί μέχρι και την τελευταία κλειόμενη χρήση, ορισμένες να έχουν ανέλεγκτες χρήσεις που επίκειται η παραγραφή τους, ενώ για άλλες να έχει παραγραφεί το δικαίωμα του δημοσίου για επιβολή φόρου.
Επίσης, διαπιστώνεται ότι οι δυνατότητες των Ελεγκτικών Υπηρεσιών είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένες και δεν δύνανται να καλύψουν το σύνολο των υποθέσεων, με αποτέλεσμα την παραγραφή μεγάλου αριθμού αυτών, πολλές φορές με σημαντικό φορολογικό ενδιαφέρον.
2. Με τις διατάξεις του ν. 2523/1997 έγινε ένα σημαντικό βήμα για τις συνέπειες των παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, ώστε το σύστημα των ποινών να είναι πιο απλό και αντικειμενικό τόσο κατά την επιβολή τους, όσο και κατά τη διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Παρατηρήθηκε ότι για την επιβολή των προστίμων απαιτείται η διαπίστωση των παραβάσεων του Κ.Β.Σ., η σίινταξη έκθεσης ελέγχου, η έκδοση απόφασης επιβολής προστίμων από τον προϊστάμεvο της Δ.Ο.Υ. και η κοινοποίηση στον φορολογούμενο της έκθεσης ελέγχου και της πράξης επιβολής του προστίμου, διαδικασίες χρονοβόρες με σημαντικό διοικητικό κόστος για τη φορολογική διοίκηση αλλά και εξίσου επιβαρυντικές για τις ίδιες τις επιχειρήσεις.
Κατά την εφαρμογή των ανωτέρω, διαπιστώθηκε επίσης ότι, σημαντικός αριθμός αποφάσεων επιβολής προστίμου οδηγείται στα Διοικητικά Δικαστήρια με αποτέλεσμα να καθυστερεί ο χρόνος είσπραξης των προστίμων αυτών, να επιβαρύνεται η διοίκηση με πρόσθετο κόστος διαχείρισης, ενώ παράλληλα επιβαρύνονται με μεγάλο αριθμό τέτοιων υποθέσεων τα διοικητικά δικαστήρια με αποτέλεσμα να επιμηκύνεται περαιτέρω ο χρόνος έκδοσης των οικείων δικαστικών αποφάσεων.
3. Παρά τις βελτιώσεις και τον περιορισμό της υποκειμενικότητας που επήλθαν με το ν. 3052/02 ως προς το κύρος των βιβλίων και στοιχείων, διαπιστώνεται ότι στις περιπτώσεις που τα βιβλία κρίνονται ανακριβή ή ανεπαρκή προκειμένου για βιβλία Γ’ κατηγορίας, προσδιορίζονται με τον εξωλογιστικό τρόπο καθαρά εισοδήματα που ενδεχομένως δεν αντιστοιχούν στα πραγματικά εισοδήματα της επιχείρησης ή δεν αναγνωρίζονται μεταφερόμενα ποσά ζημιών εξαιτίας της ύπαρξης παραβάσεων του Κ.Β.Σ.
4. Τέλος κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 2238/ 1994 περί λογιστικού προσδιορισμού διαπιστώθηκε ότι δεν καταγράφονται επακριβώς οι προϋποθέσεις και τα χαρακτηριστικά που πρέπει να πληροί μία δαπάνη για να αναγνωρισθεί η έκπτωσή της από τα ακαθάριστα έσοδα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν συχνά διενέξεις και αντιδικίες μεταξύ φορολογουμένων και φορολογικής αρχής.
Για τους παραπάνω λόγους προέκυψε η αναγκαιότητα μεταβολής του υφιστάμενου συστήματος ως προς την επιλογή των υποθέσεων προς έλεγχο και τον προσδιορισμό των κατ’ έλεγχο αποτελεσμάτων επί ύπαρξης παραβάσεων και καταγραφής των χαρακτηριστικών που πρέπει να πληροί μία δαπάνη για να αναγνωριστεί ως εκπεστέα.
Με βάση λοιπόν τις παραπάνω ανάγκες σχεδιάσθηκε το νέο σύστημα ελέγχου με αντικειμενικές αρχές για το οποίο οι ειδικότερες λεπτομέρειες και οι απαραίτητες μεταβολές που επέρχονται στις ισχύουσες διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας, αναλύονται στα παρακάτω άρθρα:
Άρθρο 16
Σύστημα επιλογής ελέγχου υποθέσεων
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού προστίθενται τρεις νέες παράγραφοι στο άρθρο 66 του ν. 2238/94.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις καθιερώνεται νέο σύστημα επιλογής υποθέσεων για τακτικό έλεγχο. Αντικειμενικοποιείται πλέον και αυτοματοποιείται η επιλογή των υποθέσεων για έλεγχο. Η επιλογή των υποθέσεων για έλεγχο με το νέο σύστημα θα βασίζεται σε κλίμακα μορίων τα οποία μόρια προκύπτουν από φορολογικές παραβάσεις, από τη φορολογική συμπεριφορά της επιχείρησης, τα οικονομικά της δεδομένα και από άλλους σχετικούς προσδιοριστικούς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τη λειτουργία της επιχείρησης.
Με το ισχύον μέχρι σήμερα σύστημα η επιλογή των υποθέσεων δεν γινόταν με αντικειμενικά κριτήρια. Η επιλογή των υποθέσεων για έλεγχο θα γίνεται πλέον κεντρικά και όχι περιφερειακά, όπως γίνονταν μέχρι σήμερα.
Με τις ίδιες διατάξεις παρέχεται η δυνατότητα επιλογής υποθέσεων με βάση τυχαίο δείγμα το οποίο θα καθορίζεται κάθε φορά με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομκών. Επίσης, με το νέο σύστημα φορολογικού ελέγχου μπορεί να γίνονται και κλαδικοί έλεγχοι κατά γεωγραφική περιοχή δεδομένου ότι η διαμορφωμένη κλίμακα μπορεί να καταρτίζεται για συγκεκριμένους κλάδους, οι οποίοι παρουσιάζουν ιδιαίτερο φορολογικό ενδιαφέρον ή παρουσιάζουν μεγάλου ύψους φοροδιαφυγή.
Με την ίδια διάταξη καθίστανται υποχρεωτικά ελεγκτέες οι υποθέσεις ή δηλώσεις που έστω και για μία χρήση έχουν ακαθάριστα έσοδα άνω των 30.000.000 ευρώ και επίσης όλες οι επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και στα αλλοδαπά χρηματιστήρια, λόγω του σημαντικού οικονομικού μεγέθους το οποίο δημιουργεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ξεχωριστή βαρύτητα στις επιχειρήσεις αυτές προκειμένου να υπάρχει διαφάνεια στα οικονομικά τους δεδομένα.
Επίσης, διενεργείται έλεγχος υποχρεωτικά και σε υποθέσεις για τις οποίες έχουν περιέλθει στις ελεγκτικές υπηρεσίες στοιχεία από τις διασταυρώσεις του πληρoφoριακού συστήματος ή από ελέγχους σε τρίτες επιχειρήσεις, για απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή διάπραξη φορολογικών αδικημάτων.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η καθιέρωση του νέου συστήματος επιλογής των υποθέσεων εφαρμόζεται και για τις λοιπές φορολογίες (ΦΠΑ, φορολογία χαρτοσήμου κλπ).
Άρθρο 17
Προσδιορισμός ακαθάριστου εισοδήματος εμπορικών επιχειρήσεων
Λόγω της εφαρμογής του νέου αντικειμενικού συστήματος επέρχονται μεταβολές ως προς τον προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων για τις υπαγόμενες στο νέο φορολογικό σύστημα επιχειρήσεις. Ο προσδιορισμός των ακαθαρίστων εσόδων παύει πλέον να γίνεται εξωλογιστικά για τη πλειοψηφία των επιχειρήσεων, όπως μέχρι σήμερα γινόταν. Μόνο για τις μη υπαγόμενες επιχειρήσεις στο νέο σύστημα ελέγχου παραμένει ο εξωλογιστικός προσδιορισμός.
Ειδικότερα:
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 2238/1994.
Με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι τα ακαθάριστα έσοδα των εμπορικών επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του ΚΒ.Σ. και δεν βαρύνονται με οποιαδήποτε παράβαση της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας ή βαρύνονται με παραβάσεις γενικά που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων κατά τα οριζόμενα στη νέα περίπτωση δ’ της ίδιας παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 2238/94, λαμβάνονται όπως αυτά προκύπτουν από τα βιβλία και στοιχεία.
2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 2238/1994.
Με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι τα ακαθάριστα έσοδα των εμπορικών επιχειρήσεων που τηρούν νόμιμα βιβλία πρώτης κατηγορίας και δεν βαρύνονται με οποιαδήποτε παράβαση της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας ή βαρύνονται με παραβάσεις γενικά που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό του κόστους των εμπορεύσιμων αγαθών ή των παραχθέντων έτοιμων προϊόντων κατά τα οριζόμενα στη νέα περίπτωση ε΄ της ίδιας παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 2238/94, βρίσκονται με την προσθήκη του μικτού κέρδους στο συνολικό κόστος των εμπορεύσιμων αγαθών ή των παραχθέντων ετοίμων προϊόντων, κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις των υπολοίπων εδαφίων της ίδιας περίπτωσης β’ της παραγράφου. 2 του άρθρου 30 του ν. 2238/94.
3. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου παραμένει ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των ακαθαρίστων εσόδων μόνο στις επιχειρήσεις που νόμιμα δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία και αυτών που αν και ήταν υπόχρεοι τήρησης βιβλίων και στοιχείων δεν τήρησαν καθώς και αυτών που δεν διαφυλάττουν τα βιβλία ή στοιχεία όπως αυτά αναφέρονται στην περίπτωση στ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του ΚΒΣ, δηλαδή το ισοζύγιο γενικού αναλυτικών καθολικών ή τη μηνιαία κατάσταση του βιβλίου εσόδων εξόδων επί μηχανογραφικής τήρησης των βιβλίων ή τα θεωρημένα ημερολόγια και το θεωρημένο βιβλίο εσόδων εξόδων επί χειρόγραφης τήρησης, τα συνοδευτικά στοιχεία των αγαθών καθώς και τα προβλεπόμενα από τον ΚΒΣ παραστατικά βάσει των οποίων γίνονται οι πρωτογενείς εγγραφές.
Επίσης για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία Α΄ κατηγορίας του ΚΒΣ ενώ ήταν υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων και στοιχείων ανώτερης κατηγορίας και γι’ αυτές τις επιχειρήσεις, όπως και για τις προαναφερόμενες, συνεχίζει να γίνεται εξωλογιστικός προσδιορισμός των ακαθαρίστων εσόδων με βάση στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει ο προϊστάμενος της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας σχετικά με την συναλλακτική δραστηριότητα της επιχείρησης, τις συνθήκες λειτουργίας της και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία σχετιζόμενα με την επιχείρηση.
4. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου προστίθενται νέες περιπτώσεις δ’, ε’ και στ’ στην παράγραφο 2 του άρθρου 30 του ν. 2238/1994 που αναφέρονται στον προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων εμπορικών επιχειρήσεων οι οποίες υπέπεσαν σε φορολογικές ή τελωνειακές παραβάσεις.
Ειδικότερα:
α. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της περίπτωσης δ΄, καθορίζονται επακριβώς οι παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας που επηρεάζουν τα ακαθάριστα έσοδα, καθιερώνεται για πρώτη φορά μοριοδότηση αυτών, ανάλογα με το είδος και τη βαρύτητά τους. Με βάση τα μόρια αυτά που συγκεντρώνονται από τις παραπάνω καθορισμένες παραβάσεις, δημιουργούνται κλιμάκια μορίων βάσει των οποίων καθορίζονται συντελεστές προσδιορισμού διαφορών ακαθαρίστων εσόδων (Σ.Π.Δ.Α.Ε.). Οι συντελεστές αυτοί χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των διαφορών ακαθαρίστων εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας Κ.Β.Σ. και έχουν υποπέσει στις καθορισμένες από το νόμο αυτό παραβάσεις.
Προκειμένου να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις σχετικά με το είδος των παραβάσεων αυτών που επηρεάζουν τα ακαθάριστα έσοδα και να είναι εκ των προτέρων γνωστό το ύψος των μορίων γι’ αυτές και οι επιπτώσεις που συνεπάγονται, οι παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας που επηρεάζουν τα ακαθάριστα έσοδα και τα μόρια που επισύρει κάθε παράβαση καθώς και οι συντελεστές προσδιορισμού διαφορών ακαθαρίστων εσόδων εμφανίζονται σε αντίστοιχους πίνακες, παραβάσεων και μορίων παραβάσεων και συντελεστών προσδιορισμού διαφορών ακαθαρίστων εσόδων (Σ.Π.Δ.Α.Ε.).
Ο προσδιορισμός των διαφορών ακαθαρίστων εσόδων, κάθε διαχειριστικής περιόδου για την οποία υπάρχουν φορολογικές ή τελωνειακές παραβάσεις, που επηρεάζουν τα ακαθάριστα έσοδα, γίνεται με την εφαρμογή των συντελεστών που ορίζονται από Το νόμο αυτό.
Οι συντελεστές αυτοί εφαρμόζονται στο σύνολο των μεγαλύτερων ακαθαρίστων εσόδων, δηλωθέντων ή των βιβλίων και στοιχείων και αποκρυβέντων εσόδων, εφόσον υπάρχει απόκρυψη και το αποτέλεσμα αποτελεί τη διαφορά ακαθαρίστων εσόδων της χρήσης που υφίσταται η παράβαση, η οποία προστίθεται στα μεγαλύτερα ακαθάριστα έσοδα των βιβλίων ή στοιχείων και των τυχόν αποκρυβέντων ακαθάριστων εσόδων, και το άθροισμα αποτελεί τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα της χρήσης.
Εφόσον υπάρχει απόκρυψη ακαθαρίστων εσόδων τότε συγκρίνεται ο καθορισμένος συντελεστής του πίνακα με το συντελεστή που προκύπτει από τη διαίρεση του ποσού των αποκρυβέντων εσόδων προς τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα και εφαρμόζεται ο μεγαλύτερος.
Ειδικά στις περιπτώσεις που υπάρχει απόκρυψη ακαθαρίστων εσόδων και με βάση ης παραβάσεις ο Σ.Π.Δ.Α.Ε. είναι μεγαλύτερος από 10 και ο συντελεστής που προκύπτει από την απόκρυψη είναι μικρότερος από 10, τότε προσδιορίζονται τα ακαθάριστα έσοδα με βάση τον πενταπλάσιο συντελεστή που προκύπτει από την απόκρυψη, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 10 αλλά ούτε μεγαλύτερος από τον καθορισμένο συντελεστή του πίνακα για την επιχείρηση.
Με τις ίδιες διατάξεις καθορίζονται ελάχιστα ποσά διαφορών ακαθαρίστων. εσόδων σε περιπτώσεις επιχειρήσεων με παραβάσεις, εφόσον μετά την εφαρμογή του ΣΠΔΑΕ η διαφορά ακαθαρίστων εσόδων που προκύπτει είναι μικρότερη των ελαχίστων αυτών ποσών.
Για την εναρμόνιση των νέων διατάξεων με τις ισχύουσες διατάξεις και προκειμένου να μην υπάρχει δυσμενέστερη αντιμετώπιση με το νέο αντικειμενικό σύστημα, ορίζεται ότι δεν προσδιορίζονται διαφορές ακαθάριστων εσόδων με την εφαρμογή των ΣΠΔΑΕ αλλά λαμβάνονται τα ελάχιστα ποσά διαφορών ακαθαρίστων εσόδων που αντιστοιχούν στο πρώτο κλιμάκιο μορίων, στις περιπτώσεις μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης και μη καταχώρησης ή ανακριβούς καταχώρησης μέχρι και τριών (3) στοιχείων, τα οποία συνολικά σε αξία είναι μέχρι χίλια (1000) ευρώ και διαπιστώνονται από τον ίδιο έλεγχο. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις.
Έτσι με τις προτεινόμενες διατάξεις καταργείται ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας Κ.Β.Σ. και αντικειμενικοποιείται ο προσδιορισμός των ακαθαρίστων εσόδων σε περιπτώσεις που διαπράττουν ουσιαστικές παραβάσεις.
β. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της περίπτωσης ε’ προβλέπεται ο αντικειμενικός προσδιορισμός του κόστους των εμπορεύσιμων αγαθών ή των παραχθέντων ετοίμων προϊόντων και των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων που τηρούν νόμιμα βιβλία πρώτης (Α΄) κατηγορίας του Κ.Β.Σ. και βαρύνονται με παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας, κατά ανάλογο τρόπο με τα οριζόμενα για τον προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων με βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Εξαίρεση από τα ανωτέρω αποτελούν οι επιχειρήσεις για τις οποίες τηρήθηκαν βιβλία Α΄ κατηγορίας ενώ έπρεπε να τηρηθούν βιβλία ανώτερης της Α’ κατηγορίας.
γ. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της περίπτωσης στ’ προβλέπεται ότι ειδικά στις περιπτώσεις μη διαφύλαξης μέρους των στοιχείων της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα συνεχίζουν να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων δ’ και ε’, κατά περίπτωση, εφόσον οι υπόχρεοι έχουν υποβάλει τις οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογιών και από διασταυρωτικό έλεγχο των υφιστάμενων στοιχείων και αυτών που προσκομίζει η επιχείρηση αποδεικνύεται ότι από τη μη διαφύλαξη των στοιχείων δεν έχει επηρεαστεί η εμφάνιση στα βιβλία της πραγματικής κατάστασης της επιχείρησης.
Άρθρο 18
Λογιστικός προσδιορισμός του Καθαρού Εισοδήματος
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού επέρχονται μεταβολές στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/94, προστίθεται νέα παράγραφος 17 στο ίδιο άρθρου 31 του. ν. 2238/1994 και αναριθμείται η υπάρχουσα παράγραφος 17 σε 18.
Ειδικότερα;
1, Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται η πρώτη περίοδος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου του άρθρου 31 του ν. 2238/1994.
Με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλίο δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., προσδιορίζεται με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των βιβλίων και στοιχείων των δαπανών που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 16 του ίδιου άρθρου, χωρίς να τίθεται πλέον η προϋπόθεση να έχουν κριθεί επαρκή και ακριβή τα βιβλία και στοιχεία της επιχείρησης.
2. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 2, καθορίζονται επακριβώς οι παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που επηρεάζουν Το καθαρό εισόδημα και καθιερώνεται για πρώτη φορά μοριοδότηση αυτών, ανάλογα με το είδος και τη βαρύτητά τους. Με βάση τα μόρια αυτά που συγκεντρώνονται από τις παραπάνω παραβάσεις, δημιουργούνται κλιμάκια μορίων βάσει των οποίων ορίζονται συντελεστές υπολογισμού διαφορών καθαρού εισοδήματος (Σ.Δ.Κ.Ε.). Οι συντελεστές αυτοί χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των διαφορών καθαρού εισοδήματος των εμπορικών επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας Κ.Β.Σ. και έχουν υποπέσει στις καθορισμένες από το νόμο αυτό παραβάσεις.
Προκειμένου να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις σχετικά με το είδος των παραβάσεων αυτών που επηρεάζουν το καθαρό εισόδημα και για είναι εκ των προτέρων γνωστό το ύψος των μορίων που επισύρουν αυτές και οι επιπτώσεις που συνεπάγονται, οι παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που επηρεάζουν τα καθαρό εισόδημα, τα μόρια που επισύρει κάθε παράβαση από τις καθοριζόμενες παραβάσεις καθώς και οι συντελεστές υπολογισμού διαφορών καθαρού εισοδήματος. (Σ.Δ.Κ.Ε.), εμφανίζονται σε αντίστοιχους πίνακες παραβάσεων και μορίων παραβάσεων και υπολογισμού διαφορών καθαρού εισοδήματος.
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προβλέπεται ότι το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων με βιβλία Β’ ή Γ΄ κατηγορίας Κ.Β.Σ., οι οποίες έχουν διαπράξει τέτοιου είδους παραβάσεις που επηρεάζουν τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος, προσδιορίζεται με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των δαπανών που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 16 του άρθρου 31 του ν. 2238/94 και την προσθήκη των διαφορών καθαρού εισοδήματος που προκύπτουν με την εφαρμογή του κατά περίπτωση συντελεστή υπολογισμού διαφορών καθαρού εισοδήματος επί των παραπάνω δαπανών. Δηλαδή, με την προτεινόμενη διάταξη καθιερώνονται για πρώτη φορά συντελεστές υπολογισμού διαφορών καθαρού εισοδήματος, που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα κλιμάκια μορίων, τα οποία μόρια προκύπτουν με βάση τις παραβάσεις που βαρύνουν την οικεία διαχειριστική περίοδο, ανάλογα με το είδος και τη βαρύτητά τους.
Άρθρο 19
Μεταφορά της ζημίας
1. Με ης διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαθίστανται το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν. 2238/94.
Με το ισχύον σήμερα σύστημα προσδιορισμού των ακαθαρίστων εσόδων και του καθαρού εισοδήματος, οι επιχειρήσεις που είχαν υποπέσει σε ουσιαστικές παραβάσεις και τα βιβλία τους κρίνονταν ως ανεπαρκή ή ανακριβή δεν μπορούσαν να μεταφέρουν την προκύπτουσα ζημία για να συμψηφισθεί με τα κέρδη των επόμενων ετών.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις δεν χάνεται το δικαίωμα μεταφοράς της ζημιάς, ανεξάρτητα αν έχουν υποπέσει σε παραβάσεις Κ.Β.Σ., για όλες τις επιχειρήσεις που υπάγονται στο νέο αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος.
2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται πλέον ρητά ότι δεν μπορεί να μεταφερθεί ζημία, μόνο στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται ο εξωλογιστικός προσδιορισμός, δηλαδή στις επιχειρήσεις που δεν υπάγονται εκ του νόμου στο νέο φορολογικό σύστημα ή εξαιρούνται από αυτό.
Άρθρο 20
Εξωλογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος
1. Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του ν. 2238/1994.
Συγκεκριμένα το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία του ΚΒ.Σ. ή δεν διαφυλάττουν τα βιβλίο και στοιχεία, όπως αυτά αναφέρονται στη παράγραφο 2 του άρθρου 30, πλην των περιπτώσεων μη διαφύλαξης μέρους των στοιχείων με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από το άρθρο αυτό, προσδιορίζονται εξωλογιστικά με πολλαπλασιασμό των ακαθαρίστων εισόδημα των επιχειρήσεων με ειδικούς, κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους.
Με τη διάταξη αυτή παραμένει σε εφαρμογή ο εξωλογιστικός προσδιορισμός καθαρού εισοδήματος μόνο για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλίο και στοιχείο ή δεν διαφυλάττουν τα βιβλία και στοιχεία τα οποία σχετίζονται με πρωτογενείς εγγραφές όπως ανωτέρω αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 30 του ν. 2238/94 καθώς επίσης και για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Α’ κατηγορίας ενώ ήταν υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων ανώτερης της Α΄ κατηγορίας.
Για τις λοιπές επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας Κ.Β.Σ. είτε έχουν διαπράξει φορολογικές παραβάσεις είτε όχι ο προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος γίνεται με λογιστικό τρόπο.
Με τη νέα αυτή διάταξη αποφεύγεται η υπερβολική, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιβάρυνση των επιχειρήσεων λόγω του εξωλογιστικού προσδιορισμού και λόγω της προσαύξησης του Μοναδικού Συντελεστή Καθαρού Κέρδους (Μ.Σ.Κ.Κ).
2. Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 32 του ν. 2238/1994.
Με τη διάταξη αυτή παραμένει σε εφαρμογή ο εξωλογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος, με πολλαπλασιασμό των αγορών με το μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους, για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία γιατί δεν υποχρεούνται λόγω ύψους αγορών, καθώς και για τις επιχειρήσεις που νόμιμα τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του Κ.Β. Σ.
Άρθρο 21
Ακαθάριστο, καθαρό εισόδημα και τεκμαρτός προσδιορισμός εισοδήματος από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων
1. Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού επεκτείνεται ο αντικειμενικός τρόπος ελέγχου και εναρμονίζεται και αντιμετωπίζεται ενιαία ο προσδιορισμός του ακαθάριστου και καθαρού εισοδήματος από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων, όπως ακριβώς και για τις εμπορικές επιχειρήσεις.
Δηλαδή, καθιερώνονται συντελεστές προσδιορισμού διαφορών ακαθαρίστων αμοιβών (ΣΠΔΜ) και συντελεστές υπολογισμού διαφορών καθαρού εισοδήματος (Σ.Δ.ΚΕ.) που αντιστοιχούν σε κλιμάκια μορίων, τα οποία μόρια, όπως και επί εμπορικών επιχειρήσεων, προκύπτουν από το είδος των παραβάσεων και τη βαρύτητά τους.
2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 50 του ν. 2238/94.
Με την προτεινόμενη διάταξη συνεχίζει να γίνεται τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματος μόνο στις περιπτώσεις μη τήρησης βιβλίων ή μη διαφύλαξης βιβλίων και στοιχείων όπως ακριβώς και για τις εμπορικές επιχειρήσεις ή τήρησης κατώτερης κατηγορίας βιβλίων από την προβλεπόμενη. Σε όλες ης λοιπές περιπτώσεις είτε υφίστανται παραβάσεις, είτε όχι, ο προσδιορισμός του εισοδήματος γίνεται λογιστικά και όχι εξωλογιστικά.
Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η επέκταση του αντικειμενικού τρόπου και στους ελεύθερους επαγγελματίες προκειμένου να υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση τόσο των εμπορικών επιχειρήσεων όσο και των ελευθέρων επαγγελματιών.
Δηλαδή και για τους επιτηδευματίες αυτούς που υποπίπτουν σε παραβάσεις που καθορίζονται από το νόμο αυτό, ο προσδιορισμός των διαφορών ακαθαρίστων αμοιβών και του καθαρού εισοδήματος γίνεται με ανάλογη εφαρμογή των αντίστοιχων προβλεπομένων συντελεστών, όπως και για τις εμπορικές επιχειρήσεις.
Άρθρο 22
Αυτοέλεγχος Μερικό φύλλο ελέγχου Μερική πράξη προσδιορισμού του φόρου
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού προστίθενται νέα εδάφια στις παραγράφους 4, 1 και 3 των άρθρων 62,64 και 107 αντίστοιχα, του ν. 2238/94.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις για όλες τις επιχειρήσεις και επιτηδευματίες που υπάγονται στο νέο σύστημα φορολογικού ελέγχου, καθιερώνεται διαδικασία αυτοελέγχου, βάσει της οποίας μπορούν, εφόσον το επιθυμούν οι εν λόγω επιχειρήσεις και επιτηδευματίες, να συμπεριλάβουν στην υποβαλλόμενη δήλωση κάθε διαχειριστικής περιόδου, πέραν των εισοδημάτων που προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία και τα εισοδήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή του νέου συστήματος ελέγχου, εφόσον υφίστανται παραβάσεις βάσει των οποίων προσδιορίζεται διαφορετικό εισόδημα από αυτό των βιβλίων και στοιχείων.
Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην αποφυγή της επιβάρυνσης των επιχειρήσεων με πρόσθετους φόρους που πιθανόν να προκύψουν από τον τακτικό φορολογικό έλεγχο.
Επιπλέον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώνονται παραβάσεις σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου υποβολής της οικείας δήλωσης που αναφέρονται αυτές και ο επιτηδευματίας λαμβάνει γνώση των παραβάσεων και των μορίων των παραβάσεων στο μεταγενέστερο αυτό χρόνο, τότε παρέχεται η δυνατότητα υποβολής συμπληρωματικής δήλωσης, εντός καθορισμένου χρόνου, για τη χρήση που αναφέρονται οι παραβάσεις με μειώσεις των πρόσθετων φόρων που προκύπτουν από τη δήλωση αυτή.
Με τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις και επιτηδευματίες, εφόσον το επιθυμούν, τα ποσά των φόρων που θα προέκυπταν κατά το τακτικό έλεγχο και θα έπρεπε να καταβληθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα, να καταβληθούν σταδιακά στη διάρκεια πολλών ετών διευκολύνοντας με το τρόπο αυτό την ρευστότητα και τη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Επίσης με τις διατάξεις του ίδιου άρθρου προστίθεται νέο εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 68 του ν. 2238/94.
Με τη διάταξη αυτή ορίζεται ότι αν ο φορολογούμενος δεν έχει συμπεριλάβει στην υποβληθείσα δήλωση το σύνολο της φορολογητέας ύλης που προκύπτει από την εφαρμογή του νέου αντικειμενικού συστήματος, τότε εκδίδεται στις περιπτώσεις. αυτές από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας μερικό φύλλο ελέγχου στο οποίο θα συμπεριλαμβάνεται και το ποσό της φορολογητέας ύλης το οποίο ο φορολογούμενος δεν συμπεριέλαβε με την διαδικασία του αυτοελέγχου.
Κατά ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζονται και τα συναφή θέματα στο Φ.Π.Α., με κατάλληλες παρεμβάσεις στα άρθρα 38, 48 και 49 του ν. 2859/ 2000.
Άρθρο 23
Αναγνώριση δαπανών επιχειρήσεων
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 αντικαθίσταται η παράγραφος 15 του άρθρου 31 του ν. 2238/94.
Με την προτεινόμενη διάταξη ορίζονται ακριβέστερα οι προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να αναγνωριστούν για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα οι δαπάνες των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, για την αναγνώριση των δαπανών απαιτείται να είναι καταχωρημένες στα βιβλία, να υπάρχουν νόμιμα παραστατικά και να εξυπηρετούν τις ανάγκες της επιχείρησης.
Με τις ισχύουσες διατάξεις, κατά τους φορολογικούς ελέγχους δημιουργούνταν προστριβές και διενέξεις μεταξύ ελεγχόντων και ελεγχομένων σχετικά με την αναγνώριση των προς έκπτωση δαπανών.
Προκειμένου να αποφευχθούν τα παραπάνω προβλήματα τέθηκε η αναγκαιότητα ακριβούς καταγραφής των προϋποθέσεων που πρέπει να πληροί μια δαπάνη για να εκπεστεί από τα ακαθάριστα έσοδα.
2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 προστίθεται παράγραφος 19 στο άρθρο 31 του ν. 2238/94 με την οποία εξουσιοδοτείται ο Υπουργός Οικονομίας & Οικονομικών να εκδίδει ετήσια οδηγία προς τις ελεγκτικές υπηρεσίες με την οποία θα καθορίζονται επακριβώς τα χαρακτηριστικά των δαπανών που θα αναγνωρίζονται για έκπτωση. Η οδηγία αυτή θα στηρίζεται σε προηγούμενες διοικητικές λύσεις, τη νομολογία των δικαστηρίων, στις lδιαιτερότητες του κλάδου που ανήκει η επιχείρηση, σε οδηγίες των διεθνών οικονομικών οργανισμών και σε ακριβείς έννοιες των προς έκπτωση δαπανών.
Με αυτό τον τρόπο γνωρίζουν εκ των προτέρων οι επιχειρήσεις ποιές δαπάνες αναγνωρίζονται για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά τους προκειμένου να προβούν στη φορολογική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων τους, αποφεύγοντας έτσι τυχόν επιβαρύνσεις από προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους που επιβάλλονται με τον έλεγχο.
Τέλος, οι οδηγίες που θα εκδίδονται κάθε έτος θα είναι δεσμευτικές για την αναγνώριση των δαπανών από τις ελεγκτικές υπηρεσίες με αποτέλεσμα να μειωθούν στο ελάχιστο τα προαναφερόμενα προβλήματα.
΄Αρθρο 24
Διοικητική επίλυση της διαφοράς και Δικαστικός συμβιβασμός
1, Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το άρθρο 10 του ν. 2238/94.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις επέρχονται μεταβολές ως προς τη διοικητική επίλυση της διαφοράς λόγω της εφαρμογής του νέου συστήματος ελέγχου και για την απλούστευση των διαδικασιών και την αντικειμενικότερη αντιμετώπιση περιπτώσεων για τις οποίες αμφισβητείται η φορολογητέα ύλη, δεδομένου ότι στην προτεινόμενη επιτροπή δεν συμμετέχει ούτε ο Προϊστάμενος της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας, ούτε ο αρμόδιος οικονομικός επιθεωρητής.
Ειδικότερα:
α. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 1 του νέου άρθρου 70 επέρχονται μεταβολές ως προς τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και ορίζεται ότι η διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ του υπόχρεου και του αρμόδιου Προϊσταμένου της ελεγκτικής υπηρεσίας γίνεται μόνο στις περιπτώσεις αποδοχής ως έχουν των αποτελεσμάτων του ελέγχου ή αριθμητικών ή λογιστικών λαθών.
β. Με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του νέου άρθρου γίνεται νομοθετική προσαρμογή λόγω των μεταβολών που επήλθαν στις παραγράφους του άρθρου αυτού και λόγω της δημιουργίας των Ελεγκτικών Κέντρων ορίζοντας ότι η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται στον Προϊστάμενο της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας.
γ. Με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 προβλέπεται η δημιουργία και η σύνθεση νέων επιτροπών οι οποίες εξετάζουν υποθέσεις υπόχρεων που αμφισβητούν την προσδιορισθείσα με βάση το νόμο φορολογητέα ύλη και έχουν υποβάλλει σχετικές αιτήσεις στον Προϊστάμενο της υπηρεσίας που εξέδωσε το φύλλο ελέγχου, ο οποίος στη συνέχεια τις διαβιβάζει μαζί με όλα τα σχετικά στοιχεία στην προαναφερόμενη επιτροπή.
Επιπλέον, με τις διατάξεις αυτές ορίζεται ότι για τη συγκρότηση, απαρτία πλειοψηφία και λειτουργία των επιτροπών αυτών εφαρμόζονται τα ισχύοντα για τα συλλογικά όργανα του οργανισμού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
δ. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 ορίζεται η διάρκεια της θητείας των εκπροσώπων του κατά περίπτωση επιμελητηρίου, η οποία θητεία είναι διετής και αρχίζει από την ημερομηνία που αυτοί ορίστηκαν ως εκπρόσωποι, χωρίς δυνατότητα ανανέωσής της για δεύτερη συνεχόμενη φορά.
ε. Με τις διατάξεις των παραγράφων 7, 8 και 9 επέρχονται μεταβολές λόγω της δημιουργίας των προαναφερόμενων επιτροπών της παραγράφου 4 και λόγω της δυνατότητας διενέργειας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από τον Προϊστάμενο της ελεγκτικής υπηρεσίας στις περιπτώσεις λογιστικών ή αριθμητικών λαθών.
στ. Με τις διατάξεις της παραγράφου 10 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομίας & Οικονομικών προκειμένου να γίνει συγκρότηση των ανωτέρω επιτροπών, να καθορίσει την αποζημίωση των μελών και ότι άλλο αναγκαίο σχετίζεται με τη διαδικασία της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
ζ. Με τις διατάξεις της παραγράφου 11 παραμένει σε ισχύ ο περιορισμός στο 1/2 του ποσοστού προσαύξησης του συντελεστή καθαρού εισοδήματος στις περιπτώσεις επιτηδευματιών για τους οποίους προσδιορίζεται εξωλογιστικά το αποτέλεσμά τους (π.χ. λόγω μη τήρησης ή μη διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων του Κ.Β.Σ. κ.λ.π.) καθώς και ότι αναφέρεται για τον εξωλογιστικό προσδιορισμό, επιτηδευματιών που δεν υπάγονται στο νέο σύστημα ελέγχου, σχετικά με την εφαρμογή λογιστικού συντελεστή ή του προβλεπόμενου από τους πίνακες μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους.
η. Με τις διατάξεις της παραγράφου 12 έγινε αναρίθμηση της παλαιάς παραγράφου 11, η οποία παραμένει ως είχε.
2. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 αναφέρονται στο δικαστικό συμβιβασμό και είναι νομοτεχνικού χαρακτήρα.
Άρθρο 25
΄Εννοια παραβάσεων Πρόστιμα Κ.Β.Σ. Κύρος βιβλίων
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού λόγω της δημιουργίας της κλίμακας μορίων για την εφαρμογή του νέου συστήματος φορολογικού ελέγχου ορίζεται ότι ο εννοιολογικός προσδιορισμός των παραβάσεων συνεχίζει να είναι ο ίδιος όπως έχει ορισθεί από τις διατάξεις του ν. 2523/97 και προκειμένου για τελωνειακές παραβάσεις από τις οικείες τελωνειακές διατάξεις.
2. Λόγω της εφαρμογής του νέου συστήματος, γα τις επιχειρήσεις τις υπαγόμενες στο νέο αντικειμενικό σύστημα δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ., πλην εξαιρετικών περιπτώσεων (πλαστά εικονικά κλπ.), αλλά εφαρμόζονται γι’ αυτές οι συντελεστές ΣΠΔΑΕ και ΣΔΚΕ.
Εξαιρετικά, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 7 και 10 περίπτωση β’ του άρθρου 5 του ν. 2523/97 και μετά την έναρξη ισχύος του νέου συστήματος ελέγχου για παραβάσεις που διαπράττονται μετά το χρόνο αυτό.
Δηλαδή, εξακολουθούν να επιβάλλονται τα πρόστιμα στα πρόσωπα που αποδεδειγμένα συμπράττουν στις πράξεις και στις παραλείψεις που έχουν ως συνέπεια τα βιβλία και στοιχεία να μην εμφανίζουν την πραγματική κατάσταση, καθώς και σε εκείνον που υπογράφει τον ισολογισμό και το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης, εφόσον δεν έχει τέτοιο δικαίωμα.
Επίσης, ακόμη και αν η επιχείρηση ή ο επιτηδευματίας γενικά, υπάγεται στο νέο σύστημα φορολογικού ελέγχου, εξακολουθούν να επιβάλλονται στις περιπτώσεις έκδοσης πλαστών ή εικονικών στοιχείων ή λήψης εικονικών στοιχείων ή νόθευσης αυτών, τα οικεία πρόστιμα που ορίζονται από το άρθρο 5 του ν. 2523/97. Επιβάλλονται επίσης όλα τα πρόστιμα που προβλέπονται από το ν. 1809/88, με εξαίρεση τα πρόστιμα της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του εν λόγω νόμου.
Παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2523/97 και του άρθρου 30 του Π.Δ. 186192, για τις επιχειρήσεις τις μη υπαγόμενες στο νέο σύστημα φορολογικού ελέγχου (μη τήρηση, μη διαφύλαξη κλπ), δηλαδή συνεχίζουν να επιβάλλονται γι’ αυτές τα πρόστιμα του ΚΒΣ και εξετάζεται το κύρος των βιβλίων τους με βάση τις διατάξεις του άρθρου 30 του ΚΒΣ περί ανεπάρκειας ή ανακρίβειας των βιβλίων και στοιχείων.
Για τις επιχειρήσεις τις υπαγόμενες στο νέο αντικειμενικό σύστημα παύει να ισχύει το άρθρο 30 του ΚΒΣ δηλαδή παύει ο χαρακτηρισμός των βιβλίων τους ως ανεπαρκών ή ανακριβών.
Για τις ίδιες επιχειρήσεις, για τις αυτοτελείς παραβάσεις έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 2523/97, δηλαδή τα μόρια υπολογίζονται με τον περιορισμό των ανωτάτων ορίων (οροφών) του δεκαπενταπλασίου ή τριακονταπλασίου κλπ., κατά περίπτωση, που προβλέπεται για τις παραβάσεις αυτές από τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2523/97.
Συνεχίζουν να επιβάλλονται τα πρόστιμα ΚΒΣ για όλους τους επιτηδευματίες, για παραβάσεις που διαπράχθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νέου συστήματος ελέγχου, ανεξάρτητα από το χρόνο που διαπιστώθηκαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
Άρθρο 26
Κατάργηση Πιστοποιητικών
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαθίστανται οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4, 9, 10, 11, 12, 13, 14 και 15 του άρθρου 81 του ν. 2238/1994.
Με την ισχύουσα νομοθεσία προκειμένου ο πολίτης
να μεταβιβάσει ακίνητο (αστικό ή γεωργικό)
να παραχωρήσει υποθήκη σε ακίνητο
να μεταγράψει κληρονομιαίο ακίνητο να λάβει στεγαστικό δάνειο
να εγείρει αγωγή έξωσης σε ακίνητο
να εισπράξει αποζημίωση ή επιδότηση επί της γεωργικής παραγωγής
να προβεί στην έκδοση άδειας κυκλoφoρίας αγροτικού αυτοκινήτου
να προβεί στην έκδοση άδειας πώλησης γεωργικών προϊόντων πλανοδίως ή σε λαϊκές αγορές
να μεταβιβάσει σκάφος αναψυχής ή αεροσκάφος ή ελικόπτερο απαιτείται να προσκομίσει πιστοποιητικό από την αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. ότι δηλώθηκε το εισόδημα από ακίνητα ή το γεωργικό εισόδημα ή η τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης του σκάφους ή του αεροσκάφους, αντίστοιχα ή να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση ότι δεν απέκτησε εισόδημα.
Συνέπεια των παραπάνω είναι, προκειμένου ο φορολογούμενος να λάβει το πιστοποιητικό, να μεταβαίνει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., να υποβάλλει τη σχετική αίτηση και η υπηρεσία να ερευνά τους φακέλλους των αρχείων για την εξεύρεση των σχετικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των παρελθόντων ετών. Ο συντομότερος χρόνος για να παραδοθεί στο φορολογούμενο το πιστοποιητικό αυτό είναι διάστημα 35 ημερών.
Για την αποφυγή της ταλαιπωρίας των φορολογουμένων, για την απλοποίηση των διαδικασιών αυτών και την ελάφρυνση των φορολογικών αρχών από τις εργασίες αυτές προτείνονται οι πιο κάτω τροποποιήσεις.
Ειδικότερα με τις προτεινόμενες διατάξεις, αντικαθίσταται με υπεύθυνη δήλωση του φορολογουμένου η έκδοση πιστοποιητικού της Δ.Ο.Υ. Έτσι, στο εξής στις παρακάτω περιπτώσεις θα υποβάλλεται στο συμβολαιογράφο υποθηκοφύλακα ή τράπεζες η υπεύθυνη δήλωση:
α) για τα εμπροθέσμως δηλωθέντα μισθώματα, προκειμένου για τη μεταβίβαση ακινήτου, εγγραφή υποθήκης σε ακίνητο, μεταγραφή κληρονομιαίου ακινήτου, χορήγηση στεγαστικού δανείου.
β) για τη δήλωση της τεκμαρτής δαπάνης σκάφους αναψυχής, αεροσκάφους ή ελικοπτέρου, προκειμένου για τη μεταβίβασή τους.
γ) για τη δήλωση του γεωργικού εισοδήματος, προκειμένου για τη μεταβίβαση γεωργικού ακινήτου, για τη καταβολή επιδοτήσεων ή αποζημιώσεων επί της γεωργικής παραγωγής, τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας αγροτικού αυτοκινήτου και τη χορήγηση άδειας πώλησης γεωργικών προϊόντων πλανοδίως ή σε λαϊκές αγορές.
Περαιτέρω, προκειμένου να ελεγχθούν Τα αναφερόμενα στην υποβαλλόμενη υπεύθυνη δήλωση, προβλέπεται ότι το ένα αντίτυπο αυτής οι συμβολαιογράφοι ή οι υποθηκοφύλακες ή οι τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και δανείων, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και οι λοιποί οργανισμοί θα το στέλνουν μέσα στον