Αρείου Πάγου 42/2002 Ολομ.Εισηγητής: Θ. ΤΖΑΜΟΣ
Δικηγόροι: Πολύδωρος Χούπας,
Βασ. Λιάπας
Παραδεκτά εισάγονται στην τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου οι από το άρθρο 559 αριθ. 1 άλλως 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και ο συναρτώμενος με αυτούς τρίτος λόγος από τον αριθ. 11 άλλως 20 του ίδιου άρθρου σχετικοί λόγοι του κυρίου δικογράφου της από 8.8.2000 αίτηση της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος ΑΕ για αναίρεση της 2551/2000 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, οι οποίοι παραπέμφθηκαν σ αυτή με τη 1741/2001 απόφαση του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β του ΚΠολΔ, διότι κρίθηκε ότι με τους λόγους αυτούς τίθετα ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Κατά το άρθρο 8 εδ. α του Ν. 3198/ 55 “Μισθωτοί συνδεόμενοι δια σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου διαρκείας, συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσία παρά τω αυτώ εργοδότη υπό την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2112 ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού Οργανισμού προβλεπόμενον όριον ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας των, αποχωρούντες της υπηρεσίας, τη συγκαταθέσει του εργοδότου, δικαιούνται του ημίσεος της υπό του Ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, ή του ΒΔ 16/ 18.7.20 οριζομένης αποζημιώσεως διά την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, υπολογιζομένης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος”.
Εξ άλλου, σύμβαση εργασίας συναπτομένη με την προσχώρηση του μισθωτού σε κανονισμό που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση αυτού με την συμπλήρωση ορίου ηλικίας, είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αν όμως με τον κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμ-βάσεως, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, αν δε αυτή πληρωθεί, η σύμβαση μεταπίπτει εξ αρχής σε αορίστου χρόνου. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 26 του Οργανισμού της Υπηρεσίας της “Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος και Αθηνών ΑΕ”, που καταρτίσθηκε από το διοικητικό συμβούλιο αυτής και κυρώθηκε με το ΒΔ της 17/26.9.53, κατ εφαρμογή του άρ-θρου 1 του ΝΔ 2510/53 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α 267/26.9.53) και έχει ισχύ νόμου, ή μετά του προσωπικού της Τραπέζης σύμβαση εργασίας λύεται, εκτός από άλλους αναφερόμενους σ αυτό λόγους και 1) δια του θανάτου του υπαλλήλου, 2) διά καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας κατά τα υπό της εργατικής νομοθεσίας οριζόμενα, σε κάθε δε περίπτωση με την συμπλήρωση των κάτωθι οριζομένων ορίων ηλικίας α) του 62ου έτους δια τους Διευθυντάς, Υποδιευθυντάς, Συμπράττοντας Υποδιευθυντάς και Τμηματάρχας, β) …. γ)….. δ) ….. Επίσης στο ίδιο άρθρο (26 αριθ. 2 δ εδ. β ) ορίζεται και ότι “οι προ της συμπληρώσεως του ως άνω ορίου ηλικίας απολυόμενοι δια καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας δικαιούνται και της κατά νόμον αποζημιώσεως”. Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 ΝΔ 3789/57, 12 παρ. 4 Ν. 1767/88, 8 παρ. 3 Ν. 2224/94 “περί κανονισμών εργασίας κ.λ.π.” οι όροι του με ισχύ νόμου εφαρμοζομένου κανονισμού εργασίας αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού και συνεπώς η σύμβαση εργασίας μισθωτού ο οποίος προσχωρεί σε τέτοιο κανονισμό περιέχει κάθε όρο που προβλέπεται στον τελευταίο.
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται: Το μεν ότι ο προαναφερθείς όρος του Κανονισμού ότι η σύμβαση εργασίας λύεται, και προ του προβλεπομένου ορίου ηλικίας, “δια καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας κατά τα υπό της εργατικής νομοθεσίας οριζόμενα”, καταλαμβάνει και την περίπτωση της λύσεως με αποχώρηση του μισθωτού “τη συγκαταθέσει” του εργοδότου κατά την πρώτη των ως άνω διατάξεων (8 παρ. α του Ν. 3198/ 55), αφού και η “αποχώρηση” κατά τη διάταξη αυτή, ως δήλωση βουλήσεως ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με την καταγγελία. Το δε, ότι η κατά την τελευταία αυτή διάταξη συγκατάθεση του εργοδότη στη δηλωθείσα αποχώρηση του μισθωτού ενυπάρχει δεσμευτικώς για τον εργοδότη στην καταρτισθείσα με βάση τον ως άνω, ισχύν νόμου έχοντα, κανονισμό σύμβαση εργασίας, ως εκ των προτέρων εκφρασθείσα δήλωση βουλήσεως τούτου. Ωστε, εφ όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της τελευταίας αυτής διατάξεως, ο αποχωρών υπάλληλος της ΕΤΕ δικαιούται τη μειωμένη ως άνω αποζημίωση και αν ακόμη η Τράπεζα αρνείται τη συγκατάθεσή της κατά τη δήλωση αποχωρήσεως.
Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, που έχει γεννηθεί την 29.3.45, προσλήφθηκε και προσχώρησε στον κανονισμό εργασίας της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας και εργάστηκε στην τελευταία από 15.10.64 μέχρι 2.12.97, ως υπάλληλος με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας και ότι κατήγγειλε τη σύμβαση αυτή πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας (που ήταν το 62ο έτος ηλικίας για τον βαθμό του Τμηματάρχη που κατείχε τότε). Εκρινε δε το Εφετείο ότι έτσι πληρώθηκε η αίρεση της πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, που μετέπεσε σε εξ υπ αρχής αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας και ότι ο ενάγων δικαιούται την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 8 εδ. α Ν. 3198/55, την οποία επιδίκασε σε αυτόν μειωμένη σε 1.500.000 δραχμές, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 ΑΝ 173/67, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το ΝΔ 207/74, 24 Ν. 1082/80, 24 Ν. 1545/85, 1 παρ. 1 ΝΔ 618/70 και 33 Ν. 1876/90. Με την κρίση αυτή το Εφετείο δεν παρεβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 2 του έχοντος ισχύ νόμου Οργανισμού Υπηρεσίας της Τράπεζας, 8 εδ. α του Ν. 3198/55 και 4 του Ν. 2112/20. Ούτε δε διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες σχετικά με την ύπαρξη συγκαταθέσεως της εργοδότριας Τράπεζας στην αποχώρηση, αφού το Εφετείο δέχθηκε ότι ο ενάγων μισθωτός προσχώρησε στον άνω Οργανισμό Υπηρεσίας αυτής, κατά το άρθρο 26 παρ. 2 του οποίου προβλέπεται εκ των προτέρων συγκατάθεση της Τράπεζας για την περίπτωση μονομερούς πρόωρης αποχωρήσεως του μισθωτού. Επομένως είναι αβάσιμοι οι δύο πρώτοι λόγοι του αναι-ρετηρίου από τους αριθμούς 1 άλλως 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.
Τέσσερα όμως μέλη του δικαστηρίου, ήτοι οι Αρεοπαγίτες Δημήτριος Βούρβαχης, Σπυρίδων Μπαρμπαστάθης, Χρήστος Μπαλντάς και Αναστάσιος Πράσσος, έχουν την εξής γνώμη:
Από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 8 εδ. α του Ν. 3198/55 συνάγεται ότι την σε αυτή οριζομένη αποζημίωση δικαιούται, εφ όσον συντρέχουν και οι λοιπές οριζόμενες προϋποθέσεις, ο μισθωτός που συνδέεται με τον εργοδότη του με σύμ-βαση μισθώσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που αποχωρεί από την εργασία του με την συγκατάθεση του εργοδότη. Εξ άλλου ως συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού νοείται η κατά την ελευθέρα βούλησή του συναίνεση σε αυτή. Επειτα ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συγκαταθέσεως του εργοδότη και μάλιστα εκ των προτέρων συμφωνηθείσα, στην αποχώρηση του μισθωτού, όταν η τελευταία προβλέπεται, χωρίς δικαίωμα του εργοδότη να την αποκρούσει, από διάταξη νόμου, προς την οποία εξομοιώνεται και η διάταξη του κανονισμού ή οργανισμού εργασίας, που έχει ισχύ νόμου, αφού η αποχώρηση του μισθωτού παρέχεται ως δικαίωμα αυτού, ανεξάρτητο από την βούληση του εργοδότη. Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 26 αρ. 2 του ισχύ νόμου έχοντος Οργανισμού Υπηρεσίας της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, δια της οποίας προβλέπεται η λύση της εργασιακής συμβάσεως διά καταγγελίας, κατά τα υπό της υπό της εργατικής νομοθεσίας οριζόμενα, δεν έχει την έννοια της εκ των προτέρων συγκαταθέσεως της Τραπέζης αυτής στην αποχώρηση του μισθωτού της, έτσι ώστε αυτός να δικαιούται της εκτεθεί-σης αποζημιώσεως, έστω και χωρίς ειδικώς δηλουμένη συγκατάθεσή της στην από την υπηρεσία της αποχώρησής του. Η δε προβλεπομένη από την διάταξη του άρθρου 26 αρ. 2δ εδ. β κατά νόμον αποζημίωση στους απολυομένους δια καταγγελίας αναφέρεται στην περίπτωση της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως από την εργοδότιδα Τράπεζα και όχι και στην περίπτωση λύσεως της συμβάσεως αυτής δι αποχωρήσεως του μισθωτού. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, το Εφετείο με την παραπάνω κρίση του, ότι δηλαδή ο αποχωρήσας της υπηρεσίας της αναιρεσειούσης Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος αναιρεσίβλητος μισθωτός της, δικαιούται της εκτεθεί-σης αποζημίωσεως, έστω και αν η αποχώρησή του έλαβε χώρα χωρίς ειδικώς δηλωθείσα συγκατάθεση αυτής, παρεβίασε τις άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, κατά την σχετική εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική αιτίαση, και έπρεπε να αναιρεθεί η απόφαση.