ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας, στην περίπου εκατονταετή διαδρομή του, αντικατοπτρίζει την πολυετή διαρκή προσπάθεια της ευρύτατης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και κυρίως των εργαζομένων, για την οικοδόμηση του ελληνικού κοινωνικού κεκτημένου.

Τα Ταμεία Αλληλοβοήθειας, που δημιουργήθηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με τις οργανωτικές πρωτοβουλίες των εργαζομένων εκείνης της εποχής, αποτελούν το σημείο εκκίνησης μιας μακράς πορείας αγώνων και προσπαθειών, για την ένταξη των κοινωνικών διεκδικήσεων στο νέο πλαίσιο εξέλιξης του βιομηχανικού μοντέλου εργασίας και παραγωγής.

Σε όλη αυτή τη χρονική διαδρομή, οι εργατικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες έχουν στο επίκεντρό τους την εξισορρόπηση των κοινωνικών συμφερόντων, μέσω της διεύρυνσης και της κατοχύρωσης της κοινωνικής ασφάλισης, με τη σταδιακή θεσμική αναγνώρισή της, ως δικαιώματος των εργαζομένων και ως υποχρέωσης του κράτους.

Η θεσμική κατοχύρωση της καθολικότητας και της υποχρεωτικότητας της κοινωνικής ασφάλισης αποτέλεσε κορυφαία πολιτική απόφαση, που οριοθέτησε μια νέα περίοδο στην εξέλιξη του βιομηχανικού παραγωγικού, οικονομικού και κοινωνικού προτύπου τόσο στην Ευρώπη όσο και σε όλο τον κόσμο.

Η κατοχύρωση αυτών των δύο χαρακτηριστικών μέσω του κράτους, έθεσε τις βάσεις ανάπτυξης του κοινωνικού κεκτημένου που οικοδομήθηκε στις δεκαετίες της βιομηχανικής εποχής, ανάγοντας σε δικαίωμα κάτι που ήταν απλώς προσδοκία, εξαρτώμενη από την ατομική δυνατότητα αποταμίευσης με προσωπική ευθύνη.

Έτσι, η κοινωνική προστασία μετασχηματίζεται σε διαδικασία με σαφές πολιτικό περιεχόμενο και σταδιακά αποκτά τη μορφή συστήματος προστασίας της εργασίας, μέσω θεσμών που χρηματοδοτούνται με εισφορές ασφάλιστρα που καταβάλλονται από εργοδότες ή εν μέρει από τους εργαζόμενους και εν μέρει τους εργοδότες.

Η σταδιακή επέκταση της ασφαλιστικής κάλυψης σε όλο τον πληθυσμό, μισθωτούς – αυτοαπασχολούμενους – αγρότες, οδηγεί διαχρονικά στο στόχο της καθολικότητας.

Το οικοδομούμενο μέσω αυτής της διαδικασίας κοινωνικό πρότυπο, για τη διασφάλιση των παροχών, επιβάλλει τη θέσπιση φόρων, ως πηγής χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

´Ολες αυτές οι μεγάλες διαχρονικές αλλαγές, που εξελίσσονται στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο, επηρεάζουν τη διαδρομή οικοδόμησης του ελληνικού κοινωνικού κεκτημένου.

Οι θεσμοί κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας έχουν τις ρίζες τους στην περίοδο πριν το Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η κρατική παρέμβαση στους τομείς κοινωνικής προστασίας ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Την περίοδο εκείνη εργατικές και επαγγελματικές ενώσεις άρχισαν να δημιουργούν αυτόνομα, αυτοδιοικούμενα και αυτοχρηματοδοτούμενα ασφαλιστικά ταμεία, με βασική επιδίωξη τη χορήγηση συντάξεων, ικανών να αναπληρώσουν την αδυναμία εισοδήματος λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου. Το 1927 υπήρχαν 41 ασφαλιστικά ταμεία αυτής της μορφής, τα οποία είχαν στη δύναμή τους περίπου 200,000 ασφαλισμένους και 25.000 συνταξιούχους. Δέκα χρόνια αργότερα ο αριθμός των ασφαλιστικών φορέων είχε υπερδιπλασιαστεί φτάνοντας τους 92, ενώ οι ασφαλισμένοι είχαν αυξηθεί σε 400.000 και οι συνταξιούχοι σε περίπου 50.000.

Το καθοριστικό βήμα για την εκκίνηση μιας δυναμικής πορείας οικοδόμησης του ελληνικού κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, έγινε με τη σύσταση και τη λειτουργία του Ι.Κ.Α, το 1937, που αρχικά αναπτύχθηκε μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Το 1946 οι ασφαλισμένοι του I.Κ.Α. ανέρχονταν σε 225.000 και οι συνταξιούχοι σε 14.500.

Στη μεταπολεμική περίοδο παρατηρείται μια σταδιακή επέκταση της ασφάλισης του I.Κ.Α. σε όλα τα πρόσωπα που παρέχουν εξαρτημένη εργασία. Μόλις το 1982, με το ν.1305/1982, θεσπίζεται η κύρια ασφάλιση, ως καθολική και υποχρεωτική σε όλη τη χώρα.

Η μεγάλη αυτή θεσμική τομή, σε συνδυασμό με τη θεσμοθέτηση της καθολικότητας και υποχρεωτικότητας της επικουρικής ασφάλισης που θεσπίστηκε το 1983, καλύπτει την τεράστια θεσμική υστέρηση που χαρακτήριζε έως τότε το ελληνικό κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, έναντι όλων των υπολοίπων συστημάτων της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης.

Ωστόσο, αυτή η χρονική καθυστέρηση προσαρμογής στις εξελίξεις, που αγγίζει τον έναν αιώνα, δεν ήταν χωρίς επιπτώσεις.

Η απουσία ενός ισχυρού φορέα ασφάλισης μισθωτών, με καθολικές και υποχρεωτικές εισφορές, άφησε ανοιχτό το πεδίο, τόσο στην περίοδο πριν το Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και μεταπολεμικά, για την ανάπτυξη μιας συντεχνιακής αντίληψης όσον αφορά τη δόμηση φορέων κοινωνικής ασφάλισης.

Δεκάδες κλαδικά ταμεία μισθωτών αναπτύσσονται τα μεταπολεμικά χρόνια και ομάδες πίεσης με συντεχνιακή λογική αποθαρρύνουν και στο τέλος ακυρώνουν προσπάθειες ενίσχυσης του ενιαίου χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έχει πλέον διαμορφωθεί ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας.

Σε αυτό συνυπάρχουν στοιχεία τόσο της επαγγελματικής κοινωνικής ασφάλισης, που παίζουν πρωτεύοντα ρόλο, όσο και της καθολικής κοινωνικής ασφάλισης.

Η κλαδική κατάτμηση, η απουσία ενός κεντρικού επιτελικού οργάνου και η διάσπαση της εποπτείας των ασφαλιστικών οργανισμών σε σειρά Υπουργείων, εμπόδισαν τη δημιουργία πνεύματος κοινής ασφαλιστικής αντίληψης.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες παγιώθηκαν και βαθμιαία εντάθηκαν σημαντικές ανισότητες ανάμεσα σε ομάδες εργαζομένων, τόσο ως προς την καταβολή των εισφορών, όσο και ως προς τη χορήγηση των παροχών: ύψος σύνταξης, εφάπαξ, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ..

Η πολυδιάσπαση του ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας διαπιστώνεται τόσο σε οριζόντιο επίπεδο, δηλαδή μεταξύ διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού όσο και σε κάθετο επίπεδο, δηλαδή στο εσωτερικό της ίδιας επαγγελματικής ομάδας.

Σε μια προσπάθεια παράκαμψης του εισοδηματικού περιορισμού, δημιουργείται κατά τη μεταπολεμική περίοδο μια πληθώρα ανεξάρτητων ταμείων, κλάδων στο εσωτερικό φορέων κύριας ασφάλισης, ή ειδικών λογαριασμών, με σκοπό την παροχή επικουρικής σύνταξης, εφάπαξ, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, προστασίας από τον κίνδυνο της ανεργίας κ.λπ..

Ως συνέπεια, αυτό που ονομάζουμε κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα της χώρας αποτελείται σήμερα από πολλές δεκάδες νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ταμεία και φορείς ασφάλισης, που εποπτεύονται από 4 διαφορετικά Υπουργεία.

Η πολλαπλότητα των φορέων που συγκροτούν την ελληνική κοινωνικο-ασφαλιστική πραγματικότητα, σε συνδυασμό με τις διαφορετικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τις διαφορετικές συνταξιοδοτικές παροχές, επιδρούν αρνητικά στην αγορά εργασίας και δυσκολεύουν την κινητικότητα των εργαζομένων.

Τα προβλήματα επιδεινώνονται από την πολυπλοκότητα της νομοθεσίας που διέπει την κοινωνική ασφάλιση και από ερμηνευτικές αντιφάσεις. οι οποίες κάποιες φορές οδηγούν ακόμα και σε απώλεια ασφαλιστικών δικαιωμάτων.

Το πρόβλημα των εσωτερικών αντιφάσεων και ανισοτήτων του συστήματος επιδεινώθηκε περαιτέρω μετά τη μεταρρύθμιση του 1992, καθώς μεταξύ των βασικών επιλογών που προκρίθηκαν με το ν. 2084/1992 ήταν η καθιέρωση ανισότιμης μεταχείρισης μεταξύ των ασφαλισμένων, πριν και μετά την 31.1.1992.

Οι παλαιότερες γενεές ασφαλισμένων διαφοροποιήθηκαν από τις νεότερες, για τις οποίες θεσπίστηκαν νέοι, δυσμενείς κανόνες, ως προς τις προϋποθέσεις και τον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων και κυρίως ως προς την εξουθενωτική υποβάθμιση του ύψους των κατώτερων συντάξεων.

Η εξέλιξη αυτή έχει πλήξει την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, δεδομένου ότι έχουν διαφοροποιηθεί ουσιαστικά οι προϋποθέσεις των συνταξιοδοτικών παροχών μεταξύ παλαιών και νέων ασφαλισμένων και μάλιστα σε βάρος εκείνων οι οποίοι, την ίδια στιγμή καλούνται να επωμιστούν το μεγαλύτερο κόστος χρηματοδότησης των σημερινών συντάξεων. Αυτή η ανισορροπία που δημιουργήθηκε το 1992 δεν υπακούει σε γενική αρχή δικαίου, παραβιάζει την κοινωνική αλληλεγγύη και την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, δημιουργεί δυσλειτουργίες και στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας, αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της σημερινής παθογένειας του συστήματος και ουσιαστική απειλή για το μέλλον της κοινωνικής συνοχής.

Οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., από το 1981, έθεσαν ως πρώτη πολιτική προτεραιότητα, την ανάπτυξη και τη θεσμική ολοκλήρωση, καθώς και το θεσμικό εκσυγχρονισμό του συνόλου των δομών και των θεσμών της κοινωνικής ασφάλισης.

Από το 1981 ως σήμερα, όλες οι μεγάλες βελτιωτικές τομές που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση, όπως επέκταση του καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα του I.Κ.Α. σε όλη την Ελλάδα, μετατροπή του Ο.Γ.Α. σε φορέα κύριας ασφάλισης, μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης σε καθολική και υποχρεωτική, επέκταση της ασφάλισης σε ευπαθείς ομάδες, καθορισμός ειδικών συνταξιοδοτικών διατάξεων για τις μητέρες, καθώς και οι σημαντικότερες οργανωτικές αποφάσεις, αφορούν πολιτικές πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Ιδιαίτερα μετά το σχεδιασμό της ολοκληρωμένης διαδικασίας ένταξης της ελληνικής οικονομίας στην Οικονομική και Νομισματική ´Ενωση και τη σύνδεση αυτού του κυρίαρχου στόχου, με το στόχο της κοινωνικής σύγκλισης, οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., από το 1994, ανέπτυξαν σειρά πρωτοβουλιών για τον οργανωτικό και λειτουργικό εκσυγχρονισμό όλων των θεσμών κοινωνικής ασφάλισης. Σε αυτήν ακριβώς την πολιτική επιλογή εντάχθηκε η διαδικασία του κοινωνικού διαλόγου, η οποία ξεκίνησε το 1998, με πρωτοβουλία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Στόχος αυτής της πρωτοβουλίας ήταν η οργανωτική και λειτουργική αναδιάρθρωση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και η σταδιακή εξάλειψη ανισοτήτων του κοινωνικοασφαλιστικού μας συστήματος.

Η πολιτική αυτή πρωτοβουλία ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη διαδικασία, με την οποία, μέσω του ισότιμου κοινωνικού διαλόγου, τέθηκαν οι βάσεις μιας νέας προσπάθειας για την ουσιαστική μεταρρύθμιση των υφιστάμενων κοινωνικο-ασφαλιστικών δομών.

Ο ν. 2676/1999, αποτέλεσε το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, αξιοποιώντας τα πορίσματα του κοινωνικού διαλόγου που προηγήθηκε.

Η σύσταση του ενιαίου Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), με την ενσωμάτωση σ’ αυτόν του Τ.Α.Ε., Τ.Ε.Β.Ε. και Τ.Σ.Α., η σύσταση του ΤΕΑΔΥ, η κατάργηση των Ταμείων Αρωγής Δημοσίων Υπαλλήλων, η συγχώνευση του κλάδου σύνταξης του Ε.ΤΕ.Μ. στο I.Κ.Α.- Τ.Ε. Α.Μ., η συγχώνευση μιας σειράς Ταμείων Κύριας και Επικουρικής Ασφάλισης, η κατάργηση των Ταμείων Πρόνοιας Δικηγόρων Επαρχιών σε συνδυασμό με τη θεσμική κατοχύρωση ελεγκτικών μηχανισμών υγειονομικής περίθαλψης και παροχών υγείας και τη σύσταση υπηρεσιών επιχειρησιακού σχεδιασμού και ανάπτυξης πληροφορικής είναι αναμφίβολα, οι πλέον, ως εκείνη τη χρονική στιγμή, τολμηρές νομοθετικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση του οργανωτικού και λειτουργικού εκσυγχρονισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Με το παρόν σχέδιο νόμου επιχειρείται ένα ακόμα μεταρρυθμιστικό βήμα στην κατεύθυνση του οργανωτικού, λειτουργικού και θεσμικού μετασχηματισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Οι βασικές πολιτικές παράμετροι της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης είναι οι παρακάτω:

1. Η αποσαφήνιση της κύριας πολιτικής επιλογής της Κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να διέπεται από τα παρακάτω βασικά χαρακτηριστικά:

– Την καθολικότητα και την υποχρεωτικότητα των ασφαλιστικών εισφορών, ως προς την κύρια και επικουρική ασφάλιση.

– Το δημόσιο και αναδιανεμητικό χαρακτήρα της κύριας ασφάλισης.

– Το δημόσιο έλεγχο και τον ανταποδοτικό χαρακτήρα της Επικουρικής Ασφάλισης.

– Την τριμερή χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

– Την ανάπτυξη ενιαίου θεσμικού πλαισίου, στη βάση του οποίου μπορούν να λειτουργούν Ν.Π.Ι.Δ. για την αξιοποίηση συλλογικών και ατομικών πρωτοβουλιών, όσον αφορά την παροχή πρόσθετων ασφαλιστικών υπηρεσιών, με μονομερή από τους εργαζόμενους ή τους εργοδότες χρηματοδότηση ή και διμερή συμπεφωνημένη χρηματοδότηση.

2. Η προσαρμογή των βασικών οικονομικών παραμέτρων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης όσον αφορά τις εισροές, δηλαδή εισφορές – κρατική συμμετοχή και επενδύσεις και τις εκροές, δηλαδή τις ασφαλιστικές παροχές, έτσι ώστε ο στόχος οικοδόμησης ενός βιώσιμου και δικαιότερου κοινωνικού κράτους να μην αντιστρατεύεται την πορεία της εθνικής μας οικονομίας, σε συνθήκες ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ανταγωνισμού.

3. Η εφαρμογή διαδικασίας οργανωτικού, λειτουργικού και εποπτικού εκσυγχρονισμού, που θα μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των πόρων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

4. Η εμπέδωση ενιαίας αντίληψης για την ανάπτυξη πάγιων κανόνων που θα διέπουν:

– τις ασφαλιστικές εισφορές, – τους όρους και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, την κύρια και την επικουρική σύνταξη και τον τρόπο υπολογισμού τους, – το ποσοστό αναπλήρωσης, – τα όρια ηλικίας.

5. Η άρση των ανισοτήτων μεταξύ των ασφαλισμένων διαφορετικών ταμείων αλλά και εντός του ίδιου ταμείου, με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων ασφάλισης και συνταξιοδότησης, ώστε το νέο σύστημα να χαρακτηρίζεται από δικαιοσύνη και αλληλεγγύη.

6. Η μεταβατική περίοδος πρέπει να είναι ομαλή, χωρίς να ανατρέπει προσδοκίες και μακροχρόνιους προγραμματισμούς.

7. Η πάταξη της εισφοροδιαφυγής και εισφοροαποφυγής, με συστηματικούς ελέγχους και η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας και της ωφελιμότητας της συμμετοχής όλων των δικαιούχων.

8. Η δημιουργία κοινά αποδεκτών μηχανισμών εποπτείας και αναλογιστικής πιστοποίησης όλων των συνιστωσών, που επιβεβαιώνουν την ορθολογική λειτουργία των ασφαλιστικών ταμείων.

9. Η ανάπτυξη υποστηρικτικών μηχανισμών που θα εξυπηρετούν και θα κατοχυρώνουν το έργο των Διοικήσεων των ασφαλιστικών οργανισμών, για τη μεγιστοποίηση των αποδόσεων και την αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.

10. Η τριμερής συμμετοχή στις Διοικήσεις όλων των ασφαλιστικών οργανισμών, με τη συμμετοχή εκπροσώπων του κράτους, των εργοδοτών και των εργαζομένων ως επιβεβαίωση της τριμερούς διαχρονικής ευθύνης τους για τη διασφάλιση των κανόνων λειτουργίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Οι παραπάνω αρχές είναι αποτέλεσμα της ευρύτατης συμφωνίας, που επιτεύχθηκε στη διαδικασία του κοινωνικού διαλόγου, ανάμεσα στην Κυβέρνηση, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους εργοδοτικούς φορείς.

Στη βάση αυτών των αρχών, με το παρόν σχέδιο νόμου, θεσπίζονται διαδικασίες που αφορούν κρίσιμες οργανωτικές και λειτουργικές προσαρμογές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Ειδικότερα:

– Οριοθετούνται ενιαίοι κανόνες, όροι και προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, που επιτυγχάνονται με τον καθορισμό μιας δεκαετούς πορείας μεταβατικής Προσαρμογής, που ξεκινά από το 2008 και ολοκληρώνεται το 2017.

– Ορίζεται με απόλυτη σαφήνεια, η διαδικασία εθελούσιας ένταξης όλων των ταμείων κύριας ασφάλισης μισθωτών στο Ι.Κ.Α. – Ενιαίο Ταμείο Μισθωτών ως το 2008.

– Διαχωρίζεται η κύρια ασφάλιση, οργανωτικά και λειτουργικά, από την επικουρική και στα νέα ταμεία επικουρικής ασφάλισης εντάσσονται τόσο οι κλάδοι όσο και οι λογαριασμοί επικουρικής ασφάλισης.

– Διαμορφώνεται για πρώτη φορά ενιαίο θεσμικό πλαίσιο για την εθελούσια δημιουργία Ν.Π.Ι.Δ., με αντικείμενο την ανάπτυξη ασφαλιστικών υπηρεσιών επιπρόσθετης ασφάλισης.

– Θεσπίζεται η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, με κύριο σκοπό τη γνωμοδότηση, την αναλογιστική αποτίμηση όλων των ασφαλιστικών οργανισμών, την υποβολή προτάσεων για τη βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης και την πλήρη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, τον καθορισμό ενιαίων προδιαγραφών για την εκπόνηση των αναλογιστικών μελετών και τη διενέργεια τακτικών και έκτακτων ελέγχων σε όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς.

– Διαμορφώνονται κανόνες κρατικής χρηματοδότησης, που εγγυώνται την πλεονασματική οικονομική λειτουργία του I.Κ.Α. μέχρι το 2030.

Οι δομικές αυτές αλλαγές διαμορφώνουν τους όρους, δημιουργούν τις θεσμικές υποδομές και κυρίως τους μηχανισμούς υποστήριξης για την κατοχύρωση μιας προσαρμοστικής πορείας για την οικοδόμηση ενός βιώσιμου νέου ελληνικού κοινωνικού κεκτημένου, συμβατού με το ευρωπαϊκό, που θα βασίζεται πάντα στις αρχές του δημόσιου καθολικού και υποχρεωτικού ασφαλιστικού συστήματος, με αρχές αναδιανεμητικής λειτουργίας.

Παράλληλα καθορίζονται κανόνες για τη συντεταγμένη προσαρμογή των ήδη λειτουργουσών και των μελλοντικών δομών επιπρόσθετης ασφάλισης.

Οι φορείς αυτοί, αν και λειτουργούν έξω από το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα, ανταποκρίνονται στις ασφαλιστικές ατομικές προσδοκίες χιλιάδων πολιτών , που με δική τους ευθύνη έχουν επιλέξει και αυτή τη λειτουργία για τη διεύρυνση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων .

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

ΑΡΘΡΟ 1

Συντάξεις Πολιτικών Δημοσίων Υπαλλήλων και Στρατιωτικών

Με τις διατάξεις του προτεινόμενου άρθρου επέρχονται στη συνταξιοδοτική νομοθεσία του Δημοσίου οι αναγκαίες επεμβάσεις ώστε να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη μετάβαση στο νέο ασφαλιστικό σύστημα που θα ισχύσει για τους δημοσίους υπαλλήλους, γενικά, που θα εξέλθουν της υπηρεσίας από 1.1.2008 και μετά.

Οι επί μέρους ρυθμίσεις έχουν ως εξής:

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 ρυθμίζεται ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης για όσους έχουν διορισθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1992 και θα αποχωρήσουν της υπηρεσίας από την 1η Ιανουαρίου 2008 και εφεξής και ορίζεται ότι:

α) Η σύνταξη που αναλογεί στη συνολική συντάξιμη υπηρεσία τους μέχρι 31.12.2007 υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία (π.δ. 166/ 2000). Σημειώνεται ότι στη συνολική συντάξιμη υπηρεσία λαμβάνονται υπόψη όλες οι συντάξιμες υπηρεσίες σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 166/2000 (στρατιωτική θητεία κ.λπ.) που έχουν διανυθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή ή που απορρέουν από τις ανωτέρω υπηρεσίες (πλασματικά έτη – προσαυξήσεις) ή που εν πάση περιπτώσει θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν συνταξιοδοτικά μέχρι την ημερομηνία αυτή (ιδιωτικός τομέας κ.λπ.).

β) Η σύνταξη που αναλογεί στη συνολική συντάξιμη υπηρεσία τους από 1.1.2008 και μετά υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο των μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών της τελευταίας πενταετίας της υπηρεσίας τους.

Συγκεκριμένα λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό του πηλίκου της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών που έλαβε ο υπάλληλος κατά τα πέντε τελευταία έτη που προηγούνται της ημερομηνίας αποχώρησής του από την υπηρεσία, χωρίς τον υπολογισμό των τριμήνων αποδοχών, των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας, δια του αριθμού των μηνών υπηρεσίας που έχει πραγματοποιήσει ο υπάλληλος κατά τη χρονική αυτή περίοδο. Σε περίπτωση που κατά την τελευταία πενταετία ο υπάλληλος δεν έχει τουλάχιστον 40 μηνών υπηρεσία, συνυπολογίζονται και οι ασφαλιστέες αποδοχές μηνών υπηρεσίας της αμέσως προηγούμενης χρονικής περιόδου μέχρι τη συμπλήρωση του αριθμού των 40 μηνών.

Για τον προσδιορισμό του μέσου όρου των συνολικών αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές που έλαβε ο υπάλληλος κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο αποχώρησής του από την υπηρεσία.

Ειδικά για όσους αποχωρήσουν από 1.1.2008 μέχρι και 30.12.2012 για τους οποίους κατά περίπτωση, δεν υπάρχει η ανωτέρω πενταετία, για τον προσδιορισμό των συνολικών αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ποσοστό του μέσου όρου των αποδοχών που έλαβε ο υπάλληλος κατά τους μήνες υπηρεσίας του εντός της χρονικής αυτής περιόδου.

γ) Το ποσοστό με βάση το οποίο κανονίζεται η σύνταξη ορίζεται σε 79% για όσους αποχωρήσουν το έτος 2008, μειούμενο κατά 1% για καθένα από τα επόμενα έτη αποχώρησης του υπαλλήλου και καταλήγει σε 70% για όσους αποχωρούν από το έτος 2017 και μετά.

δ) Ως ασφαλιστέες αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζεται η σύνταξη νοείται το σύνολο των αποδοχών του υπαλλήλου που έχουν υποβληθεί σε κράτηση για κύρια σύνταξη.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 καταργούνται από 1.1.2008 οι διατάξεις του ν. 1902/1990 με βάση τις οποίες η σύνταξη των υπαλλήλων, που διορίσθηκαν από 1.1.1983 μέχρι 31. 12.1992, υπολογίζεται σε πεντηκοστά και στο εξής θα υπολογίζεται σε τριακοστά πέμπτα.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 ορίζεται ότι η δικαιούμενη σύνταξη για όσους αποχωρούν από 1.1.2008 και μετά θα αποτελείται από το άθροισμα των δύο επί μέρους ποσών συντάξεων που αντιστοιχούν το μεν ένα στη συντάξιμη υπηρεσία μέχρι 31. 12.2007 το δε άλλο στη συντάξιμη υπηρεσία από 1.1.2008 και μετά.

4. Με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 επαναλαμβάνονται οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 κατά το μέρος που αφορούν τον υπολογισμό της σύνταξης προκειμένου για τον υπολογισμό της σύνταξης των στρατιωτικών.

5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 ορίζονται τα ακόλουθα:

α) Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 56 του προεδρικού διατάγματος 166/2000 ορίζεται ότι η σύνταξη των υπαλλήλων που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1η Ιανουαρίου 1998 μπορεί να καταβληθεί μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους για τους άνδρες και του 55ου έτους για τις γυναίκες, μειωμένη κατά 1 /200 του ποσού αυτής για κάθε μήνα που υπολείπεται από την έναρξη καταβολής της μέχρι τη συμπλήρωση της κατά περίπτωση ηλικίας συνταξιοδότησης. ´Ηδη με τις διατάξεις της παραγράφου 6 μειώνεται το ανωτέρω ποσοστό μείωσης της σύνταξης από 1/200 σε 1/267.

β) Μειώνεται από το 60ό στο 58ο έτος το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης των ανδρών υπαλλήλων οι οποίοι διορίσθηκαν από 1.1.1983 μέχρι 31.12. 1992 και έχουν τριακονταπενταετή υπηρεσία.

γ) ´Οσοι προσλήφθηκαν από 1.1. 1983 μέχρι 31.12.1992 και έχουν τριακονταεπταετή συντάξιμη υπηρεσία συνταξιοδοτούνται ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.

δ) Γυναίκες υπάλληλοι που αποχωρούν της υπηρεσίας με δεκαπενταετή συντάξιμη υπηρεσία λαμβάνουν σύνταξη μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους.

6. Με τις διατάξεις της παρ. 7 προβλέπεται ότι για όσους αποχωρούν πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992, η σύνταξη θα καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους για τις γυναίκες και του 65ου για τους άνδρες.

7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 το ποσοστό σύνταξης που είχε ορισθεί με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 9 του ν. 2084/1992 σε 1,714 αυξάνεται σε 2% για κάθε έτος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.

8. Με τις διατάξεις της παραγράφου 9 εξομοιώνεται το κατώτατο όριο σύνταξης όσων ασφαλίσθηκαν από 1.1.1993 και μετά, με το ισχύον για όσους διορίσθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή, δηλαδή, προσδιορίζεται σε ποσό ίσο με το 50% του βασικού μισθού του εισαγωγικού μισθολογικού κλιμακίου των υπαλλήλων υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Υ.Ε.) όπως αυτό ισχύει κάθε φορά.

9. Με τις διατάξεις της παραγράφου 10 παρέχεται η δυνατότητα σε υπαλλήλους μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους και τριακονταπενταετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας να λάβουν μειωμένη σύνταξη κατά 1/267 του ποσού αυτής για κάθε μήνα που υπολείπεται από την έναρξη καταβολής της μέχρι τη συμπλήρωση του 65ού έτους της ηλικίας τους, αντί της μείωσης του 1/200 που ισχύει σήμερα.

10. Με τις διατάξεις της παραγράφου 11 παρέχεται η δυνατότητα σε γυναίκες υπαλλήλους που αποχωρούν της υπηρεσίας με δεκαπενταετή συντάξιμη υπηρεσία να λαμβάνουν σύνταξη μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους αντί του 65ου που ισχύει σήμερα.

11. Με τις διατάξεις της παραγράφου 12 ορίζεται ότι οι διατάξεις του ν . 2084/1992 δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του νόμου αυτού, εξακολουθούν να ισχύουν.

12. Με τις διατάξεις της παραγράφου 13 διευρύνεται από 1.1.2003 η βάση υπολογισμού των συντάξεων των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων που συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 2470/1997 και ορίζεται ότι ποσόν εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ από τα επιδόματα που καταβάλλονται με τις αποδοχές τους υπόκειται σε κράτηση για κύρια σύνταξη και λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της σύνταξής τους κατά τα 7/35 του ποσοστού αναπλήρωσης της σύνταξης (80%)για κάθε έτος που έχουν καταβληθεί εισφορές.

13. Με τις διατάξεις των παραγράφων 14 και 15 ορίζονται η έκταση εφαρμογής και τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού καθώς και η ισχύς του.

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ

ΑΡΘΡΟ 2

Ρυθμίσεις για τους μέχρι την 31. 12. 1992 ασφαλισμένους

του I.Κ.Α. και ειδικών ταμείων

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού προσδιορίζονται εννοιολογικά, ως ειδικά, και μόνο για τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού τα αναφερόμενα σε αυτή ταμεία. Με τον τρόπο αυτόν αποφεύγονται τυχόν παρερμηνείες από τη χρησιμοποίηση του ίδιου όρου σε άλλες διατάξεις και επιτυγχάνεται η αναφορά σε αυτά, για τις ανάγκες του νόμου, χωρίς την αναλυτική κάθε φορά ονομασία τους.

Για τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού ως ειδικά Ταμεία θεωρούνται τα κάτωθι:

– Το Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Ο.Τ.Ε. (Τ.Α.Π.Ο.Τ.Ε.)

– Ο Οργανισμός Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η.)

– Το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Η.Σ.Α.Π. (Τ.Σ.Π.Η.Σ.Α.Π.)

– Το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Τ.Σ.Π.-Ε.Τ.Ε.)

– Το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (Τ.Σ.Π.-Α.Τ.Ε.)

– Το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Τράπεζας της Ελλάδος (Τ.Σ.Π.- Τ.Ε.)

– Το Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Ιονικής Τράπεζας (Τ.Α.Π.-Ι.Λ.Τ.)

– Το Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Ε.Τ.Β.Α. (Τ.Α.Π.Ε. Τ.Β.Α.)

– Το Ταμείο Συντάξεως και Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων (Τ.Σ.Ε.Α.Π.Γ.Σ.Ο.) και

– Το Ταμείο Ασφαλίσεως Προσωπικού της Ασφαλιστικής Εταιρείας “Η ΕΘΝΙΚΗ” (Τ.Α.Π.Α.Ε.Ε.)

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 ανακαθορίζονται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των μέχρι 31. 12. 1992 ασφαλισμένων του Ι.Κ.Α. Η συνάρτηση της θεμελίωσης δικαιώματος συνταξιοδότησης με καθορισμένο όριο ηλικίας δημιουργεί κάποιες οριακές αδικίες σε μια κατηγορία ασφαλισμένων, οι οποίοι, αν και εισήλθαν σε νεαρή ηλικία στην αγορά εργασίας και προσέφεραν για μακρό χρονικό διάστημα την εργασία τους στο κοινωνικό σύνολο και τις εισφορές τους στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, εντούτοις δεν μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα συνταξιοδότησης, διότι δεν έχουν συμπληρώσει το απαιτούμενο όριο ηλικίας.

Στην ανωτέρω κατηγορία εργαζομένων, θεωρείται κοινωνικά δίκαιο να τους δοθεί η δυνατότητα θεμελίωσης δικαιώματος συνταξιοδότησης χωρίς όριο ηλικίας και με 37 έτη ασφάλισης εφόσον όμως τα 37 αυτά έτη είναι έτη πραγματικής εξαρτημένης εργασίας. Καθίσταται σαφές ότι για τη συμπλήρωση του συντάξιμου αυτού χρόνου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί κανείς άλλος χρόνος είτε πραγματικός, όπως π.χ. χρόνος αυτοτελώς απασχολουμένων, είτε εξομοιούμενος προς πραγματικό, π.χ. χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας, ή πλασματικός, π.χ. εκπαιδευτική άδεια.

Για τους λόγους αυτούς με την παράγραφο 1 καθιερώνεται για πρώτη φορά η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος των υπαχθέντων μέχρι 31-12-1992 στην ασφάλιση του ΙΚΑ και από 1.1.1983 μέχρι 31.12.1992 στην ασφάλιση των ειδικών ταμείων, με τη συμπλήρωση 37 ετών ή 11.100 ημερών ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.

3.Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 επεκτείνεται η δυνατότητα συνταξιοδότησης με 35 χρόνια ασφάλισης στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους των ειδικών Ταμείων μισθωτών , εφόσον από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων τους δεν παρεχόταν η ευχέρεια αυτή.

Για τους μέχρι 31.12.1982 ασφαλισμένους, δεν απαιτείται η συμπλήρωση συγκεκριμένου ορίου ηλικίας για δε τους από 1.1.83 μέχρι 31.12.92 ασφαλισμένους το απαιτούμενο όριο ηλικίας μειώνεται από το 60ο στο 58ο για τους άνδρες και εναρμονίζεται με αυτό των γυναικών.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 επανακαθορίζεται το όριο ηλικίας των γυναικών ασφαλισμένων των ειδικών Ταμείων, που συνταξιοδοτούνται με 15 έτη ασφάλισης, και ορίζεται στο 60ό έτος.

5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 παρέχεται η δυνατότητα στους ασφαλισμένους του I.Κ.Α. που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας, έχουν τουλάχιστον 3.500 ημέρες υποχρεωτικής ασφάλισης και μόνο από χρόνο εξηρτημένης εργασίας και δεν λαμβάνουν σύνταξη από το Δημόσιο, τον Ο.Γ.Α., Ν.Π.Δ.Δ. ή άλλο οργανισμό κύριας ασφάλισης, να συνταξιοδοτηθούν από το Ι.Κ.Α., εφόσον υποβάλλουν σχετική αίτηση από την 1.1.2003 έως 31.12.2007 . Εξυπακούεται ότι ασφαλισμένοι του Ο.Γ.Α. θεωρούνται και όσοι λαμβάνουν σύνταξη από αυτόν ως ανασφάλιστοι υπερήλικες.

Με τη διάταξη αυτή ικανοποιείται ένα πάγιο αίτημα μιας μερίδας ασφαλισμένων που για διάφορους λόγους, ανεξάρτητους πολλές φορές από τη θέλησή τους, π.χ. απασχόλησή τους σε περιοχές στις οποίες καθυστέρησε η επέκταση της ασφάλισης και μετακίνησή τους στη συνέχεια σε αστικές περιοχές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνταξιοδοτηθούν με τις ειδικές προϋποθέσεις που ισχύουν για τους ασφαλισμένους νέων περιοχών, καθώς και ανεργία για κάποια χρονικά διαστήματα ή απασχόληση χωρίς ασφάλιση κ.λπ.) δεν μπόρεσαν να συμπληρώσουν τον απαιτούμενο κατώτατο αριθμό ημερών ασφάλισης για συνταξιοδότηση (4.500).

Το ποσό της σύνταξης που θα δικαιωθούν θα είναι ανάλογο του αριθμού των ημερών ασφάλισής τους, χωρίς να δικαιούνται τα κατώτατα όρια του I.Κ.Α. τα οποία άμεσα συνδέονται με την πραγματοποίηση τουλάχιστον 15 χρόνων ασφάλισης, αλλά ούτε και το Ε.Κ.Α.Σ. Ταυτόχρονα τίθεται ανώτατο και κατώτατο ποσό χορηγούμενης σύνταξης, το οποίο στην πρώτη περίπτωση είναι τα 2/3 του κατωτάτου ορίου σύνταξης λόγω γήρατος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το μισό του ίδιου ως άνω ποσού.

Οι διατάξεις αυτές είναι μεταβατικής ισχύος και θα εφαρμοστούν για όσους έχουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις του χρόνου ασφάλισης και του ορίου ηλικίας και υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από 1.1.2003 – 31.12.2007.

6. Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του ΚΒΑΕ, εκτός των άλλων προϋποθέσεων που απαιτούνται για συνταξιοδότηση από το I.Κ.Α. με τις διατάξεις του Κανονισμού αυτού, απαιτείται ο ασφαλισμένος να έχει 1.000 τουλάχιστον ημέρες εργασίας πριν τη συμπλήρωση του απαιτούμενου ορίου ηλικίας στα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα. Υπάρχει όμως μια μικρή μερίδα ασφαλισμένων που, αν και έχουν διανύσει τουλάχιστον 3.600 ημέρες ασφάλισης – συχνά και πολλές περισσότερες στα βαριά, για διάφορους λόγους (π.χ. ανεργία, αναπηρία) δεν πληρούν την προϋπόθεση των 1.000 ημερών κατά τα τελευταία 10 χρόνια. Για το λόγο αυτόν, με τις διατάξεις της παραγράφου 6 επιμηκύνεται το διάστημα αυτό και οι 1.000 ημέρες ασφάλισης αναζητούνται πλέον σε διάστημα 13 ετών.

7. Με τις διατάξεις του άρθρου 32 του ν.2874/2000 δόθηκε η δυνατότητα στους ασφαλισμένους του I.Κ.Α. που πραγματοποιούν 10.500 ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων 7.500 σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα να συνταξιοδοτηθούν με πλήρες ποσό σύνταξης στο 55ο έτος της ηλικίας τους και με μειωμένο ποσό στο 53ο έτος.

Για τη συμπλήρωση του παραπάνω χρόνου ασφάλισης δεν λαμβάνεται υπόψη κανένας χρόνος, ούτε καν ο χρόνος στρατιωτικής θητείας, δεδομένου ότι δεν πληρούν οι ασφαλισμένοι το όριο ηλικίας που απαιτεί ο ν. 1358/ 1983 για το συνυπολογισμό της στρατιωτικής υπηρεσίας.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 δίνεται δυνατότητα στην κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων να συνυπολογίσουν και το χρόνο στρατιωτικής θητείας σε όριο ηλικίας μικρότερο του 58ου ώστε να καταστεί δυνατό να συμπληρώσουν τις οριζόμενες από το άρθρο 32 του ν. 2874/2000 προϋποθέσεις συνταξιοδότησης. Πρόκειται για κατ’ εξαίρεση χορήγηση τέτοιας δυνατότητας, που δικαιολογείται από την πολυετή προσφορά αυτής της μερίδας ασφαλισμένων στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, προσφορά που παρεσχέθη κάτω από δύσκολες εργασιακές συνθήκες (παροχή τουλάχιστον 25ετούς εργασίας σε βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα) και που συχνά έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας τους σε μικρές ηλικίες.

8. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 κατοχυρώνονται συνταξιοδοτικά δικαιώματα, που προβλέπονται από ευνοϊκότερες ισχύουσες διατάξεις και δεν θίγονται από τη θέσπιση τυχόν αυστηρότερων προϋποθέσεων συνταξιοδότησης με το νόμο αυτό. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση συνταξιοδότησης με συνυπολογισμό 7 επιπλέον ετών, όπως αυτά αυξάνονται μετά την 1.1.1998 οπότε κατοχυρώνεται ο αυξημένος χρόνος που ισχύει κατά το χρόνο συμπλήρωσης της 25ετίας.

Η ρύθμιση αυτή δεν αφορά τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης για όσους συνταξιοδοτηθούν μετά την 1. 1.2008.

9. Με τις διατάξεις της παρ. 9 επανακαθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων του ΙΚΑ.

Σύμφωνα με την ισχύουσα στο I.Κ.Α. νομοθεσία οι συντάξεις των μέχρι 31. 12. 1992 ασφαλισμένων του Ιδρύματος υπολογίζονται βάσει των αποδοχών των πέντε ημερολογιακών ετών, τα οποία προηγούνται του έτους εκείνου κατά το οποίο υποβάλλουν την αίτηση συνταξιοδότησης.

Ο τρόπος αυτός υπολογισμού των συντάξεων ευνοεί μόνο τους ασφαλισμένους με ομαλό εργασιακό βίο των οποίων οι αποδοχές της τελευταίας πενταετίας είναι και οι υψηλότερες , ενώ θίγει όσους έχουν συχνές αλλαγές εργοδοτών και είτε υφίστανται μείωση των αποδοχών τους την τελευταία 5ετία ή μένουν άνεργοι για κάποιο διάστημα μέσα στην 5ετία, με αποτέλεσμα η βάση υπολογισμού της σύνταξής τους να είναι μειωμένη. Για λόγους ίσης μεταχείρισης όλων των ασφαλισμένων και ιδιαίτερα εκείνων που στο τέλος του ασφαλιστικού τους βίου αντιμετώπισαν προβλήματα απασχόλησης, κρίνεται απαραίτητη η θέσπιση της παρούσας διάταξης, με την οποία ως βάση υπολογισμού της σύνταξης θα αποτελέσουν τα 5 καλύτερα από πλευράς αποδοχών ημερολογιακά έτη εργασίας του ασφαλισμένου, τα οποία θα επιλέγει ο ίδιος από τα 10 χρόνια τα προηγούμενα εκείνου μέσα στο οποίο υπέβαλε την αίτηση συνταξιοδότησης.

Εάν στα έτη που επιλέγονται δεν έχουν πραγματοποιηθεί οι 1.000 ημέρες εργασίας, τότε συμπληρώνονται με τις ημέρες ασφάλισης που έχουν πραγματοποιηθεί σε μη επιλεγέντα έτη αμέσως προηγούμενα εκείνου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Σε περίπτωση που κατά την κρίσιμη δεκαετία δεν έχουν πραγματοποιηθεί οι ανωτέρω 1000 ημέρες, για τη συμπλήρωσή τους συνυπολογίζονται και οι ημέρες εργασίας της αμέσως προηγούμενης της δεκαετίας χρονικής περιόδου και μέχρι να συμπληρωθούν οι 1.000 ημέρες εργασίας.

Με δεδομένο ότι η άμεση εφαρμογή του ανωτέρω τρόπου υπολογισμού της σύνταξης θα δημιουργήσει σοβαρά τεχνικά προβλήματα στο Ι.Κ.Α., το οποίο έχει ήδη προσαρμόσει τα νέα μηχανογραφικά του προγράμματα στον σήμερα ισχύοντα τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, κρίνεται απαραίτητο η έναρξη ισχύος της διάταξης να ορισθεί την 1.1.2005, ώστε να δοθεί στις Υπηρεσίες του Ιδρύματος το απαραίτητο για τις νέες μηχανογραφικές εφαρμογές μεταβατικό διάστημα.

10. Με τις διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 ρυθμίζεται κατά ενιαίο τρόπο ο υπολογισμός της σύνταξης των μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένων των ειδικών Ταμείων οι οποίοι θα εξέλθουν στη σύνταξη από 1.1.2008 και μετά.

Η μηνιαία σύνταξη καθορίζεται σε 1/35 για κάθε χρόνο ασφάλισης μέχρι τα 35 έτη, υπολογιζόμενου επί του 80% των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα μέχρι 31.12.2007 και επί του 79%-70% των συνταξίμων αποδοχών για το χρόνο ασφάλισης που θα διανυθεί μετά την 1.1.2008.

Τ ο ποσοστό των συντάξιμων αποδοχών μειώνεται κατά 1% για κάθε έτος, αρχής γενομένης από την 1.1.2008 καταλήγει δε στο 70% το 2017.

Οι συντάξιμες αποδοχές για το χρόνο ασφάλισης που θα διανυθεί μέχρι 31.12.2007 είναι οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις της νομοθεσίας του κάθε οργανισμού ασφάλισης, μη περιλαμβανομένων των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας, ενώ για το χρόνο ασφάλισης που θα διανυθεί μετά την 1.1.2008 είναι ο μέσος όρος των συντάξιμων αποδοχών των πέντε τελευταίων πλήρων ημερολογιακών ετών που προηγούνται του έτους υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση. Οι αποδοχές κάθε έτους που λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του μέσου όρου των αποδοχών, με εξαίρεση το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με την εισοδηματική πολιτική των μισθωτών.

Κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής της διάταξης αυτής και μέχρι να συμπληρωθεί μία πενταετία, τα έτη με βάση τα οποία προσδιορίζεται ο μέσος όρος των αποδοχών αυξάνονται σταδιακά ως εξής: Κατά το πρώτο έτος εφαρμογής λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος αποδοχών ενός έτους, το δεύτερο έτος ο μέσος όρος αποδοχών δύο ετών, το τρίτο έτος ο μέσος όρος αποδοχών τριών ετών και μέχρι να συμπληρωθούν οι αποδοχές πέντε ετών.

Ειδικότερα στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2012 για τον προσδιορισμό του σταδιακά αυξανόμενου μέσου όρου αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές και του ημερολογιακού έτους που προηγείται του έτους έναρξης εφαρμογής του νέου συστήματος, δηλαδή του έτους 2007. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην περίπτωση του ασφαλισμένου που θα υποβάλει αίτηση για σύνταξη το 2009,οπότε πρέπει να ληφθεί ο μέσος όρος αποδοχών δύο πλήρων ετών, θα ληφθούν υπόψη εκτός από τις αποδοχές του 2008 και οι αποδοχές του έτους 2007.

Έτσι το συνολικό ποσό της σύνταξης θα αποτελείται από το άθροισμα των δύο τμημάτων σύνταξης που προκύπτουν με βάση τον παραπάνω υπολογισμό.

11. Με τις διατάξεις της παραγράφου 12 καθορίζεται το ποσοστό μείωσης των συντάξεων σε περίπτωση χορήγησης μειωμένης σύνταξης.

Η επιλογή λήψης μειωμένης αντί πλήρους συντάξεως πολλές φορές, δεν είναι ελεύθερη επιλογή του συνταξιούχου, αλλά υπαγορεύεται από την ανάγκη ανταπόκρισής του σε δύσκολες για τον ίδιο και το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον οικονομικές συγκυρίες ή υπό την πίεση προβλημάτων υγείας που καθιστούν δυσχερή τη συνέχιση της εργασίας.

Για τους παραπάνω λόγους, εξαιτίας του γεγονότος ότι από τη στιγμή της επιλογής λήψης μειωμένης σύνταξης δεν υπάρχει δυνατότητα μετατροπής της σε πλήρη, αλλά και για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας και αλληλεγγύης σε μια ευαίσθητη κατηγορία χαμηλοσυνταξιούχων, με τη διάταξη της παραγράφου 1 μειώνεται το ποσοστό μείωσης σε περίπτωση επιλογής λήψης της μειωμένης σύνταξης κατά 50%. Ειδικότερα, προτείνεται το ποσοστό της μείωσης να διαμορφωθεί για τις μειωμένες συντάξεις από 1.1.2003 και εφεξής σε 1/267 (αντί του 1/200 που ισχύει σήμερα) για κάθε μήνα που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση απαιτούμενου ορίου ηλικίας για πλήρη σύνταξη.

Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στους ασφαλισμένους των ειδικών ταμείων που συνταξιοδοτούνται με τις κατ’ εξαίρεση των υφιστάμενων γενικών προϋποθέσεων, προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού.

12. Με τις διατάξεις της παραγράφου 13 προβλέπεται ότι παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις που θεσπίζουν ανώτατο όριο σύνταξης και προσαυξήσεις της σύνταξης που αφορούν χρόνο ασφάλισης.

ΑΡΘΡΟ 3

Ρυθμίσεις για τους μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένους του I.Κ.Α.

και ειδικών Ταμείων κύριας ασφάλισης μισθωτών

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 ρυθμίζεται το θέμα της συνταξιοδότησης με 37 χρόνια ασφάλισης.

Η συνάρτηση της θεμελίωσης δικαιώματος συνταξιοδότησης με καθορισμένο όριο ηλικίας δημιουργεί και για τους ασφαλιζόμενους από 1.1.1993 και μετά τα ίδια προβλήματα που αναφέρθηκαν για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992, γι’ αυτό και στην ανωτέρω κατηγορία εργαζομένων θεωρείται κοινωνικά δίκαιο να τους δοθεί η δυνατότητα θεμελίωσης δικαιώματος συνταξιοδότησης χωρίς όριο ηλικίας και με 37 έτη ασφάλισης εφόσον όμως, τα 37 αυτά έτη είναι έτη πραγματικής εξαρτημένης εργασίας. Καθίσταται σαφές και εδώ ότι για τη συμπλήρωση του συντάξιμου αυτού χρόνου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί κανείς άλλος χρόνος είτε πραγματικός, όπως π.χ. χρόνος αυτοτελώς απασχολουμένων, είτε εξομοιούμενος προς πραγματικό, π.χ. χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας ή πλασματικός π.χ. εκπαιδευτική άδεια. Για τους λόγους αυτούς προτείνεται η διάταξη του παρόντος άρθρου με οποίο καθιερώνεται για πρώτη φορά η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος των νεοασφαλιζομένων από 1.1.1993 και μετά, με τη συμπλήρωση 37 ετών ή 11.100 ημερών ασφάλισης ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2α αναπροσαρμόζεται ο τρόπος υπολογισμού της μηνιαίας σύνταξης λόγω γήρατος ή αναπηρίας των από 1.1. 1993 ασφαλισμένων.

Ειδικότερα: μέχρι σήμερα το ανωτέρω ποσό μηνιαίας σύνταξης συνίσταται σε ποσοστό 1,714% επί των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών του άρθρου 28 του ν. 2084/1992. Με την παρούσα διάταξη, το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 2% επί των ιδίων ως άνω συντάξιμων αποδοχών, με αποτέλεσμα την αύξηση του ποσού της μηνιαίας σύνταξης γήρατος-αναπηρίας .

´Ετσι, για 35 χρόνια ασφάλισης ο συνταξιούχος θα δικαιούται πλέον το 70% (αντί 60% που ισχύει μέχρι σήμερα) των συντάξιμων αποδοχών, ενώ παράλληλα δίνεται και κίνητρο παραμονής στην εργασία καθώς με την παρούσα διάταξη καθιερώνεται η προσαύξηση της σύνταξης κατά 3% για κάθε έτος ασφάλισης πέραν των 35 εφόσον αυτό πραγματοποιείται μετά το 65ο έτος και μέχρι το 67ο.

Με την παράγραφο 2β ανακαθορίζεται το ποσό της σύνταξης των δικαιούχων μελών οικογένειας θανόντος συνταξιούχου ή ασφαλισμένου το οποίο ορίζεται στο 80% του κατώτατου ορίου σύνταξης λόγω γήρατος που συνδέεται πλέον με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. (70% αυτής), αντί του Α.Ε.Π. όπως ίσχυε μέχρι σήμερα.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 3 ρυθμίζονται τα θέματα των ποσοστών μείωσης των συντάξεων . Η επιλογή λήψης μειωμένης αντί πλήρους συντάξεως πολλές φορές δεν είναι ελεύθερη επιλογή του συνταξιούχου αλλά υπαγορεύεται από την ανάγκη ανταπόκρισης του σε δύσκολες για τον ίδιο και το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον οικονομικές συγκυρίες ή υπό την πίεση προβλημάτων υγείας που καθιστούν δυσχερή τη συνέχιση της εργασίας.

Για τους παραπάνω λόγους, εξαιτίας του γεγονότος ότι από τη στιγμή της επιλογής λήψης μειωμένης σύνταξης δεν υπάρχει δυνατότητα μετατροπής της σε πλήρη, αλλά και για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας και αλληλεγγύης σε μια ευαίσθητη κατηγορία χαμηλοσυνταξιούχων, με την παρούσα διάταξη μειώνεται το ποσοστό μείωσης σε περίπτωση επιλογής λήψης της μειωμένης σύνταξης. Ειδικότερα, προτείνεται το ποσοστό της μείωσης να ανέρχεται σε 1/267 (αντί του 1/200 που ισχύει σήμερα) για κάθε μήνα που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση απαιτούμενου ορίου ηλικίας για πλήρη σύνταξη.

Κατ’ εξαίρεση, σε όσους ασφαλισμένους έχουν πραγματοποιήσει 10.500 ημέρες ασφάλισης και έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, παρέχεται για πρώτη φορά η δυνατότητα λήψης σύνταξης μειωμένης κατά 1 /267 για κάθε μήνα που λείπει μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4α τα ποσά των κατώτατων ορίων που χορηγούνται στους νεοασφαλιζόμενους από 1.1.1993, αναπροσαρμόζονται στο ύψος σχεδόν των χορηγούμενων σήμερα κατώτατων ορίων σύνταξης γήρατος-αναπηρίας και θανάτου στους παλιούς ασφαλισμένους (ασφαλισμένοι μέχρι 31.12.1992) .

Τα ποσά της κατώτατης σύνταξης για τους νεοασφαλιζόμενους, παρά την πρόσφατη αύξησή τους κατά 50% (άρθρο 64 του ν. 2676/1999), υπολείπονται σημαντικά εκείνων που χορηγούνται στους παλιούς ασφαλισμένους.

Για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και με δεδομένο ότι η διαφοροποίηση των ελάχιστων χορηγούμενων από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς παροχών με κριτήριο την ημερομηνία ένταξης των εργαζομένων στο ασφαλιστικό σύστημα αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, με την παρούσα διάταξη τα κατώτατα όρια σύνταξης γήρατος – αναπηρίας των νέων ασφαλισμένων ορίζονται στο 70% του κατώτατου μισθού εγγάμου με πλήρη απασχόληση, όπως αυτός καθορίζεται από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. έτους 2002.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 4β προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 29 του ν. 2084/92, σύμφωνα με τις οποίες ο συνταξιούχος που επιλέγει τη λήψη σύνταξης πριν συμπληρώσει το απαιτούμενο για πλήρη σύνταξη όριο ηλικίας, δικαιώνεται μειωμένο ποσό σύνταξης.

5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 ορίζεται ότι στους συνταξιούχους λόγω γήρατος που δικαιούνται τα κατώτατα όρια και έχουν χρόνο ασφάλισης πάνω από 4.500 ημέρες (ή 15 έτη), χορηγείται για κάθε 300 ημέρες (ή 1 έτος) επιπλέον των 4.500 ημερών προσαύξηση 1 % που υπολογίζεται επί των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών βάση των οποίων υπολογίστηκε και η σύνταξή τους.

Η ίδια ως άνω προσαύξηση χορηγείται και σε όσους συνταξιούχους δικαιώνονται σύνταξη υψηλότερη των κατώτατων ορίων με την προϋπόθεση ότι το άθροισμα των κατώτατων ορίων και της προσαύξησης που τους αναλογεί υπερβαίνει το ποσό σύνταξης που δικαιούνται βάσει των οργανικών διατάξεων.

6. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 επανακαθορίζονται τα ποσοστά των προσαυξήσεων λόγω παιδιών που χορηγούνται στους δικαιούχους κατωτάτων ορίων. Τα ποσοστό ανέρχονται σε 5% για το πρώτο παιδί, 6% για το δεύτερο και 7% για τρίτο και άνω παιδιά.

Ταυτόχρονα, ορίζεται ότι τα ποσοστά των προσαυξήσεων που έχουν καθορισθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 εξακολουθούν να ισχύουν στις περιπτώσεις που το οργανικό ποσό σύνταξης υπερβαίνει τα κατώτατα όρια.

7. Για να διασφαλισθεί η ισότιμη και ενιαία αντιμετώπιση των συνταξιούχων με την παραγράφου 7 ορίζεται ότι, οι τυχόν συντάξεις που έχουν χορηγηθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με την παραπάνω ρύθμιση, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την 1η του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

ΑΡΘΡΟ 4

Χρηματοδότηση του I.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και λοιπές διατάξεις

1. Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 5 ρυθμίζονται τα θέματα χρηματοδότησης του I.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.. Για την εξασφάλιση της ομαλής και απρόσκοπτης καταβολής των συντάξεων , θεσπίζεται η ουσιαστική συμβολή του Κράτους στη χρηματοδότηση του I.Κ.Α.Ε.Τ.Α.Μ., για την εφαρμογή του νέου Ασφαλιστικού Συστήματος. Προς τούτο, διαμορφώνεται ένα μακροχρόνιο πλαίσιο χρηματοδότησης με συγκεκριμένους κανόνες, συγκεκριμένη διάρκεια και δεσμευτικούς στόχους, με βάση:

α) το σχετικό πόρισμα της μελέτης της Βρετανικής Αναλογιστικής Αρχής, για τους υπολογισμούς και τις προβλέψεις της χρηματοδότησης, σε συνδυασμό και με τα τελευταία απογραφικά δεδομένα του 2001.

β) τις νεότερες προβλέψεις για την εξέλιξη του εθνικού εισοδήματος, της παραγωγικότητας και του εργατικού δυναμικού και

γ) τους σχετικούς πίνακες της προβλεπόμενης χρηματοδότησης του I.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. για τη χρονική περίοδο 2003-2032, με τις παραδοχές και τις συνθήκες για την εξέλιξη της δαπάνης των συντάξεων και τις εισροές των εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων.

Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπονται:

α) Η χορήγηση, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου των τριών δεκαετιών, μιας προγραμματισμένης χρηματοδότησης από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, η οποία διασφαλίζει απόλυτα την κάλυψη των προβλεπόμενων αναλογιστικών ελλειμμάτων του Οργανισμού για όλη την περίοδο.

Για τα έτη 2003 μέχρι 2008 το I.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. θα χρηματοδοτείται με κυμαινόμενα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στο 1% του Α.Ε.Π. περίπου και για τα έτη 2009 μέχρι 2032 με ποσό ίσο προς το 1% του Α.Ε.Π..

β) Η διαμόρφωση ενός αποθεματικού στον Οργανισμό, με τη μορφή Ειδικών Ομολόγων τα οποία δεν είναι ρευστοποιήσιμα πριν από τη λήξη τους, έχουν σταθερές και διασφαλισμένες πραγματικές αποδόσεις και αποθεματοποιούνται για την κάλυψη μελλοντικών αναλογιστικών ελλειμμάτων.

γ) Η αναπροσαρμογή των ενισχύσεων του κρατικού προϋπολογισμού, με βάση ειδικές αναλογιστικές μελέτες, σε περίπτωση σταδιακής ένταξης στο I.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και άλλων ταμείων, προς αποτροπή πρόσθετης επιβαρύνσεώς του, καθώς και η συνέχιση της κάλυψης από το Κράτος των τυχόν ελλειμμάτων των Ταμείων αυτών, μέχρι την ένταξή τους στο Ενιαίο Ταμείο Μισθωτών.

δ) Η εξασφάλιση των επιπλέον απαιτούμενων χρηματοδοτικών πόρων, για την πλεονασματική λειτουργία του Ασφαλιστικού Συστήματος, σε περίπτωση δυσμενούς εξέλιξης των προβλέψεων των συνολικών οικονομικών μεγεθών που επηρεάζουν το αναλογιστικό έλλειμμα.

ε) Η διαδικασία για την εφαρμογή των προτεινόμενων διατάξεων.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 προβλέπεται ο επανακαθορισμός των επαγγελμάτων των υπαγομένων στον Κ.Β.Α.Ε..

Η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και η συνακόλουθη αναδιάρθρωση στο χώρο των διαφόρων επαγγελμάτων επιβάλλει τον επανακαθορισμό των επαγγελμάτων εκείνων που πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στον Κ.Β.Α.Ε.. Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζεται ότι μέχρι 31.12.2004 θα εκδοθεί προεδρικού διατάγματος, μετά από πρόταση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και σύμφωνη γνώμη ειδικής επιστημονικής επιτροπής, με το οποίο θα επανακαθοριστούν τα επαγγέλματα και οι εργασίες που υπάγονται στον Κ.Β.Α.Ε. του Ι.Κ.Α., Δημοσίου και λοιπών μισθωτών. Η ανωτέρω ειδική επιστημονική επιτροπή, η οποία θα αποτελείται από άτομα αναγνωρισμένου επιστημονικού κύρους, θα οριστεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που θα εκδοθεί μέχρι 30. 6.2003.

Στο νέο Κανονισμό θα υπάγονται όσοι ασφαλίζονται για πρώτη φορά μετά την 1.1.2005 και απασχολούνται στα νέα επαγγέλματα που θα προσδιοριστούν ως βαρέα.

Οι μέχρι 31.12.2004 ασφαλισμένοι θα εξακολουθήσουν να υπάγονται στον Κανονισμό που ισχύει σήμερα.

3. Οι αποδεδειγμένες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην αγορά εργασίας, τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, οι πολλαπλοί ρόλοι που αναλαμβάνουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους (μητέρα, εργαζόμενη κ.λπ.) καθιστούν αναγκαία τη στήριξη τόσο της εργαζόμενης μητέρας όσο και συνολικά της ελληνικής οικογένειας. Για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου παρέχεται η δυνατότητα στις γυναίκες – ασφαλισμένες του I.Κ.Α. που αποκτούν για πρώτη φορά παιδί από 1.1.2003 και εφεξής, να συμπληρώνουν τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης για θεμελίωση δικαιώματος πλήρους συνταξιοδότησης με αναγνώριση πλασματικού χρόνου ενός (1) έτους για το πρώτο παιδί, ενάμισι (1 και 1/2) για το δεύτερο και δύο (2) ετών για το τρίτο.

Για λόγους ισότιμης μεταχείρισης η εν λόγω δυνατότητα, εφόσον δεν ασκηθεί από τη μητέρα ασφαλισμένη, δίνεται και στον ασφαλισμένο στο I.Κ.Α. πατέρα. Το δικαίωμα ασκείται κατά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης.

Για τους ως άνω λόγους η επιβάρυνση που προκύπτει από την εξαγορά του πλασματικού αυτού χρόνου δεν επιβαρύνει την ελληνική οικογένεια, αλλά τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Το ποσό της εξαγοράς υπολογίζεται με βάση το ασφάλιστρο εργοδότη και εργαζόμενου του κλάδου κύριας σύνταξης του Ι.K.A. και τις συντάξιμες αποδοχές της ασφαλισμένης (ου), όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Ο τρόπος απόδοσης των ποσών αυτών στο Ι.K.A. από τον Κρατικό Προϋπολογισμό θα καθορισθεί με κοινή υπουργική απόφαση.

‘Οσον αφορά το εύρος της δυνατότητας συνυπολογισμού του αναγνωριζόμενου χρόνου για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος σημειώνεται ότι μπορεί να προσμετρηθεί για τη συμπλήρωση των γενικών προϋποθέσεων λήψης πλήρους σύνταξης τόσο των νέων όσο και των παλιών ασφαλισμένων, καθώς και των προϋποθέσεων λήψης σύνταξης με τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση εξυπακούεται ότι δεν είναι δυνατό να συνυπολογιστεί για τη συμπλήρωση του απαιτούμενου στα βαρέα και ανθυγιεινά χρόνου ασφάλισης (π.χ. 3.600 για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους), αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να συμπληρωθούν οι ημέρες ασφάλισης που υπολείπονται από τις 3.600 μέχρι τις 4.500 ημέρες ασφάλισης.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 προβλέπεται η κατάργηση της ειδικής εισφοράς των συνταξιούχων. Με το ν. 2084/1992 καθιερώθηκε η παρακράτηση ειδικής εισφοράς από τις χορηγούμενες από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς συντάξεις, προκειμένου να συμβάλουν και οι συνταξιούχοι στη χρηματοδότηση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος.

Επειδή με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση σκοπείται κατά κύριο λόγο η διασφάλιση της ομαλής χρηματοδότησης του συστήματος και η περαιτέρω ενίσχυση των ασφαλιστικών οργανισμών, ώστε να μην είναι αναγκαία η οποιαδήποτε συμβολή των συνταξιούχων -που αποτελούν την πλέον ευαίσθητη κοινωνική ομάδα του πληθυσμού – στη χρηματοδότηση του συστήματος, κρίνεται απαραίτητη η θέσπιση διάταξης για την κατάργηση της ειδικής εισφοράς από τις συντάξεις.

Με δεδομένο ότι τα μέτρα που λαμβάνονται σήμερα απαιτούν ένα χρονικό ορίζοντα πέντε ετών για να αποδώσουν πλήρως, κρίνεται απαραίτητο ο χρόνος λήξης της παρακράτησης της ειδικής εισφοράς να μην είναι άμεσος, αλλά να αρχίζει από την 1.1.2008.

5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 9 επαναλαμβάνεται διάταξη που ισχύει με το άρθρο 53 του ν. 2084/1992 για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992, σύμφωνα με την οποία οι προϋποθέσεις γήρατος, αναπηρίας και θανάτου είναι οι ίδιες με αυτές του κύριου φορέα ασφάλισης στον οποίο υπάγονται οι ασφαλισμένοι. Επειδή με τον παρόντα νόμο (άρθρο 2) άλλαξαν οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του κύριου φορέα ασφάλισης, επαναδιατυπώνεται η ρύθμιση ώστε να ισχύουν αυτές και για τους φορείς επικουρικής ασφάλισης που ασφαλίζουν μισθωτούς, I.Κ.Α. και ειδικών ταμείων.

6.Με τις διατάξεις της παραγράφου 10 θεσπίζεται για πρώτη φορά από 1. 1.2008 η υποχρέωση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και των λοιπών ταμείων και κλάδων επικουρικής ασφάλισης, να καταχωρεί τις ατομικές εισφορές των ασφαλισμένων από 1.1.1993 και μετά, σε ατομικούς λογαριασμούς. Με τον τρόπο αυτόν θα αποτυπώνεται σαφώς ο ασφαλιστικός βίος του κάθε ασφαλισμένου, η συμμετοχή από εισφορές του ασφαλισμένου και του εργοδότη στη διαμόρφωση του ατομικού λογαριασμού και γενικά θα απεικονίζεται η ασφαλιστική του διαδρομή.

ΑΡΘΡΟ 5

I.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. -Εντασσόμενοι κλάδοι

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού δημιουργείται ενιαίος φορέας για την ασφάλιση όλων των μισθωτών, ο οποίος ονομάζεται I.Κ.Α. – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (I.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.). Βασικός κορμός του φορέα αυτού είναι το ´Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (IΚΑ) το οποίο λειτουργεί στη χώρα μας από το 1934 και ασφαλίζει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, το οποίο με συγκεκριμένα οργανωτικά και λειτουργικά βήματα μετεξελίσσεται σε ένα και μοναδικό ταμείο μισθωτών.

Επειδή με το νέο νόμο προβλέπονται ενιαίοι κανόνες συνταξιοδότησης για όλους τους μισθωτούς, ανεξάρτητα που εργάζονται και του φορέα ασφάλισης, προέκυψε επιτακτικά η ανάγκη δημιουργίας ενός συνταξιοδοτικού φορέα ασφάλισης.

Τα πλεονεκτήματα από τη λειτουργία ενός φορέα, αντί των εννέα (9) που υπάρχουν σήμερα είναι πολλά.

Συνοπτικά αναφέρουμε, την καλύτερη αξιοποίηση ανθρώπινου δυναμικού που στελεχώνει τα ασφαλιστικά ταμεία, την απλούστευση γραφειοκρατικών διαδικασιών σε περίπτωση που εργαζόμενος μετακινείται από μια θέση εργασίας σε άλλη, την εξοικονόμηση άσκοπων δαπανών για την ανάπτυξη ίδιων συστημάτων και υποδομών στα διάφορα ταμεία, όπως μηχανογράφηση, έλεγχος εισφοροδιαφυγής , είσπραξης εσόδων κ.λπ.

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 το ´Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (I.Κ.Α.) μετονομάζεται σε I.Κ.Α. Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.-Α.Μ.) και διέπεται από τη μέχρι σήμερα νομοθεσία του I.Κ.Α..

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 προβλέπεται ότι από 1.1.2008 στο Ι.Κ.Α. – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών, εντάσσονται αυτοδίκαια οι κλάδοι κύριας σύνταξης των ταμείων Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε., Τ.Σ.Π. Η.Σ.Α.Π., Τ.Σ.Π.-Ε.Τ.Ε., Τ.Σ.Π.-Α.Τ.Ε., Τ.Σ.Π.-Τ.Ε., Τ.Α.Π. -Ι.Λ.Τ. Τ.Α.Π.-Ε.Τ.Β.Α., Τ.Σ.Ε.Α.Π.Γ.Σ.Ο. και Τ.Α.Π.Α.Ε.- ΕΘΝΙΚΗ.

Εάν η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονήσει μελέτη από την οποία να προκύπτει βιωσιμότητα του κλάδου για τριάντα (30) έτη, μπορεί ο κλάδος μετά από απόφαση του Δ.Σ. του οικείου ταμείου να παραμείνει σε αυτό.

3. Με τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 ρυθμίζονται τα θέματα και η διαδικασία μεταβίβασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους στο νέο φορέα.

Με υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και των εντασσόμενων ταμείων ή κλάδων, ρυθμίζονται όλα τα διαδικαστικά θέματα που τυχόν προκύψουν. Πάντως το I.Κ.Α. – Ε. Τ.Α.Μ. αποτελεί τον καθολικό διάδοχο ως προς τις απαιτήσεις και υποχρεώσεις των καταργούμενων κλάδων.

4. Με τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 ρυθμίζονται θέματα ασφάλισης και συνταξιοδότησης των από 1. 1. 2008 ασφαλισμένων των εντασσόμενων κλάδων στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. Οι ανωτέρω ασφαλισμένοι ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, εξακολουθούν να διέπονται από τη νομοθεσία των εντασσόμενων κλάδων.

Χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε, χρόνος που αναγνωρίσθηκε και εξαγοράσθηκε ως συντάξιμος στους καταργούμενους κλάδους και ο χρόνος ασφάλισης που διανύεται ή αναγνωρίζεται μέχρι την ένταξη στο νέο φορέα, λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του I.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ..

5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 ορίζεται ότι οι συνταξιούχοι των κλάδων καθίστανται πλέον συνταξιούχοι του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., το οποίο βαρύνεται με την καταβολή της σύνταξής του.

6. Με τις διατάξεις της παραγράφου 9 ορίζεται ότι οι συντάξεις ακολουθούν τις αυξήσεις των συντάξεων του νέου φορέα.

7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 10 προβλέπεται ότι καμία σύνταξη δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα εκάστοτε ισχύοντα κατώτατα όρια των συντάξεων του I.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ..

8. Με τις διατάξεις των παραγράφων 11 έως και 14 ρυθμίζονται τα θέματα των εισφορών των εντασσόμενων κλάδων.

Η εισφορά ασφαλισμένου υπέρ του κλάδου κύριας – ασφάλισης του I.Κ.Α. ανέρχεται σε 6,67% και του εργοδότη σε 13,33% επί του συνόλου των καταβαλλόμενων αποδοχών.

Η εισφορά ασφαλισμένων των εντασσόμενων ταμείων ή κλάδων είναι μεγαλύτερη και ανέρχεται στο 11% επί των αποδοχών τους.

Για το λόγο αυτόν προβλέπεται η σταδιακή εξομοίωση του ποσοστού εισφοράς των ασφαλισμένων των εντασσόμενων κλάδων ώστε μέσα σε μία πενταετία να εξομοιωθεί πλήρως με αυτή των ασφαλισμένων του I.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ..

Αντίθετα τα μεγαλύτερα ποσοστά εισφοράς εργοδότη, εξακολουθούν να ισχύουν.

Επίσης διατηρείται η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992, υποχρέωση των εργοδοτών για την κάλυψη των οργανικών ελλειμμάτων των εν λόγω ταμείων καθώς και οι αποδόσεις των κεφαλαίων της ΕΔΕΚΤ-Ο.Τ.Ε. Α.Ε..

Η διατήρηση των επιπλέον εσόδων ακόμη και μετά την ένταξη των ταμείων ή κλάδων στο I.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. κρίνεται αναγκαία για την κάλυψη των υψηλότερων ποσών συντάξεων που έχουν οι ασφαλισμένοι τους με αυτούς του I.Κ.Α. καθώς και λόγω της διατήρησης ευνοϊκότερων προϋποθέσεων συνταξιοδότησης για μια κατηγορία ασφαλισμένων τους.

9. Με τις διατάξεις της παραγράφου 15 προβλέπεται ότι ο Διοικητής του I.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. διορίζεται με απόφαση του Πρωθυπουργού μετά από διαβούλευση με τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή ένα μήνα πριν τη λήξη της θητείας.

10. Για την υλοποίηση της ένταξης των προαναφερόμενων ταμείων ή κλάδων σύνταξης στο I.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ., απαιτείται η έκδοση κανονιστικών πράξεων:

α) προεδρικό διάταγμα το οποίο θα εκδοθεί μετά από γνώμη του Δ.Σ. του φορέα που επιθυμεί να ενταχθεί πριν την 1.1.2008 στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Στο διάταγμα αυτό ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις ένταξη καθώς και η μεταφορά των θέσεων και προσωπικού που υπηρετεί στους εντασσόμενους φορείς στο I.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.

β) υπουργική απόφαση με την οποία ρυθμίζεται κάθε θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα που θα προκύψει.

ΑΡΘΡΟ 6

Σύσταση Ε.Τ.Ε.Α.Μ.

Μία από τις κυριότερες δομικές αδυναμίες του ασφαλιστικού μας συστήματος, είναι η λανθάνουσα σημερινή δομή και λειτουργία των επικουρικών ταμείων. Για τους μισθωτούς που είναι ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α., η επικουρική ασφάλιση σήμερα είναι ουσιαστικά ενσωματωμένη στον κύριο φορέα σύνταξης (I.Κ.Α.) και λειτουργεί με τη μορφή του αυτοτελούς κλάδου εντός του I.Κ.Α. Παράλληλα όμως λειτουργούν δεκάδες επικουρικά ταμεία για ομάδες μισθωτών που άλλοι εξ αυτών ως προς την κύρια σύνταξή τους είναι ασφαλισμένοι στο I.Κ.Α. και κάποιοι άλλοι στους διάφορους φορείς κύριας σύνταξης.

Η οργανωτική αυτή ασυμβατότητα έχει ως αποτέλεσμα σήμερα να μην είναι διακριτές οι διαφορές ανάμεσα στα ταμεία κύριας σύνταξης και στα ταμεία επικουρικής σύνταξης.

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού επιτυγχάνεται ο οργανωτικός διαχωρισμός του I.Κ.Α.- Τ.Ε.Α.Μ. από το I.Κ.Α. με τη δημιουργία ξεχωριστού επικουρικού ταμείου μισθωτών, ενοποίηση των υπολοίπων και τη δημιουργία τουλάχιστον μέχρι 10 κλαδικά επικουρικά ταμεία μισθωτών.

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 συστήνεται νέος οργανισμός επικουρικής ασφάλισης μισθωτών με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και έδρα την Αθήνα.

2. Το νέο ταμείο διέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία του I.Κ.Α.- Τ.Ε. Α.Μ. που λειτουργούσε ως αυτοτελής κλάδος του I.Κ.Α. (παρ. 2).

3. Με τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4, 5 και 6 προβλέπεται ότι το Ε.Τ. Ε.Α.Μ. αποτελεί τον καθολικό διάδοχο του καταργούμενου I.Κ.Α.- Τ.Ε.Α.Μ. ως προς τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα και μεταβιβάζεται αυτοδικαίως το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της ακίνητης περιουσίας του. Επίσης ορίζεται και η διαδικασία μεταβίβασης των ακινήτων αυτού.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 ορίζεται ότι σκοπός του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. είναι η πρόσθετη ασφαλιστική κάλυψη για τους κινδύνους γήρατος – αναπηρίας και θανάτου, τόσο των άμεσα ασφαλισμένων όσο και των μελών της οικογενείας τους σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου.

5. Στο νέο οργανισμό ασφαλίζονται υποχρεωτικά όλες οι κατηγορίες εργαζόμενων που βάσει της προϊσχύουσας νομοθεσίας υπάγονταν στην ασφάλιση του καταργούμενου I.Κ.Α.- Τ.Ε.Α.Μ., καθώς και οι μέχρι την ισχύ του παρόντος νόμου ασφαλισμένοι του (παρ. 8).

6. Επίσης οι συνταξιούχοι του I.Κ.Α.- Τ.Ε.Α.Μ. καθίστανται συνταξιούχοι του νέου φορέα, ο οποίος βαρύνεται πλέον με την καταβολή της σύνταξής τους ( παρ. 9).

7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 10 προβλέπεται ότι ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε, ο χρόνος που αναγνωρίσθηκε και εξαγοράσθηκε ως συντάξιμος στο I.Κ.Α.- Τ.Ε.Α.Μ., καθώς και ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε ή αναγνωρίσθηκε μέχρι την ισχύ του παρόντος νόμου, λογίζονται ως χρόνοι πραγματοποιηθέντες στην ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ..

8. Με τις διατάξεις της παραγράφου 11 καθορίζονται οι πηγές χρηματοδότησης του νέου οργανισμού, τις οποίες αποτελούν τα πάσης φύσεως έσοδα του καταργούμενου I.Κ.Α.- Τ.Ε. Α.Μ., ήτοι:

– τα έσοδα από εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου (3% + 3%) επί των καταβαλλόμενων αποδοχών τους, – οι πρόσοδοι περιουσίας, – απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών, – καθώς και κάθε άλλο έσοδο που προκύπτει από τη δραστηριότητά του.

9. Με τις διατάξεις της παραγράφου 12 ρυθμίζεται το θέμα της απόδοσης των οφειλόμενων υποχρεώσεων του I.Κ.Α. που ανέρχονται μέχρι σήμερα σε 1.737.344.000 Ευρώ προς το καταργούμενο I.Κ.Α.- Τ.Ε.Α.Μ. Οι οφειλές θα αποδοθούν μέχρι 31. 12.2003.

Τα παραπάνω ποσά δανειζόταν ο κλάδος σύνταξης για την κάλυψη των ελλειμμάτων του.

10. Με τις διατάξεις της παραγράφου 13 ρυθμίζονται τα θέματα της Διοίκησης του νέου φορέα, τόσο της προσωρινής όσο και της μόνιμης.

Συγκεκριμένα: Το μόνιμο Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. είναι ολιγομελές (7 μέλη) και ως εκ τούτου ευέλικτο και αποτελεσματικό και αποτελείται από τον Πρόεδρο, από δύο εκπροσώπους των ασφαλισμένων, από δύο εκπροσώπους των εργοδοτών, από έναν εκπρόσωπο των συνταξιούχων και από έναν υπάλληλο με Α´ βαθμό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με τους νόμιμους αναπληρωτές τους. Στις συνεδριάσεις μετέχει χωρίς ψήφο Κυβερνητικός Επίτροπος (υπάλληλος του Υπουργείου) και ο γραμματέας (υπάλληλος του Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) που ορίζεται από τον Πρόεδρο. Επίσης στο Δ.Σ. συμμετέχει εκπρόσωπος των εργαζομένων με δικαίωμα ψήφου για τα θέματα προσωπικού, οργάνωσης και λειτουργίας του ταμείου.

Τα της λειτουργίας του Δ.Σ. του φορέα καθορίζονται με Υπουργική Απόφαση.

Το Διοικητικό Συμβού