Ε.Φ.Κ.Α. 2/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Χαλάνδρι, 4/2/2020
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
Αρ.Πρωτ.: 23236/Σχ.3/4-2-20
Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΕΛΕΓΧΩΝ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ & ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΕΛΕΓΧΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΕΛΕΓΧΩΝ

ΘΕΜΑ: Ρυθμίσεις για την ενίσχυση και την προστασία των ελεγκτικών μηχανισμών του Ε.Φ.Κ.Α..

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 45 , του άρθρου 61 και της παρ. 1 του άρθρου 62, του Ν.4611/19 (Φ.Ε.Κ.73/τ.Α΄/17-5-2019), με τις οποίες προβλέπονται μέτρα για την ενίσχυση και την προστασία των ελεγκτικών μηχανισμών του Ε.Φ.Κ.Α..

Συγκεκριμένα, με την παρ.1 του άρθρου 45 του ανωτέρω νόμου, τροποποιήθηκε η παρ.1 του άρθρου 33 του Ν.4578/2018 και ορίζεται ότι, από 3/12/2018 και εφεξής και οι υπάλληλοι του Ε.Φ.Κ.Α. που διενεργούν ή συνδράμουν στη διενέργεια ελέγχων, εν ενεργεία και διατελέσαντες, εφόσον εξετάζονται, διώκονται ή ενάγονται για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση των καθηκόντων τους, παρίστανται και εκπροσωπούνται από δικηγόρο της Νομικής Υπηρεσίας του Ε.Φ.Κ.Α..

Επίσης, με την παρ. 2, αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε, η παρ.11 του άρθρου 33 του Ν.4578/18 , σύμφωνα με την οποία εφαρμόζονται αναλογικά και για τους ελεγκτές των Π.Ε.Κ.Α. και για τους υπαλλήλους του Ε.Φ.Κ.Α. που διενεργούν ή συνδράμουν στη διενέργεια ελέγχων, οι διατάξεις συγκεκριμένων άρθρων του Ν.3996/2011.

Αναλυτικότερα, εφαρμόζονται:

Ι. Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 14, σύμφωνα με τις οποίες: «α. Οι δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται οι υπάλληλοι της Κεντρικής Υπηρεσίας και του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας ή οι οικογένειες τους, προς υπεράσπισή τους ενώπιον των Δικαστηρίων, για ενέργειές τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όταν παρίσταται ενώπιον των Δικαστηρίων, ως πολιτικώς ενάγοντες, από έγκλημα που διαπράχθηκε σε βάρος τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή εξαιτίας αυτών βαρύνουν τον Τακτικό Προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου και του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που έχουν εξέλθει της Υπηρεσίας, εφόσον η υπεράσπιση ή η άσκηση πολιτικής αγωγής αφορά πράξεις που τελέστηκαν κατά το χρόνο άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων τους.

γ. Οι προϋποθέσεις χορήγησης των παραπάνω δαπανών καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης».

ΙΙ. Οι διατάξεις των παρ. 2, 4 έως 8 και 15 του άρθρου 17, σύμφωνα με τις οποίες:

«2. Οι διοικητικές αρχές, οι αρχές των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, οι δικαστικές υπηρεσίες, οι δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και οι υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης υποχρεούνται να παρέχουν κάθε αιτούμενη συνδρομή ιδιαίτερα με την παροχή στο Σ.ΕΠ. Ε. μηχανογραφικών στοιχείων και πληροφοριών, για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων του.

4. Οι Επιθεωρητές Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης εφοδιάζονται με ειδική υπηρεσιακή ταυτότητα για τη διευκόλυνση του έργου τους. Το προσωπικό, το οποίο επικουρεί τους Επιθεωρητές Εργασίας στο έργο τους, εφοδιάζεται με ειδική ταυτότητα, διακριτή από αυτή των Επιθεωρητών Εργασίας.

5. Τα υπηρεσιακά οχήματα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που χρησιμοποιούνται στο έργο των Επιθεωρητών εξαιρούνται από την υποχρέωση να φέρουν διακριτικά γνωρίσματα (λωρίδα κόκκινου ή κίτρινου χρώματος και πινακίδες του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων) και φέρουν συμβατικές πινακίδες.

6. Οι Επιθεωρητές Εργασίας που έχουν το αντίστοιχο δίπλωμα οδήγησης οδηγούν τα υπηρεσιακά οχήματα για εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας.

7. Κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου δεν διακόπτεται ο έλεγχος των Επιθεωρητών Εργασίας. Οι Επιθεωρητές Εργασίας δεν διώκονται και δεν ενάγονται για γνώμη που διατύπωσαν ή πράξη που διενήργησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και μετά την αποχώρησή τους από το Σ.ΕΠ.Ε., η παραβίαση του καθήκοντος εχεμύθειας και η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16 και στο Ν. 3528/2007 . Για τα αδικήματα που διώκονται κατ΄ έγκληση και φέρεται ότι διαπράχθηκαν από υπαλλήλους του Σ.ΕΠ.Ε. ή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, για τον έλεγχο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 275, 409 έως 413 και 417 έως 424 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ( άρθρο 61, Ν.4611/19 ).

8. Οι υπάλληλοι του Σ.ΕΠ.Ε. τηρούν το απόρρητο των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν στη γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και μετά την αποχώρησή τους από το Σώμα. Τηρούν επίσης απόρρητες τις πηγές από τις οποίες περιήλθαν στη γνώση τους καταγγελίες ή παράπονα.

15. Επιθεωρητές Εργασίας των οποίων η κινητή περιουσία ζημιώνεται ή καταστρέφεται ολοσχερώς ή εν μέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή εξ αφορμής αυτής δικαιούνται αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο. Αν το αντικείμενο που καταστράφηκε ή υπέστη φθορές ήταν ασφαλισμένο, αξίωση αποζημίωσης κατά του Δημοσίου υπάρχει μόνο για το επιπλέον της ασφαλιστικής αποζημίωσης ποσό. Υποκατάσταση της ιδιωτικής ασφαλιστικής εταιρείας στα δικαιώματα του ασφαλισμένου για το καταβληθέν ποσό του ασφαλίσματος αποκλείεται».

ΙΙΙ. Οι διατάξεις του άρθρου 20Α, σύμφωνα με τις οποίες:

«Η τέλεση των εγκλημάτων των άρθρων 229, 308 έως και 311, 333, 361 και 361Α του Ποινικού Κώδικα σε βάρος του Ειδικού Γραμματέα, των Ειδικών Επιθεωρητών, των λοιπών Επιθεωρητών και των υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του ΣΕΠΕ που διενεργούν ή συνδράμουν στη διενέργεια ελέγχων, τη συμφιλιωτική διαδικασία ή τη διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της, συνιστά ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση».

IV. Οι διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 28, σύμφωνα με τις οποίες:

«Εργοδότης, διευθυντής επιχείρησης, εκπρόσωπος ή οποιοσδήποτε τρίτος παρεμποδίζει την είσοδο σε υπάλληλο του Σ.ΕΠ.Ε. ή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που διενεργεί ή συμμετέχει σε έλεγχο για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας σε χώρους εργασίας, ή παρεμποδίζει ή διακόπτει με οποιοδήποτε τρόπο τη διενέργεια του ελέγχου ή αρνείται να παράσχει ή παρέχει ψευδή στοιχεία και πληροφορίες, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές» ( παρ.1, άρθρο 62, Ν.4611/19 ).

Αναφορικά με τις διατάξεις της ανωτέρω παραγράφου, σας γνωρίζουμε ότι:

Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, όπως στην εν λόγω περίπτωση όπου δε γίνεται σχετική μνεία, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη ( άρθρο 37, Ν.4620/19 , Κ.Π.Δ.). Υπενθυμίζεται ότι, αμέσως μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, ακολουθείται η καθορισμένη από παλαιότερα έγγραφα, διαδικασία υποβολής έγγραφης αναφοράς στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών ή στις αρμόδιες ανακριτικές αρχές, με όλα τα στοιχεία που γνωρίζει η Υπηρεσία επί της συγκεκριμένης πράξης, συνοδευόμενη από τα αντίστοιχα έγγραφα

Τέλος, επισημαίνεται ότι οι προβλεπόμενες από τη διάταξη ποινές φυλάκισης, ή/και χρηματικές ποινές, επιβάλλονται από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές και όχι από τις Υπηρεσίες του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς αφορούν σε ποινικές κυρώσεις.

Παρακαλούμε για την άμεση ενημέρωση των υπαλλήλων των Αρμόδιων Υπηρεσιών για την πιστή εφαρμογή των ανωτέρω.

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ Ε.Φ.Κ.Α.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΛΑΡΗΣ