Αποχώρηση υπαλλήλου και αποζημίωση

2255/20.10.1997Αποχώρηση υπαλλήλου και αποζημίωση

2255/20.10.1997

Στο υπ αριθ. 2255/20.10.1997 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας ορίζονται τα εξής:

1. Το άρθρο 5, παρ. 1 του Ν.435/1976 (ΦΕΚ 251/Α’/1976) με το οποίο αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 8 του Ν.3198/1955, που προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν.Δ.3789/1957, ορίζει ότι Μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλιση οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού, δια την χορήγησιν συντάξεως συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου να αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρώσιν είτε να απομακρύνονται της εργασίας των παρά του εργοδότου των λαμβάνοντες εις άπασας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς σφαλισμένοι, τα 40% οι δε μη σφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις, δια την περίπτωση απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότου. Δια την κατά τα ανωτέρω χορηγούμενη, εις τους αποχωρούντος ή απομακρυνόμενους μισθωτούς, αποζημίωσιν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά, πάντα τα οριζόμενα υπό των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν.3198/1955 ως και των άνω διατάξεων του Ν.2112/1920 “περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων” ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως και του Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 περί επεκτάσεως του Ν.2112/1920 Περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών, πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίησιν.

2. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι για να δικαιωθεί ο υπάλληλος αυτής της μειωμένης αποζημιώσεως πρέπει: α) να υπάγεται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση της συντάξεως γήρατος, β) να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση πλήρους συντάξεως γήρατος και γ) είτε να αποχωρεί ο ίδιος οικειοθελώς, είτε να απομακρύνεται από τον εργοδότη από την υπηρεσία του.

Αντιθέτως δεν δικαιούται της μειωμένης αποζημιώσεως όσοι αποχωρούν ή απολύονται λαμβάνοντας μειωμένη σύνταξη γήρατος ή σύνταξη αναπηρίας (Αρ. Παγ. 67/1991 – 1179/1988 – 414/1991 – 989/1991 – 850/1989 – 1125/1984 – 848/1990 κ.λπ.).

Κατ ακολουθία των ανωτέρω, για να τύχει κάποιος της κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν.435/1976 μειωμένης αποζημιώσεως, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικός οι αμέσως ανωτέρω προϋποθέσεις.

Όσον αφορά την ύπαρξη των προϋποθέσεων λήψεως πλήρους συντάξεως γήρατος αρμόδιο να πληροφορήσει είναι το ΙΚΑ.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΟΜΕΝΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ

(ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2000)

Αποζημίωση απολύσεως υπαλλήλων

Η απόλυση των υπαλλήλων μπορεί να γίνει είτε με προειδοποίηση είτε αμέσως χωρίς προειδοποίηση. Έγκυρη καθίσταται και στις δύο περιπτώσεις εφόσον μαζί με το έγγραφο κοινοποίησης της καταγγελίας καταβληθεί και η νόμιμη αποζημίωση.

Εάν η καταγγελία γίνει χωρίς προειδοποίηση ο απολυόμενος δικαιούται αποζημίωση τόσων μηνιαίων μισθών, όσοι είναι οι μήνες προειδοποιήσεως (ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη).

Εάν η καταγγελία γίνει έπειτα από προειδοποίηση δικαιούται τη μισή από την παραπάνω αποζημίωση. (άρθρα 3 Ν. 2112/20, 4 Ν. 3198/55).

Εάν η απόλυση γίνει πριν ο μισθωτός κλείσει δίμηνη υπηρεσία, δεν οφείλεται αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως.

Στη συνέχεια παρατίθεται πίνακας με τις αναλογίες αποζημίωσης ή προειδοποίησης σε σχέση με τον χρόνο υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη.

Χρόνος υπηρεσίας

Ποσό αποζημιώσεως
ή χρόνος
προειδοποιήσεως

2 μήνες

συμπληρ. έως

1 έτος

1 μήνας

1 έτος

συμπληρ. έως

4 έτη

2 μήνες

4 έτη

συμπληρ. έως

6 έτη

3 μήνες

6 έτη

συμπληρ. έως

8 έτη

4 μήνες

8 έτη

συμπληρ. έως

10 έτη

5 μήνες

10 έτη

?

6 μήνες

11 έτη

?

7 μήνες

12 έτη

?

8 μήνες

13 έτη

?

9 μήνες

14 έτη

?

10 μήνες

15 έτη

?

11 μήνες

16 έτη

?

12 μήνες

17 έτη

?

13 μήνες

18 έτη

?

14 μήνες

19 έτη

?

15 μήνες

20 έτη

?

16 μήνες

21 έτη

?

17 μήνες

22 έτη

?

18 μήνες

23 έτη

?

19 μήνες

24 έτη

?

20 μήνες

25 έτη

?

21 μήνες

26 έτη

?

22 μήνες

27 έτη

?

23 μήνες

28 έτη συμπλ. και άνω

24 μήνες

Αποζημίωση απόλυσης εργατοτεχνιτών

Αντίστοιχα με τους υπαλλήλους και κατά την απόλυση εργατοτεχνιτών οφείλεται αποζημίωση. Η αποζημίωση που καταβάλλεται στον απολυόμενο υπολογίζεται σε ημερομίσθια και αντίθετα με τα ισχύοντα για τους υπαλλήλους καταβάλλεται πάντοτε ολόκληρη η αναγραφόμενη στον παρακάτω πίνακα αποζημίωση είτε η καταγγελία γίνει με προειδοποίηση είτε όχι.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ ΕΡΓΑΤΟΤΕΧΝΙΤΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2004-2005

Προϋπηρεσία
Αποζημίωση

Από 2 μήνες έως 1 έτος : 5 ημερομίσθια

Από 1 έτος συμπληρωμένο έως 2 έτη: 7 ημερομίσθια

Από 2 έτη συμπληρωμένα έως 5 έτη: 15 ημερομίσθια

Από 5 έτη συμπληρωμένα έως 10 έτη: 30 ημερομίσθια

Από 10 έτη συμπληρωμένα έως 15 έτη: 60 ημερομίσθια

Από 15 έτη συμπληρωμένα έως 20 έτη: 100 ημερομίσθια

Από 20 έτη συμπληρωμένα έως 25 έτη: 120 ημερομίσθια

Από 25 έτη συμπληρωμένα έως 30 έτη: 140 ημερομίσθια

Από 30 έτη συμπληρωμένα και άνω: 160 ημερομίσθια

Αποζημίωση δεν οφείλεται στην περίπτωση απόλυσης εργατοτεχνίτη πριν αυτός συμπληρώσει δίμηνη υπηρεσία.

Αποχώρηση μισθωτού λόγω συνταξιοδοτήσεως

Μισθωτοί γενικά (υπάλληλοι, εργατοτεχνίτες, υπηρέτες), εφόσον αποχωρούν ή απομακρύνονται από την εργασία τους και έχουν τις προϋποθέσεις πλήρης συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος δικαιούνται να λάβουν το 50% της οριζόμενης για την καταγγελία της σύμβασης αποζημίωσης. Εάν έχουν και επικουρική ασφάλιση (σύνταξη από επικουρικό) τότε η αποζημίωση περιορίζεται στο 40%. Σημειώνεται ότι το δικαίωμα του αποχωρούντα με σκοπό τη συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη μισθωτού για λήψη του 50% ή 40% της αποζημιώσεως θεμελιώνεται χωρίς να απαιτείται η συγκατάθεση του εργοδότη. (άρθρο 8 Ν. 3198/55).

Αποχώρηση μισθωτού μετά συμπλήρωση 15ετίας

Μισθωτοί γενικά που υπάγονται για σύνταξη σε οποιοδήποτε ασφαλιστικό φορέα, μπορούν να αποχωρούν από την εργασία τους, δικαιούμενη της μισής αποζημίωσης του Ν. 2112/20 ή του Β.Δ. 16/18-7-20 για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους εφόσον υπάρχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις.

– Συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

– Έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη ή το προβλεπόμενο όριο ηλικίας του ασφαλιστικού τους οργανισμού.

– Αποχωρούν από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη.

Αποζημιώσεις ορισμένων κατηγοριών μισθωτών

Θυρωροί πολυκατοικιών: Η αποζημίωσή τους λόγω απόλυσης ανέρχεται στο 1/2 της προβλεπόμενης για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους.

Κλητήρες γραφείων: Απολυόμενοι δικαιούνται αποζημίωση εργατοτεχνίτη διότι δεν θεωρείται ότι έχουν την υπαλληλική ιδιότητα έστω κι αν χρησιμοποιούνται για την κατάθεση ή είσπραξη χρημάτων από τράπεζες ή πελάτες (Α.Π. 132/90).

Οικιακοί υπηρέτες, οικόσιτο προσωπικό: Δικαιούνται την αποζημίωση του εργατοτεχνίτη, αδιάφορα αν έχουν την υπαλληλική ιδιότητα.

Υπολογισμός της αποζημίωσης

Ο υπολογισμός της αποζημίωσης γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως (άρθρο 5 Ν. 3198/55).

Τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή που δίδεται αντί μισθού όπως προμήθειες, παροχές σε είδος κ.λπ. Ποσοστά επί κερδών ή εισπράξεων εφόσον χορηγούνται ανεξάρτητα της κανονικής αμοιβής της εργασίας δεν θεωρούνται τακτικές αποδοχές (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 2112/20). Για τον υπολογισμό αποζημίωσης στις τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται τα επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και οι τακτικές πρόσθετες αμοιβές για εργασία υπερωριακή, νυκτερινή ή κατά τις Κυριακές.

Μισθωτός που έχει την υπαλληλική ιδιότητα κατά το χρόνο της απόλυσης, ενώ αρχικά είχε προσληφθεί σαν εργάτης και η ιδιότητά του μετατράπηκε σε υπαλληλική χωρίς να λυθεί η σύμβασή του, δικαιούται αποζημίωση υπαλλήλου, βάσει της συνολικής υπηρεσίας του στον αυτό εργοδότη (Α.Π. 636/71, 760/81).

Στις περιπτώσεις μισθωτών μειωμένης απασχολήσεως η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τις καταβαλλόμενες μειωμένες αποδοχές. Το ίδιο ισχύει και στη διαλείπουσα εργασία.

Η αποζημίωση μισθωτών που αμείβονται με ποσοστά, κατ’ αποκοπή ή κατά μονάδα παραγόμενης εργασίας, υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου των αποδοχών αυτών των δύο τελευταίων πριν την απόλυση μηνών. (άρθρο 5 παρ. 2 Ν. 3198/55). Σε καμία όμως περίπτωση το ποσό αποζημίωσης της παραπάνω περίπτωσης δεν μπορεί να είναι κατώτερο αυτού που προκύπτει με βάση τη μισθολογική κλάση του Ι.Κ.Α. που ανήκει ο μισθωτός.

Η αποζημίωση αμειβομένων με μισθό και ποσοστά υπολογίζεται για το μισθό βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα και για τα ποσοστά βάσει του μέσου όρου των δύο τελευταίων πριν την καταγγελία μηνών (Α.Π. 1103/88 Τμ. Β’).

Για την εξεύρεση του ποσού της αποζημιώσεως που δικαιούται ο απολυόμενος μισθωτός, λαμβάνεται υπόψη η τελευταία συνεχής απασχόλησή του στον εργοδότη που κάνει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας (Α.Π. 86/70).

Είναι νόμιμη η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, κατά την οποία για τον καθορισμό της αποζημίωσης, συνυπολογίζεται και άλλη υπηρεσία ή στον ίδιο ή σε άλλο εργοδότη (Α.Π. 231/59).

Χρόνος αναστολής της σύμβασης εργασίας λόγω ασθένειας ή άλλης αιτίας συνυπολογίζεται στον προσδιορισμό της αποζημίωσης λόγω απόλυσης (Εφ. Θεσ/νίκης 2920/88).

Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, με όποιον τρόπο κι αν επέλθει δεν επηρεάζει τα δικαιώματα των εργαζομένων στο δικαίωμα αποζημίωσής τους σε περίπτωση απόλυσής τους. (άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 2112/20, άρθρο 9 παρ. 1 Β.Δ. 16/18-7-20). Από τη νομολογία έχει κριθεί ότι σε οποιοδήποτε μετασχηματισμό της επιχείρησης που διατηρεί την ενότητά της ως οικονομική μονάδα, υπό νέο φορέα, ο διάδοχος του αρχικού εργοδότη υποχρεούται να συνυπολογίσει στην αποζημίωση του απολυόμενου και όλη την υπηρεσία του στον αρχικό εργοδότη.

Επί πτωχεύσεως της επιχειρήσεως ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ολόκληρη τη νόμιμη αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας κατατασσόμενος μεταξύ των προνομιακών δανειστών των άρθρων 940 & 941 του Κωδ. Πολ. Δικονομίας.

Στη διακοπή εργασιών της επιχείρησης λόγω ανωτέρας βίας (πυρκαγιά κ.λπ.) αν ο εργοδότης είναι ασφαλισμένος κατά των περιστατικών αυτών και προβεί σε απολύσεις λόγω κάποιου γεγονότος ανωτέρας βίας, οφείλει στους απολυόμενους τα 2/3 της νόμιμης αποζημίωσης (άρθρα 6 παρ. 2 εδ. 2 Ν. 2112/ 20 όπως ισχύει με το άρθρο 4 Ν. 4558/30).

Στις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να μεσολαβούν διακοπές και χωρίς να δικαιολογείται από τη φύση των εργασιών ο καθορισμός ορισμένης διάρκειας θεωρείται ότι καταρτίσθηκε μία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (Α.Π. 1363/82 Τμ. Δ’, Α.Π. 603/94 Τμ. Β’).

Καταβολή της αποζημίωσης

Η αποζημίωση του Ν. 2112/20 και του Β.Δ. 16/18-7-20 καταβάλλεται στον απολυόμενο μισθωτό κατά τη στιγμή της κοινοποιήσεως της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.

Αν η οφειλόμενη αποζημίωση είναι μεγαλύτερη από τις αποδοχές έξι μηνών ο εργοδότης έχει την ευχέρεια να την καταβάλει σε δόσεις ως εξής:

Με την κοινοποίηση της καταγγελίας το τμήμα της αποζημίωσης που ισούται με τις αποδοχές έξι μηνών και το υπόλοιπο τμήμα της σε τριμηνιαίες δόσεις κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη των αποδοχών τριών μηνών. Καθυστέρηση πληρωμής έστω και μιας δόσης καθιστά άκυρη την καταγγελία της σύμβασης.

Για να είναι έγκυρη η απόλυση δεν αρκεί η προσφορά της αποζημίωσης στον απολυόμενο, αλλά σε περίπτωση αρνήσεως του τελευταίου για να την εισπράξει, απαιτείται η δημόσια κατάθεσή της.

Κάθε αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσης είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν ασκηθεί εντός έξι (6) μηνών από τότε που έγινε απαιτητή (άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 3198/55).

Υπολογισμός ασφαλιστικών εισφορών και φορολογία αποζημιώσεως

Ι. Υπολογισμός ασφαλιστικών εισφορών

Η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν υπόκειται σε καμία κράτηση υπέρ Ι.Κ.Α. ή άλλου ασφαλιστικού οργανισμού, γιατί δεν θεωρείται ότι συνιστά αμοιβή παρασχεθείσας εργασίας.

Το ίδιο ισχύει για την καταβαλλόμενη στο μισθωτό αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας.

Αντίθετα το για την ίδια αιτία καταβαλλόμενο επίδομα αδείας θεωρείται ότι αποτελεί προσαύξηση των αποδοχών και συνεπώς υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές.

ΙΙ. Φορολογία αποζημιώσεως

«Ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι τοις εκα­τό (20%) στο καθαρό ποσό της αποζημίωσης μετά την αφαίρεση ποσού είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και παρακρατείται κατά την πληρωμή της στο δικαιούχο.»

ΙΙΙ Χαρτοσήμανση αποζημίωσης

ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ.

IV. Παρακράτηση και απόδοση φόρου

Ο φόρος , που βαρύνουν τον απολυόμενο, παρακρατούνται κατά την πληρωμή της αποζημίωσης από τον εργοδότη.

Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση απόδοσής τους στην οικεία Δ.Ο.Υ. αυτοτελώς με δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τους απολυθέντες μισθωτούς και τα σχετικά ποσά για κάθε μήνα. Προθεσμία αποδόσεως ο επόμενος μήνας. Τα ποσά που αποδίδονται μ’ αυτή τη δήλωση δεν περιλαμβάνονται ούτε στις τριμηνιαίες ούτε στην ετήσια εκκαθαριστική δήλωση Φ.Μ.Υ. (Υπ. Οικ. Πολ. 1170/89).

Μη οφειλή αποζημίωσης

Στις παρακάτω περιπτώσεις απολύσεως ή αποχωρήσεως μισθωτού δεν οφείλεται αποζημίωση:

– Πριν τη συμπλήρωση διμήνου υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη.

– Στην οικειοθελή αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του.

– Λόγω λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.

– Λόγω λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου έργου.

– Αν η καταγγελία ήταν αποτέλεσμα δόλιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς του μισθωτού.

– Αν η καταγγελία έγινε λόγω υποβολής μήνυσης εναντίον του μισθωτού για αξιόποινη πράξη κατά την υπηρεσία, ή αδίκημα που φέρει το χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. (άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 2112/20 και άρθρο 6 παρ. 2 Β.Δ. 16/18-7-20).

Παραδείγματα υπολογισμού αποζημίωσης

1. Υπάλληλος προσλήφθηκε την 1-12-1999 με σύμβαση αορίστου χρόνου και απολύθηκε (καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του) την 31-5-2000 (συνολικός χρόνος απασχόλησης 6 μήνες). Ο μισθωτός αμειβόταν με μηνιαίο μισθό (περιλαμβανομένων όλων των λοιπών πλην εορτών και αδείας επιδομάτων) 165.000 δρχ. Ο παραπάνω μισθωτός δικαιούται αποζημίωση για την απόλυσή του ως εξής:

α) Λόγω καταγγελίας της σύμβασης ένα μηνιαίο μισθό σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2112/20. Στον τακτικό μηνιαίο μισθό του (165.000) πρέπει να προστεθεί αναλογία των δώρων εορτών (Πάσχα & Χριστουγέννων) και επιδόματος αδείας (τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας ισούνται με δύο (2) μηνιαίους μισθούς). Για να βρεθεί η μηνιαία αποζημίωση για την καταγγελία της σύμβασης πολλαπλασιάζουμε τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές με 14 και ύστερα διαιρούμε με 12 (μήνες του έτους). ?ρα στο παράδειγμά μας η μηνιαία αποζημίωση ισούται 165.000 Χ 14 : 12 = 192.500.

β) Επειδή η υπηρεσία του μισθωτού στον εργοδότη ήταν μικρότερη των 12 μηνών δεν δικαιούτο και δεν είχε λάβει ετήσια άδεια. Κατά την απόλυσή του λοιπόν δικαιούται αναλογία λόγω μη λήψης αδείας (2/25 για κάθε μήνα απασχόλησης) και αναλογία επιδόματος αδείας.

Συνολικά ο υπάλληλος του παραδείγματος θα πρέπει να λάβει κατά την απόλυσή του:

– Αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης

1 μηνιαίος μισθός = 165.000 Χ 14= 192.500 12

– Αποζημίωση λόγω μη λήψεως αδείας

(6 μήνες απασχ. Χ 2/25 μισθού = 6 Χ 2/25 Χ 165.000)= 79.200

– Επίδομα αδείας

(Μισός μηνιαίος μισθός = 165.000/2)= 82.500

ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ 354.200

2. Υπάλληλος είχε προσληφθεί με σχέση αορίστου χρόνου την 1-3-1994 και απολύθηκε την 31-5-2000 (συνολικός χρόνος απασχόλησης 6 χρόνια και 3 μήνες). Ο υπάλληλος αυτός αμείβεται με μηνιαίο μισθό 210.000 δρχ., και δεν είχε λάβει ακόμη (μέχρι 31/5) την ετήσια άδεια του 2000. Ο υπάλληλος δικαιούτο να λάβει για αποζημίωση:

– Αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης:

4 μηνιαίοι μισθοί = 210.000 Χ 14 Χ 4= 980.000 12

– Αποζημίωση λόγω μη λήψης ετήσιας αδείας

(Ολόκληρος μισθός)= 210.000

– Επίδομα αδείας

(Μισός μισθός = 210.000: 2)= 105.000

ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ 1.295.000

3. Ο ίδιος υπάλληλος (προσληφθείς την 1-3-1994) απολύεται την 31-12-2000 με μηνιαίο μισθό 210.000 έχοντας λάβει την ετήσια άδεια του 2000.Σ’ αυτό το παράδειγμα στον μισθωτό οφείλεται μόνο αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αφού δεν δικαιούται άδεια και επομένως και επίδομα αδείας. Δηλαδή δικαιούται:

– Αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας:

(4 μηνιαίοι μισθοί = 210.000 Χ 14 Χ 4)= 980.000 12

– Αδεια & Επίδομα Αδείας= 0

ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ 980.000

4. Εργάτης που προσλήφθηκε στις 10-9-1999 απολύεται στις 31-5-2000 (χρόνος υπηρεσίας 9 μήνες). Ο εργαζόμενος αμείβεται με ημερομίσθιο 8.400 δρχ. Κατά την απόλυσή του ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας πέντε (5) ημερομίσθια προσαυξημένα με την αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας. Δηλαδή το κάθε ημερομίσθιο ισούται με

8.400 Χ 25 Χ 2 : 25+ 8.400 = 1.400 + 8.400 = 9.800 12

Ο εργαζόμενος επειδή δεν είχε συμπληρώσει 12μηνη υπηρεσία δεν είχε λάβει ετήσια άδεια, οπότε δικαιούται και αποζημίωση λόγω μη χορηγηθείσας αδείας και επίδομα αδείας. Η αποζημίωση του συγκεκριμένου εργαζόμενου θα έχει ως εξής:

– Αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης:

(5 ημερομίσθια = 5 Χ 9.800)= 49.000

– Αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας:

(9 Χ 2 ημερομίσθια = 9 Χ 2 Χ 8.400)= 151.200

– Επίδομα αδείας:

(13 ημερομίσθια = 13 Χ 8.400)= 109.200

ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ 309.400

5. Εργάτης που προσλήφθηκε την 1-6-1997 απολύεται στις 31-5-2000 (χρόνος υπηρεσίας 3 έτη). Ο εργαζόμενος αμείβεται με ημερομίσθιο 9.000 δρχ. Ο εργάτης δεν έχει λάβει την ετήσια άδεια του 2000. Σ’ αυτή την περίπτωση ο απολυόμενος δικαιούται αποζημίωση 13 ημερομισθίων προσαυξημένων με την αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας

(9.000 + 9.000 Χ 25 Χ 2: 25= 9.000 + 1.500 = 10.500),12

αποζημίωση λόγω μη ληφθείσης άδειας και επίδομα αδείας. Αναλυτικά δικαιούται:

– Αποζημίωση λόγω καταγγελίας σύμβασης:

(13 ημερομίσθια Χ 10.500)= 136.500

– Αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας:

(24 ημερομίσθια Χ 9.000)= 216.000

– Επίδομα αδείας:(13 ημερομίσθια Χ 9.000)= 117.000

ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ 469.500

Αν ο παραπάνω εργάτης είχε λάβει και την κανονική του άδεια για το ημερολογιακό έτος 2000 θα δικαιούτο μόνο την αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, δηλαδή μόνο το ποσό των δρχ. 136.500.