ΑΠ 361/2020
Απαγορεύεται η μονομερείς κάλυψη (συμψηφισμός) εκ μέρους του εργοδότη των τυχόν καταβαλλόμενων υπέρτερων των νομίμων αποδοχών με οφειλόμενες προσαυξήσεις από την παρασχεθείσα εργασία κατά τις Κυριακές, τις εξαιρετέες ημέρες και τις νύκτες. Αντίθετα, ο συμψηφισμός είναι επιτρεπτός μόνο κατόπιν συνομολόγησης εργοδότη και εργαζομένου.
Περίληψη
Κατά την διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ν.δ. 4020/1959 (η οποία § 4 διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά το ν. 435/1976) είναι άκυρη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, κατά την οποία οι αμοιβές και αποζημιώσεις για υπερωρίες θα καλύπτονται από τις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές.
Σαφώς από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι είναι άκυρη η συμφωνία περί καταλογισμού πάσης λόγω μισθού παροχής στις οφειλές του εργοδότη από νόμιμες ή παράνομες υπερωρίες, ενώ είναι έγκυρη η συμφωνία ότι θα προκαταβάλλεται στο μισθωτό ορισμένο ποσό, επί πλέον του μισθού του, προς εξόφληση των αξιώσεών του για παρασχεθησομένη (στο μέλλον) συγκεκριμένη, νόμιμη ή παράνομη, υπερωριακή εργασία του (ΑΠ 1112/2011, ΑΠ 645/2010).
Από την ίδια διάταξη εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση συμφωνίας καταλογισμού στις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές, όσων προσαυξήσεων δικαιούται ο μισθωτός για πρόσθετη απασχόλησή του λόγω υπερεργασίας ή ιδιόρρυθμης υπερωρίας (ΑΠ 180/2015, ΑΠ 1254/2013).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις της υπ’ αρ. 8900/1945 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκε με την 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του β.δ. 748/1966, προκύπτει ότι εκείνος που εργάζεται την Κυριακή, επιτρεπτώς ή μη, δικαιούται να λάβει για κάθε Κυριακή προσαύξηση 75% στο 1/25 του νόμιμου μηνιαίου μισθού του και στην περίπτωση που στερείται και την εβδομαδιαία ανάπαυση, δικαιούται επιπλέον και το 1/25 του καταβαλλομένου μισθού του ως αποζημίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή κάθε τι που ο εργοδότης θα κατέβαλε στον ίδιο εργαζόμενο αν εργαζόταν σε ημέρα μη αναπαύσεως, χωρίς όμως την προσαύξηση της υπερεργασίας άλλων ημερών και της αναλογίας επιδομάτων αδείας και εορτών.
Εξάλλου, στα άρθρα 1 § 2 και 2 § 2 της κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 28/1944 εκδοθείσας 25825/1951 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας με την οποία αυθεντικώς ερμηνεύθηκαν οι 8900/1946 και 18310/1946 Υπουργικές αποφάσεις, που προβλέπουν την προσαύξηση των αποδοχών των κατά τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες και κατά τις νύκτες εργαζόμενων μισθωτών, ορίσθηκε ότι οι χορηγούμενες προσαυξήσεις για τις εργασίες αυτές δεν συμψηφίζονται προς τις τυχόν καταβαλλόμενες αποδοχές, που είναι ανώτερες των θεσπισμένων ελαχίστων ορίων μισθών και ημερομισθίων.
Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων αυτών, απαγορεύεται μόνον ο εκ μέρους του εργοδότη, μονομερής καταλογισμός των τυχόν καταβαλλόμενων, υπέρτερων των νομίμων, αποδοχών, προς τις οφειλόμενες προσαυξήσεις από την παρασχεθείσα εργασία κατά τις Κυριακές, τις εξαιρετέες ημέρες και τις νύκτες. Αντίθετα, δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση μεταξύ εργοδότη και μισθωτού ότι με τις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές θα καλύπτεται και κάθε προσαύξηση, η οποία ήθελε προκύψει από την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές κλπ, κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Μια τέτοια συμφωνία, περί καταλογισμού των υπέρτερων αποδοχών στις τυχόν οφειλόμενες προσαυξήσεις για επί πλέον εργασία (πλην νομίμων ή παρανόμων /κατ’ εξαίρεση υπερωριών η οποία κατά τα άνω είναι άκυρη), δεν αντίκειται στην εκ των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 664 και 679 ΑΚ, συναγόμενη αρχή, κατά την οποία, είναι άκυρη κάθε σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου υποκρύπτουσα παραίτηση του τελευταίου από νόμιμες αξιώσεις του (ΑΠ 754/2014), εφόσον ο μισθωτός, με τη συμφωνία αυτή, λαμβάνει τα οριζόμενα από τις νομοθετικές ή συλλογικές, κανονιστικές ρυθμίσεις, ελάχιστα όρια αποδοχών και προσαυξήσεων (ΟλομΑΠ 930/1990, ΑΠ 1645/2018, ΑΠ 180/2015).
Ομοίως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα αρχή, ο εργοδότης που καταβάλλει συμβατικές αμοιβές ανώτερες από τις νόμιμες με βάση συμφωνία αναλογισμού της επί πλέον διαφοράς με μελλοντικές απαιτήσεις κατά τα Σάββατα επί πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (κατά τα άρθρα 904 επ. ΑΚ), διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα να εφαρμόσει την έγκυρη αυτή σύμβαση, δεσμευόμενος μόνο να μη περιορίσει μονομερώς το συμβατικό μισθό (ΑΠ 1534/2004).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες.
Απόφαση 361 / 2020 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 361/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Λουκά Μόρφη, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου και Θεόδωρο Μαντούβαλο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 26 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει τις εξής υποθέσεις μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος – αναιρεσιβλήτου: …, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σαραντόπουλο, που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης – αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΛΥΚΕΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Νικόλαο Σκούτα και Δημήτριο Μήλλα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/7/2009 αγωγή του Γ. Χ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1765/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 5990/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25/2/2019 αίτησή του και η αναιρεσείουσα εταιρία με την από 26/2/2019 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της από 25/2/2019 αίτησής του, την απόρριψη της από 26/2/2019 αίτησης της αντιδίκου του καθώς και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις από 25-2-2019 (αρ. καταθ. 2130/173/27-2-2019 αρ. πιν. 31) και από 26-2-2019 (αρ. καταθ. 2086/169/26-2-2019, αρ. πιν. 32) αντίθετες αιτήσεις αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 5990/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το οποίο, κατά το άρθρο 573 § 1 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, καθόσον στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αφορούν τους ίδιους διαδίκους, με τη συνεκδίκασή τους δε, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. Οι αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 § 3, 566 § 1, 144). Είναι συνεπώς παραδεκτές (ΚΠολΔ 577 § 1) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (ΚΠολΔ 577 § 3).
Όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων, με την από 1-7-2009 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων -αναιρεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι στις 28-9-1994 προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη -αναιρεσείουσα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ως μηχανολόγος -μηχανικός, μέχρι 27-2-1995. Ότι μετά τη λήξη της σύμβασης εξακολούθησε να απασχολείται στην εναγομένη μέχρι τις 13-11-2008 που η τελευταία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του και έπαψε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του. Ότι όλο αυτό το διάστημα κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης και η σύμβασή του είχε μετατραπεί σε αορίστου χρόνου. Ζήτησε δε για την παρασχεθείσα υπερεργασία /ιδιόρρυθμες υπερωρίες, υπερωρίες (νόμιμες /παράνομες /κατ’ εξαίρεση), εργασία τα Σάββατα, Κυριακές και αργίες, αποδοχές άδειας με την προσαύξηση 100% και πριμ παραγωγικότητας, να του καταβάλει η εναγομένη εν μέρει καταψηφιστικά και εν μέρει αναγνωριστικά, τα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσά. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ΚΠολΔ 664 επ., όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 4ο Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου καταθέσεως της αγωγής προ της 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο 9ο § 2 του ίδ.ν.), με την υπ’ αρ. 1765/2011 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως νόμω και ουσία αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων άσκησε την από 10-7-2012 έφεσή του ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο με την υπ’ αρ. 7006/2013 απόφασή του, κρίνοντας ομοίως, όπως και πρωτοδίκως, ότι ο ενάγων ήταν διευθύνων υπάλληλος της εναγομένης, δέχθηκε αυτήν τυπικά και απέρριψε την έφεση κατ’ ουσία. Κατά της εφετειακής αυτής απόφασης ο ενάγων άσκησε την από 27-5-2015 αίτηση αναίρεσης και ο Άρειος Πάγος με την 768/2017 απόφασή του την αναίρεσε εν όλω, για παραβάσεις των άρθρων 559 αρ. 1 διότι α) επρόκειτο για σύμβαση εργασίας που είχε μετατραπεί σε αορίστου χρόνου και β) κατά τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά, ο ενάγων δεν είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου, και 559 αρ. 19 για ελλειπείς και αντιφατικές αιτιολογίες επί των δύο αυτών ζητημάτων και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συντιθέμενο από άλλο Δικαστή.
Εκδόθηκε δε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με αρ. 5990/2018, η οποία έκρινε τη σύμβαση, κατ’ επιτρεπτό ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως αορίστου χρόνου και ότι ο ενάγων ως Δ/ντής διοικητικών υπηρεσιών δεν είχε τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στην ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου, απέρριψε το αίτημα αυτού για καταβολή των αμοιβών/αποζημιώσεων υπερεργασίας/ιδιόρρυθμων υπερωριών, υπερωριών και για την εργασία του τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, του επιδίκασε δε, το πριμ παραγωγικότητας 2008 και τις αποδοχές άδειας 2004-2008 με προσαύξηση 100%.
ΕΠΙ ΤΗΣ 1ΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ (Γ. Χ.) Κατά την διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ν.δ. 4020/1959 (η οποία § 4 διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά το ν. 435/1976) είναι άκυρη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, κατά την οποία οι αμοιβές και αποζημιώσεις για υπερωρίες θα καλύπτονται από τις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές. Σαφώς από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι είναι άκυρη η συμφωνία περί καταλογισμού πάσης λόγω μισθού παροχής στις οφειλές του εργοδότη από νόμιμες ή παράνομες υπερωρίες, ενώ είναι έγκυρη η συμφωνία ότι θα προκαταβάλλεται στο μισθωτό ορισμένο ποσό, επί πλέον του μισθού του, προς εξόφληση των αξιώσεών του για παρασχεθησομένη (στο μέλλον) συγκεκριμένη, νόμιμη ή παράνομη, υπερωριακή εργασία του (ΑΠ 1112/2011, ΑΠ 645/2010). Από την ίδια διάταξη εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση συμφωνίας καταλογισμού στις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές, όσων προσαυξήσεων δικαιούται ο μισθωτός για πρόσθετη απασχόλησή του λόγω υπερεργασίας ή ιδιόρρυθμης υπερωρίας (ΑΠ 180/2015, ΑΠ 1254/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις της υπ’ αρ. 8900/1945 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκε με την 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του β.δ. 748/1966, προκύπτει ότι εκείνος που εργάζεται την Κυριακή, επιτρεπτώς ή μη, δικαιούται να λάβει για κάθε Κυριακή προσαύξηση 75% στο 1/25 του νόμιμου μηνιαίου μισθού του και στην περίπτωση που στερείται και την εβδομαδιαία ανάπαυση, δικαιούται επιπλέον και το 1/25 του καταβαλλομένου μισθού του ως αποζημίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή κάθε τι που ο εργοδότης θα κατέβαλε στον ίδιο εργαζόμενο αν εργαζόταν σε ημέρα μη αναπαύσεως, χωρίς όμως την προσαύξηση της υπερεργασίας άλλων ημερών και της αναλογίας επιδομάτων αδείας και εορτών. Εξάλλου, στα άρθρα 1 § 2 και 2 § 2 της κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 28/1944 εκδοθείσας 25825/1951 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας με την οποία αυθεντικώς ερμηνεύθηκαν οι 8900/1946 και 18310/1946 Υπουργικές αποφάσεις, που προβλέπουν την προσαύξηση των αποδοχών των κατά τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες και κατά τις νύκτες εργαζόμενων μισθωτών, ορίσθηκε ότι οι χορηγούμενες προσαυξήσεις για τις εργασίες αυτές δεν συμψηφίζονται προς τις τυχόν καταβαλλόμενες αποδοχές, που είναι ανώτερες των θεσπισμένων ελαχίστων ορίων μισθών και ημερομισθίων. Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων αυτών, απαγορεύεται μόνον ο εκ μέρους του εργοδότη, μονομερής καταλογισμός των τυχόν καταβαλλόμενων, υπέρτερων των νομίμων, αποδοχών, προς τις οφειλόμενες προσαυξήσεις από την παρασχεθείσα εργασία κατά τις Κυριακές, τις εξαιρετέες ημέρες και τις νύκτες. Αντίθετα, δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση μεταξύ εργοδότη και μισθωτού ότι με τις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές θα καλύπτεται και κάθε προσαύξηση, η οποία ήθελε προκύψει από την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές κλπ, κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Μια τέτοια συμφωνία, περί καταλογισμού των υπέρτερων αποδοχών στις τυχόν οφειλόμενες προσαυξήσεις για επί πλέον εργασία (πλην νομίμων ή παρανόμων /κατ’ εξαίρεση υπερωριών η οποία κατά τα άνω είναι άκυρη), δεν αντίκειται στην εκ των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 664 και 679 ΑΚ, συναγόμενη αρχή, κατά την οποία, είναι άκυρη κάθε σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου υποκρύπτουσα παραίτηση του τελευταίου από νόμιμες αξιώσεις του (ΑΠ 754/2014), εφόσον ο μισθωτός, με τη συμφωνία αυτή, λαμβάνει τα οριζόμενα από τις νομοθετικές ή συλλογικές, κανονιστικές ρυθμίσεις, ελάχιστα όρια αποδοχών και προσαυξήσεων (ΟλομΑΠ 930/1990, ΑΠ 1645/2018, ΑΠ 180/2015). Ομοίως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα αρχή, ο εργοδότης που καταβάλλει συμβατικές αμοιβές ανώτερες από τις νόμιμες με βάση συμφωνία αναλογισμού της επί πλέον διαφοράς με μελλοντικές απαιτήσεις κατά τα Σάββατα επί πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (κατά τα άρθρα 904 επ. ΑΚ), διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα να εφαρμόσει την έγκυρη αυτή σύμβαση, δεσμευόμενος μόνο να μη περιορίσει μονομερώς το συμβατικό μισθό (ΑΠ 1534/2004). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε κατ’ ουσία το αίτημα της αγωγής για επιδίκαση των αμοιβών /αποζημιώσεων υπερεργασίας /ιδιόρρυθμων υπερωριών, υπερωριών (νόμιμων /παράνομων /κατ’ εξαίρεση) και για την εργασία του αναιρεσείοντος τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, με τις εξής παραδοχές: “…Περαιτέρω, με τις υπ’ αριθμ. …-3-2002 και …-8-2002 αποφάσεις του το Δ.Σ. της εναγομένης εταιρείας λαμβάνοντας υπόψη ότι στελέχη της, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ενάγων, ασκούν διευθυντικά καθήκοντα ή καθήκοντα προϊσταμένου, αποφάσισε την κατάργηση των καταβαλλόμενων αμοιβών για υπερωριακή απασχόληση και την ενσωμάτωση των υπερωριών στους μηνιαίους μισθούς τους, οι οποίοι από το έτος 2002 αυξήθηκαν σε αντιστάθμιση της απώλειας εισοδήματος και στους οποίους περιλαμβάνονται όλα τα επιδόματα τα προβλεπόμενα εκ του νόμου καθώς και τα επιδόματα της εναγομένης εταιρείας, όπως και οι δοθείσες αυξήσεις μισθών. Επομένως, το αίτημα του ενάγοντος για την καταβολή αμοιβής για υπερωριακή και υπερεργασιακή απασχόλησή του το χρονικό διάστημα που εργάστηκε στην εναγομένη, καθώς και για την καταβολή αμοιβής για εργασία του σε ημέρα Σάββατο, Κυριακή και αργίες, δεν αποδείχθηκε βάσιμο, διότι για την ανωτέρω παρασχεθείσα πέραν των νομίμων χρονικών ορίων εργασία του, αποδείχθηκε ότι ελάμβανε αμοιβή μέσω των υψηλότερων των προβλεπομένων μηνιαίων αποδοχών του”. Έτσι που έκρινε ανελέγκτως το Εφετείο, και ειδικότερα ότι εγκύρως το ΔΣ της αναιρεσίβλητης με τις …/2002 αποφάσεις του αποφάσισε την κατάργηση των καταβαλλομένων στον αναιρεσείοντα αμοιβών για υπερωριακή απασχόληση και την ενσωμάτωση των υπερωριών (νομίμων /παρανόμων /κατ’ εξαίρεση) στο μηνιαίο μισθό του, ο οποίος από το 2002 αυξήθηκε σε αντιστάθμιση της απώλειας εισοδήματος, παραβίασε ευθέως, με συνέπεια την απόρριψη των σχετικών αγωγικών κονδυλίων, την ανωτέρω διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 8 § 4 ν.δ. 4020/1959, την οποία δεν εφάρμοσε, αν και με βάση τις παραδοχές του ήταν εφαρμοστέα, σύμφωνα με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, απαγορεύεται ο μονομερής καταλογισμός, αλλά είναι και άκυρη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, με την οποία οι αμοιβές ή αποζημιώσεις που οφείλονται στον δεύτερο για νόμιμη ή παράνομη υπερωρία θα καλύπτονται εν όλω ή εν μέρει με την καταβολή αποδοχών, που είναι υψηλότερες από τις ελάχιστες νόμιμες. Και συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, γιατί κατά παράβαση της ανωτέρω διάταξης ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 8 § 4 ν.δ. 4020/1959 απέρριψε το αίτημα της αγωγής περί καταβολής αμοιβής για την παρασχεθείσα υπερωριακή (νόμιμες/παράνομες/κατ’ εξαίρεση) εργασία, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
Περαιτέρω, το Εφετείο δεχόμενο ότι δεν οφείλεται στον αναιρεσείοντα από την αναιρεσίβλητη εταιρία αμοιβή για την υπερεργασιακή /ιδιόρρυθμες υπερωρίες απασχόλησή του και την εργασία του σε ημέρα Σάββατο, Κυριακή και αργίες, γιατί με τις ως άνω …/2002 αποφάσεις του ΔΣ της αναιρεσίβλητης αυξήθηκαν οι μηνιαίοι μισθοί του σε αντιστάθμιση της απώλειας εισοδήματος και στους οποίους περιλαμβάνονται όλα τα επιδόματα τα προβλεπόμενα εκ του νόμου, καθώς και τα επιδόματα της αναιρεσίβλητης, όπως και οι δοθείσες αυξήσεις μισθών, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1 § 2 και 2 § 2 της ΚΥΑ 25825/1952 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 28/1944 και των άρθρων 3, 174, 664 και 679 ΑΚ. Ευθέως μεν, διότι, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο, δεν διευκρινίζεται ότι υπήρξε συμφωνία καταλογισμού στις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές του αναιρεσείοντος, των αξιώσεών του από την παροχή υπερεργασίας (/ιδιόρρυθμων υπερωριών) και εργασίας του τα Σάββατα ως έκτης ημέρας επί 5θήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, τις Κυριακές και τις αργίες, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν επιτρέπεται ο μονομερής αυτός συμψηφισμός από τον εργοδότη, παρά μόνο με ρητή προηγούμενη συμφωνία μισθωτού και εργοδότη. Εκ πλαγίου δε, διότι περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα δεν προσδιορίζεται το δικαιούμενο, καθώς και το καταβληθέν, για κάθε αξίωση ποσό, ώστε να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα, αφενός για το εάν οι αμοιβές αυτές καταβλήθηκαν και αφετέρου ότι δεν υπολείπονται των νομίμων αξιώσεών του. Επομένως και ο δεύτερος και τελευταίος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες εκ του άρθρου 559 αρ. 1 & 19 ΚΠολΔ, κατά το μέρος που απέρριψε το αγωγικό του αίτημα για καταβολή αμοιβής για υπερεργασιακή απασχόληση /ιδιόρρυθμες υπερωρίες και εργασία του τα Σάββατα, Κυριακές και αργίες πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
ΕΠΙ ΤΗΣ 2ΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ (ΕΛΛ. ΑΛΥΚΕΣ ΑΕ) Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 § 1, 577 § 3 και 578 ΚΠολΔ, για το ορισμένο του από τον αρ. 1 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλομΑΠ 1/2016, 2/2013, 20/2005). Δεν αρκεί μόνο η αναφορά του κατά την άποψη του αναιρεσείοντος πραγματικού μέρους της υποθέσεως και του συμπεράσματος του δικαστηρίου που φέρεται ως προϊόν ερμηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλματος, ούτε η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατ’ επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλομΑΠ 28/1998, ΑΠ 1354/2017, ΑΠ 319/2017). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλομΑΠ 20/2005, ΑΠ 1354/2017, ΑΠ 1184/2015). Η σαφής και πλήρης αναφορά των πραγματικών περιστατικών, που δέχτηκε το δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσης του για το βάσιμο ή μη της αγωγής είναι αναγκαία, διότι η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται όχι από την ορθότητα του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά από εκείνη του διατακτικού της (ΚΠολΔ 578), τούτο δε συνάπτεται, σε σχέση λογικής ακολουθίας, προς τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου, έτσι ώστε η έκθεση των τελευταίων στο αναιρετήριο να είναι απαραίτητη, προκειμένου να ελεγχθεί αν η πλημμέλεια που αποδίδεται στην απόφαση οδήγησε σε σφαλερό διατακτικό, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου της αναίρεσης δε μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΟλομΑΠ 27/1998, ΟλομΑΠ 32/1996). Συνακόλουθα, η παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ’ ουσία, και η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ) πρέπει να προκύπτουν από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, στοιχείο του ορισμένου του προβαλλόμενου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης (ΑΠ 1354/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αιτιάται την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες εκ των αρ. 1 & 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι παρά την ορθή ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 2 εδ. α’ της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας της Ουάσιγκτον, ως προς την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου, έσφαλε κατά την εφαρμογή της (υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον τιθέμενο κανόνα δικαίου), διότι δεν έλαβε υπόψη της τον χαρακτήρα του νομικού της προσώπου ως δημόσιας επιχείρησης του κεφ. Α’ του ν. 3429/2005, ώστε να προσαρμόσει τα κριτήρια εφαρμογής της στη φύση αυτού. Επίσης, με τον τρίτο αναιρετήριο λόγο κατά το πρώτο σκέλος αυτού, αιτιάται την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια εκ του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι παραβίασε με ελλιπείς αιτιολογίες το άρθρο 648 § 1 ΑΚ, κατά το μέρος που επιδίκασε το πριμ παραγωγής για το έτος 2008. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, είναι αόριστοι και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον δεν καθορίζεται στο αναιρετήριο η νομική πλημμέλεια του δικαστηρίου, δηλαδή σε τί συνίσταται ακριβώς το σφάλμα που αποδίδεται στο Εφετείο, ούτε και αναφέρονται, πλην ελαχίστων κατ’ επιλογή, αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά, με τις κρίσιμες παραδοχές του Εφετείου, υπό τις οποίες συντελέστηκαν οι προβαλλόμενες παραβιάσεις των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, με συνέπεια να μην καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 γ’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, αρκεί δηλαδή η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, πραγ/νη, ένορκες βεβαιώσεις κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο (ΟλομΑΠ 2/2008, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 1521/2017, ΑΠ 343/2017).
Εν προκειμένω, με τους 2ο, 3ο (β’ σκέλος αυτού) και 4ο αναιρετήριους λόγους, η αναιρεσείουσα πλήττει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες εκ του άρθρου 559 αρ. 11 γ’ ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη: α) (2ος λόγος αναίρεσης) ότι επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο την προσαύξηση 100% στις αποδοχές άδειας 2004-2007 κατόπιν προφορικών του αιτημάτων, χωρίς να λάβει υπόψη τις μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες ουδέν αναφέρουν περί τούτου, β) (3β’ λόγος αναίρεσης) ότι επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο το πριμ παραγωγής 2008, χωρίς να λάβει υπόψη τις αποφάσεις του ΔΣ της εταιρίας της, τις οποίες νόμιμα προσκόμισε και επικαλέστηκε, από τις οποίες προέκυπτε ότι πρόκειται για οικειοθελή παροχή ελευθέρως ανακλητή και γ) (4ος λόγος αναίρεσης) ότι απέρριψε τον ισχυρισμό της περί της ιδιότητας του αναιρεσίβλητου ως διευθύνοντος υπαλλήλου, χωρίς να λάβει υπόψη της το περιεχόμενο του οργανογράμματος της εταιρίας έτους 2000 και της αναθεώρησης αυτού έτους 2005, που νόμιμα προσκόμισε και επικαλέστηκε. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, μνημονεύεται ειδικώς ότι τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το διατακτικό της αποδεικνύονται “Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια”. Από τη βεβαίωση αυτή, σε συνδυασμό με το σύνολο των παραδοχών της απόφασης, ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα και συγκεκριμένα: α) να επιδικάσει στον αναιρεσίβλητο την προσαύξηση 100% στις αποδοχές άδειας 2004-2007 κατόπιν προφορικών του αιτημάτων, β) να επιδικάσει στον αναιρεσίβλητο το πριμ παραγωγής για το έτος 2008 και γ) να απορρίψει τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί της ιδιότητας του αναιρεσίβλητου ως διευθύνοντος υπαλλήλου, και εκ τούτου να κάνει δεκτή την έφεση του αναιρεσίβλητου και να δεχθεί εν μέρει την αγωγή του, έλαβε υπόψη του και τα περί ων οι αναιρετήριοι λόγοι αποδεικτικά στοιχεία (μάρτυρες, έγγραφα), τα οποία εκτίμησε ελεύθερα, ανεξαρτήτως του ότι δεν κάνει ειδική μνεία ως προς αυτά και οι περί του αντιθέτου ως άνω λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, όσον αφορά την από 26-2-2019 αίτηση, πρέπει να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της. Περαιτέρω κατά παραδοχή των δύο λόγων αναίρεσης της από 25-2-2019 αίτησης πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 5990/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το κεφάλαιο που έκρινε και απέρριψε τις αγωγικές αξιώσεις για υπερεργασία /ιδιόρρυθμες υπερωρίες, νόμιμη /παράνομη /κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση και πρόσθετη εργασία τις Κυριακές και αργίες και τα Σάββατα επί 5θήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 580 § 3 εδ. γ’ και δ’ ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει με την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο ν. 4335/2015 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή, αν αναιρεθεί η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση μετά από πρώτη αναίρεση, δεν γίνεται δεύτερη παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης, η οποία εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα. Επομένως, σε περίπτωση δεύτερης αναιρετικής απόφασης για την ίδια υπόθεση, ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου παραπομπής στο δικαστήριο της ουσίας, αλλά οφείλει να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση κατ’ ουσίαν, λειτουργώντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δεν προχωρεί όμως αμέσως μετά την αναίρεση της απόφασης στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, έστω και αν οι διάδικοι, ενόψει της συζήτησης της αναίρεσης και υπό την προϋπόθεση παραδοχής αυτής, έχουν καταθέσει προτάσεις και για την ουσία της υπόθεσης, αφού δεν υφίσταται και δε νοείται υπό την ισχύ των προαναφερομένων διατάξεων ενοποιημένο στάδιο συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και της ουσίας της υπόθεσης. Το αναιρετικό τμήμα, το οποίο, όταν δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση που εισάγεται προς συζήτηση με κλήση από τον επιμελέστερο των διαδίκων, οφείλει να τηρεί τις διατάξεις των άρθρων 581 § 2 και 570 § 2 ΚΠολΔ, συζητεί την υπόθεση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, αφού όμως κατατεθούν προτάσεις σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 524 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ και αφού μετά την αναίρεση παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις (ΑΠ 486/2018, ΑΠ 1670/2018).
Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή των παραπάνω αναιρετικών λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει του ότι πρόκειται για δεύτερη αναίρεση, να κρατηθεί, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση στο τμήμα τούτο σε νέα συζήτηση, η οποία θα λάβει χώρα μετά από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους. Η δικαστική δαπάνη της αναιρετικής δίκης, στη μεν από 25-2-2019 αίτηση βαρύνει την αναιρεσίβλητη λόγω της ήττας της, στη δε από 26-2-2019 αίτηση βαρύνει την αναιρεσείουσα η οποία ηττάται (ΚΠολΔ 176, 183, 189 § 1, 191 § 2), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις ως άνω αιτήσεις.
Απορρίπτει την από 26-2-2019 αίτηση αναίρεσης (αναιρεσείουσα ΕΛΛ. ΑΛΥΚΕΣ ΑΕ).
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Δέχεται την από 25-2-2019 αίτηση αναίρεσης (αναιρεσείων Γ. Χ).
Αναιρεί την 5990/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το διαλαμβανόμενο στο σκεπτικό της παρούσας κεφάλαιο.
Κρατεί την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση κατά το άνω κεφάλαιό της, σε νέα συζήτηση, μετά από επίσπευση του επιμελέστερου από τους διαδίκους.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Φεβρουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2020.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ