ΑΝΕΛΕΓΚΤΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ
Υπαγωγή στον τρόπο ελέγχου και επίλυσης των φορολογικών διαφορών με βάση την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών 1061203/ 1148/ΠΟΛ. 1144/1998, όπως ισχύει, των ανέλεγκτων χρήσεων που έκλεισαν εντός του έτους 2001 και άλλες διατάξεις.
(Α.Υ.Ο. 1057857/1532/ΔΕ-Α´/ΠΟΛ. 1192/9.7.2002)AΠOΦΑΣH
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑI ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
Τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 8 του άρθρου 66 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ Α´ 151), όπως ισχύουν.
2. Τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του ν. 2601/1998 (ΦΕΚ Α´ 81).
3. Τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ Α´ 249), όπως ισχύουν ύστερα από τη συμπλήρωσή τους με την παράγραφο 10 του άρθρου 15 του ν. 2992/2002 (ΦΕΚ Α´ 54).
4. Τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 28 του ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α´ 110).
5. Την απόφασή μας 1061203/1148/ ΠΟΛ. 1144/1998 “Έλεγχος ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων και επίλυση φορολογικών διαφορών” (ΦΕΚ Β´ 526), όπως αυτή ισχύει και τις αποφάσεις μας 1113331/1477/ΠΟΛ. 1239/ 1999 (ΦΕΚ Β´ 2137), 1027583/1162/ ΠΟΛ. 1100/2000 (ΦΕΚ Β´ 361), 1075331/1453/ ΠΟΛ. 1231/2000 (ΦΕΚ Β´ 1113), 1063790/1444/ΠΟΛ. 1168/ 2001 (ΦΕΚ Β´ 882) και 1093491/1656/ ΠΟΛ. 1230/2001 (ΦΕΚ Β´ 1348).
6. Τις αποφάσεις μας 1097441/5278/ 7668/ΠΟΛ. 1242/2001 (ΦΕΚ 1437), 1013666/891/198/ΠΟΛ. 1060/2002, 1028679/558/ΠΟΛ. 1109/2002 και 1039072/790/ΠΟΛ. 1141/2002.
7. Την απόφασή μας 1044171/1369/ ΠΟΛ. 1155/2002 “Περαίωση ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων επιτηδευματιών με βιβλία Α´ ή Β´ κατηγορίας του ΚΒΣ ή χωρίς υποχρέωση τήρησης βιβλίων, χρήσεων 1998 και παλαιότερων” (ΦΕΚ Β´ 657).
8. Την ανάγκη υπαγωγής στην απόφαση 1061203/1148/ΠΟΛ. 1144/1998, όπως αυτή ισχύει, των ανέλεγκτων χρήσεων που έκλεισαν εντός του έτους 2001, καθώς και βελτίωσης των διαδικασιών ελέγχου με βάση την απόφαση αυτή.
9. Την 1100383/1330/Α0006/2001 (ΦΕΚ Β´ 1485) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών με την οποία αναθέτονται αρμοδιότητες του Υπουργού Οικονομικών στους Υφυπουργούς Οικονομικών.
10. Ότι από την απόφαση αυτή δεν προκύπτουν δαπάνες για τον προϋπολογισμό.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
ΑΡΘΡΟ 1
1. Η απόφαση 1061203/1148/ΠΟΛ. 1144/1998, όπως αυτή ισχύει, εφαρμόζεται και επί των ανέλεγκτων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογιών επιτηδευματιών που αφορούν χρήσεις που έκλεισαν εντός του έτους 2001.
2. Οι επαληθεύσεις και η ελεγκτική διαδικασία που προβλέπονται για τις ανέλεγκτες υποθέσεις που αφορούν χρήσεις που έκλεισαν εντός του έτους 2000, κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 1 της απόφασης 1063790/1444/ΠΟΛ. 1168/2001, εφαρμόζονται ανάλογα για όλες τις ανέλεγκτες υποθέσεις που ελέγχονται κατά την απόφαση 1061203/1148/ΠΟΛ. 1144/1998, όπως αυτή ισχύει, ανεξαρτήτως της χρήσης που αφορούν, συμπεριλαμβανομένων και των υποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου, με την επιφύλαξη των οριζομένων στις επόμενες παραγράφους 3 έως και 8.
3. Η επαλήθευση στα βιβλία Α´ και Β´ κατηγορίας του ΚΒΣ για να διαπιστωθεί αν τα αριθμητικά δεδομένα και οικονομικά μεγέθη βρίσκονται σε συνάφεια μεταξύ τους, ενεργείται με τη σύγκριση των δηλωθέντων σε όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις ακαθαρίστων εσόδων ή των αγορών, επί βιβλίων Α´ κατηγορίας του ΚΒΣ, αναγόμενων σε πωλήσεις, με το άθροισμα των ακόλουθων οικονομικών μεγεθών.
α. Των αγορών, πλην των αγορών παγίων. Στις αγορές αυτές, προκειμένου για βιβλία Α´ κατηγορίας του ΚΒΣ προστίθεται η απογραφή έναρξης της πρώτης ελεγχόμενης χρήσης ή επί μη ύπαρξης απογραφής ποσοστό 10% των αγορών της αμέσως προηγούμενης χρήσης, εκτός της περίπτωσης αλλαγής κατηγορίας βιβλίων από την Α´ στη Β´ κατηγορία και αφαιρείται η απογραφή λήξης της τελευταίας ελεγχόμενης χρήσης ή επί μη ύπαρξης απογραφής ποσοστό 10% των αγορών της χρήσης αυτής. Επί βιβλίων Α´ κατηγορίας του ΚΒΣ στις αγορές προστίθεται η απογραφή έναρξης της πρώτης ελεγχόμενης χρήσης σε περίπτωση που στην αμέσως προηγούμενη χρήση τηρήθηκαν βιβλία Γ´ κατηγορίας του ΚΒΣ και αφαιρείται η απογραφή λήξης της τελευταίας ελεγχόμενης χρήσης σε περίπτωση που κατά την επόμενη αυτής χρήση τηρήθηκαν βιβλία Γ´ κατηγορίας του ΚΒΣ. Σε περίπτωση αλλαγής κατηγορίας βιβλίων από Β´ σε Α´, εφαρμόζονται ανάλογα τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης αυτής ως προς την απογραφή έναρξης.
β. Των εξόδων και δαπανών.
γ. Των αποσβέσεων που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερες από το 1% του αθροίσματος των παραπάνω μεγεθών α´ και β´. Ειδικά επί μεταποιητικών επιχειρήσεων, το παραπάνω ποσοστό ορίζεται σε 3%. Το ίδιο ποσοστό ισχύει και των επιτηδευματιών που παράλληλα με άλλους κλάδους δραστηριοποιούνται και σε κλάδο μεταποίησης, εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο αυτό, συνολικά για όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις, αποτελούν τουλάχιστον το 50% του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων, από όλους τους κλάδους δραστηριότητας, εμπορίας υγρών καυσίμων (πρατήρια) δεν λαμβάνονται υπόψη οι αγορές βενζίνης και πετρελαίου.
δ. Των καθαρών κερδών που αναλογούν στο άθροισμα των παραπάνω μεγεθών α´, β´ και γ´, με την εφαρμογή του προβλεπόμενου μοναδικού συντελεστή καθαρών κερδών (Μ.Σ.Κ.Κ.) και σε περιπτώσεις περισσότερων του ενός Μ.Σ.Κ.Κ. με την εφαρμογή του μέσου σταθμικού συντελεστή που προκύπτει από τη διαίρεση των συνολικών καθαρών κερδών βάσει των προβλεπόμενων Μ.Σ.Κ.Κ., για όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις, με τα συνολικά δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα των ίδιων χρήσεων.
Εξαιρετικά, στις πιο κάτω περιπτώσεις ως καθαρά κέρδη λαμβάνονται:
• Επί ελεύθερων επαγγελματιών, οι καθαρές αμοιβές που προκύπτουν από την εφαρμογή επί των ακαθαρίστων αμοιβών που δηλώθηκαν συνολικά σε όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις, του οικείου συντελεστή καθαρών αμοιβών. Ειδικά επί ιατρών συνεργαζόμενων με εταιρίες ιατρικών υπηρεσιών – Διαγνωστικά Κέντρα, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 4 της απόφασης 1016672/1038/ ΠΟΛ. 1045/1999.
• Επί επιχειρήσεων εμπορίας υγρών καυσίμων (πρατήρια – βιβλίο Αγορών), τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από την εφαρμογή επί του συνόλου των αγορών που δηλώθηκαν για όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις, του οικείου Μ.Σ.Κ.Κ. επί αγορών (Κ.Α. 44214 : 1,2%).
4. Η επαλήθευση που ορίζεται από την προηγούμενη παράγραφο ενεργείται ενιαία για όλες τις ανέλεγκτες χρήσεις, που δεν μπορεί να είναι λιγότερες από τρεις, εκτός αν πρόκειται για οριστική παύση εργασιών ή αλλαγή κατηγορίας βιβλίων, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην επόμενη παράγραφο.
5. Επί επιτηδευματιών που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999, όπως αυτές ισχύουν και εφαρμόστηκαν βάσει των αποφάσεων 1097441/5278768/ ΠΟΛ. 1242/2001 και 1028679/558/ ΠΟΛ. 1109/2002, για τους οποίους υφίστανται και ανέλεγκτες χρήσεις μέχρι και 1998, η οριζόμενη κατά την παράγραφο 6, επαλήθευση διενεργείται σε κάθε περίπτωση χωριστά για τις χρήσεις μέχρι και 1998 και για τις χρήσεις 1999 και επόμενες. Στις παραπάνω περιπτώσεις, εφόσον οι ανέλεγκτες χρήσεις μέχρι και 1998 είναι λιγότερες από τρεις, η τυχόν αρνητική διαφορά ακαθαρίστων εσόδων των χρήσεων αυτών που προκύπτει από την παραπάνω επαλήθευση, συμψηφίζεται με την τυχόν θετική διαφορά των επόμενων χρήσεων και αναζητούνται φόροι μόνο κατά το μέρος της τελικής αρνητικής διαφοράς ακαθαρίστων εσόδων που δεν κατέστη δυνατόν να συμψηφιστεί.
6. Τυχόν αρνητική διαφορά που προκύπτει με βάση την επαλήθευσή της παραγράφου 3, κατανέμεται ισομερώς σε όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις και τα επί μέρους ποσά των διαφορών που αναλογούν σε κάθε χρήση προσαυξάνουν τα δηλωθέντα αντίστοιχα ακαθάριστα έσοδα. Προκειμένου περί βιβλίων Α´ κατηγορίας του ΚΒΣ, εφαρμόζονται ανάλογα τα ανωτέρω με προηγούμενη αναγωγή της αρνητικής διαφοράς σε αγορές. Επί επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή μεταποίησης ή επί μικτών επιχειρήσεων με συνολικά ακαθάριστα έσοδα από τη δραστηριότητα πώλησης αγαθών για όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις μεγαλύτερα του 50% του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων από όλες τις δραστηριότητες, για τις ίδιες χρήσεις, εφόσον για μία ή περισσότερες από τις ελεγχόμενες χρήσεις τελούσαν σε αδράνεια, η τυχόν προκύπτουσα αρνητική διαφορά ακαθαρίστων εσόδων ή αγορών, κατά περίπτωση, κατανέμεται μόνο στις λοιπές χρήσεις για τις οποίες δεν υφίσταται αδράνεια. Ειδικά σε ότι αφορά το ΦΠΑ, εφόσον πρόκειται για χρήσεις για τις οποίες δεν υφίσταται αδράνεια. Ειδικά σε ότι αφορά το ΦΠΑ, εφόσον πρόκειται για χρήσεις των επιτηδευματιών της παραγράφου 5, που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999, τα κατανεμόμενα σε κάθε χρήση ποσά διαφορών ακαθαρίστων εσόδων επιμερίζονται, κατ’ αναλογία των εκροών που αντίστοιχα έχουν δηλωθεί, και σε απαλλασσόμενες εκροές με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, με την προϋπόθεση ότι για την οικεία χρήση δεν υφίσταται ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων. Σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις και με την ίδια πιο πάνω προϋπόθεση, ισχύουν ανάλογα τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 2.
7. Εξαιρετικά, η τυχόν προκύπτουσα με βάση την επαλήθευση της παραγράφου 3 αρνητική διαφορά, μειώνεται κατά 10% πριν την ισομερή κατανομή της κατά την προηγούμενη παράγραφο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Αν η επιχείρηση τελούσες σε αδράνεια για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από μία διαχειριστική περίοδο. Η δυνατότητα μείωσης δεν ισχύει για επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και ελεύθερους επαγγελματίες.
β. Αν από γεγονότα ανωτέρας βίας επηρεάστηκε αρνητικά η λειτουργία της επιχείρησης. Ως τέτοια εν προκειμένω θεωρούνται σε περιπτώσεις σεισμών, πυρκαγιών, πλημμύρων και γενικά τα φυσικά φαινόμενα που επιφέρουν απώλειες ή καταστροφές.
γ. Αν ειδικοί λόγοι ή ιδιαίτερες συνθήκες επηρέασαν αρνητικά τη λειτουργία της επιχείρησης για πάνω από μία από τις ελεγχόμενες χρήσεις. Επιχειρήσεις που βρίσκονται σε περιοχές που εκτελέστηκαν έργα ΜΕΤΡΟ ή άλλα δημόσια έργα μεγάλης διάρκειας εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση αυτή.
δ. Αν πρόκειται για:
– Επιχειρήσεις του κλάδου γουνοποιίας.
– Βιβλιοπωλεία, εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα από πωλήσεις βιβλίων, συνολικά για όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις, αποτελούν τουλάχιστον το 70% του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων των ίδιων χρήσεων.
– Ιατρούς συνεργαζόμενους με εταιρίες ιατρικών υπηρεσιών – Διαγνωστικά κέντρα που αναφέρονται στην περίπτωση δ´ της παραγράφου 3.
Η ανωτέρω μείωση δεν ισχύει προκειμένου για χρήσεις 1999 και μετά επιτηδευματιών της παραγράφου 5. Ει-δικά στις πιο πάνω περιπτώσεις γ´ και δ´, η μείωση είναι δυνατή με την προϋπόθεση ότι για καμιά από τις ελεγχόμενες χρήσεις δεν υφίστανται στο αρχείο της υπηρεσίας ή δεν διαπιστώθηκαν από τον έλεγχο παραβάσεις του ΚΒΣ που καθιστούν τα βιβλία και στοιχεία ανακριβή.
8. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 εφαρμόζονται ανάλογα και επί των επιτηδευματιών για τους οποίους η τριετία που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999 άρχισε από 1/1/2000 και μετά, εφόσον πριν από την πρώτη χρήση της τριετίας υφίσταται τουλάχιστον μια ανέλεγκτη ή ελεγμένη χρήση. Στις περιπτώσεις αυτές, για τις χρήσεις που εμπίπτουν στην τριετία ισχύουν ανάλογα τα οριζόμενα στις παραγράφους 6 και 6α του άρθρου 2 της απόφασης 1063790/1444/ΠΟΛ. 1168/ 2001, όπως αυτή ισχύει.
9. Για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων Β.4, Γ.5 και Δ.5 του άρθρου 4 της απόφασης 1063790/ 1444/ΠΟΛ. 1168/2001, διενεργείται, αντί των επαληθεύσεων που ορίζοντα στις διατάξεις αυτές, η επαλήθευση της παραγράφου 3.
10. Τα οριζόμενα στις παραγράφους 6 και 7 ισχύουν ανάλογα και επί ανέλεγκτων υποθέσεων που ελέγχονται και περαιώνονται κατά τα άρθρα 3 και επόμενα της απόφασης 1063790/1444/ ΠΟΛ. 1168/2001.
11. Οι διατάξεις των παραγράφων Β4, Β5 και Γ11 του άρθρου 4, της παραγράφου Α4 του άρθρου 7 και του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 10 της απόφασης 1061203/1148/ΠΟΛ. 1144/1998, όπως αυτή ισχύει, καθώς και των παραγράφων 4 του άρθρου 2 και 2 του άρθρου 7 της απόφασης 1063790/ 1444/ΠΟΛ. 1168/2001, παύουν να εφαρμόζονται.
12. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της απόφασης 1063790/1444/ΠΟΛ. 1168/2001 προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
“Εξαιρετικά, σε περίπτωση που οι ανωτέρω επιτηδευματίες διέκοψαν οριστικά τις εργασίες τους μέχρι και 31/12/2000, τότε στον ειδικό τρόπο ελέγχου και επίλυσης των διαφορών υπάγονται και οι ανέλεγκτες υποθέσεις τους φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογιών που αφορούν και τις χρήσεις που έκλεισαν κατά τα έτη 1999 ή και 2000, κατά περίπτωση”.
13. Επί υποθέσεων επιχειρήσεων εμπορίας υγρών καυσίμων (πρατήρια) που εμπορεύονται και πετρέλαιο θέρμανσης, οι οποίες ελέγχθηκαν και περαιώθηκαν βάσει των αποφάσεων 1061203/1148/ΠΟΛ. 1144/1998, 1075 331/1453/ΠΟΛ. 1231/2000 και 1063 790/1444/ΠΟΛ. 1168/2001 και για τις οποίες, κατά τους διενεργηθέντες εν γένει ελεγκτικούς υπολογισμούς, λήφθηκε συντελεστής καθαρών κερδών για το πετρέλαιο θέρμανσης μεγαλύτερος του συντελεστή 1,2% (Κ.Α. 44214) που προβλέπεται για τις επιχειρήσεις αυτές επί του συνόλου των αγορών, γίνεται επαναπροσδιορισμός των αποτελεσμάτων με την εφαρμογή του ορθού συντελεστή 1,2% και τα επί πλέον καταλογισθέντα και βεβαιωθέντα εκ του λόγου αυτού ποσά διαγράφονται.
14. Υποθέσεις που ελέγχθηκαν κατά τον οριζόμενο από την απόφαση 1061203/1148/ΠΟΛ. 1063790/1444/ ΠΟΛ. 1168/2001, άρθρα 1 και 2, οι οποίες τελικά δεν περαιώθηκαν κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 της παραπάνω απόφασης 1061203/1148/ ΠΟΛ. 1144/1998, μπορούν να περαιώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την επίδοση σχετικής έγγραφης πρόσκλησης από την αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία και το αργότερο μέχρι 2/9/2002, με βάση τα αποτελέσματα του ήδη διενεργηθέντος ελέγχου και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6, εφόσον μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης δεν έχουν εκδοθεί σημειώματα ελέγχου της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του ΚΒΣ ή οποιουδήποτε είδους καταλογιστικές πράξεις κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 13 της ίδιας ως άνω απόφασης 1061203/1148/ ΠΟΛ. 1144/1998 ή συνεπεία προσωρινού ελέγχου. Τα παραπάνω ισχύουν ανάλογα και επί υποθέσεων που ελέγχθηκαν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 3 και επόμενα της απόφασης 1063790/1444/ΠΟΛ. 1168/2001 και δεν περαιώθηκαν κατά το άρθρο 7 της απόφασης αυτής.
15. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως και 11 ισχύουν για εντολές ελέγχου που εκδίδονται από 1/8/2002 και μετά και σε κάθε περίπτωση για ειδικά σημειώματα ελέγχου που επιδίδονται μέχρι τις ανωτέρω ημερομηνίες, αντίστοιχα, εφαρμόζονται για όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των χρήσεων που έκλεισαν εντός του έτους 2001, τα ήδη προβλεπόμενα από την παραπάνω απόφαση και τις αποφάσεις 1075331/ 1453/ΠΟΛ. 1231/2000 και 1063790/ 1444/ΠΟΛ. 1168/2001.
16. Οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 10 της Α.Υ.Ο. 1061203/1148/20.5.1998/ΠΟΛ. 1144 (ΦΕΚ Β´ 526), όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παράγραφο 6 του άρθρου 1 της Α.Υ.Ο. 1068419/1256/ΠΟΛ. 1145/ 13. 7.99 (ΦΕΚ Β´ 1510), εφαρμόζονται ανάλογα και για τις χρήσεις που έκλεισαν μετά την 31.12.1997. Οι διατάξεις της περίπτωσης 2.2 της παραγράφου 2 του άρθρου 2 της Α.Υ.Ο. 1068419/ 1256/13.7.1999/ΠΟΛ. 1145 (ΦΕΚ Β´ 1510) παύουν να εφαρμόζονται.
ΑΡΘΡΟ 2
Η απόφαση 1044171/1369/ΠΟΛ. 1155/22.5.02 τροποποιείται και συμπληρώνεται ως ακολούθως:
1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
“Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται ανεξάρτητα αν οι επιχειρήσεις ή οι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν φορολογηθεί σύμφωνα με το ελάχιστο ποσό εισοδήματος που επροσδιορίζετο κατά τις διατάξεις των άρθρων 33 και 51 του ν. 2238/ 1994, όπως αυτές ίσχυαν, ή με το μεγαλύτερο ποσό εισοδήματος με βάση τα βιβλία τους”.
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Για τον προσδιορισμό των διαφορών στη φορολογία ΦΠΑ λαμβάνονται υπόψη τα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται ανά χρήση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, αφαιρουμένων των δηλωθεισών εκροών με βάση τις υποβληθείσες εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται οι τυχόν ενδοκοινοτικές αποκτήσεις, πωλήσεις παγίων και πράξεις λήπτη. Η προκύπτουσα διαφορά ακαθαρίστων εσόδων, σε κάθε χρήση, κατανέμεται με βάση την αναλογία των δηλωθεισών στη χρήση εκροών, σε εκροές φορολογητέες κατά συντελεστή ΦΠΑ και σε εκροές απαλλασσόμενες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισφορών. Περαιτέρω, για τις προκύπτουσες βάσει της ανωτέρω κατανομής διαφορές φορολογητέων εκροών, προσδιορίζονται οι διαφορές φόρου που αναλογούν, με την εφαρμογή του οικείου κατά περίπτωση συντελεστή ΦΠΑ. Εξαιρετικά, εφόσον πρόκειται για χρήσεις που δεν βαρύνονται με ουσιαστικές παραβάσεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 2 και για τις οποίες από τις υποβληθείσες εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ προκύπτει ότι τουλάχιστον το 70% των δηλωθεισών εκροών συνίσταται σε απαλλασσόμενες εκροές με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, τότε το 50% της πιο πάνω προκύπτουσας διαφοράς ακαθαρίστων εσόδων θεωρείται ότι αφορά απαλλασσόμενες εκροές με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών”.
3. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 7 προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
“Τα παραπάνω ισχύουν ανάλογα και για την έκπτωση ή επιστροφή ΦΠΑ δαπανών κατασκευής κτιριακών εγκαταστάσεων της επιχείρησης”.
4. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
“Ειδικά για εκκρεμείς πράξεις που αφορούν πρόστιμα του ΚΒΣ, έχουν επίσης εφαρμογή κατά την επίλυση των φορολογικών διαφορών οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2753/1999, εφόσον αυτές είναι ευμενέστερες”.
5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:
“Το ποσό κάθε δόσης, κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, προκειμένου ειδικά για ποσά φόρων των άρθρων 4 και 6, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 300 ευρώ, εκτός από την τελευταία δόση”.
6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:
“Εξαιρετικά, στις περιπτώσεις που για τον ίδιο επιτηδευματία έχουν βεβαιωθεί ποσά ΦΠΑ σε εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2763/1999, η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την 31/10/ 2002, ανεξαρτήτως του αριθμού των δόσεων των οφειλόμενων ποσών ΦΠΑ από την παραπάνω αιτία”.
7. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 προστίθεται νέα εδάφια, ως εξής:
“Εξαιρετικά, οι πιο κάτω περιπτώσεις αντιμετωπίζονται ως ακολούθως:
α. Επί εκμεταλλευτών επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), εφόσον για τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις καταβλήθηκαν τα προβλεπόμενα τεκμαρτά ποσά ΦΠΑ και σε μία ή περισσότερες από τις χρήσεις αυτές ασκήθηκε παράλληλα και άλλη δραστηριότητα με βιβλία Α´ ή Β´ κατηγορίας του ΚΒΣ τότε με την περαίωση ως προς τη δραστηριότητα αυτή, κατ’ εφαρμογή των οριζομένων στα άρθρα 2, 3, 4, 5 και 6, περαιώνεται και η δραστηριότητα από την εκμετάλλευση του επιβατικού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης κατά τις αντίστοιχες χρήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, το ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου ανά χρήση που προσδιορίζεται για την παράλληλη δραστηριότητα, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6, δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 100.000 δραχμών. Για τις τυχόν λοιπές χρήσεις που δεν υφίσταται παράλληλη δραστηριότητα, υπολογίζεται μόνο το ελάχιστο ποσό φόρου του πρώτου κλιμακίου της παραγράφου 2.β του άρθρου 6.
β. Επί εκμεταλλευτών λεωφορείων ενταγμένων σε ΚΤΕΛ, δεν εφαρμόζονται οι διαδικασίες των άρθρων 2, 3, 4 και 5, με την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται ουσιαστικές παραβάσεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 2 για καμιά από τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, υπολογίζεται, ανά χρήση, μόνο το ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου κατά το άρθρο 6.
γ. Επί επιτηδευματιών με πωλήσεις καπνοβιομηχανικών προϊόντων, για τον υπολογισμό του μέσου όρου των ακαθαρίστων εσόδων προκειμένου να εφαρμοστούν ειδικά οι διατάξεις του άρθρου 6 περί του ελάχιστου ποσού βεβαιωτέου φόρου, αφαιρείται από το σύνολο των δηλωθέντων πραγματικών ή εξ αναγωγής των αγορών προσδιορισθέντων ακαθαρίστων εσόδων, κατά περίπτωση, όλων των υπαγόμενων στη ρύθμιση χρήσεων, ποσό ίσο με το 50% του συνόλου των αγορών καπνοβιομηχανικών προϊόντων που δηλώθηκαν στις ίδιες χρήσεις”.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.