ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του ν. 2954/2001, οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος.

(Α.Υ.Ο. 1034294/10292/Β0012/ΠΟΛ. 1122/12.4.2002)1. Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 1,2,11 και 22 του ν. 2954/ 2001 “Φορολογικές ρυθμίσεις αμοιβαία κεφάλαια, συμπλήρωση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 255 Α΄) οι οποίες αναφέρονται σε θέματα φορολογίας εισοδήματος.

2. Για τις διατάξεις καθενός από τα παραπάνω άρθρα, σας παρέχουμε τις ακόλουθες ερμηνευτικές οδηγίες με σκοπό την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.

Άρθρο 1.

Ρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται περίπτωση δ΄ στην παράγραφο 6 του άρθρου 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994).

Με τις νέες διατάξεις καθιερώνεται για πρώτη φορά η απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος των οικονομικών ενισχύσεων που χορηγούνται στους Πρόσφυγες.

Συγκεκριμένα το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (Ε.Σ.Π.), που είναι φιλανθρωπικό Σωματείο, καθώς και κάποια άλλα παρόμοια σωματεία υλοποιούν προγράμματα που χρηματοδοτούνται από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας, Υπουργείο Εξωτερικών, Ο.Α.Ε.Δ., Γεν.Γραμματεία Νέας Γενιάς, Τράπεζα της Ελλάδος). Στο πλαίσιο των προγραμμάτων που υλοποιούν, προβλέπεται η παροχή οικονομικών ενισχύσεων, με βάση καθορισμένα κριτήρια, σε αναγνωρισμένους πολιτικούς πρόσφυγες, σε άτομα που διαμένουν προσωρινά στην Ελλάδα για ανθρωπιστικούς λόγους, δηλαδή που παραμένουν υπό ανθρωπιστικό καθεστώς και σε νεοαφικνούμενα στην Ελλάδα άτομα που έχουν υποβάλει αίτηση και ζητούν άσυλο, η οποία αίτηση βρίσκεται στο στάδιο εξέτασης από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Οι ενισχύσεις αυτές συνίστανται σε επίδομα διατροφής, επίδομα συντήρησης, έκτακτο επίδομα, επίδομα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, επίδομα στέγης, επιδότηση ενοικίου και αγοράς οικιακού εξοπλισμού κτλ. και χορηγούνται στους πρόσφυγες ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν και τις ανάγκες που έχουν, προκειμένου να ενταχθούν στην Ελληνική κοινωνία, γιατί πρόκειται για άτομα που δικαιούνται διεθνούς προστασίας. Όλα τα παραπάνω ποσά που χορηγούνται στις πιο πάνω αναφερόμενες κατηγορίες προσφύγων απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος, εφόσον καταβάλλονται από τους προαναφερόμενους φορείς.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 23 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 2 Νοεμβρίου 2001 και μετά.

2. Με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται τα εδάφια τέταρτο και έκτο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ενώ με την παράγραφο 4 του άρθρου 1 καταργείται το έβδομο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ίδιου κώδικα.

Με τις νέες διατάξεις καταργείται η στέρηση του δικαιώματός αφαίρεσης επιχειρηματικής αμοιβής από τα συνολικά κέρδη των δικαιούχων, όταν η οικεία δήλωσή τους υποβάλλεται εκπρόθεσμα και μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της. Δηλαδή, σε κάθε περίπτωση από το οικονομικό έτος 2001 οι υπόχρεοι θα υπολογίζουν επιχειρηματική αμοιβή, εφόσον βέβαια υπάρχουν οι σχετικές προϋποθέσεις (για μέχρι τρεις δικαιούχους κτλ.) και ανεξάρτητα αν υπέβαλαν τις σχετικές τους δηλώσεις εμπρόθεσμα ή εκπρόθεσμα.

Σημειώνεται ότι με τις νέες διατάξεις δεν καταργείται η υποχρέωση καθορισμού των εταίρων-μελών φυσικών προσώπων, που δικαιούνται επιχειρηματική αμοιβή με την υποβολή της ετήσιας αρχικής εμπρόθεσμης ή εκπρόθεσμης δήλωσής τους.

Επίσης, με τις διατάξεις του νέου έκτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 10 καταργήθηκε ο περιορισμός του υπολογισμού του ποσού της επιχειρηματικής αμοιβής μόνο με βάση τα κέρδη που δηλώνονται με την αρχική δήλωση της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας ή κοινωνίας κληρονομικού δικαίου με ανήλικα μέλη. Κατά συνέπεια, είναι δυνατό να μεταβληθεί το ποσό της επιχειρηματικής αμοιβής όταν είτε με βάση συμπληρωματική δήλωση που υποβάλλει η εταιρία ή κοινωνία αυξάνονται τα κέρδη, είτε με ανακλητική δήλωσή της μειώνονται, έστω και αν η μείωση αυτή γίνεται δεκτή ύστερα από τη διενέργεια σχετικού ελέγχου.

Αντίθετα, δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα μεταβολής του ποσού της επιχειρηματικής αμοιβής όταν τα κέρδη της εταιρίας ή κοινωνίας μεταβάλλονται με την έκδοση φύλλου ελέγχου ύστερα από τη διενέργεια σχετικού ελέγχου.

Οι διατάξεις των παραγράφων 2,3 και 4 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, σύμφωνα με την παράγραφο 33 του ίδιου άρθρου, ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2001 και μετά και καταλαμβάνουν τα καθαρά εισοδήματα και τα κέρδη διαχειρίσεων που κλείνουν μετά από τις 30 Δεκεμβρίου 2000.

Κατά συνέπεια, υποχρέωση αφαίρεσης επιχειρηματικής αμοιβής υπάρχει και για τις δηλώσεις οικον. έτους 2001 οι οποίες έχουν ήδη υποβληθεί, εκπρόθεσμα, μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής τους, καθώς και για αυτές που δεν έχουν ακόμα υποβληθεί, εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται με το νόμο. Για το θέμα αυτό γίνεται αναφορά στην παρ. 21 του παρόντος άρθρου.

3. Με την παράγραφο 5 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται καινούργιο εδάφιο στην υποπερίπτωση ββ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του -άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Με τις νέες αυτές διατάξεις εξομοιώνεται με μεταβίβαση εταιρικών μερίδων ή μεριδίων και η ΜΗ συμμετοχή εταίρου στην αύξηση του κεφαλαίου προσωπικής εταιρίας ή Ε.Π.Ε. Κατά συνέπεια, το κέρδος ή η ωφέλεια που θα προκύψει από τη ΜΗ συμμετοχή των υφιστάμενων εταίρων στην αύξηση του κεφαλαίου των πιο πάνω εταιριών, θα φορολογηθεί αυτοτελώς, λογιζόμενη ως εισόδημα, με συντελεστή 20%, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Οι νέες αυτές διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις μετασχηματισμών προσωπικών εταιριών και ατομικών επιχειρήσεων σε ΕΠΕ ή ΑΕ ή μετασχηματισμών ΕΠΕ σε ΑΕ με βάση τις διατάξεις του ν.δ.1297/1972 και ν. 2166/1993 λόγω αφενός μεν του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού, ήτοι της δημιουργίας μεγάλων οικονομικών μονάδων και αφετέρου του αυξημένου στις περιπτώσεις αυτές ελαχίστου εταιρικού κεφαλαίου που απαιτείται (146. 735 ΕΥΡΩ).

Αντίθετα, οι διατάξεις αναφορικά με τη φορολόγηση των αφορολόγητων κρατήσεων (αφορολόγητες εκπτώσεις, αφορολόγητο αποθεματικό) αναπτυξιακών νόμων (ν.1262/82 άρθρο 14 παρ. 2, ν. 2601/98 άρθρο 11 παρ.11, ν.1892/1990 άρθρο 14 παρ.2) στην περίπτωση μεταβίβασης εταιρικών μερίδων ή μεριδίων εφαρμόζονται και στην περίπτωση των κοινοποιούμενων διατάξεων .

4. Με την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου καταργούνται οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του όρθρου 12 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με βάση τις οποίες, οι τόκοι που προέκυψαν από ομόλογα ή άλλους έντοκους τίτλους τραπεζών ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων υπόκειντο στην αυτοτελή φορολόγηση δεκαπέντε τοις εκατό (15%) που ισχύει και για τους τόκους καταθέσεων. Η κατάργηση αυτή έγινε για νομοτεχνικούς λόγους καθόσον, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2789/2000 (άρθρο 26, παρ. 8) οι τόκοι που προκύπτουν από ομολογιακά δάνεια τα οποία εκδίδουν οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις φορολογούνται όπως και οι τόκοι οι προερχόμενοι από ομολογίες του Ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή, με παρακράτηση 10% με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης. Όπως διευκρινίστηκε με την 1060995/10802ΠΕ/ΠΟΛ 1022/30-1-2001 διαταγή μας, ο παρακρατούμενος φόρος 10% ισχύει για τόκους από ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται από 11 Φεβρουαρίου 2000 και μετά.

5. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, προστίθεται εδάφιο στην περίπτωση στ΄ του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Με τη νέα διάταξη, εξαιρείται από το τεκμήριο απόκτησης περιουσιακών στοιχείων το ποσό της δαπάνης που καταβάλλεται για την τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείου που έχει ληφθεί για την αγορά αρδευτικού εξοπλισμού γεωργικής εκμετάλλευσης.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 23 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 2 Νοεμβρίου 2001 και μετά.

6. Με την παράγραφο 8 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται εδάφιο στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Με τις νέες διατάξεις θεωρείται ως εισόδημα από ακίνητα για τον ιδιοκτήτη οικοδομής (εκμισθωτή) η δαπάνη που διενεργεί ο μισθωτής για βελτιώσεις ή επεκτάσεις επί της οικοδομής της οποίας την κυριότητα έχει ο εκμισθωτής εφόσον αυτές θα περιέλθουν στην κυριότητα του εκμισθωτή, μετά τη λήξη του χρόνου μίσθωσης της οικοδομής.

Τα παραπάνω είχαν ήδη γίνει δεκτά από τη Διοίκηση και με τη ρύθμιση νομοθετούνται. Σημειώνεται ότι, για τον ιδιοκτήτη της οικοδομής το ετήσιο εισόδημα από αυτές τις βελτιώσεις ή προσθήκες προκύπτει με τη διαίρεση της αξίας των βελτιώσεων ή επεκτάσεων (μείον τυχόν αντάλλαγμα) δια των-ετών που υπολείπονται από το έτος διενέργειας αυτών των βελτιώσεων ή επεκτάσεων, μέχρι τη λήξη της μίσθωσης.

7. Με την παράγραφο 9 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου η αναφερόμενη στις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (που αφορούν την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, των δικαιωμάτων ή αποζημιώσεων που καταβάλλουν για χρησιμοποίηση τεχνικής βοήθειας, ευρεσιτεχνιών κτλ.) παράγραφος 3 του άρθρου 13 τροποποιείται για λόγους αντιστοιχίας και αριθμείται πλέον ως παράγραφος 6 λόγω αναρίθμησης των παραγράφων του άρθρου αυτού (13) με νεώτερες διατάξεις (ν. 2753/1999 άρθρο 3, παρ.5).

8. Με την παράγραφο 10 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται υποπερίπτωση κ΄ στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

– Σύμφωνα με τις διατάξεις της νέας αυτής υποπερίπτωσης, από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων εκπίπτουν τα ποσά που καταβάλλουν αυτές εφάπαξ ή περιοδικά σε τέκνα αποθανόντων εργατοϋπαλλήλων τους. Συγκεκριμένα, εκπίπτουν τα ποσά που καταβάλλουν αυτές στα άγαμα τέκνα του προσωπικού τους και μέχρι τη συμπλήρωση του 250υ έτους της ηλικίας τους, λόγου θανάτου του γονέα ή και των δύο γονέων τους, που επήλθε κατά τη διάρκεια της εργασίας τους και εντός των γραφείων και λοιπών εγκαταστάσεων της επιχείρησης, λόγου σεισμού ή άλλου λόγου ανώτερης βίας (π.χ. πυρκαγιά, πλημμύρα, κτλ.). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο θανών γονέας πρέπει να είναι μισθωτός (υπάλληλος ή εργάτης) στην επιχείρηση, δηλαδή να δηλώνει εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. Το πιο πάνω εκπιπτόμενο ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει, ανά ημερολογιακό έτος τα 3.000 ευρώ για κάθε τέκνο – δικαιούχο. Ειδικά, για ποσά που έχουν καταβληθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2001, το ανώτατο όριο της εκπιπτόμενης σχετικής δαπάνης καθορίζεται στο ποσό του 1.000.000 δραχμών για κάθε τέκνο – δικαιούχο.

Σημειώνεται, ότι για την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, δεν ενδιαφέρει η σύμβαση εργασίας που συνδέει το προσωπικό με την επιχείρηση, δηλαδή αν αυτή είναι ορισμένου η αορίστου χρόνου ή αν το προσωπικό είναι εποχιακό.

Οι προαναφερόμενες διατάξεις έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου αυτού, για ποσά που βαρύνουν ισολογισμούς που κλείνουν μετά τις 30 Δεκεμβρίου 2000.

9. Με την παράγραφο 12 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Με τη μεταβολή αυτή επαναφέρεται σε ισχύ η διάταξη που προέβλεπε την κατάρτιση πίνακα συντελεστών καθαρού εισοδήματος για τις γεωργικές επιχειρήσεις και συγχρόνως καταργείται η παράλληλη προσαύξηση, κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%), του μοναδικού συντελεστή καθαρού εισοδήματος των γεωργικών επιχειρήσεων, μετά τον προσδιορισμό της προσαύξησης του συντελεστή αυτού όπως και στις εμπορικές επιχειρήσεις (ανώτατο όριο 85% κτλ.), με τις διατάξεις της παραγράφου 21 του άρθρου 4 του ν. 2873/2000.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την παράγραφο 13 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τότε που αρχίζει η ισχύς της παραγράφου 21 του άρθρου 4 του ν. 2873/2000, δηλαδή για τα εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι από την 1η Ιανουαρίου 2000 και μετά.

10. Με την παράγραφο 14 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου στα ελευθέρια επαγγέλματα που κατονομάζονται περιοριστικά στην. παράγραφο 1 του άρθρου 48 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστέθηκε και το επάγγελμα του κοινωνικού λειτουργού.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου ισχύουν από την 1η Iανoυαρίoυ 2001 και μετά.

11. Με την παράγραφο 15 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου καταργείται το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Με τη μεταβολή αυτή καταργείται η παράλληλη, κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%), προσαύξηση του μοναδικού συντελεστή καθαρών αμοιβών των ελεύθερων επαγγελματιών μετά τον προσδιορισμό της προσαύξησης του συντελεστή αυτού όπως και στις εμπορικές επιχειρήσεις (ανώτατο όριο 85% κτλ.), με τις διατάξεις της παραγράφου 22 του άρθρου 4 του ν. 2873/2000.

Η κατάργηση αυτής της προσαύξησης αρχίζει από τότε που ίσχυσε η παράγραφος 22 του άρθρου 4 του ν. 2873/2000, δηλαδή για τα εισοδήματα που αποκτούν οι δικαιούχοι από 1η Ιανουαρίου 2000 και μετά.

12. Με την παράγραφο 16 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταντάι οι υποπεριπτώσεις αα΄ και ββ΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι στο καθαρό ποσό των συντάξεων ή άλλων παροχών παρόμοιας φύσης που καταβάλλονται από ταμεία επικουρικά, μετοχικά, αρωγής ή αλληλοβοήθειας και δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της περίπτωσης α’ του άρθρου 57 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ο φόρος υπολογίζεται ως εξής:

α) Με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), αν το καθαρό ποσό της παροχής δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες (700.000) δραχμές ετησίως και για παροχές που καταβάλλονται από 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά τα δύο χιλιάδες πενήντα τέσσερα (2.054) ευρώ.

β) Με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), αν το καθαρό ποσό της παροχής υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες (700.000) δραχμές και μέχρι ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες (1.400.000) δραχμές ετησίως. Τα ποσά αυτά για παροχές που καταβάλλονται από 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά γίνονται δύο χιλιάδες πενήντα τέσσερα (2.054) και τέσσερις χιλιάδες εκατό (4.100) ευρώ αντίστοιχα.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την παράγραφο 17 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, εφαρμόζονται για την παρακράτηση φόρου από τα ποσά των συντάξεων ή άλλων παροχών παρόμοιας φύσης που καταβάλλονται στους δικαιούχους από 1η Ιανουαρίου 2001 και μετά.

Επομένως, αν στα ποσά των συντάξεων που καταβλήθηκαν από 1/1 έως 31/12/2001 από ταμεία επικουρικά, μετοχικά, αρωγής ή αλληλοβοήθειας έχει παρακρατηθεί φόρος μεγαλύτερος από αυτόν που προκύπτει με βάση τις νέες διατάξεις, το επιπλέον ποσό φόρου πρέπει να επιστραφεί στους δικαιούχους από αυτά τα ταμεία.

13. Με την παράγραφο 18 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 59 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι εκτός από τις προσωρινές δηλώσεις εκείνοι που έχουν υποχρέωση να παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 57 οφείλουν να επιδίδουν μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του Μαρτίου (συνεπώς και μέσα στο Φεβρουάριο ή Ιανουάριο) κάθε έτους στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας τους, οριστική δήλωση η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση κατοικίας κάθε δικαιούχου, τον αριθμό φορολογικού μητρώου του, το ποσό των αμοιβών, το ποσό του φόρου που αναλογεί σε αυτές με βάση την κλίμακα του άρθρου 9, το ποσό του φόρου που οφείλεται μετά την έκπτωση από το φόρο που αναλογεί του ποσοστού που ορίζεται με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 57, το φόρο που παρακρατήθηκε για κάθε μισθωτό ή ημερομίσθιο ή συνταξιούχο κατά περίπτωση, καθώς και το υπόλοιπο για καταβολή: ποσό φόρου, το οποίο θα καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την παράγραφο 19 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, εφαρμόζονται για οριστικές δηλώσεις οικονομικού έτους 2001 και μετά, και περιλαμβάνουν αποδοχές και συντάξεις που καταβλήθηκαν μέσα στο 2000 και μετά.

14. Με τις παραγράφους 20, 21 και 25 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται οι περιπτώσεις γ΄ της παραγράφου 2 και β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 61, καθώς και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι καθένας από τους δύο συζύγους υποχρεούται να επιδώσει ξεχωριστά φορολογική δήλωση για το συνολικό εισόδημά του, μεταξύ άλλων και όταν ο ένας από αυτούς έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.

Με τις ίδιες διατάξεις ορίζεται ότι, για όσους έχουν υπoβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση, υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης είναι ο δικαστικός συμπαραστάτης.

Τέλος, με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι, την πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς, σε περίπτωση έκδοσης φύλλου ελέγχου, του οποίου αμφισβητείται η ορθότητα από άτομο που έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση, την υποβάλλει ο δικαστικός συμπαραστάτης.

Με τις παραπάνω διατάξεις γίνεται εναρμόνιση των φορολογικών διατάξεων με τις αντίστοιχες διατάξεις του δέκατου έκτου κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα για τη Δικαστική Συμπαράσταση (άρθρα 1666-1688 Α.Κ.), μετά την κατάργηση, μεταξύ άλλων, και των διατάξεων για την επιτροπεία απαγορευμένων και τη δικαστική αντίληψη με το άρθρο 13 του ν. 2447/1996.

Οι διατάξεις των παραγράφων 20, 21 και 25 του άρθρου 1 σύμφωνα με το άρθρο 33 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 2 Νοεμβρίου 2001.

15. Με την παράγραφο 22 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου προστέθηκαν στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος υποπεριπτώσεις στστ΄ και ζζ΄.

Με την υποπερίπτωση στστ΄ ορίζεται η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, τα οποία παρέχουν υπηρεσίες με βάση ειδική σύμβαση μίσθωσης εργασίας ή εντολής και αποκτούν εισόδημα είτε από μισθωτές υπηρεσίες (ΣΤ΄ Κατηγορία) εφόσον είναι ασφαλισμένα για κύρια ασφάλιση στο Ι.Κ.Α., είτε από εμπορικές επιχειρήσεις εφόσον είναι ασφαλισμένα για κύρια ασφάλιση σε οποιοδήποτε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή Ταμείο εκτός του I.Κ.Α.

Η προθεσμία αυτή είναι ανάλογη με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού μητρώου του φορολογουμένου, με αρχή για το ψηφίο 1 τις 2 Μαΐου του οικείου οικονομικού έτους.

Η παραπάνω προθεσμία είχε γίνει δεκτή και διοικητικά.

Με την υποπερίπτωση ζζ΄ ορίζεται η ίδια ημερομηνία (από 2 Μαΐου και μετά ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Α.Φ.Μ. τους) ως προθεσμία υποβολής των δηλώσεων των φορολογουμένων οι οποίοι δεν κατοικούν, είτε διαμένουν, ούτε αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα, αλλά είναι υποχρεωμένα να υποβάλλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος από άλλη αιτία σε εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. π.χ. κάτοχοι αυτοκινήτου κτλ.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την παράγραφο 23 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2001 και μετά.

Κατά συνέπεια, αν έχουν επιβληθεί κυρώσεις σε δηλώσεις οικον. έτους 2001 που υποβλήθηκαν πριν από τις 2 Μαΐου 2001, τα σχετικά ποσά πρέπει να επιστρέφονται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα.

16. Με την παράγραφο 27 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 81 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Με τη νέα διάταξη ορίζεται ότι οι φύλακες μεταγραφών υποχρεούνται ν’ αρνηθούν τη μεταγραφή, μεταξύ άλλων, και του πρακτικού συμβιβαστικής επίλυσης, ιδιωτικών διαφορών του άρθρου 214Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν δεν προσκομιστεί το πιστοποιητικό ή δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση, κατά περίπτωση, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του ίδιου παραπάνω άρθρου και νόμου.

Σημειώνεται, ότι με τη νέα διάταξη ρυθμίστηκε νομοθετικά το κενό που υπήρχε στο νόμο για τη φορολογία εισοδήματος, μετά τη θέση σε ισχύ του θεσμού της συμβιβαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, σύμφωνα με το άρθρο 214 Α΄ Κ.Πολ.Δ. (αν.ν. 44/1967), αφού το επικυρωμένο από το Δικαστήριο πρακτικό συμβιβασμού, εφόσον αφορά μετάθεση ή κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο υπόκειται σε μεταγραφή, με βάση το άρθρο 1192 αριθμ.1 Α.Κ. και είναι ισοδύναμο του μεταγραπτέου συμβολαιογραφικού τίτλου, χωρίς όμως στην περίπτωση αυτή να ρυθμίζεται ο έλεγχος από τον υποθηκοφύλακα, για το αν έχουν δηλωθεί στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οι πολιτικοί καρποί (δηλαδή οι πρόσοδοι που παρέχει το πράγμα με βάση κάποια έννομη σχέση) του μεταβιβαζόμενου ακινήτου.

Οι Διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 23 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 2 Νοεμβρίου 2001.

17. Με την παράγραφο 28 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, διαγράφεται από την παράγραφο 10 του άρθρου 81 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος η φράση «αυτοκινήτου οχήματος ή μοτοσικλέτας από πεντακόσια (500) κυβικά εκατοστά και πάνω ή”. Έτσι, καταργείται η υποχρέωση προσκόμισης από τους ενδιαφερόμενους πολίτες, κατά τη μεταβίβαση της κυριότητας επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή μοτοσικλέτας από 500 κυβικά εκατοστά και πάνω, καθώς και κατά τη θεώρηση των υπογραφών στις σχετικές δηλώσεις ή συμφωνίες από οποιαδήποτε αρχή, βεβαίωσης του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ότι το μεταβιβαζόμενο ή βαρυνόμενο επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης ή μοτοσικλέτα έχει περιληφθεί στη δήλωση που υπέβαλε ο υπόχρεος για τη φορολογία του εισοδήματος του, που απόκτησε το αμέσως προηγούμενο έτος από το έτος της μεταβίβασης ή της σύστασης του εμπράγματου δικαιώματος.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 2 Νοεμβρίου 2001.

18. Με την παράγραφο 29 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου η αναφερόμενης στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 11 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (που αφορούν την παρακράτηση φόρου στις αμοιβές των αλλοδαπών εταιριών και οργανισμών που αναλαμβάνουν την εργοληπτική κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων) παράγραφος 7 του άρθρου 13 τροποποιείται και αριθμείται πλέον ως παράγραφος 8, λόγω αναρίθμησης των παραγράφων αυτού του άρθρου (13) με νεώτερες διατάξεις (ν. 2753/1999, άρθρο 3 παρ.5).

19. Με την παράγραφο 30 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, το οποίο όριζε ότι αν υπάρχουν περισσότεροι διαχειριστές εταίροι στην Ε.Π.Ε. με ίσα ποσοστά συμμετοχής, οι δικαιούχοι επιχειρηματικής αμοιβής καθορίζονται από την εταιρία και δηλώνονται με την οικεία αρχική ετήσια εμπρόθεσμη δήλωσή της, αντικαταστάθηκε με νέο δεύτερο εδάφιο.

Με το νέο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται, ότι αν υπάρχουν περισσότεροι διαχειριστές εταίροι στην Ε.Π.Ε. με ίσα ποσοστά συμμετοχής, οι δικαιούχοι επιχειρηματικής αμοιβής καθορίζονται από την εταιρία και δηλώνονται με την οικεία αρχική ετήσια δήλωσή της. Δη-λαδή και σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου αυτού εδαφίου, η δήλωση αυτή της Ε.Π.Ε. δεν απαιτείται πλέον να είναι αρχική και-εμπρόθεσμη, όπως όριζαν οι διατάξεις που αντικαταστάθηκαν, αλλά αρκεί να είναι μόνο αρχική, είτε εμπρόθεσμη είτε εκπρόθεσμη. Επομένως, όταν μία Ε.Π.Ε. υποβάλλει την αρχική της δήλωση, εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη, και δηλώσει τους διαχειριστές εταίρους για τους οποίους θα υπολογίσει επιχειρηματική αμοιβή, κατόπιν δεν μπορεί με μεταγενέστερη δήλωσή της, συμπληρωματική ή ανακλητική, να δηλώσει ότι θα υπολογίσει επιχειρηματική αμοιβή για άλλους διαχειριστές εταίρους (έναν ή περισσότερους) από εκείνους για τους οποίους υπολόγισε με την αρχική της δήλωση.

Το νέο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ισχύει, σύμφωνα με την παρ. 33 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, από την 1-1-2001 και μετά και καταλαμβάνει τα καθαρά εισοδήματα και τα κέρδη διαχειρίσεων που κλείνουν μετά τις 30-12-2000.

20. Με την παράγραφο 31 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 1 09 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, το οποίο όριζε ότι η επιχειρηματική αμοιβή των διαχειριστών εταίρων της Ε.Π.Ε. λαμβάνεται από το ήμισυ των συνολικών καθαρών κερδών της εταιρίας, που δηλώνονται με την οικεία αρχική εμπρόθεσμη δήλωσή της και κατά το ποσοστό συμμετοχής των διαχειριστών εταίρων, αντικαταστάθηκε με νέο πέμπτο εδάφιο.

Επίσης, με την παράγραφο 32 του ίδιου άρθρου του κοινοποιούμενου νόμου καταργήθηκε το έκτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, το οποίο όριζε ότι όταν η αρχική δήλωση υποβάλλεται εκπρόθεσμα και μέχρι 30 ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της, εξακολουθεί να ισχύει το δικαίωμα αφαίρεσης της επιχειρηματικής αμοιβής από τα κέρδη.

Με το νέο πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται, ότι η επιχειρηματική αμοιβή των διαχειριστών εταίρων της Ε.Π.Ε. λαμβάνεται από το ήμισυ των συνολικών καθαρών κερδών της εταιρίας, που δηλώνονται με την οικεία ετήσια δήλωσή της και κατά το ποσοστό συμμετοχής των διαχειριστών εταίρων. Επομένως, με βάση τις διατάξεις του νέου αυτού εδαφίου και δεδομένου ότι καταργήθηκε το προϊσχύσαν έκτο εδάφιο προκύπτει, ότι η βάση υπολογισμού της επιχειρηματικής αμοιβής των εταίρων διαχειριστών της Ε.Π.Ε. είναι τα κέρδη της τελευταίας που δηλώνονται με την οικεία ετήσια δήλωσή της φορολογίας εισοδήματος. Ενόψει όσων προαναφέρονται συνάγονται τα εξής:

α) Κατά την υποβολή της αρχικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της Ε.Π.Ε. και εφόσον συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις υπολογισμού επιχειρηματικής αμοιβής για διαχειριστές εταίρους αυτής, πάντα θα υπολογίζεται επιχειρηματική αμοιβή για όσους εταίρους διαχειριστές αυτής απαιτείται, χωρίς να ενδιαφέρει αν η δήλωσή της αυτή είναι εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη.

β) Αν η Ε.Π.Ε. υποβάλλει συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος και δηλώσει περισσότερα κέρδη από εκείνα που δήλωσε με την αρχική της δήλωση, η επιχειρηματική αμοιβή για τους διαχειριστές εταίρους της θα υπολογισθεί με βάση τα κέρδη που θα δηλωθούν με αυτή τη δήλωση, δηλαδή τη συμπληρωματική. Το ίδιο θα ισχύσει ανάλογα, αν η Ε.Π.Ε. υποβάλλει ανακλητική δήλωση.

γ) Αν η Ε.Π.Ε. υποβάλλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος και υπολογίσει επιχειρηματική αμοιβή για τους διαχειριστές εταίρους της και η αρμόδια Δ.Ο.Υ. μετά από έλεγχο εκδώσει φύλλο ελέγχου σε βάρος της, με το οποίο προσδιορίσει κέρδη μεγαλύτερα από εκείνα που δήλωσε η Ε.Π.Ε., κατά την εκκαθάριση του φόρου από τη Δ.Ο.Υ. δεν θα μεταβληθούν τα ποσά των επιχειρηματικών αμοιβών των διαχειριστών εταίρων των Ε.Π.Ε., αλλά θα παραμείνουν τα ίδια όπως υπολογίστηκαν στη δήλωση τής Ε.Π.Ε.

δ) Αν η Ε.Π.Ε. δεν υποβάλλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος και η αρμόδια Δ.Ο.Υ. διαπιστώσει τούτο και μετά από έλεγχο εκδώσει φύλλο ελέγχου σε βάρος της, κατά την εκκαθάριση του φόρου από τη Δ.Ο.Υ. δεν θα υπολογισθεί επιχειρηματική αμοιβή για τους διαχειριστές εταίρους της Ε.Π.Ε.

Το νέο πέμπτο εδάφιο και η κατάργηση του προϊσχύσαντος έκτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ισχύουν, σύμφωνα με την παράγραφο 33 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, από την 1-1-2001 και μετά και καταλαμβάνουν τα καθαρά εισοδήματα και τα κέρδη διαχειρίσεων που κλείνουν μετά τις 30-12-2000.

21. Με την παράγραφο 34 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου ρυθμίζεται ο τρόπος εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 2, 3, 4, 30, 31 και 32 αυτού του άρθρου για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των υπόχρεων οικον. έτους 2001.

Ειδικότερα ορίζεται, ότι οι υπόχρεοι, δηλαδή οι Ο.Ε., Ε.Ε., κοινωνίες κληρονομικού δικαί6υ και Ε.Π.Ε., οι οποίοι δεν υπολόγισαν επιχειρηματική αμοιβή στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 2001 (λόγω υποβολής μετά από τριάντα ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας), οφείλουν να υποβάλουν συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος αυτού του -οικον. έτους, στην οποία θα πρέπει να υπολογίσουν επιχειρηματική αμοιβή για όσα φυσικά πρόσωπα προβλέπεται τούτο. Από αυτό προκύπτει, ότι τα φορολογητέα κέρδη με βάση τις συμπληρωματικές δηλώσεις θα είναι μικρότερα των φορολογηθέντων με τις αρχικές (εκπρόθεσμες) δηλώσεις κατά το ποσό των επιχειρηματικών αμοιβών που θα υπολογιστούν με τις συμπληρωματικές δηλώσεις. Κατά συνέπεια, από τις δηλώσεις αυτές θα προκύψει επιστροφή φόρου εισοδήματος στους υπόχρεους. Ακόμα, θα προκύψει και μείωση του πρόσθετου φόρου λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, που είχε επιβληθεί κατά την υποβολή των αρχικών δηλώσεων, καθόσον στις συμπληρωματικές δηλώσεις ο πρόσθετος αυτός φόρος θα πρέπει να υπολογιστεί για το ίδιο μεν χρονικό διάστημα όπως και στις αρχικές δηλώσεις, αλλά επί του οφειλόμενου με τις συμπληρωματικές δηλώσεις φόρου εισοδήματος. Οι υπόψη συμπληρωματικές δηλώσεις πρέπει να υποβληθούν στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. το αργότερο μέχρι την 3η Ιουνίου 2002 χωρίς την επιβολή κυρώσεων. Αν οι ως άνω υπόχρεοι δεν υποβάλουν τις σχετικές συμπληρωματικές δηλώσεις μέσα στην παραπάνω προθεσμία, οι προϊστάμενοι των αρμόδιων Δ.Ο.Υ. υποχρεούνται να διενεργήσουν οίκοθεν νέα εκκαθάριση φόρου για ης δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος Οικον. έτους 2001 των υπόψη υπόχρεων (αφού βέβαια υπολογίσουν επιχειρηματική αμοιβή για όσα φυσικά πρόσωπα απαιτείται), να επιστρέψουν στους υπόχρεους τα οικεία ποσά και να αποστείλουν σχετικά πληροφοριακά δελτία στους προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ. που υπάγονται τα φυσικά πρόσωπα για τα οποία υπολογίστηκε επιχειρηματική αμοιβή. Στο σημείο αυτό τονίζεται, ότι: α) δεν θα επιβληθούν κυρώσεις λόγω της μη υποβολής της συμπληρωματικής δήλωσης και β) προκειμένου να γίνει νέα εκκαθάριση φόρου στις δηλώσεις των Ε.Π.Ε., απαιτείται προηγουμένως να διαπιστωθεί ποιοι εταίροι αυτών διετέλεσαν διαχειριστές κατά την κρίσιμη διαχειριστική χρήση, καθόσον κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τις δηλώσεις των νομικών αυτών προσώπων .

Επιπλέον ορίζεται, ότι και τα φυσικά πρόσωπα, για τα οποία οι υπόψη Ο.Ε., Ε.Ε. και κοινωνίες κληρονομικού δικαίου θα υπολογίσουν επιχειρηματική αμοιβή με τις κατά τα ανωτέρω συμπληρωματικές δηλώσεις, οφείλουν να υποβάλουν συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 2001, στην οποία θα πρέπει να συμπεριλάβουν την υπόψη επιχειρηματική αμοιβή. Και αυτές οι συμπληρωματικές δηλώσεις πρέπει να υποβληθούν στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. το αργότερο μέχρι την 3η Ιουνίου 2002 χωρίς την επιβολή κυρώσεων. Αντίθετα, για τα φυσικά πρόσωπα για τα οποία θα υπολογιστεί επιχειρηματική αμοιβή όχι με βάση τις συμπληρωματικές δηλώσεις των υπόψη Ο.Ε., Ε.Ε. και κοινωνιών κληρονομικού δικαίου, αλλά με βάση τις κατά τα πιο πάνω εκκαθαρίσεις φόρου που θα διενεργήσουν οι προϊστάμενοι των αρμόδιων Δ.Ο.Υ., οι προϊστάμενοι των Δ.Ο.Υ, που υπάγονται αυτά τα φυσικά, πρόσωπα, με βάση τα προαναφερόμενα πληροφοριακά δελτία που θα λάβουν, υποχρεούνται να διενεργήσουν οίκοθεν νέα εκκαθάριση φόρου για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος Οικον. έτους 2001 των φυσικών αυτών προσώπων, συνυπολογίζοντας και την οικεία επιχειρηματική αμοιβή και χωρίς την επιβολή κυρώσεων και να βεβαιώσουν τις οφειλές που θα προκύψουν.

Σημειώνεται, ότι η επιχειρηματική αμοιβή που θα υπολογιστεί για τα φυσικά πρόσωπα εταίρους-διαχειριστές των Ε.Π.Ε. είναι εισόδημα που αποκτάται εντός του έτους 2001 και επομένως η επιχειρηματική αμοιβή των προσώπων αυτών θα πρέπει να περιληφθεί στη δήλωσή τους φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 2002, οπότε δεν απαιτείται τα υπόψη πρόσωπα να υποβάλουν συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 2001, ούτε απαιτείται να διενεργηθεί γι’ αυτά νέα εκκαθάριση φόρου με βάση τα πληροφοριακά δελτία από τους προϊσταμένους των αρμόδιων Δ.Ο.Υ.

22. Με την παράγραφο 35 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 117 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με τις οποίες επιβαλλόταν φόρος πέντε τοις εκατό (5%) στα αδιανέμητα κέρδη των ανωνύμων εταιριών και συνεταιρισμών που διανέμονται ή κεφαλαιοποιούνται που είχαν ήδη φορολογηθεί στο όνομα του νομικού προσώπου και τα οποία έχουν προέλθει από κέρδη ισολογισμών διαχειριστικών χρήσεων που έληξαν μέχρι και την 29 Ιουνίου 1992, δηλαδή πριν από την έναρξη εφαρμογής των διατάξεων του ν. 2065/1992.

Τα ανωτέρω εφαρμόζονται, σύμφωνα με Τις διατάξεις του άρθρου 20 του νόμου αυτού, για διανομή ή κεφαλαιοποίηση αδιανέμητων κερδών που πραγματοποιείται από τη δημοσίευση του νόμου, δηλαδή από 2/11/2001 και μετά.

Επομένως, όσες ανώνυμες εταιρίες και συνεταιρισμοί προβαίνουν με σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης από 2/11/2001 και μετά σε διανομή ή κεφαλαιοποίηση αδιανέμητων κερδών τα οποία προέρχονται από κέρδη ισολογισμών που έληξαν μέχρι και την 29 Ιουνίου 1992 και τα οποία έχουν ήδη φορολογηθεί στο όνομά τους, δεν οφείλουν πλέον φόρο 5% επί του ποσού που διανέμεται ή κεφαλαιοποιείται. Όσα όμως ποσά έχουν ήδη καταβληθεί, κατ’ εφαρμογή των καταργούμενων διατάξεων του άρθρου 117 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, από διανομή ή κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών αυτών πριν την ως άνω ημερομηνία, δεν επιστρέφονται, κατά ρητή διατύπωση των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 35 του άρθρου αυτού.

23. Με την παράγραφο 36 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται, ότι όλα όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο του παρόντος εφαρμόζονται ανάλογα και σε όλες τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν των δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού. Για την υλοποίηση αυτών οι Δ.Ο.Υ. θα πρέπει να ενημερώσουν εγγράφως και “επί αποδείξει” τη Γραμματεία του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση ούτως ώστε να ακυρωθεί η εκδίκασή της.

Παράλληλα, το έγγραφο αυτό πρέπει να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη εταιρία.

Άρθρο 2

Συναφείς ρυθμίσεις με τη φορολογία εισοδήματος και περί φορολογικών κυρώσεων.

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.δ. 1146/1972 με δύο νέα εδάφια.

Ειδικότερα, με το νέο δεύτερο εδάφιο προβλέπεται ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης (ως γνωστό για τα αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2579/ 1998) ως εμπορεύματος για τον υπολογισμό της υπεραξίας, επί της οποίας οφείλεται φόρος τριάντα τοις εκατό (30%), ως αξία πώλησης αυτού λαμβάνεται η μεγαλύτερη αξία μεταξύ αυτής που προκύπτει με βάση τα τέλη χαρτοσήμου διαιρεμένα με τους σταθερούς συντελεστές 0,18, 0,24 ή 0,30 ανάλογα με το είδος του οχήματος και αυτής που προκύπτει από, τυχόν, άλλα στοιχεία επίσημα ή ανεπίσημα όπως π.χ. συμβόλαιο, τιμολόγιο κτλ.

Τα παραπάνω ήδη έχουν γίνει δεκτά από τη Διοίκηση από το έτος 1981 με την Ε.10444/Εγκ.13/11-8-1982 ερμηνευτική εγκύκλιο του ν. 1160/1981 και νομοθετούνται με τις νέες αυτές διατάξεις.

Με το νέο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 1146/ 1972 προβλέπεται ότι, ειδικά, όταν οι πωλήτριες του οχήματος επιχειρήσεις τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., κατά το χρονικό στάδιο της μεταβίβασης του οχήματος και προκειμένου να υπολογιστεί ο φόρος επί της υπεραξίας τριάντα τοις εκατό (30%), ως τιμή πώλησης του οχήματος λαμβάνεται μόνο αυτή που προκύπτει από τη διαίρεση των τελών χαρτοσήμου με τους σταθερούς συντελεστές που αναφέρθηκαν παραπάνω, ανεξάρτητα αν η, τυχόν, αξία π.χ. συμβολαίου είναι μεγαλύτερη από την αξία με βάση τα τέλη χαρτοσήμου. Το ίδιο ισχύει και στην αντίθετη περίπτωση που η αξία συμβολαίου είναι μικρότερη της τεκμαρτής αξίας με βάση τα τέλη χαρτοσήμου.

Περαιτέρω, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται ότι, αυτή η πραγματική αξία πώλησης, που δεν λήφθηκε υπόψη κατά το στάδιο της μεταβίβασης του οχήματος, φορολογείται με τις γενικές διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος, κατά την υποβολή της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και παράλληλα συμψηφίζεται ο φόρος που καταβλήθηκε κατά το στάδιο της μεταβίβασης.

Δηλαδή, στην περίπτωση των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. το εισόδημα αυτό δεν αποτελεί πλέον εισόδημα που φορολογείται αυτοτελώς με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης και συνεπώς δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.δ. 1146/1972 που προβλέπουν τη δυνατότητα εξάντλησης της φορολογικής υποχρέωσης με την καταβολή του φόρου κατά τη μεταβίβαση του οχήματος, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή για μεταβιβάσεις οχημάτων που πραγματοποιούνται από 2 Νοεμβρίου 2001 και μετά.

2. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται, ότι οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2819/2000 καταλαμβάνουν και τους τόκους από ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου οι οποίοι καταβάλλονται από 1.8.2001 μέχρι και 31.12.2001. Επομένως και σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις διατάξεις αυτές του ν. 2819/2000, οι υπόψη τόκοι, όταν καταβάλλονται σε μόνιμους κατοίκους της αλλοδαπής, θα απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος στο σύνολό τους, δηλαδή δεν θα γίνεται σ’ αυτούς η προβλεπόμενη παρακράτηση φόρου, ενώ όταν θα καταβάλλονται σε κατοίκους της ημεδαπής, θα πραγματοποιείται η προβλεπόμενη παρακράτηση φόρου στο σύνολό τους και εφόσον οι δικαιούχοι είναι τράπεζες ή ασφαλιστικές εταιρίες, αυτές θα δικαιούνται την έκπτωση του παρακρατούμενου φόρου από το φόρο που αναλογεί στο φορολογούμενο εισόδημά τους.

3. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται νέο εδάφιο στην περίπτωση στ’ του άρθρου 50 του ν. 2873/2000.Με το νέο αυτό εδάφιο αλλάζει η έναρξη ισχύος των διατάξεων της παραγράφου 20 του άρθρου 4 του ν. 2873/ 2000 και ορίζεται ότι οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην εφαρμογή αρνητικού συντελεστή καθαρού κέρδους και στις περιπτώσεις σεισμού, πλημμύρας ή θεομηνίας ισχύουν για φύλλα ελέγχου και πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων φορολογίας εισοδήματος που εκδίδονται ή εκδόθηκαν από 1ης Ιανουαρίου 2000 και μετά και δεν έχουν οριστικοποιηθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 23 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 2 Νοεμβρίου 2001.

4. Με την παράγραφο 5 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αυξάνεται το ποσό που ορίζεται στο άρθρο 19 του ν. 820/1978.

Με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 820/1978 καθιερώθηκε η υποχρέωση γι’ αυτόν που αναθέτει σε εργολάβο ή υπεργολάβο την εκτέλεση τεχνικού έργου, του οποίου το κόστος υπερβαίνει τις 100.000 δραχμές, να γνωστοποιεί, με δήλωσή του, πριν από την έναρξη των εργασιών εκτέλεσης του έργου, στον αρμόδιο για τη φορολογία τού προϊστάμενο Δ.Ο.Υ., τα στοιχεία του εργολάβου ή του υπεργολάβου που ανέλαβε την εκτέλεση του έργου ή να καταθέτει αντίγραφο του συμφωνητικού που καταρτίστηκε για την ανάληψη του έργου από τον εργολάβο ή τον υπεργολάβο.

Με τις νέες διατάξεις το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών αναπροσαρμόζεται, για εργασίες που αναθέτονται από τη δημοσίευση του κοινοποιούμενου νόμου και μετά, δηλαδή από 2 Νοεμβρίου 2001 και μετά σε δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές και από 1η Ιανουαρίου 2002 σε έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ.

Άρθρο 11

Λοιπές διατάξεις

Με την παράγραφο 24 του άρθρου 11 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι δε θεωρούνται εισόδημα, από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο εκτός από τα ποσά για δαπάνες που καταβάλλονται στα πρόσωπα που μετακινούνται με εντολή του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) Α΄ και Β΄ βαθμού και των λοιπών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) όπως ορίζονται με τις διατάξεις του ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α΄) και του π.δ. 200/1993 (ΦΕΚ 75 Α΄), και τα ποσά για έξοδα κίνησης που καταβάλλονται στους οικονομικούς επιθεωρητές του άρθρου 2 του ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α΄), όπως ορίζονται με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν. 2470/ 1997 (ΦΕΚ 40 Α΄).

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 23 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 2 Νοεμβρίου 2001 και μετά.

Άρθρο 22

Φορολογία εισοδήματος εκπαιδευτικών Βαυαρίας.

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 45 του ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285 Α΄) εφαρμόζονται ανάλογα και στα εισοδήματα που αποκτήθηκαν από τους δικαιούχους στις χρήσεις 1990 έως 1996.

Επομένως, ποσοστό 50% του καθαρού ποσού της ειδικής αποζημίωσης που έχουν εισπράξει κατά τις χρήσεις 1990 έως 1996 (οικονομικά έτη 1991-1997), εκτός από τις αποδοχές της οργανικής τους θέσης, οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σ:χολικών μονάδων της Βαυαρίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ο.Δ.Γ.) με φορέα το Προξενείο της Ελλάδας, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημα αυτό υπολογίζεται κατά την εκκαθάριση της οικείας ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Με την καταβολή αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των αποσπασμένων εκπαιδευτικών για το ποσό αυτό των αμοιβών.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 22 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχολικών μονάδων της Βαυαρίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ο.Δ.Γ.) με φορέα το Προξενείο της Ελλάδας, που έχουν εισπράξει ποσά ειδικής αποζημίωσης κατά την περίοδο 1.1.1990 έως 31.12. 1996 μπορούν να υποβάλουν στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας σχετική αρχική ή συμπληρωματική δήλωση, χωρίς την επιβολή πρόσθετου φόρου, προσαύξησης, προστίμου ή οποιασδήποτε άλλης κύρωσης, μέχρι την τελευταία εργάσιμή, για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του δεύτερου μήνα από τη δημοσίευση του κοινοποιούμενου νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Οι ανωτέρω εκπαιδευτικοί για διευκόλυνσή τους θα χρησιμοποιήσουν τα έντυπα (Ε1) της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2001 και θα αναγράψουν στους κωδικούς αριθμούς 989-990 κατά περίπτωση του πίνακα 11 αυτού, ποσοστό 50% του καθαρού ποσού της ειδικής αποζημίωσης που έχουν εισπράξει για τις χρήσεις 1990 έως και 1996 (οικονομικά έτη 1991 – 1997), το οποίο θα φορολογηθεί αυτοτελώς με συντελεστή 15%.

Το υπόλοιπο 50% του καθαρού ποσού της ειδικής αποζημίωσης θα αναγραφεί στους κωδικούς αριθμούς 657-658 κατά περίπτωση, του πίνακα 12 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε1).

Με την καταβολή του παραπάνω φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος για τα δηλωθέντα κατά τα ανωτέρω ποσά.

Σημειώνεται ότι, όπως μας γνώρισε η Γ.Γ.Π.Σ. – ΕΡΓΟ TAXIS η εκκαθάριση των δηλώσεων αυτών θα γίνει χειρόγραφα από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 22 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι η οφειλή για φόρο εισοδήματος που θα βεβαιωθεί με βάση την αρχική ή συμπληρωματική δήλωση κάθε έτους θα καταβληθεί σε σαράντα οκτώ κατά ανώτατο όριο ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου και η καθεμία από τις επόμενες την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των επόμενων μηνών.