ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΒΕΒΑΙΩΜΕΝΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ
Συνέπειες ακύρωσης ατομικής ειδοποίησης και πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης για λόγους αναγόμενους στον εν ευρεία εννοία νόμιμο τίτλο είσπραξης βεβαιωμένων εσόδων στο Δημόσιο, πριν και μετά την τελεσιδικία της σχετικής επί της ανακοπής απόφασης.

(Α.Υ.Ο. 1054635/3243/Α/0016/ΠΟΛ. 1140/17.4.2002)Σχετικά με το πιο πάνω θέμα, σας κοινοποιούμε την 370/2001 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., που έγινε αποδεκτή από τον Υφυπουργό Οικονομικών, για να λάβετε γνώση, σημειώνοντας και τα ακόλουθα:

Ως γνωστόν, με τις διατάξεις των παρ.8 έως 13 του άρθ.10 του ν.1160/ 81 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας 35426/Δ-Ε/1398/19.3.1982 Απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζονται οι συνέπειες που επέρχονται στην περίπτωση κατά την οποία απαγγέλλεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, στα πλαίσια άσκησης ανακοπής, ακυρότητα ατομικής ειδοποίησης ή πράξης της διοικητικής εκτέλεσης για λόγους αναγόμενους στον νόμιμο τίτλο (εν ευρεία εννοία) εσόδων του Δημοσίου ή τρίτων που εισπράττονται μέσω Δ.Ο.Υ. κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ.

Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τις προαναφερθείσες διατάξεις, θεσπίζεται κατ’ αρχάς, αναστολή της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς (επαναβεβαίωση (υπό ευρεία έννοια) των απαιτήσεων του (παρ. 8), προβλέπονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και ο χρόνος διαγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου ή άλλου προσώπου, τα έσοδα του οποίου εισπράττονται δια της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, καθορίζονται οι ενέργειές στις οποίες δύναται και οφείλει να προβεί η αρμόδια υπηρεσία για την επαναβεβαίωση των διαγραπτέων απαιτήσεων προς απόκτηση νομίμου τίτλου (παρ. 9), καθώς επίσης προσδιορίζεται ο χρόνος άσκησης της αξίωσης επιστροφής των καταβληθέντων ποσών (παρ.11 ).

Με την ανωτέρω γνωμοδότηση, η οποία εκδόθηκε κατόπιν υποβληθέντος ερωτήματος, εάν οι πιο πάνω διατάξεις εξακολουθούν να εφαρμόζονται και σε ποια έκταση, μετά την ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, έγιναν δεκτά τα εξής:

Α. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ Η ΠΡΑΞΕΩΝ ΔΙΟΙΚ. ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

1. Αναστολή παραγραφής δικαιώματος του Δημοσίου προς επαναβεβαίωση κατ’ άρθρο 87 παρ. 4 ν. 2362/95

Οι διατάξεις της παρ.8 του άρθρου 10 του ν.1160/81 (οι οποίες όριζαν ότι το δικαίωμα του Δημοσίου ή άλλου προσώπου, τα έσοδα του οποίου εισπράττοντο δια της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, προς (επανα)βεβαίωση (υπό ευρεία έννοια) των απαιτήσεων του, για τις οποίες απαγγέλθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, κατόπιν άσκησης ανακοπής, ακυρότητα της ατομικής ειδοποίησης ή πράξης της διοικητικής εκτέλεσης για λόγους αναγόμενους στο νόμιμο τίτλο δεν παραγράφεται προς της παρέλευσης έτους από της κοινοποίησης στον αρμόδιο Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. με δικαστικό επιμελητή της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης) καταργήθηκαν από και δια της ενάρξεως ισχύος του ν. 2362/95 “Περί Δημοσίου Λογιστικού ….) ήτοι από 1.1.1996, αντ’ αυτών δε ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 87 του ν. 2362/95.

Στην παρ.4 του άρθρου 87 του ν. 2362/95 ορίζεται ότι “Σε περίπτωση δικαστικής αμφισβητήσεως από οποιονδήποτε είτε του νομίμου τίτλου γενικά της απαιτήσεως του Δημοσίου είτε της νομιμότητας της βεβαιώσεως αυτής εν στενή εννοία είτε της για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητας πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως προς είσπραξη απαιτήσεως του Δημοσίου (διοικητικής εκτελέσεως), η προβλεπόμενη παραγραφή της απαιτήσεως του Δημοσίου προς βεβαίωση (εν ευρεία εννοία) ή προς είσπραξη της βεβαιωμένης απαιτήσεως του αναστέλλεται μέχρις της εκδόσεως επί της δικαστικής ταύτης διενέξεως τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως και δεν συμπληρώνεται αυτή, σε κάθε περίπτωση, προ της παρόδου έτους από της επιμελείας των αντιδίκων του Δημοσίου κοινοποιήσεως με δικαστικό επιμελητή στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας και τον Υπουργό Οικονομικών της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως. Το ως άνω αποτέλεσμα επάγεται και η αίτηση του Δημοσίου προς το δικαστήριο όπως επιτρέψει την προσωπική κράτηση του οφειλέτη του …….”.

Οι ανωτέρω διατάξεις, κατά το μέρος που θεσπίζουν αναστολή της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς (επανα)βεβαίωση (υπό ευρεία έννοια) των απαιτήσεων του, ρυθμίζουν επί νέας βάσεως το αυτό αντικείμενο, το οποίο ερύθμιζαν και οι διατάξεις της παρ.8 του άρθ.10 του ν.1160/81.

Ειδικότερα οι διατάξεις αυτές θεσπίζουν την κατά τα ανωτέρω αναστολή όχι μόνο σε περίπτωση δικαστικής αμφισβητήσεως, στα πλαίσια της ανακοπής, της ατομικής ειδοποίησης και των πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης, για λόγους αναγόμενους στο νόμιμο τίτλο, ως περιορίζοντο οι διατάξεις της παρ.8 του άρθρου 10 του ν. 1160/81, αλλά και σε περίπτωση δικαστικής αμφισβητήσεως, από οποιονδήποτε της νομιμότητας της υπό στενή έννοια βεβαίωσης, της εγκυρότητας των πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης για οποιονδήποτε λόγο και όχι μόνο για λόγους αναγόμενους στο νόμιμο τίτλο, ακόμα και αυτού τούτου του νόμιμου τίτλου, στα πλαίσια της προσφυγής ουσίας ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων.

Επίσης οι ανωτέρω διατάξεις διαφοροποιούνται ως προς το ότι για την έναρξη της ετήσιας προθεσμίας, απαιτούν την επίδοση της τελεσίδικης απόφασης με την επιμέλεια των αντιδίκων του Δημοσίου όχι μόνο στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., αλλά και στον Υπουργό των Οικονομικών, ενώ με τις διατάξεις της παρ.8 του άρθρου 10 του ν.1160/81 απαιτείτο επίδοση της δικαστικής απόφασης με δικαστικό επιμελητή, αλλά μόνο στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και όχι οπωσδήποτε με την επιμέλεια των αντιδίκων.

2. Διαγραφή – επαναβεβαίωση απαιτήσεων – Αξίωση επιστροφής καταβληθέντων, κατ’ άρθρο 10 παρ. 9-13 ν. 1160/81.

Οι διατάξεις των παρ.9 – 13 του άρθ. 10 του ν. 1160/81 (οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν, ως κατωτέρω κεφάλαιο Β), ορίζουν ότι σε περίπτωση απαγγελίας με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, στα πλαίσια της ανακοπής, ακυρότητας της ατομικής ειδοποίησης ή πράξης της διοικητικής εκτέλεσης, για λόγους αναγόμενους στο νόμιμο τίτλο, τα βεβαιωμένα στη Δ.Ο.Υ. έσοδα διαγράφονται από τη βεβαιούσα Αρχή βάσει της καθ’ οιονδήποτε τρόπο περιέλευσης σ’ αυτή της ανωτέρω δικαστικής απόφασης, οπότε προβαίνει στις κατά νόμο ενέργειες (κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην 35426/Δ-Ε/1398/1.9.3.82 Α.Υ.Ο.), προς απόκτηση νόμιμου τίτλου. Η επαναβεβαίωση δηλαδή χωρεί, χωρίς τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες του νόμιμου τίτλου, μετά επανάληψη της προβλεπόμενης διαδικασίας από της κριθείσας μη νομίμου πράξεως και εφεξής.

Επιπροσθέτως ορίζεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία έχει χωρίσει καταβολή της οφειλής ή μέρους αυτής, προ της διενέργειας της κατά τα ανωτέρω διαγραφής, η αξίωση επιστροφής των καταβληθέντων ασκείται μετά την απόκτηση νέου νόμιμου τίτλου βεβαίωσης.

Β. ΙΣΧΥΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΑΡ. 4 ΑΡΘΡΟΥ 87 Ν. 2362/95, ΠΑΡ. 9-13 ΑΡΘΡ. 10 Ν. 1160/81 ΚΑΙ ΑΥΟ 35426/Δ-Ε/1398/82 ΜΕΤΑ ΤΟΝ Κ.Δ.Δ. – ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥΣ.

Τόσο οι διατάξεις του άρθρου 87 παρ. 4 του ν. 2362/95, όσο και οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ.9 – 13 του ν.1160/81 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας υπ’ αρ.35426/Δ-Ε/1398/19.3.82 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, εξακολουθούν αναμφισβητήτως να ισχύουν για τις διαφορές οι οποίες και μετά το ν.1406/83 και τον Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/99) υπάγονται λόγω της φύσεως τους στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Οι ίδιες διατάξεις όμως εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τον Κ.Δ.Δ.

Η εφαρμογή όμως των διατάξεων του άρθρου 10 παρ.9 – 13 του ν. 1160/ 81 περιορίζεται μόνο στις διαφορές που αναφύονται κατά την συμφώνως προς τις διατάξεις του ΚΕΔΕ είσπραξη των δημοσίων εσόδων, οι οποίες επιλύονται κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά την ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 216-230 του Κ.Δ.Δ. Οι εν λόγω διατάξεις δεν είναι εφαρμοστέες σε περίπτωση ακύρωσης ή μεταρρύθμισης της πράξης που αποτελεί το νόμιμο τίτλο στα πλαίσια ασκήσεως προσφυγής ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 του ν. 820/78 και 3 παρ. 2 του ν. 2120/ 93, σύμφωνα με τις οποίες οι φόροι, δασμοί, πρόστιμα κλπ. που έχουν καταβληθεί επιστρέφονται ή συμψηφίζονται κατά το ποσό που δεν οφείλονται με βάση την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου, εκδιδομένης κατόπιν άσκησης προσφυγής. Επίσης οι επίμαχες διατάξεις δεν σχετίζονται με τις διαφορές που επιλύονται με την άσκηση αγωγής.

Ως προς την έκταση εφαρμογής της παρ.4 του άρθρου 87 του ν.2362/95 ισχύουν όσα αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Γ. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΔΙΟΙΚ. ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ.

Επιπροσθέτως γίνεται δεκτό ότι πριν καταστεί τελεσίδικη η εκδοθείσα, κατόπιν άσκησης ανακοπής, απόφαση, που ακυρώνει ατομική ειδοποίηση ή πράξεις της διοικητικής εκτέλεσης για λόγους αναγόμενους στο νόμιμο τίτλο, καίτοι το χρέος εξακολουθεί να παραμένει εγγεγραμμένο και ενόσω παραμένει, δεν θεωρείται υπάρχον με όλες τις συνέπειες (αδυναμία λήψεως μέτρων είσπραξης ή άσκησης ποινικής δίωξης, υποχρέωση χορήγησης πιστοποιητικού ενημερότητας κ.λπ.) ως έχει αντιμετωπιστεί το ζήτημα αυτό με την 261/99 γνωμ. Ν.Σ.Κ., που έχει γίνει αποδεκτή και κοινοποιήθηκε με το 1047310/2729-11/0016/16.9.1999 – ΠΟΛ 1186/99.

Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει, για τη διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου, κατά το χρονικό διάστημα, από της εκδόσεως της πρωτόδικης απόφασης και μέχρι την τελεσιδικία αυτής και την επαναβεβαίωση των απαιτήσεων του Δημοσίου βάσει νέου νομίμου τίτλου, εφόσον συντρέχει περίπτωση να εξετάζεται η τυχόν εφαρμογή των διατάξεων της παρ.3 του άρθρου 18 του ν. 2753/99 περί αρνήσεως χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας, μετά από γραπτή συναίνεση των Δ/νσεων Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων και Ελέγχου.

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Αριθμός γνωμοδοτήσεως 370/2001

Συνεδρίαση της 24ης Μαρτίου 2001

Αριθμός Ερωτήματος : 1032865/ 1903/0016/3 Απριλίου 2001 Υπουργείου Οικονομικών (Γενική Δνση Φορολογίας/Δνση 16η (Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων)/Τμήματα E΄-Β΄-A΄ – Γενική Δν/ση Φορολογικών Ελέγχων/Δνση Ελέγχου/Τμήμα Α΄).

Περίληψη Ερωτήματος: Εάν μετά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999) εξακολουθούν να ισχύουν (και σε ποια έκταση) οι διατάξεις του άρθρου 10(§§ 8-13) του ν. 1160/1981 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσης υπ’ αριθμ. 35426/Δ-Ε/1398/ 19-3-1982 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 153/8-4-1982. T.Β΄).

Επί του ανωτέρω ερωτήματος, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (τμήμα Β΄) εγνωμοδότησε ως ακολούθως :

Ι.1. Με τον ν. 2717/1999 “Kώδικας Διοικητικής Δικονομίας” (ΦΕΚ Α΄ 97/ 17-5-1999), ο οποίος, κατά το άρθρο δεύτερο αυτού, άρχισε να ισχύει από 17-7-1999, θεσπίσθηκε σύστημα δικονομικών διατάξεων διεπουσών την εκδίκαση όλων των διοικητικών διαφορών ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (άρθρα: 1-215), για ορισμένες δε κατηγορίες υποθέσεων καθιερώθηκαν ειδικές διαδικασίες και ορίσθηκαν οι αποκλίσεις που επιβάλλονται ως εκ του είδους και των ιδιαιτεροτήτων των δικαζομένων με κάθε μία εξ ‘αυτών υποθέσεων, ως επί παραδείγματι για τις εν προκειμένω ενδιαφέρουσες διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, οι οποίες δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 216-229, αναλόγως εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των γενικών διατάξεων των άρθρων 1-215 (άρθρο 230).

2. Ειδικότερα, κατ’ άρθρο 216 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας “στις, υπό τον ΠΡΩΤΟ ΤΙΤΛΟ, ρυθμίσεις του ΤΜΗΜΑΤΟΣ τούτου (σημ : άρθρα 216 έως και 230) υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά τη σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε. Δ.Ε.), είσπραξη δημοσίων εσόδων, εκτός αν τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου”. Εξ άλλου, κατ’ άρθρο μεν 217§1 “Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, δ) της έκθεσης πλειστηριασμού και ε) του πίνακα κατάταξης”, κατ’ άρθρο δε 225 “Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην-τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής”. Τέλος, κατ’ άρθρο 226, οι αποφάσεις που εκδίδονται επί της ανακοπής υπόκεινται στα ένδικα μέσα ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, κατά τα άρθρα 81-111, αναλόγως εφαρμοζόμενα, ως και σε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 53-57 του π.δ. 18/1989. Η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων και η άσκηση αυτών δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρα 88, 226§1 ΚΔΔ, 54 π.δ. 18/1989), πλην όμως, επί ενδίκων μέσων ασκηθέντων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, μπορεί να χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατόπιν αιτήσεως του ασκήσαντος τα ένδικα μέσα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 200 έως και 209, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως (88 εδ. β’, 226§1, 228 ΚΔΔ).

Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι, καίτοι κατ’ άρθρο 206 του ΚΔΔ, προς υποβολή αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως αποφάσεως κατά της οποίας “‘ ασκήθηκε ένδικα μέσα νομιμοποιείται ενεργητικώς οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εντούτοις δεν είναι νοητή και επομένως δεν είναι δυνατή η αναστολή εκτελέσεως αποφάσεως με την οποία ακυρώθηκε πράξη εκδοθείσα στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτελέσεως, Kατόπιν ασκήσεως ανακοπής, διότι στην περίπτωση αυτή θα επρόκειτο για αναβίωση της διοικητικής πράξεως που ακυρώθηκε.

ΙΙ. 1.α. Επειδή, στο άρθρο 10§§8-13 του ν.1160/1981 ορίζονται τα εξής : «8. Εν περιπτώσει απαγγελίας δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως της ακυρότητος ατομικής ειδοποιήσεως ή πράξεως διοικητικής εκτελέσεως, δια λόγους αναγομένους εις τον νόμιμον τίτλον, το δικαίωμα του Δημοσίου ή ετέρου προσώπου, ούτινος τα έσοδα εισπράττονται δια των Δημοσίων Ταμείων, προς έκδοσιν νέας ή κοινοποίησιν πράξεως προσδιορισμού της σχετικής φορολογικής υποχρεώσεως, εν τη αμέσω ή εμμέσω φορολογία, ή ετέρας οιασδήποτε υποχρεώσεως, εν ουδεμιά περιπτώσει θεωρείται ότι απεσβέσθη λόγω παραγραφής προ της παρελεύσεως έτους από της δια δικαστικού επιμελητού κοινοποιήσεως εις τον αρμόδιον Δημόσιον Ταμίαν της ως άνω τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως. 9. Επιφυλασσομένης της ισχύος της προηγουμένης παραγράφου, βεβαιωμένα έσοδα εις τα Δημόσια Ταμεία, περί ων η εν αυτή αναφερομένη ακύρωτης, διαγράφονται υπό της βεβαιωσάσης ταύτα Αρχής βάσει της καθ’ οιονδήποτε τρόπον περιελευσομένης εις ταύτην ως άνω τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, ότε προβαίνει αύτη εις τας κατά νόμον ενεργείας προς απόκτησιν νομίμου τίτλου. 10. (Περιέχει μεταβατική ρύθμιση). 11. Αξίωσις επιστροφής καταβληθέντος τμήματος ή όλου οφειλής προ της κατά τας παραγράφους 9 και 10 του παρόντος άρθρου διαγραφής ασκείται μετά την γένεσιν νέου νομίμου τίτλου βεβαιώσεως. 12. (Περιέχει μεταβατική ρύθμιση). 13. Δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται παν σχετικόν προς την εφαρμογήν των παραγράφων 8, 9, 10, 11 και12 του παρόντος άρθρου”.

β. Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας των ως άνω διατάξεων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 35426/Δ-Ε/1398/19-3-1982 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 153/8-4-1982, τ.Β΄), με θέμα «Ακύρωση νόμιμων τίτλων είσπραξης από τα Πολιτικά Δικαστήρια – Διαγραφή-επαναβεβαίωση των σχετικών χρεών”.

2. α. Με τις προπαρατεθείσες διατάξεις θεσπίζεται κατ’ αρχάς αναστολή της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς (επαναβεβαίωση (υπό ευρεία έννοια) των απαιτήσεών του (§8), προβλέπονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και ο χρόνος διαγραφής απαιτήσεως του Δημοσίου ή άλλου προσώπου τα έσοδα του οποίου εισπράττονται δια της αρμοδίας Δ.Ο.Υ. κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, ως και οι ενέργειες στις οποίες δύναται και οφείλει να προβεί η αρμόδια υπηρεσία για την επαναβεβαίωση των διαγραπτέων απαιτήσεων προς απόκτηση νομίμου τίτλου (§9), σε περίπτωση κατά την οποία απαγγέλθηκε, δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, ακυρότητα ατομικής ειδοποιήσεως ή πράξεως της διοικητικής εκτελέσεως για λόγους αναγομένους στον νόμιμο τίτλο. Εκ των εν λόγω διατάξεων προκύπτει ότι προϋπόθεση της διαγραφής και της επαναβεβαιώσεως αποτελεί η έκδοση τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, προφανώς ως παρέχουσα εχέγγυα ασφαλούς κρίσεως περί της ελλείψεως ή ακυρότητος του νομίμου τίτλου, υπό την έννοια ότι η διαγραφή ή και η επαναβεβαίωση δεν μπορούν να χωρίσουν προ ταύτης. Η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ολοκληρωθεί η απόκτηση του νομίμου τίτλου, είναι δεσμευτική για τη διοίκηση, υπό την έννοια ότι με την πάροδο αυτής παραγράφεται το δικαίωμα προς επαναβεβαίωση της απαιτήσεως, εκ τούτου όμως δεν έπεται ότι η αρμόδια υπηρεσία εμποδίζεται να προβεί στις δέουσες ενέργειες προς επαναβεβαίωση (και διαγραφή) της απαιτήσεως και προ της κοινοποιήσεως σ’ αυτήν της τελεσιδίκου αποφάσεως, η οποία (κοινοποίηση) απλώς αφετηριάζει την προθεσμία, χωρίς όμως να αποτελεί και προϋπόθεση της διαγραφής ή της επαναβεβαιώσεως. Συναφώς προς ταύτα, στις ίδιες διατάξεις ορίζεται ότι το δικαίωμα του Δημοσίου ή άλλου προσώπου, τα έσοδα του οποίου εισπράττονται δια της αρμοδίας Δ.Ο.Υ. κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, προς (επαναβεβαίωση (υπό ευρεία έννοια) των απαιτήσεών του, για τις οποίες απαγγέλθηκε η προαναφερθείσα ακυρότητα δεν παραγράφεται προ της παρελεύσεως έτους από της δια δικαστικού επιμελητού κοινoποιήσεως στον αρμόδιο Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, με την οποία απαγγέλθηκε η ακυρότητα. Έτσι, οι εν λόγω διατάξεις, προσδιόριζαν το ακρότατο χρονικό σημείο μέχρι του οποίου εξικνείτο το καθιερούμενο απαράγραπτο του δικαιώματος και, επομένως, κατελάμβαναν και τις απαιτήσεις για τις οποίες είχε χωρίσει η κατά τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις θεσπισμένη παραγραφή του δικαιώματος προς βεβαίωση υπό ευρεία έννοια (βλ. και ΔΕφΑθ 4638/ 1998, Ενημερωτικό Δελτίο ΝΣΚ, έτους 2000, τεύχος 3, σελ. 236). Επιπροσθέτως ορίζεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία είχε χωρίσει καταβολή της οφειλής ή μέρους αυτής προ της διενεργείας της προβλεπομένης στις ίδιες διατάξεις διαγραφής, η αξίωση επιστροφής των καταβληθέντων ασκείται μετά την απόκτηση νέου νομίμου τίτλου βεβαιώσεως και τούτο; προφανώς, προκειμένου να παρασχεθεί στο Δημόσιο η δυνατότητα συμψηφισμού. Η επαναβεβαίωση της απαιτήσεως, για την οποία διαπιστώθηκε δικαστικώς με τελεσίδικη απόφαση έλλειψη ή ακυρότητα του νομίμου τίτλου της, δεν παραβιάζει τις περί ενδίκων μέσων και δεδικασμένου διατάξεις, διότι η επαναβεβαίωση θα χωρίσει και πρέπει να χωρίσει χωρίς τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες του νομίμου τίτλου, μετ’ επανάληψη της προβλεπομένης διαδικασίας από της κριθείσης μη νομίμου πράξεως και εφεξής. Επί παραδείγματι, σε περίπτωση διαπιστώσεως, δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, ελλείψεως νομίμου τίτλου, διότι εκχώρησε ταμειακή βεβαίωση της απαιτήσεως παρά την μη οριστικοποίηση του τίτλου, εξαιτίας της μη επιδόσεως ή της μη εγκύρου επιδόσεως της πράξεως επιβολής του φόρου, η κατά της οποίας προσφυγή και η προθεσμία για την άσκησή της συνεπήγοντο, κατά νόμον, αναστολή εκτελέσεώς της, η αρμόδια υπηρεσία θα επαναλάβει τη διαδικασία, αρχίζοντας από την έγκυρη επίδοση της πράξεως επιβολής του φόρου.

β. Οι πιο πάνω διατάξεις, εκ των οποίων εκείνες της Α.Υ.Ο. δεν διακρίνονται ούτε για την νομοτεχνική αρτιότητά τους, ούτε για τη νοηματική τους ακρίβεια, ψηφίσθηκαν και άρχισαν να ισχύουν σε χρόνο κατά τον οποίο η δικαιοδοσία προς επίλυση των αναφυομένων εκ της εφαρμογής του ΚΕΔΕ διαφορών ανήκε στα πολιτικά δικαστήρια, δηλαδή προ της υπαγωγής των εν λόγω διαφορών στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με τον ν. 1406/1983. Επομένως, η εφαρμογή των διατάξεως αυτών περιορίζετο μόνο στις διαφορές που αναφύοντο κατά την συμφώνως προς τις διατάξεις του ΚΕΔΕ είσπραξη των δημοσίων εσόδων, οι οποίες επελύοντο κατόπιν ανακοπής ασκουμένης κατ’ άρθρο 73 του ΚΕΔΕ, γι’ αυτό άλλωστε γίνεται λόγος για διαγραφή και επαναβεβαίωση απαιτήσεων για τις οποίες απαγγέλθηκε ακυρότητα ατομικής ειδοποιήσεως ή πράξεως της διοικητικής εκτελέσεως για λόγους αναγομένους στον νόμιμο τίτλο, όχι δε και σε περίπτωση ακυρώσεως ή μεταρρυθμίσεως αυτού τούτου του νομίμου τίτλου κατόπιν ασκήσεως προσφυγής ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Σημειωτέον δ’ ότι, ως έγινε δεκτόν δι’ άλλων γνωμοδοτήσεων του ΝΣΚ [193/1989, 830/ 1992 (Ολ), 261/1999, 434/1997, 776/1996 (Ολ), 403/1999(Ολ)], οι επίμαχες διατάξεις δεν ερρύθμιζαν το ζήτημα της αναστολής ή μη της εκτελεστότητος της οριστικής αποφάσεως, με την οποία απαγγέλλεται ακυρότητα της ατομικής ειδοποιήσεως ή άλλων πράξεων της διαδικασίας της διοικητικής εκτελέσεως για λόγους αναγομένους στον νόμιμο τίτλο, αφού τούτο ερρυθμίζετο, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις του ΚΠολΔ (937§1, σε συνδυασμό και προς το άρθρο 89 ΚΕΔΕ), οι δε διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 1715/1951, όπως ισχύουν μετά την προσθήκη που έγινε σ’ αυτό με το άρθρο 41§11 του ν. 2065/1992, δεν εφαρμόζονται επί των υποθέσεων του ΚΕΔΕ.

γ. Υπό τα δεδομένα ταύτα, οι ως άνω διατάξεις δεν ήταν εφαρμοστέες σε περίπτωση ακυρώσεως ή μεταρρυθμίσεως της πράξεως που αποτελεί τον νόμιμο τίτλο στα πλαίσια προσφυγής ουσίας ασκηθείσης ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Επομένως, οι διατάξεις των άρθρων 1 του ν. 820/1978 και 3§2 του ν. 2120/1993, σύμφωνα με τις οποίες οι φόροι, δασμοί, πρόστιμα κλπ που έχουν καταβληθεί επιστρέφονται ή συμψηφίζονται κατά το ποσό που δεν οφείλονται με βάση την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου, δεν έχουν εφαρμογή επί των διαφορών που αναφύονται κατά την συμφώνως προς τις διατάξεις του ΚΕΔΕ είσπραξη των δημοσίων εσόδων και επιλύονται με την άσκηση ανακοπής, αλλά επί των διαφορών ουσίας που επιλύονται στα πλαίσια προσφυγής ουσίας, ως απόφαση δε του διοικητικού δικαστηρίου με βάση την οποία δεν οφείλονται νοείται, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, η εκδιδομένη επί της ουσίας της υποθέσεως κατόπιν ασκήσεως προσφυγής.

Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της ακυρώσεως ή μεταρρυθμίσεως της πράξεως που αποτελεί τον νόμιμο τίτλο στα πλαίσια ασκήσεως προσφυγής ουσίας, η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων, καθώς και η άσκησή τους δεν αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως, η οποία είναι άμεσα εκτελεστή. Ενδεχομένως δ’ εφόσον η ακύρωση της πράξεως εχώρησε για τυπικό λόγο δεν αποκλείεται η έκδοση νέας πράξεως απηλλαγμένης από τις διαπιστωθείσες τυπικές πλημμέλειες της ακυρωθείσης, ακόμα και αν έχει ασκηθεί και εκκρεμεί έφεση ή αναίρεση του Δημοσίου (βλ. ΣτΕ 52, 2683/1982, ΓνωμΝΣΚ 167/1993, 405/1978 κ.ά.).

ΙΙΙ. 1. Από της άλλης όμως πλευράς, στο άρθρ-9 87§4 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού…..» (ΦΕΚ Α’ 247) ορίζεται ότι “Σε περίπτωση δικαστικής αμφισβητήσεως από οποιονδήποτε είτε του νομίμου τίτλου γενικά της απαιτήσεως του Δημοσίου είτε της νομιμότητας της βεβαιώσεως αυτής εν στενή εννοία είτε της για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητας πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως προς είσπραξη απαιτήσεως του Δημοσίου (διοικητικής εκτελέσεως), η προβλεπόμενη παραγραφή της απαιτήσεως του Δημοσίου προς βεβαίωση (εν ευρεία εννοία) ή προς είσπραξη της βεβαιωμένης απαιτήσεώς του αναστέλλεται μέχρις της εκδόσεως επί της δικαστικής ταύτης διενέξεως τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως και δεν συμπληρώνεται αυτή, σε κάθε περίπτωση, προ της παρόδου έτους από της επιμελείας των αντιδίκων του Δημοσίου κοινοποιήσεως με δικαστικό επιμελητή στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας και τον Υπουργό Οικονομικών της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως. Το ως άνω αποτέλεσμα επάγεται και η αίτηση του Δημοσίου προς το δικαστήριο όπως επιτρέψει την προσωπική κράτηση του οφειλέτη του…..”.

2. Με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, εκτός της, μη ενδιαφερούσης εν προκειμένω, αναστολής της παραγραφής βεβαιωμένων υπό στενή έννοια απαιτήσεων, θεσπίζεται αναστολή της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς (επαναβεβαίωση (υπό ευρεία έννοια) των απαιτήσεών του, για τις οποίες αμφισβητήθηκε δικαστικώς από οποιονδήποτε είτε ο νόμιμος τίτλος γενικά της απαιτήσεως του Δημοσίου, είτε η νομιμότητα της υπό στενή έννοια βεβαιώσεως αυτής, είτε η για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητα πράξεως της διοικητικής εκτελέσεως προς είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου. Η αναστολή αυτή διαρκεί μέχρι και τη συμπλήρωση έτους από την επιμελείας των αντιδίκων του Δημοσίου κοινοποιήσεως με δικαστικό επιμελητή στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας και τον Υπουργό Οικονομικών της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως. Είναι προφανές ότι οι ως άνω διατάξεις, κατά το μέρος που θεσπίζουν αναστολή της παραγραφής του δικαιώματος του δημοσίου προς (επαναβεβαίωση (υπό ευρεία έννοια) των απαιτήσεών του, ρυθμίζουν επί νέας βάσεως το αυτό αντικείμενο, το οποίο ερρύθμιζαν και οι διατάξεις του άρθρου 10 § 8 του ν. 1160/1981. Ειδικότερα οι διατάξεις του άρθρου 87§4 του ν. 2362/1995 είναι αφενός μεν λεπτομερέστερες και ευρύτερες ως προς την παράθεση λόγων που συνεπάγονται την αναστολή της παραγραφής του δικαιώματος του δημοσίου, αφετέρου δε ευρύτερες κατά περιεχόμενο έναντι των διατάξεων του άρθρου 1 0§8 του ν. 1160/1981, διότι, ως εξ αυτών προκύπτει, θεσπίζουν την προμνησθείσα αναστολή όχι μόνο σε περίπτωση δικαστικής αμφισβητήσεως της ατομικής ειδοποιήσεως και των πράξεων της διοικητικής εκτελέσεως για λόγους αναγομένους στο νόμιμο τίτλο, ως περιορίζοντο οι διατάξεις του άρθρου 10 § 8 του ν. 1160/1981, αλλά και σε περίπτωση δικαστικής αμφισβητήσεως από οποιονδήποτε της νομιμότητας της υπό στενή έννοια βεβαιώσεως, της εγκυρότητας των πράξεων της διοικητικής εκτελέσεως για οποιονδήποτε λόγο και όχι μόνο για λόγους αναγομένους στον νόμιμο τίτλο, ακόμα και αυτού τούτου του νομίμου τίτλου, ως τοιαύτης (αμφισβητήσεως) προφανώς νοουμένης της γενομένης στα πλαίσια της προσφυγής ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ οι διατάξεις του άρθρου 10 § 8 του ν. 1160/1981 δεν αναφέρουν την περίπτωση αυτή. Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 87§4 του ν. 2362/1995 διαφοροποιούνται έναντι εκείνων του άρθρου 10 § 8 του ν. 1160/ 1981 ως προς το ό,τι, για την έναρξη της ετήσιας προθεσμίας, απαιτούν την επίδοση της τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως με την επιμέλεια των αντιδίκων του Δημοσίου όχι μόνο στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. αλλά και στον Υπουργό των Οικονομικών, ενώ οι διατάξεις του άρθρου 10§8 του ν. 1160/ 1981 απαιτούν μεν την επίδοση της αποφάσεως με δικαστικό επιμελητή, αλλά μόνο στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και όχι οπωσδήποτε με την επιμέλεια των αντιδίκων.

Ενόψει τούτου και δεδομένου ότι στο άρθρο 113 εδ. α΄ του ν. 2362/1995 ορίζεται ότι “από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται ………..κάθε διάταξη που αντιτίθεται στον παρόντα νόμο ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν”, πρέπει να γίνει δεκτόν ότι, εκ των διατάξεων των παραγράφων 8 έως και 13 του άρθρου 10 του ν. 1160/1981, εκείνες της παραγράφου 8 καταργήθηκαν από και δια της ενάρξεως ισχύος του ν. 2362/1995, άντ’ αυτών δε ισχύουν οι νεότερες και ρυθμίζουσες το αυτό αντικείμενο διατάξεις του άρθρου 87§4 του ν. 2362/1995.

3. Περαιτέρω, τόσο οι διατάξεις του άρθρου 87§4 του ν. 2362/1995, όσο και οι διατάξεις του άρθρου 10 §§ 9-13 του ν. 1160/1981 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσης υπ’ αριθμ. 35426/Δ-ΕΙ1398/19-3-1982 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 153/8-4-1982, τ. Β΄), εξακολουθούν αναμφισβητήτως να ισχύουν για τις διαφορές, οι οποίες και μετά τον ν. 1406/ 1983 και τον ΚΔΔ (ν. 2717/1999), υπάγονται, λόγω της φύσεώς των , στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Οι ίδιες διατάξεις, όμως, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τον ΚΔΔ, διότι αφενός μεν δεν καταργήθηκαν ρητώς από τον Κώδικα αυτόν, αφετέρου δε ρυθμίζουν ειδικά θέματα μη ρυθμιζόμενα από τις διατάξεις του ίδιου Κώδικα και, επομένως, δεν δύνανται να θεωρηθούν ως καταργηθείσες κατ’ άρθρο 285 § 1 αυτού, σύμφωνα με το οποίο “από την έναρξη ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέματα ρυθμιζόμενα από αυτόν”.

Από της άλλης όμως πλευράς, δέον να γίνει δεκτόν ότι η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 §§ 9-13 του ν. 1160/1981, περιορίζεται μόνον στις διαφορές που αναφύονται κατά την συμφώνως προς τις διατάξεις του ΚΕΔΕ είσπραξη των δημοσίων εσόδων, οι οποίες επιλύονται, κατόπιv ασκήσεως ανακοπής, κατά την ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 216-230 του ΚΔΔ. Επομένως, οι επίμαχες διατάξεις δεν είναι εφαρμοστέες σε περίπτωση ακυρώσεως ή μεταρρυθμίσεως της πράξεως που αποτελεί τον νόμιμο τίτλο στα πλαίσια ασκήσεως προσφυγής ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για την οποία ισχύουν όσα ήδη εκτέθηκαν (§ ΙΙ.2. γ), και, πολύ περισσότερο, δεν σχετίζονται με τις διαφορές που επιλύονται με την άσκηση αγωγής. Τούτο διότι, οι εν λόγω διατάξεις ανεφέροντο στις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και το χρόνο διαγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου και στις ενέργειες στις οποίες μπορούσε και όφειλε να προβεί η αρμόδια υπηρεσία για την επαναβεβαίωση των διαγραπτέων απαιτήσεων προς απόκτηση νομίμου τίτλου, σε περίπτωση κατά την οποία απαγγέλθηκε, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής, ακυρότητα ατομικής ειδοποιήσεως ή πράξεως της διοικητικής εκτελέσεως για λόγους αναγομένους στον νόμιμο τίτλο, όχι δε και σε περίπτωση ακυρώσεως ή μεταρρυθμίσεως αυτού τούτου του νομίμου τίτλου κατόπιν ασκήσεως προσφυγής ουσίας. Η τελευταία αυτή περίπτωση περιελήφθη στη νεότερη διάταξη του άρθρου 87 § 4 του ν. 2362/1995 ως επιπρόσθετος λόγος αναστολής της παραγραφής του δικαιώματος προς βεβαίωση των απαιτήσεών του υπό ευρεία έννοια, ο οποίος δεν περιελαμβάνετο στη διάταξη του άρθρου 10 § 8 του ν. 1160/1981 και όχι προκειμένου να καταστούν εφαρμοστέες οι διατάξεις του άρθρου10 §§ 9-13 του ν. 1160/1981 και σε περίπτωση ακυρώσεως ή μεταρρυθμίσεως αυτού τούτου του νομίμου τίτλου κατόπιν ασκήσεως προσφυγής ουσίας. Δηλαδή, αντί της διατάξεως του άρθρου 10§8 του ν. 1160/1981 ισχύουν πλέον οι διατάξεις του άρθρου 87 § 4 του ν. 2362/ 1995 και κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 10 §§ 9-13 του ν. 1160/1981, με μόνη διαφορά ότι οι τελευταίες εφαρμόζονται μόνον στις διαφορές που αναφύονται κατά την συμφώνως προς τις διατάξεις του ΚΕΔΕ είσπραξη των δημοσίων εσόδων, οι οποίες επιλύονται, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής, κατά την ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 216-230 του ΚΔΔ και όχι σε περίπτωση ακυρώσεως ή μεταρρυθμίσεως της πράξεως που αποτελεί τον νόμιμο τίτλο στα πλαίσια ασκήσεως προσφυγής ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

IV. Επί τη βάσει των ανωτέρω η ερωτώσα υπηρεσία μπορεί να αποφανθεί και να ενεργήσει αναλόγως και επί των αναφερομένων στο έγγραφο του ερωτήματος συγκεκριμένων περιπτώσεων που την απασχολούν, για τις οποίες σημειώνεται ότι έχουν μεν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 10 §§ 9-13 του ν. 1160/1981 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσης υπ’ αριθμ. 35426/Δ-Ε/1398/19-3-1982 (ΦΕΚ 153/8-4-1982, τ. Β’) αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, σε συνδυασμό με το άρθρο 87§4 του ν. 2362/ 1995, πλην, όμως, επί του παρόντος, δεν συντρέχει η προϋπόθεση της τελεσιδικίας των εκδοθεισών αποφάσεων. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι ναι μεν η διαγραφή του χρέους από τα οικεία βιβλία και κατά την προβλεπομένη υπό των κειμένων διατάξεων διαδικασία προϋποθέτει τελεσιδικία της αποφάσεως, πλην όμως, καίτοι το χρέος εξακολουθεί να παραμένει εγγεγραμμένο και ενόσω παραμένει, δεν θεωρείται υπάρχον, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες (αδυναμία λήψεως μέτρων εισπράξεως ή ασκήσεως ποινικής διώξεως, υποχρέωση χορηγήσεως πιστοποιητικού ενημερότητας κ.λ.π. – βλ. και ΓνωμΝΣΚ 261/1999, στην οποία το εν λόγω ζήτημα αντιμετωπίζεται αναλυτικώς).

V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, στο τιθέμενο ερώτημα αρμόζει η ως άνω αναλυτικώς διδομένη απάντηση.