ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΧΡΟΝΟΥ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣΑΞΙΩΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

(Α.Υ.Ο. 1096766/4861-21/0016/ΠΟΛ. 1005/10.1.2003)Σας κοινοποιούμε την αριθμ. 656/ 2002 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., η οποία αποδεκτή από τον κ. Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, για ενημέρωση ανάλογη εφαρμογή.Με την ως άνω γνωμοδότηση έγιναν δεκτά τα εξής:Η αξίωση επιστροφής καταβληθεισών ασφαλιστικών εισφορών, προσμέτρηση χρόνου προϋπηρεσίας που έχει χαρακτήρα αχρεωστήτου, υπό στην τριετή παραγραφή, ως χρόνος δε έναρξης παραγραφής αυτής ορίζεται ημερομηνία ανάκλησης της αναγνωριστικής πράξης ή απόφασης του χρόνου προϋπηρεσίας.Γενικότερα, σε ότι αφορά τις απαιτήσεις κατά του Δημοσίου, οι οποίες “αρχήθεν” αχρεωστήτως καταβληθείσες, προβλέπεται τριετής χρόνος παραγραφής από της καταβολής αυτών, (εδαφ. α της παρ. 2 άρθρο 90 ν. 2362/95), ενώ στην περίπτωση, κατά την οποία η καταβολή είναι κατ αρχήν νόμιμη, αλλά εκ των υστέρων προκύπτει λόγος αξίωσης, η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο “επελεύσεως του επιγενόμενου λόγου”.Ακολουθεί η 656/2002 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. ως έχει.

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΤΜΗΜΑ Β

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 656/2002

Συνεδρίαση της 28ης Νοεμβρίου 2002

Αριθμός Ερωτήματος: 1109347/ 6469-21/0016/10.10.2002 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, Γενικής Δ/νσης Φορολογίας, Δ/νσης 16ης (Εισπρ. Δημ. Εσόδων), Τμ. Α .Περίληψη Ερωτήματος: 1. Εάν η αξίωση για επιστροφή εισφοράς, καταβληθείσης από υπάλληλο στο Δημόσιο λόγω αναγνωρίσεως, με πράξη του Γ.Λ.Κ., του χρόνου απασχολήσεώς της στον ιδιωτικό τομέα ως συνταξίμου χρόνου, έχει, μετά την ανάκληση της πράξεως αυτής, τον χαρακτήρα αξιώσεως επιστροφής λόγω αχρεωστήτου καταβολής και, ως εκ τούτου, υπάγεται στην τριετή παραγραφή της παρ. 2 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, ή, μη έχουσα τοιούτο χαρακτήρα, υπάγεται στην διετή παραγραφή της παρ. 3 του αυτού άρθρου του ιδίου νόμου, ή στη γενική πενταετή παραγραφή της παρ. 1 τούτου.2. Χρόνος ενάρξεως της παραγραφής της ως άνω αξιώσεως.Επί του ανωτέρω ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμ. Β ) γνωμοδότησε ομοφώνως ως εξής : Ι. Από το αριθμ. 1109347/6469-21/ 0016/10.10.2002 έγγραφο της ερωτώσας Υπηρεσίας και τα συνοδεύοντα αυτό σχετικά προκύπτει το ακόλουθο ιστορικό :Με την υπ αριθμ. 2050/3.2.1989 πράξη της 1ης Δ/νσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατόπιν της από 30.3.1987 αιτήσεως της εκπαιδευτικού (ΤΕΙ Αθηνών), αναγνωρίσθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1405/ 1983, ως συντάξιμος χρόνος αυτής, ο χρόνος απασχολήσεώς της στον ιδιωτικό τομέα (I.Κ.Α.) και ορίστηκε το ποσό της σε βάρος της συμπληρωματικής εισφοράς, στο οποίο αναφέρεται το υπό κρίση ερώτημα, σε δρχ. 231.010 ισόποσο ευρώ 677,95. Το ποσό αυτό εξοφλήθηκε με μηνιαίες δόσεις παρακρατηθείσες από το μισθό της από το μήνα Μάϊο του έτους 1989 έως και τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1996.

Με την υπ αριθμ. 3959/1.3.2001 πράξη της 42ης Δ/νσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατόπιν της από 19.12.2000 αιτήσεως της ως άνω υπαλλήλου, γενομένου δεκτού, κατ επίκληση της υπ αριθ. 1514/1987 αποφάσεως του Ελ. Συνεδρίου, ότι αυτή δικαιούται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 68 του π.δ. 1041/1979, να παραιτηθεί της ως άνω αναγνωρισθείσης υπηρεσίας της ως συντάξιμης, η προαναφερθείσα υπ αριθ. 2050/1989 πράξη ανακλήθηκε ως προς όλα αυτής τα μέρη.

Κατόπιν της ανακλήσεως αυτής η ανωτέρω υπάλληλος με την από 8.11.2001 αίτησή της, ζήτησε να της επιστραφεί το καταβληθέν στο Δημόσιο, δυνάμει της ανακληθείσης πράξεως, ποσό των 231:010 δρχ. ισόποσο ευρώ 677,95.

Ενόψει του ιστορικού τούτου η ερωτώσα Υπηρεσία επικαλούμενη τις διατάξεις των παρ. 1, 2, και 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 και τις διατάξεις του άρθρου 91 του ιδίου νόμου, με την επιφύλαξη ότι η αιτούμενη επιστροφή δεν απαγορεύεται από ειδική διάταξη νόμου, ερωτά «α) βάσει ποιών από τις προαναφερθείσες διατάξεις υπόκειται σε παραγραφή η ως άνω απαίτηση κατά του Δημοσίου και β) Ποιο είναι το ακριβές χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής ο χρόνος της καταβολής ή ο χρόνος δημιουργίας του λόγου της αχρεωστήτου καταβολής, έστω και εάν έχει δημιουργηθεί μετά την πενταετία από της καταβολής”.ΙΙ. Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.1405/1983 «επέκταση της διαδοχικής ασφάλισης στους εργαζομένους που μετακινούνται από τον ιδιωτικό τομέα στο Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και αντίστροφα και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 180), στο τέλος των άρθρων 12 και 37 του α.ν. 1854/1951 (ΦΕΚ Α 182), όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα και ήδη ισχύουν (άρθρο 12 και 37 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων π.δ. 1041/1979 ΦΕΚ Α 292 ήδη π.δ. 166/2000 ΦΕΚ Α 153) προστέθηκαν οι παράγραφοι 10 και 8 αντιστοίχως, με τις οποίες ορίζονται, εκτός των άλλων, τα εξής: “Επίσης υπολογίζεται ως συντάξιμος, ύστερα από συμπληρωματική εισφορά και προσμετρείται στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία του υπαλλήλου, ο χρόνος της προηγούμενης απασχόλησής του σε τομείς έξω από το δημόσιο, τους Ο.Τ.Α και τα άλλα ν.π.δ.δ., για τον οποίο ήταν ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης…. Η αναγνώριση του παραπάνω χρόνου μπορεί να γίνει είτε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του υπαλλήλου είτε μετά την έξοδό του από αυτήν, ύστερα από αίτησή του. Η αναγνώριση γίνεται με Πράξη της αρμόδιας διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κρά-τους, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 66 του παρόντος, βάσει πιστοποιητικού του οικείου ασφαλιστικού φορέα που εκδίδεται από τα στοιχεία που τηρεί ….. Με την πράξη αυτή που υπόκειται στα ένδικα μέσα που προβλέπονται από το ίδιο άρθρο, καθορίζεται και το ποσό της συμπληρωματικής εισφοράς. Η συμπληρωματική εισφορά καταβάλλεται στο δημόσιο είτε κατά τη διάρκεια του χρόνου που υπηρετεί ο υπάλληλος είτε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία και καθορίζεται σε ποσοστό 7% επί των μηνιαίων συνταξίμων αποδοχών του (βασικός μισθός, επίδομα χρόνου υπηρεσίας και επίδομα ευδόκιμης παραμονής όπου καταβάλλεται), εφόσον πρόκειται για εν ενεργεία υπάλληλο, ή των αποδοχών βάσει των οποίων κανονίστηκε η σύνταξή του, εφόσον πρόκειται για συνταξιούχο, όπως οι αποδοχές αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης αναγνώρισης του παραπάνω χρόνου και για χρονικό διάστημα ίσο με τον αναγνωριζόμενο χρόνο. Το ποσό της εισφοράς μπορεί να εξοφληθεί με επιλογή ενδιαφερομένου είτε εφάπαξ, είτε με μηνιαίες δόσεις, που παρακρατούνται από τις αποδοχές ή τη σύνταξη του και των οποίων ο αριθμός δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του αριθμού των μηνών που αναγνωρίζονται. Αν η αναγνώριση γίνει μετά τη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου, το ποσό των μηνιαίων κρατήσεων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τα 3/4 της αύξησης της σύνταξης που θα προκύψει. Στην περίπτωση αυτή ο αριθμός των μηνών, κατά τους οποίους θα γίνει η κράτηση από τη σύνταξη, επιμηκύνεται ανάλογα”.Από τις ανωτέρω διατάξεις, όπως έχουν ερμηνευθεί, και ιδίως από τον προδήλως ευεργετικό για τους εργαζόμενους σκοπό τους προκύπτει ότι η θεσπισθείσα μ αυτές δυνατότητα προσμετρήσεως στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία των υπαλλήλων και της προηγούμενης απασχολήσεώς τους, σε τομείς έξω από το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα άλλα Ν.Π.Δ.Δ., υπό τις στο νόμο αναφερόμενες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η καταβολή για την αναγνώριση από αυτούς συμπληρωματικής εισφοράς, έχει τεθεί αποκλειστικώς υπέρ των υπαλλήλων για την οικονομική ενίσχυσή τους με τη σκοπούμε στη βελτίωση των συνταξιοδοτικών τους παροχών, και ως εκ τούτου στερούνται υποχρεωτικότητας, δικαιουμένων τούτων να επικαλεσθούν και να ζητήσουν την εφαρμογή τους, μόνο εάν το επιθυμούν. Συνεπώς η εφαρμογή της ως άνω ρυθμίσεως, κατ αντίθεση προς την υποχρεωτική ασφάλιση, εναπόκειται στη βούληση αυτών, περίπτωση δε εξαναγκασμού τους να υπαχθούν στις ως άνω περί διαδοχικής ασφαλίσεως διατάξεις δεν υφίσταται (ιδ. σχ. Κ.Κρεμαλή Δίκαιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων σελ. 232 επ, Εγκ. ΙΚΑ 6/84 και 30/84 ΕΔKA 1984 σελ. 194 και 270, Α. Πετρόγλου Δίκαιο Κοινωνικής Ασφαλίσεως σελ. 122,139, 151, 155, 557, επ. 567, Φ. Χατζηδημητρίου Γ. Ψηλού Ασφαλιστική Νομοθεσία έκδοση 1985 παρ. 11ο σελ. 245 επ. έκδοση 1991 παρ. 132 σελ. 334, συναφώς ΣτΕ 3352/1986 ΕΔΚΑ ΚΗ (1986) σελ. 740, 1127/1989 ΕΔΚΑ ΛΒ (1990) σελ. 19, 2803/1990 ΕΔΚΑ ΛΒ (1990)σελ. 32, Ν.Σ.Κ. 127/1994). Εχει επίσης κριθεί ότι, από τη διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων δεν αποκλείεται η ευχέρεια των λαμβανομένων σ αυτήν υπαλλήλων να ζητούν (με νέα αίτησή τους προς το αυτό συνταξιοδοτικό όργανο) τη μείωση, δια εκδόσεως νέας αναγνωριστικής πράξεως του αναγνωρισθέντος χρόνου υπηρεσίας τους στον ιδιωτικό τομέα, κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, ως συντάξιμο, εφόσον με την προσμέτρησή του δεν προορίζονται, κατά την κρίση τους, ανάλογα συνταξιοδοτικά ωφελήματα (ad. Hoc Ελ. Συν. 1514/1987 11 Τμ.), ή ακόμα και την ανάκληση της εκδοθείσης αναγνωριστικής πράξεως, στην περίπτωση που μεταγενέστερα, δεν επιθυμούν την αναγνώριση ως συνταξίμου του χρόνου τούτου. Η ανωτέρω δε αίτηση ανακλήσεως της εκδοθείσης, κατά τις διατάξεις του ν. 1405/ 1983, αναγνωριστικής πράξεως, δεν αποτελεί παραίτηση από συνταξιοδοτικό δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 του π.δ. 1041/1979 (ήδη π.δ. 166/2000) με συνέπεια να μην μπορεί να ανακληθεί, γιατί το θεσπιζόμενο από τη διάταξη αυτή αμετάκλητο της παραιτήσεως από το συνταξιοδοτικό δικαίωμα αναφέρεται μόνο σε παραίτηση από το καθόλου συνταξιοδοτικό δικαίωμα ενός προσώπου και όχι σε παραίτηση από τα επί μέρους στοιχεία που προσδιορίζουν την έκταση του δικαιώματος αυτού (11. Τμημ. Ελ. Συν. 1514/1987, 1015/1988, 473/1994, 454/95, κ.α., άλλως Α. Πετρόγλου ο.π. σελ. 573).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατ εφαρμογή των γενικών αρχών περί της ισχύος των ατομικών διοικητικών πράξεων, η ατομική διοικητική πράξη, από της ενάρξεως της ισχύος της έως της ακυρώσεώς της με απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου ή της καταργήσεώς της ή της ανακλήσεώς της από την εκδόσασα αυτή αρχή ή την ιεραρχικώς προϊσταμένη ή της παύσεως της ισχύος της, κατά οποιοδήποτε τρόπο, παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της, ανεξάρτητα από το αν τυχόν έχει νομική πλημμέλεια. Ως εκ τούτου ο κανόνας δικαίου που θεσπίζει επιφέρει αμέσως από της ισχύος του την σκοπούμενη μεταβολή της νομικής καταστάσεως, ιδρύοντας, τροποποιώντας ή καταργώντας αρμοδιότητες , δικαιώματα και υποχρεώσεις, ο δε διοικούμενος ή το διοικητικό όργανο δεν μπορεί να θεωρήσει την πράξη ως άκυρη ή ανίσχυρη πριν από την ανάκληση ή την ακύρωση ή την κατάργησή της (Ε. Σπηλιωτόπουλου Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου έκδοση 2000 σελ. 116 όπου και παραπομπές σε ΣτΕ 2711/ 1983, 3564/1984, 2287/1988. 1544/ 1992, 560/1986, Δ. Κόρσου Διοικητικό Δίκαιο σελ. 414, 423, Α. Τάχου Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο σελ. 348, Μ. Στασινόπουλου Δίκαιον Διοικ. Πράξεων 1951 σελ. 368 επ.).Επίσης, κατ εφαρμογή των γενικών αρχών περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων (ως προς την ανάκληση συνταξιοδοτικών αποφάσεων σύμφωνα με την εν λόγω αρχή ιδ. ΣτΕ 2218/ 1997 ΔΙΔΙκ (1998) σελ. 106, ΣτΕ 984/ 1998 ΔΙΔΙκ 10 (1998) σελ. 947) η Διοίκηση, λειτουργούσα μέσα στα πλαίσια του Κράτους Δικαίου σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, στοιχείο της οποίας αποτελεί το δημόσιο συμφέρον (Δ. Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου. Το Δημόσιο συμφέρον και η ανάκλησις των διοικητικών πράξεων, Τιμητικός Τόμος ΣτΕ σελ. 362), αλλά και με βάση τις αρχές της καλής πίστεως και της προστατευομένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου δεν δύναται να ανακαλεί τις νόμιμες ατομικές διοικητικές πράξεις από τις οποίες οι διοικούμενοι απέκτησαν δικαιώματα. Κατ εξαίρεση της αρχής αυτής επιτρέπεται η ανάκληση των εν λόγω πράξεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 1974/1974, 2190/1978, 1061/1982, 3932/1988), ανεξάρτητα από το αν έχει παρέλθει μακρύ χρονικό διάστημα από την έκδοσή τους (ΣτΕ 2708/1977), αν ο διοικούμενος συμφωνεί παραιτούμενος και των σχετικών υπέρ αυτού ωφελημάτων (ΑΠ 51/1968 ΝοΒ 168 σελ. 471), ή αν δεν συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις, βάσει των οποίων εκδόθηκε η πράξη (ΣτΕ 1572/ 1983), ή αν πέρασε άπρακτη η προθεσμία που έθετε η πράξη στον διοικούμενο για ορισμένη ενέργεια (ΣτΕ 1123/1988), ή εφόσον η ανάκληση δικαιολογείται, από νεότερη έρευνα που προκλήθηκε κατόπιν υποβολής νεώτερων στοιχείων [(Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Ναυπλίου 58/1989 ΔΙΔΙκ 2 (1990) σελ. 1079 με παραπομπές σε ΣτΕ 1355 1955, 98/1956) – (περί της ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων ιδ. και Ε. Σπηλιωτόπουλου ό.π. σελ. 187 επ., Δ. Kόρσoυ ο.π. σελ. 204 επ., 413 επ., Α. Τάχου ο.π. σελ. 363 επ., Μ. Στασινόπουλου ο.π. σελ. 368 επ.)].Κατά κανόνα, η ως άνω ανάκληση ενεργεί από την ημερομηνία εκδόσεως τη) ανακλητικής πράξεως για τον εφεξής χρόνο και δεν ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεως της ανακαλούμενης ατομικής πράξεως. (Ε. Σπηλιωτόπουλου ο.π. σελ. 194, Δ. Κόρσου ο.π. σελ. 422, Α. Τάχου ο.π. σελ. 347, Μ. Στασινόπουλου ο.π. σελ. 469 επ.). Είναι όμως δυνατόν να αναγνωρισθεί στην εκδιδόμενη. ανακλητική πράξη χρονική ισχύς αρχόμενη όχι από της εκδόσεως αυτής αλλά ανατρέχουσα μέχρι της εκδόσεως της ανακαλούμενης πράξεως ή μέχρι του χρονικού σημείου κατά το οποίο επήλθαν τα πραγματικά ή νομικά εκείνα γεγονότα, τα οποία κατέστησαν την ανακαλούμενη ήδη πράξη αντίθετη προς τις απαιτήσεις του νόμου (Μ.Στασινόπουλου ο.π. σελ. 470).IV. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, οι εισφορές των ασφαλισμένων, οι οποίες καλύπτουν νόμιμο χρόνο υποχρεωτικής ασφαλίσεως, περιλαμβανομένων μεταξύ των πόρων των ασφαλιστικών οργανισμών με τους οποίους σχηματίζεται το ασφαλιστικό κεφάλαιο, δεν επιστρέφονται στους καταβαλόντες ασφαλισμένους και όταν ακόμη είναι βέβαιο εκ των πραγμάτων ότι δεν είναι εφικτή η χορήγηση ασφαλιστικών παροχών λόγω μη συγκεντρώσεως από μέρους τους των αναγκαίων προϋποθέσεων, χωρίς εκ τούτου να καθίσταται ο οικείος ασφαλιστικός Οργανισμός αδικαιολογήτως πλουσιότερος, καθ όσον δια της κοινής συνεισφοράς καλύπτονται οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι μόνον εκείνων από τους ασφαλισμένους που έχουν τις νόμιμες προϋποθέσεις προς απόληψη παροχών (βλ. Α. Πετρόγλου ο.π. σελ. 203, Κ. Κρεμαλή ο.π. σελ. 340, Φ. Χατζηδημητρίου Γ. Ψηλού ο.π. έκδοση 1985 σελ. 240 όπου παραπομπές σε νομολογία, ΣτΕ 3787/1992 ΔιΔικ 5 (1993) σελ. 1018, 701/1984, Νοβ 33 σελ. 177, Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Βερ. 227/1988 ΔιΔικ 1 (1989) σελ. 573, Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Αθηνών 5367/1988 ΔΙΔΙκ 2 (1998) σελ. 642, 4351/1992 Δι-Δικ 6 (1994) σελ. 141 Ν.Σ.Κ. 665/ 1999). Κάμψη δε της, αρχής αυτής χωρεί μόνο όταν υφίσταται ρητή νομοθετική πρόβλεψη επιστροφής, οπότε το επιστρεφόμενο ποσό θεωρείται και αυτό ως ασφαλιστική παροχή. Δηλαδή, κατά τη γενική αυτή αρχή, οι εισφορές που καταβλήθηκαν λόγω νόμιμης αιτίας δεν μπορούν να αναζητηθούν για το λόγο ότι δεν επακολούθησαν ασφαλιστικές παροχές. Η ίδια δε αρχή ισχύει και επί προαιρετικής ασφαλίσεως δεδομένου ότι και στην περίπτωση αυτή οι εισφορές καταβάλλονται λόγω νόμιμης αιτίας, που είναι.η υποβολή του αιτήματος του ενδιαφερομένου για συνέχιση της ασφαλίσεώς του (Τριμ. Διοικ. Βέρ. 227/1998 ο.π.).Δεν πρέπει όμως να συγχέεται, διότι είναι εντελώς διάφορη, η περίπτωση κατά την οποία η επιστροφή εισφορών ασφαλισμένου λαμβάνει χώρα, διότι αυτός κακώς υπήχθη στην ασφάλιση, ενώ δεν συνέτρεχαν οι υπό του νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις, οι οποίες (εισφορές) στην περίπτωση αυτή θεωρούνται ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, Π. Πετρόγλου ο.π. σελ. 204). Ως προς την έννοια του όρου «αχρεώστητος καταβολή”, ελλείψει αντιστοίχου προσδιορισμού στην ασφαλιστική νομοθεσία, γίνεται προσφυγή στις διατάξεις του ΑΚ (άρθρ. 904 – 906) και επομένως για τη θεμελίωση αξιώσεως αχρεωστήτου απαιτείται να έχουν καταβληθεί οι εισφορές χωρίς υποχρέωση και με άγνοια αυτού που τις κατέβαλε ότι δεν υφίσταται υποχρέωση (Φ. Χατζηδημητρίου Γ. Ψηλού ο.π. έκδοση 1985 σελ. 238). Ως αχρεωστήτως καταβληθείσες πρέπει να θεωρηθούν οι εισφορές και σε περίπτωση ανακλήσεως υπό του ασφαλισμένου, προ της επαληθεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου ως τοιούτου νοουμένου του χρονικού σημείου κατά το οποίο πληρούνται οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις για να τύχει ο ασφαλισμένος παροχών – εν προκειμένω συντάξεως, της αιτήσεως υπαγωγής αυτού στις ως άνω ευεργετικές διατάξεις του ν. 1405/1983, εφόσον δεν επιθυμεί πλέον την αναγνώριση ως συνταξίμου του χρόνου υπηρεσίας του στον ιδιωτικό τομέα κατά τα αναφερόμενα υπό στοιχείο ΙΙ της παρούσας, και ακολούθως ανακλήσεως της σχετικής αναγνωριστικής πράξεως από το αρμόδιο συνταξιοδοτικό όργανο. Και τούτο διότι, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ανωτέρω χρόνος, μετά την ανάκληση της πράξεως αναγνωρίσεως δεν προσμετράται συντάξιμος και επομένως δεν καλύπτεται ασφαλιστικά από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα ενόψει και του προαιρετικού αλλά και προδήλως ευεργετικού χαρακτήρα των ως άνω διατάξεων, δεν συντρέχει στην περίπτωση αυτή ο δικαιολογητικός λόγος αρνήσεως της επιστροφής των ασφαλιστικών εισφορών, σύμφωνα με την διαμορφωθείσα νομολογιακά ως άνω σχετική αρχή και ο οποίος προδήλως συνίσταται στην εκ μέρους του οικείου ασφαλιστικού φορέα ανάληψη του ασφαλιστικού κινδύνου του ασφαλισμένου κατά τον χρόνο της υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφαλίσεώς του και την ασφαλιστική κάλυψη αυτού. Τούτο άλλωστε επιβάλλει και η αρχή της καλής πίστεως η οποία πρέπει να διέπει την συμπεριφορά των ασφαλιστικών οργανισμών προς του ασφαλισμένους (ΣτΕ 837/1982 2905/ 1981, 2557/1968, 54/1965), αλλά και η αρχή της χρηστής Διοικήσεως (ΣτΕ 3692/1982, 1435/1970, 317/1970, 2189/1969), ενόψει του ότι μετά την ως άνω ανάκληση ο αναγνωρισθείς χρόνος, για την εξαγορά του οποίου κατεβλήθη το ως άνω ποσό εισφοράς (Φ. Χατζηδημητρίου – Γ. Ψηλού ο.π. έκδοση 1991 παρ. 132 σελ. δ ), δεν θεωρείται πλέον χρόνος ασφαλίσεως και δεν θα προσμετρηθεί ως συντάξιμος.V. Επομένως, και δεδομένου ότι η κρίση περί του χαρακτήρα της αξιώσεως επιστροφής των ως άνω εισφορών, καθώς και του χρόνου παραγραφής αυτής, οδηγεί πρωτίστως στην κρίση περί του κατά νόμο επιστρεπτέου των ως άνω εισφορών συνακολούθως της νομιμότητας της ως άνω υπ αριθμ. 3959/1.3.2001 ανακλητικής πράξεως της 42ης Δ/νσης του Γ.Λ.Κ. κατά το μέρος που αυτή αναφέρεται στο β σκέλος της ανακαλούμενης πράξεως, παρατηρείται κατ αρχάς ότι η ως άνω πράξη, με την οποία ανακλήθηκε νόμιμη καθ όλα ατομική διοικητική πράξη κατόπιν αιτήσεως της ως άνω υπαλλήλου προς το συμφέρον της οποίας αυτή εκδόθηκε, άλλως λόγω ελλείψεως εκ των υστέρων νομίμου προϋποθέσεως εκδόσεως της τελευταίας αυτής πράξεως (αρχικής αιτήσεως της υπαλλήλου περί αναγνωρίσεως του χρόνου προϋπηρεσίας της στο ΙΚΑ ως συνταξίμου), είναι νόμιμη. Από της εκδόσεως δε της ανακλητικής αυτής πράξεως ενόψει της αναδρομικής ισχύος της μέχρι του χρόνου εκδόσεως της ανακαλούμενης πράξεως, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, αποτέλεσμα της οποίας είναι η άρση όλων των δικαιωμάτων των υποχρεώσεων που δημιούργησε η ανακληθείσα πράξη, η καταβολή από την ως άνω υπάλληλο σε εκτέλεση της ανακληθείσης εξ υπαρχής υπ αριθμ. 2050/3.2.1989 πράξεως των ως άνω εισφορών ποσού δρχ. 231.010 ισόποσο ε 677,95 φέρει τον χαρακτήρα αχρεωστήτου και ερευνητέον παρίσταται περαιτέρω το ζήτημα της παραγραφής ή μη της σχετικής αξιώσεως.V.II.Α. Στο ν. 2362/1995 “Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου και δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α 247/27.11.1995), που ισχύει από 1.1.1996 (άρθρ. 119), καταργώντας το ν.δ. 321/1969 (άρθρ. 113) ορίζεται στο άρθρο 90 ότι : «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 2.Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη από της καταβολής, και στο άρθρο 91 ότι : «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόν η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής.Προκειμένου όμως περί δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα Τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από της βεβαιώσεως αυτών».Β. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 2362/1995, προκύπτουν τα εξής:Με την παρ. 1 του άρθρου 90, ομοίου περιεχομένου με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 91 του προϊσχύσαντος ν.δ/τος 321/1969, θεσπίζεται ως γενικός κανόνας η πενταετής παραγραφή των κάθε είδους χρηματικών αξιώσεων των τρίτων κατά του Δημοσίου, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, ως χρόνος δε ενάρξεως της παραγραφής αυτών ορίζεται με τη διάταξη του εδαφίου α του άρθρου 91, η οποία καθιερώνει ομοίως κανόνα γενικής εφαρμογής, το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως (ανάλογη και η διάταξη του άρθρου 251 ΑΚ.), με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του ν. 2362/1995, η οποία ορίζει διαφορετικό χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής (Β. Παπαχρήστου Παραγραφές υπέρ ,και κατά του Δημοσίου μετά τον Ν. 2362/1995 σελ. 132 επ., σχ. ΑΠ 125/2001 Νόμος Λήμμα 298516, Ελ. Συν. Πράξη 83/ 2002). Εξαίρεση από τον ανωτέρω γενικό κανόνα της πενταετούς παραγραφής θεσπίζεται, μεταξύ άλλων, με την παρ. 2 του αυτού ως άνω άρθρου 90 για τις κατά του Δημοσίου απαιτήσεις τρίτων προς επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν στο Δημόσιο παρανόμως ή αχρεωστήτως. Για τις απαιτήσεις αυτές ορίζεται με το εδάφιο α της παρ. 2 του άρθρου 90 τριετής παραγραφή από της καταβολής. Κατά συνέπεια, όταν η προς επιστροφή αξίωση κατά του Δημοσίου αναφέρεται σε ποσά που αιτία έχουν αρχήθεν παράνομη ή αχρεώστητη καταβολή, η παραγραφή είναι τριετής από της καταβολής (Β. Παπαχρήστου οπ. σελ. 135, ιδ. όμως και Ν.Σ.Κ. 355/2002).

Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι όταν η καταβολή παρίσταται νόμιμη κατά το χρόνο που γίνεται, η δε για απόδοση των καταβληθέντων αξίωση προκύπτει από επιγενόμενους λόγους, η παραγραφή αρχίζει, κατά τη γενική αρχή του άρθρου 251 Α.Κ., από του χρονικού σημείου επελεύσεως του επιγενόμενου τούτου λόγου, αφότου και γεννάται η αξίωση για αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων (βλεπ. Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικος Κώδιξ Γενικαί Αρχαί υπό το άρθρο 251, σελ.450 επ., Κ:. Σημαντήρα Γενικαί Αρχαί Αστικού Δικαίου έκδ. 2ο παρ. 53 σελ. 607 επ., Α. Παπαχρήστου Γενικαί Αρχαί Αστικού Δικαίου υπό το άρθρ. 251 σελ. 628 επ.).Αντίθετη εκδοχή με χρόνο ενάρξεως της παραγραφής αυτής, πάντοτε την καταβολή, (για το οποίο προβληματίζεται κυρίως η ερωτώσα υπηρεσία ενόψει της διαφορετικής λεκτικής διατυπώσεως της ως άνω διατάξεως από την όμοια διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ν.δ. 321/1969), λαμβανομένου υπόψη και του συντόμου χρόνου της θεσπιζόμενης παραγραφής (τριετής), θα αποτελούσε φαλκίδευση των δικαιωμάτων των οφειλετών του Δημοσίου, θα είχε δε ως αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, την παραγραφή των ως άνω αξιώσεων πριν καν γεννηθούν αυτές, το οποίο κείται πέραν του γράμματος αλλά και του πνεύματος του νομοθέτη και δεν είναι νοητό σε ένα κράτος δικαίου.Σχετική νομολογία για την άνω παραγραφή υπό την ισχύ του ν. 2362/1995, δεν φαίνεται να έχει διαμoρφωθεί, πλην όμως η διάταξη του εδαφ. α της παρ. 2 του άρθρου 90 του προαναφερθέντος νόμου κατ ουσία είναι όμοια με την διάταξη παρ. 2 του άρθρου 91 του προϊσχύσαντος ν. δ/τος 321/1969 και επομένως τα θεωρητικά και νομολογιακά πορίσματα τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας υπό την ισχύ της τελευταίας διατάξεως και τα οποία είναι σύμφωνα με την ως άνω διατυπωθείσα ερμηνεία της επιμάχου διατάξεως του εδαφ. α. της παρ. 2 του άρθρου 90 του άρθρου ν. 2362/1995, εφαρμόζονται αναλόγως και σήμερα (ιδ. σχετ. Β.. Παπαχρήστου ο.π. σελ. 135 επ. με εκεί παραπομπές σε νομολογία, Φ. Τσετσέκου “Η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία” με εκεί παραπομπές, ΣτΕ 2056/1989, ΣτΕ 3091/1984 Δ.Φ.Ν. 1985.724, ΣτΕ 1933/1981, 1362/1982 Γρ. Κρόμπα, Συλλογή Νομολογίας ΣτΕ 1980-1990 σελ. 143, ΣτΕ 4511/ 1995 ΔιΔικ 10 (1998) σελ. 498, ΣτΕ 821/ 1997 ΔιΔικ 10 (1998) σελ. 408). V.II. Κατόπιν όσων εκτέθηκαν υπό στοιχ. V της παρούσας περί του χαρακτήρα της καταβολής των ως άνω εισφορών ως αχρεωστήτου, από του χρόνου εκδόσεως της υπ αριθμ. 3959/1.3.2001 ανακλητικής αποφάσεως, η οποία συνιστά τον επιγενόμενο λόγο που κατέστησε τις ως άνω εισφορές αχρεωστήτως καταβληθείσες, γεννήθηκε και σχετική αξίωση επιστροφής αυτών δικαστικώς επιδιώξιμη, και αρχίζει επομένως να τρέχει η τριετής παραγραφή του εδαφ. α. της παρ. 2 του άρθρ. 90 του ν. 2362/1995 στην οποία αυτή υπάγεται λόγω του χαρακτήρα της, αποκλειόμενης της γενικής πενταετούς παραγραφής της παρ. 1 του αυτού άρθρου. Ζήτημα παραγραφής των κατά τα ανωτέρω καταβληθεισών εισφορών προ της εκδόσεως της ανακλητικής αποφάσεως δεν δύναται να υπάρξει, εφόσον προ του προαναφερθέντος χρόνου δεν υπήρξε ούτε καν γεγεννημένη αξίωση επιστροφής αυτών.VIII. Σημειώνεται ότι σχετική ρύθμιση περί ανακλήσεως πράξεων αναγνωρίσεως προϋπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα και επιστροφής των καταβληθεισών εισφορών περιελήφθη και στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α 165), όπως ισχύει τροποποιηθέν από τότε που ίσχυσε με την παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2227/1994 (ΦΕΚ Α 129) και την παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 2320/1995 (ΦΕΚ Α 133), σύμφωνα με το οποίο: «Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 17 έχουν εφαρμογή για όσους προσλήφθηκαν για πρώτη φορά στο Δημόσιο από 1η Ιανουαρίου 1983 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992, πράξεις δε ή αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992 κατ εφαρμογή των άρθρων 1 έως 6 του ν. 1405/1983 για αναγνώριση προϋπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα μπορούν είτε να παραμείνουν ισχυρές, οπότε το συντάξιμο των προϋπηρεσιών αυτών κρίνεται με τις διατάξεις βάσει των οποίων αναγνωρίστηκαν, είτε να ανακληθούν, κατόπιν αιτήσεων των ενδιαφερομένων, οπότε οι εισφορές που έχουν αποδοθεί στο Δημόσιο επιστρέφονται στους υπαλλήλους, ύστερα από πράξη του αρμόδιου εκκαθαριστή αποδοχών, η δε παραγραφή της σχετικής βεβαίωσης αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης της ανακλητικής πράξης….”, ενώ με την παρ. 8 του αυτού άρθρου 5 του ως άνω νόμου 2320/95 ορίζεται ότι «Πράξεις ή αποφάσεις της προηγούμενης παραγράφου που έχουν ήδη ανακληθεί ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων λογίζονται ισχυρές και η ανακλητική πράξη θεωρείται ότι ουδέποτε ίσχυσε, εφόσον αυτοί καταθέσουν στο Δημόσιο εφάπαξ το ποσό που τους έχει επιστραφεί εντός εξαμήνου από της ισχύος του νόμου αυτού και δηλώσουν εγγράφως στην υπηρεσίαι,τους ότι επιθυμούν να κριθεί το δικαίωμά τους βάσει των αρχικών πράξεων ή αποφάσεως”.Με τις διατάξεις του ν . 2084/1992 επεκτάθηκε και στο Δημόσιο ο θεσμός της κοινής διαδοχικής ασφαλίσεως του ν.δ/τος 4202/1961 με αναδρομική μάλιστα εφαρμογή αφού κατέβαλε όλους όσους είχαν διορισθεί στο Δημόσιο μετά την 1.1.1983. Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2227/1994 ορίσθηκε ότι η κοινή διαδοχική ασφάλιση (ν.δ. 4202/1961) καταλαμβάνει μόνον όσους διορίστηκαν στο Δημόσιο για πρώτη φορά μετά την 1.1.1983, επιπλέον δε ότι ανακαλούνται οι πράξεις βάσει των οποίων είχαν αναγνωρισθεί οι προϋπηρεσίες τους στον ιδιωτικό τομέα με τις διατάξεις των άρθρων 1-6 του ν. 1405/1983 και τους επιστρέφονται οι ασφαλιστικές εισφορές. Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 2320/1995, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση επί του νομοσχεδίου του νόμου τούτου, επειδή πολλοί από τους προαναφερθέντες υπαλλήλου είχαν ήδη προσαρμόσει την ασφαλιστική τους πορεία με το καθεστώς της διαδοχικής ασφαλίσεως των άρθρων 1-6 του ν. 1405/1983 και είχαν αναγνωρίσει τις προϋπηρεσίες αυτές με πράξεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κρά-τους, τους δύνεται ευχέρεια είτε να μην ζητήσουν την ανάκληση των πράξεων αυτών, οπότε αυτές παραμένουν ισχυρές και το δικαίωμά τους κρίνεται με βάση τις διατάξεις που αναγνωρίστηκαν είτε να ζητήσουν την ανάκληση τους, οπότε τους επιστρέφονται οι εισφορές και το δικαίωμά τους κρίνεται με τις διατάξεις της κοινής διαδοχικής ασφαλίσεως, ενώ για όσους έχουν ήδη εκδοθεί ανακλητικές αποφάσεις, παρέχεται δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, καταθέσεως του επιστραφέντος ποσού των εισφορών στο Δημόσιο, οι ανακληθείσες πράξεις και αποφάσεις θεωρούνται και πάλι ισχυρές.Στην υπό κρίση περίπτωση, η υπ αριθμ. 3959/1.3.2001 ανακλητική απόφαση δεν εκδόθηκε κατ επίκληση των ως άνω διατάξεων ώστε η αντιμετώπισή της να γίνει κατ εφαρμογή αυτών χωρίς προσφυγή στις προαναφερθείσες αρχές του διοικητικού και ασφαλιστικού δικαίου, αν και φαίνεται η αιτούσα υπάλληλος, ως διορισθείσα στο Δημόσιο μετά την 1.1.1983 (στο από 18.11.2002 πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών του ΤΕΙ Αθηνών φέρεται διορισθείσα το έτος 1986), να εμπίπτει στις σχετικές ρυθμίσεις, αλλά κατ επίκληση της υπ αριθμ. 1514/ 1987 αποφάσεως του Ελ. Συνεδρίου με την οποία, κατά τα ήδη προαναφερθέντα (υπό. στοιχ. ΙΙ), εκρίθη ότι κατά τις διατάξεις του ν. 1405/1983, υφίσταται ευχέρεια των υπαλλήλων να ζητούν ανάκληση της αναγνωριστικής πράξεως του χρόνου απασχολήσεώς τους στον ιδιωτικό τομέα, ως συνταξίμου. Βλέπετε σχετικά και το υπ αριθμ. πρωτ. 117113/2002/26.11.2002 έγγραφο 45ης Δ/νσης Γ.Λ.Κ., στο οποίο αναφέρεται αορίστως ότι η ανακλητική πράξη εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις και τη διαμορφωθείσα νομολογία που αναφέρεται σ αυτή κατά τη συνήθη πρακτική που ακολουθεί η υπηρεσία από πολλών ετών.Σε κάθε περίπτωση όμως από τις διατάξεις αυτές ευθέως συνάγεται η βούληση του νομοθέτη περί επιστροφής των καταβληθεισών εισφορών επί ανακλήσεως της οικείας αναγνωριστικής πράξεως αποφάσεως (Iδ. ιδίως παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 2084/1992 όπου θεωρείται δεδομένη η επιστροφή), άποψη την οποία διατυπώνει και η 45η Δ/νση του Γ.Λ.Κ. με το προαναφερθέν έγγραφό της στο οποίο αναφέρει ως συνέπεια της εκδόσεως της ανακλητικής πράξεώς την επιστροφή στους δικαιούχους τυχόν καταβληθεισών εισφορών είτε αυτοί εμπίπτουν στη ρύθμιση της παρ. 7 άρθρ. 5 ν. 2320/1995 είτε όχι, επικαλούμενη μάλιστα και την προ πολλού διατυπωθείσα ομοία άποψη της ερωτώσας υπηρεσίας στην υπ αριθμ. ΠΟΛ 1354/1141897/9934-19/ 0015/18.12.1993, η οποία αναφέρεται στη διαδικασία επιστροφής “αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, λόγω περιορισμού χρόνου προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα”.ΙΧ. Επομένως, επί του τεθέντος ερωτήματος, αρμόζει η απάντηση ότι, η αξίωση επιστροφής των ανωτέρω εισφορών έχει τον χαρακτήρα αχρεωστήτου και υπάγεται στην τριετή παραγραφή του εδαφ. α της παρ. 2 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, ο χρόνος δε ενάρξεως της παραγραφής αυτής είναι ο χρόνος εκδόσεως της υπ αριθμ. 3959/2001 Πράξεως του Γ.Λ.Κ. ήτοι η 1.3.2001.