ΚΑΤΑΣΧΗΣΗ ΠΛΟΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΛΟΓΩ ΟΦΕΙΛΩΝ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟ
Κατάσχεση πλοίου από το Δημόσιο λόγω οφειλών προς αυτό.
Διορισμός φύλακα.
(Α.Υ.Ο. 1100644/7757/372/Ε0016/ΠΟΛ. 1029/22.2.2005)Σας κοινοποιούμε την 620/2004 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτος, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών ως προς τη γνώμη της μειοψηφίας.
Με τη γνωμοδότηση αυτή έγινε δεκτό, ότι οι διατάξεις του άρθρου 1 του Π.Δ. 280/2000, οι οποίες αναφέρονται στην υποχρέωση πρόσληψης φύλακα στα πλοία τα οποία τελούν υπό απαγόρευση απόπλου λόγω αναγκαστικής κατάσχεσης δεν αφορούν και το επισπεύδον Δημόσιο.
Η φύλαξη του πλοίου ευρίσκει επαρκές νομικό έρεισμα στο συνδυασμό των διατάξεων, άρθρα 35 παρ.1, 40, 15 παρ.3 και 5 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/ 74), που αφορούν στην είσπραξη των Δημοσίων Εσόδων, στις οποίες ήδη έχει προβλεφθεί ο ορισμός μεσεγγυούχου ή διαζευκτικά φύλακα, με τις προϋποθέσεις του νόμου επί του πλοίου, τα καθήκοντα των οποίων δεν μπορούν να νοηθούν, κατά περιεχόμενο, ότι διαφέρουν εκείνων των φυλάκων του Προεδρικού Διατάγματος.
Επομένως δεν απαιτείται νεώτερη ρύθμιση για το ίδιο αντικείμενο.
Επισυνάπτεται η 620/2004 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ.
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 620/2004
Συνεδρίαση της 30.11.2004
Αριθμός Ερωτήματος: 1013506/ 989/35/ΕΟ016/2642004 της 16ης Δ/νσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, τμημάτων Α΄ και Β΄ του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών:
Περίληψη ερωτήματος: Εάν οι ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1 του Π.Δ. 280/2000 περί υποχρεώσεως προσλήψεως φυλάκων στα πλοία τα οποία τελούν υπό απαγόρευση απόπλου λόγω αναγκαστικής κατάσχεσης κλπ., καταλαμβάνουν και το Ελληνικό Δημόσιο ως επισπεύδοντα δανειστή. Για την περίπτωση της εκδόσεως καταφατικής γνωμοδότησης υποβάλλονται περαιτέρω διάφορα υποερωτήματα σχετικά με τον τρόπο πρόσληψης των φυλάκων, του χαρακτηρισμού ή μη των σχετικών δαπανών ως εξόδων διοικητικής εκτελέσεως κ.λπ.
Ι. Στο παραπάνω έγγραφο ερώτημα της Υπηρεσίας εκτίθεται ότι: “Για τη διασφάλιση των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο και προς το Ν.Α.Τ. κυρίως των ναυτικών εταιρειών και των πλοίων, οι Δ.Ο.Υ. και κατά κύριο λόγο η Δ.Ο.Υ. Πλοίων προβαίνουν σε κατασχέσεις πλοίων, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν το μόνο περιουσιακό στοιχείο, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την απαγόρευση του απόπλου αυτών.
Επειδή, κατά το άρθρο 35 παρ.1 του ν.δ. 356/74 (ΚΕ.Δ.Ε.) επί των κατασχέσεων πλοίων εφαρμόζονται οι διατάξεις περί κατασχέσεως ακινήτων, οι Δ.Ο.Υ. σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 40 του ίδιου νομοθετήματος ορίζουν μεσεγγυούχο και φύλακα τον κύριο του πλοίου και σε περίπτωση Νομικού Προσώπου τον εκπρόσωπο αυτού.
Με τις διατάξεις του Π.Δ. 280/2000 (ΦΕΚ 232/30.10.2000) καθιερώνεται η υποχρέωση κάθε επισπεύδοντος δανειστή να προσλαμβάνει και να εγκαθιστά τουλάχιστον ένα (1) φύλακα μέχρι και τρεις (3) στο πλοίο που τελεί υπό απαγόρευση απόπλου λόγω αναγκαστικής ή συντηρητικής κατάσχεσης.
Ο φύλακας ασφαλίζεται με μέριμνα του επισπεύδοντος δανειστή στον αρμόδιο ασφαλιστικό οργανισμό, αφού υπογραφεί σύμβαση μεταξύ αυτού και του εργοδότη ή περισσοτέρων εργοδοτών.
Κατ’ εφαρμογή του διατάγματος αυτού τα εκάστοτε Λιμεναρχεία, στα οποία είναι αγκυροβολημένα τα κατασχεμένα πλοία, κοινοποιούν στις Δ.Ο.Υ. έγγραφα για την τοποθέτηση φύλακα και τη φροντίδα ασφάλειας του πλοίου.
Στη συνέχεια, επειδή οι προϊστάμενοι των Δ.Ο.Υ. δεν προβαίνουν στις ενέργειες που ορίζει το πιο πάνω προεδρικό διάταγμα, καλούνται σε απολογία και κινείται σε βάρος τους η ποινική διαδικασία.
Επισημαίνεται ότι στο κείμενο του ανωτέρω Π.Δ. αναφέρεται, ότι από τις οικείες διατάξεις δεν προβλέπεται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Σημειώνεται όμως, ότι σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων αυτού από το Δημόσιο, οι δαπάνες που θα καταβάλλονται κατ’ αρχήν από αυτό για τη μισθοδοσία, την ασφάλιση κ.λ.π. των φυλάκων θα είναι πολύ μεγάλες, και δυσανάλογες, δεδομένης της υποχρεωτικής φύλαξης των πλοίων καθ’ όλο το 24ωρο, της μακρόχρονης διατήρησης των κατασχέσεων αλλά και της αφερεγγυότητας των οφειλετών με συνέπεια να επιβαρύνεται τελικά ο κρατικός προϋπολογισμός σε πλείστες περιπτώσεις.
Κατόπιν τούτου ερωτάται: “Εάν οι διατάξεις του άρθρου 1 Π.Δ. 280/2000 αφορούν και το επισπεύδον Δημόσιο και σε καταφατική περίπτωση με ποιο τρόπο θα γίνεται η πρόσληψη των φυλάκων και η πληρωμή τους (μισθοδοσία ασφάλιση κ.λ.π.), καθώς και ο προσδιορισμός του ύψους της αμοιβής τους τόσο την περίπτωση που το Δημόσιο είναι ο μοναδικός κατασχών, όσο και στην περίπτωση που υπάρχουν και άλλοι κατασχόντες δανειστές και επί πλέον εάν τα ανωτέρω έξοδα θεωρούνται έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του ΚΕ.Δ. Ε. (άρθρα 76 επ.). Επίσης εάν τα ανωτέρω θεωρηθούν έξοδα διοικητικής εκτέλεσης, να εξεταστεί ποιο το όργανο προσδιορισμού αυτών, καθώς και η όλη διαδικασία που θα ακολουθείται από το Δημόσιο”.
ΙΙ. α) Επί του συγκεκριμένου ερωτήματος η γνώμη του Ν.Σ.Κ (Β΄ τμήματος) είναι, κατά την πλειοψηφίσασα άποψη την οποία απετέλεσαν ο Αντιπρόεδρος Χρήστος Τσεκούρας και οι Νομικοί Σύμβουλοι Σπ. Σκουτέρης, Σπ. Δελλαπόρτας, Κων/νος Καποτάς, Παναγ. Κιούσης και Χρ. Αυγερινού, η εξής
Με την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 11 περ. η ν.2743/1999 ορίζεται ότι: “Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, μπορεί να ρυθμίζονται τα θέματα που έχουν σχέση με τους όρους, τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες, και τον έλεγχο για την υποχρέωση πρόσληψης φυλάκων στα πλοία που τελούν υπό απαγόρευση απόπλου λόγω αναγκαστικής ή συντηρητικής κατάσχεσης ή προσωρινής διαταγής των Δικαστηρίων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με τα παραπάνω θέματα. Στους παραβάτες των προεδρικών διαταγμάτων, που εκδίδονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, επιβάλλονται από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται, οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 157 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου”. Στα πλαίσια της συγκεκριμένης εξουσιοδότησης που παρασχέθηκε με την ανωτέρω διάταξη εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 280/ 2000 Π.Δ. (ΦΕΚ Α΄ 232/2000), με το οποίο, στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και υπό τον τίτλο “διορισμός φυλάκων” ορίστηκε ότι: “Κάθε επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου κατάσχεσης πλοίου συνεπεία (αναγκαστικής ή συντηρητικής) ή προσωρινής διαταγής του Δικαστηρίου προσλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου τουλάχιστον ένα (1) φύλακα και σε περίπτωση παρατεταμένης παραμονής ή συνδρομής ειδικών συνθηκών σχετικών με τη φύλαξη, προσηκόντως εκτιμωμένων από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, μέχρι και τρεις (3). Η φύλαξη είναι υποχρεωτική καθ’ όλο το 24ωρο. Εάν ο επισπεύδων δανειστής είναι εν ενεργεία ναυτικός, υπήκοος ΚράτουςΜέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών πλην Ελβετίας, και η κωλυσιπλοία έχει επιβληθεί εξαιτίας μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών σε αυτόν, δύναται ο ίδιος ο ναυτικός να αναλαμβάνει την φύλαξη του πλοίου ανεξαρτήτως των τυπικών προσόντων αυτού”.
Από την σαφή γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ανενδοίαστα ότι οι ρυθμίσεις του συγκεκριμένου νομοθετήματος καταλαμβάνουν και το Ελληνικό Δημόσιο υπό την ιδιότητά του ως επισπεύδοντος δανειστή. Τούτο ιδιαίτερα προκύπτει από την αδιάστικτη και κατ’ απόλυτο τρόπο διατύπωση της διάταξης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, με την οποία αποκαλύπτεται η βούληση του κανονιστικού νομοθέτη οι ρυθμίσεις στις οποίες προβαίνει να μην εξαιρούν κανένα πρόσωπο από αυτές. Εάν αντίθετα είχε σκοπηθεί η μη εφαρμογή των επί ορισμένων προσώπων ή περιπτώσεων ασφαλώς τούτο θα είχε οριστεί ρητά. Πρωτίστως δε, έπρεπε να είχε προβλεφθεί ρητά από την ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη του τυπικού νομοθέτη. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει ούτε από την σαφή διατύπωση της διάταξης αυτής, ούτε από το περιεχόμενο της εισηγητικής έκθεσης του σχετικού ν. 2743/ 1999, ή τα πρακτικά της Βουλής, τα οποία τηρήθηκαν κατά την συζήτηση του νομοθετήματος. Επίσης δεν προκύπτει και από τα υπ’ αριθμ. 369/2000 πρακτικά του Β΄ τμήματος διακοπών του ΣτΕ που τηρήθηκαν κατά την επεξεργασία του σχεδίου του Π.Δ.
Το πλοίο θεωρείται πράγμα μεγάλης οικονομικής αξίας και έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για την οικονομία κάθε χώρας. Γι’ αυτόν τον λόγο ο νομοθέτης έχει θελήσει, αν και έχει χαρακτήρα κινητού πράγματος, να το υποβάλει σε ρυθμίσεις ανάλογες εκείνων των ακινήτων. Έτσι απαιτείται η καταχώρηση του σε ορισμένα δημόσια βιβλία (νηολόγια) ανάλογα με τα βιβλία μεταγραφών των ακινήτων, αναγνωρίζεται ο, θεσμός της υποθήκης κ.λπ. Εξ αιτίας ακριβώς της μεγάλης οικονομικής αξίας τούτου ο νομοθέτης το υποβάλει σε σύστημα δημοσιότητος και εγγυήσεων, με το οποίο προστατεύονται αρκούντως τα συμφέροντα των τρίτων.
Μέτρο προστασίας αυτών αποτελεί και ο θεσμός του ναυτικού φύλακα, ο οποίος έχει σαν προορισμό την διαφύλαξη του πλοίου και την διατήρηση της οικονομικής ταυτότητάς του από τον κίνδυνο καταστροφών και κλοπών κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 2 του Π.Δ.. Δεν νοείται ασφαλώς να προνοείται η προστασία των συμφερόντων των τρίτων δανειστών, όχι δε και εκείνων, του Ελληνικού Δημοσίου, η κατοχύρωση των οποίων επιτείνεται, αφού αφορά στην εξυπηρέτηση του ιδίου του Δημοσίου συμφέροντος.
β) Η άποψη της μειοψηφίας, την οποία απετέλεσαν οι Νομικοί Σύμβουλοι Αλεξ. Τζεφεράκος και Ηλίας Ψώνης είναι η ακόλουθη: Με τις ακόλουθες διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974) ορίζονται τα εξής:
Άρθρο 35 παρ. 1 . “Δύναται να γίνη κατάσχεσις ακινήτου ανήκοντος κατά κυριότητα εις τον οφειλέτη ή εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτου επί ακινήτου. Αι διατάξεις περί κατασχέσεως ακινήτου εφαρμόζονται και επί κατασχέσεως δικαιωμάτων εφ’ ων ισχύουν οι περί ακινήτου κανόνες, ως και επί κατασχέσεως πλοίων και αεροσκαφών”. Άρθρο 40. “Μεσεγγυούχος του ακινήτου είναι ο κατά την κατάσχεσιν κάτοχος αυτού εκτός αν διοριστεί έτερος κατά τα εν άρθρω 39 παρ. 1 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζόμενα. Τα εν παραγράφους 5 και 9 του άρθρου 15 του παρόντος Ν. Διατάγματος ισχύουν και εν προκειμένω”.
Άρθρο 15 παρ. 3 “Εις ήν περίπτωσιν προκριθεί ο ορισμός μεσεγγυούχου και ούτος αρνηθεί αδικαιολογήτως την παραλαβήν, διορίζεται υπό του κατασχόντος φύλαξ υπ’ ευθύνην του αρνηθέντος, εις όν παραδίδονται τα κατασχεθέντα”. Άρθρο 15 παρ. 5 “ο Διευθυντής του Ταμείου δύναται κατά την κρίσιν του, να αντικαθιστά τον μεσεγγυούχον ή τον φύλακα. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του Ειδικού τούτου νομοθετήματος που αφορά στην είσπραξη των Δημοσίων εσόδων, προκύπτει ότι ή ήδη στο προκείμενο έχει προβλεφθεί ο ορισμός μεσεγγυούχου ή διαζευτικά φύλακα, με τις προϋποθέσεις του νόμου, επί του πλοίου, τα καθήκοντα των οποίων δεν μπορούν να νοηθούν, κατά περιεχόμενο, ότι διαφέρουν εκείνων των φυλάκων του Π.Δ. Επομένως η φύλαξη του πλοίου ευρίσκει επαρκές νομικό έρεισμα στις ανωτέρω διατάξεις και δεν απαιτείται νεώτερη ρύθμιση για το ίδιο αντικείμενο.
γ) Περαιτέρω όσον αφορά στα υποερωτήματα τα οποία τίθενται περί του τρόπου πρόσληψης των φυλάκων, της πληρωμής αυτών, του χαρακτηρισμού ή μη των σχετικών δαπανών ως εξόδων Διοικητικής εκτέλεσης κ.λπ., η γνώμη του ΝΣΚ είναι περί αυτών ότι προσήκει συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση.
ΙΙΙ. Επομένως κατ’ ακολουθία των όσων παραπάνω έχουν εκτεθεί, η γνώμη του Ν.Σ.Κ (Β΄ Τμήματος) είναι ότι στο ερώτημα το οποίο έχει τεθεί αρμόζουν οι απαντήσεις που αναλυτικά ανωτέρω διατυπώνονται.