Διευκρινίσεις σχετικά με την αναζήτηση εντός πενταετίας των περιοδικών παροχών συντάξεων που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως και εισπράχθηκαν καλοπίστως.Σχετ.: Το με αρ. πρωτ. Σ81/3/1.2.2005 Γενικό Έγγραφο.
Σχετικά με την ορθή εφαρμογή των οδηγιών του ανωτέρω σχετικού εγγράφου, διευκρινίζουμε τα ακόλουθα:
1. Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζουμε το Γενικό Έγγραφο με αριθ. πρωτ. Σ48/49/6.6.2005 (παρ. 2), στο οποίο ορίζεται ότι, καθ’ υπόδειξη της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν θα πρέπει να αναζητηθούν ποσά ΕΚΑΣ που καταβλήθηκαν τυχόν αχρεωστήτως σε ορισμένες κατηγορίες συνταξιούχων.
Επίσης, διευκρινίζουμε ότι με το εν λόγω σχετικό έγγραφο δόθηκαν οδηγίες κατ’ εφαρμογή της σχετικής νομολογίας, για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων που παροχές συντάξεων καταβλήθηκαν αχρεωστήτως και εισπράχθηκαν καλοπίστως και οι οποίες αναζητούνται πλέον εντός πενταετίας μεταξύ της λήψης των παροχών και της έκδοσης της πράξης καταλογισμού των ποσών που αναζητούνται.
Επομένως, όσον αφορά το ζήτημα της παραγραφής των απαιτήσεων του Ιδρύματος προς είσπραξη αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών που εισπράχθηκαν καλοπίστως, η πενταετής παραγραφή αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο βεβαιώνεται, με έκδοση πράξης καταλογισμού, η αχρεώστητη καταβολή και ανατρέχει στη διάρκεια της προηγούμενης πενταετίας.
Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις που η αχρεώστητη καταβολή βεβαιώνεται εντός του τρέχοντος έτους, η απαίτηση για επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως καταλαμβάνει το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 μέχρι την ημερομηνία της τελευταίας αχρεώστητης καταβολής. Στην περίπτωση αυτή, για το προηγούμενο χρονικό διάστημα οι αξιώσεις του Ιδρύματος προς επιστροφή ποσών έχουν παραγραφεί.
2. Τέλος, όσον αφορά το προβαλλόμενο από τις αρμόδιες Υπηρεσίες ερώτημα εάν η εξαίρεση από την αναζήτηση των καλοπίστως πλην αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών εμπίπτει στην αρμοδιότητα και την κρίση των Διευθυντών των Μονάδων ή αν θα πρέπει στις περιπτώσεις αυτές να γίνεται οπωσδήποτε ο καταλογισμός με έκδοση απόφασης Διευθυντή, μεταθέτοντας το βάρος της απόδειξης της αδυναμίας επιστροφής του ποσού στον οφειλέτη, οπότε θα κρίνει κατά περίπτωση η αρμόδια ΤΔΕ, σας γνωρίζουμε τα εξής:
α. Σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. γ΄ στοιχ. 6 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας, ο Διευθυντής του Υποκαταστήματος είναι αρμόδιος να αποφασίζει, μεταξύ άλλων, και επί των υποθέσεων οι οποίες έχουν αντικείμενο τον καταλογισμό των αχρεωστήτως καταβληθεισών συντάξεων και τον συμψηφισμό προς παροχές ασθενείας εις χρήμα ή συντάξεως για την απόσβεση οποιασδήποτε οφειλής του δικαιούχου προς το Ίδρυμα.
Εξάλλου, στις περιπτώσεις που επιτρέπεται ο κατά δόσεις συμψηφισμός οφειλής προς παροχές, αυτός ενεργείται πάντοτε σε εκτέλεση απόφασης του αρμόδιου Διευθυντή και όχι απευθείας από την Υπηρεσία Πληρωμών Συντάξεων (σχετ. Ε. 120285/6.6.1975).
β) Σύμφωνα δε με τις οδηγίες του με αρ. πρωτ. Σ81/3/1.2.2005 Γενικού Εγγράφου, ένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορεί να θεωρείται αντικειμενικό κριτήριο εξαίρεσης από τον κανόνα του καταλογισμού τέτοιων ποσών είναι η είσπραξη του ΕΚΑΣ από τον οφειλέτη, οπότε δεν θα εκδίδεται απόφαση καταλογισμού.
Όπως είναι γνωστό, οι οδηγίες της Διοίκησης προς τις Υπηρεσιακές μονάδες του Ιδρύματος με Εγκυκλίους και Γενικά Έγγραφα δεν καθιερώνουν εξ υπαρχής κανόνες δικαίου και δεν επέχουν ισχύ νόμου αλλά είναι απλώς διευκρινιστικά έγγραφα.
Ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ανωτέρω οδηγία περί μη έκδοσης πράξης καταλογισμού στις περιπτώσεις που ο οφειλέτης είναι δικαιούχος του ΕΚΑΣ στερεί από τον αρμόδιο Διευθυντή, ο οποίος έχει την υποχρέωση και την ευχέρεια να εκτιμήσει τα πραγματικά δεδομένα κάθε περίπτωσης, τη δυνατότητα να προβεί σε καταλογισμό ποσού εάν κρίνει ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει υπόψη του, παρά το γεγονός ότι ο οφειλέτης λαμβάνει το ΕΚΑΣ, αυτός έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει το οφειλόμενο στο ΙΚΑ ποσό.
Ενδεικτικά και μόνο, θα μπορούσε να αναφερθεί το εξής παράδειγμα:
Συνταξιούχος οφείλει στο Ίδρυμα το ποσό των 300.00 ευρώ και κατά το έτος που διαπιστώνεται η οφειλή από την Υπηρεσία είναι δικαιούχος του ΕΚΑΣ, σύμφωνα με τα εισοδηματικά κριτήρια που ισχύουν για το έτος αυτό, καθόσον εκτός των άλλων κριτηρίων, και το ατομικό φορολογητέο εισόδημά του εμπίπτει μέσα στα νόμιμα όρια. Όμως, στο εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας μπορεί να εμφανίζεται ότι έχει αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο ατομικό φορολογητέο εισόδημα. Στην περίπτωση αυτή ο Διευθυντής εκτιμώντας αφενός το ύψος της οφειλής και αφετέρου το ύψος του αυτοτελώς φορολογούμενου εισοδήματος μπορεί να αποφασίσει εάν θα προβεί σε καταλογισμό του οφειλόμενου ποσού.
γ) Επομένως, εφόσον ο Διευθυντής του Υποκαταστήματος είναι αρμόδιος να αποφασίζει και επί των υποθέσεων οι οποίες έχουν αντικείμενο τον καταλογισμό ή μη των αχρεωστήτως καταβληθεισών συντάξεων, έχει την υποχρέωση αλλά και την ευχέρεια να κρίνει, κατά περίπτωση, οπωσδήποτε όμως βάσει συγκεκριμένων στοιχείων και αντικειμενικών κριτηρίων, εάν θα προβεί σε καταλογισμό και στις περιπτώσεις που οφειλέτης λαμβάνει το ΕΚΑΣ.
Εφόσον δε εκτιμήσει ότι ο οφειλέτης που λαμβάνει το ΕΚΑΣ έχει πραγματική αδυναμία να επιστρέψει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό που εισέπραξε καλοπίστως δεν θα προβαίνει σε έκδοση πράξης καταλογισμού, αλλά θα πρέπει να συντάσσει ειδικό έγγραφο, το οποίο θα φυλάσσεται στο συνταξιοδοτικό φάκελο, στο οποίο θα εκθέτει αναλυτικά και με πλήρως αιτιολογημένη κρίση τους λόγους για τους οποίους δεν προβαίνει η Υπηρεσία σε καταλογισμό.
Στην αντίθετη περίπτωση θα εκδίδει πλήρως αιτιολογημένη απόφαση καταλογισμού του επιστρεπτέου ποσού, κατά της οποίας μπορεί ο συνταξιούχος να προσφύγει ενώπιον της ΤΔΕ του Υποκαταστήματος.