NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 5169 ΦΕΚ Α 4/17.01.2025
Κύρωση του από 10 Οκτωβρίου 2018 Τροποποιητικού Πρωτοκόλλου της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή: ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Άρθρο πρώτο Κύρωση Τροποποιητικού Πρωτοκόλλου της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αντικατάσταση, προσθήκη και διαγραφή αιτιολογικών σκέψεων του Προοιμίου της Σύμβασης
Άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου Αντικείμενο και σκοπός της Σύμβασης Αντικατάσταση του άρθρου 1 της Σύμβασης
Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου Ορισμοί Αντικατάσταση στοιχείων β’, γ’ και δ’ και προσθήκη νέων στοιχείων ε’ και στ’ στο άρθρο 2 της Σύμβασης
Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου Πεδίο εφαρμογής Αντικατάσταση των παρ. 1 και 2 και διαγραφή των παρ. 3 έως 6 του άρθρου 3 της Σύμβασης
Άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου Αντικατάσταση του τίτλου του Κεφαλαίου ΙΙ της Σύμβασης
Άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου Υποχρεώσεις των Μερών Αντικατάσταση των παρ. 1 και 2 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 4 της Σύμβασης
Άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου Νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων και ποιότητα των δεδομένων Αντικατάσταση του άρθρου 5 της Σύμβασης
Άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου Επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων Αντικατάσταση του άρθρου 6 της Σύμβασης
Άρθρο 9 της Πρωτοκόλλου Υποχρεώσεις υπευθύνου επεξεργασίας και εκτελούντος την επεξεργασία δεδομένων Αντικατάσταση του άρθρου 7 της Σύμβασης
Άρθρο 10 του Πρωτοκόλλου Διαφάνεια της επεξεργασίας Προσθήκη νέου άρθρου 8 στη Σύμβαση
Άρθρο 11 του Πρωτοκόλλου Δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων Αντικατάσταση του νέου άρθρου 9 (πρώην 8) της Σύμβασης
Άρθρο 12 του Πρωτοκόλλου Συμπληρωματικές υποχρεώσεις Προσθήκη νέου άρθρου 10 στη Σύμβαση
Άρθρο 13 της Πρωτοκόλλου Αναρίθμηση των άρθρων 9 έως 12 της Σύμβασης σε άρθρα 11 έως 14
Άρθρο 14 του Πρωτοκόλλου Εξαιρέσεις και περιορισμοί κατά την επεξεργασία των δεδομένων Αντικατάσταση του νέου άρθρου 11 (πρώην 9) της Σύμβασης
Άρθρο 15 του Πρωτοκόλλου Κυρώσεις και προστασία από παραβίαση διατάξεων της Σύμβασης Αντικατάσταση του νέου άρθρου 12 (πρώην 10) της Σύμβασης
Άρθρο 16 του Πρωτοκόλλου Αντικατάσταση του τίτλου του Κεφαλαίου ΙΙΙ της Σύμβασης
Άρθρο 17 του Πρωτοκόλλου Διασυνοριακές ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα Αντικατάσταση του νέου άρθρου 14 (πρώην 12) της Σύμβασης
Άρθρο 18 του Πρωτοκόλλου Προσθήκη Κεφαλαίου IV στη Σύμβαση
Άρθρο 19 του Πρωτοκόλλου Εποπτικές αρχές Προσθήκη νέου άρθρου 15 στη Σύμβαση
Άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου Αναρίθμηση των Κεφαλαίων IV έως VII της Σύμβασης σε Κεφάλαια V έως VIII, αντικατάσταση τίτλου Κεφαλαίου V, προσθήκη νέου άρθρου 17 και αναρίθμηση των άρθρων 13 έως 27 σε άρθρα 16 έως 31
Άρθρο 21 του Πρωτοκόλλου Ορισμός εποπτικών αρχών Αντικατάσταση τίτλου, αντικατάσταση παρ. 1 και 2 και διαγραφή παρ. 3 του νέου άρθρου 16 (πρώην 13) της Σύμβασης
Άρθρο 22 του Πρωτοκόλλου Μορφές συνεργασίας Προσθήκη νέου άρθρου 17 στη Σύμβαση
Άρθρο 23 του Πρωτοκόλλου Συνδρομή στα υποκείμενα των δεδομένων Αντικατάσταση του νέου άρθρου 18 (πρώην 14) της Σύμβασης
Άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου Εγγυήσεις Αντικατάσταση του νέου άρθρου 19 (πρώην 15) της Σύμβασης
Άρθρο 25 του Πρωτοκόλλου Απόρριψη αιτημάτων Αντικατάσταση τίτλου, εισαγωγικού εδαφίου και στοιχείων (α) και (γ) του νέου άρθρου 20 (πρωην 16) της Σύμβασης
Άρθρο 26 του Πρωτοκόλλου Έξοδα και διαδικασίες Αντικατάσταση τίτλου, παρ. 1 και τροποποίηση παρ. 2 του νέου άρθρου 21 (πρώην 17) της Σύμβασης
Άρθρο 27 του Πρωτοκόλλου Αντικατάσταση τίτλου του Κεφαλαίου VI της Συμβασης
Άρθρο 28 του Πρωτοκόλλου Συγκρότηση της Επιτροπής Τροποποίηση παρ. 1, αντικατάσταση παρ. 3 και προσθήκη παρ. 4 στο νέο άρθρο 22 (πρώην 18) της Σύμβασης
Άρθρο 29 του Πρωτοκόλλου Αρμοδιότητες της Επιτροπής Τροποποιήσεις του νέου άρθρου 23 (πρώην 19) της Σύμβασης Τροποποίηση εισαγωγικού εδαφίου και στοιχείων (α), (β) και (γ), αντικατάσταση στοιχείου (δ) και προσθήκη στοιχείων (ε) έως (θ)
Άρθρο 30 του Πρωτοκόλλου Διαδικασία Αντικατάσταση του νέου άρθρου 24 (πρώην 20) της Σύμβασης
Άρθρο 31 του Πρωτοκόλλου Τροποποιήσεις Αντικατάσταση παρ. 1 έως 4 και προσθήκη παρ. 7 στο νέο άρθρο 25 (πρώην 21) της Σύμβασης
Άρθρο 32 του Πρωτοκόλλου Έναρξη ισχύος της Σύμβασης Αντικατάσταση παρ. 1 και τροποποίηση παρ. 3 του νέου άρθρου 26 (πρώην 22) της Σύμβασης
Άρθρο 33 του Πρωτοκόλλου Προσχώρηση Κρατών μη μελών ή διεθνών οργανισμών Αντικατάσταση του νέου άρθρου 27 (πρωην 23) της Σύμβασης
Άρθρο 34 του Πρωτοκόλλου Εδαφική ρήτρα Αντικατάσταση παρ. 1 και 2 του νέου άρθρου 28 (πρώην 24) της Σύμβασης
Άρθρο 35 του Πρωτοκόλλου Γνωστοποιήσεις Τροποποίηση εισαγωγικού εδαφίου και στοιχείου (γ) του νέου άρθρου 31 (πρώην 27) της Σύμβασης
Άρθρο 36 του Πρωτοκόλλου Υπογραφή, κύρωση και προσχώρηση στη Σύμβαση
Άρθρο 37 του Πρωτοκόλλου Έναρξη ισχύος Άρθρο 38 του Πρωτοκόλλου Δηλώσεις σχετικές με
τη Σύμβαση Άρθρο 39 του Πρωτοκόλλου Επιφυλάξεις Άρθρο 40 του Πρωτοκόλλου Γνωστοποιήσεις Προσάρτημα του Πρωτοκόλλου Στοιχεία του Εσωτερικού Κανονισμού της Επιτροπής της Σύμβασης Άρθρο δεύτερο Κωδικοποίηση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Άρθρο τρίτο Αρμόδια εποπτική αρχή Άρθρο τέταρτο Ανάλογη και συμπληρωματική εφαρμογή διατάξεων Άρθρο πέμπτο Έναρξη ισχύος
Άρθρο πρώτο
Κύρωση Τροποποιητικού Πρωτοκόλλου της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει η παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος, το Τροποποιητικό Πρωτόκολλο της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο, στις 10 Οκτωβρίου 2018, το πρωτότυπο κείμενο του οποίου στη γαλλική γλώσσα και η μετάφρασή του στην ελληνική γλώσσα έχουν ως εξής:
Σημ.: για το κείμενο της σύμβασης ανατρέξτε στο φεκ
Série des Traités du Conseil de l’Europe n° 223
Protocole d’amendement à la Convention pour la protection des personnes à l’égard du traitement automatisé des données à caractère personnel
Strasbourg, 10.X.2018
Préambule
Les États membres du Conseil de l’Europe et les autres Parties à la Convention pour la protection des personnes à l’égard du traitement automatisé des données à caractère personnel (STE n° 108), ouverte à la signature à Strasbourg le 28 janvier 1981 (ci-après dénommée « la Convention »),
Tenant compte de la Résolution n° 3 sur la protection des données et la vie privée au troisième millénaire adoptée lors de la 30e Conférence du Conseil de l’Europe des ministres de la Justice (Istanbul, Turquie, 24-26 novembre 2010) ;
Tenant compte de la Résolution 1843 (2011) de l’Assemblée parlementaire du Conseil de l’Europe « La protection de la vie privée et des données à caractère personnel sur l’internet et les médias en ligne » ainsi que de sa Résolution 1986 (2014) « Améliorer la protection et la sécurité des utilisateurs dans le cyberespace » ;
Tenant compte de l’Avis 296 (2017) « Projet de Protocole d’amendement à la Convention pour la protection des personnes à l’égard du traitement automatisé des données à caractère personnel (STE n° 108) et à son rapport explicatif », adopté par la Commission permanente agissant au nom de l’Assemblée parlementaire du Conseil de l’Europe le 24 novembre 2017 ;
Considérant que de nouveaux défis ont vu le jour en matière de protection des personnes au regard du traitement des données à caractère personnel depuis l’adoption de la Convention ;
Considérant qu’il est nécessaire de veiller à ce que la Convention continue de jouer son rôle prééminent dans la protection des personnes à l’égard du traitement des données à caractère personnel, ainsi que, de façon plus générale, dans la protection des droits de l’homme et des libertés fondamentales,
Sont convenus de ce qui suit
Article 1er
1 Le premier alinéa du préambule de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« Les États membres du Conseil de l’Europe, et les autres signataires de la présente Convention, »
3
2
2 Le troisième alinéa du préambule de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« Considérant qu’il est nécessaire de garantir la dignité humaine ainsi que la protection des droits de l’homme et des libertés fondamentales de toute personne, et, eu égard à la diversification, à l’intensification et à la mondialisation des traitements des données et des flux de données à caractère personnel, l’autonomie personnelle, fondée sur le droit de toute personne de contrôler ses propres données à caractère personnel et le traitement qui en est fait ; »
3 Le quatrième alinéa du préambule de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« Rappelant que le droit à la protection des données à caractère personnel est à considérer au regard de son rôle dans la société et qu’il est à concilier avec d’autres droits de l’homme et libertés fondamentales, dont la liberté d’expression ; »
4 L’alinéa qui suit est ajouté après le quatrième alinéa du préambule de la Convention :
« Considérant que la présente Convention permet de prendre en compte, dans la mise en œuvre des règles qu’elle fixe, le principe du droit d’accès aux documents officiels ; »
5 Le cinquième alinéa du préambule de la Convention est supprimé. De nouveaux cinquième et sixième alinéas sont ajoutés comme suit :
« Reconnaissant la nécessité de promouvoir les valeurs fondamentales du respect de la vie privée et de la protection des données à caractère personnel à l’échelle mondiale, favorisant ainsi la libre circulation de l’information entre les peuples ; »
« Reconnaissant l’intérêt d’intensifier la coopération internationale entre les Parties à la Convention ; ».
Article 2
Le libellé de l’article 1er de la Convention est remplacé par ce qui suit :
«Le but de la présente Convention est de protéger toute personne physique, quelle que soit sa nationalité ou sa résidence, à l’égard du traitement des données à caractère personnel, contribuant ainsi au respect de ses droits de l’homme et de ses libertés fondamentales, et notamment du droit à la vie privée. »
Article 3
1 L’alinéa b de l’article 2 de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« b “traitement de données” s’entend de toute opération ou ensemble d’opérations effectuées sur des données à caractère personnel, telles que la collecte, l’enregistrement, la conservation, la modification, l’extraction, la communication, la mise à disposition, l’effacement ou la destruction des données, ou l’application d’opérations logiques et/ou arithmétiques à ces données ; »
2 L’alinéa c de l’article 2 de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« c lorsque aucun procédé automatisé n’est utilisé, le traitement de données désigne une opération ou des opérations effectuée(s) sur des données à caractère personnel au sein d’un ensemble structuré de données qui sont accessibles ou peuvent être retrouvées selon des critères spécifiques ; »
4
3
3 L’alinéa d de l’article 2 de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« d “responsable du traitement” signifie : la personne physique ou morale, l’autorité publique, le service, l’agence ou tout autre organisme qui, seul ou conjointement avec d’autres, dispose du pouvoir de décision à l’égard du traitement de données ; »
4 Les nouveaux alinéas suivants sont ajoutés après l’alinéa d de l’article 2 de la Convention :
« e “destinataire” signifie : la personne physique ou morale, l’autorité publique, le service, l’agence ou tout autre organisme qui reçoit communication de données ou à qui des données sont rendues accessibles ;
f “sous-traitant” signifie : la personne physique ou morale, l’autorité publique, le service, l’agence ou tout autre organisme qui traite des données à caractère personnel pour le compte du responsable du traitement. »
Article 4
1 Le paragraphe 1 de l’article 3 de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« 1 Chaque Partie s’engage à appliquer la présente Convention aux traitements de données relevant de sa juridiction dans les secteurs public et privé, garantissant ainsi à toute personne le droit à la protection de ses données à caractère personnel. »
2 Le paragraphe 2 de l’article 3 de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« 2 La présente Convention ne s’applique pas au traitement de données effectué par une personne dans le cadre d’activités exclusivement personnelles ou domestiques. »
3 Les paragraphes 3 à 6 de l’article 3 de la Convention sont supprimés.
Article 5
Le titre du chapitre II de la Convention est modifié et se lit désormais comme suit :
« Chapitre II – Principes de base pour la protection des données à caractère personnel ».
Article 6
1 Le paragraphe 1 de l’article 4 de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« 1 Chaque Partie prend, dans sa loi, les mesures nécessaires pour donner effet aux dispositions de la présente Convention ainsi que pour en assurer l’application effective. »
2 Le paragraphe 2 de l’article 4 de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« 2 Ces mesures doivent être prises par chaque Partie et doivent être entrées en vigueur au moment de la ratification ou de l’adhésion à la présente Convention. »
5
4
3 Un nouveau paragraphe est ajouté après le paragraphe 2 de l’article 4 de la Convention :
« 3 Chaque Partie s’engage :
a à permettre au comité conventionnel prévu au chapitre VI d’évaluer l’efficacité des mesures qu’elle aura prises dans sa loi pour donner effet aux dispositions de la présente Convention ; et
b à contribuer activement à ce processus d’évaluation. »
Article 7
1 Le titre de l’article 5 de la Convention est modifié et se lit désormais comme suit :
« Article 5 – Légitimité du traitement de données et qualité des données ».
2 Le libellé de l’article 5 de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« 1 Le traitement de données doit être proportionné à la finalité légitime poursuivie et refléter à chaque étape du traitement un juste équilibre entre tous les intérêts en présence, qu’ils soient publics ou privés, ainsi que les droits et les libertés en jeu.
2 Chaque Partie prévoit que le traitement de données ne peut être effectué que sur la base du consentement libre, spécifique, éclairé et non équivoque de la personne concernée ou en vertu d’autres fondements légitimes prévus par la loi.
3 Les données à caractère personnel faisant l’objet d’un traitement sont traitées licitement.
4 Les données à caractère personnel faisant l’objet d’un traitement sont :
a traitées loyalement et de manière transparente ;
b collectées pour des finalités explicites, déterminées et légitimes, et ne sont pas traitées de manière incompatible avec ces finalités ; le traitement ultérieur à des fins archivistiques dans l’intérêt public, à des fins de recherche scientifique ou historique, ou à des fins de statistiques est compatible avec ces fins, à condition que des garanties complémentaires s’appliquent ;
c adéquates, pertinentes et non excessives au regard des finalités pour lesquelles elles sont traitées ;
d exactes et, si nécessaire, mises à jour ;
e conservées sous une forme permettant l’identification des personnes concernées pendant une durée n’excédant pas celle nécessaire aux finalités pour lesquelles elles sont traitées. »
6
5
Article 8
Le libellé de l’article 6 de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« 1 Le traitement :
– de données génétiques ;
– de données à caractère personnel concernant des infractions, des procédures et des condamnations pénales, et des mesures de sûreté connexes ;
– de données biométriques identifiant un individu de façon unique ;
– de données à caractère personnel pour les informations qu’elles révèlent sur l’origine raciale ou ethnique, les opinions politiques, l’appartenance syndicale, les convictions religieuses ou autres convictions, la santé ou la vie sexuelle ;
n’est autorisé qu’à la condition que des garanties appropriées, venant compléter celles de la présente Convention, soient prévues par la loi.
2 Ces garanties doivent être de nature à prévenir les risques que le traitement de données sensibles peut présenter pour les intérêts, droits et libertés fondamentales de la personne concernée, notamment un risque de discrimination. »
Article 9
Le libellé de l’article 7 de la Convention est remplacé par ce qui suit :
« 1 Chaque Partie prévoit que le responsable du traitement, ainsi que, le cas échéant, le soustraitant, prend des mesures de sécurité appropriées contre les risques tels que l’accès accidentel ou non autorisé aux données à caractère personnel, leur destruction, perte, utilisation, modification ou divulgation.
2 Chaque Partie prévoit que le responsable du traitement est tenu de notifier, dans les meilleurs délais, à tout le moins à l’autorité de contrôle compétente au sens de l’article 15 de la présente Convention, les violations des données susceptibles de porter gravement atteinte aux droits et libertés fondamentales des personnes concernées. »
Article 10
Un nouvel article 8, intitulé et libellé comme suit, est introduit après l’article 7 de la Convention :
« Article 8 – Transparence du traitement
1 Chaque Partie prévoit que le responsable du traitement informe les personnes concernées :
a de son identité et de sa résidence ou lieu d’établissement habituels ;
b de la base légale et des finalités du traitement envisagé ;
c des catégories des données à caractère personnel traitées ;
d le cas échéant, des destinataires ou catégories de destinataires des données à caractère personnel ; et
7
6
e des moyens d’exercer les droits énoncés à l’article 9 ;
ainsi que de toute autre information complémentaire nécessaire pour garantir un traitement loyal et transparent des données à caractère personnel.
2 Le paragraphe 1 ne s’applique pas lorsque la personne concernée détient déjà l’information.
3 Lorsque les données à caractère personnel ne sont pas collectées directement auprès des personnes concernées, le responsable du traitement n’est pas tenu de fournir ces informations dès lors que le traitement est expressément prévu par la loi ou que cela lui est impossible ou implique des efforts disproportionnés. »
Article 11
1 L’ancien article 8 devient l’article 9 de la Convention et son intitulé est modifié comme suit :
« Article 9 – Droits des personnes concernées ».
2 Le libellé de l’article 8 de la Convention (nouvel article 9) est remplacé par ce qui suit :
« 1 Toute personne a le droit :
a de ne pas être soumise à une décision l’affectant de manière significative, qui serait prise uniquement sur le fondement d’un traitement automatisé de données, sans que son point de vue soit pris en compte ;
b d’obtenir, à sa demande, à intervalle raisonnable et sans délai ou frais excessifs, la confirmation d’un traitement de données la concernant, la communication sous une forme intelligible des données traitées, et toute information disponible sur leur origine, sur la durée de leur conservation ainsi que toute autre information que le responsable du traitement est tenu de fournir au titre de la transparence des traitements, conformément à l’article 8, paragraphe 1 ;
c d’obtenir, à sa demande, connaissance du raisonnement qui sous-tend le traitement de données, lorsque les résultats de ce traitement lui sont appliqués ;
d de s’opposer à tout moment, pour des raisons tenant à sa situation, à ce que des données à caractère personnel la concernant fassent l’objet d’un traitement, à moins que le responsable du traitement ne démontre des motifs légitimes justifiant le traitement, qui prévalent sur les intérêts ou les droits et libertés fondamentales de la personne concernée ;
e d’obtenir, à sa demande, sans frais et sans délai excessif, la rectification de ces données ou, le cas échéant, leur effacement lorsqu’elles sont ou ont été traitées en violation des dispositions de la présente Convention ;
f de disposer d’un recours, conformément à l’article 12, lorsque ses droits prévus par la présente Convention ont été violés ;
g de bénéficier, quelle que soit sa nationalité ou sa résidence, de l’assistance d’une autorité de contrôle au sens de l’article 15 pour l’exercice de ses droits prévus par la présente Convention.
8
7
2 Le paragraphe 1.a ne s’applique pas si la décision est autorisée par une loi à laquelle est soumis le responsable du traitement, et qui prévoit également des mesures appropriées pour la sauvegarde des droits, des libertés et des intérêts légitimes de la personne concernée. »
Article 12
Un nouvel article 10, intitulé et libellé comme suit, est introduit après le nouvel article 9 de la Convention :
« Article 10 – Obligations complémentaires
1 Chaque Partie prévoit que les responsables du traitement, ainsi que, le cas échéant, les soustraitants, doivent prendre toutes les mesures appropriées afin de se conformer aux obligations de la présente Convention et être en mesure de démontrer, sous réserve de la législation nationale adoptée conformément à l’article 11, paragraphe 3, en particulier à l’autorité de contrôle compétente, prévue à l’article 15, que le traitement dont ils sont responsables est en conformité avec les dispositions de la présente Convention.
2 Chaque Partie prévoit que les responsables du traitement, ainsi que, le cas échéant, les soustraitants, doivent procéder, préalablement au commencement de tout traitement, à l’examen de l’impact potentiel du traitement de données envisagé sur les droits et libertés fondamentales des personnes concernées, et qu’ils doivent concevoir le traitement de données de manière à prévenir ou à minimiser les risques d’atteinte à ces droits et libertés fondamentales.
3 Chaque Partie prévoit que les responsables du traitement, ainsi que, le cas échéant, les soustraitants, prennent des mesures techniques et organisationnelles tenant compte des implications du droit à la protection des données à caractère personnel à tous les stades du traitement des données.
4 Chaque Partie peut, eu égard aux risques encourus pour les intérêts, droits et libertés fondamentales des personnes concernées, adapter l’application des dispositions des paragraphes 1, 2 et 3 dans la loi donnant effet aux dispositions de la présente Convention, en fonction de la nature et du volume des données, de la nature, de la portée et de la finalité du traitement et, le cas échéant, de la taille des responsables du traitement et des soustraitants. »
Article 13
Les anciens articles 9 à 12 de la Convention deviennent les articles 11 à 14 de la Convention.
Article 14
Le libellé de l’article 9 de la Convention (nouvel article 11) est remplacé par ce qui suit :
“1 Aucune exception aux dispositions énoncées au présent chapitre n’est admise, sauf au regard des dispositions de l’article 5, paragraphe 4, de l’article 7, paragraphe 2, de l’article 8, paragraphe 1, et de l’article 9, dès lors qu’une telle exception est prévue par une loi, qu’elle respecte l’essence des droits et libertés fondamentales, et qu’elle constitue une mesure nécessaire et proportionnée dans une société démocratique :
a à la protection de la sécurité nationale, à la défense, à la sûreté publique, à des intérêts économiques et financiers importants de l’État, à l’impartialité et à l’indépendance de la justice ou à la prévention, à l’investigation et à la répression des infractions pénales et à l’exécution des sanctions pénales, ainsi qu’à d’autres objectifs essentiels d’intérêt public général ;
9
8
b à la protection de la personne concernée ou des droits et libertés fondamentales d’autrui, notamment la liberté d’expression.
2 Des restrictions à l’exercice des dispositions visées aux articles 8 et 9 peuvent être prévues par la loi pour le traitement des données utilisées à des fins archivistiques dans l’intérêt public, à des fins de recherche scientifique ou historique, ou à des fins statistiques, lorsqu’il n’existe pas de risque identifiable d’atteinte aux droits et libertés fondamentales des personnes concernées.
3 Outre les exceptions prévues au paragraphe 1 du présent article, relatives aux activités de traitement à des fins de sécurité nationale et de défense, chaque Partie peut prévoir par une loi et uniquement dans la mesure où cela constitue une mesure nécessaire et proportionnée dans une société démocratique à cette fin, des exceptions à l’article 4, paragraphe 3, à l’article 14, paragraphes 5 et 6, et à l’article 15, paragraphe 2, alinéas a, b, c et d.
Cela est sans préjudice de l’exigence que les activités de traitement à des fins de sécurité nationale et de défense fassent l’objet d’un contrôle et d’une supervision indépendants effectifs selon la législation nationale de chaque Partie. »
Article 15
Le libellé de l’article 10 de la Convention (nouvel article 12) est remplacé par ce qui suit :
« Chaque Partie s’engage à établir des sanctions et des recours juridictionnels et non juridictionnels appropriés visant les violations des dispositions de la présente Convention. »
Article 16
Le titre du chapitre III est modifié et se lit désormais comme suit :
« Chapitre III – Flux transfrontières de données à caractère personnel ».
Article 17
1 L’intitulé de l’article 12 de la Convention (nouvel article 14) est modifié et se lit désormais comme suit :
« Article 14 – Flux transfrontières de données à caractère personnel ».
2 Le libellé de l’article 12 de la Convention (nouvel article 14) est remplacé par ce qui suit :
« 1 Une Partie ne peut, aux seules fins de la protection des données à caractère personnel, interdire ou soumettre à une autorisation spéciale le transfert de ces données à un destinataire relevant de la juridiction d’une autre Partie à la Convention. Cette Partie peut néanmoins agir ainsi lorsqu’il existe un risque réel et sérieux que le transfert à une autre Partie, ou de cette autre Partie à une non-Partie, conduise à contourner les dispositions de la Convention. Une Partie peut également agir ainsi lorsqu’elle est tenue de respecter des règles de protection harmonisées communes à des États appartenant à une organisation internationale régionale.
2 Lorsque le destinataire relève de la juridiction d’un État ou d’une organisation internationale qui n’est pas Partie à la présente Convention, le transfert de données à caractère personnel n’est possible que si un niveau approprié de protection fondé sur les dispositions de la présente Convention est garanti.
3 Un niveau de protection des données approprié peut être garanti par :
10
9
a les règles de droit de cet État ou de cette organisation internationale, y compris les traités ou accords internationaux applicables ; ou
b des garanties ad hoc ou standardisées agréées, établies par des instruments juridiquement contraignants et opposables, adoptés et mis en œuvre par les personnes impliquées dans le transfert et le traitement ultérieur des données.
4 Nonobstant les modalités prévues aux paragraphes précédents, chaque Partie peut prévoir que le transfert de données à caractère personnel peut avoir lieu :
a si la personne concernée a donné son consentement explicite, spécifique et libre, après avoir été informée des risques induits par l’absence de garanties appropriées ; ou
b si des intérêts spécifiques de la personne concernée le nécessitent dans un cas particulier ; ou
c si des intérêts légitimes prépondérants, notamment des intérêts publics importants, sont prévus par la loi et si ce transfert constitue une mesure nécessaire et proportionnée dans une société démocratique ; ou
d si ce transfert constitue une mesure nécessaire et proportionnée dans une société démocratique pour la liberté d’expression.
5 Chaque Partie prévoit que l’autorité de contrôle compétente au sens de l’article 15 de la présente Convention obtient toute information pertinente relative aux transferts de données prévus au paragraphe 3, alinéa b, et, sur demande, au paragraphe 4, alinéas b et c.
6 Chaque Partie prévoit également que l’autorité de contrôle peut exiger de la personne qui transfère les données qu’elle démontre l’effectivité des garanties prises ou l’existence d’intérêts légitimes prépondérants et qu’elle peut, pour protéger les droits et les libertés fondamentales des personnes concernées, interdire ou suspendre les transferts ou soumettre à condition de tels transferts de données. »
3 Le libellé de l’article 12 de la Convention (nouvel article 14) intègre les dispositions de l’article 2 du Protocole additionnel de 2001 (STE n° 181) concernant les autorités de contrôle et les flux transfrontières de données, relatif aux flux transfrontières de données à caractère personnel vers un destinataire n’étant pas soumis à la juridiction d’une Partie à la Convention.
Article 18
Un nouveau chapitre IV est ajouté après le chapitre III de la Convention, dont le titre est :
« Chapitre IV – Autorités de contrôle ».
11
10
Article 19
Un nouvel article 15 intègre les dispositions de l’article 1 du Protocole additionnel de 2001 (STE n° 181) et se lit comme suit :
« Article 15 – Autorités de contrôle
1 Chaque Partie prévoit qu’une ou plusieurs autorités sont chargées de veiller au respect des dispositions de la présente Convention.
2 À cet effet, ces autorités :
a disposent de pouvoirs d’investigation et d’intervention ;
b exercent les fonctions en matière de transferts de données prévues à l’article 14, notamment l’agrément de garanties standardisées ;
c disposent du pouvoir de rendre des décisions relatives aux violations des dispositions de la présente Convention et peuvent, notamment, infliger des sanctions administratives ;
d disposent du pouvoir d’ester en justice ou de porter à la connaissance de l’autorité judiciaire compétente des violations des dispositions de la présente Convention ;
e sont chargées :
i de sensibiliser le public à leurs fonctions et à leurs pouvoirs, ainsi qu’à leurs activités ;
ii de sensibiliser le public aux droits des personnes concernées et à l’exercice de ces droits ;
iii de sensibiliser les responsables du traitement et les sous-traitants aux responsabilités qui leur incombent en vertu de la présente Convention ;
une attention particulière sera portée au droit à la protection des données des enfants et des autres personnes vulnérables.
3 Les autorités de contrôle compétentes sont consultées sur toute proposition législative ou administrative impliquant des traitements de données à caractère personnel.
4 Chaque autorité de contrôle compétente traite les demandes et les plaintes dont elle est saisie par les personnes concernées au regard de leurs droits à la protection des données et tient ces personnes informées des résultats.
5 Les autorités de contrôle agissent avec indépendance et impartialité dans l’accomplissement de leurs fonctions et l’exercice de leurs pouvoirs et, ce faisant, elles ne sollicitent ni n’acceptent d’instructions.
6 Chaque Partie s’assure que les autorités de contrôle disposent des ressources nécessaires à l’accomplissement effectif de leurs fonctions et à l’exercice de leurs pouvoirs.
7 Chaque autorité de contrôle prépare et publie un rapport d’activités périodique.
8 Les membres et agents des autorités de contrôle sont tenus à une obligation de confidentialité à l’égard des informations confidentielles auxquelles ils ont, ou ont eu, accès dans l’accomplissement de leurs fonctions et l’exercice de leurs pouvoirs.
12
11
9 Les décisions des autorités de contrôle peuvent faire l’objet d’un recours juridictionnel.
10 Les autorités de contrôle ne sont pas compétentes s’agissant des traitements effectués par des organes dans l’exercice de leurs fonctions juridictionnelles. »
Article 20
1 Les chapitres IV à VII de la Convention sont renumérotés et deviennent les chapitres V à VIII de la Convention.
2 Le titre du chapitre V est modifié et se lit désormais comme suit : « Chapitre V – Coopération et entraide ».
3 Un nouvel article 17 est introduit et les anciens articles 13 à 27 de la Convention deviennent les articles 16 à 31 de la Convention.
Article 21
1 L’intitulé de l’article 13 de la Convention (nouvel article 16) est modifié et se lit désormais comme suit :
« Article 16 – Désignation des autorités de contrôle ».
2 Le paragraphe 1 de l’article 13 de la Convention (nouvel article 16) est remplacé par ce qui suit :
« 1 Les Parties s’engagent à coopérer et à s’accorder mutuellement assistance pour la mise en œuvre de la présente Convention. »
3 Le paragraphe 2 de l’article 13 de la Convention (nouvel article 16) est remplacé par ce qui suit :
« 2 À cette fin :
a chaque Partie désigne une ou plusieurs autorités de contrôle, au sens de l’article 15 de la présente Convention, dont elle communique la dénomination et l’adresse au Secrétaire Général du Conseil de l’Europe ;
b chaque Partie qui a désigné plusieurs autorités de contrôle indique, dans la communication visée à l’alinéa précédent, la compétence de chacune. »
4 Le paragraphe 3 de l’article 13 de la Convention (nouvel article 16) est supprimé.
Article 22
Un nouvel article 17 intitulé et libellé comme suit est introduit après le nouvel article 16 de la Convention :
« Article 17 – Formes de coopération
1 Les autorités de contrôle coopèrent entre elles dans la mesure nécessaire à l’accomplissement de leurs fonctions et l’exercice de leurs pouvoirs, notamment :
a en s’accordant mutuellement une assistance par l’échange d’informations pertinentes et utiles et en coopérant entre elles, à condition qu’en ce qui concerne la protection des données à caractère personnel toutes les règles et garanties de la présente Convention soient respectées ;
13
12
b en coordonnant leurs investigations ou interventions, ou en menant des actions conjointes ;
c en fournissant des informations et des documents sur leur droit et sur leur pratique administrative en matière de protection des données.
2 Les informations visées au paragraphe 1 n’incluent pas les données à caractère personnel faisant l’objet d’un traitement, à moins que ces données soient essentielles à la coopération ou que la personne concernée ait donné son consentement explicite, spécifique, libre et éclairé pour ce faire.
3 Afin d’organiser leur coopération et d’accomplir les fonctions prévues aux paragraphes précédents, les autorités de contrôle des Parties se constituent en réseau. »
Article 23
1 L’intitulé de l’article 14 de la Convention (nouvel article 18) est modifié et se lit comme suit :
« Article 18 – Assistance aux personnes concernées ».
2 Le libellé de l’article 14 de la Convention (nouvel article 18) est remplacé par ce qui suit :
« 1 Chaque Partie prête assistance à toute personne concernée, quelle que soit sa nationalité ou sa résidence, pour l’exercice de ses droits prévus par l’article 9 de la présente Convention.
2 Lorsque la personne concernée réside sur le territoire d’une autre Partie, elle doit avoir la faculté de présenter la demande par l’intermédiaire de l’autorité de contrôle désignée par cette Partie.
3 La demande d’assistance doit contenir toutes les indications nécessaires concernant notamment :
a le nom, l’adresse et tout autre élément pertinent d’identification de la personne concernée à l’origine de la demande ;
b le traitement auquel la demande se réfère ou le responsable du traitement correspondant ;
c l’objet de la demande. »
Article 24
1 L’intitulé de l’article 15 de la Convention (nouvel article 19) est modifié et se lit comme suit :
« Article 19 – Garanties ».
14
13
2 Le libellé de l’article 15 de la Convention (nouvel article 19) est remplacé par ce qui suit :
« 1 Une autorité de contrôle qui a reçu des informations d’une autre autorité de contrôle, soit à l’appui d’une demande, soit en réponse à une demande qu’elle a formulée elle-même, ne pourra faire usage de ces informations à des fins autres que celles spécifiées dans la demande.
2 En aucun cas une autorité de contrôle ne sera autorisée à faire une demande au nom d’une personne concernée, de sa propre initiative et sans l’approbation expresse de cette personne. »
Article 25
1 L’intitulé de l’article 16 de la Convention (nouvel article 20) est modifié et se lit comme suit :
« Article 20 – Refus des demandes ».
2 La phrase introductive de l’article 16 de la Convention (nouvel article 20) est remplacée par ce qui suit :
«Une autorité de contrôle, saisie d’une demande aux termes de l’article 17 de la présente Convention, ne peut refuser d’y donner suite que si : »
3 L’alinéa a de l’article 16 de la Convention (nouvel article 20) est remplacé par ce qui suit :
« a la demande est incompatible avec ses compétences ; »
4 L’alinéa c de l’article 16 de la Convention (nouvel article 20) est remplacé par ce qui suit :
« c l’exécution de la demande serait incompatible avec la souveraineté, la sécurité nationale ou l’ordre public de la Partie qui l’a désignée, ou avec les droits et libertés fondamentales des personnes relevant de la juridiction de cette Partie. »
Article 26
1 L’intitulé de l’article 17 de la Convention (nouvel article 21) est modifié et se lit comme suit :
« Article 21 – Frais et procédures ».
2 Le paragraphe 1 de l’article 17 de la Convention (nouvel article 21) est remplacé par ce qui suit :
« 1 La coopération et l’entraide que les Parties s’accordent aux termes de l’article 17, ainsi que l’assistance qu’elles prêtent aux personnes concernées aux termes des articles 9 et 18 ne donneront pas lieu au paiement de frais et droits autres que ceux afférents aux experts et aux interprètes. Ces frais et droits seront à la charge de la Partie qui a fait la demande. »
3 Dans la version anglaise, les termes « his or her » remplacent « his » dans le paragraphe 2 de l’article 17 de la Convention (nouvel article 21).
15
14
Article 27
Le titre du chapitre V de la Convention (nouveau chapitre VI) est modifié et se lit comme suit :
« Chapitre VI – Comité conventionnel ».
Article 28
1 Au paragraphe 1 de l’article 18 de la Convention (nouvel article 22), les mots « comité consultatif » sont remplacés par les mots « comité conventionnel ».
2 Le paragraphe 3 de l’article 18 de la Convention (nouvel article 22) est remplacé par ce qui suit :
« 3 Le comité conventionnel peut, par une décision prise à la majorité des deux tiers des représentants des Parties, inviter un observateur à se faire représenter à ses réunions. »
3 Un nouveau paragraphe 4 est ajouté après le paragraphe 3 de l’article 18 de la Convention (nouvel article 22) :
« 4 Toute Partie qui n’est pas membre du Conseil de l’Europe contribuera au financement des activités du comité conventionnel selon des modalités établies par le Comité des Ministres en accord avec cette Partie. »
Article 29
1 Les mots « comité consultatif » en introduction de l’article 19 de la Convention (nouvel article 23) sont remplacés par les mots « comité conventionnel ».
2 À l’alinéa a de l’article 19 de la Convention (nouvel article 23), le terme « propositions » est remplacé par le terme « recommandations ».
3 Les références à « l’article 21 », à l’alinéa b, et à « l’article 21, paragraphe 3 », à l’alinéa c de l’article 19 de la Convention (nouvel article 23), sont remplacées respectivement par les références suivantes : « l’article 25 » et « l’article 25, paragraphe 3 ».
4 L’alinéa d de l’article 19 de la Convention (nouvel article 23) est remplacé par ce qui suit :
« d peut exprimer un avis sur toute question relative à l’interprétation ou à l’application de la présente Convention ; »
5 Les alinéas suivants sont ajoutés après l’alinéa d de l’article 19 de la Convention (nouvel article 23) :
« e formule, préalablement à toute nouvelle adhésion à la Convention, un avis destiné au Comité des Ministres sur le niveau de protection des données à caractère personnel assuré par le candidat à l’adhésion et recommande, le cas échéant, des mesures à prendre en vue d’atteindre la conformité avec les dispositions de la présente Convention ;
f peut, à la demande d’un État ou d’une organisation internationale, évaluer si leur niveau de protection des données à caractère personnel est conforme aux dispositions de la présente Convention et recommande, le cas échéant, des mesures à prendre en vue d’atteindre une telle conformité ;
16
15
g peut élaborer ou approuver des modèles de garanties standardisées au sens de l’article 14 ;
h examine la mise en œuvre de la présente Convention par les Parties et recommande des mesures à prendre en cas de non-respect de la présente Convention par une Partie ;
i facilite au besoin le règlement amiable de toute difficulté d’application de la présente Convention. »
Article 30
Le texte de l’article 20 de la Convention (nouvel article 24) est remplacé par ce qui suit :
« 1 Le comité conventionnel est convoqué par le Secrétaire Général du Conseil de l’Europe. Il tient sa première réunion dans les douze mois qui suivent l’entrée en vigueur de la présente Convention. Il se réunit par la suite au moins une fois par an et, en tout cas, chaque fois qu’un tiers des représentants des Parties demande sa convocation.
2 À l’issue de chacune de ses réunions, le comité conventionnel soumet au Comité des Ministres du Conseil de l’Europe un rapport sur ses travaux et sur le fonctionnement de la présente Convention.
3 Les modalités de vote au sein du comité conventionnel sont fixées dans les éléments pour le règlement intérieur annexés au Protocole STCE n° 223.
4 Le comité conventionnel établit les autres éléments de son règlement intérieur et fixe en particulier les procédures d’évaluation et d’examen prévues à l’article 4, paragraphe 3, et à l’article 23, alinéas e, f et h, sur la base de critères objectifs. »
Article 31
1 Les paragraphes 1 à 4 de l’article 21 de la Convention (nouvel article 25) sont remplacés par ce qui suit :
« 1 Des amendements à la présente Convention peuvent être proposés par une Partie, par le Comité des Ministres du Conseil de l’Europe ou par le comité conventionnel.
2 Toute proposition d’amendement est communiquée par le Secrétaire Général du Conseil de l’Europe aux Parties à la présente Convention, aux autres États membres du Conseil de l’Europe, à l’Union européenne et à chaque État non membre ou organisation internationale qui a été invité(e) à adhérer à la présente Convention conformément aux dispositions de l’article 27.
3 En outre, tout amendement proposé par une Partie ou par le Comité des Ministres est communiqué au comité conventionnel, qui soumet au Comité des Ministres son avis sur l’amendement proposé.
4 Le Comité des Ministres examine l’amendement proposé et tout avis soumis par le comité conventionnel, et peut approuver l’amendement. »
17
16
2 Le paragraphe 7 suivant est inséré après le paragraphe 6 de l’article 21 de la Convention (nouvel article 25) :
« 7 Par ailleurs, le Comité des Ministres peut, après consultation du comité conventionnel, décider à l’unanimité qu’un amendement en particulier entrera en vigueur à l’expiration d’une période de trois ans à compter de la date à laquelle il aura été ouvert à l’acceptation, sauf si une Partie a notifié au Secrétaire Général du Conseil de l’Europe une objection à son entrée en vigueur. Lorsqu’une telle objection a été notifiée, l’amendement entrera en vigueur le premier jour du mois suivant la date à laquelle la Partie à la présente Convention qui a notifié l’objection aura déposé son instrument d’acceptation auprès du Secrétaire Général du Conseil de l’Europe. »
Article 32
1 Le paragraphe 1 de l’article 22 de la Convention (nouvel article 26) est remplacé par ce qui suit :
« 1 La présente Convention est ouverte à la signature des États membres du Conseil de l’Europe et de l’Union européenne. Elle sera soumise à ratification, acceptation ou approbation. Les instruments de ratification, d’acceptation ou d’approbation seront déposés près le Secrétaire Général du Conseil de l’Europe. »
2 Le terme « État membre », au paragraphe 3 de l’article 22 de la Convention (nouvel article 26), est remplacé par « Partie ».
Article 33
L’intitulé et le libellé de l’article 23 de la Convention (nouvel article 27) sont remplacés par ce qui suit :
« Article 27 – Adhésion d’États non membres ou d’organisations internationales
1 Après l’entrée en vigueur de la présente Convention, le Comité des Ministres du Conseil de l’Europe pourra, après consultation des Parties à la présente Convention et en avoir obtenu l’assentiment unanime, et à la lumière de l’avis formulé par le comité conventionnel, conformément à l’article 23.e, inviter tout État non membre du Conseil de l’Europe ou une organisation internationale à adhérer à la présente Convention par une décision prise à la majorité prévue à l’article 20.d du Statut du Conseil de l’Europe, et à l’unanimité des représentants des États contractants ayant le droit de siéger au Comité des Ministres.
2 Pour tout État ou organisation internationale adhérant à la présente Convention conformément au paragraphe 1 ci-dessus, la Convention entrera en vigueur le premier jour du mois qui suit l’expiration d’une période de trois mois après la date du dépôt de l’instrument d’adhésion près le Secrétaire Général du Conseil de l’Europe. »
Article 34
Les paragraphes 1 et 2 de l’article 24 de la Convention (nouvel article 28) sont remplacés par ce qui suit :
« 1 Tout État, l’Union européenne ou une autre organisation internationale peut, au moment de la signature ou au moment du dépôt de son instrument de ratification, d’acceptation, d’approbation ou d’adhésion, désigner le ou les territoires auxquels s’appliquera la présente Convention.
18
17
2 Tout État, l’Union européenne ou une autre organisation internationale peut, à tout autre moment par la suite, par une déclaration adressée au Secrétaire Général du Conseil de l’Europe, étendre l’application de la présente Convention à tout autre territoire désigné dans la déclaration. La Convention entrera en vigueur à l’égard de ce territoire le premier jour du mois qui suit l’expiration d’une période de trois mois après la date de réception de la déclaration par le Secrétaire Général. »
Article 35
1 Dans la phrase introductive de l’article 27 de la Convention (nouvel article 31), le mot « État» est remplacé par le mot « Partie ».
2 Les références faites à l’alinéa c aux « articles 22, 23 et 24 » sont remplacées par des références aux « articles 26, 27 et 28 ».
Article 36 – Signature, ratification et adhésion
1 Le présent Protocole est ouvert à la signature des États Contractants à la Convention. Il est soumis à ratification, acceptation ou approbation. Les instruments de ratification, d’acceptation ou d’approbation seront déposés près le Secrétaire Général du Conseil de l’Europe.
2 Après l’ouverture à la signature du présent Protocole et avant son entrée en vigueur, tout autre État exprime son consentement à être lié par le présent Protocole par adhésion. Il ne peut devenir Partie à la Convention sans adhérer simultanément au présent Protocole.
Article 37 – Entrée en vigueur
1 Le présent Protocole entrera en vigueur le premier jour du mois qui suit l’expiration d’une période de trois mois après la date à laquelle toutes les Parties à la Convention auront exprimé leur consentement à être liées par le Protocole, conformément aux dispositions du paragraphe 1 de l’article 36.
2 Dans l’hypothèse où le présent Protocole ne serait pas entré en vigueur conformément au paragraphe 1, à l’expiration d’une période de cinq ans après la date à laquelle il a été ouvert à la signature, le Protocole entrera en vigueur, à l’égard des États ayant exprimé leur consentement à être liés par celui-ci, conformément au paragraphe 1, pourvu que le Protocole compte au moins trente-huit Parties. En ce qui concerne les Parties au Protocole, toutes les dispositions de la Convention amendée prennent effet immédiatement après son entrée en vigueur.
3 En attendant l’entrée en vigueur du présent Protocole, et sans préjudice des dispositions relatives à l’entrée en vigueur et à l’adhésion d’États non membres ou d’organisations internationales, une Partie à la Convention peut, au moment de la signature du présent Protocole, ou à tout moment ultérieur, déclarer que les dispositions du présent Protocole lui seront applicables à titre provisoire. Dans ce cas, les dispositions du présent Protocole ne s’appliqueront qu’aux Parties à la Convention ayant fait une déclaration similaire à cet effet. Cette déclaration prendra effet le premier jour du troisième mois qui suit la date de sa réception par le Secrétaire Général du Conseil de l’Europe.
4 Dès la date d’entrée en vigueur du présent Protocole, le Protocole additionnel à la Convention pour la protection des personnes à l’égard du traitement automatisé des données à caractère personnel, concernant les autorités de contrôle et les flux transfrontières de données (STE n° 181) sera abrogé.
19
18
5 Dès la date d’entrée en vigueur du présent Protocole, les amendements à la Convention pour la protection des personnes à l’égard du traitement automatisé des données à caractère personnel approuvés par le Comité des Ministres, à Strasbourg, le 15 juin 1999, deviendront sans objet.
Article 38 – Déclarations relatives à la Convention
Dès la date d’entrée en vigueur du présent Protocole, pour les Parties ayant fait une ou plusieurs déclarations en vertu de l’article 3 de la Convention, cette ou ces déclarations deviendront caduques.
Article 39 – Réserves
Aucune réserve ne peut être faite aux dispositions du présent Protocole.
Article 40 – Notifications
Le Secrétaire Général du Conseil de l’Europe notifiera aux États membres du Conseil de l’Europe et à toute autre Partie à la Convention :
a toute signature;
b le dépôt de tout instrument de ratification, d’acceptation, d’approbation ou d’adhésion ;
c la date d’entrée en vigueur du présent Protocole conformément à son article 37 ;
d tout autre acte, notification ou communication ayant trait au présent Protocole.
En foi de quoi, les soussignés, dûment autorisés à cet effet, ont signé le présent Protocole.
Fait à Strasbourg, le 10 octobre 2018, en français et en anglais, les deux textes faisant également foi, en un seul exemplaire qui sera déposé dans les archives du Conseil de l’Europe. Le Secrétaire Général du Conseil de l’Europe en communiquera copie certifiée conforme à chacun des États membres du Conseil de l’Europe, aux autres Parties à la Convention et à tout État invité à adhérer à cette dernière.
20
19
Annexe au Protocole : Éléments pour le règlement intérieur du comité conventionnel
1 Chaque Partie a le droit de vote et dispose d’une voix.
2 La majorité des deux tiers des représentants des Parties constitue le quorum nécessaire pour tenir une réunion du comité conventionnel. Dans le cas où le Protocole d’amendement à la Convention entrerait en vigueur conformément à l’article 37(2) avant son entrée en vigueur à l’égard de tous les Etats Contractants à la Convention, le quorum nécessaire pour tenir une réunion du comité conventionnel sera d’au moins 34 Parties au Protocole.
3 Les décisions au titre de l’article 23 sont prises à la majorité des quatre cinquièmes. Les décisions au titre de l’article 23, alinéa h, sont prises à la majorité des quatre cinquièmes, y compris la majorité des voix des États Parties non membres d’une organisation d’intégration régionale qui est Partie à la Convention.
4 Lorsque le comité conventionnel prend des décisions en vertu de l’article 23, alinéa h, la Partie concernée par l’examen ne vote pas. Dès lors qu’une telle décision concerne une question relevant de la compétence d’une organisation d’intégration régionale, ni l’organisation ni ses États membres ne votent.
5 Les décisions concernant les questions procédurales sont prises à la majorité simple.
6 Les organisations d’intégration régionale, dans les domaines relevant de leur compétence, peuvent exercer leur droit de vote au sein du comité conventionnel avec un nombre de voix égal au nombre de leurs États membres qui sont Parties à la Convention. Une telle organisation n’exerce pas son droit de vote si l’un de ses États membres exerce son droit.
7 En cas de vote, toutes les Parties doivent être informées de l’objet et du moment du vote, ainsi que du fait que le vote sera exercé par les Parties individuellement ou par une organisation d’intégration régionale au nom de ses États membres.
8 Le comité conventionnel peut ultérieurement amender le règlement intérieur à la majorité des deux tiers des Parties, à l’exception des modalités de vote qui ne peuvent être amendées qu’à l’unanimité et auxquelles l’article 25 de la Convention s’applique.
21
Τροποποιητικό Πρωτόκολλο της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την
προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα
Προοίμιο
Τα Κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη στη Σύμβαση
για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα (STE αριθ. 108), η οποία τέθηκε προς υπογραφή στο Στρασβούργο,
στις 28 Ιανουαρίου 1981 (εφεξής «η Σύμβαση»),
Λαμβάνοντας υπόψη το υπ’ αρ. 3 Ψήφισμα σχετικά με την προστασία των δεδομένων και της
ιδιωτικής ζωής στην τρίτη χιλιετία, το οποίο εγκρίθηκε στην 30ή Διάσκεψη των Υπουργών
Δικαιοσύνης του Συμβουλίου της Ευρώπης (Κωνσταντινούπολη, Τουρκία, 24-26 Νοεμβρίου
2010)˙
Λαμβάνοντας υπόψη το υπ’ αρ. 1843 (2011) Ψήφισμα «Η προστασία της ιδιωτικής ζωής και
των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο διαδίκτυο και τα επιγραμμικά μέσα» και το υπ’
αρ. 1986 (2014) Ψήφισμα «Βελτίωση της προστασίας των χρηστών και της ασφάλειας στον
κυβερνοχώρο» της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης˙
Λαμβάνοντας υπόψη την υπ’ αρ. 296 (2017) Γνωμοδότηση «Προσχέδιο Τροποποιητικού
Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη
επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (STE αριθ. 108) και την Επεξηγηματική
Έκθεσή της», η οποία υιοθετήθηκε από τη Μόνιμη Επιτροπή εξ ονόματος της
Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 24 Νοεμβρίου 2017˙
Εκτιμώντας ότι μετά την υιοθέτηση της Σύμβασης έχουν προκύψει νέες προκλήσεις στον
τομέα της προστασίας του ατόμου έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα˙
Εκτιμώντας την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η Σύμβαση εξακολουθεί να διαδραματίζει
προεξέχοντα ρόλο στην προστασία των ατόμων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα και, γενικότερα, την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και
των θεμελιωδών ελευθεριών,
22
Συμφώνησαν τα ακόλουθα:
Άρθρο 1
1. Η πρώτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο
κείμενο:
«Τα Κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και οι λοιποί υπογράφοντες την παρούσα
Σύμβαση,».
2. Η τρίτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο
κείμενο:
«Λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι αναγκαίο να διασφαλίζονται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η
προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών κάθε
προσώπου και -λαμβανομένης υπόψη της διαφοροποίησης, της εντατικοποίησης και της
παγκοσμιοποίησης της επεξεργασίας δεδομένων και των ροών δεδομένων προσωπικού
χαρακτήραη προσωπική αυτονομία βάσει του δικαιώματος κάθε προσώπου να ελέγχει τα
δικά του δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και την επεξεργασία των δεδομένων αυτών˙».
3. Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«Υπενθυμίζοντας ότι το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
πρέπει να συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του ρόλου του στην κοινωνία και να συμβιβάζεται με
άλλα δικαιώματα του ανθρώπου και θεμελιώδεις ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της
ελευθερίας της έκφρασης˙».
4. Μετά την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Σύμβασης προστίθεται η
ακόλουθη αιτιολογική σκέψη:
«Λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρούσα Σύμβαση επιτρέπει να συνεκτιμάται, κατά την
εφαρμογή των κανόνων που καθορίζονται σε αυτήν, η αρχή του δικαιώματος πρόσβασης σε
επίσημα έγγραφα˙».
5. Διαγράφεται η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Σύμβασης. Προστίθενται νέα
πέμπτη και έκτη αιτιολογικές σκέψεις, οι οποίες έχουν ως εξής:
«Αναγνωρίζοντας την ανάγκη να προωθηθούν σε παγκόσμιο επίπεδο οι θεμελιώδεις αξίες
23
του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα, ευνοώντας έτσι την ελεύθερη κυκλοφορία πληροφοριών μεταξύ των λαών˙
Αναγνωρίζοντας το όφελος της ενίσχυσης της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των Μερών της
Σύμβασης˙».
Άρθρο 2
Το κείμενο του άρθρου 1 της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«Σκοπός της παρούσας Σύμβασης είναι η προστασία κάθε φυσικού προσώπου, ανεξάρτητα
από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής του, έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στον σεβασμό
των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών του, και ιδίως του
δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.».
Άρθρο 3
1. Το στοιχείο (β) του άρθρου 2 της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«(β) “επεξεργασία δεδομένων” σημαίνει κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που εκτελούνται σε
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, καταχώρηση, διατήρηση, μεταβολή,
ανάκτηση, γνωστοποίηση, διάθεση, διαγραφή ή καταστροφή ή η εφαρμογή στα δεδομένα
αυτά λογικών ή/και αριθμητικών πράξεων˙».
2. Το στοιχείο (γ) του άρθρου 2 της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«(γ) Όταν δεν χρησιμοποιείται αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ως “επεξεργασία
δεδομένων” νοείται η πράξη ή σειρά πράξεων που εκτελούνται σε δεδομένα προσωπικού
χαρακτήρα στο πλαίσιο διαρθρωμένου συνόλου δεδομένων, τα οποία είναι προσβάσιμα ή
ανακτήσιμα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια».
3. Το στοιχείο (δ) του άρθρου 2 της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«(δ) “υπεύθυνος επεξεργασίας” σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τη δημόσια αρχή,
την υπηρεσία, τον οργανισμό ή οποιονδήποτε άλλο φορέα, o οποίος μόνος ή από κοινού με
άλλους διαθέτει εξουσία λήψης αποφάσεων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων˙».
4. Μετά το στοιχείο (δ) του άρθρου 2 της Σύμβασης προστίθενται τα ακόλουθα νέα στοιχεία:
«(ε) “αποδέκτης” σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τη δημόσια αρχή, την υπηρεσία,
τον οργανισμό ή οποιονδήποτε άλλο φορέα, στον οποίο κοινολογούνται ή καθίστανται
διαθέσιμα τα δεδομένα˙
24
(στ) “εκτελών την επεξεργασία”, σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τη δημόσια
αρχή, την υπηρεσία, τον οργανισμό ή οποιονδήποτε άλλο φορέα που επεξεργάζεται
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας.».
Άρθρο 4
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«1. Κάθε Μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εφαρμόζει την παρούσα Σύμβαση όσον
αφορά την επεξεργασία δεδομένων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του στον δημόσιο και
τον ιδιωτικό τομέα, εξασφαλίζοντας έτσι το δικαίωμα κάθε ατόμου στην προστασία
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.».
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 3 της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«2. Η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων που
πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών
δραστηριοτήτων.».
3. Οι παράγραφοι 3 έως 6 του άρθρου 3 της Σύμβασης διαγράφονται.
Άρθρο 5
Ο τίτλος του Κεφαλαίου ΙΙ της Σύμβασης αντικαθίσταται ως εξής:
«Κεφάλαιο II
Βασικές αρχές για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
Άρθρο 6
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«1. Κάθε Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα στη νομοθεσία του για την εφαρμογή των
διατάξεων της παρούσας Σύμβασης και τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής
τους.».
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«2. Τα μέτρα αυτά πρέπει να έχουν ληφθεί από κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος και να έχουν
τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο της κύρωσης της παρούσας Σύμβασης ή της προσχώρησης σε
αυτή.».
3. Μετά την παράγραφο 2 του άρθρου 4 της Σύμβασης προστίθεται νέα παράγραφος:
«3. Κάθε Μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση:
25
(α) να επιτρέπει στην Επιτροπή της Σύμβασης που προβλέπεται στο Κεφάλαιο VI να αξιολογεί
την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί στη νομοθεσία του για την εφαρμογή
των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης· και
(β) να συμβάλει ενεργά στην εν λόγω διαδικασία αξιολόγησης.».
Άρθρο 7
1. Ο τίτλος του άρθρου 5 αντικαθίσταται με τον ακόλουθο τίτλο:
«Άρθρο 5
Νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων και ποιότητα των δεδομένων».
2. Το κείμενο του άρθρου 5 της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«1. Η επεξεργασία δεδομένων πρέπει να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό
και να αντικατοπτρίζει σε κάθε στάδιο επεξεργασίας μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ όλων των
εμπλεκόμενων συμφερόντων, είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα, και των
διακυβευόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
2. Κάθε Μέρος προβλέπει ότι η επεξεργασία των δεδομένων δεν μπορεί να διενεργείται
παρά μόνο με βάση την ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και αδιαμφισβήτητη συγκατάθεση
του υποκειμένου των δεδομένων ή δυνάμει άλλων νομίμων βάσεων καθοριζόμενων στο
νόμο.
3. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, τυγχάνουν
επεξεργασίας με σύννομο τρόπο.
4. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία:
(α) τυγχάνουν θεμιτής επεξεργασίας με διαφανή τρόπο·
(β) συλλέγονται για ρητούς, καθορισμένους και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε
επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς· η περαιτέρω επεξεργασία
για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής
έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, είναι συμβατή με τους σκοπούς αυτούς υπό την
προϋπόθεση εφαρμογής πρόσθετων εγγυήσεων·
(γ) είναι επαρκή, συναφή και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους
υποβάλλονται σε επεξεργασία·
26
(δ) είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται·
(ε) διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των
δεδομένων για διάστημα που δεν υπερβαίνει αυτό που είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της
επεξεργασίας.».
Άρθρο 8
Το κείμενο του άρθρου 6 της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«1. Η επεξεργασία:
— γενετικών δεδομένων·
— δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικά αδικήματα, ποινικές
διώξεις και ποινικές καταδίκες και τα συναφή μέτρα ασφάλειας·
— βιομετρικών δεδομένων που ταυτοποιούν αδιαμφισβήτητα ένα πρόσωπο·
— δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όσον αφορά τις πληροφορίες που
αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τη συμμετοχή σε
συνδικαλιστική οργάνωση, τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την υγεία ή τη σεξουαλική
ζωή·
δεν επιτρέπεται παρά μόνο εφόσον προβλέπονται από τον νόμο κατάλληλες εγγυήσεις,
συμπληρωματικές των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
2. Οι εγγυήσεις αυτές θα πρέπει να αποτρέπουν τους κίνδυνους που ενδέχεται να εμπεριέχει
η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων για τα συμφέροντα, τα δικαιώματα και τις
θεμελιώδεις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, ιδίως τον κίνδυνο διακρίσεων.».
Άρθρο 9
Το κείμενο του άρθρου 7 της Σύμβασης αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:
«1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας και, κατά
περίπτωση, ο εκτελών την επεξεργασία λαμβάνει κατάλληλα μέτρα ασφαλείας για την
αντιμετώπιση κινδύνων, όπως η τυχαία ή μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, η καταστροφή, η
απώλεια, η χρήση, η τροποποίηση ή η κοινολόγηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι
υποχρεωμένος να γνωστοποιεί, όσο το δυνατόν συντομότερα, τουλάχιστον στην αρμόδια
εποπτική αρχή κατά την έννοια του άρθρου 15 της παρούσας Σύμβασης, εκείνες τις
27
παραβιάσεις δεδομένων οι οποίες δύνανται να επιφέρουν σοβαρά βλάβη στα δικαιώματα
και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων.».
Άρθρο 10
Μετά το άρθρο 7 της Σύμβασης προστίθεται νέο άρθρο 8, με τον ακόλουθο τίτλο και κείμενο:
«Άρθρο 8
Διαφάνεια της επεξεργασίας
1. Κάθε Μέρος διασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει τα υποκείμενα των
δεδομένων σχετικά με:
(α) την ταυτότητα και τη συνήθη διαμονή ή εγκατάστασή του·
(β) τη νομική βάση και τους σκοπούς της επιδιωκόμενης επεξεργασίας·
(γ) τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία·
(δ) τους αποδέκτες ή κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εάν
συντρέχει περίπτωση· και
(ε) τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 9·
καθώς και κάθε αναγκαία συμπληρωματική πληροφορία για τη διασφάλιση θεμιτής και
διαφανούς επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν το υποκείμενο των δεδομένων κατέχει ήδη τις
σχετικές πληροφορίες.
3. Όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν συλλέγονται απευθείας από τα υποκείμενα
των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν υποχρεούται να παρέχει τις πληροφορίες
αυτές όταν η επεξεργασία προβλέπεται ρητά από τον νόμο ή αυτό αποδεικνύεται αδύνατο ή
συνεπάγεται δυσανάλογες προσπάθειες.».
Άρθρο 11
1. Το πρώην άρθρο 8 της Σύμβασης αναριθμείται ως άρθρο 9 και ο τίτλος
αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 9
Δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων».
2. Το κείμενο του άρθρου 8 της Σύμβασης (νέο άρθρο 9) αντικαθίσταται με το ακόλουθο
κείμενο:
28
«1. Κάθε άτομο έχει δικαίωμα:
(α) να μην υπόκειται σε απόφαση που το επηρεάζει σημαντικά, η οποία βασίζεται
αποκλειστικά σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη
οι απόψεις του·
(β) να λαμβάνει, κατόπιν αιτήματός του, σε εύλογο χρονικό διάστημα και χωρίς υπερβολική
καθυστέρηση ή δαπάνη, επιβεβαίωση για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα που το αφορούν, τη γνωστοποίηση των δεδομένων που υποβάλλονται σε
επεξεργασία σε κατανοητή μορφή και κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με την
προέλευσή τους, την περίοδο διατήρησής τους, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που
υποχρεούται να παρέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, δυνάμει της διαφάνειας της
επεξεργασίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 8·
(γ) να λαμβάνει, κατόπιν αιτήματός του, γνώση του σκεπτικού στο οποίο βασίζεται η
επεξεργασία δεδομένων όταν τα αποτελέσματά της εφαρμόζονται σε αυτόν·
(δ) να αντιτίθεται ανά πάσα στιγμή, για λόγους που αφορούν την κατάστασή του, στην
επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας
επιδεικνύει νόμιμους λόγους που δικαιολογούν την επεξεργασία, οι οποίοι υπερισχύουν των
συμφερόντων ή των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών του·
(ε) να λαμβάνει, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν και χωρίς υπερβολική καθυστέρηση, διόρθωση
ή διαγραφή, ανάλογα με την περίπτωση, των δεδομένων του, εφόσον αυτά υπόκεινται σε ή
έχουν υποστεί επεξεργασία κατά παράβαση των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης·
(στ) να διαθέτει μέσο προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 12, όταν έχουν παραβιαστεί τα
προβλεπόμενα στην παρούσα Σύμβαση δικαιώματά του·
(ζ) να επωφελείται, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής του, από τη
συνδρομή μιας εποπτικής αρχής κατά την έννοια του άρθρου 15, για την άσκηση των
προβλεπόμενων στην παρούσα Σύμβαση δικαιωμάτων του.
2. Η παράγραφος 1(α) δεν εφαρμόζεται αν η λήψη της απόφασης επιτρέπεται βάσει νόμου
στον οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο οποίος καθορίζει επίσης κατάλληλα
μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων
του υποκειμένου των δεδομένων.».
29
Άρθρο 12
Μετά το νέο άρθρο 9 της Σύμβασης προστίθεται νέο άρθρο 10, με τον ακόλουθο τίτλο και
κείμενο:
«Άρθρο 10
Συμπληρωματικές υποχρεώσεις
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και, κατά
περίπτωση, οι εκτελούντες την επεξεργασία λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να
συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις της παρούσας Σύμβασης και να είναι σε θέση να
αποδείξουν, ιδίως προς την αρμόδια εποπτική αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 15, υπό την
επιφύλαξη της θεσπιζόμενης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 11 νομοθεσίας
τους, ότι η επεξεργασία των δεδομένων που διενεργείται υπό τον έλεγχό τους είναι σύμφωνη
με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και, κατά
περίπτωση, οι εκτελούντες την επεξεργασία προβαίνουν στην εξέταση των ενδεχόμενων
επιπτώσεων της σκοπούμενης επεξεργασίας δεδομένων στα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις
ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων πριν από την έναρξη της επεξεργασίας αυτής,
και σχεδιάζουν την επεξεργασία δεδομένων κατά τρόπο που να αποτρέπει ή να
ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο προσβολής των εν λόγω δικαιωμάτων και θεμελιωδών
ελευθεριών.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και, κατά
περίπτωση, οι εκτελούντες την επεξεργασία εφαρμόζουν τεχνικά και οργανωτικά μέτρα
λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας.
4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, ενόψει των κινδύνων που προκύπτουν για τα
συμφέροντα, τα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των υποκειμένων των
δεδομένων, να προσαρμόσει την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 στη
νομοθεσία που θέτει σε ισχύ τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, ανάλογα με τη φύση και
τον όγκο των δεδομένων, τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τον σκοπό της επεξεργασίας και,
30
όπου αρμόζει, το μέγεθος του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την
επεξεργασία.».
Άρθρο 13
Τα πρώην άρθρα 9 έως 12 της Σύμβασης καθίστανται άρθρα 11 έως 14 της Σύμβασης.
Άρθρο 14
Το κείμενο του άρθρου 9 της Σύμβασης (νέο άρθρο 11) αντικαθίσταται με το ακόλουθο
κείμενο:
«1. Δεν επιτρέπονται εξαιρέσεις από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, εκτός από
τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 5, της παρ. 2 του άρθρου 7, της παρ. 1 του άρθρου 8 και
του άρθρου 9, όταν η εν λόγω εξαίρεση προβλέπεται από διάταξη νόμου, σέβεται την ουσία
των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε
μια δημοκρατική κοινωνία για:
(α) την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, των
σημαντικών οικονομικών και χρηματοοικονομικών συμφερόντων του Κράτους, την
αμεροληψία και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ή την πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη
ποινικών αδικημάτων και την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, καθώς και άλλων ουσιαστικών
σκοπών γενικού δημόσιου συμφέροντος·
(β) την προστασία του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και θεμελιωδών
ελευθεριών τρίτων, ιδίως της ελευθερίας της έκφρασης.
2. Περιορισμοί στην εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 και 9 δύναται να προβλέπονται
από διάταξη νόμου όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων για σκοπούς αρχειοθέτησης
προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς
σκοπούς, όταν δεν υφίσταται εμφανής κίνδυνος προσβολής των δικαιωμάτων και των
θεμελιωδών ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων.
3. Επιπρόσθετα των επιτρεπόμενων εξαιρέσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου,
όσον αφορά τις δραστηριότητες επεξεργασίας για σκοπούς εθνικής ασφάλειας και άμυνας,
κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να προβλέπει, διά νόμου και μόνο στον βαθμό που αυτό
31
συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για την εκπλήρωση των
εν λόγω σκοπών, εξαιρέσεις από την παρ. 3 του άρθρου 4, τις παρ. 5 και 6 του άρθρου 14 και
τα στοιχεία α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 15.
Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της απαίτησης ότι οι δραστηριότητες επεξεργασίας για
σκοπούς εθνικής ασφάλειας και άμυνας υπόκεινται σε ανεξάρτητο και αποτελεσματικό
έλεγχο και εποπτεία σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους.».
Άρθρο 15
Το κείμενο του άρθρου 10 της Σύμβασης (νέο άρθρο 12) αντικαθίσταται με το ακόλουθο
κείμενο:
«Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να καθορίσει κατάλληλες
δικαστικές και εξωδικαστικές κυρώσεις και προσφυγές για τις παραβιάσεις των διατάξεων
της παρούσας Σύμβασης.».
Άρθρο 16
Ο τίτλος του Κεφαλαίου III αντικαθίσταται με τον ακόλουθο:
«Κεφάλαιο III
Διασυνοριακές ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
Άρθρο 17
1. Ο τίτλος του άρθρου 12 της Σύμβασης (νέο άρθρο 14) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 14 Διασυνοριακές ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
2. Το κείμενο του άρθρου 12 της Σύμβασης (νέο άρθρο 14) αντικαθίσταται με το ακόλουθο
κείμενο:
«1. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν δύναται, με μοναδικό σκοπό την προστασία των
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να απαγορεύει ή να υποβάλει σε ειδική αδειοδότηση
τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών σε αποδέκτη ο οποίος υπάγεται στη δικαιοδοσία άλλου
Συμβαλλόμενου Μέρους. Ωστόσο, το Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται να το πράξει, εάν
υπάρχει πραγματικός και σοβαρός κίνδυνος η διαβίβαση σε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος ή
από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος σε μηΣυμβαλλόμενο Μέρος να οδηγήσει στην
καταστρατήγηση των διατάξεων της Σύμβασης. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται επίσης να
32
το πράξει εάν υποχρεούται να τηρεί εναρμονισμένους κανόνες προστασίας, κοινούς για τα
Κράτη που ανήκουν σε έναν περιφερειακό διεθνή οργανισμό.
2. Όταν ο αποδέκτης υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους ή διεθνούς οργανισμού που δεν
είναι Μέρος της παρούσας Σύμβασης, η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί μόνον εφόσον εξασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο
προστασίας βάσει των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
3. Το κατάλληλο επίπεδο προστασίας μπορεί να διασφαλιστεί μέσω:
(α) των κανόνων δικαίου του εν λόγω κράτους ή διεθνούς οργανισμού,
συμπεριλαμβανομένων των εφαρμοστέων διεθνών συνθηκών ή συμφωνιών· ή
(β) ειδικών ή εγκεκριμένων τυποποιημένων εγγυήσεων, προβλεπόμενων σε νομικά
δεσμευτικές και εκτελεστές πράξεις, οι οποίες έχουν υιοθετηθεί και εφαρμόζονται από τα
πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαβίβαση και την περαιτέρω επεξεργασία.
4. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, κάθε Συμβαλλόμενο
Μέρος δύναται να προβλέπει ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
επιτρέπεται εφόσον:
(α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει ρητή, συγκεκριμένη και ελεύθερη
συγκατάθεση, αφού έχει ενημερωθεί για τους επαγόμενους κινδύνους ελλείψει κατάλληλων
εγγυήσεων · ή
(β) τα ειδικά συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων το επιβάλλουν στη συγκεκριμένη
περίπτωση· ή
(γ) προβλέπονται από νόμο επικρατέστερα έννομα συμφέροντα, ιδίως σημαντικά δημόσια
συμφέροντα, και η διαβίβαση αυτή συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια
δημοκρατική κοινωνία· ή
(δ) συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για την ελευθερία
της έκφρασης.
5. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προβλέπει ότι η αρμόδια εποπτική αρχή, κατά την έννοια του
άρθρου 15 της παρούσας Σύμβασης, λαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν
τις διαβιβάσεις δεδομένων, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 3, στοιχείο (β) και,
κατόπιν αιτήματος, στην παράγραφο 4, στοιχεία (β) και (γ).
33
6. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προβλέπει επίσης ότι η εποπτική αρχή δικαιούται να ζητεί από
το πρόσωπο που διαβιβάζει δεδομένα να αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα των
εγγυήσεων που έχουν ληφθεί ή την ύπαρξη επικρατέστερων εννόμων συμφερόντων και ότι
η εποπτική αρχή μπορεί, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις
ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, να απαγορεύσει, να αναστείλει ή να υποβάλει
σε όρους τις εν λόγω διαβιβάσεις.».
3. Το κείμενο του άρθρου 12 της Σύμβασης (νέο άρθρο 14) ενσωματώνει τις διατάξεις του
άρθρου 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου του 2001 (STE αριθ. 181) όσον αφορά τις εποπτικές
αρχές και τις διασυνοριακές ροές δεδομένων σχετικά με τις διασυνοριακές ροές δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα προς αποδέκτη που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία Συμβαλλόμενου
Μέρους της Σύμβασης.
Άρθρο 18
Μετά το Κεφάλαιο III της Σύμβασης προστίθεται νέο Κεφάλαιο IV, ως εξής:
«Κεφάλαιο IV
Εποπτικές αρχές».
Άρθρο 19
Το νέο άρθρο 15 περιλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου του
2001 (ETS αριθ. 181) και διατυπώνεται ως εξής:
«Άρθρο 15 Εποπτικές Αρχές
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προβλέπει ότι μία ή περισσότερες αρχές επιφορτίζονται με τη
διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.
2. Προς τον σκοπό αυτό, οι αρχές αυτές:
(α) έχουν εξουσίες διερεύνησης και παρέμβασης·
(β) εκτελούν τα καθήκοντα που σχετίζονται με τις διαβιβάσεις δεδομένων, οι οποίες
προβλέπονται στο άρθρο 14, ιδίως την έγκριση τυποποιημένων εγγυήσεων·
(γ) έχουν την εξουσία να εκδίδουν αποφάσεις σχετικά με παραβιάσεις των διατάξεων της
παρούσας Σύμβασης και μπορούν, ιδίως, να επιβάλουν διοικητικές κυρώσεις·
(δ) έχουν την εξουσία να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίων ή να γνωστοποιούν στις
34
αρμόδιες δικαστικές αρχές παραβιάσεις των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης·
(ε) επιφορτίζονται:
i. με την ευαισθητοποίηση του κοινού όσον αφορά τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες τους,
καθώς και τις δραστηριότητές τους·
ii. με την ευαισθητοποίηση του κοινού όσον αφορά τα δικαιώματα των υποκειμένων των
δεδομένων και την άσκησή τους·
iii. με την ευαισθητοποίηση των υπεύθυνων επεξεργασίας και των εκτελούντων την
επεξεργασία όσον αφορά τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει της παρούσας Σύμβασης·
ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στα δικαιώματα προστασίας δεδομένων των παιδιών και άλλων
ευάλωτων προσώπων.
3. Ζητείται η γνώμη των αρμόδιων εποπτικών αρχών σχετικά με κάθε πρόταση λήψης
νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων που προβλέπουν την επεξεργασία δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα.
4. Κάθε αρμόδια εποπτική αρχή εξετάζει τα αιτήματα και τις καταγγελίες που υποβάλλονται
από τα υποκείμενα των δεδομένων σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων τους και
ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων για την έκβαση αυτών.
5. Οι εποπτικές αρχές ενεργούν με πλήρη ανεξαρτησία και αμεροληψία κατά την εκτέλεση
των καθηκόντων τους και την άσκηση των εξουσιών τους και προς τον σκοπό αυτό δεν
επιζητούν ούτε δέχονται οδηγίες.
6. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι οι εποπτικές αρχές διαθέτουν τους
αναγκαίους πόρους για την αποτελεσματική εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους και την
άσκηση των εξουσιών τους.
7. Κάθε εποπτική αρχή καταρτίζει και δημοσιεύει περιοδική έκθεση των δραστηριοτήτων της.
8. Τα μέλη και το προσωπικό των εποπτικών αρχών δεσμεύονται από υποχρεώσεις
εμπιστευτικότητας όσον αφορά εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες έχουν ή είχαν
πρόσβαση, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών τους.
9. Οι αποφάσεις των εποπτικών αρχών δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής
ενώπιον δικαστηρίου.
10. Οι εποπτικές αρχές δεν είναι αρμόδιες όσον αφορά την επεξεργασία που διενεργείται
από όργανα της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους
35
καθηκόντων.».
Άρθρο 20
1. Τα Κεφάλαια IV έως VII της Σύμβασης αναριθμούνται σε Κεφάλαια V έως VIII της
Σύμβασης.
2. O τίτλος του Κεφαλαίου V αντικαθίσταται με τον τίτλο
«Κεφάλαιο V
Συνεργασία και αμοιβαία συνδρομή».
3. Προστίθεται νέο άρθρο 17, και τα πρώην άρθρα 13 έως 27 της Σύμβασης καθίστανται
άρθρα 16 έως 31 της Σύμβασης.
Άρθρο 21
1. Ο τίτλος του άρθρου 13 της Σύμβασης (νέο άρθρο 16) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 16
Ορισμός εποπτικών αρχών».
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 της Σύμβασης (νέο άρθρο 16) αντικαθίσταται με το
ακόλουθο κείμενο:
«1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη δεσμεύονται να συνεργάζονται και να παρέχουν αμοιβαία
συνδρομή για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης.».
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 της Σύμβασης (νέο άρθρο 16) αντικαθίσταται με το
ακόλουθο κείμενο:
«2. Για τον σκοπό αυτό:
(α) κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος ορίζει μία ή περισσότερες εποπτικές αρχές κατά την έννοια
του άρθρου 15 της παρούσας Σύμβασης, την ονομασία και τη διεύθυνση των οποίων
ανακοινώνει στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης·
(β) κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο όρισε περισσότερες εποπτικές αρχές, προσδιορίζει
την αρμοδιότητα καθεμίας από τις αρχές στην ανακοίνωσή του που αναφέρεται στο
προηγούμενο στοιχείο.».
4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 13 της Σύμβασης (νέο άρθρο 16) διαγράφεται.
Άρθρο 22
Μετά το νέο άρθρο 16 της Σύμβασης προστίθεται το ακόλουθο νέο άρθρο 17:
«Άρθρο 17
Μορφές συνεργασίας
36
1. Οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την
εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών τους, ιδίως:
(α) παρέχοντας αμοιβαία συνδρομή με την ανταλλαγή συναφών και χρήσιμων πληροφοριών
και με τη συνεργασία μεταξύ τους, υπό τον όρο ότι, όσον αφορά την προστασία των
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τηρούνται όλοι οι κανόνες και οι διασφαλίσεις της
παρούσας Σύμβασης·
(β) συντονίζοντας τις έρευνες ή τις παρεμβάσεις τους ή διενεργώντας κοινές δράσεις,
(γ) παρέχοντας πληροφορίες και τεκμηρίωση σχετικά με τη νομοθεσία και τη διοικητική
πρακτική τους όσον αφορά την προστασία των δεδομένων.
2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν περιλαμβάνουν δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, εκτός εάν τα δεδομένα αυτά
είναι ουσιώδη για τη συνεργασία, ή όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει ρητή,
συγκεκριμένη, ελεύθερη και αδιαμφισβήτητη συγκατάθεση για την παροχή τους.
3. Για την οργάνωση της συνεργασίας τους και την εκτέλεση των καθηκόντων που
αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, οι εποπτικές αρχές των Συμβαλλομένων
Μερών συγκροτούν δίκτυο.».
Άρθρο 23
1. Ο τίτλος του άρθρου 14 της Σύμβασης (νέο άρθρο 18) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 18
Συνδρομή στα υποκείμενα των δεδομένων».
2. Το κείμενο του άρθρου 14 της Σύμβασης (νέο άρθρο 18) αντικαθίσταται με το ακόλουθο
κείμενο:
«1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παρέχει συνδρομή σε κάθε υποκείμενο των δεδομένων,
ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής του, προκειμένου να ασκεί τα
δικαιώματά του βάσει του άρθρου 9 της παρούσας Σύμβασης.
2. Όταν το υποκείμενο των δεδομένων διαμένει στο έδαφος άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους
πρέπει να του παρέχεται η δυνατότητα να υποβάλει το αίτημα διά μέσου της ορισθείσας από
το εν λόγω Συμβαλλόμενο Μέρος εποπτικής αρχής.
3. Το αίτημα συνδρομής περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που αφορούν μεταξύ άλλων:
37
(α) το όνομα, τη διεύθυνση και οποιοδήποτε άλλο σχετικό στοιχείο που προσδιορίζει την
ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων που υποβάλλει το αίτημα·
(β) την επεξεργασία, την οποία αφορά το αίτημα ή τον υπεύθυνο επεξεργασίας του,
(γ) το αντικείμενο του αιτήματος.».
Άρθρο 24
1. Ο τίτλος του άρθρου 15 της Σύμβασης (νέο άρθρο 19) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 19
Εγγυήσεις».
2. Το κείμενο του άρθρου 15 της Σύμβασης (νέο άρθρο 19) αντικαθίσταται με το ακόλουθο
κείμενο:
«1. Εποπτική αρχή, η οποία έλαβε πληροφορίες από άλλη εποπτική αρχή, είτε προς
τεκμηρίωση του αιτήματος, είτε σε απάντηση αιτήματος που διατύπωσε η ίδια, δεν θα κάνει
χρήση των πληροφοριών αυτών για σκοπούς άλλους από εκείνους που προσδιορίζονται στο
αίτημα.
2. Σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέπεται σε εποπτική αρχή να υποβάλει αίτημα επ’ ονόματι
του υποκειμένου των δεδομένων με δική της πρωτοβουλία και χωρίς τη ρητή συγκατάθεση
του προσώπου αυτού.».
Άρθρο 25
1. Ο τίτλος του άρθρου 16 της Σύμβασης (νέο άρθρο 20) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 20
Απόρριψη αιτημάτων».
2. Το εισαγωγικό εδάφιο του άρθρου 16 της Σύμβασης (νέο άρθρο 20) αντικαθίσταται με το
ακόλουθο κείμενο:
«Εποπτική αρχή, η οποία έλαβε αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 17 της παρούσας Σύμβασης,
δεν δύναται να αρνηθεί να το εκτελέσει εκτός εάν:».
3. Στο άρθρο 16 της Σύμβασης (νέο άρθρο 20), το στοιχείο (α) αντικαθίσταται με το ακόλουθο
κείμενο:
«(α) το αίτημα είναι ασυμβίβαστο με τις αρμοδιότητές της.».
38
4. Στο άρθρο 16 της Σύμβασης (νέο άρθρο 20), το στοιχείο (γ) αντικαθίσταται με το ακόλουθο
κείμενο:
«(γ) η εκτέλεση του αιτήματος θα ήταν ασυμβίβαστη με την κυριαρχία, την εθνική ασφάλεια
ή τη δημόσια τάξη του Μέρους που υπέβαλε το αίτημα, ή με τα δικαιώματα και τις
θεμελιώδεις ελευθερίες των ατόμων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του Μέρους αυτού.».
Άρθρο 26
1. Ο τίτλος του άρθρου 17 της Σύμβασης (νέο άρθρο 21) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 21
Έξοδα και διαδικασίες».
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 17 της Σύμβασης (νέο άρθρο 21) αντικαθίσταται με το
ακόλουθο κείμενο:
«1. Η συνεργασία και η αμοιβαία συνδρομή που παρέχονται μεταξύ των Συμβαλλομένων
Μερών σύμφωνα με το άρθρο 17, όπως και η συνδρομή που αυτά παρέχουν στα υποκείμενα
των δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 18, δεν συνεπάγονται την καταβολή
οποιωνδήποτε εξόδων ή αμοιβής, πέραν εκείνων που αφορούν τους εμπειρογνώμονες και
τους διερμηνείς. Αυτά τα έξοδα και οι αμοιβές θα επιβαρύνουν το Συμβαλλόμενο Μέρος το
οποίο υπέβαλε το αίτημα.».
3. Στο αγγλικό κείμενο ο όρος «του», στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 της Σύμβασης (νέο
άρθρο 21) αντικαθίσταται με τους όρους «του ή της».
Άρθρο 27
Ο τίτλος του Κεφαλαίου V της Σύμβασης (νέο κεφάλαιο VI) αντικαθίσταται και διατυπώνεται
ως εξής:
«Κεφάλαιο VI
Επιτροπή της Σύμβασης».
Άρθρο 28
1. Ο όρος «Συμβουλευτική Επιτροπή» στην παράγραφο 1 του άρθρου 18 της Σύμβασης (νέο
άρθρο 22) αντικαθίσταται με τον όρο «Επιτροπή της Σύμβασης».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 18 της Σύμβασης (νέο άρθρο 22) αντικαθίσταται με το
39
ακόλουθο κείμενο:
«3. Η Επιτροπή της Σύμβασης μπορεί, με απόφαση της πλειοψηφίας των δύο τρίτων των
αντιπροσώπων των Συμβαλλομένων Μερών, να προσκαλέσει έναν παρατηρητή να
εκπροσωπείται στις συνεδριάσεις της.».
3. Μια νέα παράγραφος 4 προστίθεται μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 18 της Σύμβασης
(νέο άρθρο 22):
«4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο δεν είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης
συνεισφέρει στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της Επιτροπής της Σύμβασης με τους
τρόπους που έχουν καθοριστεί από την Επιτροπή Υπουργών, σε συμφωνία με το εν λόγω
Συμβαλλόμενο Μέρος.».
Άρθρο 29
1. Ο όρος «Συμβουλευτική Επιτροπή» στο εισαγωγικό εδάφιο του άρθρου 19 της Σύμβασης
(νέο άρθρο 23) αντικαθίσταται από τον όρο «Επιτροπή της Σύμβασης».
2. Ο όρος «προτάσεις» στο στοιχείο (α) του άρθρου 19 της Σύμβασης (νέο άρθρο 23)
αντικαθίσταται από τον όρο «συστάσεις».
3. Οι αναφορές στο «άρθρο 21» στο στοιχείο (β) και στην «παράγραφο 3 του άρθρου 21» στο
στοιχείο (γ) του άρθρου 19 της Σύμβασης (νέο άρθρο 23) αντικαθίστανται αντιστοίχως από
αναφορές στο «άρθρο 25» και στην «παράγραφο 3 του άρθρου 25».
4. Το στοιχείο (δ) του άρθρου 19 της Σύμβασης (νέο άρθρο 23) αντικαθίσταται με το
ακόλουθο κείμενο:
«(δ) δύναται να εκφέρει γνώμη για οποιοδήποτε ζήτημα, το οποίο σχετίζεται με την ερμηνεία
ή την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης·».
5. Τα ακόλουθα στοιχεία προστίθενται μετά το στοιχείο (δ) του άρθρου 19 της Σύμβασης (νέο
άρθρο 23):
«(ε) διατυπώνει γνώμη προς την Επιτροπή Υπουργών, πριν από κάθε νέα προσχώρηση στη
Σύμβαση, σχετικά με το επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του
υποψηφίου για προσχώρηση και, εφόσον απαιτείται, συνιστά τη λήψη μέτρων για την
επίτευξη της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης·
40
(στ) δύναται, κατόπιν αιτήματος Κράτους ή διεθνούς οργανισμού, να αξιολογεί κατά πόσον
το επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παρέχουν οι υποψήφιοι
για προσχώρηση συνάδει με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης και, εφόσον απαιτείται,
να συνιστά τη λήψη μέτρων για την επίτευξη της συμμόρφωσης αυτής·
(ζ) δύναται να εκπονήσει ή να εγκρίνει πρότυπα τυποποιημένων εγγυήσεων κατά την έννοια
του άρθρου 14·
(η) ελέγχειτην εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης από τα Μέρη και συνιστά τη λήψη μέτρων
σε περίπτωση που ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν συμμορφώνεται με την παρούσα Σύμβαση·
(θ) διευκολύνει, όπου είναι αναγκαίο, τη φιλική διευθέτηση όλων των δυσκολιών εφαρμογής
της παρούσας Σύμβασης.».
Άρθρο 30
Το κείμενο του άρθρου 20 της Σύμβασης (νέο άρθρο 24) αντικαθίσταται με το ακόλουθο
κείμενο:
«1. Η Επιτροπή της Σύμβασης συγκαλείται από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου
της Ευρώπης. Η πρώτη συνεδρίασή της προσδιορίζεται εντός δώδεκα μηνών από την έναρξη
ισχύος της παρούσας Σύμβασης. Ακολούθως συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο
και, οπωσδήποτε κάθε φορά που το ένα τρίτο των αντιπροσώπων των Συμβαλλομένων
Μερών ζητεί τη σύγκλησή της.
2. Μετά το πέρας κάθε συνεδρίασής της, η Επιτροπή της Σύμβασης υποβάλλει στην Επιτροπή
Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης έκθεση για τις εργασίες της και τη λειτουργία της
Σύμβασης.
3. Οι ρυθμίσεις που αφορούν τις ψηφοφορίες στην Επιτροπή της Σύμβασης καθορίζονται
στον εσωτερικό κανονισμό που προσαρτάται στο Πρωτόκολλο STCE αριθ. 223.
4. Η Επιτροπή της Σύμβασης καταρτίζει τα άλλα στοιχεία του εσωτερικού της κανονισμού και
θεσπίζει, ιδίως, τις διαδικασίες αξιολόγησης και ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο
41
3 του άρθρου 4 και τα στοιχεία (ε), (στ) και (η) του άρθρου 23, βάσει αντικειμενικών
κριτηρίων.».
Άρθρο 31
1. Οι παράγραφοι 1 έως 4 του άρθρου 21 της Σύμβασης (νέο άρθρο 25) αντικαθίστανται
με το ακόλουθο κείμενο:
«1. Τροποποιήσεις της παρούσας Σύμβασης δύναται να προταθούν από ένα Συμβαλλόμενο
Μέρος, την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης ή την Επιτροπή της Σύμβασης.
2. Κάθε πρόταση τροποποίησης κοινοποιείται από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της
Ευρώπης στα Συμβαλλόμενα Μέρη της παρούσας Σύμβασης, στα άλλα Κράτη-μέλη του
Συμβουλίου της Ευρώπης, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε κάθε Κράτος-μη μέλος ή διεθνή
οργανισμό που έχει κληθεί να προσχωρήσει στην παρούσα Σύμβαση, σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 27.
3. Επιπλέον, κάθε τροποποίηση η οποία προτείνεται από Συμβαλλόμενο Μέρος ή από
την Επιτροπή Υπουργών κοινοποιείται στην Επιτροπή της Σύμβασης, η οποία υποβάλλει στην
Επιτροπή των Υπουργών τη γνώμη της σχετικά με την προτεινόμενη τροποποίηση.
4. Η Επιτροπή Υπουργών εξετάζει την προτεινόμενη τροποποίηση και κάθε
γνωμοδότηση που υποβάλλεται από την Επιτροπή της Σύμβασης, και δύναται να εγκρίνει την
τροποποίηση.».
2. Μετά την παράγραφο 6 του άρθρου 21 της Σύμβασης (νέο άρθρο 25) προστίθεται η
ακόλουθη παράγραφος 7:
«7. Επιπλέον, η Επιτροπή Υπουργών δύναται, μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή της
Σύμβασης, να αποφασίσει ομόφωνα τη θέση σε ισχύ μιας συγκεκριμένης τροποποίησης με
την εκπνοή χρονικής περιόδου τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η Σύμβαση
τέθηκε προς αποδοχή, εκτός εάν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος γνωστοποιήσει στον Γενικό
Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης την υποβολή ένστασης κατά της έναρξης ισχύος
της. Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης ένστασης, η τροποποίηση αρχίζει να ισχύει την
πρώτη ημέρα του μήνα που έπεταιτης ημερομηνίας κατά την οποία το Συμβαλλόμενο Μέρος
42
στην παρούσα Σύμβαση, το οποίο γνωστοποίησε την ένσταση, κατέθεσε το έγγραφο
αποδοχής στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.».
Άρθρο 32
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 22 της Σύμβασης (νέο άρθρο 26) αντικαθίσταται με το
ακόλουθο κείμενο:
«1. Η παρούσα Σύμβαση είναι διαθέσιμη προς υπογραφή από τα Κράτη-μέλη του
Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή ή
έγκριση. Τα έγγραφα κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στον Γενικό Γραμματέα
του Συμβουλίου της Ευρώπης.».
2. Ο όρος «Κράτος μέλος» στην παράγραφο 3 του άρθρου 22 της Σύμβασης (νέο άρθρο 26)
αντικαθίσταται με τον όρο «Συμβαλλόμενο Μέρος».
Άρθρο 33
1. Ο τίτλος και το κείμενο του άρθρου 23 της Σύμβασης (νέο άρθρο 27) αντικαθίστανται ως
εξής:
«Άρθρο 27
Προσχώρηση Κρατών μη μελών ή διεθνών οργανισμών
1. Μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου
της Ευρώπης δύναται, μετά από διαβούλευση με τα Συμβαλλόμενα Μέρη της παρούσας
Σύμβασης και την ομόφωνη συγκατάθεσή τους, και λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση
της Επιτροπής της Σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 23 (ε), να καλέσει οποιοδήποτε Κράτος
που δεν είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης ή διεθνή οργανισμό να προσχωρήσει στην
παρούσα Σύμβαση με απόφαση λαμβανόμενη με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο
άρθρο 20 (δ) του Καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης και με την ομόφωνη ψήφο των
αντιπροσώπων των Συμβαλλόμενων Κρατών που δικαιούνται να παρίστανται στην Επιτροπή
των Υπουργών.
2. Για κάθε κράτος ή διεθνή οργανισμό που προσχωρεί στην παρούσα Σύμβαση σύμφωνα με
την ανωτέρω παράγραφο 1, η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που
ακολουθεί την παρέλευση τριμήνου από την ημερομηνία κατάθεσης του εγγράφου
43
προσχώρησης στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.».
Άρθρο 34
Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 24 της Σύμβασης (νέο άρθρο 28) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Κάθε Κράτος, η Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλος διεθνής οργανισμός δύναται, κατά την
υπογραφή ή κατά την κατάθεση του εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή
προσχώρησης, να ορίσει το έδαφος ή τα εδάφη στα οποία θα εφαρμόζεται η παρούσα
Σύμβαση.
2. Κάθε Κράτος, η Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλος διεθνής οργανισμός δύναται, σε οποιαδήποτε
μεταγενέστερη ημερομηνία, με δήλωση απευθυνόμενη προς τον Γενικό Γραμματέα του
Συμβουλίου της Ευρώπης, να επεκτείνει την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης σε
οποιοδήποτε άλλο έδαφος το οποίο θα ορίζεται στη δήλωση. Η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ,
όσον αφορά το έδαφος αυτό, την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την παρέλευση
τριμήνου από την ημερομηνία παραλαβής της δήλωσης από τον Γενικό Γραμματέα.».
Άρθρο 35
1. Ο όρος «Κράτος» στο εισαγωγικό εδάφιο του άρθρου 27 της Σύμβασης (νέο άρθρο 31)
αντικαθίσταται από τον όρο «Συμβαλλόμενο Μέρος».
2. Οι αναφορές στα «άρθρα 22, 23 και 24» στο στοιχείο (γ) αντικαθίστανται με τις αναφορές
στα «άρθρα 26, 27 και 28».
Άρθρο 36
Υπογραφή, κύρωση και προσχώρηση
1. Το παρόν Πρωτόκολλο τίθεται προς υπογραφή από τα Συμβαλλόμενα Κράτη στη Σύμβαση.
Υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης
κατατίθενται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Μετά τη θέση προς υπογραφή του παρόντος Πρωτοκόλλου και πριν από την έναρξη ισχύος
του, οποιοδήποτε άλλο Κράτος εκφράζει τη συναίνεσή του να δεσμεύεται από το παρόν
Πρωτόκολλο με προσχώρηση. Δεν δύναται να καταστεί Συμβαλλόμενο Μέρος της Σύμβασης
χωρίς να προσχωρήσει ταυτόχρονα στο παρόν Πρωτόκολλο.
44
Άρθρο 37
Έναρξη ισχύος
1. Το παρόν Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την
παρέλευση τριμήνου από την ημερομηνία κατά την οποία όλα τα Συμβαλλόμενα Μέρη της
Σύμβασης θα έχουν εκφράσει τη συναίνεσή τους να δεσμευθούν από το Πρωτόκολλο,
σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 36.
2. Σε περίπτωση που το παρόν Πρωτόκολλο δεν τεθεί σε ισχύ σύμφωνα με την παράγραφο
1, μετά την παρέλευση περιόδου πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη
διαθέσιμο προς υπογραφή, το Πρωτόκολλο αρχίζει να ισχύει για τα Κράτη που έχουν
εκφράσει τη συναίνεσή τους να δεσμευθούν από αυτό σύμφωνα με την παράγραφο 1, υπό
την προϋπόθεση ότι το Πρωτόκολλο έχει τουλάχιστον τριάντα οκτώ Συμβαλλόμενα Μέρη.
Όλες οι διατάξεις της τροποποιημένης Σύμβασης ισχύουν μεταξύ των Συμβαλλομένων
Μερών του Πρωτοκόλλου αμέσως μετά την έναρξη ισχύος του.
3. Εν αναμονή της έναρξης ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου και με την επιφύλαξη των
διατάξεων σχετικά με την έναρξη ισχύος και την προσχώρηση Κρατών μη μελών ή διεθνών
οργανισμών, τα Συμβαλλόμενα Μέρη της Σύμβασης δύνανται, κατά την υπογραφή του
παρόντος Πρωτοκόλλου ή οποτεδήποτε μεταγενέστερα, να δηλώσουν ότι θα εφαρμόσουν
προσωρινά τις διατάξεις του παρόντος Πρωτοκόλλου. Στις περιπτώσεις αυτές, οι διατάξεις
του παρόντος Πρωτοκόλλου εφαρμόζονται μόνο για τα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη της
Σύμβασης που έχουν προβεί σε παρομοίου περιεχομένου δήλωση. Η δήλωση αυτή αρχίζει
να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την παρέλευση τριμήνου από την
ημερομηνία παραλαβής της από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
4. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου καταργείται το Πρόσθετο
Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη
επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όσον αφορά τις εποπτικές αρχές και τις
διασυνοριακές ροές δεδομένων (STE αριθ. 181).
5. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου, οι τροποποιήσεις της
Σύμβασης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που εγκρίθηκαν από την Επιτροπή των Υπουργών στο
Στρασβούργο στις 15 Ιουνίου 1999, καθίστανται άνευ αντικειμένου.
45
Άρθρο 38
Δηλώσεις σχετικές με τη Σύμβαση
Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου, όσον αφορά τα
Συμβαλλόμενα Μέρη που έχουν υποβάλει μία ή περισσότερες δηλώσεις βάσει του άρθρου
3 της Σύμβασης, οι δηλώσεις αυτές παύουν να ισχύουν.
Άρθρο 39
Επιφυλάξεις
Καμία επιφύλαξη δεν γίνεται δεκτή σχετικά με τις διατάξεις του παρόντος Πρωτοκόλλου.
Άρθρο 40
Γνωστοποιήσεις
Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης γνωστοποιεί στα Κράτη μέλη του
Συμβουλίου της Ευρώπης και σε κάθε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος της Σύμβασης:
(α) κάθε υπογραφή,
(β) την κατάθεση κάθε εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης,
(γ) την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου σύμφωνα με το άρθρο 37,
(δ) κάθε άλλη πράξη, γνωστοποίηση ή ανακοίνωση που αφορά το παρόν Πρωτόκολλο.
Σε μαρτυρία των ανωτέρω, οι υπογράφοντες δεόντως εξουσιοδοτημένοι για τον σκοπό αυτό,
υπέγραψαν το παρόν Πρωτόκολλο.
Έγινε στο Στρασβούργο, την 10η Οκτωβρίου 2018, στην Αγγλική και τη Γαλλική, με αμφότερα
τα κείμενα να είναι εξίσου αυθεντικά, σε ένα μοναδικό αντίτυπο το οποίο θα κατατεθεί στα
αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης
θα διαβιβάσει πιστοποιημένα αντίγραφα σε κάθε Κράτος-μέλος του Συμβουλίου της
Ευρώπης, στα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη της Σύμβασης και σε κάθε Κράτος που έχει κληθεί
να προσχωρήσει στη Σύμβαση.
Προσάρτημα του Πρωτοκόλλου:
Στοιχεία του Εσωτερικού Κανονισμού της Επιτροπής της Σύμβασης
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος έχει δικαίωμα ψήφου και διαθέτει μία ψήφο.
2. Η πλειοψηφία των δύο τρίτων των αντιπροσώπων των Συμβαλλομένων Μερών
αποτελεί την απαραίτητη απαρτία για τις συνεδριάσεις της Επιτροπής της Σύμβασης. Σε
46
περίπτωση που το Τροποποιητικό Πρωτόκολλο της Σύμβασης τεθεί σε ισχύ σύμφωνα με την
παράγραφο 2 του άρθρου 37 πριν ισχύσει για όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη της Σύμβασης, η
απαρτία για τις συνεδριάσεις της Επιτροπής είναι τουλάχιστον 34 Συμβαλλόμενα Μέρη του
Πρωτοκόλλου.
3. Οι αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 23 λαμβάνονται με πλειοψηφία τεσσάρων
πέμπτων. Οι αποφάσεις στις περιπτώσεις του στοιχείου (η) του άρθρου 23 λαμβάνονται με
πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων, συμπεριλαμβανομένης της πλειοψηφίας των ψήφων των
Κρατών Μελών που δεν είναι μέλη ενός οργανισμού περιφερειακής ολοκλήρωσης που είναι
Συμβαλλόμενο Μέρος της Σύμβασης.
4. Όταν η Επιτροπή της Σύμβασης λαμβάνει αποφάσεις στις περιπτώσεις του στοιχείου
(η) του άρθρου 23, το ενδιαφερόμενο Συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο αφορά η έρευνα δεν
ψηφίζει. Όταν μια τέτοια απόφαση αφορά ζήτημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα ενός
οργανισμού περιφερειακής ολοκλήρωσης, τότε ούτε ο οργανισμός ούτε τα Κράτη-μέλη του
ψηφίζουν.
5. Οι αποφάσεις που αφορούν διαδικαστικά ζητήματα λαμβάνονται με απλή
πλειοψηφία.
6. Οι οργανισμοί περιφερειακής ολοκλήρωσης δύνανται, σε τομείς που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές τους, να ασκούν το δικαίωμα ψήφου στην Επιτροπή της Σύμβασης, με αριθμό
ψήφων ίσο προς τον αριθμό των Κρατών μελών τους που είναι Συμβαλλόμενα Μέρη της
Σύμβασης. Ένας τέτοιος οργανισμός δεν ασκεί το δικαίωμα ψήφου του εάν οποιοδήποτε από
τα Κράτη μέλη του ασκήσει το δικαίωμά του.
7. Σε περίπτωση ψηφοφορίας, όλα τα Συμβαλλόμενα Μέρη πρέπει να ενημερώνονται
σχετικά με το θέμα και τον χρόνο της ψηφοφορίας, καθώς και κατά πόσον η ψηφοφορία θα
πραγματοποιηθεί από τα Συμβαλλόμενα Μέρη μεμονωμένα ή από οργανισμό
περιφερειακής ολοκλήρωσης εξ ονόματος των Κρατών μελών του.
8. Η Επιτροπή της Σύμβασης δύναται να τροποποιήσει περαιτέρω τον εσωτερικό της
κανονισμό με πλειοψηφία δύο τρίτων, εκτός από τις ρυθμίσεις που αφορούν τις ψηφοφορίες
που επιτρέπεται να τροποποιηθούν μόνο με ομόφωνη ψήφο των Συμβαλλομένων Μερών
47
και στις οποίες έχει εφαρμογή το άρθρο 25 της Σύμβασης
Κωδικοποίηση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Μετά την κύρωση του από 10 Οκτωβρίου 2018 Τροποποιητικού Πρωτοκόλλου της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο ν. 2068/1992 «Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα» (Α’ 118), τροποποιείται, αντίστοιχα, και διαμορφώνεται ως εξής:
«ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και οι λοιποί υπογράφοντες την παρούσα Σύμβαση,
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι να πραγματοποιήσει μια πιο στενή ένωση μεταξύ των μελών του με το σεβασμό ιδίως της υπερισχύος του δικαίου, καθώς και των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών·
Λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι αναγκαίο να διασφαλίζονται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών κάθε προσώπου και λαμβανομένης υπόψη της διαφοροποίησης, της εντατικοποίησης και της παγκοσμιοποίησης της επεξεργασίας δεδομένων και των ροών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η προσωπική αυτονομία βάσει του δικαιώματος κάθε προσώπου να ελέγχει τα δικά του δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και την επεξεργασία των δεδομένων αυτών·
Υπενθυμίζοντας ότι το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του ρόλου του στην κοινωνία και να συμβιβάζεται με άλλα δικαιώματα του ανθρώπου και θεμελιώδεις ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της έκφρασης·
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρούσα Σύμβαση επιτρέπει να συνεκτιμάται, κατά την εφαρμογή των κανόνων που καθορίζονται σε αυτήν, η αρχή του δικαιώματος πρόσβασης σε επίσημα έγγραφα·
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη να προωθηθούν σε παγκόσμιο επίπεδο οι θεμελιώδεις αξίες του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ευνοώντας έτσι την ελεύθερη κυκλοφορία πληροφοριών μεταξύ των λαών·
Αναγνωρίζοντας το όφελος της ενίσχυσης της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των Μερών της Σύμβασης·
Συμφωνούν και αποδέχονται τα ακόλουθα:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Αντικείμενο και σκοπός
Σκοπός της παρούσας Σύμβασης είναι η προστασία κάθε φυσικού προσώπου, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής του, έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών του, και ιδίως του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Άρθρο 2
ΟρισμοίΓια τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης:
α) Πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα, (προσωπικές πληροφορίες) σημαίνει κάθε πληροφορία η οποία αφορά συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα δύναται να προσδιορισθεί (πρόσωπο το οποίο αφορά η πληροφορία),
β) “επεξεργασία δεδομένων” σημαίνει κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που εκτελούνται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, καταχώρηση, διατήρηση, μεταβολή, ανάκτηση, γνωστοποίηση, διάθεση, διαγραφή ή καταστροφή ή η εφαρμογή στα δεδομένα αυτά λογικών ή/και αριθμητικών πράξεων˙
(γ) Όταν δεν χρησιμοποιείται αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ως “επεξεργασία δεδομένων” νοείται η πράξη ή σειρά πράξεων που εκτελούνται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο διαρθρωμένου συνόλου δεδομένων, τα οποία είναι προσβάσιμα ή ανακτήσιμα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια
(δ) “υπεύθυνος επεξεργασίας” σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τη δημόσια αρχή, την υπηρεσία, τον οργανισμό ή οποιονδήποτε άλλο φορέα, ο οποίος μόνος ή από κοινού με άλλους διαθέτει εξουσία λήψης αποφάσεων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων˙
(ε) “αποδέκτης” σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τη δημόσια αρχή, την υπηρεσία, τον οργανισμό ή οποιονδήποτε άλλο φορέα, στον οποίο κοινολογούνται ή καθίστανται διαθέσιμα τα δεδομένα ˙
(στ) “εκτελών την επεξεργασία”, σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τη δημόσια αρχή, την υπηρεσία, τον οργανισμό ή οποιονδήποτε άλλο φορέα που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας.
Άρθρο 3
Πεδίο εφαρμογής
1. Κάθε Μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εφαρμόζει την παρούσα Σύμβαση όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, εξασφαλίζοντας έτσι το δικαίωμα κάθε ατόμου στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.
2. Η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων.
Κεφάλαιο ΙΙ
Βασικές αρχές για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Άρθρο 4
Υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών
1. Κάθε Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα στη νομοθεσία του για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης και τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής τους.
2. Τα μέτρα αυτά πρέπει να έχουν ληφθεί από κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος και να έχουν τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο της κύρωσης της παρούσας Σύμβασης ή της προσχώρησης σε αυτή.
3. Κάθε Μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση:
(α) να επιτρέπει στην Επιτροπή της Σύμβασης που προβλέπεται στο Κεφάλαιο VI να αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί στη νομοθεσία του για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης και
(β) να συμβάλει ενεργά στην εν λόγω διαδικασία αξιολόγησης.
Άρθρο 5
Νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων και ποιότητα των δεδομένων
1. Η επεξεργασία δεδομένων πρέπει να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό και να αντικατοπτρίζει σε κάθε στάδιο επεξεργασίας μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων συμφερόντων, είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα, και των διακυβευόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
2. Κάθε Μέρος προβλέπει ότι η επεξεργασία των δεδομένων δεν μπορεί να διενεργείται παρά μόνο με βάση την ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και αδιαμφισβήτητη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή δυνάμει άλλων νομίμων βάσεων καθοριζόμενων στο νόμο.
3. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, τυγχάνουν επεξεργασίας με σύννομο τρόπο.
4. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία:
(α) τυγχάνουν θεμιτής επεξεργασίας με διαφανή τρόπο·
(β) συλλέγονται για ρητούς, καθορισμένους και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς·η περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, είναι συμβατή με τους σκοπούς αυτούς υπό την προϋπόθεση εφαρμογής πρόσθετων εγγυήσεων ·
(γ) είναι επαρκή, συναφή και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία·
(δ) είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται·
(ε) διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων για διάστημα που δεν υπερβαίνει αυτό που είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της επεξεργασίας.
Άρθρο 6
Ειδικές Κατηγορίες πληροφοριών
1. Η επεξεργασία:
γενετικών δεδομένων·
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικά αδικήματα, ποινικές διώξεις και ποινικές καταδίκες και τα συναφή μέτρα ασφάλειας·
βιομετρικών δεδομένων που ταυτοποιούν αδιαμφισβήτητα ένα πρόσωπο·
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όσον αφορά τις πληροφορίες που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την υγεία ή τη σεξουαλική ζωή,
δεν επιτρέπεται παρά μόνο εφόσον προβλέπονται από τον νόμο κατάλληλες εγγυήσεις, συμπληρωματικές των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
2. Οι εγγυήσεις αυτές θα πρέπει να αποτρέπουν τους κίνδυνους που ενδέχεται να εμπεριέχει η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων για τα συμφέροντα, τα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, ιδίως τον κίνδυνο διακρίσεων.
Άρθρο 7
Ασφάλεια των πληροφοριών
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, ο εκτελών την επεξεργασία λαμβάνει κατάλληλα μέτρα ασφαλείας για την αντιμετώπιση κινδύνων, όπως η τυχαία ή μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, η καταστροφή, η απώλεια, η χρήση, η τροποποίηση ή η κοινολόγηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιεί, όσο το δυνατόν συντομότερα, τουλάχιστον στην αρμόδια εποπτική αρχή κατά την έννοια του άρθρου 15 της παρούσας Σύμβασης, εκείνες τις παραβιάσεις δεδομένων οι οποίες δύνανται να επιφέρουν σοβαρά βλάβη στα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων.
Διαφάνεια της επεξεργασίας
1. Κάθε Μέρος διασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων σχετικά με:
(α) την ταυτότητα και την συνήθη διαμονή ή εγκατάστασή του·
(β) τη νομική βάση και τους σκοπούς της επιδιωκόμενης επεξεργασίας·
(γ) τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία·
(δ) τους αποδέκτες ή κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εάν συντρέχει περίπτωση·και
(ε) τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 9·
καθώς και κάθε αναγκαία συμπληρωματική πληροφορία για τη διασφάλιση θεμιτής και διαφανούς επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν το υποκείμενο των δεδομένων κατέχει ήδη τις σχετικές πληροφορίες.
3. Όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν συλλέγονται απευθείας από τα υποκείμενα των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν υποχρεούται να παρέχει τις πληροφορίες αυτές όταν η επεξεργασία προβλέπεται ρητά από τον νόμο ή αυτό αποδεικνύεται αδύνατο ή συνεπάγεται δυσανάλογες προσπάθειες.
Άρθρο 8
Δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων
1. Κάθε άτομο έχει δικαίωμα:
(α) να μην υπόκειται σε απόφαση που το επηρεάζει σημαντικά, η οποία βασίζεται αποκλειστικά σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις του·
(β) να λαμβάνει, κατόπιν αιτήματός του, σε εύλογο χρονικό διάστημα και χωρίς υπερβολική καθυστέρηση ή δαπάνη, επιβεβαίωση για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, τη γνωστοποίηση των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε κατανοητή μορφή και κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με την προέλευσή τους, την περίοδο διατήρησής τους, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που υποχρεούται να παρέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, δυνάμει της διαφάνειας της επεξεργασίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 8·
(γ) να λαμβάνει, κατόπιν αιτήματός του, γνώση του σκεπτικού στο οποίο βασίζεται η επεξεργασία δεδομένων όταν τα αποτελέσματά της εφαρμόζονται σε αυτόν·
(δ) να αντιτίθεται ανά πάσα στιγμή, για λόγους που αφορούν την κατάστασή του, στην επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας επιδεικνύει νόμιμους λόγους που δικαιολογούν την επεξεργασία, οι οποίοι υπερισχύουν των συμφερόντων ή των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών του·
Άρθρο 9
(ε) να λαμβάνει, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν και χωρίς υπερβολική καθυστέρηση, διόρθωση ή διαγραφή, ανάλογα με την περίπτωση, των δεδομένων του, εφόσον αυτά υπόκεινται σε ή έχουν υποστεί επεξεργασία κατά παράβαση των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης·
(στ) να διαθέτει μέσο προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 12, όταν έχουν παραβιαστεί τα προβλεπόμενα στην παρούσα Σύμβαση δικαιώματά του·
(ζ) να επωφελείται, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής του, από τη συνδρομή μιας εποπτικής αρχής κατά την έννοια του άρθρου 15, για την άσκηση των προβλεπόμενων στην παρούσα Σύμβαση δικαιωμάτων του.
2. Η παράγραφος 1(α) δεν εφαρμόζεται αν η λήψη της απόφασης επιτρέπεται βάσει νόμου στον οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο οποίος καθορίζει επίσης κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων.
Άρθρο 10
Συμπληρωματικές υποχρεώσεις
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, οι εκτελούντες την επεξεργασία λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις της παρούσας Σύμβασης και να είναι σε θέση να αποδείξουν, ιδίως προς την αρμόδια εποπτική αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 15, υπό την επιφύλαξη της θεσπιζόμενης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 11 νομοθεσίας τους, ότι η επεξεργασία των δεδομένων που διενεργείται υπό τον έλεγχό τους είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, οι εκτελούντες την επεξεργασία προβαίνουν στην εξέταση των ενδεχόμενων επιπτώσεων της σκοπούμενης επεξεργασίας δεδομένων στα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων πριν από την έναρξη της επεξεργασίας αυτής, και σχεδιάζουν την επεξεργασία δεδομένων κατά τρόπο που να αποτρέπει ή να ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο προσβολής των εν λόγω δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, οι εκτελούντες την επεξεργασία εφαρμόζουν τεχνικά και οργανωτικά μέτρα λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας.
4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, ενόψει των κινδύνων που προκύπτουν για τα συμφέροντα, τα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, να προσαρμόσει την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 στη νομοθεσία που θέτει σε ισχύ τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, ανάλογα με τη φύση και τον όγκο των δεδομένων, τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τον σκοπό της επεξεργασίας και, όπου αρμόζει, το μέγεθος του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία.
Άρθρο 11
Εξαιρέσεις και περιορισμοί
1. Δεν επιτρέπονται εξαιρέσεις από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, εκτός από τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 5, της παρ. 2 του άρθρου 7, της παρ. 1 του άρθρου 8 και του άρθρου 9, όταν η εν λόγω εξαίρεση προβλέπεται από διάταξη νόμου, σέβεται την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για:
(α) την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, των σημαντικών οικονομικών και χρηματοοικονομικών συμφερόντων του Κράτους, την αμεροληψία και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ή την πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη ποινικών αδικημάτων και την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, καθώς και άλλων ουσιαστικών σκοπών γενικού δημόσιου συμφέροντος·
(β) την προστασία του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών τρίτων, ιδίως της ελευθερίας της έκφρασης.
2. Περιορισμοί στην εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 και 9 δύναται να προβλέπονται από διάταξη νόμου όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς, όταν δεν υφίσταται εμφανής κίνδυνος προσβολής των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων.
3. Επιπρόσθετα των επιτρεπόμενων εξαιρέσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, όσον αφορά τις δραστηριότητες επεξεργασίας για σκοπούς εθνικής ασφάλειας και άμυνας, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να προβλέπει, διά νόμου και μόνο στον βαθμό που αυτό συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για την εκπλήρωση των εν λόγω σκοπών, εξαιρέσεις από την παρ. 3 του άρθρου 4, τις παρ. 5 και 6 του άρθρου 14 και τα στοιχεία α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 15.
Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της απαίτησης ότι οι δραστηριότητες επεξεργασίας για σκοπούς εθνικής ασφάλειας και άμυνας υπόκεινται σε ανεξάρτητο και αποτελεσματικό έλεγχο και εποπτεία σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους.
Άρθρο 12
Ποινές και Προσφυγές
Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να καθορίσει κατάλληλες δικαστικές και εξωδικαστικές κυρώσεις και προσφυγές για τις παραβιάσεις των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 13
Ευρύτερη προστασία
Καμία από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θα ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή προσβάλλουσα τη δυνατότητα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να παραχωρήσει στα πρόσωπα τα οποία αφορούν οι πληροφορίες προστασία ευρύτερη από εκείνη, που προβλέπεται από την παρούσα σύμβαση.
Κεφάλαιο ΙΙΙ
Διασυνοριακές ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Άρθρο 14
Διασυνοριακές ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
1. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν δύναται, με μοναδικό σκοπό την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να απαγορεύει ή να υποβάλει σε ειδική αδειοδότηση τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών σε αποδέκτη ο οποίος υπάγεται στη δικαιοδοσία άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους. Ωστόσο, το Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται να το πράξει, εάν υπάρχει πραγματικός και σοβαρός κίνδυνος η διαβίβαση σε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος ή από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος σε μηΣυμβαλλόμενο Μέρος να οδηγήσει στην καταστρατήγηση των διατάξεων της Σύμβασης. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται επίσης να το πράξει εάν υποχρεούται να τηρεί εναρμονισμένους κανόνες προστασίας, κοινούς για τα Κράτη που ανήκουν σε έναν περιφερειακό διεθνή οργανισμό.
2. Όταν ο αποδέκτης υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους ή διεθνούς οργανισμού που δεν είναι Μέρος της παρούσας Σύμβασης, η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί μόνον εφόσον εξασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο προστασίας βάσει των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
3. Το κατάλληλο επίπεδο προστασίας μπορεί να διασφαλιστεί μέσω:
(α) των κανόνων δικαίου του εν λόγω κράτους ή διεθνούς οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμοστέων διεθνών συνθηκών ή συμφωνιών·ή
(β) ειδικών ή εγκεκριμένων τυποποιημένων εγγυήσεων, προβλεπόμενων σε νομικά δεσμευτικές και εκτελεστές πράξεις, οι οποίες έχουν υιοθετηθεί και εφαρμόζονται από τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαβίβαση και την περαιτέρω επεξεργασία.
4. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται να προβλέπει ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται εφόσον:
(α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει ρητή, συγκεκριμένη και ελεύθερη συγκατάθεση, αφού έχει ενημερωθεί για τους επαγόμενους κινδύνους ελλείψει κατάλληλων εγγυήσεων· ή
(β) τα ειδικά συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων το επιβάλλουν στη συγκεκριμένη περίπτωση· ή
(γ) προβλέπονται από νόμο επικρατέστερα έννομα συμφέροντα, ιδίως σημαντικά δημόσια συμφέροντα, και η διαβίβαση αυτή συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία· ή
(δ) συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για την ελευθερία της έκφρασης.
5. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προβλέπει ότι η αρμόδια εποπτική αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 15 της παρούσας Σύμβασης, λαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις διαβιβάσεις δεδομένων, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 3, στοιχείο (β) και, κατόπιν αιτήματος, στην παράγραφο 4, στοιχεία (β) και (γ).
6. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προβλέπει επίσης ότι η εποπτική αρχή δικαιούται να ζητεί από το πρόσωπο που διαβιβάζει δεδομένα να αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα των εγγυήσεων που έχουν ληφθεί ή την ύπαρξη επικρατέστερων εννόμων συμφερόντων και ότι η εποπτική αρχή μπορεί, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, να απαγορεύσει, να αναστείλει ή να υποβάλει σε όρους τις εν λόγω διαβιβάσεις.
Κεφάλαιο ΙV
Εποπτικές αρχές
Άρθρο 15
Εποπτικές Αρχές
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος προβλέπει ότι μία ή περισσότερες αρχές επιφορτίζονται με τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.
2. Προς τον σκοπό αυτό, οι αρχές αυτές:
(α) έχουν εξουσίες διερεύνησης και παρέμβασης·
(β) εκτελούν τα καθήκοντα που σχετίζονται με τις διαβιβάσεις δεδομένων, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 14, ιδίως την έγκριση τυποποιημένων εγγυήσεων·
(γ) έχουν την εξουσία να εκδίδουν αποφάσεις σχετικά με παραβιάσεις των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης και μπορούν, ιδίως, να επιβάλουν διοικητικές κυρώσεις·
(δ) έχουν την εξουσία να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίων ή να γνωστοποιούν στις αρμόδιες δικαστικές αρχές παραβιάσεις των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης·
(ε) επιφορτίζονται:
i. με την ευαισθητοποίηση του κοινού όσον αφορά τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες τους, καθώς και τις δραστηριότητές τους·
ii. με την ευαισθητοποίηση του κοινού όσον αφορά τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων και την άσκησή τους·
iii. με την ευαισθητοποίηση των υπεύθυνων επεξεργασίας και των εκτελούντων την επεξεργασία όσον αφορά τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει της παρούσας Σύμβασης·
ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στα δικαιώματα προστασίας δεδομένων των παιδιών και άλλων ευάλωτων προσώπων.
3. Ζητείται η γνώμη των αρμόδιων εποπτικών αρχών σχετικά με κάθε πρόταση λήψης νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων που προβλέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
4. Κάθε αρμόδια εποπτική αρχή εξετάζει τα αιτήματα και τις καταγγελίες που υποβάλλονται από τα υποκείμενα των δεδομένων σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων τους και ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων για την έκβαση αυτών.
5. Οι εποπτικές αρχές ενεργούν με πλήρη ανεξαρτησία και αμεροληψία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και την άσκηση των εξουσιών τους και προς τον σκοπό αυτό δεν επιζητούν ούτε δέχονται οδηγίες.
6. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διασφαλίζει ότι οι εποπτικές αρχές διαθέτουν τους αναγκαίους πόρους για την αποτελεσματική εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους και την άσκηση των εξουσιών τους.
7. Κάθε εποπτική αρχή καταρτίζει και δημοσιεύει περιοδική έκθεση των δραστηριοτήτων της.
8. Τα μέλη και το προσωπικό των εποπτικών αρχών δεσμεύονται από υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας όσον αφορά εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες έχουν ή είχαν πρόσβαση, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών τους.
9. Οι αποφάσεις των εποπτικών αρχών δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.
10. Οι εποπτικές αρχές δεν είναι αρμόδιες όσον αφορά την επεξεργασία που διενεργείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων.
Κεφάλαιο V
Συνεργασία και αμοιβαία συνδρομή
Άρθρο 16
Ορισμός εποπτικών αρχών
1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη δεσμεύονται να συνεργάζονται και να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης.
2. Για τον σκοπό αυτό:
(α) κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος ορίζει μία ή περισσότερες εποπτικές αρχές κατά την έννοια του άρθρου 15 της παρούσας Σύμβασης, την ονομασία και τη διεύθυνση των οποίων ανακοινώνει στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης·
(β) κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο όρισε περισσότερες εποπτικές αρχές, προσδιορίζει την αρμοδιότητα καθεμίας από τις αρχές στην ανακοίνωσή του που αναφέρεται στο προηγούμενο στοιχείο.
Άρθρο 17
Μορφές συνεργασίας
1. Οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών τους, ιδίως:
(α) παρέχοντας αμοιβαία συνδρομή με την ανταλλαγή συναφών και χρήσιμων πληροφοριών και με τη συνεργασία μεταξύ τους, υπό τον όρο ότι, όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τηρούνται όλοι οι κανόνες και οι διασφαλίσεις της παρούσας Σύμβασης·
(β) συντονίζοντας τις έρευνες ή τις παρεμβάσεις τους ή διενεργώντας κοινές δράσεις,
(γ) παρέχοντας πληροφορίες και τεκμηρίωση σχετικά με τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική τους όσον αφορά την προστασία των δεδομένων.
2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, εκτός εάν τα δεδομένα αυτά είναι ουσιώδη για τη συνεργασία, ή όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει ρητή, συγκεκριμένη, ελεύθερη και αδιαμφισβήτητη συγκατάθεση για την παροχή τους.
3. Για την οργάνωση της συνεργασίας τους και την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, οι εποπτικές αρχές των Συμβαλλομένων Μερών συγκροτούν δίκτυο.
Άρθρο 18
Συνδρομή στα υποκείμενα των δεδομένων
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παρέχει συνδρομή σε κάθε υποκείμενο των δεδομένων, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής του, προκειμένου να ασκεί τα δικαιώματά του βάσει του άρθρου 9 της παρούσας Σύμβασης.
2. Όταν το υποκείμενο των δεδομένων διαμένει στο έδαφος άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους πρέπει να του παρέχεται η δυνατότητα να υποβάλει το αίτημα διά μέσου της ορισθείσας από το εν λόγω Συμβαλλόμενο Μέρος εποπτικής αρχής.
3. Το αίτημα συνδρομής περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που αφορούν μεταξύ άλλων:
(α) το όνομα, τη διεύθυνση και οποιοδήποτε άλλο σχετικό στοιχείο που προσδιορίζει την ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων που υποβάλλει το αίτημα·
(β) την επεξεργασία, την οποία αφορά το αίτημα ή τον υπεύθυνο επεξεργασίας του,
(γ) το αντικείμενο του αιτήματος.
Άρθρο 19
Εγγυήσεις
1. Εποπτική αρχή, η οποία έλαβε πληροφορίες από άλλη εποπτική αρχή, είτε προς τεκμηρίωση του αιτήματος, είτε σε απάντηση αιτήματος που διατύπωσε η ίδια, δεν θα κάνει χρήση των πληροφοριών αυτών για σκοπούς άλλους από εκείνους που προσδιορίζονται στο αίτημα.
2. Σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέπεται σε εποπτική αρχή να υποβάλει αίτημα επ’ ονόματι του υποκειμένου των δεδομένων με δική της πρωτοβουλία και χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του προσώπου αυτού.
Άρθρο 20
Απόρριψη αιτημάτων
Εποπτική αρχή, η οποία έλαβε αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 17 της παρούσας Σύμβασης, δεν δύναται να αρνηθεί να το εκτελέσει εκτός εάν:
(α) το αίτημα είναι ασυμβίβαστο με τις αρμοδιότητές της.
β) Η αίτηση δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης.
(γ) η εκτέλεση του αιτήματος θα ήταν ασυμβίβαστη με την κυριαρχία, την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του Μέρους που υπέβαλε το αίτημα, ή με τα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των ατόμων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του Μέρους αυτού.
Άρθρο 21
Έξοδα και διαδικασίες
1. Η συνεργασία και η αμοιβαία συνδρομή που παρέχονται μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών σύμφωνα με το άρθρο 17, όπως και η συνδρομή που αυτά παρέχουν στα υποκείμενα των δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 18, δεν συνεπάγονται την καταβολή οποιωνδήποτε εξόδων ή αμοιβής, πέραν εκείνων που αφορούν τους εμπειρογνώμονες και τους διερμηνείς. Αυτά τα έξοδα και οι αμοιβές θα επιβαρύνουν το Συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο υπέβαλε το αίτημα.
2. Το πρόσωπο το οποίο αφορούν οι πληροφορίες δεν μπορεί να υποχρεωθεί να πληρώσει, σχετικά με τις ενέργειες που επιχειρήθηκαν για λογαριασμό του στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου, έξοδα και δικαιώματα διαφορετικά από εκείνα τα οποία είναι απαιτητά έναντι των προσώπων, τα οποία διαμένουν στο έδαφος του συμβαλλόμενου αυτού μέρους.
3. Τα λοιπά σχετικά με τη συνδρομή, που αφορούν ιδίως τους τύπους και τις διαδικασίες, όπως και τις γλώσσες οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν, καθορίζονται άμεσα μεταξύ των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων μερών.
Κεφάλαιο VI
Επιτροπή της Σύμβασης
Άρθρο 22
Συγκρότηση της Επιτροπής
1. Η Επιτροπή της Σύμβασης συγκροτείται μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης.
2. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος ορίζει έναν αντιπρόσωπο και έναν αναπληρωτή στην Επιτροπή. Κάθε Κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση, έχει το δικαίωμα να αντιπροσωπεύεται στην Επιτροπή από έναν παρατηρητή.
3. Η Επιτροπή της Σύμβασης μπορεί, με απόφαση της πλειοψηφίας των δύο τρίτων των αντιπροσώπων των Συμβαλλομένων Μερών, να προσκαλέσει έναν παρατηρητή να εκπροσωπείται στις συνεδριάσεις της.
4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο δεν είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης συνεισφέρει στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της Επιτροπής της Σύμβασης με τους τρόπους που έχουν καθοριστεί από την Επιτροπή Υπουργών, σε συμφωνία με το εν λόγω Συμβαλλόμενο Μέρος.
Άρθρο 23
Αρμοδιότητες της Επιτροπής
Η Επιτροπή της Σύμβασης:
α) Δύναται να κάνει συστάσεις προκειμένου να διευκολυνθεί ή βελτιωθεί η εφαρμογή της σύμβασης.
β) Δύναται να κάνει προτάσεις τροποποίησης της παρούσας σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 25.
γ) Εκφέρει γνώμη σε κάθε πρόταση τροποποίησης της παρούσας σύμβασης που της υποβάλλεται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 25.
(δ) δύναται να εκφέρει γνώμη για οποιοδήποτε ζήτημα, το οποίο σχετίζεται με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης·
(ε) διατυπώνει γνώμη προς την Επιτροπή Υπουργών, πριν από κάθε νέα προσχώρηση στη Σύμβαση, σχετικά με το επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υποψηφίου για προσχώρηση και, εφόσον απαιτείται, συνιστά τη λήψη μέτρων για την επίτευξη της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης·
(στ) δύναται, κατόπιν αιτήματος Κράτους ή διεθνούς οργανισμού, να αξιολογεί κατά πόσον το επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παρέχουν οι υποψήφιοι για προσχώρηση συνάδει με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης και, εφόσον απαιτείται, να συνιστά τη λήψη μέτρων για την επίτευξη της συμμόρφωσης αυτής·
(ζ) δύναται να εκπονήσει ή να εγκρίνει πρότυπα τυποποιημένων εγγυήσεων κατά την έννοια του άρθρου 14·
(η) ελέγχει την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης από τα Μέρη και συνιστά τη λήψη μέτρων σε περίπτωση που ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν συμμορφώνεται με την παρούσα Σύμβαση·
(θ) διευκολύνει, όπου είναι αναγκαίο, τη φιλική διευθέτηση όλων των δυσκολιών εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 24
Διαδικασία
1. Η Επιτροπή της Σύμβασης συγκαλείται από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η πρώτη συνεδρίασή της προσδιορίζεται εντός δώδεκα μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης. Ακολούθως συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο και, οπωσδήποτε κάθε φορά που το ένα τρίτο των αντιπροσώπων των Συμβαλλομένων Μερών ζητεί τη σύγκλησή της.
2. Μετά το πέρας κάθε συνεδρίασής της, η Επιτροπή της Σύμβασης υποβάλλει στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης έκθεση για τις εργασίες της και τη λειτουργία της Σύμβασης.
3. Οι ρυθμίσεις που αφορούν τις ψηφοφορίες στην Επιτροπή της Σύμβασης καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό που προσαρτάται στο Πρωτόκολλο STCE αριθ. 223.
4. Η Επιτροπή της Σύμβασης καταρτίζει τα άλλα στοιχεία του εσωτερικού της κανονισμού και θεσπίζει, ιδίως, τις διαδικασίες αξιολόγησης και ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 και τα στοιχεία (ε), (στ) και (η) του άρθρου 23, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων.
Κεφάλαιο VII
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Άρθρο 25
Τροποποιήσεις
1. Τροποποιήσεις της παρούσας Σύμβασης δύναται να προταθούν από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος, την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης ή την Επιτροπή της Σύμβασης.
2. Κάθε πρόταση τροποποίησης κοινοποιείται από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης στα Συμβαλλόμενα Μέρη της παρούσας Σύμβασης, στα άλλα Κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε κάθε Κράτος-μη μέλος ή διεθνή οργανισμό που έχει κληθεί να προσχωρήσει στην παρούσα Σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27.
3. Επιπλέον, κάθε τροποποίηση η οποία προτείνεται από Συμβαλλόμενο Μέρος ή από την Επιτροπή Υπουργών κοινοποιείται στην Επιτροπή της Σύμβασης, η οποία υποβάλλει στην Επιτροπή των Υπουργών τη γνώμη της σχετικά με την προτεινόμενη τροποποίηση.
4. Η Επιτροπή Υπουργών εξετάζει την προτεινόμενη τροποποίηση και κάθε γνωμοδότηση που υποβάλλεται από την Επιτροπή της Σύμβασης, και δύναται να εγκρίνει την τροποποίηση.
5. Το κείμενο κάθε τροποποίησης, που εγκρίθηκε από την Επιτροπή των Υπουργών, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, διαβιβάζεται στα συμβαλλόμενα μέρη για αποδοχή.
6. Κάθε εγκεκριμένη τροποποίηση, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, θα αρχίζει να ισχύει την 30ή ημέρα από τη γνωστοποίηση της αποδοχής της στο Γενικό Γραμματέα από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.
7. Επιπλέον, η Επιτροπή Υπουργών δύναται, μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή της Σύμβασης, να αποφασίσει ομόφωνα τη θέση σε ισχύ μιας συγκεκριμένης τροποποίησης με την εκπνοή χρονικής περιόδου τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η Σύμβαση τέθηκε προς αποδοχή, εκτός εάν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος γνωστοποιήσει στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης την υποβολή ένστασης κατά της έναρξης ισχύος της. Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης ένστασης, η τροποποίηση αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας κατά την οποία το Συμβαλλόμενο Μέρος στην παρούσα Σύμβαση, το οποίο γνωστοποίησε την ένσταση, κατέθεσε το έγγραφο αποδοχής στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Κεφάλαιο VIII
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 26
Έναρξη ισχύος
1. Η παρούσα Σύμβαση είναι διαθέσιμη προς υπογραφή από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Η παρούσα σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί τη λήξη μιας περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία κατά την οποία πέντε κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης θα έχουν εκφράσει τη συγκατάθεσή τους να δεσμεύονται από τη σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. Για κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο θα εκδηλώσει αργότερα τη συγκατάθεσή του να δεσμεύεται από τη σύμβαση, η σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί τη λήξη μιας τρίμηνης περιόδου μετά την ημερομηνία κατάθεσης του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης.
Άρθρο 27
Προσχώρηση Κρατών μη μελών ή διεθνών οργανισμών
1. Μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης δύναται, μετά από διαβούλευση με τα Συμβαλλόμενα Μέρη της παρούσας Σύμβασης και την ομόφωνη συγκατάθεσή τους, και λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 23 (ε), να καλέσει οποιοδήποτε Κράτος που δεν είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης ή διεθνή οργανισμό να προσχωρήσει στην παρούσα Σύμβαση με απόφαση λαμβανόμενη με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 20 (δ) του Καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης και με την ομόφωνη ψήφο των αντιπροσώπων των Συμβαλλόμενων Κρατών που δικαιούνται να παρίστανται στην Επιτροπή των Υπουργών.
2. Για κάθε κράτος ή διεθνή οργανισμό που προσχωρεί στην παρούσα Σύμβαση σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 1, η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την παρέλευση τριμήνου από την ημερομηνία κατάθεσης του εγγράφου προσχώρησης στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Άρθρο 28
Εδαφική ρήτρα
1. Κάθε Κράτος, η Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλος διεθνής οργανισμός δύναται, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση του εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, να ορίσει το έδαφος ή τα εδάφη στα οποία θα εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση.
2. Κάθε Κράτος, η Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλος διεθνής οργανισμός δύναται, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, με δήλωση απευθυνόμενη προς τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να επεκτείνει την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης σε οποιοδήποτε άλλο έδαφος το οποίο θα ορίζεται στη δήλωση. Η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ, όσον αφορά το έδαφος αυτό, την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την παρέλευση τριμήνου από την ημερομηνία παραλαβής της δήλωσης από τον Γενικό Γραμματέα.
3. Κάθε δήλωση, η οποία γίνεται δυνάμει των δυο προηγούμενων παραγράφων, θα μπορεί να ανακληθεί, όσον αφορά οποιοδήποτε έδαφος το οποίο ορίζεται στη δήλωση αυτή, με γνωστοποίηση απευθυνόμενη στο Γενικό Γραμματέα. Η ανάκληση θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί τη λήξη περιόδου έξι μηνών μετά την ημερομηνία παραλαβής της γνωστοποίησης από το Γενικό Γραμματέα.
Άρθρο 29
Επιφυλάξεις
Καμία επιφύλαξη δεν επιτρέπεται στις διατάξεις της παρούσας σύμβασης.
Άρθρο 30
Καταγγελία
1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος δύναται, ανά πάσα στιγμή, να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση απευθύνοντας γνωστοποίηση στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Η καταγγελία θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί τη λήξη περιόδου έξι μηνών μετά την ημερομηνία παραλαβής της γνωστοποίησης από το Γενικό Γραμματέα.
Άρθρο 31
Γνωστοποιήσεις
Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα γνωστοποιήσει στα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και σε κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο έχει προσχωρήσει στην παρούσα σύμβαση:
α) κάθε υπογραφή,
β) την κατάθεση κάθε εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης,
γ) κάθε ημερομηνία έναρξης της ισχύος της παρούσας σύμβασης, σύμφωνα με τα άρθρα της 26, 27 και 28,
δ) κάθε άλλη πράξη, γνωστοποίηση ή κοινοποίηση σχετική με την παρούσα σύμβαση.»
Άρθρο τρίτο
Αρμόδια εποπτική αρχή
Ως αρμόδια εποπτική αρχή για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτή τροποποιείται με το Πρωτόκολλο που κυρώνεται με το παρόν, ορίζεται η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Άρθρο τέταρτο
Ανάλογη και συμπληρωματική εφαρμογή διατάξεων
Όταν ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτή τροποποιείται με το Πρωτόκολλο που κυρώνεται με το παρόν, ισχύουν αναλόγως και συμπληρωματικώς οι διατάξεις του υφισταμένου νομικού πλαισίου προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της Οδηγίας 95/46/ΕΚ Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων, L 119 και ν. 4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις», Α’ 137), όπως, ενδεικτικώς, οι ρυθμίσεις για τις προσφυγές και τα ένδικα μέσα που ασκούνται ενώπιον της εποπτικής αρχής και των δικαστηρίων, αντίστοιχα, και τις κυρώσεις που επιβάλλονται, σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων της Σύμβασης, σε συμφωνία και με τα άρθρα 10 και 11 της Σύμβασης, όπως αναριθμούνται σε άρθρα 12 και 13, με τα άρθρα 13 και 15, αντίστοιχα, του παρόντος Πρωτοκόλλου.
Άρθρο πέμπτο
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τoυ κυρούμενου Πρωτοκόλλου από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 37 αυτού.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 15 Ιανουαρίου 2025
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Οι Υπουργοί
Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Εξωτερικών Εθνικής Άμυνας
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΕΝΔΙΑΣ
Εσωτερικών Προστασίας του Πολίτη Ανάπτυξης ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΙΒΑΝΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΙΚΑΚΟΣ
Κοινωνικής Συνοχής Δικαιοσύνης και Οικογένειας Ψηφιακής Διακυβέρνησης ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΙΔΗΣ ΣΟΦΙΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 16 Ιανουαρίου 2025
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΙΔΗΣ