ΝΟΜΟΣ 5072/2023
NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 5072 ΦΕΚ Α 198/5.12.2023
Δάνεια: Διαφάνεια, ανταγωνισμός, προστασία των ευάλωτων Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167, επανεισαγωγή του προγράμματος «ΗΡΑΚΛΗΣ» και άλλες επείγουσες διατάξεις.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή: ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΜΕΡΟΣ Α’: ΣΚΟΠΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Άρθρο 1 Σκοπός
Άρθρο 2 Αντικείμενο
ΜΕΡΟΣ Β’: ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2021/2167 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 24ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ 2008/48/ΕΚ ΚΑΙ 2014/17/ΕΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3 Πεδίο εφαρμογής (άρθρα 1 και 2 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 4 Ορισμοί (άρθρο 3 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’: ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 5 Γενικές απαιτήσεις άδειας λειτουργίας (άρθρο 4 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 6 Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων (άρθρο 5 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 7 Δυνατότητα κατοχής χρηματικών ποσών (άρθρο 6 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 8 Διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων (άρθρο 7 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 9 Έλεγχος ειδικής συμμετοχής
Άρθρο 10 Αρχικό κεφάλαιο
Άρθρο 11 Ανάκληση της άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων (άρθρο 8 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 12 Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 9 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 13 Σχέση με τον δανειολήπτη, γνωστοποίηση των μεταβιβάσεων και μεταγενέστερες γνωστοποιήσεις (άρθρο 10 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 14 Συμβατική σχέση μεταξύ διαχειριστή πιστώσεων και αγοραστή πιστώσεων (άρθρο 11 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 15 Εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων από διαχειριστή πιστώσεων (άρθρο 12 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’: ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΕ Ή ΧΩΡΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 16 Παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση σε άλλα κράτη μέλη από αδειοδοτημένες Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (άρθρο 13 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 17 Παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα από διαχειριστές πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος (άρθρο 13 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 18 Εποπτεία των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις με άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων που παρέχουν υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη με ή χωρίς εγκατάσταση (άρθρο 14 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 19 Εποπτεία των διαχειριστών πιστώσεων με έδρα σε άλλα κράτη μέλη που παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα (άρθρο 14 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’: ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 20 Υποχρέωση πληροφόρησης για τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων (άρθρο 15 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 21 Υποχρεώσεις των αγοραστών πιστώσεων (άρθρο 17 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 22 Ορισμός διαχειριστών πιστώσεων ή άλλων οντοτήτων (άρθρο 18 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 23 Αντιπρόσωποι αγοραστών πιστώσεων από τρίτη χώρα (άρθρο 19 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 24 Γνωστοποίηση στις αρμόδιες αρχές της μεταβίβασης των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων από τον αγοραστή πιστώσεων (άρθρο 20 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’: ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΕΠΙ ΑΓΟΡΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 25 Ορισμός αρμόδιων αρχών (άρθρο 21 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 26 Εποπτικός ρόλος και εποπτικές εξουσίες της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 22 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 27 Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 23 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 28 Εποπτικός ρόλος, εποπτικές εξουσίες, διοικητικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (άρθρα 22 και 23 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 29 Εποπτικός ρόλος, εποπτικές εξουσίες, διοικητικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (άρθρα 22 και 23 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 30 Δικαίωμα δικαστικής προστασίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’: ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
Άρθρο 31 Παράπονα και καταγγελίες (άρθρο 24 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 32 Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 25 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 33 Επαγγελματικό και τραπεζικό απόρρητο
Άρθρο 34 Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών (άρθρο 26 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ Ν. 4438/2016
Άρθρο 35 Υποχρέωση πληροφόρησης πριν την εκχώρηση Προσθήκη άρθρου 26α στον ν. 4438/2016 (παρ. 1 άρθρου 28 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 36 Συμμόρφωση με τον Κώδικα Δεοντολογίας Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 27 ν. 4438/2016 (παρ. 2 άρθρου 28 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 37 Δικαιώματα του καταναλωτή σχετικά με την εκχώρηση Προσθήκη άρθρου 27α στον ν. 4438/2016 (παρ. 3 άρθρου 28 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’: ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΥΣ Β’
Άρθρο 38 Ενώσεις Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως Χρηματοπιστωτικοί Οργανισμοί Τροποποίηση περ. ε) παρ. 3 άρθρου 3 ν. 4557/2018
Άρθρο 39 Εξουσιοδοτικές διατάξεις Μέρους Β’
Άρθρο 40 Μεταβατικές διατάξεις Μέρους Β’ (παρ. 2 άρθρου 32 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Άρθρο 41 Καταργούμενες διατάξεις Μέρους Β’ Κατάργηση άρθρων 1 έως 3 ν. 4354/2015
ΜΕΡΟΣ Γ’: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΩΜΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΩΜΕΣ
Άρθρο 42 Επέκταση της δραστηριότητας των εταιρειών παροχής πιστώσεων Αντικατάσταση παρ. 4 και τροποποίηση παρ. 5 και 6 άρθρου 153 ν. 4261/2014
Άρθρο 43 Ορισμός αντιπροσώπων από τα πιστωτικά ιδρύματα Προσθήκη άρθρου 166Α στον ν. 4261/2014
Άρθρο 44 Μέτρα αυξημένης επιμέλειας των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών Προσθήκη παρ. 1α στο άρθρο 16 του ν. 4557/2018
Άρθρο 45 Ορισμός υπηρεσιών άμεσης πληρωμής Προσθήκη περ. ιθ) στο άρθρο 62 του ν. 4446/2016
Άρθρο 46 Υποχρεωτική αποδοχή πληρωμών με υπηρεσίες άμεσης πληρωμής Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 65 του ν. 4446/2016
Άρθρο 47 Υποχρέωση ενημέρωσης για τη χρήση καρτών και υπηρεσιών άμεσης πληρωμής Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 66 ν. 4446/2016
Άρθρο 48 Δημοσιοποίηση κυρώσεων Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 60 ν. 4261/2014 και παρ. 3 άρθρου 46 ν. 4557/2018
Άρθρο 49 Προστατευμένο Κανονιστικό Περιβάλλον
Άρθρο 50 Μητρώο Παρακολούθησης Ιδιωτικού Χρέους
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’: ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΕ) 2022/2036 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 19ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2022 «ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 575/2013 ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2014/59/ΕΕ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΣΥΣΤΗΜΙΚΩΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΕΝΑΡΞΗΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΜΕΣΗ ΑΝΑΛΗΨΗ ΜΕΣΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΑΧΙΣΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ» ΚΑΙ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2019/879 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 20ΗΣ ΜΑΪΟΥ 2019 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΤΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Άρθρο 51 Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για τις οντότητες εξυγίανσης των «G-SIIs» Τροποποίηση παρ. 4 εσωτερικού άρθρου 45δ άρθρου 2 ν. 4335/2015 (παρ. 1 άρθρου 2 Κανονισμού (ΕΕ) 2022/2036)
Άρθρο 52 Διαδικασία για τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Τροποποίηση παρ. 2 εσωτερικού άρθρου 45η άρθρου 2 ν. 4335/2015 (παρ. 3 άρθρου 2 Κανονισμού (ΕΕ) 2022/2036)
Άρθρο 53 Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης Τροποποίηση παρ. 5 εσωτερικού άρθρου 25 άρθρου 2 ν. 4335/2015 (περ. δ παρ. 7 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Άρθρο 54 Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων Τροποποίηση εσωτερικού άρθρου 33α άρθρου 2 ν. 4335/2015 (παρ. 12 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Άρθρο 55 Πεδίο εφαρμογής της αναδιάρθρωσης παθητικού Τροποποίηση παρ. 6 εσωτερικού άρθρου 44 άρθρου 2 ν. 4335/2015 (περ. β παρ. 15 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Άρθρο 56 Επιλέξιμες υποχρεώσεις για οντότητες εξυγίανσης Τροποποίηση παρ. 7 και περ. β παρ. 9 εσωτερικού άρθρου 45β άρθρου 2 ν. 4335/2015 (παρ. 17 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Άρθρο 57 Αποτέλεσμα των ενεργειών της απομείωσης και της μετατροπής σε περίπτωση αναδιάρθρωσης παθητικού Τροποποίηση παρ. 2 εσωτερικού άρθρου 48 άρθρου 2 v. 4335/2015 (περ. β παρ. 20 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Άρθρο 58 Συμβατική αναγνώριση της αναδιάρθρωσης παθητικού Τροποποίηση παρ. 1 και 2 εσωτερικού άρθρου 55 άρθρου 2 v. 4335/2015 (παρ. 21 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Άρθρο 59 Απαίτηση για την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Τροποποίηση παρ. 3 και 10 εσωτερικού άρθρου 59 άρθρου 2 v. 4335/2015 (περ. β παρ. 4 άρθρου 59 Οδηγίας 2014/59/ ΕΕ και παρ. 23 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Άρθρο 60 Αποκλεισμός ορισμένων συμβατικών ρητρών σε περίπτωση έγκαιρης παρέμβασης και εξυγίανσης Τροποποίηση παρ. 5 εσωτερικού άρθρου 68 άρθρου 2 v. 4335/2015 (περ. β παρ. 29 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Άρθρο 61 Κατάταξη των απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση Τροποποίηση περ. η) παρ. 1 άρθρου 145A ν. 4261/2014
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’: ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΥΣ Γ’
Άρθρο 62 Εξουσιοδοτικές διατάξεις Μέρους Γ’
Άρθρο 63 Καταργούμενες διατάξεις Μέρους Γ’ Κατάργηση περ. β) παρ. 3 άρθρου 13 ν. 4557/2018
ΜΕΡΟΣ Δ’: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ Ν. 4738/2020
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ
Άρθρο 64 Πεδίο εφαρμογής Τροποποίηση περ. γ) παρ. 3 άρθρου 7 του ν. 4738/2020
Άρθρο 65 Άδεια για επεξεργασία και κοινοποίηση στοιχείων που δηλώνονται στην αίτηση Προσθήκη παρ. 6 στο άρθρο 12 του ν. 4738/2020
Άρθρο 66 Τεκμαιρόμενη συναίνεση σε πρόταση αναδιάρθρωσης χρεών ευάλωτου οφειλέτη Προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 14 του ν. 4738/2020
Άρθρο 67 Προθεσμία για την υπογραφή της σύμβασης αναδιάρθρωσης Προσθήκη παρ. 2 στο άρθρο 16 του ν. 4738/2020
Άρθρο 68 Κανόνες και περιορισμοί στις συμβάσεις αναδιάρθρωσης οφειλών με το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης Αντικατάσταση περ. δ) και ε) και προσθήκη περ. στ) στην παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 4738/2020
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΥΑΛΩΤΟΥΣ ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ
Άρθρο 69 Αντικειμενικές προϋποθέσεις πτώχευσης Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 77 ν. 4738/2020
Άρθρο 70 Διαδικασία πτώχευσης Τροποποίηση άρθρου 78 ν. 4738/2020
Άρθρο 71 Δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση πτώχευσης Τροποποίηση παρ. 6 και 7 άρθρου 79 του ν. 4738/2020
Άρθρο 72 Περιεχόμενο της απόφασης πτώχευσης Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 81 ν. 4738/2020
Άρθρο 73 Πτωχευτική περιουσία Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 92 ν. 4738/2020
Άρθρο 74 Ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 101 ν. 4738/2020
Άρθρο 75 Γενικές διατάξεις για την κατ’ ιδίαν εκποίηση Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 162 ν. 4738/2020
Άρθρο 76 Διαδικασία εκποίησης κινητών μικρής αξίας Τροποποίηση άρθρου 165 ν. 4738/2020
Άρθρο 77 Φορολογικές ρυθμίσεις για τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης Προσθήκη παρ. 9 στο άρθρο 170 του ν. 4738/2020
Άρθρο 78 Άσκηση παρέμβασης από οφειλέτη κατά της αίτησης πτώχευσης μικρού αντικειμένου Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 173 ν. 4738/2020
Άρθρο 79 Συνοδευτικά στοιχεία αίτησης πτώχευσης μικρού αντικειμένου Τροποποίηση άρθρου 174 ν. 4738/2020
Άρθρο 80 Δικονομικές ρυθμίσεις Τροποποίηση παρ. 2 και αντικατάσταση παρ. 3 άρθρου 177 ν. 4738/2020
Άρθρο 81 Καταχώριση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 178 ν. 4738/2020
Άρθρο 82 Διαδικασία σφράγισης πτωχευτικής περιουσίας Τροποποίηση άρθρου 179 ν. 4738/2020
Άρθρο 83 Αιτιολογημένη απόφαση εισηγητή για τις ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης Τροποποίηση άρθρου 181 ν. 4738/2020
Άρθρο 84 Εκποίηση πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά Τροποποίηση άρθρου 183 ν. 4738/2020
Άρθρο 85 Ειδικές προβλέψεις για την εκπροσώπηση και παράσταση ενώπιον δικαστηρίου Τροποποίηση άρθρου 185 ν. 4738/2020
Άρθρο 86 Απαλλαγή οφειλέτη από οφειλές με πράξη εισηγητή δικαστή Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 192 του ν. 4738/2020
Άρθρο 87 Προσφυγή κατά της απαλλαγής Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 193 ν. 4738/2020
Άρθρο 88 Απαλλαγές οφειλέτη και εκπροσώπων νομικού προσώπου Αντικατάσταση παρ. 1 άρθρου 194, τροποποίηση παρ. 1, προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 195, προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 263 του ν. 4738/2020
Άρθρο 89 Μεταβίβαση κύριας κατοικίας στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης Τροποποίηση άρθρου 219, παρ. 2 άρθρου 222, παρ. 3 άρθρου 225 ν. 4738/2020
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
Άρθρο 90 Διορισμός διαχειριστών αφερεγγυότητας Τροποποίηση παρ. 2 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 230 του ν. 4738/2020
Άρθρο 91 Πιστοποίηση διαχειριστών αφερεγγυότητας Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 231 ν. 4738/2020
Άρθρο 92 Εξετάσεις απόκτησης πιστοποίησης διαχειριστή αφερεγγυότητας Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 232 ν. 4738/2020
Άρθρο 93 Διαρκής επιμόρφωση πιστοποιημένων προσώπων Αντικατάσταση άρθρου 235 ν. 4738/2020
Άρθρο 94 Σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης διαχειριστή αφερεγγυότητας Αντικατάσταση παρ. 7 άρθρου 236 ν. 4738/2020
Άρθρο 95 Πειθαρχικές ποινές διαχειριστών αφερεγγυότητας Τροποποίηση άρθρου 245 ν. 4738/2020
Άρθρο 96 Επιμέτρηση ποινής διαχειριστών αφερεγγυότητας Τροποποίηση άρθρου 246 ν. 4738/2020
Άρθρο 97 Διαγραφή πειθαρχικών ποινών διαχειριστών αφερεγγυότητας Προσθήκη άρθρου 246A στον ν. 4738/2020
Άρθρο 98 Ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο Τροποποίηση άρθρου 249 ν. 4738/2020
Άρθρο 99 Αρχειοθέτηση καταγγελιών Τροποποίηση άρθρου 250 ν. 4738/2020
Άρθρο 100 Περάτωση προκαταρκτικής εξέτασης Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 251 ν. 4738/2020
Άρθρο 101 Βελτιώσεις σε ζητήματα πειθαρχικής δίωξης Τροποποίηση άρθρου 252 ν. 4738/2020
Άρθρο 102 Άσκηση έφεσης κατά οποιασδήποτε ποινής Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 255 ν. 4738/2020
Άρθρο 103 Ανανέωση πιστοποίησης διαχειριστών αφερεγγυότητας Προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 263 του ν. 4738/2020
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’: ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΥΣ Δ’
Άρθρο 104 Μεταβατικές διατάξεις Μέρους Δ’
Άρθρο 105 Καταργούμενες διατάξεις Μέρους Δ’ Κατάργηση παρ. 1 άρθρου 133 ν. 4738/2020
ΜΕΡΟΣ Ε’: ΕΠΑΝΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΑΤΟΣ «ΗΡΑΚΛΗΣ» ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ Ν. 4649/2019
Άρθρο 106 Πεδίο εφαρμογής Tροποποίηση παρ. 1 άρθρου 1 ν. 4649/2019
Άρθρο 107 Παροχή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου Tροποποίηση παρ. 1, 3 και 4 άρθρου 6 ν. 4649/2019
Άρθρο 108 Καθορισμός και καταβολή προμήθειας ασφαλείας Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 7 ν. 4649/2019
Άρθρο 109 Προθεσμία υποβολής των αιτημάτων για την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 9 ν. 4649/2019
Άρθρο 110 Πιστοληπτική Αξιολόγηση Ομολογιών Υψηλής Εξοφλητικής Προτεραιότητας Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 11 ν. 4649/2019
Άρθρο 111 Κατάπτωση της εγγύησης Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 13 ν. 4649/2019
Άρθρο 112 Τροποποίηση Παραρτημάτων Α’, Β’ και Γ’ ν. 4649/2019
ΜΕΡΟΣ ΣΤ’: ΑΛΛΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 113 Προϋπολογισμός δημοσίων επενδύσεων του έτους 2023 Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 79 του ν. 4270/2014
Άρθρο 114 Συναλλαγές του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου σε ρυθμιζόμενη αγορά Αντικατάσταση παρ. 13 άρθρου 5, τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 6 ν. 3986/2011
Άρθρο 115 Εξαιρετική νομιμοποίηση διαχειριστών πιστώσεων
Άρθρο 116 Δυνατότητα συμπερίληψης προκαταβολής στην αντιπρόταση των χρηματοδοτικών φορέων Τροποποίηση παρ. 2Α του άρθρου 71 ν. 4738/2020
Άρθρο 117 Μεταβατική ρύθμιση Πεδίο εφαρμογής περ. δ παρ. 3 άρθρου 7 ν. 4738/2020
Άρθρο 118 Επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ευάλωτων νοικοκυριών κατά τον Δεκέμβριο 2023
Άρθρο 119 Παράταση προθεσμίας υποβολής Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης και Οικονομικών Συμφερόντων Προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 44 του ν. 5026/2023
Άρθρο 120 Διάρκεια απόσπασης δικαστικών λειτουργών στο Υπουργείο Δικαιοσύνης Τροποποίηση παρ. 6 άρθρου 61 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Άρθρο 121 Εφαρμογή κλειστού προϋπολογισμού Καθορισμός ορίου δαπάνης της δραστικής ουσίας ηπαρίνης για τα έτη 2023-2025
ΜΕΡΟΣ Ζ’: ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
Άρθρο 122 Έναρξη ισχύος
ΜΕΡΟΣ Α’
ΣΚΟΠΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος είναι: α) η ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021 για τους διαχειριστές πιστώσεων και τους αγοραστές πιστώσεων και την τροποποίηση των Οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ ΕΕ (L 438), β) η εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς και ο ενισχυμένος έλεγχός της, γ) η εν γένει προστασία των οφειλετών, και δ) η ολοκλήρωση της διαδικασίας παροχής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις που είχαν υποβληθεί κατά τη δεύτερη φάση του προγράμματος «ΗΡΑΚΛΗΣ» και η εξέταση νέων αιτημάτων που υποβλήθηκαν και από μη συστημικές τράπεζες.
Άρθρο 2
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος είναι: α) η αναμόρφωση του πλαισίου για τη διαχείριση των απαιτήσεων από συμβάσεις πίστωσης, μέσω της ενσωμάτωσης της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021 για τους διαχειριστές πιστώσεων και τους αγοραστές πιστώσεων και την τροποποίηση των Οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ ΕΕ (L 438), βα) η τροποποίηση των ν. 4446/2016 (Α’ 240) και 1969/1991 (Α’ 167) για την εποπτεία των Εταιρειών Παροχής Πιστώσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καθώς και ββ) η ειδικότερη ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν στη διαδικασία εξυγίανσης, μέσω της εναρμόνισης με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2022/2036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά την προληπτική αντιμετώπιση παγκόσμιων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων με στρατηγική εξυγίανσης πολλαπλών σημείων έναρξης και μεθόδους για την έμμεση ανάληψη μέσων που είναι επιλέξιμα για την εκπλήρωση της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (L 275) και την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019 «για την τροποποίηση της Οδηγίας 2014/59/ ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της Οδηγίας 98/26/ΕΚ (L 150), γ) η τροποποίηση τoυ ν. 4738/2020 (Α’ 207) για την προστασία των οφειλετών, μέσω επεμβάσεων στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, στην πτωχευτική διαδικασία και στη λειτουργία των διαχειριστών αφερεγγυότητας, και δ) η προσαρμογή του ν. 4649/2019 (Α’ 206) για την επανεισαγωγή του προγράμματος «ΗΡΑΚΛΗΣ» έως την 31η Δεκεμβρίου 2024.
ΜΕΡΟΣ Β’
ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2021/2167 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 24ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ 2008/48/ΕΚ ΚΑΙ 2014/17/ΕΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3
Πεδίο εφαρμογής (άρθρα 1 και 2 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται σε: α) διαχειριστές πιστώσεων, οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό αγοραστή πιστώσεων ή πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος με έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) ή νόμιμα εγκατεστημένου στην Ε.Ε., σε σχέση με τα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από πίστωση που έχει χορηγηθεί από πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα με έδρα στην Ε.Ε. ή νόμιμα εγκατεστημένο στην Ε.Ε., σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο,
β) αγοραστές πιστώσεων των δικαιωμάτων πιστωτή στο πλαίσιο εξυπηρετούμενης ή μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, που έχει χορηγηθεί από πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα με έδρα στην Ε.Ε. ή νόμιμα εγκατεστημένο στην Ε.Ε., σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο.
2. Το παρόν Μέρος, όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, δεν θίγει τα άρθρα 455 έως 470 και 513 έως 573 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α’ 164) περί εκχώρησης και πωλήσεως, σε σχέση με τη μεταβίβαση απαιτήσεων, ούτε την προστασία που παρέχεται στους καταναλωτές ή τους δανειολήπτες δυνάμει ιδίως του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (L 177), του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (L 351), του ν. 2251/1994 (Α’ 191), του ν. 4438/2016 (Α’ 220) και της υπό στοιχεία Ζ1-699/23.6.2010 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β’ 917).
3. Το παρόν Μέρος δεν θίγει την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 (Α’ 288).
4. Το παρόν Μέρος δεν επηρεάζει την εφαρμογή: α) του ν. 3156/2003 (Α’ 157) σχετικά με τη διαχείριση των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων, όταν ο αγοραστής
πιστώσεων είναι οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση, όπως ορίζεται στην περ. 2 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2017 σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των Κανονισμών (ΕΚ) 1060/2009 και (ΕΕ) 648/2012 (L 347), εφόσον με την εν λόγω νομοθεσία δεν επηρεάζεται το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών που προβλέπεται στο παρόν Μέρος, β) των ν. 1905/1990 (Α’ 147), περί συμβάσεων πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, 1665/1986 (Α’ 194), περί συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης, 4261/2014 (Α’ 107), περί πρόσβασης στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτικής εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων 4514/2018 (Α’ 14) και 4701/2020 (Α’ 128), περί πλαισίου χορήγησης μικροχρηματοδοτήσεων. Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται ως προς τη διαχείριση πιστώσεων που μεταβιβάζονται στο πλαίσιο του ν. 3156/2003, εφόσον η διαχείρισή τους έχει ανατεθεί σε διαχειριστές πιστώσεων της περ. 8) του άρθρου 4.
5. Το παρόν Μέρος δεν εφαρμόζεται: α) στη διαχείριση των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων, που διενεργείται από: αα) πιστωτικό ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων που αυτό αγόρασε από άλλο πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή των οποίων τη διαχείριση ανέλαβε,
αβ) εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης ή εταιρεία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων ή εταιρεία παροχής πιστώσεων ή ίδρυμα μικροχρηματοδοτήσεων, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων που αυτή αγόρασε από άλλη οντότητα ίδιας δραστηριότητας ή των οποίων τη διαχείριση ανέλαβε,
αγ) Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων που έχει έδρα στην Ελλάδα και έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τον ν. 4209/2013 (Α’ 253) ή Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων που έχει έδρα στην Ελλάδα και έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3283/2004 (Α’ 210) και το άρθρο 12 του ν. 4099/2012 (Α’ 250),
β) στη διαχείριση των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων, που δεν χορηγήθηκε από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα με εγκατάσταση στην Ε.Ε., εκτός αν οι απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων αντικαθίστανται από σύμβαση πίστωσης που χορηγείται από τέτοιο πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα,
γ) στις απαιτήσεις από τις συμβάσεις πιστώσεων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων,
δ) στην αγορά των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων, από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα με εγκατάσταση στην Ε.Ε., και
ε) στη μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων, που μεταβιβάζονται πριν από την 30ή Δεκεμβρίου 2023.
6. Το παρόν Μέρος δεν εφαρμόζεται σε διαδικασίες διαχείρισης πιστώσεων που ασκούνται στο πλαίσιο του επαγγέλματός τους από συμβολαιογράφους, σύμφωνα με τον Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000, Α’ 96), δικαστικούς επιμελητές, σύμφωνα με τον Κώδικα των Δικαστικών Επιμελητών (ν. 2318/1995, Α’ 126) και δικηγόρους, σύμφωνα με τον Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α’ 208).
Άρθρο 4
Ορισμοί (άρθρο 3 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) «πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στην περ. 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (L 176), ήτοι η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό,
2) «πιστωτής»: πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο έχει χορηγήσει πίστωση, ή πρόσωπο που είναι αγοραστής πιστώσεων. Στην έννοια του πιστωτή εμπίπτει και το χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στην περ. 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού 575/2013/ΕΕ, το οποίο έχει χορηγήσει πίστωση, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων της υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3,
3) «δανειολήπτης»: νομικό ή φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει συνάψει σύμβαση πίστωσης με πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένου του νόμιμου διαδόχου ή του συνδίκου του,
4) «πίστωση» ή «σύμβαση πίστωσης»: σύμβαση, όπως εκδόθηκε αρχικά, τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε, δυνάμει της οποίας πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα χορηγεί πίστωση υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, καθώς και τα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από αυτήν,
5) «σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων»: γραπτή σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ αγοραστή πιστώσεων και διαχειριστή πιστώσεων, σχετικά με τις υπηρεσίες που πρόκειται να παρασχεθούν από τον διαχειριστή πιστώσεων για λογαριασμό του αγοραστή πιστώσεων,
6) «αγοραστής πιστώσεων»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εκτός από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο αγοράζει τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας,
7) «πάροχος πιστωτικών υπηρεσιών»: τρίτη οντότητα που διορίζεται από διαχειριστή πιστώσεων, προκειμένου να ασκήσει μέρος των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων αυτού στο πλαίσιο συμφωνίας εξωτερικής ανάθεσης,
8) «διαχειριστής πιστώσεων»: νομικό πρόσωπο με έδρα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) το
οποίο, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, διαχειρίζεται και επιβάλλει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, για λογαριασμό αγοραστή πιστώσεων, και ασκεί τουλάχιστον μία ή περισσότερες δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων,
9) «μεταβίβαση πίστωσης»: η μεταβίβαση των δικαιωμάτων του δανειστή ή η εκχώρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης,
10) «Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» («Ε.Δ.Α.Δ.Π.»): ανώνυμη εταιρεία του ν. 4548/2018 (Α’ 104), που συστήνεται με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ως διαχειριστή πιστώσεων, στην οποία μπορεί να χορηγηθεί άδεια διαχειριστή πιστώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και οι εταιρείες που έχουν ήδη συσταθεί προς αυτόν τον σκοπό και έχουν αδειοδοτηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4354/2015 (Α’ 176),
11) «δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων»: μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες:
α) είσπραξη ή ανάκτηση, από τον δανειολήπτη με κάθε μορφή εξώδικης ή δικαστικής ενέργειας, κάθε οφειλόμενου ποσού που σχετίζεται με τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων,
β) επαναδιαπραγμάτευση με τον δανειολήπτη οιωνδήποτε όρων και προϋποθέσεων που σχετίζονται με τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, σύμφωνα με τις οδηγίες του αγοραστή πιστώσεων,
γ) διαχείριση οιωνδήποτε παραπόνων σχετικά με τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων,
δ) ενημέρωση του δανειολήπτη για τυχόν μεταβολές των επιτοκίων ή των εξόδων ή οιωνδήποτε οφειλόμενων ποσών που σχετίζονται με τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων,
12) «κράτος μέλος καταγωγής»: σε σχέση με τον διαχειριστή πιστώσεων, το κράτος μέλος της Ε.Ε. στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα ή, αν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος της Ε.Ε. στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία ή, όσον αφορά τον αγοραστή πιστώσεων ή τον αντιπρόσωπό του, το κράτος μέλος της Ε.Ε. στο οποίο έχει ο αγοραστής πιστώσεων ή ο αντιπρόσωπός του την κατοικία του ή την καταστατική του έδρα, ή αν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος της Ε.Ε. στο οποίο έχει τα κεντρικά του γραφεία,
13) «κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος της Ε.Ε., εκτός από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο ο διαχειριστής πιστώσεων έχει ιδρύσει υποκατάστημα ή στο οποίο ασκεί δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων, και, σε κάθε περίπτωση, στο οποίο έχει την κατοικία του ή έχει την καταστατική του έδρα ή, εάν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος της Ε.Ε. στο οποίο έχει τα κεντρικά του γραφεία ο δανειολήπτης,
14) «καταναλωτής»: φυσικό πρόσωπο το οποίο, στις συμβάσεις πίστωσης που καλύπτει το παρόν Μέρος, ενεργεί για σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική του δραστηριότητα,
15) «μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης»: σύμβαση πίστωσης που χαρακτηρίζεται ως μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα σύμφωνα με το άρθρο 47α του Κανονισμού 575/2013/ΕΕ,
16) «ειδική συμμετοχή»: ειδική συμμετοχή, όπως ορίζεται στην περ. 36 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού 575/2013/ΕΕ,
17) «στενοί δεσμοί»: στενοί δεσμοί, όπως ορίζονται στην περ. 38 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού 575/2013/ΕΕ, ήτοι η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους με έναν από τους κάτωθι τρόπους:
α) συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας, άμεσης ή μέσω ελέγχου, του είκοσι τοις εκατό (20%) ή ανώτερου ποσοστού των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,
β) έλεγχος, ή γ) η κατάσταση κατά την οποία αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται σταθερά με το αυτό τρίτο πρόσωπο μέσω ελέγχου,
18) «Ε.Ε.»: κάθε κράτος μέλος της Ε.Ε. και κάθε άλλο κράτος που έχει κυρώσει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,
19) «Κώδικας Δεοντολογίας»: η υπ’ αρ. 392/1/31.5.2021 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Β’ 2411) ή οποιαδήποτε απόφαση εκδίδεται σε τροποποίηση ή αντικατάστασή της με βάση την εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 (Α’ 288).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 5
Γενικές απαιτήσεις άδειας λειτουργίας (άρθρο 4 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων για λογαριασμό αγοραστή πιστώσεων ασκούνται αποκλειστικά από αδειοδοτημένους διαχειριστές πιστώσεων. Αρμόδια αρχή για την αδειοδότηση των διαχειριστών πιστώσεων είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.
2. Οι διαχειριστές πιστώσεων αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα κατά την έννοια της περ. 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού 575/2013/ΕΕ.
3. Άδεια διαχειριστή πιστώσεων χορηγείται με τη διαδικασία του άρθρου 8 αποκλειστικά σε Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), οι οποίες είναι ανώνυμες εταιρείες με αποκλειστικό σκοπό τη διαχείριση πιστώσεων, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 6.
4. Με άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος, οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. μπορούν, επιπλέον του σκοπού της παρ. 3, να χορηγούν νέες πιστώσεις σε δανειολήπτες των οποίων τις πιστώσεις διαχειρίζονται είτε οι ίδιες, είτε άλλοι διαχειριστές πιστώσεων.
Οι πιστώσεις αυτές παρέχονται με αποκλειστικό σκοπό την αναχρηματοδότηση πιστώσεων ή την αναδιάρθρωση δανεισμού ενός δανειολήπτη δυνάμει σχεδίου αναδιάρθρωσης που συμφωνείται μεταξύ των μερών και του πιστωτή ή διαχειριστή της υπό αναδιάρθρωση πίστωσης.
Οι νέες πιστώσεις της παρούσας λογίζονται ως τραπεζικές πιστώσεις, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο και αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση των διαφορών που απορρέουν από τη σύμβαση είναι τα κατά τόπους ελληνικά δικαστήρια. Τα νέα αυτά δάνεια και οι πιστώσεις επιβαρύνονται με την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975 (Α’ 178), για την απόδοση της οποίας υπεύθυνες είναι οι Ε.Δ.Α.Δ.Π..
5. Στο πλαίσιο της διαχείρισης πιστώσεων, οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. δύνανται να διαχειρίζονται τα ακίνητα που αποτελούν ασφάλεια για τις πιστώσεις που διαχειρίζονται και έχουν μεταβιβασθεί στον δικαιούχο της απαίτησης. Στις Ε.Δ.Α.Δ.Π. δεν επιτρέπεται η απόκτηση διαμέσου μεταβίβασης, εκχώρησης ή από εθελοντική εκποίηση ή από πλειστηριασμό, ακίνητης περιουσίας που συνδέεται με τις πιστώσεις που αυτές διαχειρίζονται.
6. Οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. υποχρεούνται να συντάσσουν τις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις σε ατομική και ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ε.Ε. σύμφωνα με τον Κανονισμό 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, «για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (L 243)» και τον ν. 4308/2014 (Α’ 251).
Άρθρο 6
Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων (άρθρο 5 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Για τη χορήγηση, εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος, της άδειας λειτουργίας της παρ. 1 του άρθρου 5, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η αιτούσα είναι Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του άρθρου 5 με καταβεβλημένο τουλάχιστον το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο της παρ. 1 του άρθρου 10 και έχει την καταστατική της έδρα στην Ελλάδα,
β) τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτούσας, καθώς και ο γενικός διευθυντής ή άλλο διοικητικό στέλεχος αυτής με αντίστοιχες αρμοδιότητες, αν δεν συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο, διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας, η οποία αποδεικνύεται από τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες:
βα) αντίγραφο ποινικού μητρώου, από το οποίο προκύπτει ότι δεν έχουν καταδικασθεί για συναφή ποινικά αδικήματα, ιδίως αυτά που σχετίζονται με την περιουσία, οικονομικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, στα οποία περιλαμβάνονται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τοκογλυφία, απάτη, φορολογικά εγκλήματα, παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου, ή αδικήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας, ή για οποιαδήποτε άλλα αδικήματα που αφορούν εταιρείες, πτώχευση, αφερεγγυότητα ή προστασία των καταναλωτών, περιλαμβανομένων των άρθρων 176 έως 180 του ν. 4548/2018 (Α’ 104),
ββ) στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν σωρευτικές επιπτώσεις ελασσόνων συμβάντων, πέραν αυτών της υποπερ. βα), που θίγουν τα εχέγγυα εντιμότητάς τους,
βγ) στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα εν λόγω πρόσωπα συναλλάσσονται με διαφάνεια και επιδεικνύουν πάντα ανοικτό πνεύμα και διάθεση συνεργασίας στις προγενέστερες επιχειρηματικές τους σχέσεις με τις εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές,
βδ) στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι τα εν λόγω πρόσωπα δεν υπόκεινται σε εν εξελίξει διαδικασία αφερεγγυότητας ή δεν έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση κατά το παρελθόν, εκτός αν έχουν αποκατασταθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία,
γ) τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτούσας, καθώς και ο γενικός διευθυντής ή άλλο διοικητικό στέλεχος αυτής με αντίστοιχες αρμοδιότητες, αν δεν συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο, και το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο στο σύνολό του, διαθέτουν επαρκείς και κατάλληλες γνώσεις και εμπειρία για τη διεξαγωγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας με κατάλληλο και υπεύθυνο τρόπο,
δ) τα πρόσωπα που κατέχουν ειδική συμμετοχή στην αιτούσα, καθώς και τα πρόσωπα που, ακόμη και αν δεν καταλαμβάνονται από την εν λόγω περίπτωση, ασκούν έλεγχο επί της εταιρείας, μέσω έγγραφης ή άλλης συμφωνίας ή από κοινού δράσης, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 23 του ν. 4261/2014 (Α’ 107), διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, γεγονός που αποδεικνύεται με την εκπλήρωση των απαιτήσεων που ορίζονται στις υποπερ. βα) και ββ) της περ. β), καθώς και επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία,
ε) η αιτούσα εφαρμόζει αποτελεσματικές ρυθμίσεις διακυβέρνησης και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών διαχείρισης των κινδύνων και λογιστικής παρακολούθησης, που, μεταξύ άλλων, διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων των δανειοληπτών και τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία που διέπει τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, καθώς και με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (L 119)» και τον ν. 4624/2019 (Α’ 137),
στ) ο αιτών εφαρμόζει πολιτική που διασφαλίζει συμμόρφωση με τους κανόνες για την προστασία των δανειοληπτών και την αντιμετώπισή τους με δίκαιο και επιμελή τρόπο, μεταξύ άλλων, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάστασή τους, και εφόσον συντρέχει περίπτωση, την ανάγκη των εν λόγω δανειοληπτών να αποταθούν για συμβουλευτική υποστήριξη σε εξουσιοδοτημένους κρατικούς ή άλλους φορείς, και ιδίως αυτούς που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 του ν. 4738/2020 (Α’ 207),
ζ) η αιτούσα εφαρμόζει επαρκείς, κατάλληλες και ειδικές εσωτερικές διαδικασίες που διασφαλίζουν την καταγραφή και τον χειρισμό των καταγγελιών των δανειοληπτών,
η) ο αιτών, εφόσον συνιστά υπόχρεο πρόσωπο της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), εφαρμόζει κατάλληλες διαδικασίες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο,
θ) η αιτούσα συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις σύνταξης και δημοσίευσης χρηματοοικονομικών καταστάσεων δυνάμει της κείμενης νομοθεσίας,
ι) δεν υφίστανται επαγγελματικές ή συγγενικές σχέσεις μεταξύ των προσώπων των περ. β) και δ) και οποιωνδήποτε άλλων προσώπων που κατέχουν υψηλά πολιτικά αξιώματα ή υψηλές διοικητικές θέσεις στην εποπτεύουσα αρχή, ώστε να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική διεξαγωγή εποπτείας.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος απορρίπτει την αίτηση που υποβάλλει Ε.Δ.Α.Δ.Π. για χορήγηση της άδειας λειτουργίας της παρ. 1 του άρθρου 5, αν οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση δεν πληρούν όλες τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν Μέρος, καθώς και στις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος Μέρους.
3. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει αιτιολογημένα ότι η χορήγηση της άδειας λειτουργίας Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή η εξαγορά συμμετοχής σε αυτήν υποκρύπτει ή αποσκοπεί στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα σύμφωνα με τον ν. 4557/2018, τότε:
α) αρνείται τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας ή β) δεν επιτρέπει την απόκτηση ή την αύξηση ειδικής συμμετοχής σύμφωνα με το άρθρο 9.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια λειτουργίας Ε.Δ.Α.Δ.Π. μόνον αν οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία ο αιτών έχει στενούς δεσμούς ή αν δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων δεν παρεμποδίζουν την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.
5. Για τους σκοπούς των περ. β), γ) και δ) της παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αιτείται τη γνωστοποίηση στοιχείων σχετικών ιδίως με το κύρος, την εκπαίδευση, τις ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων.
Άρθρο 7
Δυνατότητα κατοχής χρηματικών ποσών (άρθρο 6 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Οι διαχειριστές πιστώσεων επιτρέπεται να εισπράττουν και να κατέχουν χρηματικά ποσά από δανειολήπτες, με σκοπό τη μεταβίβαση των εν λόγω χρηματικών ποσών στους αγοραστές των πιστώσεων που διαχειρίζονται, υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις της παρ. 2, εκτός αν αυτή η δυνατότητα απαγορεύεται στο κράτος μέλος καταγωγής του διαχειριστή πιστώσεων.
2. Οι διαχειριστές πιστώσεων οφείλουν, εκτός από τις απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας της παρ. 1 του άρθρου 6, να ανταποκρίνονται και στις παρακάτω απαιτήσεις:
α) να διατηρούν χωριστό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ή λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα και δεν αποτελεί συνδεδεμένη με τα εν λόγω πρόσωπα οντότητα κατά την έννοια του συνδεδεμένου μέρους του Παραρτήματος Α’ του ν. 4308/2014 (Α’ 251), στον οποίο όλα τα χρηματικά ποσά που εισπράττονται από δανειολήπτες πιστώνονται και φυλάσσονται έως τη μεταφορά τους στον αντίστοιχο αγοραστή πιστώσεων, υπό τους όρους που έχουν συμφωνηθεί με τον αγοραστή πιστώσεων,
β) να καθορίζουν ότι, όταν ένας δανειολήπτης πραγματοποιεί πληρωμή στα εν λόγω πρόσωπα με σκοπό, εν μέρει ή εν όλω, την επιστροφή των οφειλόμενων ποσών που σχετίζονται με τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, η εν λόγω πληρωμή θεωρείται ότι έχει καταβληθεί στον αγοραστή πιστώσεων,
γ) να παραδίδουν απόδειξη παραλαβής ή βεβαίωση απαλλαγής στον δανειολήπτη, σε χαρτί ή άλλο σταθερό μέσο, κάθε φορά που αυτά τα πρόσωπα εισπράττουν χρηματικά ποσά από τον δανειολήπτη, βεβαιώνοντας τα εισπραχθέντα ποσά.
3. Ο λογαριασμός της περ. α) της παρ. 2 είναι ανεκχώρητος και ακατάσχετος έναντι οποιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του αγοραστή πιστώσεων, περιλαμβανομένου και του δημοσίου και του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), δεν υπάγεται στην πτωχευτική περιουσία σε περίπτωση πτώχευσης του διαχειριστή πιστώσεων, και το σύνολο του ποσού που είναι κατατεθειμένο σε αυτόν αποδίδεται στον διαχειριστή πιστώσεων.
4. Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις που ζητεί να αδειοδοτηθεί ως διαχειριστής πιστώσεων και δεν προτίθεται να εισπράττει και να κατέχει χρηματικά ποσά από δανειολήπτες στο πλαίσιο του επιχειρηματικού της μοντέλου, αναφέρει την πρόθεση αυτή στην αίτησή της για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας της παρ. 1 του άρθρου 8.
Άρθρο 8
Διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων (άρθρο 7 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Για την απόκτηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων, η ενδιαφερόμενη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) υποβάλλει σχετική αίτηση στην Τράπεζα της Ελλάδος και προβαίνει στην καταβολή του κατά περίπτωση ελάχιστου απαιτούμενου αρχικού κεφαλαίου, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 10.
2. Η αίτηση άδειας λειτουργίας της παρ. 1 συνοδεύεται από τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες:
α) αντίγραφο της πράξης σύστασης και του καταστατικού της αιτούσας Ε.Δ.Α.Δ.Π, και όλων των τροποποιήσεων αυτού,
β) στοιχεία που τεκμηριώνουν την καταβολή του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου των παρ. 1 και 2 του άρθρου 10,
γ) τη διεύθυνση των κεντρικών γραφείων και της καταστατικής έδρας της αιτούσας,
δ) τα στοιχεία της ταυτότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου της αιτούσας, με υπόδειξη δύο (2) τουλάχιστον εξ αυτών με εκτελεστικές αρμοδιότητες, του γενικού διευθυντή ή άλλου στελέχους με αντίστοιχες αρμοδιότητες, αν δεν συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της αιτούσας, των προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή στην αιτούσα εταιρεία και των προσώπων που, ακόμη και αν δεν καταλαμβάνονται από την εν λόγω περίπτωση, ασκούν έλεγχο επί της αιτούσας εταιρείας, μέσω έγγραφης ή άλλης συμφωνίας ή διά από κοινού δράσης, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 23 του ν. 4261/2014 (Α’ 107),
ε) στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η αιτούσα πληροί τις προϋποθέσεις των περ. β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 6,
στ) στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα πρόσωπα που κατέχουν ειδική συμμετοχή κατά την έννοια της περ. 36 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού 575/2013/ΕΕ και τα πρόσωπα που, ακόμη και αν δεν καταλαμβάνονται από την εν λόγω περίπτωση, ασκούν εν τοις πράγμασι έλεγχο επί της εταιρείας, μέσω έγγραφης ή άλλης συμφωνίας μετόχων ή δια από κοινού δράσης με άλλους μετόχους, πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 6,
ζ) στοιχεία που τεκμηριώνουν την ύπαρξη των ρυθμίσεων διακυβέρνησης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που αναφέρονται στην περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 6, καθώς και η περιγραφή του περιεχομένου τους,
η) στοιχεία που τεκμηριώνουν την ύπαρξη της πολιτικής βάσει της οποίας διασφαλίζονται τα προβλεπόμενα στην περ. στ) της παρ. 1 του άρθρου 6, καθώς και η περιγραφή του περιεχομένου τους και ειδικότερα εμπεριστατωμένη έκθεση στην οποία καταγράφονται διεξοδικά οι βασικές αρχές και οι μέθοδοι με τις οποίες διασφαλίζεται η επιτυχής αναδιάρθρωση δανείων. Στην εν λόγω έκθεση παρουσιάζονται μέθοδοι αναδιάρθρωσης οφειλών εναλλακτικές της αναγκαστικής εκτέλεσης στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας, καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 27 του ν. 4438/2016 (Α’ 220), τα άρθρα 10 και 66 του ν. 4261/2014 και την υπ’ αρ. 175/2/29.7.2020 Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (Β’ 3550), λαμβάνοντας υπόψη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τυχόν τεκμηριώνουν την ιδιαίτερη οικονομική δυσχέρεια και τα ειδικά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν δανειολήπτες που είναι φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας,
θ) στοιχεία που τεκμηριώνουν την ύπαρξη των εσωτερικών διαδικασιών που έχει θεσπίσει η αιτούσα ώστε να τηρεί τις υποχρεώσεις της περ. ζ) της παρ. 1 του άρθρου 6, καθώς και η περιγραφή του περιεχομένου τους,
ι) στοιχεία που τεκμηριώνουν την ύπαρξη των διαδικασιών που έχει θεσπίσει η αιτούσα ώστε να τηρεί τις υποχρεώσεις της περ. η) της παρ. 1 του άρθρου 6, καθώς και η περιγραφή του περιεχομένου τους,
ια) εφόσον συντρέχει περίπτωση, αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη χωριστού λογαριασμού σε πιστωτικό ίδρυμα, όπως προβλέπεται στην περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 7,
ιβ) τυχόν συμβάσεις εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων σύμφωνα με της παρ. 1 του άρθρου 15,
ιγ) την οργανωτική δομή της αιτούσας,
ιδ) το επιχειρηματικό πλάνο των λειτουργιών και των στόχων της αιτούσας με αναλυτική περιγραφή των προγραμματισμένων δράσεων, της στρατηγικής και των διαθέσιμων πόρων της.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την παραλαβή της αίτησης της παρ. 1, εξετάζει αν η αίτηση είναι πλήρης. Αν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η Τράπεζα της Ελλάδος θέτει στην αιτούσα Ε.Δ.Α.Δ.Π. προθεσμία που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δεκαπέντε (15) ημέρες για να προσκομίσει τα ελλείποντα δικαιολογητικά και στοιχεία.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εντός ενενήντα (90) ημερών από την παραλαβή της αίτησης ή, αν η αίτηση δεν είναι πλήρης, εντός εξήντα (60) ημερών από την προθεσμία για προσκομιδή των ελλειπόντων δικαιολογητικών στοιχείων της παρ. 3, αποδέχεται ή απορρίπτει αιτιολογημένα την αίτηση και ενημερώνει αμελλητί την αιτούσα Ε.Δ.Α.Δ.Π.. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν απαντήσει εντός των προθεσμιών της παρούσας, η αίτηση θεωρείται ότι απορρίφθηκε σιωπηρώς.
5. Η απόφαση με την οποία χορηγείται άδεια λειτουργίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 9
Έλεγχος ειδικής συμμετοχής
1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προτίθεται να αποκτήσει ή να αυξήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή του σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) («υποψήφιος αγοραστής»), ούτως ώστε η αναλογία επί του εταιρικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει το ποσοστό του δέκα τοις εκατό (10%), του είκοσι τοις εκατό (20 %), του τριάντα τοις εκατό (30 %) ή του πενήντα τοις εκατό (50%) ή ώστε η Ε.Δ.Α.Δ.Π. να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση, ενημερώνει γραπτώς και εκ των προτέρων την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με την πρόθεσή του, παρέχοντας τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με την παρ. 2. Το ίδιο ισχύει για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή ή να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, ούτως ώστε η αναλογία επί του εταιρικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου να μειωθεί κάτω από το δέκα τοις εκατό (10%), το είκοσι τοις εκατό (20%), το τριάντα τοις εκατό (30%) ή το πενήντα τοις εκατό (50%) ή ώστε η Ε.Δ.Α.Δ.Π. να πάψει να είναι θυγατρική του επιχείρηση. Για την πλήρωση των κριτηρίων ειδικής συμμετοχής, εφαρμόζεται το άρθρο 28 του ν. 4261/2014 (Α’ 107).
2. Ο υποψήφιος αγοραστής ειδικής συμμετοχής παρέχει στην Τράπεζα της Ελλάδος πληροφορίες, οι οποίες αναφέρουν το μέγεθος της συμμετοχής που προτίθεται να αποκτήσει και τις πληροφορίες της περ. β) της παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 4261/2014.
3. Εκτός από τις ποινικές κυρώσεις και τις κυρώσεις της παρ. 6 του άρθρου 27 αν η επιρροή ενός υποψήφιου αγοραστή είναι πιθανό να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή αν δεν τηρηθεί η υποχρέωση της εκ των προτέρων ενημέρωσης του παρόντος με την προσκόμιση επαρκών στοιχείων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή της, εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή του πλήρους φακέλου να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής ή να λάβει άλλα κατάλληλα μέτρα για να μεταβιβασθεί η συμμετοχή σε πρόσωπο που δεν δημιουργεί κίνδυνο εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της Ε.Δ.Α.Δ.Π.. Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται εντολές, προσωρινά μέτρα ή κυρώσεις κατά των προσώπων της παρ. 1, των μελών του διοικητικού συμβουλίου, των διευθυντών ή των υπευθύνων για τη διαχείριση, ή η αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου. Η ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος επιτρέψει την εν λόγω αγορά, δύναται να ορίσει προθεσμία ή και όρους για την υλοποίησή της.
4. Εάν αγοραστής αποκτήσει συμμετοχή, παρά την αντίθεση της Τράπεζας της Ελλάδος και ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή και η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το οποίο δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
5. Για τους σκοπούς του παρόντος, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητεί τη γνωστοποίηση στοιχείων σχετικών ιδίως με το κύρος, την εκπαίδευση, τις ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων.
6. Η περ. α) της παρ. 6 του άρθρου 23 του ν. 4261/2014, περί γνωστοποίησης και αξιολόγησης προτεινόμενων αποκτήσεων συμμετοχής, ισχύει αναλόγως.
Άρθρο 10
Αρχικό κεφάλαιο
1. Κατά την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) της παρ. 3 του άρθρου 5 πρέπει να έχουν καταβάλει ολοσχερώς σε μετρητά αρχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, το οποίο κατατίθεται σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ή λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα και δεν αποτελεί συνδεδεμένη με τον αιτούντα οντότητα κατά την έννοια του συνδεδεμένου μέρους του Παραρτήματος Α’ του ν. 4308/2014 (Α’ 251).
2. Κατά την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. της παρ. 4 του άρθρου 5 πρέπει να έχουν καταβάλει ολοσχερώς σε μετρητά αρχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστον τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (4.500.000) ευρώ, το οποίο κατατίθεται σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ή λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα και δεν αποτελεί συνδεδεμένη με την αιτούσα οντότητα κατά την έννοια του συνδεδεμένου μέρους του Παραρτήματος Α’ του ν. 4308/2014.
3. Τα ίδια κεφάλαια της Ε.Δ.Α.Δ.Π. κατά τη λειτουργία της ως διαχειρίστριας πιστώσεων, δεν υπολείπονται του ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου που απαιτείται για την αδειοδότησή της. Εάν μειωθούν κάτω από το ποσό αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος τάσσει προς την Ε.Δ.Α.Δ.Π. εύλογη προθεσμία για την αποκατάστασή τους στο ελάχιστο απαιτούμενο ποσό.
Άρθρο 11
Ανάκληση της άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων (άρθρο 8 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί με απόφασή της να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων που έχει χορηγήσει σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), μόνο αν η Ε.Δ.Α.Δ.Π.:
α) δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από τη χορήγησή της,
β) παραιτείται ρητώς από την άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων,
γ) έπαυσε να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών,
δ) απέκτησε την άδεια λειτουργίας Ε.Δ.Α.Δ.Π. με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο παράνομο τρόπο,
ε) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας Ε.Δ.Α.Δ.Π. που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 6 και εφόσον συντρέχει στην περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 7, ή παραλείπει να ενημερώσει την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με σημαντικές εξελίξεις ως προς το θέμα αυτό,
στ) διαπράττει ή έχει διαπράξει σοβαρή παράβαση της ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας και των κανονιστικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, περί προστασίας του καταναλωτή ή της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής και του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση. Αρμόδιες για τη διαπίστωση των ανωτέρω παραβάσεων είναι οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών, από τις οποίες ενημερώνεται η Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά.
ζ) έχει υποπέσει σε άλλη παράβαση που προβλέπει ρητά ως κύρωση την ανάκληση της άδειάς της πέρα από τις αναφερόμενες στο παρόν,
η) χρησιμοποιείται ως μέσο για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδοτεί εγκληματικές δραστηριότητες,
θ) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος,
ι) δεν συμμορφώνεται συστηματικά με την έκθεση της περ. η) της παρ. 2 του άρθρου 8. Η Τράπεζα της Ελλάδος για τη διαπίστωση της παράβασης αυτής δεν λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες ή εντολές του δικαιούχου των απαιτήσεων προς την Ε.Δ.Α.Δ.Π.,
ια) δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της παρ. 3 του άρθρου 21,
ιβ) έχει ίδια κεφάλαια που υπολείπονται των κεφαλαίων που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 10 και δεν τα αποκαθιστά εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 10,
ιγ) δεν συμμορφώνεται συστηματικά με την υποχρέωση πληροφόρησης του δανειολήπτη σύμφωνα με το άρθρο 13 και από την παράλειψη αυτή διαπιστώνεται ότι δεν διαθέτει αποτελεσματικές ρυθμίσεις διακυβέρνησης και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου της περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 6 που διασφαλίζουν το ειδικότερο δικαίωμα των δανειοληπτών για πληροφόρηση.
2. Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αν η Ε.Δ.Α.Δ.Π. παρέχει δραστηριότητες σύμφωνα με το άρθρο 16, καθώς και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, αν η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής.
3. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δημοσιεύονται αμελλητί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στο μητρώο του άρθρου 12.
Άρθρο 12
Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 9 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος καταρτίζει και τηρεί δημόσιο μητρώο, στο οποίο εγγράφονται οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) με άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων και οι διαχειριστές πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρέχουν δραστηριότητες στην Ελλάδα, ασκώντας είτε το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 13 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021 για τους διαχειριστές πιστώσεων και τους αγοραστές πιστώσεων και την τροποποίηση των Οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ (L 438) και το άρθρο 17 του παρόντος.
2. Το μητρώο της παρ. 1 είναι διαθέσιμο στο κοινό, προσβάσιμο ηλεκτρονικά στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος και ενημερώνεται σε τακτική βάση.
3. Σε περίπτωση ανάκλησης μίας άδειας λειτουργίας κατά το άρθρο 11, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει το δημόσιο μητρώο της παρ. 1 του παρόντος χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.
Άρθρο 13
Σχέση με τον δανειολήπτη, γνωστοποίηση των μεταβιβάσεων και μεταγενέστερες γνωστοποιήσεις (άρθρο 10 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Οι αγοραστές πιστώσεων και οι διαχειριστές πιστώσεων υποχρεούνται στις σχέσεις τους με τους δανειολήπτες:
α) να ενεργούν καλόπιστα, δίκαια και επαγγελματικά,
β) να παρέχουν στους δανειολήπτες πληροφορίες που δεν είναι παραπλανητικές, ασαφείς ή ψευδείς, γ) να σέβονται και να προστατεύουν τα προσωπικά στοιχεία και την ιδιωτική ζωή των δανειοληπτών,
δ) να επικοινωνούν με τους δανειολήπτες με τρόπο που δεν συνιστά παρενόχληση, καταναγκασμό ή αθέμιτη επιρροή. Οι υποχρεώσεις των άρθρων 4 και 5, των παρ. 2 και 3 του άρθρου 6 και των άρθρων 8 και 10 του ν. 3758/2009 (Α’ 68) ισχύουν και για τους αγοραστές και διαχειριστές πιστώσεων.
2. Οι διαχειριστές πιστώσεων θεωρούνται δανειστές και προμηθευτές κατά την έννοια του ν. 2251/1994 (Α’ 191) και υποχρεούνται να συμμορφώνονται με την κείμενη νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτή, με τον Κώδικα Δεοντολογίας, με τους κανόνες που διέπουν τη χορήγηση πιστώσεων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου του ν. 4438/2016 (Α’ 220), καθώς και με όλες τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που σχετίζονται με πιστώσεις που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοδοτικά ιδρύματα της υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος και να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες.
3. Επί μεταβιβάσεως των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων, ο διαχειριστής πιστώσεων συνεχίζει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας που είχε ήδη ξεκινήσει από το στάδιο, στο οποίο ήταν πριν από τη μεταβίβαση.
4. Μετά από οποιαδήποτε μεταβίβαση των δικαιωμάτων πιστωτή στο πλαίσιο μιας σύμβασης πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, σε αγοραστή πιστώσεων, καθώς επίσης και όποτε ζητείται από τον δανειολήπτη, ο αγοραστής πιστώσεων ή, όταν έχει ορισθεί για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος ή ο διαχειριστής πιστώσεων, αποστέλλει στον δανειολήπτη γνωστοποίηση που συντάσσεται σε γλώσσα σαφή και κατανοητή για το ευρύ κοινό, σε χαρτί ή σε άλλο σταθερό μέσο, στην οποία περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα εξής:
α) πληροφορίες για την πραγματοποιηθείσα μεταβίβαση, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας μεταβίβασης,
β) τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του αγοραστή πιστώσεων,
γ) μετά τον διορισμό του, τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του διαχειριστή πιστώσεων ή της οντότητας που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ ΕΕ ή της οντότητας που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος,
δ) μετά τον διορισμό του, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την άδεια λειτουργίας του διαχειριστή πιστώσεων που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 του παρόντος ή τα άρθρα 5 και 7 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ,
ε) εφόσον συντρέχει περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του παρόχου πιστωτικών υπηρεσιών του άρθρου 15,
στ) παρουσιαζόμενη με διακριτό τρόπο, αναφορά του σημείου επικοινωνίας με τον αγοραστή πιστώσεων ή, όταν έχει ορισθεί για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, με την οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή την οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος, ή με τον διαχειριστή πιστώσεων και, κατά περίπτωση, με τον πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών, από τον οποίο μπορούν να λαμβάνονται πληροφορίες όταν χρειάζεται,
ζ) πληροφορίες σχετικά με τα ποσά που οφείλει ο δανειολήπτης κατά τη στιγμή της γνωστοποίησης, με αναλυτική καταγραφή των ποσών που οφείλονται ως κεφάλαιο, τόκοι, προμήθειες και άλλες επιτρεπόμενες χρεώσεις,
η) δήλωση ότι εξακολουθεί να ισχύει όλη η σχετική νομοθεσία που αφορά ιδίως στην εκτέλεση των συμβάσεων, την προστασία των καταναλωτών, τα δικαιώματα του δανειολήπτη,
θ) την ονομασία, τη διεύθυνση και τα στοιχεία επικοινωνίας των αρμόδιων αρχών, του κράτους μέλους στο οποίο ο δανειολήπτης έχει την κατοικία του ή την καταστατική του έδρα ή, αν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, τα κεντρικά του γραφεία και στις οποίες ο δανειολήπτης μπορεί να υποβάλει καταγγελία, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους.
5. Σε κάθε μεταγενέστερη γνωστοποίηση προς τον δανειολήπτη, ο αγοραστής πιστώσεων ή, όταν έχει ορισθεί για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 4 του άρθρου 3 του παρόντος, ή ο διαχειριστής πιστώσεων, περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ορίζονται στην περ. στ) της παρ. 4, εκτός αν πρόκειται για την πρώτη γνωστοποίηση μετά από τον διορισμό νέου διαχειριστή πιστώσεων, οπότε περιλαμβάνει και τις πληροφορίες που ορίζονται στις περ. γ) και δ) της παρ. 4.
6. Οι παρ. 4 και 5 ισχύουν με την επιφύλαξη ειδικότερων πρόσθετων απαιτήσεων για τις γνωστοποιήσεις.
7. Οι διαχειριστές πιστώσεων διαθέτουν ηλεκτρονικό σύστημα προσωποποιημένης πληροφόρησης, μέσω του οποίου ο δανειολήπτης λαμβάνει άμεση ενημέρωση αναφορικά με την οφειλή του, η οποία περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τα εξής:
α) πληροφορίες σχετικά με τα ποσά που οφείλει ο δανειολήπτης, με αναλυτική καταγραφή των ποσών που οφείλονται ως κεφάλαιο, τόκοι, προμήθειες, τυχόν άλλες χρεώσεις, καθώς και το ισχύον επιτόκιο,
β) την περιοδικότητα των δόσεων, το ύψος τους, την ημερομηνία πληρωμής κάθε δόσης, το τρέχον υπόλοιπο, καθώς και τον λογαριασμό εξυπηρέτησης της οφειλής.
8. Το ηλεκτρονικό σύστημα της παρ. 7 επικαιροποιείται, ως προς τα στοιχεία των περ. α) και β) της παρ. 7, τουλάχιστον κάθε πρώτη ημερολογιακή ημέρα εκάστου μηνός.
9. Η πρόσβαση του δανειολήπτη στο ηλεκτρονικό σύστημα προσωποποιημένης πληροφόρησης πραγματοποιείται επιγραμμικά (online) μέσω προσωπικών κωδικών πρόσβασης που χορηγεί ο διαχειριστής πιστώσεων μετά από τη διαδικασία ταυτοποίησης του δανειολήπτη.
Άρθρο 14
Συμβατική σχέση μεταξύ διαχειριστή πιστώσεων και αγοραστή πιστώσεων (άρθρο 11 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Η ανάθεση προς διαχειριστή πιστώσεων της διαχείρισης και εκτέλεσης δικαιωμάτων πιστωτή που απορρέουν από σύμβαση γίνεται υποχρεωτικά σύμφωνα με σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων που έχει καταρτίσει με τον αγοραστή πιστώσεων.
2. Η σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων της παρ. 1 περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) αναλυτική περιγραφή των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων που θα ασκεί ο διαχειριστής πιστώσεων,
β) το ύψος της αμοιβής του διαχειριστή πιστώσεων ή τον τρόπο υπολογισμού αυτής, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον δανειολήπτη,
γ) τα έξοδα τα οποία μετακυλίονται προς τον δικαιούχο των απαιτήσεων,
δ) τον βαθμό στον οποίο ο διαχειριστής πιστώσεων μπορεί να εκπροσωπεί τον αγοραστή πιστώσεων έναντι του δανειολήπτη,
ε) δεσμευτική δήλωση των συμβαλλομένων μερών ότι θα συμμορφώνονται με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, μεταξύ άλλων, και όσον αφορά στην προστασία των καταναλωτών και των προσωπικών τους δεδομένων,
στ) τις προς διαχείριση απαιτήσεις αθροιστικά (αριθμός απαιτήσεων, ύψος συνολικής νομικής απαίτησης κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης) και ανά απαίτηση (ύψος συνολικής νομικής απαίτησης) και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης,
ζ) τις εξασφαλίσεις των υπό διαχείριση απαιτήσεων (είδος και ύψος αυτών κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης),
η) ρήτρα που απαιτεί τη δίκαιη και επιμελή μεταχείριση των δανειοληπτών,
θ) ρήτρα σύμφωνα με την οποία ο διαχειριστής πιστώσεων ενημερώνει τον αγοραστή πιστώσεων πριν από την εξωτερική ανάθεση της οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων που ασκεί,
ι) ρήτρα σύμφωνα με την οποία προβλέπεται πολιτική διαμεσολάβησης για την πώληση απαιτήσεων από πιστώσεις στη δευτερογενή αγορά, σε περίπτωση ανάληψης ρόλου συντονιστή πώλησης από διαχειριστή πιστώσεων.
3. Αντίγραφο της σύμβασης διαχείρισης πιστώσεων της παρ. 1 κοινοποιείται, εκ μέρους του διαχειριστή πιστώσεων, στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός δέκα (10) ημερών από την υπογραφή της. Οι συμβάσεις διαχείρισης πιστώσεων αποτελούν αντικείμενο εποπτείας από την Τράπεζα της Ελλάδος προς συμμόρφωση με το παρόν Μέρος.
4. Ο διαχειριστής πιστώσεων καταρτίζει και τηρεί τα ακόλουθα αρχεία για τουλάχιστον πέντε (5) έτη από την ημερομηνία λήξης της συμφωνίας που αναφέρεται στην παρ. 1:
α) τη σχετική αλληλογραφία τόσο με τον αγοραστή πιστώσεων όσο και με τον δανειολήπτη,
β) τις σχετικές εντολές που λαμβάνει από τον αγοραστή πιστώσεων στο πλαίσιο των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων, την οποία διαχειρίζεται και εκτελεί για λογαριασμό του εν λόγω αγοραστή πιστώσεων, και
γ) τη σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων.
5. Ο διαχειριστής πιστώσεων θέτει τα αρχεία της παρ. 4 στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατόπιν σχετικού αιτήματος.
6. Οι παρ. 1 έως 5 εφαρμόζονται αναλόγως σε όσες περιπτώσεις η ανάθεση της διαχείρισης και της εκτέλεσης των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων λαμβάνει χώρα από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα προς διαχειριστή πιστώσεων.
7. Η ανάθεση της διαχείρισης από αγοραστή πιστώσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, καθώς και κάθε σχετική μεταβολή σημειώνονται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α’ 220) της έδρας του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος. Η ως άνω δημοσίευση δεν απαιτείται όταν η ανάθεση της διαχείρισης γίνεται από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα.
Άρθρο 15
Εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων από διαχειριστή πιστώσεων (άρθρο 12 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Οι διαχειριστές πιστώσεων, όταν αναθέτουν σε πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών την άσκηση οποιασδήποτε εκ των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, διατηρούν την πλήρη ευθύνη για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από το παρόν Μέρος. Η εξωτερική ανάθεση των εν λόγω δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων υπόκειται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει συναφθεί γραπτή σύμβαση εξωτερικής ανάθεσης μεταξύ του διαχειριστή πιστώσεων και του παρόχου πιστωτικών υπηρεσιών, βάσει της οποίας ο πάροχος πιστωτικών υπηρεσιών υποχρεούται να συμμορφώνεται με την ισχύουσα νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, καθώς και με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης, ή στην ίδια τη σύμβαση πίστωσης,
β) η εξωτερική ανάθεση σε πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών δεν αφορά όλες τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων ταυτόχρονα,
γ) η σύμβαση εξωτερικής ανάθεσης με τον πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών δεν μεταβάλλει τη συμβατική σχέση μεταξύ του διαχειριστή πιστώσεων και του αγοραστή πιστώσεων ούτε τις υποχρεώσεις του διαχειριστή πιστώσεων προς τον αγοραστή πιστώσεων ή προς τους δανειολήπτες,
δ) η εξωτερική ανάθεση δεν επηρεάζει τη συμμόρφωση του διαχειριστή πιστώσεων με τις απαιτήσεις της αδειοδότησής του, όπως καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 6,
ε) η εξωτερική ανάθεση στον πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών δεν παρεμποδίζει την εποπτεία του διαχειριστή πιστώσεων από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19, και 25,
στ) ο διαχειριστής πιστώσεων έχει άμεση πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες σε σχέση με τις εξωτερικά ανατεθείσες δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων,
ζ) μετά τη λήξη της σύμβασης εξωτερικής ανάθεσης, ο διαχειριστής πιστώσεων διαθέτει τις ειδικές γνώσεις και τους πόρους ώστε να είναι σε θέση να παρέχει τις εξωτερικά ανατεθείσες δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων.
2. Η εξωτερική ανάθεση των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων δεν πραγματοποιείται κατά τρόπο που υποβαθμίζει την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου του διαχειριστή πιστώσεων ή την αξιοπιστία ή τη συνέχεια των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων που ασκεί η τελευταία.
3. Πριν από την εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, ο διαχειριστής πιστώσεων ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος. Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) που έχει λάβει άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 16.
4. Ο διαχειριστής πιστώσεων καταρτίζει και τηρεί αρχείο σε σχέση με κάθε σύμβαση εξωτερικής ανάθεσης που έχει καταρτίσει σύμφωνα με την παρ. 1, καθώς και των συναφών εντολών που διαβίβασε στον πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών, για περίοδο δέκα (10) ετών.
5. Ο διαχειριστής πιστώσεων και ο πάροχος πιστωτικών υπηρεσιών θέτουν τις πληροφορίες της παρ. 4 στη διάθεση των αρμόδιων αρχών του άρθρου 25, κατόπιν σχετικού αιτήματος.
6. Οι πάροχοι πιστωτικών υπηρεσιών δεν επιτρέπεται να εισπράττουν και να κατέχουν χρηματικά ποσά από δανειολήπτες.
7. Η ανάθεση υπηρεσιών ενημέρωσης του δανειολήπτη από τον διαχειριστή πιστώσεων γίνεται σε Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών του ν. 3758/2009 (Α’ 68) ή σε εταιρείες αντίστοιχου σκοπού που λειτουργούν σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Σε κάθε περίπτωση, στις επικοινωνίες με τον δανειολήπτη τηρούνται τα άρθρα 4 και 5, οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 6 και τα άρθρα 8 και 10 του ν. 3758/2009 (Α’ 68).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΕ Ή ΧΩΡΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 16
Παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση σε άλλα κράτη μέλη από αδειοδοτημένες Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (άρθρο 13 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) που διαθέτουν άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων έχουν το δικαίωμα να ασκούν σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων που καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας τους, υπό τους περιορισμούς και τις απαιτήσεις που θεσπίζονται από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής με την οποία ενσωματώνεται η Οδηγία 2021/2167/ΕΕ. Το ως άνω δικαίωμα αφορά αποκλειστικά τις απαιτήσεις από μη εξυπηρετούμενες πιστώσεις, για λογαριασμό αγοραστή πιστώσεων που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα με έδρα στην Ε.Ε.. Απαγορεύεται η είσπραξη και κατοχή χρηματικών ποσών από δανειολήπτες που δεν συνδέονται με άλλες απαιτήσεις της αδειοδότησής τους ή με απαιτήσεις αδειοδότησης που καθορίζονται για την επαναδιαπραγμάτευση των όρων και προϋποθέσεων που σχετίζονται με τα δικαιώματα του πιστωτή στο πλαίσιο σύμβασης πίστωσης ή την ίδια τη σύμβαση πίστωσης, εφόσον τέτοια απαγόρευση υπάρχει στη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής.
2. Ε.Δ.Α.Δ.Π. που διαθέτει άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων και επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος, ασκώντας είτε το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) το κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες και, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι ήδη γνωστές σε αυτήν, το κράτος μέλος στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, εφόσον η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής,
β) τη διεύθυνση του υποκαταστήματός της στο κράτος μέλος υποδοχής, αν έχει ιδρυθεί,
γ) τα στοιχεία ταυτότητας και τη διεύθυνση του παρόχου πιστωτικών υπηρεσιών στο κράτος μέλος υποδοχής, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση,
δ) τα στοιχεία ταυτότητας των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση της παροχής των υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων στο κράτος μέλος υποδοχής,
ε) κατά περίπτωση, λεπτομέρειες σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν για την προσαρμογή των εσωτερικών διαδικασιών, του οργανωτικού πλαισίου διακυβέρνησης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου της Ε.Δ.Α.Δ.Π., ώστε να διασφαλισθεί η συμμόρφωση με το εφαρμοστέο δίκαιο στις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων,
στ) περιγραφή της διαδικασίας που έχει θεσπισθεί για τη συμμόρφωση με τους κανόνες για την πρόληψη και την καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όταν η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής με την οποία ενσωματώνεται η Οδηγία 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 «σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (L 141)» ορίζει τους διαχειριστές πιστώσεων ως υπόχρεες οντότητες για τους σκοπούς εφαρμογής της εν λόγω νομοθεσίας,
ζ) ότι η Ε.Δ.Α.Δ.Π. διαθέτει κατάλληλα μέσα για την επικοινωνία στη γλώσσα του κράτους μέλους υποδοχής ή στη γλώσσα της σύμβασης πίστωσης, και
η) κατά πόσον η άδεια λειτουργίας που έχει λάβει η Ε.Δ.Α.Δ.Π. από την Τράπεζα της Ελλάδος καλύπτει τη δυνατότητα να εισπράττει και να έχει στην κατοχή της χρηματικά ποσά από δανειολήπτες.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από τη γνωστοποίηση όλων των πληροφοριών της παρ. 2, διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, οι οποίες επιβεβαιώνουν την παραλαβή τους, χωρίς καθυστέρηση. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει στη συνέχεια την Ε.Δ.Α.Δ.Π. σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία οι πληροφορίες κοινοποιήθηκαν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και την ημερομηνία κατά την οποία οι εν λόγω αρμόδιες αρχές επιβεβαιώνουν την παραλαβή των πληροφοριών. Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει επίσης όλες τις πληροφορίες της παρ. 2 στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, εφόσον η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής.
4. Η παράλειψη της έγκαιρης διαβίβασης πληροφοριών της παρ. 3 συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
5. Η Ε.Δ.Α.Δ.Π. δύναται να αρχίσει να ασκεί δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής από την ημερομηνία οποιουδήποτε εκ των ακόλουθων χρονικών σημείων, ανάλογα με το ποιο θα επέλθει νωρίτερα:
α) της παραλαβής της κοινοποίησης εκ μέρους των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, με την οποία επιβεβαιώνεται η παραλαβή της κοινοποίησης της παρ. 3,
β) ελλείψει παραλαβής της κοινοποίησης που αναφέρεται στην περ. α), μετά την παρέλευση δύο (2) μηνών από την ημερομηνία υποβολής όλων των πληροφοριών της παρ. 2 στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
6. Οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. ενημερώνουν την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, για οιαδήποτε μεταβολή στο περιεχόμενο των πληροφοριών που απαιτείται να της κοινοποιούνται σύμφωνα με την παρ. 2. Στην περίπτωση αυτή, τηρείται η διαδικασία των παρ. 3, 4 και 5.
Άρθρο 17
Παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα από διαχειριστές πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος (άρθρο 13 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Διαχειριστής πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, μπορεί να παρέχει στην ημεδαπή τις υπηρεσίες που καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του, αποκλειστικά για τις απαιτήσεις από μη εξυπηρετούμενες πιστώσεις, μετά την κοινοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, των πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 13 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ. Η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών στην ημεδαπή γίνεται με την επιφύλαξη οιωνδήποτε περιορισμών ή απαιτήσεων που θεσπίζονται στο παρόν Μέρος και την κείμενη νομοθεσία.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής την ημερομηνία κατά την οποία παρέλαβε την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παρ. 1.
3. Ο διαχειριστής πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. δύναται να αρχίσει να ασκεί τις ανωτέρω δραστηριότητες στην ημεδαπή από την ημερομηνία οποιουδήποτε εκ των ακόλουθων χρονικών σημείων, ανάλογα με το ποιο θα επέλθει νωρίτερα:
α) ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος, ότι παρέλαβε την κοινοποίηση της παρ. 1,
β) ελλείψει παραλαβής της κοινοποίησης που αναφέρεται στην περ. α), μετά την παρέλευση δύο (2) μηνών από την ημερομηνία υποβολής όλων των πληροφοριών της παρ. 2 του άρθρου 13 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής σχετικά με οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή στο περιεχόμενο των πληροφοριών που της κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παρ. 1. Στις περιπτώσεις σημαντικών μεταβολών τηρούνται αναλόγως οι παρ. 2 και 3.
5. Διαχειριστές πιστώσεων που είναι αδειοδοτημένοι σε άλλο κράτος καταγωγής και ασκούν δραστηριότητα στην Ελλάδα καταχωρίζονται στο μητρώο του άρθρου 12.
Άρθρο 18
Εποπτεία των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις με άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων που παρέχουν υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη με ή χωρίς εγκατάσταση (άρθρο 14 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ελέγχει και αξιολογεί τη συνεχή συμμόρφωση των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) με άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων που ασκούν δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 16, ως προς τις απαιτήσεις της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει, διεξάγει έρευνες και επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα σε Ε.Δ.Α.Δ.Π. με άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων, σύμφωνα με την Οδηγία 2021/2167/ΕΕ, όταν ασκούν δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων σε κράτος μέλος υποδοχής.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, γνωστοποιεί τα μέτρα που λαμβάνει σε σχέση με τις Ε.Δ.Α.Δ.Π. με άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων που ασκούν δραστηριότητες σε άλλο κράτος μέλος στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, εφόσον η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής.
3. Όταν Ε.Δ.Α.Δ.Π. με άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων ασκεί δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων σε άλλο κράτος μέλος, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους καταγωγής, συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, εφόσον η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους, ιδίως κατά τη διενέργεια ελέγχων, ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων της βάσει του παρόντος Μέρους, γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ότι επιθυμεί να διενεργήσει, είτε η ίδια είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτήν προσώπων, επιτόπια επιθεώρηση σε υποκατάστημα που έχει ιδρυθεί ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, σε πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών που έχει ορισθεί στο κράτος μέλος υποδοχής. Για τον σκοπό αυτόν, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητεί τη συνδρομή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και να ζητεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής τη διενέργεια των εν λόγω επιτόπιων επιθεωρήσεων. Η επιτόπια επιθεώρηση του ανωτέρω υποκαταστήματος ή παρόχου πιστωτικών υπηρεσιών πραγματοποιείται σύμφωνα με την κείμενη εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο αυτή διενεργείται και επιβάλλονται τα κατάλληλα μέτρα που αποφασίζουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 14 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ.
5. Εφόσον η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής αποφασίζει να διενεργήσει επιτόπιες επιθεωρήσεις για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος σε συνέχεια του αιτήματος της παρ. 4, η Τράπεζα της Ελλάδος ζητεί να λάβει ενημέρωση εκ μέρους της χωρίς υπαίτια καθυστέρηση σχετικά με τα αποτελέσματα αυτών.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων, των επιτόπιων επιθεωρήσεων και ερευνών, εάν οι τελευταίες με δική τους πρωτοβουλία αποφασίζουν να προβούν στα ανωτέρω σε σχέση με τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων που παρέχονται από Ε.Δ.Α.Δ.Π. στο έδαφός τους.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο Ε.Δ.Α.Δ.Π. με άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων ασκεί δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων σύμφωνα με το άρθρο 16, αναφορικά με τα στοιχεία βάσει των οποίων τεκμηριώνεται ότι η εν λόγω Ε.Δ.Α.Δ.Π. παραβαίνει σχετικές υποχρεώσεις της κείμενης νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους υποδοχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, μπορεί να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, με την επιφύλαξη των εξουσιών εποπτείας, διενέργειας ερευνών και επιβολής κυρώσεων των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής σε σχέση με την Ε.Δ.Α.Δ.Π. που απορρέουν από την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, και ιδίως από τις διατάξεις που εφαρμόζονται στην πίστωση ή στη σύμβαση πίστωσης.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, αν η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής, αναφορικά με τα στοιχεία βάσει των οποίων τεκμηριώνεται ότι η εν λόγω Ε.Δ.Α.Δ.Π. παραβαίνει την κείμενη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους όπου χορηγήθηκε η πίστωση, με την οποία ενσωματώνεται η Οδηγία 2021/2167/ΕΕ ή τη νομοθεσία που διέπει την πίστωση ή τη σύμβαση πίστωσης. Στην περίπτωση αυτή εξετάζει το σχετικό αίτημα από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση ώστε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, με την επιφύλαξη των εξουσιών εποπτείας, διενέργειας ερευνών και επιβολής κυρώσεων των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, εφόσον η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής.
9. Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λάβει την ενημέρωση και το αίτημα της παρ. 8 από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, τότε γνωστοποιεί αναλυτικά στοιχεία σχετικά με κάθε διοικητική ή άλλη διαδικασία που έχει ξεκινήσει σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που της διαβιβάστηκαν εκ μέρους των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, ή με διοικητικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα που επιβλήθηκαν στη συγκεκριμένη Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή με αιτιολογημένη απόφαση περί μη λήψης μέτρων, στις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους υποδοχής, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή του αιτήματος της παρ. 8. Σε περίπτωση κίνησης διαδικασίας, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ενημερώνει τακτικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με το στάδιο εξέλιξης της διαδικασίας. Όταν Ε.Δ.Α.Δ.Π. εξακολουθεί να παραβαίνει τη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 16 και αφού οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έχουν ενημερώσει σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος, μπορεί να επιβληθούν στην Ε.Δ.Α.Δ.Π. από τις ανωτέρω αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωσή της με την Οδηγία 2021/2167/ΕΕ στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν η ανωτέρω Ε.Δ.Α.Δ.Π. δεν έχει λάβει επαρκή και αποτελεσματικά μέτρα σε εύλογο χρονικό διάστημα για να παύσει η παράβαση ή
β) σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπου απαιτείται άμεση δράση ώστε να αντιμετωπισθεί σοβαρή απειλή για τα συλλογικά συμφέροντα δανειοληπτών.
10. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα διορθωτικά μέτρα της παρ. 9 είναι δυνατό να επιβάλλονται σε Ε.Δ.Α.Δ.Π. από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ανεξαρτήτως των διοικητικών κυρώσεων που της έχουν τυχόν ήδη επιβληθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος. Επίσης, μέχρι να ληφθεί κατάλληλη απόφαση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή μέχρι η εν λόγω Ε.Δ.Α.Δ.Π., η οποία παραβαίνει την κείμενη εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 16, να λάβει μέτρα για την παύση της παράβασης, είναι δυνατό να της απαγορευθεί η άσκηση επιπλέον δραστηριοτήτων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
Άρθρο 19
Εποπτεία των διαχειριστών πιστώσεων με έδρα σε άλλα κράτη μέλη που παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα (άρθρο 14 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, όταν η Ελλάδα δεν είναι το κράτος μέλος υποδοχής, ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, σχετικά με μέτρα που λαμβάνουν για διαχειριστές πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λειτουργούν στην ημεδαπή σύμφωνα με το άρθρο 17.
2. Εάν διαχειριστής πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος παρέχει δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, όταν η Ελλάδα δεν είναι το κράτος μέλος υποδοχής, συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και, αναλόγως, είτε με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής είτε με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, εφόσον η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος καταγωγής, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους, ιδίως κατά τη διενέργεια ελέγχων, ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων.
3. Οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους καταγωγής, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους που προβλέπονται στο εθνικό τους δίκαιο με το οποίο ενσωματώνεται η Οδηγία 2021/2167/ΕΕ, και κατόπιν ενημέρωσης της Τράπεζας της Ελλάδος ως αρμόδιας αρχής κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, είτε οι ίδιες είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτές προσώπων, να διενεργούν επιτόπια επιθεώρηση σε υποκατάστημα που έχει ιδρυθεί στην Ελλάδα ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, σε πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών που έχει ορισθεί στη ημεδαπή από διαχειριστή πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος. Στο πλαίσιο αυτό, κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής, η Τράπεζα της Ελλάδος, μπορεί να συνδράμει στην ανωτέρω επιτόπια επιθεώρηση ή να εξουσιοδοτηθεί για τη διενέργειά της. Η εν λόγω επιτόπια επιθεώρηση πραγματοποιείται σύμφωνα με την εν γένει ισχύουσα εθνική νομοθεσία.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αποφασίζει τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, κατά περίπτωση, ώστε να ανταποκριθεί στο αίτημα συνδρομής της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής που αναφέρεται στην παρ. 3.
5. Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αποφασίζει να διενεργήσει επιτόπιες επιθεωρήσεις για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής, ανταποκρινόμενη στο αίτημα συνδρομής των τελευταίων, ενημερώνει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής σχετικά με τα αποτελέσματα αυτών.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, μπορεί αυτεπάγγελτα να διενεργεί ελέγχους, επιτόπιες επιθεωρήσεις και έρευνες σε σχέση με τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων που ασκούνται στην Ελλάδα από κάθε διαχειριστή πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ανωτέρω ιδιότητά της κοινοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, τα αποτελέσματα των ανωτέρω ελέγχων, επιτόπιων επιθεωρήσεων και ερευνών στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.
7. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, διαθέτει στοιχεία με τα οποία τεκμηριώνεται ότι ο διαχειριστής πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που ασκεί δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 17 παραβαίνει την κείμενη εθνική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του παρόντος Μέρους, διαβιβάζει τα εν λόγω στοιχεία στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και τους ζητεί να προβούν στη λήψη κατάλληλων μέτρων, με την επιφύλαξη των εξουσιών εποπτείας, διενέργειας ερευνών και επιβολής ποινών της Τράπεζας της Ελλάδος, σε σχέση με τον διαχειριστή πιστώσεων, βάσει της κείμενης εθνικής νομοθεσίας και ιδίως των διατάξεων που διέπουν την πίστωση ή τη σύμβαση πιστώσεων.
8. Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, εφόσον η Ελλάδα δεν είναι το κράτος μέλος υποδοχής, διαθέτει στοιχεία με τα οποία τεκμηριώνεται ότι διαχειριστής πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος παραβαίνει τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους ή την κείμενη εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στην πίστωση, διαβιβάζει τα εν λόγω στοιχεία στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και τους ζητεί να προβούν στη λήψη κατάλληλων μέτρων, με την επιφύλαξη των εξουσιών εποπτείας, διενέργειας ερευνών και επιβολής ποινών εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος υπό την αναφερόμενη στην παρούσα ιδιότητά της.
9. Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με την παρ. 7, τότε λαμβάνει ενημέρωση, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από τη διαβίβαση του σχετικού αιτήματός της, αναφορικά με αναλυτικά στοιχεία για κάθε διοικητική ή άλλη διαδικασία που έχουν ξεκινήσει αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που τους διαβιβάστηκαν εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος, ή με διοικητικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα που επιβλήθηκαν στον συγκεκριμένο διαχειριστή πιστώσεων, ή με τυχόν αιτιολογημένη απόφαση περί της μη λήψης μέτρων. Εάν έχει ξεκινήσει σχετική διαδικασία, η Τράπεζα της Ελλάδος επίσης ενημερώνεται σε περιοδική βάση σχετικά με το στάδιο εξέλιξης της διαδικασίας που έχει κινηθεί.
10. Όταν διαχειριστής πιστώσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 17 εξακολουθεί να παραβαίνει την κείμενη εθνική νομοθεσία, και αφού η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει ενημερώσει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα στον ανωτέρω διαχειριστή πιστώσεων ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωσή του με το παρόν Μέρος σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν ο ανωτέρω διαχειριστής πιστώσεων δεν έχει λάβει επαρκή και αποτελεσματικά μέτρα σε εύλογο χρονικό διάστημα για να παύσει η παράβαση, ή
β) σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπου απαιτείται άμεση δράση ώστε να αντιμετωπισθεί σοβαρή απειλή για τα συλλογικά συμφέροντα δανειοληπτών.
11. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, μπορεί να επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις και τα διορθωτικά μέτρα της παρ. 10 ανεξαρτήτως των διοικητικών κυρώσεων και των διορθωτικών μέτρων που έχουν ήδη επιβληθεί στον εν λόγω διαχειριστή πιστώσεων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Επίσης, μέχρι να ληφθεί κατάλληλη απόφαση από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή, μέχρι ο εν λόγω διαχειριστής πιστώσεων που παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 17 στην ημεδαπή και παραβαίνει την κείμενη εθνική νομοθεσία, να λάβει μέτρα για την παύση της παράβασης, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να του απαγορεύσει την άσκηση επιπλέον δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 20
Υποχρέωση πληροφόρησης για τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων (άρθρο 15 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Κατά τις διαπραγματεύσεις για τη μεταβίβαση πιστώσεων, κάθε πιστωτικό ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα της υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 παρέχει στον υποψήφιο αγοραστή πιστώσεων την αναγκαία πληροφόρηση σχετικά με τις υπό μεταβίβαση πιστώσεις και, κατά περίπτωση, τις εξασφαλίσεις, προκειμένου να είναι σε θέση να διενεργήσει τη δική του αποτίμηση όσον αφορά στην αξία των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης και τις πιθανότητες ανάκτησης της αξίας της εν λόγω σύμβασης, προτού συνάψει σύμβαση για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση, εξασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία των πληροφοριών που γνωστοποιεί το ανωτέρω ίδρυμα και την εμπιστευτικότητα των επιχειρηματικών δεδομένων.
2. Σε εξαμηνιαία βάση, τα ιδρύματα της παρ. 1 που μεταβιβάζουν σε αγοραστή πιστώσεων τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητά της ως αρμόδιας εποπτικής αρχής του άρθρου 4 του ν. 4261/2014 (Α’ 107), και εφόσον συντρέχει περίπτωση, όταν υπέχει την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής σύμφωνα με το παρόν Μέρος, ή στις άλλες αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της παρ. 3 του άρθρου 21 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI) του αγοραστή πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του αντιπροσώπου που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, ή, αν ο εν λόγω αναγνωριστικός κωδικός δεν υπάρχει, τα ακόλουθα:
αα) τα στοιχεία ταυτότητας του αγοραστή πιστώσεων ή των μελών του διαχειριστικού οργάνου ή οργάνου διοίκησης του αγοραστή πιστώσεων και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στον αγοραστή πιστώσεων, και
αβ) τη διεύθυνση του αγοραστή πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του αντιπροσώπου που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ,
β) το συγκεντρωτικό υπόλοιπο των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων,
γ) το πλήθος και το ύψος των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων που μεταβιβάστηκαν, και
δ) κατά πόσον η μεταβίβαση περιλαμβάνει απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων που έχουν συναφθεί με καταναλωτές και τα είδη των περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τις ως άνω συμβάσεις πίστωσης, εφόσον συντρέχει περίπτωση.
3. Οι αρμόδιες αρχές της παρ. 2 μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα της παρ. 1, να παρέχουν τις πληροφορίες της παρ. 2 σε τριμηνιαία βάση, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο, μεταξύ άλλων, για την καλύτερη παρακολούθηση μεγάλου αριθμού μεταβιβάσεων που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια περιόδου κρίσης.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, διαβιβάζει, χωρίς καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παρ. 2 και 3, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που κρίνει αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του αγοραστή πιστώσεων. Αντιστοίχως, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του αγοραστή πιστώσεων, λαμβάνει τις εν λόγω πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
5. Οι παρ. 1 έως 4 εφαρμόζονται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ» (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (L 119) και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2018 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (L 295)».
Άρθρο 21
Υποχρεώσεις των αγοραστών πιστώσεων (άρθρο 17 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Η μεταβίβαση πιστώσεων που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους ή είναι νόμιμα εγκατεστημένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) ή χρηματοδοτικά ιδρύματα της υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 προς αγοραστές πιστώσεων ή έτερα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους ή είναι νόμιμα εγκατεστημένα στην Ε.Ε. ή χρηματοδοτικά ιδρύματα της υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3, γίνεται αποκλειστικά με έγγραφη σύμβαση.
2. Ο αγοραστής πιστώσεων των απαιτήσεων της παρ. 1 που έχει την κατοικία του ή την καταστατική του έδρα εντός της Ε.Ε. ή, αν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, έχει τα κεντρικά του γραφεία εντός της Ε.Ε., ορίζει οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, ή οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3, ή διαχειριστή πιστώσεων, για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων σε σχέση με τα δικαιώματα πιστωτή που απορρέουν από συμβάσεις πιστώσεων.
3. Αν ο αγοραστής πιστώσεων των απαιτήσεων της παρ. 1 δεν έχει την κατοικία του ή την καταστατική του έδρα εντός της Ε.Ε. ή, αν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, δεν έχει τα κεντρικά του γραφεία εντός της Ε.Ε., τότε ο αντιπρόσωπός του που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, ορίζει οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3, ή διαχειριστή πιστώσεων, εκτός αν ο εν λόγω αντιπρόσωπος είναι ο ίδιος οντότητα κατά τα ανωτέρω, ή διαχειριστής πιστώσεων, για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων σε σχέση με τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων.
4. Η πώληση και η μεταβίβαση των απαιτήσεων της παρ. 1 είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ αγοραστή πιστώσεων, ή εφόσον συντρέχει περίπτωση, αντιπρόσωπου που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, και διαχειριστή πιστώσεων. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται καθ’ όλη τη διάρκεια διακράτησης των απαιτήσεων από αγοραστή πιστώσεων, καθώς και σε κάθε περαιτέρω πώληση και μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω διαχειριστή πιστώσεων. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι διαχειριστές πιστώσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Ελληνικό Δημόσιο και σε τρίτους οι οποίες βαρύνουν τους αγοραστές πιστώσεων, ή τους αντιπρόσωπους που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις.
5. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων της παρ. 1 υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζόμενου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α’ 164). Άλλα δικαιώματα, ακόμα και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 Α.Κ., εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές.
6. Προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση σε αγοραστή πιστώσεων από ιδρύματα της παρ. 1, απαιτήσεις από μη εξυπηρετούμενες πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται στην Ελλάδα, είναι να έχουν προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα (12) μηνών πριν από την προσφορά και να έχουν διακανονίσει τις οφειλές τους βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής, σύμφωνα και με τον Κώδικα Δεοντολογίας. Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 (Α’ 288). Η παρούσα εφαρμόζεται αν ο δανειολήπτης είναι καταναλωτής κατά το άρθρο 1α του ν. 2251/1994 (Α’ 191).
7. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων της παρ. 1 καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α’ 220). Συμφωνίες μεταξύ μεταβιβάζοντος ιδρύματος που αναφέρεται στην παρ. 1 και δανειοληπτών, περί ανεκχώρητου των μεταξύ τους απαιτήσεων, δεν αντιτάσσονται στον εκδοχέα. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντος ιδρύματος. Ο εκχωρητής θεωρείται αντίκλητος του εκδοχέα για οποιαδήποτε κοινοποίηση σχετίζεται με τη μεταβιβασθείσα απαίτηση. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, οι διαχειριστές πιστώσεων αποδίδουν την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975 (Α’ 178), που βαρύνει τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων.
8. Η αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές από τον διαχειριστή πιστώσεων με κάθε πρόσφορο γραπτό μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παρ. 4. Καταβολή προς το ίδρυμα της παρ. 1, πριν από την αναγγελία, ελευθερώνει τον δανειολήπτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή του παρόντος.
9. Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων της παρ. 1 δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πώλησης και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τα άρθρα 513 έως 573 του Α.Κ., με την επιφύλαξη του παρόντος.
10. Αν η μεταβιβαζόμενη απαίτηση της παρ. 1 ασφαλίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου είναι απαραίτητη η καταχώριση της βεβαίωσης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 και σχετική μνεία, σε περίληψη, του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις της παρ. 1 επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του από 17.7/13.8.1923 ν.δ. (Α’ 228).
11. Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων της παρ. 1, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου. Εάν μεταβιβάζεται απαίτηση από εξυπηρετούμενο δάνειο ή πίστωση, για την εξυπηρέτηση του οποίου έχει συμφωνηθεί κυμαινόμενο επιτόκιο, ο εκδοχέας δεν επιτρέπεται να προσδιορίσει περιθώριο, επιπλέον του επιτοκίου αναφοράς, υψηλότερο εκείνου που είχε προσδιορίσει το ίδρυμα της παρ. 1, κατά τον χρόνο καταχώρισης της μεταβίβασης, εκτός αν οι όροι που περιλαμβάνονται ή ενσωματώνονται στη δανειακή σύμβαση, προσδιορίζουν με ακρίβεια συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια για τη μεταβολή του περιθωρίου.
12. Το επίπεδο προστασίας που παρέχεται βάσει του ν. 4738/2020 (Α’ 207), στους καταναλωτές και σε άλλους δανειολήπτες δεν επηρεάζεται από τη μεταβίβαση των απαιτήσεων της παρ. 1, στον αγοραστή πιστώσεων, υπό την επιφύλαξη της κείμενης νομοθεσίας περί γραμματίων και συναλλαγματικών και ιδίως, του ν. 5325/1932 (Α’ 69).
13. Το παρόν δεν θίγει την εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας αναφορικά με τα πιστωτικά μητρώα, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να απαιτείται από τους αγοραστές πιστώσεων η υποβολή πληροφοριών σχετικά με τις απαιτήσεις της παρ. 1.
14. Ο οριζόμενος διαχειριστής πιστώσεων, ή η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος συμμορφώνεται, για λογαριασμό του αγοραστή πιστώσεων των απαιτήσεων της παρ. 1, με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αγοραστή πιστώσεων, ιδίως βάσει των παρ. 11 και 12, καθώς και των άρθρων 24 και 26. Αν, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία άλλων κρατών μελών, δεν έχει ορισθεί διαχειριστής πιστώσεων ή οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος, τότε ο αγοραστής πιστώσεων με έδρα στην Ελλάδα ή ο αντιπρόσωπος που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 υπόκειται στις εν λόγω υποχρεώσεις.
Άρθρο 22
Ορισμός διαχειριστών πιστώσεων ή άλλων οντοτήτων (άρθρο 18 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Αγοραστής πιστώσεων με έδρα στην Ελλάδα, ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο αντιπρόσωπος που ορίζεται στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 23, που αναθέτει τη διαχείριση πιστώσεων σε οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3, ή σε διαχειριστή πιστώσεων, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος για την ταυτότητα και τη διεύθυνση της οντότητας προς την οποία γίνεται η ανάθεση, το αργότερο κατά την ημερομηνία έναρξης άσκησης των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων.
2. Κάθε φορά που ο αγοραστής πιστώσεων με έδρα στην Ελλάδα ή ο αντιπρόσωπος που ορίζεται στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 23 αναθέτει τη διαχείριση πιστώσεων σε οντότητα διαφορετική από εκείνη που γνωστοποιήθηκε σύμφωνα με την παρ. 1, ενημερώνει σχετικώς την Τράπεζα της Ελλάδος το αργότερο κατά την ημερομηνία της εν λόγω μεταβολής και αναφέρει την ταυτότητα και τη διεύθυνση της νέας οντότητας.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ανωτέρω αγοραστή πιστώσεων ή αντιπροσώπου, διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση και στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του νέου διαχειριστή πιστώσεων τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2. Αντιστοίχως, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής ή αρμόδια αρχή κράτους μέλους που χορηγήθηκε η πίστωση ή αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του νέου διαχειριστή πιστώσεων, λαμβάνει τις πληροφορίες των παρ. 1 και 2 του άρθρου 18 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του αγοραστή πιστώσεων ή του αντιπροσώπου.
Άρθρο 23
Αντιπρόσωποι αγοραστών πιστώσεων από τρίτη χώρα (άρθρο 19 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Εάν πραγματοποιηθεί μεταβίβαση των δικαιωμάτων πιστωτή που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης, ο αγοραστής πιστώσεων που δεν έχει την κατοικία του ή την καταστατική του έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) ή, αν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα ή τα κεντρικά του γραφεία στην Ε.Ε., ορίζει εγγράφως αντιπρόσωπο που έχει την κατοικία του ή την καταστατική του έδρα στην Ε.Ε. ή, αν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, έχει τα κεντρικά του γραφεία στην Ε.Ε..
2. Εφόσον ο αντιπρόσωπος της παρ. 1 ορίζεται στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος απευθύνεται σε αυτόν, αντί του αγοραστή πιστώσεων ή επιπρόσθετα αυτού, ως προς όλα τα ζητήματα που αφορούν στη συνεχή συμμόρφωση με το παρόν Μέρος. Ο αντιπρόσωπος που ορίζεται στην Ελλάδα, ευθύνεται πλήρως για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αγοραστή πιστώσεων, σύμφωνα με το παρόν Μέρος.
Άρθρο 24
Γνωστοποίηση στις αρμόδιες αρχές της μεταβίβασης των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων από τον αγοραστή πιστώσεων (άρθρο 20 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Αγοραστής πιστώσεων με έδρα στην Ελλάδα ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αντιπρόσωπος με έδρα στην Ελλάδα που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23, που μεταβιβάζει σε νέο αγοραστή πιστώσεων ή σε νέο αντιπρόσωπο τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του, σε εξαμηνιαία βάση, τουλάχιστον σχετικά με τα ακόλουθα:
α) τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI) του νέου αγοραστή πιστώσεων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του νέου αντιπροσώπου που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/EE ή, όταν δεν υπάρχει τέτοιος αναγνωριστικός κωδικός, για τα εξής:
αα) τα στοιχεία ταυτότητας του νέου αγοραστή πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του νέου αντιπροσώπου που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, ή των μελών του διαχειριστικού οργάνου ή του οργάνου διοίκησης του νέου αγοραστή πιστώσεων ή του νέου αντιπροσώπου και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στον νέο αγοραστή πιστώσεων ή στον νέο αντιπρόσωπο, και
αβ) τη διεύθυνση του νέου αγοραστή πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του νέου αντιπροσώπου που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ,
β) το συγκεντρωτικό υπόλοιπο των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων που μεταβιβάστηκαν,
γ) το πλήθος και το ύψος των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων, που μεταβιβάστηκαν, και
δ) κατά πόσον η μεταβίβαση περιλαμβάνει τις απαιτήσεις από συμβάσεις πιστώσεων, που έχουν συναφθεί με καταναλωτές, και τα είδη των περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τις συμβάσεις πίστωσης, εφόσον συντρέχει περίπτωση.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος, υπό την ιδιότητα της παρ. 1, μπορεί να απαιτεί από τους αγοραστές πιστώσεων με έδρα στην Ελλάδα ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, από τους αντιπροσώπους με έδρα στην Ελλάδα που έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23, να παρέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παρ. 1 σε τριμηνιαία βάση, ή όποτε η Τράπεζα της Ελλάδος το κρίνει αναγκαίο, μεταξύ άλλων, για την καλύτερη παρακολούθηση μεγάλου αριθμού μεταβιβάσεων που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια περιόδου κρίσης.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, υπό την ιδιότητα της παρ. 1, διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, όσον αφορά αποκλειστικά τις απαιτήσεις από μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πιστώσεων, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του νέου αγοραστή πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του νέου αντιπροσώπου. Αντιστοίχως, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής ή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του νέου αγοραστή πιστώσεων ή αντιπροσώπου, λαμβάνει τις πληροφορίες των παρ. 1 και 2 από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΕΠΙ ΑΓΟΡΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 25
Ορισμός αρμόδιων αρχών (άρθρο 21 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη των παρ. 2 έως 4, αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του παρόντος Μέρους ιδίως όσον αφορά στην αδειοδότηση και στην εποπτεία των διαχειριστών πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, των παρόχων πιστωτικών υπηρεσιών στους οποίους έχουν ανατεθεί εξωτερικά δραστηριότητες διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 15, και στην εποπτεία των αγοραστών πιστώσεων που έχουν έδρα στην Ελλάδα ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του αντιπροσώπου που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23, είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.
2. Αρμόδια αρχή για την εφαρμογή της περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 13 είναι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
3. Αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των περ. α), β) και δ) της παρ. 1, καθώς και των παρ. 4 και 5 του άρθρου 13, και για τον έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις παρ. 7 έως 9 του άρθρου 13 είναι το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί ενιαίο σημείο εισόδου για όλες τις αναγκαίες ανταλλαγές και επικοινωνίες με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής ή υποδοχής ή των κρατών μελών στα οποία έχει χορηγηθεί η πίστωση.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με τις παρ. 1 έως 4, ζητούν στοιχεία και πληροφορίες από τους αγοραστές πιστώσεων ή τους αντιπροσώπους που έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23, τους διαχειριστές πιστώσεων, τους παρόχους πιστωτικών υπηρεσιών στους οποίους οι διαχειριστές πιστώσεων έχουν αναθέσει εξωτερικά δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων, τους δανειολήπτες και κάθε άλλο πρόσωπο ή δημόσια αρχή, που είναι αναγκαία για τους εξής σκοπούς:
α) την αξιολόγηση της συνεχούς συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους, των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού αποφάσεων και των κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμών της Οδηγίας 2021/2167 (ΕΕ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021 για τους διαχειριστές πιστώσεων και τους αγοραστές πιστώσεων και την τροποποίηση των Οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ (L 438),
β) τη διερεύνηση πιθανών παραβάσεων των εν λόγω απαιτήσεων, και
γ) την επιβολή διοικητικών ποινών και διορθωτικών μέτρων, σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 28.
Άρθρο 26
Εποπτικός ρόλος και εποπτικές εξουσίες της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 22 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, μπορεί να ασκεί όλες τις εποπτικές εξουσίες, να διενεργεί ελέγχους, να προβαίνει στις αναγκαίες έρευνες και να επιβάλλει πρόστιμα, κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που είναι αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων της, όπως προβλέπονται στο παρόν Μέρος, στα οποία, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονται:
α) η χορήγηση ή η άρνηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων σε Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7 και 8,
β) η ανάκληση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων από Ε.Δ.Α.Δ.Π. σύμφωνα με το άρθρο 11,
γ) η απαγόρευση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων,
δ) η διεξαγωγή επιτόπιων και μη επιθεωρήσεων και η διενέργεια ελέγχων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 57 του ν. 4261/2014 (Α’ 107),
ε) η επιβολή διοικητικών κυρώσεων και διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 27,
στ) η αξιολόγηση συμβάσεων εξωτερικής ανάθεσης που συνάπτονται μεταξύ των διαχειριστών πιστώσεων και των παρόχων πιστωτικών υπηρεσιών σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 15,
ζ) η απαίτηση από τους διαχειριστές πιστώσεων να απομακρύνουν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή τον Διευθύνοντα Σύμβουλο εφόσον δεν αποτελεί μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, όταν αυτά δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στις περ. β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 6. Ειδικότερα, αν η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, κρίνει αιτιολογημένα ότι είναι ακατάλληλο οποιοδήποτε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Δ.Α.Δ.Π. για να ενεργεί ως μέλος αυτού, ή Διευθύνων Σύμβουλος ή ελεγκτής ή αρμόδιος διευθυντής ή υπάλληλος της Ε.Δ.Α.Δ.Π., σύμφωνα με τον παρόν Μέρος και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικές αποφάσεις, δύναται να ζητήσει εγγράφως την αντικατάστασή τους,
η) η απαίτηση από τις Ε.Δ.Α.Δ.Π. να τροποποιούν ή να επικαιροποιούν τις ρυθμίσεις της εσωτερικής τους διακυβέρνησης και του συστήματος του εσωτερικού τους ελέγχου, προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικά ο σεβασμός των δικαιωμάτων των δανειοληπτών σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση πίστωσης,
θ) η απαίτηση από τις Ε.Δ.Α.Δ.Π. να τροποποιούν ή να επικαιροποιούν τις πολιτικές που θεσπίζουν, ώστε να διασφαλίζουν τη δίκαιη και επιμελή μεταχείριση των δανειοληπτών, την καταγραφή και τον χειρισμό των παραπόνων των δανειοληπτών, και
ι) η απαίτηση περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με τη μεταβίβαση των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί όλες τις εξουσίες της για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων της σύμφωνα με το παρόν ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή του κράτους μέλους υποδοχής ή του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, εάν η Ελλάδα δεν αποτελεί ούτε κράτος μέλος καταγωγής ούτε κράτος μέλος υποδοχής.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, αξιολογεί, με την εφαρμογή προσέγγισης που βασίζεται σε παράγοντες κινδύνου, την εφαρμογή από τις Ε.Δ.Α.Δ.Π. των απαιτήσεων των περ. ε) έως η) της παρ. 1 του άρθρου 6.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος προσδιορίζει το εύρος της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παρ. 3, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της εκάστοτε Ε.Δ.Α.Δ.Π..
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, εάν η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής, σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης της παρ. 3, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές ή όταν η ίδια το κρίνει σκόπιμο. Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, διαβιβάζει τις λεπτομέρειες σχετικά με τυχόν διοικητικές κυρώσεις ή διορθωτικά μέτρα που έχει επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, εάν η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής.
6. Κατά τη διενέργεια της αξιολόγησης της παρ. 3, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, εάν η πίστωση δεν χορηγήθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στο κράτος μέλος υποδοχής, όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες ώστε να μπορεί να ασκεί τις σχετικές αρμοδιότητες και τα καθήκοντά της, όπως καθορίζονται στο παρόν Μέρος. Η εν λόγω συνεργασία εφαρμόζεται αναλόγως και αν η Τράπεζα της Ελλάδος συνιστά αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, όταν η Ελλάδα δεν είναι το κράτος μέλος υποδοχής.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, μπορεί να απαιτεί από τις Ε.Δ.Α.Δ.Π., τους παρόχους πιστωτικών υπηρεσιών, τους αγοραστές πιστώσεων με έδρα στην Ελλάδα ή τους αντιπροσώπους με έδρα στην Ελλάδα που έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, που δεν συμμορφώνονται με όλες τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους, να λάβουν από τη χρονική στιγμή που αυτό διαπιστώνεται όλα τα απαραίτητα μέτρα ή ενέργειες ώστε να συμμορφωθούν με τις εκάστοτε σχετικές διατάξεις.
8. Οι διαχειριστές πιστώσεων και οι αγοραστές πιστώσεων ή οι αντιπρόσωποι που έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, ύστερα από κλήση της Τράπεζας της Ελλάδος, επιτρέπουν σε εξουσιοδοτημένους προς τον σκοπό αυτό υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος να εισέλθουν στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των ιδίων ή των παρόχων πιστωτικών υπηρεσιών, στους οποίους οι διαχειριστές πιστώσεων έχουν αναθέσει εξωτερικά δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος ή το άρθρο 12 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, για να διερευνήσουν τις εργασίες και τις δραστηριότητές τους και να θέσουν στη διάθεσή τους οποιαδήποτε βιβλία, έγγραφα ή αρχεία, και να διαβιβάσουν στην Τράπεζα της Ελλάδος οποιεσδήποτε πληροφορίες η τελευταία κρίνει αναγκαίες για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, σύμφωνα με το παρόν, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πληροφοριών σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού και ιδίως έγγραφα και αρχεία αναφορικά με το χαρτοφυλάκιο των διαχειριζόμενων από αυτές απαιτήσεων.
Άρθρο 27
Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 23 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια να επιβάλλει, με απόφασή της, διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση παράβασης του παρόντος Μέρους, των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων και γενικότερα των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που αφορούν στις αρμοδιότητές της σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 25, περί ορισμού αρμοδίων αρχών, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις που:
α) διαχειριστής πιστώσεων δεν πληροί την απαίτηση που καθορίζεται στο άρθρο 14, περί συμβατικής σχέσης μεταξύ διαχειριστή πιστώσεων και αγοραστή πιστώσεων, ή συνάπτει σύμβαση εξωτερικής ανάθεσης κατά παράβαση του άρθρου 15, περί εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων από διαχειριστή πιστώσεων, ή ο πάροχος πιστωτικών υπηρεσιών, στον οποίο ανατίθενται οι δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων εξωτερικά, διαπράττει σοβαρή παράβαση της κείμενης νομοθεσίας,
β) διαχειριστής πιστώσεων δεν πληροί τις απαιτήσεις για το οργανωτικό πλαίσιο διακυβέρνησης και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου που καθορίζονται στην περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 6, με αποτέλεσμα να μην εξασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων του δανειολήπτη και η συμμόρφωση με τους κανόνες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
γ) η πολιτική του διαχειριστή πιστώσεων δεν επαρκεί για την ορθή μεταχείριση των δανειοληπτών, όπως προβλέπεται στην περ. στ) της παρ. 1 του άρθρου 6,
δ) οι εσωτερικές διαδικασίες του διαχειριστή πιστώσεων, όπως καθορίζονται στην περ. ζ) της παρ. 1 του άρθρου 6, δεν προβλέπουν την καταγραφή και τον χειρισμό των παραπόνων των δανειοληπτών, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στο παρόν,
ε) αγοραστής πιστώσεων που έχει έδρα στην Ελλάδα ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο αντιπρόσωπος που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23, περί αντιπροσώπων αγοραστών πιστώσεων από τρίτη χώρα, δεν γνωστοποιεί τις πληροφορίες του άρθρου 22, περί ορισμού διαχειριστών πιστώσεων ή άλλων οντοτήτων, και του άρθρου 24, περί γνωστοποίησης στις αρμόδιες αρχές της μεταβίβασης πιστώσεων,
στ) αγοραστής πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο αντιπρόσωπος που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 21 του παρόντος, περί υποχρεώσεων των αγοραστών πιστώσεων,
ζ) αγοραστής πιστώσεων δεν συμμορφώνεται με το άρθρο 23,
η) πιστωτικό ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα της υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 δεν γνωστοποιεί τις πληροφορίες του άρθρου 20, περί υποχρέωσης πληροφόρησης για τα δικαιώματα που απορρέουν από συμβάσεις πίστωσης,
θ) Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) επιτρέπει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 6 που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της εν λόγω περίπτωσης ή της περ. γ) της παρ. 1, να καταστούν ή να παραμείνουν μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή γενικοί διευθυντές ή να κατέχουν αντίστοιχη διοικητική θέση, ακόμη και αν δεν συμμετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο,
ι) διαχειριστής πιστώσεων δεν συμμορφώνεται με το άρθρο 31,
ια) αγοραστής πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, διαχειριστής πιστώσεων ή οποιαδήποτε οντότητα των υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή οντότητα των υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος, δεν συμμορφώνεται με το άρθρο 13, περί σχέσεων με τον δανειολήπτη,
ιβ) Ε.Δ.Α.Δ.Π. εισπράττει και κατέχει χρηματικά ποσά από δανειολήπτες, παρότι αυτό δεν επιτρέπεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους όπου παρέχει υπηρεσίες δυνάμει του άρθρου 16, περί παροχής υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση σε άλλα κράτη μέλη από Ε.Δ.Α.Δ.Π.,
ιγ) διαχειριστής πιστώσεων δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 7, περί δυνατότητας κατοχής χρηματικών ποσών,
ιδ) αγοραστής ή διαχειριστής πιστώσεων δεν συμμορφώνεται με τις περ. α), β), δ) της παρ. 1, καθώς και τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 13, καθώς και σε περίπτωση μη χορήγησης των πληροφοριών, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 40, μέχρι τη θέση σε λειτουργία του συστήματος προσωποποιημένης πληροφόρησης, απέναντι σε δανειολήπτη, ο οποίος δεν είναι καταναλωτής,
ιε) αγοραστής ή διαχειριστής πιστώσεων δεν συμμορφώνεται με την παρ. 3 του άρθρου 13.
2. Στις περιπτώσεις της παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει, με απόφασή της, διαζευκτικά ή σωρευτικά, διοικητικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα που είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά, και περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:
α) ανάκληση άδειας λειτουργίας Ε.Δ.Α.Δ.Π. σύμφωνα με το άρθρο 11,
β) εντολή ή σύσταση συμμόρφωσης προς το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο ή τον διαχειριστή πιστώσεων ή τον αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, τον αντιπρόσωπο που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, για διόρθωση ή και παύση της παράβασης, καθώς και παράλειψή της στο μέλλον, ή, αν το εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει ήδη συμμορφωθεί πριν από τη σύσταση, σύσταση παράλειψης της προσβολής στο μέλλον,
γ) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα σε διαχειριστή πιστώσεων ή σε αγοραστή πιστώσεων, ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, σε αντιπρόσωπο που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, μέγιστου ύψους έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ,
δ) δημόσια ανακοίνωση, στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο και η φύση της παράβασης,
ε) προσωρινή απαγόρευση ή οριστική απομάκρυνση των φυσικών προσώπων της παρ. 4 να ασκούν καθήκοντα σε Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή σε αγοραστή πιστώσεων που έχει έδρα στην Ελλάδα ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, σε αντιπρόσωπο που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23.
3. Κατά τον προσδιορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή διορθωτικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων της περ. γ) της παρ. 2, λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές περιστάσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ενδεικτικά:
α) το είδος, η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,
β) ο βαθμός της ευθύνης του διαχειριστή πιστώσεων ή του αγοραστή πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του αντιπροσώπου που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, που είναι υπεύθυνος για την παράβαση,
γ) η οικονομική επιφάνεια του διαχειριστή πιστώσεων ή του αγοραστή πιστώσεων ή του αντιπροσώπου που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, που είναι υπεύθυνος για την παράβαση, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τον συνολικό κύκλο εργασιών ή/και τη συνολική αξία των υπό διαχείριση απαιτήσεων του νομικού προσώπου,
δ) το ύψος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν εξαιτίας της παράβασης από τον διαχειριστή πιστώσεων ή τον αγοραστή πιστώσεων ή τον αντιπρόσωπο που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, που είναι υπεύθυνος για την παράβαση, στον βαθμό που τα εν λόγω κέρδη ή ζημίες μπορούν να προσδιορισθούν,
ε) οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που οι εν λόγω ζημίες μπορούν να προσδιορισθούν,
στ) ο βαθμός συνεργασίας του διαχειριστή πιστώσεων ή του αγοραστή πιστώσεων ή του αντιπροσώπου που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, που είναι υπεύθυνος για την παράβαση, με την Τράπεζα της Ελλάδος,
ζ) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου για την παράβαση διαχειριστή πιστώσεων ή του αγοραστή πιστώσεων ή του αντιπροσώπου που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, που είναι υπεύθυνος για την παράβαση,
η) οποιεσδήποτε πραγματικές ή δυνητικές συστημικές συνέπειες της παράβασης.
4. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα διορθωτικά μέτρα, που καθορίζονται στην παρ. 2, λαμβάνονται σε βάρος του προέδρου ή των μελών του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και κάθε άλλου φυσικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των ελεγκτών, των αρμόδιων διευθυντών και των υπαλλήλων, που ασκούν καθήκοντα σε διαχειριστές πιστώσεων, σε αγοραστές πιστώσεων ή σε αντιπροσώπους που έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος, τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση, πράξη ή παράλειψη, εφόσον αυτή έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί ή ασκούν, λαμβανομένης υπόψη της θέσης ευθύνης και των εν γένει καθηκόντων τους, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.
5. Εκτός από τις κυρώσεις της παρ. 4 του άρθρου 59 του ν. 4261/2014, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει τις κυρώσεις ή να λαμβάνει τα μέτρα των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 58 του ν. 4261/2014, εφαρμόζοντας το άρθρο 60 και τις παρ. 2 και 4 του άρθρου 62 του ν. 4261/2014, στην περίπτωση που διαπιστώνεται:
α) η έναρξη της άσκησης δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, χωρίς την απαιτούμενη κατά περίπτωση άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος,
β) η απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε Ε.Δ.Α.Δ.Π., ούτως ώστε η αναλογία επί του εταιρικού κεφαλαίου ή επί των δικαιωμάτων ψήφου,
να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 9 ή ώστε η Ε.Δ.Α.Δ.Π. να καθίσταται θυγατρική επιχείρηση του αποκτώντος ή αυξάνοντος τη συμμετοχή, χωρίς προηγούμενη έγγραφη ενημέρωση προς την Τράπεζα της Ελλάδος, ότι αυτός επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να την αυξήσει, κατά το χρονικό διάστημα αξιολόγησης, ή παρά την αντίθετη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά παράβαση της παρ. 4 του άρθρου 9,
γ) παύση κατοχής, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή μείωση της ειδικής συμμετοχής, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να είναι μικρότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 9 ή ώστε η Ε.Δ.Α.Δ.Π. να παύσει να είναι θυγατρική επιχείρηση, χωρίς προηγούμενη έγγραφη ενημέρωση προς την Τράπεζα της Ελλάδος,
δ) μη τήρηση των υποχρεώσεων ενημέρωσης προς την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 εκδιδόμενες κανονιστικές αποφάσεις.
6. Τα πρόσωπα της παρ. 4 τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, εκτός αν από άλλη διάταξη προβλέπεται βαρύτερη ποινή, εφόσον:
α) παραλείπουν ή παραποιούν εκ προθέσεως την εγγραφή σημαντικής συναλλαγής στα βιβλία της,
β) υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ψευδείς ή ανακριβείς εκθέσεις ή παρέχουν ψευδή ή ανακριβή στοιχεία.
Αν τα ανωτέρω πρόσωπα αρνούνται ή παρακωλύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
7. Πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης αναφορικά με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή διορθωτικών μέτρων, που καθορίζονται στην παρ. 2, δίνεται η δυνατότητα ακρόασης στον εμπλεκόμενο διαχειριστή πιστώσεων ή στον εμπλεκόμενο αγοραστή πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στον αντιπρόσωπο που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή στα πρόσωπα της παρ. 5 του παρόντος.
Άρθρο 28
Εποπτικός ρόλος, εποπτικές εξουσίες, διοικητικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (άρθρα 22 και 23 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Σε περίπτωση παράβασης των περ. α), β) και δ) της παρ. 1, καθώς και των παρ. 4 και 5 του άρθρου 13, το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών επιβάλλει τις κυρώσεις των περ. β) έως ε) της παρ. 2 του άρθρου 27. Σε περίπτωση παράβασης των παρ. 7 και 8 του άρθρου 13, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών επιβάλλει σε διαχειριστή πιστώσεων, αγοραστή πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αντιπρόσωπο που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ σε οποιαδήποτε οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, ή οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος, τις κυρώσεις των περ. β) έως ε) της παρ. 2 του άρθρου 27. Για την επιβολή των κυρώσεων εφαρμόζονται οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 27.
2. Το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών δύναται, στο πλαίσιο των εποπτικών του αρμοδιοτήτων και της συμβολής του στην επίτευξη της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας, να λαμβάνει και να δημοσιεύει κατά τρόπο ανωνυμοποιημένο και σε συμμόρφωση με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) και τον ν. 4624/2019 (Α’ 137), αναφορές ανά Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή αγοραστή πιστώσεων ή διαχειριστή πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αντιπρόσωπο που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, ή οποιαδήποτε οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, ή οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος σε σχέση με τις επιτευχθείσες ρυθμίσεις τόσο μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού του ν. 4738/2020 (Α’ 207) όσο και μέσω απευθείας συμφωνιών με τον δανειολήπτη ή μέσω του Κώδικα Δεοντολογίας.
3. Οι εποπτικές αρμοδιότητες του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ασκούνται από τη Γενική Γραμματεία Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
Άρθρο 29
Εποπτικός ρόλος, εποπτικές εξουσίες, διοικητικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (άρθρα 22 και 23 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Σε περίπτωση παράβασης της περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 13, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επιβάλλει σε διαχειριστή πιστώσεων, αγοραστή πιστώσεων ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αντιπρόσωπο που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος ή το άρθρο 19 της Οδηγίας 2021/2167/ ΕΕ, σε οποιαδήποτε οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ, ή οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος, τις κυρώσεις των περ. β) έως δ) της παρ. 2 του άρθρου 27.
2. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έχει όλες τις εποπτικές εξουσίες του άρθρου 58 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του άρθρου 15 του ν. 4624/2019 (Α’ 137), εφαρμόζονται δε για την επιβολή κυρώσεων και οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 27 του παρόντος.
Άρθρο 30
Δικαίωμα δικαστικής προστασίας
1. Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
2. Οι αποφάσεις των λοιπών οργάνων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού προσβάλλονται με προσφυγή στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
Άρθρο 31
Παράπονα και καταγγελίες (άρθρο 24 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Oι διαχειριστές πιστώσεων καθιερώνουν και διατηρούν αποτελεσματικές και διαφανείς διαδικασίες για τη διαχείριση των παραπόνων των δανειοληπτών σχετικά με παραβάσεις του παρόντος Μέρους ή των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού.
2. H διαχείριση των ανωτέρω παραπόνων των δανειοληπτών εκ μέρους των διαχειριστών πιστώσεων είναι χωρίς χρέωση. Οι διαχειριστές πιστώσεων καταγράφουν τα παράπονα και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή τους.
3. H Τράπεζα της Ελλάδος, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα θεσπίζουν και δημοσιοποιούν διαδικασία για τη διαχείριση των καταγγελιών που υποβάλλονται προς αυτές για παραβάσεις του παρόντος Μέρους ή των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού. Οι αρμόδιες αρχές του πρώτου εδαφίου διασφαλίζουν ότι η επεξεργασία των καταγγελιών γίνεται σε εύλογο χρόνο.
4. Η διαχείριση καταγγελιών από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα γίνεται σύμφωνα με την περ. στ) της παρ. 1 του άρθρου 57 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.
Άρθρο 32
Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 25 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους πραγματοποιείται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 υπό την εποπτεία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Άρθρο 33
Επαγγελματικό και τραπεζικό απόρρητο
Οι διατάξεις περί τραπεζικού απορρήτου του ν.δ. 1059/1971 (Α’ 270) δεν εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ μεταβιβάζοντος και αγοραστή πιστώσεων ή διαχειριστή πιστώσεων και στις σχέσεις μεταξύ διαχειριστή πιστώσεων και αγοραστή πιστώσεων για τους σκοπούς της διαχείρισης. Κατά τα λοιπά, ο αγοραστής πιστώσεων και ο διαχειριστής πιστώσεων τηρούν τις διατάξεις περί τραπεζικού απορρήτου, αναφορικά με τη συγκεκριμένη κατηγορία απαιτήσεων.
Άρθρο 34
Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών (άρθρο 26 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές των άρθρων 11, 16, 18, 20, 22, 24, και 26, καθώς και μεταξύ τους, όποτε αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους ή την άσκηση των εξουσιών τους, σύμφωνα με το παρόν. Οι αρμόδιοι φορείς του πρώτου εδαφίου συντονίζουν τις ενέργειές τους με τις ανωτέρω αρχές, καθώς και μεταξύ τους, με σκοπό την αποφυγή πιθανής επανάληψης και επικάλυψης, κατά την άσκηση εποπτικών εξουσιών και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και διορθωτικών μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις.
2. Οι αρμόδιες αρχές της παρ. 1 ανταλλάσσουν μεταξύ τους και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που έχουν ορισθεί αρμόδιες για την εφαρμογή της εθνικής τους νομοθεσίας που ενσωματώνει την Οδηγία 2021/2167/ΕΕ, κατόπιν αιτήματος και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων των ίδιων και των ανωτέρω αρμόδιων αρχών, βάσει του παρόντος.
3. Όταν οι αρμόδιες αρχές της παρ. 1, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους που προβλέπονται στο παρόν Μέρος, λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες, χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές μόνο στο πλαίσιο των εν λόγω αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους. Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών του άρθρου 25 και των ανωτέρω αρμόδιων αρχών άλλων κρατών μελών υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού και υπηρεσιακού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 54 του ν. 4261/2014 (Α’ 107).
4. Τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργασθεί για την Τράπεζα της Ελλάδος, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς και οι ελεγκτές, οι επιθεωρητές και οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν εξ ονόματος ή για λογαριασμό αυτών, υποχρεούνται να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ Ν. 4438/2016
Άρθρο 35
Υποχρέωση πληροφόρησης πριν την εκχώρηση Προσθήκη άρθρου 26α στον ν. 4438/2016 (παρ. 1 άρθρου 28 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Στον ν. 4438/2016 (Α’ 220) προστίθεται άρθρο 26α ως εξής:
«Άρθρο 26α Πληροφορίες σχετικά με την τροποποίηση των όρων και προϋποθέσεων συμβάσεων πίστωσης (άρθρο 27α Οδηγίας 2014/17/ΕΕ)
Υπό την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος Μέρους, πριν από την τροποποίηση των όρων και των προϋποθέσεων της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας γνωστοποιεί στον καταναλωτή τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) σαφή περιγραφή των προτεινόμενων αλλαγών και, κατά περίπτωση, της ανάγκης συναίνεσης του καταναλωτή ή των αλλαγών που επήλθαν κατ’ εφαρμογή νομοθετικών ή κανονιστικών απαιτήσεων,
β) το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των αλλαγών της περ. α),
γ) τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο καταναλωτής για την υποβολή καταγγελίας όσον αφορά τις αλλαγές της περ. α),
δ) τη διαθέσιμη προθεσμία για την υποβολή τυχόν καταγγελίας,
ε) το όνομα και τη διεύθυνση των αρμόδιων αρχών στις οποίες ο καταναλωτής μπορεί να υποβάλει καταγγελία.»
Άρθρο 36
Συμμόρφωση με τον Κώδικα Δεοντολογίας Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 27 ν. 4438/2016 (παρ. 2 άρθρου 28 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Η παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 4438/2016 (Α’ 220), περί τόκων υπερημερίας και κατάσχεσης, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι πιστωτικοί φορείς επιδεικνύουν, κατά περίπτωση, εύλογη ανοχή πριν από την εκκίνηση διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης. Προς τον σκοπό αυτόν συμμορφώνονται με τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 (Α’ 288), ιδίως όσον αφορά την εκ μέρους τους θέσπιση και εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών και διαδικασιών για την εξεύρεση λύσεων ρύθμισης ή την οριστική διευθέτηση πριν την εκκίνηση διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης. Για τις εν λόγω λύσεις λαμβάνονται υπόψη, ιδίως η κατάσταση του καταναλωτή, καθώς και αυτές που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ της υπ’ αρ. 392/1/31.5.2021 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Β’ 2411).»
Άρθρο 37
Δικαιώματα του καταναλωτή σχετικά με την εκχώρηση Προσθήκη άρθρου 27α στον ν. 4438/2016 (παρ. 3 άρθρου 28 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
Στον ν. 4438/2016 (Α’ 220) προστίθεται άρθρο 27α ως εξής:
«Άρθρο 27α Εκχώρηση των απαιτήσεων του πιστωτικού φορέα από σύμβαση πίστωσης (άρθρο 28α Οδηγίας 2014/17/ΕΕ)
1. Όταν οι απαιτήσεις του πιστωτικού φορέα από σύμβαση πίστωσης εκχωρούνται σε τρίτον, ο καταναλωτής δικαιούται να αντιτάσσει κατά του εκδοχέα τα ίδια μέσα άμυνας που είχε ο καταναλωτής κατά του αρχικού πιστωτικού φορέα, συμπεριλαμβανομένου του συμψηφισμού, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις.
2. Ο καταναλωτής ενημερώνεται για την εκχώρηση της παρ. 1, εκτός αν ο αρχικός πιστωτικός φορέας, σε συμφωνία με τον εκδοχέα, εξακολουθεί να καταβάλλει την πίστωση έναντι του καταναλωτή.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΥΣ Β’
Άρθρο 38
Ενώσεις Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως Χρηματοπιστωτικοί Οργανισμοί Τροποποίηση περ. ε) παρ. 3 άρθρου 3 ν. 4557/2018
Η περ. ε) της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), περί ορισμού των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) οι Ενώσεις Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και οι διαχειριστές πιστώσεων, αν συντρέχει μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
εα) τους επιτρέπεται, βάσει της άδειας λειτουργίας τους, να προβαίνουν σε αναχρηματοδότηση πιστώσεων,
εβ) εισπράττουν και κατέχουν χρηματικά ποσά δανειοληπτών για λογαριασμό των εντολέων τους,
εγ) διαχειρίζονται πιστώσεις για λογαριασμό μη εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος, πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, που δεν υπόκειται πρωτογενώς στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον εποπτικό ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος.»
Άρθρο 39
Εξουσιοδοτικές διατάξεις Μέρους Β’
1. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ορίζονται:
α) η μορφή και το περιεχόμενο του εντύπου δημοσίευσης της σύμβασης διαχείρισης πιστώσεων μεταξύ αγοραστή και διαχειριστή πιστώσεων που σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α’ 220), σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 14 του παρόντος,
β) η μορφή και το περιεχόμενο του εντύπου δημοσίευσης της σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων που σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 21 του παρόντος.
2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζονται:
α) η μορφή και το περιεχόμενο της αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων, τα δικαιολογητικά και στοιχεία που συνοδεύουν την αίτηση και η διαδικασία της εξέτασής της, οι ειδικότερες προϋποθέσεις, τα πρόσθετα δικαιολογητικά και στοιχεία που απαιτούνται για Ε.Δ.Α.Δ.Π. που προτίθεται να εισπράττει και να κατέχει χρηματικά ποσά από δανειολήπτες, σύμφωνα με το άρθρο 7, και κάθε άλλο σχετικό θέμα,
β) στοιχεία πέραν αυτών της παρ. 2 του άρθρου 14 που πρέπει να περιλαμβάνει η σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων,
γ) το περιεχόμενο της γνωστοποίησης στην περίπτωση απόκτησης ή μείωσης της ειδικής συμμετοχής του άρθρου 9, τα υπόχρεα πρόσωπα, τα υποβαλλόμενα στοιχεία ή πληροφορίες, η διαδικασία, τα κριτήρια αξιολόγησης για να διαπιστωθεί αν η επιρροή ενός υποψήφιου αγοραστή ειδικής συμμετοχής μπορεί να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της Ε.Δ.Α.Δ.Π., καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα,
δ) η μορφή, το περιεχόμενο, τα ειδικότερα πεδία και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του Μητρώου του άρθρου 12,
ε) το περιεχόμενο της ενημέρωσης προς την Τράπεζα της Ελλάδος της παρ. 3 του άρθρου 15, περί εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων από διαχειριστή πιστώσεων, η διαδικασία ενημέρωσης και κάθε άλλο σχετικό θέμα,
στ) το περιεχόμενο της γνωστοποίησης του άρθρου 26, η διαδικασία, η συχνότητα, οι προθεσμίες, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα αναφορικά με την εφαρμογή του,
ζ) κάθε αναγκαία λεπτομέρεια όσον αφορά την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 25 και, ιδίως, το αρχικό κεφάλαιο, τη λειτουργία του μητρώου του άρθρου 12, την εσωτερική διακυβέρνηση των διαχειριστών πιστώσεων, την παρακολούθηση ανοιγμάτων, διαδικαστικές λεπτομέρειες σχετικά με την επιβολή κυρώσεων ή τη λήψη μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 27, καθώς επίσης την παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση σε άλλα κράτη μέλη από Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή την παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα από διαχειριστές πιστώσεων που δεν έχουν έδρα ή εγκατάσταση στην Ελλάδα.
3. Οι αποφάσεις και αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος Μέρους λαμβάνονται και ασκούνται με πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της (ν. 3424/1927, Α’ 298) ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν οργάνου.
Άρθρο 40
Μεταβατικές διατάξεις Μέρους Β’ (παρ. 2 άρθρου 32 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) που έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4354/2015 (Α’ 176) και οι οποίες ασκούν δραστηριότητες διαχειριστή πιστώσεων κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος εξακολουθούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους μέχρι την 29η Ιουνίου 2024, χωρίς να απαιτείται νέα άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος.
2. Οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. της παρ. 1 υποβάλλουν τις συναφείς πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος το αργότερο έως την 29η Μαρτίου 2024, ώστε να αξιολογηθεί έως την 29η Ιουνίου 2024, αν οι εν λόγω Ε.Δ.Α.Δ.Π. συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους.
3. Αν, ύστερα από αξιολόγηση της Τράπεζας της Ελλάδος, διαπιστώνεται ότι οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. της παρ. 1 συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους, λαμβάνουν νέα άδεια λειτουργίας και εγγράφονται στο μητρώο του άρθρου 12. Αν, ύστερα από την ανωτέρω αξιολόγηση, δεν διαπιστώνεται πλήρης συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει τη λειτουργία τους επιβάλλοντας μέτρα για να διασφαλισθεί η πλήρης συμμόρφωση και τάσσει προθεσμία για την εφαρμογή τους ή απαγορεύει τη συνέχιση της λειτουργίας τους.
4. Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει και πριν την 29η Ιουνίου 2024 ότι Ε.Δ.Α.Δ.Π. της παρ. 1 τηρεί τις απαιτήσεις των άρθρων 6 και 8, η Ε.Δ.Α.Δ.Π. της παρ. 1 λαμβάνει αυτομάτως άδεια λειτουργίας και εγγράφεται στο μητρώο του άρθρου 12. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει σχετικώς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π. που έχουν αυτομάτως αδειοδοτηθεί σύμφωνα με την παρούσα.
5. Οι Ε.Δ.Α.Δ.Π. θέτουν σε λειτουργία το σύστημα προσωποποιημένης πληροφόρησης της παρ. 7 του άρθρου 13 έως την 31η Μαρτίου 2024 και εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις των παρ. 7 έως 9 του άρθρου 13 από την 1η Απριλίου 2024. Μέχρι τότε οφείλουν να παρέχουν στους δανειολήπτες εγγράφως τις πληροφορίες της παρ. 7 του άρθρου 13 κατόπιν αιτήματός τους και εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών το αργότερο από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος.
Άρθρο 41
Καταργούμενες διατάξεις Μέρους Β’ Κατάργηση άρθρων 1 έως 3 ν. 4354/2015
Τα άρθρα 1 έως 3 του ν. 4354/2015 (Α’ 176), περί Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις και Εταιρειών Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, καταργούνται.
ΜΕΡΟΣ Γ’
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΩΜΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΩΜΕΣ
Άρθρο 42
Επέκταση της δραστηριότητας των εταιρειών παροχής πιστώσεων Αντικατάσταση παρ. 4 και τροποποίηση παρ. 5 και 6 άρθρου 153 ν. 4261/2014
1. Στο άρθρο 153 του ν. 4261/2014 (Α’ 144), περί των μέτρων, κυρώσεων και του απορρήτου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η παρ. 4 αντικαθίσταται, β) στην παρ. 5 βα) στο τρίτο εδάφιο η φράση «τα αντίστοιχα» αντικαθίσταται από τη φράση «κατ’ αναλογία» και προσδιορίζονται ειδικότερα οι εσωτερικές παραπομπές, ββ) στο τέταρτο εδάφιο τίθεται ρητά η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, γ) η παρ. 6 αντικαθίσταται, πλην του πρώτου εδαφίου, και οι παρ. 4, 5 και 6 διαμορφώνονται ως εξής:
«4. Οι εταιρείες παροχής πιστώσεων ιδρύονται και λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας ή Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) 2157/2001 του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001 «περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SE)» (L 294), με πραγματική και καταστατική έδρα στην Ελλάδα. Οι εταιρείες παροχής πιστώσεων παρέχουν πάσης φύσεως πιστώσεις σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων και των δανείων στεγαστικής πίστης, ως εξής:
α) ως προς τα νομικά πρόσωπα, η παροχή πίστωσης αφορά είτε στην αναχρηματοδότηση υφιστάμενου δανείου, χορηγηθέντος από άλλο πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, είτε στην παροχή πίστωσης σε πιστούχο που έχει δάνεια που βρίσκονται σε καθεστώς ρύθμισης ή με σκοπό την αναδιάρθρωση της δανειολήπτριας επιχείρησης,
β) ως προς τα φυσικά πρόσωπα, παρέχονται πιστώσεις στεγαστικής ή καταναλωτικής πίστης και επιτρέπεται η παροχή πίστωσης με σκοπό την αναδιάρθρωση υφιστάμενου δανείου του δανειολήπτη, χορηγηθέντος από το ίδιο ή άλλο πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα.
Οι εν λόγω πιστώσεις παρέχονται με βάση τα ισχύοντα αντιστοίχως, για τις παρεχόμενες από τα πιστωτικά ιδρύματα, πιστώσεις. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω εταιρείες μπορούν να ασκούν συμπληρωματικές ή παρεμφερείς δραστηριότητες παράλληλα με την κύρια δραστηριότητα της παροχής πιστώσεων.
5. Για τη σύσταση και λειτουργία στην Ελλάδα εταιρειών παροχής πιστώσεων απαιτείται ειδική άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στο οικείο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Το ίδιο ισχύει και για τη μετατροπή υφιστάμενης ανώνυμης εταιρείας σε εταιρεία παροχής πιστώσεων. Για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας, η Τράπεζα της Ελλάδος ζητεί και αξιολογεί κατ’ αναλογία τα στοιχεία που προβλέπονται από το παρόν Μέρος για την παροχή άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα. Η Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, μπορεί να εξειδικεύει περαιτέρω τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας και να καθορίζει το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο που απαιτείται να καταβληθεί για τη σύσταση και τη λειτουργία των εταιρειών παροχής πιστώσεων, καθώς επίσης το ύψος των ιδίων κεφαλαίων. Το συγκεκριμένο ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο πρέπει να είναι ολόκληρο καταβεβλημένο σε μετρητά.
6. Οι μετοχές των εταιρειών παροχής πιστώσεων είναι ονομαστικές. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί εποπτεία και έλεγχο στις επιχειρήσεις του παρόντος. Επίσης, αξιολογεί τους εταίρους, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τους επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών των εν λόγω εταιρειών, κατ’ αναλογία προς τα ισχύοντα για τα πιστωτικά ιδρύματα, και περαιτέρω μπορεί να ζητεί οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία. Η Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, θέτει γενικούς ή ειδικούς κανόνες για την έννοια και το περιεχόμενο της εποπτείας, περιλαμβανομένων θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης και συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, πιστοληπτικής πολιτικής, διαχείρισης κινδύνων και παροχής στοιχείων για τη λειτουργία τους.»
Άρθρο 43
Ορισμός αντιπροσώπων από τα πιστωτικά ιδρύματα Προσθήκη άρθρου 166Α στον ν. 4261/2014
Στον ν. 4261/2014 (Α’ 144) προστίθεται άρθρο 166Α ως εξής:
«Άρθρο 166Α Ορισμός αντιπροσώπων
1. Πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει ή έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα δύναται να ορίζει αντιπροσώπους, ήτοι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που δύνανται να παρέχουν την υπηρεσία πληρωμών της περ. β) της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4537/2018 (Α’ 84) και να εξαργυρώνουν ηλεκτρονικό χρήμα κατά την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α’ 218). Η διενέργεια των εν λόγω υπηρεσιών πληρωμών, καθώς και η εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος διενεργούνται από τους αντιπροσώπους αποκλειστικά εξ ονόματος και για λογαριασμό του πιστωτικού ιδρύματος. Η αποδοχή καταθέσεων από τον ίδιο τον αντιπρόσωπο απαγορεύεται.
2. Πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει ή έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα και προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες μέσω αντιπροσώπου, σύμφωνα με την παρ. 1, στην Ελλάδα, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος:
α) το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία και τον διακριτικό τίτλο, καθώς και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου,
β) την περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που χρησιμοποιεί ο αντιπρόσωπος για την τήρηση, ιδίως, των υποχρεώσεων σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,
γ) την ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων διαχείρισης του αντιπροσώπου και, για τους αντιπροσώπους που δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, στοιχεία που τεκμηριώνουν την καταλληλότητα και ικανότητά τους,
δ) τις υπηρεσίες πληρωμών του πιστωτικού ιδρύματος και την υπηρεσία της εξαργύρωσης ηλεκτρονικού χρήματος, αν έχουν ανατεθεί σε αντιπρόσωπο, και
ε) όπου ενδείκνυται, τον μοναδικό αναγνωριστικό κωδικό ή αριθμό του αντιπροσώπου.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος καταρτίζει δημόσιο μητρώο που τηρείται στον διαδικτυακό της τόπο, στο οποίο καταχωρίζονται τα στοιχεία των αντιπροσώπων της παρ. 1 στην Ελλάδα.
4. Μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών της παρ. 2, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει για την καταχώριση ή μη του αντιπροσώπου στο μητρώο. Ο αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μόλις καταχωρισθεί στο εν λόγω μητρώο.
5. Πριν από την εγγραφή του αντιπροσώπου στο μητρώο της παρ. 3, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, στην περίπτωση ελλείψεων στις υποβληθείσες πληροφορίες, να ζητεί εγγράφως τη συμπλήρωσή τους. Τότε, η προθεσμία της παρ. 4 αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση των πληροφοριών.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει την εγγραφή ή μη εγγραφή του αντιπροσώπου στο μητρώο της παρ. 3
βάσει της αξιολόγησης της καταλληλότητας, σύμφωνα με την παρ. 2.
7. Το πιστωτικό ίδρυμα μεριμνά ώστε οι αντιπρόσωποί του να ενημερώνουν επαρκώς τους χρήστες των υπηρεσιών της παρ. 1, και ιδίως να διασφαλίζουν την παροχή των πληροφοριών που καθορίζονται ως προς τους όρους των συναλλαγών αυτών προς διασφάλιση της διαφάνειας και της σαφήνειας.
8. Τα πιστωτικά ιδρύματα με έδρα ή υποκατάστημα στην Ελλάδα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, οποιαδήποτε αλλαγή σχετικά με τη χρήση των αντιπροσώπων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης νέων αντιπροσώπων, σύμφωνα με τη διαδικασία των παρ. 2, 4, 5 και 6.
9. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται το περιεχόμενο της γνωστοποίησης των παρ. 2 και 8, τα συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά και στοιχεία, ιδίως σχετικά με το κύρος, την εκπαίδευση, τις ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των αντιπροσώπων, των διευθυντικών τους στελεχών και των υπευθύνων διαχείρισης, οι ειδικότερες προϋποθέσεις αξιολόγησης των εν λόγω αιτημάτων, η διαδικασία και οι προθεσμίες γνωστοποίησης των εν λόγω πληροφοριών, τα κριτήρια αξιολόγησης, τυχόν όρια για τα ποσά ανάληψης κατά την παροχή των υπηρεσιών της παρ. 1, τα στοιχεία που υποβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα, σχετικά με τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μέσω αντιπροσώπου, οι μηχανισμοί διαχείρισης αφερεγγυότητας του αντιπροσώπου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
Άρθρο 44
Μέτρα αυξημένης επιμέλειας των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών Προσθήκη παρ. 1α στο άρθρο 16 του ν. 4557/2018
Στο άρθρο 16 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), περί επιμέλειας προς τον πελάτη, προστίθεται παρ. 1α ως εξής:
«1α. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, στο πλαίσιο εφαρμογής μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας, κατά την έναρξη της επιχειρηματικής σχέσης, επαληθεύουν τα ετήσια εισοδήματα πελατών: α) που είναι φυσικά πρόσωπα, βάσει του εκκαθαριστικού σημειώματος φορολογίας εισοδήματος, και β) που είναι νομικά πρόσωπα, βάσει της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εκτός αν ο πελάτης δεν υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση φόρου εισοδήματος.»
Άρθρο 45
Ορισμός υπηρεσιών άμεσης πληρωμής Προσθήκη περ. ιθ) στο άρθρο 62 του ν. 4446/2016
Στο άρθρο 62 του ν. 4446/2016 (Α’ 240), περί ορισμών, προστίθεται περ. ιθ) ως εξής:
«ιθ) Ως «υπηρεσίες άμεσης πληρωμής» ορίζονται οι υπηρεσίες πληρωμών που επιτρέπουν τη μεταφορά πίστωσης, κατά το άρθρο 4 του ν. 4537/2018 (Α’ 84), η οποία μπορεί να εκτελείται σε εικοσιτετράωρη βάση, οποιαδήποτε ημερολογιακή ημέρα του έτους, με άμεσο ή σχεδόν άμεσο διακανονισμό.»
Άρθρο 46
Υποχρεωτική αποδοχή πληρωμών με υπηρεσίες άμεσης πληρωμής Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 65 του ν. 4446/2016
Στο άρθρο 65 του ν. 4446/2016 (Α’ 240), περί αποδοχής πληρωμών με κάρτα, προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και επιτηδευματίες που τηρούν επαγγελματικό λογαριασμό, σύμφωνα με την κοινή απόφαση που εκδίδεται βάσει της εξουσιοδότησης της περ. γ) της παρ. 3, δέχονται υποχρεωτικά πληρωμές μέσω υπηρεσιών άμεσης πληρωμής.»
Άρθρο 47
Υποχρέωση ενημέρωσης για τη χρήση καρτών και υπηρεσιών άμεσης πληρωμής Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 66 ν. 4446/2016
Η παρ. 1 του άρθρου 66 του ν. 4446/2016 (Α’ 240), περί της υποχρέωσης ενημέρωσης του καταναλωτή, τροποποιείται, ώστε α) η υποχρέωση για παροχή πληροφοριών να επεκτείνεται και στους δικαιούχους πληρωμής που αποδέχονται υποχρεωτικά πληρωμές μέσω υπηρεσίας άμεσης πληρωμής, και β) οι πληροφορίες που παρέχουν οι δικαιούχοι πληρωμής στους καταναλωτές να αναγράφονται και στον διαδικτυακό τόπο, μέσω του οποίου δέχονται πληρωμές, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Οι δικαιούχοι πληρωμής, οι οποίοι αποδέχονται κάρτες πληρωμών και οι δικαιούχοι πληρωμής που αποδέχονται υποχρεωτικά πληρωμές μέσω υπηρεσίας άμεσης πληρωμής, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 65, ενημερώνουν τους καταναλωτές σχετικά με την αποδοχή καρτών και μέσων πληρωμής του συστήματος καρτών πληρωμής, με σαφή τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνείας. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να αναγράφονται ευκρινώς στην είσοδο του καταστήματος και στο ταμείο, καθώς και στον διαδικτυακό τόπο μέσω του οποίου δέχονται πληρωμές.»
Άρθρο 48
Δημοσιοποίηση κυρώσεων Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 60 ν. 4261/2014 και παρ. 3 άρθρου 46 ν. 4557/2018
1. Η παρ. 1 του άρθρου 60 του ν. 4261/2014 (Α’ 107), περί δημοσιοποίησης των κυρώσεων, αντικαθίσταται, πλην του τελευταίου της εδαφίου, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποιεί τις κυρώσεις που επιβάλλει για τις παραβάσεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, «σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (L 176)» και των λοιπών κανονιστικών πράξεων που εκδίδει στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε νομικά πρόσωπα, δημοσιοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Αν έχει ασκηθεί ένδικο βοήθημα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, η δημοσίευση περιλαμβάνει και τις πληροφορίες για το περιεχόμενο αυτού και για την έκβασή του, έως και την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα, δημοσιοποιούνται αν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης ενδίκου βοηθήματος, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, ή αν αυτό έχει απορριφθεί αμετακλήτως. Στην κατά τα ανωτέρω δημοσιοποίηση περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση, μετά την ενημέρωση του εν λόγω προσώπου σχετικά με τις εν λόγω κυρώσεις.»
2. Στην παρ. 3 του άρθρου 46 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), περί δημοσίευσης κυρώσεων α) προστίθενται νέα εδάφια, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο, β) στο πέμπτο εδάφιο η λέξη «Εξαιρούνται» αντικαθίσταται από τις λέξεις: «Από τη δημοσιοποίηση των κυρώσεων εις βάρος φυσικών και νομικών προσώπων εξαιρούνται», και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Οι αποφάσεις επιβολής των κυρώσεων δημοσιεύονται, όταν γίνουν αμετάκλητες, με ανάρτησή τους για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της αρμόδιας εποπτικής αρχής. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε νομικά πρόσωπα, δημοσιοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Αν έχει ασκηθεί ένδικο βοήθημα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, η δημοσίευση περιλαμβάνει και τις πληροφορίες για το περιεχόμενο αυτού και για την έκβασή του, έως και την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα δημοσιοποιούνται αν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης ενδίκου βοηθήματος, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, ή αν αυτό έχει απορριφθεί αμετακλήτως. Από τη δημοσιοποίηση των κυρώσεων εις βάρος φυσικών και νομικών προσώπων εξαιρούνται οι περιπτώσεις στις οποίες η δημοσίευση είναι πιθανό να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή να θέσει σε κίνδυνο την έκβαση διεξαγόμενης έρευνας ή τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Στις περιπτώσεις αυτές η δημοσίευση μπορεί να γίνει μόνο μετά την έκλειψη των σχετικών λόγων ή, ενδεχομένως, χωρίς αναφορά της ταυτότητας των υπαίτιων προσώπων.»
Άρθρο 49
Προστατευμένο Κανονιστικό Περιβάλλον
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος συστήνει και λειτουργεί Προστατευμένο Κανονιστικό Περιβάλλον (Regulatory Sandbox).
2. Ως Προστατευμένο Κανονιστικό Περιβάλλον (Regulatory Sandbox) ορίζεται το ειδικό κανονιστικό καθεστώς που συστήνεται και λειτουργεί σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτει η Τράπεζα της Ελλάδος και παρέχει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στους εντασσόμενους σε αυτό, τη δυνατότητα εξατομικευμένης καθοδήγησης στη δοκιμή καινοτόμων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και προϊόντων, με σκοπό τη διευκόλυνσή τους ως προς την κατανόηση του πλαισίου εποπτείας που αφορά στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προϊόν, ιδίως δε την παροχή διευκρινίσεων και εξατομικευμένων πληροφοριών για πιθανά ζητήματα συμμόρφωσης που εγείρονται σε όλα τα στάδια της συμμετοχής τους σε αυτό.
3. Χρηματοοικονομική τεχνολογία (fintech) είναι κάθε είδος χρηματοοικονομικής καινοτομίας που βασίζεται στην πρόοδο της τεχνολογίας και μπορεί να οδηγήσει σε νέα επιχειρηματικά μοντέλα, νέες εφαρμογές, διαδικασίες ή νέα προϊόντα, με σημαντική επίδραση στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
4. Δικαίωμα υποβολής αίτησης στο Προστατευμένο Κανονιστικό Περιβάλλον έχει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που παρέχει υπηρεσίες ή προϊόντα χρηματοοικονομικής τεχνολογίας, ακόμη και αν δεν εμπίπτει σε κάποια κατηγορία εποπτευόμενων ιδρυμάτων.
Άρθρο 50
Μητρώο Παρακολούθησης Ιδιωτικού Χρέους
1. Συστήνεται ηλεκτρονικό Μητρώο Παρακολούθησης Ιδιωτικού Χρέους (Μητρώο), το οποίο τηρείται στην αρμόδια Γενική Γραμματεία για το Ιδιωτικό Χρέος του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Χειριστής του Μητρώου είναι ο αρμόδιος Γενικός Γραμματέας για το Ιδιωτικό Χρέος και πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από αυτόν.
2. Το Μητρώο περιλαμβάνει συγκεντρωτικά για το ιδιωτικό χρέος:
α) στοιχεία για οφειλές προς το Δημόσιο και άλλους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143),
β) στοιχεία για οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα και αγοραστές πιστώσεων, και
γ) στοιχεία για οφειλές προς κάθε είδους επιχείρηση, ανεξαρτήτως νομικής μορφής.
Τα στοιχεία αυτά παρέχονται σε επεξεργάσιμη ηλεκτρονική μορφή από τους πιστωτές.
3. Το Μητρώο αξιοποιεί λογισμικό που δέχεται τα στοιχεία σε ανωνυμοποιημένη μορφή από τους δανειστές της παρ. 2 και εξάγει τα συγκεντρωτικά στοιχεία με αυτοματοποιημένη ηλεκτρονική επεξεργασία με βάση τις ειδικότερες εντολές του χειριστή του.
4. Το Μητρώο διαλειτουργεί και αντλεί στοιχεία σε ανωνυμοποιημένη μορφή από το Κεντρικό Μητρώο Πιστώσεων του άρθρου 111 του ν. 4972/2022 (Α’ 181) που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος, το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα της Ανεξάρτητης Αρχής Πιστοληπτικής Αξιολόγησης της παρ. 3 του άρθρου 51 του ν. 4972/2022 (Α’ 181) και το σύστημα επεξεργασίας δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς της «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.».
5. Τα στοιχεία του Μητρώου αξιοποιούνται για την παρακολούθηση της πορείας του ιδιωτικού χρέους, προκειμένου να χαράσσεται η αντίστοιχη κυβερνητική πολιτική, καθώς και για τη σύνταξη της ετήσιας Έκθεσης Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους που συντάσσεται από τον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα για το Ιδιωτικό Χρέος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΕ) 2022/2036 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 19ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2022 «ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 575/2013 ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2014/59/ΕΕ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΣΥΣΤΗΜΙΚΩΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΕΝΑΡΞΗΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΜΕΣΗ ΑΝΑΛΗΨΗ ΜΕΣΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΑΧΙΣΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ» ΚΑΙ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2019/879 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 20ΗΣ ΜΑΪΟΥ 2019 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΤΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Άρθρο 51
Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για τις οντότητες εξυγίανσης των «G-SIIs» Τροποποίηση παρ. 4 εσωτερικού άρθρου 45δ άρθρου 2 ν. 4335/2015 (παρ. 1 άρθρου 2 Κανονισμού (ΕΕ) 2022/2036)
Στο εισαγωγικό εδάφιο και στην περ. α) της παρ. 4 του εσωτερικού άρθρου 45δ του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), περί προσδιορισμού της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις προστίθενται οι οντότητες τρίτων χωρών που θα ήταν οντότητες εξυγίανσης εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Για τους σκοπούς της παρ. 2 του άρθρου 45η, σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στο ίδιο G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης ή οντότητες τρίτων χωρών που θα ήταν οντότητες εξυγίανσης εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), οι σχετικές αρχές εξυγίανσης υπολογίζουν το ποσό που προβλέπεται στην παρ. 3:
α) για κάθε οντότητα εξυγίανσης ή οντότητα τρίτης χώρας που θα ήταν οντότητα εξυγίανσης εάν ήταν εγκατεστημένη στην ΕΕ,
β) για τη μητρική οντότητα της ΕΕ, σαν να ήταν η μοναδική οντότητα εξυγίανσης του G-SII.»
Άρθρο 52
Διαδικασία για τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Τροποποίηση παρ. 2 εσωτερικού άρθρου 45η άρθρου 2 ν. 4335/2015 (παρ. 3 άρθρου 2 Κανονισμού (ΕΕ) 2022/2036)
Στο πρώτο και στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του εσωτερικού άρθρου 45η του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), περί διαδικασίας για τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, προστίθενται οι οντότητες τρίτων χωρών που θα ήταν οντότητες εξυγίανσης εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και εξειδικεύονται οι παραπομπές στην ενωσιακή νομοθεσία, στο πεδίο της περ. α) προστίθενται τρίτες χώρες, και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στο ίδιο G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης ή οντότητες τρίτων χωρών που θα ήταν οντότητες εξυγίανσης εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), οι αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παρ. 1, συζητούν και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης του G-SII, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 72ε του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 «σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176)» και τυχόν προσαρμογή, ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 4 του άρθρου 45δ και στην περ. α) του άρθρου 12α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, όσον αφορά στις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης ή τις οντότητες τρίτων χωρών, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στην περ. β) της παρ. 4 του άρθρου 45δ και στην περ. β) του άρθρου 12α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
Η εν λόγω προσαρμογή δύναται να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:
α) η προσαρμογή δύναται να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών ή τρίτων χωρών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης,
β) η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.
Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 4 του άρθρου 45δ και στην περ. α) του άρθρου 12α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, όσον αφορά στις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης ή τις οντότητες τρίτων χωρών που θα ήταν οντότητες εξυγίανσης εάν ήταν εγκατεστημένες στην ΕΕ, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στην περ. β) της παρ. 4 του άρθρου 45δ και στην περ. β) του άρθρου 12α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.»
Άρθρο 53
Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης Τροποποίηση παρ. 5 εσωτερικού άρθρου 25 άρθρου 2 ν. 4335/2015 (περ. δ παρ. 7 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στην παρ. 5 του εσωτερικού άρθρου 25 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), περί προσδιορισμού εναλλακτικών μέτρων εξυγίανσης, προστίθεται η λέξη «δεόντως» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Πριν από τον προσδιορισμό οποιουδήποτε μέτρου που αναφέρεται στην παρ. 4, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και, όπου ενδείκνυται, την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων στη συγκεκριμένη οντότητα, στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και της ΕΕ στο σύνολό της.»
Άρθρο 54
Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων Τροποποίηση εσωτερικού άρθρου 33α άρθρου 2 ν. 4335/2015 (παρ. 12 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 33α του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), περί αναστολής υποχρεώσεων οντοτήτων, στην περ. β) της παρ. 1 προστίθενται και οι οντότητες, στην περ. δ) της ίδιας παραγράφου επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 προστίθεται η φράση «στο κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας», στη δημοσίευση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 8 προστίθενται οι όροι και η διάρκεια της αναστολής και το άρθρο 33Α διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 33Α Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων (παρ. 12 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, η οποία απαντάει έγκαιρα, διαθέτει την εξουσία να αναστέλλει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από οποιαδήποτε σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στις περ. β), γ) ή δ) της παρ. 1 του άρθρου 1, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα ή η οντότητα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 32,
β) δεν υφίσταται άμεσα διαθέσιμο μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στην περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 32 που θα απέτρεπε την αφερεγγυότητα του ιδρύματος ή της οντότητας,
γ) η άσκηση της εξουσίας αναστολής κρίνεται αναγκαία για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών του ιδρύματος ή της οντότητας, και
δ) η άσκηση της εξουσίας αναστολής είναι είτε: δα) αναγκαία προκειμένου να συναχθεί η διαπίστωση
που αναφέρεται στην περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 32, είτε δβ) αναγκαία για την επιλογή των κατάλληλων ενεργειών εξυγίανσης ή τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής ενός ή περισσοτέρων εργαλείων εξυγίανσης.
2. Η εξουσία που αναφέρεται στην παρ. 1 δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:
α) συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με τους v. 4370/2016 (Α’ 37) και v. 2789/2000 (Α’ 21),
β) κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ε.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (L 201) και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω Κανονισμού,
γ) κεντρικών τραπεζών. Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της εξουσίας που αναφέρεται στην παρ. 1 λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Συγκεκριμένα, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά την καταλληλότητα της επέκτασης της αναστολής σε επιλέξιμες καταθέσεις σύμφωνα με τον ορισμό του σημείου 13 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4370/2016, ιδίως σε καλυπτόμενες καταθέσεις, τις οποίες κατέχουν φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
3. Όταν ασκείται η εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει, εφόσον τούτο απαιτείται εν όψει των κριτηρίων της παρ. 5, ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές, εξειδικεύοντας παράλληλα τον τρόπο με τον οποίο παρέχεται αυτή η πρόσβαση.
4. Η περίοδος της αναστολής σύμφωνα με την παρ. 1 είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και δεν υπερβαίνει το ελάχιστο χρονικό διάστημα το οποίο κρίνει αναγκαίο η αρχή εξυγίανσης για τους σκοπούς που αναφέρονται στις περ. γ) και δ) της παρ. 1 και σε καμία περίπτωση δεν διαρκεί περισσότερο από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη δημοσίευση που προβλέπεται στην παρ. 8, έως τα μεσάνυκτα της εργάσιμης ημέρας που ακολουθεί μετά τη δημοσίευση αυτή στο κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας.
Κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η αναστολή παύει να ισχύει.
5. Κατά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παρ. 1, λαμβάνεται υπόψη η επίπτωση που μπορεί να έχει η άσκηση της εν λόγω εξουσίας στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και το ισχύον δίκαιο και οι εποπτικές και δικαστικές εξουσίες για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει ιδίως υπόψη την ενδεχόμενη εφαρμογή των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας στο ίδρυμα ή την οντότητα λόγω της διαπίστωσης της περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 32 και προβαίνει στις ρυθμίσεις που κρίνει κατάλληλες, ώστε να εξασφαλίσει τον κατάλληλο συντονισμό με την εποπτική αρχή της ειδικής εκκαθάρισης.
6. Όταν οι απορρέουσες από σύμβαση υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης αναστέλλονται δυνάμει της παρ. 1, οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης οποιωνδήποτε αντισυμβαλλομένων δυνάμει της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.
7. Μια υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης που θα ήταν απαιτητή κατά την περίοδο αναστολής είναι απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αυτής.
8. Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει αμελλητί το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στις περ. β), γ) και δ) της παρ. 1 του άρθρου 1 και τις αρχές που αναφέρονται στις περ. α) έως η) της παρ. 2 του άρθρου 82, όταν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παρ. 1 μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 32 και πριν από τη λήψη της απόφασης για εξυγίανση.
Οι πράξεις που εκδίδονται βάσει των παρ. 1, 3 και 10, καθώς και οι όροι και η χρονική διάρκεια της αναστολής δημοσιεύονται με τα μέσα που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 82.
9. Το παρόν ισχύει με την επιφύλαξη της κείμενης νομοθεσίας περί αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων που αναφέρονται στην παρ. 1 πριν από τη διαπίστωση ότι τα εν λόγω ιδρύματα ή οντότητες τελούν σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 32 ή εξουσιών αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων τα οποία πρόκειται να τεθούν σε εκκαθάριση στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας και υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής και τη διάρκεια που προβλέπονται στο παρόν. Οι εν λόγω εξουσίες ασκούνται σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής, τη διάρκεια και τους όρους που προβλέπονται στις οικείες διατάξεις. Οι όροι που προβλέπονται στο παρόν δεν θίγουν τους όρους που αφορούν αυτήν την εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης.
10. Όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία να αναστέλλει υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στις περ. β), γ) ή δ) της παρ. 1 του άρθρου 1, σύμφωνα με την παρ. 1, η αρχή εξυγίανσης μπορεί επίσης, κατά τη διάρκεια της εξαίρεσης, να ασκεί την εξουσία να:
α) περιορίζει τους ενέγγυους πιστωτές του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας σε σχέση με οποιοδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας, για το ίδιο χρονικό διάστημα, περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζονται οι παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 70, και
β) αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με το εν λόγω ίδρυμα ή την οντότητα, για το ίδιο χρονικό διάστημα, περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζεται το άρθρο 71.
11. Σε περίπτωση που, μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 32, η αρχή εξυγίανσης έχει ασκήσει την εξουσία αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης δυνάμει των παρ. 1 ή 10, και εφόσον στη συνέχεια αναλαμβάνεται ενέργεια εξυγίανσης έναντι αυτού του ιδρύματος, η εν λόγω αρχή δεν ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει της παρ. 1 του άρθρου 69, της παρ. 1 του άρθρου 70 ή της παρ. 1 του άρθρου 71 όσον αφορά το εν λόγω ίδρυμα ή την εν λόγω οντότητα.»
Άρθρο 55
Πεδίο εφαρμογής της αναδιάρθρωσης παθητικού Τροποποίηση παρ. 6 εσωτερικού άρθρου 44 άρθρου 2 ν. 4335/2015 (περ. β παρ. 15 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του εσωτερικού άρθρου 44 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), περί εξαιρέσεων κατά την αναδιάρθρωση παθητικού στην εξυγίανση, αντικαθίσταται, και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6. Οι εξαιρέσεις δυνάμει της παρ. 5 μπορούν να εφαρμόζονται είτε για να εξαιρεθεί πλήρως μια υποχρέωση από την απομείωση είτε για να περιοριστεί ο βαθμός απομείωσής της. Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει, συνολικά ή εν μέρει, μια υποχρέωση υποκείμενη σε αναδιάρθρωση παθητικού ή μια κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού, δυνάμει της παρούσας, το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού μπορεί να αυξηθεί, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τέτοιες εξαιρέσεις, αν ως προς το επίπεδο απομείωσης και μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού, τηρείται η αρχή της περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 34.»
Άρθρο 56
Επιλέξιμες υποχρεώσεις για οντότητες εξυγίανσης Τροποποίηση παρ. 7 και περ. β παρ. 9 εσωτερικού άρθρου 45β άρθρου 2 ν. 4335/2015 (παρ. 17 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Στο εισαγωγικό εδάφιο της παρ. 7 του εσωτερικού άρθρου 45β του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), διορθώνεται η παραπεμπόμενη παράγραφος του άρθρου 45γ, και η παρ. 7 διαμορφώνεται ως εξής:
«7. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 4, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αποφασίσει ότι η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε ικανοποιείται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SIIs ή οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στην παρ. 4 ή 5 του άρθρου 45γ με ίδια κεφάλαια, μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 3, στον βαθμό που το άθροισμα των εν λόγω ιδίων κεφαλαίων, μέσων και υποχρεώσεων, λόγω της υποχρέωσης της οντότητας εξυγίανσης να συμμορφώνεται με τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας και τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, στην παρ. 4 του άρθρου 45γ και στο άρθρο 45ε του παρόντος, δεν υπερβαίνει το υψηλότερο μεταξύ:
α) του οκτώ τοις εκατό (8%) του συνόλου των υποχρεώσεων της οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, ή
β) του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου Ax2 +Bx2 +C, όπου A, B και C είναι τα ακόλουθα ποσά:
A = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στην περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013,
B = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 96α του v. 4261/2014 (Α’ 107),
C = το ποσό που προκύπτει από τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας.»
2. Στην περ. β) της παρ. 9 του εσωτερικού άρθρου 45β του άρθρου 2 του ν. 4335/2015, περί ποσού των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων, η λέξη «ληκτότητα» αντικαθίσταται από τη φράση «εναπομένουσα διάρκεια», και η περ. β διαμορφώνεται ως εξής:
«β) το ποσό των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και οι οποίες έχουν εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του ενός έτους από την ημερομηνία της απόφασης με σκοπό την ποσοτική προσαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στις παρ. 5 και 7,».
Άρθρο 57
Αποτέλεσμα των ενεργειών της απομείωσης και της μετατροπής σε περίπτωση αναδιάρθρωσης παθητικού Τροποποίηση παρ. 2 εσωτερικού άρθρου 48 άρθρου 2 v. 4335/2015 (περ. β παρ. 20 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του εσωτερικού άρθρου 48 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), περί αναδιάρθρωσης παθητικού, η φράση «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίσταται από τη φράση «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού», και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Όταν εφαρμόζει τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, η αρχή εξυγίανσης επιμερίζει τις ζημίες, οι οποίες αποτυπώνονται στο άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στις περ. β’ και γ’ της παρ. 3 του άρθρου 47, εξίσου μεταξύ των μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας και των υποχρεώσεων που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού ιδίας τάξεως, μειώνοντας την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο των εν λόγω μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας και των υποχρεώσεων που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού στον ίδιο βαθμό αναλογικά με την αξία τους, όπως προσδιορίζεται κατά το άρθρο 36, εκτός εάν επιτρέπεται διαφορετικός επιμερισμός ζημιών μεταξύ των υποχρεώσεων ιδίας τάξεως για τις περιπτώσεις που καθορίζονται στην παρ. 6 του άρθρου 44. Η παρούσα δεν εμποδίζει υποχρεώσεις που έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή της αναδιάρθρωσης παθητικού σύμφωνα με τις παρ. 2 έως 5 του άρθρου 44 να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ιδίας τάξεως κατά τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας.»
Άρθρο 58
Συμβατική αναγνώριση της αναδιάρθρωσης παθητικού Τροποποίηση παρ. 1 και 2 εσωτερικού άρθρου 55 άρθρου 2 v. 4335/2015 (παρ. 21 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 55 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), περί ιδρυμάτων και οντοτήτων, επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 προσδιορίζεται ότι η αρχή εξυγίανσης είναι αρχή κράτους μέλους, μετά τη λέξη «μετατροπής» προστίθεται η φράση «που ασκεί η αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους», β) στο προτελευταίο εδάφιο της παρ. 2 διορθώνεται η παραπομπή στο όγδοο εδάφιο της παραγράφου, και οι παρ. 1 και 2 διαμορφώνονται ως εξής:
«1. Τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 περιλαμβάνουν συμβατικό όρο με τον οποίο ο πιστωτής ή το μέρος της συμφωνίας ή του μέσου που δημιουργεί την υποχρέωση, αναγνωρίζει ότι η εν λόγω υποχρέωση ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής και συμφωνεί να δεσμεύεται από κάθε μείωση της αξίας του ποσού κεφαλαίου ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου ποσού, μετατροπή ή ακύρωση, που πραγματοποιείται από την άσκηση των εν λόγω εξουσιών από μια αρχή εξυγίανσης, υπό τον όρο ότι η εν λόγω υποχρέωση πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) δεν εξαιρείται δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 44,
β) δεν αποτελεί κατάθεση, όπως αυτή αναφέρεται στην υποπερ. ββ’ της περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 145α του v. 4261/2014 (Α’ 107),
γ) διέπεται από τη νομοθεσία τρίτης χώρας, και δ) εκδίδεται ή αναλαμβάνεται μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας. Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει ότι η υποχρέωση του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται σε ιδρύματα ή οντότητες, στα οποία η απαίτηση της παρ. 1 του άρθρου 45 ισούται με το ποσό της απορρόφησης ζημιών, όπως ορίζεται δυνάμει της περ. Α’ της παρ. 2 του άρθρου 45γ, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στις περ. α) έως δ) και που δεν περιλαμβάνουν τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο δεν συνυπολογίζονται στην απαίτηση αυτή.
Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους διαπιστώνει ότι οι υποχρεώσεις ή τα μέσα του πρώτου εδαφίου μπορούν να υπαχθούν στις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής που ασκεί η αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους, σύμφωνα με το δίκαιο τρίτης χώρας ή σύμφωνα με δεσμευτική συμφωνία που έχει συναφθεί με την εν λόγω τρίτη χώρα.
2. Όταν ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στις περ. β), γ) ή δ) της παρ. 1 του άρθρου 1 καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στη σύμβαση, που διέπει μια σχετική υποχρέωση, ο όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 1, το εν λόγω ίδρυμα ή οντότητα κοινοποιεί τη διαπίστωσή του στην αρχή εξυγίανσης, προσδιορίζοντας παράλληλα την κατηγορία στην οποία εμπίπτει η υποχρέωση και αιτιολογώντας την εν λόγω διαπίστωση. Το ίδρυμα ή η οντότητα παρέχει στην αρχή εξυγίανσης κάθε πληροφορία την οποία η αρχή εξυγίανσης ζητά εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της κοινοποίησης, προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να αξιολογήσει την επίπτωση της εν λόγω κοινοποίησης στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας.
Εφόσον λάβει χώρα η κοινοποίηση δυνάμει του πρώτου εδαφίου της παρούσας, η υποχρέωση να συμπεριληφθεί στη σύμβαση όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 1 αναστέλλεται αυτοδίκαια από τη λήψη της κοινοποίησης από την αρχή εξυγίανσης.
Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στη διαπίστωση ότι δεν είναι ανέφικτο, από νομική ή άλλη άποψη, να συμπεριληφθεί στη σύμβαση ο όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 1, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας, ζητά, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την κοινοποίηση του πρώτου εδαφίου, τη συμπερίληψη ενός τέτοιου συμβατικού όρου. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, επιπροσθέτως, να απαιτήσει από το ίδρυμα ή την οντότητα να τροποποιήσει τις πρακτικές του/της όσον αφορά στην εφαρμογή της εξαίρεσης από τη συμβατική αναγνώριση της αναδιάρθρωσης παθητικού.
Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας δεν περιλαμβάνουν πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1, μέσα της Κατηγορίας 2 και χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στην υποπερ. β’ της περ. 110 της παρ. 1 του άρθρου 2, όπου τα εν λόγω μέσα είναι μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας είναι ανώτερης εξοφλητικής προτεραιότητας από τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην περ. (ι) της παρ. 1 του άρθρου 145α του v. 4261/2014.
Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στις περ. β), γ) ή δ) της παρ. 1 του άρθρου 1, σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24, ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας, δεν περιλαμβάνουν τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στην παρ. 1, μαζί με τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εργαλείου της αναδιάρθρωσης παθητικού, σύμφωνα με τις παρ. 2 έως 4 του άρθρου 44 ή που είναι πιθανόν να εξαιρεθούν σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 44, υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού της εν λόγω κατηγορίας, αξιολογεί αμέσως τις επιπτώσεις αυτού του δεδομένου στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στη δυνατότητα εξυγίανσης που απορρέουν από τον κίνδυνο να πληγούν οι διασφαλίσεις των πιστωτών, όπως προβλέπονται στο άρθρο 73 όταν εφαρμόζονται οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σε επιλέξιμες υποχρεώσεις.
Σε περίπτωση που, με βάση την εκτίμηση που αναφέρεται στο όγδοο εδάφιο της παρούσας, η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι υποχρεώσεις οι οποίες, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, δεν περιλαμβάνουν τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στην παρ. 1, δημιουργούν ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης, εφαρμόζει τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 25, όπως αρμόζει, ώστε να αρθεί το εν λόγω εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης.
Υποχρεώσεις, στη σύμβαση των οποίων, το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στις περ. β), γ) ή δ) της παρ. 1 του άρθρου 1 δεν έχει συμπεριλάβει τον όρο που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος ή για τις οποίες, σύμφωνα με την παρούσα, η εν λόγω απαίτηση δεν εφαρμόζεται, δεν υπολογίζονται για την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.»
Άρθρο 59
Απαίτηση για την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Τροποποίηση παρ. 3 και 10 εσωτερικού άρθρου 59 άρθρου 2 v. 4335/2015 (περ. β παρ. 4 άρθρου 59 Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και παρ. 23 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Στην περ. β) της παρ. 3 του εσωτερικού άρθρου 59 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), περί συνεκτίμησης περιστάσεων για τη βιωσιμότητα ιδρύματος, οντότητας και ομίλων, αντί του διαζευκτικού «ή» για την απομείωση ή τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων, τίθεται η λέξη «πλην», αφαιρούνται οι αναφορές στην «παρ. 2», προστίθενται οι λέξεις «μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με ενέργεια εξυγίανσης», στην αναφορά της αφερεγγυότητας προστίθενται και οι οντότητες του άρθρου 1, και η περ. β) διαμορφώνεται ως εξής:
«β) λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές περιστάσεις, δεν προσδοκάται εύλογα ότι εναλλακτικά μέτρα προερχόμενα από τον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων του Θ.Σ.Π., ή ενέργειες της αρμόδιας αρχής ή της αρχής εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης, πλην της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων ή των αναφερόμενων στην παρ. 1α επιλέξιμων υποχρεώσεων, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με ενέργεια εξυγίανσης, θα αποτρέψουν την αφερεγγυότητα του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β), γ) ή δ) της παρ. 1 του άρθρου 1 ή του ομίλου εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.»
2. Στην παρ. 10 του εσωτερικού άρθρου 59 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015, περί αποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού από την αρχή εξυγίανσης, προστίθενται στο πρώτο εδάφιο και στην περ. β) οι επιλέξιμες υποχρεώσεις, και η παρ. 10 διαμορφώνεται ως εξής:
«10. Πριν ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, ή των επιλέξιμων υποχρεώσεων της παρ. 1α, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 36, αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1. Η αποτίμηση αυτή αποτελεί τη βάση υπολογισμού:
α) της απομείωσης που πρόκειται να εφαρμοστεί στα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή τις επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 1α, προκειμένου να απορροφηθούν ζημίες, καθώς και,
β) του βαθμού μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων ή των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παρ. 1α με σκοπό την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β), γ) ή δ) της παρ. 1 του άρθρου 1.»
Άρθρο 60
Αποκλεισμός ορισμένων συμβατικών ρητρών σε περίπτωση έγκαιρης παρέμβασης και εξυγίανσης Τροποποίηση παρ. 5 εσωτερικού άρθρου 68 άρθρου 2 v. 4335/2015 (περ. β παρ. 29 άρθρου 1 Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στην παρ. 5 του εσωτερικού άρθρου 68 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), περί αναστολής, διορθώνονται οι παραπομπές, και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Η αναστολή ή ο περιορισμός δυνάμει των άρθρων 33α, 69 ή 70 δεν συνιστά αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης για τους σκοπούς των παρ. 1 και 3 του παρόντος και της παρ. 1 του άρθρου 71.»
Άρθρο 61
Κατάταξη των απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση Τροποποίηση περ. η) παρ. 1 άρθρου 145A ν. 4261/2014
Στην περ. η της παρ. 1 του άρθρου 145A του ν. 4261/2014 (Α’ 107), περί απαιτήσεων από καταθέσεις που εμπίπτουν στην εξαίρεση καταβολής αποζημιώσεων, διορθώνονται οι παραπομπές, και η περ. η διαμορφώνεται ως εξής:
«η. Απαιτήσεις από καταθέσεις που εμπίπτουν στην εξαίρεση από την καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με το άρθρο 8 του v. 4370/2016, στις οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνονται οι καταθέσεις που εμπίπτουν στην περ. γ’ της διάταξης αυτής.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΥΣ Γ’
Άρθρο 62
Εξουσιοδοτικές διατάξεις Μέρους Γ’
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, μπορεί να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας ένταξης στο Προστατευμένο Κανονιστικό Περιβάλλον του άρθρου 49, την παρεχόμενη υποστήριξη εντός του Προστατευμένου Κανονιστικού Περιβάλλοντος, τα κριτήρια επιλεξιμότητας, τα στάδια του Προστατευμένου Κανονιστικού Περιβάλλοντος, την ολοκλήρωση του ελέγχου και κάθε άλλο συναφές ζήτημα, που σχετίζεται με τη σύσταση και λειτουργία του.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, για τη λειτουργία του Μητρώου Παρακολούθησης Ιδιωτικού Χρέους του άρθρου 50, ορίζονται:
α) Οι πιστωτές, προσδιοριζόμενοι κατά είδος δραστηριότητας, κύκλο εργασιών ή άλλο πρόσφορο κριτήριο, που παρέχουν στοιχεία στο Μητρώο, καθώς και η προθεσμία για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, που δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από έξι (6) μήνες από την έκδοση της απόφασης,
β) τα ειδικότερα οικονομικά στοιχεία που σχετίζονται με τις οφειλές και παρέχονται από τους πιστωτές,
γ) ο χρόνος και η συχνότητα παροχής των στοιχείων από τους πιστωτές προς το Μητρώο,
δ) οι τεχνικές λεπτομέρειες και οι λειτουργικές προδιαγραφές του Μητρώου και, ιδίως, ο τρόπος διαβίβασης και παραλαβής των στοιχείων από τους πιστωτές της περ. α) σε ηλεκτρονική μορφή, η διαδικασία διασύνδεσης και επικοινωνίας των πιστωτών με το Μητρώο, ο τρόπος καταγραφής των πληροφοριών που επιτρέπει την προσήκουσα αποτύπωση και διαβίβασή τους και την ανωνυμοποίησή τους μέσω ειδικού συστήματος, το οποίο θα χρησιμοποιείται από τους πιστωτές, οι μορφότυποι παροχής των πληροφοριών και στοιχείων, ο τρόπος διασύνδεσης και διαλειτουργικότητας του Μητρώου με τα μητρώα της παρ. 4 του άρθρου 50, συγκεκριμένοι ρόλοι χρηστών εξουσιοδοτημένων με τα κατάλληλα δικαιώματα για τη λειτουργία του Μητρώου, καθώς και η διασφάλιση της κυκλοφορίας αποκλειστικά δεδομένων που είναι ανωνυμοποιημένα, ώστε να μη μπορεί να συνδεθούν με συγκεκριμένη επιχείρηση ή οφειλέτη,
ε) η μέθοδος επεξεργασίας των δεδομένων από το Μητρώο,
στ) οι κυρώσεις που επιβάλλονται στην περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των πιστωτών που προβλέπονται στο παρόν και τις κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεις αυτού,
ζ) κάθε άλλη αναγκαία τεχνική λεπτομέρεια για τη λειτουργία του Μητρώου.
Άρθρο 63
Καταργούμενες διατάξεις Μέρους Γ’ Κατάργηση περ. β) παρ. 3 άρθρου 13 ν. 4557/2018
Η περ. β) της παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), περί υποχρέωσης επαλήθευσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καταργείται.
ΜΕΡΟΣ Δ’
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ Ν. 4738/2020
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ
Άρθρο 64
Πεδίο εφαρμογής Τροποποίηση περ. γ) παρ. 3 άρθρου 7 ν. 4738/2020
Το δεύτερο εδάφιο της περ. γ) της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί απαγόρευσης της υποβολής αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών αν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα έχει τεθεί σε λύση ή εκκαθάριση, αντικαθίσταται, προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο και η περ. γ) διαμορφώνεται ως εξής:
«γ) το πρόσωπο της παρ. 1 έχει τεθεί σε λύση ή εκκαθάριση. Οφειλές προς το Δημόσιο και Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, που έχουν βεβαιωθεί σε βάρος νομικού προσώπου της παρούσας ή νομικού προσώπου που έχει παύσει να υφίσταται κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, δύνανται να ρυθμιστούν με αίτηση τρίτου προσώπου, που έχει κατά νόμο εις ολόκληρον ευθύνη με το νομικό πρόσωπο για τις βεβαιωμένες σε βάρος του οφειλές, εφόσον ο αιτών δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κεφαλαίου. Κατά παρέκκλιση της υποπερ. 2 της περ. α) του άρθρου 22, μετά την απώλεια της ρύθμισης της παρούσας, επιτρέπεται νέα ρύθμιση των ίδιων οφειλών, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται από τρίτο πρόσωπο που έχει κατά νόμο εις ολόκληρον ευθύνη γι’ αυτές και δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζονται τεχνικά και άλλα θέματα για την απεικόνιση στην πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών των οφειλών του νομικού προσώπου σε αίτηση συνυπεύθυνων προσώπων.»
Άρθρο 65
Άδεια για επεξεργασία και κοινοποίηση στοιχείων που δηλώνονται στην αίτηση Προσθήκη παρ. 6 στο άρθρο 12 του ν. 4738/2020
Στο άρθρο 12 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί χορήγησης άδειας για την επεξεργασία και την κοινοποίηση των στοιχείων που δηλώνονται στην αίτηση για την εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών, προστίθεται παρ. 6 ως εξής:
«6. Οι χρηματοδοτικοί φορείς ενημερώνουν την ηλεκτρονική πλατφόρμα με τα στοιχεία καταθέσεων, κινήσεων λογαριασμών, οφειλών, εξασφαλίσεων οφειλών, συνοφειλετών, εγγυητών, καθώς και χρηματοοικονομικών προϊόντων των προσώπων της παρ. 2 που σχετίζονται άμεσα με αυτούς, εντός της προθεσμίας που προκύπτει από την κοινή απόφαση της παρ. 4 του άρθρου 71. Το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, εφόσον διαπιστώσει ότι ο χρηματοδοτικός φορέας δεν συμμορφώνεται με τις ως άνω υποχρεώσεις για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες, δύναται να επιβάλει στον χρηματοδοτικό φορέα πρόστιμο έως τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, αφού καλέσει τον χρηματοδοτικό φορέα σε ακρόαση. Το ύψος της κύρωσης εξαρτάται από τη βαρύτητα αυτής, τη σημασία και τον όγκο των στοιχείων που δεν υποβάλλονται και την υποτροπή του φορέα που έχει υποπέσει στην παράβαση.»
Άρθρο 66
Τεκμαιρόμενη συναίνεση σε πρόταση αναδιάρθρωσης χρεών ευάλωτου οφειλέτη Προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 14 του ν. 4738/2020
Στο άρθρο 14 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί υπογραφής και μορφών σύμβασης αναδιάρθρωσης, προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Για οφειλέτες που πληρούν τα κριτήρια του ευάλωτου, σύμφωνα με την περ. α) του άρθρου 217 και έχουν εκδώσει βεβαίωση ευάλωτου οφειλέτη, σύμφωνα με την περ. β) του ίδιου άρθρου, τεκμαίρεται η συναίνεση του συνόλου των πιστωτών, επί της παραγόμενης αντιπρότασης πιστωτών, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2Α του άρθρου 71, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών φορέων, του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, η πρόταση ρύθμισης που προκύπτει στη βάση της αντιπρότασης πιστωτών προσφέρεται μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας στον οφειλέτη εντός της προθεσμίας του άρθρου 16 και ο οφειλέτης δύναται να την αποδεχθεί ή να την απορρίψει. Σε περίπτωση αποδοχής, υπογράφεται η αυτομάτως παραγόμενη σύμβαση αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 14. Η άσκηση ανακοπής κατά της πρότασης ρύθμισης του προηγούμενου εδαφίου, επιτρέπεται εντός είκοσι (20) ημερών από την εξαγωγή της πρότασης ρύθμισης, ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Ειρηνοδικείου. Λόγοι της ανακοπής είναι αποκλειστικά:
α) η ανακρίβεια των στοιχείων που έχει υποβάλει ο οφειλέτης, και
β) η μειωμένη ικανοποίηση της απαίτησης του πιστωτή σε σχέση με την ικανοποίηση που θα προέκυπτε από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.
Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεσή της και η επίδοση γίνεται εντός πέντε (5) ημερών από την κατάθεση της ανακοπής. Ως επίδοση προς τον οφειλέτη και τους λοιπούς πιστωτές νοείται και η υποβολή αντιγράφου της ανακοπής στην πλατφόρμα του μηχανισμού. Η ανακοπή συζητείται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και η απόφαση του Ειρηνοδικείου δεν υπόκειται σε έφεση.»
Άρθρο 67
Προθεσμία για την υπογραφή της σύμβασης αναδιάρθρωσης Προσθήκη παρ. 2 στο άρθρο 16 του ν. 4738/2020
Το άρθρο 16 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί προθεσμίας για την υπογραφή της σύμβασης αναδιάρθρωσης, αριθμείται ως παρ. 1, προστίθεται παρ. 2 και το άρθρο 16 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 16 Προθεσμία για την υπογραφή της σύμβασης αναδιάρθρωσης
1. Αν δεν υπογραφεί η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία οριστικής υποβολής της αίτησης, η διαδικασία θεωρείται περατωθείσα ως άκαρπη. Σε περίπτωση που τίθεται από αρμόδια υπηρεσία προθεσμία θεραπείας κατά την περ. δ’ της παρ. 2 του άρθρου 21, η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται για δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες. Σε κάθε περίπτωση, εντός της προθεσμίας του παρόντος άρθρου, οι συμμετέχοντες πιστωτές, που είναι χρηματοδοτικοί φορείς, έχουν τη δυνατότητα να απορρίψουν την αίτηση του οφειλέτη και να μην καταθέσουν πρόταση ρύθμισης. Με την κοινοποίηση της απόρριψης και της αιτιολογίας αυτής,η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης περαιώνεται άμεσα ως άκαρπη. Αν στην κατά τα ανωτέρω δίμηνη προθεσμία μεσολαβεί ο μήνας Αύγουστος, εφαρμόζεται αναλογικά η παρ. 2 του άρθρου 147 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Α’ 182, π.δ. 503/1985) και το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν συνυπολογίζεται.
2. Αν δεν τηρηθεί η προθεσμία της παρ. 1, ιδίως λόγω διορθώσεων στην αίτηση ή λόγω χορήγησης παρατάσεων ή αναζήτησης συμπληρωματικών εγγράφων, πριν τη χορήγηση της πρότασης αναδιάρθρωσης, τα στοιχεία οφειλών της αίτησης του οφειλέτη για την εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών του αντλούνται εκ νέου και η αίτηση επικαιροποιείται με τις οφειλές που ισχύουν κατά την ημερομηνία της εκ νέου άντλησης.»
Άρθρο 68
Κανόνες και περιορισμοί στις συμβάσεις αναδιάρθρωσης οφειλών με το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης Αντικατάσταση περ. δ) και ε) και προσθήκη περ. στ) στην παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 4738/2020
Στο άρθρο 22 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί κανόνων και περιορισμών στις συμβάσεις αναδιάρθρωσης οφειλών με το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, στο δεύτερο εδάφιο της περ. γ) επικαιροποιείται η νομοθεσία και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, οι περ. δ) και ε) αντικαθίστανται, προστίθεται περ. στ), και το άρθρο 22 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 22 Κανόνες και περιορισμοί στις συμβάσεις αναδιάρθρωσης οφειλών με το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης
Ισχύουν ως προς τις συμβάσεις αναδιάρθρωσης οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, πέραν των προβλέψεων υπουργικών αποφάσεων που εκδίδονται βάσει εξουσιοδοτήσεων που παρέχονται στον παρόντα νόμο, και οι ακόλουθοι κανόνες και περιορισμοί:
α) Είναι άκυρος ο όρος σύμβασης αναδιάρθρωσης, που προβλέπει:
1. την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης σε περισσότερες από διακόσιες σαράντα (240) δόσεις,
2. τη ρύθμιση οφειλών που έχουν ήδη ρυθμισθεί βάσει του παρόντος κεφαλαίου ή του ν. 4469/2017 (Α’ 62), ανεξάρτητα αν η ρύθμιση είναι σε ισχύ,
3. την τμηματική αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο ή τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ανά χρονικά διαστήματα που υπερβαίνουν τον μήνα,
4. την καταβολή μηνιαίας δόσης μικρότερης των πενήντα (50) ευρώ,
5. την παροχή περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο ή τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης,
6. την ικανοποίηση απαιτήσεων του Δημοσίου ή των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης με άλλα ανταλλάγματα αντί χρηματικού ποσού.
β) Αν στη σύμβαση αναδιάρθρωσης προβλέπεται διαγραφή οφειλών προς το Δημόσιο ή τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, αυτή γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο τον χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων και όχι τον χρόνο λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής αυτής, είτε η καταβολή γίνεται εφάπαξ είτε σε δόσεις. Η διαγραφή των οφειλών της παρούσας τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ολοσχερούς αποπληρωμής των ρυθμιζόμενων οφειλών προς το Δημόσιο ή τον αντίστοιχο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.
Η διαγραφή οφειλών βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση, συμπεριλαμβανομένων των οφειλών υπέρ τρίτων, γίνεται από τη Φορολογική Διοίκηση.
γ) Επί των οφειλών προς το Δημόσιο που ρυθμίζονται δυνάμει της σύμβασης αναδιάρθρωσης δεν υπολογίζονται περαιτέρω τόκοι ή προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης και κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής, δεν υπολογίζονται τα πρόστιμα του άρθρου 57 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4987/2022, Α’ 206) και του άρθρου 6 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α’ 190).
Σε περίπτωση ολικής προεξόφλησης της ρύθμισης, με καταβολή από τον οφειλέτη ή συμψηφισμό ή από απόδοση κατασχέσεων ή από παρακράτηση, χορηγείται έκπτωση στο σύνολο των ανεξόφλητων τόκων καταβολής που έχουν υπολογιστεί και, σύμφωνα με το υπολογιστικό εργαλείο του άρθρου 71, αντιστοιχούν στις δόσεις της ρύθμισης που προεξοφλούνται.
δ) Το ποσό αποπληρωμής, μη συμπεριλαμβανομένου του τόκου της ρύθμισης, που, κατ’ εφαρμογή του υπολογιστικού εργαλείου του άρθρου 71, αντιστοιχεί στις οφειλές από παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους που εντάσσονται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης δεν υπολείπεται του ύψους της βασικής οφειλής αυτών.
ε) Η διαγραφή ασφαλιστικών εισφορών απαγορεύεται. στ) Οι έννομες συνέπειες της ρύθμισης των άρθρων 23, 25 και 26 επέρχονται όχι μόνο ως προς τον αιτούντα, αλλά και ως προς τυχόν τρίτα πρόσωπα που έχουν κατά νόμο εις ολόκληρον ευθύνη για τις οφειλές που υπάγονται στη ρύθμιση. Ειδικά στην περ. γ) της παρ. 3 του άρθρου 7, οι έννομες συνέπειες του πρώτου εδαφίου επέρχονται επιπλέον ως προς το υπό εκκαθάριση νομικό πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχουν βεβαιωθεί οι οφειλές που υπάγονται στη ρύθμιση.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΥΑΛΩΤΟΥΣ ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ
Άρθρο 69
Αντικειμενικές προϋποθέσεις πτώχευσης Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 77 ν. 4738/2020
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 77 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί αντικειμενικών προϋποθέσεων για την κήρυξη πτώχευσης, τροποποιείται, ώστε το πτωχευτικό δικαστήριο να προσδιορίζει την ημερομηνία παύσης των πληρωμών και αν η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας, και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Πτώχευση κηρύσσεται εφόσον, με βάση τα οικονομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου, πιθανολογείται ότι η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη, επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Άλλως, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213 και προσδιορίζει την ημερομηνία της παύσης των πληρωμών κατά την παρ. 2 του άρθρου 81.»
Άρθρο 70
Διαδικασία πτώχευσης Τροποποίηση άρθρου 78 ν. 4738/2020
Στην παρ. 2 του άρθρου 78 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί προσδιορισμού των μικρού αντικειμένου πτωχεύσεων, στο πρώτο εδάφιο προσδιορίζεται ότι η πλήρωση των κριτηρίων προσδιορισμού είναι σωρευτική, το δεύτερο εδάφιο καταργείται, το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 και η παρ. 6, περί διαδικασίας κλήτευσης του οφειλέτη στη συζήτηση της αίτησης πτώχευσης, τροποποιούνται, ώστε ο οφειλέτης να κλητεύεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, και το άρθρο 78 διαμορφώνονται ως εξής:
«Άρθρο 78 Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο Διαδικασία
1. Με εξαίρεση τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου, στις οποίες εφαρμόζεται το Έκτο Μέρος του παρόντος Δεύτερου Βιβλίου, αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του, ή, στην περίπτωση φυσικού προσώπου χωρίς εμπορική ιδιότητα, την κύρια κατοικία του, όπως αυτή προκύπτει από την τελευταία φορολογική δήλωση του οφειλέτη πριν από την κατάθεση αίτησης πτώχευσης.
2. Μικρού αντικειμένου πτωχεύσεις ορίζονται αυτές στις οποίες ο οφειλέτης ικανοποιεί σωρευτικά και τα τρία (3) κριτήρια προσδιορισμού της πολύ μικρής οντότητας του άρθρου 2 του ν. 4308/2014 (Α’ 251). Στην περίπτωση των φυσικών προσώπων, το κριτήριο που αφορά το ενεργητικό εφαρμόζεται στην περιουσία του προσώπου. Ως προς την ακίνητη περιουσία του προσώπου, η αξία αυτής προκύπτει κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11. Οι διαδικαστικές και άλλες παρεκκλίσεις της πτώχευσης μικρού αντικειμένου αναφέρονται στο Έκτο Μέρος του παρόντος Δεύτερου Βιβλίου, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των υπολοίπων Μερών του Δεύτερου Βιβλίου.
3. Κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος, όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι αναγνωρίσιμος από τους τρίτους. Για τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.
4. Η υπόθεση εκδικάζεται όπως προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 130.
5. Στη συζήτηση της αίτησης κλητεύεται ο οφειλέτης εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, εφόσον αυτή υποβάλλεται από τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 79, άλλως η συζήτηση είναι απαράδεκτη. Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.ΕΜ.Η.) δεν έχει διοίκηση, η κλήτευση λογίζεται νομίμως γενομένη αν γίνει στην τελευταία καταχωρημένη στο Γ.ΕΜ.Η. διεύθυνση του νομικού προσώπου ή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση σύμφωνα με τη δήλωση φόρου εισοδήματος ή, αν δεν υπάρχει, ως αγνώστου διαμονής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σε κάθε περίπτωση η κλήτευση καταχωρείται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Το δικαστήριο κατά τον προσδιορισμό της δικασίμου μπορεί να διατάξει την κλήτευση των σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων, αν είναι γνωστοί. Τη διαδικασία της παρούσας μπορεί να εκκινήσουν και πιστωτές μέσω διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, πριν από την εκδίκαση της αίτησης πτώχευσης. Αντίστοιχη διαδικασία ακολουθείται και για τα φυσικά πρόσωπα αγνώστου διαμονής.
6. Το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 748 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, καθώς και την καταχώρησή της.»
Άρθρο 71
Δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση πτώχευσης Τροποποίηση παρ. 6 και 7 άρθρου 79 ν. 4738/2020
Στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 79 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί διαδικασίας κατάθεσης αίτησης πτώχευσης, προστίθενται δύο τελευταία εδάφια, και οι παρ. 6 και 7 διαμορφώνονται ως εξής:
«6. Με την αίτησή του ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας της φορολογικής διοίκησης για τα χρέη του προς το Δημόσιο και τις χρηματοοικονομικές του καταστάσεις για την τελευταία χρήση, για την οποία είναι διαθέσιμες, εφόσον έχει υποχρέωση να συντάσσει τέτοιες. Στην βεβαίωση αυτή πιστοποιείται ότι περιλαμβάνονται όλες οι βεβαιωμένες οφειλές του αιτούντα, ατομικές και από εκ του νόμου συνοφειλή, καθώς και τυχόν φορολογικές εκκρεμότητες αυτού. Σε περίπτωση αίτησης φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο δεν δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις, με την αίτηση κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου η τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος, η δήλωση στοιχείων ακινήτων, κατάσταση των πιστωτών του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα. Ο οφειλέτης υπέχει ως προς τα παραπάνω δηλούμενα στοιχεία ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 952 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από τον νόμιμο εκπρόσωπο του οφειλέτη, εφόσον η αίτηση αφορά νομικό πρόσωπο. Εφόσον η αίτηση γίνεται ηλεκτρονικά μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, τα έγγραφα μπορούν να υποβάλλονται σε ηλεκτρονικό αντίγραφο. Ως προς τα απαιτούμενα στοιχεία που ευρίσκονται σε βάσεις δεδομένων του δημόσιου τομέα ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η αίτηση περιλαμβάνει συναίνεση πρόσβασης στα αρχεία αυτά για κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον καθώς και συναίνεση για άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του ν.δ. 1059/1971 (Α’ 270), καθώς και του φορολογικού απορρήτου. Την ίδια συναίνεση πρόσβασης σε κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον παρέχει ο οφειλέτης και ως προς κατατεθέντα συνοδευτικά έγγραφα. Παραλείψεις ή παραδρομές στα έγγραφα που κατατίθενται με την αίτηση μπορούν να διορθωθούν μέχρι τη συζήτησή της και δεν την καθιστούν απαράδεκτη. Το δικαστήριο δύναται να συμπεριλάβει οφειλές στην απόφασή του, που ανακύπτουν βάσει στοιχείων στο πλαίσιο της συζήτησης της αίτησης.
7. Η αίτηση και το σύνολο των συνοδευτικών εγγράφων δημοσιεύονται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213. Η αίτηση πτώχευσης επέχει θέση αιτήματος στην πλατφόρμα του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας για αυτεπάγγελτη αναζήτηση και ανάκτηση στοιχείων από τις βάσεις δεδομένων της φορολογικής διοίκησης και των χρηματοδοτικών φορέων. Η αυτόματη άντληση των παραπάνω στοιχείων και εγγράφων της παρούσας από τις βάσεις δεδομένων του δημοσίου τομέα και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και η εκτύπωση των στοιχείων και εγγράφων αυτών επέχει θέση βεβαίωσης για τις οφειλές και τα λοιπά στοιχεία που αντλούνται.»
Άρθρο 72
Περιεχόμενο της απόφασης πτώχευσης Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 81 ν. 4738/2020
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 81 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί των στοιχείων που περιλαμβάνει η απόφαση που κάνει δεκτή την αίτηση πτώχευσης του οφειλέτη, τροποποιείται, ώστε η συνοπτική αιτιολογία να αναφέρει τουλάχιστον την πλήρωση των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων κήρυξης της πτώχευσης των άρθρων 76 και 77 του ως άνω νόμου, και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Επί πτώχευσης που κηρύσσεται κατόπιν αίτησης του οφειλέτη και εφόσον δεν ασκηθεί παρέμβαση, η απόφαση που κάνει δεκτή την αίτηση περιέχει συνοπτική μόνο αιτιολογία, αναφέροντας τουλάχιστον την πλήρωση των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων κήρυξης της πτώχευσης των άρθρων 76 και 77. Στην απόφαση προσδιορίζεται και η ημέρα παύσης των πληρωμών η οποία τεκμαίρεται ότι είναι η τριακοστή ημερολογιακή ημέρα που προηγείται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης ή, σε περίπτωση κήρυξης της πτώχευσης σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 77, η ημέρα υποβολής της αίτησης πτώχευσης. Σε περίπτωση όμως που πιθανολογείται από τα διαθέσιμα στοιχεία ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων κατά τρόπο γενικό και μόνιμο σε προγενέστερη ημερομηνία, το δικαστήριο ορίζει την προγενέστερη αυτή ημερομηνία ως ημέρα παύσης πληρωμών, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν της διετίας από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, πέραν του έτους πριν τον θάνατο.»
Άρθρο 73
Πτωχευτική περιουσία Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 92 ν. 4738/2020
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 92 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί υπαγωγής στην πτωχευτική περιουσία μέρους του εισοδήματος του οφειλέτη, διορθώνεται η παραπομπή στον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α’ 190), και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Σε περίπτωση οφειλέτη φυσικού προσώπου, με την επιφύλαξη των παρ. 3 και 5, από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την απαλλαγή του οφειλέτη, στην πτωχευτική περιουσία ανήκει το μέρος του ετησίου εισοδήματός του, αφού αφαιρεθούν οι φόροι και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, που υπερβαίνει το ποσό των ετήσιων ευλόγων δαπανών διαβίωσης ή το δωδεκαπλάσιο του ακατάσχετου κατά την παρ. 2 του άρθρου 33 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, όποιο είναι υψηλότερο εκ των δύο. Εντός τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας των απαιτήσεων κατά το άρθρο 153, ο σύνδικος υποβάλλει στον εισηγητή, με κοινοποίηση στον οφειλέτη, σχέδιο περιοδικών πληρωμών για την εφαρμογή της παρούσας. Εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση, ο οφειλέτης μπορεί να εκθέσει τις απόψεις του επί του σχεδίου περιοδικών πληρωμών, καταθέτοντας σημείωμα. Ο εισηγητής, με αιτιολογημένη διάταξή του, αποφασίζει περί της αποδοχής ή μη, εν όλω ή εν μέρει, του σχεδίου περιοδικών πληρωμών. Εγκεκριμένο σχέδιο πληρωμών εφαρμόζεται αναδρομικά από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης.»
Άρθρο 74
Ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 101 ν. 4738/2020
Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 101 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί της περιόδου ισχύος άρσης της αναστολής κατάσχεσης από ενέγγυο πιστωτή, η παραπομπή στην «παρ. 3» διορθώνεται, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Η αναστολή των ατομικών διώξεων του άρθρου 100 δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα ανωτέρω υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας για διάστημα εννέα (9) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης, με την παρέλευση των οποίων η αναστολή επεκτείνεται και στις ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών. Κατ’ εξαίρεση, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών στην περίπτωση που στην απόφαση του άρθρου 81 προβλέπεται η εκποίηση του ενεργητικού της επιχείρησης ως λειτουργικού συνόλου ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής και το περιουσιακό στοιχείο επί του οποίου έχει παραχωρηθεί ασφάλεια αποτελεί μέρος του υπό εκποίηση περιουσιακού συνόλου. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον η διαδικασία εκποίησης του ενεργητικού της επιχείρησης ως λειτουργικού συνόλου ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής περατωθεί για τους λόγους που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 159 ή στην παρ. 1 του άρθρου 161, οι ενέγγυοι πιστωτές ανακτούν τις ατομικές τους διώξεις για διάστημα εννέα (9) μηνών από την κατά τα ως άνω περάτωση της διαδικασίας, με την παρέλευση των οποίων η αναστολή διώξεων επεκτείνεται και στις ατομικές διώξεις αυτών. Σε περίπτωση κατάσχεσης από ενέγγυο πιστωτή, η άρση της αναστολής, σύμφωνα με την παρούσα, ισχύει μέχρι την πώληση του υπέγγυου στοιχείου μέσω πλειστηριασμού ή μέχρι την ανατροπή της κατάσχεσης.»
Άρθρο 75
Γενικές διατάξεις για την κατ’ ιδίαν εκποίηση Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 162 ν. 4738/2020
Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 162 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί της εκποίησης από κοινού περισσότερων ακινήτων, τροποποιείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα της από κοινού εκποίησης ακινήτων που για νομικούς ή πραγματικούς λόγους πρέπει να εκποιηθούν ως ενιαίο σύνολο, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται στην εκποίηση ακινήτων, πλοίων και αεροσκαφών του οφειλέτη, ανεξαρτήτως αξίας, καθώς και στην εκποίηση κινητών ή ομάδων κινητών του οφειλέτη, η αξία καθενός από τα οποία είναι τουλάχιστον ίση με πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, σύμφωνα με τη μέση τιμή των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών της παρ. 4. Σε περίπτωση ακινήτων, στα οποία έχουν εγκατασταθεί βιομηχανικές, βιοτεχνικές, ξενοδοχειακές ή τουριστικές επιχειρήσεις ή άλλες παραγωγικές μονάδες που διαθέτουν εξοπλισμό και αποτελούν οικονομικό σύνολο, τα ακίνητα μπορούν να εκποιούνται μαζί με τα παραρτήματά τους. Αν περισσότερα ακίνητα παρουσιάζουν λειτουργική ενότητα για την εξυπηρέτηση της επιχείρησης ή της παραγωγικής μονάδας που έχει εγκατασταθεί σε ένα από αυτά ή για νομικούς ή πραγματικούς λόγους πρέπει να εκποιηθούν ως ενιαίο σύνολο, μπορούν να εκποιούνται από κοινού.»
Άρθρο 76
Διαδικασία εκποίησης κινητών μικρής αξίας Τροποποίηση άρθρου 165 ν. 4738/2020
Στο άρθρο 165 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί της διαδικασίας εκποίησης κινητών μικρής αξίας, η φράση «σύμφωνα με τη μέση τιμή των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών της παρ. 4 του άρθρου 162» αντικαθίσταται από τη φράση «σύμφωνα με εκτίμηση του συνδίκου για την οποία απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του εισηγητή» τροποποιείται, και το άρθρο 165 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 165 Διαδικασία εκποίησης κινητών μικρής αξίας
Τα κινητά του οφειλέτη αξίας μικρότερης από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, σύμφωνα με εκτίμηση του συνδίκου για την οποία απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, εκποιούνται ως μία ή περισσότερες ομάδες πραγμάτων, όπως προβλέπεται στα άρθρα 162 έως και 164.»
Άρθρο 77
Φορολογικές ρυθμίσεις για τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης Προσθήκη παρ. 9 στο άρθρο 170 του ν. 4738/2020
Στο άρθρο 170 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί φορολογικών και διοικητικών διευκολύνσεων, προστίθεται παρ. 9 ως εξής:
«9. Με την επιφύλαξη των παρ. 1 έως 8, το άρθρο 31 του ν. 2778/1999 (Α’ 295), καθώς και η εξαίρεση της περ. ζ) της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 (Α’ 330), εφαρμόζονται αναλογικά στην περίπτωση του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 217 του παρόντος.»
Άρθρο 78
Άσκηση παρέμβασης από οφειλέτη κατά της αίτησης πτώχευσης μικρού αντικειμένου Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 173 ν. 4738/2020
Στην παρ. 1 του άρθρου 173 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί της διαδικασίας υποβολής της αίτησης πτώχευσης μικρού αντικειμένου, προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η αίτηση πτώχευσης μικρού αντικειμένου υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, στο οποίο και δημοσιοποιείται για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών. Εφόσον η αίτηση υποβάλλεται από τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 79, κοινοποιείται στον οφειλέτη εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσιοποίησή της κατά το πρώτο εδάφιο, άλλως δεν επέρχονται οι συνέπειες από την υποβολή της. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης δύναται να ασκήσει παρέμβαση κατά της αίτησης. Σε περίπτωση που εντός του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου δεν υποβληθεί παρέμβαση κατά της αίτησης ή υποβληθεί παρέμβαση που αφορά μόνο στον διορισμό συνδίκου, η αίτηση γίνεται δεκτή με μόνη τη διαπίστωση παρέλευσης του χρονικού διαστήματος από το πτωχευτικό δικαστήριο. Με την ίδια απόφαση ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο ο εισηγητής. Ο εισηγητής διορίζει τον σύνδικο, εφόσον δεν προσδιορίζεται στην αίτηση, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις καταχώρισης του άρθρου 178.»
Άρθρο 79
Συνοδευτικά στοιχεία αίτησης πτώχευσης μικρού αντικειμένου Τροποποίηση άρθρου 174 ν. 4738/2020
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 174 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί του περιεχομένου της αίτησης πτώχευσης, τροποποιείται, ώστε η αίτηση πτώχευσης
μικρού αντικειμένου να συνοδεύεται και από κτηματολογικό φύλλο ή πιστοποιητικό βαρών των ακινήτων του οφειλέτη, στην παρ. 3 προστίθενται νέα εδάφια, δεύτερο και τρίτο, προστίθεται παρ. 5, και το άρθρο 174 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 174 Περιεχόμενο της αίτησης πτώχευσης
1. Με την αίτησή του ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, τις οικονομικές του καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιμες.
2. Σε περίπτωση αίτησης φυσικού ή νομικού προσώπου που δεν δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις, με την αίτηση κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου η τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος, η δήλωση στοιχείων ακινήτων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα. Η αίτηση συνοδεύεται από κατάσταση του συνόλου των πιστωτών του, βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο και κτηματολογικό φύλλο ή πιστοποιητικό βαρών των ακινήτων του οφειλέτη. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που υποστηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία.
3. Ο οφειλέτης υπέχει ως προς τα παραπάνω δηλούμενα στοιχεία ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 952 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σφάλματα στα έγγραφα που κατατίθενται με την αίτηση δεν την καθιστούν απαράδεκτη. Το δε δικαστήριο δύναται να συμπεριλάβει οφειλές στην απόφασή του που ανακύπτουν βάσει στοιχείων στο πλαίσιο της συζήτησης της αίτησης.
4. Τα έγγραφα υποβάλλονται σε ηλεκτρονικό αντίγραφο. Η αίτηση περιλαμβάνει συναίνεση πρόσβασης στα στοιχεία και στα συνοδευτικά έγγραφα που βρίσκονται σε βάσεις δεδομένων του δημόσιου τομέα ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
5. Η αίτηση πτώχευσης επέχει θέση αιτήματος στην πλατφόρμα του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας για αυτεπάγγελτη αναζήτηση και ανάκτηση στοιχείων από τις βάσεις δεδομένων της φορολογικής διοίκησης και των χρηματοδοτικών φορέων. Η αυτόματη άντληση των παραπάνω στοιχείων και εγγράφων της παρούσας από τις βάσεις δεδομένων του δημοσίου τομέα και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και η εκτύπωση των στοιχείων και εγγράφων αυτών επέχει θέση βεβαίωσης για τις οφειλές και τα λοιπά στοιχεία που αντλούνται.»
Άρθρο 80
Δικονομικές ρυθμίσεις Τροποποίηση παρ. 2 και αντικατάσταση παρ. 3 άρθρου 177 ν. 4738/2020
1. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 και η παρ. 3 του άρθρου 177 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί της άσκησης παρέμβασης και της κατάθεσης προτάσεων, αντίστοιχα, αντικαθίστανται, και οι παρ. 2 και 3 διαμορφώνονται ως εξής:
«2. Οι παρεμβάσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Εφόσον υποβληθούν εμπρόθεσμα κύριες παρεμβάσεις, αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων κατατίθενται σε έντυπη μορφή ή ηλεκτρονικά στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, με μέριμνα του επιμελέστερου των διαδίκων. Αντίγραφο της παρέμβασης επιδίδεται από τον παρεμβαίνοντα, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών, στα λοιπά διάδικα μέρη.
3. Εντός εξήντα (60) ημερών από τη δημοσιοποίηση της αίτησης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας, τα διάδικα μέρη καταθέτουν ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου τις προτάσεις τους και το σύνολο των αποδεικτικών τους εγγράφων.»
Άρθρο 81
Καταχώριση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 178 ν. 4738/2020
Η παρ. 1 του άρθρου 178 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί ανεπάρκειας των μη βεβαρυμμένων στοιχείων του οφειλέτη, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αν με τα στοιχεία στα οποία παρέχεται πρόσβαση μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, πιθανολογείται ότι τα μη βεβαρυμμένα στοιχεία της περιουσίας του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη, δεν υπερβαίνουν το ποσό των ετήσιων ευλόγων δαπανών διαβίωσης ή αν είναι υψηλότερο, το δωδεκαπλάσιο του ακατάσχετου της παρ. 2 του άρθρου 33 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ν. 4987/2022, Α’ 190), δεν διορίζεται σύνδικος και το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213, προσδιορίζει την ημερομηνία της παύσης των πληρωμών και επέρχονται οι συνέπειες της καταχώρισης της παρ. 4 του άρθρου 77. Την ανεπάρκεια της παρούσας μπορεί να αποδείξει με παρέμβασή του και ο πιστωτής.»
Άρθρο 82
Διαδικασία σφράγισης πτωχευτικής περιουσίας Τροποποίηση άρθρου 179 ν. 4738/2020
Το άρθρο 179 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί σφράγισης της πτωχευτικής περιουσίας, τροποποιείται, ώστε να παραλειφθεί ο προσδιορισμός της ημέρας παύσης των πληρωμών από μέρους του εισηγητή, και το άρθρο 179 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 179 Σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας
Με την επιφύλαξη του άρθρου 178, σε κάθε άλλη περίπτωση πτώχευσης μικρού αντικειμένου, εφόσον γίνει αποδεκτή αίτηση πτώχευσης, ο εισηγητής διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας.»
Άρθρο 83
Αιτιολογημένη απόφαση εισηγητή για τις ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης Τροποποίηση άρθρου 181 ν. 4738/2020
Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 181 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί αναγγελιών και επαληθεύσεων των πιστώσεων, οι λέξεις «του άρθρου 156» αντικαθίστανται από τη φράση «που αφορούν την επαλήθευση και το περιεχόμενο του πίνακα πτωχευτικών πιστωμάτων του άρθρου 156, καθώς και την κατάταξη», και το άρθρο 181 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 181 Αναγγελίες και επαληθεύσεις των πιστώσεων
Οι αναγγελίες και επαληθεύσεις των πιστώσεων γίνονται σύμφωνα με το Τέταρτο Μέρος του Δεύτερου Βιβλίου. Ο εισηγητής, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους, αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξή του για τις ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης των πιστωτών που αφορούν την επαλήθευση και το περιεχόμενο του πίνακα πτωχευτικών πιστωμάτων του άρθρου 156, καθώς και την κατάταξη. Κατά της πράξης αυτής του εισηγητή επιτρέπεται, εντός δέκα (10) ημερών, προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα.»
Άρθρο 84
Εκποίηση πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά Τροποποίηση άρθρου 183 ν. 4738/2020
Στο άρθρο 183 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί εκποίησης πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά, προστίθεται δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 183 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 183 Εκποίηση πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά
Η εκποίηση πραγμάτων του άρθρου 140 πραγματοποιείται από τον σύνδικο χωρίς την άδεια του εισηγητή. Κατόπιν αιτήματος του συνδίκου προς τον εισηγητή, δύναται να γίνει από τον σύνδικο ελεύθερη εκποίηση για τα πράγματα του άρθρου 140, εφόσον ο εισηγητής χορηγήσει σχετική άδεια.»
Άρθρο 85
Ειδικές προβλέψεις για την εκπροσώπηση και παράσταση ενώπιον δικαστηρίου Τροποποίηση άρθρου 185 ν. 4738/2020
Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 185 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί ειδικών προβλέψεων, αφαιρείται η παραπομπή στην παρ. 1 του άρθρου 133, και το άρθρο 185 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 185 Ειδικές προβλέψεις
Τα άρθρα 146, 148, 150 και 151 δεν εφαρμόζονται στις διαδικασίες του παρόντος. Σε περίπτωση που απαιτείται η εκπροσώπηση και παράσταση ενώπιον δικαστηρίου, ο σύνδικος μπορεί να αναθέτει τη σχετική εντολή σε δικηγόρο, μετά από σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, ο οποίος καθορίζει και την αμοιβή του, κατ’ εύλογη κρίση, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο.»
Άρθρο 86
Απαλλαγή οφειλέτη από οφειλές με πράξη εισηγητή δικαστή Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 192 του ν. 4738/2020
Στο άρθρο 192 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί απαλλαγής του οφειλέτη, προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. Μετά το πέρας της προθεσμίας απαλλαγής, ο εισηγητής δικαστής, κατόπιν αίτησής του οφειλέτη, αφού λάβει έκθεση του συνδίκου για το ύψος των οφειλών που έχουν επαληθευθεί κατά την πτωχευτική διαδικασία και για το ύψος της αξίας των ακινήτων και λοιπών πάγιων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, και εφόσον δεν εκκρεμεί προσφυγή του άρθρου 193, εκδίδει πράξη με την οποία διαπιστώνει την επέλευση της απαλλαγής του οφειλέτη από τις οφειλές του, κατά το παρόν Κεφάλαιο.»
Άρθρο 87
Προσφυγή κατά της απαλλαγής Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 193 ν. 4738/2020
Στην παρ. 2 του άρθρου 193 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί άσκησης προσφυγής κατά της απαλλαγής του οφειλέτη, προστίθεται τελευταίο εδάφιο και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Σε περίπτωση προσφυγής, το πτωχευτικό δικαστήριο, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφασίζει περί της απαλλαγής. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις απαλλαγής, δύναται με αιτιολογημένη απόφασή του, να θέσει προθεσμία στον οφειλέτη για την ικανοποίησή τους, να περιορίσει την απαλλαγή ως προς ορισμένα μόνο χρέη ή να ορίσει εξαιρετικά μεγαλύτερη προθεσμία απαλλαγής, παρέχοντας σε κάθε περίπτωση δέουσα αιτιολόγηση τυχόν παρεκκλίσεων από την προβλεπόμενη προθεσμία γενικής απαλλαγής της παρ. 1 του άρθρου 192. Στο πτωχευτικό δικαστήριο ασκείται παραδεκτά και η προσφυγή κατά της απαλλαγής ως προς ορισμένο χρέος, εφόσον ο προσφεύγων επικαλείται έννομο συμφέρον.»
Άρθρο 88
Απαλλαγές οφειλέτη και εκπροσώπων νομικού προσώπου Αντικατάσταση παρ. 1 άρθρου 194, τροποποίηση παρ. 1, προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 195, προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 263 του ν. 4738/2020
1. Η παρ. 1 του άρθρου 194 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί απαλλαγής του οφειλέτη, αντικαθίσταται, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, οφειλές από δόλο ή βαριά αμέλεια που προκάλεσε θάνατο ή σωματική βλάβη προσώπου, οφειλές από τα αδικήματα του ν. 4557/2018 (Α’ 139), πλην του βασικού αδικήματος της περ. κ) του άρθρου 4 του ν. 4557/2018, και οφειλές διατροφής. Σε περίπτωση χρεών προς το Δημόσιο, κρίσιμος χρόνος, είναι ο χρόνος στον οποίο ανάγεται η υποχρέωση και όχι ο χρόνος δημιουργίας του νόμιμου τίτλου.»
2. Στην παρ. 1 του άρθρου 195 του ν. 4738/2020, περί απαλλαγής οφειλών εκπροσώπων νομικών προσώπων, προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο, στο τελευταίο εδάφιο, διαγράφεται η φράση «σε περίπτωση καταχώρησης της παρ. 4 του άρθρου 77, κατά περίπτωση», και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Φυσικό πρόσωπο που εκ του νόμου έχει αλληλέγγυα ευθύνη λόγω της εκπροσωπευτικής ή διοικητικής του σχέσης με οφειλέτη νομικό πρόσωπο, απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για οφειλές του οφειλέτη, που προέκυψαν εντός της ύποπτης περιόδου ή και εντός των τριάντα έξι (36) μηνών που προηγήθηκαν της ύποπτης περιόδου, με την πάροδο τριάντα έξι (36) μηνών από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, ή είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης ή την καταχώρηση της παρ. 4 του άρθρου 77, όποιο από τα δύο προηγηθεί χρονικά, εκτός αν εντός της παραπάνω προθεσμίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά της απαλλαγής του. Σε περίπτωση χρεών προς το Δημόσιο, κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος στον οποίο ανάγεται η υποχρέωση και όχι ο χρόνος δημιουργίας του νόμιμου τίτλου. Ως ύποπτη περίοδος νοείται η οριζόμενη στο άρθρο 116 ή η τεκμαιρόμενη ύποπτη περίοδος του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 81.»
3. Στο άρθρο 195 του ν. 4738/2020 προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Φυσικό πρόσωπο που εκ του νόμου έχει αλληλέγγυα ευθύνη λόγω της εκπροσωπευτικής ή διοικητικής του σχέσης με οφειλέτη νομικό πρόσωπο, απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για οφειλές του οφειλέτη, που προέκυψαν εντός τριάντα έξι (36) μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής του οφειλέτη νομικού προσώπου στη διαδικασία έκτακτης ειδικής διαχείρισης των άρθρων 68 έως και 77 του ν. 4307/2014 (Α’ 246), με την πάροδο τριάντα έξι (36) μηνών από την υποβολή της αίτησης των άρθρων 68 έως και 77 του ν. 4307/2014 ή είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αποδοχή της ως άνω αίτησης, όποιο από τα δύο προηγηθεί χρονικά, εκτός εάν εντός της παραπάνω προθεσμίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά της απαλλαγής του.»
4. Στο άρθρο 263 του ν. 4738/2020 προστίθεται παρ. 7 ως εξής:
«7. Η παρ. 3 του άρθρου 195 εφαρμόζεται και για την απαλλαγή των εκπροσώπων νομικού προσώπου για οφειλές νομικού προσώπου, του οποίου η αίτηση για υπαγωγή σε ειδική διαχείριση ή η υπαγωγή σε ειδική διαχείριση προηγήθηκε της θέσης σε ισχύ της παρούσας. Αν η προθεσμία που αφορά στην απαλλαγή των εκπροσώπων της παρ. 3 του άρθρου 195 λήξει οποτεδήποτε πριν τις 31.12.2023, η απαλλαγή επέρχεται την 1η.1.2024 και τυχόν προσφυγή μπορεί να ασκηθεί μέχρι τις 31.12.2023.»
Άρθρο 89
Μεταβίβαση κύριας κατοικίας στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης Τροποποίηση άρθρου 219, παρ. 2 άρθρου 222, παρ. 3 άρθρου 225 ν. 4738/2020
1. Στο άρθρο 219 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί μεταβίβασης της κύριας κατοικίας του οφειλέτη στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο τέλος της περ. α) της παρ. 1 προστίθενται τέσσερα νέα εδάφια, β) στην παρ. 4 βα) στην περ. α επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ββ) το δεύτερο εδάφιο της περ. β) αντικαθίσταται, γ) στην παρ. 5 γα) στο πρώτο εδάφιο τίθεται ποσοστό για το τίμημα της μεταβίβασης σε σχέση με την εμπορική αξία, επί της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, γβ) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, και το άρθρο 219 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 219 Μεταβίβαση κύριας κατοικίας στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης
1. α) Σε περίπτωση που ευάλωτος οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση, ή σε περίπτωση που σε βάρος της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο πιστωτή, ο ευάλωτος οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτημα μεταβίβασης ή μίσθωσης της κύριας κατοικίας του σε φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης. Το αίτημα περιλαμβάνει και τη χορήγηση συναίνεσης από τον ευάλωτο οφειλέτη στη διενέργεια αυτοψίας της κύριας κατοικίας του, εκ μέρους πιστοποιημένου εκτιμητή που ορίζεται από τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, στο πλαίσιο της αποτίμησης που προβλέπεται στην παρ. 5. Ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης απορρίπτει το αίτημα για την απόκτηση της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη, εφόσον η έκθεση αυτοψίας του μηχανικού διαπιστώνει την ύπαρξη αυθαιρέτων κατασκευών ή αυθαίρετων χρήσεων στη συγκεκριμένη κύρια κατοικία, οι οποίες οδηγούν σε απαγόρευση μεταβίβασης και δεν μπορούν να τακτοποιηθούν, ή για την τακτοποίησή τους απαιτείται η συναίνεση συγκυρίων εξ αδιαιρέτου σε οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία. Ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης ευθύνεται αντικειμενικά έναντι του ευάλωτου οφειλέτη για κάθε σφάλμα του μηχανικού κατά τη σύνταξη της προαναφερθείσας έκθεσης αυτοψίας, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της απόκτησης της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη από τον φορέα.
Ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης απαλλάσσεται επίσης από την υποχρέωση απόκτησης της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη, εφόσον ο μηχανικός εμποδίστηκε να εισέλθει στην κύρια κατοικία του ευάλωτου οφειλέτη και να διενεργήσει σε αυτήν αυτοψία σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην απόφαση της παρ. 2 του άρθρου 225.
β) Σε περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται λόγω πτώχευσης του δικαιούχου, το τίμημα για τη μεταβίβαση του ακινήτου στο φορέα αποδίδεται από τον φορέα στον σύνδικο για τη διανομή στους πιστωτές, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος νόμου.
γ) Σε περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται λόγω επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, το τίμημα της μεταβίβασης του ακινήτου στο φορέα αποδίδεται από τον φορέα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
δ) Τα πάσης φύσης έξοδα μεταβίβασης καταβάλλονται από τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και παρακρατούνται από το τίμημα μεταβίβασης.
2. Σε περίπτωση που η κύρια κατοικία ανήκει στον ευάλωτο οφειλέτη μόνο ως προς ιδανικό μερίδιο ή αν ο ευάλωτος είναι ψιλός κύριος ή επικαρπωτής, η άσκηση του δικαιώματος του παρόντος προϋποθέτει τη σύμπραξη όλων των συνιδιοκτητών, συμπεριλαμβανομένων των ψιλών κυρίων και επικαρπωτών.
3. Ειδικότερα, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του παρόντος, ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του ευάλωτου, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι οι λοιποί συγκύριοι ή, κατά περίπτωση, ο ψιλός κύριος ή επικαρπωτής αποδέχονται τη μίσθωση του ακινήτου από τον ευάλωτο, υπό τους όρους που καθορίζει ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης, και παραιτούνται ρητά από οποιοδήποτε δικαίωμα επί του μισθώματος ή από τη δυνατότητα να προσβάλουν τη μίσθωση για οποιοδήποτε λόγο μέχρι τη συμβατική λήξη της. Η αποδοχή της παρούσας δεσμεύει και τους διαδόχους τους ανεξαρτήτως αιτίας.
4. α) Για τη μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος επί της κύριας κατοικίας, ο ευάλωτος οφειλέτης υποβάλλει στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης τα στοιχεία ταυτότητάς του, το κατασχετήριο ή τα στοιχεία της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευσή του, τους τίτλους ιδιοκτησίας που κατέχει και τη βεβαίωση ευάλωτου οφειλέτη. Ο φορέας επιβεβαιώνει τους τίτλους ιδιοκτησίας του δικαιούχου ως προϋπόθεση της αιτούμενης μεταβίβασης.
β) Αιτήσεις δεν γίνονται δεκτές εφόσον απέχουν περισσότερο από εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία του κατασχετηρίου εγγράφου ή της δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει τον ευάλωτο οφειλέτη σε πτώχευση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213. Κατά παρέκκλιση του χρονικού περιορισμού του πρώτου εδαφίου, για διάστημα έξι (6) μηνών από τη σύσταση του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, ο ευάλωτος οφειλέτης δύναται να υποβάλει αίτηση οποτεδήποτε υπό τους εξής όρους:
βα) αν εις βάρος του οφειλέτη έχει κινηθεί διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν επίκειται πλειστηριασμός του ακινήτου εντός των επόμενων δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, ή
ββ) αν ο οφειλέτης έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του ευάλωτου οφειλέτη, επί της κύριας κατοικίας, εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της πτωχευτικής περιουσίας.
5. Το τίμημα μεταβίβασης ισούται προς το εβδομήντα τοις εκατό (70%) της εμπορικής αξίας του ιδιοκτησιακού δικαιώματος του οφειλέτη επί της κύριας κατοικίας σύμφωνα με την εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή. Τα έξοδα της εκτίμησης βαρύνουν τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, ο οποίος τον διορίζει. Σε περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται λόγω κατάσχεσης και η τιμή
πρώτης προσφοράς είναι μεγαλύτερη από την εμπορική αξία, κατά την εκτίμηση του πιστοποιημένου εκτιμητή, σε ποσοστό ανώτερο του δεκαπέντε τοις εκατό (15%), το τίμημα μεταβίβασης καθορίζεται ως το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του χαμηλότερου μεταξύ: α) της τιμής πρώτης προσφοράς, και β) της εμπορικής αξίας, σύμφωνα με την εκτίμηση άλλου πιστοποιημένου εκτιμητή που διορίζει με έξοδά του ο επισπεύδων πιστωτής.
6. Ο φορέας αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του δικαιούχου επί της κύριας κατοικίας του, αφότου καταβάλλει το τίμημα μεταβίβασης στον υπάλληλο πλειστηριασμού, πέντε (5) το αργότερο εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία του πλειστηριασμού, ή στον σύνδικο, έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του εξαμήνου που ακολουθεί τη δημοσίευση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευσή του. Η καταβολή του τιμήματος συνεπάγεται τη μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και τη ματαίωση του πλειστηριασμού, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο φορέας αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του δικαιούχου ελεύθερο από κάθε βάρος ή διεκδίκηση τρίτου.»
2. Η παρ. 2 του άρθρου 222 του ν. 4738/2020, περί επαναγοράς της κύριας κατοικίας από τον ευάλωτο οφειλέτη, αντικαθίσταται, και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Το δικαίωμα επαναγοράς μπορεί να ασκηθεί και πριν από τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, με αντίστοιχη καταβολή από τον ευάλωτο οφειλέτη στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, αποκλειστικά του τιμήματος της παρ. 1.»
3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 225 του ν. 4738/2020 τροποποιείται, ώστε το τίμημα επαναγοράς του ακινήτου από τον οφειλέτη να βρίσκεται σε αντιστοιχία με το τίμημα απόκτησης του ακινήτου από τον Φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προσδιορίζεται κάθε ειδικότερο ζήτημα που αφορά τη μίσθωση της κύριας κατοικίας στον οφειλέτη και, ιδίως, το μίσθωμα και το τίμημα επαναγοράς από τον οφειλέτη, τις λοιπές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και του οφειλέτη, ως προς την κύρια κατοικία, τη μισθωτική σύμβαση και την υπερημερία του οφειλέτη, τις μισθωτικές του υποχρεώσεις, το καταβαλλόμενο ποσό κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος επαναγοράς και τους λοιπούς όρους καταβολής του τιμήματος επαναγοράς, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας. Το οριζόμενο σύμφωνα με την απόφαση αυτή τίμημα επαναγοράς οφείλει να αντιστοιχεί στο τίμημα με το οποίο το ακίνητο αποκτήθηκε από τον φορέα κατά το ποσοστό επί της τιμής πρώτης προσφοράς ή της εμπορικής αξίας του που ορίζεται στην παρ. 5 του άρθρου 219, και να διασφαλίζει προς όφελος του φορέα εύλογη αναλογική συμμετοχή σε τυχόν υπεραξία του ακινήτου ή, σε περίπτωση όπου η αξία του ακινήτου έχει μειωθεί σε σχέση προς την αξία του κατά τον χρόνο απόκτησής του από τον φορέα, την εύλογη αναλογική προσαρμογή του προς όφελος του οφειλέτη.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
Άρθρο 90
Διορισμός διαχειριστών αφερεγγυότητας Τροποποίηση παρ. 2 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 230 του ν. 4738/2020
Στο άρθρο 230 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί των προϋποθέσεων διορισμού του διαχειριστή αφερεγγυότητας εγγραφής στο μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας, στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 διαγράφεται η φράση «η απασχόληση με οιαδήποτε σχέση είτε μέσω σύμβασης εξηρτημένης εργασίας είτε μέσω ανεξαρτήτων υπηρεσιών, είτε σύμβασης έργου σε τουλάχιστον τρεις υποθέσεις αφερεγγυότητας», προστίθεται παρ. 4, και το άρθρο 230 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 230 Διαχειριστές αφερεγγυότητας Προϋποθέσεις διορισμού του διαχειριστή αφερεγγυότητας εγγραφής στο μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας ανά βαθμίδα
1. Διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να διορισθεί: α. φυσικό πρόσωπο υπό την προϋπόθεση ότι κατέχει
ισχύουσα πιστοποίηση, ατομικά ή ως κοινοπραξία πιστοποιημένων προσώπων, ή
β. δικηγορική εταιρεία ή ελεγκτική εταιρεία ή συμβουλευτική εταιρεία, εφόσον σε κάθε περίπτωση απασχολεί τουλάχιστον ένα πιστοποιημένο πρόσωπο με οποιαδήποτε σχέση απασχόλησης.
2. Τα πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 εγγράφονται στη βαθμίδα Β’ του μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας. Για την απευθείας εγγραφή στη βαθμίδα Α’ του μητρώου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο ή κοινοπραξία φυσικών προσώπων, απαιτείται αφενός η άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου ή του ορκωτού ελεγκτή ή του λογιστή φοροτεχνικού με δικαίωμα υπογραφής Α’ τάξεως, σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις για δέκα (10) τουλάχιστον έτη και, αφετέρου, η αποδεδειγμένη άσκηση καθηκόντων συνδίκου ή εκκαθαριστή ή ειδικού εντολοδόχου σε τουλάχιστον τρεις υποθέσεις αφερεγγυότητας ή, εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, η απασχόληση ενός τουλάχιστον προσώπου που ικανοποιεί τις προϋποθέσεις ένταξης στη βαθμίδα Α’ για τα φυσικά πρόσωπα.
3. Η περ. α) του άρθρου 8 του ν. 4194/2013 (Α’ 208) ισχύει και για δικηγόρο που κατέχει την πιστοποίηση του άρθρου 231 και απασχολείται σε ελεγκτική εταιρία ή συμβουλευτική εταιρία με αντικείμενο την ανάληψη καθηκόντων διαχειριστή αφερεγγυότητας, του οποίου το έργο δεν είναι ασυμβίβαστο, ούτε αναστέλλει την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, λογίζεται δε ως άσκηση αυτού. Για τις ανάγκες του άρθρου 49 του ν. 4194/2013 (Α’ 208) η απασχόληση ως διαχειριστής αφερεγγυότητας νοείται ως δικηγορική υπηρεσία. Για την παροχή υπηρεσιών διαχειριστή αφερεγγυότητας, δικηγορική εταιρία δύναται να απασχολεί και πιστοποιημένα πρόσωπα μη δικηγόρους.
4. Κάθε πρόσωπο της παρ. 2, δικαιούται, εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών, η οποία εκκινεί από την επομένη της, προς αυτό, κοινοποίησης της σχετικής απόφασης, να ασκήσει, έντυπα ή ηλεκτρονικά, ενώπιον της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας, ένσταση, προσδιορίζοντας ειδικώς τις νομικές και πραγματικές αιτιάσεις του, κατά της απόφασης της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας, περί εγγραφής του στη βαθμίδα Α’ ή Β’ του Μητρώου. Η Επιτροπή εξετάζει το νόμιμο και βάσιμο της ένστασης και εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών και, αν την κρίνει δεκτή, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα. Αν παρέλθει άπρακτη η άνω προθεσμία των δέκα (10) ημερών, τεκμαίρεται η απόρριψη της ένστασης.»
Άρθρο 91
Πιστοποίηση διαχειριστών αφερεγγυότητας Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 231 ν. 4738/2020
Το τρίτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 231 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί παροχής πιστοποίησης από την Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας, καταργείται, και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Η χορηγούμενη σύμφωνα με το παρόν πιστοποίηση ανανεώνεται κάθε τέσσερα (4) χρόνια. Για την ανανέωση, η Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας λαμβάνει υπόψη την εμπλοκή του πιστοποιημένου προσώπου σε πράξεις ή παραλείψεις που διώκονται πειθαρχικά στο πρόσωπο του διαχειριστή αφερεγγυότητας. Η Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας δεν ανανεώνει την πιστοποίηση σε περιπτώσεις που το πιστοποιημένο πρόσωπο ευθύνεται προσωπικά για πράξεις ή παραλείψεις που μαρτυρούν έλλειψη συνείδησης των βασικών υποχρεώσεων του διαχειριστή αφερεγγυότητας.»
Άρθρο 92
Εξετάσεις απόκτησης πιστοποίησης διαχειριστή αφερεγγυότητας Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 232 ν. 4738/2020
Στην παρ. 3 του άρθρου 232 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί των εξετάσεων για την απόκτηση πιστοποίησης, οι προθεσμίες κοινοποίησης του αποκλεισμού της συμμετοχής και της υποβολής ενστάσεως, του δευτέρου και τρίτου εδαφίου, αντίστοιχα, αυξάνονται, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Για τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις, οι υποψήφιοι υποβάλλουν αίτηση ενώπιον της επιτροπής εξετάσεων του άρθρου 233, η οποία συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά της παρ. 5 που αποδεικνύουν την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 231. Αν διαπιστωθεί ότι ο υποψήφιος δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 231, αποκλείεται η συμμετοχή του στις εξετάσεις με απόφαση της επιτροπής εξετάσεων, η οποία κοινοποιείται στον υποψήφιο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από τη λήψη της απόφασης αυτής. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η υποβολή ένστασης εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την κοινοποίησή της. Επί της ένστασης αυτής αποφαίνεται η αρμόδια αρχή με απόφασή της, η οποία εκδίδεται και κοινοποιείται στον υποψήφιο εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την υποβολή της.
Ο υποψήφιος μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, με αίτησή του να ζητήσει από την αρμόδια αρχή, που εξέδωσε την απόφαση, την ανάκληση ή τροποποίησή της, σύμφωνα με τα άρθρα 24 επ. του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.»
Άρθρο 93
Διαρκής επιμόρφωση πιστοποιημένων προσώπων Αντικατάσταση άρθρου 235 ν. 4738/2020
Το άρθρο 235 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί διαρκούς επιμόρφωσης των πιστοποιημένων προσώπων, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 235 Διαρκής επιμόρφωση πιστοποιημένων προσώπων
Το πιστοποιημένο πρόσωπο συμμετέχει σε προγράμματα διαρκούς επιμόρφωσης που προσφέρονται από πιστοποιημένους φορείς επιμόρφωσης.»
Άρθρο 94
Σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης διαχειριστή αφερεγγυότητας Αντικατάσταση παρ. 7 άρθρου 236 ν. 4738/2020
Η παρ. 7 του άρθρου 236 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί προσκόμισης σύμβασης ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης, αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας προσκομίζει στο όργανο που τον διορίζει σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης, η οποία καλύπτει την αστική του ευθύνη καθ’ όλην την περίοδο που ενέχεται από την άσκηση των καθηκόντων του ως διαχειριστή αφερεγγυότητας, για κάθε υπόθεση που χειρίζεται, ανάλογα με τη φύση, το μέγεθος των απαιτήσεων και την έκταση του κινδύνου.»
Άρθρο 95
Πειθαρχικές ποινές διαχειριστών αφερεγγυότητας Τροποποίηση άρθρου 245 ν. 4738/2020
Στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 245 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), αντικαθίστανται οι όροι «κυρώσεις» και «κύρωση» από τους όρους «ποινές» και «ποινή», αντιστοίχως, και το άρθρο 245 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 245 Πειθαρχικές ποινές
1. Πειθαρχικές ποινές κατά σειρά βαρύτητας είναι: α) η έγγραφη επίπληξη, β) η επιβολή προστίμου ύψους έως και είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και, σε περίπτωση υποτροπής, προστίμου ύψους έως και σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, γ) η προσωρινή απαγόρευση ανάληψης καθηκόντων διαχειριστή αφερεγγυότητας ή απασχόλησης σε αυτά για χρονικό διάστημα από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες, δ) η προσωρινή αφαίρεση της άδειας για χρονικό διάστημα έως δύο (2) ετών, η οποία επιβάλλεται ιδίως σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων περί κωλυμάτων και η παραίτηση από τη θέση στην οποία έχει διορισθεί χωρίς σπουδαίο λόγο, και ε) η οριστική αφαίρεση της άδειας και διαγραφή από το μητρώο.
2. Κάθε πειθαρχική ποινή καταχωρίζεται στο μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας ή στο μητρώο πιστοποιημένων προσώπων, κατά περίπτωση.»
Άρθρο 96
Επιμέτρηση ποινής διαχειριστών αφερεγγυότητας Τροποποίηση άρθρου 246 ν. 4738/2020
Στο άρθρο 246 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί επιμέτρησης ποινών, στις παρ. 1 και 3 ο όρος «κύρωση» αντικαθίσταται από τον όρο «ποινή», στην παρ. 3 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 246 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 246 Επιμέτρηση ποινής
1. Η πειθαρχική ποινή προσδιορίζεται: α) από τη βαρύτητα του παραπτώματος και των συνεπειών του, καθώς και από τον αντίκτυπό του στην άσκηση των καθηκόντων του διαχειριστή αφερεγγυότητας, β) από τον βαθμό του δόλου ή τον βαθμό της αμέλειας του διωκομένου, γ) από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το παράπτωμα, όπως, ιδίως, ο προσπορισμός οφέλους και δ) από την προσωπικότητα του διωκόμενου διαχειριστή ή του πιστοποιημένου προσώπου, την πείρα του, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη επαγγελματική του συμπεριφορά, καθώς και τη διαγωγή του μετά την πράξη, τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία να επανορθώσει τις συνέπειες.
2. Παράπτωμα ελαφράς φύσεως, οφειλόμενο σε αμέλεια του διωκόμενου διαχειριστή ή του πιστοποιημένου προσώπου μπορεί κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου να μείνει ατιμώρητο, μετά από εκτίμηση των συνθηκών υπό τις οποίες διαπράχθηκε, υπό την προϋπόθεση ότι γίνεται περί τούτου ειδική αιτιολόγηση στην απόφαση.
3. Η πειθαρχική ποινή της περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 245 επιβάλλεται μόνο σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία, από τις συνθήκες διάπραξής τους και τον διαπιστωμένο βαθμό υπαιτιότητας του διωκόμενου διαχειριστή ή πιστοποιημένου προσώπου, κατά περίπτωση, μαρτυρούν έλλειψη συνείδησης των βασικών του υποχρεώσεων. Τέτοιες προϋποθέσεις συντρέχουν:
α) αν ο διωκόμενος καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα,
β) αν καταδικάσθηκε αμετάκλητα για οποιοδήποτε πλημμέλημα, σύμφωνα με τις περ. β), γ) και δ) της παρ. 3 του άρθρου 231, και
γ) αν έχει τιμωρηθεί ήδη με ποινή προσωρινής παύσης τουλάχιστον έξι (6) μηνών την τελευταία τριετία για άλλη, χρονικά προγενέστερη, πράξη.»
Άρθρο 97
Διαγραφή πειθαρχικών ποινών διαχειριστών αφερεγγυότητας Προσθήκη άρθρου 246A στον ν. 4738/2020
Στον ν. 4738/2020 (Α’ 207) προστίθεται άρθρο 246A ως εξής:
«Άρθρο 246A Διαγραφή πειθαρχικών ποινών
1. Μετά την εκτέλεσή τους, οι πειθαρχικές ποινές διαγράφονται, ως εξής:
α) η επίπληξη, μετά τα τρία (3) έτη,
β) η επιβολή προστίμου, μετά τα οκτώ (8) έτη, και
γ) οι λοιπές ποινές, μετά τα δέκα (10) έτη, αν κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ο υπάλληλος δεν τιμωρήθηκε με άλλη ποινή.
Οι ποινές της οριστικής και προσωρινής αφαίρεσης της άδειας και διαγραφής από το μητρώο, δεν διαγράφονται.
2. Ο πειθαρχικός φάκελος ποινής που διαγράφεται, αφαιρείται από το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου, τίθεται στο αρχείο της υπηρεσίας και δεν επιτρέπεται εφεξής να αποτελεί στοιχείο κρίσης του.»
Άρθρο 98
Ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο Τροποποίηση άρθρου 249 ν. 4738/2020
Στην παρ. 1 του άρθρου 249 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί έφεσης των αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, αφαιρείται από το πρώτο εδάφιο η φράση «με εξαίρεση εκείνες που επιβάλλουν την επίπληξη σύμφωνα με το άρθρο 245», το δεύτερο εδάφιο τροποποιείται ώστε η άσκηση έφεσης να γίνεται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Οι αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται σε έφεση εκ μέρους του καταδικασθέντος. Επίσης, σε έφεση ασκούμενη από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών υπόκεινται όλες οι αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η έφεση ασκείται ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου.»
Άρθρο 99
Αρχειοθέτηση καταγγελιών Τροποποίηση άρθρου 250 ν. 4738/2020
Στο άρθρο 250 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί διαχείρισης επιλήψιμων πράξεων και ανάθεσης της προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης, αντικαθίστανται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 και η παρ. 2, και το άρθρο 250 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 250 Διαχείριση επιλήψιμων πράξεων και ανάθεση προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης
1. Οι καταγγελίες για πειθαρχικώς επιλήψιμες πράξεις διαχειριστή αφερεγγυότητας ή πιστοποιημένου προσώπου απευθύνονται στον Πρόεδρο της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας. Ανώνυμες καταγγελίες δεν λαμβάνονται υπόψη και αρχειοθετούνται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής χωρίς να ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 3 του άρθρου 253. Ο Πρόεδρος μπορεί ακόμη να λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση σχετικά με την τέλεση τέτοιων πράξεων, καθώς και διαμέσου δικαστικής ή εν γένει δημόσιας αρχής.
2. Αν η καταγγελία δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία ή ανεπίδεκτη οποιασδήποτε εκτίμησης, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας τη θέτει στο αρχείο με συνοπτική αιτιολογία.
3. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας, μόλις λάβει την καταγγελία ή γνώση της επιλήψιμης πράξης, παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης, την οποία αναθέτει σε μέλος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.»
Άρθρο 100
Περάτωση προκαταρκτικής εξέτασης Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 251 ν. 4738/2020
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 251 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης, αντικαθίσταται, και το άρθρο 251 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση είναι συνοπτική και σύντομη και διαρκεί τριάντα (30) ημέρες κατ’ ανώτατο όριο. Η προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση περατώνεται με το πόρισμα, αφού κληθεί να δώσει εξηγήσεις, γραπτές ή προφορικές, το καταγγελλόμενο πρόσωπο.»
Άρθρο 101
Βελτιώσεις σε ζητήματα πειθαρχικής δίωξης Τροποποίηση άρθρου 252 ν. 4738/2020
Στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 252 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί άσκησης πειθαρχικής δίωξης, προστίθεται δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 252 διαμορφώνονται ως εξής:
«Άρθρο 252 Άσκηση της πειθαρχικής δίωξης
1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος. Αν δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας, τη θέτει στο αρχείο με συνοπτική αιτιολογία.
2. Το έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης μαζί με το πόρισμα της προκαταρκτικής εξέτασης και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου αποστέλλονται αμέσως στον Πρόεδρο του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Στο έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης προσδιορίζονται επακριβώς ο τόπος, ο χρόνος και τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος διαχειριστής αφερεγγυότητας.
3. Εφόσον ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, στη σύνθεση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την περαιτέρω διαδικασία μετέχει ο αναπληρωτής του μέλους που διενήργησε την προκαταρκτική εξέταση.»
Άρθρο 102
Άσκηση έφεσης κατά οποιασδήποτε ποινής Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 255 ν. 4738/2020
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 255 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί υποβολής έφεσης κατά της επιβολής ποινής από το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, τροποποιείται, ώστε να επιτρέπεται η υποβολή έφεσης και κατά της επίπληξης, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Ο διωκόμενος, στον οποίο επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την επίδοση της απόφασης και πάντως όχι μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την έκδοση της απόφασης. Εντός προθεσμίας των τριών (3) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου στον διωκόμενο, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση. Η έφεση ασκείται με κατάθεσή της στη γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Για την άσκηση της έφεσης συντάσσεται έκθεση. Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκησή της δεν έχουν ανασταλτική δύναμη, εκτός αν στην απόφαση ορίζεται διαφορετικά. Μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της έφεσης, με επιμέλεια και ευθύνη του Προέδρου του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εξέδωσε την απόφαση, ο φάκελος παραδίδεται στον Πρόεδρο του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου.»
Άρθρο 103
Ανανέωση πιστοποίησης διαχειριστών αφερεγγυότητας
Προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 263 του ν. 4738/2020 Στο άρθρο 263 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί μεταβατικού δικαίου, προστίθεται παρ. 7 ως εξής: «7. Η πιστοποίηση την οποία διαθέτουν οι διαχειριστές αφερεγγυότητας στους οποίους είχε χορηγηθεί άδεια κατά το άρθρο 7 του π.δ. 133/2016 (Α’ 242), ανανεώνεται σύμφωνα με τον παρόντα, με την πάροδο τεσσάρων (4) ετών από την ημερομηνία που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 308 του παρόντος και έπειτα κάθε τέσσερα (4) έτη.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΥΣ Δ’
Άρθρο 104
Μεταβατικές διατάξεις Μέρους Δ’
Η προθεσμία υποβολής αιτήσεων, καθώς και η χορήγηση συνεισφοράς δημοσίου σε ευάλωτους οφειλέτες, παρατείνονται μέχρι τη μεταβίβαση της κατοικίας τους στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, σύμφωνα με το άρθρο 219 του ν. 4738/2020 (Α’ 207) και σε κάθε περίπτωση, όχι πέρα από δεκαπέντε (15) μήνες, από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Δεν χορηγούνται ενισχύσεις δυνάμει του παρόντος, είτε προς νέους αιτούντες, είτε προς ήδη ωφελούμενους από το πρόγραμμα, πριν την έκδοση εγκριτικής απόφασης της ανωτέρω παράτασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Άρθρο 105
Καταργούμενες διατάξεις Μέρους Δ’ Κατάργηση παρ. 1 άρθρου 133 ν. 4738/2020
Η παρ. 1 του άρθρου 133 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί εισήγησης στο πτωχευτικό δικαστήριο, καταργείται.
ΜΕΡΟΣ Ε’
ΕΠΑΝΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΑΤΟΣ «ΗΡΑΚΛΗΣ» ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ Ν. 4649/2019
Άρθρο 106
Πεδίο εφαρμογής Tροποποίηση παρ. 1 άρθρου 1 ν. 4649/2019
Στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4649/2019 (Α’ 206) περί του πεδίου εφαρμογής προστίθεται αναφορά στην απόφαση επαναεισαγωγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Με τον παρόντα νόμο καθορίζονται οι προϋποθέσεις και οι όροι υπό τους οποίους δύναται να παρέχεται η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με την από 10.10.2019 C (2019) 7309 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (εφεξής «αρχική απόφαση»), την από 9.4.2021 C (2021) 2545 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (εφεξής «απόφαση παράτασης») και την από 28.11.2023 C (2023) 8034 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως αυτή θα ισχύσει από τη δημοσίευσή της («εφεξής απόφαση επανεισαγωγής»), οι οποίες αφορούν στο πρόγραμμα παροχής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων, με σκοπό τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, με την ονομασία «ΗΡΑΚΛΗΣ».»
Άρθρο 107
Παροχή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου Tροποποίηση παρ. 1, 3 και 4 άρθρου 6 ν. 4649/2019
Στο άρθρο 6 του ν. 4649/2019 (Α’ 206), περί της παροχής εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου: α) τροποποιείται το τρίτο εδάφιο της παρ. 1, ως προς το ύψος του προβλεπόμενου προϋπολογισμού, β) η παρ. 3 αντικαθίσταται, γ) στην παρ. 4 προστίθεται η απόφαση επανεισαγωγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και το άρθρο 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 6 Παροχή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου
1. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να παρέχει εγγύηση (η «πράξη παροχής εγγύησης»), μετά από σύμφωνη γνώμη της Διυπουργικής Επιτροπής της παραγράφου 1 του άρθρου 96 του ν. 4549/2018 (Α’ 105), όπως ισχύει, προς τους ομολογιούχους υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και υπέρ του αποκτώντος, για τιτλοποιημένες απαιτήσεις του παρόντος νόμου. Η εγγύηση τίθεται σε ισχύ με την υπογραφή, μετά την προσκόμιση των δικαιολογητικών της παραγράφου 2 του άρθρου 10, της σύμβασης εγγύησης σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος Γ’, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος νόμου (η «σύμβαση εγγύησης»). Το ανώτατο συνολικό ποσό της δυνάμενης να χορηγηθεί εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ εφαρμογή του παρόντος νόμου ανέρχεται σε δύο δισεκατομμύρια (2.000.000.000) ευρώ. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται κατόπιν σχετικής απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ως άνω ποσό δύναται να αυξάνεται.
2. Η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου συνίσταται στην ανάληψη υποχρέωσης πληρωμής των υποχρεώσεων του αποκτώντος για την ολοσχερή εξόφληση απαιτήσεων από ομολογίες υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων για αποπληρωμή του κεφαλαίου και των τόκων για όλη τη διάρκεια των τίτλων. Η εξόφληση των απαιτήσεων διενεργείται κατά τόκους ή/και κεφάλαιο, αναλόγως της δομής και των συμβατικών όρων κάθε ομολογίας υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας.
3. Το αίτημα για την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου υποβάλλεται αποκλειστικά εντός χρονικής περιόδου που εκκινεί από την ημερομηνία δημοσίευσης της «απόφασης επανεισαγωγής» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επί του προγράμματος παροχής εγγυήσεων του παρόντος, και λήγει στις 31.12.2024. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται κατόπιν σχετικής απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπορεί να παρατείνεται η περίοδος παροχής εγγύησης, καθώς επίσης να τροποποιούνται για το μέλλον οι όροι παροχής αυτής.
4. Η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου είναι ρητή, ανέκκλητη, ανεπιφύλακτη και σε πρώτη ζήτηση, σύμφωνα με τα άρθρα 213, 214 και 215 της παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, ως εάν το Ελληνικό Δημόσιο ήταν πρωτοφειλέτης, διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και ερμηνεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις της «αρχικής απόφασης», της «απόφασης παράτασης» και της «απόφασης επανεισαγωγής» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και του πρωτογενούς, παραγώγου και επικουρικού ενωσιακού δικαίου περί κρατικών ενισχύσεων.
5. Η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου χορηγείται έως την καθορισμένη λήξη των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ή την πλήρη εξόφλησή τους.
6. Στην απόφαση της παραγράφου 1 αναφέρεται το ακριβές ποσό της εγγύησης, ο χρόνος διάρκειάς της, η καταβλητέα στο Ελληνικό Δημόσιο προμήθεια ασφαλείας και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εγγύηση παραμένει σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 15.»
Άρθρο 108
Καθορισμός και καταβολή προμήθειας ασφαλείας Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 7 ν. 4649/2019
Στη παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 4649/2019 (Α’ 206), περί του καθορισμού και της καταβολής προμήθειας ασφαλείας: α) οι λέξεις «Ενότητα 3.2» αντικαθίσταται από τις λέξεις «Ενότητα 3 του Παραρτήματος I», β) οι λέξεις «αρχικής απόφασης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «απόφασης επανεισαγωγής» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Το ύψος της προμήθειας καθορίζεται με την πράξη παροχής της εγγύησης σύμφωνα με το Παράρτημα Β’ του παρόντος νόμου και σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Ενότητα 3 του Παραρτήματος I της «απόφασης επανεισαγωγής» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.»
Άρθρο 109
Προθεσμία υποβολής των αιτημάτων για την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 9 ν. 4649/2019
Η περ. α) της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 4649/2019 (Α’ 206), περί της προθεσμίας υποβολής του αιτήματος για την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, αντικαθίσταται και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Το υποβαλλόμενο αίτημα γίνεται αποδεκτό εφόσον:
α) Υποβληθεί εντός της χρονικής περιόδου που εκκινεί από την ημερομηνία δημοσίευσης της «απόφασης επανεισαγωγής» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και λήγει στις 31.12.2024.
β) Έχει συμπληρωθεί σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος του παρόντος νόμου.
γ) Συνοδεύεται από το σύνολο των εγγράφων της παρ. 3 προσηκόντως υπογεγραμμένο από τους νόμιμους εκπροσώπους του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, οι οποίοι βεβαιώνουν την πληρότητα και ακρίβεια των υποβαλλομένων συνοδευτικών εγγράφων.»
Άρθρο 110
Πιστοληπτική Αξιολόγηση Ομολογιών Υψηλής Εξοφλητικής Προτεραιότητας Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 11 ν. 4649/2019
Η παρ. 1 και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 4649/2019 (Α’ 206), περί της πιστοληπτικής αξιολόγησης ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, τροποποιούνται ως προς την ελάχιστη βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, και οι παρ. 1 και 2 διαμορφώνονται ως εξής:
«1. Για την έναρξη ισχύος της εγγύησης του παρόντος νόμου, οι Ομολογίες Υψηλής Εξοφλητικής Προτεραιότητας πρέπει προηγουμένως να λάβουν κατηγορία αξιολόγησης ΒΒ+, Ba1, ΒΒ+, BB (high) ή υψηλότερη, από ΕΟΠΑ αναγνωρισμένο, κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της εγγύησης, σε οικείο μητρώο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
2. Τυχόν δεύτερη αξιολόγηση διενεργείται από ΕΟΠΑ που έχει καταχωρηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΕ) 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Η δεύτερη αξιολόγηση δεν δύναται να υπολείπεται της κατηγορίας ΒΒ+, Ba1, ΒΒ+, BB (high).»
Άρθρο 111
Κατάπτωση της εγγύησης Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 13 ν. 4649/2019
Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 4649/2019 (Α’ 206), περί της κατάπτωσης της εγγύησης προστίθεται αναφορά στην απόφαση επαναεισαγωγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Εντός τριάντα (30) ημερών από την παραλαβή του αιτήματος κατάπτωσης από τον εγγυητή, το Ελληνικό Δημόσιο καταβάλει τα οφειλόμενα στους ομολογιούχους υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ποσά, σύμφωνα με τους όρους των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας που διαλαμβάνονται στα συμβατικά έγγραφα της τιτλοποίησης απαιτήσεων. Το Ελληνικό Δημόσιο υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα των ομολογιούχων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και έχει το δικαίωμα να εισπράξει τα καταβληθέντα στους ομολογιούχους ποσά, μαζί με τους νόμιμους τόκους και έξοδα είσπραξης από τον αποκτώντα, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος, σε εφαρμογή της «αρχικής απόφασης», της «απόφασης παράτασης» και της «απόφασης επανεισαγωγής» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.»
Άρθρο 112
Τροποποίηση Παραρτημάτων Α’, Β’ και Γ’ ν. 4649/2019
1. Το αίτημα που συντάσσεται σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος Α του ν. 4649/2019 (Α’ 206), περί του υποδείγματος αιτήματος παροχής εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου υπέρ του αποκτώντος προς τους κατόχους ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας των τιτλοποιήσεων του ίδιου νόμου, απευθύνεται προς Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γενική Γραμματεία Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους Διεύθυνση Χρηματοοικονομικής Πολιτικής.
2. Στο Παράρτημα Β’ του ν. 4649/2019, περί της μεθόδου υπολογισμού του ύψους της προμήθειας για την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου: α) στην παρ. 1 γίνεται λεκτική διόρθωση στον ορισμό του «Προσαρμοσμένου Αναλογικού Συντελεστή Επιτοκιακών Περιθωρίων», β) στην υποπερ. (i) της περ. (δ) της παρ. 2, το προεξοφλητικό επιτόκιο ορίζεται σε εξίμιση τοις εκατό (6,5%) από τέσσερα τοις εκατό (4%), γ) στην παρ. 3: γα) διορθώνεται η αρίθμηση των υποσημειώσεων και αντικαθίστανται οι υποσημειώσεις 2, 3 και 4, γβ) στην περ. (α) διαγράφεται η λέξη «αρχικό», γίνεται επικαιροποίηση στο εύρος αξιολόγησης και στον τύπο υπολογισμού του Αναλογικού Συντελεστή Επιτοκιακών Περιθωρίων, γγ) η περ. (β) αντικαθίσταται, γδ) στην περ. (γ) αντικαθίσταται ο Πίνακας 1 περί της αριθμητικής βαθμολογίας ανά βαθμίδα, γε) η περ. (ε) αντικαθίσταται, και το Παράρτημα Β διαμορφώνεται ως εξής:
«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β’ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ
(1) Το Ελληνικό Δημόσιο εισπράττει αποζημίωση (η «Προμήθεια») η οποία θα αντικατοπτρίζει τους κινδύνους που αναλαμβάνει ως Εγγυητής και θα είναι συνάρτηση των ημερομηνιακών λήξεων των Ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας. Η Προμήθεια θα υπολογίζεται ως ακολούθως:
Προμήθεια = Προμήθεια προ Προσαρμογής Επί Προσαρμοσμένο Αναλογικό Συντελεστή Επιτοκιακών Περιθωρίων
Όπου: Προμήθεια προ Προσαρμογής = Βασική προμήθεια + Προσαύξηση
Προσαρμοσμένος Αναλογικός Συντελεστής Επιτοκιακών Περιθωρίων = 1 Αναλογικός Συντελεστής Επιτοκιακών Περιθωρίων επί Συνολικό Μέσο Όρο Αξιολόγησης
(2) Η Προμήθεια προ Προσαρμογής υπολογίζεται ως ακολούθως:
(α) Ως βάση υπολογισμού προτείνεται η τιμή των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (credit default swap CDS) της Ελληνικής Δημοκρατίας («Δείκτης Αναφοράς»). Για τον υπολογισμό του Δείκτη Αναφοράς λαμβάνεται υπόψη ο διμηνιαίος μέσος όρος των μέσων τιμών (mid prices) των εν λόγω συμβάσεων όπως εμφανίζονται με τιμή κλεισίματος στην oθόνη Bloomberg. Ο υπολογισμός του μέσου αυτού όρου αναφέρεται σε χρονική διάρκεια δύο μηνών πριν την υποβολή του σχετικού αιτήματος για υπαγωγή στην Εγγύηση από Πιστωτικό Ίδρυμα.
(β) Η Βασική Προμήθεια είναι συνάρτηση του κατάλληλου Δείκτη Αναφοράς και υπολογίζεται ως ακολούθως:
(i) για τα έτη 1, 2 και 3, ο Δείκτης Αναφοράς 3-ετίας (CDS 3y),
(ii) για τα έτη 4 και 5, ο Δείκτης Αναφοράς 5-ετίας (CDS 5y),
(iii) για τα έτη 6 και 7, ο Δείκτης Αναφοράς 7-ετίας (CDS 7y),
(iv) έπειτα, ο Δείκτης Αναφοράς 10-ετίας (CDS 10y),
(γ) Η Προσαύξηση υπολογίζεται ως ακολούθως: (i) για τα έτη 4 και 5, αν η σειρά ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας δεν έχει αποπληρωθεί ολοσχερώς έως το τέλος του έτους 3, η προσαύξηση αντιστοιχεί στην κάλυψη της διαφοράς των καταβολών ως συνέπεια της εκ των υστέρων εφαρμογής του δείκτη αναφοράς CDS 5ετίας σε σχέση με τον δείκτη αναφοράς CDS 3ετίας που είχε εφαρμοστεί κατά τα έτη 1 έως 3,
(ii) για τα έτη 6 και 7, αν η σειρά ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας δεν έχει αποπληρωθεί ολοσχερώς έως το τέλος του έτους 5, η προσαύξηση αντιστοιχεί στην κάλυψη της διαφοράς των καταβολών ως συνέπεια της εκ των υστέρων εφαρμογής του δείκτη αναφοράς CDS 7ετίας σε σχέση με τον δείκτη αναφοράς CDS 5ετίας που είχε εφαρμοστεί κατά τα έτη 1 έως 5,
(iii) για τα έτη 8, 9 και 10, αν η σειρά ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας δεν έχει αποπληρωθεί ολοσχερώς έως το τέλος του έτους 7, η προσαύξηση αντιστοιχεί στην κάλυψη της διαφοράς των καταβολών ως συνέπεια της εκ των υστέρων εφαρμογής του δείκτη αναφοράς CDS 10ετίας σε σχέση με τον δείκτη αναφοράς CDS 7ετίας που είχε εφαρμοστεί κατά τα έτη 1 έως 7.
(δ) Οι υπολογισμοί υπό (γ) γίνονται επί τη βάσει των ακόλουθων παραδοχών:
(i) προεξοφλητικό επιτόκιο 6,5%, (ii) γραμμική αποπληρωμή της σειράς ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, ώστε να έχουν εξοφληθεί ολοσχερώς μετά το 10ο έτος.1
(3) Η Προμήθεια προ Προσαρμογής, διαμορφώνεται περαιτέρω από έναν «Προσαρμοσμένο Αναλογικό Συντελεστή Επιτοκιακών Περιθωρίων». Αυτός ο συντελεστής λαμβάνει υπόψη τη διαφορά της αξιολόγησης των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και του μέσου όρου αξιολογήσεων του Δείκτη Αναφοράς.2
………….
1 Αυτή η παραδοχή συνεπάγεται ετήσιο ρυθμό αποπληρωμής 1/10.
……….
Αυτός ο Προσαρμοσμένος Αναλογικός Συντελεστής Επιτοκιακών Περιθωρίων προκύπτει ως ακολούθως:
(α) Για τον Αναλογικό Συντελεστή Επιτοκιακών Περιθωρίων, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος της αναλογίας της ελάχιστης αποδεκτής απόδοσης («ΕΑΑ») δύο αντιπροσωπευτικών δεικτών3 του Bloomberg, όπου ο ένας συμπεριλαμβάνει εταιρείες με αξιολόγηση στο εύρος ΒΒΒ και ο άλλος εταιρείες με αξιολόγηση στο εύρος ΒΒ, μείον το 5-ετές συμβόλαιο ανταλλαγής επιτοκίων σε Ευρώ («Swap Rate») (5-year Euro swap rate) αντιστοίχως, και ο υπολογισμός του έχει ως ακολούθως:
Αναλογικός συντελεστής
t =
EAA(Δείκτης BBB)t – Swap Ratet
Επιτοκιακών Περιθωρίων
EAA (Δείκτης BB)t – Swap Ratet
(β) Λόγω της περιορισμένης μεταβλητότητας αυτής της αναλογίας και προκειμένου να διασφαλισθεί η σταθερότητα και συγκρισιμότητα, ο Αναλογικός Συντελεστής Επιτοκιακών Περιθωρίων ορίστηκε στο 41%4 καθ’ όλη τη διάρκεια του Προγράμματος, σύμφωνα με την «απόφαση επανεισαγωγής» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
(γ) Κατά τον χρόνο εκάστης Τιτλοποίησης, ο Αναλογικός Συντελεστής Επιτοκιακών Περιθωρίων προσαρμόζεται με βάση τον μέσο όρο αξιολογήσεων του (τότε) εφαρμοστέου Δείκτη Αναφοράς, ο οποίος προκύπτει από το μέσο όρο αξιολογήσεων ΕΟΠΑ55 ενός διμήνου («Συνολικός Μέσος Όρος Αξιολογήσεων»). Σε κάθε βαθμίδα αξιολόγησης αποδίδεται μια αριθμητική βαθμολογία, η οποία εξαρτάται από την αξιολόγηση των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας στη συγκεκριμένη Τιτλοποίηση, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα βαθμολόγησης:
Πίνακας 1: Αριθμητική βαθμολογία ανά βαθμίδα
Αξιολόγηση του δείκτη αναφοράς
Αξιολόγηση ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας
ΒΒΒ
ΒΒΒ-
ΒΒ+
ΒΒΒ
0
-0,33
-0,67
ΒΒΒ-
0,33
0
-0,33
ΒΒ+
0,67
0,33
0
ΒΒ
1,00
0,67
0,33
ΒΒ-
1,33
1,00
0,67
—————————-
2 Η τιμή των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (CDS) της Ελληνικής Δημοκρατίας αναφέρεται στην πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας που στις 21 Σεπτεμβρίου 2023 ήταν BBB (low) (DBRS), BB+ (Fitch Ratings), Ba1 (Moody’s), and BB+ (Standard & Poor’s).
3 Τα σύμβολα είναι I02202EU και LP07TREU για τους δείκτες BBB και BB αντίστοιχα.
4 Ο υπολογισμός που παρέχεται από τις ελληνικές αρχές δείχνει ότι η αναλογία περιθωρίου επιτοκίου είναι 0,412, 0,407 και 0,408 όταν υπολογίζεται με χρονικό ορίζοντα 1 έτους, 6 μηνών και 3 μηνών αντίστοιχα.
5 Εξωτερικός Οργανισμός Πιστοληπτικής Αξιολόγησης (ΕΟΠΑ)
——————————
(δ) Η μέση βαθμολογία κάθε ΕΟΠΑ υπολογίζεται σταθμίζοντας την αξιολόγηση για τον σχετικό αριθμό ημερών προς την περίοδο αναφοράς. Ο Συνολικός Μέσος Όρος Βαθμολόγησης υπολογίζεται ως ο απλός μέσος όρος των σταθμισμένων μέσων βαθμολογιών των ΕΟΠΑ.
(ε) Κατόπιν, ο Προσαρμοσμένος Αναλογικός Συντελεστής Επιτοκιακών Περιθωρίων υπολογίζεται ως ακολούθως, όπου το 41% είναι ο Αναλογικός Συντελεστής Επιτοκιακών Περιθωρίων:
Προσαρμοσμένος Αναλογικός Συντελεστής Επιτοκιακών Περιθωρίων = 1 41% επί Συνολικό Μέσο Όρο Αξιολογήσεων.
(4) Επομένως, η καταβλητέα Προμήθεια υπολογίζεται ως το γινόμενο της Προμήθειας προ Προσαρμογής επί τον Αναλογικό Συντελεστή Προσαρμογής Επιτοκιακών Περιθωρίων.»
3. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 7 του Παραρτήματος Γ’ του ν. 4649/2019, περί του Σχεδίου Πράξης Παροχής Εγγύησης (Γ1) και του Σχεδίου Σύμβασης Εγγύησης στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα (Γ2): α) οι λέξεις «Ενότητα 3.2» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Ενότητα 3 του Παραρτήματος I», β) οι λέξεις «αρχικής απόφασης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «απόφασης επανεισαγωγής», και η παρ. 7 διαμορφώνεται ως εξής:
«7. ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ Από την ημερομηνία παροχής της Εγγύησης και καθόλο το διάστημα ισχύος αυτής ο Αποκτών καταβάλλει προς τον Εγγυητή την προμήθεια ασφαλείας υπολογιζόμενη κατά την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος σύμφωνα με το Παράρτημα Β’ του νόμου [στοιχεία ταυτοποίησης του νόμου στον οποίο προσαρτάται το παρόν], και σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Ενότητα 3 του Παραρτήματος Ι της «απόφασης επανεισαγωγής» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά στην Πράξη Παροχής της εγγύησης, η προμήθεια ασφαλείας υπολογίζεται και καταβάλλεται στην αρχή κάθε εκτοκιστικής περιόδου. Η προμήθεια είναι καταβλητέα στον λογαριασμό [προσδιορισμός λογαριασμού καταβολής προμήθειας].»
ΜΕΡΟΣ ΣΤ’
ΑΛΛΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 113
Προϋπολογισμός δημοσίων επενδύσεων του έτους 2023 Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 79 του ν. 4270/2014
Στο άρθρο 79 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), περί δαπανών του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων, προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. Για τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων του έτους 2023 το προβλεπόμενο στην παρ. 2 όριο προέγκρισης ανάληψης υποχρεώσεων σε βάρος του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων του επόμενου έτους, δεν δύναται να υπερβαίνει συνολικά το τριάντα οχτώ τοις εκατό (38%) των εγκεκριμένων πιστώσεων για το έτος 2023.»
Άρθρο 114
Συναλλαγές του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου σε ρυθμιζόμενη αγορά Αντικατάσταση παρ. 13 άρθρου 5, τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 6 ν. 3986/2011
1. Η παρ. 13 του άρθρου 5 του ν. 3986/2011 (Α’ 152) αντικαθίσταται ως εξής:
«13. Ως προς τις συναλλαγές των παρ. 11 και 12, που λαμβάνουν χώρα σε Ρυθμιζόμενη Αγορά του ν. 4514/2018, εφαρμόζεται η περ. (γ) της παρ. 1 του άρθρου 325 του ν. 4700/2020 (Α’ 127), περί εξαιρέσεων από τον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι συναφείς αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων του Ταμείου, εφόσον λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και κατ’ εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας, θεωρούνται σύμφωνες με τους σκοπούς του Ταμείου, όπως αυτοί ορίζονται στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 1 και με τους κανόνες χρηστής διαχείρισης της περιουσίας του. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων δεν έχουν αστική ευθύνη έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις ως προς τις ανωτέρω συναλλαγές, παρά μόνο για βαρεία αμέλεια και δόλο. Η διάταξη αυτή δεν απαλλάσσει τους ανωτέρω από τυχόν ευθύνη τους έναντι του Ταμείου.»
2. Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 6 του. ν. 3986/2011 οι λέξεις «της παρ. 11» αντικαθίστανται με τις λέξεις «των παρ. 11 και 12» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου μετά από γνώμη του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων είναι δυνατόν αντί της αποτίμησης της προηγούμενης παραγράφου να λαμβάνεται γνωμοδότηση πιστωτικού ιδρύματος ή Ε.Π.Ε.Υ. σχετικά με το δίκαιο και εύλογο της προτεινόμενης συναλλαγής. Το Διοικητικό Συμβούλιο οφείλει με απόφασή του να καθορίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων θα δύναται να επιλέγεται η λήψη γνωμοδότησης κατά το προηγούμενο εδάφιο. Πριν από συναλλαγές των παρ. 11 και 12 του άρθρου 5, λαμβάνεται υποχρεωτικά γνωμοδότηση πιστωτικού ιδρύματος ή Ε.Π.Ε.Υ. σχετικά με το δίκαιο και εύλογο της προτεινόμενης συναλλαγής, με την οποία πιστοποιείται ότι η διαδικασία είναι σύμφωνη με τη διεθνή βέλτιστη πρακτική που ακολουθείται σε αντίστοιχες συναλλαγές. Δεν επιτρέπεται η λήψη της γνωμοδότησης του τρίτου εδαφίου από το πιστωτικό ίδρυμα ή την Ε.Π.Ε.Υ. ή από πιστωτικό ίδρυμα ή Ε.Π.Ε.Υ. που ανήκει στον ίδιο όμιλο ή έχει σχέση ελέγχουσας και ελεγχόμενης επιχείρησης ή συνδεδεμένου προσώπου υπό την έννοια της περ. (ζ) του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’ 167) με αυτό στο οποίο ανατίθεται, σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 5 του παρόντος, η εξεύρεση αγοραστών μέσω διαδικασίας βιβλίου προσφορών.»
Άρθρο 115
Εξαιρετική νομιμοποίηση διαχειριστών πιστώσεων
1. Σε περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης των απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων σε διαχειριστές πιστώσεων, αυτοί νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκούν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, διαδικασίες αφερεγγυότητας και διευθέτησης οφειλών. Εφόσον ο διαχειριστής πιστώσεων συμμετέχει σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον αγοραστή πιστώσεων.
2. Τα έντυπα δημοσίευσης στο αρμόδιο ενεχυροφυλακείο της παρ. 7 του άρθρου 14 και της παρ. 7 του άρθρου 21 αποτελούν πλήρη απόδειξη για την εξαιρετική νομιμοποίηση του διαχειριστή πιστώσεων, χωρίς να απαιτείται η προσκομιδή πρόσθετων εγγράφων ή η τήρηση άλλης διατύπωσης. Σε περίπτωση ανάθεσης της διαχείρισης απευθείας από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, αρκεί να προσκομίζεται η σύμβαση διαχείρισης σε περιληπτική μορφή ή απόσπασμα αυτής, εφόσον περιέχει τα στοιχεία που ορίζονται στην απόφαση της περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 39.
3. Το παρόν εφαρμόζεται και σε όσες περιπτώσεις ο διαχειριστής πιστώσεων αναλαμβάνει τη διαχείριση απαιτήσεων που έχουν τιτλοποιηθεί σύμφωνα με τον ν. 3156/2003 (Α’ 157). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εξαιρετική νομιμοποίηση του διαχειριστή πιστώσεων αποδεικνύεται πλήρως μέσω των εντύπων που προβλέπονται στις παρ. 8 και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, χωρίς να απαιτείται η προσκομιδή πρόσθετων εγγράφων ή η τήρηση άλλης διατύπωσης.
Άρθρο 116
Δυνατότητα συμπερίληψης προκαταβολής στην αντιπρόταση των χρηματοδοτικών φορέων Τροποποίηση παρ. 2Α του άρθρου 71 ν. 4738/2020
Στην παρ. 2Α του άρθρου 71 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί εξουσιοδοτήσεων αναφορικά με τη διαδικασία προτάσεων αναδιάρθρωσης στους συνοφειλέτες, επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται η φράση «των τραπεζών» από τη φράση «των χρηματοδοτικών φορέων», και β) προστίθενται δύο τελευταία εδάφια, και η παρ. 2Α διαμορφώνεται ως εξής:
«2Α. Σε περίπτωση που κατά τη διακριτική ευχέρεια των χρηματοδοτικών φορέων δεν γίνει χρήση του υπολογιστικού εργαλείου, αυτοί δύνανται, για να κάνουν πρόταση αναδιάρθρωσης στον οφειλέτη, να συναξιολογήσουν την ικανότητα συνεισφοράς στην αποπληρωμή των συνοφειλετών του στους χρηματοδοτικούς φορείς, όπως και την αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων αυτών. Για τον λόγο αυτόν είναι δυνατή η πρόσκληση των συνοφειλετών χρηματοδοτικών φορέων, που κατά περίπτωση ορίζουν οι χρηματοδοτικοί φορείς. Τα τεχνικά και λεπτομερειακά θέματα της διαδικασίας πρόσκλησης των συνοφειλετών χρηματοδοτικών φορέων και η ανταπόκριση αυτών αναφέρονται στην κοινή απόφαση της παρ. 5. Η θετική ανταπόκριση συνοφειλέτη χρηματοδοτικού φορέα συνεπάγεται αυτοδίκαια την εφαρμογή των άρθρων 10 και 12. Η αντιπρόταση των χρηματοδοτικών φορέων κατά την παρούσα, προκύπτει επίσης από σχετικό υπολογιστικό εργαλείο, στο οποίο έχουν ενσωματωθεί οι παράμετροι της μεθοδολογίας αντιπρότασης των πιστωτών, όπως αυτή εξειδικεύεται στην απόφαση της παρ. 5 του άρθρου 71. Για περιπτώσεις οφειλετών στους οποίους έχει κοινοποιηθεί πρόγραμμα πλειστηριασμού, εξαιρουμένων των ευάλωτων οφειλετών για τους οποίους έχει εκδοθεί βεβαίωση ευάλωτου οφειλέτη, η αντιπρόταση των χρηματοδοτικών φορέων δύναται να περιέχει προκαταβολή ποσοστού έως δέκα τοις εκατό (10%), επί του κεφαλαίου, όπως διαμορφώνεται από την πρόταση του υπολογιστικού εργαλείου, η οποία καταβάλλεται στον πιστωτή με το μεγαλύτερο άθροισμα ποσών ανάκτησης ανά οφειλή. Ο πιστωτής αυτός δύναται να εξαιρέσει από τη χορηγηθείσα αντιπρόταση τη λήψη της προκαταβολής του προηγούμενου εδαφίου ή να τη μειώσει εφόσον συνεκτιμήσει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τεκμηριώνουν την ιδιαίτερη οικονομική δυσχέρεια ή τυχόν κοινωνικά κριτήρια ή ειδικά προβλήματα υγείας.»
Άρθρο 117
Μεταβατική ρύθμιση Πεδίο εφαρμογής περ. δ παρ. 3 άρθρου 7 ν. 4738/2020
Εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, επιτρέπεται η υποβολή νέας αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, κατά παρέκκλιση της περ. δ) της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), για τη ρύθμιση οφειλών προς το Δημόσιο και Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες βεβαιώθηκαν μετά από την ημερομηνία οριστικής υποβολής της αρχικής αίτησης υπαγωγής, εφόσον το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία αυτή έως την επίτευξη σύμβασης αναδιάρθρωσης δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα (12) μηνών.
Άρθρο 118
Επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ευάλωτων νοικοκυριών κατά τον Δεκέμβριο 2023
1. Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2023 καταβάλλεται εφάπαξ οικονομική ενίσχυση ύψους εκατό πενήντα (150) ευρώ:
α. σε συνταξιούχους του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), στους οποίους καταβλήθηκε κύρια σύνταξη γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου μηνός Οκτωβρίου 2023 και οι οποίοι κατά τον μήνα αυτό είχαν ποσό προσωπικής διαφοράς συντάξεων, συμψηφιστέας με την ετήσια αναπροσαρμογή των συντάξεων, ίσο ή μικρότερο των δέκα (10) ευρώ,
β. σε συνταξιούχους του e-Ε.Φ.Κ.Α., στους οποίους, καταβλήθηκε κύρια σύνταξη γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου μηνός Οκτωβρίου 2023 είτε με αρνητική προσωπική διαφορά, είτε χωρίς προσωπική διαφορά συντάξεων,
γ. σε συνταξιούχους του e-Ε.Φ.Κ.Α., οι οποίοι έλαβαν προσυνταξιοδοτική παροχή μηνός Οκτωβρίου 2023, και
δ. σε όσους έλαβαν συνταξιοδοτικές παροχές της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) μηνός Οκτωβρίου 2023.
Η έκτακτη εφάπαξ οικονομική ενίσχυση χορηγείται στους παραπάνω δικαιούχους εφόσον τους καταβλήθηκαν κύριες συντάξεις γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου ή προσυνταξιοδοτική παροχή μηνός Οκτωβρίου 2023, αθροιστικώς, συνολικού καθαρού προ φόρου ποσού έως και επτακόσια (700) ευρώ.
2. Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2023, καταβάλλεται έκτακτη εφάπαξ οικονομική ενίσχυση ύψους διακοσίων (200) ευρώ στους δικαιούχους:
α. του επιδόματος απολύτου αναπηρίας για συνταξιούχους του πρώην Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (π. ΟΓΑ) που λαμβάνουν μόνον τη βασική σύνταξη του π. ΟΓΑ, αν έχουν εφ’ όρου ζωής ποσοστό αναπηρίας εκατό τοις εκατό (100%), της παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ. 334/1988 (Α’ 154),
β. του επιδόματος νόσου και ανικανότητας των συνταξιούχων του Δημοσίου, του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210),
γ. του εξωιδρυματικού επιδόματος του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α’ 68), τα οποία χορηγούνται από τον e-Ε.Φ.Κ.Α., και
δ. των επιδομάτων των άρθρων 54Α του π.δ. 169/2007, 100 έως 103 του π.δ. 168/2007 (Α’ 209), τα οποία καταβάλλονται από το Δημόσιο.
3. Για τον μήνα Δεκέμβριο 2023 προσαυξάνεται κατά διακόσια (200) ευρώ το μηνιαίο ποσό των προνοιακών παροχών σε χρήμα της περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4520/2018 (Α’ 30), οι οποίες χορηγούνται από τον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ο.Π.Ε.Κ.Α.) σε άτομα με αναπηρία.
Η προσαύξηση αυτή θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο των αιτήσεων, επί των οποίων εκδόθηκαν οι εγκριτικές αποφάσεις χορήγησης των παροχών του πρώτου εδαφίου και καταβάλλεται άπαξ, ανεξαρτήτως αν οι δικαιούχοι λαμβάνουν περισσότερες της μιας από τις προνοιακές παροχές του πρώτου εδαφίου. Η καταβολή της προσαύξησης πραγματοποιείται μέχρι την 22α Δεκεμβρίου 2023.
Την ανωτέρω προσαύξηση λαμβάνουν και: α) τα άτομα με αναπηρία που κρίνεται ότι δικαιούνται αναδρομικής καταβολής της προνοιακής παροχής σε χρήμα για τον μήνα Δεκέμβριο 2023, μετά την τακτική καταβολή της μηνιαίας προνοιακής παροχής του μηνός αυτού, και β) οι ανάδοχοι γονείς ατόμων ενταγμένων σε γενικά ή ειδικά αναπηρικά προνοιακά προγράμματα, οι οποίοι λαμβάνουν οικονομική ενίσχυση, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 4538/2018 (Α’ 85).
4. Αν οι δικαιούχοι της οικονομικής ενίσχυσης της παρ. 2 είναι παράλληλα και δικαιούχοι της προσαύξησης της παρ. 3, καταβάλλεται μόνο η οικονομική ενίσχυση της παρ. 2 από τον e-Ε.Φ.Κ.Α.. Αν οι δικαιούχοι της οικονομικής ενίσχυσης της παρ. 2 και της προσαύξησης της παρ. 3 πληρούν και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης της παρ. 1, λαμβάνουν μόνο την ενίσχυση της παρ. 2 ή την προσαύξηση της παρ. 3 αντίστοιχα.
5. Μέχρι την 22α Δεκεμβρίου 2023 καταβάλλεται έκτακτη εφάπαξ οικονομική ενίσχυση ύψους εκατό πενήντα (150) ευρώ στους δικαιούχους:
α) σύνταξης ανασφάλιστων υπερηλίκων του ν. 1296/1982 (Α’ 128), και
β) επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερήλικων του άρθρου 93 του ν. 4387/2016.
Η προσαύξηση αυτή θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο των αιτήσεων, επί των οποίων εκδόθηκαν οι εγκριτικές αποφάσεις χορήγησης της σύνταξης και του επιδόματος του πρώτου εδαφίου και καταβάλλεται άπαξ. Η προσαύξηση καταβάλλεται στους δικαιούχους μέχρι την 22α Δεκεμβρίου 2023, αν η ισχύς των εγκριτικών αποφάσεων χορήγησης της σύνταξης και του επιδόματος δεν έχει ανασταλεί. Αν η προσαύξηση δεν καταβληθεί, λόγω αναστολής της ισχύος της οικείας εγκριτικής απόφασης, αποδίδεται στους δικαιούχους μετά από την τυχόν άρση της ανωτέρω αναστολής. Αν οι δικαιούχοι της ενίσχυσης της παρούσας πληρούν και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης της παρ. 1 λαμβάνουν μόνο αυτή. Για τον μήνα Δεκέμβριο 2023, η μηνιαία σύνταξη ανασφάλιστων υπερηλίκων του ν. 1296/1982 και το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερήλικων του άρθρου 93 του ν. 4387/2016 χορηγούνται με προσαύξηση ύψους εκατό πενήντα (150) ευρώ. Η προσαύξηση αυτή θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο των αιτήσεων, επί των οποίων εκδόθηκαν οι εγκριτικές αποφάσεις χορήγησης της σύνταξης και του επιδόματος του πρώτου εδαφίου και καταβάλλεται άπαξ. Η προσαύξηση καταβάλλεται στους δικαιούχους μέχρι την 22α Δεκεμβρίου 2023, αν η ισχύς των εγκριτικών αποφάσεων χορήγησης της σύνταξης και του επιδόματος δεν έχει ανασταλεί. Αν η προσαύξηση δεν καταβληθεί, λόγω αναστολής της ισχύος της οικείας εγκριτικής απόφασης, αποδίδεται στους δικαιούχους μετά από την τυχόν άρση της ανωτέρω αναστολής. Αν οι δικαιούχοι της ενίσχυσης της παρούσας πληρούν και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης της παρ. 1 λαμβάνουν μόνο αυτή.
6. Αν οι δικαιούχοι της προσαύξησης της παρ. 5 πληρούν και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της προσαύξησης της παρ. 3, λαμβάνουν μόνο την προσαύξηση της παρ. 3.
7. Για τον μήνα Δεκέμβριο 2023, η μηνιαία εισοδηματική ενίσχυση των ωφελούμενων μονάδων του άρθρου 2 της υπό στοιχεία Δ13/οικ.53923/23.7.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Εσωτερικών, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Επικρατείας (Β’ 3359), υπέρ των οποίων είναι σε ισχύ, κατά την 20ή Νοεμβρίου 2023, εγκριτική απόφαση χορήγησής της, προσαυξάνεται κατά το ήμισυ της μηνιαίας εισοδηματικής ενίσχυσης. Η προσαύξηση αυτή θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο των αιτήσεων, επί των οποίων εκδόθηκαν οι εγκριτικές αποφάσεις χορήγησης της εισοδηματικής ενίσχυσης του πρώτου εδαφίου, η ισχύς των οποίων δεν έχει ανασταλεί, και καταβάλλεται άπαξ και κατά παρέκκλιση του ανώτατου μηνιαίου ορίου του εγγυημένου ποσού και των ανώτατων μηνιαίων ορίων ανά ωφελούμενη μονάδα του άρθρου 2 της ως άνω κοινής απόφασης. Η προσαύξηση δεν καταβάλλεται αν η ισχύς της οικείας εγκριτικής απόφασης έχει ανασταλεί, αποδίδεται δε στους δικαιούχους μετά από την τυχόν άρση της ανωτέρω αναστολής. Η καταβολή της προσαύξησης πραγματοποιείται μέχρι την 22η Δεκεμβρίου 2023.
8. Στους δικαιούχους του επιδόματος παιδιού του άρθρου 214 του ν. 4512/2018 (Α’ 5) καταβάλλεται πρόσθετη έκτακτη δόση για το έτος 2023, η οποία αντιστοιχεί στο μηνιαίως χορηγούμενο ποσό του επιδόματος προσαυξημένο κατά το ήμισυ. Η έκτακτη δόση καταβάλλεται μέχρι την 22α Δεκεμβρίου 2023 στους δικαιούχους του επιδόματος για το πέμπτο δίμηνο του έτους 2023. Αντίστοιχη έκτακτη δόση καταβάλλεται στους λοιπούς νέους δικαιούχους του επιδόματος του έτους 2023, μετά από την έγκριση της αίτησής τους. Η χορήγηση της έκτακτης δόσης θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο των αιτήσεων, επί των οποίων εκδόθηκαν οι εγκριτικές αποφάσεις χορήγησης του επιδόματος στους δικαιούχους και καταβάλλεται άπαξ για κάθε εξαρτώμενο παιδί. Αν, μετά την καταβολή της έκτακτης δόσης, μεταβληθεί η κατηγορία ισοδύναμου οικογενειακού εισοδήματος των δικαιούχων για το έτος 2023 εφόσον προκύψει:
α) αχρεώστητη, εν όλω ή εν μέρει, καταβολή του επιδόματος, η καταβληθείσα έκτακτη δόση επιστρέφεται αναλόγως, και
β) ότι αναδρομικά δικαιούνται μεγαλύτερο ποσό επιδόματος, η καταβληθείσα έκτακτη δόση αυξάνεται αναλόγως και το υπολειπόμενο ποσό αυτής αποδίδεται στους δικαιούχους μαζί με την καταβολή του ανωτέρω αναδρομικώς οφειλόμενου ποσού του επιδόματος.
9. Οι οικονομικές ενισχύσεις των παρ. 1, 2 και 5, καθώς και οι προσαυξήσεις των παροχών του παρόντος είναι αφορολόγητες και ακατάσχετες στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης αντίθετης διάταξης, δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε κράτηση, τέλος ή εισφορά, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’ 167), δεν δεσμεύονται και δεν συμψηφίζονται με βεβαιωμένα χρέη στη φορολογική διοίκηση και στο Δημόσιο εν γένει, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά τους πρόσωπα, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πιστωτικά ιδρύματα και δεν υπολογίζονται στα εισοδηματικά όρια για την καταβολή οποιασδήποτε παροχής κοινωνικού ή προνοιακού χαρακτήρα.
10. Το ποσό των παροχών του παρόντος καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Οι πιστώσεις για την καταβολή των οικονομικών ενισχύσεων και προσαυξήσεων του παρόντος στους δικαιούχους βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, το οποίο προβαίνει σε έκτακτη επιχορήγηση προς τον e-Ε.Φ.Κ.Α. και τον Ο.Π.Ε.Κ.Α.. Η καταβολή των έκτακτων οικονομικών ενισχύσεων της περ. δ) της παρ. 1 και της περ. δ) της παρ. 2 γίνεται απευθείας από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
11. Για τον μήνα Δεκέμβριο 2023, πραγματοποιείται μέχρι την 22α Δεκεμβρίου, κατά παρέκκλιση της παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 4520/2018, η τακτική καταβολή των παροχών των περ. α) έως ζ) της παρ. 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, περί των παροχών και υπηρεσιών που χορηγεί και διαχειρίζεται ο Ο.Π.Ε.Κ.Α., καθώς και η καταβολή του επιδόματος γέννησης του άρθρου 1 του ν. 4659/2020 (Α’ 21), περί χορήγησης του επιδόματος γέννησης, της οικονομικής ενίσχυσης ανάδοχων γονέων του άρθρου 12 του ν. 4538/2018, περί των παροχών και διευκολύνσεων σε ανάδοχους γονείς, του επιδόματος στέγασης του άρθρου 3 του ν. 4472/2017 (Α’ 74) και του μηνιαίου χρηματικού βοηθήματος της υπό στοιχεία Γ1α/Οικ.4588/29.12.1983 απόφασης της Υφυπουργού Υγείας και Πρόνοιας (Β’ 774), περί του προγράμματος προσωρινής περιθάλψεως ομογενών από το εξωτερικό και επαναπατριζομένων, καθώς και οι αποζημιώσεις που προβλέπονται στην υπ’ αρ. 28458/23.3.2022 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Β’ 1427).
Άρθρο 119
Παράταση προθεσμίας υποβολής Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης και Οικονομικών Συμφερόντων Προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 44 του ν. 5026/2023
Στο άρθρο 44 του ν. 5026/2023 (Α’ 45) προστίθεται παρ. 7 ως εξής: «7. Δηλώσεις Περιουσιακής Κατάστασης και Οικονομικών Συμφερόντων: α) αρχικές, με απόκτηση ιδιότητας υπόχρεου από την 28η.2.2023 έως και την 31η.3.2024, και β) ετήσιες του έτους 2023 (χρήση 2022) υποβάλλονται μέχρι και την 30ή.6.2024 κατ’ εξαίρεση των προθεσμιών που ορίζονται στο πρώτο και το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 18, περί χρόνου υποβολής της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης και στο άρθρο 23 περί Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων.»
Άρθρο 120
Διάρκεια απόσπασης δικαστικών λειτουργών στο Υπουργείο Δικαιοσύνης Τροποποίηση παρ. 6 άρθρου 61 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 61 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, A’ 109) η λέξη «τριετίας» αντικαθίσταται από τη λέξη «τετραετίας» και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6. Δικαστικοί λειτουργοί με βαθμό: προέδρου πρωτοδικών και εφέτη των πολιτικών και ποινικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας αυτού, εισαγγελέα πρωτοδικών και αντεισαγγελέα εφετών και ανωτέρων, καθώς και δικαστικοί λειτουργοί της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι δυνατόν να αποσπαστούν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Η απόσπαση αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομοπαρασκευαστικών έργων, καθώς και καθηκόντων σχετικών με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, και διαρκεί για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους, με δυνατότητα ισόχρονης παράτασης μέχρι τη συμπλήρωση τετραετίας.».
Άρθρο 121
Εφαρμογή κλειστού προϋπολογισμού Καθορισμός ορίου δαπάνης της δραστικής ουσίας ηπαρίνης για τα έτη 2023-2025
1. Για το έτος 2023 εφαρμόζεται κλειστός προϋπολογισμός για τη δραστική ουσία ηπαρίνη (ΑTC5 B01AB01) που περιλαμβάνεται στον Κατάλογο Αποζημιούμενων Φαρμάκων, για τις ποσότητες που διατέθηκαν από τα ιδιωτικά φαρμακεία και αποζημιώνονται από τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) και για τις ποσότητες που διατέθηκαν από τα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) και το Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης (Γ.Ν.Θ.) «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ». Ο κλειστός προϋπολογισμός του πρώτου εδαφίου συμπεριλαμβάνεται στα ισχύοντα ετήσια όρια της φαρμακευτικής δαπάνης του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. και του Γ.Ν.Θ. «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ».
Για το χρονικό διάστημα από 1ης.1.2023 έως 31.12.2023 το ύψος του προϋπολογισμού της παρούσας ορίζεται ως εξής:
α) για τις ποσότητες που διατέθηκαν από τα ιδιωτικά φαρμακεία και αποζημιώνονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., σε εκατόν τριάντα χιλιάδες πεντακόσια σαράντα ευρώ (130.540€),
β) για τις ποσότητες που διατέθηκαν από τα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., σε εννιακόσιες πενήντα μία χιλιάδες τριάντα ευρώ (951.030€) και
γ) για τις ποσότητες που διατέθηκαν από το Γ.Ν.Θ. «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ», σε τριάντα χιλιάδες διακόσια δύο ευρώ (30.202€).
Στα ποσά του τρίτου εδαφίου συμπεριλαμβάνεται ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας.
Υπέρβαση του κλειστού προϋπολογισμού υπολογίζεται επί τη βάσει της καθαρής δαπάνης κατά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των περ. α), β) και γ), ήτοι κατά την 31η.12.2023.
Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται το άρθρο 11 του ν. 4052/2012 (Α’ 41), περί του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (clawback) για τη φαρμακευτική δαπάνη.
2. Για τα έτη 2024-2025 θεσπίζεται κλειστός προϋπολογισμός Ε.Ο.Π.Υ.Υ. για τη δραστική ουσία ηπαρίνη (ΑTC5 B01AB01) που περιλαμβάνεται στον Κατάλογο Αποζημιούμενων Φαρμάκων, ως εξής:
α) Για το έτος 2024 (1.1.2024 31.12.2024): διακόσιες είκοσι έξι χιλιάδες πεντακόσια σαράντα ευρώ (226.540€), για τις ποσότητες που διατίθενται από τα ιδιωτικά φαρμακεία και αποζημιώνονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ..
β) Για το έτος 2025 (1.1.2025 31.12.2025): διακόσιες τριάντα πέντε χιλιάδες πεντακόσια ογδόντα ευρώ (235.580 €), για τις ποσότητες που διατίθενται από τα ιδιωτικά φαρμακεία και αποζημιώνονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ..
Στα ποσά του πρώτου εδαφίου συμπεριλαμβάνεται ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας.
Ο ανωτέρω κλειστός προϋπολογισμός για τα έτη 20242025 συμπεριλαμβάνεται στα ετήσια όρια της φαρμακευτικής δαπάνης του Ε.Ο.Π.Υ.Υ..
Υπέρβαση του κλειστού προϋπολογισμού υπολογίζεται επί τη βάσει της καθαρής δαπάνης κατά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των περ. α) και β), δηλαδή κατά την 31η.12.2024 και 31η.12.2025, αντίστοιχα.
Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται το άρθρο 11 του ν. 4052/2012, περί του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (clawback) για τη φαρμακευτική δαπάνη.
3. Για τα έτη 2024-2025 θεσπίζεται κλειστός προϋπολογισμός για τη δραστική ουσία ηπαρίνη (ΑTC5 B01AB01) που περιλαμβάνεται στον Κατάλογο Αποζημιούμενων Φαρμάκων, για τις ποσότητες που διατίθενται στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. και στο Γ.Ν.Θ. «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ», ως ακολούθως:
α) Για το έτος 2024 (1.1.2024 31.12.2024): δύο εκατομμύρια τριάντα επτά χιλιάδες οκτακόσια ευρώ (2.037.800€) για τις ποσότητες που διατίθενται στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. και εβδομήντα τέσσερις χιλιάδες επτακόσια είκοσι ευρώ (74.720,00€) για τις ποσότητες που διατίθενται στο Γ.Ν.Θ. «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ».
β) Για το έτος 2025 (1.1.2025 31.12.2025): δύο εκατομμύρια εκατόν δεκαεπτά χιλιάδες επτακόσια ογδόντα τρία ευρώ (2.117.783€) για τις ποσότητες που διατίθενται στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. και εβδομήντα επτά χιλιάδες εξακόσια πενήντα τρία ευρώ (77.653€) για τις ποσότητες που διατίθενται στο Γ.Ν.Θ. «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ».
Στα ποσά του πρώτου εδαφίου συμπεριλαμβάνεται ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας.
Ο ανωτέρω κλειστός προϋπολογισμός για τα έτη 20242025 συμπεριλαμβάνεται στα ετήσια όρια της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. και του Γ.Ν.Θ. «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ».
Υπέρβαση του κλειστού προϋπολογισμού υπολογίζεται επί τη βάσει της καθαρής δαπάνης κατά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των περ. α) και β), ήτοι κατά την 31η.12.2024 και 31η.12.2025, αντίστοιχα.
Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται το άρθρο 11 του ν. 4052/2012, περί του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (clawback) για τη φαρμακευτική δαπάνη.
ΜΕΡΟΣ Ζ’
ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
Άρθρο 122
Έναρξη ισχύος
α) Η έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
β) Τα άρθρα 46 και 47 ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2024.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 4 Δεκεμβρίου 2023
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Οι Υπουργοί
Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΙΒΑΝΙΟΣ
Υγείας ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ
Περιβάλλοντος και Ενέργειας ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ
Ανάπτυξης ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΚΡΕΚΑΣ
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Δικαιοσύνης ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΙΔΗΣ
Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας ΣΟΦΙΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ
Ψηφιακής Διακυβέρνησης ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
Επικρατείας ΣΤΑΥΡΟΣ Ν. ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Δεκεμβρίου 2023
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΙΔΗΣ