ΝΟΜΟΣ 5026/2023
NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 5026 ΦΕΚ Α 45/28.2.2023
Υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) και οικονομικών συμφερόντων Ρυθμίσεις για την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Λοιπές επείγουσες ρυθμίσεις.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΜΕΡΟΣ Α’: ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’: ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Άρθρο 1: Σκοπός
Άρθρο 2: Αντικείμενο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’: ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΣΕ ΔΗΛΩΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Άρθρο 3: Υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ.
Άρθρο 4: Υπόχρεα πολιτικά πρόσωπα
Άρθρο 5: Υπόχρεοι γενικοί και ειδικοί γραμματείς Βουλής και Γενικής Κυβέρνησης και υποστηρικτικό πολιτικό προσωπικό
Άρθρο 6: Υπόχρεοι Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και τοπικής αυτοδιοίκησης
Άρθρο 7: Υπόχρεοι λοιπού δημόσιου τομέα
Άρθρο 8: Υπόχρεοι τομέα δικαιοσύνης
Άρθρο 9: Υπόχρεοι χρηματοπιστωτικού τομέα
Άρθρο 10: Υπόχρεοι ραδιοτηλεοπτικού τομέα και έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου
Άρθρο 11: Υπόχρεοι ενόπλων δυνάμεων, σωμάτων ασφαλείας και συναφών υπηρεσιών
Άρθρο 12: Υπόχρεοι ελεγκτικών και οικονομικών υπηρεσιών
Άρθρο 13: Υπόχρεοι τομέα αθλητισμού
Άρθρο 14: Υπόχρεοι τομέα δημόσιων συμβάσεων
Άρθρο 15: Υπόχρεοι ιατρικού τομέα
Άρθρο 16: Λοιπές κατηγορίες υπόχρεων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’: ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ, ΧΡΟΝΟΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ Δ.Π.Κ. ΚΑΙ Δ.Ο.Σ.
Άρθρο 17: Υποχρέωση ηλεκτρονικής καταχώρισης κατάστασης υπόχρεων προσώπων και επίλυση αμφισβητήσεων
Άρθρο 18: Χρόνος υποβολής της Δ.Π.Κ.
Άρθρο 19: Ατομικά στοιχεία και χρόνος αναφοράς της Δ.Π.Κ.
Άρθρο 20: Περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στη Δ.Π.Κ.
Άρθρο 21: Τρόπος υποβολής
Άρθρο 22: Μη εμπρόθεσμη υποβολή δήλωσης
Άρθρο 23: Δήλωση Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.)
Άρθρο 24: Τεχνικές ρυθμίσεις υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. και οργανωτικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’: ΕΛΕΓΧΟΣ Δ.Π.Κ. ΚΑΙ Δ.Ο.Σ.
Άρθρο 25: Επιτροπή Ελέγχου
Άρθρο 26: Συντονιστής ελέγχων
Άρθρο 27: Ειδικά ελεγκτικά όργανα
Άρθρο 28: Είδη και προϋποθέσεις ελέγχου
Άρθρο 29: Επιλογή δηλώσεων προς έλεγχο
Άρθρο 30: Διαδικασία ελέγχου
Άρθρο 31: Ελεγκτικές δυνατότητες της Επιτροπής Ελέγχου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’: ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ Δ.Π.Κ.
Άρθρο 32: Δημοσιοποίηση Δ.Π.Κ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’: ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Άρθρο 33: Δήμευση
Άρθρο 34: Παράλειψη ηλεκτρονικής καταχώρισης
Άρθρο 35: Παράλειψη υποχρέωσης διαβίβασης δεδομένων εκ μέρους χρηματοπιστωτικών οργανισμών και πιστωτικών ιδρυμάτων
Άρθρο 36: Παράβαση καθήκοντος εχεμύθειας
Άρθρο 37: Παρακώλυση ελέγχου και άρνηση παροχής στοιχείων στην Επιτροπή Ελέγχου
Άρθρο 38: Απαγόρευση δημοσιοποίησης
Άρθρο 39: Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης
Άρθρο 40: Παραβίαση υποχρέωσης γνωστοποίησης
Άρθρο 41: Ποινικές δικονομικές διατάξεις
Άρθρο 42: Δέσμευση και απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων
Άρθρο 43: Καταλογισμός
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Z’: ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ, ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ, ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 44: Μεταβατικές διατάξεις
Άρθρο 45: Εξουσιοδοτικές διατάξεις
Άρθρο 46: Καταργούμενες διατάξεις
Άρθρο 47: Τελικές διατάξεις
ΜΕΡΟΣ Β’: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 48: Προσόντα και διαδικασία επιλογής υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 4 και παρ. 2 άρθρου 5 ν. 4786/2021
Άρθρο 49: Τοπική και λειτουργική αρμοδιότητα Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων Τροποποίηση άρθρου 16 και προσθήκη άρθρου 16Α στον ν. 4786/2021
Άρθρο 50: Ανακριτικές πράξεις, ποινική δίωξη και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού Προσθήκη άρθρου 16Β στον ν. 4786/2021
Άρθρο 51: Περάτωση των ερευνών και εισαγωγή σε δίκη Προσθήκη άρθρου 16Γ στον ν. 4786/2021
Άρθρο 52: Ειδικές ανακριτικές πράξεις Ισχύς απορρήτων Αντικατάσταση άρθρου 17 ν. 4786/2021
Άρθρο 53: Εκθέσεις προσωπικού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Προσθήκη άρθρου 17Α στον ν. 4786/2021
Άρθρο 54: Καθορισμός αρμοδίου Δικαστηρίου για την επίλυση διαφωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκής και εθνικής Εισαγγελικής Αρχής Τροποποίηση άρθρου 19 ν. 4786/2021
Άρθρο 55: Γενική διάταξη Προσθήκη άρθρου 20Α στον ν. 4786/2021
Άρθρο 56: Στελέχωση Γραμματείας Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 3 άρθρου 15 ν. 4786/2021
Άρθρο 57: Ειδικοί επιστήμονες Προσθήκη άρθρου 17Β στον ν. 4786/2021
Άρθρο 58: Παραίτηση από την προβολή αντιρρήσεων στη διεθνή εμπορική διαιτησία Αντικατάσταση άρθρου 7 ν. 5016/2023
Άρθρο 59: Μεταβατική διάταξη για τη θητεία των Πρυτανικών Αρχών και των Κοσμητόρων Σχολών των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων Προσθήκη παρ. 2Α στο άρθρο 448 του ν. 4957/2022
ΜΕΡΟΣ Γ’: ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
Άρθρο 60: Έναρξη ισχύος
ΜΕΡΟΣ Α’
ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος είναι:
α) Η ενίσχυση της διαφάνειας, ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που ελέγχονται ετησίως, σε ποσοστό επτά τοις εκατό (7%) κατ’ ελάχιστον, σε βάθος τριετίας,
β) η αναβάθμιση της ποιότητας και η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης,
γ) η άρση της διάσπασης των ελεγκτικών οργάνων με τη χορήγηση της αρμοδιότητας και της εποπτείας κατανομής του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης σε ένα μόνο ελεγκτικό όργανο, καθώς και
δ) η μείωση των διοικητικών βαρών από τη διαδικασία υποβολής και ελέγχου.
Άρθρο 2
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος αποτελούν:
α) Η πλήρης ψηφιοποίηση της διαδικασίας υποβολής των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων, καθώς και των σχετιζόμενων με αυτές στοιχείων από υπόχρεους και συμβολαιογράφους,
β) η πρόβλεψη αυτοτελούς υποχρέωσης των συζύγων, εν διαστάσει συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 4356/2015 (Α’ 181), σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων,
γ) η δυνατότητα άντλησης όλων των δεδομένων της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης με αυτόματο τρόπο και η κατάργηση της υποχρέωσης ηλεκτρονικής επισύναψής τους,
δ) η πρόβλεψη περί ενός μόνο οργάνου ως αρμόδιου για τον έλεγχο των δηλώσεων, καθώς και ειδικών ελεγκτικών οργάνων, οι αρμοδιότητες των οποίων κατανέμονται ύστερα από απόφασή του,
ε) η θέσπιση συγκεκριμένων αντικειμενικών και μετρήσιμων κριτηρίων για την επιλογή των δηλώσεων προς έλεγχο,
στ) η εισαγωγή ετήσιου ελεγκτικού στόχου για το όργανο ελέγχου με τη μορφή ελάχιστου ποσοστού (πλαφόν) ελεγχόμενων δηλώσεων,
ζ) η πρόβλεψη περί ορισμού συντονιστή ελέγχων προς επικουρία του έργου του οργάνου ελέγχου για την επίτευξη του ετήσιου στόχου, καθώς και για τον καθορισμό και την ανάθεση από αυτόν σε ορκωτούς ελεγκτές και ειδικούς επιστήμονες ελεγκτικών πράξεων, με στόχο την ενιαία μεθοδολογία ανά είδος ελέγχου, τη λεπτομερή εξέταση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και των στοιχείων αυτών όταν απαιτείται, τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης, καθώς και κάθε άλλη αρμοδιότητα που του ανατίθεται από το όργανο ελέγχου και τον Πρόεδρό του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΣΕ ΔΗΛΩΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Άρθρο 3
Υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ.
1. Τα πρόσωπα του παρόντος Κεφαλαίου υποβάλλουν Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.).
2. Μετά την αρχική δήλωση κατά την παρ. 2 του άρθρου 19, σε κάθε ετήσια δήλωση οι υπόχρεοι δηλώνουν τις μεταβολές που έχουν επέλθει επί της συνολικής περιουσιακής τους κατάστασης κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορά η δήλωση. Ο υπόχρεος υποβάλλει την αρχική ή την ετήσια δήλωση με τα περιουσιακά στοιχεία του, συμπεριλαμβανομένων και αυτών κάθε ανήλικου τέκνου του, ακόμα και αν αυτό ενηλικιώθηκε εντός του χρονικού διαστήματος στο οποίο αφορά η δήλωση.
3. Υπόχρεοι σε Δ.Π.Κ. είναι και οι σύζυγοι, οι εν διαστάσει σύζυγοι ή τα πρόσωπα με τα οποία οι υπόχρεοι του παρόντος Κεφαλαίου έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης του άρθρου 1 του ν. 4356/2015 (Α’ 181) και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η σχέση αυτή, πλέον ενός έτους.
4. Υπόχρεοι σε Δ.Π.Κ. είναι και τα αναπληρωματικά μέλη των συλλογικών οργάνων, εφόσον έχουν συμμετάσχει σε συνεδριάσεις τους, όπως αυτό προκύπτει από τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων του οργάνου. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 18 αρχίζει από την ημέρα της πρώτης συμμετοχής του αναπληρωματικού μέλους στη συνεδρίαση του συλλογικού οργάνου.
Άρθρο 4
Υπόχρεα πολιτικά πρόσωπα
Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από:
α) Tα μέλη της Κυβέρνησης, τους υφυπουργούς, τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση κατά το πρώτο κεφάλαιο του ν. 3023/2002 (Α’ 146) και του π.δ. 15/2022 (Α’ 39), τους βουλευτές και τους ευρωβουλευτές,
β) όσους διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περ. α’, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 3023/2002 και το άρθρο 11 του π.δ. 15/2022.
Άρθρο 5
Υπόχρεοι γενικοί και ειδικοί γραμματείς Βουλής και Γενικής Κυβέρνησης, υπηρεσιακοί γραμματείς και υποστηρικτικό πολιτικό προσωπικό
Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από τους γενικούς και ειδικούς γραμματείς της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), τους υπηρεσιακούς γραμματείς του άρθρου 36 του ν. 4622/2019 (Α’ 133), τους συνεργάτες των ιδιαίτερων γραφείων και τους υπαλλήλους ειδικών θέσεων ή ειδικούς συμβούλους και τους λοιπούς μετακλητούς υπαλλήλους, οι οποίοι τοποθετούνται από μονομελές ή συλλογικό κυβερνητικό ή κοινοβουλευτικό όργανο, καθώς και τους υπαλλήλους που αποσπώνται, δυνάμει του άρθρου 6 του ν. 1878/1990 (Α’ 33) και των άρθρων 2 και 3 του ν. 1895/1990 (Α’ 116), στο Υπουργείο Εσωτερικών και διατίθενται σε βουλευτές και πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο γραφείο του Έλληνα Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Άρθρο 6
Υπόχρεοι αποκεντρωμένων διοικήσεων και τοπικής αυτοδιοίκησης
Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από:
α) Τους περιφερειάρχες και τους δημάρχους,
β) τους γραμματείς των αποκεντρωμένων διοικήσεων, τους συντονιστές αποκεντρωμένων διοικήσεων, τους αντιπεριφερειάρχες, τους προέδρους και τα μέλη των περιφερειακών συμβουλίων, τους προϊσταμένους των γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των περιφερειών, καθώς και τους προϊσταμένους και τους υπαλλήλους των οργανικών μονάδων δόμησης οποιουδήποτε οργανωτικού επιπέδου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) του άρθρου 97Α του ν. 3852/2010 (Α’ 87),
γ) τους αντιδημάρχους, τους προέδρους και τα τακτικά μέλη των οικονομικών επιτροπών των δήμων και των περιφερειών και των επιτροπών ποιότητας ζωής των δήμων, τους προέδρους και τα μέλη των δημοτικών συμβουλίων, τους γενικούς γραμματείς των δήμων, τους προέδρους, τους διευθύνοντες συμβούλους και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων και τους γενικούς διευθυντές των δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανωτέρω Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων δήμων, καθώς και τους προϊσταμένους των γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των δήμων. Ειδικά ως προς τις σχολικές επιτροπές, δήλωση περιουσιακής κατάστασης υποβάλλουν οι πρόεδροι και οι διαχειριστές των τραπεζικών λογαριασμών αυτών.
Άρθρο 7
Υπόχρεοι λοιπού δημόσιου τομέα
Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από:
α) Τους προϊσταμένους των γενικών διευθύνσεων των υπουργείων, τους προέδρους, τους αντιπροέδρους, τους διοικητές, τους υποδιοικητές, τα εκτελεστικά μέλη, τους διευθύνοντες ή εντεταλμένους συμβούλους και τους προϊσταμένους γενικών διευθύνσεων Ν.Π.Δ.Δ., ανώνυμων εταιρειών του Δημοσίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4972/2022 (Α’ 181), δημόσιων οργανισμών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά πενήντα τοις εκατό (50%) τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκησή τους ορίζει, άμεσα ή έμμεσα, το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος,
β) τον Διοικητή και τους υποδιοικητές της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) και της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (Υ.Π.Α.),
γ) τους προέδρους, τα μέλη, συμπεριλαμβανομένων και των μελών Συμβουλίου Διοίκησης, και τους προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων επιπέδου γενικής διεύθυνσης και διεύθυνσης όλων των ανεξάρτητων αρχών, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών αρχών, της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τον Πρόεδρο, τα μέλη και τους υπαλλήλους της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, καθώς και όσους υπηρετούν στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας ως ΕπιθεωρητέςΕλεγκτές και όσους από το προσωπικό της υπηρετούν σε οργανικές μονάδες με ελεγκτικές αρμοδιότητες,
δ) το πολιτικό προσωπικό του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και των εποπτευόμενων από αυτό Ν.Π.Δ.Δ.,
ε) τους προϊσταμένους των δασαρχείων και των δασονομείων και τους αναπληρωτές τους,
στ) τα τακτικά μέλη και τους εισηγητές των Επιτροπών Εξέτασης Προσφυγών Αυθαιρέτων, των Συμβουλίων, Περιφερειακών Συμβουλίων και του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων, των Συμβουλίων, των Περιφερειακών Συμβουλίων και των Κεντρικών Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής, του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων,
ζ) τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αδειών Διαμονής του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Μεταναστευτικής Πολιτικής της Γενικής Γραμματείας Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και τους προϊσταμένους των Διευθύνσεων Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, καθώς και τους αναπληρωτές τους,
η) το προσωπικό των Περιφερειακών Κέντρων Ασφάλισης (ΠΕΚΑ) που ασκεί ελεγκτικά καθήκοντα,
θ) το προσωπικό που ασκεί ελεγκτικές αρμοδιότητες ή αρμοδιότητες χορήγησης αδειών κάθε μορφής του Υπουργείου Τουρισμού, του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.), του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (Ε.Φ.Ε.Τ.), του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.) και της Γενικής Διεύθυνσης Διασφάλισης Ποιότητας Αγροτικών Προϊόντων του ΕΛ.Γ.Ο.-ΔΗΜΗΤΡΑ, καθώς και τους προϊσταμένους των αντίστοιχων μονάδων οποιασδήποτε βαθμίδας των παραπάνω υπηρεσιών.
Άρθρο 8
Υπόχρεοι τομέα δικαιοσύνης
1. Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από:
α) Τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς,
β) τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
γ) τους προϊσταμένους των υπηρεσιών Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δ) τους δικαστικούς λειτουργούς του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων.
2. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν αποκλειστικά ηλεκτρονικά, μέσω της ενιαίας ηλεκτρονικής εφαρμογής www.pothen.gr, προσβάσιμης μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (ΕΨΠ-gov.gr), αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο, πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα, εφόσον οι εν λόγω λειτουργοί είναι εν ενεργεία και μέχρι και δύο (2) χρόνια από την παύση της ιδιότητας. Το ίδιο ισχύει και για την αποδοχή κληρονομίας.
Άρθρο 9
Υπόχρεοι χρηματοπιστωτικού τομέα
Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από:
α) Tον Διοικητή, τους υποδιοικητές, τους γενικούς διευθυντές και τους διευθυντές της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και από τους προέδρους, τους αντιπροέδρους, τους διευθύνοντες συμβούλους, τους διοικητές, τους υποδιοικητές, τα εκτελεστικά μέλη διοικητικών συμβουλίων και τους γενικούς διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοπιστωτικών οργανισμών και επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,
β) τον Πρόεδρο και τα εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της «Ελληνικά Χρηματιστήρια Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε.» (Ε.Χ.Α.Ε.), τους κατέχοντες διευθυντική θέση στην εταιρεία αυτή, σύμφωνα με τον οργανισμό της ή με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, τον Πρόεδρο και τα εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των ελεγχόμενων από την Ε.Χ.Α.Ε. ανώνυμων εταιρειών και κάθε άλλου φορέα οργανωμένης χρηματιστηριακής αγοράς που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, καθώς και τους κατέχοντες διευθυντική θέση στις ανωτέρω εταιρείες ή φορέα, σύμφωνα με τον κανονισμό της εταιρείας ή του φορέα ή σύμφωνα με απόφαση του οικείου Διοικητικού Συμβουλίου.
Άρθρο 10
Υπόχρεοι ραδιοτηλεοπτικού τομέα και έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου
1. Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από: α) Τους ιδιοκτήτες, τους βασικούς μετόχους, τους μετόχους, τους εταίρους, τους προέδρους, τους διευθύνοντες συμβούλους και τα εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τους διαχειριστές, καθώς και τους γενικούς διευθυντές και τους διευθυντές ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής επιχειρήσεων ή εταιρειών, που είναι φορείς: αα) παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης που κατέχουν άδεια λειτουργίας ή που λειτουργούν νόμιμα μέχρι την ολοκλήρωση της αδειοδότησης που αφορά στη λειτουργία τους όπως προβλέπεται στον ν. 4339/2015 (Α’ 133), αβ) παρόχων συνδρομητικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω δορυφόρου, καλωδίου ή συχνοτήτων που κατέχουν τις άδειες που προβλέπονται στον ν. 2644/1998 (Α’ 233), αγ) εποπτευόμενων ραδιοφωνικών σταθμών από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ως νομίμως λειτουργούντων ή αδειούχων,
β) τους ιδιοκτήτες, τους εκδότες, τους μετόχους, τους εταίρους, τους προέδρους, τους διευθύνοντες συμβούλους και τα εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τους διαχειριστές, τους γενικούς διευθυντές και τους διευθυντές ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής επιχειρήσεων ή εταιρειών, που εκμεταλλεύονται διαδικτυακά ενημερωτικά μέσα ή εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας κυκλοφορίας,
γ) τους δημοσιογράφους μέλη των οικείων ενώσεων συντακτών και όσους παρέχουν δημοσιογραφικές υπηρεσίες σε επιχειρήσεις έκδοσης εντύπων και σε ραδιοτηλεοπτικά ή διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης με σύμβαση εργασίας ή έργου.
2. Δεν υποχρεούνται σε υποβολή Δ.Π.Κ. οι βασικοί μέτοχοι και οι μέτοχοι:
α) εισηγμένων στα χρηματιστήρια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) εταιρειών,
β) Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.), όπως ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία, που εδρεύουν σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), οι οποίοι εποπτεύονται από εποπτικές αρχές των κρατών μελών της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., ανεξάρτητα από το εάν είναι εισηγμένοι ή όχι σε ρυθμιζόμενες αγορές,
γ) Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (Ο.Ε.Ε.), που εδρεύουν σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), οι οποίοι εποπτεύονται από εποπτικές αρχές των κρατών μελών της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. και είναι εισηγμένοι σε ρυθμιζόμενες αγορές,
δ) Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων (Ο.Σ.Ε.), που εδρεύουν σε κράτη μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), οι οποίοι είναι εισηγμένοι σε ρυθμιζόμενες αγορές, όταν οι ανωτέρω εταιρείες και οργανισμοί κατέχουν ή ελέγχουν μετοχές ή μερίδια των επιχειρήσεων και εταιρειών των περ. α’ και β’ της παρ. 1.
Άρθρο 11
Υπόχρεοι ενόπλων δυνάμεων, σωμάτων ασφαλείας και συναφών υπηρεσιών
Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από:
α) Τους αρχηγούς, υπαρχηγούς, διευθυντές κλάδων του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, των Γενικών Επιτελείων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, καθώς και από τον προϊστάμενο και τον αναπληρωτή προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας,
β) τους αρχηγούς και υπαρχηγούς της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος,
γ) το αστυνομικό προσωπικό, με εξαίρεση όσους τελούν σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας, σύμφωνα με την περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 και το άρθρο 14 του π.δ. 24/1997 (Α’ 29), σε συνδυασμό με το ν.δ. 330/1947 (Α’ 84), τους συνοριακούς φύλακες, τους ειδικούς φρουρούς και το πολιτικό προσωπικό που υπηρετεί στην Ελληνική Αστυνομία, το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής, εξαιρουμένων των στελεχών που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 27/2014 (Α’ 46), το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος, με εξαίρεση όσους τελούν σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας κατ’ εφαρμογή του ν.δ. 330/1947, σε συνδυασμό με την παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 1813/1988 (Α’ 243), το προσωπικό της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας (Υ.Ε.Υ.Σ.Α.), τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους και τους εξωτερικούς φρουρούς των σωφρονιστικών καταστημάτων.
Άρθρο 12
Υπόχρεοι ελεγκτικών και οικονομικών υπηρεσιών
Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από:
α) Τους τελικούς υπογράφοντες ή τους έχοντες την αρμοδιότητα ελέγχου, όπως ορίζεται από τις οργανωτικές διατάξεις ή τις διατάξεις λειτουργίας κάθε φορέα, καθώς και τους υπαλλήλους που ασκούν οποιαδήποτε ελεγκτικά καθήκοντα στα Σώματα Επιθεώρησης και Ελέγχου του Δημοσίου, τις οργανικές μονάδες οποιασδήποτε Υπηρεσίας Επιθεώρησης, Εσωτερικού Ελέγχου ή Εσωτερικών Υποθέσεων ή άλλων οργανικών μονάδων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και στη Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος,
β) τους προϊσταμένους των Φορολογικών Περιφερειών, τους προϊσταμένους διευθύνσεων, υποδιευθύνσεων, δικαστικών τμημάτων, καθώς και τους υπαλλήλους των δικαστικών τμημάτων των Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.), των Ελεγκτικών Κέντρων (ΕΛ.ΚΕ.) των Υπηρεσιών Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (Υ.Ε.Δ.Δ.Ε.), του Κέντρου Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.), του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.), της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης (Ε.Μ.ΕΙΣ.), των Κέντρων Βεβαίωσης και Είσπραξης (ΚΕ.Β.ΕΙΣ.), της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) και των Περιφερειακών Χημικών Υπηρεσιών, τους προϊσταμένους των Τμημάτων Ελέγχου και όλους τους υπαλλήλους που υπηρετούν στα Τμήματα Ελέγχου των παραπάνω υπηρεσιών, καθώς και όλους τους υπαλλήλους που ασκούν ελεγκτικά καθήκοντα και υπηρετούν στις υπηρεσίες αυτές, τους προϊσταμένους των διευθύνσεων, των τμημάτων και των αυτοτελών τμημάτων των Δημοσιονομικών Υπηρεσιών Εποπτείας και Ελέγχου (Δ.Υ.Ε.Ε.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τους προϊσταμένους διευθύνσεων των τελωνείων, τους προϊσταμένους των τμημάτων των τελωνείων, όλους τους υπαλλήλους των τελωνείων που ασκούν ελεγκτικά καθήκοντα, τους προϊσταμένους διευθύνσεων και τμημάτων, καθώς και τους υπαλλήλους των Ελεγκτικών Υπηρεσιών Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.), τα τακτικά μέλη του Ειδικού Ταμείου Ελέγχου Παραγωγής και Ποιότητας Αλκοόλης Αλκοολούχων Ποτών (Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α.), τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων των Κτηματικών Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας, τους προϊσταμένους των Επιχειρησιακών Διευθύνσεων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), τους προϊσταμένους των περιφερειακών διευθύνσεων και τμημάτων ελέγχου δράσης αυτών, καθώς και τους υπαλλήλους ελεγκτές που υπηρετούν στις παραπάνω υπηρεσίες.
Άρθρο 13
Υπόχρεοι τομέα αθλητισμού
Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από:
α) Tον πρόεδρο και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των αθλητικών ομοσπονδιών και τα πρόσωπα που είναι μέλη διοίκησης αθλητικών ανωνύμων εταιρειών (Α.Α.Ε.) ή τμημάτων αμειβόμενων αθλητών (Τ.Α.Α.) ή τους έχει ανατεθεί η διαχείριση Τ.Α.Α. ή είναι μέτοχοι Α.Α.Ε. με συνολικό ποσοστό μεγαλύτερο του ένα τοις εκατό (1%) του μετοχικού της κεφαλαίου. Αν το εν λόγω ποσοστό συμμετοχής ανήκει σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, η υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ. βαρύνει τον πρόεδρο και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αυτών,
β) τους αξιολογημένους διαιτητές, τους βοηθούς διαιτητές και παρατηρητές διαιτησίας πρωταθλημάτων επαγγελματικού αθλητισμού και όσους μετέχουν στα αντίστοιχα όργανα ή τις επιτροπές διαιτησίας, καθώς και τον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού.
Άρθρο 14
Υπόχρεοι τομέα δημόσιων συμβάσεων
Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από:
α) Τους προέδρους, τα τακτικά μέλη όλων των επιτροπών διαγωνισμών έργων, προμηθειών, μελετών και παροχής υπηρεσιών των κρατικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων και των ενόπλων δυνάμεων, των Ν.Π.Δ.Δ., των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού και των νομικών τους προσώπων, των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά πενήντα τοις εκατό (50%) τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκηση των οποίων ορίζει, άμεσα ή έμμεσα, το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος, των ανώνυμων εταιρειών του Δημοσίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4972/2022 (Α’ 181), και των δημόσιων οργανισμών, εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, πλέον Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), ανά διαγωνισμό, τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσίων Συμβάσεων της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και τους προϊσταμένους των διευθύνσεων αυτής, τους κατέχοντες θέσεις προϊσταμένων οποιουδήποτε οργανωτικού επιπέδου οργανικών μονάδων προμηθειών στο Δημόσιο και στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, στις ανώνυμες εταιρείες του Δημοσίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4972/2022 και τους δημόσιους οργανισμούς, τον Πρόεδρο και τα μέλη όλων των επιτροπών διαγωνισμών δημόσιων έργων των ανωτέρω φορέων, εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη του έργου υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, πλέον Φ.Π.Α.,
β) το προσωπικό της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικών Επενδύσεων και Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, καθώς και τους προέδρους, τους διευθύνοντες συμβούλους ή τους διαχειριστές των εταιρειών του ιδιωτικού τομέα που μετέχουν σε τέτοιου είδους συμπράξεις,
γ) τους προϊσταμένους γενικών διευθύνσεων, διευθύνσεων και τμημάτων της Γενικής Γραμματείας Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών και όσους ασκούν καθήκοντα επιβλεπόντων μηχανικών δημόσιων έργων και μελετών δημόσιων έργων σύμφωνα με το άρθρο 28 του π.δ. 609/1985 (Α’ 223) και το άρθρο 183 του ν. 4412/2016 (Α’ 147), τους κατέχοντες αντίστοιχες θέσεις στο Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ. και στα Ν.Π.Ι.Δ., εφόσον κατά τον νόμο ή τον οργανισμό του οικείου υπουργείου ή του νομικού προσώπου έχουν αρμοδιότητες σχετικές με την ανάθεση δημόσιων έργων ή μελετών δημόσιων έργων ή ασκούν καθήκοντα επιβλεπόντων μηχανικών δημόσιων έργων ή μελετών,
δ) τους ιδιοκτήτες, τους εταίρους, τους βασικούς μετόχους, τα εκτελεστικά μέλη οργάνου διοίκησης και τα διευθυντικά στελέχη ελληνικών επιχειρήσεων που συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις, τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στην Ελλάδα και φέρουν οποιαδήποτε από τις ανωτέρω ιδιότητες σε αλλοδαπές επιχειρήσεις που συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις, εφόσον το αντικείμενό τους υπερβαίνει τα αναφερόμενα στην περ. α’ ποσά ανά περίπτωση, εξαιρουμένων των βασικών μετόχων και των μετόχων επιχειρήσεων που συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις και είτε οι ίδιες είτε οι βασικοί μέτοχοι αυτών εμπίπτουν στις εξαιρέσεις από την υποχρέωση ονομαστικοποίησης της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 3310/2005 (Α’ 30),
ε) τα μέλη και τους εισηγητές των γνωμοδοτικών επιτροπών, τα μέλη των οργάνων ελέγχου που είναι επιφορτισμένα με την εκταμίευση των ενισχύσεων, τα μέλη των οργάνων αξιολόγησης και εξέτασης των επενδυτικών σχεδίων, ελέγχου επενδύσεων και εκταμίευσης των παρεχόμενων ενισχύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων,
στ) τον πρόεδρο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινωνίας της Πληροφορίας, τους διευθυντές και τους αναπληρωτές διευθυντές των Επιχειρησιακών Μονάδων, τα μέλη του Μητρώου Αξιολογητών Δράσεων Κρατικών Ενισχύσεων και άλλους εξωτερικούς συνεργάτες που έχουν συμμετάσχει σε αξιολογήσεις, γνωμοδοτικές επιτροπές και επιτροπές προσφυγών δράσεων κρατικών ενισχύσεων, τους προέδρους και τα μέλη επιτροπών αξιολόγησης προσφορών κάθε βαθμού, καθώς και επιτροπών προσφυγών έργων δημόσιου τομέα, τους προέδρους και τα μέλη των επιτροπών παρακολούθησης και παραλαβής έργων δημόσιου τομέα, τους υπεύθυνους έργων δημοσίου τομέα και δράσεων κρατικών ενισχύσεων, τους προϊσταμένους, τους αναπληρωτές προϊσταμένους και τους προϊσταμένους μονάδων όλων των ειδικών υπηρεσιών και των λοιπών φορέων που ασκούν καθήκοντα ή αρμοδιότητες διαχείρισης, εφαρμογής, συντονισμού και ελέγχου, στο πλαίσιο των συγχρηματοδοτούμενων δράσεων των Προγραμματικών Περιόδων 2007 2013, 2014 2020 και 2021 2027, καθώς και το προσωπικό που υπηρετεί σε Ειδικές Υπηρεσίες του Ε.Σ.Π.Α., στην κεντρική υπηρεσία της Μονάδας Οργάνωσης της Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων (Μ.Ο.Δ. Α.Ε.) και σε ενδιάμεσους φορείς, το οποίο απασχολείται σε δραστηριότητες που αφορούν στην αξιολόγηση πράξεων, τις επαληθεύσεις και τις πληρωμές,
ζ) τους προέδρους και τους γενικούς διευθυντές της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Ε.), της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος (ΕΝ.Π.Ε.), των Περιφερειακών Ενώσεων Δήμων εφόσον τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι φορείς ανάθεσης και εκτέλεσης δημόσιων έργων ή ανάθεσης και εκπόνησης μελετών δημόσιων έργων. Η παρούσα περίπτωση ισχύει και για όσα πρόσωπα φέρουν τις ιδιότητες του πρώτου εδαφίου στους Τοπικούς Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων, καθώς και για το προσωπικό των Οργανισμών αυτών με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου.
Άρθρο 15
Υπόχρεοι ιατρικού τομέα
Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από τους ιατρούς διευθυντές και συντονιστές διευθυντές που υπηρετούν στα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), στα στρατιωτικά νοσοκομεία, σε πανεπιστημιακά νοσοκομεία, κλινικές και εργαστήρια, καθώς και στις Τοπικές Μονάδες Υγείας και στους Τομείς Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του ν. 3486/2017 (Α’ 115).
Άρθρο 16
Λοιπές κατηγορίες υπόχρεων
Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από τα μέλη των επιτροπών εξετάσεων υποψηφίων οδηγών, τον πρόεδρο και τους διαχειριστές Οργανώσεων Κοινωνίας Πολιτών (Ο.Κοι.Π.) της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4873/2021 (Α’ 248), που επιχορηγούνται από το κράτος, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο για το οποίο προβλέπεται υποχρέωση υποβολής δήλωσης από ειδική διάταξη νόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ, ΧΡΟΝΟΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ Δ.Π.Κ. ΚΑΙ Δ.Ο.Σ.
Άρθρο 17
Υποχρέωση ηλεκτρονικής καταχώρισης κατάστασης υπόχρεων προσώπων και επίλυση αμφισβητήσεων
1. Εντός των πρώτων δεκαπέντε (15) ημερών κάθε μήνα για τις αρχικές Δ.Π.Κ. και μέχρι το τέλος Μαΐου κάθε έτους για τις ετήσιες Δ.Π.Κ., ο αρμόδιος φορέας ή τα όργανα διοίκησης του φορέα στον οποίο υπάγονται ή από τον οποίο εποπτεύονται οι υπόχρεοι ετήσιας Δ.Π.Κ., υποχρεούται να καταχωρίσει ηλεκτρονικά, μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, και να οριστικοποιήσει την κατάσταση των υπόχρεων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των συζύγων τους, των εν διαστάσει συζύγων τους ή των προσώπων με τα οποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 4356/2015 (Α’ 181). Για τον σκοπό αυτόν, οι υπόχρεοι γνωστοποιούν στον αρμόδιο φορέα ή τα όργανα διοίκησης του φορέα στον οποίο υπάγονται ή από τον οποίο εποπτεύονται τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) τους, καθώς και αυτόν των συζύγων τους, των εν διαστάσει συζύγων τους ή των προσώπων με τα οποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης μέχρι τις 30 Μαρτίου κάθε έτους, ώστε να επικαιροποιηθεί η κατάσταση υπόχρεων προσώπων. Η κατάσταση περιλαμβάνει υπόχρεους που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα του υπόχρεου στην προηγούμενη χρήση ή στις τρεις (3) προηγούμενες χρήσεις για τους υπόχρεους του άρθρου 4, της περ. α’ του άρθρου 6 και της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 8. Η μη ύπαρξη υπόχρεων δηλώνεται ηλεκτρονικά με την οριστικοποίηση μηδενικής κατάστασης από πιστοποιημένο χρήστη του φορέα. Ειδικώς, όσον αφορά στην ανάρτηση των καταστάσεων του πρώτου εδαφίου που αφορούν στους υπόχρεους της περ. α’ του άρθρου 6, αρμόδιος φορέας ορίζεται το Υπουργείο Εσωτερικών. Η Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 25 μπορεί να ζητά από οποιαδήποτε υπηρεσία, φορέα ή νομικό ή φυσικό πρόσωπο που διαθέτει στοιχεία για πρόσωπα που υπάγονται στις περιπτώσεις του παρόντος Κεφαλαίου, κατάσταση των οικείων προσώπων. Με την οριστικοποίηση της κατάστασης των υπόχρεων προσώπων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, αποστέλλεται αυτόματα σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του υπόχρεου που είναι καταχωρισμένη στην φορολογική αρχή. Η ανωτέρω αποστολή επέχει θέση ενημέρωσης των υπόχρεων προσώπων για την υποχρέωσή τους προς υποβολή Δ.Π.Κ. και απαλλάσσεται ο αρμόδιος υπάλληλος του φορέα ή του οργάνου του πρώτου εδαφίου από κάθε σχετική ευθύνη.
2. Αμφισβητήσεις αποκλειστικά και μόνο ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου επιλύονται με πράξη της Επιτροπής Ελέγχου, η οποία εκδίδεται εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερομένου ή των οργάνων που είναι αρμόδια να υποβάλουν την κατάσταση υπόχρεων κατά την παρ. 1.
Άρθρο 18
Χρόνος υποβολής της Δ.Π.Κ.
1. Η αρχική Δ.Π.Κ. υποβάλλεται μέσα σε ενενήντα ημερολογιακές (90) ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητας και δεν επηρεάζεται από χρονικά μεταγενέστερη απόκτηση άλλης ιδιότητας, που εμπίπτει στο Κεφάλαιο Β’. Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από τους υπόχρεους ετησίως, όσο διαρκεί η θητεία της δραστηριότητας ή διατηρείται η ιδιότητα των υπόχρεων, καθώς και για δύο (2) έτη μετά την απώλεια της ιδιότητας, με την τελική δήλωση να αφορά στο έτος χρήσης που έπεται της απώλειας της ιδιότητας. Ειδικά, για τους υπόχρεους του άρθρου 4 της περ. α’ του άρθρου 6 και της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 8, η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται και για τρία (3) έτη μετά την απώλεια της ιδιότητας ή τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της λήξης της θητείας, με την τελική δήλωση να αφορά στο τρίτο έτος χρήσης που έπεται της απώλειας της ιδιότητας. Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από τον ίδιο τον υπόχρεο εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
2. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της Δ.Π.Κ. επιτρέπεται να συμπληρωθούν οικειοθελώς από τον υπόχρεο, σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της αρχικής, αν πρόκειται για αρχική Δ.Π.Κ. ή της ετήσιας Δ.Π.Κ.
Άρθρο 19
Ατομικά στοιχεία και χρόνος αναφοράς της Δ.Π.Κ.
1. Στη Δ.Π.Κ. αναφέρονται λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά την ημερομηνία υποβολής της Δ.Π.Κ. προσωπικά, υπηρεσιακά και φορολογικά στοιχεία των υπόχρεων, όπως αυτά απαριθμούνται ενδεικτικά στην παρ. 3 του άρθρου 21, καθώς και τα προσωπικά και φορολογικά στοιχεία των ανήλικων τέκνων τους.
2. Η αρχική Δ.Π.Κ. περιλαμβάνει υποχρεωτικά τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου και των ανήλικων τέκνων του στην ημεδαπή και την αλλοδαπή κατά την ημερομηνία κτήσης της ιδιότητας ή την ανάληψη υπηρεσίας στην περίπτωση θητείας, την αξία κτήσης τους, εφόσον μπορεί να τεκμηριωθεί, και τον τρόπο κτήσης τους.
3. Οι ετήσιες Δ.Π.Κ. περιέχουν τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή.
4. Τα περιουσιακά στοιχεία των ανήλικων τέκνων δηλώνονται από τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 3.
Άρθρο 20
Περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στη Δ.Π.Κ.
1. Για την υποβολή της Δ.Π.Κ., ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως:
α) Τα έσοδα από κάθε πηγή,
β) τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους,
γ) οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους,
δ) οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts),
ε) η μίσθωση θυρίδων σε ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα ή άλλες εταιρείες που παρέχουν αυτήν την υπηρεσία,
στ) τα κάθε χρήσης οχήματα, καθώς και τα πλωτά και εναέρια μεταφορικά μέσα,
ζ) η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση.
2. Στη Δ.Π.Κ. των υπόχρεων των άρθρων 4, της περ. α’ του άρθρου 6 και της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 8 περιλαμβάνονται και οι δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, εφόσον κάθε μία από αυτές υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Στη Δ.Π.Κ. των παραπάνω υπόχρεων περιλαμβάνεται και κάθε οφειλή που προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, τέλη προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ κατά την ημερομηνία του πρώτου εδαφίου.
Άρθρο 21
Τρόπος υποβολής
1. Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται αποκλειστικά ηλεκτρονικά, μέσω της ενιαίας ηλεκτρονικής εφαρμογής www.pothen. gr, προσβάσιμης μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (ΕΨΠ-gov.gr), προς την Επιτροπή Ελέγχου και υπόκειται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων.
2. Η αυθεντικοποίηση του υπόχρεου στην εφαρμογή της παρ. 1 γίνεται με τη χρήση προσωπικών κωδικών -διαπιστευτηρίων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ.) του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης (taxisnet), σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 4727/2020 (Α’ 184). Τα στοιχεία επικοινωνίας του υπόχρεου στην εφαρμογή της παρ. 1 αντλούνται υποχρεωτικά από το Εθνικό Μητρώο Επικοινωνίας της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ..
3. Κατά την υποβολή της δήλωσης από τον υπόχρεο, τα προσωπικά και φορολογικά στοιχεία αυτού, ιδίως ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, η Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, ο Αριθμός Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης, ο Αριθμός Δελτίου Ταυτότητας/Αριθμός Γενικού Μητρώου, το επώνυμο, το όνομα, το πατρώνυμο, το μητρώνυμο, η ημερομηνία γέννησης, η διεύθυνση κατοικίας, τα τηλέφωνα επικοινωνίας και η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εμφανίζονται όπως τηρούνται στο φορολογικό μητρώο κατά την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης. Σε περίπτωση ανακρίβειας αυτών, απαιτείται, πριν από την υποβολή της δήλωσης, η διόρθωση των ανακριβών στοιχείων από τον υπόχρεο. Τα λοιπά στοιχεία, όπως υπηρεσιακά και οικογενειακά, καθώς και η ιδιότητα του υπόχρεου δηλώνονται όπως ίσχυαν κατά το έτος που αφορά η δήλωση.
4. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης αυτού κατά τη χρήση που αφορά η δήλωση, δηλώνονται υποχρεωτικώς ο τρόπος απόκτησης, το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή το τίμημα που καταβλήθηκε, καθώς και η πηγή προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης περιουσιακού στοιχείου που είχε δηλωθεί σε προηγούμενη δήλωση του υπόχρεου, δηλώνεται το τίμημα που έχει εισπραχθεί.
5. Ειδικώς στην περίπτωση απόκτησης νέου εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή εκποίησης εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου που έχει δηλωθεί σε προηγούμενες δηλώσεις του υπόχρεου, δηλώνονται τα στοιχεία του συμβολαίου απόκτησης ή εκποίησης. Αν δεν υπάρχει συμβόλαιο απόκτησης εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων λόγω κληρονομικής διαδοχής, δηλώνονται τα στοιχεία του κληρονομούμενου, καθώς και ο τρόπος και η ιδιότητα με την οποία ο υπόχρεος έγινε κληρονόμος. Στην περίπτωση απόκτησης και απώλειας εμπράγματου δικαιώματος επί του ίδιου ακινήτου κατά τη χρήση που αφορά η δήλωση, δηλώνονται και οι δύο μεταβολές. Το ίδιο ισχύει αντίστοιχα και για τα οχήματα, τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και για τη συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση, με την επιφύλαξη των περιορισμών των παρ. 1 έως και 4 του άρθρου 8 του ν. 3213/2003 (Α’ 308).
6. Ο υπόχρεος, μετά την αυθεντικοποίηση της παρ. 2, μπορεί να επιλέξει να μεταφέρει στη Δ.Π.Κ.:
α) τα δεδομένα της τελευταίας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε1) του έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., η οποία υποβλήθηκε ηλεκτρονικά,
β) τα στοιχεία των ακινήτων, που περιλαμβάνονται στην περιουσιακή του κατάσταση κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι αρχική ή του τρέχοντος έτους, εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι ετήσια, όπως αυτά τα στοιχεία τηρούνται ηλεκτρονικά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), γ) το ύψος των υπολοίπων των καταθετικών και χορηγητικών λογαριασμών και των επενδυτικών προϊόντων, καθώς και δ) στοιχεία θυρίδων, όπου ο ίδιος και ο/η σύζυγος ή εν διαστάσει σύζυγος ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 4356/2015 (Α’ 181), ήταν δικαιούχοι, τα οποία τηρούνταν κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δήλωσης έτους και τελούσαν κατά την ίδια ημερομηνία υπό τη διαχείριση ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοπιστωτικών οργανισμών και εταιρειών μίσθωσης θυρίδων. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην εφαρμογή δεδομένα στα οποία αφορούν οι περ. γ’ και δ’ μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ., σύμφωνα με το άρθρο 47 του ν. 4623/2019 (Α’ 134) και το άρθρο 84 του ν. 4727/2020.
7. Όλα α) τα δεδομένα των ανωτέρω δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία οριστικής υποβολής της Δ.Π.Κ. από την υποβολή τροποποιητικών και συμπληρωματικών δηλώσεων εισοδήματος για το έτος που αφορά η Δ.Π.Κ., β) τα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι αρχική ή του τρέχοντος έτους, εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι ετήσια και γ) τα δεδομένα που διαβιβάζουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κατά τη συμπλήρωση της Δ.Π.Κ., σύμφωνα με την παρ. 6, επισυνάπτονται αυτόματα ηλεκτρονικά στην υποβαλλόμενη Δ.Π.Κ.. Ειδικώς, για πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της αλλοδαπής τα στοιχεία της παρούσας δηλώνονται με κάθε πρόσφορο τρόπο.
8. Η Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ. τηρεί αρχείο για τις ανωτέρω χορηγήσεις όλων των στοιχείων των δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων, με την ημερομηνία και την ώρα χορήγησης πρόσβασης, καθώς και τον μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης της οριστικοποιημένης Δ.Π.Κ. που σχετίζεται με την κάθε χορήγηση.
9. Σε κάθε στάδιο υποβολής της Δ.Π.Κ., μέχρι την οριστική υποβολή, ο υπόχρεος μπορεί να αποθηκεύει προσωρινά τα στοιχεία που καταχώρισε ή μεταφορτώθηκαν. Μετά την οριστική υποβολή της δήλωσης, ο υπόχρεος μπορεί να αποθηκεύσει και στον υπολογιστή του ηλεκτρονικό αντίγραφο της Δ.Π.Κ. που έχει υποβληθεί, όπου εμφανίζονται ο αριθμός αυτής και η ημερομηνία υποβολής της.
10. Στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, οι οποίες ελέγχονται υποχρεωτικά και κατά προτεραιότητα, επισυνάπτονται ηλεκτρονικά τα αναγκαία έγγραφα, εφόσον αυτά δεν έχουν επισυναφθεί αυτόματα, σύμφωνα με την παρ. 7. Η επισύναψη γίνεται άπαξ κατά την υποβολή της αρχικής δήλωσης και όποτε υπάρχουν μεταβολές κατά την υποβολή κάθε ετήσιας δήλωσης,από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση και ειδικότερα:
α. Συμβόλαια των ακινήτων, όταν πρόκειται για ακίνητα που είτε δεν περιλαμβάνονται στη μεταφορά κατά την παρ. 6 είτε δεν επιλέχθηκε να μεταφερθούν κατά την παρ. 6,
β. βεβαιώσεις επενδυτικών προϊόντων και χαρτοφυλακίων χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπως αυτά περιγράφονται στην περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 20, που κατ’ ελάχιστον περιλαμβάνουν το όνομα του χειριστή της μερίδας, το όνομα των προϊόντων, το κόστος κτήσης και την αποτίμηση αυτών,
γ. βεβαιώσεις ή παραστατικά για κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστευμάτων (trusts),
δ. παραστατικά των ημεδαπών ή αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών μίσθωσης θυρίδων από τα οποία αποδεικνύεται η μίσθωση θυρίδων,
ε. άδειες κυκλοφορίας οχημάτων οποιασδήποτε χρήσης, καθώς και πλωτών και εναέριων μεταφορικών μέσων, και, σε περίπτωση απόκτησης ή εκποίησης των πιο πάνω μέσων κατά τη διάρκεια του χρόνου που αφορά η δήλωση, επιπλέον παραστατικά αγοράς ή πώλησης,
στ. παραστατικά για συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση,
ζ. παραστατικά από τα οποία προκύπτουν οι δανειακές υποχρεώσεις της παρ. 2 του άρθρου 20, μόνο για τις δηλώσεις των υπόχρεων του άρθρου 4, της περ. α’ του άρθρου 6 και της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 8,
η. παραστατικά αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών από τα οποία προκύπτουν τα υπόλοιπα κάθε είδους καταθέσεων που τηρούνται στην αλλοδαπή.
Άρθρο 22
Μη εμπρόθεσμη υποβολή δήλωσης
Με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 39, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής Δ.Π.Κ. και της δήλωσης του άρθρου 23 επιτρέπεται η υποβολή της εντός τριάντα (30) ημερών από την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 18, ύστερα από πληρωμή ηλεκτρονικού παράβολου ποσού διακοσίων (200) ευρώ για τους υπόχρεους του άρθρου 4, της περ. α’ του άρθρου 6 και της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 8 και πενήντα (50) ευρώ για τους λοιπούς υπόχρεους. Μετά την πάροδο των τριάντα (30) ημερών του πρώτου εδαφίου και μέχρι τη συμπλήρωση ενός (1) έτους από την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 18, η υποβολή δήλωσης επιτρέπεται ύστερα από πληρωμή ηλεκτρονικού παράβολου ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ για τους υπόχρεους του άρθρου 4, της περ. α’ του άρθρου 6 και της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 8 και εκατό (100) ευρώ για τους λοιπούς υπόχρεους. Σε περίπτωση μη υποβολής Δ.Π.Κ. και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων, ο συντονιστής του άρθρου 26 και τα όργανα του άρθρου 27 ενημερώνουν αμελλητί τους αρμόδιους φορείς ή όργανα της παρ. 1 του άρθρου 17 και ο υπόχρεος διώκεται πειθαρχικά κατά τις κείμενες πειθαρχικές διατάξεις.
Άρθρο 23
Δήλωση Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.)
1. Οι υπόχρεοι σε Δ.Π.Κ. υποβάλλουν, στην προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 18, Δήλωση Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.), η οποία περιλαμβάνει:
α) τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, β) τη συμμετοχή τους στη διοίκηση πάσης φύσεως
νομικών προσώπων και εταιριών, ενώσεων προσώπων και Ο.Κοι.Π.,
γ) οποιαδήποτε αμειβόμενη τακτική δραστηριότητα που αναλαμβάνουν παράλληλα με την άσκηση των καθηκόντων τους, είτε ως υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι,
δ) οποιαδήποτε αμειβόμενη μη κύρια δραστηριότητα, εάν η συνολική αμοιβή υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ ανά ημερολογιακό έτος,
ε) τη συμμετοχή σε εταιρεία ή κοινοπραξία, όταν αυτή η συμμετοχή ενδέχεται να έχει συνέπειες στη δημόσια πολιτική ή όταν δίνει στον υπόχρεο τη δυνατότητα σημαντικής επιρροής επί υποθέσεων της εν λόγω εταιρείας ή σύμπραξης,
στ) για την περίπτωση προσώπων που υπηρετούν σε αιρετή δημόσια θέση, οποιαδήποτε οικονομική υποστήριξη από τρίτους, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που χορηγείται σε συνάρτηση με τη δημόσια δραστηριότητά τους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ ανά ημερολογιακό έτος,
ζ) οποιαδήποτε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που προκάλεσαν άμεση ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τα καθήκοντά τους. Ως σύγκρουση συμφερόντων νοείται η περίπτωση κατά την οποία υπόχρεος έχει προσωπικό συμφέρον που μπορεί να επηρεάσει αθέμιτα την εκτέλεση των καθηκόντων του. Σύγκρουση συμφερόντων δεν υπάρχει στην περίπτωση που ο υπόχρεος αντλεί κάποιο όφελος μόνο ως μέλος του γενικότερου κοινού ή μίας ευρύτερης κατηγορίας ατόμων,
η) τα τυχόν καταγεγραμμένα συμφέροντα στο Μητρώο Διαφάνειας των άρθρων 8 έως 10 του ν. 4829/2021 (Α’ 166).
2. Αν προβλέπεται κατά τον νόμο δημοσιοποίηση των Δ.Π.Κ., μπορεί, υπό τους ίδιους όρους, να δημοσιοποιηθούν και στοιχεία των Δ.Ο.Σ.. Για τον τρόπο υποβολής των Δ.Ο.Σ. εφαρμόζονται αναλογικά οι παρ. 1, 2, 3 και 9 του άρθρου 21.
Άρθρο 24
Τεχνικές ρυθμίσεις υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. και οργανωτικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας
1. Το απόρρητο της ηλεκτρονικής επικοινωνίας του υπόχρεου με τα συστήματα της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ. διασφαλίζεται με τη χρήση ψηφιακού πιστοποιητικού από την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 21. Τα απόρρητα στοιχεία των Δ.Π.Κ. τηρούνται κρυπτογραφημένα στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων της εφαρμογής. Η ηλεκτρονική εφαρμογή συνοδεύεται από πολιτικές ασφάλειας, που καλύπτουν όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και εξασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα και ακεραιότητα των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων.
2. Υπεύθυνος επεξεργασίας της αυτοτελούς ειδικής βάσης των δεδομένων περιουσιακής κατάστασης είναι η Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 25. Από κοινού υπεύθυνα είναι και τα όργανα του άρθρου 27, στα οποία κατανέμεται το έργο της Επιτροπής Ελέγχου. Εκτελούσα την επεξεργασία της παραπάνω βάσης δεδομένων, κατ’ εντολή του υπευθύνου επεξεργασίας, είναι η Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ. του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
3. Εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος υπογράφεται σύμβαση μεταξύ της Επιτροπής Ελέγχου και της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ. του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ως Φορέα Λειτουργίας Πληροφοριακών Συστημάτων, στην οποία καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων και προβλέπεται κατ’ ελάχιστον ότι η Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ. αναλαμβάνει την εξασφάλιση:
α. Της σχεδίασης, της ανάπτυξης, της υποστήριξης και της λειτουργίας των αναγκαίων πληροφοριακών συστημάτων που εξυπηρετούν την κατάρτιση των καταστάσεων υπόχρεων και την ηλεκτρονική υποβολή και τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., καθώς και την αυτοματοποίηση της συμπλήρωσής τους, σύμφωνα με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις της Επιτροπής Ελέγχου, με ενημέρωση του Διοικητή της Ε.Α.Δ. και ακολούθως της Επιτροπής Ελέγχου από αυτόν και
β. της υποστήριξης της Επιτροπής Ελέγχου για την ενημέρωση και τη διευκόλυνση των υπόχρεων για τη διαδικασία υποβολής των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., καθώς και των φορέων για την κατάρτιση καταστάσεων υπόχρεων.
4. Η Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ. σχεδιάζει και βελτιώνει την πολιτική ασφαλείας των ανωτέρω πληροφοριακών συστημάτων, σύμφωνα με την πολιτική ασφάλειας του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και εκδίδει δεσμευτικές οδηγίες ορθής και ασφαλούς χρήσης των εφαρμογών, για όλους τους εσωτερικούς και εξωτερικούς χρήστες των πληροφοριακών συστημάτων, με ενημέρωση του Διοικητή της Ε.Α.Δ. και της Επιτροπής Ελέγχου.
5. Εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπογράφεται πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ του συντονιστή, εκ μέρους της Επιτροπής Ελέγχου, των οργάνων του άρθρου 27 και του φορέα λειτουργίας της παρ. 3. Στο πρωτόκολλο καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής, οι ρόλοι των εμπλεκόμενων φορέων, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις συνεργασίας τους.
6. Η Ε.Α.Δ. αναλαμβάνει, κατόπιν απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου, την κατάρτιση, τη διοίκηση και τη διαχείριση των απαραίτητων συμβάσεων ανάπτυξης, βελτίωσης και συντήρησης των ηλεκτρονικών εφαρμογών των ανωτέρω πληροφοριακών συστημάτων και παρακολουθεί την πορεία παραλαβής και υλοποίησης του έργου.
7. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης δύναται να τίθενται εκτός λειτουργίας τα ανωτέρω πληροφοριακά συστήματα, ύστερα από αίτημα της Επιτροπής Ελέγχου ή του φορέα λειτουργίας κατόπιν ενημέρωσης και έγκρισης της Επιτροπής Ελέγχου, για λόγους συντήρησης, αναβάθμισης και προσαρμογής στις αλλαγές της νομοθεσίας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των εξήντα (60) ημερών ανά έτος. Κατά το διάστημα αυτό αναστέλλονται οι προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων του παρόντος.
8. Η Δ.Ο.Σ. υποβάλλεται από τον υπόχρεο σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 3, ταυτόχρονα με την υποβολή της Δ.Π.Κ., αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ηλεκτρονικής εφαρμογής. Η υποβολή της Δ.Ο.Σ. αποδεικνύεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 9 του άρθρου 21.
9. Τα δεδομένα που καταχωρίζονται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης διατηρούνται μέχρι τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής του κακουργήματος της παρ. 2 του άρθρου 39.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΕΛΕΓΧΟΣ Δ.Π.Κ. ΚΑΙ Δ.Ο.Σ.
Άρθρο 25
Επιτροπή Ελέγχου
1.α. Ο έλεγχος των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ. των υπόχρεων προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 3 ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή Ελέγχου είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από δεκατρία (13) τακτικά μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές.
β. Η Επιτροπή Ελέγχου είναι αρμόδια για την παροχή διευκρινίσεων για όλες τις κατηγορίες υπόχρεων και δύναται να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα αυτή, για τμήμα των υπόχρεων, στα ειδικά όργανα του άρθρου 27 και να λαμβάνει σχετική ενημέρωση.
2. Η Επιτροπή Ελέγχου συγκροτείται από: α) Τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής,
β) δύο (2) Συμβούλους της Επικρατείας, με τους αναπληρωτές τους,
γ) δύο (2) Αρεοπαγίτες, με τους αναπληρωτές τους,
δ) δύο (2) Συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τους αναπληρωτές τους,
ε) έναν (1) Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με τον αναπληρωτή του,
στ) τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με τον αναπληρωτή του,
ζ) τον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.), με τον αναπληρωτή του,
η) έναν (1) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής,
θ) έναν (1) βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση, με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας,
ι) έναν (1) βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
3. Η Επιτροπή Ελέγχου συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη της Επιτροπής Ελέγχου και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση των αρμοδίων Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων των άρθρων 80 για τη διοικητική δικαιοσύνη, 85 για το Ελεγκτικό Συνέδριο και 91 για την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, για θητεία δύο (2) ετών, η οποία δεν ανανεώνεται και ασκούν τα καθήκοντά τους παράλληλα με αυτά της κύριας θέσης τους. Αν προαχθούν οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη της Επιτροπής Ελέγχου, αντικαθίστανται πριν από την έναρξη του νέου δικαστικού έτους, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 12 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο πρώτο εδάφιο. Ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζεται για θητεία τεσσάρων (4) ετών. Σε περίπτωση γενικών βουλευτικών εκλογών, η Επιτροπή Ελέγχου ανασυγκροτείται ως προς τα κοινοβουλευτικά μέλη εντός ενός (1) μηνός από την εκλογή του Προεδρείου της νέας Βουλής. Μέχρι την ως άνω ανασυγκρότηση, η Επιτροπή Ελέγχου συνεχίζει το ελεγκτικό της έργο με την υφιστάμενη σύνθεσή της. Αν κενωθεί θέση τακτικού μέλους, ο αναπληρωτής ασκεί τα καθήκοντα του τακτικού μέλους έως τον ορισμό νέου τακτικού μέλους.
4. Η Επιτροπή Ελέγχου επικουρείται για τις υποθέσεις του παρόντος νόμου από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της περ. στ’ της παρ. 2 του άρθρου 19 του π.δ. 15/2022 (Α’ 39) και ειδικώς για τις υποθέσεις των σωμάτων ασφαλείας από τον επικεφαλής Εισαγγελέα ή τον Διοικητή της Υ.Ε.Υ.Σ.Α..
5. Τα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου και των οργάνων του άρθρου 27 απολαμβάνουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
6. Κατά τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. των δικαστικών και των εισαγγελικών λειτουργών, καθήκοντα Πρόεδρου της Επιτροπής Ελέγχου ασκεί ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός από τα μέλη της. Στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 2, συμμετέχει στην Επιτροπή Ελέγχου ως μέλος.
7. Γραμματέας της Επιτροπής Ελέγχου ορίζεται υπάλληλος που υπηρετεί στην ειδική υπηρεσία της παρ. 9, με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου, μετά από πρόταση του προϊσταμένου της ειδικής υπηρεσίας της παρ. 9.
8. Μετά από πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου, κατόπιν εισήγησης της ειδικής υπηρεσίας της παρ. 9, οι πιστώσεις για τη λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της ειδικής υπηρεσίας που αφορούν στον έλεγχο των Δ.Π.Κ. εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Βουλής, αποτυπώνονται σε χωριστό πίνακα και εγκρίνονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής και στον Ειδικό Κανονισμό αυτής και καλύπτονται από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις εντός των ορίων του ισχύοντος Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής.
9. Την Επιτροπή Ελέγχου επικουρεί, για τον συντονισμό των ελέγχων της και για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υπόχρεων, ειδική υπηρεσία, που αποτελεί οργανική μονάδα της Βουλής των Ελλήνων επιπέδου διεύθυνσης και υπάγεται στον Πρόεδρο της Επιτροπής Ελέγχου. Για την εξυπηρέτηση των σκοπών των ελέγχων της Επιτροπής Ελέγχου, στην ειδική υπηρεσία τηρείται, σε ηλεκτρονική μορφή, βάση δεδομένων των υπόχρεων, οι οποίοι ελέγχονται υποχρεωτικά, καθώς και των σχετιζόμενων με αυτούς προσώπων.
10. Μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους, η Επιτροπή Ελέγχου υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Στην ανωτέρω ετήσια έκθεση ενσωματώνονται και τα διαλαμβανόμενα στις εκθέσεις των οργάνων του άρθρου 27 και αναφέρονται κατ’ ελάχιστον ο αριθμός των υπόχρεων σε Δ.Π.Κ. προσώπων, ο αριθμός των προσώπων που υπέβαλαν Δ.Π.Κ., τα μέτρα που ελήφθησαν για όσους δεν υπέβαλαν Δ.Π.Κ. και τα αποτελέσματα των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων της Επιτροπής Ελέγχου, με στατιστική απεικόνιση αυτών. Η έκθεση αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής το αργότερο έναν (1) μήνα μετά την υποβολή της και παραμένει αναρτημένη για τρία (3) έτη.
Άρθρο 26
Συντονιστής ελέγχων
1. Ο προϊστάμενος της ειδικής υπηρεσίας της παρ. 9 του άρθρου 25, ο οποίος ορίζεται και τοποθετείται από τον Πρόεδρο της Βουλής, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ειδικού Κανονισμού της Ειδικής Υπηρεσίας της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης που προσαρτήθηκε στον Κανονισμό της Βουλής (Μέρος Β’, Α’ 51) ως Παράρτημα τρία (3) με την από 28.6.2016 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (Α’ 122), ορίζεται ως συντονιστής ελέγχων. Για τα ζητήματα της υπηρεσιακής κατάστασης του συντονιστή ελέγχων εφαρμόζεται ο Κανονισμός της Βουλής (Μέρος Β’, Α’ 51). Όταν αυτός απουσιάζει, ελλείπει ή κωλύεται, αναπληρώνεται από τον προϊστάμενο του Τμήματος Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ειδικού Κανονισμού του πρώτου εδαφίου.
2. Ο συντονιστής είναι αρμόδιος για την επίτευξη των ετήσιων στόχων της Επιτροπής Ελέγχου και υπεύθυνος για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες προστασίας προσωπικών δεδομένων.
3. Με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου ή του Προέδρου της, ο συντονιστής μπορεί, πέραν όσων ορίζονται στο άρθρο 31, να προβαίνει στον καθορισμό και άλλων ελεγκτικών πράξεων που μπορεί να ανατίθενται από αυτόν σε ορκωτούς ελεγκτές και ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα στοιχεία των Δ.Π.Κ. και των αντίστοιχων δικαιολογητικών και συντάσσουν τις, κατά περίπτωση απαιτούμενες αναλυτικές ή συγκεντρωτικές, εκθέσεις που υποβάλλονται στην Επιτροπή Ελέγχου για την υποβοήθηση του έργου της. Προς τον ίδιο σκοπό, ο συντονιστής, αφού προηγηθεί σχετική ενημέρωση της Επιτροπής Ελέγχου, μπορεί να ζητά τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας ελεγκτικής αρχής, προσδιορίζοντας το αντικείμενο της συνδρομής αυτής.
Άρθρο 27
Ειδικά ελεγκτικά όργανα
Οι έλεγχοι του άρθρου 28 διενεργούνται και από τα ακόλουθα ειδικά ελεγκτικά όργανα:
α. Τη Γ’ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες,
β. την Εθνική Αρχή Διαφάνειας,
γ. την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας.
Με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου κατανέμεται στα ειδικά ελεγκτικά όργανα του πρώτου εδαφίου ο έλεγχος των δηλώσεων συγκεκριμένων κατηγοριών υπόχρεων και ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Ζητήματα που σχετίζονται με τη στοχοθεσία και τον τρόπο συνεργασίας των οργάνων για την επίτευξη των γενικών στόχων της Επιτροπής Ελέγχου, δύνανται να ρυθμίζονται από τον συντονιστή ελέγχων του άρθρου 26.
Άρθρο 28
Είδη και προϋποθέσεις ελέγχων
1. Οι Δ.Π.Κ. των υπόχρεων του άρθρου 4, της περ. α’ του άρθρου 6 και της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 8 ελέγχονται υποχρεωτικά. Οι Δ.Π.Κ. των υποπερ. αα’ έως στστ’ της περ. γ’ της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), οι οποίες παραμένουν σε ισχύ μόνο ως προς το είδος, τον τρόπο και τα υποκείμενα του ελέγχου, καθώς και οι Δ.Π.Κ. επί των οποίων υποβάλλονται επώνυμες καταγγελίες ή τίθενται ερωτήματα στο πλαίσιο ερευνών από δικαστικές ή άλλες αρχές, ελέγχονται κατά προτεραιότητα. Οι λοιπές Δ.Π.Κ. και όσες Δ.Π.Κ. της παρούσας κρίνεται περαιτέρω απαραίτητο ελέγχονται στοχευμένα ή δειγματοληπτικά, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29. Κατά τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. που διενεργείται σύμφωνα με την παρούσα, συσχετίζονται και ελέγχονται με όμοιο τρόπο οι Δ.Π.Κ. των συζύγων, των εν διαστάσει συζύγων ή των προσώπων με τα οποία οι υπόχρεοι του Κεφαλαίου Β’ έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
2. Ο έλεγχος ολοκληρώνεται εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους υποβολής. Αν προκύπτουν ενδείξεις ή νέα αποδεικτικά στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος της παρ. 2 του άρθρου 39, ο έλεγχος μπορεί να ολοκληρωθεί μέχρι τη συμπλήρωση της σχετικής προθεσμίας παραγραφής. Ο έλεγχος της αρχικής Δ.Π.Κ. αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου, ανακριβειών και ελλείψεων για τα περιουσιακά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο κτήσης της ιδιότητας. Για τα επόμενα έτη, ο έλεγχος της ετήσιας Δ.Π.Κ. αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου, ανακριβειών και ελλείψεων, για τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η Δ.Π.Κ.. Ο έλεγχος των ετήσιων Δ.Π.Κ. περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, και τη διακρίβωση αν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε Δ.Π.Κ. προσώπων. Η Δ.Π.Κ. δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής σε περίπτωση μη ουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση της Επιτροπής Ελέγχου, αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης ή η εκ παραδρομής λανθασμένη αναγραφή στη δήλωση του στοιχείου που ανακριβώς έχει δηλωθεί σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 1 του άρθρου 30.
3. Η Επιτροπή Ελέγχου λαμβάνει υπόψη τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας και με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων, όταν απαιτείται. Η Επιτροπή Ελέγχου μπορεί να καταρτίζει και πρόγραμμα συνοπτικών και ειδικών-θεματικών ελέγχων, δίχως να θίγεται η δυνατότητα επέκτασής τους σε τακτικούς σύμφωνα με την παρ. 1.
Άρθρο 29
Επιλογή δηλώσεων προς έλεγχο
1. Ο ετήσιος ελεγκτικός στόχος, ως ποσοστό των ελέγχων για υποθέσεις που αφορούν στην τελευταία πενταετία, συμπεριλαμβανομένου και του έτους έκδοσης της απόφασης, ορίζεται με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου, κατόπιν εισήγησης του συντονιστή ελέγχων, στην οποία περιγράφονται οι συνθήκες που λαμβάνονται υπόψη και κατ’ ελάχιστον ο αριθμός των ελεγκτών κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, καθώς και ο αριθμός των ελέγχων που διενεργήθηκαν κατά τους προηγούμενους δώδεκα (12) μήνες από τον μήνα έκδοσης της απόφασης. Το ποσοστό του πρώτου εδαφίου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσοστού επτά τοις εκατό (7%) του συνόλου των ελεγχόμενων Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. Ειδικά για το πρώτο έτος εφαρμογής του παρόντος, το ανωτέρω ποσοστό ορίζεται σε πέντε τοις εκατό (5%) και για το δεύτερο σε έξι τοις εκατό (6%).
2. Οι Δ.Π.Κ. που ελέγχονται κατ’ έτος επιλέγονται με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου, κατόπιν εισήγησης του συντονιστή, με βάση κριτήρια ανάλυσης κινδύνου, στοιχεία από εσωτερικές και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ή, εξαιρετικά, με βάση άλλα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται από την Επιτροπή Ελέγχου κατ’ έτος και πριν από την έναρξη της προθεσμίας υποβολής των Δ.Π.Κ. και δεν δημοσιοποιούνται.
3. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο μπορεί, μετά από καταγγελία ή και αυτεπαγγέλτως, να παραγγέλλει τη διενέργεια ελέγχου των Δ.Π.Κ. υπόχρεων ή κατηγοριών υπόχρεων από τα όργανα του άρθρου 27, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται αδικαιολόγητο περιουσιακό όφελος.
4. Η διενέργεια του ανωτέρω ελέγχου μπορεί να ανατεθεί σε ειδικό κλιμάκιο που αποτελείται από δικαστικούς υπαλλήλους της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι οποίοι ορίζονται από τον Γενικό Επίτροπο. Για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου αναδιαρθρώνεται το οργανόγραμμα των οργανικών θέσεων της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας και μεταφέρονται σε αυτή από το οργανόγραμμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου τρεις (3) θέσεις υπαλλήλων ΠΕ και μία (1) θέση υπαλλήλου ΔΕ.
5. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη διαβιβάζουν στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο επώνυμες καταγγελίες σε βάρος συγκεκριμένων υπόχρεων σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., οι οποίες υποβάλλονται απευθείας σε αυτούς από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή από ανεξάρτητες αρχές ή από ελεγκτικά σώματα της δημόσιας διοίκησης ή όταν με οποιονδήποτε τρόπο δημοσιοποιούνται στοιχεία σε βάρος τους, προκειμένου αυτός να ασκήσει την αρμοδιότητά του των παρ. 3 και 4.
Άρθρο 30
Διαδικασία ελέγχου
1. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η Επιτροπή Ελέγχου και τα όργανα του άρθρου 27 μπορούν να καλούν τους ελεγχόμενους να δώσουν διευκρινίσεις ή να αναρτήσουν συμπληρωματικά παραστατικά ή στοιχεία εντός προθεσμίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες και η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) ημερών ακόμη. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχόμενων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή Ελέγχου και τα όργανα του άρθρου 27 δύνανται, κατ’ εξαίρεση, να παρατείνουν την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση.
2. Τα υπόχρεα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 5 του ν. 4557/2018 (Α’ 139) έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί την Επιτροπή Ελέγχου, όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβαση των υποχρεώσεων των ελεγχομένων που απορρέουν από τον παρόντα ή τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού υπουργικές αποφάσεις.
3. Η Επιτροπή Ελέγχου και τα όργανα του άρθρου 27 δεν υπόκεινται, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και των ερευνών τους, σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού, χρηματιστηριακού και επαγγελματικού απορρήτου των στοιχείων, τηρουμένου σε κάθε περίπτωση του άρθρου 26 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. [ν. 3528/2007, (Α’ 26)] περί εχεμύθειας και με την επιφύλαξη των άρθρων 212 περί επαγγελματικού απορρήτου των μαρτύρων, 263 περί υποχρέωσης για παράδοση εγγράφων, 264 περί κατάσχεσης εγγράφων και εντύπων και 265 περί κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), εφόσον τα στοιχεία αυτά χορηγούνται αποκλειστικά για τα ελεγχόμενα πρόσωπα αρμοδιότητάς τους και αφορούν μόνο τα ελεγχόμενα έτη. Ως προς το φορολογικό απόρρητο, εφαρμόζονται το άρθρο 17 του ν. 4987/2022 (Α’ 206) και η υπό στοιχεία ΠΟΛ1154/31.7.2018 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (Β’ 3253). Οι ελεγκτές, μετά από σχετική εντολή της Επιτροπής Ελέγχου ή των οργάνων του άρθρου 27, έχουν πρόσβαση στο «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» σύμφωνα με το άρθρο 62 του ν. 4170/2013 (Α’ 163), καθώς και επιγραμμική (online) πρόσβαση στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και στα στοιχεία φορολογικών ελέγχων που τηρούνται στην Α.Α.Δ.Ε., σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος και μπορεί να τους επιβληθούν οι κυρώσεις του άρθρου 17Α του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4987/2022, Α’ 206).
4. Η διαδικασία ελέγχου είναι εμπιστευτική και τα στοιχεία του ελέγχου δεν δημοσιοποιούνται. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου, το προσωπικό της ειδικής υπηρεσίας της παρ. 9 του άρθρου 25, τα όργανα του άρθρου 27, καθώς και τα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 31 υποχρεούνται να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, να απέχουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα συγγενικά ή οικεία, καθώς και να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά την αποχώρησή τους από την Επιτροπή Ελέγχου ή την εκτέλεση των καθηκόντων τους όσον αφορά τα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 31.
5. Για τη διευκόλυνση του ελέγχου, η φορολογική διοίκηση παραχωρεί ηλεκτρονική επιγραμμική (online) πρόσβαση στα όργανα της Επιτροπής Ελέγχου και του άρθρου 27, ύστερα από αίτησή τους, σε στοιχεία για όλες τις τροποποιήσεις των παραπάνω δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων αρμοδιότητάς τους, οι οποίες τηρούνται ηλεκτρονικά. Η Επιτροπή Ελέγχου και τα όργανα του άρθρου 27 έχουν απευθείας επιγραμμική (online) πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής, υπηρεσίας ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα που κατά τα ανωτέρω αποτελούν περιουσιακά στοιχεία, όπως στα κτηματολογικά δεδομένα, στο Γ.Ε.ΜΗ., καθώς και στο σύστημα «Τειρεσίας» και μπορούν να ζητούν, στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών, τη συνεργασία και την πρόσβαση σε κάθε είδους στοιχεία από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής, υποχρεουμένων όλων στην άμεση ηλεκτρονική παροχή των ανωτέρω στοιχείων και ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα. Η αξιοποίηση των πληροφοριών που συλλέγονται, εφόσον απαιτείται, από άρση τραπεζικού, χρηματιστηριακού, φορολογικού και επαγγελματικού απορρήτου είναι προϋπόθεση για την ολοκλήρωση κάθε ελέγχου αρμοδιότητας της Επιτροπής Ελέγχου και των οργάνων του άρθρου 27.
6. Για τις ανάγκες του ελέγχου της παρ. 2 του άρθρου 28, ο συντονιστής, εκ μέρους της Επιτροπής Ελέγχου, ορίζει τους αρμόδιους για τον έλεγχο και τα δικαιώματα πρόσβασης που αυτοί έχουν επί των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του ηλεκτρονικού συστήματος. Η πρόσβαση των αρμόδιων του πρώτου εδαφίου στο ηλεκτρονικό σύστημα είναι αυστηρά προσωποποιημένη και ελέγχεται μέσω μοναδικού ονόματος χρήστη και προσωπικού μυστικού κωδικού. Οι ενέργειες των αρμόδιων του πρώτου εδαφίου εντός του ηλεκτρονικού συστήματος καταγράφονται ηλεκτρονικά.
7. Η Επιτροπή Ελέγχου ελέγχει την τήρηση των περιορισμών των παρ. 1 και 2 του άρθρου 32 του ν. 2843/2000 (Α’ 219) από τα εξής πρόσωπα, όταν ενεργούν ατομικά, καθώς και για λογαριασμό των συζύγων, εν διαστάσει συζύγων, των προσώπων με τα οποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και των ανήλικων τέκνων τους:
α) Τα μέλη της Κυβέρνησης, τους υφυπουργούς, τους βουλευτές και τους ευρωβουλευτές, τους γενικούς και ειδικούς γραμματείς υπουργείων, τον Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου,
β) τους γενικούς γραμματείς περιφερειών, τους περιφερειάρχες και τους δημάρχους, τους αντιδημάρχους, τους προέδρους και τα τακτικά μέλη των επιτροπών των δήμων, τους προέδρους και τα μέλη των δημοτικών συμβουλίων, τους προέδρους, τους διευθύνοντες συμβούλους και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων και τους γενικούς διευθυντές των δημοτικών Ν.Π.Δ.Δ., των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανωτέρω Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων δήμων, τους προϊσταμένους των γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των δήμων, τους προέδρους και τους διαχειριστές των τραπεζικών λογαριασμών των σχολικών επιτροπών,
γ) τους προϊσταμένους των γενικών διευθύνσεων των υπουργείων, τους προέδρους, τους αντιπροέδρους, τους διοικητές, τους υποδιοικητές, τα εκτελεστικά μέλη, τους διευθύνοντες ή εντεταλμένους συμβούλους και τους γενικούς διευθυντές Ν.Π.Δ.Δ., ανώνυμων εταιρειών του Δημοσίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4972/2022 (Α’ 181), δημόσιων οργανισμών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά πενήντα τοις εκατό (50%) τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκησή τους ορίζει, άμεσα ή έμμεσα, το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος,
δ) τους προέδρους και τα τακτικά μέλη όλων των επιτροπών διαγωνισμών προμηθειών, μελετών και παροχής υπηρεσιών των κρατικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων και των ενόπλων δυνάμεων, των Ν.Π.Δ.Δ., των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά πενήντα τοις εκατό (50%) τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκηση των οποίων ορίζει, άμεσα ή έμμεσα, το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος, των ανώνυμων εταιρειών του Δημοσίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4972/2022, και των δημόσιων οργανισμών, εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ ανά διαγωνισμό, τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Κρατικών Προμηθειών και τους προϊσταμένους των διευθύνσεων αυτής, τους κατέχοντες θέσεις προϊσταμένων οποιουδήποτε οργανωτικού επιπέδου οργανικών μονάδων προμηθειών στο Δημόσιο και στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, στις ανώνυμες εταιρείες του Δημοσίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4972/2022 και τους δημόσιους οργανισμούς, τον Πρόεδρο και τα μέλη όλων των επιτροπών διαγωνισμών δημόσιων έργων των ανωτέρω φορέων, εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη του έργου υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, τους προέδρους, διοικητές, υποδιοικητές και γενικούς διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχονται από το κράτος.
Άρθρο 31
Ελεγκτικές δυνατότητες της Επιτροπής Ελέγχου
1. Στο πλαίσιο του ελέγχου των Δ.Π.Κ., η Επιτροπή Ελέγχου και τα όργανα του άρθρου 27 μπορούν, με απόφασή τους, να ζητούν από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, τις κρατικές χρηματοδοτήσεις τους, τις ιδιωτικές και τις παντός είδους εισφορές ή προσφορές. Η Επιτροπή Ελέγχου και τα όργανα του άρθρου 27 αξιολογούν και διερευνούν τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο περιέρχονται σε αυτούς σχετικά με την υποβολή των δηλώσεων, τις ανακρίβειες ή ελλείψεις αυτών. Προς υποβοήθηση του έργου τους, η Επιτροπή Ελέγχου και τα όργανα του άρθρου 27 μπορούν, με απόφαση του Προέδρου ή Διοικητή τους, να αναθέτουν τη διενέργεια ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές, υπό την εποπτεία του συντονιστή ελέγχων.
2. Για την εκπλήρωση της αποστολής τους, η Επιτροπή Ελέγχου και τα όργανα του άρθρου 27 μπορούν να αναθέτουν τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης.
3. Με το πέρας κάθε ελέγχου, το όργανο που διενήργησε τον έλεγχο αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να διαβιβαστεί με αιτιολογημένο και εμπεριστατωμένο πόρισμά του στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον τα στοιχεία κρίνονται βάσιμα και επαρκή και ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή Ελέγχου για το αποτέλεσμα του ελέγχου. Κατ’ εξαίρεση, για τους υπόχρεους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 32, η απόφαση αρχειοθέτησης οριστικοποιείται μετά το πέρας της δημοσιοποίησης των αντίστοιχων δηλώσεων αυτών των υπόχρεων. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και εφόσον κρίνεται ότι υπάρχει ανάγκη διερεύνησης επί θεμάτων αρμοδιότητας φορολογικής ή άλλης αρχής ή υπηρεσίας, το πόρισμα αποστέλλεται και σε αυτές. Υπόθεση που τίθεται στο αρχείο, δύναται να ανασυρθεί με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου, μόνο εφόσον προκύπτουν νέα πραγματικά στοιχεία. Μετά την παρέλευση πενταετίας από την υποβολή της δήλωσης, η ανάσυρση υπόθεσης που έχει αρχειοθετηθεί επιτρέπεται μόνο όταν προκύπτουν ενδείξεις ή νέα αποδεικτικά στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος της παρ. 2 του άρθρου 39 και μέχρι τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής.
4. Οι δικαστικές και φορολογικές αρχές, που επιλαμβάνονται κατόπιν πορίσματος της Επιτροπής Ελέγχου και των οργάνων του άρθρου 27, διαβιβάζουν σε αυτούς αντίγραφο της σχετικής δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος, καθώς και της έκθεσης ελέγχου και της οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ Δ.Π.Κ.
Άρθρο 32
Δημοσιοποίηση Δ.Π.Κ.
1. Οι Δ.Π.Κ. των υπόχρεων του άρθρου 4 και της περ. α’ του άρθρου 6, καθώς και των συζύγων, των εν διαστάσει συζύγων ή των προσώπων με τα οποία οι ανωτέρω υπόχρεοι έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, δημοσιοποιούνται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής, με ανάρτηση χωριστών καταλόγων αρχικών και ετήσιων Δ.Π.Κ. σε ειδική ιστοσελίδα της Επιτροπής Ελέγχου, με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου. Η ανάρτηση γίνεται μετά από τον έλεγχο και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την πάροδο της προθεσμίας του τέταρτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 18. Η ανάρτηση των δηλώσεων διαρκεί τρία (3) έτη.
2. Από την ανάρτηση της παρ. 1 εξαιρούνται, σε κάθε περίπτωση: α) τα στοιχεία τεθνεώτων και των σχετιζόμενων με αυτούς προσώπων που δεν είναι αυτοτελώς υπόχρεα σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β’ του παρόντος, καθώς και β) εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειάς του, όπως διεύθυνση κατοικίας, αριθμοί κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων και Α.Φ.Μ. Η δημοσίευση των στοιχείων της παρ. 1 στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το περιεχόμενό τους.
3. Για την εξυπηρέτηση των σκοπών των ελέγχων της Επιτροπής Ελέγχου, τηρείται στην ειδική υπηρεσία της παρ. 9 του άρθρου 25 σε ηλεκτρονική μορφή και ενημερώνεται βάση δεδομένων των Δ.Π.Κ. και των χρόνων δημοσιοποίησής τους, καθώς και συσχέτισής τους με τους ελέγχους και τις αποφάσεις της Επιτροπής Ελέγχου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Άρθρο 33
Δήμευση
1. Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν στην περίπτωση κάποιου από τα αδικήματα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 39 δημεύονται με την καταδικαστική απόφαση, εκτός αν ο υπαίτιος αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευσή τους. Σε περίπτωση ανάμειξης του προϊόντος του αδικήματος με περιουσία που προέρχεται από νόμιμες πηγές, η κατάσχεση και η δήμευση επιβάλλονται μέχρι του ποσού της αξίας του προϊόντος αυτού.
2. Αν τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με την παρ. 1, δεν υπάρχουν πλέον, δεν έχουν βρεθεί, δεν είναι δυνατόν να κατασχεθούν ή ανήκουν σε τρίτο σε βάρος του οποίου δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί δήμευση, δημεύονται περιουσιακά στοιχεία του υπαιτίου ίσης αξίας με αυτά κατά τον χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως προσδιορίζονται από το δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και χρηματική ποινή μέχρι το ποσό της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία για δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας των υποκειμένων σε δήμευση.
Άρθρο 34
Παράλειψη ηλεκτρονικής καταχώρισης
Όποιος, παρότι είναι υπεύθυνος για την ηλεκτρονική καταχώριση του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 17, παραλείπει την καταχώριση της κατάστασης αυτής ή την καταχωρίζει ελλιπώς, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών.
Άρθρο 35
Παράλειψη υποχρέωσης διαβίβασης δεδομένων εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και πιστωτικών ιδρυμάτων
Για τα φυσικά πρόσωπα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και πιστωτικών ιδρυμάτων του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 21, η μη τήρηση της υποχρέωσης του ιδίου εδαφίου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως δώδεκα (12) μήνες ή χρηματική ποινή.
Άρθρο 36
Παράβαση καθήκοντος εχεμύθειας
Όποιος παραβιάζει το καθήκον εχεμύθειας της παρ. 4 του άρθρου 30 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
Άρθρο 37
Παρακώλυση ελέγχου και άρνηση παροχής στοιχείων στην Επιτροπή Ελέγχου
Όποιος παρεμποδίζει, με οποιονδήποτε τρόπο, το ελεγκτικό έργο και ιδίως αρνείται την παροχή στοιχείων στην Επιτροπή Ελέγχου ή στα όργανα του άρθρου 27 ή στους ορκωτούς ελεγκτές της παρ. 3 του άρθρου 26 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών.
Άρθρο 38
Απαγόρευση δημοσιοποίησης
Όποιος αναρτά τα στοιχεία του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 32 ή δεν δημοσιεύει ολόκληρο το περιεχόμενο των δημοσιοποιούμενων στοιχείων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κατά παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 32, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή.
Άρθρο 39
Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης
1. Υπόχρεος που παραλείπει να υποβάλει Δ.Π.Κ. εντός της προθεσμίας του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 22 ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή Δ.Π.Κ., τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή. Αν ο υπόχρεος τελεί το αδίκημα με σκοπό την απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου αξίας ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή από χίλιες (1.000) έως πέντε χιλιάδες (5.000) ημερήσιες μονάδες. Το ύψος καθεμίας από τις ημερήσιες μονάδες δεν μπορεί να είναι κατώτερο από δέκα (10) ευρώ ούτε ανώτερο από εκατό (100) ευρώ.
2. Ο υπαίτιος της πράξης της παρ. 1 τιμωρείται με ποινή κάθειρξης έως δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή από χίλιες (1.000) έως δέκα χιλιάδες (10.000) ημερήσιες μονάδες, το ύψος καθεμίας από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερο από είκοσι (20) ευρώ ούτε ανώτερο από εκατό (100) ευρώ, αν η συνολική αξία της αποκρυπτόμενης περιουσίας του ιδίου και των λοιπών προσώπων, για τα οποία αυτός οφείλει να υποβάλει δήλωση, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, ανεξαρτήτως αν η απόκρυψη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλωσης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης.
3. Αν η πράξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποινή. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.
4. Τρίτος, ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή, εκτός αν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
Άρθρο 40
Παραβίαση υποχρέωσης γνωστοποίησης
Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 4557/2018 (Α’ 139) που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παρ. 2 του άρθρου 30 του παρόντος τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έως δύο (2) ετών.
Άρθρο 41
Ποινικές δικονομικές διατάξεις
1. Για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται: α) στο άρθρο 34 περί παράλειψης ηλεκτρονικής καταχώρισης, β) στο άρθρο 38 περί απαγόρευσης δημοσιοποίησης, γ) στο άρθρο 39 περί μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, δ) στο άρθρο 40 περί παραβίασης υποχρέωσης γνωστοποίησης, των υπόχρεων προσώπων του άρθρου 4, της περ. α’ του άρθρου 6 και της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 8, η ποινική δίωξη ασκείται, με την επιφύλαξη των άρθρων 62, 85 και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 86 του Συντάγματος, του Κανονισμού της Βουλής και του νόμου για την ποινική ευθύνη των Υπουργών [ν. 3126/2003,(Α’ 66)], από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών και ενεργείται ανάκριση στο εφετείο, ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα και ορισμό εφέτη ανακριτή από την ολομέλεια του οικείου εφετείου. Για την κατηγορία, εφόσον αυτή έχει χαρακτήρα κακουργήματος, αποφαίνεται το συμβούλιο των εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
2. Για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται: α) στο άρθρο 34 περί παράλειψης ηλεκτρονικής καταχώρισης, β) στο άρθρο 38 περί απαγόρευσης δημοσιοποίησης, γ) στο άρθρο 39 περί μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, δ) στο άρθρο 40 περί παραβίασης υποχρέωσης γνωστοποίησης, των λοιπών υπόχρεων προσώπων του Κεφαλαίου Β’, καθώς και άλλων ειδικών νόμων, η ποινική δίωξη ασκείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ενεργείται με εισαγωγή της υπόθεσης με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή παραγγελία κύριας ανάκρισης, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης. Για την κατηγορία, εφόσον αυτή έχει χαρακτήρα κακουργήματος, αποφαίνεται το συμβούλιο πλημμελειοδικών.
3. Στις Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και στις Εισαγγελίες Πλημμελειοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης ορίζονται αντίστοιχα από τους διευθύνοντες αυτών τουλάχιστον ένας (1) Αντεισαγγελέας Εφετών και ένας (1) Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, οι οποίοι χειρίζονται τις δικογραφίες που σχηματίζονται για τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος.
4. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των πράξεων που τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος είναι το τριμελές εφετείο, ενώ για τις σε βαθμό πλημμελήματος το τριμελές πλημμελειοδικείο.
5. Στις περιπτώσεις των άρθρων 39 περί μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης και 40 περί παραβίασης υποχρέωσης γνωστοποίησης, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με καταδικαστική απόφαση για εγκλήματα του παρόντος, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης στο διαδίκτυο, καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
6. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρο 42
Δέσμευση και απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων
1. Όταν η τακτική ανάκριση αφορά στα αδικήματα του άρθρου 39, περί μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, ο ανακριτής μπορεί, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να υπαχθούν σε δήμευση σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 33 περί δήμευσης. Αν διεξάγεται προκαταρκτική εξέταση, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορούμενου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον νόμιμο εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή στον διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοινής θυρίδας, επιδίδεται και στον τρίτο.
2. Η απαγόρευση της παρ. 1 ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή στον χρηματοπιστωτικό οργανισμό της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου η εκταμίευση χρημάτων από τον λογαριασμό ή η εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, που παραβαίνει με πρόθεση την παρούσα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή.
3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να διατάξει την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον προϊστάμενο του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου ή κτηματολογικού γραφείου, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου ή καταχωρίζεται στο κτηματολογικό γραφείο μετά την εγγραφή της ανωτέρω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου.
4. Ο κατηγορούμενος, σε βάρος του οποίου διενεργείται προκαταρκτική εξέταση, και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή στον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, αν προκύψουν νέα στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως όταν παρέλθουν τα χρονικά όρια που ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρο 43
Καταλογισμός
Σε βάρος του ελεγχόμενου υπόχρεου καταλογίζεται χρηματικό ποσό μέχρι της αξίας περιουσιακού αποκτήματος, το οποίο απέκτησε ο ίδιος ή το ανήλικο τέκνο του, εφόσον η προέλευση του περιουσιακού οφέλους δεν δικαιολογείται. Ο καταλογισμός γίνεται υπέρ του Δημοσίου από το αρμόδιο τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύμφωνα με τα άρθρα 118 έως 129 του ν. 4700/2020 (Α’ 127). Ο καταλογισμός αποκλείεται εάν το περιουσιακό στοιχείο έχει δημευθεί σύμφωνα με το άρθρο 33 περί δήμευσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ, ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ, ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 44
Μεταβατικές διατάξεις
1. Κανονιστικές αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος βάσει του ν. 3213/2003 (Α’ 309), παραμένουν σε ισχύ, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος.
2. Τα υπηρετούντα μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος μέλη της επιτροπής του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 μπορούν να συνεχίσουν τη θητεία τους στην επιτροπή του άρθρου 25 μέχρι τη συγκρότηση της νέας Επιτροπής.
3. Μέχρι την υπογραφή της Σύμβασης της παρ. 3 του άρθρου 24 υπεύθυνος για την πολιτική ασφαλείας των δεδομένων της παρ. 1 του άρθρου 24 είναι η Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ..
4. Έλεγχοι, σε οποιοδήποτε στάδιο, που δεν έχουν ολοκληρωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, ολοκληρώνονται σύμφωνα με το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά την έναρξη του ελέγχου.
5. Μέχρι την έκδοση νέου ή την τροποποίηση του Ειδικού Κανονισμού της ειδικής υπηρεσίας της παρ. 9 του άρθρου 25 του παρόντος κατά το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 30Γ του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Β’, Α’ 51) εξακολουθεί να ισχύει ο Ειδικός Κανονισμός που προσαρτήθηκε στον Κανονισμό της Βουλής ως Παράρτημα τρία (3) με την από 28.6.2016 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (Α’ 122).
6. Ο Κανονισμός Λειτουργίας της Επιτροπής Ελέγχου του άρθρου 25 και της ειδικής υπηρεσίας της παρ. 9 του ίδιου άρθρου που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 30Γ του Κανονισμού της Βουλής, για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη λειτουργία τους, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση νέων σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 4 του άρθρου 45.
Άρθρο 45
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και του διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων: α) εξειδικεύεται το προβλεπόμενο στον παρόντα περιεχόμενο της Δ.Π.Κ. και β) καθορίζονται: βα) οι οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων της και οι πίνακες παραμετρικών τιμών, ββ) η λειτουργία της εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 21, η ημερομηνία έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της εφαρμογής, οι αναγκαίες διαλειτουργικότητες, καθώς και κάθε άλλο τεχνικό και λεπτομερειακό θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή του άρθρου 21.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης δύναται να τροποποιείται το ποσό των παραβόλων του άρθρου 22.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και του διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της Δ.Ο.Σ. του άρθρου 23.
4. α) Με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής εγκρίνεται ο Κανονισμός Λειτουργίας της Επιτροπής Ελέγχου του άρθρου 25 και της ειδικής υπηρεσίας της παρ. 9 αυτού για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη λειτουργία τους, ο οποίος συντάσσεται από την ειδική υπηρεσία της παρ. 9 και εκδίδεται από την Επιτροπή Ελέγχου.
β) Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής εγκρίνεται και εκδίδεται ειδικός κανονισμός οικονομικής διαχείρισης που καταρτίζεται από την Επιτροπή Ελέγχου.
γ) Με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής καθορίζονται η διάρθρωση και η οργάνωση της ειδικής υπηρεσίας της παρ. 9 του άρθρου 25, καθώς και το επιστημονικό, διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό που τη στελεχώνει, οι θέσεις, ο αριθμός και οι αρμοδιότητες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της.
5. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, κατόπιν εισήγησης του Προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου, ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο διαχειριστικό θέμα που αφορά στο αντικείμενο, στη διαδικασία ελέγχου κατά τα άρθρα 28 έως 31, καθώς επίσης στην οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου του άρθρου 25.
6. Με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου καθορίζονται ειδικότερα ο τρόπος και η διαδικασία του ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 31.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ορίζονται το αντικείμενο της δημοσιοποίησης της Δ.Π.Κ. του άρθρου 32 και ιδίως η μορφή, ο τύπος και τα προς δημοσίευση, συγκεντρωτικά ή μη, στοιχεία.
8. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 42, περί καθορισμού της διαδικασίας δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων.
Άρθρο 46
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται ο ν. 3213/2003 (Α’ 309), περί της δήλωσης και του ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων, πλην:
α) του άρθρου 8, περί απαγόρευσης συμμετοχής σε εταιρεία με έδρα στην αλλοδαπή για πολιτικά πρόσωπα και σε εταιρείες με έδρα μη συνεργάσιμα φορολογικά κράτη και κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, και
β) των άρθρων 9, 10, 11 και 12, κατά το μέρος που αφορούν στην εφαρμογή του άρθρου 8.
Άρθρο 47
Τελικές διατάξεις
1. Ο Κανονισμός της Βουλής και ο Ειδικός Κανονισμός που προσαρτήθηκε σε αυτόν ως Παράρτημα τρία (3) με την από 28.6.2016 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (Α’ 122) δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος.
2. Όπου σε κείμενες διατάξεις γίνεται παραπομπή ή αναφορά σε διάταξη του ν. 3213/2003 (Α’ 309), πλην του άρθρου 8 και των άρθρων 9, 10, 11 και 12 κατά το μέρος που αφορούν στην εφαρμογή του άρθρου 8, εφεξής νοούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος.
ΜΕΡΟΣ Β’
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 48
Προσόντα και διαδικασία επιλογής υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 4 και παρ. 2 άρθρου 5 ν. 4786/2021
1. Η παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4786/2021 (Α’ 43) τροποποιείται ως προς τα προσόντα επιλογής υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα και διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Κάθε υποψήφιος για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα απαιτείται, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης και κατά τον χρόνο του διορισμού του:
α. να κατέχει τον βαθμό τουλάχιστον του Αντεισαγγελέα Εφετών έως και αυτόν του Εισαγγελέα Εφετών,
β. να έχει εναπομένοντα χρόνο υπηρεσίας έξι (6) τουλάχιστον έτη μέχρι την αποχώρησή του λόγω του ορίου ηλικίας της παρ. 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος.»
2. Στην παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 4786/2021 επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο πρώτο εδάφιο, τροποποιείται η χρονική αφετηρία ορισμού προθεσμίας από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την υποβολή αιτήσεων από τους ενδιαφερομένους για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, β) στο δεύτερο εδάφιο, μετά από τις λέξεις «διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών» διαγράφονται οι λέξεις «και Πρωτοδικών» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δώδεκα (12) μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του Ευρωπαίου Εισαγγελέα και αμελλητί μόλις πληροφορηθεί ότι αυτή για οποιονδήποτε λόγο λήγει πρόωρα, ή δεν πρόκειται να παραταθεί, ορίζει προθεσμία είκοσι (20) ημερών για την υποβολή, σε ηλεκτρονική ή σε έντυπη μορφή, των αιτήσεων των ενδιαφερομένων, μαζί με βιογραφικό σημείωμα και φάκελο δικαιολογητικών, αναρτά την πρόσκληση στην ιστοσελίδα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και τη γνωστοποιεί ταυτόχρονα εγγράφως στους διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών της Επικράτειας, προς ενημέρωση των υφισταμένων τους.».
Άρθρο 49
Τοπική και λειτουργική αρμοδιότητα Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων -Τροποποίηση άρθρου 16 και προσθήκη άρθρου 16Α στον ν. 4786/2021
1. Στο άρθρο 16 του ν. 4786/2021 (Α’ 43) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) το δεύτερο εδάφιο μεταφέρεται στο τέλος του άρθρου ως εδάφιο τρίτο με την αντικατάσταση των λέξεων «για τη διενέργεια κυρίας ανάκρισης» από τις λέξεις «για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του ανακριτή» και την τροποποίηση του αρμόδιου ανακριτή, β) το τρίτο εδάφιο τίθεται ως δεύτερο εδάφιο με την απάλειψη των λέξεων «παραπέμπονται και» και το άρθρο 16 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 16 Κατά τόπον αρμοδιότητα των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων
Η κατά τόπον αρμοδιότητα των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια. Οι ποινικές υποθέσεις εισάγονται στα αρμόδια κατά περίπτωση δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού της Αθήνας και στον Άρειο Πάγο. Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του ανακριτή, παραγγέλλεται αποκλειστικά ο ανακριτής που έχει οριστεί για αυτό από την Oλομέλεια του Πρωτοδικείου Αθηνών.».
2. Μετά από το άρθρο 16 του ν. 4786/2021 προστίθεται άρθρο 16Α, ως εξής:
«Άρθρο 16Α Λειτουργική αρμοδιότητα
1. Ως προς τα αδικήματα της αρμοδιότητάς τους σύμφωνα με τον ν. 4689/2020 (Α’ 103) και πέραν των εξουσιών των εθνικών εισαγγελέων ως προς την έρευνα και τη δίωξη, οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς ασκούν και όλες τις εξουσίες διενέργειας ανακριτικών πράξεων του ανακριτή, εκτός από αυτές που αφορούν στη λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου και την επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού σύμφωνα με τα άρθρα 282, 283, 284 και 286 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς έχουν τις υποχρεώσεις του ανακριτή του άρθρου 251 ΚΠΔ και την ευθύνη για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 239 ΚΠΔ.
2. Η ολοκλήρωση της προδικασίας και η παραπομπή σε δίκη, για πλημμελήματα και κακουργήματα, αποφασίζονται από το Μόνιμο Τμήμα σύμφωνα με τα άρθρα 10, 36 και 40 του Κανονισμού 2017/1939 και ενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 16Γ του παρόντος. Το δικαστικό συμβούλιο διατηρεί την κατ’ άρθρο 307 ΚΠΔ αρμοδιότητά του, εκτός αν ειδικά ορίζεται διαφορετικά από τον Κανονισμό ή τον παρόντα νόμο.
3. Για τις υποθέσεις της αρμοδιότητάς τους, με την επιφύλαξη του παρόντος, όπου στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή σε άλλες διατάξεις γίνεται αναφορά σε ανακριτικές πράξεις του ανακριτή, νοούνται οι πράξεις του Ευρωπαίου Εισαγγελέα ή του Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα που ενεργεί την έρευνα.».
Άρθρο 50
Ανακριτικές πράξεις, ποινική δίωξη και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού Προσθήκη άρθρου 16Β στον ν. 4786/2021
Μετά από το άρθρο 16Α του ν. 4786/2021 (Α’ 43) προστίθεται άρθρο 16Β ως εξής:
«Άρθρο 16Β Ανακριτικές πράξεις, ποινική δίωξη και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού
1. Επί κακουργημάτων και συναφών πλημμελημάτων για τα οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει ασκήσει την αρμοδιότητά της, σύμφωνα με τα άρθρα 24, 25, 26 και 27 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939, απευθύνεται παραγγελία προς τον ανακριτή μόνο για τη λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου και όλες οι ανακριτικές πράξεις ενεργούνται από τους Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς, αυτοπροσώπως ή μέσω των ανακριτικών υπαλλήλων που υπάγονται σε αυτούς, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 28 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939 (L 283). Κατ’ εξαίρεση ο ανακριτής δύναται να ασκήσει την αρμοδιότητα της παρ. 2 του άρθρου 248 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα.
2. Η ποινική δίωξη ασκείται από τον Ευρωπαίο Εντεταλμένο Εισαγγελέα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 13 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939, με παραγγελία προς τον ανακριτή για λήψη απολογίας του κατηγορουμένου και υποβολή κατηγορητηρίου που περιέχει όλα τα περιστατικά που συνιστούν αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης, καθώς και τον νομικό χαρακτηρισμό της.
Η ποινική δίωξη ασκείται με μόνη την υποβολή του κατηγορητηρίου προς τον ανακριτή, όταν ζητείται η έκδοση εντάλματος σύλληψης χωρίς προηγούμενη κλήση για απολογία. Σε περίπτωση σύλληψης πριν από την αμετάκλητη παραπομπή σε δίκη, η δικογραφία επιστρέφεται στον ανακριτή για λήψη της απολογίας.
Για πλημμελήματα που διώκονται αυτοτελώς, η ποινική δίωξη ασκείται με την επίδοση προς τον κατηγορούμενο του κατηγορητηρίου, μαζί με κλήση για απολογία ενώπιον του Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα ή του ανακριτικού υπαλλήλου που έχει ορισθεί από αυτόν, η οποία περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 271 ΚΠΔ και στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο αυτό. Αν δεν έχει προηγηθεί προκαταρτική εξέταση, τηρούνται οι προθεσμίες της παρ. 1 του άρθρου 244 ΚΠΔ.
3. Αν μετά τη λήψη της απολογίας και την εξέταση τυχόν υπερασπιστικών μέσων του κατηγορουμένου, ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας κρίνει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να παραπεμφθεί για πράξη ελαφρύτερη από αυτήν που του απέδωσε με το κατηγορητήριο ή ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 39 και 40 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939, συντάσσει ανάλογο σχέδιο απόφασης, εκθέτοντας με συνοπτική αιτιολογία στην έκθεσή του προς τον εποπτεύοντα Εισαγγελέα και τους λόγους μεταβολής της κρίσης του επί των σημείων αυτών. Αν μετά την απολογία ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας κρίνει ότι πρέπει να υποβάλει σχέδιο
απόφασης παραπομπής για πράξη βαρύτερη ή ουσιωδώς διαφορετική από αυτή για την οποία απήγγειλε κατηγορία, οφείλει να ζητήσει την εκ νέου κλήση του κατηγορουμένου για συμπληρωματική απολογία.
4. Aν ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας κρίνει ότι είναι αναγκαία η σύλληψη, η προσωρινή κράτηση, ο κατ’ οίκον περιορισμός ή η επιβολή περιοριστικών όρων, μετά την απολογία ή μετά τη μη εμφάνιση του κατηγορουμένου στην ταχθείσα προς τούτο ημέρα και ώρα, απευθύνεται με αίτηση στον ανακριτή. Στην αίτηση του Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα περιέχεται πλήρης η αιτιολογία και το διατακτικό του τίτλου που ζητείται να εκδοθεί. Αν η έρευνα περαιωθεί με έκδοση εντάλματος σύλληψης, ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας απευθύνεται στον ανακριτή για την επιβολή στον κατηγορούμενο μέτρων δικονομικού καταναγκασμού σε περίπτωση σύλληψής του. Το ίδιο δύναται να πράξει ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας και όταν η περαίωση γίνεται με έκδοση εντάλματος βίαιης προσαγωγής. Αν πρόκειται για μέτρα που λαμβάνονται μετά την απολογία, ο ανακριτής αποφαίνεται αφού ακούσει επ’ αυτών τον κατηγορούμενο που εμφανίστηκε ενώπιόν του και τον συνήγορό του.
5. Ο ανακριτής μπορεί να δεχθεί εν μέρει ή να απορρίψει το αίτημα. Αν ο ανακριτής συμφωνεί με το αίτημα του Εισαγγελέα, εκδίδει σχετική διάταξη, ένταλμα σύλληψης ή ένταλμα προσωρινής κράτησης. Τη διάταξη περί μερικής ή ολικής απόρριψης ο ανακριτής τη σημειώνει επί του σώματος της αίτησης ή την προσαρτά σε αυτή, συμπεριλαμβάνοντας και την κατά την κρίση του αναγκαία συνοπτική αιτιολογία. Επί μερικής ή ολικής απόρριψης, ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας μπορεί να αποδεχθεί την κρίση του ανακριτή, ζητώντας αμέσως την πρόοδο της διαδικασίας, ή να εισαγάγει τη διαφωνία του στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, οπότε εφαρμόζεται το άρθρο 288 ΚΠΔ. Αν ο ανακριτής διαπιστώνει τυπικές ελλείψεις που επιδέχονται συμπλήρωση, μπορεί να αναπέμψει για συμπλήρωση το αίτημα μία (1) μόνο φορά, επισημαίνοντας τις κατά την κρίση του ελλείψεις που χρήζουν συμπλήρωσης.
6. Οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και τα δικαιώματα των μερών σε σχέση με τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού καθορίζονται κατά τα λοιπά από τις οικείες διατάξεις του ΚΠΔ.».
Άρθρο 51
Περάτωση των ερευνών και εισαγωγή σε δίκη Προσθήκη άρθρου 16Γ στον ν. 4786/2021
Μετά από το άρθρο 16Β του ν. 4786/2021 (Α’ 43) προστίθεται άρθρο 16Γ, ως εξής:
«Άρθρο 16Γ Περάτωση των ερευνών και εισαγωγή σε δίκη
1. Επί αδικημάτων για τα οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει ασκήσει την αρμοδιότητά της και το Μόνιμο Τμήμα έχει αποφασίσει την παραπομπή της υπόθεσης σε δίκη σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 10 και τα άρθρα 36 και 40 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939, η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο γίνεται με επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος, που συντάσσει ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους.
2. Επί πλημμελημάτων που διώκονται αυτοτελώς εφαρμόζεται το άρθρο 322 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ).
3. Επί κακουργημάτων, μετά την έκδοση της απόφασης του Μόνιμου Τμήματος, σύμφωνα με την παρ. 1, ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας υποβάλει πρόταση προς τον Πρόεδρο Εφετών Αθηνών για την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, στην οποία επισυνάπτονται σχέδιο κλητηρίου θεσπίσματος, η περί παραπομπής απόφαση του Μόνιμου Τμήματος και το σχέδιο απόφασης που έχει υποβάλλει ο ίδιος, εφαρμοζομένου του άρθρου 309 ΚΠΔ. Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας καταρτίσει σχετική πρόταση, πριν την υποβάλλει προς τον Πρόεδρο Εφετών, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως τους διάδικους ή τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, προκειμένου να λάβουν αντίγραφό της και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης, υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 309 ΚΠΔ. Εφόσον ο πρόεδρος εφετών διατυπώσει σύμφωνη γνώμη για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας εκδίδει κλητήριο θέσπισμα, κατά του οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή.
4. Σε περίπτωση διαφωνίας του Προέδρου Εφετών, ο οποίος κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ή συντρέχουν λόγοι να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη ή να κηρυχθεί απαράδεκτη, η υπόθεση εισάγεται στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών έχουν δικαίωμα να παραστούν ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας και οι διάδικοι, οι οποίοι ειδοποιούνται από τον Γραμματέα του Συμβουλίου με οποιοδήποτε μέσο εντός προθεσμίας που ορίζει ο Πρόεδρος, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των σαράντα οκτώ (48) ωρών. Η ανωτέρω ειδοποίηση μπορεί να γίνει προς τον διάδικο ή τον συνήγορό του. Το Συμβούλιο Εφετών μπορεί: α) να αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία, ή β) να παύει οριστικά την ποινική δίωξη, ή γ) να παύει προσωρινά την ποινική δίωξη, ή δ) να κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη, ή ε) να αναπέμπει την υπόθεση στον Ευρωπαίο Εντεταλμένο Εισαγγελέα ή στ) να αποφασίζει την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου.
5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 309 και τα άρθρα 310 έως 313 ΚΠΔ.».
Άρθρο 52
Ειδικές ανακριτικές πράξεις Ισχύς απορρήτων Αντικατάσταση άρθρου 17 ν. 4786/2021
Το άρθρο 17 του ν. 4786/2021 (Α’ 43) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 17 Ειδικές ανακριτικές πράξεις Ισχύς απορρήτων
1. Επί αδικημάτων για τα οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει ασκήσει την αρμοδιότητά της, οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς έχουν τις ίδιες εξουσίες και δύνανται να διενεργούν, αιτιολογημένα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ανακριτικές πράξεις υπό τις προϋποθέσεις, διαδικασίες και εγγυήσεις που διατάσσουν ή ζητούν τα αντίστοιχα μέτρα οι Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος του άρθρου 33 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), υποκείμενοι στους ίδιους περιορισμούς της νομοθεσίας περί απορρήτων, εφαρμοζομένων αναλόγως των παρ. 1 έως και 3 του άρθρου 36 ΚΠΔ.
2. Ειδικά ως προς τα μέτρα έρευνας των περ. ε’ και στ’ της παρ. 1 του άρθρου 30 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939, η διενέργεια των εν λόγω ανακριτικών πράξεων είναι επιτρεπτή μόνο για τη διακρίβωση κακουργήματος, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των οικείων διατάξεων του εθνικού δικαίου.
3. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως και για τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, στην περίπτωση που αποφασίσει αιτιολογημένα να διεξαγάγει προσωπικά την έρευνα, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 28 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939.».
Άρθρο 53
Εκθέσεις προσωπικού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Προσθήκη άρθρου 17Α στον ν. 4786/2021
Μετά από το άρθρο 17 του ν. 4786/2021 προστίθεται άρθρο 17Α, ως εξής:
«Άρθρο 17Α Εκθέσεις προσωπικού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
Οι εκθέσεις του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που επικουρεί τους Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς, κατά την παρ. 5 του άρθρου 8 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939, για τη σύνταξη των οποίων έχουν ληφθεί υπόψη το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων όλων των αποδεικτικών στοιχείων που τις υποστηρίζουν και προσαρτώνται σε αυτές, αποτελούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία σε ποινικές διαδικασίες στις οποίες η χρησιμοποίησή τους κρίνεται αναγκαία, υπάγονται στους ίδιους κανόνες αξιολόγησης με εκείνους που εφαρμόζονται στις διοικητικές εκθέσεις των εθνικών διοικητικών ελεγκτικών αρχών και έχουν την αυτή αποδεικτική ισχύ με τις τελευταίες.».
Άρθρο 54
Καθορισμός αρμοδίου Δικαστηρίου για την επίλυση διαφωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκής και εθνικής Εισαγγελικής Αρχής Τροποποίηση άρθρου 19 ν. 4786/2021
Στο άρθρο 19 του ν. 4786/2021 (Α’ 43) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η υφιστάμενη παράγραφος τροποποιείται ως προς την αρμόδια αρχή, β) προστίθεται νέα παρ. 2 και το άρθρο 19 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 19 Αρμόδια αρχή για την επίλυση διαφωνίας Ευρωπαϊκής και εθνικής Εισαγγελικής Αρχής
1. Ως αρμόδια εθνική Αρχή, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 25 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283), η οποία αποφασίζει την ανάθεση της αρμοδιότητας για τη διερεύνηση υπόθεσης όταν υπάρχει διαφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της εθνικής Εισαγγελικής Αρχής, σχετικά με το αν η αξιόποινη συμπεριφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των παρ. 2 και 3 του άρθρου 22 και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 23 του ίδιου Κανονισμού, ορίζεται ο Άρειος Πάγος που συνέρχεται σε συμβούλιο.
2. Η διαφωνία υποβάλλεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από οποιονδήποτε από τους διαφωνούντες. Αν υπάρχουν περισσότερα αιτήματα, συνεκδικάζονται. Η συνεδρίαση του Συμβουλίου γνωστοποιείται με μέριμνα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προ δέκα (10) ημερών και στον ύποπτο ή κατηγορούμενο, ο οποίος μπορεί να υποβάλλει τις απόψεις του με γραπτό υπόμνημα μέχρι δύο (2) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του Συμβουλίου, μπορεί να παραλείψει τη γνωστοποίηση για λόγους μυστικότητας των ερευνών.».
Άρθρο 55
Γενική διάταξη Προσθήκη άρθρου 20Α στον ν. 4786/2021
Μετά από το άρθρο 20 του ν. 4786/2021 (Α’ 43) προστίθεται άρθρο 20Α, ως εξής:
«Άρθρο 20Α Γενική διάταξη
Για κάθε θέμα που δεν ρυθμίζεται ειδικά από τον Κανονισμό ΕΕ 2017/1939, εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του εθνικού δικαίου, όπου, γίνεται αναφορά σε διατάξεις του ν. 1756/1988 (Α’ 35), εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109).».
Άρθρο 56
Στελέχωση Γραμματείας Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 3 άρθρου 15 ν. 4786/2021
Στο άρθρο 15 του ν. 4786/2021 (Α’ 43) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τo δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 τροποποιείται ως προς τον αριθμό των θέσεων και τα προσόντα των δικαστικών υπαλλήλων που στελεχώνουν τη γραμματεία, β) στην παρ. 2, βα) το πρώτο και δεύτερο εδάφιο εναρμονίζονται ως προς την πιστοποίηση της γνώσης της αγγλικής γλώσσας και τροποποιούνται ως προς την απαιτούμενη γνώση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ββ) προστίθενται τρίτο και τέταρτο εδάφιο, γ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 διαγράφονται οι λέξεις «μετάθεση ή» και το άρθρο 15 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ) συστήνεται γραμματεία, που αποτελεί οργανική μονάδα επιπέδου τμήματος και υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Δικαιοσύνης για τη διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη του έργου τους. Στην ως άνω γραμματεία συνιστώνται οι εξής θέσεις δικαστικών υπαλλήλων: Πέντε (5) θέσεις κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης
(ΠΕ) κλάδου Γραμματέων, μία (1) θέση κατηγορίας ΠΕ κλάδου Πληροφορικής, δύο (2) θέσεις κατηγορίας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) κλάδου Πληροφορικής, δύο (2) θέσεις κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) κλάδου Γραμματέων και δύο (2) θέσεις κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) ή Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) κλάδου Επιμελητών Δικαστηρίων.
2. Οι υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ και ΤΕ της παρ. 1 πρέπει να έχουν πιστοποιημένα πολύ καλή γνώση της αγγλικής τουλάχιστον γλώσσας και γνώση χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι υπάλληλοι κατηγορίας ΔΕ κλάδου Γραμματέων πρέπει να έχουν πιστοποιημένα καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και γνώση χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή. Για όλες τις ανωτέρω κατηγορίες, η πιστοποιημένα καλή γνώση δεύτερης ξένης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεκτιμάται. Για τους υπαλλήλους κατηγορίας ΔΕ και ΥΕ κλάδου Επιμελητών Δικαστηρίου συνεκτιμάται η γνώση αγγλικής και χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή.
3. Η στελέχωση της γραμματείας του Γραφείου ΕΕΕ γίνεται κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης με απόσπαση, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερόμενων δικαστικών υπαλλήλων και απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση του αρχαιότερου κατά την παρ. 4 του άρθρου 10 Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, για διάρκεια τριών (3) ετών, η οποία μπορεί να διακοπεί πρόωρα ή να ανανεωθεί για ίσο χρόνο με την ίδια διαδικασία, μέχρι τρεις (3) φορές. Οι αιτήσεις, μαζί με το βιογραφικό σημείωμα και τον φάκελο δικαιολογητικών, υποβάλλονται στο Γραφείο ΕΕΕ, ύστερα από πρόσκληση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία αναρτάται στην ιστοσελίδα του ανωτέρω Γραφείου.
4. Καθήκοντα προϊσταμένου της γραμματείας του Γραφείου ΕΕΕ ασκεί δικαστικός υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ, με βαθμό Α’, απόφοιτος νομικών ή πολιτικών ή οικονομικών επιστημών, ο οποίος ορίζεται με πράξη του ανωτέρω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
5. Ο χρόνος της απόσπασης των δικαστικών υπαλλήλων της γραμματείας του Γραφείου ΕΕΕ λογίζεται ως χρόνος συνεχούς και πραγματικής υπηρεσίας στη θέση από την οποία προέρχονται. Οι αποδοχές τους διέπονται από την παρ. 1 του άρθρου 23 του ν. 4354/2015 (Α’ 176) και εξακολουθούν να καταβάλλονται από την υπηρεσία από την οποία προέρχονται.».
Άρθρο 57
Ειδικοί επιστήμονες Προσθήκη άρθρου 17Β στον ν. 4786/2021
Μετά από το άρθρο 17A του ν. 4786/2021 (Α’ 43) προστίθεται άρθρο 17Β, ως εξής:
«Άρθρο 17Β Ειδικοί επιστήμονες
1. Το Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ) υποστηρίζεται στο αντικείμενο αρμοδιότητάς του από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση υποθέσεων εγκληματικότητας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. ή αντίστοιχης οικονομικής εγκληματικότητας, ή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Το Γραφείο του πρώτου εδαφίου στελεχώνεται από τουλάχιστον δέκα (10) μονίμους δημοσίους υπαλλήλους ή υπαλλήλους με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, που υπηρετούν στον δημόσιο τομέα όπως ορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), συμπεριλαμβανομένου προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.
2. Οι ειδικοί επιστήμονες της παρ. 1, πρέπει να διαθέτουν πτυχίο Νομικής ή Οικονομικών Επιστημών της ημεδαπής ή αναγνωρισμένο όμοιο τίτλο σπουδών στην αλλοδαπή, πιστοποιημένα πολύ καλή γνώση της αγγλικής τουλάχιστον γλώσσας και γνώση χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή. Πρέπει επίσης να έχουν τουλάχιστον εμπειρία στον οικονομικό έλεγχο ή σε μονάδες οικονομικής επιθεώρησης.
3. Η απόσπαση διενεργείται μετά από πρόταση του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα ή του ορισμένου από αυτόν Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα, με κοινή απόφαση των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Υπουργείου προέλευσης ή του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων για διάρκεια τριών (3) ετών, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, χωρίς να απαιτείται γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του φορέα προέλευσης, και μπορεί να ανανεώνεται με όμοια απόφαση για ίσο χρονικό διάστημα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα ή του ορισμένου από αυτόν Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα, για λόγους που αφορούν αποκλειστικά στην εύρυθμη λειτουργία του Γραφείου, επιτρέπεται η παράταση της απόσπασης από τη λήξη της για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι (6) μήνες. Το επιστημονικό προσωπικό κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του έχει δικαιώματα και καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου και δύναται, κατόπιν παραγγελίας του Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα, να έχει πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής, οργανισμού ή φορέα, που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, εφόσον η έρευνα σε αυτά είναι αναγκαία για την εκτέλεση της παραγγελίας. Όπου λειτουργούν ηλεκτρονικά συστήματα δημόσιας αρχής ή οργανισμού, η πρόσβαση γίνεται μέσω της απευθείας σύνδεσης με αυτά.
4. Ο χρόνος της απόσπασης του προσωπικού του τμήματος της παρ. 2, λογίζεται ως χρόνος συνεχούς και πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας στην οργανική τους θέση για θέματα μισθολογικής και βαθμολογικής εξέλιξης. Καθήκοντα προϊσταμένου του τμήματος, ασκεί υπάλληλος ΠΕ με βαθμό Α’ που ορίζεται με απόφαση του αρχαιότερου κατά την παρ. 4 του άρθρου 10 Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η θέση του προϊσταμένου του τμήματος αντιστοιχεί σε θέση προϊσταμένου τμήματος για κάθε έννομη συνέπεια.
5. Στο επιστημονικό προσωπικό του παρόντος καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, το ύψος, ο τρόπος καταβολής της οποίας και κάθε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.
6. Σε κάθε περίπτωση, η παρ. 5 του άρθρου 35 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), περί υποστήριξης των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος από ειδικούς επιστήμονες, ισχύει ανάλογα και στην περίπτωση των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων και του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, όταν ασκούν τις αρμοδιότητες των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος. Οι ειδικοί επιστήμονες ορίζονται με πράξη του αρμόδιου Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα που χειρίζεται τη σχετική δικογραφία.
Άρθρο 58
Παραίτηση από την προβολή αντιρρήσεων στη διεθνή εμπορική διαιτησία Αντικατάσταση άρθρου 7 ν. 5016/2023
Το άρθρο 7 του ν. 5016/2023 (Α’ 21), περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 7 Παραίτηση από την προβολή αντιρρήσεων
Η μη τήρηση διάταξης του παρόντος νόμου ή της διαιτητικής συμφωνίας, από την οποία τα μέρη μπορούν να παρεκκλίνουν, συνιστά παραίτηση από το δικαίωμα προβολής της μη τήρησής της, εκτός αν το μέρος προβάλλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αντίρρηση στην παρέκκλιση αυτή κατά τη διάρκεια της διαιτησίας.».
Άρθρο 59
Μεταβατική διάταξη για τη θητεία των Πρυτανικών Αρχών και των Κοσμητόρων Σχολών των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων Προσθήκη παρ. 2Α στο άρθρο 448 του ν. 4957/2022
Στο άρθρο 448 του ν. 4957/2022 (Α’ 141), περί των μεταβατικών διατάξεων του Κεφαλαίου Β’ του Μέρους Α’ του νόμου αυτού, προστίθεται παρ. 2Α, ως εξής:
«2Α. Η θητεία των υπηρετουσών Πρυτανικών Αρχών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και του Πανεπιστημίου Μακεδονίας που λήγει την 28η.2.2023 παρατείνεται έως την 30ή.6.2023. Αν στα Πανεπιστήμια του πρώτου εδαφίου λήγει η θητεία των υπηρετούντων Κοσμητόρων Σχολών, με πράξη του Πρύτανη δύναται να παρατείνεται η θητεία των υπηρετούντων Κοσμητόρων Σχολών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει την 31η.8.2023.».
ΜΕΡΟΣ Γ’
ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
Άρθρο 60
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 24 Φεβρουαρίου 2023
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΙΚΡΑΜΜΕΝΟΣ
Οι Υπουργοί
Οικονομικών ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ
Ανάπτυξης και Επενδύσεων ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ
Εθνικής Άμυνας ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Παιδείας και Θρησκευμάτων ΝΙΚΗ ΚΕΡΑΜΕΩΣ
Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ
Υγείας ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΛΕΥΡΗΣ
Αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας ΑΣΗΜΙΝΑ ΓΚΑΓΚΑ
Περιβάλλοντος και Ενέργειας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΚΡΕΚΑΣ
Προστασίας του Πολίτη ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕOΔΩΡΙΚΑΚΟΣ
Υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΥΓΕΝΑΚΗΣ
Δικαιοσύνης ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ
Εσωτερικών ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΕΤΣΑΣ
Μετανάστευσης και Ασύλου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΤΑΡΑΚΗΣ
Υποδομών και Μεταφορών ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΛΑΚΙΩΤΑΚΗΣ
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΣ
Τουρισμού ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΙΚΙΛΙΑΣ
Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ
Επικρατείας ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ
Επικρατείας ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΙΕΡΡΑΚΑΚΗΣ
Υφυπουργός στον Πρωθυπουργό ΙΩΑΝΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 28 Φεβρουαρίου 2023
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ