NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4799 ΦΕΚ Α 78/18.5.2021
Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2019 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (L 150), ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2019 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της Οδηγίας 98/26/ΕΚ (L 150), μέσω της τροποποίησης του άρθρου 2 του v. 4335/2015, και λοιπές επείγου σες διατάξεις.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΜΕΡΟΣ Α’ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2019/878 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 20ΗΣ ΜΑΪΟΥ 2019 ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ, ΤΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ, ΤΙΣ ΜΙΚΤΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ, ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (L 150).
Άρθρο 1 Σκοπός Αντικείμενο.
Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής Τροποποίηση του άρθρου 2 του v. 4261/2014 (παρ. 1 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 3 Ορισμοί Τροποποίηση του άρθρου 3 του v. 4261/2014 (παρ. 2 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 4 Πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οργανωτική διάρθρωση Αντικατάσταση του άρθρου 10 του v. 4261/2014 (παρ. 6 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 5 Μέτοχοι και εταίροι Τροποποίηση του άρθρου 14 του v. 4261/2014 (παρ. 7 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 6 Ανάκληση της άδειας λειτουργίας Τροποποίηση του άρθρου 19 του v. 4261/2014 (παρ. 8 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 7 Έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών/Ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ Προσθήκη άρθρων μετά το άρθρο 22 του v. 4261/2014 (παρ. 9 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 8 Κριτήρια αξιολόγησης Τροποποίηση του άρθρου 24 του v. 4261/2014 (παρ. 10 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 9 Παροχή υπηρεσιών, με ή χωρίς εγκατάσταση, σε τρίτες χώρες από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα Παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε τρίτες χώρες Τροποποίηση του άρθρου 36 του v. 4261/2014 (περ. α της παρ. 11 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 10 Ενημέρωση για άδειες υποκαταστημάτων τρίτων χωρών Τροποποίηση του άρθρου 37 του v. 4261/2014 (περ. β της παρ. 11 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 11 Υπηρεσιακό Επαγγελματικό απόρρητο Τροποποίηση του άρθρου 54 του v. 4261/2014 (παρ. 12 και 13 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 12 Διαβίβαση πληροφοριών σε διεθνείς οργανισμούς Προσθήκη άρθρου μετά το άρθρο 54 του v. 4261/2014 (παρ. 14 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878.
Άρθρο 13 Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με το νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ιδρυμάτων Τροποποίηση του άρθρου 55 του v. 4261/2014 (παρ. 15 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878). E 18 Μαΐου 2021 ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 78 7455
Άρθρο 14 Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων Τροποποίηση του άρθρου 56 του v. 4261/2014 (παρ. 16 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 15 Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών επί πιστωτικών ιδρυμάτων Τροποποίηση του άρθρου 58 του v. 4261/2014 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 16 Λοιπές περιπτώσεις επιβολής κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος Τροποποίηση του άρθρου 59 του v. 4261/2014 (παρ. 18 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 17 Πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης Τροποποίηση του άρθρου 66 του v. 4261/2014 (παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 74 της παρ. 19 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 18 Επίβλεψη των πολιτικών αποδοχών Τροποποίηση του άρθρου 67 του v. 4261/2014 (παρ. 20 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 19 Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών Τροποποίηση του άρθρου 76 του v. 4261/2014 (παρ. 21 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 20 Λειτουργικός κίνδυνος Τροποποίηση του άρθρου 77 του v. 4261/2014 (παρ. 22 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 21 Ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης Τροποποίηση του άρθρου 80 του v. 4261/2014 (παρ. 23 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 22 Διοικητικό Συμβούλιο Τροποποίηση του άρθρου 83 του v. 4261/2014 (παρ. 25 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 23 Πολιτικές αποδοχών Τροποποίηση του άρθρου 84 του v. 4261/2014 (παρ. 26 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 24 Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών Τροποποίηση του άρθρου 86 του v. 4261/2014 (παρ. 27 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 25 Εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης Τροποποίηση του άρθρου 89 του v. 4261/2014 (παρ. 28 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 26 Τεχνικά κριτήρια για την εποπτική εξέταση και αξιολόγηση Τροποποίηση του άρθρου 90 του v. 4261/2014 (παρ. 29 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 27 Εποπτικές εξουσίες Τροποποίηση του άρθρου 96 του v. 4261/2014 (παρ. 32 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 28 Πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων/Κατεύθυνση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια/Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης Προσθήκη άρθρων μετά το άρθρο 96 του v. 4261/2014 (παρ. 33 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 29 Ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί των ιδρυμάτων Τροποποίηση του άρθρου 102 του v. 4261/2014 (παρ. 36 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 30 Δικαιοδοσία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας Αντικατάσταση του άρθρου 104 του v. 4261/2014 (παρ. 37 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 31 Κοινές αποφάσεις για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα Αντικατάσταση του άρθρου 106 του v. 4261/2014 (παρ. 38 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 32 Συμφωνίες συντονισμού και συνεργασίας Τροποποίηση του άρθρου 108 του v. 4261/2014 (παρ. 39 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 33 Σώματα εποπτών Τροποποίηση του άρθρου 109 του v. 4261/2014 (παρ. 40 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 34 Υποχρεώσεις συνεργασίας Τροποποίηση του άρθρου 110 του v. 4261/2014 (παρ. 41 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 35 Ένταξη εταιρειών συμμετοχών σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση Τροποποίηση του άρθρου 112 του v. 4261/2014 (παρ. 42 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 36 Εποπτεία μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών Τροποποίηση του άρθρου 113 του v. 4261/2014 (παρ. 43 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 37 Συνεργασία Τροποποίηση του άρθρου 118 του v. 4261/2014 (παρ. 44 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 38 Ορισμοί Τροποποίηση του άρθρου 121 του v. 4261/2014 (παρ. 45 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 39 Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου Αντικατάσταση του άρθρου 122 του v. 4261/2014 (παρ. 46 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 40 Απαίτηση τήρησης ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος Αντικατάσταση του άρθρου 123 του v. 4261/2014 (παρ. 46 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 41 Παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα και λοιπά συστημικά σημαντικά ιδρύματα Τροποποίηση του άρθρου 124 του v. 4261/2014 (παρ. 47 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 42 Απαίτηση για τη διατήρηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου Αντικατάσταση του άρθρου 125 του v. 4261/2014 (παρ. 49 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 43 Αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου Αντικατάσταση του άρθρου 126 του v. 4261/2014 (παρ. 49 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878.
Άρθρο 44 Καθορισμός ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας Τροποποίηση του άρθρου 127 του v. 4261/2014 (παρ. 50 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 45 Περιορισμοί διανομής κερδών Τροποποίηση του άρθρου 131 του v. 4261/2014 (παρ. 51 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 46 Μη τήρηση της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας/Περιορισμοί διανομής σε περίπτωση μη τήρησης της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης/Μη τήρηση της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης Προσθήκη άρθρων μετά το άρθρο 131 του v. 4261/2014 (παρ. 52 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 47 Σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου Τροποποίηση του άρθρου 132 του v. 4261/2014 (παρ. 53 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 48 Γενικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές Τροποποίηση του άρθρου 134 του v. 4261/2014 (παρ. 54 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 49 Κυρώσεις από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Τροποποίηση του άρθρου 154 του v. 4261/2014 (παρ. 17 και 18 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 50 Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών Προσθήκη άρθρου μετά το άρθρο 165 του v. 4261/2014 (παρ. 56 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
Άρθρο 51 Καταργούμενες διατάξεις (παρ. 26(α), 28(α), 29(α), 30, 31, 32β, 34, 35, 47(θ, ια, ιγ) του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878).
ΜΕΡΟΣ Β’ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2019/878 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 20ΗΣ ΜΑΪΟΥ 2019 ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2014/59/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΤΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 98/26/ΕΚ (L 150) ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 ΤΟΥ v. 4335/2015.
Άρθρο 52 Σκοπός.
Άρθρο 53 Ορισμοί Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 1 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 54 Σχέδια εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 18 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 2 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 55 Σχέδια εξυγίανσης ομίλου Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 20 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 3 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 56 Απαιτήσεις και διαδικασία για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 21 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 4 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 57 Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 24 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 5 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 58 Εξουσία απαγόρευσης ορισμένων διανομών Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 24 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 6 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 59 Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης Αντικατάσταση του εσωτερικού άρθρου 25 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 7 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 60 Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 26 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 8 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 61 Προϋποθέσεις εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 32 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 9 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 62 Προϋποθέσεις εξυγίανσης για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μονίμως συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 32 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 10 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 63 Προϋποθέσεις εξυγίανσης χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και εταιρειών συμμετοχών Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 33 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 11 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 64 Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 33 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 12 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 65 Αποτίμηση για τους σκοπούς της εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 36 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 13 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 66 Γενικές αρχές των μέτρων εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 37 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 14 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 67 Πεδίο εφαρμογής της αναδιάρθρωσης παθητικού Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 44 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 15 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 68 Πώληση επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης σε ιδιώτες πελάτες Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρου 44 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 16 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 69 Εφαρμογή και υπολογισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις Αντικατάσταση του εσωτερικού άρθρου 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 70 Απαλλαγή από την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 71 Επιλέξιμες υποχρεώσεις για οντότητες εξυγίανσης Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 72 Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσειςΠροσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 73 Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για τις οντότητες εξυγίανσης των G-SIIs και τις ενωσιακές σημαντικές θυγατρικές G-SIIs εκτός ΕΕ Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 74 Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις σε οντότητες εξυγίανσης Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 75 Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 76 Απαλλαγή για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 77 Διαδικασία για τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 78 Εποπτικές αναφορές και δημοσιοποίηση της απαίτησης Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 79 Υποβολή εκθέσεων στην ΕΑΤ Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 80 Παραβιάσεις της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 81 Υποβολή εκθέσεων Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 82 Μεταβατικές ρυθμίσεις και ρυθμίσεις μετά την εξυγίανση Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 83 Εκτίμηση του ποσού Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 46 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 18 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 84 Μεταχείριση των μετόχων σε περιπτώσεις αναδιάρθρωσης παθητικού ή απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 47 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 19 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 85 Αποτέλεσμα των ενεργειών της απομείωσης και της μετατροπής σε περίπτωση αναδιάρθρωσης παθητικού Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 48 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 20 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 86 Συμβατική αναγνώριση της αναδιάρθρωσης παθητικού Αντικατάσταση του εσωτερικού άρθρου 55 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 21 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 87 Μέτρα δημόσιας χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 56 του άρθρου 2 του v. 4335/2015.
Άρθρο 88 Αντικατάσταση του τίτλου του Κεφαλαίου ΙΑ’ του v. 4335/2015 (παρ. 22 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 89 Απαίτηση για την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 59 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 23 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 90 Διατάξεις που αφορούν την απομείωση ή μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 60 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 24 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 91 Αρχές αρμόδιες για την εφαρμογή περιπτώσεων του άρθρου 59 Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 61 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 25 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 92 Ενοποιημένη εφαρμογή: διαδικασία διαπίστωσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 62 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 26 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 93 Γενικές εξουσίες Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 63 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 27 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 94 Εξουσία επιβολής μέτρων διαχείρισης κρίσης ή μέτρων πρόληψης κρίσης που λαμβάνονται από άλλα κράτη-μέλη Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 66 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 28 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 95 Αποκλεισμός ορισμένων συμβατικών ρητρών σε περίπτωση έγκαιρης παρέμβασης και εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 68 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 29 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 96 Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 69 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 30 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 97 Εξουσία περιορισμού της αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής εξασφάλισης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 70 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 31 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 98 Εξουσία προσωρινής αναστολής δικαιωμάτων καταγγελίας Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 71 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 32 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 99 Συμβατική αναγνώριση εξουσιών αναστολής της εξυγίανσης Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 71 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 33 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 100 Υπηρεσιακό Επαγγελματικό απόρρητο Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 83 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (άρθρο 84 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ).
Άρθρο 101 Σώματα αρχών εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 85 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 34 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 102 Ευρωπαϊκά Σώματα Αρχών Εξυγίανσης Αντικατάσταση του εσωτερικού άρθρου 86 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 35 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 103 Τροποποίηση των τμημάτων Β και Γ του Παραρτήματος του v. 4335/2015 (παρ. 36 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
Άρθρο 104 Άλλες διατάξεις Τροποποίηση του άρθρου 1 του v. 2789/2000 (άρθρο 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879).
ΜΕΡΟΣ Γ’ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Άρθρο 105 Κατάταξη απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση Τροποποίηση του άρθρου 145Α του v. 4261/2014.
Άρθρο 106 Κατάταξη των απαιτήσεων κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων Προσθήκη εσωτερικού άρθρου 103Α του άρθρου 2 του v. 4335/2015.
Άρθρο 107 Ομολογίες και μεταβιβάσιμα χρέη Αντικατάσταση της περ. β’ του ορισμού 110 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του v. 4335/2015.
Άρθρο 108 Εκπρόσωπος των ομολογιούχων Τροποποίηση του άρθρου 64 του v. 4548/2018.
Άρθρο 109 Καταργούμενες διατάξεις.
Άρθρο 110 Επέκταση της απαλλαγής μισθώματος επαγγελματικών μισθώσεων Τροποποίηση της παρ. 10 του άρθρου δεύτερου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου.
Άρθρο 111 Προσωρινό μέτρο κρατικής ενίσχυσης επιχειρήσεων με τη μορφή επιδότησης παγίων δαπανών Αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4772/2021.
Άρθρο 112 Ρυθμίσεις σχετικά με τον φόρο πώλησης επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών Αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 9 του v. 2579/1998.
Άρθρο 113 Μεταγραφή πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 2166/1993.
Άρθρο 114 Καταχώριση εμπραγμάτων δικαιωμάτων συγχωνευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων Τροποποίηση της παρ. 8 του άρθρου 16 του v. 2515/1997.
Άρθρο 115 Παράταση Προγράμματος «Γέφυρα ΙΙ».
Άρθρο 116 Απαλλαγή από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας των ασθενοφόρων του άρθρου δωδέκατου του v. 4787/2021.
Άρθρο 117 Ειδική εκκαθάριση δημοσίων επιχειρήσεων Τροποποίηση της παρ. 15 του άρθρου 14Α του v. 3429/2005.
Άρθρο 118 Φόρος σε πωλήσεις μετοχών Κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 27 του v. 2703/1999 και του άρθρου 21 του 3697/2008.
Άρθρο 119 Μείωση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα φυσικών προσώπων και φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων Τροποποίηση της παρ. 1 των άρθρων 69 και 71 ως προς τα ποσά βεβαίωσης του φόρου, Aντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 71, προσθήκη παρ. 72 και73 στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.
Άρθρο 120 Μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων Τροποποίηση της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κ.Φ.Ε.
Άρθρο 121 Απαλλαγή από την επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης σε συγκεκριμένα εισοδήματα του άρθρου 43Α του Κ.Φ.Ε. για τα φορολογικά έτη 2021 και 2022 Τροποποίηση της παρ. 50 του άρθρου 72 v. 4172/2013 Προσθήκη παραγράφου στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.
Άρθρο 122 Κατανομή της ωφέλειας της περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 11 του v. 4052/2012 Προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 21 και παρ. 75 στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.
Άρθρο 123 Επιχορήγηση φορέων της Γενικής Κυβέρνησης για εξόφληση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους Τροποποίηση του άρθρου 6 του v. 4281/2014.
Άρθρο 124 Διορθώσεις της έναρξης ισχύος των άρθρων 48 και 49 του v. 4797/2021 Τροποποίηση των άρθρων 48 και 49 του v. 4797/2021.
ΜΕΡΟΣ Δ’ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ
Άρθρο 125 Σκοπός Αντικείμενο.
Άρθρο 126 Ορισμοί.
Άρθρο 127 Χρηματοδότηση των Συμβάσεων του Προγράμματος.
Άρθρο 128 Κριτήρια αξιολόγησης και έγκρισης υπαγωγής συμβάσεων στο Πρόγραμμα.
Άρθρο 129 Υποβολή προτάσεων από τους φορείς.
Άρθρο 130 Διαδικασία ανάθεσης στο Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ. ως φορέα ωρίμανσης.
Άρθρο 131 Διοικητικό Συμβούλιο και Ελεγκτές ΕΕΣΥΠ Τροποποίηση των άρθρων 192 παρ. 4 και 193 του v. 4389/2016.
ΜΕΡΟΣ Ε’ ΑΛΛΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 132 Εκσυγχρονισμός διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διόρθωσης του άρθρου 6Α και υποβολής αντίθετων απόψεων θιγομένων κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης Τροποποίηση των παρ. 8 και 9 του άρθρου 6Α του v. 2308/1995.
Άρθρο 133 Ανασύσταση Γενικού Προξενείου στη Βεγγάζη της Λιβύης.
Άρθρο 134 Γενική απαγόρευση αλιείας με μηχανότρατες κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο κάθε έτους.
Άρθρο 135 Ρυθμιστικά μέτρα για την αλιεία του είδους συμιακό γαριδάκι (Plesionika narval).
ΜΕΡΟΣ ΣΤ’ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
Άρθρο 136 Έναρξη ισχύος.
ΜΕΡΟΣ Α’
ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2019/878 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 20ΗΣ ΜΑΪΟΥ 2019 ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ ΕΕ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΤΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΤΙΣ ΜΙΚΤΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (L 150)
Άρθρο 1
Σκοπός Αντικείμενο
Σκοπός του παρόντος είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2019 «για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου» (L 150), δια της τροποποίησης του v. 4261/2014 (Α’ 107).
Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής Τροποποίηση του άρθρου 2 του v. 4261/2014 (παρ. 1 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η παρ. 5 του άρθρου 2 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται και το άρθρο 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής (άρθρο 2 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Οι διατάξεις των άρθρων 1-166 εφαρμόζονται σε ιδρύματα κατά την έννοια της περ. 3 της παρ. 1 του άρθρου 3.
2. Το άρθρο 30 εφαρμόζεται στις τοπικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του σημείου 4 του άρθρου 3.
3. Το άρθρο 31 εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην περ. γ) του σημείου 2 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
4. Τα άρθρα 41, 42 και 104 έως 120 εφαρμόζονται στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και στις μικτές εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
5. Οι διατάξεις του παρόντος δεν έχουν εφαρμογή ως προς:
α) την πρόσβαση στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων στον βαθμό που ρυθμίζεται από τον v. 4514/2018 (Α’ 14),
β) την Τράπεζα της Ελλάδος,
γ) τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών,
δ) το «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων», πλην του άρθρου 150.
6. Οι οντότητες που αναφέρονται στις περ. α), γ) και δ) της παρ. 5 αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για την εφαρμογή των άρθρων 41, 42 και 104 έως 120.
7. Εξαιρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 34 και 38 περί ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη και έχουν ρητά εξαιρεθεί δυνάμει του άρθρου 2 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ από το πεδίο εφαρμογής της.».
Άρθρο 3
Ορισμοί Τροποποίηση του άρθρου 3 του v. 4261/2014 (παρ. 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Στην παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθενται ορισμοί υπ’ αρ. 62 έως 67, προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 3 Ορισμοί (άρθρο 3 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Για τους σκοπούς των άρθρων 1-166, ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:
1) «πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο σημείο 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
2) «επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο σημείο 2) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του v. 3606/2007, με τις οποίες ενσωματώνεται το σημείο 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ,
3) «ίδρυμα»: ίδρυμα, όπως ορίζεται στο σημείο 3 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
4) «τοπική επιχείρηση»: τοπική επιχείρηση, όπως ορίζεται στο σημείο 4 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
5) «ασφαλιστική επιχείρηση»: ασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στο σημείο 5) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 1 του άρθρου 13 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ (EE L 335) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περ. α) του άρθρου 2α του ν.δ. 400/1970 (Α’ 10),
6) «αντασφαλιστική επιχείρηση»: αντασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στο σημείο 6) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 4 του άρθρου 13 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περ. γ) του άρθρου 2α του ν.δ. 400/1970,
7) «Διοικητικό Συμβούλιο»: το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος, που είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση και την εκπροσώπηση αυτού, καθώς και με την επίβλεψη και παρακολούθηση της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση, περιλαμβανομένων των προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη δραστηριότητα του ιδρύματος,
8) «μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου»: τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου χωρίς εκτελεστικές αρμοδιότητες στη διαχείριση του ιδρύματος πέραν των καθηκόντων που τους επιφυλάσσει η ιδιότητά τους ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και τα οποία έχουν επιφορτιστεί με το ρόλο της επίβλεψης και παρακολούθησης της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση,
9) «ανώτερα διοικητικά στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε ίδρυμα και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο Διοικητικό Συμβούλιο για την καθημερινή διοίκηση του ιδρύματος,
10) «συστημικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία,
11) «κίνδυνος του υποδείγματος»: η ζημία που κινδυνεύει να υποστεί ένα ίδρυμα συνεπεία αποφάσεων που βασίζονται κυρίως στα αποτελέσματα εσωτερικών υποδειγμάτων, λόγω σφαλμάτων στη θέσπιση, την εφαρμογή ή τη χρήση αυτών των υποδειγμάτων,
12) «μεταβιβάζουσα οντότητα»: μεταβιβάζουσα οντότητα, όπως ορίζεται στο σημείο 13 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
13) «ανάδοχος»: ανάδοχο ίδρυμα, όπως ορίζεται στο σημείο 14 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
14) «μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση, όπως ορίζεται στο σημείο 15) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 το οποίο αναφέρεται στα άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 (Α’ 216),
15) «θυγατρική»: θυγατρική, όπως ορίζεται στο σημείο 16 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στα άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920,
16) «υποκατάστημα»: υποκατάστημα, όπως ορίζεται στο σημείο 17 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
17) «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, όπως ορίζεται στο σημείο 18 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
18) «εταιρεία διαχείρισης»: εταιρεία διαχείρισης, όπως ορίζεται στο σημείο 19 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 5 του άρθρου 2 του v. 3455/2006 και την περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ (EE L 174) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 4 του v. 4209/2013 (Α’ 253),
19) «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο σημείο 20 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
20) «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο σημείο 21 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 15 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ (EE L 35) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 15 του άρθρου 2 του v. 3455/2006 (Α’ 84),
21) «μικτή εταιρεία συμμετοχών»: μικτή εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο σημείο 22 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
22) «χρηματοδοτικό ίδρυμα»: χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο σημείο 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
23) «οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα»: οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως ορίζεται στο σημείο 27 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
24) «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος-μέλος»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, όπως ορίζεται στο σημείο 28 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
25) «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ορίζεται στο σημείο 29 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
26) «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, όπως ορίζεται στο σημείο 30 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
27) «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ορίζεται στο σημείο 31 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
28) «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, όπως ορίζεται στο σημείο 32 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
29) «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ορίζεται στο σημείο 33 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
30) «συστημικά σημαντικό ίδρυμα»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή ίδρυμα, η περιέλευση του οποίου σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή η δυσλειτουργία του θα μπορούσε να οδηγήσει σε συστημικό κίνδυνο,
31) «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στο σημείο 34 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
32) «συμμετοχή»: συμμετοχή, όπως ορίζεται στο σημείο 35 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
33) «ειδική συμμετοχή»: ειδική συμμετοχή, όπως ορίζεται στο σημείο 36 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
34) «έλεγχος»: έλεγχος, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 σημείο 37 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 1 της Οδηγίας 83/349/ ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 42ε του κ.ν. 2190/1920,
35) «στενοί δεσμοί»: στενοί δεσμοί, όπως ορίζονται στο σημείο 38 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
36) «αρμόδια αρχή»: αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο σημείο 40 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
37) «αρχή ενοποιημένης εποπτείας»: αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όπως ορίζεται στο σημείο 41 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
38) «άδεια λειτουργίας»: άδεια λειτουργίας, όπως ορίζεται στο σημείο 42 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
39) «κράτος μέλος προέλευσης»: κράτος μέλος προέλευσης, όπως ορίζεται στο σημείο 43 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
40) «κράτος μέλος υποδοχής»: κράτος μέλος υποδοχής, όπως ορίζεται στο σημείο 44 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
41) «κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ»: κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως ορίζονται στο σημείο 45 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
42) «κεντρικές τράπεζες»: κεντρικές τράπεζες, όπως ορίζονται στο σημείο 46 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
43) «ενοποιημένη κατάσταση»: ενοποιημένη κατάσταση, όπως ορίζεται στο σημείο 47 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
44) «ενοποιημένη βάση»: ενοποιημένη βάση, όπως ορίζεται στο σημείο 48 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
45) «υποενοποιημένη βάση»: υποενοποιημένη βάση, όπως ορίζεται στο σημείο 49 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
46) «χρηματοοικονομικό μέσο»: χρηματοοικονομικό μέσο, όπως ορίζεται στο σημείο 50 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
47) «ίδια κεφάλαια»: ίδια κεφάλαια, όπως ορίζονται στο σημείο 118 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
48) «λειτουργικός κίνδυνος»: λειτουργικός κίνδυνος, όπως ορίζεται στο σημείο 52 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
49) «τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου»: τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου, όπως ορίζεται στο σημείο 57 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
50) «τιτλοποίηση»: τιτλοποίηση, όπως ορίζεται στο σημείο 61 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
51) «θέση τιτλοποίησης»: θέση τιτλοποίησης, όπως ορίζεται στο σημείο 62 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
52) «οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση»: οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση, όπως ορίζεται στο σημείο 66 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
53) «προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές»: προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές, όπως ορίζονται στο σημείο 73 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
54) «χαρτοφυλάκιο συναλλαγών»: χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, όπως ορίζεται στο σημείο 86 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
55) «ρυθμιζόμενες αγορές»: ρυθμιζόμενες αγορές, όπως ορίζονται στο σημείο 92 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 14 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 10 του άρθρου 2 του v. 3606/2007,
56) «μόχλευση»: μόχλευση, όπως ορίζεται στο σημείο 93 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
57) «κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης»: κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης, όπως ορίζεται στο σημείο 94 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
58) «εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων»: εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων, όπως ορίζεται στο σημείο 98 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
59) «εσωτερικές προσεγγίσεις»: η προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων η οποία αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 143, η μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 221, η μέθοδος εσωτερικών εκτιμήσεων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 225, οι εξελιγμένες προσεγγίσεις μέτρησης που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 312, η μέθοδος εσωτερικών υποδειγμάτων που αναφέρεται στα άρθρα 283 και 363 και η μέθοδος εσωτερικής αξιολόγησης που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 259 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
60) «κράτος μέλος»: κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε άλλο κράτος που έχει κυρώσει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.),
61) «τρίτες χώρες»: οι λοιπές, πέραν των κρατών μελών, χώρες,
62) «αρχή εξυγίανσης»: η αρχή εξυγίανσης, όπως ορίζεται στο σημείο 18 της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το σημείο 8 της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87),
63) «παγκοσμίως συστημικά σημαντικό ίδρυμα» ή «G-SII»: G-SII, όπως ορίζεται στο σημείο 133 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
64) «παγκοσμίως συστημικά σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ» ή «εκτός ΕΕ G-SII»: εκτός ΕΕ G-SII, όπως ορίζεται στο σημείο 134 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
65) «όμιλος»: όμιλος, όπως ορίζεται στο σημείο 138 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
66) «όμιλος τρίτης χώρας»: όμιλος του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα,
67) «πολιτική αποδοχών ουδέτερη ως προς το φύλο»: πολιτική αποδοχών που βασίζεται στην ισότητα αποδοχών μεταξύ γυναικών και ανδρών εργαζομένων για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας.
2. Επί ιδρυμάτων που έχουν υιοθετήσει το δυαδικό σύστημα διοίκησης, ως «Διοικητικό Συμβούλιο» κατά την έννοια του σημείου 7 της προηγούμενης παραγράφου νοείται το διοικητικό όργανο που είναι επιφορτισμένο με τις εκεί διαλαμβανόμενες αρμοδιότητες. Ως «μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου» κατά την έννοια του σημείου 8 της προηγούμενης παραγράφου νοείται το διοικητικό όργανο που ασκεί την εκεί διαλαμβανόμενη εποπτική αρμοδιότητα.
3. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, οι όροι «ίδρυμα», «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος», «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» και «μητρική επιχείρηση» περιλαμβάνουν επίσης:
α) χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στις οποίες έχει χορηγηθεί έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 22Α,
β) καθορισμένα ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, εφόσον η οικεία μητρική εταιρεία δεν υπόκειται σε έγκριση σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 22Α, και
γ) χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή ιδρύματα που ορίζονται σύμφωνα με την περ. δ) της παρ. 9 του άρθρου 22Α.».
Άρθρο 4
Πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οργανωτική διάρθρωση Αντικατάσταση του άρθρου 10 του v. 4261/2014 (παρ. 6 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το άρθρο 10 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 10 Πρόγραμμα δραστηριοτήτων, οργανωτική διάρθρωση και ρυθμίσεις διακυβέρνησης (άρθρο 10 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η αίτηση άδειας λειτουργίας συνοδεύεται από πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο περιγράφει τα είδη των σκοπούμενων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της αναφοράς των μητρικών επιχειρήσεων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εντός του ομίλου.
2. Στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων αναφέρονται ιδίως η έκταση των εργασιών, το χρονοδιάγραμμα επίτευξης των στόχων του πιστωτικού ιδρύματος, η διάρθρωση του ομίλου στον οποίο τυχόν ανήκει, καθώς και το πλαίσιο του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου, περιλαμβανομένων των λειτουργιών της Εσωτερικής Επιθεώρησης, της Διαχείρισης Κινδύνων και της Κανονιστικής Συμμόρφωσης, και των διαδικασιών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 66. Σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να παρέχει και επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να καλύπτονται και οι εκάστοτε προβλεπόμενες υποχρεώσεις, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από πιστωτικά ιδρύματα.
3. Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας συνοδεύεται, επίσης, από περιγραφή των ρυθμίσεων, των διαδικασιών και των μηχανισμών που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 66. Στην αίτηση γνωστοποιείται, επίσης, η ταυτότητα,καθώς επίσης και στοιχεία αναφορικά με το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών του πιστωτικού ιδρύματος.».
Άρθρο 5
Μέτοχοι και εταίροι Τροποποίηση του άρθρου 14 του v. 4261/2014 (παρ. 7 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η παρ. 3 του άρθρου 14 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται και το άρθρο 14 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 14 Μέτοχοι και εταίροι (άρθρο 14 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ένα πιστωτικό ίδρυμα εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει την ταυτότητα των είκοσι (20) σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων του, καθώς και των μετόχων ή εταίρων του, άμεσων ή έμμεσων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι κατέχουν ειδική συμμετοχή, καθώς και το ποσοστό συμμετοχής τους. Επίσης, γνωστοποιείται η ταυτότητα των φυσικών προσώπων που, αν και δεν περιλαμβάνονται στα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, ασκούν, μέσω γραπτών ή άλλων συμφωνιών ή μέσω κοινής δράσης, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος.
2. Για να καθοριστεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου και οι όροι για την άθροιση αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 9, 10, 12 και στις παρ. 4 και 5 του άρθρου 13 του v. 3556/2007 και στην περ. στ) της παρ. 1 του άρθρου 4 του v. 3606/2007. Κατά τον υπολογισμό του προηγούμενου εδαφίου δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Τμήμα Α’ σημείο 6 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό τον όρο ότι, τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον υπάρχει πρόθεση μεταβίβασης εντός ενός έτους από την απόκτηση.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ένα πιστωτικό ίδρυμα εφόσον, υπό το πρίσμα της αναγκαιότητας να εξασφαλισθεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 24. Εφαρμόζονται προς τούτο οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 24 και το άρθρο 25.
4. Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την ορθή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της. Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το υπό ίδρυση πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, ή εάν δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την ορθή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να της παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.».
Άρθρο 6
Ανάκληση της άδειας λειτουργίας Τροποποίηση του άρθρου 19 του ν. 4261/2014 (παρ. 8 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η περ. δ) του άρθρου 19 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται και το άρθρο 19 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 19 Ανάκληση άδειας λειτουργίας (άρθρο 18 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα:
α) παραιτείται ρητώς από αυτή, έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών ή δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών από τη λήψη της αδείας λειτουργίας του,
β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον μη σύννομο τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ) δεν πληροί πλέον το σύνολο των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 403 και 411 έως 428 ν.β εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β, του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (L 176) ή επιβάλλονται δυνάμει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 ή του άρθρου 98 του παρόντος ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,
ε) υπάγεται σε μία από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία,
στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 59,
ζ) αδυνατεί ή αρνείται να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του, η) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, θ) παραβαίνει διατάξεις νόμων σχετικών με την εποπτεία ή την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, σε βαθμό που είναι δυνατόν να τίθενται σε διακινδύνευση η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή εν γένει η επίτευξη των στόχων της ασκούμενης από την Τράπεζα της Ελλάδος εποπτείας, ή
ι) δημιουργούνται καταστάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 14 ή η διάρθρωση του ομίλου του πιστωτικού ιδρύματος έχει μεταβληθεί κατά τρόπο που να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων.».
Άρθρο 7
Έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών/ Ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ Προσθήκη άρθρων μετά το άρθρο 22 του v. 4261/2014 (παρ. 9 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Μετά το άρθρο 22 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθενται άρθρα 22Α και 22Β ως εξής:
«Άρθρο 22Α Έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών (άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδος, όταν ενεργεί υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή, αν συντρέχει περίπτωση, από την αρχή κράτους μέλους που ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και από την Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, αν είναι:
α) μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος σύμφωνα με το σημείο 26) της παρ. 1 του άρθρου 3 ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος σύμφωνα με το σημείο 28) της παρ. 1 του άρθρου 3, ή
β) μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) σύμφωνα με το σημείο 27) της παρ. 1 του άρθρου 3 ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ σύμφωνα με το σημείο 29) της παρ. 1 του άρθρου 3, ή
γ) άλλες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών όταν απαιτείται συμμόρφωσή τους με τον παρόντα νόμο ή τον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013 (L 176) σε υποενοποιημένη βάση.
2. Για τους σκοπούς της παρ. 1, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, όταν ενεργεί υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή, αν συντρέχει περίπτωση, στην αρχή κράτους μέλους που ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και στην Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες, τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου του οποίου η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποτελεί μέρος, με σαφή αναφορά στις οικείες θυγατρικές και, κατά περίπτωση, στις μητρικές επιχειρήσεις, καθώς και τον τόπο και το είδος της δραστηριότητας που ασκείται από καθεμία από τις οντότητες του ομίλου,
β) πληροφορίες σχετικά με τον διορισμό τουλάχιστον δύο (2) προσώπων που όντως διευθύνουν τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 114 περί επάρκειας των διευθυντικών στελεχών,
γ) πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια του άρθρου 14, εφόσον η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει πιστωτικό ίδρυμα ως θυγατρική της,
δ) την εσωτερική οργάνωση και την κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου,
ε) κάθε άλλη πληροφορία που μπορεί να είναι αναγκαία για τη διενέργεια των αξιολογήσεων που αναφέρονται στις παρ. 4 και 5.
3. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών συμπίπτει χρονικώς με την αξιολόγηση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 23, η Τράπεζα της Ελλάδος για τους σκοπούς του εν λόγω άρθρου συντονίζεται καταλλήλως με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος αξιολόγησης που αναφέρεται στην παρ. 8 του άρθρου 23 αναστέλλεται επί χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών συντονίζεται ως ανωτέρω με την αρμόδια αρχή για την αξιολόγηση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 22 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (L 176).
4. Έγκριση μπορεί να χορηγηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών της παρ. 1 μόνον εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Οι εσωτερικές ρυθμίσεις και η κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου επαρκούν για τον σκοπό της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που επιβάλλουν ο παρών νόμος και ο Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και είναι, ιδίως, κατάλληλες για:
αα) τον συντονισμό όλων των θυγατρικών της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, μέσω, μεταξύ άλλων, της κατάλληλης κατανομής καθηκόντων μεταξύ των θυγατρικών ιδρυμάτων, εφόσον απαιτείται,
ββ) την πρόληψη ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στο εσωτερικό του ομίλου, και
γγ) την επιβολή των πολιτικών οι οποίες αφορούν ολόκληρο τον όμιλο και καθορίζονται από τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε ολόκληρο τον όμιλο,
β) η οργανωτική διάρθρωση του ομίλου, μέρος του οποίου αποτελεί η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, δεν εμποδίζει ούτε παρακωλύει κατ’ άλλον τρόπο την αποτελεσματική εποπτεία των θυγατρικών ιδρυμάτων ή των μητρικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις ατομικές, τις ενοποιημένες και, κατά περίπτωση, τις υποενοποιημένες υποχρεώσεις στις οποίες υπόκεινται. Για την αξιολόγηση του εν λόγω κριτηρίου λαμβάνονται υπόψη ιδίως:
αα) η θέση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε πολυεπίπεδο όμιλο,
ββ) η μετοχική διάρθρωση, και γγ) ο ρόλος της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εντός του ομίλου,
γ) πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 14 και οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 114.
5. Δεν απαιτείται έγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδος της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών της παρ. 1, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) κύρια δραστηριότητα της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές ή, στην περίπτωση μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, κύρια δραστηριότητά της έναντι ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές,
β) η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν έχει οριστεί ως οντότητα εξυγίανσης σε οποιονδήποτε από τους ομίλους εξυγίανσης του ομίλου, σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης που καθορίζεται από την οικεία αρχή εξυγίανσης, βάσει του v. 4335/2015 (Α’ 87),
γ) ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα έχει οριστεί υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ομίλου με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και του παρέχονται όλα τα αναγκαία μέσα και η νόμιμη εξουσία να εκπληρώνει αποτελεσματικά τις εν λόγω υποχρεώσεις,
δ) η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει στη λήψη διαχειριστικών, επιχειρησιακών ή οικονομικών αποφάσεων που επηρεάζουν τον όμιλο ή τις θυγατρικές του οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα,
ε) δεν υπάρχει κώλυμα για την αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου σε ενοποιημένη βάση.
6. Χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που απαλλάσσονται από τις απαιτήσεις έγκρισης σύμφωνα με την παρ. 5 περιλαμβάνονται στην περίμετρο της ενοποίησης, όπως καθορίζεται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, παρακολουθεί τη συμμόρφωση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών της παρ. 1 προς τις προϋποθέσεις της παρ. 4 ή, κατά περίπτωση, των παρ. 5 και 6 σε συνεχή βάση. Οι εν λόγω εταιρείες παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, τις πληροφορίες που ζητεί για να παρακολουθεί σε συνεχή βάση την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη συμμόρφωση προς τις προϋποθέσεις της παρ. 4 ή, κατά περίπτωση, των παρ. 5 και 6. Η Τράπεζα της Ελλάδος, υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.
8. Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος, υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαπιστώνει ότι δεν πληρούνται ή έχουν παύσει να πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 4, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται στα κατάλληλα εποπτικά μέτρα για τη διασφάλιση ή την αποκατάσταση, ανάλογα με την περίπτωση, της συνέχειας και της ακεραιότητας της ενοποιημένης εποπτείας και της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα, και στον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Στην περίπτωση μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, τα εποπτικά μέτρα λαμβάνουν, ιδίως, υπόψη τις επιπτώσεις στον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.
9. Τα εποπτικά μέτρα που αναφέρονται στην παρ. 8 μπορούν να περιλαμβάνουν:
α) Παύση των αποτελεσμάτων εκ της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές των θυγατρικών ιδρυμάτων που κατέχει η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών,
β) έκδοση προσωρινών μέτρων ή κυρώσεων κατά της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των διευθυντικών στελεχών, τηρουμένων των άρθρων 57 έως 64,
γ) παροχή εντολών ή οδηγιών στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών να μεταβιβάσει τις συμμετοχές στα θυγατρικά της ιδρύματα στους μετόχους της,
δ) καθορισμό σε προσωρινή βάση άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή ιδρύματος εντός του ομίλου ως υπευθύνου για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα νόμο, στην Οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013 σε ενοποιημένη βάση,
ε) περιορισμό ή απαγόρευση της διανομής κερδών ή της καταβολής τόκων στους μετόχους,
στ) απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να προβούν σε διάθεση ή περιορισμό των συμμετοχών σε ιδρύματα ή άλλες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα,
ζ) απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υποβάλουν, χωρίς καθυστέρηση, σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης.
10. Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος, υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαπιστώνει ότι οι προϋποθέσεις των παρ. 5 και 6 δεν πληρούνται πλέον, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ζητεί έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
11. Για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έγκριση και την απαλλαγή από την υποχρέωση έγκρισης κατά τις παρ. 4 και 5, αντίστοιχα, και τα εποπτικά μέτρα κατά τις παρ. 8, 9 και 10, σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητά της ως μία εκ των ως άνω αρχών συνεργάζεται με την εκάστοτε έτερη αρχή σε πλήρη συνεννόηση. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συντάσσει αξιολόγηση για τα θέματα που αναφέρονται στις παρ. 4, 5, 6, 8, 9 και 10, κατά περίπτωση, την οποία και διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Η Τράπεζα της Ελλάδος, είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με την εκάστοτε έτερη αρχή, εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή της εν λόγω αξιολόγησης. Η εν λόγω κοινή απόφαση είναι δεόντως τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την εν λόγω κοινή απόφαση στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Σε περίπτωση διαφωνίας, η Τράπεζα της Ελλάδος, είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, είτε ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, δεν προβαίνει στη λήψη απόφασης και παραπέμπει το ζήτημα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 (L 331), η οποία αποφασίζει εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή της παραπομπής. Οι εκάστοτε αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κοινή απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της δίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.
12. Στην περίπτωση μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος, υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, δεν έχει οριστεί συντονιστής σύμφωνα με το άρθρο 11 του v. 3455/2006 (Α’ 84), απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή για τους σκοπούς των αποφάσεων ή των κοινών αποφάσεων που αναφέρονται στις παρ. 4, 5, 6, 8, 9 και 10 κατά περίπτωση. Εφόσον απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή, οι διαφωνίες παραπέμπονται στη σχετική Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή, ήτοι την ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ), που συστάθηκε με τον υπ’ αρ. Κανονισμό (ΕΕ) 1094/2010 (L 331), η οποία αποφασίζει εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή της παραπομπής. Οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν θίγει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον v. 3455/2006 ή στον v. 4364/2016 (Α’ 13).
13. Εφόσον η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών έχει απορριφθεί, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφαση και το σκεπτικό της εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραλαβή του συνόλου των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης έγκρισης εντός έξι (6) μηνών από την παραλαβή της αίτησης. Η άρνηση μπορεί να συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από οποιοδήποτε εκ των μέτρων των παρ. 8 και 9.
14. Οι αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με το παρόν άρθρο ασκούνται αντιστοίχως από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν δεν περιλαμβάνεται στον όμιλο πιστωτικό ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος.
15. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δύναται να καθορίζει με απόφασή της την απαιτούμενη πληροφόρηση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του παρόντος.
Άρθρο 22Β
Ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ (άρθρο 21β της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Δύο (2) ή περισσότερα ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και εκ των οποίων τουλάχιστον ένα (1) είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα, τα οποία αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας, έχουν μία μόνο ενδιάμεση μητρική επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά λόγο αρμοδιότητας δύναται να επιτρέπει στα ιδρύματα που αναφέρονται στην παρ. 1 να έχουν δύο (2) ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην ΕΕ εάν διαπιστώσουν ότι η εγκατάσταση μιας (1) μόνο ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης εγκατεστημένης στην ΕΕ:
α) θα ήταν ασυμβίβαστη με την υποχρεωτική απαίτηση για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που επιβάλλει η νομοθεσία ή οι εποπτικές αρχές της τρίτης χώρας στην οποία έχει την έδρα της η τελική μητρική επιχείρηση του ομίλου τρίτης χώρας, ή
β) θα καθιστούσε λιγότερο αποτελεσματική τη δυνατότητα εξυγίανσης από ό,τι στην περίπτωση που υπήρχαν δύο (2) ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην ΕΕ, σύμφωνα με αξιολόγηση που διενεργεί η αρμόδια αρχή εξυγίανσης της ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης εγκατεστημένης στην ΕΕ.
3. Η ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ είναι είτε πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος ή το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (L 176) είτε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 22Α του παρόντος ή το άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, εάν κανένα από τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παρ. 1 δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή εάν η δεύτερη ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ πρέπει να συσταθεί σε σχέση με επενδυτικές δραστηριότητες, προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρεωτική απαίτηση για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων της παρ. 2, η ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ ή η δεύτερη ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ, δύναται να είναι επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του v. 4514/2018 (Α’ 14) ή την παρ. 1 του άρθρου 5 της Οδηγίας 2014/65/ ΕΕ (L 173) και η οποία υπόκειται στον v. 4335/2015 (Α’ 87) ή στην Οδηγία 2014/59/ΕΕ (L 173).
4. Οι παρ. 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζονται όταν η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην ΕΕ είναι χαμηλότερη από σαράντα δισεκατομμύρια (40.000.000.000) ευρώ.
5. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην ΕΕ είναι το άθροισμα των ακολούθων:
α) της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε ιδρύματος του ομίλου τρίτης χώρας στην ΕΕ, όπως αυτό προκύπτει από τον ενοποιημένο ισολογισμό του ή τον ατομικό ισολογισμό τους, όταν ο ισολογισμός του ιδρύματος δεν είναι ενοποιημένος, και
β) της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην EE σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, την Oδηγία 2013/36/ΕΕ, τον v. 4514/2018 ή την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ.600/2014 (L 173).
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), κατά λόγο αρμοδιότητας, τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε όμιλο τρίτης χώρας που λειτουργεί στην Ελλάδα:
α) τις επωνυμίες και τη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού των εποπτευόμενων ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα και ανήκουν σε όμιλο τρίτης χώρας,
β) τις επωνυμίες και τη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στα υποκαταστήματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τον v. 4514/2018 ή τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 και τα είδη των δραστηριοτήτων για τα οποία έχουν λάβει την εν λόγω άδεια λειτουργίας,
γ) την επωνυμία και το είδος, όπως αναφέρεται στην παρ. 3, οποιασδήποτε ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης εγκατεστημένης στην ΕΕ που έχει συσταθεί στην Ελλάδα και την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι κάθε ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα που ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ,
β) είναι ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ,
γ) είναι το μόνο ίδρυμα του ομίλου τρίτης χώρας στην ΕΕ, ή
δ) ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού στην ΕΕ κάτω από σαράντα δισεκατομμύρια (40.000.000.000) ευρώ.
8. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 1, οι όμιλοι τρίτης χώρας που λειτουργούσαν μέσω περισσότερων του ενός ιδρυμάτων στην ΕΕ, με τουλάχιστον ένα ίδρυμα ή υποκατάστημα στην Ελλάδα και με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού ίση ή μεγαλύτερη από σαράντα δισεκατομμύρια (40.000.000.000) ευρώ στις 27 Ιουνίου 2019, πρέπει να έχουν έως τις 30 Δεκεμβρίου 2023 ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ ή, εφόσον ισχύει η παρ. 2, δύο (2) ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην ΕΕ.
9. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να καθορίζει με απόφασή της την απαιτούμενη πληροφόρηση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του παρόντος άρθρου.».
Άρθρο 8
Κριτήρια αξιολόγησης Τροποποίηση του άρθρου 24 του v. 4261/2014 (παρ. 10 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 24 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 24 Κριτήρια αξιολόγησης (άρθρο 23 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης των παρ. 1 και 6 του άρθρου 23 και των πληροφοριών που αναφέρονται στην παρ. 8 του άρθρου 23, η Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, σύμφωνα με το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων:
α) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή,
β) τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την εμπειρία,όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 83, των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου τα οποία θα διευθύνουν τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής,
γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής,
δ) την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, βάσει του ενωσιακού δικαίου και κυρίως των νόμων 3455/2006 και 4021/2011, όπως το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους,
ε) κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του v. 3691/2008, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.».
Άρθρο 9
Παροχή υπηρεσιών, με ή χωρίς εγκατάσταση, σε τρίτες χώρες από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα Παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε τρίτες χώρες Τροποποίηση του άρθρου 36 του v. 4261/2014 (περ. α’ της παρ. 11 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Μετά την παρ. 8 του άρθρου 36 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθενται παρ. 8A και 8B και το άρθρο 36 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 36 Παροχή υπηρεσιών, με ή χωρίς εγκατάσταση, σε τρίτες χώρες από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα Παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε τρίτες χώρες (άρθρο 47 (1) και (3) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει για τη χορήγηση άδειας σε πιστωτικά ιδρύματα, που εδρεύουν στην Ελλάδα, προκειμένου να ιδρύσουν υποκατάστημα σε τρίτες χώρες.
2. Για την ίδρυση και λειτουργία στην Ελλάδα υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα, η άδεια χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας και με την επιφύλαξη των συμφωνιών που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση την παρ. 3 του άρθρου 47 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) πριν από την έναρξη λειτουργίας του πρώτου υποκαταστήματος υφίσταται προικώο κεφάλαιο, σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 12, που θα επέχει θέση ιδίων κεφαλαίων για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος στην Ελλάδα. Τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων του υποκαταστήματος καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,
β) το πιστωτικό ίδρυμα υποβάλλει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που ζητούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου αυτή να διαμορφώσει σαφή εικόνα για τη δραστηριότητά του στο πλαίσιο άσκησης της εποπτικής της αρμοδιότητας.
3. Για την ίδρυση στην Ελλάδα περισσότερων υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 33.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες όταν δεν εκπληρώνονται πλέον οι όροι της παρ. 2, σύμφωνα με τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια αυτή, ή συντρέχει οποιοσδήποτε από τους όρους του άρθρου 19 και ιδιαίτερα όταν έχει ανακληθεί η άδεια του πιστωτικού ιδρύματος από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας.
5. Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει στην Ελλάδα και επιθυμεί να παρέχει σε τρίτη χώρα, χωρίς εγκατάσταση, μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί την πρόθεσή του αυτή στην Τράπεζα της Ελλάδος.
6. Το καθεστώς της παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να είναι ευνοϊκότερο από το αντίστοιχο των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν και λειτουργούν σε άλλο κράτος μέλος και ασκούν δραστηριότητα με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα.
7. Η κατά το άρθρο αυτό άσκηση δραστηριοτήτων στην Ελλάδα πραγματοποιείται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 39.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος: α) Εποπτεύει τη ρευστότητα των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες.
β) Μπορεί να καθορίζει για το σκοπό της παρούσας κανόνες γενικής εφαρμογής, με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν μπορεί να οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς σε σχέση με εκείνο των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στα κράτη μέλη.
γ) Μπορεί να αίρει, κατά περίπτωση, την υποχρέωση τήρησης ορισμένων ή όλων των προαναφερθέντων κανόνων, με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεσμεύεται έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος ότι θα καλύπτει διαρκώς με ισοδύναμο τρόπο τις ανάγκες ρευστότητας των υποκαταστημάτων του στην Ελλάδα.
8A. Τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα και έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα υποβάλλουν έκθεση, τουλάχιστον ετησίως, στην Τράπεζα της Ελλάδος με τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα συνολικά στοιχεία του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες του υποκαταστήματος,
β) πληροφορίες σχετικά με τα ρευστά διαθέσιμα του υποκαταστήματος, ιδίως τη διαθεσιμότητα των ρευστών διαθεσίμων σε νομίσματα των κρατών μελών,
γ) τα ίδια κεφάλαια που διαθέτει το υποκατάστημα,
δ) τις ρυθμίσεις προστασίας των καταθέσεων που είναι διαθέσιμες στους καταθέτες στο υποκατάστημα,
ε) τις ρυθμίσεις για τη διαχείριση των κινδύνων,
στ) τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος,
ζ) τα σχέδια ανάκαμψης αναφορικά με το υποκατάστημα, και
η) κάθε άλλη πληροφορία που θεωρείται αναγκαία από την Τράπεζα της Ελλάδος για την ενδελεχή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος.
8B. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα και έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και οι αρμόδιες αρχές για τα ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας, συνεργάζονται στενά προκειμένου να διασφαλίζεται ότι όλες οι δραστηριότητες του ομίλου της εν λόγω τρίτης χώρας στην ΕΕ υπόκεινται σε συνολική εποπτεία και να αποτρέπεται η παράβαση των απαιτήσεων που ισχύουν για τους ομίλους τρίτης χώρας, δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (L 176), καθώς και κάθε αρνητική επίπτωση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ΕΕ.
9. Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει την απαιτούμενη πληροφόρηση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του παρόντος.».
Άρθρο 10
Ενημέρωση για άδειες υποκαταστημάτων τρίτων χωρών Τροποποίηση του άρθρου 37 του v. 4261/2014 (περ. β’ της παρ. 11 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το άρθρο 37 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 37 Ενημέρωση για υποκαταστήματα τρίτων χωρών (άρθρο 47 (2) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) για τα εξής:
α) όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων, οι οποίες χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω αδειών,
β) τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, βάσει των περιοδικών εκθέσεων, των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα,
γ) την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα.».
Άρθρο 11
Υπηρεσιακό Επαγγελματικό απόρρητο Τροποποίηση του άρθρου 54 του v. 4261/2014 (παρ. 12 και 13 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Στην περ. α) της παρ. 6 του άρθρου 54 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθενται υποπερ. ζζ) και ηη), το εισαγωγικό εδάφιο της περ. β) αντικαθίσταται και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6.α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου:
αα) του Υπουργού Οικονομικών κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ. 437/19 Σεπτεμβρίου 1985 (Α’ 157) και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων της,
ββ) των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά τη, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, άσκηση των καθηκόντων τους,
γγ) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης ιδρυμάτων,
δδ) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, για την εκπλήρωση της αποστολής τους,
εε) του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του, καθώς και
στστ) τoυ Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του,
ζζ) των αρμόδιων αρχών για την εποπτεία των υπόχρεων προσώπων που αναφέρονται στα σημεία 2) και 3) του άρθρου 3 του v. 4557/2018 (Α’ 139) αναφορικά με τη συμμόρφωση με τον προαναφερόμενο νόμο, καθώς και Μονάδων Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών,
ηη) των αρμόδιων αρχών ή φορέων που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των κανόνων περί διαρθρωτικού διαχωρισμού στο εσωτερικό τραπεζικού ομίλου.
β) Τηρουμένων των παρ. 1 έως 5, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου:
αα) των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των προσώπων και οργάνων των υποπερ. γγ) και δδ) της περ. α) και
ββ) προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων κατά την ενάσκηση των καθηκόντων εποπτείας των ανωνύμων εταιρειών, με την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής των εν λόγω αρχών. Εάν ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων του, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του παρόντος εδαφίου ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά. Η ανταλλαγή πληροφοριών λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους ίδιους όρους και αφού ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία διαβιβάζονται οι πληροφορίες.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στις περ. α) και β), συμπεριλαμβανομένων αρχών ή οργάνων επιφορτισμένων με την ευθύνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας της παρ. 7 του άρθρου 113 του Κανονισμού αριθμ. 575/2013, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.
δ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου:
αα) των κεντρικών τραπεζών του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών με παρόμοια αποστολή, όταν ενεργούν με την ιδιότητα νομισματικής αρχής, εφόσον αυτές οι πληροφορίες είναι σχετικές με την εκπλήρωση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής με αυτήν παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος,
ββ) τυχόν άλλων αρχών επιφορτισμένων με την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και
γγ) του ΕΣΣΚ, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (εφεξής ΕΑΑΕΣ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (EE L 331) ή της ΕΑΚΑΑ, όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων
τους δυνάμει των Κανονισμών (ΕΕ) αριθμ. 1092/2010, αριθμ. 1094/2010 και αριθμ. 1095/2010 αντιστοίχως.
ε) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης ή άλλον παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο για να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού σε αγορά του κράτους μέλους, εάν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικής, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές.
στ) Σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας, οι λαμβανόμενες από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου της παρ. 1. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) την ταυτότητα των αρχών ή οργάνων τα οποία μπορούν να λαμβάνουν πληροφορίες δυνάμει της παρούσας.
Άρθρο 12
Διαβίβαση πληροφοριών σε διεθνείς οργανισμούς Προσθήκη άρθρου μετά το άρθρο 54 του v. 4261/2014 (παρ. 14 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Μετά το άρθρο 54 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται άρθρο 54Α ως εξής:
«Άρθρο 54Α Διαβίβαση πληροφοριών σε διεθνείς οργανισμούς (άρθρο 58α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη των παρ. 1 και 4 του άρθρου 54 ή της παρ. 1 του άρθρου 74 του v. 4514/2018 (Α’ 14), η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, υπό την επιφύλαξη των παρ. 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου να διαβιβάζει ή να ανταλλάσσει ορισμένες πληροφορίες με τους ακόλουθους φορείς:
α) το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, για τους σκοπούς των αξιολογήσεων του Προγράμματος Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα,
β) την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, για τη μελέτη ποσοτικών επιπτώσεων,
γ) το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για την οικεία λειτουργία επιτήρησης.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανταλλάσσει εμπιστευτικές πληροφορίες μόνο κατόπιν ρητού αιτήματος του σχετικού φορέα, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το αίτημα είναι δεόντως δικαιολογημένο από τα ειδικά καθήκοντα που εκτελεί ο αιτών φορέας σύμφωνα με την καταστατική αποστολή του,
β) το αίτημα είναι αρκούντως ακριβές ως προς τη φύση, την έκταση και τον μορφότυπο των ζητούμενων πληροφοριών, καθώς και τα μέσα της κοινοποίησης ή διαβίβασής του,
γ) οι ζητούμενες πληροφορίες είναι απολύτως απαραίτητες για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων του αιτούντος φορέα και δεν υπερβαίνουν τα καταστατικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί σε αυτόν,
δ) οι πληροφορίες διαβιβάζονται ή γνωστοποιούνται αποκλειστικά στα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται άμεσα στην εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων,
ε) τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στην παρ. 1 του άρθρου 54 ή στην παρ. 1 του άρθρου 74 του v. 4514/2018.
3. Εφόσον το αίτημα υποβάλλεται από οποιαδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στην παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να διαβιβάζει μόνο συγκεντρωτικά ή ανωνυμοποιημένα στοιχεία και δύναται να ανταλλάσσει άλλες πληροφορίες μόνο στις εγκαταστάσεις της.
4. Στον βαθμό που η γνωστοποίηση πληροφοριών αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον αιτούντα φορέα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 (L 119) και τον v. 4624/2019 (Α’ 137).».
Άρθρο 13
Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ιδρυμάτων Τροποποίηση του άρθρου 55 του v. 4261/2014 (παρ. 15 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Στην παρ. 1 του άρθρου 55 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται περ. γ) και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 55 Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ιδρυμάτων (άρθρο 63 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. α) Οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών που διενεργούν είτε τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ιδρυμάτων είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναφορικά με το ίδρυμα που ελέγχουν, κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν:
αα) να αποτελεί ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση δραστηριότητας των ιδρυμάτων,
ββ) να θίγει τη συνέχιση της λειτουργίας του ιδρύματος ή να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων του ιδρύματος ή σε διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών.
β) Η ίδια υποχρέωση ενημέρωσης της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ισχύει για τα ως
άνω πρόσωπα όσον αφορά τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο διενέργειας του αναφερόμενου στην περ. α) της παρούσας έργου τους σε οικονομική μονάδα που διατηρεί στενούς δεσμούς με το ίδρυμα κατά την έννοια του σημείου 38 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού αριθμ. 575/2013, απορρέοντες από δεσμό ελέγχου.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί την αντικατάσταση προσώπου που αναφέρεται στην περ. α), εάν το εν λόγω πρόσωπο παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της εν λόγω περίπτωσης.».
Άρθρο 14
Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων Τροποποίηση του άρθρου 56 του v. 4261/2014 (παρ. 16 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το άρθρο 56 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 56 Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων (άρθρο 64 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί τις εποπτικές αρμοδιότητες και επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα και στη λοιπή ισχύουσα νομοθεσία:
α) άμεσα ή β) σε συνεργασία με άλλες αρχές, ή γ) υπό την ευθύνη της, με ανάθεση καθηκόντων στις αρχές της περ. β), ή δ) με τη συνδρομή των αρμόδιων δικαστικών αρχών.
2. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά την άσκηση των εποπτικών τους αρμοδιοτήτων και των εξουσιών τους για την επιβολή κυρώσεων, αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται, οι οποίοι δύνανται να προκύπτουν και να συμπληρώνονται από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης.».
Άρθρο 15
Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών επί πιστωτικών ιδρυμάτων Τροποποίηση του άρθρου 58 του v. 4261/2014 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Στην παρ. 1 του άρθρου 58 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται περ. στ) και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 58 Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών επί πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 66 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει με απόφασή της τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα της παρ. 2 στις εξής περιπτώσεις:
α) αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό χωρίς ο αποδέκτης να είναι πιστωτικό ίδρυμα, κατά παράβαση του άρθρου 9,
β) έναρξη ή άσκηση δραστηριότητας χωρίς την απαιτούμενη κατά περίπτωση άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος,
γ) απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 23 ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική επιχείρηση του αποκτώντος ή αυξάνοντος τη συμμετοχή, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος ότι αυτός επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να την αυξήσει, κατά το χρονικό διάστημα αξιολόγησης, ή παρά την αντίθετη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 23,
δ) παύση κατοχής, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή μείωση της ειδικής συμμετοχής ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να είναι μικρότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 26 ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική επιχείρηση, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος,
ε) μη τήρηση των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 23 ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στις περ. β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 15,
στ) μη υποβολή αίτησης για έγκριση κατά παράβαση του άρθρου 22Α ή οποιαδήποτε άλλη παράβαση των απαιτήσεων του εν λόγω άρθρου.».
Άρθρο 16
Λοιπές περιπτώσεις επιβολής κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος Τροποποίηση του άρθρου 59 του v. 4261/2014 (παρ. 18 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Μετά την παρ. 1 του άρθρου 59 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται παρ. 1Α και το άρθρο 59 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 59 Λοιπές περιπτώσεις επιβολής κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 67 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις που πιστωτικό ίδρυμα:
α) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο,
β) αφού πληροφορήθηκε για αγορές ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό του, οι οποίες αυξάνουν τα ποσοστά συμμετοχής ή τα μειώνουν κάτω από ένα από τα όρια της παρ. 1 του άρθρου 23 ή του άρθρου 26 του παρόντος νόμου, δεν ενημέρωσε την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με αυτές τις αγορές ή εκχωρήσεις, όπως ο νόμος ορίζει,
γ) το οποίο δεν κοινοποιεί, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, στην Τράπεζα της Ελλάδος τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως ο νόμος ορίζει,
δ) δεν εφαρμόζει πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, όπως απαιτείται από το άρθρο 66 του παρόντος νόμου,
ε) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 99 του εν λόγω Κανονισμού,
στ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σε σχέση με τα στοιχεία του άρθρου 101 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ζ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με ένα μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 394 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
η) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με τη ρευστότητά του, κατά παράβαση των παρ. 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
θ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με το δείκτη μόχλευσης, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 430 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ι) δεν διατηρεί κατ’ εξακολούθηση και σε βάθος χρόνου ρευστά διαθέσιμα, κατά παράβαση του άρθρου 412 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ια) παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ιβ) που είναι εκτεθειμένο στον πιστωτικό κίνδυνο μιας θέσης τιτλοποίησης που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 405 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ιγ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες κατά παράβαση των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 431 ή της παρ. 1 του άρθρου 451 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ιδ) προβαίνει σε πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος, κατά παράβαση του άρθρου 131 του παρόντος νόμου ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα άρθρα 28, 52 ή 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια,
ιε) διόρισε ή δεν αντικατέστησε αμελλητί τα πρόσωπα που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 83 του παρόντος νόμου.
1Α. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση που μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει σε ενέργεια που ενδέχεται να απαιτείται, προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 403 και 411 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 (L 176) ή επιβάλλονται δυνάμει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 ή του άρθρου 98 του παρόντος σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση.
2. Τηρουμένων των διατάξεων του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και των κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου κανονιστικών πράξεων, η Τράπεζα της Ελλάδος στις περιπτώσεις της παρ. 1, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση παράβασης του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων, επιβάλλει με απόφασή της, διαζευκτικά ή σωρευτικά, διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν τα εξής:
α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, το ίδρυμα, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, καθώς και η φύση της παράβασης,
β) εντολή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον,
γ) στην περίπτωση ιδρύματος, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του κατά την ισχύουσα νομοθεσία,
δ) προσωρινή απαγόρευση κατά των προσώπων της παρ. 2 του άρθρου 57 του παρόντος νόμου να ασκούν καθήκοντα σε ιδρύματα,
ε) στην περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των ακαθάριστων εσόδων που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και εισπρακτέες προμήθειες ή αμοιβές σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση,
στ) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ,
ζ) χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν.
Σε περίπτωση που επιχείρηση της περ. ε’ της παρούσας παραγράφου είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, τα σχετικά ακαθάριστα έσοδα θα είναι τα ακαθάριστα έσοδα που προκύπτουν από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.
3. Ο Διοικητής ή ο Πρόεδρος, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, οι ελεγκτές, οι αρμόδιοι διευθυντές και οι υπάλληλοι, κάθε πιστωτικού ιδρύματος τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, εκτός αν από άλλη διάταξη προβλέπεται βαρύτερη ποινή, εφόσον:
α) παραλείπουν ή παραποιούν εκ προθέσεως την εγγραφή σημαντικής συναλλαγής στα βιβλία του,
β) υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ψευδείς ή ανακριβείς εκθέσεις ή παρέχουν ψευδή ή ανακριβή στοιχεία.
Σε περίπτωση που τα ανωτέρω πρόσωπα αρνούνται ή παρακωλύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο, που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
4. α) Όποιος προβαίνει, κατά παράβαση του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, σε κατ’ επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων ή σε κατ’ επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων ή σε παροχή υπηρεσιών πληρωμών, προς το κοινό ή στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 20 του παρόντος νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, εκτός αν από άλλη διάταξη προβλέπεται βαρύτερη ποινή. Υπεύθυνοι για την παράβαση και υποκείμενοι στις ποινές αυτές θεωρούνται και οι νόμιμοι εκπρόσωποι ή οι ασκούντες τη διοίκηση του νομικού προσώπου.
β) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην ανωτέρω περ. α’ της παρούσας παραγράφου και στην περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 58 του παρόντος νόμου, είναι δυνατή η σφράγιση των γραφειων και εγκαταστάσεων του παραβάτη από όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής κατά τους όρους του νόμου, ανεξαρτήτως της επιβολής των παραπάνω ή τυχόν άλλων, προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία, κυρώσεων.».
Άρθρο 17
Πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης Τροποποίηση του άρθρου 66 του v. 4261/2014 (παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 74 της παρ. 19 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Ο τίτλος του άρθρου 66 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται και προστίθεται τελευταίο εδάφιο στην παρ. 1, η οποία διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 66 Εσωτερική διακυβέρνηση (άρθρο 74 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιο και αποτελεσματικό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές αναφοράς και κατανομής αρμοδιοτήτων, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων των κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών, οι οποίες είναι συνεπείς και προάγουν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων. Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι ουδέτερες ως προς το φύλο.».
Άρθρο 18
Επίβλεψη των πολιτικών αποδοχών Τροποποίηση του άρθρου 67 του ν. 4261/2014 (παρ. 20 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η παρ. 1 του άρθρου 67 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Τα ιδρύματα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες για τις αποδοχές του προσωπικού σύμφωνα με τις περ. ζ), η), θ) και ια) της παρ. 1 του άρθρου 450 του υπ’ αρ. Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (L 176), καθώς και τις πληροφορίες σχετικά με τη διαφορά αποδοχών μεταξύ των φύλων. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών των πολιτικών αποδοχών και τις διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ)».
Άρθρο 19
Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών Αντικατάσταση του άρθρου 76 του v. 4261/2014 (παρ. 21 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το άρθρο 76 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 76 Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών (άρθρο 84 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν εσωτερικά συστήματα και χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία ή την απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία του Μετοχικού Κεφαλαίου, όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος.
2. Tα ιδρύματα εφαρμόζουν συστήματα για την εκτίμηση και την παρακολούθηση των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές πιστωτικών περιθωρίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία του Μετοχικού Κεφαλαίου, όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί από ίδρυμα να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία που αναφέρεται στην παρ. 1, όταν τα εσωτερικά συστήματα που εφαρμόζει αυτό το ίδρυμα για τον σκοπό αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο δεν είναι ικανοποιητικά.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί από μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα, όπως ορίζεται στο σημείο 145) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (L 176), να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία, εφόσον κρίνει ότι η απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία δεν επαρκεί για την αποτύπωση του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του εν λόγω ιδρύματος.».
Άρθρο 20
Λειτουργικός κίνδυνος Τροποποίηση του άρθρου 77 του v. 4261/2014 (παρ. 22 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η παρ. 1 του άρθρου 77 του v. 4261/2014 (Α’ 107) τροποποιείται και το άρθρο 77 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 77 Λειτουργικός κίνδυνος (άρθρο 85 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
«1. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διαχείριση της έκθεσης σε λειτουργικό κίνδυνο, περιλαμβανομένων του κινδύνου υποδείγματος και των κινδύνων που απορρέουν από την εξωτερική ανάθεση, και για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα ορίζουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς αυτών των πολιτικών και διαδικασιών.
2. Τα ιδρύματα καταρτίζουν σχέδια αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων και συνέχισης της λειτουργίας, τα οποία διασφαλίζουν την ικανότητά τους να συνεχίζουν τη λειτουργία τους και να περιορίζουν τις ζημίες σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της δραστηριότητάς τους.».
Άρθρο 21
Ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης Τροποποίηση του άρθρου 80 του ν. 4261/2014 (παρ. 23 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Μετά την παρ. 3 του άρθρου 80 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθενται παρ. 3Α και 3Β και το άρθρο 80 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 80 Ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης (άρθρο 88 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζει, επιβλέπει και λογοδοτεί για την υλοποίηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διοίκηση ενός ιδρύματος, περιλαμβανομένου του διαχωρισμού αρμοδιοτήτων στον οργανισμό και την πρόληψη αντικρουόμενων συμφερόντων.
2. Στις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης εφαρμόζονται οι εξής αρχές:
α) το Διοικητικό Συμβούλιο φέρει τη γενική ευθύνη διοίκησης και λειτουργίας του ιδρύματος, εγκρίνει και επιβλέπει την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων, της στρατηγικής αντιμετώπισης κινδύνου και της εσωτερικής διακυβέρνησης του ιδρύματος,
β) το Διοικητικό Συμβούλιο διασφαλίζει την αρτιότητα των συστημάτων λογιστικής και χρηματοοικονομικών εκθέσεων, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών ελέγχων και της συμμόρφωσης με το νόμο και τα συναφή πρότυπα,
γ) το Διοικητικό Συμβούλιο επιβλέπει τη διαδικασία των, κατά νόμον, δημοσιοποιήσεων και τις ανακοινώσεις,
δ) το Διοικητικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για την αποτελεσματική επίβλεψη των ανωτέρων διοικητικών στελεχών, κατά την έννοια της περ. 9 της παρ. 1 του άρθρου 3,
ε) ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ενός ιδρύματος δεν ασκεί ταυτόχρονα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στο ίδιο ίδρυμα, εκτός αν έχει λάβει έγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
3. Το Διοικητικό Συμβούλιο παρακολουθεί και αξιολογεί περιοδικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης του ιδρύματος και προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.
3Α. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία σχετικά με τις πιστοδοτήσεις προς τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των ιδρυμάτων και τα συνδεδεμένα μέρη τους είναι δεόντως τεκμηριωμένα και τίθενται στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατόπιν αιτήματός τους.
3Β. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, με τον όρο «συνδεδεμένο μέρος» νοείται:
α) σύζυγος, πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, τέκνο ή γονέας μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου,
β) εμπορική οντότητα, στην οποία μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή πρόσωπο της περ. α) έχει ειδική συμμετοχή ύψους δέκα τοις εκατό (10%) ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου στην εν λόγω οντότητα ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να ασκούν σημαντική επιρροή ή κατέχουν θέσεις ανώτερων διοικητικών στελεχών ή είναι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
4. Τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συγκροτούν επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων αποτελούμενη από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τους.
5. Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων: α) εντοπίζει και προτείνει, για έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο ή από τη Γενική Συνέλευση, υποψηφίους για τις κενές θέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, αξιολογεί το συνδυασμό ευρύτητας γνώσεων ανά αντικείμενο, δεξιοτήτων, και εμπειρίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Επίσης, προβαίνει στην περιγραφή των επιμέρους δεξιοτήτων και προσόντων που κατά την κρίση της απαιτούνται για την πλήρωση των θέσεων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και εκτιμά τον χρόνο που πρέπει να αφιερώνεται στην αντίστοιχη θέση.
Επιπροσθέτως, η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων θέτει στόχο για την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο Διοικητικό Συμβούλιο και εκπονεί πολιτική ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα αυξηθεί ο αριθμός των προσώπων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο Διοικητικό Συμβούλιο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός. Ο στόχος, η πολιτική και η εφαρμογή τους δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο γ’ της παρ. 2 του άρθρου 435 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
β) περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως αξιολογεί τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του Διοικητικού Συμβουλίου και απευθύνει συστάσεις προς αυτό σχετικά με τυχόν αλλαγές που κρίνει σκόπιμες,
γ) περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως αξιολογεί τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρία ανά αντικείμενο μεμονωμένων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διοικητικού Συμβουλίου ως συνόλου και υποβάλλει σχετικές αναφορές στο Διοικητικό Συμβούλιο,
δ) επανεξετάζει περιοδικά την πολιτική που εφαρμόζει το Διοικητικό Συμβούλιο για την επιλογή και το διορισμό ανώτερων διοικητικών στελεχών, κατά την έννοια του ορισμού υπ’ αρ. 9 της παρ. 1 του άρθρου 3, και απευθύνει συστάσεις προς αυτό.
6. Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη, σε διαρκή βάση και στο βαθμό που είναι δυνατό, την ανάγκη να διασφαλισθεί ότι κατά τη λήψη των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου δεν βαρύνει ουσιωδώς η βούληση ενός ατόμου ή μιας μικρής ομάδας κατά τρόπον που θίγει τα συμφέροντα του ιδρύματος ως συνόλου.
7. Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιουσδήποτε πόρους κρίνει κατάλληλους, περιλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων, της παρέχεται δε η δέουσα χρηματοδότηση για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού.
8. Οι παρ. 4 έως και 7 δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί ιδρυμάτων οργανωμένων κατά το δυαδικό σύστημα διοίκησης.».
Άρθρο 22
Διοικητικό Συμβούλιο Τροποποίηση του άρθρου 83 του v. 4261/2014 (παρ. 25 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η παρ. 1, 7 και 8 του άρθρου 83 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίστανται και το άρθρο 83 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 83 Διοικητικό Συμβούλιο (άρθρο 91 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Τα ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών έχουν την πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίζουν ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου έχουν ανά πάσα στιγμή επαρκώς καλή φήμη και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ειδικότερα, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παρ. 2 έως 8. Όταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει την εξουσία να απομακρύνει τα εν λόγω πρόσωπα από το Διοικητικό Συμβούλιο. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξακριβώνει ιδίως κατά πόσο οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο εξακολουθούν να πληρούνται όταν έχει βάσιμες υποψίες ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος σε σχέση με το εν λόγω ίδρυμα.
2. Όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
3. Ο αριθμός των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος Διοικητικού Συμβουλίου ιδρύματος συναρτάται με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος. Εξαιρουμένων των εκπροσώπων του Ελληνικού Δημοσίου, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ιδρύματος το οποίο είναι σημαντικό από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του δεν επιτρέπεται να κατέχουν, από την 1η Ιουλίου 2014, περισσότερες της μιας εκ του ακόλουθου συνδυασμού θέσεων σε Διοικητικά Συμβούλια ταυτόχρονα:
α) μία θέση εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου,
β) τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου.
4. Για τους σκοπούς της παρ. 3, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως κατοχή μίας θέσης Διοικητικού Συμβουλίου:
α) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου που κατέχονται εντός του ιδίου ομίλου,
β) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου στο πλαίσιο:
αα) ιδρυμάτων που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 113 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, εφόσον πληρούνται οι εκεί διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρ. 7 του εν λόγω άρθρου, ή
ββ) επιχειρήσεων (περιλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων) στις οποίες το ίδρυμα κατέχει ειδική συμμετοχή.
5. Οι θέσεις μέλους σε όργανα διοίκησης οντοτήτων που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της παρ. 3.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιτρέπει σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρούν μια πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ, σε τακτική βάση.
7. Το Διοικητικό Συμβούλιο κατέχει ως σύνολο επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία, ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί. Η συνολική σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου πρέπει να αντικατοπτρίζει ένα επαρκώς ευρύ φάσμα εμπειριών.
8. Κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να είναι σε θέση να αξιολογεί και να θέτει υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις των ανώτερων διοικητικών στελεχών όποτε απαιτείται και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Η ιδιότητα μέλους συνδεόμενων εταιρειών ή συνδεόμενων οντοτήτων δεν συνιστά από μόνη της εμπόδιο για να ενεργεί κάποιος με ανεξάρτητη βούληση.».
Άρθρο 23
Πολιτικές αποδοχών Τροποποίηση του άρθρου 84 του v. 4261/2014 (παρ. 26 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το εισαγωγικό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 84 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται, προστίθεται περ. η) στην παρ. 2, η παρ. 3 αντικαθίσταται και το άρθρο 84 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 84 Πολιτικές αποδοχών (άρθρο 92 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η παρ. 2 και τα άρθρα 85, 86 και 87 εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου, μητρικής εταιρείας και θυγατρικών, περιλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια οικονομικά κέντρα.
2. Τα ιδρύματα, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών αποδοχών στο οποίο περιλαμβάνονται οι μισθοί και οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές για τις κατηγορίες εργαζομένων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου τους, συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και σε βαθμό που ενδείκνυται προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση, τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους:
α) η πολιτική αποδοχών συνάδει με και προάγει την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του ιδρύματος,
β) η πολιτική αποδοχών είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος και περιλαμβάνει μέτρα για την αποφυγή αντικρουόμενων συμφερόντων,
γ) τα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, υιοθετούν και περιοδικά αναθεωρούν τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών και είναι υπεύθυνα για την επίβλεψη της υλοποίησής της,
δ) η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο, όπως ασκείται από τη Μονάδα Εσωτερικής Επιθεώρησης ή τη Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου για τις ΑΕΠΕΥ ως προς τη συμμόρφωση προς την πολιτική και τις διαδικασίες αποδοχών που έχουν εγκριθεί από τα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου,
ε) τα μέλη του προσωπικού που έχουν επιφορτισθεί με καθήκοντα ελέγχου είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύουν, έχουν τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβονται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά τους, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν,
στ) οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών στις λειτουργίες διαχείρισης κινδύνου και κανονιστικής συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών του άρθρου 87 ή, εφόσον δεν έχει συσταθεί η ανωτέρω επιτροπή, από τα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου,
ζ) στην πολιτική αποδοχών γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των κριτηρίων όσον αφορά τον καθορισμό:
αα) των σταθερών βασικών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν κυρίως τη συναφή επαγγελματική εμπειρία και την ευθύνη της θέσης, όπως ορίζεται στην περιγραφή καθηκόντων του εργαζόμενου ως μέρος των όρων της σύμβασης, και
ββ) των μεταβλητών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν επιδόσεις μακροπρόθεσμες και προσαρμοσμένες στον κίνδυνο, καθώς και επιδόσεις που υπερβαίνουν τις απαιτούμενες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του εργαζόμενου ως μέρος των όρων της σύμβασης,
η) η πολιτική αποδοχών είναι ουδέτερη ως προς το φύλο.
3. Για τους σκοπούς της παρ. 2, στις κατηγορίες εργαζομένων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου του ιδρύματος περιλαμβάνονται τουλάχιστον:
α) όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη,
β) τα μέλη του προσωπικού με διευθυντικές ευθύνες στις λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου ή στις σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες του ιδρύματος,
γ) τα μέλη του προσωπικού που δικαιούνται σημαντικό ύψος αποδοχών, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) οι αποδοχές του εν λόγω μέλους του προσωπικού είναι ίσες ή υψηλότερες από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ και ίσες ή υψηλότερες από τον μέσο όρο των αποδοχών που παρέχονται στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος τα οποία αναφέρονται στην περ. α),
ββ) το μέλος του προσωπικού εργάζεται σε σημαντική επιχειρηματική μονάδα και η δραστηριότητα αυτή έχει ουσιώδεις επιπτώσεις στο προφίλ κινδύνου της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας.
4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 86 εκτός της περ. στ) και 87 κατωτέρω, καθορίζονται κριτήρια και θεσπίζονται κανόνες σχετικά με την πολιτική αποδοχών των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων. Η απόφαση αυτή λαμβάνει υπ’ όψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εν θέματι επιχειρήσεων, το μέγεθός τους, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.
5. Για τους σκοπούς της παρ. 4 οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές ή μεσαίες σύμφωνα με τη Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.».
Άρθρο 24
Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών Τροποποίηση του άρθρου 86 του ν. 4261/2014 (παρ. 27 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το εισαγωγικό εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 86 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται, το στοιχείο i) της υποπερ. αα) της περ. ια) της παρ. 1 αντικαθίσταται, η υποπερ. αα) της περ. ιβ) της παρ. 1 αντικαθίσταται, προστίθενται παρ. 2, 3 και 4 και το άρθρο 86 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 86 Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών (άρθρο 94 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Στην περίπτωση μεταβλητών στοιχείων αποδοχών, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα και βάσει των ιδίων προϋποθέσεων με εκείνες της παρ. 2 του άρθρου 84, τηρουμένων των ειδικότερων διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας:
α) στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των αποδοχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό αξιολόγησης των επιδόσεων του ατόμου, της εμπλεκόμενης υπηρεσιακής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων του ιδρύματος, και, κατά την αξιολόγηση των ατομικών επιδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια,
β) η αξιολόγηση των επιδόσεων εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η καταβολή των τμημάτων της αμοιβής που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε χρονική περίοδο εντός της οποίας είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη ο υποκείμενος κύκλος της οικονομικής δραστηριότητας του ιδρύματος και οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι,
γ) το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητα των ιδρυμάτων να ενισχύουν την κεφαλαιακή βάση τους,
δ) οι εγγυημένες μεταβλητές αμοιβές δεν συνάδουν με την υγιή διαχείριση κινδύνων ή την αρχή της αμοιβής βάσει επιδόσεων και δεν περιλαμβάνονται στα μελλοντικά σχέδια αποδοχών και ως εκ τούτου αποτελούν εξαίρεση και παρέχονται μόνο όταν προσλαμβάνεται νέο προσωπικό, υπό τον όρο ότι το ίδρυμα διαθέτει υγιή και ισχυρή κεφαλαιακή βάση, και μόνο για το πρώτο έτος απασχόλησης,
ε) οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα. Το σταθερό στοιχείο αντιπροσωπεύει ένα επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, προκειμένου να επιτρέπει την εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής κατά το σκέλος των μεταβλητών αποδοχών, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να μην καταβληθούν μεταβλητές αποδοχές,
στ) τα ιδρύματα ορίζουν τη δέουσα αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών, εφαρμόζοντας τις ακόλουθες αρχές:
αα) η μεταβλητή συνιστώσα δεν υπερβαίνει το 100% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο,
ββ) η Γενική Συνέλευση του ιδρύματος μπορεί να εγκρίνει υψηλότερη μέγιστη αναλογία μεταξύ σταθερής και μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ύψος της μεταβλητής συνιστώσας δεν υπερβαίνει το διακόσια τοις εκατό (200%) της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε πρόσωπο. Τυχόν έγκριση υψηλότερης αναλογίας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου πραγματοποιείται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:
i) η Γενική Συνέλευση του ιδρύματος αποφασίζει βάσει λεπτομερούς εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος στην οποία αναφέρονται οι λόγοι και η έκταση εφαρμογής της επιδιωκόμενης έγκρισης, περιλαμβανομένων του αριθμού των απασχολούμενων το οποίο αφορά, των καθηκόντων τους και του αναμενόμενου αντίκτυπου ως προς την απαίτηση διατήρησης υγιούς κεφαλαιακής βάσης,
ii) η Γενική Συνέλευση αποφασίζει με πλειοψηφία 66% τουλάχιστον εφόσον παρίσταται ή εκπροσωπείται το 50% τουλάχιστον των μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή, σε αντίθετη περίπτωση, αποφασίζουν με πλειοψηφία 75% των παρόντων ή εκπροσωπούμενων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας,
iii) το ίδρυμα γνωστοποιεί σε όλους τους μετόχους ή τους συνεταίρους, παρέχοντας προηγουμένως εύλογη περίοδο προειδοποίησης, ότι θα επιδιωχθεί έγκριση δυνάμει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου,
iv) το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τη γνωστοποίηση προς τους μετόχους, περιλαμβανομένης της προτεινόμενης υψηλότερης μέγιστης αναλογίας και του σχετικού σκεπτικού, είναι δε σε θέση να αποδείξει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι η προτεινόμενη υψηλότερη αναλογία δεν αντιβαίνει στις υποχρεώσεις του ιδρύματος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, έχοντας ιδίως υπόψη τις υποχρεώσεις περί ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,
v) το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, περιλαμβανομένης τυχόν έγκρισης υψηλότερης αναλογίας βάσει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου, η δε Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιούν τις λαμβανόμενες πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των σχετικών πρακτικών των ιδρυμάτων. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζουν τις εν λόγω πληροφορίες στην ΕΑΤ οι οποίες δημοσιεύονται συνολικά στη βάση κράτους μέλους προέλευσης σε κοινό μορφότυπο διαβίβασης στοιχείων,
vi) τα μέλη του προσωπικού τα οποία αφορούν άμεσα τα αναφερόμενα στο παρόν σημείο υψηλότερα μέγιστα επίπεδα μεταβλητών αποδοχών δεν επιτρέπεται, κατά περίπτωση, να ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, τυχόν δικαιώματα ψήφου που μπορεί να έχουν ως μέτοχοι του ιδρύματος,
ζ) οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και δεν ανταμείβουν την αποτυχία ή τη διάπραξη παραπτωμάτων,
η) τα πακέτα αποδοχών που αφορούν αποζημίωση ή εξαγορά από συμβάσεις σε προηγούμενη απασχόληση πρέπει να ευθυγραμμίζονται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων περί διακράτησης, αναβολής, αναστολής, επιδόσεων και ανάκτησης,
θ) η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές ή των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές περιλαμβάνει προσαρμογή προς κάθε είδους υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων και λαμβάνει υπόψη το κόστος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείται,
ι) η κατανομή των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές εντός του ιδρύματος λαμβάνει επίσης υπόψη το πλήρες φάσμα των υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων,
ια) αα) σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) των μεταβλητών αποδοχών, αποτελείται από αναλογία των παρακάτω:
i) είτε μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική μορφή του ιδρύματος, ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας είτε μέσα που συνδέονται με μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική μορφή του ιδρύματος, ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα,
ii) κατά περίπτωση, άλλα μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 52 ή 63 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, ή άλλα μέσα πλήρως μετατρέψιμα σε μέσα του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 ή που έχουν επανεκτιμηθεί, τα οποία σε κάθε περίπτωση αντανακλούν δεόντως την πιστοληπτική ικανότητα του ιδρύματος σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών.
ββ) Τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα περ. αα) υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης, η οποία έχει καταρτιστεί με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θέτει περιορισμούς στο είδος και στον σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύει ορισμένα μέσα σε περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο. Η παρούσα περ. αα) εφαρμόζεται τόσο στην αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών σύμφωνα με την περ, ιβ) όσο και στη μη αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών,
ιβ) αα) η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση ποσοστού ύψους τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, αναβάλλεται για χρονική περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη από τέσσερα (4) έως πέντε (5) έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση των δραστηριοτήτων και τους κινδύνους του ιδρύματος, καθώς και με τα καθήκοντα του μέλους του προσωπικού το οποίο αφορά. Για τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ιδρυμάτων που είναι σημαντικά ως προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, η περίοδος αναβολής δεν είναι μικρότερη από πέντε (5) έτη,
ββ) οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής δεν καθίστανται καταβλητέες ταχύτερα απ’ ότι προβλέπεται σε αναλογική βάση (pro-rata). Σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά ποσοστό ύψους εξήντα τοις εκατό (60%). Η χρονική διάρκεια της περιόδου αναβολής καθορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες των μελών του προσωπικού τα οποία αφορά,
ιγ) αα) οι μεταβλητές αποδοχές, περιλαμβανομένου του αναβαλλόμενου μέρους, καταβάλλονται ή κατοχυρώνονται μόνον εφόσον είναι αποδεκτές βάσει της συνολικής χρηματοοικονομικής κατάστασης του ιδρύματος και δικαιολογούνται βάσει των επιδόσεων του ιδρύματος, της εμπλεκόμενης επιχειρησιακής μονάδας και του μέλους του προσωπικού το οποίο αφορούν.
ββ) Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών, κατά κανόνα, μειώνεται σημαντικά όταν το ίδρυμα παρουσιάζει φθίνουσες ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις. Στην περίπτωση αυτή, λαμβάνονται υπόψη τόσο οι τρέχουσες αποδοχές όσο και οι μειώσεις στις αποδοχές που είχαν κατοχυρωθεί στο παρελθόν, μεταξύ άλλων, μέσω ρυθμίσεων malus, επιστροφής αποδοχών (clawback) ή μέσω άλλων ρυθμίσεων.
γγ) Ποσοστό έως και εκατό τοις εκατό (100%) του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών υπόκειται σε ρυθμίσεις malus ή ρυθμίσεις περί επιστροφής αποδοχών. Τα ιδρύματα θεσπίζουν συγκεκριμένα κριτήρια για την εφαρμογή των ρυθμίσεων malus ή επιστροφής αποδοχών. Τα εν λόγω κριτήρια καλύπτουν ειδικότερα καταστάσεις όπου το μέλος του προσωπικού, το οποίο αφορούν:
i) συμμετείχε ή ήταν υπεύθυνο για συμπεριφορά η οποία προξένησε σημαντικές ζημίες στο ίδρυμα,
ii) δεν πληρούσε τα προσήκοντα πρότυπα καταλληλότητας,
ιδ) η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Εάν ο απασχολούμενος αποχωρήσει από το ίδρυμα πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διακρατούνται από το ίδρυμα για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περ. ια). Στην περίπτωση απασχολούμενου, ο οποίος συνταξιοδοτείται, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περ. ια), με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης,
ιε) τα μέλη του προσωπικού δεν χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη (ασφάλιση αστικής ευθύνης) με τις οποίες καταστρατηγούνται οι ενσωματωμένοι στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμοί ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο,
ιστ) οι μεταβλητές αποδοχές δεν καταβάλλονται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που εμποδίζουν τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις διατάξεις του παρόντος ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
2. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 1, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις περ. ια) και ιβ) και στο δεύτερο εδάφιο της περ. ιδ) αυτής δεν ισχύουν για:
α) ίδρυμα που δεν είναι μεγάλο ίδρυμα, όπως ορίζεται στο σημείο 146) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του οποίου είναι κατά μέσον όρο και σε ατομική βάση, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον ως άνω Κανονισμό, ίση ή μικρότερη από πέντε δισεκατομμύρια (5.000.000.000) ευρώ, κατά τη διάρκεια της τετραετίας που προηγείται άμεσα του τρέχοντος οικονομικού έτους,
β) μέλος του προσωπικού του οποίου οι ετήσιες μεταβλητές αποδοχές δεν υπερβαίνουν τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ και δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο (1/3) των συνολικών ετήσιων αποδοχών του μέλους του προσωπικού.
3. Κατά παρέκκλιση από την περ. α) της παρ. 2, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να μειώσει ή να αυξήσει το ανώτατο όριο που αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι:
α) το εν λόγω ίδρυμα δεν είναι μεγάλο ίδρυμα, όπως ορίζεται στο σημείο 146) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και, σε περίπτωση που το ανώτατο όριο αυξάνεται:
αα) το ίδρυμα πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στα στοιχεία γ), δ) και ε) του σημείου 145) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, και
ββ) το ανώτατο όριο δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε δισεκατομμύρια (15.000.000.000) ευρώ,
β) ενδείκνυται να τροποποιηθεί το ανώτατο όριο, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του ιδρύματος, της εσωτερικής οργάνωσής του ή, κατά περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει.
4. Κατά παρέκκλιση της περ. β) της παρ. 2, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να αποφασίζει ότι τα μέλη του προσωπικού στα οποία αποδίδονται ετήσιες μεταβλητές αποδοχές, χαμηλότερες του αναφερόμενου στην παραπάνω περίπτωση ανώτατου ορίου και ποσοστού, δεν υπόκεινται στην εξαίρεση που ορίζεται στην εν λόγω περίπτωση λόγω των ιδιαιτεροτήτων της εθνικής αγοράς, αναφορικά με τις πρακτικές αποδοχών ή λόγω της φύσης των αρμοδιοτήτων και της περιγραφής καθηκόντων των εν λόγω μελών του προσωπικού.».
Άρθρο 25
Εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης Τροποποίηση του άρθρου 89 του v. 4261/2014 (παρ. 28 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Στην παρ. 4 του άρθρου 89 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται τελευταίο εδάφιο, παρ. 4Α και 6 και το άρθρο 89 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 89 Εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης (άρθρο 97 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που παρατίθενται στο άρθρο 90, εξετάζει τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη συμμόρφωσή τους προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
Προς το σκοπό αυτόν αξιολογεί: α) κινδύνους τους οποίους τα ιδρύματα έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν, β) κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξ αιτίας του ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου δυνάμει του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 ή των συστάσεων του ΕΣΣΚ όπου απαιτείται, και
γ) κινδύνους που εντοπίζονται κατά τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος.
2. Το πεδίο εφαρμογής της εξέτασης και αξιολόγησης της προηγούμενης παραγράφου θα καλύπτει όλες τις απαιτήσεις του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
3. Βάσει της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που προβλέπεται στην παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει κατά πόσο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους και η ρευστότητά τους εξασφαλίζουν τη συνετή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει με απόφασή της τη συχνότητα και το εύρος της εξέτασης και αξιολόγησης της παρ. 1 συνεκτιμώντας το μέγεθος, τη συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Η εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιείται τουλάχιστον σε ετήσια βάση για τα ιδρύματα που καλύπτονται από το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης της παρ. 2 του άρθρου 91. Κατά τη διενέργεια της εξέτασης και της αξιολόγησης της παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με τα κριτήρια που δημοσιοποιούνται δυνάμει της περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 134.
4Α. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να προσαρμόσει τις μεθοδολογίες για την εφαρμογή της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παρ. 1, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ιδρύματα με παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου, όπως παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων. Οι εν λόγω προσαρμοσμένες μεθοδολογίες μπορούν να περιλαμβάνουν δείκτες αναφοράς κινδύνων καθώς και ποσοτικούς δείκτες, επιτρέπουν τη δέουσα συνεκτίμηση των ειδικών κινδύνων στους οποίους μπορεί να εκτίθεται κάθε ίδρυμα και δεν θίγουν τον ειδικό για κάθε ίδρυμα χαρακτήρα των μέτρων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 96. Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιεί προσαρμοσμένες μεθοδολογίες σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ).
5. Σε περίπτωση που ίδρυμα ενέχει συστημικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει αμελλητί την ΕΑΤ σχετικά με τα αποτελέσματα της εποπτικής διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης.
6. Όταν μια εξέταση, ιδίως η αξιολόγηση των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης, του επιχειρηματικού μοντέλου ή των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος, παρέχει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς βάσιμες υποψίες ότι, σε σχέση με το εν λόγω ίδρυμα, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει αμέσως την ΕΑΤ και την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του άρθρου 47 του v. 4557/2018 (Α’ 139). Σε περίπτωση δυνητικού αυξημένου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες συνεργάζονται και κοινοποιούν αμέσως την κοινή τους εκτίμηση στην ΕΑΤ. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει μέτρα καταλλήλως σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.».
Άρθρο 26
Τεχνικά κριτήρια για την εποπτική εξέταση και αξιολόγηση Τροποποίηση του άρθρου 90 του v. 4261/2014 (παρ. 29 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η παρ. 5 του άρθρου 90 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται και το άρθρο 90 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 90 Τεχνικά κριτήρια για την εποπτική εξέταση και αξιολόγηση (άρθρο 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης που πραγματοποιείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δυνάμει του άρθρου 89, επιπλέον του πιστωτικού, του λειτουργικού και του κινδύνου αγοράς καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 177 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 που πραγματοποιούνται από τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων,
β) τον βαθμό έκθεσης των ιδρυμάτων, καθώς και τη διαχείριση του κινδύνου συγκέντρωσης, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις των άρθρων 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και του άρθρου 73 του παρόντος,
γ) την αρτιότητα, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών των ιδρυμάτων για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,
δ) τον βαθμό επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας της συναλλαγής και του βαθμού κατά τον οποίο έχει επιτευχθεί η μεταφορά του κινδύνου,
ε) την έκθεση σε κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και τη μέτρηση και διαχείριση αυτού, περιλαμβανομένων των αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης τεχνικών μείωσης του κινδύνου (ειδικά το επίπεδο, τη σύνθεση και την ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης,
στ) τις επιπτώσεις της διαφοροποίησης και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές ενσωματώνονται στο σύστημα μέτρησης κινδύνων,
ζ) τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο αγοράς βάσει των άρθρων 362 έως 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
η) τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων των ιδρυμάτων,
θ) το επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος, ι) την αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 89. 2. Για τους σκοπούς της περ. ε) της παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διεξάγει σε τακτά διαστήματα συνολική εκτίμηση της γενικής διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τα ιδρύματα και προάγει την ανάπτυξη αξιόπιστων εσωτερικών μεθοδολογιών. Κατά τη διενέργεια αυτών των αξιολογήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεκτιμά τον ρόλο που διαδραματίζουν τα ιδρύματα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει επίσης υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών μελών.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει τον βαθμό κατά τον οποίο ένα ίδρυμα έχει παράσχει έμμεση υποστήριξη σε μια τιτλοποίηση. Αν διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα έχει παράσχει πάνω από μία φορά έμμεση υποστήριξη σε τιτλοποίηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίζει την αυξημένη προσδοκία ότι το ίδρυμα θα παράσχει και μελλοντικά υποστήριξη στις τιτλοποιήσεις του και ως εκ τούτου δεν θα μπορέσει να επιτύχει ουσιαστική μεταφορά κινδύνου.
4. Για τους σκοπούς της εποπτικής αξιολόγησης που πρέπει να γίνει βάσει της παρ. 3 του άρθρου 89, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει εάν οι αναπροσαρμογές της αξίας που έχουν πραγματοποιηθεί για θέσεις ή χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, επιτρέπουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.
5. α) Η εποπτική εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και ο οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους.
β) Οι εποπτικές εξουσίες ασκούνται τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
αα) εφόσον η μείωση της οικονομικής αξίας του Μετοχικού Κεφαλαίου ιδρύματος, όπως αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 76, είναι μεγαλύτερη του δέκα πέντε τοις εκατό (15%) του κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των έξι (6) εποπτικών σεναρίων ακραίων μεταβολών που εφαρμόζονται στα επιτόκια, τα οποία διαμορφώνονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) σύμφωνα με την παρ. 5α του άρθρου 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
ββ) εφόσον ένα ίδρυμα αντιμετωπίζει μεγάλη μείωση στα καθαρά του έσοδα από τόκους,όπως αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 76, ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των δύο (2) εποπτικών σεναρίων ακραίων μεταβολών που εφαρμόζονται στα επιτόκια, τα οποία διαμορφώνονται από την ΕΑΤ, σύμφωνα με την παρ. 5α του άρθρου 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (L 176).
γ) Κατά παρέκκλιση της περ. β), η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν υποχρεούται να ασκεί εποπτικές εξουσίες όταν κρίνει, βάσει της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ότι η διαχείριση στην οποία προβαίνει το ίδρυμα έναντι του κινδύνου επιτοκίου που απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές του είναι επαρκής και ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές του.
δ) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με τον όρο «εποπτικές εξουσίες» νοούνται οι εξουσίες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 96 ή η εξουσία καθορισμού παραδοχών για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, πλην εκείνων που προσδιορίζονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρ. 5α του άρθρου 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, που πρέπει να αποτυπώνονται από τα ιδρύματα στον υπολογισμό τους όσον αφορά την οικονομική αξία του Μετοχικού Κεφαλαίου σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 76.
6. Η εποπτική αξιολόγηση που διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει την έκθεση των ιδρυμάτων στον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης, όπως αυτός προσεγγίζεται από δείκτες υπερβολικής μόχλευσης, περιλαμβανομένου του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με το άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013. Για τον προσδιορισμό του αποδεκτού επιπέδου του δείκτη μόχλευσης των ιδρυμάτων και των στρατηγικών, διαδικασιών και μηχανισμών που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών.
7. Η εποπτική αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης των ιδρυμάτων, την εταιρική τους φιλοσοφία και αξίες, καθώς και την ικανότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Κατά την εποπτική αξιολόγηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τουλάχιστον πρόσβαση στα θέματα προς συζήτηση και στα συνοδευτικά έγγραφα των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και των επιτροπών αυτού, καθώς και στα αποτελέσματα της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης της επίδοσης του Διοικητικού Συμβουλίου.».
Άρθρο 27
Εποπτικές εξουσίες Τροποποίηση του άρθρου 96 του v. 4261/2014 (παρ. 32 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 96 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίστανται, η παρ. 3 καταργείται και το άρθρο 96 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 96 Εποπτικές εξουσίες (άρθρο 104 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Για τους σκοπούς του άρθρου 89, των παρ. 4 και 5 του άρθρου 90, της παρ. 4 του άρθρου 93 και του άρθρου 94 του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 (L176/1), η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) την τήρηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων καθ’ υπέρβαση των ελαχίστων, όπως ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 96Α του παρόντος,
β) τη βελτίωση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που εφαρμόζονται με βάση τα άρθρα 65 και 66,
γ) την υποβολή σχεδίου για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις εποπτικές απαιτήσεις εκ του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και τον ορισμό προθεσμίας για την εφαρμογή του, συμπεριλαμβανομένων και βελτιώσεων του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία,
δ) την εφαρμογή ειδικής, από απόψεως κεφαλαιακής επάρκειας, πολιτικής προβλέψεων ή μεταχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού,
ε) τον περιορισμό ή την τήρηση ορίων ως προς το είδος και την έκταση των δραστηριοτήτων τους, ή το δίκτυό τους ή την εκποίηση στοιχείων του ενεργητικού τους ή την παύση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την ευρωστία ενός ιδρύματος,
στ) τη μείωση του κινδύνου που ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε τρίτους,
ζ) τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστού του συνόλου των καθαρών εσόδων σε περιπτώσεις όπου το ύψος των ως άνω αποδοχών δεν συμβάλλει στη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης,
η) την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων μέσω αποθεματοποίησης κερδών,
θ) τον περιορισμό ή την απαγόρευση της διανομής κερδών από ένα ίδρυμα στους μετόχους ή καταβολής τόκων στους κατόχους πρόσθετων μέσων της Κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,
ι) την υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα ίδια κεφάλαια, τη ρευστότητα και τη μόχλευση,
ια) την πρόβλεψη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας, περιλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ ενεργητικού και παθητικού,
ιβ) την υποβολή πρόσθετων πληροφοριών, ιγ) τη λήψη προηγούμενης έγκρισης από την Τράπεζα
της Ελλάδος για τη διενέργεια συναλλαγών που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Η δυνατότητα αυτή ασκείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες,
ιδ) την αύξηση κεφαλαίου πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 136.
2. α) Για τους σκοπούς της περ. ι) της παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτήσει πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές από τα ιδρύματα μόνο όταν η σχετική απαίτηση είναι κατάλληλη και αναλογική ως προς τον σκοπό για τον οποίο απαιτούνται οι πληροφορίες και οι ζητούμενες πληροφορίες δεν είναι επικαλυπτόμενες.
β) Για τους σκοπούς των άρθρων 89 έως 94, κάθε πρόσθετη πληροφορία που μπορεί να απαιτείται από τα ιδρύματα θεωρείται ως επικαλυπτόμενη εφόσον οι ίδιες ή οι κατ’ ουσία ίδιες πληροφορίες έχουν ήδη υποβληθεί με άλλο τρόπο στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή μπορούν να παραχθούν από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν απαιτεί την υποβολή πρόσθετων πληροφοριών από ίδρυμα, εφόσον τις έχει ήδη λάβει υπό διαφορετική μορφή ή επίπεδο ανάλυσης που δεν εμποδίζει την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να παράγει πληροφορίες ίδιας ποιότητας και αξιοπιστίας με εκείνες που θα παράγονταν βάσει των πρόσθετων πληροφοριών που θα αναφέρονταν διαφορετικά.
3. Καταργείται.
Άρθρο 28
Πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων/ Κατεύθυνση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια/Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης Προσθήκη άρθρων μετά το άρθρο 96 του ν. 4261/2014 (παρ. 33 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Μετά το άρθρο 96 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθενται άρθρα 96Α, 96Β και 96Γ ως εξής:
«Άρθρο 96Α Πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 104α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 εάν, βάσει της εξέτασης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 89 και 93, διαπιστώνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις για ένα μεμονωμένο ίδρυμα:
α) το ίδρυμα είναι εκτεθειμένο σε κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς, όπως ορίζει η παρ. 2, από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στα άρθρα 92 έως 403 και 429 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 (L 347/35),
β) το ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 65 και 66 του παρόντος ή στο άρθρο 393 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και πιθανώς άλλα εποπτικά μέτρα δεν θα επαρκούσαν, ώστε να μπορούν να καλυφθούν οι απαιτήσεις αυτές εντός κατάλληλου χρονοδιαγράμματος,
γ) οι προσαρμογές που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 90 θεωρούνται ανεπαρκείς, ώστε να επιτρέψουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς,
δ) η αξιολόγηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 93 αποκαλύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της επιτρεπόμενης προσέγγισης ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπαρκείς απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,
ε) το ίδρυμα αδυνατεί επανειλημμένως να σχηματίσει ή να διατηρήσει επαρκές επίπεδο πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της κατεύθυνσης που του ανακοινώνεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 96Β,
στ) άλλες ειδικές ανά ίδρυμα καταστάσεις, οι οποίες θεωρεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι προκαλούν σημαντικούς εποπτικούς προβληματισμούς.
Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 μόνο για την κάλυψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν μεμονωμένα ιδρύματα λόγω των δραστηριοτήτων τους, περιλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς στο προφίλ κινδύνου του μεμονωμένου ιδρύματος.
2. α) Για τους σκοπούς της περ. α) της παρ. 1, οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνου θεωρούνται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στα άρθρα 92 έως 403 και 429 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 μόνο όταν τα ποσά, τα είδη και η κατανομή των κεφαλαίων που κρίνονται επαρκή από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λαμβανομένης υπόψη της εποπτικής εξέτασης της αξιολόγησης που διενεργείται από τα ιδρύματα σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 65, είναι υψηλότερα από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στα άρθρα 92 έως 403 και 429 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.
β) Για τους σκοπούς της περ. α), η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου κάθε μεμονωμένου ιδρύματος, τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ίδρυμα, μεταξύ άλλων:
αα) τους ειδικούς ανά ίδρυμα κινδύνους ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που εξαιρούνται ρητά ή δεν καλύπτονται ρητά από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στα άρθρα 92 έως 403 και 429 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,
ββ) τους ειδικούς ανά ίδρυμα κινδύνους ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που ενδέχεται να υποεκτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 92 έως 403 και 429 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.
γ) Στον βαθμό που οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων υπόκεινται σε μεταβατικές ρυθμίσεις ή διατάξεις αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, δεν θεωρούνται κίνδυνοι ή στοιχεία τέτοιων κινδύνων που ενδέχεται να υποεκτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 92 έως 403 και 429 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.
δ) Για τους σκοπούς της περ. α), τα κεφάλαια που θεωρούνται επαρκή, καλύπτουν όλους τους κινδύνους ή τα στοιχεία κινδύνων που προσδιορίζονται ως σημαντικοί σύμφωνα με την αξιολόγηση που ορίζεται στην περ. β), οι οποίοι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στα άρθρα 92 έως 403 και 429 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.
ε) Κίνδυνος επιτοκίου που προκύπτει από θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός τουλάχιστον στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 90, εκτός εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά την εκτέλεση της εξέτασης και της αξιολόγησης, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση από το ίδρυμα του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
3. α) Όταν απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτονται επαρκώς από το στοιχείο δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει της περ. α) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.
β) Όταν απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το στοιχείο δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει της περ. α) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 386 και 429 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
4. α) Το ίδρυμα συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς βάσει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 με ίδια κεφάλαια που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων καλύπτονται με κεφάλαια της Κατηγορίας 1,
ββ) τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 που αναφέρεται στην υποπερ. αα) αποτελούνται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1.
β) Κατά παρέκκλιση της περ. α), η Τράπεζα της Ελλάδος ή Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτήσει από το ίδρυμα να πληροί την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων με υψηλότερο ποσοστό κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 ή κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, όπου χρειάζεται και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών του ιδρύματος.
γ) Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και επιβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:
αα) των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ββ) της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, γγ) της κατεύθυνσης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 96Β, όταν η κατεύθυνση αυτή αφορά κινδύνους εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.
δ) Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και επιβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το στοιχείο δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:
αα) της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στο στοιχείο δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ββ) της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που προβλέπεται στην παρ. 1α του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
γγ) της κατεύθυνσης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 96Β, όταν η κατεύθυνση αυτή αφορά κινδύνους υπερβολικής μόχλευσης.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αιτιολογεί, δεόντως, γραπτώς προς κάθε ίδρυμα την απόφαση της επιβολής πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96, τουλάχιστον παρέχοντας σαφή εικόνα για την πλήρη εκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παρ. 1 έως 4. Η εν λόγω αιτιολόγηση περιλαμβάνει, στην περίπτωση που προβλέπεται στην περ. ε) της παρ. 1, ειδική έκθεση των λόγων για τους οποίους η επιβολή κατεύθυνσης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια δεν θεωρείται πλέον επαρκής.
Άρθρο 96Β Κατεύθυνση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια (άρθρο 104β της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Σύμφωνα με τις στρατηγικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 65, τα ιδρύματα καθορίζουν το εσωτερικό τους κεφάλαιο σε κατάλληλο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που επαρκεί, ώστε να καλύπτονται όλοι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται ένα ίδρυμα και να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος μπορούν να απορροφήσουν δυνητικές ζημιές που απορρέουν από σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, περιλαμβανομένων όσων προσδιορίζονται σύμφωνα με τις εποπτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 92.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επανεξετάζει τακτικά το επίπεδο του εσωτερικού κεφαλαίου που καθορίζεται από κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με την παρ. 1 στο πλαίσιο των εξετάσεων και των αξιολογήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 89 και 93, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 92. Σύμφωνα με την εν λόγω επανεξέταση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει για κάθε ίδρυμα το συνολικό επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που κρίνει κατάλληλο.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει στα ιδρύματα την κατεύθυνσή της ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια. Τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια τα οποία αφορά η κατεύθυνση είναι τα ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν το σχετικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται σύμφωνα με τα άρθρα 92 έως 403 και 429 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, το κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, την περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και το σημείο 6) της παρ. 1 του άρθρου 121 του παρόντος ή σύμφωνα με την παρ. 1α του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, κατά περίπτωση, τα οποία είναι αναγκαία για την επίτευξη του συνολικού επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων που θεωρείται κατάλληλο από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει κατεύθυνση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την παρ. 3 ειδικά για κάθε ίδρυμα. Η κατεύθυνση μπορεί να καλύπτει κινδύνους οι οποίοι αντιμετωπίζονται από την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 μόνο στον βαθμό που καλύπτει πτυχές των κινδύνων αυτών οι οποίες δεν καλύπτονται ήδη βάσει της εν λόγω απαίτησης.
5. α) Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της κατεύθυνσης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σύμφωνα με την παρ. 3 για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:
αα) των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ββ) της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 96Α και επιβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας.
β) Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της κατεύθυνσης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται βάσει της παρ. 3 για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό την κάλυψη της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο στοιχείο δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, της απαίτησης του άρθρου 96Α του παρόντος νόμου που επιβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στην παρ. 1α του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
6. Η μη κάλυψη της κατεύθυνσης που αναφέρεται στην παρ. 3, όταν ένα ίδρυμα πληροί τις σχετικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των άρθρων 92 έως 403 και 429 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και του κεφαλαίου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, τη σχετική πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου και, κατά περίπτωση, τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στην παρ. 1α του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 δεν συνεπάγεται την εφαρμογή των περιορισμών του άρθρου 131 ή 131Β του παρόντος.
Άρθρο 96Γ Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης (άρθρο 104γ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητά της ως αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην οικεία αρχή εξυγίανσης την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σε ιδρύματα βάσει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και κάθε κατεύθυνση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σε ιδρύματα σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 96Β.».
Άρθρο 29
Ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί των ιδρυμάτων Τροποποίηση του άρθρου 102 του v. 4261/2014 (παρ. 36 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 102 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίστανται, προστίθενται παρ. 4 και 5 και το άρθρο 102 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 102 Ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί των ιδρυμάτων (άρθρο 109 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 66 έως 88 σε ατομική βάση, εκτός αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάνει χρήση της εξαίρεσης του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
2. Οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 66 έως 88 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται από τα άρθρα 66 έως 88 είναι συνεπείς και ορθά ενσωματωμένες και ότι οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία που σχετίζονται με τον σκοπό της εποπτείας μπορούν να παρασχεθούν. Ιδίως, θεσπίζουν στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στον παρόντα νόμο, συμπεριλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια (offshore) οικονομικά κέντρα, τις οικείες ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που είναι συνεπείς και κατάλληλα ενσωματωμένοι. Οι εν λόγω θυγατρικές είναι σε θέση να παρέχουν όλα τα δεδομένα και τις πληροφορίες που αφορούν στην εποπτεία. Οι θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στον παρόντα συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αφορούν ειδικά στον τομέα στον οποίο ανήκουν σε ατομική βάση.
3. Οι απορρέουσες από τα άρθρα 66 έως 88 υποχρεώσεις που αφορούν θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στον παρόντα δεν ισχύουν, αν το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ αποδεικνύει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι η εφαρμογή των ανωτέρω άρθρων αντίκειται στη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία η θυγατρική είναι εγκατεστημένη.
4. Οι απαιτήσεις περί αποδοχών που καθορίζονται στα άρθρα 84, 86 και 87 δεν εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση στις ακόλουθες οντότητες:
α) θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην ΕΕ, που υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις περί αποδοχών σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία,
β) θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, εφόσον θα υπόκειντο σε ειδικές απαιτήσεις περί αποδοχών σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, εάν ήταν εγκατεστημένες στην ΕΕ.
5. Κατά παρέκκλιση της παρ. 4 και για την αποφυγή της καταστρατήγησης των κανόνων που ορίζονται στα άρθρα 84, 86 και 87, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 84, 86 και 87 εφαρμόζονται στα μέλη του προσωπικού των θυγατρικών που δεν υπόκεινται στον παρόντα νόμο και στην Οδηγία 2013/36/ΕΕ σε ατομική βάση, εφόσον:
α) η θυγατρική είναι είτε εταιρεία διαχείρισης είτε οντότητα που παρέχει τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που απαριθμούνται στα στοιχεία 2), 3), 4) 6) και 7) του τμήματος Α’ του Παραρτήματος I του νόμου 4514/2018 (Α’ 14) και
β) τα εν λόγω μέλη του προσωπικού έχουν λάβει εντολή να εκτελούν επαγγελματικές δραστηριότητες που έχουν άμεσο ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου ή τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων εντός του ομίλου.».
Άρθρο 30
Δικαιοδοσία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας Αντικατάσταση του άρθρου 104 του v. 4261/2014 (παρ. 37 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το άρθρο 104 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 104 Δικαιοδοσία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας (άρθρο 111 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. α) Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος που εποπτεύει το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ σε ατομική βάση.
β) Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ελλάδα ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και καμία από τις θυγατρικές της δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που εποπτεύει την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ελλάδα ή την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ σε ατομική βάση.
γ) Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ελλάδα ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και τουλάχιστον μία εκ των θυγατρικών της είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα. Εφόσον το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Εφόσον πρόκειται για περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. Εάν το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού το διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
2. Όταν η μητρική επιχείρηση ενός ιδρύματος το οποίο εποπτεύεται σε ατομική βάση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αντίστοιχα.
3. Όταν δύο ή περισσότερα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται, κατά περίπτωση, από:
α) την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει μόνο ένα πιστωτικό ίδρυμα. Αν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
β) την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα. Εάν το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού το διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα που εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
γ) την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα. Αν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων εποπτεύεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
4. Όταν απαιτείται ενοποίηση σύμφωνα με τις παρ. 3 ή 6 του άρθρου 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού ή, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα, από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού ή η επιχείρηση επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αντίστοιχα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
5. α) Κατά παρέκκλιση της περ. γ) της παρ. 1, της περ. β) της παρ. 3 και της παρ. 4, όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εντός του ομίλου, όταν το άθροισμα των συνόλων ισολογισμού των εν λόγω εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ατομική βάση από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Εάν το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού αντιστοιχεί σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου που εποπτεύονται σε ατομική βάση από την Τράπεζα της Ελλάδος, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
β) Κατά παρέκκλιση της περ. γ) της παρ. 3, όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων εντός ομίλου, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων εντός του ομίλου με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού συγκεντρωτικά. Εάν το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού αντιστοιχεί σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων εντός ομίλου που εποπτεύονται σε ατομική βάση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
6. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κοινή συναινέσει με τις υπόλοιπες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, να μην εφαρμόσει τα κριτήρια που αναφέρονται στις παρ. 1, 3 και 4 και να αναθέσει σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, αν η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα ιδρύματα και τη σχετική σημασία των δραστηριοτήτων τους στα οικεία κράτη μέλη ή την ανάγκη να διασφαλιστεί η συνέχεια της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση από την ίδια αρμόδια αρχή. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβει τέτοια απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ, στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ, στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί αμελλητί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στην παρ. 6.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεσπίζει τις απαιτούμενες ρυθμίσεις για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ελέγχει τη συμμόρφωση των υποκείμενων σε αυτήν επιχειρήσεων προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα.».
Άρθρο 31
Κοινές αποφάσεις για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα Αντικατάσταση του άρθρου 106 του ν. 4261/2014 (παρ. 38 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το άρθρο 106 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 106 Κοινές αποφάσεις για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα (άρθρο 113 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα εξής:
α) την εφαρμογή των άρθρων 65 και 89 για να καθοριστεί η επάρκεια του ύψους ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων σχετικά με την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 σε κάθε επιχείρηση του ομίλου και σε ενοποιημένη βάση,
β) μέτρα για την αντιμετώπιση σημαντικών ζητημάτων και ουσιωδών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν στην επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 78 και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών ανά ίδρυμα απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 98,
γ) οποιαδήποτε κατεύθυνση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 96Β.
2.α) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 λαμβάνονται:
αα) για τους σκοπούς της περ. α) της παρ. 1, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 96Α,
ββ) για τους σκοπούς της περ. β) της παρ. 1, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 98,
γγ) για τους σκοπούς της περ. γ) της παρ. 1, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 96B.
β) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 λαμβάνουν, επίσης, δεόντως υπόψη την αξιολόγηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 65, 89, 96A και 96B.
γ) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στις περ. α) και β) της παρ. 1 ενσωματώνονται σε έγγραφα, αιτιολογούνται και χορηγούνται στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ, αν αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε άλλη εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί, επίσης, να συμβουλευτεί την ΕΑΤ με δική της πρωτοβουλία.
3.α) Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των περιόδων που αναφέρονται στην παρ. 2, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και των άρθρων 96B και 98 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές. Αν, στο τέλος των προθεσμιών που αναφέρονται στην παρ. 2, οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 (L 331/12), η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει τυχόν απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παρ. 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή της παραπομπής από αυτήν. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
β) Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και των άρθρων 96B και 98 λαμβάνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία θυγατρικής ή θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από τη δέουσα εξέταση των απόψεων και των επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν, στο τέλος οιασδήποτε από τις προθεσμίες που αναφέρονται στην παρ. 2, οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει τυχόν απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παρ. 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή της παραπομπής από αυτήν. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
γ) Οι αποφάσεις ενσωματώνονται σε ένα έγγραφο, αιτιολογούνται και λαμβάνουν υπόψη την αξιολόγηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 2. Το εν λόγω έγγραφο υποβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.
δ) Αν έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της και αιτιολογεί τυχόν σημαντική απόκλιση από αυτές.
4.α) Οι κοινές αποφάσεις της παρ. 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παρ. 3, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
β) Οι κοινές αποφάσεις της παρ. 1 και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παρ. 3 προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προκειμένου αυτή να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και των άρθρων 96B και 98. Στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής. Αντίστοιχα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις η Τράπεζα της Ελλάδος ή Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία θυγατρικής ή θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ μπορεί να υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προκειμένου αυτή να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και των άρθρων 96B και 98. Στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.».
Άρθρο 32
Συμφωνίες συντονισμού και συνεργασίας Τροποποίηση του άρθρου 108 του v. 4261/2014 (παρ. 39 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Στο τέλος του άρθρου 108 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 108 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 108 Συμφωνίες συντονισμού και συνεργασίας (άρθρο 115 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνάπτει έγγραφες συμφωνίες με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για θέματα συντονισμού και συνεργασίας. Βάσει των συμφωνιών αυτών μπορούν να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και την εν γένει συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων αρμόδιων αρχών.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε θυγατρική ιδρύματος, να εκχωρεί, με διμερή συμφωνία, και σύμφωνα με το άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010, την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν το μητρικό ίδρυμα με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί τις συμφωνίες που υπάγονται στην παρούσα παράγραφο στην ΕΑΤ.
3. Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν ενεργεί ταυτόχρονα υπό την ιδιότητα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους στο οποίο η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είναι εγκατεστημένη και έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι έγγραφες συμφωνίες για θέματα συντονισμού και συνεργασίας που αναφέρονται στην παρ. 1 συνάπτονται, επίσης, με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση.».
Άρθρο 33
Σώματα εποπτών Τροποποίηση του άρθρου 109 του v. 4261/2014 (παρ. 40 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Μετά την παρ. 2 του άρθρου 109 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται παρ. 2Α, στο τέλος της παρ. 5 προστίθεται τελευταίο εδάφιο και το άρθρο 109 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 109 Σώματα εποπτών (άρθρο 116 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που αναφέρονται στα άρθρα 105 και 106 και στην παρ. 1 του άρθρου 107 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων απορρήτου της παρ. 3 και του ενωσιακού δικαίου, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών.
2. Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, της ΕΑΤ και των άλλων ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:
α) ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010,
β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, σε περιπτώσεις που αυτή ενδείκνυται,
γ) καθορισμό προγραμμάτων εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 91 που βασίζονται σε εκτίμηση των κινδύνων του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 89,
δ) βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με αποφυγή των περιττών επικαλύψεων των εποπτικών απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των αιτημάτων πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 107 και στην παρ. 7 του άρθρου 110,
ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου ιδρυμάτων, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο ενωσιακό δίκαιο εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών,
στ) εφαρμογή της περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 105, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.
2Α. Για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 105, στην παρ. 1 του άρθρου 107 και στην παρ. 1 του άρθρου 108, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συγκροτεί επίσης σώματα εποπτών στις περιπτώσεις όπου όλες οι διασυνοριακές θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εποπτικές αρχές των τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 54 του παρόντος και, όπου συντρέχει περίπτωση, των άρθρων 74 και 79 του v. 4514/2018 (Α’ 14).
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με την ΕΑΤ και τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώμα εποπτών. Οι απαιτήσεις απορρήτου βάσει του άρθρου 54 του παρόντος και των άρθρων 63 και 67 του v. 3606/2007 (Α’ 195) δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της ΕΑΤ και των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο λειτουργίας των σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
4. Η σύσταση και η λειτουργία των σωμάτων εποπτών βασίζεται σε συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 108, οι οποίες καθορίζονται εγγράφως έπειτα από διαβούλευση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.
5. Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής, όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 52, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ κατά περίπτωση, καθώς και εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά το Κεφάλαιο 1 Τμήμα ΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ και, όπου συντρέχει περίπτωση, τα άρθρα 54 και 58 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ (L 145/1). Επίσης, στο σχετικό σώμα εποπτών μπορεί να συμμετέχει και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 22Α του παρόντος ή σύμφωνα με το άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας:
α) προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μία δραστηριότητα του σώματος,
β) ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση,
γ) ενημερώνει εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται ή με τα μέτρα που λαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις.
7. Στην απόφαση που λαμβάνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον αυτή ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συνεκτιμάται η σημασία που η εποπτική δραστηριότητα που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί επέχει για τις λοιπές αρμόδιες αρχές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 7, και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η παρ. 3 του άρθρου 52.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει των άρθρων 54 του παρόντος και των άρθρων 63 και 67 του v. 3606/2007, όπου συντρέχει περίπτωση, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.
9. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 (L 331/12).».
Άρθρο 34
Υποχρεώσεις συνεργασίας Τροποποίηση του άρθρου 110 του v. 4261/2014 (παρ. 41 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Στο άρθρο 110 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται παρ. 10 και το άρθρο 110 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 110 Υποχρεώσεις συνεργασίας (άρθρο 117 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώματα εποπτών και παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις ή σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013. Στο πλαίσιο αυτό διαβιβάζει, κατόπιν αιτήσεως, όλες τις σχετικές πληροφορίες και με ιδία πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες.
2. Ουσιώδεις θεωρούνται οι πληροφορίες οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας ενός ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος μέλος.
3. Οι ουσιώδεις πληροφορίες της παρ. 2 περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:
α) τον προσδιορισμό της νομικής μορφής, του σχήματος εταιρικής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής διάρθρωσης, που καλύπτει όλες τις εποπτευόμενες και μη εποπτευόμενες οντότητες, τις μη ρυθμιζόμενες θυγατρικές και τα σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 14, την παρ. 1 του άρθρου 66 και την παρ. 2 του άρθρου 102 και τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων οντοτήτων του ομίλου,
β) διαδικασίες για τη συλλογή πληροφοριών από τα ιδρύματα ενός ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών,
γ) αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα ενός ομίλου που μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά τα ιδρύματα,
δ) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που επιβλήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 96 και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Προσέγγισης Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει της παρ. 2 του άρθρου 312 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
4. Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχές ενοποιημένης εποπτείας μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ παρέχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμπει στην ΕΑΤ τις περιπτώσεις που:
α) μια αρμόδια αρχή δεν της έχει διαβιβάσει ουσιώδεις πληροφορίες, ή
β) ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών απορρίφθηκε ή δεν απαντήθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ επικοινωνούν όποτε είναι δυνατόν με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν χρειάζονται πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πριν λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές όσον αφορά στα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:
α) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διοικητική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών, και
β) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 αυτής της Οδηγίας και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση των Εξελιγμένων Προσεγγίσεων Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει της παρ. 2 του άρθρου 312 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013. Για τους σκοπούς της παρούσας περίπτωσης, ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.
9. Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αποφασίσει να μην διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές αφού λάβει την απόφασή της.
10. Η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του άρθρου 47 του v. 4557/2018 (Α’ 139), συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους μεταξύ τους αλλά και με τις αρμόδιες αρχές, τις μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών και τις αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στα σημεία 1) και 2) της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 άλλων κρατών μελών και διαβιβάζουν μεταξύ τους πληροφορίες που αντιστοιχούν στα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος, του v. 4557/2018, της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ, της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία σύμφωνα με το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δέχεται τη συνδρομή της ΕΑΤ στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει του παρόντος άρθρου, όταν η τελευταία ενεργεί με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 (L 331/12).».
Άρθρο 35
Ένταξη εταιρειών συμμετοχών σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση Τροποποίηση του άρθρου 112 του v. 4261/2014 (παρ. 42 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η παρ. 1 του άρθρου 112 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται και το άρθρο 112 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 112 Ένταξη εταιρειών συμμετοχών σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση (άρθρο 119 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Τηρουμένου του άρθρου 22Α, στην ενοποιημένη εποπτεία περιλαμβάνονται οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών.
2. Όταν θυγατρική που αποτελεί ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση κατ’ εφαρμογή μιας των περιπτώσεων του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 τότε η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητά από τη μητρική της επιχείρηση πληροφορίες που θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας της εν λόγω θυγατρικής.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν έχει αναλάβει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην Ελλάδα επιτρέπεται να ζητά από τις θυγατρικές ενός ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 115. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες διαβίβασης και ελέγχου των πληροφοριών.».
Άρθρο 36
Εποπτεία μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών Τροποποίηση του άρθρου 113 του v. 4261/2014 (παρ. 43 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η παρ. 2 του άρθρου 113 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται και το άρθρο 113 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 113 Εποπτεία μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών (άρθρο 120 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε διατάξεις ισοδύναμες με τις Οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία βάσει κινδύνου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση μπορεί, ύστερα από διαβούλευση με τις άλλες αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των θυγατρικών επιχειρήσεων, να εφαρμόζει στη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποκλειστικά τη σχετική διάταξη του v. 3455/2006 (Α’ 84).
2. Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις σύμφωνα με τις Οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά στην εποπτεία βάσει κινδύνου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, εφόσον πρόκειται για άλλη αρχή, μπορεί να εφαρμόσει στη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνο τις διατάξεις του νόμου που αφορά στον σημαντικότερο χρηματοοικονομικό τομέα, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 3 του v. 3455/2006.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει των παρ. 1 και 2.»
Άρθρο 37
Συνεργασία Τροποποίηση του άρθρου 118 του v. 4261/2014 (παρ. 44 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Μετά την παρ. 1 του άρθρου 118 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται παρ. 1Α και το άρθρο 118 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 118 Συνεργασία (άρθρο 125 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Όταν ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή εταιρεία συμμετοχών ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή επιχειρήσεις του άρθρου 31 ή άλλου είδους επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται στενά. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους ανταλλάσσουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής τους και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της δραστηριότητας και της οικονομικής κατάστασης του συνόλου των επιχειρήσεων που ευρίσκονται υπό την εποπτεία τους.
1Α. Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 104, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί υπό την ιδιότητά της ως η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενός ομίλου με μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και δεν είναι συντονιστής, όπως αυτός καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 του v. 3455/2006 (Α’ 84), συνεργάζεται με τον συντονιστή με σκοπό την εφαρμογή του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Η αρμοδιότητα του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν ενεργεί ως συντονιστής και δεν αποτελεί αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενός ομίλου με μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η συνεργασία, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως συντονιστής, συνάπτει γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας με τον συντονιστή ή την αντίστοιχη αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
2. Οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ιδιαίτερα η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπεται στον παρόντα νόμο, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 54 του παρόντος για τα πιστωτικά ιδρύματα ή του άρθρου 63 του v. 3606/2007 για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει καταλόγους των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013. Οι κατάλογοι αυτοί κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»
Άρθρο 38
Ορισμοί Τροποποίηση του άρθρου 121 του v. 4261/2014 (παρ. 45 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Μετά την παρ. 1 του άρθρου 121 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται παρ. 1Α και το άρθρο 121 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 121 Ορισμοί (άρθρο 128 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Για τους σκοπούς των άρθρων 121 έως 132 ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:
1) ως «απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 122,
2) ως «ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 123,
3) ως «απόθεμα ασφαλείας των παγκοσμίως συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (εφεξής G-SII)» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 124,
4) ως «απόθεμα ασφαλείας των λοιπών συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (εφεξής O-SII)» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 124,
5) ως «απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει ή ενδέχεται να υποχρεωθεί να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 125,
6) ως «συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας» νοείται το συνολικό κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο απαιτείται για την τήρηση αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, στο οποίο προστίθενται τα εξής, κατά περίπτωση:
α) ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος, β) απόθεμα ασφαλείας GSII, γ) απόθεμα ασφαλείας O-SII, δ) απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
7) ως «ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας» νοείται ο συντελεστής που πρέπει να εφαρμόσουν
τα ιδρύματα για να υπολογίσουν το ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος, όπως ορίζεται βάσει των άρθρων 127 και 128 ή από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, κατά περίπτωση,
8) ως «ίδρυμα με εγχώρια άδεια» νοείται ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και ως προς το οποίο η εντεταλμένη αρχή είναι αρμόδια για τον ορισμό του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,
9) ως «οδηγός αποθέματος ασφαλείας» νοείται το σημείο αναφοράς αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται με βάση τυχόν συστάσεις του ΕΣΣΚ σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 135 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
1Α α) Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούται η συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας που αναφέρεται στο σημείο 6) της παρ. 1 για να εκπληρώνουν οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις των στοιχείων α), β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, τις πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 96Α για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και την κατεύθυνση που ανακοινώνεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 96Β για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.
β) Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούται οποιοδήποτε από τα στοιχεία της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας τους, ώστε να πληρούν άλλα εφαρμοστέα στοιχεία της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας τους.
γ) Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούται η συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας που αναφέρεται στο σημείο 6) της παρ. 1, ώστε να πληρούν τις βάσει κινδύνου συνιστώσες των απαιτήσεων των άρθρων 92α και 92β του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και των άρθρων 45γ και 45δ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ (L 173), όπως θα ενσωματωθούν στην ελληνική έννομη τάξη.
2. Τα άρθρα 121 έως 132 δεν εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν διαθέτουν άδεια για την παροχή των υπηρεσιών οι οποίες απαριθμούνται στις περ. γ) και στ) της παρ. 1 του άρθρου 4 του v. 3606/2007 (Α’ 195).»
Άρθρο 39
Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου Αντικατάσταση του άρθρου 122 του v. 4261/2014 (παρ. 46 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το άρθρο 122 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 122 Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου (άρθρο 129 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Πέραν του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται για την εκπλήρωση οποιασδήποτε
από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των στοιχείων α), β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, τα ιδρύματα τηρούν απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ίσο με το 2,5 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων τους σε κίνδυνο υπολογισμένο σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 24 του εν λόγω Κανονισμού.
2. Κατά παρέκκλιση της παρ. 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παρ. 1, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ελλάδας. Οι αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης του πρώτου εδαφίου είναι πλήρως αιτιολογημένες, εξηγούν για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ελλάδας και περιέχουν τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων, οι οποίες πρόκειται να εξαιρεθούν. Σε περίπτωση εφαρμογής της εξαίρεσης του πρώτου εδαφίου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προβαίνει σε σχετική γνωστοποίηση προς το ΕΣΣΚ.
3. Για τους σκοπούς της παρ. 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές ή μεσαίες σύμφωνα με τη Σύσταση 2003/361/ΕΚ (ΕΕ L 124) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
4. Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παρ. 1, επιβάλλονται σε αυτό οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 131.»
Άρθρο 40
Απαίτηση τήρησης ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος Αντικατάσταση του άρθρου 123 του v. 4261/2014 (παρ. 46 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το άρθρο 123 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 123 Απαίτηση τήρησης ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος (άρθρο 130 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Τα ιδρύματα τηρούν «ειδικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας κάθε ιδρύματος» ίσο με το γινόμενο του συνολικού ποσού των ανοιγμάτων τους σε κίνδυνο το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 επί τον σταθμισμένο μέσο όρο των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, σύμφωνα με το άρθρο 130 του παρόντος νόμου, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 6 έως 24 του ανωτέρω Κανονισμού. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1.
2. Κατά παρέκκλιση της παρ. 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παρ. 1, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ελλάδας. Οι αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης του πρώτου εδαφίου είναι πλήρως αιτιολογημένες, εξηγούν για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ελλάδας και περιέχουν τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες πρόκειται να εξαιρεθούν.
Εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίσει να εφαρμόσει την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου, το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ.
3. Για τους σκοπούς της παρ. 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές και μεσαίες σύμφωνα με τη Σύσταση 2003/361/ΕΚ (ΕΕ L124) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
4. Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παρ. 1, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 131.»
Άρθρο 41
Παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα και λοιπά συστημικά σημαντικά ιδρύματα Τροποποίηση του άρθρου 124 του ν. 4261/2014 (παρ. 47 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η παρ. 1 του άρθρου 124 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται, μετά την παρ. 2 προστίθεται παρ. 2Α, η παρ. 5 αντικαθίσταται, μετά την παρ. 5 προστίθεται παρ. 5Α, το εισαγωγικό εδάφιο της παρ. 7 αντικαθίσταται, οι παρ. 8, 9, 10, 12, 14, 15 αντικαθίστανται, οι παρ. 11, 13, 16 και 17 καταργούνται και το άρθρο 124 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 124 Παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα και λοιπά συστημικά σημαντικά ιδρύματα (άρθρο 131 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει, σε ενοποιημένη βάση, τα παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα (G-SII) και, σε ατομική, υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση, ανάλογα με την περίπτωση, τα λοιπά συστημικά σημαντικά ιδρύματα (O-SII), τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα.
G-SII είναι είτε ένας όμιλος με επικεφαλής ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, είτε ένα ίδρυμα που δεν είναι θυγατρική μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ.
Ο-SII μπορεί να είναι ίδρυμα ή όμιλος με επικεφαλής μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ελλάδα ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ελλάδα.
2. Η μέθοδος προσδιορισμού των G-SII βασίζεται στα ακόλουθα κριτήρια:
α) το μέγεθος του ομίλου,
β) το βαθμό διασύνδεσης του ομίλου με το χρηματοπιστωτικό σύστημα,
γ) τη δυνατότητα υποκατάστασης των υπηρεσιών ή των σχετικών με τις υπηρεσίες υποδομών που παρέχει ο όμιλος,
δ) την πολυπλοκότητα του ομίλου, ε) την έκταση διασυνοριακής δραστηριότητας του ομίλου. Όλα τα ως άνω κριτήρια έχουν την ίδια βαρύτητα και το καθένα από αυτά προσεγγίζεται με ποσοτικούς δείκτες. Από την ανωτέρω μεθοδολογία προκύπτει συνολική βαθμολογία για κάθε αξιολογούμενη οντότητα της παρ. 1, που επιτρέπει να προσδιορισθούν τα G-SII και να καταταγούν σε συγκεκριμένη υποκατηγορία σύμφωνα με την παρ. 9.
2Α. Μια πρόσθετη μεθοδολογία προσδιορισμού των G-SII βασίζεται στα ακόλουθα κριτήρια:
α) τα κριτήρια που αναφέρονται στις περ. α) έως δ) της παρ. 2,
β) τη διασυνοριακή δραστηριότητα του ομίλου, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων του ομίλου σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 806/2014 (L 225/1).
Κάθε κριτήριο λαμβάνει ίσο βάρος και αποτελείται από δείκτες που μπορούν να εκφραστούν ποσοτικά. Για τα κριτήρια που αναφέρονται στην περ. α) του πρώτου εδαφίου, οι δείκτες πρέπει να είναι ίδιοι με τους αντίστοιχους δείκτες που καθορίζονται σύμφωνα με την παρ. 2. Από την εφαρμογή της πρόσθετης μεθοδολογίας προσδιορισμού προκύπτει πρόσθετη συνολική βαθμολογία για κάθε οντότητα της παρ. 1 που αξιολογείται, βάσει της οποίας η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να λάβει ένα από τα μέτρα που αναφέρονται στην περ. γ) της παρ. 10.
3. Τα O-SII προσδιορίζονται σύμφωνα με την παρ. 1. Η συστημική σημασία τους εκτιμάται με βάση τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:
α) το μέγεθος, β) τη σημασία για την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ελλάδος, γ) τη σημασία των διασυνοριακών δραστηριοτήτων, δ) τον βαθμό διασύνδεσης του ιδρύματος ή του ομίλου με το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
4. Κάθε G-SII διατηρεί, σε ενοποιημένη βάση, απόθεμα ασφαλείας G-SII το οποίο αντιστοιχεί στην υποκατηγορία στην οποία έχει καταταγεί το G-SII. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, επιπροσθέτως:
α) της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
β) της απαίτησης τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου του άρθρου 122,
γ) οποιασδήποτε απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 96, και
δ) οποιασδήποτε απαίτησης τήρησης ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος του άρθρου 123.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να υποχρεώνει κάθε O-SII, σε ενοποιημένη, υποενοποιημένη ή ατομική βάση, ανάλογα με την περίπτωση, να τηρεί απόθεμα ασφαλείας O-SII ύψους έως 3% επί του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό του O-SII. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1.
5Α. Κατόπιν έγκρισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να υποχρεώνει κάθε O-SII, σε ενοποιημένη, υποενοποιημένη ή ατομική βάση, ανάλογα με την περίπτωση, να διατηρεί απόθεμα ασφαλείας O-SII υψηλότερο του 3% επί του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας O-SII, τηρεί τους ακόλουθους κανόνες:
α) το απόθεμα ασφαλείας O-SII δεν πρέπει να προκαλεί δυσαναλόγως δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, θέτοντας εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,
β) το απόθεμα ασφαλείας O-SII πρέπει να επανεξετάζεται τουλάχιστον ετησίως.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, πριν καθορίσει ή επανακαθορίσει απόθεμα ασφαλείας O-SII, το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ έναν (1) μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παρ. 5 και, ομοίως, τρεις (3) μήνες πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παρ. 5Α. Οι εν λόγω γνωστοποιήσεις περιγράφουν αναλυτικά:
α) τους λόγους για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας O-SII θεωρείται πιθανώς αποτελεσματικό και αναλογικό για την μείωση του κινδύνου,
β) την εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου του αποθέματος ασφαλείας O-SII στην εσωτερική αγορά βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών,
γ) το επιθυμητό ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας O-SII.
8. Με την επιφύλαξη του άρθρου 125 και της παρ. 5 του παρόντος, όταν ένα O-SII είναι θυγατρική ενός G-SII ή ενός O-SII που αποτελεί είτε ίδρυμα είτε όμιλο με επικεφαλής μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας O-SII σε ενοποιημένη βάση, το απόθεμα ασφαλείας που εφαρμόζεται σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση στο O-SII δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα κατωτέρω:
α) το άθροισμα του μεγαλύτερου ποσοστού αποθέματος ασφαλείας G-SII ή O-SII που εφαρμόζεται στον όμιλο σε ενοποιημένη βάση συν του 1 % του συνολικού ποσού του ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, και
β) το 3 % του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 ή το ποσοστό που έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εφαρμόζεται στον όμιλο σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρ. 5Α.
9. Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε υποκατηγορίες G-SII. Το κατώτατο όριο και τα όρια μεταξύ κάθε υποκατηγορίας καθορίζονται από τις βαθμολογίες βάσει της μεθοδολογίας προσδιορισμού που αναφέρεται στην παρ. 2. Οι οριακές βαθμολογίες μεταξύ γειτονικών υποκατηγοριών καθορίζονται σαφώς και ακολουθείται η αρχή ότι υπάρχει σταθερή γραμμική αύξηση της συστημικής σημασίας μεταξύ κάθε υποκατηγορίας, που έχει ως αποτέλεσμα τη γραμμική αύξηση της απαίτησης πρόσθετου κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, με εξαίρεση την υποκατηγορία πέντε και οποιαδήποτε πρόσθετη ανώτερη υποκατηγορία. Για τους σκοπούς της παρούσας, ως «συστημική σημασία» νοείται ο αναμενόμενος αντίκτυπος της ενδεχόμενης δυσχέρειας του G-SII στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά. Για την κατώτατη υποκατηγορία ισχύει απόθεμα ασφαλείας G-SII ίσο με το 1 % του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και το απόθεμα ασφαλείας για κάθε υποκατηγορία αυξάνεται ανά βαθμίδα κατά τουλάχιστον 0,5 % του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού.
10. Με την επιφύλαξη των παρ. 1 και 9 και χρησιμοποιώντας τις υποκατηγορίες και τις οριακές βαθμολογίες που αναφέρονται στην παρ. 9, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί:
α) να ανακατατάσσει ένα G-SII από κατώτερη υποκατηγορία σε ανώτερη υποκατηγορία,
β) να κατατάσσει οντότητα κατά την παρ. 1 που έχει συνολική βαθμολογία σύμφωνα με την παρ. 2 χαμηλότερη από την οριακή βαθμολογία της κατώτατης υποκατηγορίας σε αυτήν την υποκατηγορία ή σε ανώτερη, προσδιορίζοντάς την κατ’ αυτό τον τρόπο ως G-SII,
γ) λαμβάνοντας υπόψη τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης, επί τη βάσει της πρόσθετης συνολικής βαθμολογίας που αναφέρεται στην παρ. 2Α, να ανακατατάσσει ένα G-SII από ανώτερη υποκατηγορία σε κατώτερη υποκατηγορία.
11. Καταργείται.
12. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ τις επωνυμίες των G-SII και O-SII και την αντίστοιχη υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε G-SII. Η γνωστοποίηση περιέχει πλήρη αιτιολόγηση για την απόφαση που τυχόν έλαβε σύμφωνα με τις περ. α), β) και γ) της παρ. 10. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί την υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε G-SII. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επανεξετάζει ετησίως τον προσδιορισμό των G-SII και O-SII και την κατάταξη των G-SII στις αντίστοιχες υποκατηγορίες και γνωστοποιεί το αποτέλεσμα στο εμπλεκόμενο συστημικά σημαντικό ίδρυμα και στο ΕΣΣΚ. Επιπλέον, δημοσιοποιεί τον ενημερωμένο κατάλογο των προσδιοριζόμενων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων και την υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε προσδιοριζόμενο G-SII.
13. Καταργείται.
14. Όταν ένας όμιλος, σε ενοποιημένη βάση, υποχρεούται σε σχηματισμό αποθέματος ασφαλείας G-SII και αποθέματος ασφαλείας O-SII, εφαρμόζεται το υψηλότερο εξ αυτών.
15. Όταν ένα ίδρυμα υποχρεούται σε σχηματισμό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, το οποίο έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 125, το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας είναι σωρευτικό με το απόθεμα ασφαλείας O-SII ή το απόθεμα ασφαλείας G-SII που εφαρμόζεται σύμφωνα με το παρόν. Όταν το άθροισμα του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, όπως υπολογίζεται για τους σκοπούς των παρ. 9, 10 ή 11 του άρθρου 125, και του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας O-SII ή του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας G-SII στο οποίο υπόκειται το ίδιο ίδρυμα είναι υψηλότερο του 5 %, εφαρμόζεται η διαδικασία της παρ. 5Α.
16. Καταργείται. 17. Καταργείται.»
Άρθρο 42
Απαίτηση για τη διατήρηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου Αντικατάσταση του άρθρου 125 του v. 4261/2014 (παρ. 49 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το άρθρο 125 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 125 Απαίτηση για τη διατήρηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου (άρθρο 133 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Είναι δυνατή η καθιέρωση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου από κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ή για ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτού, σε όλα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 5. Η εν λόγω απαίτηση διατήρησης αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου αποσκοπεί στην αποτροπή και τον μετριασμό των μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων που δεν καλύπτονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και από τα άρθρα 123 και 124 του παρόντος νόμου, κατά την έννοια του κινδύνου διαταραχής του χρηματοπιστωτικού συστήματος με πιθανότητα σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.
2. Τα ιδρύματα υπολογίζουν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου ως εξής:
BSR = • rT ET + Σ ri • Ei
όπου: BSR = το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, rT = το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται στο συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο ενός ιδρύματος,
ET = το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο ενός ιδρύματος υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
i = ο δείκτης που δηλώνει το υποσύνολο των ανοιγμάτων που αναφέρονται στην παρ. 5,
ri = το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται στο ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο του υποσυνόλου ανοιγμάτων i και
Ei = το ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο ενός ιδρύματος για το υποσύνολο ανοιγμάτων i υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
3. Για τους σκοπούς της παρ. 1, υπεύθυνη για τον καθορισμό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και τον προσδιορισμό των ανοιγμάτων και των υποσυνόλων ιδρυμάτων στα οποία εφαρμόζεται είναι η εντεταλμένη αρχή.
4. Για τους σκοπούς της παρ. 1, η εντεταλμένη αρχή δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα να τηρούν απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου από κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παρ. 2, σε ατομική, ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
5. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορεί να εφαρμόζεται στα εξής:
α) όλα τα ανοίγματα στην Ελλάδα, β) τις ακόλουθες κατηγορίες ανοιγμάτων, εφόσον υφίστανται στην Ελλάδα: αα) όλα τα ανοίγματα λιανικής σε φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία,
ββ) όλα τα ανοίγματα σε νομικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων,
γγ) όλα τα ανοίγματα σε νομικά πρόσωπα εξαιρουμένων αυτών που ορίζονται στην υποπερ. ββ),
δδ) όλα τα ανοίγματα σε φυσικά πρόσωπα εξαιρουμένων αυτών που ορίζονται στην υποπερ. αα),
γ) όλα τα ανοίγματα σε άλλα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη των παρ. 11 και 14,
δ) τις κατηγορίες ανοιγμάτων που ορίζονται στην περ. β), τα οποία υφίστανται σε άλλα κράτη μέλη, με μόνο σκοπό την αναγνώριση τυχόν ποσοστού αποθέματος ασφαλείας που έχει οριστεί από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 126,
ε) ανοίγματα σε τρίτες χώρες, στ) υποσύνολα κάθε μιας από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που προσδιορίζονται στην περ. β).
6. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 5, όλων των ιδρυμάτων ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτών των ιδρυμάτων και ορίζεται και αναπροσαρμόζεται σε πολλαπλάσια του 0,5 %. Είναι δυνατόν να εισαχθούν διαφορετικές απαιτήσεις για διαφορετικά υποσύνολα ιδρυμάτων και ανοιγμάτων. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των κινδύνων που καλύπτονται από τα άρθρα 123 και 124.
7. Η εντεταλμένη αρχή, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, λαμβάνει υπόψη τα παρακάτω:
α) το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά, εμποδίζοντας την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,
β) το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου επανεξετάζεται από την εντεταλμένη αρχή τουλάχιστον ανά διετία,
γ) το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση κινδύνων που καλύπτονται από τα άρθρα 123 και 124.
8. α) Η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί το ΕΣΣΚ, πριν προβεί σε δημοσίευση της απόφασής της σύμφωνα με την παρ. 12. Περαιτέρω, όταν το ίδρυμα, στο οποίο εφαρμόζονται ένα ή περισσότερα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, αποτελεί θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί, επίσης τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους. Η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί, επίσης, το ΕΣΣΚ, όταν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες.
β) Οι εν λόγω ειδοποιήσεις καθορίζουν αναλυτικά: αα) τους μακροπροληπτικούς ή συστημικούς κινδύνους στην Ελλάδα, ββ) τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω μακροπροληπτικοί ή συστημικοί κίνδυνοι απειλούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικούσυστήματος της Ελλάδας, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
γγ) τους λόγους για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ότι είναι πιθανό να είναι αποτελεσματικό και αναλογικό για τον μετριασμό του κινδύνου,
δδ) εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών,
εε) το ποσοστό ή τα ποσοστά του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που η εντεταλμένη αρχή προτίθεται να επιβάλει και τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζονται τα ποσοστά και τα ιδρύματα που υπόκεινται στα ποσοστά αυτά,
στστ) όταν το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα, επεξήγηση των λόγων για τους οποίους η εντεταλμένη αρχή θεωρεί ότι το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν επικαλύπτει τη λειτουργία του αποθέματος ασφαλείας O-SII που προβλέπεται στο άρθρο 124.
γ) Σε περίπτωση που με την απόφαση καθορισμού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου μειώνεται ή δεν τροποποιείται το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που είχε καθοριστεί προηγουμένως, η εντεταλμένη αρχή συμμορφώνεται μόνο με την παρούσα παράγραφο.
9. Όταν ο καθορισμός ή επανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παρ. 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν έχει ως αποτέλεσμα συνολικό ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου υψηλότερο του 3% για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί το ΕΣΣΚ σύμφωνα με την παρ. 8 έναν (1) μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης της παρ. 12. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζει άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 126, δεν προσμετράται για το όριο του 3 %.
10. α) Όταν ο καθορισμός ή επανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παρ. 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου έχει ως αποτέλεσμα συνολικό ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου υψηλότερο του 3 % και έως 5 %, για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η εντεταλμένη αρχή ζητεί τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την ειδοποίηση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παρ. 8. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωμοδοτεί εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή της ειδοποίησης. Όταν η γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αρνητική, η εντεταλμένη αρχή συμμορφώνεται με τη γνώμη αυτή ή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν το πράττει.
β) Όταν ένα ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζονται ένα ή περισσότερα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου αποτελεί θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η εντεταλμένη αρχή ζητεί, με την ειδοποίηση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παρ. 8, σύσταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΕΣΣΚ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΕΣΣΚ παρέχουν το καθένα τις οικείες συστάσεις εντός έξι (6) μηνών από την παραλαβή της ειδοποίησης.
γ) Όταν υπάρχει διαφωνία μεταξύ της εντεταλμένης αρχής και της αρχής άλλου κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη μητρική ή θυγατρική ως προς το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που είναι εφαρμοστέα στο εν λόγω ίδρυμα και στην περίπτωση αρνητικής σύστασης τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και του ΕΣΣΚ, η εντεταλμένη αρχή ή η αρχή του άλλου κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη μητρική ή θυγατρική μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 (L 331/12). Η απόφαση καθορισμού του ποσοστού ή των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα εν λόγω ανοίγματα αναστέλλεται, έως ότου λάβει απόφαση η ΕΑΤ.
11. Όταν ο καθορισμός ή επανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παρ. 5, που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, έχει ως αποτέλεσμα συνολικό ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 5 %, για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η εντεταλμένη αρχή ζητεί την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πριν από την εφαρμογή του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.
12. Η εντεταλμένη αρχή ανακοινώνει τον καθορισμό ή τον επανακαθορισμό ενός ή περισσότερων ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου με δημοσίευση στον ιστότοπό της. Η εν λόγω δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
β) τα ιδρύματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
γ) τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζεται το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
δ) αιτιολόγηση του καθορισμού ή επανακαθορισμού του ποσοστού ή των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
ε) την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα εφαρμόζουν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, όπως αυτό καθορίστηκε ή επανακαθορίστηκε, και
στ) τα ονόματα των χωρών στις οποίες υφίστανται τα ανοίγματα που προσμετρώνται στο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου.
Όταν η δημοσίευση των πληροφοριών που αναφέρονται στην περ. δ) θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι εν λόγω πληροφορίες δεν περιλαμβάνονται στη δημοσίευση.
13. Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παρ. 1, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 131. Αν η εφαρμογή των περιορισμών της διανομής κερδών οδηγεί σε ανεπαρκή βελτίωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος λαμβάνοντας υπόψη τον σχετικό συστημικό κίνδυνο η εντεταλμένη αρχή δύναται να λάβει πρόσθετα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 56.
14. Αν η εντεταλμένη αρχή αποφασίσει να καθορίσει το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου βάσει των ανοιγμάτων σε άλλα κράτη μέλη, το απόθεμα καθορίζεται στο ίδιο ποσοστό σε όλα τα ανοίγματα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν το απόθεμα ασφαλείας καθορίζεται, προκειμένου να αναγνωριστεί το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που έχει καθορίσει άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 126.»
Άρθρο 43
Αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου Αντικατάσταση του άρθρου 126 του v. 4261/2014 (παρ. 49 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το άρθρο 126 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 126 Αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου (άρθρο 134 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η εντεταλμένη αρχή δύναται να αναγνωρίζει το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που καθορίζεται από άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 125 και να εφαρμόζει το εν λόγω ποσοστό στα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα για τα ανοίγματά τους στο κράτος μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος.
2. Εφόσον η εντεταλμένη αρχή αναγνωρίζει, σύμφωνα με την παρ. 1, το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, ειδοποιεί σχετικά το ΕΣΣΚ.
3. Όταν η εντεταλμένη αρχή αποφασίζει την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με την παρ. 1, λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες που έχει υποβάλει το κράτος μέλος το οποίο έχει καθορίσει το εν λόγω ποσοστό σύμφωνα με τις παρ. 9 και 13 του άρθρου 133 της Οδηγίας 2013/36/ΕΚ.
4. Όταν η εντεταλμένη αρχή αναγνωρίζει ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δύναται να είναι σωρευτικό με το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται κατά το άρθρο 125, υπό τον όρο ότι τα αποθέματα ασφαλείας καλύπτουν διαφορετικούς κινδύνους. Όταν τα αποθέματα ασφαλείας καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους, εφαρμόζεται μόνο το υψηλότερο απόθεμα ασφαλείας.
5. Όταν η εντεταλμένη αρχή καθορίζει ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 125, δύναται να ζητεί από το ΕΣΣΚ να εκδώσει σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1092/2010 προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, τα οποία ενδέχεται να αναγνωρίσουν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.
Άρθρο 44
Καθορισμός ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας Τροποποίηση του άρθρου 127 του v. 4261/2014 (παρ. 50 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Το εισαγωγικό εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 127 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται, οι παρ. 7 και 8 αντικαθίστανται και το άρθρο 127 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 127 Καθορισμός ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας (άρθρο 136 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως η εντεταλμένη αρχή, επιφορτισμένη με τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας στην Ελλάδα. Οι αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ως εντεταλμένης αρχής ασκούνται από την Εκτελεστική Επιτροπή του άρθρου 55Α του καταστατικού της ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν οργάνου που λαμβάνει τις σχετικές αποφάσεις κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο διμερούς διαβούλευσης, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα σε Πρωτόκολλο Συνεργασίας.
2. Η εντεταλμένη αρχή υπολογίζει για κάθε τρίμηνο έναν οδηγό αποθέματος ως σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παρ. 3. Ο οδηγός αποθέματος αντανακλά, κατά ουσιαστικό τρόπο, τον κύκλο της πίστωσης και τους κινδύνους που οφείλονται στην υπέρμετρη ανάπτυξη της πίστωσης στην Ελλάδα και λαμβάνει υπόψη ιδιομορφίες της εθνικής οικονομίας. Βασίζεται στην απόκλιση της σχέσης της πίστωσης προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν από τη μακροπρόθεσμη τάση της, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων:
α) δείκτη πιστωτικής επέκτασης που να αντανακλά τις αλλαγές στη σχέση της πίστωσης προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν,
β) οποιαδήποτε σχετική καθοδήγηση του ΕΣΣΚ.
3. Η εντεταλμένη αρχή αξιολογεί τη σοβαρότητα του κυκλικού συστημικού κινδύνου και την καταλληλότητα του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα ανά τρίμηνο και καθορίζει ή προσαρμόζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο. Όταν πράττει τα ανωτέρω, η εντεταλμένη αρχή λαμβάνει υπόψη τα εξής:
α) τον οδηγό αποθέματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 2,
β) οποιαδήποτε σχετική καθοδήγηση του ΕΣΣΚ συμπεριλαμβανομένων τυχόν συστάσεων αυτού,
γ) άλλες μεταβλητές τις οποίες η εντεταλμένη αρχή θεωρεί σχετικές για την αντιμετώπιση του κυκλικού συστημικού κινδύνου.
4. Το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 των ιδρυμάτων που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο στην Ελλάδα, κυμαίνεται μεταξύ 0% και 2,5%, βαθμονομημένο σε βήματα 0,25% ή πολλαπλάσια του 0,25%. Για τους σκοπούς της παρ. 2 του άρθρου 130, η εντεταλμένη αρχή μπορεί να καθορίζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας σε ύψος άνω του 2,5% του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, εφόσον τούτο δικαιολογείται κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 3.
5. Όταν η εντεταλμένη αρχή ορίζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας σε ύψος άνω του μηδενός για πρώτη φορά ή όπου, μετά την πρώτη φορά, αυξάνει την τιμή του ισχύοντος ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, αποφασίζει επίσης την ημερομηνία κατά την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόζουν το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κάθε ιδρύματος. Η ημερομηνία αυτή δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης του αυξημένου ποσοστού αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με την παρ. 7. Αν η εν λόγω ημερομηνία απέχει λιγότερο από δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης της αυξημένης τιμής αποθέματος ασφαλείας, η συντομότερη προθεσμία εφαρμογής δικαιολογείται στη βάση εξαιρετικών συνθηκών.
6. Αν η εντεταλμένη αρχή μειώσει το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας ορίζει και ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του εν λόγω αποθέματος. Η ενδεικτική περίοδος αυτή δε δεσμεύει την εντεταλμένη αρχή.
7. Η εντεταλμένη αρχή δημοσιεύει ανά τρίμηνο στον ιστότοπό της τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,
β) τον σχετικό λόγο πίστωσης προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και την απόκλισή του από τη μακροπρόθεσμη τάση,
γ) τον οδηγό αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 2,
δ) αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,
ε) όταν αυξάνεται το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα εφαρμόζουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τον σκοπό υπολογισμού του ειδικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,
στ) όταν η ημερομηνία της περ. ε) απέχει λιγότερο από δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία της δημοσίευσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής,
ζ) όταν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας μειώνεται, την ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, καθώς και αιτιολόγηση αυτής της περιόδου.
8. Η εντεταλμένη αρχή προβαίνει σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες, ώστε να συντονιστεί ο χρόνος αυτής της δημοσίευσης με τις αντίστοιχες ανακοινώσεις των άλλων εντεταλμένων αρχών και κοινοποιεί στο ΕΣΣΚ κάθε αλλαγή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, μαζί με τις απαιτούμενες πληροφορίες που ορίζονται στις περ. α) έως ζ) της παρ. 7.»
Άρθρο 45
Περιορισμοί διανομής κερδών Τροποποίηση του άρθρου 131 του v. 4261/2014 (παρ. 51 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Οι παρ. 2 έως 7 του άρθρου 131 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίστανται και το άρθρο 131 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 131 Περιορισμοί διανομής κερδών (άρθρο 141 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Για τους σκοπούς των παρ. 2 και 3, η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
α) καταβολή μερισμάτων σε μετρητά,
β) διανομή μετοχών που πληρώθηκαν πλήρως ή μερικώς και διανέμονται με ευνοϊκούς όρους ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
γ) εξαργύρωση ή αγορά από ένα ίδρυμα ιδίων μετοχών του ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 26 του εν λόγω Κανονισμού,
δ) ανάκτηση ποσών που καταβλήθηκαν για κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 26 του εν λόγω Κανονισμού,
ε) διανομή στοιχείων που αναφέρονται στις περ. β) έως ε) της παρ. 1 του άρθρου 26 του εν λόγω Κανονισμού.
2. Ίδρυμα που πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας δεν προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην πληρούται πλέον η συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας.
3. Ίδρυμα που δεν πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό («ΜΔΠ») σύμφωνα με την παρ. 5 και το κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Σε αυτή την περίπτωση δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες προτού υπολογίσει το ΜΔΠ:
α) διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,
β) ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ή καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε όσο το ίδρυμα δεν πληρούσε τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, ή
γ) πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.
4. Εφόσον ένα ίδρυμα δεν πληροί ή δεν υπερβαίνει τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, δεν διανέμει περισσότερο από το ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την παρ. 5 μέσω οποιασδήποτε ενέργειας από αυτές που αναφέρονται στις περ. α), β) και γ) του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3.
5. Το ίδρυμα υπολογίζει το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει της παρ. 6 με τον συντελεστή που ορίζεται βάσει της παρ. 7. Από το ΜΔΠ αφαιρείται οποιοδήποτε ποσό προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στις περ. α), β) ή γ) του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3.
6. Το ποσό που πολλαπλασιάζεται σύμφωνα με την παρ. 5 περιλαμβάνει:
α) οποιαδήποτε ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στις περ. α),
β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παρ. 3 του παρόντος άρθρου,πλέον β) κέρδη τέλους χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στις περ. α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, μείον γ) τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος, αν τα στοιχεία που προσδιορίζονται στις περ. α) και β) της παρούσας δεν διανέμονταν.
7. Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής:
α) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Kατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, και της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων, εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, που καθορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου, εκφραζόμενο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,
β) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων, εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, που καθορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου, εκφραζόμενο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2,
γ) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων, εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, που καθορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου, εκφραζόμενο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4,
δ) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων, εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, που καθορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου, εκφραζόμενο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6.
Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:
όπου: Qn= ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.
8. Οι περιορισμοί του παρόντος άρθρου ισχύουν μόνο για πληρωμές που συνεπάγονται μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή μείωση των κερδών και όπου η παύση πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας ή πτώχευσης βάσει του καθεστώτος που ισχύει για το ίδρυμα.
9. Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας και σκοπεύει να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που περιγράφεται στην παρ. 3, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και υποβάλλει τα εξής στοιχεία:
α) το ποσό του κεφαλαίου που τηρεί το ίδρυμα, χωρισμένο ως εξής: αα) κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ββ) πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1, γγ) κεφάλαιο της Κατηγορίας 2, β) το ποσό των προσωρινών κερδών του και των κερδών του στο τέλος της χρήσης, γ) το ΜΔΠ που υπολογίσθηκε σύμφωνα με την παρ. 5, δ) το ποσό των διανεμητέων κερδών που σκοπεύει να μοιράσει και την κατανομή του στα εξής: αα) πληρωμή μερισμάτων, ββ) εξαγορές ιδίων μετοχών, γγ) πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1, δδ) καταβολή μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, με τη δημιουργία νέας υποχρέωσης καταβολής ή βάσει υποχρέωσης καταβολής που δημιουργήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο το ίδρυμα δεν πληρούσε τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας.
10. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και είναι σε θέση να το αποδείξουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφόσον τους ζητηθεί.»
Άρθρο 46
Μη τήρηση της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας/Περιορισμοί διανομής σε περίπτωση μη τήρησης της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης/Μη τήρηση της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης Προσθήκη άρθρων μετά το άρθρο 131 του v. 4261/2014 (παρ. 52 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Μετά το άρθρο 131 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθενται άρθρα 131Α, 131Β και 131Γ ως εξής:
«Άρθρο 131Α Μη τήρηση της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας (άρθρο 141α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
Ένα ίδρυμα δεν πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας για τους σκοπούς του άρθρου 131, εφόσον δεν διαθέτει ίδια κεφάλαια στην ποσότητα και την ποιότητα που απαιτούνται για να επιτευχθεί ταυτόχρονα η συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας και καθεμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) του στοιχείου α) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου,
β) του στοιχείου β) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου,
γ) του στοιχείου γ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου.»
«Άρθρο 131Β Περιορισμοί διανομής σε περίπτωση μη τήρησης της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης (άρθρο 141β της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Ίδρυμα που πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με την παρ. 1α του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 δεν προβαίνει σε διανομή που αφορά το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το εν λόγω κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης.
2. Ίδρυμα που δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό που αφορά τον δείκτη μόχλευσης («Μ-ΜΔΠ») σύμφωνα με την παρ. 4 και το κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Σε αυτή την περίπτωση, δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες προτού υπολογίσει το Μ-ΜΔΠ:
α) διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,
β) ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ή καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε, όσο το ίδρυμα δεν πληρούσε τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, ή
γ) πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.
3. Εφόσον ένα ίδρυμα δεν πληροί ή δεν υπερβαίνει την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, δεν διανέμει περισσότερο από το Μ-ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την παρ. 4 μέσω οποιασδήποτε ενέργειας από αυτές που αναφέρονται στις περ. α), β) και γ) του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2.
4. Το ίδρυμα υπολογίζει το Μ-ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει της παρ. 5 με τον συντελεστή που ορίζεται βάσει της παρ. 6. Από το Μ-ΜΔΠ αφαιρείται οποιοδήποτε ποσό προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στις περ. α), β) ή γ) του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2.
5. Το ποσό που πολλαπλασιάζεται σύμφωνα με την παρ. 4 περιλαμβάνει:
α) ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή στο πλαίσιο των ενεργειών που αναφέρονται στις περ. α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, πλέον β) κέρδη τέλους χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή στο πλαίσιο των ενεργειών που αναφέρονται στις περ. α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του παρόντος άρθρου,μείον γ) τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος, αν τα στοιχεία που προσδιορίζονται στις περ. α) και β) της παρούσας παραγράφου δεν διανέμονταν.
6. Ο συντελεστής που αναφέρεται στην παρ. 4 καθορίζεται ως εξής:
α) όταν το κεφάλαιο της Kατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων του στοιχείου δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το στοιχείο δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, εκφραζόμενο ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 429 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,
β) όταν το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων του στοιχείου δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το στοιχείο δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, εκφραζόμενο ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 429 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,2,
γ) όταν το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων του στοιχείου δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το στοιχείο δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, εκφραζόμενο ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 429 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,4,
δ) όταν το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων του στοιχείου δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το στοιχείο δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, εκφραζόμενο ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 429 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,6.
Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζονται ως εξής:
όπου: Qn = ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου. 7. Οι περιορισμοί του παρόντος άρθρου ισχύουν μόνο για πληρωμές που συνεπάγονται μείωση του κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 ή μείωση των κερδών και όπου η παύση πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας ή πτώχευσης βάσει του καθεστώτος που ισχύει για το ίδρυμα.
8. Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης και σκοπεύει να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που αναφέρεται στις περ. α), β) και γ) του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και υποβάλλει τα στοιχεία που προβλέπονται στην παρ. 9 του άρθρου 131, με εξαίρεση την υποπερ. γγ) της περ. α) αυτής, και το Μ-ΜΔΠ που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 4 του παρόντος άρθρου.
9. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν ρυθμίσεις, ώστε να διασφαλίζουν ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το Μ-ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και είναι σε θέση να το αποδείξουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον τους ζητηθεί.
10. Για τους σκοπούς των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου, η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα στοιχεία που παρατίθενται στην παρ. 1 του άρθρου 131.»
«Άρθρο 131Γ Μη τήρηση της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης (άρθρο 141γ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
Ένα ίδρυμα δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης για τους σκοπούς του άρθρου 131Β, εφόσον δεν διαθέτει κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 στο ποσό που απαιτείται, ώστε να πληροί ταυτοχρόνως την απαίτηση που προβλέπεται στην παρ. 1α του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και την απαίτηση του στοιχείου δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του εν λόγω Κανονισμού και της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου, κατά την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το στοιχείο δ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.»
Άρθρο 47
Σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου Τροποποίηση του άρθρου 132 του v. 4261/2014 (παρ. 53 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Οι παρ. 1 έως 3 του άρθρου 132 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίστανται και το άρθρο 132 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 132 Σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου (άρθρο 142 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Όταν ένα ίδρυμα αδυνατεί να εκπληρώσει τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας ή, κατά περίπτωση, την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, καταρτίζει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το αργότερο εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που διαπίστωσε ότι δεν πληροί την ανωτέρω απαίτηση.
Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εγκρίνει κατά περίπτωση μεγαλύτερη προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα (10) ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του εκάστοτε ιδρύματος.
2. Το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
α) εκτιμήσεις των εσόδων και των εξόδων και εκτιμώμενο ισολογισμό,
β) μέτρα για την αύξηση των δεικτών κεφαλαίων του ιδρύματος,
γ) σχέδιο και χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων με στόχο την πλήρη συμμόρφωση με τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας ή, κατά περίπτωση, την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης,
δ) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία την οποία η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει απαραίτητη για να προβεί στην εκτίμηση βάσει της επόμενης παραγράφου.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το εγκρίνει, μόνο αν θεωρεί ότι η εφαρμογή του είναι πιθανό να επιτύχει τη διατήρηση ή αύξηση επαρκών κεφαλαίων, ώστε το ίδρυμα να πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας ή, κατά περίπτωση, την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, εντός χρονικής περιόδου που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρεί κατάλληλη.
4. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν εγκρίνει το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επιβάλλει με απόφασή της ένα ή αμφότερα τα ακόλουθα:
α) απαιτεί από το ίδρυμα να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του σε συγκεκριμένα επίπεδα εντός ορισμένης προθεσμίας,
β) ασκεί την προβλεπόμενη στο άρθρο 94 εξουσία επιβάλλοντας αυστηρότερους περιορισμούς στη διανομή σε σχέση με εκείνους που απαιτούνται βάσει του άρθρου 131.»
Άρθρο 48
Γενικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές Τροποποίηση του άρθρου 134 του v. 4261/2014 (παρ. 54 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 134 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τους νόμους, τις, γενικής ισχύος, αποφάσεις και τις εγκυκλίους που εκδίδονται για την εφαρμογή του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
β) τον τρόπο άσκησης εκ μέρους τους των παρεχόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δυνατοτήτων και διακριτικών ευχερειών,
γ) τα γενικά κριτήρια και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν για την εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 89, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 89,
δ) με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 54 του παρόντος και των άρθρων 63 και 67 του v. 606/2007, τα βασικά στατιστικά στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή που αφορούν την εφαρμογή του πλαισίου προληπτικής εποπτείας στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου του είδους των εποπτικών μέτρων και του αριθμού των περιπτώσεων που αυτά ελήφθησαν σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 94 του παρόντος και των διοικητικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 57 του παρόντος.»
Άρθρο 49
Κυρώσεις από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Τροποποίηση του άρθρου 154 του v. 4261/2014 (παρ. 17 και 18 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Η περ. ι) της παρ. 1 του άρθρου 154 του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται, μετά την παρ. 2 προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 154 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 154 Κυρώσεις από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (άρθρο 67 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε περίπτωση που μία επιχείρηση της παρ. 6 του άρθρου 4:
α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 ή 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 κατά περίπτωση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 99 παρ. 1 του εν λόγω Κανονισμού,
β) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε σχέση με τα στοιχεία του άρθρου 101 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
γ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με ένα μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα, κατά παράβαση του άρθρου 394 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
δ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τη ρευστότητά του, κατά παράβαση του άρθρου 415 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ε) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με το δείκτη μόχλευσης, κατά παράβαση του άρθρου 430 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
στ) δεν διατηρεί κατ’ εξακολούθηση και σε βάθος χρόνου ρευστά διαθέσιμα, κατά παράβαση του άρθρου 412 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ζ) παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
η) που είναι εκτεθειμένη στον πιστωτικό κίνδυνο μιας θέσης τιτλοποίησης δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 405 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
θ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες κατά παράβαση του άρθρου 431 παρ. 1, 2 και 3 ή του άρθρου 451 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ι) προβαίνει σε πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος, κατά παράβαση του άρθρου 131 του παρόντος ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα άρθρα 28, 52 ή 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια,
ια) δεν εφαρμόζει πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, όπως απαιτείται από το άρθρο 66,
ιβ) διόρισε ή δεν αντικατέστησε αμελλητί τα πρόσωπα που δεν συμμορφώνονται με το άρθρο 83, επιβάλλει με απόφασή της διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 21 του v. 3606/2007 περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, που μπορεί να εφαρμοστεί και για τις περ. α) έως και ια) της προηγούμενης παραγράφου και λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά και εκτελεστικά μέτρα και αποφάσεις του παρόντος, στις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που επιβάλλονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, περιλαμβάνονται τα εξής:
α) Διοικητικές κυρώσεις: αα) στην περίπτωση νομικού προσώπου, επίπληξη ή χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των ακαθάριστων εσόδων που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και εισπρακτέες προμήθειες ή αμοιβές σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση,
ββ) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, επίπληξη ή χρηματικά διοικητικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ,
γγ) χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν. Σε περίπτωση που επιχείρηση της υποπερ. αα) της περ. α) είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, τα σχετικά ακαθάριστα έσοδα θα είναι τα ακαθάριστα έσοδα που προκύπτουν από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.
β) Διοικητικά μέτρα: αα) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφεται το υπεύθυνο φυσικό η νομικό πρόσωπο ή οντότητα, και η φύση της παράβασης,
ββ) σύσταση προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον,
γγ) προσωρινή απαγόρευση κατά των προσώπων της παρ. 2 του άρθρου 57 να ασκούν καθήκοντα σε ιδρύματα,
δδ) στις περ. α) έως και ι) της προηγούμενης παραγράφου, ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με το άρθρο 21 του v. 3606/2007.
3. Επίσης, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε περίπτωση που μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών: α) δεν υποβάλλει αίτηση για έγκριση κατά παράβαση του άρθρου 22Α ή υποπίπτει σε οποιαδήποτε άλλη παράβαση των απαιτήσεων του ιδίου άρθρου, β) δεν προβαίνει σε ενέργεια που ενδέχεται να απαιτείται, προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 403 και 411 έως 429ζ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 ή του άρθρου 98 του παρόντα νόμου σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση.»
Άρθρο 50
Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών Προσθήκη άρθρου μετά το άρθρο 165 του v. 4261/2014 (παρ. 56 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Μετά το άρθρο 165 του v. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται άρθρο 165Α ως εξής:
«Άρθρο 165Α Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών (άρθρο 159α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υφίστανται ήδη στις 27 Ιουνίου 2019 υποβάλλουν αίτηση για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 22Α έως τις 28 Ιουνίου 2021. Εάν χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν υποβάλει αίτηση για έγκριση έως τις 28 Ιουνίου 2021, λαμβάνονται τα ενδεδειγμένα μέτρα, σύμφωνα με τις παρ. 8 και 9 του άρθρου 22Α. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου η οποία προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί όλες τις αναγκαίες εποπτικές εξουσίες που της ανατίθενται μέσω του παρόντος νόμου σε σχέση με τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υπόκεινται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 22Α για τους σκοπούς της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.»
Άρθρο 51
Καταργούμενες διατάξεις (παρ. 26(α), 28(α), 29(α), 30, 31, 32β, 34, 35, 47(θ, ια, ιγ) του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:
1. Η παρ. 1 του άρθρου 84 του v. 4261/2014 (Α’ 107),
2. η περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 89 του v. 4261/2014
3. η περ. ι) της παρ. 1 του άρθρου 90 του v. 4261/2014,
4. η περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 91 του v. 4261/2014,
5. το άρθρο 95 του v. 4261/2014,
6. η παρ. 3 του άρθρου 96 του v. 4261/2014,
7. η περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 98 του v. 4261/2014,
8. η παρ. 3 του άρθρου 101 του v. 4261/2014,
9. η παρ. 11 του άρθρου 124 του v. 4261/2014,
10. η παρ. 13 του άρθρου 124 του v. 4261/2014, και
11. οι παρ. 16 και 17 του άρθρου 124 του v. 4261/2014.
ΜΕΡΟΣ Β’
ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2019/878 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 20ΗΣ ΜΑΪΟΥ 2019 ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2014/59/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΤΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 98/26/ΕΚ (L 150) ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 ΤΟΥ v. 4335/2015
Άρθρο 52
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2019 «για την τροποποίηση της Οδηγίας 2014/59/ ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της Οδηγίας 98/26/ ΕΚ» (EE L 150), μέσω της τροποποίησης του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87).
Άρθρο 53
Ορισμοί Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 1 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στην παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίστανται οι περ. 35, 42 και 91, προστίθενται περ. 35α, 35β, 42α, 47α, 47β, 47γ, 52α και 114 και το εσωτερικό άρθρο 2 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 2 Ορισμοί (άρθρο 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:
1) «αναδιάρθρωση παθητικού»: ο μηχανισμός για την άσκηση, από την αρχή εξυγίανσης, των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά τις υποχρεώσεις ενός ιδρύματος που τελεί υπό εξυγίανση σύμφωνα με το άρθρο 43,
2) «ανώτερα διοικητικά στελέχη»:, όπως ορίζονται στο σημείο 9 της παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 4261/2014 (Α’ 107) (σημείο 9 παράγραφος 1 άρθρο 3 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ),
3) «απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων»: οι απαιτήσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 92 έως 98 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
4) «αποδέκτης»: η οντότητα στην οποία μεταβιβάζονται οι μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, χρεόγραφα, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις ή οποιοσδήποτε συνδυασμός των εν λόγω στοιχείων από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση,
5) «αρμόδια αρχή»: αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο σημείο 40 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1024/2013 (EE L 287) του Συμβουλίου. Στην Ελλάδα αρμόδια αρχή είναι η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του v. 4261/2014,
6) «αρμόδιο υπουργείο»: το Υπουργείο Οικονομικών για την Ελλάδα και, κατά περίπτωση, τα υπουργεία των λοιπών κρατών μελών που ορίζονται αρμόδια σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
7) «αρχή ενοποιημένης εποπτείας»:, όπως ορίζεται στο σημείο 41 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
8) «αρχή εξυγίανσης»: η αρχή που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 3,
9) «αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου»: η αρχή εξυγίανσης στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας,
10) «βασικοί επιχειρηματικοί τομείς»: οι επιχειρηματικοί τομείς και οι συναφείς υπηρεσίες που αποτελούν ουσιώδεις πηγές εισοδήματος, κέρδους ή αξίας δικαιόχρησης για ένα ίδρυμα ή για έναν όμιλο του οποίου το ίδρυμα αποτελεί μέλος,
11) «διαδικασία εξυγίανσης σε τρίτη χώρα»: ενέργεια βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας για τη διαχείριση της αφερεγγυότητας ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας, η οποία είναι συγκρίσιμη, ως προς τους στόχους και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με τις ενέργειες εξυγίανσης του παρόντος νόμου,
12) «διασυνοριακός όμιλος»: όμιλος τα μέλη του οποίου είναι εγκατεστημένα σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη,
13) «διαχωρισμός περιουσιακών στοιχείων»: ο μηχανισμός για την πραγματοποίηση μεταβίβασης, από μια αρχή εξυγίανσης, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που τελεί υπό εξυγίανση σε μια εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 42,
14) «δικαίωμα καταγγελίας»: το δικαίωμα καταγγελίας μιας σύμβασης, το δικαίωμα επίσπευσης, εκκαθάρισης (close out), συμψηφισμού ή εκκαθαριστικού συμψηφισμού (set off or netting) των υποχρεώσεων, ή κάθε παρόμοια διάταξη που αναστέλλει, τροποποιεί ή εξαλείφει υποχρέωση ενός συμβαλλόμενου μέρους της σύμβασης, ή διάταξη η οποία εμποδίζει τη γένεση, στο πλαίσιο της σύμβασης, υποχρέωσης η οποία διαφορετικά θα είχε προκύψει,
15) «διοικητικό συμβούλιο»: διοικητικό όργανο, όπως ορίζεται στο σημείο 7 της παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 4261/2014 (σημείο 7 της παρ. 1 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ),
16) «δυνατότητα ανάκαμψης»: η δυνατότητα ενός ιδρύματος να αποκαταστήσει τη χρηματοοικονομική του θέση μετά από σημαντική επιδείνωση,
17) «εγγυημένες καταθέσεις»: όλες οι επιλέξιμες καταθέσεις μέχρι ποσού ίσο με το όριο κάλυψης που αναφέρεται στην περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 9 του v. 3746/2009 (Α’ 27),
18) «εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας»: η Τράπεζα της Ελλάδος ή η αντίστοιχη εθνική αρχή στην οποία έχει ανατεθεί η μακροπροληπτική πολιτική που αναφέρεται στη Σύσταση Β1 της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου σχετικά με τη μακροπροληπτική αρμοδιότητα των εθνικών αρχών (ΕΣΣ Κ/2011/3),
19) «εκκαθάριση»: η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1,
20) «έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη»: κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη σε υπερεθνικό επίπεδο η οποία, αν παρεχόταν σε εθνικό επίπεδο, θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση, και η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας σύμφωνα με τις περιπτώσεις β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 ή ενός ομίλου του οποίου το εν λόγω ίδρυμα ή η οντότητα αποτελεί μέλος,
21) «ενδεδειγμένη αρχή»: η αρμόδια αρχή στην Ελλάδα για την εφαρμογή των περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 2 του άρθρου 59, ή η αρχή που έχει καθοριστεί στο εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 61 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
22) «ενδοομιλική εγγύηση»: σύμβαση με την οποία ένα μέλος του ομίλου εγγυάται για τις υποχρεώσεις άλλου μέλους του ομίλου προς ένα τρίτο μέρος,
23) «ενέργεια εξυγίανσης»: η απόφαση να τεθεί υπό εξυγίανση ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στις περιπτώσεις β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, σύμφωνα με το άρθρο 32 ή το άρθρο 33, η εφαρμογή ενός μέτρου εξυγίανσης ή η άσκηση μιας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης,
24) «ενοποιημένη βάση»: η βάση της ενοποιημένης κατάστασης του ομίλου, όπως η τελευταία ορίζεται στο σημείο 47 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
25) «εντολή μεταβίβασης»: ο μηχανισμός για την εκτέλεση της μεταβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης, μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα που τελεί υπό εξυγίανση, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που τελεί υπό εξυγίανση, σε έναν αγοραστή που δεν είναι μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 38,
26) «εξασφαλισμένη υποχρέωση»: υποχρέωση στην οποία το δικαίωμα του πιστωτή για είσπραξη ή άλλης μορφής παροχή εξασφαλίζεται με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ενέχυρο ή εμπράγματο δικαίωμα, ή συμφωνίες παροχής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που προκύπτουν από πράξεις επαναγοράς και άλλες συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου,
27) «εξουσίες απομείωσης και μετατροπής»: οι εξουσίες που προβλέπονται στην παρ. 9 του άρθρου 59 και στις περ. ε’ έως θ’ της παρ. 1 του άρθρου 63,
28) «εξουσίες μεταβίβασης»: οι εξουσίες που ορίζονται στις περ. γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 63 για τη μεταβίβαση προς αποδέκτη μετοχών, άλλων τίτλων ιδιοκτησίας, χρεωστικών μέσων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οποιουδήποτε συνδυασμού των εν λόγω στοιχείων ιδρύματος υπό εξυγίανση,
29) «εξουσίες εξυγίανσης»: οι εξουσίες που ορίζονται στα άρθρα 63 έως 72,
30) «εξυγίανση»: η εφαρμογή ενός μέτρου εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθούν ένας ή περισσότεροι στόχοι της εξυγίανσης, όπως ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 31,
31) «εξυγίανση ομίλου»: α) η ενέργεια εξυγίανσης στο επίπεδο μητρικής επιχείρησης ή ιδρύματος που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, ή β) ο συντονισμός της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης και η άσκηση εξουσιών εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης όσον αφορά τα μέλη του ομίλου που πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης,
32) «επείγουσα στήριξη της ρευστότητας»: η παροχή από κεντρική τράπεζα χρήματος κεντρικής τράπεζας, ή οποιαδήποτε άλλη στήριξη που μπορεί να επιφέρει αύξηση του χρήματος κεντρικής τράπεζας, σε ένα φερέγγυο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή έναν όμιλο φερέγγυων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζει προσωρινά προβλήματα ρευστότητας, χωρίς η ενέργεια αυτή να εντάσσεται στη νομισματική πολιτική,
33) «επενδυτής»: ο επενδυτής κατά την έννοια του σημείου 4 του άρθρου 1 της Οδηγίας 97/9/ΕΚ (EE L 084) το οποίο ενσωματώθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 1 του v. 2533/1997 (Α’ 228),
34) «επιλέξιμες καταθέσεις»: όλες οι καταθέσεις πλην όσων εμπίπτουν στην εξαίρεση από την καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με το άρθρο 11 του v. 3746/2009 (Α’ 27),
35) «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού» ή «υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού»: οι υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά μέσα που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 ή μέσα της Κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, οι οποίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 44,
35α) «επιλέξιμες υποχρεώσεις»: υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού που πληρούν, ανάλογα με την περίπτωση, τους όρους του άρθρου 45β ή της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45στ και τα μέσα της Κατηγορίας 2 που πληρούν τους όρους της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 72α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176),
35β) «μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης»: τα μέσα που πληρούν όλους τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176), εκτός από τις παρ. 3 έως 5 του άρθρου 72β του εν λόγω Κανονισμού,
36) «επιχείρηση επενδύσεων»:, όπως ορίζεται στο σημείο 2 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 29 του v. 4261/2014 (παρ. 2 του άρθρου 28 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ),
37) «εργάσιμη ημέρα»: κάθε ημέρα εκτός Σαββάτου, Κυριακής ή αργίας στην Ελλάδα ή σε άλλο εμπλεκόμενο κράτος μέλος,
38) «εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων»: νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 42,
39) «θεσμικό σύστημα προστασίας» ή «Θ.Σ.Π.»: ρύθμιση που πληροί τις απαιτήσεις της παρ. 7 του άρθρου 113 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
40) «θιγόμενος κάτοχος ή δικαιούχος»: κάτοχος τίτλων ιδιοκτησίας του οποίου οι τίτλοι ιδιοκτησίας ακυρώνονται μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στην περίπτωση η) της παρ. 1 του άρθρου 63,
41) «θιγόμενος πιστωτής»: πιστωτής του οποίου η απαίτηση αφορά υποχρέωση που μειώνεται ή μετατρέπεται σε μετοχές ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας, μέσω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής με χρήση της αναδιάρθρωσης παθητικού,
42) «θυγατρική»: θυγατρική επιχείρηση, όπως ορίζεται στο σημείο 16 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176) και για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 7, 20, 25, 26, 45 έως 45ιγ, 59 έως 62, 88 και 89 στους ομίλους εξυγίανσης που αναφέρονται στην περ. β’ στο σημείο 83β της παρ. 1 του άρθρου 2, περιλαμβάνει, όπου και, όπως αρμόζει, πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό, τον ίδιο τον κεντρικό οργανισμό και τις αντίστοιχες θυγατρικές τους, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω όμιλοι εξυγίανσης συμμορφώνονται με την παρ. 3 του άρθρου 45ε,
42α) «σημαντική θυγατρική»: σημαντική θυγατρική, όπως ορίζεται στο σημείο 135 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176),
43) «θυγατρικό ίδρυμα τρίτης χώρας»: ίδρυμα το οποίο είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και είναι θυγατρική επιχείρηση ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας,
44) «ίδια κεφάλαια»:, όπως ορίζονται στο σημείο 118 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
45) «ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων,
46) «ίδρυμα τρίτης χώρας»: οντότητα, της οποίας η κεντρική διοίκηση εδρεύει σε τρίτη χώρα και η οποία, εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της EE, θα ενέπιπτε στον ορισμό του ιδρύματος,
47) «ίδρυμα υπό εξυγίανση»: ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην EE, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, για το οποίο ή την οποία αναλαμβάνεται ενέργεια εξυγίανσης,
47α) «οντότητα εξυγίανσης»: α) νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην ΕΕ, το οποίο,σύμφωνα με το άρθρο 20, προσδιορίζεται από την αρχή εξυγίανσης ως οντότητα σε σχέση με την οποία το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει μέτρα εξυγίανσης, ή
β) ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 104 και 105 του v. 4261/2014, για τον οποίο το σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου 18 προβλέπει ενέργεια εξυγίανσης,
47β) «όμιλος εξυγίανσης»: α) οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που δεν αποτελούν: αα) οντότητες εξυγίανσης οι ίδιες, ββ) θυγατρικές άλλων οντοτήτων εξυγίανσης, ή γγ) οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης και οι θυγατρικές τους, ή
β) πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό και ο ίδιος ο κεντρικός οργανισμός, όταν τουλάχιστον ένα από αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα ή ο κεντρικός οργανισμός είναι οντότητα εξυγίανσης, καθώς και οι αντίστοιχες θυγατρικές τους,
47γ) «παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα» ή «G-SII»: ίδρυμα G-SII, όπως ορίζεται στο σημείο 133 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176),
48) «καλυμμένο ομόλογο»: μέσο που αναφέρεται στην περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 61 του v. 4099/2012 (Α’ 250) (άρθρο 52 παρ. 4 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ),
49) «κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις»: οι κανόνες που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 107, 108 και 109 της ΣΛΕΕ και με τους κανονισμούς και όλες τις πράξεις της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων κατευθυντήριων γραμμών, κοινοποιήσεων και ανακοινώσεων, που έχουν διατυπωθεί ή εκδοθεί δυνάμει της παρ. 4 του άρθρου 108 ή του άρθρου 109 της ΣΛΕΕ,
50) «καταθέτης»:, όπως ορίζεται στο σημείο 6 της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ,
51) «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»:, όπως ορίζεται στο σημείο 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (EE L 201),
52) «κεφαλαιακά μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1»: κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τους όρους των παρ. 1 έως 4, του άρθρου 28 των παρ. 1 έως 5 του άρθρου 29 ή της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
52α) «κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1»: το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176),
53) «κρίσιμες λειτουργίες»: οι δραστηριότητες, υπηρεσίες ή λειτουργίες των οποίων η διακοπή ενδέχεται, να οδηγήσει στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος σε διαταραχή της παροχής ουσιωδών υπηρεσιών στην πραγματική οικονομία ή να διαταράξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα λόγω του μεγέθους, του μεριδίου στην αγορά, των εξωτερικών και εσωτερικών διασυνδέσεων της πολυπλοκότητας ή των διασυνοριακών δραστηριοτήτων του ιδρύματος ή του ομίλου, ιδίως σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης των εν λόγω δραστηριοτήτων, υπηρεσιών ή λειτουργιών,
54) «μεικτή εταιρεία συμμετοχών»:, όπως ορίζεται στο σημείο 22 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
55) «μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο σημείο 21 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
56) «μέλος του ομίλου»: ένα νομικό πρόσωπο το οποίο αποτελεί μέλος ενός ομίλου,
57) «μέσα της Κατηγορίας 2»: κεφαλαιακά μέσα ή δάνεια μειωμένης εξασφάλισης που πληρούν τους όρους του άρθρου 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
58) «μεταβατικό ίδρυμα»: νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 40,
59) «μέτοχοι»: μέτοχοι, κάτοχοι ή δικαιούχοι άλλων τίτλων ιδιοκτησίας,
60) «μέτρο διαχείρισης κρίσεων»: ενέργεια εξυγίανσης ή διορισμός ειδικού διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 35 ή ενός προσώπου δυνάμει του άρθρου 51 ή της παρ. 1 του άρθρου 72,
61) «μέτρο εξυγίανσης»: μέτρο εξυγίανσης κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 37,
62) «μέτρο πρόληψης κρίσεων»: η άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση των ελλείψεων ή την εξάλειψη των εμποδίων προς τη δυνατότητα ανάκαμψης σύμφωνα με τις παρ. 6 έως 9 του άρθρου 6, η άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 25 ή 26, η εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27, ο διορισμός επιτρόπου σύμφωνα με το άρθρο 29 ή βάσει της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 137 του v. 4261/2014, κατά περίπτωση, ή η άσκηση εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 59,
63) «μητρική επιχείρηση»:, όπως ορίζεται στο στοιχείο α’ του σημείου 15 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
64) «μητρική επιχείρηση της EE»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην EE, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην EE ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην EE,
65) «μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας»: μητρική επιχείρηση, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα,
66) «μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»:, όπως ορίζεται στο σημείο 32 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (EE) αριθμ. 575/2013,
67) «μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην EE»:, όπως ορίζεται στο σημείο 33 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
68) «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»:, όπως ορίζεται στο σημείο 30 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
69) «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών της EE, όπως ορίζεται στο σημείο 31 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
70) «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος»:, όπως ορίζεται στο σημείο 28 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
71) «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην EE»:, όπως ορίζεται στο σημείο 29 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
72) «πρόγραμμα εξυγίανσης ομίλου»: σχέδιο που καταρτίζεται για τους σκοπούς της εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 88,
73) «όμιλος»: η μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές,
74) «παράγωγα»: όπως ορίζονται στο σημείο 5 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012,
75) «πιστωτικό ίδρυμα»: όπως ορίζεται στο σημείο 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, εκτός των οντοτήτων που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 2 του v. 4261/2014 (παράγραφος 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ),
76) «πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις»:, όπως ορίζονται με βάση το κριτήριο του ετήσιου κύκλου εργασιών που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (EE L 124),
77) «πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1»: κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τους όρους της παρ. 1 του άρθρου 52 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
78) «προϋποθέσεις εξυγίανσης»: οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 32,
79) «ρυθμιζόμενη αγορά»: η οργανωμένη αγορά, όπως ορίζεται στο σημείο 10 του άρθρου 2 του v. 3606/2007. Αλλως, η αγορά, όπως ορίζεται στο σημείο 21 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ,
80) «σημαντικό υποκατάστημα»: υποκατάστημα που στο κράτος μέλος υποδοχής κρίνεται σημαντικό σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 52 του v. 4261/2014 (άρθρο 51 παρ. 1 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ),
81) «Σκέλος Εξυγίανσης Συνεγγυητικού»: το Σκέλος Εξυγίανσης του Συνεγγυητικού, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 73Α του v. 2533/1997,
82) «Σκέλος Εξυγίανσης Τ.Ε.Κ.Ε.»: το Σκέλος Εξυγίανσης του Τ.Ε.Κ.Ε., όπως ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 2 του v. 3746/2009,
83) «Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων (Σ.Κ.Ε.)»: το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του Τ.Ε.Κ.Ε., όπως ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 2 του v. 3746/2009,
84) «Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων (Σ.Κ.Κ.)»: το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του Τ.Ε.Κ.Ε., όπως ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 2 του v. 3746/2009,
85) «στόχοι εξυγίανσης»: οι στόχοι εξυγίανσης που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 31,
86) «συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων»: συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων κατά την έννοια της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του v. 3301/2004 (σημείο β’ της παρ. 1 άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/47/ΕΚ),
87) «συμφωνία εκκαθαριστικού συμψηφισμού (netting arrangement)»: συμφωνία βάσει της οποίας ένας αριθμός απαιτήσεων ή υποχρεώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών εκκαθαριστικού συμψηφισμού (closeout netting), βάσει των οποίων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση (όπως ή όπου ορίζεται), επισπεύδεται η λήξη των υποχρεώσεων των μερών, ούτως ώστε να καθίστανται αμέσως απαιτητές, ή να λήγουν και σε κάθε περίπτωση μετατρέπονται σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση ή αντικαθίστανται από αυτήν και στις δύο περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων και των «ρητρών εκκαθαριστικού συμψηφισμού», κατά την έννοια της περ. ιδ’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του v. 3301/2004 (σημείο i του στοιχείου ιδ’ της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/47/ΕΚ) ή του «εκκαθαριστικού συμψηφισμού» (netting) κατά την έννοια της περ. ια’ του άρθρου 1 του v. 2789/2000 (στοιχείο ια’ του άρθρου 2 της Οδηγίας 98/26/ΕΚ),
88) «συμφωνία συμψηφισμού (setoff arrangement)»: συμφωνία βάσει της οποίας δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που υφίστανται μεταξύ του υπό εξυγίανση ιδρύματος και ενός αντισυμβαλλομένου μπορούν να συμψηφιστούν μεταξύ τους,
89) «συναλλαγή αντιστήριξης»: μια συναλλαγή που συνάπτεται μεταξύ δύο μελών του ομίλου για το σκοπό της μεταβίβασης, εν όλω ή εν μέρει, του κινδύνου που δημιουργείται από άλλη συναλλαγή που συνάπτεται μεταξύ ενός από αυτά τα μέλη του ομίλου και ενός τρίτου μέρους,
90) «συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας»: η ειδική εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 145 του v. 4261/2014 και η ειδική εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 22 του v. 3606/2007,
91) «συνολικό ποσό»: το συνολικό ποσό κατά το οποίο έχει εκτιμήσει η αρχή εξυγίανσης ότι πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 46,
92) «συντελεστής μετατροπής»: ο συντελεστής που καθορίζει τον αριθμό των μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας στον οποίο μετατρέπεται μια υποχρέωση συγκεκριμένης τάξης, με αναφορά είτε σε ένα μόνο μέσο της εν λόγω τάξης είτε σε μια μονάδα αξίας μιας χρεωστικής απαίτησης,
93) «Σύστημα Αποζημίωσης Επενδυτών»: σύστημα αποζημίωσης επενδυτών του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών (Συνεγγυητικό) του v. 2533/1997, και το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του Τ.Ε.Κ.Ε. (ν. 3746/2009),
94) «σύστημα εγγύησης των καταθέσεων»: σύστημα εγγύησης των καταθέσεων του v. 3746/2009, καθώς και κάθε τέτοιο σύστημα που έχει συσταθεί και αναγνωριστεί επίσημα από ένα κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ,
95) «συστημική κρίση»: η αποσταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την εσωτερική αγορά και την πραγματική οικονομία. Ολες οι κατηγορίες φορέων παροχής χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικές σε κάποιο βαθμό,
96) «σχέδιο ανάκαμψης»: σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίζεται, εφαρμόζεται και αναπροσαρμόζεται από ένα ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 5,
97) «σχέδιο ανάκαμψης ομίλου»: σχέδιο ανάκαμψης ομίλου που καταρτίζεται, εφαρμόζεται και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 7,
98) «σχέδιο εξυγίανσης»: σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίζεται για ένα ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 18,
99) «σχέδιο εξυγίανσης ομίλου»: σχέδιο εξυγίανσης ενός ομίλου, που καταρτίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21,
100) «σχετικά κεφαλαιακά μέσα»: πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 και μέσα της Κατηγορίας 2, για τους σκοπούς των άρθρων 43 έως 62,
101) «σχετική αρχή τρίτης χώρας»: αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων με εκείνα των αρχών εξυγίανσης ή των αρμοδίων αρχών, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο,
102) «σχετικό μητρικό ίδρυμα ή οντότητα»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην EE, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, για το οποίο ή την οποία εφαρμόζεται η αναδιάρθρωση παθητικού,
103) «Σώμα Αρχών Εξυγίανσης»: σώμα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 85 για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 85,
104) «Σώμα Εποπτών»: σώμα εποπτών, που έχει συσταθεί με το άρθρο 109 του v. 4261/2014 (άρθρο 116 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ),
105) «Ταμείο Εξυγίανσης»: για τα πιστωτικά ιδρύματα ορίζεται το Σκέλος Εξυγίανσης του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (Τ.Ε.Κ.Ε.), και για τις επιχειρήσεις επενδύσεων το Σκέλος Εξυγίανσης του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών (Συνεγγυητικό) σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 95,
106) «Ταμείο Εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου»: οι πόροι του Ταμείου ή των ταμείων εξυγίανσης που προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου,
107) «τίτλος ιδιοκτησίας»: μετοχές, άλλοι τίτλοι που εκχωρούν δικαιώματα ιδιοκτησίας, τίτλοι που είναι μετατρέψιμοι σε μετοχές ή παρέχουν το δικαίωμα απόκτησης μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας, και τίτλοι που αντιπροσωπεύουν δικαιώματα επί μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας,
108) «υποκατάστημα»: κάθε υποκατάστημα, όπως ορίζεται στο σημείο 17 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
109) «υποκατάστημα τρίτης χώρας»: υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που βρίσκεται σε κράτος μέλος,
110) «χρεωστικά μέσα»: α) για τους σκοπούς των περιπτώσεων ζ’ και ι’ της παρ. 1 του άρθρου 63: ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μία οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων και
β) για τους σκοπούς του άρθρου 145Α του v. 4261/2014 (Α’ 107), οι ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, καθώς και μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μία οφειλή.
111) «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: όπως ορίζεται στο σημείο 20 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
112) «χρηματοδοτικό ίδρυμα»:, όπως ορίζεται στο σημείο 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
113) «χρηματοπιστωτική σύμβαση»: α) συμβάσεις τίτλων στις οποίες συμπεριλαμβάνονται: αα) συμβάσεις αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός τίτλου, μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,
ββ) δικαιώματα προαίρεσης επί ενός τίτλου ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,
γγ) συναλλαγή πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγή αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε των ανωτέρω τίτλων, ομάδας ή δείκτη τίτλων,
β) συμβάσεις βασικών εμπορευμάτων στις οποίες συμπεριλαμβάνονται:
αα) συμβάσεις αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων για μελλοντική παράδοση,
ββ) δικαιώματα προαίρεσης επί ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων,
γγ) συναλλαγές πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγές αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε τέτοιου βασικού εμπορεύματος, ομάδας ή δείκτη,
γ) συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) και προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) στις οποίες συμπεριλαμβάνονται συμβάσεις (εκτός από σύμβαση βασικών εμπορευμάτων) για αγορά, πώληση ή μεταβίβαση, σε μελλοντική ημερομηνία, βασικού εμπορεύματος ή περιουσιακού στοιχείου κάθε άλλης φύσεως, υπηρεσίας, δικαιώματος ή τόκου σε συγκεκριμένη τιμή,
δ) συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), στις οποίες συμπεριλαμβάνονται:
αα) συμβάσεις ανταλλαγής και δικαιώματα προαίρεσης που σχετίζονται με: επιτόκια, συμφωνίες άμεσης παράδοσης ή άλλες συμφωνίες συναλλάγματος, ανταλλαγή νομισμάτων, δείκτες μετοχών ή μετοχές, δείκτες χρέους ή χρέος, δείκτες βασικών εμπορευμάτων ή βασικά εμπορεύματα, το κλίμα, τις εκπομπές ρύπων ή τον πληθωρισμό,
ββ) συμβάσεις ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, πιστωτικών περιθωρίων ή πιστωτικού κινδύνου,
γγ) κάθε συμφωνία ή συναλλαγή που είναι παρεμφερής με συμφωνία που αναφέρεται στις υποπερ. Αα’ ή ββ’ και η οποία αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης στις αγορές συμβάσεων ανταλλαγής ή παραγώγων,
ε) διατραπεζικές συμφωνίες δανεισμού με διάρκεια δανεισμού τρεις μήνες κατ’ ανώτατο όριο,
στ) γενικές συμφωνίες για οποιεσδήποτε από τις συμβάσεις ή συμφωνίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως ε’.
114) «συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας»: η συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, όπως ορίζεται στο σημείο 6 της παρ. 1 του άρθρου 121 του v. 4261/2014.»
Άρθρο 54
Σχέδια Εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 18 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο τέλος της παρ. 6 του εσωτερικού άρθρου 18 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) προστίθενται δύο εδάφια, οι περ. ιε) και ιστ) της παρ. 7 αντικαθίστανται και το εσωτερικό άρθρο 18 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 18 Σχέδια Εξυγίανσης (άρθρο 10 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών υποδοχής σημαντικών υποκαταστημάτων, εφόσον τα αφορά, καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης για κάθε ίδρυμα που δεν αποτελεί μέλος υποκείμενου σε ενοποιημένη εποπτεία ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 104 και 105 του v. 4261/2014. Το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τις ενέργειες εξυγίανσης, στις οποίες η αρχή εξυγίανσης μπορεί να προβεί σε περίπτωση που το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην περίπτωση α της παραγράφου 7 γνωστοποιούνται στο ίδρυμα.
2. Η αρχή εξυγίανσης, κατά την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης, εντοπίζει τυχόν σημαντικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και στην περίπτωση που κριθεί αναγκαίο και αναλογικό, επισημαίνει τις ενέργειες μέσω των οποίων τα εμπόδια αυτά είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν σύμφωνα με τα άρθρα 23 έως 26.
3. α) Η αρχή εξυγίανσης κατά την κατάρτιση των σχεδίων εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη διαφορετικά σενάρια, μεταξύ των οποίων και τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι λόγοι αφερεγγυότητας του ιδρύματος ενδέχεται να ανάγονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (idiosyncratic), ή η αφερεγγυότητα λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
β) Το σχέδιο εξυγίανσης δεν προβλέπει τη χορήγηση: αα) οποιασδήποτε έκτακτης δημόσιας χρηματοοικονομικής στήριξης, πέραν της χρήσης του Ταμείου Εξυγίανσης,
ββ) οποιασδήποτε επείγουσας παροχής ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα,
γγ) οποιασδήποτε παροχής ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα με ασυνήθεις όρους αναφορικά με την εξασφάλιση, τη διάρκεια και το επιτόκιο.
4. Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει ανάλυση του τρόπου και του χρόνου κατά τον οποίο ένα ίδρυμα μπορεί, βάσει των όρων του σχεδίου, να ζητήσει τη χρήση διευκολύνσεων κεντρικής τράπεζας και προσδιορίζει τα περιουσιακά στοιχεία που θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά ως εξασφαλίσεις.
5. Κατά την κατάρτιση και επικαιροποίηση των σχεδίων εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτεί τη συνδρομή των ιδρυμάτων.
6. Τα σχέδια εξυγίανσης αναθεωρούνται και κατά περίπτωση επικαιροποιούνται κατ’ ελάχιστον ετησίως, καθώς και κατόπιν τυχόν ουσιωδών αλλαγών στη νομική ή οργανωτική δομή του ιδρύματος ή στην επιχειρηματική ή χρηματοοικονομική του κατάσταση, οι οποίες μπορεί να έχουν σημαντική επίδραση στην αποτελεσματικότητα του σχεδίου εξυγίανσης ή κατ’ άλλο τρόπο επιβάλλουν αναθεώρηση του σχεδίου εξυγίανσης.
Για το σκοπό της αναθεώρησης ή επικαιροποίησης του σχεδίου εξυγίανσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν άμεσα στην αρχή εξυγίανσης οποιαδήποτε μεταβολή, η οποία καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση ή την επικαιροποίηση του σχεδίου.
Μετά την υλοποίηση των ενεργειών εξυγίανσης ή την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 59 πραγματοποιείται αναθεώρηση ή επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης με την έννοια του πρώτου εδαφίου.
Κατά τον ορισμό των προθεσμιών που αναφέρονται στις περ. ιε’ και ιστ’ της παρ. 7, όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την προθεσμία συμμόρφωσης με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104β της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
7. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4, στο σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνονται επιλογές για την εφαρμογή των μέτρων στα ιδρύματα και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 38 έως 44. Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία, ποσοτικά προσδιοριζόμενα όταν αυτό ενδείκνυται και είναι εφικτό:
α) σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου, β) σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στο ίδρυμα οι οποίες προέκυψαν μετά την υποβολή των πλέον πρόσφατων πληροφοριών σχετικά με την εξυγίανση,
γ) παρουσίαση του τρόπου με τον οποίον θα μπορούσαν να διαχωριστούν νομικά ή οικονομικά οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς από άλλες λειτουργίες, στο βαθμό που είναι απαραίτητο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχειά τους στην περίπτωση αφερεγγυότητας του ιδρύματος,
δ) εκτίμηση του απαιτούμενου χρόνου για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου,
ε) λεπτομερή περιγραφή της αξιολόγησης ως προς τη δυνατότητα εξυγίανσης, που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 και το άρθρο 23,
στ) περιγραφή τυχόν απαιτούμενων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 25 για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης που εντοπίζονται κατόπιν της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 23,
ζ) περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των κρίσιμων λειτουργιών, των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος,
η) λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 19 είναι επικαιροποιημένες και στη διάθεση των αρχών εξυγίανσης σε διαρκή βάση,
θ) αιτιολόγηση από την αρχή εξυγίανσης του τρόπου που μπορούν να χρηματοδοτηθούν οι επιλογές εξυγίανσης χωρίς την προηγούμενη λήψη:
αα) οποιασδήποτε έκτακτης δημόσιας χρηματοοικονομικής στήριξης, πέραν της χρήσης του Ταμείου Εξυγίανσης,
ββ) οποιασδήποτε επείγουσας παροχής ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα,
γγ) οποιασδήποτε παροχής ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα με ασυνήθεις όρους αναφορικά με την εξασφάλιση, τη διάρκεια και το επιτόκιο.
ι) λεπτομερή περιγραφή των στρατηγικών εξυγίανσης που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σύμφωνα με τα διάφορα δυνητικά σενάρια και τα σχετικά χρονοδιαγράμματα,
ια) περιγραφή των κρίσιμων αλληλεξαρτήσεων,
ιβ) περιγραφή των επιλογών για τη διατήρηση της πρόσβασης σε υπηρεσίες πληρωμών και εκκαθάρισης, καθώς και σε άλλες υποδομές και αξιολόγηση της δυνατότητας μεταβίβασης των θέσεων πελατών,
ιγ) ανάλυση της επίπτωσης του σχεδίου εξυγίανσης στο προσωπικό του ιδρύματος, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης των συναφών δαπανών και περιγραφή των προβλεπόμενων διαδικασιών διαβούλευσης με το προσωπικό κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη την κείμενη εργατική νομοθεσία,
ιδ) σχέδιο επικοινωνίας με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το κοινό,
ιε) τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 45ε και 45στ, καθώς και προθεσμία επίτευξης του επιπέδου των εν λόγω απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 45ιγ,
ιστ) στις περιπτώσεις που η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει τις παρ. 4, 5 ή 7 του άρθρου 45β, χρονοδιάγραμμα για συμμόρφωση της οντότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 45ιγ,
ιζ) περιγραφή των βασικών λειτουργιών και συστημάτων για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας του ιδρύματος,
ιη) κατά περίπτωση, τις απόψεις που διατυπώνει το ίδιο το ίδρυμα αναφορικά με το σχέδιο εξυγίανσης.
8. Η αρχή εξυγίανσης στο πλαίσιο των καθηκόντων της μπορεί να:
α) ζητά από τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις β’, γ’ ή δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 να τηρούν λεπτομερή αρχεία των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη,
β) θέτει προθεσμία εντός της οποίας το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στις περιπτώσεις β’, γ’ ή δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 οφείλει να είναι σε θέση να παρουσιάσει αυτά τα αρχεία, η οποία πρέπει να είναι ίδια για όλα τα ιδρύματα και οντότητες που βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία της, και
γ) αποφασίζει διαφορετικές προθεσμίες για διαφορετικά είδη χρηματοπιστωτικών συμβάσεων σύμφωνα με την περίπτωση 113 του άρθρου 2.
Η παράγραφος αυτή δεν επηρεάζει την εξουσία της αρμόδιας αρχής να συγκεντρώνει πληροφορίες.»
Άρθρο 55
Σχέδια εξυγίανσης ομίλου Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 20 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 3 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Οι παρ. 1 και 3 του εσωτερικού άρθρου 20 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίστανται και το εσωτερικό άρθρο 20 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 20 Σχέδια εξυγίανσης ομίλου (άρθρο 12 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα. Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου προσδιορίζει μέτρα που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά:
α) τη μητρική επιχείρηση της EE, β) τις θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου και που είναι εγκατεστημένες στην EE, γ) τις οντότητες που αναφέρονται στις περ. γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 και δ) με την επιφύλαξη των άρθρων 90 έως 94 του Κεφαλαίου ΙΣΤ, τις θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου και είναι εγκατεστημένες εκτός της EE.
Σύμφωνα με τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το σχέδιο εξυγίανσης προσδιορίζει για κάθε όμιλο τις οντότητες εξυγίανσης και τους ομίλους εξυγίανσης.
2. Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου καταρτίζεται βάσει των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 19.
3. Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου: α) παρουσιάζει τις ενέργειες εξυγίανσης που πρόκειται να αναληφθούν για τις οντότητες εξυγίανσης στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 18, και τις επιπτώσεις των εν λόγω ενεργειών εξυγίανσης σε σχέση με τα άλλα μέλη του ομίλου που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, τη μητρική επιχείρηση και τα θυγατρικά ιδρύματα,
Όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης, παρουσιάζει ενέργειες εξυγίανσης που πρόκειται να αναληφθούν όσον αφορά στις οντότητες εξυγίανσης κάθε ομίλου εξυγίανσης και τις επιπτώσεις των εν λόγω ενεργειών ως προς αμφότερα τα ακόλουθα:
i) τα άλλα μέλη του ομίλου που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης,
ii) άλλους ομίλους εξυγίανσης, β) εξετάζει τον βαθμό στον οποίο τα εργαλεία εξυγίανσης μπορούν να εφαρμοστούν και οι εξουσίες εξυγίανσης να ασκηθούν κατά συντονισμένο τρόπο σε οντότητες εξυγίανσης εγκατεστημένες στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διευκόλυνση της αγοράς ολόκληρου του ομίλου από τρίτο μέρος, ή της αγοράς χωριστών επιχειρηματικών τομέων ή δραστηριοτήτων που παρέχονται από μια σειρά οντοτήτων του ομίλου, ή συγκεκριμένων οντοτήτων του ομίλου, ή ομίλων εξυγίανσης, και προσδιορίζει οποιαδήποτε δυνητικά εμπόδια σε μια συντονισμένη εξυγίανση,
γ) όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει μέλη που έχουν συσταθεί σε τρίτες χώρες, προσδιορίζει τις κατάλληλες ρυθμίσεις συνεργασίας και συντονισμού με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών, καθώς και τις συνέπειες για την εξυγίανση εντός της ΕΕ,
δ) προσδιορίζει μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του νομικού και οικονομικού διαχωρισμού συγκεκριμένων λειτουργιών ή επιχειρηματικών τομέων, τα οποία είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση της εξυγίανσης του ομίλου, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση,
ε) προσδιορίζει οποιεσδήποτε επιπλέον ενέργειες που δεν αναφέρονται στον παρόντα νόμο και που πρόκειται να αναληφθούν, σε σχέση με τις οντότητες εντός κάθε ομίλου εξυγίανσης,
στ) προσδιορίζει με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι ενέργειες εξυγίανσης του ομίλου και, σε περίπτωση που θα χρειαζόταν προσφυγή στο Ταμείο Εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 95 έως 104, θέτει αρχές για τον επιμερισμό της ευθύνης ως προς την εν λόγω χρηματοδότηση μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη.
Οι αρχές αυτές βασίζονται σε δίκαια και ισορροπημένα κριτήρια και λαμβάνουν υπόψη, ειδικότερα, την παρ. 5 του άρθρου 102 και την επίπτωση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη.
Το σχέδιο δεν προϋποθέτει: αα) οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη, πέραν της χρήσης του Ταμείου Εξυγίανσης, αβ) οποιαδήποτε επείγουσα παροχή ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα, ή αγ) οποιαδήποτε παροχή ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα με ασυνήθεις όρους αναφορικά με την εξασφάλιση, τη διάρκεια και το επιτόκιο.
4. Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρο 24 διεξάγεται ταυτόχρονα με την κατάρτιση και την επικαιροποίηση των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου. Στο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου περιλαμβάνεται λεπτομερής περιγραφή της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 24.
5. Το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου δεν πρέπει να έχει δυσανάλογα μεγάλη επίπτωση σε κανένα κράτος μέλος.»
Άρθρο 56
Απαιτήσεις και διαδικασία για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 21 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 4 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του εσωτερικού άρθρου 21 του άρθρου 2 του v. 4335/2015, (Α’ 87) προστίθεται εδάφιο, η παρ. 6 αντικαθίσταται και το εσωτερικό άρθρο 21 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 21 Απαιτήσεις και διαδικασία για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου (άρθρο 13 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Οι μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τις πληροφορίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν σύμφωνα με το άρθρο 19. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ και, στον απαιτούμενο βαθμό, κάθε ένα από τα μέλη του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1. Υπό τον όρο της τήρησης των κανόνων εμπιστευτικότητας που ορίζονται στον παρόντα νόμο, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο:
α) στην Ε.Α.Τ., β) στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, γ) στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής σημαντικών υποκαταστημάτων, στο βαθμό που τα αφορά, δ) στις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 108 και 109 του v. 4261/2014, και ε) στις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι οντότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1.
Οι παρεχόμενες πληροφορίες από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου προς τις αρχές εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές των θυγατρικών, τις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών υποδοχής σημαντικών υποκαταστημάτων και τις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 108 και 109 του v. 4261/2014, περιλαμβάνουν τουλάχιστον όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη θυγατρική ή το σημαντικό υποκατάστημα. Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Ε.Α.Τ. περιλαμβάνουν κάθε πληροφορία σχετική με το ρόλο της Ε.Α.Τ. όσον αφορά τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου. Στην περίπτωση πληροφοριών σχετικά με θυγατρικές σε τρίτες χώρες, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν υποχρεούται να διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές χωρίς τη συναίνεση της οικείας αρμόδιας αρχής ή της οικείας αρχής εξυγίανσης της τρίτης χώρας.
2. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ενεργώντας από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης, που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο στην παρ. 1, σε Σώματα Αρχών Εξυγίανσης και κατόπιν διαβούλευσης με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών υποδοχής σημαντικών υποκαταστημάτων, καταρτίζει και αναπροσαρμόζει σχέδιο εξυγίανσης ομίλου. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μπορεί, κατά τη διακριτική της ευχέρεια και με την επιφύλαξη τήρησης των κανόνων εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 94, να ζητήσει να συμμετάσχουν στην εκπόνηση και την αναπροσαρμογή σχεδίων εξυγίανσης ομίλου αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών στις οποίες είναι εγκατεστημένες θυγατρικές ή χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή σημαντικά υποκαταστήματα, σύμφωνα με το άρθρο 52 του v. 4261/2014.
3. Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου αναθεωρείται και, κατά περίπτωση, επικαιροποιείται τουλάχιστον άπαξ ετησίως, καθώς και έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των μελών του, που δύναται να έχει σημαντική επίπτωση στο σχέδιο ή να απαιτεί την τροποποίησή του.
4. Η έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών. Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης, ο προγραμματισμός των ενεργειών εξυγίανσης που αναφέρονται στην περ. αα’ της παρ. 3 του άρθρου 20 συμπεριλαμβάνεται σε κοινή απόφαση, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας.
Οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, των πληροφοριών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1.
Οποιαδήποτε εμπλεκόμενη αρχή εξυγίανσης μπορεί να ζητήσει από την Ε.Α.Τ. να συνδράμει τις αρχές εξυγίανσης για τη λήψη κοινής απόφασης, σύμφωνα με την περίπτωση γ’ του άρθρου 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010.
5. Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση των αρχών εξυγίανσης εντός τεσσάρων (4) μηνών, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, λαμβάνει η ίδια την απόφαση όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου. Η απόφαση αυτή λαμβάνει υπόψη τις γνώμες και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμοδίων αρχών και διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
6. Ελλείψει κοινής απόφασης των αρχών εξυγίανσης εντός τεσσάρων (4) μηνών, κάθε αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για μια θυγατρική και που διαφωνεί με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου, λαμβάνει τη δική της απόφαση και, όπου αρμόζει, προσδιορίζει την οντότητα εξυγίανσης και καταρτίζει και διατηρεί σχέδιο εξυγίανσης για τον όμιλο εξυγίανσης, ο οποίος αποτελείται από οντότητες, υπό τη δικαιοδοσία της. Καθεμία από τις μεμονωμένες αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης που διαφωνούν είναι πλήρως αιτιολογημένη, αναφέρει τους λόγους της διαφωνίας με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης και αρμόδιων αρχών. Κάθε αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της στα λοιπά μέλη του Σώματος Αρχών Εξυγίανσης.
7. Οι λοιπές αρχές εξυγίανσης που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο της παραγράφου 6 μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.
8. Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στις παρ. 4 και 7, και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τις παρ. 5 και 6, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις λοιπές εμπλεκόμενες αρχές εξυγίανσης.
9. Σύμφωνα με τις παρ. 5 και 6, κατ’ αίτηση μιας αρχής εξυγίανσης, η Ε.Α.Τ. μπορεί να συνδράμει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010, εκτός εάν οποιαδήποτε εμπλεκόμενη αρχή εξυγίανσης εκτιμήσει ότι το αντικείμενο της διαφωνίας είναι δυνατόν να θίξει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του οικείου κράτους μέλους. Αν μέχρι την πάροδο της τετράμηνης προθεσμίας που καθορίζεται στην παρ. 4 για την λήψη κοινής απόφασης, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης του παρόντος άρθρου έχει ζητήσει τη συνδρομή της Ε.Α.Τ. σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κατά την παράγραφο 5 ή αρχή εξυγίανσης για τη θυγατρική κατά την παρ. 6, αντίστοιχα, αναβάλλουν τη λήψη απόφασής τους και αναμένουν την απόφαση της Ε.Α.Τ. σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010, λαμβάνουν δε την απόφασή τους σύμφωνα με την απόφαση της Ε.Α.Τ. Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού. Αν δεν ληφθεί απόφαση της Ε.Α.Τ. εντός ενός (1) μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή της αρχής εξυγίανσης για τη θυγατρική, κατά περίπτωση. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην Ε.Α.Τ. μετά την πάροδο της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
10. Σε περίπτωση που λαμβάνονται κοινές αποφάσεις σύμφωνα με τις παρ. 4 και 7, και μια αρχή εξυγίανσης εκτιμά στο πλαίσιο της παρ. 9 ότι το αντικείμενο μιας διαφωνίας θίγει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους της, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κινεί την επαναξιολόγηση του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.»
Άρθρο 57
Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 24 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 5 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Η περ. ββ’ του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 24 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίσταται, προστίθεται παρ. 4 και το εσωτερικό άρθρο 24 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 24 Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων (άρθρο 16 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών του, και μετά από διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις αρμόδιες αρχές των θυγατρικών αυτών, καθώς και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα στον βαθμό που τα αφορά, αξιολογεί κατά πόσον ο όμιλος είναι δυνατό να εξυγιανθεί χωρίς να του παρασχεθεί:
α) οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη, πέραν της χρήσης του Ταμείου Εξυγίανσης,
β) οποιαδήποτε επείγουσα ρευστότητα από την κεντρική τράπεζα,
γ) οποιαδήποτε ρευστότητα από την κεντρική τράπεζα με ασυνήθεις όρους αναφορικά με την εξασφάλιση, τη διάρκεια και το επιτόκιο.
Ένας όμιλος θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί εάν είναι αξιόπιστο και εφικτό για τις αρχές εξυγίανσης:
αα) είτε να θέσουν σε εκκαθάριση τα μέλη του ομίλου στο πλαίσιο συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας,
ββ) είτε να εξυγιάνουν τον εν λόγω όμιλο με την εφαρμογή εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης στις οντότητες εξυγίανσης του εν λόγω ομίλου, αποφεύγοντας παράλληλα στον μέγιστο δυνατό βαθμό οποιεσδήποτε σημαντικές δυσμενείς συνέπειες για τα χρηματοπιστωτικά συστήματα των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται τα μέλη του ομίλου ή τα υποκαταστήματα, ή άλλων κρατών μελών ή της ΕΕ, ακόμη και ευρύτερη χρηματοπιστωτική
αστάθεια ή γεγονότα που αφορούν στο σύνολο του συστήματος, με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που εκτελούνται από τα εν λόγω μέλη του ομίλου, στην περίπτωση που αυτά μπορούν να διαχωριστούν εύκολα εγκαίρως, είτε με άλλα μέσα.
Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενημερώνει εγκαίρως την Ε.Α.Τ. κάθε φορά που ένας όμιλος θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.
Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου εξετάζεται από τα Σώματα Αρχών Εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 85.
2. Για τους σκοπούς της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν τα κατ’ ελάχιστον οριζόμενα στο τμήμα Γ’ του παραρτήματος.
3. Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του άρθρου 21 και ταυτόχρονα με την κατάρτιση και επικαιροποίηση των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 20.
4. Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης, που αναφέρονται στην παρ. 1 αξιολογούν τη δυνατότητα εξυγίανσης του κάθε ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν.
Η αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πραγματοποιείται παράλληλα με την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ολόκληρου του ομίλου και διενεργείται στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του άρθρου 21.»
Άρθρο 58
Εξουσία απαγόρευσης ορισμένων διανομών Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 24 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 6 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 24 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87) προστίθεται εσωτερικό άρθρο 24α, ως εξής:
«Άρθρο 24α Εξουσία απαγόρευσης ορισμένων διανομών (παρ. 6 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Όταν μια οντότητα είναι σε κατάσταση κατά την οποία πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον της κάθε μίας από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις περ. α’, β’και γ’του άρθρου 131Α του v. 4261/2014 (Α’ 107), αλλά δεν πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας όταν εξετάζεται επιπλέον των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ, κατά τον υπολογισμό σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας αυτής έχει την εξουσία, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3, να απαγορεύσει σε αυτήν να διανέμει μεγαλύτερο ποσό από το Τροποποιημένο Μέγιστο Διανεμητέο Ποσό (Τ-ΜΔΠ) που συνδέεται με την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις και υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 4,μέσω οποιασδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες: α) διανομής κερδών σε σχέση με κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,
β) ανάληψης υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή καταβολής μεταβλητών αποδοχών εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η οντότητα δεν ικανοποιούσε τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας,
γ) πληρωμών σε σχέση με πρόσθετα μέσα κεφαλαίων της Κατηγορίας 1.
Όταν μια οντότητα βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ενημερώνει αμέσως την αρχή εξυγίανσης σχετικά.
2. Όταν συντρέχει η κατάσταση που αναφέρεται στην παρ. 1, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, εκτιμά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αν θα ασκήσει την εξουσία που αναφέρεται στην παρ. 1, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ακόλουθα στοιχεία:
α) την αιτία, τη διάρκεια και την έκταση της μη εκπλήρωσης της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παρ. 1 και τον αντίκτυπό της στη δυνατότητα εξυγίανσης,
β) την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της οντότητας και την πιθανότητα, στο εγγύς μέλλον, να πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 32,
γ) την προοπτική ότι η οντότητα θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 σε εύλογο χρονικό διάστημα,
δ) όταν η οντότητα αδυνατεί να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα άρθρα 72β και 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176) ή στο άρθρο 45β ή στην παρ. 2 του άρθρου 45στ του παρόντος, εάν η αδυναμία είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς,
ε) αν η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παρ. 1 είναι το πλέον κατάλληλο και αναλογικό μέσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης της οντότητας λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις της τόσο στους όρους χρηματοδότησης όσο και στη δυνατότητα εξυγίανσης της οικείας οντότητας.
Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση για το εάν θα ασκήσει την αναφερόμενη στην παρ. 1 εξουσία τουλάχιστον κάθε μήνα, για όσο διάστημα η οντότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στην παρ. 1.
3. Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι η οντότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στην αναφερόμενη στην παρ. 1 κατάσταση, εννέα (9) μήνες μετά την ενημέρωσή της από την οντότητα, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παρ. 1, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει, μετά από αξιολόγηση, ότι πληρούνται τουλάχιστον δύο από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η μη εκπλήρωση της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παρ. 1 οφείλεται σε σοβαρή διαταραχή της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία οδηγεί σε εκτεταμένες πιέσεις που ασκούνται σε διάφορα τμήματα της χρηματοπιστωτικής αγοράς,
β) η διαταραχή της περ. α’ δεν επιφέρει μόνο την αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών των μέσων ιδίων κεφαλαίων και των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας ή αυξημένο κόστος για την οντότητα, αλλά οδηγεί επίσης σε πλήρες ή μερικό κλείσιμο των αγορών που εμποδίζει την οντότητα να εκδώσει μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στις εν λόγω αγορές,
γ) το κλείσιμο της αγοράς που αναφέρεται στην περ. β’ δεν παρατηρείται μόνο για την οικεία οντότητα, αλλά και για διάφορες άλλες οντότητες,
δ) η διατάραξη της περ. α’ εμποδίζει την οικεία οντότητα να εκδώσει επαρκή μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, ούτως ώστε να πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παρ. 1, ή
ε) η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παρ. 1 οδηγεί σε αρνητικές δευτερογενείς συνέπειες για μέρος του τραπεζικού τομέα, ως εκ τούτου υπονομεύοντας δυνητικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Όταν εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για την απόφασή της και επεξηγεί γραπτώς την αξιολόγησή της.
Κάθε μήνα η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επαναξιολόγηση κατά πόσον εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.
4. Το Τ-ΜΔΠ υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 5 με τον συντελεστή που καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 6. Το Τ-ΜΔΠ μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό προκύπτει από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στις περ. α’, β’ ή γ’ της παρ. 1.
5. Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παρ. 4 αποτελείται από:
α) ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, μετά την αφαίρεση διανομής κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στα στοιχεία α’, β’ ή γ’ της παρ. 1,συν β) κέρδη τέλους χρήσεως που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στις περ. α’, β’ ή γ’ της παρ. 1 του παρόντος, μείον γ) τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν διακρατούνταν τα στοιχεία των περ. α’ και β’. 6. Ο συντελεστής που αναφέρεται στην παρ. 4 καθορίζεται ως εξής: α) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ του παρόντος, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,
β) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ του παρόντος εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2,
γ) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ του παρόντος, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4,
δ) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ του παρόντος, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6.
Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:
Άρθρο 59
Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης Αντικατάσταση του εσωτερικού άρθρου 25 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 7 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Το εσωτερικό άρθρο 25 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 25 Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης (παρ. 7 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Όταν, κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης μιας οντότητας, που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, διαπιστώνει ότι υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης της εν λόγω οντότητας, η εν λόγω αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί εγγράφως τη διαπίστωση της αυτή στη σχετική οντότητα, στην αρμόδια αρχή και στις αρχές εξυγίανσης των κρατών-μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.
2. Η απαίτηση για τις αρχές εξυγίανσης να καταρτίσουν σχέδια εξυγίανσης και για τις εμπλεκόμενες αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18 και την παρ. 4 του άρθρου 21 αντιστοίχως, αναστέλλεται σε συνέχεια της κοινοποίησης της παρ. 1, έως ότου η αρχή εξυγίανσης αποδεχθεί τα μέτρα για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με την παρ. 3, ή αποφασίσει περί αυτών σύμφωνα με την παρ. 4.
3. Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης σύμφωνα με την παρ. 1, η οντότητα προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση.
Η οντότητα, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παρ. 1, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η οντότητα συμμορφώνεται με τα άρθρα 45ε και 45στ και τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, όταν ένα ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης οφείλεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:
α) η οντότητα πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον της κάθε μίας από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις περ. α’, β’ και γ’ του άρθρου 131α του v. 4261/2014 (Α’ 107), αλλά δεν πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ, κατά τον υπολογισμό σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45, ή
β) η οντότητα δεν πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 92α και 494 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176) ή τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ του παρόντος.
Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.
Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, αξιολογεί κατά πόσο με τα μέτρα που προτείνονται κατά το πρώτο και δεύτερο εδάφιο αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά ή εξαλείφονται τα εν λόγω ουσιαστικά εμπόδια.
4. Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι τα μέτρα που προτείνονται από μια οντότητα σύμφωνα με την παρ. 3 δεν περιορίζουν ούτε εξαλείφουν αποτελεσματικά τα εν λόγω εμπόδια, ζητά από την οντότητα, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, να λάβει εναλλακτικά μέτρα με τα οποία είναι δυνατό να επιτευχθεί ο στόχος αυτός και κοινοποιεί εγγράφως τα εν λόγω μέτρα στην οντότητα, η οποία εντός ενός (1) μηνός οφείλει να προτείνει σχέδιο συμμόρφωσης προς αυτά.
Κατά τον προσδιορισμό εναλλακτικών μέτρων, η αρχή εξυγίανσης τεκμηριώνει για ποιον λόγο τα μέτρα που πρότεινε η οντότητα δεν θα μπορούσαν να εξαλείψουν τα εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και για ποιον λόγο τα προταθέντα από αυτήν εναλλακτικά μέτρα είναι αναλογικά για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους που ενέχουν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τα εν λόγω εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης, καθώς και την επίπτωση των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οντότητας, τη σταθερότητά της και την ικανότητά της να συμβάλλει στην οικονομία.
5. Πριν από τον προσδιορισμό οποιουδήποτε μέτρου που αναφέρεται στην παρ. 4, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και, όπου ενδείκνυται, την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, λαμβάνει υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων στη συγκεκριμένη οντότητα, στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών-μελών και της ΕΕ στο σύνολό της.
6. Για τους σκοπούς της παρ. 4, η αρχή εξυγίανσης έχει την εξουσία να λαμβάνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα:
α) να απαιτεί από την οντότητα την αναθεώρηση οποιασδήποτε ενδοομιλικής χρηματοδοτικής συμφωνίας, ή την εξέταση πιθανής σύναψής της, ή την κατάρτιση συμφωνίας παροχής υπηρεσιών, είτε ενδοομιλικής είτε με τρίτα μέρη, για να καλύψει την παροχή κρίσιμων λειτουργιών,
β) να απαιτεί από την οντότητα τον περιορισμό του μέγιστου ύψους των ατομικών και συνολικών ανοιγμάτων της,
γ) να επιβάλλει απαιτήσεις παροχής συγκεκριμένων ή τακτικών πρόσθετων πληροφοριών για τους σκοπούς της εξυγίανσης,
δ) να απαιτεί από την οντότητα τη μεταβίβαση συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων,
ε) να απαιτεί από την οντότητα τον περιορισμό ή την παύση της άσκησης συγκεκριμένων υφιστάμενων ή προτεινόμενων δραστηριοτήτων,
στ) να περιορίζει ή να αποτρέπει την ανάπτυξη νέων ή υφιστάμενων επιχειρηματικών τομέων ή την πώληση νέων ή υφιστάμενων προϊόντων,
ζ) να απαιτεί αλλαγές στις νομικές ή λειτουργικές δομές της οντότητας ή οποιουδήποτε μέλους του ομίλου, το οποίο ελέγχεται είτε άμεσα είτε έμμεσα από αυτήν, προκειμένου να μειωθεί η πολυπλοκότητα και να διασφαλιστεί ότι οι κρίσιμες λειτουργίες είναι δυνατό να διαχωριστούν νομικά και οργανωτικά από άλλες λειτουργίες, μέσω της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης,
η) να απαιτεί από μια οντότητα ή μια μητρική επιχείρηση τη σύσταση μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης σε κράτος-μέλος ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ,
ηα) να απαιτεί από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 να υποβάλει σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ, εκφραζόμενη ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45ε ή στο άρθρο 45στ του παρόντος, εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013,
θ) να απαιτεί από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 να εκδώσει επιλέξιμες υποχρεώσεις για την τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ,
ι) να απαιτεί από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 τη λήψη άλλων μέτρων για την τήρηση των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων βάσει του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ, περιλαμβανομένης ιδίως της προσπάθειας επαναδιαπραγμάτευσης των όρων οποιασδήποτε επιλέξιμης υποχρέωσης, πρόσθετου μέσου της Κατηγορίας 1 ή μέσου της Κατηγορίας 2 έχει εκδώσει, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι σε κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης για απομείωση ή μετατροπή της εν λόγω υποχρέωσης ή του εν λόγω μέσου εφαρμόζεται το δίκαιο της δικαιοδοσίας που διέπει αυτήν την υποχρέωση ή το μέσο,
ια) για τον σκοπό της εξασφάλισης της διαρκούς συμμόρφωσης με το άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ, να απαιτεί από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, να αλλάξει τα χαρακτηριστικά ληκτότητας:
i) των μέσων ιδίων κεφαλαίων, αφού λάβει τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής, και
ii) των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 45β και στην περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45στ, και
ιβ) σε περίπτωση που μια οντότητα είναι θυγατρική μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών, να απαιτήσει από τη μεικτή εταιρεία συμμετοχών να ιδρύσει χωριστή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών για τον έλεγχο της οντότητας, εάν αυτό είναι αναγκαίο, προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυγίανση της οντότητας και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η εφαρμογή των μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης που προβλέπονται στα άρθρα 31 έως 83 και 110 να έχει δυσμενείς συνέπειες στο μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου.»
Άρθρο 60
Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 26 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 8 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Οι παρ. 1 έως 7 και η παρ. 9 του εσωτερικού άρθρου 26 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίστανται και το εσωτερικό άρθρο 26 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 26 Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου (άρθρο 18 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και μετά από διαβούλευση με το Σώμα Εποπτών και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών-μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που τα αφορά, εξετάζουν την αξιολόγηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 24 στο πλαίσιο του Σώματος Αρχών Εξυγίανσης και προβαίνουν σε κάθε εύλογη ενέργεια, προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 25 σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους, οι οποίες είναι οντότητες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 1 και αποτελούν μέρος του ομίλου.
2. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την Ε.Α.Τ., σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 25 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθμ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ ΕΚ της Επιτροπής, συντάσσει και υποβάλλει έκθεση στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, οι οποίες την κοινοποιούν στις θυγατρικές που υπάγονται στην εποπτεία τους, και στις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα. Στην έκθεση, η οποία συντάσσεται μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές:
α) αναλύονται τα ουσιαστικά εμπόδια για την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά στον όμιλο, και επίσης όσον αφορά σε ομίλους εξυγίανσης, όποτε ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης,
β) εξετάζονται οι επιπτώσεις στο επιχειρηματικό μοντέλο του ομίλου, και
γ) προτείνονται αναλογικά και στοχευμένα μέτρα, τα οποία, κατά την κρίση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, είναι αναγκαία ή κατάλληλα για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων.
Όταν ένα εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιο μέλος του ομίλου βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 25, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί την εκτίμησή της για το εν λόγω εμπόδιο στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών ιδρυμάτων της.
3. Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.
Όταν τα εμπόδια που προσδιορίζονται στην έκθεση οφείλονται στο γεγονός ότι κάποιο μέλος του ομίλου βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 25, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της οντότητας ομίλου με τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ, εκφραζόμενες ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176) και, κατά περίπτωση, με τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 45ε και 45στ, εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο. Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα αυτά αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το ουσιαστικό εμπόδιο.
4. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου γνωστοποιεί κάθε μέτρο που προτείνεται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την Ε.Α.Τ., τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών-μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που τα αφορά. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση στο πλαίσιο του Σώματος Αρχών Εξυγίανσης όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την αξιολόγηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, καθώς και των μέτρων που απαιτούνται από τις αρχές, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες επιπτώσεις των μέτρων σε όλα τα κράτη-μέλη στα οποία δραστηριοποιείται ο όμιλος.
5. Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ. Εάν η μητρική επιχείρηση της ΕΕ δεν έχει υποβάλει παρατηρήσεις, η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός ενός (1) μηνός από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3.
Η κοινή απόφαση που σχετίζεται με εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης οφειλόμενο στην κατάσταση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 25, λαμβάνεται εντός δύο (2) εβδομάδων από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ σύμφωνα με την παρ. 3.
Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη, έγγραφη και κοινοποιείται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ζητήσει από την Ε.Α.Τ. να συνδράμει τις αρχές εξυγίανσης στη λήψη κοινής απόφασης, σύμφωνα με την περ. γ’ του άρθρου 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010.
6. Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 25 σε επίπεδο ομίλου. Η εν λόγω απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης και κοινοποιείται στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
Εάν, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5, κάποια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παρ. 9 στην Ε.Α.Τ., σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η Ε.Α.Τ. σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της Ε.Α.Τ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παρ. 5 θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010. Η Ε.Α.Τ. λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός (1) μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην Ε.Α.Τ. μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5 ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της Ε.Α.Τ., εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
6α. Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5, η αρχή εξυγίανσης της οικείας οντότητας εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 25 σε επίπεδο ομίλου εξυγίανσης.
Η απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης άλλων οντοτήτων του ιδίου ομίλου εξυγίανσης και της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Η απόφαση κοινοποιείται στην οντότητα εξυγίανσης από τη σχετική αρχή εξυγίανσης.
Εάν, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5, μια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παρ. 9 στην Ε.Α.Τ., σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η Ε.Α.Τ. σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της Ε.Α.Τ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παρ. 5 θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010. Η Ε.Α.Τ. λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός (1) μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην Ε.Α.Τ. μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5 ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της Ε.Α.Τ, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.
7. Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης λαμβάνουν οι ίδιες αποφάσεις σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τις θυγατρικές σε ατομική βάση σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 25. Η εν λόγω απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης. Η απόφαση διαβιβάζεται στην εμπλεκόμενη θυγατρική, στην οντότητα εξυγίανσης του ιδίου ομίλου εξυγίανσης, στην αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
Εάν, κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5, κάποια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παρ. 9 στην Ε.Α.Τ., σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η Ε.Α.Τ. σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της Ε.Α.Τ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παρ. 5 θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010. Η Ε.Α.Τ. λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός (1) μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην Ε.Α.Τ. μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5 ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της Ε.Α.Τ., εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.
8. Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση σύμφωνα με την παρ. 6 αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις άλλες εμπλεκόμενες αρχές εξυγίανσης.
9. Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση σχετικά με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στις περ. ζ’, η’ η’ ια’ της παρ. 6 του άρθρου 25, η αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με τις παρ. 6 ή 7 μπορεί να ζητήσει από την Ε.Α.Τ., να συνδράμει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε συμφωνία, όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010.»
Άρθρο 61
Προϋποθέσεις εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 32 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 9 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Η περ. β’ της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 32 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίσταται, προστίθεται παρ. 5 και το εσωτερικό άρθρο 32 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 32 Προϋποθέσεις εξυγίανσης (άρθρο 32 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε ενέργειες εξυγίανσης σε σχέση με ίδρυμα μόνο εφόσον κρίνει ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η αρμόδια αρχή διαπιστώνει, κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης, ότι το ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας,
β) λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές περιστάσεις, δεν προσδοκάται εύλογα ότι εναλλακτικά μέτρα προερχόμενα από τον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων από θεσμικό σύστημα προστασίας (ΘΣΠ), ή εποπτικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 59, θα αποτρέψουν την αφερεγγυότητα του ιδρύματος εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, και
γ) η ενέργεια εξυγίανσης είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος και ειδικότερα απαιτείται για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης κατά το άρθρο 31, και είναι αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση του ιδρύματος κατά τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας οι εν λόγω στόχοι εξυγίανσης δεν θα επιτυγχάνονταν στον ίδιο βαθμό.
2. Η προηγούμενη λήψη μέτρων έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27 δεν αποτελεί προϋπόθεση για την πραγματοποίηση ενέργειας εξυγίανσης.
3. Για τους σκοπούς της περ. α’ της παρ. 1 ένα ίδρυμα θεωρείται ότι τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας αν συντρέχει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) το ίδρυμα παραβιάζει ή υπάρχουν αντικειμενικές ενδείξεις βάσει των οποίων κρίνεται ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον τις προϋποθέσεις της αδειοδότησής του, κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του από την αρμόδια αρχή, μεταξύ άλλων, διότι το ίδρυμα έχει υποστεί ή είναι πιθανόν να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν το σύνολο ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του,
β) τα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος υπολείπονται, ή υπάρχουν αντικειμενικές ενδείξεις βάσει των οποίων κρίνεται ότι πρόκειται, στο εγγύς μέλλον, να υπολείπονται, των υποχρεώσεών του,
γ) το ίδρυμα δεν είναι σε θέση ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι το ίδρυμα δεν πρόκειται να είναι σε θέση, στο εγγύς μέλλον, να εξοφλήσει τις οφειλές του ή να ανταποκριθεί σε άλλες υποχρεώσεις του όταν αυτές καταστούν απαιτητές,
δ) όταν απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη εκτός εάν, προκειμένου να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην εθνική οικονομία και να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη λαμβάνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μορφές:
αα) κρατική εγγύηση για την κάλυψη διευκολύνσεων ρευστότητας που παρέχεται από την κεντρική τράπεζα σύμφωνα με τους όρους που διέπουν τη λειτουργία της,
ββ) κρατική εγγύηση για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις, ή γγ) εισφορά ιδίων κεφαλαίων ή αγορά κεφαλαιακών
μέσων σε τιμές και με όρους που δεν παρέχουν πλεονέκτημα υπέρ του ιδρύματος, εφόσον δεν συντρέχουν ούτε οι περιστάσεις των περιπτώσεων α’, β’ ή γ’ της παρούσας παραγράφου ούτε οι περιστάσεις που εκτίθενται στις παραγράφους 2 και 9 του άρθρου 59 κατά τη στιγμή της χορήγησης της κρατικής στήριξης.
4. Σε καθεμία από τις υποπεριπτώσεις αα’, ββ’ και γγ’ της περ. δ’ της παρ. 3, τα αναφερόμενα εγγυοδοτικά ή ισοδύναμα μέτρα περιορίζονται σε φερέγγυα ιδρύματα και υπόκεινται στην τελική έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ. Τα μέτρα αυτά έχουν προληπτικό και προσωρινό χαρακτήρα, είναι αναλογικά ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών της σοβαρής διαταραχής και δεν χρησιμοποιούνται για να καλυφθούν ζημίες που το ίδρυμα ήδη έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί στο εγγύς μέλλον.
Τα μέτρα στήριξης της υποπερ. γγ) της περ. δ’ της παρ. 3 περιορίζονται στις αναγκαίες εισφορές για την αντιμετώπιση της έλλειψης κεφαλαίων που έχει διαπιστωθεί στο πλαίσιο των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο εθνικό, ενωσιακό ή του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας (SSM), στο πλαίσιο του ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμων ελέγχων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ε.Α.Τ. ή της αρμόδιας αρχής.
5. Σε περίπτωση που κριθεί από την αρχή εξυγίανσης ότι για ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 πληρούνται μεν οι προϋποθέσεις των περ. α’ και β’ της παρ. 1, αλλά η ανάληψη ενέργειας εξυγίανσης δεν θα ήταν προς το δημόσιο συμφέρον σύμφωνα με την περ. γ’ της παρ. 1, το εν λόγω ίδρυμα ή οντότητα τίθεται σε εκκαθάριση υπό τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας.»
Άρθρο 62
Προϋποθέσεις εξυγίανσης για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μονίμως συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 32 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 10 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 32 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87) προστίθεται εσωτερικό άρθρο 32α, ως εξής:
«Άρθρο 32α Προϋποθέσεις εξυγίανσης για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μονίμως συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό (παρ. 10 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναλάβει ενέργεια εξυγίανσης σε σχέση με κεντρικό οργανισμό και όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι μονίμως συνδεδεμένα με αυτόν και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης, όταν ο εν λόγω όμιλος εξυγίανσης, ως σύνολο, πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 32.»
Άρθρο 63
Προϋποθέσεις εξυγίανσης χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και εταιρειών συμμετοχών Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 33 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 11 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Οι παρ. 2, 3 και 4 του εσωτερικού άρθρου 33 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίστανται και το εσωτερικό άρθρο 33 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 33 Προϋποθέσεις εξυγίανσης χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και εταιρειών συμμετοχών (παρ. 11 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να προβαίνει σε ενέργειες εξυγίανσης χρηματοδοτικού ιδρύματος που αναφέρεται στην περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 1, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 32 τόσο ως προς το χρηματοδοτικό ίδρυμα όσο και ως προς τη μητρική επιχείρηση που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία.
2. Η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει ενέργειες εξυγίανσης έναντι μιας οντότητας που αναφέρεται στις περ. γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, εφόσον αυτή πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 32.
3. Σε περίπτωση που τα θυγατρικά ιδρύματα μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών ανήκουν άμεσα ή έμμεσα σε ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών χαρακτηρίζεται ως οντότητα εξυγίανσης και οι ενέργειες εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου αναλαμβάνονται έναντι της ενδιάμεσης χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών. Η αρχή εξυγίανσης δεν προβαίνει σε ενέργειες εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου έναντι της μεικτής εταιρείας συμμετοχών.
4. Με την επιφύλαξη της παρ. 3 και παρά το γεγονός ότι μια οντότητα που αναφέρεται στην περ. γ’ ή την περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 δεν πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 32, η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναλάβει ενέργεια εξυγίανσης έναντι μιας οντότητας που αναφέρεται στην περ. γ’ ή την περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η οντότητα είναι οντότητα εξυγίανσης, β) μία ή περισσότερες από τις θυγατρικές της οντότητας, οι οποίες είναι ιδρύματα αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 32,
γ) τα περιουσιακά στοιχεία, ιδίως δε δικαιώματα, υποχρεώσεις και συμβατικές σχέσεις των θυγατρικών που αναφέρονται στην περ. β’ είναι τέτοιου είδους, ώστε η αφερεγγυότητα των εν λόγω θυγατρικών να απειλεί τον όμιλο εξυγίανσης στο σύνολό του και να είναι αναγκαία ενέργεια εξυγίανσης έναντι της οντότητας είτε για την εξυγίανση τέτοιου είδους θυγατρικών, οι οποίες είναι ιδρύματα, είτε για την εξυγίανση του σχετικού ομίλου εξυγίανσης ως συνόλου.»
Άρθρο 64
Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 33 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 12 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 33 του άρθρου 2 του ν. 4335/2014 (Α’ 87) προστίθεται εσωτερικό άρθρο 33α, ως εξής:
«Άρθρο 33α Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων (παρ. 12 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, η οποία απαντάει έγκαιρα, διαθέτει την εξουσία να αναστέλλει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από οποιαδήποτε σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα ή η οντότητα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 32,
β) δεν υφίσταται άμεσα διαθέσιμο μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στην περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 32 που θα απέτρεπε την αφερεγγυότητα του ιδρύματος,
γ) η άσκηση της εξουσίας αναστολής κρίνεται αναγκαία για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών του ιδρύματος ή της οντότητας, και
δ) η άσκηση της εξουσίας αναστολής είναι είτε: αα) αναγκαία προκειμένου να συναχθεί η διαπίστωση που αναφέρεται στην περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 32, είτε
ββ) αναγκαία για την επιλογή των κατάλληλων ενεργειών εξυγίανσης ή τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής ενός ή περισσοτέρων εργαλείων εξυγίανσης.
2. Η εξουσία που αναφέρεται στην παρ. 1 δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:
α) συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με τους v. 4370/2016 (Α’ 37) και v. 2789/ 2000 (Α’ 21),
β) κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (L 201) και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω Κανονισμού,
γ) κεντρικών τραπεζών. Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της εξουσίας που αναφέρεται στην παρ. 1 λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Συγκεκριμένα, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά την καταλληλότητα της επέκτασης της αναστολής σε επιλέξιμες καταθέσεις σύμφωνα με τον ορισμό του σημείου 13 της παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 4370/2016, ιδίως σε καλυπτόμενες καταθέσεις τις οποίες κατέχουν φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
3. Όταν ασκείται η εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει, εφόσον τούτο απαιτείται ενόψει των κριτηρίων της παρ. 5, ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές, εξειδικεύοντας παράλληλα τον τρόπο με τον οποίο παρέχεται αυτή η πρόσβαση.
4. Η περίοδος της αναστολής σύμφωνα με την παρ. 1 είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και δεν υπερβαίνει το ελάχιστο χρονικό διάστημα το οποίο κρίνει αναγκαίο η αρχή εξυγίανσης για τους σκοπούς που αναφέρονται στις περ. γ’ και δ’ της παρ. 1 και σε καμία περίπτωση δεν διαρκεί περισσότερο από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη δημοσίευση που προβλέπεται στην παρ. 8, έως τα μεσάνυκτα της εργάσιμης ημέρας που ακολουθεί μετά τη δημοσίευση αυτή.
Κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η αναστολή παύει να ισχύει.
5. Κατά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παρ. 1, λαμβάνεται υπόψη η επίπτωση που μπορεί να έχει η άσκηση της εν λόγω εξουσίας στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και το ισχύον δίκαιο και οι εποπτικές και δικαστικές εξουσίες για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει ιδίως υπόψη την ενδεχόμενη εφαρμογή των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας στο ίδρυμα ή την οντότητα λόγω της διαπίστωσης της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 32 και προβαίνει στις ρυθμίσεις που κρίνει κατάλληλες, ώστε να εξασφαλίσει τον κατάλληλο συντονισμό με την εποπτική αρχή της ειδικής εκκαθάρισης.
6. Όταν οι απορρέουσες από σύμβαση υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης αναστέλλονται δυνάμει της παρ. 1, οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης οποιωνδήποτε αντισυμβαλλομένων δυνάμει της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.
7. Μια υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης που θα ήταν απαιτητή κατά την περίοδο αναστολής είναι απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αυτής.
8. Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει αμελλητί το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 και τις αρχές που αναφέρονται στις περ. α’ έως η’ της παρ. 2 του άρθρου 82 όταν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παρ. 1 μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 32 και πριν από τη λήψη της απόφασης για εξυγίανση.
Οι πράξεις που εκδίδονται βάσει των παρ. 1, 3 και 10 δημοσιεύονται με τα μέσα που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 82.
9. Το παρόν ισχύει με την επιφύλαξη της κείμενης νομοθεσίας περί αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων που αναφέρονται στην παρ. 1 πριν από τη διαπίστωση ότι τα εν λόγω ιδρύματα ή οντότητες τελούν σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 32 ή εξουσιών αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων τα οποία πρόκειται να τεθούν σε εκκαθάριση στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας και υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής και τη διάρκεια που προβλέπονται στο παρόν. Οι εν λόγω εξουσίες ασκούνται σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής, τη διάρκεια και τους όρους που προβλέπονται στις οικείες διατάξεις. Οι όροι που προβλέπονται στο παρόν δεν θίγουν τους όρους που αφορούν αυτήν την εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης.
10. Όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία να αναστέλλει υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, σύμφωνα με την παρ. 1, η αρχή εξυγίανσης μπορεί επίσης, κατά τη διάρκεια της εξαίρεσης, να ασκεί την εξουσία να:
α) περιορίζει τους ενέγγυους πιστωτές του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας σε σχέση με οποιοδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας, για το ίδιο χρονικό διάστημα, περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζονται οι παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 70, και
β) αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με το εν λόγω ίδρυμα ή την οντότητα, για το ίδιο χρονικό διάστημα, περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζεται το άρθρο 71.
11. Σε περίπτωση που, μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 32, η αρχή εξυγίανσης έχει ασκήσει την εξουσία αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης δυνάμει των παρ. 1 ή 10, και εφόσον στη συνέχεια αναλαμβάνεται ενέργεια εξυγίανσης έναντι αυτού του ιδρύματος, η εν λόγω αρχή δεν ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει της παρ. 1 του άρθρου 69, της παρ. 1 του άρθρου 70 ή της παρ. 1 του άρθρου 71 όσον αφορά το εν λόγω ίδρυμα ή την εν λόγω οντότητα.»
Άρθρο 65
Αποτίμηση για τους σκοπούς της εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 36 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 13 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 36 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) η φράση «κεφαλαιακών μέσων» αντικαθίσταται από τη φράση «κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59», η φράση «επιλέξιμων υποχρεώσεων» αντικαθίσταται από τη φράση «υποχρεώσεων που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού» και το εσωτερικό άρθρο 36 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 36 Αποτίμηση για τους σκοπούς της εξυγίανσης (άρθρο 36 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Πριν προβεί σε ενέργειες εξυγίανσης ή ασκήσει την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει τη διενέργεια δίκαιης, συνετής και ρεαλιστικής αποτίμησης των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή της οντότητας των περιπτώσεων β’, γ’ ή δ’της παρ. 1 του άρθρου 1 από εκτιμητή που διορίζει η ίδια, ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, καθώς και από το ίδιο το ίδρυμα ή την οντότητα. Με την επιφύλαξη της παρ. 13 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 110, όταν πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου η αποτίμηση θεωρείται οριστική.
2. Σε περίπτωση που η ανεξάρτητη αποτίμηση δυνάμει της παρ. 1 δεν είναι δυνατή, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να προβαίνει σε προσωρινή αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β ’, γ ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, σύμφωνα με την παρ. 9.
3. Στόχος της αποτίμησης είναι η εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης των άρθρων 32 και 33.
4. Οι σκοποί της αποτίμησης είναι: α) να διαπιστωθεί τεκμηριωμένα εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης ή οι προϋποθέσεις απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59,
β) εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την ανάληψη κατάλληλης ενέργειας εξυγίανσης για το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1,
γ) όταν ασκείται η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της ακύρωσης των μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας ή της μείωσης του ποσοστού συμμετοχής (dilution), καθώς και σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59,
δ) όταν εφαρμόζεται η αναδιάρθρωση παθητικού, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των υποχρεώσεων που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού,
ε) όταν συστήνεται μεταβατικό ίδρυμα ή εφαρμόζεται ο διαχωρισμός περιουσιακών στοιχείων, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή τις μετοχές ή τους άλλους τίτλους ιδιοκτησίας προς μεταβίβαση, καθώς και σχετικά με την αξία κάθε ανταλλάγματος που πρέπει να καταβληθεί στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους κατόχους των μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας,
στ) όταν εφαρμόζεται η εντολή μεταβίβασης, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση για τα προς μεταβίβαση στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα δικαιώματα, ή τις μετοχές ή τους λοιπούς τίτλους ιδιοκτησίας και να διαμορφωθεί εμπεριστατωμένη άποψη της αρχής εξυγίανσης ως προς το τι συνιστά εμπορικούς όρους για τους σκοπούς του άρθρου 38,
ζ) σε κάθε περίπτωση, να διασφαλισθεί ότι οποιαδήποτε ζημία επί των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 αναγνωρίζεται πλήρως κατά τη στιγμή της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης ή της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59.
5. Με την επιφύλαξη των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά περίπτωση, η αποτίμηση βασίζεται σε συνετές παραδοχές, μεταξύ άλλων, ως προς τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων και το μέγεθος των ζημιών. Από τη στιγμή που πραγματοποιείται η ενέργεια εξυγίανσης ή ασκείται εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59, η αποτίμηση δεν προϋποθέτει την ενδεχόμενη μελλοντική χορήγηση προς το ίδρυμα ή την οντότητα των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 έκτακτης δημόσιας χρηματοοικονομικής στήριξης, ή επείγουσας στήριξης ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή οποιασδήποτε παροχή ρευστότητας από κεντρική τράπεζα που παρέχεται με ασυνήθεις όρους εξασφάλισης χρονικής διάρκειας και επιτοκίου. Επιπλέον, κατά την αποτίμηση λαμβάνεται υπόψη ότι, σε περίπτωση που εφαρμοστεί οποιοδήποτε μέτρο εξυγίανσης:
α) η αρχή εξυγίανσης και το Ταμείο Εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 96 μπορούν να ανακτήσουν από το υπό εξυγίανση ίδρυμα κάθε εύλογη δαπάνη που προέκυψε σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 37,
β) το Ταμείο Εξυγίανσης μπορεί να περιλαμβάνει χρέωση τόκων ή προμηθειών για κάθε δάνειο ή εγγύηση που παρέχεται προς το υπό εξυγίανση ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 96.
6. Η αποτίμηση συμπληρώνεται με τις ακόλουθες πληροφορίες, όπως εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία και αρχεία του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’ γ’ η’ δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1:
α) επικαιροποιημένο ισολογισμό και έκθεση σχετικά με τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β ’, γ ’ή δ’της παρ. 1 του άρθρου 1,
β) ανάλυση και εκτίμηση της λογιστικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού,
γ) κατάλογο των εκκρεμών εντός και εκτός ισολογισμού υποχρεώσεων που εμφανίζονται στα βιβλία και στα αρχεία του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, με ένδειξη των αντίστοιχων πιστώσεων και της κατάταξής τους βάσει του πτωχευτικού δικαίου.
7. Κατά περίπτωση, και προκειμένου να λαμβάνονται με εμπεριστατωμένο τρόπο οι αποφάσεις των περ. ε’ και στ’ της παρ. 4, οι πληροφορίες της περ. β’της παρ. 6 μπορούν να συνοδεύονται από ανάλυση και εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ η δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 βάσει αγοραίας αξίας.
8. Στην αποτίμηση αναφέρεται η κατάταξη των πιστωτών σε τάξεις, σύμφωνα με την κατάταξή τους βάσει του δικαίου ειδικής εκκαθάρισης, και η εκτίμηση της μεταχείρισης που θα μπορούσε να αναμένεται για κάθε τάξη μετόχων και πιστωτών, αν το ίδρυμα ή η οντότητα των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 τίθεται άμεσα σε εκκαθάριση κατά τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας, με την επιφύλαξη της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών κατά την έννοια του άρθρου 74.
9. Σε επείγουσες περιπτώσεις, όπου δεν είναι δυνατή η συμμόρφωση με τους όρους των παρ. 6 και 8 ή εφαρμόζεται η παρ. 2, γίνεται προσωρινή αποτίμηση, η οποία είναι σύμφωνη με τους όρους της παρ. 3 και, στον βαθμό που ευλόγως το επιτρέπουν οι περιστάσεις, με τους όρους των παρ. 1, 6 και 8, έως ότου διενεργηθεί από ανεξάρτητο εκτιμητή αποτίμηση που να είναι απολύτως συμβατή με όλους τους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση, η οποία διεξάγεται το συντομότερο δυνατόν και πάντως εντός της προθεσμίας που ορίζει η αρχή εξυγίανσης, μπορεί να διενεργείται χωριστά από την αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 74 ή ταυτόχρονα με εκείνη και από τον ίδιο ανεξάρτητο εκτιμητή, αλλά είναι διακριτή από την τελευταία. Η προσωρινή αποτίμηση περιλαμβάνει απόθεμα ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες δεόντως αιτιολογημένο.
10. Οι σκοποί της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης είναι:
α) να διασφαλιστεί ότι οποιεσδήποτε ζημίες επί των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 αναγνωρίζονται με πληρότητα στα λογιστικά βιβλία του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1,
β) να ληφθεί εμπεριστατωμένη απόφαση σχετικά με επανεγγραφή απαιτήσεων των πιστωτών ή αύξηση της αξίας του καταβληθέντος ανταλλάγματος, σύμφωνα με την παρ. 11.
11. Σε περίπτωση που από την εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση προκύψει διαφορά αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ’της παρ. 1 του άρθρου 1 μεγαλύτερη από αυτήν της προσωρινής αποτίμησης της διαφοράς αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:
α) να ασκήσει τις εξουσίες της και να αυξήσει την αξία των απαιτήσεων των πιστωτών ή των κατόχων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχουν απομειωθεί στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης παθητικού,
β) να εισηγηθεί σε μεταβατικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων να καταβάλει προς το υπό εξυγίανση ίδρυμα επιπλέον αντάλλαγμα για τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, ή, ανάλογα με την περίπτωση, προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας για τις μετοχές ή τους τίτλους ιδιοκτησίας.
12. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να βασιστεί στην προσωρινή αποτίμηση που διεξάγεται σύμφωνα με την παρ. 9, προκειμένου να προβεί σε ενέργειες εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της ανάληψης του ελέγχου ενός ιδρύματος που τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας, ή μιας οντότητας που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, ή της άσκησης εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59.
13. Η αποτίμηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης για την εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης ή για την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης, ή της απόφασης για την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59, και υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως ως στοιχείο της οικείας απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 110.»
Άρθρο 66
Γενικές αρχές των μέτρων εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 37 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 14 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στην παρ. 7 του εσωτερικού άρθρου 37 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), οι λέξεις «κεφαλαιακών μέσων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων» και η παρ. 7 διαμορφώνεται ως εξής:
«7. Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει ένα μέτρο εξυγίανσης σε ίδρυμα ή σε οντότητα των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 και η εν λόγω ενέργεια εξυγίανσης επιβαρύνει τους πιστωτές ή οδηγεί σε μετατροπή των απαιτήσεών τους, η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 ακριβώς πριν ή παράλληλα με την εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης.»
Άρθρο 67
Πεδίο εφαρμογής της αναδιάρθρωσης παθητικού Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 44 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 15 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στην παρ. 2 του εσωτερικού άρθρου 44 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίσταται η περ. στ’ και προστίθεται περ. ι’, στην παρ. 4 οι λέξεις «υποχρεώσεις επιλέξιμες για την αναδιάρθρωση παθητικού» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού», στο τέλος της παρ. 5 προστίθεται εδάφιο, στην παρ. 6 οι λέξεις «επιλέξιμων υποχρεώσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού», η παρ. 8 αντικαθίσταται, στην περ. α’ της παρ. 9 οι λέξεις «επιλέξιμων υποχρεώσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού» και το εσωτερικό άρθρο 44 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 44 Πεδίο εφαρμογής της αναδιάρθρωσης παθητικού (άρθρο 44 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αναδιάρθρωση παθητικού μπορεί να εφαρμόζεται σε όλες τις υποχρεώσεις του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, σύμφωνα με τις παρ. 2 ή 3 του παρόντος άρθρου.
2. Η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας:
α) τις εγγυημένες καταθέσεις, β) τις υποχρεώσεις που καλύπτονται με εξασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων που χρησιμοποιούνται για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και εξασφαλίζονται, κατά τρόπον παρόμοιο με αυτόν των καλυμμένων ομολόγων,
γ) κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή περιουσιακών στοιχείων πελατών ή χρημάτων των πελατών, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων πελατών ή χρημάτων των πελατών που διακρατούν για λογαριασμό τους οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.), όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του v. 4099/2012, ή οι Οργανισμοί Εναλλακτικών Επενδύσεων (Ο.Ε.Ε.), όπως ορίζεται στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 4 του v. 4209/2013 (Α’ 253), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται κατά την ισχύουσα νομοθεσία περί αφερεγγυότητας,
δ) κάθε υποχρέωση που προκύπτει από καταπιστευτική σχέση μεταξύ του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 (ως καταπιστευματοδόχου) και ενός άλλου προσώπου (ως δικαιούχου), υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαιούχος προστατεύεται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία περί αφερεγγυότητας ή από τις διατάξεις του αστικού δικαίου,
ε) τις υποχρεώσεις προς ιδρύματα, εξαιρουμένων των μελών του ομίλου, οι οποίες έχουν αρχική ληκτότητα μικρότερη των επτά (7) ημερών,
στ) τις υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των επτά (7) ημερών, έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με τον v. 2789/2000 (Α’ 21) ή των συμμετεχόντων σε αυτά και που προκύπτουν από συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα, ή κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της ΕΕ βάσει του άρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (L 201) και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας που έχουν αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 25 του εν λόγω Κανονισμού,
ζ) τις καταθέσεις του Τ.Ε.Κ.Ε. και του Συνεγγυητικού, η) τις υποχρεώσεις σε οποιονδήποτε από: αα) τους εργαζομένους όσον αφορά δεδουλευμένες αποδοχές, αποζημιώσεις καταγγελίας, συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση. Η μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών των προσώπων που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους, όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 84 του v. 4261/2014 δεν εμπίπτει στην υποπερίπτωση αυτή. Στην υποπερίπτωση αυτή εμπίπτουν οι έναντι δικηγόρων υποχρεώσεις της περ. γ’ του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα,
ββ) τους εμπορικούς πιστωτές ή προμηθευτές, που συνδέονται με την παροχή αγαθών και υπηρεσιών στο ίδρυμα ή στην οντότητα των περ. β ’, γ ’ ή δ ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, τα οποία είναι κρίσιμα για την καθημερινή λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής, κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων,
γγ) τις φορολογικές αρχές και τις αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές είναι προνομιούχες σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία,
δδ) τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ,
θ) τις υποχρεώσεις που εμπίπτουν στις περ. ζ’, η’ και θ’ της παρ. 1 του άρθρου 145Α του v. 4261/2014,
ι) τις υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή οντότητες της περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης, ανεξάρτητα από τη διάρκειά τους εκτός από τις περιπτώσεις που αυτές οι υποχρεώσεις κατατάσσονται σε κατώτερη σειρά από τις υποχρεώσεις που εμπίπτουν στην περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 145α του v. 4261/2014. Σε περιπτώσεις όπου ισχύει η εν λόγω εξαίρεση, η αρχή εξυγίανσης της σχετικής θυγατρικής που δεν συνιστά οντότητα εξυγίανσης εκτιμά κατά πόσον το ποσό των στοιχείων που πληρούν τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 45στ είναι επαρκές, ώστε να στηριχθεί η εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.
3. Όλα τα εξασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με τα συνολικά στοιχεία κάλυψης καλυμμένων ομολογιών πρέπει να μην θίγονται, να παραμένουν διαχωρισμένα και να έχουν επαρκή χρηματοδότηση. Το προηγούμενο εδάφιο και η περ. β’ της παρ. 2 ανωτέρω δεν εμποδίζουν την αρχή εξυγίανσης, όπου ενδείκνυται, να ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής όσον αφορά οποιοδήποτε μέρος μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης που υπερβαίνει την αξία της εξασφάλισης.
4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί μεγάλων ανοιγμάτων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και του v. 4261/2014, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων και ομίλων, η αρχή εξυγίανσης περιορίζει, σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 6 του άρθρου 25, τον βαθμό στον οποίο άλλα ιδρύματα κατέχουν υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού, εκτός από τις υποχρεώσεις τις οποίες κατέχουν μέλη του ίδιου ομίλου.
5. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν εφαρμόζεται η αναδιάρθρωση παθητικού, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εξαιρεί συνολικά ή εν μέρει ορισμένες υποχρεώσεις από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής όταν:
α) η συγκεκριμένη υποχρέωση δεν είναι δυνατόν να περιληφθεί στην εφαρμογή της αναδιάρθρωσης παθητικού εντός εύλογου χρόνου, παρά τις εύλογες προσπάθειες της αρχής εξυγίανσης,
β) η εξαίρεση είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική προκειμένου να επιτευχθεί η συνέχεια των κρίσιμων και των βασικών επιχειρηματικών λειτουργιών κατά τρόπο που να διατηρεί την ικανότητα του υπό εξυγίανση ιδρύματος να συνεχίζει τις σημαντικές λειτουργίες, υπηρεσίες και συναλλαγές του,
γ) η εξαίρεση είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική προκειμένου να αποφευχθεί μια ευρεία μετάδοση κινδύνου, ιδίως όσον αφορά τις επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία θα διατάρασσε σοβαρά τη λειτουργία και την υποδομή των χρηματοοικονομικών αγορών κατά τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία της Ελλάδας ή της ΕΕ, ή
δ) η εφαρμογή της αναδιάρθρωσης παθητικού στις εν λόγω υποχρεώσεις θα προκαλούσε απομείωση αξίας τέτοια, ώστε οι ζημίες για τους λοιπούς πιστωτές θα ήταν μεγαλύτερες από ό,τι εάν οι εν λόγω υποχρεώσεις εξαιρούντο από την αναδιάρθρωση παθητικού.
Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά αν οι υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή οντότητες των περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης και δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής βάσει της περ. ι’ της παρ. 2 πρέπει να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούν μερικώς δυνάμει των περ. α’ έως δ’ του πρώτου εδαφίου της παρούσας, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης.
6. Οι εξαιρέσεις δυνάμει της παρ. 5 μπορούν να εφαρμόζονται είτε για να εξαιρεθεί πλήρως μια υποχρέωση από την απομείωση είτε για να περιοριστεί ο βαθμός απομείωσής της. Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει συνολικά ή εν μέρει μια επιλέξιμη υποχρέωση ή μια κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού δυνάμει της παρούσας παραγράφου, το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις μπορεί να αυξηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη τέτοιες εξαιρέσεις, υπό τον όρο ότι ως προς το επίπεδο απομείωσης και μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις τηρείται η αρχή της περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 34.
7. Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει συνολικά ή εν μέρει μια επιλέξιμη υποχρέωση ή μια κατηγορία επιλέξιμων υποχρεώσεων λαμβάνει υπόψη τα εξής:
α) την αρχή ότι οι ζημίες επιβαρύνουν πρώτους τους μετόχους και στη συνέχεια τους πιστωτές του υπό εξυγίανση ιδρύματος κατά σειρά κατάταξης,
β) το επίπεδο της ικανότητας απορρόφησης ζημιών που θα διατηρούσε το υπό εξυγίανση ίδρυμα εάν είχε εξαιρεθεί η υποχρέωση ή κατηγορία υποχρεώσεων, και
γ) την ανάγκη διατήρησης επαρκών πόρων για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης.
8. Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει συνολικά ή εν μέρει μια υποχρέωση υποκείμενη σε αναδιάρθρωση παθητικού ή κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού δυνάμει του παρόντος και οι ζημίες που θα προέκυπταν για τις εν λόγω υποχρεώσεις δεν έχουν μετακυλιστεί πλήρως σε άλλους πιστωτές, το Ταμείο Εξυγίανσης μπορεί να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ώστε να επιτύχει ένα ή και τα δύο ακόλουθα:
α) να καλυφθούν τυχόν ζημίες που δεν απορροφήθηκαν από τις υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού και να μηδενισθεί η καθαρή αξία των στοιχείων ενεργητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 46,
β) να αγοράσει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή κεφαλαιακά μέσα του υπό εξυγίανση ιδρύματος, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί το ίδρυμα σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 46.
9. Το Ταμείο Εξυγίανσης προβαίνει στη συνεισφορά της παρ. 8 μόνον όταν:
α) οι μέτοχοι, οι κάτοχοι άλλων τίτλων ιδιοκτησίας και οι κάτοχοι σχετικών κεφαλαιακών μέσων και άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού, μέσω απομείωσης, μετατροπής ή με άλλο τρόπο, έχουν συνεισφέρει στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση με ποσό που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 8% των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, ως είχαν κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι ενέργειες εξυγίανσης και σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36, και
β) η συνεισφορά του Ταμείου Εξυγίανσης δεν υπερβαίνει το 5% των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, ως είχαν κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι ενέργειες εξυγίανσης και σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36.
10. Η συνεισφορά του Ταμείου Εξυγίανσης που αναφέρεται στην παρ. 8 μπορεί να χρηματοδοτηθεί με:
α) το διαθέσιμο στο Ταμείο Εξυγίανσης ποσό που συγκεντρώθηκε μέσω των εισφορών των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας σύμφωνα με το άρθρο 98,
β) το ποσό που μπορεί να αντληθεί μέσω έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 99 εντός περιόδου τριών ετών, και
γ) εφόσον τα αναφερόμενα στις περ. α’ και β’ της παρούσας παραγράφου ποσά δεν επαρκούν, με ποσά που συγκεντρώνονται από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 100.
11. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναζητήσει περαιτέρω χρηματοδότηση από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης αφού προηγουμένως:
α) έχει καλυφθεί το όριο του 5% που προβλέπεται στην περ. β’ της παρ. 9 και
β) έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί πλήρως όλες οι μη εξασφαλισμένες, μη προνομιούχες υποχρεώσεις, πλην των επιλέξιμων καταθέσεων.
Ως εναλλακτική ή επιπρόσθετη λύση, όταν πληρούνται οι όροι του πρώτου εδαφίου, το Ταμείο Εξυγίανσης μπορεί να προβεί σε εισφορά από πόρους που συγκεντρώθηκαν μέσω τακτικών εκ των προτέρων εισφορών
σύμφωνα με το άρθρο 98 και οι οποίες δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμα.
12. Κατά παρέκκλιση από την περ. α’ της παρ. 9, το Σκέλος Εξυγίανσης του Τ.Ε.Κ.Ε. μπορεί επίσης να προβεί σε συνεισφορά, όπως προβλέπεται στην παρ. 8, υπό τον όρο ότι:
α) η συνεισφορά στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση που αναφέρεται στην περ. α) της παρ. 9 ισούται με ποσό τουλάχιστον ίσο με το 20% των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων του ενεργητικού του σχετικού ιδρύματος,
β) έχει στη διάθεση του, μέσω τακτικών εκ των προτέρων εισφορών (μη συμπεριλαμβανομένων των εισφορών του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του Τ.Ε.Κ.Ε.), που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 98, ποσό το οποίο ισούται τουλάχιστον με το 3% των εγγυημένων καταθέσεων όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, και
γ) το σχετικό ίδρυμα διαθέτει στοιχεία ενεργητικού με αξία μικρότερη των εννιακοσίων (900) δισεκατομμυρίων ευρώ σε ενοποιημένη βάση.
13. Πριν από τη χρήση της δυνατότητας εξαίρεσης υποχρέωσης δυνάμει των παρ. 5 και 6, η αρχή εξυγίανσης ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αν η εξαίρεση απαιτεί συνεισφορά από το Ταμείο Εξυγίανσης ή από εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης σύμφωνα με τις παρ. 8 έως 12, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται, εντός 24 ωρών από την παραλαβή της σχετικής ειδοποίησης, ή εντός μεγαλύτερου διαστήματος κατόπιν της συγκατάθεσης της αρχής εξυγίανσης, να απαγορεύσει ή να απαιτήσει τροποποιήσεις στην προτεινόμενη εξαίρεση αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου και των κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθησομένων πράξεων προκειμένου να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς. Τα ανωτέρω ισχύουν χωρίς να θίγεται η εφαρμογή του πλαισίου των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»
Άρθρο 68
Πώληση επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης σε ιδιώτες πελάτες Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρου 44 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 16 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 44 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) προστίθεται εσωτερικό άρθρο 44α ως εξής:
«Άρθρο 44α Πώληση επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης σε ιδιώτες πελάτες (παρ. 16 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 25 του v. 4514/2018 (Α’ 14), για την πώληση επιλέξιμων υποχρεώσεων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176), με εξαίρεση την περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 72α και τις παρ. 3 έως 5 του άρθρου 72β του εν λόγω Κανονισμού, σε ιδιώτη πελάτη, όπως ορίζεται στην παρ. 11 του άρθρου 4 του v. 4514/2018, καθορίζεται ελάχιστο ονομαστικό ποσό εκάστου τίτλου εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.
2. Το παρόν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 1, εφόσον ο σχετικός τίτλος έχει εκδοθεί από τη θέση του παρόντος σε ισχύ και έπειτα.»
Άρθρο 69
Εφαρμογή και υπολογισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις Αντικατάσταση του εσωτερικού άρθρου 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 45 Εφαρμογή και υπολογισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στις περ. β’, γ’και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 πληρούν ανά πάσα στιγμή την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το παρόν και σύμφωνα με τα άρθρα 45α έως 45θ.
2. Η απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 υπολογίζεται σύμφωνα με τις παρ. 3, 5 ή 7 του άρθρου 45γ, ανάλογα με την περίπτωση, ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων και εκφράζεται ως ποσοστό:
α) του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο της σχετικής οντότητας που αναφέρεται στην παρ. 1, όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176), και
β) του μέτρου συνολικού ανοίγματος της σχετικής οντότητας που αναφέρεται στην παρ. 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.»
Άρθρο 70
Απαλλαγή από την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45α ως εξής:
«Άρθρο 45α Απαλλαγή από την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 45, η αρχή εξυγίανσης εξαιρεί από την απαίτηση της παρ. 1 του άρθρου 45 τα ιδρύματα ενυπόθηκης πίστης τα οποία χρηματοδοτούνται από καλυμμένα ομόλογα και τα οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, δεν επιτρέπεται να δέχονται καταθέσεις, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) τα εν λόγω ιδρύματα τίθενται σε εκκαθάριση στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας, ή μέσω άλλων διαδικασιών που προορίζονται για τα εν λόγω ιδρύματα σύμφωνα με τα άρθρο 38, 40 ή 42, και
β) οι διαδικασίες που αναφέρονται στην περ. α’ εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές των εν λόγω ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση όσων κατέχουν καλυμμένα ομόλογα, υφίστανται ζημίες κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στους στόχους της εξυγίανσης.
2. Τα ιδρύματα που απαλλάσσονται από την υποχρέωση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45ε.»
Άρθρο 71
Επιλέξιμες υποχρεώσεις για οντότητες εξυγίανσης Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) και μετά το εσωτερικό άρθρο 45α του παρόντος, προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45β ως εξής:
«Άρθρο 45β Επιλέξιμες υποχρεώσεις για οντότητες εξυγίανσης (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων εξυγίανσης συμπεριλαμβάνονται μόνο οι υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στα ακόλουθα άρθρα του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176):
α) άρθρο 72α, β) άρθρο 72β, με εξαίρεση την περ. δ’ της παρ. 2, και γ) άρθρο 72γ. Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, όποτε ο παρών νόμος αναφέρεται στις απαιτήσεις του άρθρου 92α ή του άρθρου 92β του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, ως επιλέξιμες υποχρεώσεις για τον σκοπό των εν λόγω άρθρων νοούνται οι επιλέξιμες υποχρεώσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 72ια του ιδίου Κανονισμού και προσδιορίζονται σύμφωνα με το Κεφάλαιο 5Α του Τίτλου Ι του Μέρους Β’ (άρθρα 72α72ιβ) του εν λόγω Κανονισμού.
2. Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από χρεωστικούς τίτλους με ενσωματωμένα παράγωγα, όπως δομημένα προϊόντα, που πληρούν τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1, με εξαίρεση την περ. ιβ’ της παρ. 2 του άρθρου 72α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνον εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το ποσό κεφαλαίου της υποχρέωσης που προκύπτει από τον χρεωστικό τίτλο είναι γνωστό κατά τον χρόνο έκδοσης, είναι σταθερό ή αυξανόμενο και δεν επηρεάζεται από ένα ενσωματωμένο παράγωγο στοιχείο και το συνολικό ποσό της υποχρέωσης που προκύπτει από το χρεωστικό μέσο, συμπεριλαμβανομένου του ενσωματωμένου παραγώγου, δύναται να αποτιμάται καθημερινά στο πλαίσιο μιας ενεργούς και ρευστής αγοράς διπλής κατεύθυνσης για ισοδύναμο μέσο χωρίς πιστωτικό κίνδυνο, σύμφωνα με τα άρθρα 104 και 105 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 ή
β) το χρεωστικό μέσο περιλαμβάνει συμβατική ρήτρα που ορίζει ότι η αξία της απαίτησης σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή και εξυγίανσης του εκδότη είναι σταθερή ή αυξανόμενη και δεν υπερβαίνει το αρχικά καταβληθέν ποσό της υποχρέωσης.
Τα χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, συμπεριλαμβανομένων των ενσωματωμένων παραγώγων τους, δεν υπόκεινται σε οιαδήποτε συμφωνία συμψηφισμού και η αποτίμησή τους δεν υπόκειται στην παρ. 3 του άρθρου 49.
Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνο για το τμήμα της υποχρέωσης που αντιστοιχεί στο ποσό κεφαλαίου που αναφέρεται στην περ. α’ ή στο σταθερό ή αυξανόμενο ποσό που αναφέρεται στην περ. β’.
3. Όταν οι υποχρεώσεις εκδίδονται από θυγατρική εγκατεστημένη στην ΕΕ, η οποία ανήκει στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης με την οντότητα εξυγίανσης, σε υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, οι υποχρεώσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) εκδίδονται σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45στ,
β) η άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής έναντι των εν λόγω υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 ή το άρθρο 62 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης,
γ) οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν υπερβαίνουν το ποσό που ισούται με το ποσό που προκύπτει με την αφαίρεση:
i) του αθροίσματος των υποχρεώσεων που εκδίδονται προς την οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και του ποσού των ιδίων κεφαλαίων που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 45στ, από
ii) το ποσό που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 45στ.
4. Με την επιφύλαξη της ελάχιστης απαίτησης της παρ. 4 του άρθρου 45γ και της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 45δ, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε τμήμα της απαίτησης του άρθρου 45ε ίσο με το οκτώ τοις εκατό (8%) των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, καλύπτεται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SIIs ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στις παρ. 4 ή 5 του άρθρου 45γ με ίδια κεφάλαια και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις, όπως αναφέρονται στην παρ. 3. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέψει την κάλυψη επιπέδου χαμηλότερου από το οκτώ τοις εκατό (8%) των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, αλλά υψηλότερου από το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου (1-(X1/X2)) x 8% των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SIIs ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στις παρ. 4 ή 5 του άρθρου 45γ, με ίδια κεφάλαια και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης, ή υποχρεώσεις, όπως αναφέρονται στην παρ. 3 του παρόντος, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 72β του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, όπου, τηρουμένου του ορίου της αναλογίας της μείωσης που είναι δυνατή δυνάμει της παρ. 3 του άρθρου 72β του εν λόγω Κανονισμού:
X1 = 3,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, και
X2 = το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα του 18% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και του ποσού της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας.
Όταν, για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στην παρ. 4 του άρθρου 45γ, η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παρούσας οδηγεί σε απαίτηση άνω του είκοσι επτά τοις εκατό (27%) του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, η αρχή εξυγίανσης περιορίζει, για την οικεία οντότητα εξυγίανσης, το μέρος της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε, η οποία καλύπτεται από ίδια κεφάλαια, μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 3 σε ποσό ίσο προς το είκοσι επτά τοις εκατό (27%) του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, εάν η αρχή εξυγίανσης έχει αξιολογήσει ότι:
α) η πρόσβαση στο Ταμείο Εξυγίανσης δεν λαμβάνεται υπόψη στο σχέδιο εξυγίανσης ως επιλογή για την εξυγίανση της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης, και
β) όταν δεν εφαρμόζεται η περ. α’, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε επιτρέπει στην εν λόγω οντότητα εξυγίανσης να πληροί τις απαιτήσεις της παρ. 9 ή της παρ. 12 του άρθρου 44, κατά περίπτωση.
Κατά την αξιολόγηση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη τον κίνδυνο δυσανάλογης επίπτωσης στο επιχειρηματικό μοντέλο της οικείας οντότητας εξυγίανσης.
Για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στην παρ. 5 του άρθρου 45γ, το δεύτερο εδάφιο της παρούσας δεν εφαρμόζεται.
5. Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν είναι ούτε G-SIIs ούτε οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στην παρ. 4 ή 5 του άρθρου 45γ, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αποφασίσει ότι τμήμα της απαίτησης του άρθρου 45ε, είτε έως το οκτώ τοις εκατό (8%) των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, της οντότητας είτε έως το ποσό που προκύπτει από τον τύπο της παρ. 7, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο, καλύπτεται με ίδια κεφάλαια και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 3, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) οι υποχρεώσεις μη μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 έχουν την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα στις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας με ορισμένες υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 44 ή την παρ. 5 του άρθρου 44,
β) υπάρχει κίνδυνος, μετά τη σχεδιαζόμενη εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σε υποχρεώσεις μη μειωμένης εξασφάλισης που δεν εξαιρούνται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 44 ή την παρ. 5 του άρθρου 44, οι πιστωτές με απαιτήσεις που απορρέουν από τις εν λόγω υποχρεώσεις να υποστούν μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο κατά την εκκαθάριση υπό τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας.
γ) το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και άλλων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης δεν υπερβαίνει το ποσό που απαιτείται για να εξασφαλιστεί ότι οι πιστωτές που αναφέρονται στην περ. β’ δεν υφίστανται ζημίες πάνω από το επίπεδο των ζημιών τις οποίες θα είχαν διαφορετικά υποστεί σε περίπτωση εκκαθάρισης υπό τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας.
Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται ή είναι ευλόγως πιθανό ότι θα εξαιρεθούν από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 44 ή την παρ. 5 του άρθρου 44, ανέρχεται σε άνω του δέκα τοις εκατό (10%) της εν λόγω κατηγορίας, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί τον κίνδυνο που αναφέρεται στην περ. β’ του πρώτου εδαφίου της παρούσας.
6. Για τους σκοπούς των παρ. 4, 5 και 7, οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα περιλαμβάνονται στις συνολικές υποχρεώσεις, εφόσον αναγνωρίζονται πλήρως τα δικαιώματα συμψηφισμού του αντισυμβαλλομένου.
Τα ίδια κεφάλαια της οντότητας εξυγίανσης που χρησιμοποιούνται για τη συμμόρφωση με τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας είναι επιλέξιμα για τη συμμόρφωση με την απαίτηση των παρ. 4, 5 και 7.
7. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 4, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αποφασίσει ότι η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε ικανοποιείται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SIIs ή οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στην παρ. 4 ή 5 του άρθρου 45γ με ίδια κεφάλαια, μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 3, στον βαθμό που το άθροισμα των εν λόγω ιδίων κεφαλαίων, μέσων και υποχρεώσεων, λόγω της υποχρέωσης της οντότητας εξυγίανσης να συμμορφώνεται με τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας και τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, στην παρ. 6 του άρθρου 45γ και στο άρθρο 45ε του παρόντος, δεν υπερβαίνει το υψηλότερο μεταξύ:
α) του οκτώ τοις εκατό (8%) του συνόλου των υποχρεώσεων της οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, ή
β) του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου Ax2 +Bx2 +C, όπου A, B και C είναι τα ακόλουθα ποσά:
A = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στην περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013,
B = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 96α του v. 4261/2014 (Α’ 107),
C = το ποσό που προκύπτει από τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας.
8. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία της παρ. 7 όσον αφορά στις οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SIIs ή υπόκεινται στις παρ. 4 ή 5 του άρθρου 45γ και πληρούν μία από τις προϋποθέσεις των περ. α’, β’ ή γ’ του δευτέρου εδαφίου της παρούσας έως το όριο του τριάντα τοις εκατό (30%) του συνόλου των οντοτήτων εξυγίανσης που είναι G-SIIs ή υπόκεινται στις παρ. 4 ή 5 του άρθρου 45γ και για τις οποίες η αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε.
Οι προϋποθέσεις θεωρούνται από την αρχή εξυγίανσης ως εξής:
α) έχουν διαπιστωθεί ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης στην προηγούμενη αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης και:
i) δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα μετά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 25 εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει η αρχή εξυγίανσης, ή
ii) τα διαπιστωθέντα ουσιαστικά εμπόδια δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με κανένα από τα μέτρα που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 25 και η άσκηση της εξουσίας της παρ. 7 του παρόντος θα αντιστάθμιζε εν μέρει ή πλήρως την αρνητική συνέπεια των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης,
β) η αρχή εξυγίανσης θεωρεί ότι η προτιμώμενη στρατηγική εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης είναι περιορισμένα εφικτή και αξιόπιστη, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους, της διασύνδεσης, της φύσης, του εύρους, του κινδύνου και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της οντότητας, του νομικού της καθεστώτος και της μετοχικής της δομής, ή
γ) η απαίτηση του άρθρου 96α του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η οντότητα εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκειται στην παρ. 4 ή 5 του άρθρου 45γ, καθόσον αφορά την επικινδυνότητα, συγκαταλέγεται στο ανώτερο είκοσι τοις εκατό (20%) των ιδρυμάτων για τα οποία η αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση της παρ. 1 του άρθρου 45.
Για τους σκοπούς των ποσοστών που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης στρογγυλοποιεί στον πλησιέστερο ακέραιο τον αριθμό που προκύπτει από τον υπολογισμό.
9. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στις παρ. 5 ή 7, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή.
Κατά τη λήψη των αποφάσεων αυτών, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη:
α) το βάθος της αγοράς για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης της οντότητας εξυγίανσης, την τιμολόγηση των εν λόγω μέσων, όπου υπάρχουν, και τον χρόνο που απαιτείται για την εκτέλεση κάθε πράξης που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με την απόφαση,
β) το ποσό των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και οι οποίες έχουν ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους από την ημερομηνία της απόφασης με σκοπό την ποσοτική προσαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στις παρ. 5 και 7,
γ) τη διαθεσιμότητα και το ποσό των μέσων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, εκτός από την περ. δ’ της παρ. 2 του άρθρου 72β του εν λόγω Κανονισμού,
δ) εάν, σε σύγκριση με τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια της οντότητας εξυγίανσης, το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με τις παρ. 2 ή 5 του άρθρου 44 και οι οποίες, στις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατατάσσονται σε ίση ή χαμηλότερη θέση από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις με την υψηλότερη κατάταξη, είναι σημαντικό. Εφόσον το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του ποσού των ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας εξυγίανσης, το εξαιρούμενο ποσό θεωρείται μη σημαντικό. Πάνω από το όριο αυτό, η σημασία των εξαιρούμενων υποχρεώσεων εκτιμάται από τις αρχές εξυγίανσης,
ε) το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης, καθώς και τη σταθερότητα και την ικανότητά της να συνεισφέρει στην οικονομία, και
στ) την επίπτωση του πιθανού κόστους αναδιάρθρωσης στην ανακεφαλαιοποίηση της οντότητας εξυγίανσης.»
Άρθρο 72
Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσειςΠροσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) και μετά το εσωτερικό άρθρο 45β του παρόντος, προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45γ ως εξής:
«Άρθρο 45γ Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια εφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Η απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:
α) την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης στην οντότητα εξυγίανσης συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του μέτρου της αναδιάρθρωσης παθητικού, κατά τρόπον που να ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης,
β) την ανάγκη να διασφαλιστεί, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ότι η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, διαθέτουν επαρκή ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, ώστε να διασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση που εφαρμόζονταν σε αυτές το μέτρο της αναδιάρθρωσης παθητικού ή οι εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, αντιστοίχως, οι ζημίες θα μπορούσαν να απορροφηθούν και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης των σχετικών οντοτήτων μπορεί να αποκατασταθεί σε επίπεδο που είναι αναγκαίο, προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του v. 4261/2014 (Α’ 107) ή του v. 4514/2018 (Α’ 14),
γ) την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι, εάν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι ορισμένες κατηγορίες επιλέξιμων υποχρεώσεων ενδέχεται να εξαιρεθούν από την αναδιάρθρωση παθητικού δυνάμει της παρ. 5 του άρθρου 44 ή μπορούν να μεταβιβαστούν πλήρως σε αποκτώντα στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η οντότητα εξυγίανσης διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ζημίες θα μπορούσαν να απορροφηθούν και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης μπορούν να αποκατασταθούν σε επίπεδο που είναι αναγκαίο, προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσει να πληροί τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του v. 4261/2014 ή του v. 4514/2018,
δ) το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας,
ε) τον βαθμό στον οποίον η αφερεγγυότητα της οντότητας θα είχε δυσμενείς συνέπειες στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων, μέσω της μετάδοσης σε άλλα ιδρύματα ή οντότητες, λόγω της διασύνδεσης της οντότητας με άλλα ιδρύματα ή οντότητες ή με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
2. Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει, ότι η ενέργεια εξυγίανσης πρέπει να αναλαμβάνεται ή οι εξουσίες απομείωσης και μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 59, να ασκούνται σύμφωνα με το σχετικό σενάριο εξυγίανσης που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 18, η απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 ισούται με ποσό ικανό να διασφαλίσει ότι:
α) οι ζημίες που αναμένεται να υποστεί η οντότητα απορροφώνται πλήρως («απορρόφηση ζημιών»),
β) η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, ανακεφαλαιοποιούνται στο αναγκαίο επίπεδο, ώστε να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις απόκτησης άδειας λειτουργίας και να διεκπεραιώνουν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει του v. 4261/2014, του v. 4514/2018 ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης για ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος («ανακεφαλαιοποίηση»).
Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει, ότι η οντότητα τίθεται σε εκκαθάριση κατά τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί κατά πόσον δικαιολογείται να περιοριστεί η απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 για την εν λόγω οντότητα, ώστε να μην υπερβαίνει ένα ποσό το οποίο επαρκεί για την απορρόφηση των ζημιών σύμφωνα με την περ. α’ του πρώτου εδαφίου.
Η αξιολόγηση της αρχής εξυγίανσης περιλαμβάνει, ειδικότερα, αξιολόγηση του ορίου που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο από την άποψη τυχόν επίπτωσης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στον κίνδυνο μετάδοσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
3. Για τις οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 έχει ως εξής:
α) για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45, το άθροισμα:
i) του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στην περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176) και στο άρθρο 96α του v. 4261/2014 (Α’ 107) σχετικά με την οντότητα εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης, και
ii) ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στην περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, καθώς και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 96α του v. 4261/2014 (Α’ 107), σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης, και
β) για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45, σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 45, το άθροισμα:
i) του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση του δείκτη μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στην περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης και
ii) ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στην περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.
Για τους σκοπούς της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45, η απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό (%), διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. α’ του πρώτου εδαφίου της παρούσας δια του συνολικού ποσού της έκθεσης σε κίνδυνο.
Για τους σκοπούς της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 45, η απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό (%), διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. β’ του πρώτου εδαφίου της παρούσας, δια του μέτρου συνολικού ανοίγματος.
Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης απαίτησης που αναφέρεται στην περ. β’ του πρώτου εδαφίου της παρούσας, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 56 και στις παρ. 9 και 12 του άρθρου 44.
Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια, η αρχή εξυγίανσης:
α) χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες τιμές που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό της έκθεσης σε κίνδυνο ή για το μέτρο συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης, όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από ενέργειες εξυγίανσης προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης, και
β) κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 96α του v. 4261/2014 (Α’ 107), προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στην οντότητα εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.
Η αρχή εξυγίανσης είναι σε θέση να αυξήσει την απαίτηση που προβλέπεται στην υποπερ. ii της περ. α’ του πρώτου εδαφίου με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την εξυγίανση, η οντότητα διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος.
Όταν εφαρμόζεται το έκτο εδάφιο της παρούσας, το ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο αυτό ισούται με τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας που πρόκειται να ισχύσει μετά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης μείον το ποσό που αναφέρεται στην περ. α’ του σημείου 6 της παρ. 1 του άρθρου 121 του v. 4261/2014.
Το ποσό που αναφέρεται στο έκτο εδάφιο της παρούσας προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων λειτουργιών από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην της συνεισφοράς του Ταμείου Εξυγίανσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 96 και τις παρ. 9 και 12 του άρθρου 44, μετά την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης. Το ποσό αυτό προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση των κρίσιμων λειτουργιών από το ίδρυμα ή την οντότητα, όπως αναφέρεται στις περ. β’, γ’και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην της συνεισφοράς του Ταμείου Εξυγίανσης, σύμφωνα με τις παρ. 9 και 12 του άρθρου 44 και την παρ. 2 του άρθρου 96, για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος.
4. Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013και ανήκουν σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού άνω των εκατό (100) δισεκατομμυρίων ευρώ, το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στην παρ. 3 ισούται τουλάχιστον με:
α) δεκατριάμισι τοις εκατό (13,5%) όταν υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45, και
β) πέντε τοις εκατό (5%) όταν υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 45.
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 45β, οι οντότητες εξυγίανσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο φθάνουν το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, το οποίο ισούται με δεκατριάμισι τοις εκατό (13,5%), όταν υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45 και με πέντε τοις εκατό (5%), όταν υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 45, με ίδια κεφάλαια, μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 45β.
5. Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να αποφασίσει να εφαρμόσει τις απαιτήσεις της παρ. 4 σε οντότητα εξυγίανσης που δεν υπόκειται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και ανήκει σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού κάτω των εκατό (100) δισεκατομμυρίων ευρώ και η οποία, κατά την εκτίμηση της αρχής εξυγίανσης, είναι ευλόγως πιθανόν να δημιουργήσει συστημικό κίνδυνο εάν περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας.
Κατά τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη:
α) τον βαθμό στον οποίο το μοντέλο χρηματοδότησης βασίζεται σε καταθέσεις και όχι σε χρεωστικούς τίτλους,
β) τον βαθμό στον οποίο η πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για επιλέξιμες υποχρεώσεις είναι περιορισμένη, και
γ) τον βαθμό στον οποίο η οντότητα εξυγίανσης βασίζεται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε.
Η μη λήψη απόφασης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας δεν θίγει τυχόν απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παρ. 5 του άρθρου 45β.
6. Για τις οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 έχει ως εξής:
α) για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45, το άθροισμα:
i) του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στην περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και στο άρθρο 96α του v. 4261/2014 (Α’ 107) όσον αφορά την οντότητα, και
ii) ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση σχετικά με τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στην περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 96α του v. 4261/2014 (Α’ 107), μετά την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης, και
β) για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45, σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 45, το άθροισμα:
i) του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στην α παίτηση στην οποία υπόκειται η οντότητα σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στην περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, και
ii) ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στην περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, μετά την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.
Για τους σκοπούς της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45, η απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό (%), διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. α’ του πρώτου εδαφίου της παρούσας δια του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.
Για τους σκοπούς της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 45, η απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό (%), διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. β’ του πρώτου εδαφίου της παρούσας δια του μέτρου του συνολικού ανοίγματος.
Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης απαίτησης που αναφέρεται στην περ. β’ του πρώτου εδαφίου της παρούσας, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 56 και στις παρ. 9 και 12 του άρθρου 44.
Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια, η αρχή εξυγίανσης:
α) χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες τιμές που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή για το μέτρο συνολικού ανοίγματος, όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από ενέργειες προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης, και
β) κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 96α του v. 4261/2014 (Α’ 107), προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στη σχετική οντότητα μετά την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.
Η αρχή εξυγίανσης είναι σε θέση να αυξήσει την απαίτηση που προβλέπεται στην υποπερ. ii της περ. α’ του πρώτου εδαφίου της παρούσας με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την άσκηση της εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59, η οντότητα μπορεί να διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος.
Εφόσον εφαρμόζεται το έκτο εδάφιο της παρούσας, το ποσό που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο ισούται με τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας που θα εφαρμοστεί μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης μείον το ποσό που αναφέρεται στην περ. α’ του σημείου 6 της παρ. 1 του άρθρου 121 του v. 4261/2014.
Το ποσό που αναφέρεται στο έκτο εδάφιο της παρούσας προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση των κρίσιμων λειτουργιών από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην της συνεισφοράς του Ταμείου Εξυγίανσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 96 και τις παρ. 9 και 12 του άρθρου 44, μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 ή την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης. Το ποσό αυτό προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση των κρίσιμων λειτουργιών από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη χρηματοδοτική στήριξη, πλην της συνεισφοράς του Ταμείου Εξυγίανσης, σύμφωνα με τις παρ. 9 και 12 του άρθρου 44 και την παρ. 2 του άρθρου 96 για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος.
7. Όταν η αρχή εξυγίανσης αναμένει ότι ορισμένες κατηγορίες επιλέξιμων υποχρεώσεων είναι ευλόγως πιθανό να εξαιρεθούν εν όλω ή εν μέρει από την αναδιάρθρωση παθητικού δυνάμει της παρ. 5 του άρθρου 44 ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν πλήρως σε αποκτώντα στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 πρέπει να ικανοποιείται με ίδια κεφάλαια ή άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις που επαρκούν για:
α) να καλυφθεί το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων που αναγνωρίζονται σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 44, και
β) να διασφαλιστεί ότι πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στην παρ. 2.
8. Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να επιβάλλει ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του παρόντος περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης, καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παρ. 2 έως 7 και επανεξετάζεται από την αρχή εξυγίανσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ώστε να απηχεί οποιεσδήποτε μεταβολές στο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 96α του v. 4261/2014 (Α’ 107).
9. Για τους σκοπούς των παρ. 3 και 6, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την εφαρμογή από την αρμόδια αρχή των μεταβατικών διατάξεων που προβλέπονται στα Κεφάλαια 1, 2 και 4 του Τίτλου Ι του δέκατου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και στις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές από τον εν λόγω Κανονισμό.»
Άρθρο 73
Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για τις οντότητες εξυγίανσης των G-SIIs και τις ενωσιακές σημαντικές θυγατρικές G-SIIs εκτός ΕΕ -Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) και μετά το εσωτερικό άρθρο 45γ του παρόντος, προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45δ ως εξής:
«Άρθρο 45δ Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για τις οντότητες εξυγίανσης των G-SIIs και τις ενωσιακές σημαντικές θυγατρικές G-SIIs εκτός ΕΕ (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Η υποχρέωση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 μιας οντότητας εξυγίανσης η οποία αποτελεί G-SII ή μέρος ενός G-SII συνίσταται στα ακόλουθα:
α) τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 92α και 494 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176), και β) κάθε συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προσδιορίζεται από την αρχή εξυγίανσης και αφορά συγκεκριμένα την οντότητα σύμφωνα με την παρ. 3.
2. Η απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 όσον αφορά μία ενωσιακή σημαντική θυγατρική G-SII εκτός ΕΕ συνίσταται στα εξής:
α) τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 92β και 494 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, και
β) κάθε συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει προσδιορισθεί από την αρχή εξυγίανσης ειδικά για την εν λόγω σημαντική θυγατρική, σύμφωνα με την παρ. 3, η οποία καλύπτεται από ίδια κεφάλαια και υποχρεώσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 45στ και της παρ. 2 του άρθρου 86.
3. Η αρχή εξυγίανσης επιβάλλει πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στην περ. β’ της παρ. 1 και στην περ. β’ της παρ. 2 μόνον:
α) όταν η απαίτηση που αναφέρεται στην περ. α’ της παρ. 1 ή στην περ. α’ της παρ. 2 δεν επαρκεί για να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 45γ, και
β) στον βαθμό που διασφαλίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 45γ.
4. Για τους σκοπούς της παρ. 2 του άρθρου 45η, σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SIIs που ανήκουν στο ίδιο G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, οι σχετικές αρχές εξυγίανσης υπολογίζουν το ποσό που προβλέπεται στην παρ. 3:
α) για κάθε οντότητα εξυγίανσης, β) για τη μητρική οντότητα της ΕΕ, σαν να ήταν η μοναδική οντότητα εξυγίανσης του G-SII. 5. Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να επιβάλει πρόσθετη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην περ. β’ της παρ. 1 ή στην περ. β’ της παρ. 2 περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης, καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στην παρ. 3 και επανεξετάζεται από την αρχή εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ώστε να απηχεί οποιεσδήποτε μεταβολές στο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 96α του v. 4261/2014 (Α’ 107) και εφαρμόζεται στον όμιλο εξυγίανσης ή την ενωσιακή σημαντική θυγατρική G-SII εκτός ΕΕ.»
Άρθρο 74
Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις σε οντότητες εξυγίανσης Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) και μετά το εσωτερικό άρθρο 45δ του παρόντος, προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45ε ως εξής:
«Άρθρο 45ε Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις σε οντότητες εξυγίανσης (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Οι οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 45β έως 45δ σε ενοποιημένη βάση στο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης.
2. Η υποχρέωση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 της οντότητας εξυγίανσης στο ενοποιημένο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 45η, βάσει των απαιτήσεων που καθορίζονται στα άρθρα 45β έως 45δ και του κατά πόσον οι θυγατρικές τρίτης χώρας του ομίλου πρόκειται να εξυγιανθούν χωριστά σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης.
3. Για τους ομίλους εξυγίανσης που ορίζονται στην περ. β’ του σημείου 47β της παρ. 1 του άρθρου 2, η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αλληλεγγύης και της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης, ποιες μέλη του ομίλου εξυγίανσης απαιτείται να συμμορφώνονται με την παρ. 3 του άρθρου 45γ, την παρ. 4 του άρθρου 45γ και την παρ. 1 του άρθρου 45δ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται, στο σύνολό του, με τις παρ. 1 και 2 του παρόντος και με ποιον τρόπο οι οντότητες αυτές πρέπει να συμμορφώνονται βάσει του σχεδίου εξυγίανσης.»
Άρθρο 75
Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) και μετά το εσωτερικό άρθρο 45ε του παρόντος, προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45στ ως εξής:
«Άρθρο 45στ Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Τα ιδρύματα που είναι θυγατρικές μιας οντότητας εξυγίανσης ή οντότητας τρίτης χώρας αλλά δεν είναι τα ίδια οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 45γ σε ατομική βάση.
Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να αποφασίσει να εφαρμόσει την απαίτηση που προβλέπεται στο παρόν σε οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, η οποία είναι θυγατρική μιας οντότητας εξυγίανσης αλλά δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης.
Κατά παρέκκλιση του πρώτο εδαφίου, οι μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, αλλά είναι θυγατρικές οντοτήτων τρίτων χωρών, πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 45γ και 45δ σε ενοποιημένη βάση.
Για τους ομίλους εξυγίανσης που ορίζονται σύμφωνα με την περ. β’ του σημείου 47β της παρ. 1 του άρθρου 2, τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό, αλλά δεν είναι τα ίδια οντότητες εξυγίανσης, και κεντρικός οργανισμός που δεν είναι ο ίδιος οντότητα εξυγίανσης, καθώς και τυχόν οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται σε απαίτηση δυνάμει της παρ. 3 του άρθρου 45ε, συμμορφώνονται με την παρ. 6 του άρθρου 45γ σε ατομική βάση.
Η απαίτηση σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 45 μιας οντότητας που αναφέρεται στην παρούσα προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 45η και 86, κατά περίπτωση, και βάσει των προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 45γ.
2. Η απαίτηση σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 45 για οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 ικανοποιείται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:
α) υποχρεώσεις που: i) εκδίδονται προς την οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν τις υποχρεώσεις από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν ή εκδίδονται προς υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης,
ii) πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που αναφέρονται στο άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176), με εξαίρεση τις περ. β’, γ’, ια’, ιβ’ και ιγ’της παρ. 2 του άρθρου 72β, και τις παρ. 3 έως 5 του άρθρου 72β του εν λόγω Κανονισμού,
iii) στις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας κατατάσσονται κάτω από τις υποχρεώσεις που δεν πληρούν την προϋπόθεση της υποπερ. i’ και δεν είναι επιλέξιμες για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,
iv) υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62, με τρόπο που συνάδει με τη στρατηγική εξυγίανσης του ομίλου εξυγίανσης, ιδίως χωρίς να επηρεάζουν τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης,
v) η απόκτηση της κυριότητας αυτών δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν,
vi) οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν υποδεικνύουν ρητά ή σιωπηρά ότι οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν να αγοραστούν, εξοφληθούν, επαναγοραστούν ή αποπληρωθούν πρόωρα, αναλόγως, από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας, και η οντότητα δεν προβλέπει άλλως τέτοια υπόδειξη,
vii) οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν,
viii) το επίπεδο των οφειλόμενων πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, κατά περίπτωση, επί των υποχρεώσεων δεν τροποποιείται βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν ή της μητρικής της επιχείρησης,
β) ίδια κεφάλαια, ως εξής: i) κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, και ii) άλλα ίδια κεφάλαια τα οποία: εκδίδονται προς οντότητες που περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές, ή εκδίδονται προς οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης.
3. Η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης δύναται να εξαιρέσει τη θυγατρική αυτή από την εφαρμογή του παρόντος, όταν:
α) τόσο η θυγατρική όσο και η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης,
β) η οντότητα εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε,
γ) δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από την οντότητα εξυγίανσης στη θυγατρική, για την οποία έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 59, ιδίως όταν αναλαμβάνεται ενέργεια εξυγίανσης για την οντότητα εξυγίανσης,
δ) η οντότητα εξυγίανσης πληροί τις απαιτήσεις της αρμόδιας αρχής όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική, ή οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι,
ε) οι διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου του κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης καλύπτουν τη θυγατρική,
στ) η οντότητα εξυγίανσης κατέχει περισσότερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απομακρύνει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.
4. Η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης μπορεί επίσης να εξαιρέσει αυτή τη θυγατρική από την εφαρμογή του παρόντος, όταν:
α) τόσο η θυγατρική όσο και η μητρική της επιχείρηση είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης,
β) η μητρική επιχείρηση πληροί σε ενοποιημένη βάση, στην Ελλάδα, την απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45,
γ) δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση στη θυγατρική για την οποία έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 59, ιδίως όταν οι ενέργειες εξυγίανσης αναλαμβάνονται ή οι εξουσίες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 59 ασκούνται σε σχέση με τη μητρική επιχείρηση,
δ) είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική, είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι,
ε) οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική,
στ) η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απομακρύνει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.
5. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στις περ. α’ και β’ της παρ. 3, η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής δύναται να επιτρέψει την πλήρη ή μερική εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 με εγγύηση που παρέχεται από την οντότητα εξυγίανσης και πληροί τις εξής προϋποθέσεις:
α) η εγγύηση χορηγείται για ποσό τουλάχιστον ισοδύναμο προς το ποσό της απαίτησης την οποία υποκαθιστά,
β) η εγγύηση ενεργοποιείται όταν η θυγατρική δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της ή άλλες υποχρεώσεις όταν καθίστανται απαιτητές ή όταν έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 59 όσον αφορά τη θυγατρική, ανάλογα με το ποιο είναι προγενέστερο,
γ) η εγγύηση είναι εξασφαλισμένη μέσω συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως ορίζεται στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του v. 3301/2004 (Α’ 263), για τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) του ποσού της,
δ) οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 197 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, οι οποίες, ύστερα από επαρκώς συντηρητικές απομειώσεις, αρκούν για να καλύψουν το ποσό που εξασφαλίζεται, όπως αναφέρεται στην περ. γ’,
ε) οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση είναι μη βεβαρημένες και, ιδίως, δεν χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση για οποιαδήποτε άλλη εγγύηση,
στ) η εξασφάλιση έχει πραγματική ληκτότητα που πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνη που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, και
ζ) δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια για τη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στη σχετική θυγατρική, ακόμη και όταν αναλαμβάνεται ενέργεια εξυγίανσης όσον αφορά την οντότητα εξυγίανσης.
Για τους σκοπούς της περ. ζ’ του πρώτου εδαφίου, κατ’ αίτηση της αρχής εξυγίανσης, η οντότητα εξυγίανσης παρέχει ανεξάρτητη έγγραφη και τεκμηριωμένη νομική γνωμοδότηση ή αποδεικνύει ικανοποιητικά ότι δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια για τη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στη σχετική θυγατρική.»
Άρθρο 76
Απαλλαγή για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) και μετά το εσωτερικό άρθρο 45στ του παρόντος, προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45ζ ως εξής:
«Άρθρο 45ζ Απαλλαγή για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό (παρ. 17 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Η αρχή εξυγίανσης δύναται, εν μέρει ή πλήρως, να παραιτηθεί από την εφαρμογή του άρθρου 45στ ως προς κεντρικό οργανισμό ή πιστωτικό ίδρυμα που συνδέεται μόνιμα με κεντρικό οργανισμό, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το πιστωτικό ίδρυμα και ο κεντρικός οργανισμός υπόκεινται στην εποπτεία της ίδιας αρμόδιας αρχής, είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης,
β) οι υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού και των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν είναι εις ολόκληρον ή οι υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν τον κεντρικό οργανισμό καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού οργανισμού,
γ) η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, και η φερεγγυότητα και ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν παρακολουθούνται στο σύνολό τους βάσει ενοποιημένων λογαριασμών των εν λόγω ιδρυμάτων,
δ) σε περίπτωση απαλλαγής για πιστωτικό ίδρυμα μόνιμα συνδεδεμένο με κεντρικό οργανισμό, η διοίκηση του κεντρικού οργανισμού εξουσιοδοτείται να εκδώσει οδηγίες προς τη διοίκηση των μόνιμα συνδεδεμένων ιδρυμάτων,
ε) ο σχετικός όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 45ε, και
στ) δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ του κεντρικού οργανισμού και των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν σε περίπτωση εξυγίανσης.»
Άρθρο 77
Διαδικασία για τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) και μετά το εσωτερικό άρθρο 45ζ, προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45η ως εξής:
«Άρθρο 45η Διαδικασία για τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την πρώτη, και οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές ομίλου εξυγίανσης που υπόκεινται στην αναφερόμενη στο άρθρο 45στ απαίτηση σε μεμονωμένη βάση καταλήγουν σε κοινή απόφαση σχετικά με τα εξής:
α) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για κάθε οντότητα εξυγίανσης, και
β) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης.
Η κοινή απόφαση διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς το άρθρο 45ε και το άρθρο 45στ, είναι πλήρως αιτιολογημένη και κοινοποιείται:
α) στην οντότητα εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσής της,
β) στις οντότητες ομίλου εξυγίανσης, οι οποίες δεν είναι οντότητες εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης των οντοτήτων αυτών,
γ) στην ενωσιακή μητρική επιχείρηση του ομίλου, από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, όταν η εν λόγω ενωσιακή μητρική επιχείρηση δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης από τον ίδιο όμιλο εξυγίανσης.
Η κοινή απόφαση του παρόντος δύναται να προβλέπει ότι, εφόσον συνάδει με τη στρατηγική εξυγίανσης και εφόσον δεν έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης, άμεσα ή έμμεσα, επαρκή μέσα που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 45στ, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 45γ, εκπληρώνονται εν μέρει από τη θυγατρική σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 45στ, με μέσα που εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές.
2. Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες «G-SII» που ανήκουν στο ίδιο «G-SII» είναι οντότητες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παρ. 1, συζητούν και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης του G-SII, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 72ε του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176) και τυχόν προσαρμογή, ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στην περ. α’ της παρ. 4 του άρθρου 45δ και στο άρθρο 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, όσον αφορά στις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στην περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 45δ και στο άρθρο 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
Η εν λόγω προσαρμογή δύναται να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:
α) η προσαρμογή δύναται να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης,
β) η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.
Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στην περ. α’ της παρ. 4 του άρθρου 45δ και στο άρθρο 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, όσον αφορά στις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στην περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 45δ και στο άρθρο 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
3. Ελλείψει τέτοιας κοινής απόφασης εντός τεσσάρων (4) μηνών, λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τις παρ. 4 έως 6.
4. Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με ενοποιημένη απαίτηση ομίλου εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε, λαμβάνεται απόφαση για την απαίτηση αυτή από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη:
α) η αξιολόγηση οντοτήτων του ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, η οποία διενεργείται από τις οικείες αρχές εξυγίανσης,
β) η γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.
Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθμ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης αριθμ. 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (L 331), η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.
Η απόφαση της ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τις περ. α’ και β’ του πρώτου εδαφίου.
Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του υπ’ αριθμ. Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010.
Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη της κοινής απόφασης.
Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός (1) μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.
5. Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης του άρθρου 45στ και εφαρμόζεται σε οιαδήποτε οντότητα ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, η απόφαση λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης της εν λόγω οντότητας, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη, και
β) εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου είναι διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη.
Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης ή η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010, οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε μεμονωμένη βάση αναβάλλουν τις αποφάσεις τους και αναμένουν την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνουν δε την απόφασή τους σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η απόφαση της ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τις περ. α’ και β’ του πρώτου εδαφίου.
Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός (1) μηνός.
Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
Η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης ή η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση, εφόσον το επίπεδο που έχει καθορίσει η αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής:
α) είναι εντός του δύο τοις εκατό (2 %) του υπολογιζόμενου σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 ποσού συνολικής έκθεσης, σε κίνδυνο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε, και
β) είναι σύμφωνο με την παρ. 6 του άρθρου 45γ. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός (1) μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζονται οι αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών.
Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζονται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιούνται σε τακτική βάση.
6. Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης και το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στα μέλη του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) λαμβάνεται απόφαση σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις θυγατρικές του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση σύμφωνα με την παρ. 5,
β) λαμβάνεται απόφαση για το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με την παρ. 4.
7. Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παρ. 1 και οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης, που αναφέρονται στις παρ. 4, 5 και 6 ελλείψει κοινής απόφασης, είναι δεσμευτικές για τις οικείες αρχές εξυγίανσης.
Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζονται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιούνται σε τακτική βάση.
8. Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με την αρμόδια αρχή, επιβάλλει και επιβεβαιώνει την τήρηση από τα ιδρύματα της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 45, λαμβάνει δε κάθε απόφαση σύμφωνα με το παρόν παράλληλα με την κατάρτιση και αναπροσαρμογή των σχεδίων εξυγίανσης.»
Άρθρο 78
Εποπτικές αναφορές και δημοσιοποίηση της απαίτησης Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45η του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45θ ως εξής:
«Άρθρο 45θ Εποπτικές αναφορές και δημοσιοποίηση της απαίτησης (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Οι οντότητες της παρ. 1 του άρθρου 1, οι οποίες υπόκεινται στην απαίτηση της παρ. 1 του άρθρου 45, υποβάλλουν έκθεση στην αρμόδια αρχή και στην αρχή εξυγίανσης σχετικά με τα ακόλουθα:
α) τα ποσά των ιδίων κεφαλαίων που, κατά περίπτωση, πληρούν τις προϋποθέσεις της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 45στ, καθώς και τα ποσά των επιλέξιμων υποχρεώσεων, αλλά και την έκφραση των ποσών αυτών σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 45, μετά από οποιεσδήποτε εφαρμοστέες αφαιρέσεις σύμφωνα με τα άρθρα 72ε έως 72ι του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176),
β) τα ποσά άλλων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων,
γ) για τα στοιχεία που αναφέρονται στις περ. α’ και β’: αα) τη σύνθεσή τους, συμπεριλαμβανομένου του προφίλ ληκτότητας, ββ) την κατάταξή τους στις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας, και γγ) το εάν διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας και, στην περίπτωση αυτή, ποιας τρίτης χώρας και το εάν περιέχουν τους συμβατικούς όρους που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 55, στις περ. ιστ’ και ιζ’ της παρ. 1 του άρθρου 52 και στις περ. ιδ’ και ιε’ του άρθρου 63 του υπ’ αρ. Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
Η υποχρέωση αναφοράς για τα ποσά άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού που αναφέρονται στην περ. β’ του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζονται σε οντότητες που, κατά την ημερομηνία της αναφοράς αυτής, κατέχουν ποσά ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, που ανέρχονται σε τουλάχιστον εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%) της απαίτησης της παρ. 1 του άρθρου 45, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. α’ του πρώτου εδαφίου.
2. Οι οντότητες της παρ. 1 υποβάλλουν: α) σε εξαμηνιαία βάση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην περ. α’ της παρ. 1, και β) σε ετήσια βάση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περ. β’ και γ’ της παρ. 1. Εφόσον το ζητήσει η αρμόδια αρχή ή η αρχή εξυγίανσης, οι οντότητες της παρ. 1 υποβάλλουν συχνότερα τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παρ. 1.
3. Οι οντότητες της παρ. 1 διαθέτουν δημοσίως τις ακόλουθες πληροφορίες σε ετήσια βάση:
α) τα ποσά των ιδίων κεφαλαίων που, κατά περίπτωση, πληρούν τις προϋποθέσεις της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 45στ και των επιλέξιμων υποχρεώσεων,
β) τη σύνθεση των στοιχείων που αναφέρονται στην περ. α’, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηριστικών ληκτότητας και της κατάταξής τους στις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας,
γ) την εφαρμοστέα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε ή στο άρθρο 45στ, όπως εκφράζεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 45.
4. Οι παρ. 1 και 3 δεν εφαρμόζονται στις οντότητες, των οποίων το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η οντότητα πρόκειται να εκκαθαριστεί κατά τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας.
5. Όταν έχουν εφαρμοστεί ενέργειες εξυγίανσης ή έχουν ασκηθεί οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59, οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης της παρ. 3 εφαρμόζονται από τη λήξη της προθεσμίας συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 45ιγ.
6. Η παρ. 3 τίθεται σε ισχύ την 1 η Ιανουαρίου 2024. Εάν έχει χορηγηθεί σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 45ιγ προθεσμία συμμόρφωσης που λήγει μετά την 1 η Ιανουαρίου 2024, η παρ. 3 εφαρμόζεται από τη λήξη της προθεσμίας συμμόρφωσης.»
Άρθρο 79
Υποβολή εκθέσεων στην ΕΑΤ Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45θ του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45ι ως εξής:
«Άρθρο 45ι Υποβολή εκθέσεων στην ΕΑΤ (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), σχετικά με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει οριστεί για κάθε οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία της.»
Άρθρο 80
Παραβιάσεις της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45ι του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45ια ως εξής:
«Άρθρο 45ια Παραβιάσεις της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Σε περίπτωση παράβασης της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 45ε ή στο άρθρο 45στ οι σχετικές αρχές μπορούν να ασκούν τις ακόλουθες εξουσίες ή να λαμβάνουν τα ακόλουθα μέτρα ή να επιβάλουν τις ακόλουθες κυρώσεις:
α) εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26,
β) εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 24α, γ) μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 96 του v. 4261/2014 (Α’ 107), δ) μέτρα έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο
27, ε) διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106. Οι σχετικές αρχές δύνανται επίσης να διενεργούν αξιολόγηση του κατά πόσον το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 32, 32α ή το άρθρο 33 κατά περίπτωση.
2. Η αρμόδια αρχή και η αρχή εξυγίανσης διαβουλεύονται μεταξύ τους, κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους που αναφέρονται στην παρ. 1.»
Άρθρο 81
Υποβολή εκθέσεων Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45ια του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45ιβ ως εξής:
«Άρθρο 45ιβ Υποβολή εκθέσεων (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή συνεργάζονται με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), έτσι ώστε η τελευταία να υποβάλλει ετησίως έκθεση στην Επιτροπή, παρέχοντας εκτιμήσεις τουλάχιστον για τα ακόλουθα:
α) πώς έχει εφαρμοστεί σε εθνικό επίπεδο η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ και ειδικότερα κατά πόσον υπήρξαν αποκλίσεις στα επίπεδα που ορίστηκαν για συγκρίσιμες οντότητες σε όλα τα κράτη μέλη,
β) πώς έχει ασκηθεί η εξουσία που αναφέρεται στις παρ. 4, 5 και 7 του άρθρου 45β από την αρχή εξυγίανσης και κατά πόσον υπήρξαν αποκλίσεις κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής μεταξύ των κρατών μελών,
γ) το συνολικό επίπεδο και τη σύνθεση των επιλέξιμων υποχρεώσεων και ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων και οντοτήτων, τα ποσά των μέσων που εκδίδονται κατά τη σχετική περίοδο και τα συμπληρωματικά ποσά που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις.
2. Η έκθεση της παρ. 1 διαβιβάζεται στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται του τελευταίου έτους που καλύπτεται από την έκθεση. Η πρώτη έκθεση υποβάλλεται στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ του παρόντος.»
Άρθρο 82
Μεταβατικές ρυθμίσεις και ρυθμίσεις μετά την εξυγίανση Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 45ιβ του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), προστίθεται εσωτερικό άρθρο 45ιγ ως εξής:
«Άρθρο 45ιγ Μεταβατικές ρυθμίσεις και ρυθμίσεις μετά την εξυγίανση (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 1 του άρθρου 45, η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει την κατάλληλη μεταβατική περίοδο για τη συμμόρφωση ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 με τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής των παρ. 4, 5 ή 7 του άρθρου 45β, κατά περίπτωση. Η προθεσμία για τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων και των οντοτήτων με τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ ή με απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή των παρ. 4, 5 ή 7 του άρθρου 45β είναι η 1η Ιανουαρίου 2024.
Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει ενδιάμεσα επίπεδα στόχων για τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ ή για απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή των παρ. 4, 5 ή 7 του άρθρου 45β, κατά περίπτωση, τα οποία πρέπει να έχουν επιτύχει έως την 1η Ιανουαρίου 2022 τα ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1. Τα επίπεδα των ενδιάμεσων στόχων διασφαλίζουν, κατά κανόνα, τη γραμμική αύξηση των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων προς την επίτευξη της απαίτησης.
Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ορίσει μεταβατική περίοδο που να λήγει μετά από την 1η Ιανουαρίου 2024, όταν αυτό αιτιολογείται δεόντως και θεωρείται σκόπιμο με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στην παρ. 7, λαμβανομένων υπόψη:
α) της εξέλιξης της χρηματοοικονομικής κατάστασης της οντότητας,
β) της προοπτικής ότι η οντότητα θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ ή με απαίτηση, λόγω της εφαρμογής των παρ. 4, 5 ή 7 του άρθρου 45β, σε εύλογο χρονικό διάστημα, και
γ) του κατά πόσον η οντότητα είναι σε θέση να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα άρθρα 72β και 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176), και στο άρθρο 45β ή την παρ. 2 του άρθρου 45στ, και αν αυτό δεν συμβαίνει, του κατά πόσον η αδυναμία αυτή είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς.
2. Η προθεσμία για τη συμμόρφωση οντοτήτων με το ελάχιστο επίπεδο των απαιτήσεων των παρ. 4 ή 5 του άρθρου 45γ είναι η 1η Ιανουαρίου 2022.
3. Τα ελάχιστα επίπεδα των απαιτήσεων που αναφέρονται στις παρ. 4 και 5 του άρθρου 45γ δεν ισχύουν εντός των δύο (2) ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία:
α) η αρχή εξυγίανσης έχει εφαρμόσει την αναδιάρθρωση παθητικού, ή
β) η οντότητα εξυγίανσης έχει εφαρμόσει εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στην περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 32, μέσω του οποίου κεφαλαιακά μέσα και άλλες υποχρεώσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε κοινές μετοχές της Κατηγορίας 1 ή έχουν ασκηθεί οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 59 σε σχέση με αυτή την οντότητα εξυγίανσης,
προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί η οντότητα εξυγίανσης χωρίς χρήση μέτρων εξυγίανσης.
4. Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παρ. 4 και 7 του άρθρου 45β, καθώς και στις παρ. 4 και 5 του άρθρου 45γ, κατά περίπτωση, δεν εφαρμόζονται εντός της περιόδου των τριών (3) ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία η οντότητα εξυγίανσης ή ο όμιλος του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι μέλος χαρακτηρίστηκαν ως «G-SIIs», ή η οντότητα εξυγίανσης περιέρχεται στην κατάσταση που αναφέρεται στις παρ. 4 ή 5 του άρθρου 45γ.
5. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 1 του άρθρου 45, η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει κατάλληλη μεταβατική περίοδο για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ ή με την απαίτηση λόγω της εφαρμογής των παρ. 4, 5 ή 7 του άρθρου 45β, κατά περίπτωση, ιδρυμάτων ή οντοτήτων που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 στα οποία έχουν εφαρμοστεί μέτρα εξυγίανσης ή οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59.
6. Για τους σκοπούς των παρ. 1 έως 5, η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στο ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για κάθε δωδεκάμηνη περίοδο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, προκειμένου να διευκολύνεται η βαθμιαία αύξηση της ικανότητας απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης της οντότητας. Κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις ισοδυναμεί με το ποσό που καθορίζεται δυνάμει των παρ. 4, 5 ή 7 του άρθρου 45β, των παρ. 4 ή 5 του άρθρου 45γ, του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ, κατά περίπτωση.
7. Κατά τον καθορισμό των μεταβατικών περιόδων, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη:
α) τον βαθμό στον οποίο το μοντέλο χρηματοδότησης βασίζεται σε καταθέσεις και όχι σε χρεωστικούς τίτλους,
β) την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για επιλέξιμες υποχρεώσεις,
γ) τον βαθμό στον οποίο η οντότητα εξυγίανσης χρησιμοποιεί κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε.
8. Με την επιφύλαξη της παρ. 1, η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναθεωρήσει εν συνεχεία είτε τη μεταβατική περίοδο είτε οποιαδήποτε προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις γνωστοποιείται δυνάμει της παρ. 6.»
Άρθρο 83
Εκτίμηση του ποσού Tροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 46 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 18 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 46 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), οι λέξεις «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού» και το εσωτερικό άρθρο 46 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 46 Εκτίμηση του ποσού (άρθρο 46 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Κατά την εφαρμογή της αναδιάρθρωσης παθητικού, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί βάσει της αποτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 36 σωρευτικά τα ακόλουθα:
α) κατά περίπτωση, το ποσό κατά το οποίο πρέπει να απομειωθούν οι υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η διαφορά αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος είναι ίση με το μηδέν, και
β) κατά περίπτωση, το ποσό κατά το οποίο οι υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού πρέπει να μετατραπούν σε μετοχές ή άλλου είδους κεφαλαιακά μέσα προκειμένου να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 είτε του υπό εξυγίανση ιδρύματος είτε του μεταβατικού ιδρύματος.
2. Με την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παρ. 1 προσδιορίζεται το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού, προκειμένου να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του υπό εξυγίανση ιδρύματος ή, να καθοριστεί, κατά περίπτωση, ο εν λόγω δείκτης για το μεταβατικό ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά του Ταμείου Εξυγίανσης σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 96, τη διατήρηση της εμπιστοσύνης της αγοράς στο υπό εξυγίανση ή το μεταβατικό ίδρυμα και την παροχή της δυνατότητας σε αυτό να εξακολουθήσει να πληροί τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει την άσκηση των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχει λάβει άδεια με βάση τον v. 4261/2014 ή τον v. 3606/2007 τουλάχιστον για ένα (1) έτος.
Αν η αρχή εξυγίανσης προτίθεται να χρησιμοποιήσει το διαχωρισμό περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 42, για τον υπολογισμό του ποσού κατά το οποίο χρειάζεται να μειωθούν οι υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού λαμβάνει δεόντως υπόψη μια συντηρητική εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.
3. Εφόσον τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα έχουν απομειωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 και έχει εφαρμοστεί η αναδιάρθρωση παθητικού σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 43, και το επίπεδο απομείωσης, το οποίο βασίζεται στην προσωρινή αποτίμηση του άρθρου 36, υπερβαίνει τις απαιτήσεις που καθορίστηκαν με την οριστική αποτίμηση της παραγράφου 9 του άρθρου 36, η αρχή εξυγίανσης τροποποιεί τις αποφάσεις της περί απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και περί αναδιάρθρωσης παθητικού, εάν και στο μέτρο που η τροποποίηση είναι αναγκαία, ώστε οι αποφάσεις να συνάδουν με την οριστική αποτίμηση. Η τροποποίηση αυτή μπορεί να συνίσταται σε περιορισμό του ποσού, κατά το οποίο οι μετοχές ή άλλοι τίτλοι ιδιοκτησίας ή σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού απομειώνονται ή μετατρέπονται, ή σε αναπροσαρμογή του συντελεστή μετατροπής με την έννοια του άρθρου 50.
4. Η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι η αξιολόγηση και η αποτίμηση βασίζονται σε όσο το δυνατόν πιο πρόσφατες και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία του ενεργητικού και τις υποχρεώσεις του υπό εξυγίανση ιδρύματος.»
Άρθρο 84
Μεταχείριση των μετόχων σε περιπτώσεις αναδιάρθρωσης παθητικού ή απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 47 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 19 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στην παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 47 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), οι λέξεις «επιλέξιμων υποχρεώσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεων που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Κατά την εφαρμογή της αναδιάρθρωσης παθητικού σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 43 ή την απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59, η αρχή εξυγίανσης προβαίνει έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων τίτλων ιδιοκτησίας σε μία ή και στις δύο από τις ακόλουθες ενέργειες:
α) ακυρώνει τις υφιστάμενες μετοχές ή τους άλλους τίτλους ιδιοκτησίας ή τα μεταβιβάζει σε πιστωτές που έχουν ποστεί την αναδιάρθρωση παθητικού,
β) υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει της αποτίμησης που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 36, το υπό εξυγίανση ίδρυμα έχει θετική καθαρή θέση, απομειώνει το ποσοστό συμμετοχής (dilution) των υφιστάμενων μετόχων και κατόχων άλλων τίτλων ιδιοκτησίας μέσω της μετατροπής σε μετοχές ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας:
αα) των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα, βάσει της εξουσίας της παραγράφου 9 του άρθρου 59, ή
ββ) των υποχρεώσεων που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού που έχει εκδώσει το υπό εξυγίανση ίδρυμα, σύμφωνα με την εξουσία της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 63.
Όσον αφορά την περίπτωση β’ ανωτέρω, η μετατροπή γίνεται με συντελεστή που απομειώνει σημαντικά το ποσοστό συμμετοχής (dilution) των υφιστάμενων μετόχων ή κατόχων άλλων τίτλων ιδιοκτησίας.»
Άρθρο 85
Αποτέλεσμα των ενεργειών της απομείωσης και της μετατροπής σε περίπτωση αναδιάρθρωσης παθητικού Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 48 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 20 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 48 του άρθρου 2 του v. 4335/ 2015 (Α’ 87), αντικαθίσταται η περ. ε’ της παρ. 1, στην παρ. 2 οι λέξεις «επιλέξιμων υποχρεώσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεων που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού», προστίθεται παρ. 6 και το εσωτερικό άρθρο 48 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 48 Αποτέλεσμα των ενεργειών της απομείωσης και της μετατροπής σε περίπτωση αναδιάρθρωσης παθητικού (άρθρο 48 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αρχή εξυγίανσης όταν εφαρμόζει την αναδιάρθρωση παθητικού ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, με την επιφύλαξη ενδεχόμενων εξαιρέσεων δυνάμει των παρ. 2 έως 5 του άρθρου 44, τηρώντας τα ακόλουθα:
α) μειώνει τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 60,
β) εφόσον η συνολική μείωση, σύμφωνα με την περ. α) ανωτέρω, είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στις περ. β’ και γ’ της παρ. 3 του άρθρου 47 μειώνει την αξία των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 στον βαθμό που απαιτείται και είναι δυνατόν,
γ) εφόσον η συνολική μείωση σύμφωνα με τις περ. α’ και β’ ανωτέρω είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στις περ. β’ και γ’ της παρ. 3 του άρθρου 47 μειώνει την αξία των μέσων της Κατηγορίας 2 στον βαθμό που απαιτείται και είναι δυνατόν,
δ) εφόσον η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας και σχετικών κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με τις περ. α’, β’και γ’ ανωτέρω είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στις περ. β’ και γ’ της παρ. 3 του άρθρου 47 μειώνει στον βαθμό που απαιτείται την αξία των υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης που δεν είναι αποδεκτές ως πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 ή της Κατηγορίας 2, σύμφωνα με την ιεράρχηση των απαιτήσεων στις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τις περ. α’, β’και γ’ ανωτέρω ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στις περ. β’και γ’ της παρ. 3 του άρθρου 47,
ε) εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας, των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων σύμφωνα με τις περ. α’ έως δ’, είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στις περ. β’ και γ’ της παρ. 3 του άρθρου 47, η αρχή εξυγίανσης απομειώνει στον απαιτούμενο βαθμό την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των λοιπών υποχρεώσεων που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού, συμπεριλαμβανομένων των χρεωστικών μέσων της περ. (ι) της παρ. 1 του άρθρου 145α του v. 4261/2014 (Α’ 107), βάσει της κατάταξης των απαιτήσεων στις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της διαβάθμισης των καταθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 44, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τις περ. α’ έως δ’ της παρούσας, ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στις περ. β’ και γ’ της παρ. 3 του άρθρου 47.
2. Όταν εφαρμόζει τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, η αρχή εξυγίανσης επιμερίζει τις ζημίες, οι οποίες αποτυπώνονται στο άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στις περ. β’ και γ’ της παρ. 3 του άρθρου 47, εξίσου μεταξύ των μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας και των υποχρεώσεων που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού ιδίας τάξεως, μειώνοντας την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο των εν λόγω μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας και των υποχρεώσεων που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού στον ίδιο βαθμό αναλογικά με την αξία τους, όπως προσδιορίζεται κατά το άρθρο 36, εκτός εάν, επιτρέπεται διαφορετικός επιμερισμός ζημιών μεταξύ των υποχρεώσεων ιδίας τάξεως για τις περιπτώσεις που καθορίζονται στην παρ. 6 του άρθρου 44. Η παρούσα δεν εμποδίζει υποχρεώσεις που έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή της αναδιάρθρωσης παθητικού σύμφωνα με τις παρ. 2 έως 5 του άρθρου 44 να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από επιλέξιμες υποχρεώσεις ιδίας τάξεως κατά τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας.
3. Πριν εφαρμοστεί η μείωση ή η μετατροπή που αναφέρεται στην περ. ε’ της παρ. 1, η αρχή εξυγίανσης μετατρέπει ή μειώνει την αξία των μέσων που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 όταν τα μέσα αυτά δεν έχουν ήδη μετατραπεί και περιλαμβάνουν τους εξής όρους:
α) ρήτρα που προβλέπει τη μείωση της αξίας του μέσου σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που επηρεάζει τη χρηματοοικονομική κατάσταση, τη φερεγγυότητα ή τα επίπεδα των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 ή
β) ρήτρα που προβλέπει τη μετατροπή των μέσων σε μετοχές ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας σε περίπτωση επέλευσης τέτοιου γεγονότος.
4. Σε περίπτωση που έχει μειωθεί η αξία του μέσου, αλλά δεν έχει μηδενιστεί, σύμφωνα με ρήτρες της περ. α’ της παρ. 3, πριν από την εφαρμογή της αναδιάρθρωσης παθητικού, όπως ορίζεται στην παρ. 1, η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής στο εναπομένον ποσό αυτού του μέσου, σύμφωνα με την παρ. 1.
5. Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την απομείωση ή τη μετατροπή των υποχρεώσεων σε Μετοχικό Κεφάλαιο, η αρχή εξυγίανσης δεν μετατρέπει μία κατηγορία υποχρεώσεων αν άλλη κατηγορία υποχρεώσεων χαμηλότερης κατάταξης εξακολουθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της να μην έχει μετατραπεί σε μετοχές ή απομειωθεί, εκτός αν επιτρέπεται άλλως σύμφωνα με τις παρ. 2 έως 5 του άρθρου 44.
6. Για τις οντότητες που αναφέρονται στις περ. α’ έως δ’ του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 1, το σύνολο των απαιτήσεων που προκύπτουν από στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, έχουν χαμηλότερη κατάταξη από οποιαδήποτε απαίτηση δεν προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων, βάσει της κατάταξης των απαιτήσεων στις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, στον βαθμό που ένα μέσο έχει μόνο εν μέρει αναγνωριστεί ως στοιχείο ιδίων κεφαλαίων, το σύνολο του μέσου αντιμετωπίζεται ως απαίτηση που προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων και κατατάσσεται χαμηλότερα από οποιαδήποτε απαίτηση δεν προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων.»
Άρθρο 86
Συμβατική αναγνώριση της αναδιάρθρωσης παθητικού Αντικατάσταση του εσωτερικού άρθρου 55 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 21 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Το εσωτερικό άρθρο 55 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 55 Συμβατική αναγνώριση της αναδιάρθρωσης παθητικού (παρ. 21 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 περιλαμβάνουν συμβατικό όρο με τον οποίο ο πιστωτής ή το μέρος της συμφωνίας ή του μέσου που δημιουργεί την υποχρέωση, αναγνωρίζει ότι η εν λόγω υποχρέωση ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής και συμφωνεί να δεσμεύεται από κάθε μείωση της αξίας του ποσού κεφαλαίου ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου ποσού, μετατροπή ή ακύρωση, που πραγματοποιείται από την άσκηση των εν λόγω εξουσιών από μια αρχή εξυγίανσης, υπό τον όρο ότι η εν λόγω υποχρέωση πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) δεν εξαιρείται δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 44, β) δεν αποτελεί κατάθεση, όπως αυτή αναφέρεται
στην υποπερ. ββ’ της περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 145α του v. 4261/2014 (Α’ 107),
γ) διέπεται από τη νομοθεσία τρίτης χώρας, και δ) εκδίδεται ή αναλαμβάνεται μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας. Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει ότι η υποχρέωση του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται σε ιδρύματα ή οντότητες στα οποία η απαίτηση της παρ. 1 του άρθρου 45 ισούται με το ποσό της απορρόφησης ζημιών, όπως ορίζεται δυνάμει της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45γ, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στις περ. α’ έως δ’ και που δεν περιλαμβάνουν τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο δεν συνυπολογίζονται στην απαίτηση αυτή.
Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι οι υποχρεώσεις ή τα μέσα του πρώτου εδαφίου μπορούν να υπαχθούν στις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής της, σύμφωνα με το δίκαιο τρίτης χώρας ή σύμφωνα με δεσμευτική συμφωνία που έχει συναφθεί με την εν λόγω τρίτη χώρα.
2. Όταν ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στη σύμβαση, που διέπει μια σχετική υποχρέωση, ο όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 1, το εν λόγω ίδρυμα ή οντότητα κοινοποιεί τη διαπίστωσή του στην αρχή εξυγίανσης, προσδιορίζοντας παράλληλα την κατηγορία στην οποία εμπίπτει η υποχρέωση και αιτιολογώντας την εν λόγω διαπίστωση. Το ίδρυμα ή η οντότητα παρέχει στην αρχή εξυγίανσης κάθε πληροφορία την οποία η αρχή εξυγίανσης ζητά εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της κοινοποίησης, προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να αξιολογήσει την επίπτωση της εν λόγω κοινοποίησης στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας.
Εφόσον λάβει χώρα η κοινοποίηση δυνάμει του πρώτου εδαφίου της παρούσας, η υποχρέωση να συμπεριληφθεί στη σύμβαση όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 1 αναστέλλεται αυτοδίκαια από τη λήψη της κοινοποίησης από την αρχή εξυγίανσης.
Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στη διαπίστωση ότι δεν είναι ανέφικτο, από νομική ή άλλη άποψη, να συμπεριληφθεί στη σύμβαση ο όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 1, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας, ζητά, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την κοινοποίηση του πρώτου εδαφίου, τη συμπερίληψη ενός τέτοιου συμβατικού όρου. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, επιπροσθέτως, να απαιτήσει από το ίδρυμα ή την οντότητα να τροποποιήσει τις πρακτικές του/της όσον αφορά στην εφαρμογή της εξαίρεσης από τη συμβατική αναγνώριση της αναδιάρθρωσης παθητικού.
Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας δεν περιλαμβάνουν πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1, μέσα της Κατηγορίας 2 και χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στην υποπερ. β της περ. 110 της παρ. 1 του άρθρου 2, όπου τα εν λόγω μέσα είναι μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας είναι ανώτερης εξοφλητικής προτεραιότητας από τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην περ. (ι) της παρ. 1 του άρθρου 145α του v. 4261/2014. Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24, ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας, δεν περιλαμβάνουν τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στην παρ. 1, μαζί με τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εργαλείου της αναδιάρθρωσης παθητικού, σύμφωνα με τις παρ. 2 έως 4 του άρθρου 44 ή που είναι πιθανόν να εξαιρεθούν σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 44, υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού της εν λόγω κατηγορίας, αξιολογεί αμέσως τις επιπτώσεις αυτού του δεδομένου στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στη δυνατότητα εξυγίανσης που απορρέουν από τον κίνδυνο να πληγούν οι διασφαλίσεις των πιστωτών, όπως προβλέπονται στο άρθρο 73 όταν εφαρμόζονται οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σε επιλέξιμες υποχρεώσεις.
Σε περίπτωση που, με βάση την εκτίμηση που αναφέρεται στο πέμπτο εδάφιο της παρούσας, η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι υποχρεώσεις οι οποίες, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, δεν περιλαμβάνουν τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στην παρ. 1,δημιουργούν ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης, εφαρμόζει τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 25, όπως αρμόζει, ώστε να αρθεί το εν λόγω εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης.
Υποχρεώσεις, στη σύμβαση των οποίων, το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 δεν έχει συμπεριλάβει τον όρο που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος ή για τις οποίες, σύμφωνα με την παρούσα, η εν λόγω απαίτηση δεν εφαρμόζεται, δεν υπολογίζονται για την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.
3. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 να παρέχουν στις αρχές νομική γνωμοδότηση σχετικά με την εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα του συμβατικού όρου που αναφέρεται στην παρ. 1.
4. Αν ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 δεν συμπεριλάβει στη σύμβαση που διέπει μια σχετική υποχρέωση, όρο που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 1, αυτό δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά στην εν λόγω υποχρέωση.
5. Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει, όπου κρίνει αναγκαίο, τις κατηγορίες υποχρεώσεων για τις οποίες ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, μπορεί να καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι ανέφικτο, από νομική ή άλλη άποψη, να συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στην παρ. 1, βάσει των προϋποθέσεων που περιλαμβάνονται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 55 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ (L 173).»
Άρθρο 87
Μέτρα δημόσιας χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 56 του άρθρου 2 του v. 4335/2015
Στην περ. β’ της παρ. 2 του εσωτερικού άρθρου 56 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), οι λέξεις «επιλέξιμων υποχρεώσεων» αντικαθίστανται με τις λέξεις «υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Για την εφαρμογή της παρ. 1 πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το ίδρυμα ή η οντότητα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης της παρ. 1 του άρθρου 32,
β) οι μέτοχοι, οι κάτοχοι άλλων τίτλων ιδιοκτησίας, οι κάτοχοι σχετικών κεφαλαιακών μέσων και οι κάτοχοι άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού έχουν συνεισφέρει, μέσω απομείωσης, μετατροπής ή με άλλο τρόπο, στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση με ποσό που ισοδυναμεί τουλάχιστον στο 8% των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων κατά τον χρόνο της ενέργειας εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36, και
γ) έχει χορηγηθεί προηγούμενη και τελική έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ για τους κανόνες της περί κρατικών ενισχύσεων για τη χρήση του επιλεγμένου μέτρου.»
Άρθρο 88
Αντικατάσταση του τίτλου του Κεφαλαίου ΙΑ’ του v. 4335/2015 (παρ. 22 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Ο τίτλος του Κεφαλαίου ΙΑ’ του άρθρου 2 του ν. 4335/ 2015 (Α’ 87) αντικαθίσταται και διαμορφώνεται εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ’ ΑΠΟΜΕΙΩΣΗ Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ»
Άρθρο 89
Απαίτηση για την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 59 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 23 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 59 του άρθρου 2 του v. 4335/ 2015 (Α’ 87) αντικαθίστανται ο τίτλος και η παρ. 1, προστίθενται παρ. 1α και 1β, αντικαθίστανται το εισαγωγικό εδάφιο και οι περ. α’ και β’ της παρ. 2, αντικαθίσταται περ. β στην παρ. 3, αντικαθίστανται το πρώτο εδάφιο της παρ. 9 και οι περ. α’ και β’ της παρ. 10, και το εσωτερικό άρθρο 59 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 59 Απαίτηση για την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (άρθρο 59 της Οδηγίας 2014/59/ ΕΕ)1. Η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μπορεί να ασκείται:
α) είτε ανεξάρτητα από τις ενέργειες εξυγίανσης, β) είτε σε συνδυασμό με ενέργεια εξυγίανσης, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης που καθορίζονται στα άρθρα 32, 32α ή 33.
Όταν τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης έμμεσα, μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των εν λόγω σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ασκείται από κοινού με την άσκηση της ίδιας εξουσίας στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης της οικείας οντότητας ή στο επίπεδο άλλων μητρικών επιχειρήσεων οι οποίες δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, ώστε οι ζημίες πράγματι να μεταβιβάζονται και να επιτυγχάνεται η ανακεφαλαιοποίηση της οικείας οντότητας από την οντότητα εξυγίανσης.
Μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ανεξάρτητα από ενέργεια εξυγίανσης, διενεργείται η αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 74 και εφαρμόζεται το άρθρο 75.
1α. Η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής επιλέξιμων υποχρεώσεων, ανεξάρτητα από ενέργεια εξυγίανσης, μπορεί να ασκηθεί μόνο σε σχέση με επιλέξιμες υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στην περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45στ, εκτός από τον όρο που σχετίζεται με την εναπομένουσα ληκτότητα των υποχρεώσεων, όπως ορίζεται από την παρ. 1 του άρθρου 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176).
Κατά την άσκηση αυτής της εξουσίας, η απομείωση ή η μετατροπή πραγματοποιείται σύμφωνα με την αρχή που αναφέρεται στην περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 34.
1β. Όταν αναλαμβάνεται ενέργεια εξυγίανσης έναντι οντότητας εξυγίανσης ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις κατά παρέκκλιση από το σχέδιο εξυγίανσης, έναντι οντότητας που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, το ποσό που μειώνεται, απομειώνεται ή μετατρέπεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 60 στο επίπεδο της εν λόγω οντότητας συνυπολογίζεται στα όρια που καθορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 56 και στην περ. α’ της παρ. 9 του άρθρου 44 ή στην περ. α’ της παρ. 12 του άρθρου 44 που εφαρμόζονται στην οικεία οντότητα.
2. Η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 60 και χωρίς καθυστέρηση, αναφορικά με τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα και τις αναφερόμενες στην παρ. 1α επιλέξιμες υποχρεώσεις που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, όταν πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει διαπιστωθεί, πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε ενέργειας εξυγίανσης, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης του άρθρου 32, 32α ή 33, ή
β) η οικεία αρχή διαπιστώνει ότι εάν δεν ασκηθεί η εν λόγω εξουσία αναφορικά με τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα και τις αναφερόμενες στην παρ. 1α επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 θα παύσει να είναι βιώσιμο,
γ) στην περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από θυγατρικό ίδρυμα και τα οποία αναγνωρίζονται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, και τόσο η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας όσο και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους του θυγατρικού ιδρύματος διαπιστώνουν με κοινή απόφαση σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 89 ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος,
δ) στην περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από τη μητρική επιχείρηση και τα οποία αναγνωρίζονται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης ή σε ενοποιημένη βάση, και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας διαπιστώνει ότι, εάν δεν ασκηθούν οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος,
ε) απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη για το ίδρυμα ή την οντότητα των περ. β’ γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που προβλέπονται στην υποπερ. γγ’ της περ. δ’ της παρ. 3 του άρθρου 32.
3. Για τους σκοπούς της παρ. 2, ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 ή ένας όμιλος θεωρούνται ότι παύουν να είναι βιώσιμα μόνο όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 ή ο όμιλος τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, και
β) λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές περιστάσεις, δεν προσδοκάται εύλογα ότι εναλλακτικά μέτρα προερχόμενα από τον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων του Θ.Σ.Π., ή ενέργειες της αρμόδιας αρχής ή της αρχής εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, σύμφωνα με την παρ. 2 ή των αναφερόμενων στην παρ. 1α επιλέξιμων υποχρεώσεων, σύμφωνα με την παρ. 2, θα αποτρέψουν την αφερεγγυότητα του ιδρύματος ή του ομίλου εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
4. Για τους σκοπούς της περ. α’ της παρ. 3, ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 θεωρείται ότι τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις περιστάσεις που προσδιορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 32.
5. Για τους σκοπούς της περ. α’ της παρ. 3, ένας όμιλος θεωρείται ότι τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας όταν παραβιάζει, ή όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον, τις απαιτήσεις ενοποιημένης εποπτείας κατά τρόπον που θα δικαιολογούσε την ανάληψη δράσης από την αρμόδια αρχή, μεταξύ άλλων διότι ο όμιλος έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί ζημίες οι οποίες θα αναλώσουν το σύνολο ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του.
6. Σχετικό κεφαλαιακό μέσο που έχει εκδοθεί από θυγατρική δεν απομειώνεται σε μεγαλύτερη έκταση ούτε μετατρέπεται υπό δυσμενέστερους όρους, σύμφωνα με την περ. γ’της παρ. 2, σε σχέση με τα ίδιας κατηγορίας κεφαλαιακά μέσα στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης.
7. Πριν καταλήξει στη διαπίστωση της περ. γ’ της παρ. 2 όσον αφορά θυγατρική, που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα που αναγνωρίζονται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η ενδεδειγμένη αρχή ακολουθεί τη διαδικασία του άρθρου 62.
8. Όταν η ενδεδειγμένη αρχή καταλήγει στη διαπίστωση της παρ. 2 ενημερώνει αμελλητί την αρχή εξυγίανσης.
9. Η αρχή εξυγίανσης έχει την εξουσία να απομειώνει ή να μετατρέπει τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 1α σε μετοχές ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας των ιδρυμάτων και των οντοτήτων που ορίζονται στις περ. β’, γ’, και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1.
Οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής ασκούνται από την αρχή εξυγίανσης χωρίς καθυστέρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 60 και μετά την πλήρωση των προϋποθέσεων της παρ. 3.
10. Πριν ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 36, αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1. Η αποτίμηση αυτή αποτελεί τη βάση υπολογισμού:
α) της απομείωσης που πρόκειται να εφαρμοστεί στα σχετικά κεφαλαιακά μέτρα ή τις επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 1α, προκειμένου να απορροφηθούν ζημίες, καθώς και,
β) του βαθμού μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων ή υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παρ. 1α με σκοπό την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος ή της οντότητας των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1.»
Άρθρο 90
Διατάξεις που αφορούν την απομείωση ή μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 60 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 24 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 60 του άρθρου 2 του v. 4335/ 2015 (Α’ 87), αντικαθίσταται ο τίτλος του άρθρου, προστίθεται περ. δ’ στην παρ. 1, αντικαθίστανται η παρ. 2, το εισαγωγικό μέρος και η περ. δ’ της παρ. 3, και το εσωτερικό άρθρο 60 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 60 Διατάξεις που αφορούν την απομείωση ή μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (άρθρο 60 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Κατά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 59, η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής βάσει της κατάταξης των απαιτήσεων κατά τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας, και με τέτοιον τρόπο ώστε να επιτευχθούν τα ακόλουθα αποτελέσματα:
α) πρώτα υφίστανται μείωση τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 κατ’ αναλογία προς τις ζημίες και στα όρια των δυνατοτήτων τους και η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε μία ή αμφότερες τις ενέργειες της παρ. 1 του άρθρου 47 έναντι των κατόχων μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,
β) στη συνέχεια και εφόσον απαιτείται, τα πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 απομειώνονται ή μετατρέπονται, ή απομειώνονται και μετατρέπονται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο,
γ) στη συνέχεια και εφόσον απαιτείται, τα μέσα της Κατηγορίας 2 απομειώνονται ή μετατρέπονται, ή απομειώνονται και μετατρέπονται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο.
δ) το ποσό κεφαλαίου των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παρ. 1α του άρθρου 59 απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή και αμφότερα, στο κατά περίπτωση χαμηλότερο από τα ακόλουθα: είτε όσο απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 31, είτε μέχρι εξαντλήσεως των σχετικών επιλέξιμων υποχρεώσεων.
2. Σε περίπτωση που απομειώνεται η αξία ενός σχετικού κεφαλαιακού μέσου ή μιας επιλέξιμης υποχρέωσης που αναφέρεται στην παρ. 1α του άρθρου 59:
α) η μείωση της εν λόγω αξίας είναι μόνιμη, με την επιφύλαξη τυχόν ανατίμησης βάσει της παρ. 3 του άρθρου 46,
β) δεν υφίσταται πλέον καμία υποχρέωση έναντι του κατόχου του σχετικού κεφαλαιακού μέσου ή της επιλέξιμης υποχρέωσης που αναφέρεται στην παρ. 1α του άρθρου 59 δυνάμει της αξίας ή σε σχέση με την αξία του μέσου που απομειώθηκε, εκτός των ήδη δεδουλευμένων υποχρεώσεων και τυχόν υποχρέωσης αποζημίωσής του λόγω παράνομης άσκησης της εξουσίας απομείωσης,
γ) καμία αποζημίωση δεν καταβάλλεται στους κατόχους των σχετικών κεφαλαιακών μέσων ή των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παρ. 1α του άρθρου 59, πλην των περιπτώσεων της παρ. 3.
3. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παρ. 1α του άρθρου 59 σύμφωνα με τις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 την έκδοση μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 προς τους κατόχους των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των εν λόγω επιλέξιμων υποχρεώσεων. Η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των εν λόγω υποχρεώσεων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) τα εν λόγω μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εκδίδονται με τη σύμφωνη γνώμη της αρχής εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 ή, κατά περίπτωση, της αρχής εξυγίανσης της μητρικής επιχείρησης,
β) τα εν λόγω μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εκδίδονται πριν από κάθε έκδοση μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, με σκοπό την εισφορά ιδίων κεφαλαίων από το κράτος ή από κρατικό φορέα,
γ) τα εν λόγω μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 αποδίδονται και μεταβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση μετά την άσκηση της εξουσίας μετατροπής,
δ) ο συντελεστής μετατροπής που προσδιορίζει τον αριθμό των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που διατίθενται για κάθε σχετικό κεφαλαιακό μέσο ή κάθε επιλέξιμη υποχρέωση που αναφέρεται στην παρ. 1α του άρθρου 59 είναι σύμφωνος με το άρθρο 50 και τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές που καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (Ε.Α.Τ.) σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 50 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ (L 173).
4. Όταν ένα ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση και η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εφαρμόσει ένα μέτρο εξυγίανσης, τότε απαιτείται η προηγούμενη εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 59.»
Άρθρο 91
Αρχές αρμόδιες για την εφαρμογή περιπτώσεων του άρθρου 59 Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 61 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 25 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 61 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) προστίθεται παρ. 3 και το εσωτερικό άρθρο 61 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 61 Αρχές αρμόδιες για την εφαρμογή περιπτώσεων του άρθρου 59 (άρθρο 61 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Ενδεδειγμένη αρχή για την Ελλάδα για την εφαρμογή των περ. β’, γ’, δ’ και ε’ της παρ. 2 του άρθρου 59 είναι η αρμόδια αρχή, ή η αρχή που έχει καθορισθεί στο εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ. 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
2. Στην περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται από ίδρυμα ή οντότητα, όπως ορίζονται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 που είναι θυγατρική και περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή σε ενοποιημένη βάση, η αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 59 είναι η ακόλουθη:
α) η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα ή η οντότητα των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 που εξέδωσε τα εν λόγω μέσα, σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 10, 12 έως 14 και 16 έως 28 του v. 4261/2014 και τα άρθρα 9 έως 35 του v. 3606/2007, είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στην περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 59,
β) η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους ενοποιημένης εποπτείας και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα ή η οντότητα των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 που εξέδωσε τα εν λόγω μέσα, σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 10, 12 έως 14 και 16 έως 28 του v. 4261/2014, είναι αρμόδιες να προβαίνουν στην κοινή διαπίστωση που λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης και αναφέρεται στην περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 59.
3. Ενδεδειγμένη αρχή για την Ελλάδα για την εφαρμογή των περ. β’, γ’, δ’ και ε’ της παρ. 2 του άρθρου 59, σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 1α του άρθρου 59, αναγνωρίζονται για τους σκοπούς της εκπλήρωσης της απαίτησης που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 45στ, είναι η αρμόδια αρχή, αν το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στην περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως και 28 του v. 4261/2014 ή άλλως η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου το ίδρυμα ή η οντότητα έχει λάβει άδεια λειτουργίας.»
Άρθρο 92
Ενοποιημένη εφαρμογή: διαδικασία διαπίστωσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 62 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 26 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 62 του άρθρου 2 του v. 4335/ 2015 (Α’ 87), αντικαθίστανται η παρ. 1 και το εισαγωγικό μέρος της παρ. 4 και το εσωτερικό άρθρο 62 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 62 Ενοποιημένη εφαρμογή: διαδικασία διαπίστωσης (άρθρο 62 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η ενδεδειγμένη αρχή, προτού προβεί στη διαπίστωση που αναφέρεται στις περ. β’, γ’, δ’ ή ε’ της παρ. 2 του άρθρου 59 όσον αφορά θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 1α του άρθρου 59 για τους σκοπούς της εκπλήρωσης της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45στ σε ατομική βάση ή σχετικά κεφαλαιακά μέσα, τα οποία αναγνωρίζονται για τους σκοπούς της εκπλήρωσης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή ενοποιημένη βάση, συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) όταν εξετάζει, εάν θα προβεί σε διαπίστωση που αναφέρεται στις περ. β’, γ’, δ’ ή ε’ της παρ. 2 του άρθρου 59, κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης της σχετικής οντότητας εξυγίανσης, η ενδεδειγμένη αρχή αποστέλλει κοινοποίηση εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τη διαβούλευση με την εν λόγω αρχή εξυγίανσης:
i) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους, στο οποίο βρίσκεται η αρχή ενοποιημένης εποπτείας,
ii) στις αρχές εξυγίανσης άλλων οντοτήτων εντός του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν άμεσα ή έμμεσα υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 45στ από την οντότητα που υπόκειται στην παρ. 1 του άρθρου 45στ,
β) όταν εξετάζει, αν θα προβεί στη διαπίστωση που αναφέρεται στην περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 59, η ενδεδειγμένη αρχή αποστέλλει, αμελλητί, κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για κάθε ίδρυμα
ή οντότητα των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 που έχει εκδώσει τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα, ως προς τα οποία πρόκειται να ασκηθούν οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, αν γίνει αυτή η διαπίστωση και, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές, στις ενδεδειγμένες αρχές των κρατών μελών, στα οποία βρίσκονται οι εν λόγω αρμόδιες αρχές και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
2. Η ενδεδειγμένη αρχή, όταν προβαίνει σε μια διαπίστωση που αναφέρεται στις περ. γ’ δ’ ή ε’ της παρ. 2 του άρθρου 59 στην περίπτωση ιδρύματος ή ομίλου με διασυνοριακή δραστηριότητα, λαμβάνει υπόψη την πιθανή επίπτωση της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία το ίδρυμα ή ο όμιλος δραστηριοποιείται.
3. Η ενδεδειγμένη αρχή στην κοινοποίηση της παρ. 1 επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους σκέπτεται να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση.
4. Όταν έχει πραγματοποιηθεί κοινοποίηση σύμφωνα με την παρ. 1, η ενδεδειγμένη αρχή, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρχές, στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση σύμφωνα με την υποπερ. i’ της περ. α’ ή την περ. β’ της παρ. 1, εξετάζει τα ακόλουθα ζητήματα:
α) εάν υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο αντί της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 59,
β) κατά πόσον είναι εφικτή η εφαρμογή του μέτρου αυτού, και
γ) κατά πόσον υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να μπορέσει το μέτρο αυτό, σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, να αντιμετωπίσει τις περιστάσεις για τις οποίες θα ήταν επιβεβλημένη η διαπίστωση της παρ. 2 του άρθρου 59.
5. Για τους σκοπούς της παρ. 4 του παρόντος άρθρου, ως εναλλακτικά μέτρα νοούνται τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης του άρθρου 27, τα μέτρα της παρ. 1 του άρθρου 96 του v. 4261/2014 ή η μεταφορά πόρων ή κεφαλαίων από τη μητρική επιχείρηση.
6. Αν, δυνάμει της παρ. 4, η ενδεδειγμένη αρχή μετά από την ως άνω διαβούλευση κρίνει ότι πληρούνται τα αναφερόμενα σε αυτή τότε εφαρμόζει τα μέτρα αυτά.
7. Αν συντρέχουν οι συνθήκες της παρ. 1 και κατ’ εφαρμογή της παρ. 4, η ενδεδειγμένη αρχή, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, κρίνει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στην περ. γ’ της παρ. 4, αποφασίζει εάν είναι σκόπιμο να προβεί στη διαπίστωση που αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 59.
8. Σε περίπτωση που η ενδεδειγμένη αρχή αποφασίσει να προβεί στη διαπίστωση της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 59 αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στις ενδεδειγμένες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες θυγατρικές. Η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης των παρ. 3 και 4 του άρθρου 92. Ελλείψει κοινής απόφασης δεν εφαρμόζεται η περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 59.
9. Η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει αμέσως την απόφαση απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα των περιστάσεων.»
Άρθρο 93
Γενικές εξουσίες Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 63 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 27 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στην περ. ε’ και στην περ. ι’ της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 63 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), οι λέξεις «επιλέξιμων υποχρεώσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων», στην περ. στ’ της ιδίας παραγράφου οι λέξεις «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού» και η παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 63 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η αρχή εξυγίανσης για την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης σε ιδρύματα και οντότητες των περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 που πληρούν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για εξυγίανση, διαθέτει τις αναγκαίες εξουσίες, τις οποίες ασκεί μεμονωμένα ή συνδυαστικά, και ειδικότερα, δύναται να:
α) απαιτεί από κάθε πρόσωπο να παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου αυτή να αποφασίζει και να προετοιμάζει μια ενέργεια εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της επικαιροποίησης και της συμπλήρωσης των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στα σχέδια εξυγίανσης, και της απαίτησης παροχής πληροφοριών μέσω επιτόπιων ελέγχων,
β) αναλαμβάνει τον έλεγχο ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση και ασκεί όλα τα δικαιώματα και τις εξουσίες που παρέχονται στους μετόχους, στους λοιπούς ιδιοκτήτες και στο διοικητικό συμβούλιο του υπό εξυγίανση ιδρύματος,
γ) μεταβιβάζει μετοχές ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ένα υπό εξυγίανση ίδρυμα,
δ) μεταβιβάζει σε άλλο πρόσωπο, με τη συναίνεσή του, δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις ενός υπό εξυγίανση ιδρύματος,
ε) απομειώνει, μέχρι και μηδενισμού, αρχικό ποσό ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο των υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων ενός υπό εξυγίανση ιδρύματος,
στ) μετατρέπει υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ενός υπό εξυγίανση ιδρύματος σε κοινές μετοχές ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, ενός σχετικού μητρικού ιδρύματος ή οντότητας ή ενός μεταβατικού ιδρύματος στο οποίο μεταβιβάζονται περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1,
ζ) ακυρώνει χρεωστικά μέσα που έχουν εκδοθεί από ένα υπό εξυγίανση ίδρυμα, εξαιρουμένων των εξασφαλισμένων υποχρεώσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 44,
η) απομειώνει, μέχρι και μηδενισμού, την ονομαστική αξία μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας ενός υπό εξυγίανση ιδρύματος, καθώς και να τα ακυρώνει,
θ) απαιτεί από ένα υπό εξυγίανση ίδρυμα ή από ένα σχετικό μητρικό ίδρυμα ή οντότητα να εκδώσει νέες μετοχές ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας ή άλλα κεφαλαιακά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των προνομιούχων μετοχών και των υπό αίρεση μετατρέψιμων χρηματοπιστωτικών μέσων,
ι) τροποποιεί τη ληκτότητα των χρεωστικών μέσων και άλλων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων που έχουν εκδοθεί από ένα υπό εξυγίανση ίδρυμα ή να τροποποιεί το ύψος των πληρωτέων τόκων δυνάμει αυτών ή την ημερομηνία κατά την οποία οι τόκοι καθίστανται πληρωτέοι, περιλαμβανομένης της προσωρινής αναστολής τους, εξαιρούμενων των εξασφαλισμένων υποχρεώσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 44,
ια) καταγγέλλει και να ρευστοποιεί χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή συμβάσεις παραγώγων για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 49,
ιβ) απομακρύνει ή να αντικαθιστά το διοικητικό συμβούλιο και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ενός υπό εξυγίανση ιδρύματος, και
ιγ) απαιτεί από την αρμόδια αρχή να αξιολογήσει εγκαίρως τον αγοραστή ειδικής συμμετοχής, κατά παρέκκλιση από τα χρονικά όρια που τίθενται στο άρθρο 23 του v. 4261/2014 και στο άρθρο 12 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.»
Άρθρο 94
Εξουσία επιβολής μέτρων διαχείρισης κρίσης ή μέτρων πρόληψης κρίσης που λαμβάνονται από άλλα κράτη μέλη Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 66 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 28 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στην παρ. 4 του εσωτερικού άρθρου 66 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) οι λέξεις «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Όταν η αρχή εξυγίανσης ενός κράτους μέλους ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, μεταξύ άλλων σε σχέση με κεφαλαιακά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 59, και οι υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού ή τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα του υπό εξυγίανση ιδρύματος περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
α) μέσα ή υποχρεώσεις που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο,
β) υποχρεώσεις προς πιστωτές που βρίσκονται στην Ελλάδα,διασφαλίζεται η μείωση της αξίας των εν λόγω υποχρεώσεων ή μέσων, ή η μετατροπή τους, σε συμφωνία με την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής της αρχής εξυγίανσης του κράτους μέλους.»
Άρθρο 95
Αποκλεισμός ορισμένων συμβατικών ρητρών σε περίπτωση έγκαιρης παρέμβασης και εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 68 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 29 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 68 του άρθρου 2 του v. 4335/ 2015 (Α’ 87) αντικαθίστανται το εισαγωγικό μέρος της παρ. 3 και η παρ. 5 και το εσωτερικό άρθρο 68 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 68 Αποκλεισμός ορισμένων συμβατικών ρητρών σε περίπτωση έγκαιρης παρέμβασης και εξυγίανσης (άρθρο 68 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Οποιοδήποτε μέτρο πρόληψης ή διαχείρισης κρίσεων λαμβάνεται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οποιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή αυτού του μέτρου, δεν θεωρείται αφ’ εαυτού, σε πλαίσιο σύμβασης που έχει συνάψει η οντότητα, ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση κατά την έννοια του v. 3301/2004, ή ως διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια του v. 2789/2000, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης, καθώς και η παροχή εξασφάλισης.
Επιπροσθέτως, ένα τέτοιο μέτρο πρόληψης κρίσης ή μέτρο διαχείρισης κρίσης δεν θεωρείται αφ’ εαυτού ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση ή διαδικασία αφερεγγυότητας στο πλαίσιο σύμβασης που συνάφθηκε από:
α) θυγατρική, και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή τελούν υπό την εγγύηση ή στηρίζονται κατ’ άλλο τρόπο από τη μητρική επιχείρηση ή οποιοδήποτε άλλο μέλος του ομίλου, ή
β) οποιοδήποτε μέλος του ομίλου και η σύμβαση περιλαμβάνει ρήτρες αλυσιδωτής καταγγελίας (crossdefault provisions).
Η αφερεγγυότητα ή αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων έναντι τρίτων ενός μέλους του ομίλου, όταν προκαλείται από την εφαρμογή μέτρου πρόληψης ή διαχείρισης κρίσεων κατά τον παρόντα νόμο σε απαιτήσεις κατά άλλου μέλους του ίδιου ομίλου, θεωρείται γεγονός άμεσο συνδεόμενο με την εφαρμογή αυτού του μέτρου, με την έννοια της παρούσας διάταξης.
2. Αν διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 90 ή εφόσον το αποφασίσει η αρχή εξυγίανσης, οι διαδικασίες αυτές αποτελούν για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, μέτρο διαχείρισης κρίσεων.
3. Υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης, καθώς και η παροχή εξασφάλισης, τα μέτρα πρόληψης κρίσεων, η αναστολή της υποχρέωσης δυνάμει του άρθρου 33α ή τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οποιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή τέτοιων μέτρων, δεν παρέχουν από μόνα τους σε κανέναν τη δυνατότητα:
α) να ασκεί οποιοδήποτε δικαίωμα καταγγελίας, αναστολής, τροποποίησης, εκκαθαριστικού συμψηφισμού ή συμψηφισμού, μεταξύ άλλων και σχετικά με σύμβαση η οποία έχει συναφθεί από:
αα) θυγατρική, και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση τελούν υπό την εγγύηση ή στηρίζονται με άλλο τρόπο από οποιοδήποτε μέλος του ομίλου,
ββ) οποιοδήποτε μέλος του ομίλου και η σύμβαση περιλαμβάνει ρήτρες αλυσιδωτής καταγγελίας,
β) να αποκτά κατοχή, να ασκεί έλεγχο ή να επιβάλλει την παροχή εξασφάλισης επί περιουσιακού στοιχείου του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 ή οποιουδήποτε μέλους του ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες αλυσιδωτής καταγγελίας, και
γ) να θίγει οποιαδήποτε συμβατικά δικαιώματα του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 ή οποιουδήποτε μέλους του ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες αλυσιδωτής καταγγελίας.
4. Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα ανάληψης δράσης σύμφωνα με την παρ. 3, σε περίπτωση που το δικαίωμα αυτό απορρέει από γεγονός που δεν συνιστά μέτρο πρόληψης ή διαχείρισης κρίσεων, ή από την επέλευση οποιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου.
5. Η αναστολή ή ο περιορισμός δυνάμει των άρθρων 33α, 69 ή 70 δεν συνιστά αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης για τους σκοπούς των παρ. 1 και 2 και της παρ. 1 του άρθρου 71.
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αποτελούν «υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» κατά την έννοια του άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177).»
Άρθρο 96
Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 69 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 30 του άρθρου 1 της Oδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 69 του άρθρου 2 του v. 4335/ 2015 (Α’ 87), η παρ. 4 αντικαθίσταται, η παρ. 5 συμπληρώνεται με την προσθήκη εδαφίων και το εσωτερικό άρθρο 69 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 69 Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων (άρθρο 69 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αρχή εξυγίανσης έχει την εξουσία να αναστέλλει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης του υπό εξυγίανση ιδρύματος που απορρέουν από σύμβαση την οποία αυτό έχει συνάψει από τη δημοσίευση της απόφασης περί αναστολής, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 82, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης.
2. Σε περίπτωση που μια υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης θα καθίστατο απαιτητή εντός της περιόδου αναστολής, η πληρωμή ή η παράδοση καθίσταται απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής.
3. Αν οι συμβατικές υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης του υπό εξυγίανση ιδρύματος ανασταλούν δυνάμει της παρ. 1, οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης των αντισυμβαλλόμενων του εν λόγω ιδρύματος στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής αναστέλλονται επίσης για το ίδιο χρονικό διάστημα.
4. Η αναστολή βάσει της παρ. 1 δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:
α) συστημάτων και διαχειριστών συστημάτων κατά την έννοια του v. 2789/2000 (Α’ 21),
β) κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (L 201) και των κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτης χώρας αναγνωρισμένων από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σύμφωνα με το άρθρο 25 του ιδίου Κανονισμού,
γ) κεντρικών τραπεζών.
5. Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την επίπτωση που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει το πεδίο εφαρμογής αυτής της εξουσίας, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Συγκεκριμένα, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά εάν είναι κατάλληλη η επέκταση της αναστολής σε επιλέξιμες καταθέσεις, όπως ορίζονται στην περ. 13 της παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 4370/2016 (Α’ 37), ιδίως αν πρόκειται για καλυπτόμενες καταθέσεις, δικαιούχοι των οποίων είναι φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Όταν ασκείται εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές, εξειδικεύοντας παράλληλα με ποιον τρόπο παρέχεται αυτή η πρόσβαση.»
Άρθρο 97
Εξουσία περιορισμού της αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής εξασφάλισης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 70 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 31 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 70 του άρθρου 2 του v. 4335/ 2015 (Α’ 87) η παρ. 2 αντικαθίσταται και το εσωτερικό άρθρο 70 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 70 Εξουσία περιορισμού της αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής εξασφάλισης (άρθρο 70 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αρχή εξυγίανσης έχει την εξουσία να περιορίζει το δικαίωμα των εξασφαλισμένων πιστωτών ενός υπό εξυγίανση ιδρύματος να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής εξασφάλισης όσον αφορά οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία του υπό εξυγίανση ιδρύματος από τη δημοσίευση της απόφασης του περιορισμού, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 82,
έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης.
2. Η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παρ. 1 όσον αφορά οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
α) παροχή ασφάλειας έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων κατά την έννοια του v. 2789/2000 (Α’ 21),
β) κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (L 201) και κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους τρίτης χώρας αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σύμφωνα με το άρθρο 25 του ιδίου Κανονισμού, και
γ) κεντρικές τράπεζες, όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενεχυριαστεί ή παρασχεθεί ως περιθώριο ή εξασφάλιση από το ίδρυμα υπό εξυγίανση.
3. Στις περ. που εφαρμόζεται το άρθρο 80, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι οι τυχόν περιορισμοί που επιβάλλονται δυνάμει της εξουσίας που προβλέπεται στην παρ. 1 εφαρμόζονται σε όλα τα μέλη του ομίλου έναντι των οποίων προβαίνει σε ενέργεια εξυγίανσης.
4. Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την επίπτωση που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.»
Άρθρο 98
Εξουσία προσωρινής αναστολής δικαιωμάτων καταγγελίας Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 71 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 32 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 71 του άρθρου 2 του v. 4335/ 2015 (Α’ 87), η παρ. 3 αντικαθίσταται και το εσωτερικό άρθρο 71 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 71 Εξουσία προσωρινής αναστολής δικαιωμάτων καταγγελίας (άρθρο 71 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αρχή εξυγίανσης έχει την εξουσία να αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε αντισυμβαλλόμενου του υπό εξυγίανση ιδρύματος, από τη δημοσίευση της απόφασης του περιορισμού, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 82, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης, καθώς και η παροχή εξασφάλισης.
2. Η αρχή εξυγίανσης έχει την εξουσία να αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε αντισυμβαλλόμενου θυγατρικής του υπό εξυγίανση ιδρύματος εφόσον:
α) οι υποχρεώσεις βάσει της εν λόγω σύμβασης είναι εγγυημένες ή εξασφαλίζονται με άλλον τρόπο από το υπό εξυγίανση ίδρυμα,
β) τα δικαιώματα καταγγελίας δυνάμει της εν λόγω σύμβασης βασίζονται αποκλειστικώς και μόνον στο γεγονός της αφερεγγυότητας ή στη χρηματοοικονομική κατάσταση του υπό εξυγίανση ιδρύματος, και
γ) σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ή ενδέχεται να ασκηθεί εξουσία μεταβίβασης σε σχέση με το υπό εξυγίανση ίδρυμα,
αα) είτε εφόσον όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις της θυγατρικής που σχετίζονται με την εν λόγω σύμβαση, έχουν μεταβιβαστεί ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν και να αναληφθούν από τον αποκτώντα,
ββ) είτε εφόσον η αρχή εξυγίανσης παρέχει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο επαρκή προστασία για αυτές τις υποχρεώσεις.
Η αναστολή ισχύει από τη δημοσίευση της απόφασης, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 82, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η θυγατρική του ιδρύματος υπό εξυγίανση.
3. Καμία αναστολή βάσει των παρ. 1 ή 2 δεν εφαρμόζεται έναντι:
α) συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων κατά την έννοια του v. 2789/2000 (Α’ 21),
β) κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (L 201) και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας αναγνωρισμένων από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σύμφωνα με το άρθρο 25 του ιδίου Κανονισμού, ή
γ) κεντρικών τραπεζών.
4. Ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει δικαίωμα καταγγελίας δυνάμει σύμβασης πριν από το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στις παρ. 1 ή 2, εάν η αρχή εξυγίανσης του κοινοποιήσει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση:
α) δεν θα μεταβιβαστούν σε άλλη οντότητα, ή β) δεν θα υποστούν απομείωση ή μετατροπή στο πλαίσιο εφαρμογής της αναδιάρθρωσης παθητικού σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 43.
5. Εφόσον η αρχή εξυγίανσης ασκήσει την εξουσία που προβλέπεται στις παρ. 1 ή 2 για την αναστολή δικαιωμάτων καταγγελίας, και αυτή δεν έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με την παρ. 4, τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής, με την επιφύλαξη του άρθρου 68, ως εξής:
α) εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση έχουν μεταβιβασθεί σε άλλη οντότητα, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει δικαιώματα καταγγελίας, σύμφωνα με τους όρους της σχετικής σύμβασης, μόνο σε περίπτωση επέλευσης οποιουδήποτε συνεχιζόμενου ή μεταγενέστερου γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση εκ μέρους του αποκτώντος,
β) εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση παραμένουν στο υπό εξυγίανση ίδρυμα, και η αρχή εξυγίανσης δεν έχει εφαρμόσει την αναδιάρθρωση παθητικού σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 43 στην εν λόγω σύμβαση, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα καταγγελίας σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αυτής κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής σύμφωνα με την παρ. 1.
6. Κατά την άσκηση εξουσίας, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την επίπτωση που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.
7. Η αρμόδια αρχή ή η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτεί από ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 να διατηρεί λεπτομερή αρχεία των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων.
Κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής ή αρχής εξυγίανσης, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση της αρμόδιας αρχής ή της αρχής εξυγίανσης, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και καθήκοντα τους σύμφωνα με το άρθρο 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012.»
Άρθρο 99
Συμβατική αναγνώριση εξουσιών αναστολής της εξυγίανσης Προσθήκη άρθρου μετά το εσωτερικό άρθρο 71 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 33 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Μετά το εσωτερικό άρθρο 71 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), προστίθεται εσωτερικό άρθρο 71α ως εξής:
«Άρθρο 71α Συμβατική αναγνώριση εξουσιών αναστολής της εξυγίανσης (παρ. 33 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 συμπεριλαμβάνουν σε κάθε χρηματοπιστωτική σύμβαση που συνάπτουν, η οποία διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας, όρους με τους οποίους τα μέρη αναγνωρίζουν ότι η χρηματοπιστωτική σύμβαση μπορεί να υπόκειται στην άσκηση εξουσιών από την αρχή εξυγίανσης για την αναστολή ή τον περιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμει των άρθρων 33α, 69, 70 και 71 και επίσης αναγνωρίζουν ότι δεσμεύονται από τις απαιτήσεις του άρθρου 68.
2. Οι ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι οι οικείες θυγατρικές τρίτης χώρας περιλαμβάνουν, στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που αναφέρονται στην παρ. 1, όρους, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η άσκηση της εξουσίας από την αρχή εξυγίανσης να αναστέλλει ή να περιορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μητρικής επιχείρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), σύμφωνα με την παρ. 1, να αποτελεί έγκυρο λόγο για την άσκηση δικαιώματος πρόωρης καταγγελίας, αναστολής, τροποποίησης, εκκαθαριστικού συμψηφισμού ή συμψηφισμού, ή για την εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας για τις εν λόγω συμβάσεις.
Η απαίτηση του πρώτου εδαφίου μπορεί να εφαρμόζεται όσον αφορά τις θυγατρικές τρίτης χώρας οι οποίες είναι:
α) πιστωτικά ιδρύματα, β) επιχειρήσεις επενδύσεων (ή επιχειρήσεις που θα ήταν επιχειρήσεις επενδύσεων αν είχαν έδρα στην Ελλάδα), ή
γ) χρηματοδοτικά ιδρύματα.
3. Η παρ. 1 εφαρμόζεται σε κάθε χρηματοπιστωτική σύμβαση, η οποία:
α) δημιουργεί νέα υποχρέωση, ή τροποποιεί ουσιωδώς υπάρχουσα υποχρέωση, μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης, και
β) προβλέπει την άσκηση ενός ή περισσοτέρων δικαιωμάτων καταγγελίας ή δικαιωμάτων εκτέλεσης συμφωνιών παροχής ασφάλειας, στα οποία θα εφαρμόζονταν τα άρθρα 68, 33α, 69, 70 ή 71, εάν η χρηματοπιστωτική σύμβαση διεπόταν από το δίκαιο κράτους μέλους.
4. Όταν ένα ίδρυμα ή μια οντότητα δεν συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 1, αυτό δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες που αναφέρονται στα άρθρα 68, 33α, 69, 70 ή 71 σε σχέση με αυτή τη χρηματοπιστωτική σύμβαση.»
Άρθρο 100
Υπηρεσιακό επαγγελματικό απόρρητο Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 83 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (άρθρο 84 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
Στο εσωτερικό άρθρο 83 του άρθρου 2 του v. 4335/ 2015 (Α’ 87), το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαθίσταται και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Τηρουμένης της παρ. 1, τα αναφερόμενα σε αυτήν πρόσωπα απαγορεύεται να αποκαλύπτουν εμπιστευτικές πληροφορίες, οι οποίες περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή από την αρμόδια αρχή ή την αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις λειτουργίες της στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή δημόσια αρχή, παρά μόνο στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος νόμου σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ούτως ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα μεμονωμένων ιδρυμάτων ή οντοτήτων που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, ή με τη ρητή και προηγούμενη συγκατάθεση της αρχής ή του ιδρύματος ή της αναφερόμενης στην περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 οντότητας που παρέσχε τις πληροφορίες.
Πριν από την αποκάλυψη κάθε εμπιστευτικής πληροφορίας από πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 σταθμίζονται οι πιθανές συνέπειες από την αποκάλυψη πληροφοριών στο δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τη χρηματοοικονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική, στα εμπορικά συμφέροντα φυσικών και νομικών προσώπων, στους επιτόπιους ελέγχους, στις έρευνες και στους λογιστικούς ελέγχους.
Η διαδικασία στάθμισης των συνεπειών της αποκάλυψης πληροφοριών περιλαμβάνει αξιολόγηση των συνεπειών κάθε αποκάλυψης του περιεχομένου και των λεπτομερειών του σχεδίου ανάκαμψης και εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 5, 7, 18, 19 και 20 και των πορισμάτων κάθε αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 6, 8 και 23.»
Άρθρο 101
Σώματα αρχών εξυγίανσης Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 85 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 34 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο εσωτερικό άρθρο 85 του άρθρου 2 του v. 4335/ 2015 (Α’ 87), το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαθίσταται, στην περ. θ’ του δευτέρου εδαφίου οι λέξεις «το άρθρο 45» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τα άρθρα 45 έως 45η» και η παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 85 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 86, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου συγκροτεί Σώματα Αρχών Εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 20, 21, 24, 26, 45 έως 45η, 88 και 89, και, όπου ενδείκνυται, για τη διασφάλιση της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών.
Ειδικότερα, τα Σώματα Αρχών Εξυγίανσης παρέχουν το πλαίσιο για την εκτέλεση από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, τις άλλες αρχές εξυγίανσης και, όπου απαιτείται, τις αρμόδιες αρχές και τις σχετικές αρχές ενοποιημένης εποπτείας των εξής καθηκόντων:
α) την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, την εφαρμογή σε ομίλους των εξουσιών προετοιμασίας και πρόληψης, καθώς και σχετικά με την εξυγίανση ομίλων,
β) την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21,
γ) την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 24,
δ) την άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 26,
ε) τη λήψη απόφασης όσον αφορά την ανάγκη να διαμορφωθούν προγράμματα εξυγίανσης ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 88 ή στο άρθρο 89,
στ) την επίτευξη της συμφωνίας για το πρόγραμμα εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται σύμφωνα με το άρθρο 88 ή το άρθρο 89,
ζ) το συντονισμό της γνωστοποίησης στο κοινό των στρατηγικών και προγραμμάτων εξυγίανσης ομίλων,
η) το συντονισμό της χρήσης των ταμείων εξυγίανσης, που καθορίζονται στα άρθρα 95 έως 104,
θ) τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων για ομίλους σε ενοποιημένο επίπεδο και για την κάθε θυγατρική, σύμφωνα με τα άρθρα 45 έως 45η.
Τα Σώματα Αρχών Εξυγίανσης μπορούν, επίσης, να αποτελέσουν βήμα συζήτησης οποιωνδήποτε θεμάτων σχετίζονται με την εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων.»
Άρθρο 102
Ευρωπαϊκά Σώματα Αρχών Εξυγίανσης Αντικατάσταση του εσωτερικού άρθρου 86 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (παρ. 35 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Το εσωτερικό άρθρο 86 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 86 Ευρωπαϊκά Σώματα Αρχών Εξυγίανσης (παρ. 35 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Σε περίπτωση που ίδρυμα τρίτης χώρας ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας έχει θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ή μητρικές επιχειρήσεις στην ΕΕ, που είναι εγκατεστημένες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ή δύο ή περισσότερα υποκαταστήματα στην ΕΕ που θεωρούνται σημαντικά από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι αρχές εξυγίανσης των εμπλεκόμενων κρατών μελών συγκροτούν ένα ενιαίο Ευρωπαϊκό Σώμα Αρχών Εξυγίανσης.
2. Το Ευρωπαϊκό Σώμα Αρχών Εξυγίανσης που αναφέρεται στην παρ. 1 εκτελεί τις εργασίες και τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 85 όσον αφορά στις οντότητες που αναφέρονται στην παρ. 1, καθώς και τα υποκαταστήματα, εφόσον τα εν λόγω καθήκοντα είναι σχετικά με αυτά.
Τα καθήκοντα του πρώτου εδαφίου περιλαμβάνουν τον καθορισμό της απαίτησης που αναφέρεται στα άρθρα 45 έως 45η.
Κατά τον καθορισμό της απαίτησης που αναφέρεται στα άρθρα 45 έως 45η, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Σώματος Αρχών Εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη την παγκόσμια στρατηγική εξυγίανσης που έχει τυχόν υιοθετηθεί από αρχές τρίτων χωρών.
Στις περιπτώσεις όπου, σύμφωνα με την παγκόσμια στρατηγική εξυγίανσης, θυγατρικές εγκατεστημένες στην ΕΕ ή ενωσιακή μητρική επιχείρηση και τα θυγατρικά της ιδρύματα δεν είναι οντότητες εξυγίανσης και τα μέλη του Ευρωπαϊκού Σώματος Αρχών Εξυγίανσης συμφωνούν με αυτήν τη στρατηγική, οι θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες στην ΕΕ ή, σε ενοποιημένη βάση, η ενωσιακή μητρική επιχείρηση, συμμορφώνονται με την απαίτηση της παρ. 1 του άρθρου 45στ μέσω της έκδοσης των μέσων που αναφέρονται στις περ. α’ και β’ της παρ. 2 του άρθρου 45στ στην τελική μητρική επιχείρησή τους που είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα ή στις θυγατρικές της εν λόγω τελικής μητρικής επιχείρησης που είναι εγκατεστημένες στη ίδια τρίτη χώρα ή άλλες οντότητες βάσει των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην υποπερ. i’ της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 45στ και στην υποπερ. ii’ της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 45στ.
3. Όταν μόνο μία ενωσιακή μητρική επιχείρηση κατέχει όλες τις ενωσιακές θυγατρικές ενός ιδρύματος τρίτης χώρας ή μιας μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας, στο Ευρωπαϊκό Σώμα Αρχών Εξυγίανσης προεδρεύει η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η ενωσιακή μητρική επιχείρηση.
Εφόσον το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, στο Ευρωπαϊκό Σώμα Αρχών Εξυγίανσης προεδρεύει η αρχή εξυγίανσης μιας ενωσιακής μητρικής επιχείρησης ή η ενωσιακή θυγατρική με την υψηλότερη αξία συνολικών στοιχείων ενεργητικού εντός ισολογισμού.
4. Με αμοιβαία συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων μερών, η υποχρέωση δημιουργίας Ευρωπαϊκού Σώματος Αρχών Εξυγίανσης δύναται να αρθεί, εάν άλλη ομάδα ή άλλο σώμα εκτελεί τις ίδιες εργασίες και τα ίδια καθήκοντα που καθορίζονται στο παρόν και πληροί όλες τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καλύπτουν την ιδιότητα μέλους και τη συμμετοχή στα Ευρωπαϊκά Σώματα Αρχών Εξυγίανσης, που ορίζονται στο παρόν και στο άρθρο 87. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αναφορά σε Ευρωπαϊκά Σώματα Αρχών Εξυγίανσης στον παρόντα νόμο θεωρείται επίσης αναφορά σε αυτές τις άλλες ομάδες ή σώματα.
5. Με την επιφύλαξη των παρ. 3 και 4, στο Ευρωπαϊκό Σώμα Αρχών Εξυγίανσης εφαρμόζεται κατά τα λοιπά το άρθρο 85.»
Άρθρο 103
Τροποποίηση των τμημάτων Β’ και Γ ’ του Παραρτήματος του v. 4335/2015 (παρ. 36 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στην παρ. 6 του τμήματος Β’ και στην παρ. 6 του τμήματος Γ’ του Παραρτήματος του v. 4335/2015 (Α’ 87) οι λέξεις «επιλέξιμες υποχρεώσεις» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού» και τα τμήματα Β’ και Γ’ του Παραρτήματος διαμορφώνονται ως εξής:
«ΤΜΗΜΑ Β’ Πληροφορίες που μπορούν να ζητήσουν οι αρχές εξυγίανσης από τα ιδρύματα για τους σκοπούς της κατάρτισης και της διατήρησης σχεδίων εξυγίανσης
Για τους σκοπούς της κατάρτισης και της αναπροσαρμογής σχεδίων εξυγίανσης οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από τα ιδρύματα να παρέχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
1. λεπτομερή περιγραφή της οργανωτικής δομής του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου ενός καταλόγου όλων των νομικών προσώπων,
2. στοιχεία του άμεσου κατόχου και του ποσοστού δικαιωμάτων ψήφου και δικαιωμάτων άνευ ψήφου κάθε νομικού προσώπου,
3. τον τόπο εγκατάστασης, την περιοχή δικαιοδοσίας της ιδρυτικής πράξης, την αδειοδότηση και τα μέλη της βασικής διοίκησης κάθε νομικού προσώπου,
4. καταγραφή των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των ουσιωδών περιουσιακών τους στοιχείων και υποχρεώσεων πού σχετίζονται με τις εν λόγω λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς, αναφορικά με τα νομικά πρόσωπα,
5. λεπτομερή περιγραφή των συστατικών μερών των υποχρεώσεων του ιδρύματος και όλων των νομικών του οντοτήτων, διαχωρίζοντας, τουλάχιστον, ανά τύπο και ποσού βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χρέους, τις εξασφαλισμένες, μη εξασφαλισμένες και μειωμένης εξασφάλισης υποχρεώσεις,
6. λεπτομερή στοιχεία των υποχρεώσεων του ιδρύματος που αποτελούν υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού,
7. εντοπισμό των διαδικασιών που απαιτούνται για να προσδιοριστεί σε ποιον έχει ενεχυριάσει εξασφαλίσεις το ίδρυμα, το άτομο που κατέχει την εξασφάλιση και τη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η εξασφάλιση,
8. περιγραφή των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων του ιδρύματος και των νομικών του οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις βασικές του λειτουργίες και βασικούς επιχειρηματικούς του τομείς,
9. τις σημαντικές αντισταθμίσεις κινδύνου του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους σε νομικά πρόσωπα,
10. στοιχεία των σημαντικότερων ή κρισιμότερης σημασίας αντισυμβαλλομένων του ιδρύματος, καθώς και ανάλυση της επίπτωσης της χρεωκοπίας των σημαντικότερων αντισυμβαλλομένων στη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος,
11. κάθε σύστημα στο οποίο το ίδρυμα διενεργεί σημαντικό αριθμό συναλλαγών, σε όγκο ή αξία, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος,
12. κάθε σύστημα πληρωμής, εκκαθάρισης ή διακανονισμού στο οποίο είναι άμεσα ή έμμεσα μέλος το ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής του στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος,
13. λεπτομερή κατάλογο και περιγραφή των βασικών πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τη διαχείριση κινδύνων, για την υποβολή λογιστικών, χρηματοοικονομικών και εποπτικών εκθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος,
14. στοιχεία των κατόχων των συστημάτων που προσδιορίζονται στην παρ. 13, τις συμφωνίες για το επίπεδο των υπηρεσιών που σχετίζονται με αυτά, και κάθε λογισμικό και συστήματα ή άδειες, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις νομικές οντότητες, τις βασικές δραστηριότητες και βασικότερους επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος,
15. στοιχεία και καταγραφή των νομικών οντοτήτων, καθώς και των διασυνδέσεων και αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των διαφόρων νομικών προσώπων, όπως:
προσωπικό, εγκαταστάσεις και συστήματα κοινά ή κοινής χρήσης,ρυθμίσεις κεφαλαίου, χρηματοδότησης ή ρευστότητας,υφιστάμενα ή ενδεχόμενα πιστωτικά ανοίγματα, συμφωνίες αλυσιδωτών εγγυήσεων, ρυθμίσεις αλυσιδωτών εξασφαλίσεων, ρήτρες αλυσιδωτής καταγγελίας και συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών,μεταφορές κινδύνων και ρυθμίσεις συναλλαγών αντιστήριξης” συμφωνίες για το επίπεδο υπηρεσιών,
16. την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης για κάθε νομικό πρόσωπο,
17. το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που είναι αρμόδιο για την παροχή πληροφοριών οι οποίες είναι απαραίτητες για την προετοιμασία του σχεδίου εξυγίανσης του ιδρύματος, καθώς και τα αρμόδια πρόσωπα, εφόσον είναι διαφορετικά, για τα διάφορα νομικά πρόσωπα, κρίσιμες λειτουργίες και βασικούς επιχειρηματικούς τομείς,
18. περιγραφή των ρυθμίσεων που προβλέπει το ίδρυμα για να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης θα διαθέτει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, όπως καθορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, για την εφαρμογή των μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης,
19. όλες τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ των ιδρυμάτων και των νομικών τους οντοτήτων και τρίτων μερών, των οποίων ενδέχεται η καταγγελία να ενεργοποιηθεί με την απόφαση των αρχών να εφαρμόσουν ένα μέτρο εξυγίανσης, και κατά πόσον οι συνέπειες της καταγγελίας ενδέχεται να επηρεάσουν την εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης,
20. περιγραφή των πιθανών πηγών ρευστότητας για τη στήριξη της εξυγίανσης,
21. πληροφορίες σχετικά με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ρευστά διαθέσιμα, δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου και πρακτικές εγγραφών στα βιβλία.
ΤΜΗΜΑ Γ’ Ζητήματα που πρέπει να εξετάσει η αρχή εξυγίανσης κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου
Κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου, όπου στη δεύτερη περίπτωση, η αναφορά σε ίδρυμα θεωρείται ότι περιλαμβάνει οποιοδήποτε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στις περ. γ) ή δ) της παρ. 1 του άρθρου 1 εντός του ομίλου, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τα ακόλουθα:
1. Το βαθμό στον οποίο: α) το ίδρυμα είναι σε θέση να αντιστοιχίσει βασικούς
επιχειρηματικούς τομείς και κρίσιμες λειτουργίες με νομικά πρόσωπα που τις επιτελούν,
β) ευθυγραμμίζονται οι νομικές και εταιρικές δομές με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες,
γ) προβλέπονται ρυθμίσεις για την παροχή απαραίτητου προσωπικού, υποδομών, χρηματοδότησης, ρευστότητας και κεφαλαίων για τη στήριξη και τη διατήρηση των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών,
δ) οι συμφωνίες παροχής υπηρεσιών που έχει συνάψει το ίδρυμα είναι πλήρως εκτελεστές σε περίπτωση εξυγίανσής του,
ε) η δομή διακυβέρνησης του ιδρύματος επαρκεί για τη διαχείριση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος όσον αφορά τις συμφωνίες παροχής υπηρεσιών του,
στ) το ίδρυμα διαθέτει διαδικασία για τη μετάβαση των υπηρεσιών που παρέχονται σε τρίτα μέρη βάσει των σχετικών συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών σε περίπτωση διαχωρισμού των κρίσιμων λειτουργιών ή βασικών επιχειρηματικών τομέων,
ζ) προβλέπονται σχέδια και μέτρα έκτακτης ανάγκης για να διασφαλιστεί η συνέχεια της πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού,
η) το ίδρυμα έχει υποβάλει σε δοκιμή τα πληροφοριακά του συστήματα διοίκησης σε σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης,
θ) το ίδρυμα μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια των πληροφοριακών του συστημάτων διοίκησης, όσον αφορά τόσο το θιγόμενο ίδρυμα όσο και το νέο ίδρυμα, σε περίπτωση που οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς διαχωριστούν από τις υπόλοιπες λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς,
ι) το ίδρυμα έχει καθιερώσει επαρκείς διαδικασίες για τη διασφάλιση της παροχής στις αρχές εξυγίανσης των αναγκαίων πληροφοριών για την ταυτοποίηση των καταθετών και των ποσών που καλύπτονται από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων,
ια) η χρήση ενδοομιλικών εγγυήσεων ή η εγγραφή συναλλαγών αντιστήριξης αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο,
ιβ) η νομική δομή του ομίλου εμποδίζει την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, λόγω του αριθμού των νομικών προσώπων, της πολυπλοκότητας της δομής του ομίλου ή της δυσκολίας ευθυγράμμισης των επιχειρηματικών τομέων με τις οντότητες του ομίλου,
ιγ) η δομή του ομίλου παρέχει τη δυνατότητα στην αρχή εξυγίανσης να εξυγιάνει ολόκληρο τον όμιλο ή μια ή περισσότερες από τις οντότητες του ομίλου, χωρίς να προκαλέσει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία, και με προοπτική να μεγιστοποιήσει την αξία του ομίλου συνολικά,
ιδ) οι επιπτώσεις της εξυγίανσης του ιδρύματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην εμπιστοσύνη στις αγορές μπορούν να αξιολογηθούν δεόντως,
ιε) η εξυγίανση του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη στις αγορές η στην οικονομία,
ιστ) με την εφαρμογή των μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης, μπορεί να περιοριστεί η μετάδοση των κινδύνων σε άλλα ιδρύματα ή στις χρηματοπιστωτικές αγορές,
ιζ) η εξυγίανση του ιδρύματος ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού.
2. Την επάρκεια των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης για τη διασφάλιση ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να συγκεντρώσουν ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες, προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχεία λήψη αποφάσεων.
3. Τη δυνατότητα των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την αποτελεσματική εξυγίανση του ιδρύματος ανά πάσα στιγμή, ακόμη και υπό ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες.
4. Σε περίπτωση που ο όμιλος χρησιμοποιεί ενδοομιλικές εγγυήσεις, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω εγγυήσεις παρέχονται σε συνθήκες αγοράς και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων αναφορικά με τις εγγυήσεις αυτές είναι άρτια και αποτελεσματικά.
5. Σε περίπτωση που ο όμιλος προβαίνει σε συναλλαγές αντιστήριξης (back to back transactions), τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω συναλλαγές εκτελούνται σε συνθήκες αγοράς και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων αναφορικά με τις πρακτικές των συναλλαγών αυτών είναι άρτια και αποτελεσματικά.
6. Τον αριθμό και το είδος των υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων του ομίλου.
7. Σε περίπτωση που η αξιολόγηση αφορά μεικτή εταιρεία συμμετοχών, το βαθμό στον οποίο η εξυγίανση των μελών του ομίλου που είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου.
8. Την ύπαρξη και την αρτιότητα των συμφωνιών για το επίπεδο παροχής υπηρεσιών (Service Level Agreements).
9. Κατά πόσον οι αρχές τρίτων χωρών διαθέτουν τα αναγκαία μέτρα εξυγίανσης για να στηρίξουν τις ενέργειες εξυγίανσης των αρχών εξυγίανσης των κρατών μελών, καθώς και τη δυνατότητα συντονισμένης δράσης μεταξύ των αρχών των κρατών μελών και των τρίτων χωρών.
10. Κατά πόσον είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν μέτρα εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των διαθέσιμων μέτρων και της δομής του ιδρύματος.
11. Τις ρυθμίσεις και τα μέσα που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την εξυγίανση, στις περιπτώσεις ομίλων που έχουν θυγατρικές οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικές δικαιοδοσίες.
12. Την αξιοπιστία της χρήσης μέτρων εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των ενδεχόμενων επιπτώσεων στους πιστωτές τους αντισυμβαλλομένους, τους πελάτες και τους εργαζομένους, καθώς και των ενδεχόμενων ενεργειών τις οποίες μπορεί να αναλάβουν οι αρχές τρίτων χωρών.»
Άρθρο 104
Άλλες διατάξεις Τροποποίηση του άρθρου 1 του v. 2789/2000 (άρθρο 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
Στο άρθρο 1 του v. 2789/2000 (Α’ 21), οι περ. γ’ και στ’ αντικαθίστανται και το άρθρο 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 1 Για τους σκοπούς του παρόντος νοούνται ως: α. Σύστημα: 1. Η νομοθετικά, κανονιστικά ή συμβατικά ρυθμιζόμενη σχέση με κοινούς και τυποποιημένους κανόνες: (i) μεταξύ τριών ή περισσότερων συμμετεχόντων,στους οποίους δεν περιλαμβάνονται ο διαχειριστής αυτού του Συστήματος, τυχόν διακανονιστής ή κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, τυχόν συμψηφιστικό γραφείο ή τυχόν εμμέσως συμμετέχων, με κοινούς κανόνες και τυποποιημένες ρυθμίσεις για την εκκαθάριση, είτε μέσω κεντρικού αντισυμβαλλόμενου είτε όχι, ή για την εκτέλεση εντολών μεταβίβασης μεταξύ των συμμετεχόντων, και
(ii) η οποία διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους που έχουν επιλέξει οι συμμετέχοντες σε αυτήν, υπό την προϋπόθεση ότι σε αυτό το κράτος μέλος βρίσκεται η κεντρική διοίκηση ενός τουλάχιστον των συμμετεχόντων και
(iii) η οποία σχέση ορίζεται ως Σύστημα και κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών από το κράτος μέλος του οποίου το δίκαιο εφαρμόζεται σύμφωνα με το ως άνω υποπερ. ii εφόσον αυτό το κράτος μέλος έχει κρίνει τους κανόνες του Συστήματος ως ικανοποιητικούς.
2. Η νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση ή σύμβαση που πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις και έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση εντολών μεταβίβασης που αναφέρονται στην παρ. θ’ περ. (ii) του παρόντος άρθρου και σε περιορισμένη κλίμακα την εκτέλεση εντολών με αντικείμενο άλλα μέσα της κεφαλαιαγοράς, όπως συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως Σύστημα από κράτος μέλος και έχει ανακοινωθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
3. Η νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση ή σύμβαση μεταξύ δύο συμμετεχόντων, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται ο διαχειριστής αυτού του συστήματος, ο τυχόν διακανονιστής, ο τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το τυχόν συμψηφιστικό γραφείο ή ο τυχόν εμμέσως συμμετέχων, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως Σύστημα από κράτος μέλος και έχει ανακοινωθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
4. Συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ διαλειτουργικών συστημάτων δεν συνιστά σύστημα.
β. Ίδρυμα: (i) το πιστωτικό ίδρυμα, όπως αυτό ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του v. 3601/2007 (Α’ 178), συμπεριλαμβανομένων και των ιδρυμάτων που αναφέρονται στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου,
(ii) η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως αυτή ορίζεται στην περ. 1 του άρθρου 2 του v. 3606/2007 (Α’ 195), με εξαίρεση τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου,
(iii) το Δημόσιο ή επιχειρήσεις με εγγύηση του Δημοσίου
(iv) το ίδρυμα, η κεντρική διοίκηση του οποίου βρίσκεται εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης και που το αντικείμενο του είναι ανάλογο των Πιστωτικών Ιδρυμάτων ή των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως ορίζονται ανωτέρω, εφόσον τελεί υπό αντίστοιχη με αυτά εποπτεία,
(v) επιχειρήσεις που έχουν χαρακτηρισθεί ως ιδρύματα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 παρ. 1 για τα ημεδαπά συστήματα, καθώς και επιχειρήσεις που έχουν χαρακτηριστεί ως ιδρύματα με ανάλογες διαδικασίες για Συστήματα των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εφόσον συμμετέχουν σε Σύστημα και ευθύνονται για την εκπλήρωση υποχρεώσεων που προκύπτουν από Εντολές μεταβίβασης στο πλαίσιο του συστήματος αυτού.
γ. Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή CCP: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP), όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (L 201).
δ. Διακανονιστής: Ο οργανισμός ο οποίος παρέχει σε ιδρύματα ή/και σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που συμμετέχουν σε συστήματα, λογαριασμούς διακανονισμού μέσω των οποίων γίνεται ο διακανονισμός εντολών μεταβίβασης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών και ο οποίος, αν συντρέχει περίπτωση, παρέχει πίστωση στα εν λόγω ιδρύματα ή/και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με σκοπό τον διακανονισμό.
ε. Συμψηφιστικό Γραφείο: Ο οργανισμός που είναι υπεύθυνος για τον υπολογισμό της καθαρής θέσης των ιδρυμάτων, του τυχόν κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή/και τυχόν διακανονιστή,
στ. Συμμετέχων: Ίδρυμα, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής, συμψηφιστικό γραφείο, διαχειριστής συστήματος ή εκκαθαριστικό μέλος ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (L 201).
ζ. Εμμέσως Συμμετέχων: Ίδρυμα, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής, συμψηφιστικό γραφείο ή διαχειριστής συστήματος που έχει με συμμετέχοντα σε σύστημα το οποίο εκτελεί εντολές μεταβίβασης συμβατική σχέση η οποία του επιτρέπει να δίδει εντολές μεταβίβασης μέσω του συστήματος, υπό τον όρο ότι ο εμμέσως συμμετέχων είναι γνωστός στον διαχειριστή του συστήματος.
η. Χρηματοπιστωτικά μέσα: Τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 του v. 3606/2007.
θ. Εντολή μεταβίβασης: (i) κάθε Οδηγία συμμετέχοντος να τεθεί στη διάθεση ενός αποδέκτη χρηματικό ποσό μέσω λογιστικής εγγραφής στους λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος, κεντρικής τράπεζας, κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ή διακανονιστή ή κάθε Οδηγία η οποία συνεπάγεται την ανάληψη ή την εκπλήρωση οφειλής πληρωμής, όπως ορίζεται από τους κανόνες του συστήματος ή
(ii) κάθε Οδηγία συμμετέχοντος να μεταβιβασθεί η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα επί χρηματοπιστωτικού μέσου, μέσω λογιστικής εγγραφής σε Μητρώο ή με άλλον τρόπο.
ι. Διαδικασία αφερεγγυότητας: Κάθε συλλογικό μέτρο που προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας και συνεπάγεται την απαγόρευση ή τον περιορισμό της εξουσίας διάθεσης, όπως η πτώχευση, η ειδική εκκαθάριση ή η εξυγίανση.
ια. Συμψηφισμός: Η μετατροπή σε καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή,απαιτήσεων και οφειλών που προκύπτουν από εντολές μεταβίβασης, τις οποίες ένας συμμετέχων ή συμμετέχοντες απευθύνουν προς ή λαμβάνουν από έναν ή περισσότερους άλλους συμμετέχοντες με τελικό εξαγόμενο μία μόνο καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή.
ιβ. Λογαριασμός διακανονισμού: Λογαριασμός σε κεντρική τράπεζα, διακανονιστή ή κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που χρησιμοποιείται για την κατοχή κεφαλαίων ή χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και για το διακανονισμό συναλλαγών μεταξύ των συμμετεχόντων σε Σύστημα.
ιγ. Ασφάλεια: Όλα τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένων ιδίως των χρηματοοικονομικών ασφαλειών που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 1 του v. 3301/2004 (Α’ 263), που παρέχονται δυνάμει ενεχύρου, εγγυοδοσίας, σύμβασης πωλήσεως με σύμφωνο επαναγοράς ή παρεμφερούς συμφωνίας ή με άλλον τρόπο, για την εξασφάλιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που ενδέχεται να προκύψουν σε συνάρτηση με Σύστημα ή που παρέχονται στις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
ιδ. Εργάσιμη ημέρα: Καλύπτει τόσο τους ημερήσιους όσο και τους νυκτερινούς διακανονισμούς και περιλαμβάνει όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν κατά τον επιχειρησιακό κύκλο ενός συστήματος.
ιε. Διαλειτουργικά συστήματα: Δύο ή περισσότερα συστήματα των οποίων οι διαχειριστές έχουν συνάψει μεταξύ τους συμφωνία που περιλαμβάνει τη διασυστημική εκτέλεση εντολών μεταβίβασης.
ιστ. Διαχειριστής συστήματος: Το ή τα νομικά πρόσωπα που είναι νομικά υπεύθυνα για τη λειτουργία του συστήματος. Ο διαχειριστής συστήματος μπορεί επίσης να ενεργεί ως διακανονιστής, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή συμψηφιστικό γραφείο.
ιζ. Αρμόδιες αρχές: Οι αρχές που έχουν ορισθεί από τα λοιπά κράτη μέλη και έχουν γνωστοποιηθεί από αυτά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως αρμόδιες για την ενημέρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κάθε κράτους μέλους, με τις οποίες επήλθε εναρμόνιση στις διατάξεις του άρθρου 6 της Οδηγίας 98/26/Ε.Κ.
ιη. Ημεδαπά Συστήματα: Τα Συστήματα της παρ. 1 του άρθρου 2 του παρόντος,καθώς και εκείνα, που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος, στο πλαίσιο των οποίων οι εντολές μεταβίβασης εκτελούνται εντός Ελλάδος ή είναι διασυνοριακές.
ιθ. TARGET2-Securities (T2S): η υπηρεσία διακανονισμού συναλλαγών επί τίτλων σε χρήμα κεντρικής τράπεζας, η οποία παρέχεται από το Ευρωσύστημα και προβλέπεται στην Κατευθυντήρια Γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΕ 2012/473 (ΕΚΤ/2012/13).
κ. Σύμβαση-Πλαίσιο T2S: η σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος και εκάστου συμμετέχοντος στο T2S αποθετηρίου, όπως αυτό ορίζεται στο στοιχείο 1 του άρθρου 2 της Κατευθυντήριας Γραμμής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΕ 2012/473 (ΕΚΤ/2012/13), συμπεριλαμβανομένων των Παραρτημάτων της, κατά την έννοια του στοιχείου 5 του άρθρου 2 της εν λόγω Κατευθυντήριας Γραμμής.»
ΜΕΡΟΣ Γ’
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Άρθρο 105
Κατάταξη απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση Τροποποίηση του άρθρου 145Α του v. 4261/2014
Στην παρ. 1 του άρθρου 145Α του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίστανται το πρώτο και το τελευταίο εδάφιο καθώς και οι περ. α) και θ), προστίθενται περ. ι) και ια) και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 145Α Κατάταξη των απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση
1. Κατά την ειδική εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και με την επιφύλαξη της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, οι κατωτέρω απαιτήσεις κατατάσσονται κατά την ακόλουθη σειρά:
(α) Απαιτήσεις της παρ. 3 του άρθρου 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (KΠολΔ).
(β) Απαιτήσεις του Δημοσίου σε περίπτωση εφαρμογής των εσωτερικών άρθρων 57 ή 58 του άρθρου 2 του v. 4335/2015.
(γ) Απαιτήσεις από εγγυημένες καταθέσεις ή απαιτήσεις του ΤΕΚΕ, το οποίο υποκαθίσταται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των καταθετών, στους οποίους καταβάλλει αποζημίωση, κατά το μέτρο αυτής της αποζημίωσης ή απαιτήσεις του ΤΕΚΕ λόγω της χρήσης του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων (ΣΚΚ) στο πλαίσιο της εξυγίανσης κατά το εσωτερικό άρθρο 104 του άρθρου 2 του v. 4335/2015.
(δ) Απαιτήσεις του Δημοσίου από κάθε αιτία, με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές.
(ε) Οι ακόλουθες απαιτήσεις: αα) Απαιτήσεις του Ταμείου Εξυγίανσης, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 98 σε περίπτωση χρηματοδότησης με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Ταμείου Εξυγίανσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 95 του άρθρου 2 του v. 4335/2015.
ββ) Απαιτήσεις από επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων κατά το τμήμα που υπερβαίνουν το όριο κάλυψης κατά το άρθρο 9 του v. 4370/2016 (Α’ 37), όπως και από καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θα ήταν επιλέξιμες αν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ένωση.
(στ) Απαιτήσεις από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες με την έννοια των άρθρων 12 και 13 του v. 4370/2016 ή απαιτήσεις του ΤΕΚΕ, το οποίο υποκαθίσταται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των πελατών επενδυτών, στους οποίους καταβάλλει αποζημίωση, κατά το μέτρο αυτής της αποζημίωσης.
(ζ) Απαιτήσεις από επιλέξιμες καταθέσεις κατά το τμήμα που υπερβαίνουν το όριο κάλυψης κατά το άρθρο 9 του v. 4370/2016 και δεν εμπίπτουν στην περ. ε’ ανωτέρω.
(η) Απαιτήσεις από καταθέσεις που εμπίπτουν στην εξαίρεση από την καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με το άρθρο 12 του v. 4370/2016, στις οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνονται οι καταθέσεις που εμπίπτουν στην περ. β’ της διάταξης αυτής.
(θ) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που εμπίπτουν στις υπό (ι) έως και (ια) κατωτέρω περιπτώσεις, λοιπές απαιτήσεις, που δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω περιπτώσεις ούτε είναι τελευταίας σειράς κατά την αντίστοιχη σύμβαση, όπως ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, απαιτήσεις από δάνεια και άλλες πιστωτικές συμβάσεις, από συμβάσεις προμήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών ή από παράγωγα, απαιτήσεις που πηγάζουν από χρεωστικά μέσα έκδοσης του πιστωτικού ιδρύματος, απαιτήσεις από εγγυήσεις που έχουν δοθεί από το πιστωτικό ίδρυμα για χρεωστικά μέσα έκδοσης θυγατρικών του με την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 32 του v. 4308/2014, ανεξάρτητα αν αυτές εδρεύουν στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, καθώς επίσης απαιτήσεις τέτοιων θυγατρικών του πιστωτικού ιδρύματος, όταν αυτές οι απαιτήσεις απορρέουν από σύμβαση δανείου ή κατάθεσης με το πιστωτικό ίδρυμα, διά της οποίας συμβάσεως δανείζεται ή κατατίθεται στο πιστωτικό ίδρυμα το προϊόν της έκδοσης χρεωστικών μέσων από αυτές τις θυγατρικές. Σε περίπτωση κατάθεσης τέτοιας θυγατρικής στο πιστωτικό ίδρυμα, το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται στο τμήμα της κατάθεσης που δεν εμπίπτει στην περ. (γ) της παρούσας παραγράφου.
(ι) οι απαιτήσεις που πηγάζουν από χρεωστικά μέσα έκδοσης του πιστωτικού ιδρύματος, που πληρούν τις ακόλουθες υπό (αα), (ββ) και (γγ) προϋποθέσεις, ήτοι
(αα) η αρχική συμβατική διάρκειά τους είναι τουλάχιστον ένα (1) έτος,
(ββ) δεν περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα και δεν είναι παράγωγα, τα δε χρεωστικά μέσα δεν θεωρούνται ότι περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα μόνο επειδή έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο που βασίζεται σε ευρέως χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράς ή επειδή είναι εκφρασμένα σε αλλοδαπό νόμισμα εφόσον το κεφάλαιο, η αποπληρωμή και οι τόκοι είναι στο ίδιο νόμισμα και
(γγ) τα σχετικά συμβατικά έγγραφα και, κατά περίπτωση, το ενημερωτικό δελτίο που σχετίζονται με την έκδοση και διάθεσή τους αναφέρουν ρητά την κατάταξή τους στην τάξη της παρούσας περ. (ι). Στην ίδια περίπτωση κατατάσσονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από εγγυήσεις που έχουν δοθεί από το πιστωτικό ίδρυμα για χρεωστικά μέσα έκδοσης θυγατρικών του κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 32 του v. 4308/2014, ανεξάρτητα αν αυτές εδρεύουν στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, που φέρουν τα ως άνω υπό (αα) έως και (γγ) χαρακτηριστικά και απαιτήσεις τέτοιων θυγατρικών του πιστωτικού ιδρύματος, όταν αυτές οι απαιτήσεις απορρέουν από σύμβαση δανείου ή κατάθεσης με το πιστωτικό ίδρυμα,διά της οποίας συμβάσεως δανείζεται ή κατατίθεται στο πιστωτικό ίδρυμα το προϊόν της έκδοσης τέτοιων χρεωστικών μέσων από αυτές τις θυγατρικές. Σε περίπτωση κατάθεσης τέτοιας θυγατρικής στο πιστωτικό ίδρυμα, το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται στο τμήμα της κατάθεσης που δεν εμπίπτει στην περ. (γ) της παρούσας παραγράφου.
(ια) οι απαιτήσεις που πηγάζουν από χρεωστικά μέσα μειωμένης κατάταξης ή μέσα της κατηγορίας 2 ή υβριδικούς τίτλους ή πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή προνομιούχες μετοχές ή κοινές μετοχές, μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 έκδοσης του πιστωτικού ιδρύματος, τηρουμένης της διαφοροποίησης στην κατάταξη μεταξύ των κατηγοριών απαιτήσεων που εμπίπτουν στην παρούσα περίπτωση. Στην παρούσα περίπτωση εμπίπτουν και απαιτήσεις που απορρέουν από εγγυήσεις που έχουν δοθεί από το πιστωτικό ίδρυμα για χρεωστικά μέσα μειωμένης κατάταξης ή υβριδικούς τίτλους ή άλλους τίτλους των ως άνω υπό (ια) κατηγοριών έκδοσης θυγατρικών του κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 32 του v. 4308/2014, ανεξάρτητα αν αυτές εδρεύουν στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, όταν αυτές οι απαιτήσεις απορρέουν από σύμβαση δανείου ή κατάθεσης με το πιστωτικό ίδρυμα, δια της οποίας συμβάσεως δανείζεται ή κατατίθεται στο πιστωτικό ίδρυμα το προϊόν της έκδοσης τέτοιων χρεωστικών μέσων ή υβριδικών τίτλων ή άλλων τίτλων των ως άνω υπό (ια) κατηγοριών από αυτές τις θυγατρικές. Σε περίπτωση κατάθεσης τέτοιας θυγατρικής στο πιστωτικό ίδρυμα, το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται στο τμήμα της κατάθεσης που δεν εμπίπτει στην περ. (γ) της παρούσας παραγράφου.
Οι απαιτήσεις αα’ και ββ’ της περ. ε’ ικανοποιούνται συμμέτρως. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 975 ως 978 του ΚΠολΔ.»
Άρθρο 106
Κατάταξη των απαιτήσεων κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων Προσθήκη εσωτερικού άρθρου 103Α του άρθρου 2 του v. 4335/2015
Μετά το εσωτερικό άρθρο 103 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), προστίθεται εσωτερικό άρθρο 103Α ως εξής:
«Άρθρο 103Α Κατάταξη των απαιτήσεων κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων
1. Κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας τους (διαδικασία αφερεγγυότητας):
α) τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης, που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης που προβλέπεται για απαιτήσεις κοινών μη εξασφαλισμένων πιστωτών:
i) το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται, στο άρθρο 9 του v. 4370/2016 (Α’ 37),
ii) οι καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θα ήταν επιλέξιμες αν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που ανήκουν σε ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ,
β) τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης, που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης της περ. α):
i) οι καλυπτόμενες καταθέσεις, ii) το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των καλυπτόμενων καταθετών σε περίπτωση αφερεγγυότητας.
Με τον όρο καταθέσεις νοούνται τα κεφάλαια πελατών που έχουν κατατεθεί σύμφωνα με τις περ. β’ και γ’ της παρ. 1 του άρθρου 4 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας 2017/593 (L 87), όπως αυτή έχει ενσωματωθεί με την απόφαση ΕΚ 1/808/7.2.2018 (Β’ 812).
2. Για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, οι κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις έχουν υψηλότερη σειρά κατάταξης από εκείνη των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που απορρέουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η αρχική συμβατική διάρκεια των χρεωστικών μέσων είναι τουλάχιστον ένα (1) έτος,
β) τα χρεωστικά μέσα δεν περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα και δεν είναι παράγωγα. Δεν θεωρούνται χρεωστικά μέσα με ενσωματωμένα παράγωγα, μόνον λόγω αυτών των χαρακτηριστικών, τα χρεωστικά μέσα με κυμαινόμενο επιτόκιο, που προέρχεται από ευρέως χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράς, και τα χρεωστικά μέσα που δεν είναι εκφρασμένα στο εθνικό νόμισμα του εκδότη εφόσον το κεφάλαιο, η αποπληρωμή και οι τόκοι είναι στο ίδιο νόμισμα,
γ) τα σχετικά συμβατικά έγγραφα και, κατά περίπτωση, το ενημερωτικό δελτίο που σχετίζονται με την έκδοση αναφέρουν ρητά τη χαμηλότερη σειρά κατάταξης σύμφωνα με την παρούσα.
3. Οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που απορρέουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις της περ. α), β) και γ) της παρ. 2 έχουν υψηλότερη σειρά κατάταξης από τη σειρά κατάταξης των απαιτήσεων που απορρέουν από μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) της παρ. 1 του άρθρου άρθρο 48 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με απόφασή της δύναται να εξειδικεύσει τους όρους και να καθορίσει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.»
Άρθρο 107
Ομολογίες και μεταβιβάσιμα χρέη Αντικατάσταση της περ. β’ του ορισμού 110 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του v. 4335/2015
Η περ. β) του ορισμού 110, του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίσταται και ο ορισμός 110 διαμορφώνεται ως εξής:
«110) «χρεωστικά μέσα»: α) για τους σκοπούς των περ. ζ’ και ι’ της παρ. 1 του άρθρου 63: ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μία οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων, και
β) για τους σκοπούς του άρθρου 145Α του v. 4261/2014 (Α’ 107) και του εσωτερικού άρθρου 103Α του άρθρου 2 του v. 4335/2015, οι ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, καθώς και μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μία οφειλή.»
Άρθρο 108
Εκπρόσωπος των ομολογιούχων Τροποποίηση του άρθρου 64 του v. 4548/2018
Η παρ. 2 του άρθρου 64 του v. 4548/2018 (Α’ 104) αντικαθίσταται και το άρθρο 64 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 64 Εκπρόσωπος των ομολογιούχων
1. Σε κάθε περίπτωση οργάνωσης των ομολογιούχων σε ομάδα, ορίζεται υποχρεωτικά από την εκδότρια εκπρόσωπος των ομολογιούχων με έγγραφη σύμβαση.
2. Εκπρόσωπος των ομολογιούχων ορίζεται μόνο πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία συνδεδεμένη κατά την έννοια του άρθρου 32 του v. 4308/2014 (Α’ 251), με πιστωτικό ίδρυμα ή Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του v. 4354/2015 (Α’ 176) ή επιχείρηση επενδύσεων ή κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή Διαχειριστής Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΔΟΕΕ) κατά την έννοια της υποπερ. αα της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 4 του v. 4209/2013 (Α’ 253) ή διαχειριστής εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου κατά την έννοια του στοιχείου γ’ του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 345/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 115) ή πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 117 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 176). Σε περίπτωση που υπάρχει μόνο ένας ομολογιούχος, αυτός μπορεί να ορίζεται ως εκπρόσωπος, ακόμη και αν δεν πληροί τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου.
Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται και στα ομολογιακά δάνεια του v. 3156/2003 (Α’ 157).
3. Απαγορεύεται o ορισμός ως εκπροσώπου των ομολογιούχων:
α) της εκδότριας ή συνδεδεμένης με αυτήν επιχείρησης, κατά την έννοια του άρθρου 32 του v. 4308/2014,
β) εταιρείας που έχει παράσχει οποιουδήποτε είδους εμπράγματη ή προσωπική ασφάλεια για την εξασφάλιση υποχρεώσεων που απορρέουν από το ομολογιακό δάνειο,
γ) εταιρείας η οποία έχει εκδώσει μετοχές, ομολογίες ή άλλους τίτλους που είναι ανταλλάξιμοι στο πλαίσιο του ομολογιακού δανείου. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει αν το άθροισμα της αξίας των μετοχών, ομολογιών και άλλων τίτλων που έχει εκδώσει η εταιρεία, που πρόκειται να ορισθεί ως εκπρόσωπος των ομολογιούχων, δεν υπερβαίνει ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) της συνολικής αξίας των μετοχών, ομολογιών και άλλων τίτλων που προσφέρονται στο πλαίσιο της ανταλλαγής.»
Άρθρο 109
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:
1. Η παρ. 1α του άρθρου 145Α του v. 4261/2014 (Α’ 107).
2. Η παρ. 2 του εσωτερικού άρθρου 103 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87).
Άρθρο 110
Επέκταση της απαλλαγής μισθώματος επαγγελματικών μισθώσεων Τροποποίηση της παρ. 10 του άρθρου δεύτερου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου
Η παρ. 10 του δεύτερου άρθρου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του v. 4683/2020 (Α’ 83) τροποποιείται ως προς τους μήνες απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής του συνολικού μισθώματος ως εξής:
«10. Ειδικά για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο του έτους 2021, ο μισθωτής επαγγελματικής μίσθωσης προς εγκατάσταση επιχείρησης, για την οποία έχουν ληφθεί ειδικά και έκτακτα μέτρα περί αναστολής ή προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας για προληπτικούς ή κατασταλτικούς λόγους που σχετίζονται με τον κορωνοϊό COVID-19 ή η οποία πλήττεται οικονομικά λόγω της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19 και ανήκει σε συγκεκριμένους κλάδους επιχειρήσεων, πέραν των αναφερόμενων στις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 8α, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του συνολικού μισθώματος, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων περί εμπορικών μισθώσεων, σύμφωνα με το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παρ. 1.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), προσδιορίζονται οι πληγείσες επιχειρήσεις του πρώτου εδαφίου ανά κλάδο και ανά μήνα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος. Η ως άνω απόφαση αφορά σε επιχειρήσεις οι οποίες δεν εντάσσονται στις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 8α.»
Άρθρο 111
Προσωρινό μέτρο κρατικής ενίσχυσης επιχειρήσεων με τη μορφή επιδότησης παγίων δαπανών Αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 29 του v. 4772/2021
Η παρ. 2 του άρθρου 29 του v. 4772/2021 (Α’ 17) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η ενίσχυση χορηγείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπό στοιχεία C (2020) 1863 της 19ης Μαρτίου 2020 Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID-19», και κατόπιν έγκρισης του σχετικού καθεστώτος ενίσχυσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»
Άρθρο 112
Ρυθμίσεις σχετικά με τον φόρο πώλησης επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών Αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 9 του v. 2579/1998
1. Η παρ. 2 του άρθρου 9 του v. 2579/1998 (Α’ 31), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. α. Επιβάλλεται φόρος («Φόρος Πώλησης») με συντελεστή δύο τοις χιλίοις (2%ο) στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης που λειτουργεί στην Ελλάδα σύμφωνα με τον v. 4514/2018 (Α’ 14), ανεξάρτητα από το αν οι σχετικές συναλλαγές διενεργούνται εντός ή εκτός των ως άνω αναφερόμενων τόπων διαπραγμάτευσης. Ο Φόρος Πώλησης δεν επιβάλλεται, κατά περίπτωση, εφόσον προβλέπεται εξαίρεση σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.
β. Ο Φόρος Πώλησης υπολογίζεται επί της αξίας πώλησης των μετοχών και βαρύνει τον πωλητή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, νομική οντότητα, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζονται η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους. Αν δεν καταχωρίζεται τιμή, ο φόρος υπολογίζεται επί της τιμής κλεισίματος του τίτλου, την ημέρα που διενεργήθηκε η συναλλαγή.
γ. Ο Φόρος Πώλησης επί των συναλλαγών που διακανονίζονται από το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων (Κ.Α.Τ.), όπως αυτό ορίζεται με βάση την παρ. 1 του άρθρου 1 του v. 4569/2018 (Α’ 179), υπολογίζεται από το Κ.Α.Τ., το οποίο γνωστοποιεί σε ημερήσια βάση τον Φόρο Πώλησης στους συμμετέχοντες σε αυτό, για λογαριασμό των πωλητών. Υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο συμμετέχων μέσω του κεντρικού αποθετηρίου τίτλων. Ο φόρος που υπολογίζεται και γνωστοποιείται σε κάθε συμμετέχοντα σύμφωνα με την παρούσα καταβάλλεται από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ., μέχρι τη δέκατη πέμπτη ημέρα κάθε μήνα και αφορά τις συναλλαγές που διακανονίστηκαν τον προηγούμενο μήνα. Το Κ.Α.Τ. υποχρεούται, σύμφωνα με τις διαδικασίες του, να αποδίδει εφάπαξ στην αρμόδια για τη φορολογία του, Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), τον φόρο που εισέπραξε από τον συμμετέχοντα για τις συναλλαγές που διακανονίστηκαν μέσα σε κάθε μήνα με δήλωση στην οποία αναγράφονται διακεκριμένα ο οφειλόμενος φόρος και το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ. Η δήλωση αυτή υπέχει θέση δήλωσης και για τον συμμετέχοντα ως προς την υποχρέωση καταβολής της διαφοράς του οφειλόμενου από αυτόν φόρου και του φόρου που κατέβαλε στο Κ.Α.Τ. Η δήλωση υποβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον μήνα που διακανονίστηκαν οι ανωτέρω συναλλαγές. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής ή μη καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ. και της συνακόλουθης εκπρόθεσμης απόδοσης ή μη απόδοσης του φόρου από το Κ.Α.Τ. στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., εφαρμόζεται για τον συμμετέχοντα το άρθρο 53 του v. 4174/2013 (Α’ 170). Ειδικότερα στην περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου στο Κ.Α.Τ. το άρθρο 53 για τον συμμετέχοντα εφαρμόζονται, μέχρι και την τρίτη εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία καταβολής του φόρου στο Κ.Α.Τ. Από την ημερομηνία αυτή και μετά, το άρθρο 53 εφαρμόζεται για το Κ.Α.Τ. Σε περίπτωση μη υποβολής, εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής της δήλωσης απόδοσης του φόρου, που εισέπραξε το Κ.Α.Τ. από τους συμμετέχοντες, εφαρμόζονται για το Κ.Α.Τ. το άρθρο 53 και τα άρθρα 54 ή 58 του v. 4174/2013, κατά περίπτωση.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης του φόρου από το Κ.Α.Τ. στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία που συνυποβάλλονται με τη δήλωση απόδοσης του φόρου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης.
δ. Ο Φόρος Πώλησης επί των συναλλαγών μετοχών που τηρούνται από εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή σε συλλογικό λογαριασμό αξιών και διακανονίζονται εκτός του κεντρικού αποθετηρίου τίτλων υπολογίζεται σε ημερήσια βάση από τον εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 του v. 4569/2018, ή άλλο διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών, για λογαριασμό των πωλητών. Ο Φόρος Πώλησης καταβάλλεται από έκαστο διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών στον επόμενο διαμεσολαβητή ή στον εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή ή τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ., κατά περίπτωση. Υπόχρεος για την καταβολή του φόρου πώλησης στο Κ.Α.Τ. είναι ο συμμετέχων. Ο φόρος που υπολογίζεται στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται με δήλωση καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα, προς το Κ.Α.Τ., μέχρι τη δέκατη πέμπτη ημέρα κάθε μήνα και αφορά τις συναλλαγές που διακανονίστηκαν τον προηγούμενο μήνα. Το Κ.Α.Τ. με βάση τη δήλωση καταβολής του φόρου που έλαβε από τον συμμετέχοντα, αποδίδει εφάπαξ στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. τον φόρο που εισέπραξε για τις πωλήσεις μετοχών με δήλωση που υποβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον μήνα που διακανονίστηκαν οι σχετικές συναλλαγές.
Σε περίπτωση μη υποβολής, εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής δήλωσης καταβολής του φόρου πώλησης από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ. και της συνακόλουθης μη υποβολής, εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής δήλωσης απόδοσης του φόρου από το Κ.Α.Τ. στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., επιβάλλεται στον συμμετέχοντα πρόστιμο ισόποσο του τόκου του άρθρου 53 και των κυρώσεων των άρθρων 54 ή 58 του v. 4174/2013, κατά περίπτωση. Εάν η εκπρόθεσμη ή ανακριβής υποβολή της δήλωσης καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα προς το Κ.Α.Τ. οφείλεται σε υπαιτιότητα άλλου διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών ή του εγγεγραμμένου διαμεσολαβητή, ο συμμετέχων διατηρεί το δικαίωμα να επιρρίψει στους υπαίτιους διαμεσολαβητές τις κυρώσεις που του έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην οικεία πράξη επιβολής προστίμου που εκδίδεται από την Α.Α.Δ.Ε. Σε περίπτωση μη υποβολής ή ανακριβούς υποβολής της δήλωσης καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ., πέραν του ως άνω προστίμου, βεβαιώνεται σε βάρος του και ο Φόρος Πώλησης που δεν καταβλήθηκε στο Κ.Α.Τ. Σε περίπτωση που μετά από έλεγχο διαπιστωθεί ότι οποιοσδήποτε διαμεσολαβητής της αλυσίδας διαμεσολαβητών δεν έχει καταβάλει τον φόρο πώλησης σε επόμενο διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών ή στον εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή ή στον συμμετέχοντα κατά περίπτωση, ο Φόρος Πώλησης που δεν καταβλήθηκε βεβαιώνεται σε βάρος του υπαίτιου διαμεσολαβητή και του επιβάλλεται πρόστιμο που ισούται με το ποσό του φόρου που δεν κατέβαλε. Για την επιβολή των προστίμων αυτών εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 62 του v. 4174/2013. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου στο Κ.Α.Τ., το πρόστιμο που ισούται με τον τόκο του άρθρου 53 του v. 4174/2013, για τον συμμετέχοντα, υπολογίζεται μέχρι και την τρίτη εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία καταβολής του φόρου στο Κ.Α.Τ.
Σε περίπτωση μη υποβολής, εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής δήλωσης απόδοσης του φόρου που δεν οφείλεται σε μη υποβολή δήλωσης ή εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης ή ανακριβή υποβολή δήλωσης αντίστοιχα από τον συμμετέχοντα, το άρθρο 53 και τα άρθρα 54 ή 58 του v. 4174/2013, κατά περίπτωση εφαρμόζονται για το Κ.Α.Τ.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της ΑΑΔΕ και γνώμης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται ειδικότερα ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης καταβολής φόρου προς το Κ.Α.Τ., η διαδικασία συλλογής του φόρου και εκκαθάρισής του από το Κ.Α.Τ., ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης φόρου προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και των πράξεων επιβολής προστίμων, τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία που συνυποβάλλονται με τη δήλωση απόδοσης φόρου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης.
ε. Ο Φόρος Πώλησης επιβάλλεται επίσης και στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης που λειτουργούν στην αλλοδαπή, ή σε άλλους διεθνώς αναγνωρισμένους χρηματιστηριακούς θεσμούς, ανεξάρτητα από το αν οι σχετικές συναλλαγές διακανονίζονται εντός ή εκτός των ως άνω αναφερόμενων τόπων διαπραγμάτευσης, εφόσον οι πωλητές είναι φυσικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα ή ημεδαπές ή αλλοδαπές επιχειρήσεις που έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Ο οφειλόμενος φόρος υπολογίζεται επί της αξίας πώλησης των μετοχών, η οποία αναγράφεται στα εκδιδόμενα αποδεικτικά στοιχεία και αποδίδεται από τον πωλητή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη φορολογία του εισοδήματός του, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν μέσα στον οποίο πωλήθηκαν οι μετοχές.
Κατόπιν σχετικής συμφωνίας του με τον πωλητή, ο φόρος δύναται να αποδίδεται από τον εποπτευόμενο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που ενεργεί για λογαριασμό του πωλητή στη συναλλαγή.
Το άρθρο 53 και τα άρθρα 54 ή 58 του v. 4174/2013, κατά περίπτωση εφαρμόζονται ανάλογα, σε βάρος του πωλητή για τον φόρο που οφείλεται με βάση την παρούσα περίπτωση.
Ο φόρος της παρούσας περίπτωσης δεν επιβάλλεται όταν οι πωλήσεις πραγματοποιούνται σε αλλοδαπό χρηματιστήριο με το οποίο το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει δημιουργήσει κοινό ηλεκτρονικό σύστημα διαπραγμάτευσης και με την προϋπόθεση ότι για τις πωλήσεις αυτές προβλέπεται η καταβολή ανάλογου φόρου στην αλλοδαπή.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης φόρου του πωλητή προς την αρμόδια φορολογική αρχή στην οποία αυτός υπάγεται, τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία που συνυποβάλλονται με τη δήλωση απόδοσης φόρου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης.
στ. Σε περίπτωση ύπαρξης οφειλών από τον Φόρο Πώλησης που οφείλονται αποκλειστικά σε μη καταβολή του φόρου από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ., σύμφωνα με την περ. γ’ και της συνακόλουθης μη απόδοσης του φόρου από το Κ.Α.Τ. στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., η Φορολογική Διοίκηση χορηγεί, με την προσκόμιση των κατάλληλων αποδεικτικών εγγράφων, στο Κ.Α.Τ., αποδεικτικό ενημερότητας, κατά παρέκκλιση του άρθρου 12 του v. 4174/2013.
Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. καθορίζονται τα δικαιολογητικά που προσκομίζονται για την έκδοση του αποδεικτικού ενημερότητας, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης.
ζ. Οι περ. α’ έως και στ’, ισχύουν για συναλλαγές με ημερομηνία διακανονισμού από την έναρξη ισχύος της άδειας της παρ. 1 του άρθρου 29 του v. 4569/2018, εκτός της περ. ε’, η οποία ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»
Άρθρο 113
Μεταγραφή πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 2166/1993
Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 2166/1993 (Α’ 137) προστίθενται δύο εδάφια και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η κατά το άρθρο 1 του παρόντος νόμου σύμβαση, η εισφορά και η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων, κάθε σχετική πράξη ή συμφωνία που αφορά την εισφορά ή μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού ή άλλων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, και κάθε εμπράγματου ή ενοχικού δικαιώματος, οι αποφάσεις των κατά νόμο οργάνων των μετασχηματιζόμενων εταιρειών, η σχέση συμμετοχής στο κεφάλαιο της νέας εταιρείας, καθώς και κάθε άλλη συμφωνία ή πράξη που απαιτείται για το μετασχηματισμό ή τη σύσταση της νέας εταιρείας, η δημοσίευση αυτών στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και η μεταγραφή των σχετικών πράξεων απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος χαρτοσήμου ή οιουδήποτε άλλου τέλους υπέρ του Δημοσίου, ως και εισφοράς ή δικαιώματος υπέρ οιουδήποτε τρίτου.
Για τη μεταγραφή ή την εγγραφή των σχετικών πράξεων μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων καταβάλλονται μόνο πάγια δικαιώματα εμμίσθων ή αμίσθων υποθηκοφυλάκων και προϊσταμένων κτηματολογικών γραφείων, ποσού ύψους τριακοσίων (300) ευρώ, χωρίς οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση, αμοιβή, επίδομα ή τέλος, ανεξαρτήτως του χρόνου πραγματοποίησης του μετασχηματισμού και συντέλεσης των σχετικών πράξεων μεταβίβασης. Για τη μεταγραφή των ακινήτων και εμπραγμάτων δικαιωμάτων που μεταβιβάζονται εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 8 του άρθρου 16 του v. 2515/1997 (Α’ 154).»
Άρθρο 114
Καταχώριση εμπραγμάτων δικαιωμάτων συγχωνευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων Τροποποίηση της παρ. 8 του άρθρου 16 του v. 2515/1997
Στο τέλος της παρ. 8 του άρθρου 16 του v. 2515/1997 (Α’ 154) προστίθενται πέντε εδάφια, τροποποιείται το πρώτο εδάφιο και η παρ. 8 διαμορφώνεται ως εξής:
«8. Η μεταγραφή των ακινήτων και εμπραγμάτων δικαιωμάτων γενικώς που μεταβιβάζονται από τα συγχωνευόμενα πιστωτικά ιδρύματα στο όνομα του από τη συγχώνευση προερχόμενου νέου πιστωτικού ιδρύματος ή του απορροφώντος, εφόσον δεν υπάρχει περιγραφή αυτών στη σύμβαση ή το καταστατικό, γίνεται εφαρμοζομένων κατ’ αναλογία των διατάξεων του άρθρου 1197 του Αστικού Κώδικα, με καταχώριση στα οικεία βιβλία μεταγραφών ή στα οικεία κτηματολογικά φύλλα αποσπάσματος της σύμβασης ή του καταστατικού, στο οποίο να εμφαίνεται ότι το απορροφoύν ή το νέο πιστωτικό ίδρυμα είναι καθολικός διάδοχος των συγχωνευομένων, με έκθεση που περιέχει τα απαιτούμενα από το άρθρο 1194 του Α.Κ. στοιχεία των εμπραγμάτων δικαιωμάτων και την ταυτότητα των ακινήτων που αφορούν.
Κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, δεν απαιτείται να μνημονεύονται ή να προσαρτώνται πιστοποιητικά της φορολογικής διοίκησης, οποιασδήποτε μορφής ή χρήσης, ή οποιασδήποτε άλλης δημόσιας υπηρεσίας, οργανισμού ή εταιρείας ή Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) κάθε βαθμού, ή οποιεσδήποτε διοικητικές εγκρίσεις, βεβαιώσεις μηχανικών, βεβαιώσεις υποθηκοφυλακείων ή κτηματολογικών γραφείων, ή λοιπές βεβαιώσεις, υπεύθυνες δηλώσεις, πιστοποιητικά, τοπογραφικά διαγράμματα, αποσπάσματα κτηματολογικών διαγραμμάτων και σχεδιαγράμματα για τη μεταβίβαση ακινήτων, ακόμη και εκείνων που έχουν αποκτηθεί με αναγκαστική απαλλοτρίωση ή βρίσκονται σε παραμεθόριες περιοχές. Από τα πιστοποιητικά του προηγούμενου εδαφίου εξαιρείται το πιστοποιητικό του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτου (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του άρθρου 54Α του v. 4174/2013 (Α’ 170), το οποίο επισυνάπτεται στη σύμβαση ή πράξη συγχώνευσης ή διάσπασης ή στην έκθεση που επισυνάπτεται κατά την καταχώριση στα οικεία βιβλία μεταγραφών αποσπάσματος της σύμβασης ή του καταστατικού, στο οποίο εμφαίνεται ότι το απορροφούν ή το νέο πιστωτικό ίδρυμα είναι καθολικός διάδοχος των συγχωνευομένων. Η σύμβαση ή πράξη συγχώνευσης ή διάσπασης που συντάσσεται στο πλαίσιο μετασχηματισμών με τις διατάξεις του παρόντος, χωρίς την επισύναψη των αναφερομένων στο δεύτερο εδάφιο εγγράφων, είναι κατά τούτο νόμιμη και έγκυρη και παράγει όλες τις έννομες συνέπειές της. Οι υποθηκοφύλακες και προϊστάμενοι κτηματολογικών γραφείων καταχωρούν υποχρεωτικά τη σύμβαση ή πράξη συγχώνευσης ή διάσπασης στα οικεία βιβλία, κατά τα παραπάνω κατ’ εξαίρεση προβλεπόμενα. Σε περίπτωση συγχώνευσης, διάσπασης ή απόσχισης κλάδου πιστωτικών ιδρυμάτων ή άλλου εταιρικού μετασχηματισμού, η διαδικασία μεταγραφής ή εγγραφής εμπράγματων δικαιωμάτων, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί κατά τον χρόνο συντέλεσης του εταιρικού μετασχηματισμού, ολοκληρούται από το νομικό πρόσωπο στο οποίο περιέρχεται τελικώς το εμπράγματο δικαίωμα, ως καθολικού διαδόχου, σύμφωνα με την παρούσα και την παρ. 9.»
Άρθρο 115
Παράταση Προγράμματος «Γέφυρα ΙΙ»
Η προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 68 του v. 4790/2021 (Α΄ 48) παρατείνεται από τη λήξη της έως και την 31η Μαΐου 2021.
Άρθρο 116
Απαλλαγή από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας των ασθενοφόρων του άρθρου δωδέκατου του v. 4787/2021
Η αγορά ασθενοφόρων δυνάμει του δωδέκατου άρθρου του v. 4787/2021 (Α’ 44) απαλλάσσεται του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Στις υποβληθείσες προσφορές η αξία αναφέρεται χωρίς Φ.Π.Α. και ο ανάδοχος που επιλέγεται δεν επιβαρύνει την αξία παράδοσης με Φ.Π.Α.
Άρθρο 117
Ειδική εκκαθάριση δημοσίων επιχειρήσεων Τροποποίηση της παρ. 15 του άρθρου 14Α του v. 3429/2005
1. Στην παρ. 15 του άρθρου 14Α του v. 3429/2005 (Α’ 314) προστίθενται νέα πέμπτο και έκτο εδάφια, τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο και η παρ. 15 διαμορφώνεται ως εξής:
«15. Εάν δεν υποβληθεί καμία νομότυπη προσφορά, ή αν πιστωτές, οι οποίοι εκπροσωπούν το 51% τουλάχιστον των κατά της επιχείρησης απαιτήσεων της παρ. 1 του παρόντος άρθρου δηλώσουν εγγράφως προς τον εκκαθαριστή, εντός της προθεσμίας της παρ. 10 του παρόντος, ότι δεν θεωρούν καμία από τις υποβληθείσες προσφορές ως συμφέρουσα για τους πιστωτές, ο διαγωνισμός επαναλαμβάνεται με τη δημοσίευση εντός δεκαπέντε ημερών νέας διακήρυξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
Εάν και ο νέος διαγωνισμός δεν τελεσφορήσει, τα περιουσιακά στοιχεία της υπό εκκαθάριση επιχείρησης που δεν κατέστη δυνατόν να πωληθούν, πωλούνται ως σύνολο ή τμηματικά, με ελεύθερη διαπραγμάτευση, ύστερα από δημόσια πρόσκληση, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Επί των πωλήσεων της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή οι απαλλαγές της παρ. 16 του παρόντος άρθρου.
Σε περίπτωση που διενεργηθούν τουλάχιστον τρεις πλειοδοτικοί διαγωνισμοί με τη διαδικασία της ελεύθερης διαπραγμάτευσης μετά από δημόσια πρόσκληση για την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, και δεν υποβληθεί καμία νομότυπη προσφορά ή οι υποβληθείσες προσφορές δεν θεωρηθούν συμφέρουσες από τον εκκαθαριστή ή τους πιστωτές, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 10 του παρόντος άρθρου, τότε τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία λογίζονται ιδιαιτέρως μικρής αξίας και ο εκκαθαριστής δύναται να τα μεταβιβάσει χωρίς αντάλλαγμα, κατά την κρίση του, σε δημόσιους φορείς ή υπηρεσίες ή σε κοινωφελή ιδρύματα.
Η χωρίς αντάλλαγμα μεταβίβαση, λαμβάνει χώρα κατ’ ανάλογη εφαρμογή του v. 4182/2013 (Α’ 185). Με τη μεταγραφή της σχετικής πράξης αποδοχής στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο ή την καταχώρισή της στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο επέρχεται αυτοδίκαια η εξάλειψη και διαγραφή των υφιστάμενων υπέρ τρίτων βαρών. Η ως άνω διαδικασία εφαρμόζεται αναλογικά και στις περιπτώσεις της παρ. 5α.».
2. Η παρ. 1 εφαρμόζεται και σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες τελούν ήδη σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 14α του v. 3429/2005 (Α’ 314) κατά τον χρόνο δημοσίευσης του παρόντος.
Άρθρο 118
Φόρος σε πωλήσεις μετοχών Κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 27 του v. 2703/1999 και του άρθρου 21 του 3697/2008
Η παρ. 2 του άρθρου 27 του v. 2703/1999 (Α’ 72) και το άρθρο 21 του v. 3697/2008 (Α’ 194), ως προς τον οφειλόμενο φόρο σε κέρδη από πωλήσεις εισηγμένων μετοχών σε αλλοδαπά χρηματιστήρια ή άλλους διεθνώς αναγνωρισμένους χρηματιστηριακούς θεσμούς, σε εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές, καθώς και συναλλαγές που πραγματοποιούνται μέσω πολυμερούς μηχανισμού διαπραγματεύσεων, καταργούνται.
Άρθρο 119
Μείωση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα φυσικών προσώπων και φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων Τροποποίηση της παρ. 1 των άρθρων 69 και 71 ως προς τα ποσά βεβαίωσης του φόρου, αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 71, προσθήκη παρ. 72 και 73 στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 69 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., v. 4172/2013, Α’ 167) τροποποιείται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Με βάση τη δήλωση που υποβάλλει ο φορολογούμενος και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας βεβαιώνεται ποσό ίσο με το πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) του φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα για τον φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του διανυόμενου φορολογικού έτους.
Αν στη δήλωση περιλαμβάνονται και εισοδήματα για τα οποία ο φόρος παρακρατείται ή καταβάλλεται κατά τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων, ο φόρος που παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε για τα εισοδήματα αυτά εκπίπτει από τον φόρο που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο. Αν το εισόδημα με βάση το οποίο ενεργείται η βεβαίωση του φόρου προσδιορίζεται κατά τρόπο τεκμαρτό, ο φόρος που αναλογεί στο τεκμαρτό αυτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το άρθρο αυτό.
Όταν αποκτάται για πρώτη φορά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, το προς βεβαίωση ποσό της παραγράφου αυτής περιορίζεται στο μισό.».
2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 71 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013) τροποποιείται, η παρ. 2 αντικαθίσταται και οι παρ. 1 και 2 διαμορφώνονται ως εξής:
«1. Με βάση τη δήλωση που υποβάλλει το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας βεβαιώνεται ποσό ίσο με ογδόντα τοις εκατό (80%) του φόρου που προκύπτει για τον φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του διανυόμενου φορολογικού έτους.
Με βάση τη δήλωση που υποβάλλει το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αποκλειστικά και μόνο για το φορολογικό έτος 2018, βεβαιώνεται ποσό ίσο με το ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) του φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα για τον φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του έτους αυτού.
2. Το ποσοστό του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 αυξάνεται σε εκατό τοις εκατό (100%) ειδικά για τις τραπεζικές ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα.»
3. Στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013) προστίθενται παρ. 72 και 73 ως εξής:
«72. Ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, το ποσό που βεβαιώνεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 71 ορίζεται σε ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%).
73. α. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 69 του v. 4172/2013, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 1 του παρόντος, ισχύει για την προκαταβολή φόρου που βεβαιώνεται με την πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του φορολογικού έτους 2020 και επόμενων.
β. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 71 του v. 4172/2013, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 2 του παρόντος, ισχύει για την προκαταβολή φόρου που βεβαιώνεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2021 και επόμενων.
γ. Η παρ. 2 του άρθρου 71 του v. 4172/2013, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 2 του παρόντος, ισχύει για την προκαταβολή φόρου που βεβαιώνεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2020 και επόμενων.»
Άρθρο 120
Μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων Τροποποίηση της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κ.Φ.Ε.
Η περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013, Α’ 167) τροποποιείται ως προς τον φορολογικό συντελεστή και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. α) Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, εξαιρουμένων των πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στην περ. β’ της παρούσας παραγράφου, καθώς και οι υπόχρεοι των περ. β’, γ’, δ’, ε’, στ’ και ζ’ του άρθρου 45 που τηρούν απλογραφικά βιβλία, φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τέσσερα τοις εκατό (24%) για τα εισοδήματα των φορολογικών ετών 2019 και 2020. Για τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2021 και εφεξής ο συντελεστής του προηγούμενου εδαφίου μειώνεται σε είκοσι δύο τοις εκατό (22%).
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα της περ. 1 της παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 4261/2014, εφόσον έχουν ενταχθεί και για τα φορολογικά έτη που υπάγονται στις ειδικές διατάξεις του άρθρου 27Α, φορολογούνται με συντελεστή είκοσι εννέα τοις εκατό (29%).»
Άρθρο 121
Απαλλαγή από την επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης σε συγκεκριμένα εισοδήματα του άρθρου 43Α του Κ.Φ.Ε. για τα φορολογικά έτη 2021 και 2022 -Τροποποίηση της παρ. 50 του άρθρου 72 του v. 4172/2013 Προσθήκη παραγράφου στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 50 του άρθρου 72 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013, Α’ 167) τροποποιείται ως προς τα εισοδήματα που απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης και η παρ. 50 διαμορφώνεται ως εξής:
«50. Ειδικά για το φορολογικό έτος 2021 απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α τα εισοδήματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, με εξαίρεση τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία στο δημόσιο τομέα και τις συντάξεις. Αν το εισόδημα προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 34, η απαλλαγή της παρούσας παρέχεται εφόσον για τα δύο (2) προηγούμενα φορολογικά έτη δεν έτυχε εφαρμογής ο εναλλακτικός τρόπος υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32, 33 και 34. Για το φορολογικό έτος 2021 απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α τα εισοδήματα που αποκτώνται από αγροτικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις που εισπράττονται το φορολογικό έτος 2021, αλλά ανάγονται στο φορολογικό έτος 2020.»
2. Στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παρ. 74 ως εξής:
«74. Για το φορολογικό έτος 2022 απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α τα εισοδήματα που αποκτώνται από μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Αν το εισόδημα προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 34, η απαλλαγή της παρούσας παρέχεται εφόσον για τα δύο (2) προηγούμενα φορολογικά έτη δεν έτυχε εφαρμογής ο εναλλακτικός τρόπος υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32, 33 και 34.»
Άρθρο 122
Κατανομή της ωφέλειας της περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 11 του v. 4052/2012 Προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 21 και παρ. 75 στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.
1. Στο τέλος του άρθρου 21 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013, Α’ 167) προστίθεται παρ. 7 ως εξής:
«7. Η ωφέλεια επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή της περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 11 του v. 4052/2012 (Α’ 41) κατανέμεται ισόποσα εντός πέντε (5) φορολογικών ετών αρχής γενομένης από το φορολογικό έτος εντός του οποίου θα προκύψει η ωφέλεια.»
2. Στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013) προστίθεται παρ. 75 ως εξής:
«75. Η παρ. 7 του άρθρου 21 εφαρμόζεται από το φορολογικό έτος 2020 και επόμενα.»
Άρθρο 123
Επιχορήγηση φορέων της Γενικής Κυβέρνησης για εξόφληση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους Τροποποίηση του άρθρου 6 του v. 4281/2014
1. Η παρ. 2. α. του άρθρου 6 του v. 4281/2014 (Α’ 160) αντικαθίσταται ως εξής:
«2.α. Αν οι φορείς Γενικής Κυβέρνησης που ανήκουν στον υποτομέα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) δεν ολοκληρώσουν την αποπληρωμή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που τίθεται με την απόφαση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) επί των ποσών που καταβάλλονται στους Ο.Τ.Α. κατά τα οικονομικά έτη 2020 και 2021 από τον κρατικό προϋπολογισμό για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους προς τρίτους, παρακρατείται από τους αποδιδόμενους σε αυτούς Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ) μέσω του κρατικού προϋπολογισμού σύμφωνα με τα άρθρα 259 και 260 του v. 3852/2010 (Α’ 87). Η παρακράτηση επί των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ) του δικαιούχου Ο.Τ.Α. διενεργείται από το έτος 2022 και για χρονική περίοδο που καθορίζεται με την απόφαση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2.
Αν οι Ο.Τ.Α. ολοκληρώσουν την αποπληρωμή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας και σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που τίθενται με την απόφαση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, το ποσό της επιχορήγησης που λαμβάνουν κατά τα οικονομικά έτη 2020 και 2021 από τον κρατικό προϋπολογισμό δεν παρακρατείται.»
2. Η ισχύς της παρ. 1 αρχίζει από την 31η Ιουλίου 2020.
Άρθρο 124
Διορθώσεις της έναρξης ισχύος των άρθρων 48 και 49 του v. 4797/2021 Τροποποίηση των άρθρων 48 και 49 του v. 4797/2021
1. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 48 του v. 4797/2021 (Α’ 66) προστίθεται εδάφιο και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η τελευταία κλίμακα εύρους του πίνακα ΙΙ της υποπερ. β2 της περ. Α’ της παρ. 1 και η τελευταία κλίμακα εύρους του πίνακα ΙV της υποπερ. β2 της περ. Β’ της παρ. 1 του άρθρου 20 του v. 2948/2001 (Α’ 242), αντικαθίσταται ως εξής:
Πίνακας ΙΙ
Εύρος
Τιμή
≥ 281
2,85
Πίνακας ΙV
Εύρος
Τιμή
≥ 187
2
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από την 1η.1.2021.»
2. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 49 του v. 4797/2021 καταργείται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Επιβατικά αυτοκίνητα με άδεια κυκλοφορίας κράτους μέλους της ΕΕ, που έχει εκδοθεί πριν από την 1η Ιουνίου 2016, για τα οποία μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης του v. 4714/2020 (Α’ 148) προς ψήφιση, ήτοι μέχρι τη 18η Ιουλίου 2020, είχαν κατατεθεί, η ειδική δήλωση της παρ. 2 του άρθρου 130 του v. 2960/2001 (Α’ 265) και αίτηση για τον υπολογισμό του ιστορικού τέλους ταξινόμησης από την Ειδική Επιτροπή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 126 του ίδιου νόμου, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη βεβαίωσης του τέλους ταξινόμησης μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, μπορούν, μετά από αίτηση των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 130 του v. 2960/2001, να υπαχθούν στην περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 9 του v. 4714/2020, όπως τροποποιείται με την παρ. 1. Όταν για τα οχήματα της παρούσας έχουν εκδοθεί αποδεικτικά είσπραξης του τέλους ταξινόμησης, είναι δυνατός, μετά από αίτηση των ίδιων προσώπων, ο επανυπολογισμός του αναλογούντος τέλους ταξινόμησης, ο συμψηφισμός του με το καταβληθέν τέλος ταξινόμησης και η επιστροφή της διαφοράς που προκύπτει, με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 19 του v. 2873/2000 (Α’ 285).»
ΜΕΡΟΣ Δ’
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ
Άρθρο 125
Σκοπός Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος κεφαλαίου είναι η θέσπιση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την κατάρτιση, την έγκριση, τον συντονισμό, τη διαχείριση, την αξιολόγηση, τον έλεγχο και την αναθεώρηση του Αναπτυξιακού Προγράμματος Δημοσίων Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, το οποίο ως τμήμα του στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης της χώρας, αποτελεί αναπτυξιακό εργαλείο του σύγχρονου επιτελικού κράτους σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, καθώς και πυλώνα για την εφαρμογή του ετήσιου ενοποιημένου σχεδίου κυβερνητικής πολιτικής για την παραγωγική ανάταξη και ανασυγκρότηση και την κοινωνική συνοχή.
Άρθρο 126
Ορισμοί
Για την εφαρμογή του παρόντος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας (εφεξής, Πρόγραμμα): το Πρόγραμμα ανάπτυξης της χώρας για την παραγωγική ανάταξη και την κοινωνική συνοχή που βασίζεται στην αξιολόγηση, προτεραιοποίηση και έγκριση συμβάσεων στρατηγικής σημασίας, η υλοποίηση των οποίων μέσω της αξιοποίησης εθνικών, ενωσιακών και διεθνών πόρων, πρόκειται να επιφέρει αποτελέσματα σημαντικής εντάσεως στη συνολική οικονομία και προστιθέμενη αξία τόσο για τη χώρα, όσο και για τους πολίτες της. Το Πρόγραμμα εγκρίνεται από την Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας που καθορίζει σε κάθε προγραμματική περίοδο τις προτεραιότητες μεταξύ συμβάσεων ανά τομέα πολιτικής στο πλαίσιο των εθνικών αναπτυξιακών στόχων, τη διάρκεια της εφαρμογής του Προγράμματος, την πηγή ή τις πηγές χρηματοδότησης κάθε σύμβασης, τον συνολικό και ανά σύμβαση προϋπολογισμό της, τους τυχόν ειδικότερους στόχους και δράσεις, καθώς και τα αποτελέσματα που επιδιώκονται με την έγκριση και εφαρμογή του Προγράμματος.
β) Συμβάσεις: Όλες οι δημόσιες πολιτικές, δράσεις, σχέδια και έργα που περιλαμβάνονται ή μπορεί να εντάσσονται σε εθνικά, ενωσιακά ή διεθνή χρηματοδοτικά προγράμματα και συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων και προτεραιοτήτων των Προγράμματος, με αντικείμενο ιδίως την κατασκευή, προμήθεια, παροχή υπηρεσιών, μελέτη, εμπειρογνωμοσύνη και τεχνική βοήθεια. O συνολικός προϋπολογισμός κάθε σύμβασης πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι δυνατόν να εντάσσονται στο Πρόγραμμα, Συμβάσεις με προϋπολογισμό μικρότερο από το ποσό του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον αυτές έχουν εμβληματικό χαρακτήρα και υψηλή προστιθέμενη αξία για την εθνική ή και την τοπική οικονομία και κοινωνία.
Στις συμβάσεις του Προγράμματος περιλαμβάνονται, ανεξάρτητα από το ύψος του προϋπολογισμού τους, και:
βα) το σύνολο ή μέρος των σχεδίων δράσης: i) των υφιστάμενων υπό δημοπράτηση και προς δημοπράτηση συμβάσεων παραχώρησης και ii) των έργων που αφορούν σε διαχείριση στερεών και υγρών αποβλήτων που προβλέπονται στην υπ’ αρ. 43/11.12.2019 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Α’ 200/12.12.2019), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αρ. 43/29.10.2020 Πράξης του (Α’ 218/10.11.2020), καθώς και το σύνολο ή μέρος των σχεδίων δράσης που, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχουν υποβληθεί ή εγκριθεί από την Κυβερνητική Επιτροπή της ανωτέρω ΠΥΣ, ακόμη και αν δεν προβλέπονται από την ανωτέρω ΠΥΣ,
ββ) το σύνολο των συμβάσεων που εντάχθηκαν και χρηματοδοτούνται, συνολικά ή εν μέρει από πόρους του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης «Next Generation EU» και του εντασσόμενου σε αυτόν Ταμείου Ανάκαμψης και Σταθερότητας (Recovery & Resilience Facility -Ταμείο Ανάκαμψης),
γγ) το σύνολο των συμβάσεων που εντάχθηκαν και χρηματοδοτούνται ή συγχρηματοδοτούνται με πόρους που προέρχονται από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον ο προϋπολογισμός κάθε σύμβασης υπερβαίνει το ποσό των τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000) ευρώ.
γ) Ώριμες συμβάσεις: οι συμβάσεις για τις οποίες έχουν ολοκληρωθεί όλες οι αναγκαίες για τη δημοπράτησή τους διαδικασίες και οι οποίες βρίσκονται στο στάδιο ανάθεσης της εκτέλεσής τους, σύμφωνα με τις προβλέψεις του νομοθετικού πλαισίου που τις διέπει.
δ) Συμβάσεις προς ωρίμανση: οι συμβάσεις που βρίσκονται σε φάση σχεδιασμού και των οποίων το αντικείμενο, οι προδιαγραφές και η διαδικασία ανάθεσης δεν έχουν εκπονηθεί ή έχουν εκπονηθεί εν μέρει, ανεξάρτητα αν έχουν ενταχθεί στο σχέδιο δράσης του φορέα που ενδιαφέρεται να τις υλοποιήσει και οι οποίες έχουν ενδεικτική εκτιμώμενη αξία σύμβασης τουλάχιστον το όριο της περ. β).
ε) Δικαιούχος του Προγράμματος: εα) το Υπουργείο στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει κάθε Σύμβαση Στρατηγικής Σημασίας, εβ) η οικεία Περιφέρεια ή ο οικείος Δήμος, για κάθε Σύμβαση Στρατηγικής Σημασίας της αρμοδιότητάς τους, εγ) οι εταιρείες του χαρτοφυλακίου της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ, εδ) ο δικαιούχος που ορίζεται με την απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής Συντονισμού Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας.
στ) Συμβάσεις χρηματοδοτούμενες από το Ταμείο Ανάκαμψης:
Οι συμβάσεις που χρηματοδοτούνται από πόρους του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης «Next Generation EU» και του εντασσόμενου σε αυτόν Ταμείου Ανάκαμψης και Σταθερότητας (Recovery & Resilience Facility -Ταμείο Ανάκαμψης), σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 270 έως 281 του v. 4738/2020 (Α’ 207).
ζ) Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας
Η Κυβερνητική Επιτροπή Συντονισμού Μεγάλων Έργων Υποδομής, που συστήθηκε και συγκροτήθηκε με την υπ’ αρ. 43/11.12.2019 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Α’ 200/12.12.2019), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αρ. 43/29.10.2020 Πράξης του (Α’ 218/10.11.2020) και μετονομάζεται σε Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του v. 4622/2019 (Α’ 133).
η) Προγραμματική περίοδος Η χρονική περίοδος του Προγράμματος είναι πενταετής. Με την απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, με την οποία εγκρίνονται το Πρόγραμμα και οι επιμέρους συμβάσεις που εντάσσονται σε αυτό, μπορεί να ορίζεται μικρότερη ή μεγαλύτερη διάρκεια της προγραμματικής περιόδου, αν αυτό επιβάλλεται από ειδικούς λόγους, όπως ιδίως οι λοιπές δεσμεύσεις της χώρας, το ύψος των διαθέσιμων πόρων και ο προγραμματισμός των διαρθρωτικών ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 127
Χρηματοδότηση των Συμβάσεων του Προγράμματος
1. Κάθε σύμβαση που εγκρίνεται από την Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας και εντάσσεται στο Πρόγραμμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, υλοποιείται με τους πόρους που προσδιορίζονται με την απόφαση έγκρισης. Η χρηματοδότηση των συμβάσεων μπορεί να προέρχεται από εθνικούς, ενωσιακούς ή διεθνείς πόρους και για την υλοποίησή τους μπορεί ιδίως να επιλέγεται η σύμπραξη μεταξύ Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) ή οι διατάξεις για τις συμβάσεις παραχώρησης.
2. Για τον προσδιορισμό της χρηματοδότησης, λαμβάνονται υπόψη από την Κυβερνητική Επιτροπή ιδίως οι δεσμεύσεις από το εκάστοτε ισχύον Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, οι δυνατότητες εναλλακτικής χρηματοδότησης από τα επιμέρους χρηματοδοτικά προγράμματα και εργαλεία της ΕΕ η συμπληρωματικότητά τους και η δυνατότητα συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα, οι ανάγκες που προκύπτουν από άλλα προγράμματα ανάπτυξης που χρηματοδοτούνται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ή από τις άλλες πηγές χρηματοδότησης, οι ανάγκες που προκύπτουν από έργα της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου που δεν ολοκληρώνονται εντός αυτής, οι ανάγκες ωρίμανσης συμβάσεων για μελλοντική ένταξη στο ΕΠΑ, στο ΕΣΠΑ ή σε άλλα εθνικά, ενωσιακά ή διεθνή προγράμματα, καθώς και οι προοπτικές της οικονομίας για το χρονικό διάστημα προγραμματισμού. Με απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής, που εκδίδεται μετά από αιτιολογημένη πρόταση του δικαιούχου του Προγράμματος, μπορεί να αναθεωρείται ο συνολικός προϋπολογισμός του Προγράμματος ή επιμέρους σύμβασης αυτού κατά τη διάρκεια της προγραμματικής περιόδου, εφόσον αυτό επιτρέπεται από τους όρους και τις ειδικές προβλέψεις που διέπουν την οικεία πηγή χρηματοδότησης.
3. Για την υλοποίηση των συμβάσεων που έχουν ενταχθεί στο Πρόγραμμα μπορεί να εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 11 παρ. 3 έως και 13 του v. 4608/2019 (Α’ 66) και το άρθρο 13 του v. 4146/2013 (Α’ 90).
4. Για την έγκριση της υλοποίησης των συμβάσεων του Προγράμματος μέσω Σύμπραξης Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα, η αρμοδιότητα της Διυπουργικής Επιτροπής Σ.Δ.Ι.Τ. (Δ.Ε.Σ.Δ.Ι.Τ.) που προβλέπεται στην περ. α’ του άρθρου 3 του v. 3389/2005 (Α’ 232), ασκείται από την Κυβερνητική Επιτροπή του παρόντος. Οι αρμοδιότητες των περ. β’, γ’ και δ’ του ίδιου άρθρου του v. 3389/2005, σε ό,τι αφορά τα έργα του Προγράμματος, ασκούνται από τη Δ.Ε.Σ.Δ.Ι.Τ. ή από την Κυβερνητική Επιτροπή. Μετά την έκδοση της εγκριτικής απόφασης της Κυβερνητικής Επιτροπής του παρόντος, επέρχονται οι συνέπειες του άρθρου 5 του v. 3389/2005 και για την υλοποίηση εν γένει των έργων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ίδιου νόμου. Ανάκληση της απόφασης σύμφωνα με τις προβλέψεις της παρ. 3 του ίδιου ανωτέρω άρθρου επέρχεται μόνο με απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής του παρόντος.
Άρθρο 128
Κριτήρια αξιολόγησης και έγκρισης υπαγωγής συμβάσεων στο Πρόγραμμα
Η Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας αξιολογεί, προτεραιοποιεί και εγκρίνει τις συμβάσεις, με βάση ιδίως τα ακόλουθα κριτήρια:
α) τη συνάφεια αυτών με τις εθνικές στρατηγικές και τους στόχους των δημοσίων πολιτικών, όπως ιδίως τα ετήσια σχέδια δράσης των υπουργείων και το εγκεκριμένο Ενοποιημένο Σχέδιο Κυβερνητικής Πολιτικής (Ε.Σ.Κυ.Π.), το σχέδιο για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τον σχεδιασμό του ΕΣΠΑ και των λοιπών ευρωπαϊκών ταμείων, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και τις δεσμεύσεις της χώρας στο πλαίσιο της συμμετοχής της σε διεθνή και ευρωπαϊκά όργανα,
β) τη σκοπιμότητα και σπουδαιότητα αυτών στην κατεύθυνση εκπλήρωσης βασικών αναπτυξιακών στόχων σε επίπεδο Επικράτειας, περιφερειών και δήμων,
γ) τον βαθμό ωριμότητας των προτεινόμενων έργων,
δ) τις τεχνικές απαιτήσεις λειτουργικότητας και ποιότητας και το εύρος των απαιτούμενων θεσμικών/εγκριτικών διαδικασιών μέχρι τη δημοπράτησή τους, καθώς και το εν γένει χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης και παράδοσής τους,
ε) την ανάλυση κόστους οφέλους, συμπεριλαμβανόμενου του κόστους των μελετών και των υπηρεσιών ωρίμανσης και απόδοσης επενδυόμενων κεφαλαίων, για κάθε έργο,
στ) το ύψος και την κατανομή της χρηματοδότησης,
ζ) την εξασφάλιση της χρηματοδότησης κάθε έργου,τη δυνατότητα εναλλακτικής χρηματοδότησης αυτού, καθώς και την επαρκή τεκμηρίωση για τη χρηματοδότησή του,
η) τον προϋπολογισμό του έργου, προκειμένου να τηρείται το όριο που τίθεται στο άρθρο 2, και τη βιωσιμότητά του.
Άρθρο 129
Υποβολή προτάσεων από τους φορείς
1. Με πρόσκληση που εκδίδεται κάθε έξι (6) μήνες, καλούνται οι δικαιούχοι να υποβάλουν τις προς ένταξη στο Πρόγραμμα συμβάσεις της αρμοδιότητάς τους, προσδιορίζοντας το αντικείμενο, τον προϋπολογισμό και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης κάθε σύμβασης, τις προδιαγραφές και τα κριτήρια αξιολόγησης αυτής σύμφωνα με το άρθρο 6, μαζί με τεκμηριωμένη πρόταση για την πηγή ή τις πηγές χρηματοδότησής της, καθώς και προκαταρκτική μελέτη σκοπιμότητας για τη σύμβαση. Με την ίδια πρόσκληση, μπορεί να καθορίζονται από την Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας και πρόσθετα στοιχεία του φακέλου της σύμβασης που πρέπει να προσκομίζονται από τους φορείς, με τις προτάσεις τους στην Επιτροπή. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η Κυβερνητική Επιτροπή εκδίδει την πρόσκληση του πρώτου εδαφίου μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Οι προτάσεις για τα έργα αρμοδιότητας των Ο.Τ.Α. υποβάλλονται στην Κυβερνητική Επιτροπή μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο συντονίζει για τον σκοπό αυτόν τις Περιφέρειες και τους Δήμους. Οι προτάσεις των φορέων, υποβάλλονται μαζί με τα αναγκαία για κάθε σύμβαση στοιχεία το αργότερο μέσα σε έναν (1) μήνα από την πρόσκληση της Επιτροπής που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο. Οι προτάσεις που θα υλοποιηθούν μέσω ΣΔΙΤ υποβάλλονται στην Κυβερνητική Επιτροπή μέσω της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικών Επενδύσεων και ΣΔΙΤ η οποία τις αξιολογεί και στη συνέχεια συντάσσει σχετική αιτιολογική έκθεση σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 του v. 3389/2010 (Α’ 232) το αργότερο μέσα σε έναν (1) μήνα από την πρόσκληση της Επιτροπής που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο.
2. Η Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας παρακολουθεί την εξέλιξη ή την αναθεώρηση του Προγράμματος, με βάση τις εκθέσεις προόδου που υποβάλλονται σε αυτήν από τον δικαιούχο του έργου, τον φορέα υλοποίησης, καθώς και από τις υπηρεσίες διαχείρισης των οικείων προγραμμάτων χρηματοδότησης κάθε έργου.
3. Με απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, το Πρόγραμμα μπορεί να αναθεωρείται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν από τις εκθέσεις προόδου και τα λοιπά δεδομένα της παρακολούθησης του Προγράμματος προκύπτει ότι δεν έχει συντελεστεί η προγραμματισμένη πρόοδος για την υλοποίησή του ή διαπιστώνονται σοβαρές χρονικές ή άλλες αποκλίσεις στην υλοποίησή του και απαιτούνται προσαρμογές,
β) σε περίπτωση που από τα στοιχεία της περ. α) προκύπτουν δυσχέρειες που επηρεάζουν τη χρηματοδότηση κάποιου έργου,
γ) σε περίπτωση αναθεώρησης του Ε.Σ.Κυ.Π. ή των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων της χώρας, προκειμένου να ληφθούν υπόψη σημαντικές μεταβολές εθνικών ή περιφερειακών προτεραιοτήτων,
δ) αν αυτό δικαιολογείται αντικειμενικά λόγω της εν γένει μεταβολής των οικονομικών ή άλλων αντικειμενικών συνθηκών.
Άρθρο 130
Διαδικασία ανάθεσης στο Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ. ως φορέα ωρίμανσης
1. Το Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ. μπορεί εναλλακτικά να ορίζεται ως φορέας ωρίμανσης των συμβάσεων του παρόντος:
α) με απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, για την ωρίμανση των έργων που εντάσσονται στο Πρόγραμμα, ύστερα από σχετικό αίτημα του δικαιούχου του Προγράμματος.
β) από τους δικαιούχους του Προγράμματος, για την ωρίμανση των Συμβάσεων αρμοδιότητάς τους, συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης που το Ταμείο δεν έχει οριστεί ως φορέας ωρίμανσης από την Κυβερνητική Επιτροπή, σύμφωνα με την περ. α). Σε αυτή την περίπτωση για την ανάθεση απαιτείται και απόφαση περί αποδοχής του αιτήματος ανάθεσης του δικαιούχου του Προγράμματος, από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ.
2. Σε περίπτωση που για την ωρίμανση έργου ή έργων του Προγράμματος επιλέγεται το Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ., με την απόφαση της Κυβερνητικής Επιτροπής Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας εξειδικεύονται, ύστερα από πρόταση του Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ. και του δικαιούχου του Προγράμματος, τα στάδια και το ειδικότερο περιεχόμενο της διαδικασίας ωρίμανσης, για την οποία αρμόδιο είναι το Ταμείο. Η πρόταση υποβάλλεται στην Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας από τον δικαιούχο του Προγράμματος.
Άρθρο 131
Διοικητικό Συμβούλιο και Ελεγκτές ΕΕΣΥΠ Τροποποίηση των άρθρων 192 των παρ. 4 και 193 του v. 4389/2016
1. Στην παρ. 4 του άρθρου 192 του v. 4389/2016 (Α’ 94) αντικαθίστανται τα τελευταία δύο εδάφια και η παράγραφος αυτή διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Ένας (1) εκπρόσωπος που ορίζεται από κοινού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας, ως παρατηρητής χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο ως άνω εκπρόσωπος ενημερώνεται πλήρως επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης και μπορεί να ζητήσει εγγράφως από το Διοικητικό Συμβούλιο κάθε πληροφορία επί των θεμάτων που σχετίζονται με τη λειτουργία της Εταιρείας. Η εν λόγω ενημέρωση παρέχεται σε αυτόν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η θητεία του εν λόγω εκπροσώπου είναι τέσσερα (4) συναπτά έτη και μπορεί να ανανεώνεται για μία ακόμη φορά. Σε περίπτωση κωλύματος του εκπροσώπου που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας μπορεί να παρευρίσκεται ως παρατηρητής χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο αναπληρωτής του, ο οποίος ορίζεται αποκλειστικά για τον σκοπό αυτόν από κοινού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.»
2. Στο άρθρο 193 του v. 4389/2016 αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο και το άρθρο 193 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 193 Ελεγκτές
Ως Ελεγκτής της Εταιρείας διορίζεται από τη Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου οποιαδήποτε ελεγκτική εταιρία διεθνούς φήμης, βάσει καταλόγου υποψηφίων εταιρειών που υποβάλλεται από το Εποπτικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού αριθμ. 537/2014/Ε.Ε. Οι ελεγκτές της Εταιρείας έχουν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στην εφαρμοστέα νομοθεσία περί ανωνύμων εταιρειών. Ως προς την υποχρέωση εναλλαγής ελεγκτών ισχύουν οι διατάξεις που προβλέπονται για τις εισηγμένες εταιρείες στο άρθρο 17 του Κανονισμού ΕΕ 537/2014».
ΜΕΡΟΣ Ε’
ΑΛΛΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 132
Εκσυγχρονισμός διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διόρθωσης του άρθρου 6Α και υποβολής αντίθετων απόψεων θιγομένων κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης Τροποποίηση των παρ. 8 και 9 του άρθρου 6Α του v. 2308/1995
Οι παρ. 8 και 9 του άρθρου 6Α του v. 2308/1995 (Α’ 114) αντικαθίστανται ως εξής:
«8. Οι αιτήσεις διόρθωσης εξετάζονται από το Γραφείο Κτηματογράφησης. Για κάθε αίτηση το Γραφείο Κτηματογράφησης συντάσσει έκθεση, η οποία περιέχει υποχρεωτικά αιτιολογία για την αποδοχή ή την απόρριψή της. Με απόφαση του Δ.Σ. του Φορέα αναρτώνται οι εκθέσεις στην ιστοσελίδα του και καθορίζονται η χρονική διάρκεια της ανάρτησης, ο τρόπος και οι προϋποθέσεις πρόσβασης και κάθε τεχνική ή άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
Ο Φορέας ανακοινώνει στην ιστοσελίδα του την ανάρτηση των εκθέσεων με μνεία του δικαιώματος υποβολής έγγραφων αντίθετων απόψεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 9.
9. Στην περίπτωση αιτήσεων που αφορούν στη διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων των γεωτεμαχίων που βρίσκονται εκτός της «ζώνης κανονισμού ορίων» και είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά εκτός της «αποδεκτής απόκλισης», όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 13Α του v. 2664/1998 (Α’ 275), ή την αντικατάσταση στους κτηματολογικούς πίνακες, εν όλω ή εν μέρει, δικαιώματος πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας άλλου δικαιούχου, οι αιτούντες τη διόρθωση ενημερώνονται, με επιμέλεια του Γραφείου Κτηματογράφησης, με κάθε πρόσφορο μέσο για την επικείμενη ανάρτηση της έκθεσης που τους αφορά, την προθεσμία υποβολής έγγραφων αντίθετων απόψεων κατ’ αυτής και τις συνέπειες της παράλειψης υποβολής.
Μετά την ανωτέρω ενημέρωση ισχύουν τα εξής: α) Οι αιτών δύναται, σε περίπτωση εν όλω ή εν μέρει απόρριψης της αίτησης διόρθωσης, να υποβάλει εγγράφως και αιτιολογημένα τις αντίθετες απόψεις του, προσκομίζοντας σχετικά στοιχεία, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία ανάρτησης της έκθεσης. Εντός της ίδιας αποκλειστικής προθεσμίας, με επιμέλεια του αιτούντος, γνωστοποιούνται υποχρεωτικά, με κάθε πρόσφορο μέσο, σε κάθε τρίτο θιγόμενο ιδιόκτητη η υποβληθείσα αίτηση, η συνταχθείσα επί αυτής έκθεση καθώς και οι αντίθετες απόψεις. Το αποδεικτικό γνωστοποίησης υποβάλλεται στον Φορέα μέσω των ηλεκτρονικών του υπηρεσιών. Η μη υποβολή του αποδεικτικού γνωστοποίησης εντός της παραπάνω προθεσμίας συνεπάγεται το απαράδεκτο των αντιθέτων απόψεων.
β) Σε περίπτωση εν όλω ή εν μέρει αποδοχής της αίτησης διόρθωσης, ο αιτών γνωστοποιεί, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ανάρτηση της έκθεσης, με κάθε πρόσφορο μέσο, σε κάθε τρίτο θιγόμενο ιδιόκτητη την υποβληθείσα αίτηση και τη συνταχθείσα επί αυτής έκθεση. Το αποδεικτικό γνωστοποίησης υποβάλλεται στον Φορέα μέσω των ηλεκτρονικών του υπηρεσιών. Η μη υποβολή του αποδεικτικού γνωστοποίησης εντός της παραπάνω προθεσμίας συνεπάγεται το απαράδεκτο της αίτησης διόρθωσης.
Οι τρίτοι θιγόμενοι ιδιοκτήτες δύνανται, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η έναρξη της οποίας ορίζεται με απόφαση του Δ.Σ. του Φορέα και ανακοινώνεται στην ιστοσελίδα του, είτε να υποβάλουν εγγράφως και αιτιολογημένα τις αντίθετες απόψεις τους, προσκομίζοντας σχετικά στοιχεία, είτε να συγκατατίθενται εγγράφως για τη διόρθωση με ανάκληση της δήλωσής τους περί εγγραπτέων δικαιωμάτων ή με σχετική δήλωσή τους ενώπιον του συμβολαιογράφου ή με υπεύθυνη δήλωσή τους επί της οποίας βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής. Εφόσον η ως άνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, θεωρείται ότι οι τρίτοι θιγόμενοι ιδιοκτήτες συγκατατίθενται στη διόρθωση σύμφωνα με τη συνταχθείσα έκθεση.
Οι έγγραφες αντίθετες απόψεις ή η έγγραφη συγκατάθεση υποβάλλονται στον Φορέα μέσω των ηλεκτρονικών υπηρεσιών αυτού, οι οποίες είναι προσβάσιμες μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr-ΕΨΠ).
Η αίτηση διόρθωσης, η έκθεση του Γραφείου Κτηματογράφησης και οι αντίθετες απόψεις διαβιβάζονται από τον Φορέα, μαζί με όλα τα συνυποβληθέντα στοιχεία, προς εξέταση στις Επιτροπές του άρθρου 7Α. Στην περίπτωση που δεν έχουν υποβληθεί αντίθετες απόψεις το Γραφείο Κτηματογράφησης προβαίνει υποχρεωτικά στις απαραίτητες διορθώσεις σύμφωνα με την συνταχθείσα έκθεση.
Εάν, πριν την ανάρτηση των εκθέσεων στην ιστοσελίδα του Φορέα, ο τρίτος θιγόμενος ιδιοκτήτης είτε έχει συγκατατεθεί εγγράφως με ανάκληση της δήλωσής του περί εγγραπτέων δικαιωμάτων ή με σχετική δήλωσή του ενώπιον συμβολαιογράφου ή με υπεύθυνη δήλωση του επί της οποίας βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής, είτε έχει ζητήσει την ολική ή μερική διαγραφή του δικαιώματός του επί του ακινήτου που αφορά η αίτηση διόρθωσης λόγω εσφαλμένης καταχώρισης στους προσωρινούς κτηματολογικούς πίνακες, τότε η αίτηση διόρθωσης δεν διαβιβάζεται στις Επιτροπές του άρθρου 7Α και το Γραφείο Κτηματογράφησης προβαίνει στις απαιτούμενες διορθώσεις.
Με απόφαση του Δ.Σ. του Φορέα εξειδικεύεται η διαδικασία υποβολής των έγγραφων αντίθετων απόψεων και ενημέρωσης των τρίτων θιγόμενων ιδιοκτητών και ρυθμίζεται κάθε τεχνική ή άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.».
Άρθρο 133
Ανασύσταση Γενικού Προξενείου στη Βεγγάζη της Λιβύης
1. Ανασυστήνεται το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας με έδρα την πόλη Βεγγάζη της Λιβύης, το οποίο είχε καταργηθεί με την περ. β’ του άρθρου 1 του π.δ. 194/1998 (Α’ 144).
2. Στο Μέρος Α’ ΓΕΝΙΚΑ ΠΡΟΞΕΝΕΙΑ του Πίνακα Β’ ΕΜΜΙΣΘΕΣ ΠΡΟΞΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ του άρθρου 2 του π.δ. 194/1998, προστίθεται περ. 62η, ως εξής:
«62. Γενικό Προξενείο Βεγγάζης: Γενικός Πρόξενος Πληρεξούσιος Υπουργός Β’ ή Σύμβουλος Πρεσβείας Α’ ή Β’ Πρόξενος Γραμματέας Πρεσβείας Α’ ή Β’ Δύο (2) υπάλληλοι του Κλάδου Διοικητικού Προξενικού ή του Κλάδου Διοικητικής και Λογιστικής Υποστήριξης Ιδιαίτερος Γραμματέας Μεταφραστής Κλητήρας Οδηγός Φύλακας Θυρωρός».
3. Η περιφέρεια αρμοδιότητας του Γενικού Προξενείου Βεγγάζης περιλαμβάνει τα διοικητικά διαμερίσματα της Λιβύης Al Batnan, Derna, Al Jabal Al Akhdar, Al Marj, Benghazi, Al Wahat και Al Koufra. Η αρμοδιότητα για τις ανωτέρω περιοχές μεταφέρεται στο Γενικό Προξενείο Βεγγάζης από το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας Τρίπολης.
4. Η περιφέρεια αρμοδιότητας του Προξενικού Γραφείου της Πρεσβείας Τρίπολης περιλαμβάνει εφεξής όλη την επικράτεια της Λιβύης με εξαίρεση την περιφέρεια αρμοδιότητας του Γενικού Προξενείου Βεγγάζης.
Άρθρο 134
Γενική απαγόρευση αλιείας με μηχανότρατες κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο κάθε έτους
Το άρθρο 3 του β.δ. 917/1966 (Α’ 248) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 3 Γενική εποχική απαγόρευση αλιείας με μηχανότρατες
Η αλιεία με μηχανότρατες απαγορεύεται απολύτως κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο κάθε έτους, στα εσωτερικά ύδατα της Ελληνικής Επικράτειας, καθώς και σε ζώνη έξι (6) ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης των ακτών της Ελληνικής Επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων των γραμμών κλεισίματος κόλπων και των ευθειών γραμμών βάσης.»
Άρθρο 135
Ρυθμιστικά μέτρα για την αλιεία του είδους συμιακό γαριδάκι (Plesionika narval)
1. Κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, η αλιεία του είδους συμιακό γαριδάκι (Plesionika narval) ασκείται στην Ελληνική Επικράτεια, από επαγγελματίες αλιείς, πλοιοκτήτες επαγγελματικών αλιευτικών σκαφών, που διαθέτουν σε ισχύ αλιευτική άδεια με το εργαλείο κλωβός (FPO), κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 1 του β.δ. 666/1966 (Α’ 160).
2. Για την αλιεία του είδους της παρ. 1 χρησιμοποιούνται αποκλειστικά παραλληλεπίπεδοι κλωβοί (παγίδες) ή και σφαιροειδείς κλωβοί (κιούρτοι).
α) Οι παραλληλεπίπεδοι κλωβοί αποτελούνται από άκαμπτο μεταλλικό σκελετό έως ογδόντα εκατοστών (80 cm) σε μήκος και πλάτος και έως σαράντα πέντε εκατοστών (45cm) σε ύψος, επενδυμένο με πλέγμα με μάτι ύψους δώδεκα τουλάχιστον χιλιοστών (12mm) κατά τη μέτρηση και σχήματος τεσσάρων (4) τουλάχιστον πλευρών.
β) Οι σφαιροειδείς κλωβοί (κιούρτοι) αποτελούνται από άκαμπτο μεταλλικό σκελετό έως ογδόντα εκατοστών (80cm) σε διάμετρο και σαράντα πέντε εκατοστών (45 cm) σε ύψος, επενδυμένο με πλέγμα με μάτι ύψους τουλάχιστον 12 χιλιοστών (12 mm), κατά τη μέτρηση και σχήματος τεσσάρων τουλάχιστον πλευρών. Φέρουν υποχρεωτικά δύο ανοίγματα, ένα στόμιο στο πάνω μέρος, διαμέτρου τουλάχιστον δέκα τριών εκατοστών (13 cm) και ένα πορτάκι σε πλαϊνή πλευρά.
3. Η αλιεία του είδους της παρ. 1 επιτρέπεται αποκλειστικά σε βάθη άνω των σαράντα (40) μέτρων και εκτός των ειδικά απαγορευμένων περιοχών αλιείας, όπως καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες γενικές και άλλες ειδικές διατάξεις.
4. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις παρ. 1 έως 3, εφαρμόζονται το άρθρο 11 του ν.δ. 420/1970 (Α’ 27) και η υπ’ αρ. 3866/78486/14.7.2015 υπουργική απόφαση (Β’ 1587). Τυχόν πρόστιμα εισπράττονται υπέρ του κρατικού προϋπολογισμού, σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν.δ. 420/1970.
ΜΕΡΟΣ ΣΤ’
ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
Άρθρο 136
Έναρξη ισχύος
1. Ως προς το Μέρος Α’: α. Τα άρθρα 19 και 26 τίθενται σε ισχύ στις 28 Ιουνίου 2021. β. Το άρθρο 46 που αφορά τα άρθρα 131Β και 131Γ του v. 4261/2014 (Α’ 107) και το άρθρο 47 τίθενται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2022. γ. Οι λοιπές διατάξεις τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Το Μέρος Β’ τίθεται σε ισχύ από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις.
3. Τα Μέρη Γ’, Δ’ και Ε’ τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 17 Μαΐου 2021
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Οι Υπουργοί
Οικονομικών ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ
Ανάπτυξης και Επενδύσεων ΣΠΥΡΙΔΩΝ-ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ
Εξωτερικών ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΕΝΔΙΑΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Προστασίας του Πολίτη ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ
Εθνικής Άμυνας ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Παιδείας και Θρησκευμάτων ΝΙΚΗ ΚΕΡΑΜΕΩΣ
Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ
Υγείας ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΙΚΙΛΙΑΣ
Περιβάλλοντος και Ενέργειας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΚΡΕΚΑΣ
Πολιτισμού και Αθλητισμού ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΜΕΝΔΩΝΗ
Δικαιοσύνης ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ
Εσωτερικών ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΕΤΣΑΣ
Μετανάστευσης και Ασύλου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΤΑΡΑΚΗΣ
Υποδομών και Μεταφορών ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΛΑΚΙΩΤΑΚΗΣ
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ΣΠΥΡΙΔΩΝ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΙΒΑΝΟΣ
Τουρισμού ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ
Επικρατείας ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ
Επικρατείας ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΙΕΡΡΑΚΑΚΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 17 Μαΐου 2021
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ