ΝΟΜΟΣ 4786/2021

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4786 ΦΕΚ Α 43/23.3.2021

Εφαρμογή διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/ 1939 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2017 σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργα σίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ρυθμίσεις για τη λειτουργία των δικαστηρίων και άλλες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

​(Το παρόν ΦΕΚ επανεκτυπώθηκε λόγω λάθους)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: EΦΑΡΜΟΓΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) 2017/1939 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 12ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ

Άρθρο 1: Σκοπός

Άρθρο 2: Αντικείμενο

Άρθρο 3: Έλληνας Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας Ειδική κανονική άδεια

Άρθρο 4: Προσόντα υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα

Άρθρο 5: Επιλογή υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα

Άρθρο 6: Ευρωπαίος Εισαγγελέας Ειδική κανονική άδεια

Άρθρο 7: Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς (ΕΕΕ) Αρμοδιότητες και ιεραρχική εξάρτηση

Άρθρο 8: Προσόντα των υποψηφίων για τις θέσεις των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

Άρθρο 9: Επιλογή υποψηφίων για τις θέσεις των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

Άρθρο 10: Σύσταση και εσωτερική λειτουργία του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

Άρθρο 11: Αριθμός και καθεστώς απασχόλησης των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

Άρθρο 12: Ασφαλιστικό καθεστώς Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων

Άρθρο 13: Προαγωγή Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα (EEE)

Άρθρο 14: Αίτηση εξαίρεσης Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (EEE)

Άρθρο 15: Γραμματεία του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

Άρθρο 16: Κατά τόπον αρμοδιότητα των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (EEE)

Άρθρο 17: Ανακριτικές πράξεις Ισχύς απορρήτων

Άρθρο 18: Συνδρομή άλλων Αρχών

Άρθρο 19: Αρμόδια αρχή για την επίλυση διαφωνίας Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και εθνικής Εισαγγελικής Αρχής

Άρθρο 20: Ορισμός εθνικών αρχών για τους σκοπούς εφαρμογής του Κανονισμού 2017/1939 KΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Άρθρο 21: Διάταξη για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων

Άρθρο 22: Αύξηση οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης

Άρθρο 23: Άσκηση πειθαρχικής δίωξης Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 99 του ν. 1756/1988

Άρθρο 24: Διεξαγωγή των δικών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας Προσθήκη παρ. 6 στο άρθρο 17 του π.δ. 18/1989

Άρθρο 25: Δημοσιοποίηση αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας Προσθήκη παρ. 8 στο άρθρο 34 του π.δ. 18/1989

Άρθρο 26: Σύνθεση του κατά τα άρθρα 34Α και 34Β δικαστικού σχηματισμού Προσθήκη άρθρου 34Γ στο π.δ. 18/1989

Άρθρο 27: Προαγωγή εισηγητών του Συμβουλίου της Επικρατείας Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 62 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως δικαστικών Λειτουργών

Άρθρο 28: Χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) από τις γραμματείες του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων

Άρθρο 29: Εισηγητική έκθεση στο Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας Τροποποίηση του άρθρου 13 του ν. 693/1977

Άρθρο 30: Εισηγητική έκθεση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο Αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 345/1976

Άρθρο 31: Επιχορήγηση για τη λειτουργία του Ο.Σ.Δ.Δ.Υ. Δ.Δ. Τροποποίηση του άρθρου 64 του ν. 3900/2010

Άρθρο 32: Διαφορές από την κτήση και απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας Αντικατάσταση της παρ. 9 του ν. 3068/2002

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄: ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Άρθρο 33: Παραχώρηση της κυριότητας των καταστημάτων κράτησης στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.

Άρθρο 34: Απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών εγγραφής και ανανέωσης εγγραφής των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών στα μητρώα των οικείων επιμελητηρίων Τροποποίηση των άρθρων 21 και 22 του ν. 4583/2018

Άρθρο 35: Ερμηνευτική διάταξη για κληρονόμους που ενηλικιώνονται

Άρθρο 36: Σύνθεση Εθνικού Μηχανισμού Εκπόνησης, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού Τροποποίηση του άρθρου 9 του ν. 4491/2017

Άρθρο 37: Ρυθμίσεις για τη λειτουργία της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών Τροποποίηση του άρθρου 5 του ν. 2225/1994

Άρθρο 38: Έδρα, γραφεία και αποφάσεις της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών Τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3115/2003

Άρθρο 39: Καθεστώς αναπληρωματικών μελών Ανεξάρτητων Αρχών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄: ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 40: Μεταβατική διάταξη για την αρχική πρόσκληση επιλογής υποψηφίων Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

Άρθρο 41: Μεταβατική διάταξη για την αρχική στελέχωση της Γραμματείας του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

Άρθρο 42: Μεταβατική διάταξη για τις εκκρεμείς υποθέσεις αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Άρθρο 43: Μεταβατική διάταξη για τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του διοικητικού εφετείου Αθηνών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄: ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 44: Εξουσιοδοτική διάταξη για χώρο στέγασης Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

Άρθρο 45: Εξουσιοδοτική διάταξη για την εσωτερική λειτουργία του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

Άρθρο 46: Εξουσιοδοτική διάταξη για τον καθορισμό του αριθμού και του καθεστώτος απασχόλησης των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

Άρθρο 47: Εξουσιοδοτική διάταξη για την κατανομή των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ) ανά βαθμό δικαιοδοσίας

Άρθρο 48: Εξουσιοδοτική διάταξη για τη στελέχωση της γραμματείας του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄: ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 49: Καταργούμενες διατάξεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄: ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Άρθρο 50: Έναρξη ισχύος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
EΦΑΡΜΟΓΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) 2017/1939 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 12ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ

Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η αποτελεσματική εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 (L 283) στην εθνική έννομη τάξη.

Άρθρο 2
Αντικείμενο
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων, οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η ειδικότερη ρύθμιση θεμάτων που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης.

Άρθρο 3
Έλληνας Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας Ειδική κανονική άδεια
Στον Έλληνα Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα χορηγείται ειδική κανονική άδεια, χωρίς αποδοχές, για το χρονικό διάστημα από την ανάληψη των καθηκόντων του μέχρι να λήξει η επταετής θητεία του. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι παρ. 6 και 10 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35), που ρυθμίζουν τη χορήγηση ειδικής κανονικής άδειας.

Άρθρο 4
Προσόντα υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα

1. Κάθε υποψήφιος για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα απαιτείται, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης και κατά τον χρόνο του διορισμού του:

α. να κατέχει τον βαθμό τουλάχιστον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών έως και αυτόν του Εισαγγελέα Εφετών. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών πρέπει να έχει συμπληρώσει πέντε (5) τουλάχιστον έτη στον βαθμό αυτόν,

β. να έχει τη δυνατότητα υπηρέτησης στην εθνική Εισαγγελική Αρχή επί εννέα (9) τουλάχιστον έτη μέχρι την αποχώρησή του λόγω του ορίου ηλικίας της παρ. 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος.

2. Κάθε υποψήφιος, τόσο κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης όσο και κατά τον χρόνο του διορισμού του, πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. να μην του έχει επιβληθεί τα τελευταία πέντε (5) χρόνια πειθαρχική ποινή ανώτερη της επίπληξης και να μην εκκρεμεί σε βάρος του πειθαρχική αγωγή,

β. να μην συντρέχει στο πρόσωπο του κάποια από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στις περ. δ΄, ε΄ και

στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35), καθώς και να μην εκκρεμεί σε βάρος του ποινική δίωξη για έγκλημα της περ. ε΄ της ίδιας παραγράφου. Το άρθρο 38 του εν λόγω Κώδικα για άρση ή μη του ανωτέρω κωλύματος εφαρμόζεται αναλόγως,

γ. να διαθέτει σχετική πρακτική εμπειρία στις έρευνες στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στη διεθνή συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις από προϋπηρεσία σε όργανα, οργανισμούς, μονάδες ή επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου διεθνούς οργανισμού, στους σκοπούς του οποίου εντάσσεται η έρευνα, η δίωξη ή η διεθνής δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, ιδίως οικονομικού εγκλήματος,

δ. να κατέχει διδακτορικό ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, αναγνωρισμένο από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, στις ποινικές επιστήμες, στην εγκληματολογία, στο ευρωπαϊκό δίκαιο, στις οικονομικές επιστήμες ή σε άλλο συναφή τομέα, και

ε. να έχει πολύ καλή γνώση (επιπέδου C1) της αγγλικής τουλάχιστον γλώσσας.

Άρθρο 5
Επιλογή υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου Εισαγγελέα

1. Η επιλογή των τριών (3) προτεινόμενων υποψηφίων για διορισμό στη θέση του Eυρωπαίου Eισαγγελέα, της παρ. 1 του άρθρου 16 του Κανονισμού 2017/1939, L 283, πραγματοποιείται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 68, 78 και 79 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35).

2. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, έξι (6) μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του Ευρωπαίου Εισαγγελέα και αμελλητί μόλις πληροφορηθεί ότι αυτή για οποιονδήποτε λόγο λήγει πρόωρα, ή δεν πρόκειται να παραταθεί, ορίζει προθεσμία είκοσι (20) ημερών για την υποβολή, σε ηλεκτρονική ή σε έντυπη μορφή, των αιτήσεων των ενδιαφερομένων, μαζί με βιογραφικό σημείωμα και φάκελο δικαιολογητικών, αναρτά την πρόσκληση στην ιστοσελίδα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και τη γνωστοποιεί ταυτόχρονα εγγράφως στους διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών της Επικράτειας, προς ενημέρωση των υφισταμένων τους.

3. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ύστερα από έλεγχο των δικαιολογητικών και των ατομικών φακέλων των υποψηφίων, καλεί τους υποψηφίους, που πληρούν τα τυπικά προσόντα, σε συνέντευξη, με έγγραφη ατομική πρόσκληση, η οποία τους επιδίδεται με μέριμνα του διευθύνοντος την εισαγγελία όπου υπηρετούν. Η συνέντευξη μπορεί να γίνει και με τηλεδιάσκεψη. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει και με τηλεδιάσκεψη και ορίζει τη σειρά των επιλαχόντων. Εναντίον της απόφασης χωρεί προσφυγή ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 68 και 79 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.

4. Μετά από την ολοκλήρωση της διαδικασίας των παρ. 1 έως 3, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και, εφόσον κριθεί απαραίτητο από την επιτροπή επιλογής της παρ. 3 του άρθρου 14 του Κανονισμού 2017/1937, η αίτηση μαζί με τον φάκελο υποψηφιότητας εκάστου επιλεγέντος διαβιβάζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης στην ανωτέρω Επιτροπή, προκειμένου να ακολουθήσει η διαδικασία επιλογής και διορισμού του Ευρωπαίου Εισαγγελέα, για μη ανανεώσιμη θητεία έξι (6) ετών, η οποία μπορεί να παραταθεί έως τρία (3) έτη, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 16 του Κανονισμού 2017/1939. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας διορίζεται ως έκτακτος υπάλληλος, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 96 του ανωτέρου Κανονισμού.

Άρθρο 6
Ευρωπαίος Εισαγγελέας Ειδική κανονική άδεια
Στον Ευρωπαίο Εισαγγελέα χορηγείται ειδική κανονική άδεια χωρίς αποδοχές, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35), από την ανάληψη των καθηκόντων του μέχρι να λήξει η εξαετής, ή επί παράτασης, η εννεαετής θητεία του. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι παρ. 6 και 10 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.

Άρθρο 7
Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς (ΕΕΕ) Αρμοδιότητες και ιεραρχική εξάρτηση
Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αποκεντρωμένο στα κράτη μέλη, ενώ παράλληλα παραμένουν ενσωματωμένοι στις εθνικές εισαγγελικές δομές και είναι εν ενεργεία μέλη της εθνικής Εισαγγελικής Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 8, την παρ. 2 του άρθρου 17 και το τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283). Με την ιδιότητα αυτή ενεργούν για λογαριασμό και εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έχουν τις ίδιες, κατά περίπτωση, εξουσίες με τους εθνικούς Εισαγγελείς, όταν ασκούν τις προβλεπόμενες στον ανωτέρω Κανονισμό αρμοδιότητές τους σχετικά με το δικαίωμα ανάληψης υπόθεσης, την κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση διασυνοριακής ή μη έρευνας, την άσκηση ποινικής δίωξης, την παραπομπή υπόθεσης στο δικαστήριο, την παράσταση κατά την εκδίκαση στο ακροατήριο και την άσκηση ενδίκου μέσου κατά το εθνικό δίκαιο. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ακολουθούν τις γενικές και ειδικές κατευθύνσεις, οδηγίες και εντολές, κατά περίπτωση, του Συλλογικού Οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, του Μόνιμου Τμήματος αυτής που έχει αναλάβει την υπόθεση και του εποπτεύοντος Ευρωπαίου Εισαγγελέα.

Άρθρο 8
Προσόντα των υποψηφίων για τις θέσεις των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

1. Κάθε υποψήφιος για θέση Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα απαιτείται, κατά τον χρόνο της υποβολής της αίτησής του και κατά τον χρόνο του διορισμού του:

α. να κατέχει τουλάχιστον τον βαθμό του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών έως και αυτόν του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου,

β. να έχει προϋπηρεσία: αβ) στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας οκτώ (8) τουλάχιστον ετών, ββ) στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας τριών (3) τουλάχιστον ετών, γ. να έχει δυνατότητα υπηρέτησης στην Εισαγγελική Αρχή μέχρι την αποχώρησή του, λόγω του ορίου ηλικίας της παρ. 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος, επί έξι (6) τουλάχιστον έτη για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ενώ οι Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου πρέπει να έχουν τη δυνατότητα υπηρέτησης μέχρι να αποχωρήσουν επί πέντε (5) τουλάχιστον έτη.

Αν δεν διαθέτουν το προσόν αυτό δύο (2) τουλάχιστον υποψήφιοι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αδυνατεί να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 9, επιτρέπονται, κατ’ εξαίρεση, υποψηφιότητες με λιγότερα των πέντε (5) ετών προ της αφυπηρέτησης. Εάν δεν υποβληθούν τέτοιες, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ενεργεί αυτεπαγγέλτως, εφαρμοζομένης την παρ. 5 του άρθρου 17 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283), ενόψει της επικείμενης αποχώρησης του διορισθέντος Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα από την εθνική Εισαγγελική Αρχή, πριν από τη λήξη της πενταετούς θητείας του.

2. Κάθε υποψήφιος, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής του και κατά τον χρόνο του διορισμού του, πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. να μην του έχει επιβληθεί τα τελευταία πέντε (5) χρόνια πειθαρχική ποινή ανώτερη της επίπληξης,

β. να μην συντρέχει στο πρόσωπό του κάποια από τις περ. δ΄, ε΄ και στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35). Το άρθρο 38 του ίδιου Κώδικα για άρση ή μη του ανωτέρω κωλύματος εφαρμόζεται αναλόγως,

γ. να έχει καλή γνώση (επιπέδου Β2) της αγγλικής τουλάχιστον γλώσσας.

Η πρακτική εμπειρία από προϋπηρεσία σε όργανα, οργανισμούς, μονάδες ή επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου διεθνούς οργανισμού, στους σκοπούς του οποίου εντάσσονται η έρευνα, η δίωξη ή η διεθνής δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, ιδίως διαφθοράς και οικονομικού εγκλήματος, συνεκτιμάται.

Επίσης, συνεκτιμώνται η κατοχή διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, αναγνωρισμένου από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, στις ποινικές επιστήμες, στην εγκληματολογία, στο ευρωπαϊκό δίκαιο, στο διεθνές δίκαιο, στις οικονομικές ή χρηματοοικονομικές επιστήμες ή σε άλλο συναφή τομέα ή η κατοχή δεύτερου πτυχίου συναφούς με το έργο των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων ή οι δημοσιεύσεις σημαντικού αριθμού μελετών σε έγκυρα νομικά περιοδικά της ημεδαπής ή αλλοδαπής, με αντικείμενο το εγχώριο, διασυνοριακό ή διεθνές, ηλεκτρονικό και μη, οικονομικό έγκλημα.

Άρθρο 9
Επιλογή υποψηφίων για τις θέσεις των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

1. Η επιλογή των υποψηφίων για διορισμό ως Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων πραγματοποιείται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 49, 50 και 51 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35).

2. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, έξι (6) μήνες πριν από τη λήξη της θητείας τους και αμελλητί μόλις πληροφορηθεί ότι αυτή για οποιονδήποτε λόγο λήγει πρόωρα, ή δεν πρόκειται να ανανεωθεί, ορίζει προθεσμία είκοσι (20) ημερών για την υποβολή, σε ηλεκτρονική ή και σε έντυπη μορφή, των αιτήσεων των ενδιαφερομένων μαζί με βιογραφικό σημείωμα και φάκελο δικαιολογητικών, αναρτά την πρόσκληση στην ιστοσελίδα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και τη γνωστοποιεί εγγράφως στους διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών της Επικράτειας, προς ενημέρωση των υφισταμένων τους.

3. Αν οι ενδιαφερόμενοι για τις θέσεις των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων είναι λιγότεροι από τον αριθμό των Εισαγγελέων που προβλέπεται να διοριστούν, προσαυξημένο κατά δύο (2) ανά βαθμό δικαιοδοσίας και κατά έναν (1) στον Άρειο Πάγο, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί αυτεπαγγέλτως να εισάγει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προς επιλογή, τους ατομικούς φακέλους υποψηφίων, καταλλήλων κατά την κρίση του, ώστε να συμπληρωθεί ο ανωτέρω αριθμός κατά βαθμό δικαιοδοσίας και αναιρετικό έλεγχο.

4. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ύστερα από έλεγχο των δικαιολογητικών και των ατομικών φακέλων των υποψηφίων, καλεί τους υποψηφίους, που πληρούν τα τυπικά προσόντα, σε συνέντευξη, με έγγραφη ατομική πρόσκληση, που επιδίδεται με μέριμνα του διευθύνοντος την Εισαγγελία όπου υπηρετούν. Η συνέντευξη μπορεί να γίνει και με τηλεδιάσκεψη. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει και με τηλεδιάσκεψη και ορίζει τη σειρά των επιλαχόντων. Εναντίον της απόφασης χωρεί προσφυγή ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 68 και 79 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.

5. Μετά από την ολοκλήρωση της διαδικασίας των παρ. 1 έως 4, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, και, εφόσον κριθεί απαραίτητο από το συλλογικό όργανο του άρθρου 17 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283), η αίτηση μαζί με τον φάκελο υποψηφιότητας εκάστου επιλεγέντος διαβιβάζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, προκειμένου να ακολουθήσει η διαδικασία διορισμού των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων από το ως άνω συλλογικό όργανο, με πενταετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 17 του Κανονισμού 2017/1939. Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς διορίζονται ως ειδικοί σύμβουλοι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 96 του ανωτέρω Κανονισμού.

6. α. Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς πλήρους απασχόλησης, αμέσως μετά από τον διορισμό τους, μετατίθενται ή αποσπώνται και τοποθετούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 49, 50 και 51 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων, μέχρι να λήξει η θητεία τους. Η ανάληψη των καθηκόντων τους βεβαιώνεται με έκθεση. Σε περίπτωση ανανέωσης της θητείας τους εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία.

β. Σε περίπτωση μερικής απασχόλησης των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων, αμέσως μετά από τον διορισμό τους, οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών που δεν υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και οι εισαγγελικοί λειτουργοί του δεύτερου βαθμού που δεν υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, μετατίθενται ή αποσπώνται και τοποθετούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 49, 50 και 51 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, στις ανωτέρω υπηρεσίες, αντιστοίχως, ακόμη και ως υπεράριθμοι, για άσκηση των καθηκόντων τους ως Εθνικοί Εισαγγελείς με μερική απασχόληση. Επίσης, τοποθετούνται στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων για άσκηση παραλλήλως των καθηκόντων τους ως Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων, μέχρι να λήξει η θητεία τους. Ομοίως, στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων τοποθετούνται για παράλληλη άσκηση καθηκόντων, οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς που ήδη υπηρετούν στις ανωτέρω εισαγγελίες και οι Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Η ανάληψη των καθηκόντων στο ανωτέρω Γραφείο βεβαιώνεται με έκθεση. Σε περίπτωση ανανέωσης της θητείας τους, εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία.

Άρθρο 10
Σύσταση και εσωτερική λειτουργία του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

1. Συστήνεται λειτουργικά ανεξάρτητο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ), που εδρεύει στην Αθήνα. Ο χώρος στέγασης του Γραφείου ΕΕΕ ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

2. α. Για τις ανάγκες της ηλεκτρονικής διαχείρισης των υποθέσεων και διακίνησης εγγράφων και πληροφοριών του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων με τις εθνικές ελεγκτικές, διωκτικές, εισαγγελικές ή δικαστικές αρχές και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, με μέριμνα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, πραγματοποιείται, κατά προτεραιότητα, σύνδεση με το Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (Ο.Σ.Δ.Δ.Υ. Π.Π.) και με το Σύστημα Διαχείρισης Υποθέσεων («C.M.S.») της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας των άρθρων 44 και επόμενα του Κανονισμού 2017/1939 (L 283).

β. Το Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων αποκτά, με τη συνδρομή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, πρόσβαση στην ασφαλή διαδικτυακή πύλη και στην ασφαλή υπηρεσία που δημιουργεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τις άμεσες ανάγκες διακίνησης εγγράφων και πληροφοριών.

3. Η εσωτερική λειτουργία του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων δύναται να καθορίζεται από κανονισμό, ο οποίος καταρτίζεται από τους Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς σε Ολομέλεια. Ο κανονισμός εσωτερικής λειτουργίας υποβάλλεται στον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα για ενημέρωση και ακολούθως αναρτάται στην ιστοσελίδα του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων. Κατά τον ίδιο τρόπο συμπληρώνεται, τροποποιείται και αντικαθίσταται ο ανωτέρω κανονισμός. Αντικείμενο του εν λόγω κανονισμού είναι ιδίως η πρόβλεψη της διαβίβασης ετησίως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου γενικών στατιστικών στοιχείων, τα οποία απεικονίζουν τον συνολικό αριθμό υποθέσεων κατ’ αδίκημα και τον συνολικό αριθμό κατ’ αδίκημα: α) των δικογραφιών που αρχειοθετήθηκαν, και β) των ποινικών διώξεων που ασκήθηκαν, έπαυσαν, κηρύχθηκαν απαράδεκτες, κατέληξαν σε αθώωση, οδήγησαν σε καταδίκη ή εκκρεμούν.

4. Τη διοικητική ευθύνη του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων για κάθε ζήτημα που δεν ρυθμίζεται ή δεν συνάγεται από τον Κανονισμό 2017/1939, έχει ο αρχαιότερος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος υπηρετεί σε αυτό.

Άρθρο 11
Αριθμός και καθεστώς απασχόλησης των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

1. Ο αριθμός και το καθεστώς απασχόλησης, ως πλήρους ή μερικής, των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ), καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ως αρμόδιας εθνικής αρχής, σύμφωνα με την περ. α΄ του άρθρου 20, η οποία εκδίδεται μετά το πέρας της διαβούλευσής του με τον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 13 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283). Ο αριθμός των ΕΕΕ δύναται να τροποποιείται, αν μεταβάλλονται ουσιωδώς ο όγκος απασχόλησης και οι εν γένει συνθήκες, με την ίδια διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη των ορίων του ετήσιου κονδυλίου του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

2. α. Μετά από τη διαβούλευση της παρ. 1, ο αριθμός των ΕΕΕ κατανέμεται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και στον Άρειο Πάγο με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

β. Οι ΕΕΕ, σε περίπτωση μερικής απασχόλησης, εφόσον δεν κωλύονται να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ασκούν παράλληλα καθήκοντα εθνικού εισαγγελέα, ενημερώνοντας σχετικά τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 13 του Κανονισμού 2017/1939.

Άρθρο 12
Ασφαλιστικό καθεστώς Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (EEE)

1. Ο χρόνος υπηρεσίας δικαστικού λειτουργού σε θέση Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα θεωρείται χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας στην οργανική του θέση για κάθε έννομη συνέπεια, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων που αφορούν τη βαθμολογική και μισθολογική του εξέλιξη, καθώς και την ασφαλιστική του κατάσταση.

2. Οι δικαστικοί λειτουργοί που διορίζονται σε θέση Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα, από την ημερομηνία διορισμού τους, διατηρούν το καθεστώς κύριας ασφάλισης, επικουρικής ασφάλισης, υγειονομικής περίθαλψης και εφάπαξ παροχής, το οποίο απορρέει από την οργανική τους θέση. Ο σχετικός χρόνος ασφάλισης θεωρείται, ότι έχει διανυθεί στο καθεστώς αυτό.

3. Για την ασφάλισή τους στους κλάδους, στους οποίους προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης βάσει του ανωτέρω καθεστώτος, καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες υπολογίζονται επί των συντάξιμων αποδοχών της οργανικής τους θέσης, όπως αυτές διαμορφώνονται μηνιαίως ανάλογα με τη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξή τους, αν δεν είχαν μετατεθεί ή αποσπαστεί. Οι ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένου βαρύνουν τον δικαστικό λειτουργό και οι ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Δικαιοσύνης καθορίζονται ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής των εισφορών της παρ. 3, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος.

Άρθρο 13
Προαγωγή Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα (EEE)
Σε περίπτωση προαγωγής ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντα, τα οποία του ανατέθηκαν κατά τον διορισμό του, σύμφωνα με τον βαθμό που τότε κατείχε, μέχρι τη λήξη της θητείας του.

Άρθρο 14
Αίτηση εξαίρεσης Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (EEE)
Δεν επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης όλων των διορισμένων Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων του πρώτου βαθμού ή του δεύτερου βαθμού ή του Αρείου Πάγου.

Άρθρο 15
Γραμματεία του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)

1. Στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ) συστήνεται γραμματεία, που αποτελεί οργανική μονάδα επιπέδου τμήματος και υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Δικαιοσύνης για τη διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη του έργου τους. Στην ως άνω γραμματεία συνιστώνται οι εξής θέσεις δικαστικών υπαλλήλων: τρεις (3) θέσεις κατηγορίας ΠΕ (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης) κλάδου Γραμματέων, τρεις (3) θέσεις κατηγορίας ΠΕ κλάδου Πληροφορικής και δύο (2) θέσεις κατηγορίας ΥΕ (Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης) κλάδου Επιμελητών Δικαστηρίων.

2. Οι υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ της παρ. 1 πρέπει να έχουν πιστοποιημένα πολύ καλή γνώση της αγγλικής τουλάχιστον γλώσσας και άριστη γνώση χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή. Oι υπάλληλοι κατηγορίας ΥΕ πρέπει να έχουν πιστοποιημένα καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η πιστοποιημένα καλή γνώση μιας άλλης επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεκτιμάται.

3. Η στελέχωση της γραμματείας του Γραφείου ΕΕΕ γίνεται κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης με μετάθεση ή απόσπαση, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερόμενων δικαστικών υπαλλήλων και απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση του αρχαιότερου κατά την παρ. 4 του άρθρου 10 Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, για διάρκεια τριών (3) ετών, η οποία μπορεί να διακοπεί πρόωρα ή να ανανεωθεί για ίσο χρόνο με την ίδια διαδικασία, μέχρι τρεις (3) φορές. Οι αιτήσεις, μαζί με το βιογραφικό σημείωμα και τον φάκελο δικαιολογητικών, υποβάλλονται στο Γραφείο ΕΕΕ, ύστερα από πρόσκληση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία αναρτάται στην ιστοσελίδα του ανωτέρω Γραφείου.

4. Καθήκοντα προϊσταμένου της γραμματείας του Γραφείου ΕΕΕ ασκεί δικαστικός υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ, με βαθμό Α΄, απόφοιτος νομικών ή πολιτικών ή οικονομικών επιστημών, ο οποίος ορίζεται με πράξη του ανωτέρω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

5. Ο χρόνος της απόσπασης των δικαστικών υπαλλήλων της γραμματείας του Γραφείου ΕΕΕ λογίζεται ως χρόνος συνεχούς και πραγματικής υπηρεσίας στη θέση από την οποία προέρχονται. Οι αποδοχές τους διέπονται από την παρ. 1 του άρθρου 23 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176) και εξακολουθούν να καταβάλλονται από την υπηρεσία από την οποία προέρχονται.

Άρθρο 16
Κατά τόπον αρμοδιότητα των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (EEE)
Η κατά τόπον αρμοδιότητα των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ) εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια. Για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης παραγγέλλεται αποκλειστικά ο αρμόδιος ανακριτής Αθηνών, που ορίζεται από την Ολομέλεια του Πρωτοδικείου Αθηνών. Οι ποινικές υποθέσεις παραπέμπονται και εισάγονται στα αρμόδια κατά περίπτωση δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού της Αθήνας και στον Άρειο Πάγο.

Άρθρο 17
Ανακριτικές πράξεις Ισχύς απορρήτων

1. Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς δύνανται να διατάσσουν ή να ζητούν αρμοδίως αιτιολογημένα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας:

α) Τα μέτρα των περ. α΄ έως δ΄ της παρ. 1 και της παρ. 4 του άρθρου 30 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283), με την εξαίρεση του δευτέρου εδαφίου της περ. γ΄ της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, όταν ερευνάται αδίκημα της καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23, καθώς και τις παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 25 του εν λόγω Κανονισμού, σε συνδυασμό με τα άρθρα 21 έως 26 του ν. 4689/2020 (Α΄103), υπό τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες και τις εγγυήσεις που διατάσσουν ή ζητούν τα αντίστοιχα μέτρα οι Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος. Κατ’ εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 30 του Κανονισμού 2017/1939, ειδικά για την προσκόμιση των εκτός εξαίρεσης δεδομένων επικοινωνίας της περ. γ΄ της παρ. 1 του ιδίου άρθρου και την πρόσβαση σε αυτά, τηρούνται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994 (Α΄ 121), σε συνδυασμό με το άρθρο 265 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ., 4620/2019, Α΄ 96) περί κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων.

β) Κατ’ εφαρμογήν του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 30 του Κανονισμού 2017/1939, το μέτρο της περ. ε΄ της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, όταν ερευνάται αδίκημα της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, το οποίο τιμωρείται με ποινή κάθειρξης, υπό τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες και τις εγγυήσεις που διατάσσουν ή ζητούν το αντίστοιχο μέτρο οι Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 του ν. 2225/1994, καθώς και με το άρθρο 36, το στοιχείο δ΄ της παρ. 1 και τις παρ. 2 έως 6 του άρθρου 254, το στοιχείο β΄ της παρ. 1 και την παρ. 2 του άρθρου 255 του Κ.Π.Δ.

γ) Το μέτρο της περ. στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 30 του Κανονισμού 2017/1939, όταν ερευνάται αδίκημα της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, το οποίο τιμωρείται με ποινή κάθειρξης, υπό τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες και τις εγγυήσεις που διατάσσουν ή ζητούν το αντίστοιχο μέτρο οι Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος, σύμφωνα με το στοιχείο γ΄ της παρ. 1 και τις παρ. 2 έως 6 του άρθρου 254, το στοιχείο β΄ της παρ. 1 και την παρ. 2 του άρθρου 255 του Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 38 του ν. 2145/1993 (Α΄ 88).

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 29 του Κανονισμού 2017/1939, για τη νομική δέσμευση από την υποχρέωση τήρησης απορρήτου ορισμένων κατηγοριών προσώπων ή επαγγελματιών, ισχύει έναντι του Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα ό,τι ισχύει έναντι των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος, σύμφωνα με το άρθρο 36 του Κ.Π.Δ.

Άρθρο 18
Συνδρομή άλλων Αρχών

1. Οι Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος, οι εθνικοί εισαγγελείς, η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (Ε.Α.Δ), η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) και η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, παρέχουν στους Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς, στο πλαίσιο του Κανονισμού 2017/1939 (L 283) και του εθνικού δικαίου, κάθε στοιχείο ή πληροφορία που τους ζητείται και κάθε άλλη συνδρομή. Την ίδια υποχρέωση έχει και κάθε λειτουργός ή υπάλληλος, καθώς και οι υπηρεσίες, οι μονάδες ελέγχου και ερευνών, τα σώματα, οι επιτροπές και οι αρχές, διοικητικές, ελεγκτικές, αστυνομικές και εν γένει διωκτικές, συμπεριλαμβανομένων των ανεξάρτητων αρχών και των υπηρεσιών εσωτερικών υποθέσεων, των φορέων του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4622/2019 (Α΄ 133).

2. Τους Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς, στο πλαίσιο των ερευνών και διώξεων που διενεργούν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, συνεπικουρούν:

α) Με παροχή επιστημονικής υποστήριξης και τεχνικών συμβουλών ή με διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, οι επιθεωρητές ελεγκτές, που υπηρετούν ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι στην Ε.Α.Δ. ή οι επιθεωρητές και ελεγκτές υπάλληλοι, οι οποίοι υπηρετούν επίσης ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, στους φορείς και τις υπηρεσίες επιθεώρησης, ελέγχου και καταπολέμησης της διαφθοράς, που συμμετέχουν στο Εθνικό Συντονιστικό Όργανο Ελέγχου και Λογοδοσίας (Ε.Σ.Ο.Ε.Λ.) του άρθρου 103 του ν. 4622/2019. Οι ανωτέρω ορίζονται από τον Διοικητή της Ε.Α.Δ. και τον Πρόεδρο του Εθνικού Συντονιστικού Οργάνου Ελέγχου και Λογοδοσίας, μετά από παραγγελία του αρμόδιου Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα. Απαραίτητα τυπικά προσόντα για την επιλογή των ανωτέρω υπαλλήλων αποτελούν η κατηγορία ΠΕ (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης) ή ΤΕ (Τεχνολογικής Εκπαίδευσης), η οκταετής συνολική πραγματική υπηρεσία στον δημόσιο τομέα, η εξειδίκευση ή η κατ’ αντικείμενο και τομέα απασχόληση σε θέματα οικονομικών εγκλημάτων, ιδίως ηλεκτρονικών, φορολογικών, τελωνειακών, διαφθοράς, ευρωαπάτης και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ή σε ειδικότερα ζητήματα, για τα οποία ζητείται η συνδρομή, καθώς και η πολύ καλή γνώση της αγγλικής τουλάχιστον γλώσσας. Η κατοχή του προβλεπόμενου στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 (Α΄ 296) πιστοποιητικού ελεγκτικής επάρκειας συνεκτιμάται.

β) Ύστερα από παραγγελία τους, οι ελεγκτές της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και εκείνοι των ιδιαιτέρων σωμάτων και υπηρεσιών επιθεώρησης και ελέγχων των φορέων του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4622/2019, που εξακολουθούν να λειτουργούν εκτός της Ε.Α.Δ. και του Ε.Σ.Ο.Ε.Λ. Όσον αφορά στην Α.Α.Δ.Ε., ισχύει για τους Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς ό,τι προβλέπεται για τους Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 35 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ., 4620/2019, Α΄ 96), προκειμένου να διεξαχθεί προκαταρκτική εξέταση από υπαλλήλους της.

Άρθρο 19
Αρμόδια αρχή για την επίλυση διαφωνίας Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και εθνικής Εισαγγελικής Αρχής
Ως αρμόδια εθνική Αρχή, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 25 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283), η οποία αποφασίζει την ανάθεση της αρμοδιότητας για τη διερεύνηση υπόθεσης, όταν υπάρχει διαφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της εθνικής Εισαγγελικής Αρχής, σχετικά με το αν η αξιόποινη συμπεριφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των παρ. 2 και 3 του άρθρου 22 και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 25 του ιδίου Κανονισμού, ορίζεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ή ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, που εκείνος ορίζει.

Άρθρο 20
Ορισμός εθνικών Αρχών για τους σκοπούς εφαρμογής του Κανονισμού 2017/1939
Εθνικές Αρχές για τους σκοπούς εφαρμογής του Κανονισμού 2017/1939 (L 283) ορίζονται, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 117 του ανωτέρω Κανονισμού, οι εξής:

α) όσον αφορά στην εφαρμογή των παρ. 2 και 3 του άρθρου 13, της παρ. 6 του άρθρου 91, του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτου και έκτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 96, των παρ. 4 και 5 του άρθρου 104 και της παρ. 3 του άρθρου 105, ο Υπουργός Δικαιοσύνης,

β) όσον αφορά στην εφαρμογή των παρ. 4 και 5 του άρθρου 17, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου,

γ) όσον αφορά στην εφαρμογή του τετάρτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 10, των παρ. 1, 2, 3, 4, 5 και του πρώτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 25, της παρ. 7 του άρθρου 26, των παρ. 4 και 7 του άρθρου 27, των παρ. 1, 2, 3, 5, 6 και 7 του άρθρου 34, των παρ. 3 και 4 του άρθρου 39, της παρ. 1 του άρθρου 40 και του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 80, ο αρμόδιος καθ’ ύλην και κατά τόπον εισαγγελέας, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ., ν. 4620/2019, Α΄ 96),

δ) όσον αφορά στην εφαρμογή των παρ. 1, 2 και του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 28 και της παρ. 4 του άρθρου 31, ο αρμόδιος καθ’ ύλην και κατά τόπον γενικός ή ειδικός ανακριτικός υπάλληλος, σύμφωνα με το άρθρο 31 του Κ.Π.Δ., ή ο ανακριτής, εφόσον η υπόθεση ύστερα από άσκηση ποινικής δίωξης έχει αχθεί ενώπιόν του. Στην περίπτωση της παρ. 2 και του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 28 συμπεριλαμβάνεται και ο κατά τον Κ.Π.Δ. αρμόδιος καθ’ ύλην και κατά τόπον εισαγγελέας,

ε) όσον αφορά στην εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 53, της παρ. 1 του άρθρου 85 και του άρθρου 87, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα,

στ) όσον αφορά στην εφαρμογή του δεύτερου, τρίτου και πέμπτου εδαφίου του άρθρου 117, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας,

ζ) όσον αφορά στην εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 36, η Γενική Διεύθυνση Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) της Γενικής Γραμματείας Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4478/2017 (Α΄ 91) και το άρθρο 1 της υπό στοιχεία 24296 οικ./13.4.2018 κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών (Β΄ 1302),

η) σε όσες περιπτώσεις ανακύψει ζήτημα εφαρμογής του Κανονισμού και δεν ορίζεται αρμόδια εθνική αρχή στον παρόντα νόμο, αρμόδια αρχή είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης.

KΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Άρθρο 21
Διάταξη για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων
Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας δεν εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια ισχύος των υπό στοιχεία Δ1α/ΓΠ.οικ. 65912/15.10.2020 και Δ1α/ΓΠ.οικ. 67845/22.10.2020 κοινών αποφάσεων των υπουργών Υγείας και Δικαιοσύνης (Β΄ 4568, Β΄ 4682) και των υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ. 69863/2.11.2020 και Δ1α/Γ.Π.οικ. 69919/2.11.2020 κοινών αποφάσεων των Yπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Υποδομών και Μεταφορών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Β΄ 4829, Β΄ 4831), με τις οποίες ανεστάλη η λειτουργία των δικαστηρίων, ορίζεται αυτεπαγγέλτως με πράξη του Προϊσταμένου του δικαστηρίου ή του προέδρου του τμήματος, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στην πλέον σύντομη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου. Στις υποθέσεις με διάδικο το ελληνικό δημόσιο, ο γραμματέας του δικαστηρίου γνωστοποιεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τη νέα δικάσιμο με το οικείο πινάκιο ή έκθεμα, εφόσον συμπεριλαμβάνει τέτοιες υποθέσεις. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων «solon.gov.gr» για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα.

Άρθρο 22
Αύξηση οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης
Από 1.3.2021 οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης αυξάνονται ως εξής:

α) Των Αρεοπαγιτών κατά εννέα (9), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εβδομήντα τέσσερις (74),

β) των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου κατά δύο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε είκοσι έξι (26),

γ) των Αντεισαγγελέων Εφετών κατά τρεις (3), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εκατόν είκοσι τέσσερις (124),

δ) των Εισαγγελέων Πρωτοδικών κατά τέσσερις (4), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εκατόν σαράντα οκτώ (148).

Άρθρο 23
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 99 του ν. 1756/1988
Η παρ. 1 του άρθρου 99 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης είναι: α) ο Υπουργός Δικαιοσύνης για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς, β) ο αρχαιότερος από τους κληρωθέντες, κατά το άρθρο 82, στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας (τακτικούς και αναπληρωματικούς), για τους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας,

γ) ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας που προεδρεύει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για τους δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών δικαστηρίων,

δ) ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο προϊστάμενος της επιθεώρησης για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών ποινικών δικαστηρίων, εκτός από τα μέλη του Αρείου Πάγου,

ε) ο αρχαιότερος από τους κληρωθέντες, κατά το άρθρο 82, στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, αντιπροέδρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου (τακτικούς και αναπληρωματικούς), για τους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

στ) ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του εφετείου ή ο πρόεδρος του εφετείου (πολιτικού ή διοικητικού) για τους προέδρους πρωτοδικών, πρωτοδίκες, παρέδρους, ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες,

ζ) ο εισαγγελέας εφετών ή ο προϊστάμενος της εισαγγελίας εφετών για τους εισαγγελείς, αντεισαγγελείς πρωτοδικών και παρέδρους της εισαγγελίας.»

Άρθρο 24
Διεξαγωγή των δικών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας Προσθήκη παρ. 6 στο άρθρο 17 του π.δ. 18/1989
Στο άρθρο 17 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) προστίθεται παρ. 6 και το άρθρο 17 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 17 Άσκηση ενδίκων μέσων

1. Τα ένδικα μέσα ενώπιον του Συμβουλίου ασκούνται δια καταθέσεως δικογράφου.

2. Το δικόγραφο πρέπει να περιέχει το όνομα εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο, την ηλεκτρονική διεύθυνση, τη διεύθυνση της κατοικίας του, τον αριθμό φορολογικού του μητρώου, την προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση, τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στηρίζεται το ένδικο μέσο, χρονολογία και υπογραφή.

3. Η αόριστη μνεία στα δικόγραφα ως προσβαλλόμενης και κάθε συναφούς πράξης ή απόφασης δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο να ερευνήσει από την άποψη αυτή την υπόθεση.

4. Τα δικόγραφα της αίτησης ακυρώσεως, της προσφυγής και της αίτησης αναιρέσεως, που ασκούνται από ιδιώτη, υπογράφονται μόνο από δικηγόρο.

Τα δικόγραφα των ενδίκων αυτών μέσων, όταν ασκούνται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, υπογράφονται από τον οικείο νομικό σύμβουλο, πάρεδρο, δικαστικό αντιπρόσωπο ή δικηγόρο. Τα ίδια ισχύουν και για τους πρόσθετους λόγους, την παρέμβαση, την τριτανακοπή, την αίτηση ερμηνείας ή διόρθωσης αποφάσεως και την αίτηση αναστολής εκτελέσεως.

5. Όταν η προσφυγή ασκείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το δικόγραφο υπογράφεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Τα ίδια ισχύουν και για τους πρόσθετους λόγους, την παρέμβαση, την τριτανακοπή και την αίτηση ερμηνείας ή διόρθωσης αποφάσεως.

6. Τα δικόγραφα των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που κατατίθενται στο Δικαστήριο, όπως και τα δικόγραφα προσθέτων λόγων και των παρεμβάσεων, κατά κανόνα, δεν υπερβαίνουν τις τριάντα (30) σελίδες. Τα δικόγραφα των υπομνημάτων, κατά κανόνα, δεν υπερβαίνουν τις είκοσι (20) σελίδες. Σε περίπτωση ουσιώδους υπέρβασης του αριθμού αυτού, η Γραμματεία δύναται, κατόπιν συνεννοήσεως με τον πρόεδρο του αρμόδιου σχηματισμού, να ζητήσει από τον πληρεξούσιο δικηγόρο να προσαρμόσει την έκταση του δικογράφου στα ανωτέρω δεδομένα, εντός προθεσμίας η οποία δεν υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα. Αν ο πληρεξούσιος δεν προσαρμοσθεί στην υπόδειξη αυτή, το Δικαστήριο, με την απόφαση που εκδίδεται επί της υπόθεσης, μπορεί να του επιβάλλει χρηματική κύρωση, το ύψος της οποίας δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο της δικαστικής δαπάνης, που προβλέπεται για τη σύνταξη του εισαγωγικού δικογράφου. Το ποσό της κύρωσης περιέρχεται στο Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Στον Κανονισμό του Συμβουλίου της Επικρατείας ορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής.»

Άρθρο 25
Δημοσιοποίηση αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας Προσθήκη παρ. 8 στο άρθρο 34 του π.δ. 18/1989
Στο άρθρο 34 του π.δ. 18/1989 (Α΄8) προστίθεται παρ. 8 και το άρθρο 34 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 34 Απόφαση

1. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου, Ολομελείας και Τμημάτων, λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των μελών του, μετά από διάσκεψη.

2. Αν κατά την ψηφοφορία σχηματισθούν περισσότερες από δύο γνώμες, εκείνοι που αποτελούν την ασθενέστερη μειοψηφία οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις επικρατέστερες γνώμες.

3. Αν περισσότερες από τις ασθενέστερες γνώμες συγκεντρώνουν ίσο αριθμό ψήφων, καθορίζεται με ψηφοφορία ο αποκλεισμός της μίας από αυτές και εκείνοι που την ακολούθησαν οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις άλλες γνώμες μέχρι να σχηματισθεί πλειοψηφία.

4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και κάθε φορά που η Ολομέλεια ή τα Τμήματα αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν εν συμβουλίω.

5. Οι κατά την παρ. 1 αποφάσεις του Συμβουλίου κοινοποιούνται σε αντίγραφο στη διάδικο διοικητική αρχή με επιμέλεια της Γραμματείας. Η κοινοποίηση μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 7 του άρθρου 21.

6. Τα ουσιώδη περιστατικά της συζήτησης στο ακροατήριο καταχωρίζονται στην απόφαση του Δικαστηρίου, εκτός αν, κατά την κρίση του προεδρεύοντος, συντρέχει λόγος να συνταχθεί ιδιαίτερο πρακτικό συζήτησης. Πρακτικό διάσκεψης συντάσσεται μόνο αν διατυπωθεί μειοψηφία. Στη γνώμη της μειοψηφίας που καταχωρίζεται στην απόφαση μνημονεύεται και η γνώμη των Παρέδρων.

7. Η δημοσίευση των αποφάσεων της Ολομέλειας και των Τμημάτων μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε νόμιμη σύνθεση, ανεξάρτητα από τον αριθμό των δικαστών που έχουν συμμετάσχει στην έκδοση της απόφασης, την τυχόν προαγωγή, αποχώρηση ή θάνατο ενός από αυτούς, χωρίς, στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις, να ανασυζητείται η υπόθεση. Η σύνθεση και η χρονολογία δημοσίευσης των αποφάσεων αναγράφονται στο βιβλίο δημοσίευσης των αποφάσεων. Από το βιβλίο αυτό η Γραμματεία εκδίδει πιστοποιητικό της δημοσίευσης, αν ζητηθεί.

8. Σε υποθέσεις αρμοδιότητας της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, ο δικαστικός αυτός σχηματισμός έχει τη δυνατότητα, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να δίνει στη δημοσιότητα, δια του Προέδρου του, μετά το πέρας της διάσκεψης, σύντομη ανακοίνωση για το περιεχόμενο της απόφασης που ελήφθη και την κατά προσέγγιση εκτιμώμενη ημερομηνία δημοσίευσης του κειμένου της.»

Άρθρο 26
Σύνθεση του κατά τα άρθρα 34Α και 34Β δικαστικού σχηματισμού Προσθήκη άρθρου 34Γ στο π.δ. 18/1989
Στο π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) προστίθεται άρθρο 34Γ, ως εξής:

«Άρθρο 34Γ Σύνθεση του κατά τα άρθρα 34Α και 34Β δικαστικού σχηματισμού

Εάν τα κατά τα άρθρα 34Α και 34Β ζητήματα παραδεκτού ή βασίμου τεθούν με το, κατά το άρθρο 10 του Κανονισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας (υπ’ αρ. 19/ 2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Ολομέλεια και Συμβούλιο, Β΄ 2462) συντασσόμενο δελτίο υπόθεσης, τότε ο κατά τις εν λόγω διατάξεις σχηματισμός είναι δυνατόν να απαρτίζεται, κατά την κρίση του Προέδρου του σχηματισμού, από τον ίδιο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, έναν πάρεδρο και τον εισηγητή που συνέταξε το δελτίο, ο οποίος μπορεί να ορίζεται και εισηγητής της υπόθεσης.».

Άρθρο 27
Προαγωγή εισηγητών του Συμβουλίου της Επικρατείας Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 62 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών
Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 62 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35) προστίθενται τρία εδάφια και το άρθρο 62 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 62 Προαγωγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας

1. Σε πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας προάγεται κατ’ εκλογή εισηγητής με επτά (7) έτη υπηρεσίας, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του ως δόκιμου εισηγητή. Μετά από τη συμπλήρωση δέκα (10) ετών υπηρεσίας στον βαθμό και εφόσον δεν υφίσταται κενή θέση παρέδρου, ο εισηγητής κρίνεται προς προαγωγή. Εάν κριθεί ικανός, προάγεται σε προσωποπαγή θέση που δημιουργείται με το διάταγμα της προαγωγής, η οποία καταργείται μετά από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο κένωση θέσης παρέδρου. Οι προσωποπαγείς αυτές θέσεις δεν μπορεί κάθε φορά να υπερβαίνουν τον αριθμό των τριών (3).

2. Σε σύμβουλο της Επικρατείας προάγεται κατ’ απόλυτη εκλογή πάρεδρος με πέντε (5) έτη υπηρεσίας στο βαθμό του παρέδρου.

3. Σε αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας προάγεται σύμβουλος με τρία (3) έτη υπηρεσίας στον βαθμό του συμβούλου.

4. Σε πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας προάγεται αντιπρόεδρος ή σύμβουλος που έχει τέσσερα (4) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στον βαθμό του συμβούλου.

5. Οι δόκιμοι εισηγητές, που κρίνονται ικανοί από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, προάγονται σε εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται λόγω λήψης από τον δικαστικό λειτουργό άδειας, λόγω ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, ο εκ των υστέρων διορισμός του σε θέση εισηγητή ενεργεί αναδρομικά ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 54 σειράς αρχαιότητας μόνο και ο δικαστικός λειτουργός αναγράφεται στους συντασσόμενους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης πίνακες αρχαιότητας με τη σειρά που κατείχε κατά την αποφοίτησή του από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών.».

Άρθρο 28
Χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) από τις γραμματείες του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων

1. Με απόφαση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων μπορεί να ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια, αντιστοίχως δεν αναπαράγονται σε έγχαρτη μορφή τα δικόγραφα, οι αποφάσεις και τα έγγραφα εν γένει που φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, τα οποία κατατίθενται ή παράγονται ή επιδίδονται ή διακινούνται ή χορηγούνται σε ψηφιακή μορφή με τη χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), μέσω του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Διοικητικής Δικαιοσύνης (Ο.Σ.Δ.Δ.Υ. Δ.Δ.) ή άλλου συστήματος του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. που διαλειτουργεί με το Ο.Σ.Δ.Δ.Υ. Δ.Δ.

2. Με πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, μπορεί να συγκροτούνται, από δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους του κλάδου πληροφορικής ή του κλάδου γραμματέων του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Γενικής Επιτροπείας και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ομάδες εργασίας για την υποστήριξη του Συμβουλίου της Επικρατείας και της Γενικής Επιτροπείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων σε θέματα λειτουργίας του Ο.Σ.Δ.Δ.Υ. Δ.Δ., καθώς και για την προετοιμασία, την ανάλυση, την υλοποίηση και τη θέση σε λειτουργία του έργου «ψηφιακή αναβάθμιση Ο.Σ.Δ.Δ.Υ. Δ.Δ.». Οι ομάδες εργασίας λειτουργούν εντός του ωραρίου λειτουργίας των δικαστηρίων και η συμμετοχή σε αυτές συνιστά άσκηση υπηρεσιακού καθήκοντος.

Άρθρο 29
Εισηγητική έκθεση στο Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας Τροποποίηση του άρθρου 13 του ν. 693/1977
Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 13 του ν. 693/1977 (Α΄ 262) αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο εισηγητής της υπόθεσης οφείλει να συντάξει έκθεση, η οποία διαλαμβάνει το ιστορικό της διαφοράς και τα ζητήματα που ανακύπτουν, και να την καταθέσει στον γραμματέα του Δικαστηρίου οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες προ της δικασίμου.»

Άρθρο 30
Εισηγητική έκθεση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο Αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου του 11 του ν. 345/1976
Η παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 345/1976 (Α΄ 141) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Ο ορισθείς εισηγητής της υπόθεσης μεριμνά για την επίδοση παραληφθεισών κοινοποιήσεων, τη συγκέντρωση των απαραίτητων για τη διάγνωση της υπόθεσης στοιχείων και συντάσσει έκθεση, η οποία διαλαμβάνει το ιστορικό της διαφοράς και τα ζητήματα που ανακύπτουν.»

Άρθρο 31
Επιχορήγηση για τη λειτουργία του Ο.Σ.Δ.Δ.Υ. Δ.Δ. Τροποποίηση του άρθρου 64 του ν. 3900/2010
Στην παρ. 1 του άρθρου 64 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) προστίθεται τελευταίο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Για την ανάθεση υπηρεσιών καθαριότητας, συντήρησης ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού και εγκαταστάσεων, ανελκυστήρων, εξοπλισμού πληροφορικής, μηχανών γραφείου, κλιματιστικών μηχανημάτων, πυρασφάλειας, φύλαξης και κάθε άλλης έκτακτης, συναφούς προς τις ανωτέρω, δαπάνης, για την προμήθεια γραφικής ύλης, αναλώσιμων υλικών των ως άνω μηχανημάτων ή εγκαταστάσεων και ειδών υγιεινής ή καθαριότητας, καθώς και για την κάλυψη των δαπανών μετακίνησης των δικαστικών λειτουργών και των γραμματέων των δικαστηρίων για τις καθορισμένες συνεδριάσεις αυτών στις μεταβατικές τους έδρες, το Ταμείο Χρηματοδοτήσεως

Δικαστικών Κτιρίων επιχορηγεί ετησίως με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου τα δικαστήρια. Η επιχορήγηση διατίθεται για την κάλυψη των παραπάνω αναγκών των δικαστηρίων της οικείας Εφετειακής Περιφέρειας, με τη διενέργεια, κατά περίπτωση και πλην αυτής των δαπανών μετακίνησης των δικαστικών λειτουργών και των γραμματέων των δικαστηρίων για τις καθορισμένες συνεδριάσεις αυτών στις μεταβατικές τους έδρες, ενιαίων διαγωνισμών.

Το Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων, με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου, επιχορηγεί ετησίως το Συμβούλιο της Επικρατείας ως κύριο του έργου «Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Διοικητικής Δικαιοσύνης» (Ο.Σ.Δ.Δ.Υ. Δ.Δ.), για την ανάθεση υπηρεσιών και την προμήθεια ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού και εξοπλισμού πληροφορικής, με σκοπό την αναδιοργάνωση, αναβάθμιση, βελτίωση και ασφάλεια των υποδομών και εφαρμογών του εν λόγω Συστήματος. Στο πλαίσιο λειτουργίας του Ο.Σ.Δ.Δ.Υ. Δ.Δ. επιχορηγούνται ετησίως με την ίδια διαδικασία και η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Διοικητικών Δικαστηρίων, καθώς και τα Διοικητικά Δικαστήρια για την κάλυψη των αναγκών των δικαστηρίων της οικείας Εφετειακής Περιφέρειας, με σκοπό την ανάθεση υπηρεσιών συντήρησης, την αποκατάσταση βλαβών, την προμήθεια του αναγκαίου εξοπλισμού και την αναδιάταξη της λειτουργίας του.»

Άρθρο 32
Διαφορές από την κτήση και απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας Αντικατάσταση της παρ. 9 του ν. 3068/2002
H παρ. 9 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) αντικαθίσταται ως εξής:

«9. Οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν στην κτήση και απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, υπάγονται στην αρμοδιότητα των κατά τόπον αρμόδιων τριμελών διοικητικών εφετείων εφαρμοζομένων αναλογικά των άρθρων 2 έως 4 του ν. 702/1977 (Α΄ 268). Σε περίπτωση μεταβίβασης από το αποφασίζον όργανο του δικαιώματος υπογραφής, η κατά τόπον αρμοδιότητα του προηγούμενου εδαφίου κρίνεται με βάση την Περιφέρεια του οργάνου, το οποίο υπογράφει με εντολή του. Οι σχετικές αποφάσεις των διοικητικών εφετείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εφαρμοζομένου κατά τα λοιπά του άρθρου 5 του ανωτέρω νόμου.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Άρθρο 33
Παραχώρηση της κυριότητας των καταστημάτων κράτησης στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
Το σύνολο των ακινήτων ιδιοκτησίας του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) στα οποία στεγάζονται τα Καταστήματα Κράτησης με τα συστατικά και τα παραρτήματά τους, καθώς και το σύνολο των οικοπέδων ιδιοκτησίας του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. που προορίζονται για την ανέγερση φυλακών, περιέρχονται κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, χωρίς την καταβολή φόρων, τελών και δικαιωμάτων υπέρ τρίτων. Για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ανωτέρω ακινήτων στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τα αρμόδια όργανα των Υπουργείων Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη, η οποία μεταγράφεται ατελώς στο αρμόδιο Κτηματολόγιο ή Υποθηκοφυλακείο. Η διαχείριση και οι πόροι των ανωτέρω ακινήτων περιέρχονται στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.

Άρθρο 34
Απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών εγγραφής και ανανέωσης εγγραφής των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών στα μητρώα των οικείων επιμελητηρίων Τροποποίηση των άρθρων 21 και 22 του ν. 4583/2018

1. Η περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4583/2018 (Α΄ 212) αντικαθίσταται ως εξής:

«γ) Υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Α΄ 75), στην οποία αναγράφεται ότι ο δηλών: α) δεν τελεί σε πτώχευση και σε διαδικασία κήρυξης πτώχευσης και β) δεν έχει τεθεί σε ολική ή μερική, στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση.».

2. Η περ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4583/2018 καταργείται.

3. Η περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 4583/2018 αντικαθίσταται ως εξής:

«γ) Υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, στην οποία αναγράφεται ότι ο δηλών: α) δεν τελεί σε πτώχευση και σε διαδικασία κήρυξης πτώχευσης ή αν έχει πτωχεύσει, έχει αποκατασταθεί και β) δεν έχει τεθεί σε ολική ή μερική, στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση.».

4. Η περ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 4583/2018 καταργείται.

5. Οι υπεύθυνες δηλώσεις των παρ. 1 και 3 μπορεί να συντάσσονται και ηλεκτρονικά, μέσω της ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εικοστό έβδομο άρθρο της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α΄ 83).

6. Τα Επιμελητήρια, στα οποία κατατίθενται οι υπεύθυνες δηλώσεις του παρόντος, υποχρεούνται να διενεργούν δειγματοληπτικό έλεγχο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3230/2004 (Α΄ 44).

Άρθρο 35
Ερμηνευτική διάταξη για κληρονόμους που ενηλικιώνονται
Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 1912 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164), ο κληρονόμος που ενηλικιώνεται δικαιούται εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1912 ΑΚ να αποποιηθεί την κληρονομία.

Άρθρο 36
Σύνθεση Εθνικού Μηχανισμού Εκπόνησης, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού Τροποποίηση του άρθρου 9 του ν. 4491/2017
Στην παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 4491/2017 (Α΄ 152) μετά από την περ. ιγ΄ προστίθεται περ. ιδ΄, προστίθεται παρ. 5 και το άρθρο 9 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 9 Σύνθεση

1. Ο Εθνικός Μηχανισμός συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και αποτελείται από τα εξής μέλη με τους αναπληρωτές τους:

α. τον Γενικό Γραμματέα Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως Πρόεδρο,

β. έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Εσωτερικών,

γ. έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης,

δ. έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων,

ε. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων,

στ. έναν(1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών,

ζ. έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης,

η. έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας,

θ. έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού,

ι. έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου,

ια. έναν (1) εκπρόσωπο του Ινστιτούτου Υγείας Παιδιού,

ιβ. έναν (1) εκπρόσωπο της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου,

ιγ. έναν (1) εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Συντονισμού του Κυβερνητικού Έργου,

ιδ. έναν (1) εκπρόσωπο της UNICEF Greece Country Office.

2. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη υποδεικνύονται από τους αρμόδιους Υπουργούς και φορείς με γνώμονα την αρμοδιότητά τους σε θέματα που σχετίζονται με τα δικαιώματα των παιδιών.

3. Κατά περίπτωση και εφόσον τα υπό συζήτηση θέματα εμπίπτουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα άλλων φορέων της Διοίκησης πέραν όσων εκπροσωπούνται στον Εθνικό Μηχανισμό, εκπρόσωπός τους μπορεί να καλείται και να μετέχει στις σχετικές συνεδριάσεις του.

4. Σε κάθε συνεδρίαση του Εθνικού Μηχανισμού προσκαλείται και συμμετέχει, με εκπρόσωπό του, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο Συνήγορος του Πολίτη, ο οποίος δύναται οποτεδήποτε, με αμετάκλητη δήλωσή του προς τον Πρόεδρο του Εθνικού Μηχανισμού, να καταστεί εφεξής πλήρες μέλος αυτού με δικαίωμα ψήφου.

5. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.».

Άρθρο 37
Ρυθμίσεις για τη λειτουργία της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών Τροποποίηση του άρθρου 5 του ν. 2225/1994

1. Η παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 (Α΄ 121) αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Απόσπασμα της διάταξης, που περιλαμβάνει το διατακτικό της, παραδίδεται με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, το οποίο πρέπει να καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφαλείας του απορρήτου του περιεχομένου:

α) Στον πρόεδρο ή το διοικητικό συμβούλιο ή τον γενικό διευθυντή ή τον εκπρόσωπο του νομικού προσώπου, στο οποίο υπάγεται το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Σε περίπτωση ατομικής επιχείρησης, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται στον επιχειρηματία.

β) Αν το νομικό πρόσωπο υπάγεται στον έλεγχο ή την εποπτεία του κράτους, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται και στον Υπουργό που εποπτεύει το νομικό αυτό πρόσωπο ή στον Υπουργό που προΐσταται της δημόσιας υπηρεσίας.

Το ηλεκτρονικό κωδικοποιημένο μήνυμα, το οποίο λαμβάνει η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), περιέχει όλο το κείμενο της διάταξης που επιβάλλει την άρση του απορρήτου. Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό αρχείο, στο οποίο έχουν πρόσβαση ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. και ένα ακόμη μέλος της Ολομέλειας που ορίζεται από αυτήν, καθώς και μέλη του προσωπικού της, τα οποία είναι ειδικά εξουσιοδοτημένα προς τούτο από την Ολομέλεια της Αρχής. Ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. ενημερώνει σε κάθε περίπτωση τον Πρόεδρο της Βουλής και τους αρχηγούς των κομμάτων, που εκπροσωπούνται στη Βουλή και κοινοποιεί τη διάταξη στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

Με απόφαση της Ολομέλειας της Α.Δ.Α.Ε. όλες οι διατάξεις περί άρσεως του απορρήτου που έχουν αποθηκευτεί σε φυσικά αρχεία στην Αρχή από την ίδρυσή της, ψηφιοποιούνται και μετατρέπονται σε ηλεκτρονικά αρχεία. Με ίδια απόφαση ορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία της ψηφιοποίησης. Μετά την πάροδο πέντε (5) ετών από την πιο πάνω ψηφιοποίηση, τα φυσικά αρχεία καταστρέφονται.».

2. Στο άρθρο 5 του ν. 2225/1994 προστίθεται παρ. 12 ως εξής:

«12. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, καθορίζονται όλες οι τεχνικές και διαδικαστικές λεπτομέρειες για τη θέση σε εφαρμογή και λειτουργία της διαδικασίας της παρ. 4 ως προς την παράδοση του αποσπάσματος της διάταξης με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα.».

3. Μέχρι τη δημοσίευση της κοινής υπουργικής απόφασης της παρ. 12 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, το απόσπασμα της διάταξης που περιλαμβάνει το διατακτικό της παραδίδεται με απόδειξη μέσα σε κλειστό φάκελο:

α) στον πρόεδρο ή το διοικητικό συμβούλιο ή τον γενικό διευθυντή ή τον εκπρόσωπο του νομικού προσώπου στο οποίο υπάγεται το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Σε περίπτωση ατομικής επιχείρησης, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται στον επιχειρηματία,

β) αν το νομικό πρόσωπο υπάγεται στον έλεγχο ή την εποπτεία του κράτους, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται και στον Υπουργό που εποπτεύει το νομικό αυτό πρόσωπο ή στον Υπουργό που προΐσταται της δημόσιας υπηρεσίας και

γ) στην Α.Δ.Α.Ε. κατά τα ήδη οριζόμενα.»

Άρθρο 38
Έδρα, γραφεία και αποφάσεις της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών Τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3115/2003
Η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3115/2003 (Α΄ 47) αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.) είναι ανεξάρτητη αρχή, που απολαμβάνει διοικητικής αυτοτέλειας. Η έδρα της Α.Δ.Α.Ε. ορίζεται εντός της Περιφέρειας Αττικής, μπορεί όμως, με απόφαση της Ολομέλειας της Αρχής να προσδιορίζεται ειδικότερα η έδρα της εντός των ορίων ορισμένου τμήματος της Περιφέρειας. Η Ολομέλεια της Αρχής μπορεί επίσης, με απόφασή της, να εγκαθιστά και να λειτουργεί γραφεία και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Οι αποφάσεις της Α.Δ.Α.Ε. κοινοποιούνται με μέριμνά της στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ενώ στο τέλος κάθε έτους υποβάλλεται έκθεση των πεπραγμένων της στον Πρόεδρο της Βουλής, στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στους αρχηγούς των κομμάτων, που εκπροσωπούνται στη Βουλή και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.»

Άρθρο 39
Καθεστώς αναπληρωματικών μελών Ανεξάρτητων Αρχών
Μετά το εδάφιο γ΄ της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 61 και την παρ. 22 του άρθρου 110 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:

«Η κατά τα ως άνω αναστολή άσκησης καθηκόντων δεν ισχύει για τα αναπληρωματικά μέλη των Ανεξαρτήτων Αρχών, εφόσον δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στην Αρχή, τα καθήκοντα αυτά αφορούν σε τομείς μη συναφείς προς το αντικείμενο και τις αρμοδιότητες της Αρχής από την οποία προέρχεται το μέλος και η Αρχή χορηγήσει σχετική άδεια».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 40
Μεταβατική διάταξη για την αρχική πρόσκληση επιλογής υποψηφίων Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)
Η αρχική πρόσκληση για την επιλογή των υποψηφίων για διορισμό ως Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων δημοσιεύεται και γνωστοποιείται εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης, που προβλέπεται στην περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 11.

Άρθρο 41
Μεταβατική διάταξη για την αρχική στελέχωση της Γραμματείας του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)
Η αρχική στελέχωση της Γραμματείας του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ), για την πρώτη τριετία, πραγματοποιείται κατά την παρ. 3 του άρθρου 15, αποκλειστικά με αποσπάσεις και ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος απευθύνει επίσης την πρόσκληση υποβολής υποψηφιότητας. Η τελευταία αναρτάται στην ιστοσελίδα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, στη γραμματεία της οποίας υποβάλλονται κατά τα ανωτέρω οι αιτήσεις των υποψηφίων.

Άρθρο 42
Μεταβατική διάταξη για τις εκκρεμείς υποθέσεις αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

1. Κάθε εκκρεμής ποινική υπόθεση, που αφορά αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού 2017/1939 (L 283), σύμφωνα με το άρθρο 120 αυτού και εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας:

α. Αναζητείται και γνωστοποιείται αμελλητί σύμφωνα με το άρθρο 24 του Κανονισμού, σε όποιο στάδιο και αν βρίσκεται, στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (EEE) από τον μέχρι τώρα αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον Εισαγγελέα, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ., ν. 4620/2019, Α΄ 96). Ύστερα από διαβούλευση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 του ως άνω Κανονισμού, εφόσον η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφασίσει να ασκήσει την αρμοδιότητά της και ενημερώσει σχετικά, η υπόθεση παραπέμπεται στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων.

β. Εφόσον η υπόθεση εκκρεμεί στο ακροατήριο, το δικαστήριο κηρύσσεται αναρμόδιο και αυτή παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο των Αθηνών. Η σχετική δικογραφία διαβιβάζεται στο Γραφείο EEE προς εισαγωγή στο δικαστήριο αυτό.

2. Κάθε αρμόδια ελληνική διοικητική, ελεγκτική, αστυνομική και εν γένει διωκτική, εισαγγελική ή δικαστική υπηρεσία ή αρχή, συμπεριλαμβανομένων των ανεξάρτητων αρχών, η οποία πληροφορείται ή επιλαμβάνεται οποιασδήποτε υπόθεσης, εφόσον αφορά αδίκημα που έχει διαπραχθεί μετά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού 2017/1939 και εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ενημερώνει αμελλητί, με ηλεκτρονική ή και με έντυπη αλληλογραφία, το Γραφείο EEE μέσω του αρμόδιου εθνικού εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Κανονισμού. Ύστερα από διαβούλευση όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 του ίδιου Κανονισμού, εφόσον η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφασίσει να ασκήσει την αρμοδιότητά της και ενημερώσει σχετικά, η υπόθεση παραπέμπεται κατά το ποινικό της μέρος στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων.

3. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει έναν (1) μήνα μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών στελέχωσης του γραφείου των EEE.

Άρθρο 43
Μεταβατική διάταξη για τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του διοικητικού εφετείου Αθηνών
Το άρθρο 32 καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις ακύρωσης που έχουν ασκηθεί ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών έως την έναρξη ισχύος του παρόντος και δεν έχουν συζητηθεί, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά εφετεία με πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 44
Εξουσιοδοτική διάταξη για χώρο στέγασης Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)
Ο χώρος στέγασης του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελιών (ΕΕΕ) του άρθρου 10 ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Άρθρο 45
Εξουσιοδοτική διάταξη για την εσωτερική λειτουργία του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)
Η εσωτερική λειτουργία του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ) δύναται να καθορίζεται από κανονισμό, ο οποίος καταρτίζεται από τους Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς σε Ολομέλεια. Ο κανονισμός εσωτερικής λειτουργίας υποβάλλεται στον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα για ενημέρωση και ακολούθως αναρτάται στην ιστοσελίδα του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων. Κατά τον ίδιο τρόπο συμπληρώνεται, τροποποιείται και αντικαθίσταται ο ανωτέρω Κανονισμός. Αντικείμενο του εν λόγω Κανονισμού είναι, ιδίως, η πρόβλεψη διαβίβασης ετησίως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου γενικών στατιστικών στοιχείων, τα οποία απεικονίζουν τον συνολικό αριθμό υποθέσεων κατ’ αδίκημα και τον συνολικό αριθμό κατ’ αδίκημα: α) των δικογραφιών που αρχειοθετήθηκαν, και β) των ποινικών διώξεων που ασκήθηκαν, έπαυσαν, κηρύχθηκαν απαράδεκτες, κατέληξαν σε αθώωση, οδήγησαν σε καταδίκη ή εκκρεμούν.

Άρθρο 46
Εξουσιοδοτική διάταξη για τον καθορισμό του αριθμού και του καθεστώτος απασχόλησης των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)
Ο αριθμός και το καθεστώς απασχόλησης, ως πλήρους ή μερικής, των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ) καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ως αρμόδιας εθνικής Αρχής, σύμφωνα με την περ. α΄ του άρθρου 20, η οποία εκδίδεται μετά το πέρας της διαβούλευσής του με τον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 13 του Κανονισμού 2017/1939. Ο αριθμός των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ), δύναται να τροποποιείται, αν μεταβάλλονται ουσιωδώς ο όγκος απασχόλησης και οι εν γένει συνθήκες, με την ίδια διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη των ορίων του ετήσιου κονδυλίου του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Άρθρο 47
Εξουσιοδοτική διάταξη για την κατανομή των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ) ανά βαθμό δικαιοδοσίας
Μετά από τη διαβούλευση της παρ. 1 του άρθρου 11, ο αριθμός των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ) κατανέμεται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και στον Άρειο Πάγο με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Άρθρο 48
Εξουσιοδοτική διάταξη για τη στελέχωση της γραμματείας του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ)
Η στελέχωση της γραμματείας του Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ) γίνεται κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης με μετάθεση ή απόσπαση, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερόμενων δικαστικών υπαλλήλων και απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση του αρχαιότερου κατά την παρ. 4 του άρθρου 10 αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και σύμφωνη γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, για διάρκεια τριών (3) ετών, η οποία μπορεί να διακοπεί πρόωρα ή να ανανεωθεί για ίσο χρόνο με την ίδια διαδικασία, μέχρι τρείς (3) φορές. Οι αιτήσεις μαζί με το βιογραφικό σημείωμα και τον φάκελο δικαιολογητικών υποβάλλονται στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (ΕΕΕ), ύστερα από πρόσκληση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία αναρτάται στην ιστοσελίδα του ανωτέρω Γραφείου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 49
Καταργούμενες διατάξεις

1. Το άρθρο 17 του ν. 2145/1993 (Α΄ 88), περί υποχρέωσης προσαγωγής πράξης ή βεβαίωσης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, καταργείται.

2. Τα άρθρα 16 έως 21 του ν. 4596/2019 (Α΄ 32) περί εφαρμογής διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, καταργούνται.

3. Η παρ. 2 του άρθρου 26 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), περί παράστασης στο ακροατήριο χωρίς δικηγόρο σε υπαλληλική προσφυγή, καταργείται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Άρθρο 50
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 19 Μαρτίου 2021

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΙΚΡΑΜΜΕΝΟΣ

Οι Υπουργοί

Οικονομικών ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ

Ανάπτυξης και Επενδύσεων ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

Προστασίας του Πολίτη ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ

Παιδείας και Θρησκευμάτων ΝΙΚΗ ΚΕΡΑΜΕΩΣ

Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ

Υγείας ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΙΚΙΛΙΑΣ

Περιβάλλοντος και Ενέργειας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΚΡΕΚΑΣ

Πολιτισμού και Αθλητισμού ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΜΕΝΔΩΝΗ

Δικαιοσύνης ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ

Εσωτερικών ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΕΤΣΑΣ

Μετανάστευσης και Ασύλου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΤΑΡΑΚΗΣ

Επικρατείας ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ

Επικρατείας ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΙΕΡΡΑΚΑΚΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 19 Μαρτίου 2021

Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ