ΠΟΛ 1124/2004

Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 38 του N. 3259/2004, σχετικά με τα επαναπατριζόμενα κεφάλαια.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ& ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΕΙΣΟΔ/ΤΟΣ (Δ12)ΤΜΗΜΑΤΑ: Β΄ – Α΄

Αθήνα 25 Νοεμβρίου 2004
Αρ.Πρωτ: 1094651/11321/Β0012
ΠΟΛ. 1124
ΘΕΜΑ:
Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 38 του N. 3259/2004, σχετικά με τα επαναπατριζόμενα κεφάλαια.
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 38 του N. 3259/2004 (ΦΕΚ 149Α΄), με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα επαναπατρισμού κεφαλαίων που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και σας παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις και οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού προβλέπεται, ότι φυσικά και νομικά πρόσωπα που είναι φορολογικά υπόχρεα στην Ελλάδα μπορούν να μεταφέρουν κεφάλαια, τα οποία διαθέτουν σε οποιαδήποτε μορφή τραπεζικών λογαριασμών στην αλλοδαπή (καταθετικούς ή επενδυτικούς), σε τραπεζικούς λογαριασμούς της ημεδαπής, σε χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δηλαδή μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου 2005, καταβάλλοντας φόρο με συντελεστή 3% επί της αξίας τους κατά το χρόνο της μεταφοράς.

Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, θα πρέπει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να διαθέτει Α.Φ.Μ., αφού ως υποκείμενο φόρου στην Ελλάδα θα πρέπει να του έχει χορηγηθεί Α.Φ.Μ. Σε αντίθετη περίπτωση, πρέπει πρώτα να αποκτήσει Α.Φ.Μ. και στη συνέχεια να προβεί στις πιο κάτω ενέργειες για τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων του.

Ως επαναπατρισμός των κεφαλαίων της αλλοδαπής νοείται η εισαγωγή στη χώρα μας των κεφαλαίων που είναι κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς στην αλλοδαπή, ανεξάρτητα αν τα κεφάλαια αυτά είχαν εξαχθεί στην αλλοδαπή ή παρέμεναν εξ΄ αρχής στην αλλοδαπή χωρίς να έχουν εισαχθεί καθόλου στη χώρα μας. Τα κεφάλαια αυτά μπορεί να έχουν προέλθει από εξαγωγές, από πώληση ακινήτου ή χρεογράφων στην αλλοδαπή (capital gains), από ναυτιλιακές εργασίες, κλπ. Δηλαδή, για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, δεν εξετάζεται ούτε ο τρόπος ούτε ο τόπος απόκτησης των κεφαλαίων αυτών, πλην όμως θα πρέπει να επισημανθεί ότι τα εισαγόμενα κεφάλαια θα πρέπει να υπήρχαν στην αλλοδαπή κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του N. 3259/2004, δηλαδή το αργότερο μέχρι τις 4 Αυγούστου 2004.

Κρίσιμος χρόνος υπαγωγής στο προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα των έξι (6) μηνών είναι ο χρόνος υποβολής της «δήλωσης – εξουσιοδότησης», που ορίζεται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου. Συνεπώς, παράλειψη του ενδιαφερόμενου να υποβάλει μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου 2005 τη σχετική πιο πάνω «δήλωση» του στερεί το δικαίωμα να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού. Βέβαια, δεν στερείται του δικαιώματος να μεταφέρει τα κεφάλαιά του από το εξωτερικό, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν θα τύχει των αναφερόμενων πιο κάτω φορολογικών διευκολύνσεων και απαλλαγών.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται, ότι με την καταβολή του προβλεπόμενου στην προηγούμενη παράγραφο φόρου 3% εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου για τα κεφάλαια αυτά. Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι με την παρ. 5 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η καταβολή του φόρου απαλλάσσει τον υπόχρεο από γεγενημένες φορολογικές υποχρεώσεις, συνάγεται, ότι για τα επαναπατριζόμενα από τον ίδιο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) κεφάλαια, για τα οποία θα καταβληθεί ο φόρος 3%, δεν οφείλεται φόρος εισοδήματος, έστω και αν έχουν προκύψει από εισοδήματα τα οποία θα έπρεπε να έχουν φορολογηθεί στη χώρα μας.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι η εισαγωγή των επαναπατριζόμενων κεφαλαίων θα γίνεται αποκλειστικά μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων, εγκατεστημένων στην Ελλάδα, που λειτουργούν νόμιμα σύμφωνα με το N. 2076/1992. Συνεπώς, εμβάσματα ή άλλα μέσα πληρωμής (π.χ. ταξιδιωτικές επιταγές) που εκδίδονται από φορείς που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του N. 2076/1992, δεν εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού. Επίσης, η μεταφορά κεφαλαίων από την αλλοδαπή με τη μορφή τραπεζικών επιταγών, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, γιατί αν και γίνεται μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων, δεν πραγματοποιείται ηλεκτρονικά.

Η εισαγωγή των κεφαλαίων μέσω των πιστωτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει είτε με μεταφορά καταθέσεων, ανεξάρτητα αν αυτές τηρούνται σε ευρώ ή ξένο νόμισμα, είτε με μεταφορά χρηματοπιστωτικών μέσων κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 του N. 2396/1996 (futures, options, swaps, κλπ.). Ειδικά στην περίπτωση της εισαγωγής κεφαλαίων με μεταφορά καταθέσεων, θα πρέπει ο τραπεζικός λογαριασμός, καταθετικός ή επενδυτικός, τόσο της αλλοδαπής όσο και της ημεδαπής να ανήκει στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εισάγει τα κεφάλαια και περαιτέρω, θα πρέπει είτε να υφίσταται ήδη είτε να ανοίγεται πριν από τη μεταφορά των κεφαλαίων. Αν δε πρόκειται για κοινό λογαριασμό, ο δηλών – εξουσιοδοτών θα πρέπει να είναι ένας από τους δικαιούχους.

Επιπλέον, ορίζεται ότι για τη μεταφορά των κεφαλαίων αυτών απαιτείται υποχρεωτικά η υποβολή «δήλωσης – εξουσιοδότησης» του ενδιαφερομένου φυσικού ή νομικού προσώπου προς το ημεδαπό πιστωτικό ίδρυμα. Το έντυπο αυτό έχει ως τα συνημμένα υποδείγματα για φυσικά και νομικά πρόσωπα, κατά περίπτωση. Ο τύπος, καθώς και το περιεχόμενό τους έχουν ορισθεί με την αριθ. 1070412/11007/Β0012/ΠΟΛ. 1110/1.11.2004 Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 1677Β΄/12.11.2004), η οποία έχει εκδοθεί κατά εξουσιοδότηση των διατάξεων της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία μεταφοράς των επαναπατριζόμενων κεφαλαίων στην Ελλάδα, καθώς και άλλες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του άρθρου αυτού. Επισημαίνεται, ότι κατά τη μεταφορά των κεφαλαίων, είναι ενδεχόμενο το αλλοδαπό πιστωτικό ίδρυμα να χρεώσει το πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) που επαναπατρίζει κεφάλαια με διάφορα έξοδα, με αποτέλεσμα το ποσό που θα κατατεθεί τελικά στον ελληνικό λογαριασμό να είναι μειωμένο κατά τα εν λόγω έξοδα. Στην περίπτωση αυτή, η παρακράτηση του φόρου θα γίνεται επί του υπολοίπου, το οποίο σημειωτέον ότι δεν μπορεί να είναι γνωστό κατά την υποβολή της «δήλωσης – εξουσιοδότησης».

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού προβλέπεται, ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να παρακρατούν το φόρο κατά την εισαγωγή των κεφαλαίων και να τον αποδίδουν με ειδική δήλωση (ως συνημμένο υπόδειγμα) στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. ΑΘΗΝΩΝ την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα, τηρώντας το τραπεζικό και φορολογικό απόρρητο όσον αφορά την ταυτότητα των ενδιαφερομένων. Επομένως, αν ο επαναπατρισμός γίνει σε πιστωτικό ίδρυμα του οποίου η έδρα βρίσκεται σε διαφορετική πόλη από εκείνη των Αθηνών, η απόδοση του φόρου και στην περίπτωση αυτή θα γίνει, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, στη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ ΑΘΗΝΩΝ.

Ως φορολογητέα αξία επί της οποίας ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 3% λαμβάνεται το ποσό των εισαχθέντων κεφαλαίων. Ειδικά στην περίπτωση που τα εισαχθέντα κεφάλαια τηρούνταν στο πιστωτικό ίδρυμα της αλλοδαπής σε ξένο νόμισμα, η φορολογητέα αξία τους υπολογίζεται σύμφωνα με την τιμή μετατροπής του ημεδαπού πιστωτικού ιδρύματος κατά τον χρόνο εισαγωγής τους σε ευρώ, χωρίς να απαιτείται η μετατροπή σε ευρώ.

Επίσης, σε περίπτωση εισαγωγής κεφαλαίων από επενδυτικούς λογαριασμούς, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται για μεν τα μη εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εκδοθεί σε χώρα – πλήρες μέλος του ΟΟΣΑ, η ονομαστική τους αξία, για δε τα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά χώρας – πλήρους μέλους του ΟΟΣΑ χρηματοπιστωτικά μέσα, η τιμή κλεισίματος της οργανωμένης αγοράς, στην οποία είναι εισηγμένα, την ημέρα που ολοκληρώνεται η μεταφορά τους σε επενδυτικό λογαριασμό του ημεδαπού πιστωτικού ιδρύματος, χωρίς να απαιτείται η ρευστοποίηση των μέσων αυτών.

Ο τύπος και το περιεχόμενο της παραπάνω δήλωσης απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου 3% και οι λοιπές λεπτομέρειες έχουν ορισθεί με την αριθ. 1086595/11220/Β0012/ΠΟΛ. 1109/1.11.2004 Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 1677Β΄/12.11.2004). Κρίσιμος χρόνος παρακράτησης και απόδοσης του φόρου είναι ο χρόνος πραγματικής εισαγωγής των κεφαλαίων στο εξουσιοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο πιστώθηκε ο λογαριασμός του δικαιούχου στο πιστωτικό ίδρυμα της ημεδαπής. Σε περίπτωση μη απόδοσης ή εκπρόθεσμης απόδοσης του φόρου, θα επιβάλλονται οι προσαυξήσεις που ορίζονται από το N. 2523/1997 για τους παρακρατούμενους φόρους.

Όσον αφορά τη βεβαίωση του φόρου από τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ ΑΘΗΝΩΝ, αυτή θα τον καταχωρεί στον ΚΑΕ 0149. Για την παρακολούθηση του ύψους των επαναπατριζόμενων κεφαλαίων και του εισπραττόμενου ποσού φόρου, η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων θα πρέπει να παρακολουθεί το φόρο αυτό χωριστά από τα λοιπά έσοδα που συμπεριλαμβάνονται στον ίδιο Κ.Α.Ε.

5. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού προβλέπεται, ότι η καταβολή του φόρου νομιμοποιεί φορολογικά τη χρήση των κεφαλαίων αυτών στην Ελλάδα και απαλλάσσει τον υπόχρεο από φορολογικές υποχρεώσεις που τυχόν έχουν γεννηθεί, καθώς και από τυχόν φορολογικά αδικήματα που προέβλεπε ή προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, αναφορικά με τα κεφάλαια αυτά και μόνο. Οι λοιπές διατάξεις μη φορολογικού χαρακτήρα, ιδίως του N. 2331/1995 (για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) και του N. 3034/2002 (για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας) εφαρμόζονται κατά τα λοιπά.

6. Με τη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι, αν τα πιο πάνω επαναπατριζόμενα κεφάλαια διατεθούν εν όλω ή εν μέρει για απόκτηση περιουσιακών στοιχείων (π.χ. αγορά ακινήτων ή αυτοκινήτων, ανέγερση οικοδομών κτλ), αυτά δεν υπόκεινται στο τεκμήριο που ορίζεται στο άρθρο 17 του Κ.Φ.Ε. (N. 2238/1994).

Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης πρέπει να υπάρχουν τα αποδεικτικά εισαγωγής στην ημεδαπή τράπεζα των επαναπατριζόμενων κεφαλαίων και καταβολής του φόρου 3% γι΄ αυτά. Επίσης, η εισαγωγή των επαναπατριζόμενων κεφαλαίων δεν είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί της απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων, αρκεί να γίνεται μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος.

Εάν το τίμημα απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων καλύπτεται μόνο κατά ένα μέρος με επαναπατριζόμενα κεφάλαια, τότε μόνο το μέρος αυτό του τιμήματος δεν υπόκειται στο τεκμήριο που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 17 του ΚΦΕ.

Σε περίπτωση που τα επαναπατριζόμενα κεφάλαια, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση εισαγωγής της ημεδαπής τράπεζας, είναι σε κοινό λογαριασμό, θα επιμερίζονται ισόποσα σ΄ όλους τους συνδικαιούχους, ακόμα και τους ανήλικους, χωρίς να εξετάζεται αν υπάρχει θέμα γονικής παροχής ή δωρεάς.

 

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΑΔΑΜ ΡΕΓΚΟΥΖΑΣ