ΠΟΛ 1122/2005

Κοινοποίηση της 174/2005 γν/σης Ν.Σ.Κ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΗΜ. ΠΕΡ.
& ΕΘΝ. ΚΛΗΡ/ΤΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΗΜ. ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ: Α΄

Αθήνα 29 Αυγούστου 2005
Αρ.Πρωτ.: 1033611/2343/Α0010
ΠΟΛ. 1122
ΘΕΜΑ:
Κοινοποίηση της 174/2005 γν/σης Ν.Σ.Κ.
Σας κοινοποιούμε την 174/2005 γν/ση του Β΄ τμήματος Ν.Σ.Κ., που έγινε αποδεκτή από τον κ. Γενικό Γραμματέα και παρακαλούμε για την πιστή τήρησή της.

Με την γνωμοδότηση αυτή έγινε δεκτό ότι δεν είναι δυνατός ο συνυπολογισμός των δόσεων οι οποίες έχουν καταβληθεί ως τίμημα για απευθείας εκποίηση δημοσίου κτήματος προς επέκταση ξενοδοχειακής επιχ/σεως, με βάση απόφαση η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 4377/29 και το άρθρο 75 του Π.Δ. από 11/12.11.1929 και ανακλήθηκε αυτοδικαίως λόγω μη εμπροθέσμου καταβολής της τελευταίας δόσης, σε τυχόν εκδοθησόμενη κ.υ.α. περί εκ νέου εκποίησης του τιμήματος στην ίδια αγοράστρια.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΩΣ: 174/2005

ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

(Β΄ ΤΜΗΜΑ)

Συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 2005

Περίληψη Ερωτήματος: Αυτοδίκαιη ανάκληση αποφάσεως περί απευθείας εκποιήσεως δημοσίου κτήματος προς επέκταση ξενοδοχειακής επιχειρήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 4377/1929 και το Π.Δ. της 11/12.11.1929 «Περί Διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων», λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής της τελευταίας δόσεως. Αίτημα της εκπεσούσας αγοράστριας προς τη Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών για εκ νέου απευθείας εκποίηση και συνυπολογισμό των δόσεων οι οποίες έχουν καταβληθεί με βάση την ανακληθείσα απόφαση. Ύπαρξη ή μη δυνατότητας συνυπολογισμού των δόσεων αυτών με την ΚΥΑ περί εκ νέου εκποιήσεως του κτήματος στην εκπεσούσα αγοράστρια.

Εισηγήτρια: Φωτεινή Δεδούση, Πάρεδρος ΝΣΚ

Ι. Α. Από το με αριθ: 1076-50/6760/A0010/2004 έγγραφο της Δ/νσεως Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και τα συνημμένα σ΄ αυτό έγγραφα, προκύπτει ότι:

1. Με την απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Ανάπτυξης με αριθ. 1069611/73000/Α0010/4.10.1999, εκποιήθηκε απευθείας τμήμα, επιφανείας 4.028,634 τ.μ., του δημοσίου κτήματος ΑΒΚ 45 αρμοδιότητας Δ.Ο.Υ. Ιεράπετρας Ν. Λασιθίου, στην εταιρεία «GLOVE ΤOURISΤ ENΤERPRISES LIΜΠΕD» κατόπιν σχετικής αιτήσεως της και προς το σκοπό της εύρυθμης λειτουργίας του ξενοδοχειακού συγκροτήματος της.

Με την απόφαση αυτή καθορίσθηκε το τίμημα στο ποσό των 32.229.120 δρχ. ή 94.582,89 €, καταβλητέο σε τρεις ετήσιες δόσεις, επιβαρυνόμενες με τόκο 7% ετησίως.

Η παραχώρηση έγινε υπό τους όρους α) της πραγματοποιήσεως του σκοπού για τον οποίο αυτή έλαβε χώρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4377/1929 και β) της καταβολής των δόσεων του, τιμήματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 75 παρ. 7 του Π.Δ. της 12.11.1929 «Περί Διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων», η μη τήρηση των οποίων θα είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη ανάκληση της παραχωρήσεως και την επάνοδο της κυριότητας στο Ελληνικό Δημόσιο.

Με την ίδια απόφαση ορίσθηκε ότι η Κτηματική Υπηρεσία Λασιθίου όφειλε να καλέσει την επιχείρηση να καταβάλει την πρώτη δόση εντός μηνός από της παραλαβής της αποφάσεως και να βεβαιώσει τις υπόλοιπες δόσεις του τιμήματος.

2. Με τη με αριθ. 2909/25.7.2000 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ιεράπετρας βεβαιώθηκε ταμειακώς, για την προαναφερόμενη αιτία, ποσό 97.987,88€, από το οποίο η αγοράστρια κατέβαλε: α) ποσό 32.662,63€, με το διπλότυπο 1645/28.7.2000, β) ποσό 32.662,63€ για κεφάλαιο, πλέον προσαυξήσεων ύψους 2.939,64€, με το διπλότυπο 374/26.4.2002, και συνολικά ποσό 65.325,26€ για κεφάλαιο, ενώ δεν κατέβαλε την τρίτη δόση ύψους 32.662€, η προθεσμία καταβολής της οποίας έληγε στις 31.7.2002 (τα παραπάνω προκύπτουν από το έγγραφο της ερωτώσας Υπηρεσίας, από τα με αριθ. 48/14.1.2003, 146/31.1.2003 και 212/11.2.2003 έγγραφα της Κτηματικής Υπηρεσίας Λασιθίου και τις με αριθ. 1036/10.2.2003 και από 27.11.2002 βεβαιώσεις της Δ.Ο.Υ. Ιεράπετρας).

Λόγω της μη εμπρόθεσμης καταβολής της τελευταίας δόσεως, εκδόθηκε η με αριθ. 1012677/1254/A0010/8.4.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης με την οποία ανακλήθηκε η με αριθ. 1069611/173000/Α0010/4.10.1999 απόφαση – περί απευθείας εκποιήσεως, κατ΄ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 75 παρ. 7 του Δ/τος της 11/12.11.1929 «Περί Διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων».

3. Με το με αριθ. με αριθ. 1057687/4709/Α0010/9.7.2004 έγγραφό της η Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας απήντησε αρνητικά σε Υπόμνημα – Αίτηση την οποία η επιχείρηση υπέβαλε στον Υφυπουργό Οικονομίας και οικονομικών, με την οποία ζητούσε είτε την εκ νέου εκποίηση σ΄ αυτήν της ιδίας εκτάσεως, είτε την ανάκληση της ανακλητικής αποφάσεως και την παροχή δυνατότητας αποπληρωμής του τιμήματος.

Κατόπιν τούτου η επιχείρηση. υπέβαλε στη Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας νέο Υπόμνημα – Αίτηση, η οποία έλαβε αρ. πρωτ. 1058805/21.7.2004, με την οποία ζητούσε την εκ νέου εκποίηση της εκτάσεως με τη διαδικασία της απ΄ ευθείας εξαγοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 4377/1929, προβάλλοντας λόγους αξιοποιήσεως επενδύσεων στις οποίες ισχυρίζεται ότι έχει προβεί εντός της εκτάσεως (κατασκευή κτιριακών εγκαταστάσεων) καθώς και αναγκαιότητα της εκτάσεως για τη λειτουργία της ξενοδοχειακής επιχειρήσεώς της.

Με την ίδια αίτηση η επιχείρηση ζήτησε να γίνει συνυπολογισμός των δόσεων τις οποίες είχε καταβάλει με βάση την ανακληθείσα απόφαση.

Β. Η Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας, η οποία διαβίβασε στην Κτηματική – Υπηρεσία Λασιθίου την αίτηση ώστε η τελευταία να υποβάλει τα δικαιολογητικά τα οποία απαιτούνται από το νόμο για την πραγματοποίηση της νέας εκποιήσεως ερωτά εάν: «Στην ΚΥΑ που θα εκδοθεί μπορεί να γίνει συμψηφισμός των δόσεων του τιμήματος που έχουν ήδη καταβληθεί όπως ζητάει η εν λόγω εταιρεία, δεδομένου ότι η ανάκληση της 1069611/73000/99 ΚΥΑ έγινε επειδή δεν τήρησε τον δεύτερο όρο αυτής ή θα πρέπει να διεκδικήσει τα δικαιώματά της δικαστικά».

ΙΙ Α. 1. α. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 4377/1929 «Κύρωση Ν.Δ. 23/3/1929 περί ΕΟΤ» (όπως ισχύει μετά το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 6450/1935, το άρθρο 10 Α.Ν. της 16/19 Νοεμ.1935, το άρθρο 2 παρ. 2 του Α.Ν. 45/1936, το άρθρο 4 Α.Ν. 1169/1938, τη Νόμ. Πράξη 1/1941, το Ν. 602/1943, το Κ.Δ. 16/18 Σεπτ. 1944, το άρθρο 2 του Α.Ν. 588/1945, τα άρθρα 2 παρ. 2 και 21 παρ. 1 και 3 του Ν. 1624/1951, το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 1671/1951): «Προς ίδρυσιν νέων και αξίαν λόγου επέκτασιν υπαρχουσών ξενοδοχειακών προς εξυπηρέτησιν του σκοπού του τουρισμού, χαρακτηριζομένου ως δημοσίας ωφελείας, επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωσις κτημάτων ανηκόντων εις δήμους ή κοινότητας ή εις νομικά ή φυσικά πρόσωπα.(…) Δημόσια κτήματα δύνανται να παραχωρηθώς, προτάσει του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και μετ΄ απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου προς τον αυτόν σκοπόν άνευ δημοπρασίας. Το τίμημα αυτών καθορίζεται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν ητιολογημένης γνωματεύσεως επιτροπής, αποτελούμενης εκ του οικείου νομάρχου, ως προέδρου, και του Προέδρου Πρωτοδικών, νομομηχανικού, του αρχαιοτέρου οικονομικού εφόρου και του νομογεωπόνου της περιφερείας, εις ην κείται το ακίνητον. Όπου υπάρχουσι κτήματα ανήκοντα εις το Δημόσιον ή εις Μονάς, δεν χωρεί απαλλοτρίωσις ιδιωτικών κτημάτων επί τη βάσει του παρόντος άρθρου, εφ΄ όσον εκείνα δύνανται να χρησιμοποιηθώσι δια τον επιδιωκόμενον σκοπόν κατά σύμφωνον γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού και του Υπουργικού Συμβουλίου. (…)» (αντί του αναφερομένου στην δεύτερη παράγραφο Συμβουλίου, με το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 6450/1935 ορίσθηκε ως αρμόδιο το κατά το άρθρο 4 του Ν. 16/19.11.1935 συσταθέν Διοικητικό Συμβούλιο, τα δικαιώματα του. οποίου περιήλθαν στον Υφυπουργό Τύπου και Τουρισμού, δυνάμει του άρθρου 2 παρ. 2 του Α.Ν. 45/1936).

΄Β. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 2412/1996 «Μεταφορά Αρμοδιοτήτων από το Υπουργικό Συμβούλιο» (ΦΕΚ Α΄ 123):

«1(..) 2(..) 3 (..) 4. Οι υπό των άρθρων 13 και 14 του Ν. 4337/1929 προβλεπόμενες αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου αντικαθίστανται από κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Ανάπτυξης».

Β. Σύμφωνα με το άρθρο 75 του Π.Δ. της 11/12.11.1929 «Περί Διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων» (όπως τούτο ισχύει μετά το άρθρο 14 του Νόμου 1540/1938) το οποίο σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη του άρθρου 98 του ιδίου Π.Δ. εφαρμόζεται και επί των άνευ δημοπρασίας απευθείας εκποιήσεων: «1. Το τίμημα των εκποιουμένων κτημάτων καταβάλλεται εις μετρητά. Εάν δεν υπερβαίνει τας πέντε χιλιάδας δραχμάς καταβάλλεται ολόκληρoν εντός δέκα ημερών από της εις τον αγοραστήν υπό του Οικονομικού Εφόρου επιδιδομένης δια της δημοτικής ή κοινοτικής αρχής γνωστοποιήσεως της εγκρίσεως. 2. Επί μείζονος τιμήματος καταβάλλεται εντός της προθεσμίας ταύτης μόνον το πέμπτον αυτού, συμψηφιζομένου εις το ποσόν τούτο του κατά την δημοπρασίαν καταβληθέντος δεκάτου του ελαχίστου όρου προσφοράς. Το υπόλοιπον καταβάλλεται εις τέσσαρας ετησίας δόσεις εντόκως προς 8% ετησίως, από της εκδόσεως του πωλητηρίου. Εν ουδεμία όμως περιπτώσει εκάστη δόσις δύναται να είναι ελάσσων των 5.000 δραχμών, μειουμένου αναλόγως εν τοιαύτη περιπτώσει του αριθμού των δόσεων. Η Διοικ. Επιτροπή δύναται ν΄ αξιώσει την ολοκληρωτικήν καταβολήν του τιμήματος ασχέτως ποσού εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου, τουθ΄ όπερ αναγράφεται υποχρεωτικώς εν τη διακηρύξει. 3. (μεταβατικές διατάξεις) 4. Το γραμμάτιον πληρωμής, είτε ολοκλήρου του τιμήματος είτε του πέμπτου κατά την ανωτέρω διάκρισιν, αποστέλλει ο Έφορος εις την Δ.Δ.Κ., μεθ΄ ο εκδίδεται το πωλητήριoν, υπογραφόμενον υπό του Γεν. Γραμματέως και του οικείου Τμηματάρχου. Εκάστη δόσις πληρώνεται κατά Σεπτέμβριον. 5. Εάν παρέλθει άπρακτος η εν τω εδαφ. 1 προθεσμία, η αγοραπωλησία θεωρείται αυτοδικαίως άκυρος και το υπό του αγοραστού καταβληθέν κατά την δημοπρασίαν δέκατον καταπίπτει και βεβαιούται υπέρ της Δ.Δ.Κ. 6. Επίσης καταπίπτει το καταβληθέν υπό του τελευταίου πλειοδότου δέκατον, όταν αρνηθή ούτος να υπογράψη το πρακτικόν της δημοπρασίας ευθύς μετά την κατακύρωσιν. 7. Εάν παρέλθη άπρακτος η εν τω εδαφ. 1 προθεσμία και εις την περίπτωσιν, καθ΄ ην ο αγοραστής ήθελε καθυστερήσει την καταβολήν δύο συνεχών δόσεων ή και μόνης της τελευταίας, διαλύεται αυτοδικαίως η αγοραπωλησία, τα δε κτήματα επανεκτίθενται εις δημοπρασίαν εκποιήσεως εις βάρος του τελευταίου πλειοδότου ή αγοραστού, καταλογιζομένης εις αυτούς και εισπραττομένης κατά τας διατάξεις του Νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων της τυχόν προκυψάσης επί έλαττον διαφοράς του τιμήματος και των οφειλομένων συμβατικών τόκων υπερημερίας. Αντιθέτως, εάν ήθελεν επιτευχθή επί πλέον τίμημα, αποδίδεται εκ του πλεονάσματος εις τον εκπεσόντα αγοραστήν μέρος ή το όλον των τυχόν καταβληθεισών υπ΄ αυτού δόσεων, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών μετά γνώμην της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων. 8. Μέχρι της προτεραίας της πρώτης δημοπρασίας της εκποιήσεως; δύναται ο κηρυχθείς έκπτωτος αγοραστής ή ο εξ αυτού έλκων τα δικαιώματα του ή και ο ενυπόθηκος δανειστής του εκποιουμένου κτήματος να καταβάλλη τα εις το Δημόσιον οφειλόμενα, ότε, δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, μετά γνώμην της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων, ανακαλείται η γενομένη ακύρωσις και το ακυρωθέν πωλητήριον επανέρχεται εν ισχύι, λαμβανομένης της δεούσης σημειώσεως εις τα βιβλία των μεταγραφών επιμελεία του παραχωρησιούχου. 9. Κατά την επαναληπτικήν, συμφώνως τω εδαφ. 7, δημοπρασίαν, ως ελάχιστος όρος προσφοράς τίθεται το ποσόν του τιμήματος της αρχικής πωλήσεως. Δύναται όμως να τεθή ως ελάχιστος όρος και το ποσόν της κατά τον χρόνον του αναπλειστηριασμού αξίας του κτήματος, επί βάσει νέας εκτιμήσεως. Εάν η δημοπρασία αποβαίνει άγονος, δύναται να μειωθή ο ελάχιστος όρος προσφοράς δια διαταγής του Υπουργού των Οικονομικών, μετά την πρόταση της επί των δημοπρασιών επιτροπής. 10. Το αποτέλεσμα της δημοπρασίας εναπόκειται πάντοτε εις την έγκρισιν του Υπουργού των Οικονομικών. Εάν ακυρωθώσι πρακτικά της δημοπρασίας, λόγω ασυμφόρου της προσφοράς και η επομένη δημοπρασία αποβή άνευ αποτελέσματος ο αναπλειστηριασμός τερματίζεται. 11. Η κατά του εκπέσοντος αγοραστού ή πλειοδότου απαίτησις του Δημοσίου, δι΄ ην εγένετο ο αναπλειστηριασμός, περιορίζεται πάντοτε κατά το εν τη τελευταία δημοπρασία, καθ΄ oν χρόνον ενηργείτο ο αναπλειστηριασμός επιτευχθέν ποσόν, αδιαφόρως αν επεκυρώθησαν ή μη τα πρακτικά της δημοπρασίας ταύτης».

Σύμφωνα με το άρθρο 77 του ιδίου Π.Δ/τος: «Μετά την ολοσχερή εξόφλησιν του τιμήματος διατάσσεται επί τη βάσει αιτιολογημένου πρωτοκόλλου του αρμοδίου Ταμίου και Oικον. Εφόρου η σημείωσις εν τη οικεία πράξει των μεταγραφών περί εξοφλήσεως του χρέους».

ΙΙΙ. Α. Κατ΄ αρχάς σημειώνεται ότι η ερωτώσα Υπηρεσία δεν θέτει ερωτήματα σχετικά με τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του νόμου για την εκ νέου απευθείας εκποίηση στην αρχική αγοράστρια. Η εκτίμηση άλλωστε περί της συνδρομής των προϋποθέσεων τούτων εμπίπτει, στην ουσιαστική κρίση της διοικήσεως, η οποία απαιτείται πάντως να είναι αιτιολογημένη (ΣτΕ 2011/1982, Γνωμδ. ΝΣΚ 602/1998, 218/1993).

Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα συμψηφισμού των δόσεων οι οποίες έχουν καταβληθεί με βάση την ανακληθείσα απόφαση περί εκποιήσεως, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τούτου. Ειδικότερα ο συμψηφισμός απαιτήσεων oφειλετών του Δημοσίου ρυθμίζεται από το άρθρο 83 του Ν.Δ. 356/1974 «Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» στο οποίο ορίζεται: «1. Συμψηφισμός απαιτήσεων οφειλέτου του Δημοσίου έναντι χρεών αυτού προς το Δημόσιο δύναται να αντιταχθή εις πάσαν περίπτωσιν καθ΄ ην ούτος έχει βεβαίαν χρηματικήν απαίτησιν κατά του Δημοσίου, εκκαθαρισμένην και αποδεικνυομένην εκ τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως ή εκ δημοσίου εγγράφου. Ο συμψηφισμός προτείνεται διά δηλώσεως υποβαλλομένης εις το Δημόσιον Tαμείoν εις ο είναι βεβαιωμένον το χρέος. 2. (..) 3. Ο συμψηφισμός ενεργείται και αυτεπαγγέλτως υπό του Δημοσίου Ταμείου εφ΄ όσον εκ των παρ΄ αυτώ στοιχείων αποδεικνύεται η απαίτησις του οφειλέτου. Διά του συμψηφισμού αι αμοιβαίαι απαιτήσεις αποσβέννυvται, αφ΄ ου χρόνου συνυπήρξαν, φυλαττομένης της διατάξεως του άρθρου 96 του Ν.Δ. 321/69 (3). Απαίτησις του Δημοσίου παραγεγραμμένη δύναται γα αντιταχθή εις συμψηφισμόν επί τριετίαν από της συμπληρώσεως της παραγραφής. 4. Κατά τα λοιπά ισχύουν αι διατάξεις του Αστικού Κώδικος εφ΄ όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος».

Οι τασσόμενες από τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις δεν συντρέχουν εν προκειμένω, κατ΄ ορθή δε ερμηνεία του ερωτήματος αυτό αναφέρεται σε συνυπολογισμό ή μη των καταβληθεισών δόσεων κατά τη διαμόρφωση του νέου τιμήματος.

Β. 1. Η πρόβλεψη στο άρθρο 75 παρ. 7 του Π.Δ. της 11/12.11.1929 αυτοδίκαιης διαλύσεως της αγοραπωλησίας δημοσίου κτήματος σε περίπτωση καθυστερήσεως δυο συνεχών δόσεων ή μόνης της τελευταίας δόσεως του τιμήματος, έχει την έννοια ότι η αγοραπωλησία τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση (αρνητικού περιεχομένου) της μη καταβολής των δόσεων κατά τις καθορισθείσες ημερομηνίες, η πλήρωση της οποίας συνεπάγεται αυτοδικαίως την ανατροπή της εκποιήσεως (ad hoc ΑΠ 361/1992).

Συνέπεια της ανατροπής αυτής είναι ότι η κυριότητα του ακινήτου επανακάμπτει αυτοδικαίως στο Ελληνικό Δημόσιο, η εκδιδόμενη δε απόφαση περί ανακλήσεως, η οποία και μεταγράφεται στα οικεία βιβλία, έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα (βλ ο. π. ΑΠ 361/1992, Γνωμδ. ΝΣΚ 542/1997, 428/1996, 618/1994, 166/1991, Ε. ΔΩΡΗΣ, Τα Δημόσια Κτήματα, Έκδοση 1980, άρθρο 96 αριθ. 5).

Στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιέρχονται αυτοδικαίως και τυχόν ανεγερθέντα επί του ακινήτου, από τον εκπεσόντα αγοραστή, κτίσματα σύμφωνα με τα άρθρα 1057 ΑΚ 953 και 954 περ. 1 ΑΚ, στα οποία προβλέπεται:

`Αρθρο 1057 «Κτήση με ένωση. Αν κινητό ενωθεί με ακίνητο έτσι ώστε γα γίνει συστατικό του, η κυριότητα του ακινήτου εκτείνεται και στο κινητό», `Αρθρο 953: «Συστατικό. Συστατικό μέρος πράγματος που δεν μπορεί να αποχωριστεί από το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη αυτού του ιδίου ή του κυρίου πράγματος ή χωρίς αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού τους δεν μπορεί να είναι χωριστά αντικείμενο κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος», `Αρθρο 954: «Συστατικά του ακινήτου με την έννοια του προηγουμένου άρθρου είναι και 1. τα πράγματα που έχουν συνδεθεί σταθερά με το έδαφος, ιδίως οικοδομήματα 2. τα προϊόντα του ακινήτου εφόσον συνέχονται με το έδαφος 3. το νερό κάτω από το έδαφος και η πηγή 4. οι σπόροι μόλις σπαρθούν και τα φυτά μόλις φυτευτούν. Συστατικά του οικοδομήματος είναι όλα τα κινητά που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερσή του ή συναρμόστηκαν σ΄ αυτό».

Σε περίπτωση εκ νέου εκποιήσεως του δημοσίου κτήματος, στο νέο τίμημα περιλαμβάνεται, εκτός της ενδεχομένης άλλης αυξήσεως της αξίας του και η αύξηση της αξίας η οποία επήλθε από την ανέγερση των κτισμάτων, ενώ αποκλείεται οποιαδήποτε αξίωση του αρχικού παραχωρησιούχου για δαπάνες ανεγέρσεως (ΝΣΚ 277/1996, 629/1973, 756/1964, και Ο.π. Ε. ΔΩΡΗΣ, Τα Δημόσια Κτήματα)

2. Από όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι σε περίπτωση που η διοίκηση, κατόπιν αιτιολογημένης κρίσεως περί συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, προβεί σε εκ νέου απευθείας εκποίηση στην αρχική αγοράστρια, στο τίμημα το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 75 του Π.Δ. της 11/12.11.1929, θα συνυπολογισθεί τυχόν επαύξηση της αξίας του ακινήτου κατά το χρόνο που διέδραμε από της αρχικής εκποιήσεως, καθώς και η αύξηση η οποία προήλθε από κατασκευασθέντα επί του δημοσίου κτήματος ακίνητα.

Περαιτέρω στη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 7 του Π.Δ. της 11/12.11.1929, η οποία εφαρμόζεται αναλογικώς και επί απευθείας εκποιήσεως κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 98 αυτού (Γνωμδ ΝΣΚ 121/1997), προβλέπεται ότι σε περίπτωση που κατά την επανέκθεση σε δημοπρασία σε βάρος του τελευταίου πλειοδότου, επιτευχθεί μείζων τίμημα, είναι δυνατή, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων, η επιστροφή από το επιτευχθέν πλεόνασμα, μέρους ή του όλου των καταβληθεισών δόσεων.

Σημειώνεται ότι στην εισηγητική έκθεση του άρθρου 14 του Α.Ν. 1540/38, με το οποία αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 7, 8, 9, 10 και 11 του άρθρου 75 του Π.Δ. της 11/12.11.1929 αναφέρεται: «1) (..) 2) ότι εφόσον κατά την επαναληπτικήν δημοπρασίαν ήθελεν επιτευχθή μείζον τίμημα, επιτρέπεται εις την Διοίκησιν, όπως επιστρέψη εις τον αγοραστήν μέρος ή και το όλον των καταβληθεισών υπ΄ αυτού δόσεων. Η επιστροφή πασών των καταβληθεισών δόσεων δεν είναι δίκαιον να θεσπισθή, καθ΄ όσον είναι πιθανόν το μείζον τίμημα να επετεύχθη κατά την επαναληπτικήν δημοπρασίαν, ουχί απλώς και μόνον διότι προεκλήθη συναγωνισμός, αλλά διότι εν τω μεταξύ επήλθεν υπερτίμησις του ακινήτου (λόγω της διaνοίξεως οδών, εκτελέσεως άλλων έργων ή άλλης αιτίας), ην υπερτίμησιv δίκαιον είναι να καρπωθή το Δημόσιον. – Εις την Διοίκησιν συνεπώς εναπόκειται να κρίνη εν εκάστη συγκεκριμένη περιπτώσει περί του επιστρεπτέου, κατά την κρίσιν αγαθού ανδρός, ποσού (..)».

Από το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 75 παρ. 7, το σκοπό που επιδιώκεται με αυτήν και την αληθή βούληση του νομοθέτη, όπως αυτή ρητώς διατυπώθηκε στην εισηγητική έκθεση, προκύπτει ότι” και επί απευθείας εκποιήσεως, η επιστροφή ή μη καθώς και το ύψος του προς επιστροφή ποσού εναπόκειται στην κρίση της διοικήσεως και εξαρτάται τόσο από την ύπαρξη πλεονάσματος μεταξύ αρχικού και νέου τιμήματος όσο και από τους λόγους οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα την επίτευξη μεγαλυτέρου τιμήματος, καθώς κάθε αύξηση της αξίας του ακινήτου, οφειλόμενη σε υπερτίμηση – λόγω εκτελέσεως έργων, σε αύξηση της αγοραίας αξίας κλπ. πρέπει να καρπωθεί το Δημόσιο.

Ενόψει δε του ότι με την παρ. 7 του άρθρου 75 τίθεται ως όρος για ενδεχόμενη επιστροφή, η επίτευξη μείζονος τιμήματος και η κατόπιν τούτου έκδοση αποφάσεως του προβλεπομένου σ΄ αυτήν οργάνου, μετά από προηγούμενη γνώμη της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων, δεν είναι δυνατός ο συνυπολoγισμός μέρους ή του όλου των ήδη καταβληθεισών δόσεων στην τυχόν εκδοθησόμενη κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης περί εκ νέου εκποιήσεως.

IV. Λαμβάνοντας υπόψη όσα προεκτέθηκαν, το Β΄ τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε ομοφώνως ότι με βάση το διδόμενο ιστορικό, στο τεθέν ερώτημα αρμόζει η απάντηση ότι δεν είναι δυνατός ο συνυπολογισμός των δόσεων οι οποίες έχουν καταβληθεί ως τίμημα για απευθείας εκποίηση δημοσίου κτήματος προς επέκταση ξενοδοχειακής επιχειρήσεως, με βάση απόφαση η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 4377/1929 και το άρθρο 75 του Π.Δ. της 11/12-11-1929 «Περί Διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων» και ανακλήθηκε αυτοδικαίως λόγω μη

Εμπροθέσμου καταβολής της τελευταίας δόσεως, σε τυχόν εκδοθησόμενη Κ.Υ.Α περί εκ νέου εκποιήσεως του κτήματος στην ίδια αγοράστρια.