Π.Δ. 341/1997

Άρθρο 1

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Το οικονομικό έτος του Σ.Ο.Ε. αρχίζει την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους”.

2. Στο άρθρο 4 του Π.Δ. 226/1992 ο τίτλος “`Αρνηση παροχής υπηρεσιών-εξαίρεση” αντικαθίσταται σε “`Αρνηση παροχής υπηρεσιών – εξαίρεση – αντικατάσταση” και προστίθενται παράγραφοι 3 και 4 ως εξής:

“3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και σε περίπτωση που η εκλεγμένη εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών αποποιείται την ανάληψη ή τη συνέχιση του τακτικού ελέγχου μιας οικονομικής μονάδας ή ο ελεγχόμενος ανακαλεί την εκλογή συγκεκριμένης εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών”.

“4. Κάθε εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών μπορεί να ζητήσει από το Εποπτικό Συμβούλιο την έγκριση αντικατάστασης του απ΄ αυτή διορισμένου ελεγκτή μιας οικονομικής μονάδας. Το Εποπτικό Συμβούλιο εγκρίνει την αντικατάσταση αν κρίνει, από τα τιθέμενα υπόψη του στοιχεία, ότι ο ελεγκτής έπαυσε να πληρεί τις προϋποθέσεις του παρόντος Π.Δ. ή ότι η παραμονή του στην ελεγχόμενη μονάδα αποβαίνει επιζήμια γι΄ αυτή ή για την εταιρία ή κοινοπραξία που τον διόρισε ή για τον ελεγκτικό θεσμό γενικότερα”.

3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές έχουν πλήρη τα δικαιώματα και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του μέλους του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών και ασκούν ελευθέρως και υπό ιδία ευθύνη τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 του παρόντος. Η ανάληψη και εκτέλεση των ελέγχων της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18”.

4. Η παράγραφος 4 του άρθρου 8 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Η θητεία του Προέδρου και των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου, που σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.4 είναι τριετής, δύναται να ανανεούται. Εκλιπόντος ή αποχωρήσαντος του Προέδρου ή μέλους του Εποπτικού Συμβουλίου, ο αναπληρωτής του για το υπόλοιπο της θητείας εκλέγεται με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου”.

5. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“δ. Κανονίζει τα της διεξαγωγής των εξετάσεων για τη, σύμφωνα με τις διατάξεις του επόμενου άρθρου 10, εισδοχή στο Σ.Ο.Ε. νέων Ορκωτών Ελεγκτών ή για την προαγωγή στην επόμενη βαθμίδα των Ασκούμενων, Δόκιμων και Επίκουρων Ορκωτών Ελεγκτών”.

6. Στο άρθρο 10 του Π.Δ. 226/1992 γίνονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις και προσθήκες:

α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

“Στη βαθμίδα του Δόκιμου Ορκωτού Ελεγκτή διορίζεται ο Ασκούμενος Ορκωτός Ελεγκτής, εφόσον έχει ασκήσει αποδεδειγμένα ελεγκτικό έργο επί διετία στη βαθμίδα του Ασκούμενου και επιτύχει στις εξετάσεις επί όλων των θεμάτων της ενότητας Α΄, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του παρόντος”.

β. Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Στη βαθμίδα του Επίκουρου Ορκωτού Ελεγκτή διορίζεται ο Δόκιμος Ορκωτός Ελεγκτής, εφόσον έχει ασκήσει αποδεδειγμένα ελεγκτικό έργο επί τριετία στη βαθμίδα του Δόκιμου και έχει επιτύχει στις εξετάσεις των θεμάτων της ενότητας Β΄, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του παρόντος”.

γ. Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Στη βαθμίδα του Ορκωτού Ελεγκτή διορίζεται ο Επίκουρος Ορκωτός Ελεγκτής εφόσον έχει ασκήσει αποδεδειγμένα ελεγκτικό έργο επί τριετία στη βαθμίδα του Επίκουρου και έχει επιτύχει στις εξετάσεις της ενότητας Γ΄, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του παρόντος”.

7. Στο άρθρο 11 του Π.Δ. 226/1992 γίνονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

α. Η παράγραφος 2, όπως αναριθμήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του Π.Δ. 121/1993 (ΦΕΚ 53Α) και τροποποιήθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 2 του ιδίου διατάγματος αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Οι γνώσεις των υποψηφίων εξετάζονται στους ακόλουθους τομείς, σε τρείς ενότητες”:

ΕΝΟΤΗΤΑ Α

(α) Λογιστική 1 (Γενική λογιστική και λογιστική εταιριών) .

(β) Ελεγκτική 1 (Αρχές και μέθοδοι της Ελεγκτικής).

(γ) Φορολογία 1 (Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων).

(δ) Στοιχεία Αστικού και Εμπορικού Δικαίου.

(ε) Μαθηματικά και Στατιστικές Μέθοδοι.

(στ) Μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πλην της Ελληνικής, της οποίας να αποδεικνύεται η επαρκής γνώση και ικανότητα χρησιμοποιήσεως της.

(ζ) Οικονομική των επιχειρήσεων, πολιτική οικονομία και χρηματοοικονομικά.

(η) Βασικές αρχές της οικονομικής διαχείρισης των επιχειρήσεων.

ΕΝΟΤΗΤΑ Β

(θ) Λογιστική 2 (Βιομηχανική και Διοικητική λογιστική).

(ι) Λογιστικά Πρότυπα και Σχέδια (Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο, Κλαδικά Εθνικά Λογιστικά Σχέδια, Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα).

(ια) Δίκαιο Εταιριών και Πτωχευτικό Δίκαιο.

(ιβ) Λογιστικές Εφαρμογές της Πληροφορικής

(ιγ) Ελεγκτική 2 (Εσωτερικός έλεγχος).

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ

(ιδ) Ελεγκτική 2 (Διαμόρφωση και διατύπωση πορισμάτων ελέγχου, ειδικοί έλεγχοι, επαγγελματική δεοντολογία).

(ιε) Λογιστική 3 (Ανάλυση οικονομικών καταστάσεων).

(ιστ) Φορολογία 2 (Εξειδικευμένα θέματα φορολογίας εισοδήματος και λοιποί φόροι).

(ιζ) Εργατικό δίκαιο (συμπεριλαμβανομένου του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως).

(ιη) Λογιστική 4 (Ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις)”.

β. Η παράγραφος 4, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 6, του άρθρου 2 του Π.Δ. 121/1993, αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Τα υπό στοιχεία (γ), (δ), (ια), (ιστ) και (ιζ) γνωστικά αντικείμενα περιλαμβάνονται στην ειδική γραπτή δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται οι επιθυμούντες την εγγραφή τους στο ελληνικό Μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5του άρθρου 10, για την άσκηση του επαγγέλματος τους στην Ελλάδα”.

γ. Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:

“5. Οι εξετάσεις για το διορισμό στις βαθμίδες του Δόκιμου Ορκωτού Ελεγκτή, του Επίκουρου Ορκωτού Ελεγκτή και του Ορκωτού Ελεγκτή περιλαμβάνουν, αντίστοιχα, όλα τα θέματα των ενοτήτων Α, Β και Γ.

Κάθε έτος, οι ενδιαφερόμενοι που διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα, προϋποθέσεις και προϋπηρεσία, μπορούν να εξετάζονται στις αντίστοιχες ενότητες γνωστικών αντικειμένων κατά την παραπάνω σειρά.

Οι αποτυχόντες τρείς φορές στις εξετάσεις μιας ενότητας αποκλείονται των περαιτέρω εξετάσεων”.

8. Η παράγραφος 3 του άρθρου 13 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Στο Μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών εγγράφονται τα πρόσωπα της παραγράφου 5 του άρθρου 10, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από την παράγραφο αυτή. Για την εγγραφή τους αποφασίζει το Εποπτικό Συμβούλιο”.

9. Η παράγραφος 4 του άρθρου 13 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Πίνακας με τις επωνυμίες και τις διευθύνσεις όλων των εταιριών ή κοινοπραξιών ελεγκτών, που είναι εγγεγραμμένες στο ειδικό μητρώο της επόμενης παραγράφου 5, καθώς και πίνακας μετά ονόματα των Ορκωτών Ελεγκτών της κάθε εταιρίας ή κοινοπραξίας βρίσκεται στη διάθεση του κοινού, στην έδρα και στα τυχόν άλλα γραφεία του Σ.Ο.Ε.”.

10. Στο άρθρο 14 του Π.Δ. 226/1992 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:

“5. Οι ελληνικές ανώνυμες εταιρίες που δεν υπόκεινται στον υποχρεωτικό έλεγχο Ορκωτών Ελεγκτών, μπορούν να εκλέγουν τους τακτικούς ελεγκτές τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18. Στην περίπτωση αυτή, η εκλεγόμενη εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών μπορεί να διορίζει ένα μόνο Ορκωτό Ελεγκτή προς διενέργεια του τακτικού ελέγχου, αντί των προβλεπόμενων δύο τουλάχιστον τακτικών ελεγκτών.

Οι διατάξεις των άρθρων 16 και 18 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και σε κάθε περίπτωση που η ελεγχόμενη μονάδα χρησιμοποιεί προαιρετικά τις υπηρεσίες Ορκωτού Ελεγκτή για τη διενέργεια τακτικού ελέγχου επί της οικονομικής διαχειρίσεως και των οικονομικών καταστάσεων της”.

11. Στο άρθρο 15 του Π.Δ. 226/1992 γίνονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις και προσθήκες:

α. Στο τέλος της παραγράφου 2 προστίθενται τα εξής: “Δεν είναι ασυμβίβαστη με το επάγγελμα του Ορκωτού Ελεγκτή η διενέργεια ειδικού ελέγχου επί ορισμένων θεμάτων. Ο διενεργήσας τον ειδικό έλεγχο καθώς και εταιρία ή Κοινοπραξία Ελεγκτών της οποίας είναι αυτός εταίρος, διαχειριστής ή μέτοχος αποκλείονται της ασκήσεως του τακτικού ελέγχου της οικονομικής διαχειρίσεως και των οικονομικών καταστάσεων της επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή οργανισμού του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα όπου διενεργήθηκε ο ειδικός έλεγχος κατά τη διάρκεια του και ένα έτος μετά την περάτωση του. Ως ειδικός έλεγχος επί ορισμένων θεμάτων νοείται κυρίως η διενέργεια ειδικής πραγματογνωμοσύνης κατ΄ εντολή δικαστηρίου και η αναμόρφωση ή προσαρμογή των λογαριασμών και των οικονομικών καταστάσεων προς αλλοδαπά ή διεθνή λογιστικά και ελεγκτικά πρότυπα, β. Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής: “4. Απαγορεύεται στον Ορκωτό Ελεγκτή η ατομικώς ή δια τρίτου ανάληψη και διενέργεια οποιασδήποτε ελεγκτικής ή άλλης εργασίας, που δεν του ανατέθηκε από εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών στην οποία ανήκει.

Επίσης, απαγορεύεται σε κάθε εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών, η ασφαλιστική κάλυψη αυτής ή των μετόχων, εταίρων ή κοινοπρακτούντων μελών της, σε ελεγχόμενη απ΄ αυτή ασφαλιστική εταιρία για ευθύνη αναφερόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 19”.

12. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 17 του Π.Δ. 226/1992 γίνονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις και προσθήκες:

α. Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής: “Το Εποπτικό Συμβούλιο εγγράφει στην ιδιαίτερη μερίδα του μητρώου της παραγράφου 5 του άρθρου 13 μόνο τις εταιρίες ή κοινοπραξίες δύο τουλάχιστον Ορκωτών Ελεγκτών (ελεγκτικούς φορείς) που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις”.

β. Προστίθενται οι ακόλουθες διατάξεις με σημεία γ και δ:

“γ) Η εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών πρέπει να έχει πλήρη οικονομική και λειτουργική αυτοτέλεια και ανεξαρτησία από οποιοδήποτε ελεγχόμενο ή άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο, καθώς και επαρκή δύναμη σε ελεγκτικό προσωπικό για την καλή και έγκαιρη εκτέλεση των αναλαμβανομένων ελέγχων.

δ) Αντίγραφο του αρχικού και κάθε τροποποίησης καταστατικού ή άλλου ανάλογου ή σχετικού εγγράφου, που κανονίζει και διέπει τα της εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών, υποβάλλεται στο Εποπτικό Συμβούλιο, μαζί με ονομαστικό κατάλογο που περιλαμβάνει τους αριθμούς μητρώου Σ.Ο.Ε. όλων των μετόχων ή εταίρων ή κοινοπρακτούντων μελών της, καθώς και όλων των λοιπών Ορκωτών Ελεγκτών και των Επίκουρων, των Δόκιμων και των Ασκούμενων Ορκωτών Ελεγκτών, που ανήκουν στη δύναμη του ελεγκτικού προσωπικού της και παρέχουν αποκλειστικά σ΄ αυτή τις υπηρεσίες τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή με σχέση εξαρτημένης εργασίας”.

13. Το άρθρο 18 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 18

Ανάθεση του ελέγχου – Αμοιβή

1 α. Για κάθε τακτικό έλεγχο της παραγράφου 1 του άρθρου 3, τα κατά νόμον αρμόδια όργανα εκλέγουν σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις μία τουλάχιστον από τις εταιρίες ή κοινοπραξίες ελεγκτών που είναι εγγεγραμμένες στο ειδικό Μητρώο της παραγράφου 5 του άρθρου 13, η οποία αναθέτει την ευθύνη του συγκεκριμένου ελέγχου σε έναν τουλάχιστον Ορκωτό Ελεγκτή, διορίζοντας τον για το σκοπό αυτό με τον αναπληρωματικό του. β. Κάθε οικονομική μονάδα που υπόκεινται στην υποχρέωση τακτικού ελέγχου μπορεί να ζητήσει από μία ή περισσότερες εταιρίες ή κοινοπραξίες ελεγκτών πίνακα των Ορκωτών Ελεγκτών, που ανήκουν στη δύναμη της. Από τον πίνακα αυτό, η προς έλεγχο μονάδα μπορεί να προτείνει στην εκλεγόμενη εταιρία ή κοινοπραξία το διορισμό ενός ή περισσοτέρων Ορκωτών Ελεγκτών, με τους αναπληρωματικούς τους. Η εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών αποφασίζει για την αποδοχή ή μη της πρότασης αυτής.

γ. Η κατά τα άνω εκλογή εταιρίας ή κοινοπραξίας και ο διορισμός Ορκωτού Ελεγκτή ή Ελεγκτών, υπόκειται στις ρυθμίσεις και τους περιορισμούς των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

2. Κατά την ανάληψη των ελέγχων που προβλέπονται από την προηγούμενη παράγραφο 1 διασφαλίζεται η ανεξαρτησία από την ελεγχόμενη μονάδα, τόσο της εκλεγόμενης εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών, όσο και του διοριζόμενου τακτικού ελεγκτή, καθώς και η δυνατότητα καλής και έγκαιρης εκτέλεσης του κάθε αναλαμβανόμενου ελέγχου. Ειδικότερα:

α. Η ανάληψη οποιουδήποτε τακτικού ελέγχου γίνεται με την προϋπόθεση ότι η αμοιβή του συγκεκριμένου ελέγχου δεν υπερβαίνει το ένα δέκατο του συνόλου των εσόδων που πραγματοποίησε η εκλεγόμενη εταιρία ή κοινοπραξία κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δωδεκάμηνης διαχειριστικής χρήσης. Κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης αυτής από κάθε εταιρία ή κοινοπραξία εγγραφόμενη στο Μητρώο του Σ.Ο.Ε., ως σύνολο εσόδων της προηγούμενης δωδεκάμηνης διαχειριστικής χρήσης της λαμβάνεται το γινόμενο του συνόλου της ανώτατης επιτρεπόμενης ετήσιας απασχόλησης των Ορκωτών Ελεγκτών και του βοηθητικού ελεγκτικού προσωπικού της, επί το εκάστοτε ισχύον ενιαίο ωρομίσθιο της ίδια εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών.

β. Η ανάθεση του τακτικού ελέγχου μιας οικονομικής μονάδας σε συγκεκριμένο Ορκωτό Ελεγκτή γίνεται για μια διαχειριστική χρήση και δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται για περισσότερες από πέντε (5) συνεχείς ή διακεκομμένες χρήσεις, που λήγουν ύστερα από την 30η Ιουνίου 1997, εκτός αν έχει παρέλθει τριετία από την έκδοση του τελευταίου Πιστοποιητικού Ελέγχου του στη μονάδα αυτή. Κατ΄ εξαίρεση, το Εποπτικό Συμβούλιο μπορεί να εγκρίνει το διορισμό του ίδιου Ορκωτού Ελεγκτή για μια επιπλέον χρήση, εφόσον κρίνει την παράταση αυτή αναγκαία. Επίσης, για μια τριετία ύστερα από τη λήξη αναστολής χορηγηθείσας κατά τις διατάξεις του άρθρου 22, απαγορεύεται η από μέρους του επανερχόμενου μέλους του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών ανάληψη του τακτικού ελέγχου οικονομικής μονάδας ή συνδεμένης με αυτή επιχείρησης, στην οποία το μέλος αυτό είχε προσφέρει υπηρεσίες με οποιονδήποτε τρόπο κατά τη διάρκεια της αναστολής του.

γ. Η συνολική απασχόληση Ασκούμενου ή Ασκούμενων Ορκωτών Ελεγκτών σε κάθε συγκεκριμένο έλεγχο δεν υπερβαίνει το σύνολο των ωρών απασχόλησης του Ορκωτού Ελεγκτή και του λοιπού ελεγκτικού προσωπικού του στον ίδιο έλεγχο.

3α. Στην κατά την παράγραφο 1 εκλεγόμενη εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών αποστέλλεται έγγραφη ειδοποίηση – εντολή από τη διοίκηση της προς έλεγχο μονάδας, μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την ημερομηνία της εκλογής. Στην εντολή περιλαμβάνεται και το όνομα ή τα ονόματα των Ορκωτών Ελεγκτών, που ενδεχομένως προτείνονται από την προς έλεγχο μονάδα.

β. Η εκλεγόμενη εταιρία ή κοινοπραξία οφείλει να αποποιηθεί αμέσως την εκλογή της, αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των περιπτ. α΄ ή γ΄ της προηγούμενης παραγράφου 2, γνωστοποιώντας την αποποίηση της και στο Εποπτικό Συμβούλιο. Η παράλειψη της υποχρέωσης αυτής συνεπάγεται την επιβολή χρηματικής ποινής σε βάρος της εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών από δρχ. πέντε εκατομμύρια (5.000.000) μέχρι το τριπλάσιο της ελάχιστης αμοιβής ελέγχου, όπως αυτή προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 6. Για την παράλειψη και την έκταση της χρηματικής ποινής αποφασίζει το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

γ. Αν η εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών δεν αποποιείται τον έλεγχο, οφείλει μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της εντολής να γνωστοποιήσει στην προς έλεγχο μονάδα και στο Εποπτικό Συμβούλιο το όνομα του Ορκωτού Ελεγκτή ή Ελεγκτών, στους οποίους ανέθεσε την ευθύνη του συγκεκριμένου ελέγχου, καθώς και τις προϋπολογιζόμενες ώρες πραγματοποίησης του ελέγχου αυτού.

Οι ώρες αυτές, συνυπολογιζόμενων και των ωρών άλλων τακτικών ελέγχων που έχουν ήδη ανατεθεί σε ένα Ορκωτό Ελεγκτή και πρέπει να πραγματοποιηθούν μέσα στη δωδεκάμηνη περίοδο από 1ης Ιουλίου εκάστου έτους μέχρι την 30η Ιουνίου του επόμενου, δεν μπορεί να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο ετήσιο απασχόλησης του ιδίου και του απ΄ αυτόν απασχολούμενου ελεγκτικού προσωπικού, όπως το όριο αυτό καθορίζεται από το Εποπτικό Συμβούλιο. Τυχόν υπέρβαση του πιο πάνω ορίου, συνεπάγεται την επιβολή χρηματικής ποινής σε βάρος της εταιρίας ή κοινοπραξίας, από δρχ. πέντε εκατομμύρια (5.000.000) μέχρι το τριπλάσιο της αμοιβής που αντιστοιχεί στις καθ΄ υπέρβαση ανατεθείσες ώρες ελέγχου, η οποία αποφασίζεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

4. Ο Ορκωτός Ελεγκτής που διορίστηκε για τον τακτικό έλεγχο έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του άρθρου 16 και υπογράφει το σχετικό Πιστοποιητικό ή την Έκθεση Ελέγχου επ΄ ονόματί του και για λογαριασμό της εταιρίας ή κοινοπραξίας που του ανέθεσε τον έλεγχο. Αντίγραφο των δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων αποστέλλεται από τον Ορκωτό Ελεγκτή στο Εποπτικό Συμβούλιο, μέσα σε δύο μήνες από την έκδοση του Πιστοποιητικού Ελέγχου, μαζί με ανάλυση των ωρών απασχόλησης του ιδίου και του καθενός από το βοηθητικό προσωπικό του στο συγκεκριμένο έλεγχο.

5. Αν ο τακτικός έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων μιας οικονομικής μονάδας ανατίθεται σε δύο ή περισσότερους τακτικούς ελεγκτές που διορίστηκαν από μία ή περισσότερες εταιρίες ή κοινοπραξίες ελεγκτών, οι ελεγκτές διενεργούν από κοινού τον έλεγχο και ευθύνονται εις ολόκληρον για κάθε βλάβη από τη χρήση του Πιστοποιητικού Ελέγχου. Οι ελεγκτές εκδίδουν ενιαίο Πιστοποιητικό Ελέγχου, στο οποίο διαχωρίζουν τη γνώμη τους σε περίπτωση διαφωνίας.

6. Η μείωση της αμοιβής ελέγχου της παραγράφου 1 του άρθρου 3, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, απαγορεύεται.

Ειδικότερα:

α. Με γενικές ή ειδικές αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου, καθορίζονται ετησίως οι ελάχιστες ώρες πραγματοποίησης του τακτικού ελέγχου της κάθε μονάδας ή κατηγορίας μονάδων, οι οποίες πραγματοποιούνται μόνο από μέλη του Σ.Ο.Ε. εγγεγραμμένα στα οικεία Μητρώα του άρθρου 13.

Για τον καθορισμό των ωρών αυτών, το Εποπτικό Συμβούλιο λαμβάνει ιδίως υπόψη τα δεδομένα της απαιτούμενης χρονικής απασχόλησης στη συγκεκριμένη ή σε παρεμφερείς μονάδες, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από τους τακτικούς ελέγχους του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, καθώς και το αντικείμενο των εργασιών τους, το σύνολο ενεργητικού και τον ετήσιο κύκλο εργασιών και τον αριθμό του απασχολούμενου προσωπικού τους.

β. Οι κατά τα ανωτέρω προσδιοριζόμενες ώρες, καθώς και το ελάχιστο μέσο ενιαίο ωρομίσθιο, που ισχύει κάθε φορά για την απασχόληση του Ορκωτού Ελεγκτή και του βοηθητικού ελεγκτικού προσωπικού του, βρίσκονται στη διάθεση των εταιριών ή κοινοπραξιών ελεγκτών.

γ. Κάθε εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών μπορεί να διαφοροποιεί το μέσο ενιαίο ωρομίσθιο απασχόλησης των ελεγκτών της σε τιμή μεγαλύτερη του καθοριζόμενου από το Εποπτικό Συμβούλιο ελάχιστου ύψους του, με την προυπόθεση ότι η διαφοροποίηση αυτή γνωστοποιείται στο Εποπτικό Συμβούλιο και ισχύει γενικά για όλους τους τακτικούς ελέγχους που αναλαμβάνονται από την εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών ύστερα από την ημερομηνία της παραπάνω γνωστοποίησης.

δ. Η υπέρβαση των προϋπολογιζόμενων ωρών πραγματοποίησης τακτικού ελέγχου, που συνεπάγεται την αύξηση της αμοιβής ελέγχου, επιτρέπεται πάντοτε με την προϋπόθεση ότι αυτή έχει γίνει αποδεκτή από την ελεγχόμενη μονάδα.

ε. Το Εποπτικό Συμβούλιο παρακολουθεί τη νομιμότητα της ανάθεσης των τακτικών ελέγχων, καθώς και τις τιμολογούμενες αμοιβές και ερευνά κάθε περίπτωση έκπτωσης ή επιστροφής της κατά τις διατάξεις αυτής της παραγράφου προσδιοριζόμενης ελάχιστης αμοιβής ελέγχου. Για το σκοπό αυτό το Εποπτικό Συμβούλιο μπορεί να καλεί κάθε εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών να του υποβάλει τα κατά την κρίση του στοιχεία ή να αποφασίζει για τη διενέργεια ειδικού λογιστικού ελέγχου επί των βιβλίων και στοιχείων της, διενεργουμένου από διμελή τουλάχιστον Επιτροπή που συγκροτεί από μέλη του Εποπτικού και του Επιστημονικού Συμβουλίου. Στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι, με οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο τρόπο, έχει γίνει διαφοροποίηση της αμοιβής τακτικού ελέγχου κάτω της ελαχίστης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει για την επιβολή χρηματικής ποινής σε βάρος της υπεύθυνης εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών, από δρχ. πέντε εκατομμύρια (5.000.000) κατ΄ ελάχιο τον μέχρι το εικοσαπλάσιο του ποσού της διαφοροποίησης. Σε περίπτωση υποτροπής, η επιβαλλόμενη νέα χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από το τριπλάσιο της προηγούμενης.

7. Κάθε ανάθεση τακτικού ελέγχου καταχωρίζεται σε ειδικές μερίδες κατά Ορκωτό Ελεγκτή και εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών, τις οποίες τηρεί το Εποπτικό Συμβούλιο για την παρακολούθηση, τόσο της προσωπικής συμμετοχής του Ορκωτού Ελεγκτή στους ανατιθέμενους σ΄ αυτόν ελέγχους και της τήρησης του καθοριζόμενου από το Εποπτικό Συμβούλιο ανώτατου ορίου ετήσιας απασχόλησης του κάθε Ορκωτού Ελεγκτή και του ελεγκτικού προσωπικού του, όσο και της τήρησης των λοιπών διατάξεων της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου. Η μη έγκαιρη συμμόρφωση εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών στις επιβαλλόμενες σε βάρος της χρηματικές ποινές, πέρα από τις διαδικασίες της παραγράφου 1 του πιο κάτω άρθρου 23, επισύρει και την ποινή της πρόσκαιρης διαγραφής, μέχρι ενός έτους, των μελών της διοίκησης ή διαχείρισης της από το μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών, η οποία αποφασίζεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο”.

14. Στο άρθρο 19 το Π.Δ. 226/1992 προστίθεται η εξής παράγραφος 3:

“3. Κάθε εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών μπορεί, αντί της εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου 2, να έχει επενδύσει σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου, τοποθετημένους επ΄ ονόματί της σε τράπεζα νομίμως λειτουργούσα στην Ελλάδα, ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από το δεκαπλάσιο των συνολικών εκάστοτε ετήσιων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου, υποβάλλοντας αντίγραφο του σχετικού αποδεικτικού ή αποδεικτικών στη Γραμματεία του Εποπτικού Συμβουλίου. Η τοποθέτηση αυτή προορίζεται για κάλυψη της ευθύνης της εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών για αποζημίωση οποιουδήποτε ζημιωθέντος φυσικού ή νομικού προσώπου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παραπάνω παράγραφο 1. Το Εποπτικό Συμβούλιο δικαιούται να ζητεί οποτεδήποτε, είτε αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αν εφαρμόζεται η παράγραφος 2, είτε απευθείας επιβεβαιώσεις των τραπεζών αναφορικά με το τρέχον ύψος των προαναφερομένων τοποθετήσεων της κάθε εταιρίας η κοινοπραξίας ελεγκτών, η οποία και οφείλει να επιτρέπει τις επιβεβαιώσεις αυτές”.

15. Το άρθρο 20 του Π.Δ. 226/1992 τροποποιείται ως εξής:

α. Η παρ.1 του άρθρου 20 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου επί των μελών του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών συγκροτείται τριμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο. Τούτο αποτελείται από (α) έναν εν ενεργεία ή πρώην δικαστικό λειτουργό ως Πρόεδρο, (β) ένα μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου οριζόμενο με τον αναπληρωτή του από το Εποπτικό Συμβούλιο και (γ) έναν Ορκωτό Ελεγκτή εκλεγόμενο με τον αναπληρωτή του από τη Γεν. Συνέλευση του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών.

Ο Πρόεδρος διορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Εθν. Οικονομίας αφού ακολουθηθεί η διαδικασία της παρ.3 του άρθρου 41 του Ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35Α) εάν ο διοριζόμενος είναι εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός”.

β. Προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

“6. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και στις εταιρίες ή κοινοπραξίες του άρθρου 17, πλην των ποινών της πιο πάνω παραγράφου 4, αν προβλέπονται διαφορετικές από άλλες διατάξεις”.

16. Η περίπτωση ε της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Π.Δ. 226/1992, αντικαθίσταται ως εξής:

“ε. Συμπληρώσει το 70ο έτος της ηλικίας του ή έχει συνταξιοδοτηθεί ενωρίτερα”.

17. Η παράγραφος 3 του άρθρου 22 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Η εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών που είναι εγγεγραμμένη στο ειδικό Μητρώο της παραγράφου 5 του άρθρου 13, μπορεί να ζητήσει από το Εποπτικό Συμβούλιο την πρόσκαιρη διακοπή ασκήσεως του επαγγέλματος Ορκωτού Ελεγκτή, Επίκουρου ή Δοκίμου, αν αυτός, για αποδεδειγμένους λόγους υγείας, αδυνατεί να εκτελέσει ελεγκτικό έργο για συνεχές χρονικό διάστημα που διαρκεί περισσότερο από δύο μήνες. Για τους λόγους και το χρόνο της διακοπής αποφαίνεται το Εποπτικό Συμβούλιο με βάση τα προσκομιζόμενα στοιχεία. Αν το Εποπτικό Συμβούλιο εγκρίνει τη διακοπή, αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει για συνεχές ή διακεκομμένο χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας ή για όσο μικρότερο χρονικό διάστημα έπαυσαν να συντρέχουν οι λόγοι εγκρίσεως της διακοπής”

18. Η παράγραφος 1 του άρθρου 23 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Πόροι του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών είναι:

α) Εισφορά 2% επί των αμοιβών που τιμολογούνται και εισπράττονται από τις εταιρίες ή κοινοπραξίες ελεγκτών. Με αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου η εισφορά αυτή μπορεί να αυξάνεται μέχρι 3% όταν η αύξηση είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση των προβλεπόμενων δαπανών του Σ.Ο.Ε.

β) Οι εισφορές των Ορκωτών, των Επικούρων και των Δοκίμων Ορκωτών Ελεγκτών που καθορίζονται εκάστοτε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Σώματος.

γ) Οι χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 18 και την παράγραφο 4 του άρθρου 20.

δ) Οι προς το Σώμα δωρεές, κληροδοσίες και κρατικές ή κοινοτικές επιχορηγήσεις.

ε) Τα έσοδα εκ της διαθέσεως βιβλίων, εντύπων και εν γένει εκδόσεων του Σώματος.

στ) Τα εισοδήματα εκ της καθ΄ οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλεύσεως της κινητής ή ακινήτου περιουσίας αυτού.

Τα υπό στοιχεία α, β και γ έσοδα αποδίδονται ευθέως στην οικονομική υπηρεσία του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών ανά ημερολογιακό τρίμηνο, και εντός του επόμενου μήνα, με ευθύνη των εταιριών ή κοινοπραξιών ελεγκτών, της ευθύνης τους καλυπτούσης και τις εισφορές και τα πρόστιμα που οφείλονται από τους συμμετέχοντες Ορκωτούς Ελεγκτές και τους απασχολούμενους Επίκουρους και Δόκιμους Ορκωτούς Ελεγκτές. Καθυστερημένες εισφορές, χρηματικές ποινές και πρόστιμα των πιο πάνω περιπτώσεων α, β και γ, εισπράττονται αναγκαστικώς κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Ως εκτελεστός τίτλος χρησιμεύει απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου διαπιστούσα την οφειλή”.

19. Στο άρθρο 23 του Π.Δ. 226/1992 προστίθεται παράγραφο 4 ως εξής:

“4. Με αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου καθορίζεται το κατώτατο εισόδημα διαβίωσης των Ορκωτών Ελεγκτών, Επικούρων και Δοκίμων, για όσο χρόνο τελούν σε πρόσκαιρη διακοπή του επαγγέλματος τους σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 22. Το εισόδημα αυτό καταβάλλεται από το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών, αντλούμενο από τους πόρους του παρόντος άρθρου, στο μέτρο που δεν καλύπτεται από το Λογαριασμό Υγείας Μελών του Σ.Ο.Ε.”.

20. Στο παράρτημα 1 του Π.Δ. 226/1992, η περίπτωση α της παραγράφου 3 αντικαθίσταται ως εξής: “α) Ουδείς διορίζεται στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών, αν δεν έχει το προσήκον ήθος”.

Άρθρο 2
Το άρθρο 1 του Π.Δ. 227/1992 (ΦΕΚ 120 Α) αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 1

Όπου στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται υποχρεωτικός έλεγχος της οικονομικής διαχειρίσεως Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης από Ορκωτούς Ελεγκτές, ο έλεγχος ανατίθεται σε εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών που είναι εγγεγραμμένη στο ειδικό Μητρώο του άρθρου 13 του Π.Δ. 226/1992. Η ανάθεση του τακτικού ελέγχου και η αμοιβή γι΄ αυτόν διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 18 του ιδίου προεδρικού διατάγματος και τις τυχόν ειδικότερες διατάξεις που διέπουν την υποκείμενη στον έλεγχο οικονομική μονάδα”.

Άρθρο 3

1. Το Εποπτικό Συμβούλιο διαγράφει από το Μητρώο της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του Π.Δ. 226/1992 κάθε εταιρία ή κοινοπραξία η οποία μετά την παρέλευση ενός έτους από της δημοσιεύσεως του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν πληρεί όλες τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Π.Δ. 226/1992, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιείται με τις διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 1 του παρόντος.

2. Οι διατάξεις του παρόντος αρχίζουν να ισχύουν από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η διάταξη της παραγράφου 2, περιπτώσεις α και γ, του άρθρου 18 του Π.Δ. 226/1992, όπως το άρθρο αυτό αντικαθίσταται με την παράγραφο 13 του άρθρου 1 του παρόντος, αρχίζουν να εφαρμόζονται για κάθε τακτικό έλεγχο που αναλαμβάνεται μετά την 31η Δεκεμβρίου 1997.

 

Στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος.

Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 1997

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ