Νόμος 141 ΦΕΚ Α΄179/28.8.1975
Περί αναθεωρήσεως των κατά το Ν.Δ. 2687/1953 εγκριτικών πράξεων και αναθεωρήσεως ή λύσεως των κατά το αυτό Νομοθετικόν Διάταγμα συμβάσεων της δικτατορικής περιόδου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμε

Άρθρον 1

1. Εγκριτικαί πράξεις, υφ` οιονδήποτε νομοθετικόν ή διοικητικόν τύπον, εκδοθείσαι κατά το χρονικόν διάστημα από 21 Απριλίου 1967 μέχρι και 23 Ιουλίου 1974, αφορώσαι εις επενδύσεις βάσει του Ν.Δ. 2687/1953 “περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού”, ως συνεπληρώθη, δύναται να αναθεωρηθούν υπό τους όρους του παρόντος νόμου και κατά την κατωτέρω οριζομένην διαδικασίαν.

2. Εις αναθεώρησιν δύνανται να υπαχθούν αι διατάξεις των ως άνω εγκριτικών πράξεων, εφ` όσον αύται αντίκεινται εις το Σύνταγμα ή τους νόμους ή περιέχουν χαριστικάς διατάξεις ή είναι αντίθετοι προς τα χρηστά ήθη ή, γενικώτερον, είναι οπωσδήποτε επιβλαβείς εις τα συμφέροντα του Δημοσίου ή του καταναλωτικού κοινού ή της Εθνικής Οικονομίας.

3. Η αναθεώρησις εκάστης των ως άνω εγκριτικών πράξεων προτείνεται δι` εγγράφου του Υπουργού Συντονισμού και Προγραμματισμού, εκδιδομένου εντός τριμήνου αποκλειστικής προθεσμίας από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, μετ` απόφασιν της Οικονομικής Επιτροπής, απευθυνομένου προς το εις ό αφορά αύτη φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον και κοινοποιουμένου εις τούτο επί αποδείξει ή αν τούτο δεν έχη κατοικίαν ή διαμονήν ή γραφείον εν Ελλάδι, προς τον εν Ελλάδι αντίκλητον αυτού ή εκπροσωπούντα τούτο. Αν ουδείς εκπροσωπή εν Ελλάδι το ως άνω φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, το έγγραφον κοινοποιείται προς αυτό εις την δηλωθείσαν υπ` αυτού εν τη αλλοδαπή διεύθυνσίν του επί αποδείξει διά του οικείου Ελληνικού Προξενείου. Εάν τούτο δεν ανευρίσκεται εις την εν λόγω διεύθυνσιν, και δεν είναι γνωστή η διεύθυνσίς του, το έγγραφον επιδίδεται κατά τας περί επιδόσεως εις αγνώστου διαμονής πρόσωπα κειμένας διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Η μετά την πάροδον της ως άνω τριμήνου προθεσμίας κοινοποίησις του εγγράφου εις τον ενδιαφερόμενον ή τον εκπρόσωπόν του δεν βλάπτει το κύρος του εγγράφου, αρκεί τούτο να έχη εκδοθή εμπροθέσμως.

4. Διά του ως άνω εγγράφου καλείται ο ενδιαφερόμενος προς συζήτησιν επί των αναθεωρητέων όρων της εγκριτικής πράξεως. Εν τω εγγράφω περιλαμβάνονται αριθμητικώς ή περιληπτικώς οι αναθεωρητέοι όροι της εγκριτικής πράξεως, μη απαιτουμένης αιτιολογήσεως της προτεινομένης αναθεωρήσεως.

5. Ο προς ον απευθύνεται το έγγραφον ενδιαφερόμενος δικαιούται όπως δηλώση εάν κατ` αρχήν αποδέχεται την αναθεώρησιν της εγκριτικής πράξεως, προσφερόμενος εις διαπραγματεύσεις προς τούτο. Η δήλωσις γίνεται δι` εγγράφου, πρωτοκολλουμένου ή επιδιδομένου διά δικαστικού επιμελητού εις το Υπουργείον Συντονισμού και Προγραμματισμού εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από της κατά την παρ. 3 κοινοποιήσεως της προτάσεως προς αναθεώρησιν, παρατεινομένης επί ένα εισέτι μήνα, εάν η μόνιμος κατοικία του ενδιαφερομένου ή η έδρα, προκειμένου περί νομικού προσώπου, ευρίσκεται εις το εξωτερικόν.

6. Εάν ο ενδιαφερόμενος αποδεχθή κατά τα ανωτέρω, την πρότασιν προς αναθεώρησιν της εγκριτικής πράξεως, επακολουθούν διαπραγματεύσεις μεταξύ εκπροσώπων του Δημοσίου οριζομένων υπό του Υπουργού Συντονισμού και Προγραμματισμού και αυτού, ή του υπ` αυτού οριζομένου πληρεξουσίου, εφ` όσον δε αύται καταλήξουν εις συμφωνίαν, συντάσσεται πρακτικόν, υπογραφόμενον υπό των μερών και εν συνεχεία, εκδίδεται η κατ` αναθεώρησιν των όρων της αρχικής, νέα εγκριτική πράξις, συμφώνως προς την παράγραφον 2 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 2687/1953, εντός τριμήνου προθεσμίας από της υπογραφής του οικείου πρακτικού.

7. Εάν η εν παρ. 5 προθεσμία παρέλθη άπρακτος ή ο ενδιαφερόμενος δηλώση ότι δεν αποδέχεται την αναθεώρησιν ή κατά την ελευθέραν κρίσιν των κατά την παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 2687/1953 αρμοδίων Υπουργών, δυναμένων να παραπέμψουν το θέμα προς λήψιν αποφάσεως εις την Οικονομικήν Επιτροπήν, διαπιστωθή διά κοινής αποφάσεώς των, ή, εν περιπτώσει παραπομπής εις αυτήν, δι` αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής, ότι αι εν παρ. 6 διαπραγματεύσεις δεν ευοδώθησαν λόγω μη προσελεύσεως του ενδιαφερομένου καίτοι κληθέντος ή λόγω προκυψάσης εξ αυτών διαφοράς απόψεων, εφαρμόζονται τα εις τας επομένας παραγράφους 8 και 9 του παρόντος άρθρου οριζόμενα.

8. Συντρεχούσης μιάς των εν παρ. 7 του παρόντος άρθρου περιπτώσεων, η Οικονομική Επιτροπή σταθμίζουσα και τας τυχόν διατυπωθείσας απόψεις του ενδιαφερομένου δύναται να προβή, δι` αποφάσεώς της, εις αναθεώρησιν και αναδιατύπωσιν της εγκριτικής πράξεως, ήτις του λοιπού ισχύει ως αναθεωρήθη. Διά της αναθεωρήσεως δύναται να απαλείφωνται, αντικαθίστανται, τροποποιώνται ή συμπληρώνται οι περιληφθέντες εις την προς αναθεώρησιν πρότασιν κατά την παρ. 4 του παρόντος άρθρου όροι της αρχικής εγκριτικής πράξεως κατά την ελευθέραν κρίσιν της Οικονομικής Επιτροπής, μη επιτρεπομένης όμως δυσμενεστέρας διά τον ενδιαφερόμενον ρυθμίσεως των κατά το άρθρον 5 του Ν.Δ. 2687/ 1953 και το άρθρον 5 παρ. 1 και 2 του Ν.Δ. 4256/1962 “περί ιδρύσεως και επεκτάσεως βιομηχανιών και βιοτεχνιών και άλλων τινών διατάξεων” δικαιωμάτων αυτού.

9. Η κατά την παρ. 8 του παρόντος άρθρου απόφασις της Οικονομικής Επιτροπής, δέον όπως εκδοθή εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών από της παρόδου απράκτου της κατά την παρ. 5 του παρόντος άρθρου προθεσμίας ή αρνήσεως του ενδιαφερομένου να δεχθή την αναθεώρησιν ή διαπιστώσεως αρμοδίως κατά την παρ. 7 του παρόντος άρθρου της μη προσελεύσεως του ενδιαφερομένου εις τας διαπραγματεύσεις ή της αποτυχίας αυτών. Η απόφασις της Οικονομικής Επιτροπής, δημοσιεύεται διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εντός μηνός από της παρόδου της κατά την παρούσαν παράγραφον τριμήνου προθεσμίας.

Άρθρον 2

1. Συμβάσεις μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και οιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου αφορώσαι εις επενδύσεις υπαχθείσας εις του Ν.Δ. 2687/1953, συναφθείσαι κατά το χρονικόν διάστημα από 21 Απριλίου 1967 μέχρι και 23 Ιουλίου 1974, δύναται να αναθεωρηθούν ή να λυθούν υπό τους όρους του παρόντος νόμου και αν έτι εκυρώθησαν νομοθετικώς ή διοικητικώς.

2. Διά την κατά την προηγουμένην παράγραφον αναθεώρησιν, εφαρμόζεται αναλόγως η εν άρθρω 1 προβλεπομένη διαδικασία.

3. Εφ` όσον ο ενδιαφερόμενος δεν συμφωνεί εις την διά της κατά την παρ. 8 του άρθρου 1 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής, αναθεώρησιν, δύναται εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από της δημοσιεύσεως αυτής εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως να ζητήση εγγράφως την λύσιν της συμβάσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην, η σύμβασις θεωρείται λελυμένη από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως διαπιστωτικής της λύσεως αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού και Προγραμματισμού. Η δημοσίευσις της αποφάσεως ταύτης ενεργείται υποχρεωτικώς εντός μηνός από της εις το Υπουργείον Συντονισμού και Προγραμματισμού πρωτοκολλήσεως ή επιδόσεως του εγγράφου, δι` ου ζητείται η λύσις της συμβάσεως.

4. Το Δημόσιον διά της κατά την παρ. 8 του άρθρου 1 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής, δύναται, αντί αναθεωρήσεως, να κηρύξη λελυμένην την σύμβασιν.
5. Επερχομένης της λύσεως της συμβάσεως κατά τας παραγρ. 3 ή 4 του παρόντος άρθρου, παύουν εφεξής τα προνόμια και αι ειδικαί ρυθμίσεις, αι προκύπτουσαι εκ της εφαρμογής του Ν.Δ. 2687/1953 και η, περί ης πρόκειται, επιχείρησις ή επένδυσις εν γένει, υπόκειται διά το μέλλον εις τους κανόνας δικαίου, τους διέποντας τας κοινάς επιχειρήσεις, μη θιγομένων, όμως, οπωσδήποτε αναγνωρισθέντων εις τον επενδυτήν δικαιωμάτων βάσει του άρθρου 5 του Ν.Δ. 2687/1953 και του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 του Ν.Δ. 4256/1962.

6. Εάν διά την πραγματοποίησιν της επενδύσεως, περί ης η λυθείσα σύμβασις, έχει κηρυχθή αναγκαστική απαλλοτρίωσις ακινήτου, αύτη παραμένει ισχυρά, εάν κατά την κρίσιν των Υπουργών Συντονισμού και Προγραμματισμού, Οικονομικών και του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού, το έργον, εις ο αφορά η απαλλοτρίωσις επραγματοποιήθη ήδη εν όλω ή κατά σημαντικόν μέρος επί της αναγκαστικώς απαλλοτριωθείσης εκτάσεως ή αύτη είναι αναγκαία διά την, κατά τας κοινάς διατάξεις, λειτουργίαν της επιχειρήσεως, άλλως η απαλλοτρίωσις, συντελεσμένη ή μη, ανακαλείται επί τη αιτήσει του καθ` ου η απαλλοτρίωσις, υποβαλλομένη εντός αποκλειστικώς προθεσμίας ενός έτους από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της κατά το προηγούμενον εδάφιον κοινής υπουργικής αποφάσεως και υπό τον όρον της συγχρόνου επιστροφής της τυχόν εισπραχθείσης αποζημιώσεως.

Άρθρον 3

1. Εκ της κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου αναθεωρήσεως εγκριτικής πράξεως ή αναθεωρήσεως ή λύσεως συμβάσεως ή εξ αιτίας συναφούς προς την αναθεώρησιν ή λύσιν, ουδεμία δύναται να γεννηθή αξίωσις του ενδιαφερομένου ή οιουδήποτε τρίτου κατά του Δημοσίου.

2. Τυχόν προκαταβολαί παρά του Δημοσίου αφορώσαι εις το μη εκτελεσθέν μέρος λυομένης, κατά τας διατάξεις του παρόντος, συμβάσεως, αναζητούνται κατά τας διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.

3. Ανάληψις υποχρεώσεων παρά του Δημοσίου ιδία δι` εκδόσεως, αποδοχής, οπισθογραφήσεως, τριτεγγυήσεως, κατά περίπτωσιν, χρεωστικών ομολόγων συναλλαγματικών γραμματίων εις διαταγήν ή άλλων αξιογράφων, αφορώσα εις το μη εκτελεσθέν μέρος λυομένης, κατά τας διατάξεις του παρόντος, συμβάσεως, είναι άκυρος, ουδεμίας υφισταμένης ή δημιουργουμένης εντεύθεν αξιώσεως του αντισυμβαλλομένου ή οιουδήποτε τρίτου κατά του δημοσίου, εκτός εάν ο τρίτος ευρίσκετο εν καλή πίστει κατά την έναντι αυτού ανάληψιν της υποχρεώσεως παρά του Δημοσίου ή την περιέλευσιν εις αυτόν του οικείου αξιογράφου.

4. Επί λύσεως πάσης συμβάσεως κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, το Δημόσιον, δύναται να αναζητήση και αφορώσαν εις εκτελεσθέν μέρος της συμβάσεως παροχήν του προς τον αντισυμβαλλόμενον εάν αύτη κατά την κρίσιν του αρμοδίου δικαστηρίου είναι υπερβολική, εν σχέσει προς την αντιπαροχήν και κατά το μέρος αυτής, το υπερβαίνον την προσήκουσαν κατά τας αρχάς της καλής πίστεως τοιαύτην.

Άρθρον 4
Αι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται επί εγκριτικών πράξεων ή συμβάσεων αφορωσών εις νηολόγησιν πλοίων υπό Ελληνικήν σημαίαν.

Άρθρον 5

1. Εκ της αναθεωρήσεως εγκριτικής πράξεως ή της αναθεωρήσεως ή λύσεως συμβάσεως, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, κατόπιν συμφωνίας ή μη μετά του ενδιαφερομένου, ουδόλως αίρονται αι ποινικαί, πειθαρχικαί ή αστικαί συνέπειαι εκ της τελέσεως, κατά την έκδοσιν της αναθεωρηθείσης εγκριτικής πράξεως ή την διαπραγμάτευσιν ή σύναψιν της αναθεωρηθείσης ή λυθείσης συμβάσεως ή κατά την εφαρμογήν αυτών, οιουδήποτε ποινικού αδικήματος ή πειθαρχικού παραπτώματος ή πράξεως ή παραλείψεως ζημιογόνου δια το Δημόσιον ή το καταναλωτικόν κοινόν ή την Εθνικήν Οικονομίαν, εν γένει.

2. Η κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου αναθεώρησις εγκριτικής πράξεως ή αναθεώρησις ή λύσις συμβάσεως δεν κωλύεται ουδέ οπωσδήποτε επηρεάζεται εκ της τυχόν μη εφαρμογής όρων της εγκριτικής πράξεως ή της συμβάσεως παρά του ενδιαφερομένου και των επελθουσών ή δυναμένων να επέλθουν εντεύθεν εις βάρος αυτού πάσης φύσεως συνεπειών, ουδέ η επέλευσις των συνεπειών τούτων κωλύεται ή οπωσδήποτε επηρεάζεται εκ της κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου αναθεωρήσεως εγκριτικής πράξεως ή αναθεωρήσεως ή λύσεως συμβάσεως.

3. Εν περιπτώσει αναθεωρήσεως εγκριτικής πράξεως ή αναθεωρήσεως ή λύσεως συμβάσεως κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, δύναται, δι` αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής, να αίρωνται ή περιορίζωνται αι αστικής φύσεως συνέπειαι εκ της τελέσεώς τινος των εν παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου πράξεων ή παραλείψεων, ως και αι αστικής φύσεως συνέπειαι εκ της κατά την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου μη εφαρμογής όρων της οικείας εγκρτικής πράξεως ή συμβάσεως παρά του ενδιαφερομένου.

4. Η ισχύς του παρόντος νόμου, εκδιδομένου εφ` άπαξ, κατά την παράγραφον 2 του άρθρου 107 του Συντάγματος, άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 25 Αυγούστου 1975

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ