Νόμος 663 ΦΕΚ Α΄215/5.8.1977
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικος και του Κώδικος “περί τελών χαρτοσήμου, αναφερομένων εις τα δικαστικά έξοδα και τέλη της ποινικής διαδικασίας και άλλων τινών διατάξεων”.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν

Άρθρον 1
Το βιβλίον δέκατον του Κώδικος της Ποινικής Δικονομίας ως τούτο ισχύει αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ”
ΕΞΟΔΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Άρθρον 581.
Προκαταβολή εξόδων
1. Το Δημόσιον καταβάλλει πάσαν απαιτουμένηνδαπάνην διά την λειτουργίαν της ποινικής δικαιοσύνης.
2. Οι ενώπιον δικαστηρίων, ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών κλητευόμενοι αυτεπαγγέλτως μάρτυρες, οι ενώπιον συνεδριάζοντος δικαστηρίου κλητευόμενοι κατά το άρθρον 327 παρ. 2 μάρτυρες, οι παρά των ιδίων αρχών διοριζόμενοι πραγματογνώμονες, ερμηνείς, φύλακες κατεσχημένων και μεσεγγυούχοι, δικαιούνται αποζημιώσεως και εξόδων διά την τοιαύτην απασχόλησιν αυτών. Τα ποσά των αποζημιώσεων και εξόδων και εν γένει αι προϋποθέσεις πληρωμής αυτών ως και η διαδικασία αναγνωρίσεως του δικαιώματος και πληρωμής καθορίζονται δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών. Δια των αυτών αποφάσεων δύναται να τάσσεται αποκλειστική προθεσμία εντός της οποίας δύναται να προβληθούν αι ανωτέρω αξιώσεις ως και να ορίζεται ότι μάρτυρες κατοικούντες εις τον τόπον εμφανίσεώς των ως και εις απόστασιν ουχί μείζονα των 30 χιλιομέτρων από τούτου δεν δικαιούνται είτε αποζημιώσεως είτε εξόδων είτε αμφοτέρων τούτων.
3. Δια την πληρωμήν των δαπανών λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης και ιδία δια την πληρωμήν των κατά την προηγουμένηνπαράγραφον αποζημιώσεων και εξόδων, δύνανται να συνιστώνται πάγιαιπροκαταβολαίδιεπόμεναι υπό των διατάξεων της νομοθεσίας “περί δημοσίου λογιστικού”.
Άρθρον 582.
Επιβολή εξόδων εις βάρος καταδικασθέντων κατηγορουμένων
1. `Εκαστος κατηγορούμενος, καταδικαζόμενος εις ποινήν, καταδικάζεται συγχρόνως δια της αυτής αποφάσεως εις τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
2. Το ποσόν των εξόδων ορίζεται διά της καταδικαστικής αποφάσεως.
Άρθρον 583.
Επιβολή εξόδων εν απορρίψει ενδίκων μέσων, ενστάσεων και αιτήσεων
1. Επί αποφάσεως απορριπτικής εν όλω αιτήσεως αναιρέσεως ή αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας, επιβάλλονται συγχρόνως εις έκαστον ασκήσαντα το ένδικον μέσον τα έξοδα.
2. Επί αποφάσεων απορριπτικών εφέσεων, αιτήσεως ακυρώσεως αποφάσεως ή διαδικασίας, ενστάσεων κα αιτήσεων εν γένει, υποβαλλομένων παρά παντός διαδίκου κατά την διάρκειαν συζητήσεως ποινικών υποθέσεων, δεν λαμβάνει χώραν καταδίκη εις τα έξοδα.
Άρθρον 584.
`Εξοδα επί ανακλήσεως της εγκλήσεως
1. Επί ανακλήσεως της εγκλήσεως ο ανακαλών καταδικάζεται δια της αυτής αποφάσεως ή βουλεύματος εις τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
2. Η διάταξις του άρθρου 582 παρ. 2 εφαρμόζεται αναλόγως και εν προκειμένω.
Άρθρον 585.
Καταψήφισις εξόδων εις βάρος ψευδώς εγκαλούντων ή μηνυτών
1. Τα δικαστικά συμβούλια και τα ποινικά δικαστήρια, αποφαινόμενα επί υποθέσεων εφ` ων η δίωξιςεγένετο τη εγκλήσει ή τη μηνύσει, οσάκις πεισθούν ότι η μήνυσις ή η έγκλησις ήτο εντελώς ψευδής, γενομένη εκ δόλου ή βαρείας αμελείας ή ότι παρεμορφώθησαν δι` αυτής δολίως τα πράγματα προς τον σκοπόν όπως δοθή εις την πράξιν βαρύτερος χαρακτηρισμός ή περιληφθούν εις την δίωξιν πρόσωπα ουδόλως μετασχόντα της αξιοποίνου πράξεως, επιβάλλουν εις έκαστον μηνυτήν ή εγκαλούντα τα δικαστικά έξοδα. Η απαλλαγή ή η επιβολή δέον να αιτιολογήται ειδικώς.
2. Το ποσόν των κατά την προηγουμένηνπαράγραφον επιβαλλομένων εξόδων εις βάρος εκάστου ψευδώς εγκαλέσαντος ή μηνύσαντος ορίζεται ίσον προς το επιβαλλόμενον εις τον καταδικαζόμενονκατηγορούμενον. Επί εξόδων, επιβαλλομένων υπό του δικαστικού Συμβουλίου, το ποσόν αυτών ορίζεται ίσον προς το επιβαλλόμενον υπό του αντιστοίχου δικαστηρίου. 3. Η διάταξις του άρθρου 582 παρ. 2 εφαρμόζεται αναλόγως και εν προκειμένω.
Άρθρον 586.
Προσφυγή μηνυτού ή εγκαλούντος.
1. Το δευτεροβάθμιονδικαστήριον ή συμβούλιον, επιλαμβανόμενον της υποθέσεως, ερευνά αυτεπαγγέλτως και το κεφάλαιον της αποφάσεως ή του βουλεύματος, το αφορών εις την καταδίκην του μηνυτού ή εγκαλούντος εις τα έξοδα.
2. Ο εις τα έξοδα καταδικασθείς κατά το προηγούμενονάρθρον, αν δεν συνέτρεξε περίπτωσις εφαρμογής της προηγουμένης παραγράφου, δύναται να προσφύγη ενώπιον του καταδικάσαντος αυτόν δικαστηρίου ή συμβουλίου εντός προθεσμίας 3 ημερών από της επιδόσεως της αποφάσεως ή του βουλεύματος, παρεκτεινομένης λόγω αποστάσεως κατά το άρθρον 166. Η προσφυγή ασκείται κατά τας περί εφέσεως διατάξεις, εκδικάζεται δε άνευ κλητεύσεως του προσφεύγοντος, δικαιουμένου να παραστή κατά την δικάσιμον και να αναπτύξη προφορικώς τας απόψεις του. Επί αποφάσεων του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου αρμόδιον δια την εκδίκασιν της προσφυγής είναι το συμβούλιον των εφετών, εν τριμελεί συνθέσει.
4. Δικαίωμα προσφυγής δεν υφίσταται αν το δικαστήριον ή το συμβούλιον, προκειμένου να καταδικάση εις τα έξοδα, ήκουσεν ειδικώς επί τούτω τας απόψεις του καταδικασθέντος. Η επί της προσφυγής εκδιδομένη απόφασις, ως και η κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου απόφασις είναι αμετάκλητοι, όσον αφορά την εις τα έξοδα καταδίκην.
Άρθρον 587.
Μερική καταδίκη εις τα έξοδα
1. Το δικαστήριον ή το συμβούλιον εις τας περιπτώσεις των προηγουμένων άρθρων 582 εώς 586 δύναται να μειώση το ποσόν των εξόδων μέχρι του ημίσεος, εάν κρίνη ότι λόγοι επιεικίας επιβάλλουν την μείωσιν ταύτην.
2. Η ύπαρξις λόγων επιεικείας δέον να αιτιολογήται ειδικώς εις την απόφασιν ή το βούλευμα.
Άρθρον 588.
Είσπραξις και βεβαίωσις εξόδων
1. Η διάταξις της αποφάσεως περί καταδίκης εις τα έξοδα είναι εκτελεστή αφ` ου χρόνου είναι εκτελεστή και η περί της επιβληθείσης ποινής διάταξις, εις πάσαν δε άλλην περίπτωσιν η περί καταδίκης εις τα έξοδα διάταξις της αποφάσεως ή του βουλεύματος είναι εκτελεστή από του αμετακλήτου αυτών.
2. Το ανασταλτικόν αποτέλεσμα συνεπεία ασκήσεως ενδίκων μέσων ή της προθεσμίας ασκήσεως αυτών εκτείνεται και επί της περί εξόδων διατάξεως. 3. Οι γραμματείς των ποινικών δικαστηρίων οφείλουν εντός του επομένου μηνός από του αμετακλήτου των αποφάσεων ή βουλευμάτων να βεβαιούν εις το δημόσιον ταμείον τα επιβληθέντα και μη εισέτι εισπραχθέντα ποσά εξόδων.
4. Δι` αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών ρυθμίζεται η διαδικασία βεβαιώσεως και εισπράξεως των εξόδων, δύναται δε δι` ωρισμένας κατηγορίας τούτων αντί της βεβαιώσεως να καθορίζεται άλλος τρόπος εισπράξεώς των.
5. Εάν η εις τα έξοδα καταδίκη έλαβε χώραν κατά την επ` ακροατηρίου διαδικασίαν και η περί ταύτης απόφασις είναι εκτελεστή κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο οικείος εισαγγελεύς επιμελείται της εκτελέσεως της περί εξόδων διατάξεως και διά προσωπικής κρατήσεως του οφειλέτου, συμφώνως προς τας διατάξεις του Κώδικος περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων.
6. Διά της προσωπικής κρατήσεως του οφειλέτου εξόδων αποσβέννυται εν όλω ή εν μέρει η οφειλή δι` ην η προσωπική κράτησις, αναλόγως του χρόνου καθ` ον διήρκεσεν αύτη, υπολογιζομένου βάσει του πηλίκου της διαιρέσεως του οφειλομένου ποσού δια του εκάστοτε ισχύοντος ορίου ποσού δραχμών δια την μετατροπήν της φυλακίσεως εις χρηματικήνποινήν. Επί οφειλής προερχομένης εκ καταδίκης επί πταίσματι, δια τον ως άνω υπολογισμόν εφαρμόζεται το δια την ποινήν της κρατήσεως οριζόμενον ελάχιστον όριον δραχμών δια την μετατροπήν της ποινής ταύτης εις πρόστιμον. Κλάσμα έλασσον της ημέρας παραλείπεται. Η διάταξις της παρούσης παραγράφου δεν αποκλείει την εφαρμογήν, αιτήσει του οφειλέτου, πάσης άλλης ευνοϊκωτέρας δια τούτον διατάξεως περί ανωτάτου ορίου προσωπικής κρατήσεως.
7. Δια την κατά δόσεις πληρωμήν των εξόδων εφαρμόζονται αι διατάξεις της “περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων” νομοθεσίας.
Άρθρον 589.
Επιστροφή καταβληθέντων ποσών
1. Εάν ο καταδικασθείς κατέβαλε το εις τούτον επιβληθέν ποσόν δικαστικών εξόδων, ύστερον δε αθωωθή κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου, ο εισαγγελεύς του οικείου δικαστηρίου επιμελείται αυτεπαγγέλτως της επιστροφής του καταβληθέντος ποσού. Το αυτό ισχύει και αν συντρέχηπερίπτωσις επιστροφής μέρους του καταβληθέντος ποσού εξόδων.
2. Το ποσόν της κατατεθείσης υπό του ιδίου του καταδικασθέντος εγγυήσεως, δια την προσωρινήν εκ των φυλακών απόλυσίν του, δύναται, κατόπιν ειδικής εγγράφου δηλώσεως του καταδικασθέντος, και παραιτήσεως αυτού από των ενδίκων μέσων, να φέρεται εις συμψηφισμόν της οφειλής αυτού δι` έξοδα. Το αυτό ισχύει και επί κατατεθείσης εγγυήσεως παρά τρίτου, κατόπιν εγγράφου συναινέσεως τούτου, δυναμένης να προκύπτη και εκ του γραμματίου της εγγυήσεως.
3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι οικείαι διατάξεις “περί δημοσίων εσόδων και πληρωμής δαπανών του Κράτους”. 4. Αι διατάξεις των παραγράφων 1 εώς 3 του παρόντος άρθρου τίθενται εις εφαρμογήν διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οινονομικών, ρυθμιζομένων διά ταύτης και των λεπτομερειών εκτελέσεως αυτών”.

Άρθρον 2
Αι παράγραφοι 1, 2 και 10 του άρθρου 27 και το άρθρον 28 του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931 “περί Κώδικος Τελών Χαρτοσήμου” ως ισχύουν αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“Άρθρον 27.
1. Αντίγραφα αποφάσεων και οιωνδήποτε άλλων εγγράφων, επιφυλασσομένων των διατάξεων του παρόντος, δι` ων ορίζεται ατέλεια ή μειωμένα τέλη, εκδιδόμενα παρά των γραμματέων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών, ως και παρά προανακριτικών υπαλλήλων εν γένει, εν σχέσει προς ποινικήνυπόθεσιν, υπόκεινται εις τέλος δραχμών 10 κατά φύλλον, προκειμένου περί ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων και δραχμών 15 κατά πάσαν άλλην περίπτωσιν. Αντίγραφα εγγράφων κοινοποιουμένων αυτεπαγγέλτως εις ουδέν τέλος υπόκεινται.
2. Αντίγραφα εγγράφων εκδιδόμενα παρά δικηγόρων ή των διαδίκων και πληρεξουσίων αυτών υπόκεινται εις τέλος δραχμών 5 κατά φύλλον. Εάν το εκδιδόμενοναντίγραφον είναι αντίγραφον εγγράφου εκδοθέντος ατελώς, το παρά δικηγόρου εκδιδόμενοναντίγραφον εις ουδέν τέλος υπόκειται.
10. Πάσα αίτησις προς τας δικαστικάς αρχάς και την γραμματείαν των δικαστηρίων και εισαγγελιών προς έκδοσιν πιστοποιητικού προς το συμφέρον ιδιώτου εις ουδέν τέλος υπόκειται. Τα επί των αιτήσεων όμως τούτων εκδιδόμενα πιστοποιητικά υπόκεινται εις τέλος δραχμών 30 ανεξαρτήτως αριθμού φύλλων”.
“Άρθρον 28.”
Τέλη ποινικής διαδικασίας
1. `Εφεσις κατ` αποφάσεων ή βουλευμάτων, αίτησις ακυρώσεως αποφάσεως ή διαδικασίας: Δρχ. α. Πταισματοδικείου 50 β. Μονομελούς Πλημμελειοδικείου 150 γ. Κατά πάσαν άλλην περίπτωσιν 200
2. Αναίρεσις και αίτησις επαναλήψεως της διαδικασίας κατ` αποφάσεων ή βουλευμάτων: α. Πταισματοδικείου 200 β. Μονομελούς Πλημμελειοδικείου 250 γ. Κατά πάσαν άλλην περίπτωσιν 300
3. Ανακοπαί λιπομαρτύρων εγγράφως ή προφορι- κώςδιατυπωθείσαι κατά πάσαν περίπτωσιν: 20
4. Αναφοραίλιπενόρκων 50
5. Τέλη πολιτικής αγωγής: α. Κατά την προδικασίαν 50
β. Ενώπιον συνεδριάζοντος Πταισματοδικείου 50 γ. Κατά πάσαν άλλην περίπτωσιν 100
Τα τέλη ταύτα καταβάλονται εφ` άπαξ είτε κατά την προδικασίαν είτε κατά την επ` ακροατηρίου διαδικασίαν και καλύπτουν την παράστασιν του πολιτικώς ενάγοντος μέχρι του αμετακλήτου της αποφάσεως.
6. Αιτήσεις πλην μηνύσεων, και προσφυγαί κατ` ακολουθίαν των οποίων εκδίδεται διάταξις, βούλευμα ή απόφασις: Δρχ.
α. Του Πταισματοδικείου, δημοσίου κατηγόρου 50 ή πταισματοδίκου
β. Του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών ή ανα- κριτού 100
γ. Του Πλημμελειοδικείου ή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών 100
δ. Του Εφετείου, Συμβουλίου Εφετών ή Εισαγ- γελέως Εφετών 150
ε. Κατά πάσαν άλλην περίπτωσιν 150
7. Υπομνήματα υποβαλλόμενα εις ανακριτικάς, εισαγγελικάς και δικαστικάς εν γένει αρχάς, εν σχέσει προς εκκρεμούσαν ποινικήνυπόθεσιν και κλήσεις μαρτύρων εκ μέρους διαδίκων, κατά φύλλον 20
8. Παν άλλο έγγραφον ή δικόγραφον της ποινικής διαδικασίας και πάσα αίτησις ή μήνυσις ή έγκλησις υποβαλλομένη ενώπιον αρχών ασκουσών ποινικήνδικαιοδοσίαν 20
9. Παν απόγραφον ποινικής αποφάσεως επιδικαζούσηςαποζημίωσιν ή χρηματικήνικανοποίησιν υπόκειται εις τέλος υπολογιζόμενον εις ποσοστόν 3% επί του επιδικαζομένου ποσού.
10. Πλην της περιπτώσεως της παραγράφου 7 του παρόντος, εις τα ανωτέρω τέλη υπόκεινται μόνον το πρώτον φύλλον των εγγράφων, των λοιπών φύλλων μη υποκειμένων εις τέλος.
11. Τα δικόγραφα και λοιπά έγγραφα της ενώπιον των Στρατοδικείων, Ναυτοδικείων και Αεροδικείων διαδικασίας υπόκεινται εις τα διά τα τριμελή πλημμελειοδικεία προβλεπόμενα τέλη του δε αναθεωρητικού Δικαστηρίου εις τα τέλη της κατ` έφεσιν διαδικασίας ενώπιον των τριμελών εφετειών.
12. Δικόγραφα και λοιπά έγγραφα της ενώπιον των δικαστηρίων ανηλίκων διαδικασίας εις ουδέν τέλος υπόκεινται.
13. Επί της διαδικασίας του ειδικού δικαστηρίου περί ευθύνης Υπουργών εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος άρθρου περί τελών, ενώπιον του πενταμελούς εφετείου δικάζοντος εις πρώτον βαθμόν”.

Άρθρον 3
`Εξοδα ποινικής διαδικασίας

1. Τα ποσά εξόδων του άρθρου 582 παρ. 1 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας επί καταδικασθέντων εις ποινήν, παρά ποινικού δικαστηρίου δικάσαντος εις πρώτον βαθμόν, ορίζονται κατά δικαστήριον ως εξής: Δρχ.
α) Επί αποφάσεων Πταισματοδικείου 200
β) Επί αποφάσεων μονομελούς Πλημμελειο- δικείου 400
γ) Επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου και Πενταμελούς Εφετείου 2.000 δ) Επί αποφάσεων λοιπών ποινικών δικαστηρίων 800

2. Εάν τα δικαστήρια της προηγουμένης παραγράφου απεφάνθησαν κατόπιν εφέσεως, τα έξοδα συνίστανται εις το τριπλάσιον του ποσού του καθοριζομένου δια το επί της αυτής υποθέσεως δικάσαν πρωτοβάθμιονδικατήριον.

3. Τα έξοδα της παρ. 1 του άρθρου 583 του Κ.Π.Δ. ορίζονται εις δραχμάς 2.500. Τα έξοδα της παραγράφου 2 του άρθρου 583 του Κ.Π.Δ. όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 14 του ν. 1941/ 1991 ορίζονται σε 10.000 δραχμές μέχρι 200.000 δραχμές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 του Ν. 1968/1991 (Α` 150).

4. Τα έξοδα του άρθρου 584 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. ορίζονται ως εξής: α) Επί ανακλήσεως εγκλήσεως δηλωθείσης μετά την άσκησιν της ποινικής διώξεως και μέχρι της ενάρξεως της προπαρασκευαστικής διαδικασίας δρχ. 100. β) Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν τα έξοδα ορίζονται εις τα ποσά των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

5. Παρά των δικαστηρίων ανηλίκων, τριμελούς, μονομελούς και παρ` εφέταις, δεν καταλογίζονται έξοδα ποινικής διαδικασίας. 6. Εάν η διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης και της προδικασίας, υπήρξε δαπανηρά δια το Δημόσιον, ιδία λόγω διεξαγωγής κυρίας ανακρίσεως μακράς διαρκείας, δαπανηράς πραγματογνωμοσύνης και κλήσεως σημαντικού αριθμού μαρτύρων δικαιουμένων αποζημιώσεως, το δικαστήριον δύναται να επαυξήση τα ποσά του παρόντος άρθρου μέχρι του τριπλασίου. 7. Επί Στρατοδικείων, Ναυτοδικείων και Αεροδικείων, ισχύουν αι διατάξεις περί εξόδων ενώπιον του τριμελούς πλημμελειοδικείου, επί δε αναθεωρητικού δικαστηρίου τα έξοδα ενώπιον του τριμελούς εφετείου δικάζοντος κατ` έφεσιν.

8. Εάν το δικαστήριον ή το συμβούλιον παρέλειψε να ορίση διά της αποφάσεως ή του βουλεύματος το ποσόν των εξόδων, ισχύουν, κατά περίπτωσιν, τα εν παραγρ. 1 εώς 4 του παρόντος άρθρου οριζόμενα. Εν αμφισβητήσει εκ μέρους του καταδικασθέντος αποφαίνεται το απαγγείλαν την καταδίκηνδικαστήριον ή συμβούλιον.

Άρθρον 4

1. Τα ποσά των επιβαλλομένων σε χρήμα ποινών, καθώς και τα ποσά που προκύπτουν από τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών, προσαυξάνονται κατά την είσπραξη κατά ποσοστό 110%.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τη παρ.2 άρθρου 20 Ν.4058/2012 (ΦΕΚ Α΄63/22.03.2012),αντικαταστάθηκε πάλι με την υποπαράγραφο ΙΓ.1. εδαφ.5 άρθρου πρώτου Ν.4093/2012,ΦΕΚ Α 222/12.11.2012 ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ με το Ν. 4254(ΦΕΚ Α΄85/07/04/2014) ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΑ.3 περ.2Α ιη.

2. Από τα εισπραττόμενα κατά την προηγούμενη παράγραφο ποσά που προέρχονται από χρηματικές ποινές ή από μετατροπή σε χρήμα των στερητικών της ελευθερίας ποινών με τις επ` αυτών προσαυξήσεις, καθώς και από τα εισπραττόμενα ποσά εξόδων της ποινικής διαδικασίας, το Δημόσιο αποδίδει στους κατωτέρω τρίτους τα ακόλουθα ποσά:
α) Στο Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων ποσοστό “30%”
Σημ.: το ποσοστό που αποδίδεται στο Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων διαμορφώθηκε (από 25%) σε ποσοστό 30% με το άρθρο 37 παρ.1 Ν.3858/2010 (ΦΕΚ Α΄ 102/01.07.2010).
β) Στο Ταμείο Νομικών 4,50%
γ) Στον Ο.Γ.Α. 0,25%
δ) Στο Τ.Ε.Β.Ε. 0,21%
ε) Στο Ταμείο Ασφαλίσεως Εμπόρων 0,04%
στ) Στο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών 0,85%

ζ) Στο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Πειραιώς 0,13%
η) Στο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης 0,13%
θ) Στο Ταμείο Υγείας Δικηγόρων Επαρχιών 0,36%
ι) Στο Ταμείο Προνοίας Δικαστικών Επιμελητών ποσοστό 0,25% για τη νοσοκομειακή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των δικαστικών επιμελητών του Κράτους.
ια) Στο Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ποσοστό 0,35%

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ με το Ν. 4254(ΦΕΚ Α΄85/07/04/2014) ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΑ.3 περ.2Α ιη.

3. Τα αναφερόμενα στην παρ. 2 ποσοστά μπορούν να αυξομοιώνονται με αποφάσεις των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.

4. Από τα εισπραττόμενα σύμφωνα με την παρ. 2 από το ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. ποσά, ποσοστό 20% διατίθεται για τις ανάγκες της εύρυθμης λειτουργίας των γραμματειών των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελειών και των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας, καθώς και των υπηρεσιών του ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται εφάπαξ μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καθορίζονται το είδος των αναγκών, ο τρόπος κατανομής και χορηγήσεως των ποσών και αποδόσεως λογαριασμού, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια.

5. Για τη δημιουργία υποδομής και την εξασφάλιση των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή `Ενωση και την επίτευξη των στόχων των σχετικών με τη συνεργασία στους τομείς της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων (τίτλος VI Άρθρο K) καθώς και για την καλύτερη εφαρμογή της συμβάσεως Shengen, από τα εισπραττόμενα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου από το ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. ποσά, ποσοστό 0,8% διατίθεται για την αντιμετώπιση των πρόσθετων αυτών αναγκών.
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται εφάπαξ μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθορίζονται το είδος των αναγκών, ο τρόπος κατανομής και χορηγήσεως των ποσών και αποδόσεως λογαριασμού, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια.

6. Διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών θέλει ρυθμισθή ο τρόπος, ως και πάσα λεπτομέρεια δια την απόδοσιν εις τους κατά την προηγουμένηνπαράγραφον δικαιούχους του αναλογούντος εις έκαστον ποσού.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε  με το Ν. 4254(ΦΕΚ Α΄85/07/04/2014) ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΑ.3 περ.2Α ιη.

7. Πάσα άλλη διάταξιςπροβλέπουσαπροσαύξησιν των ποινών εις χρήμα, εκ μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών, των δικαστικών εξόδων και τελών επί αποφάσεων Ποινικών Δικαστηρίων υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, καταργείται.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε  με το Ν. 4254(ΦΕΚ Α΄85/07/04/2014) ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΑ.3 περ.2Α ιη.

8.Για την είσπραξη των σύμφωνα με τις παραγράφους 4 του άρθρου 42, 2 του άρθρου 46, 2 του άρθρου 48 και 1 του άρθρου 322 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και των σύμφωνα με τις παραγράφους 4 του άρθρου 495 και 3 του άρθρου 53 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ποσών των παραβόλων, εκδίδονται ειδικά έντυπα παραβόλων από το Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), ονομαστικής αξίας ίσης με ποσοστό 60% επί του εκάστοτε οριζομένου ποσού παραβόλου, καθώς και έντυπο παραβόλου υπέρ Δημοσίου ονομαστικής αξίας ίσης με ποσοστό 40% επί του εκάστοτε οριζομένου ποσού παραβόλου. Ο τρόπος της προμήθειας των ως άνω παραβόλων, ο τύπος, ο τρόπος χρήσεως, διαθέσεως και διαχειρίσεως αυτών, ο τρόπος της ακυρώσεως και εν γένει κάθε λεπτομέρεια, καθορίζονται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου, εγκρινόμενη με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας έκδοσης των ως άνω παραβόλων υπέρ του Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), εκδίδεται ισόποσο διπλότυπο είσπραξης από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα οποίο καταμερίζεται σε δύο (2) Κ.Α.Ε.
Σημ.: όπως η παρ.8 όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 37 παρ.2 Ν.3858/2010,ΦΕΚ Α΄ 102, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 112 παρ.5 του Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.

Άρθρον 5
Εις το άρθρον 142 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας προστίθενται παράγραφοι 3, 4 και 5, έχουσαι ούτω:
“3. Τα πρακτικά συνεδριάσεως του πταισματοδικείου και αι εις αυτά καταχωρούμεναι αποφάσεις και διατάξεις δύνανται να καθαρογράφωνται, μετά του σκεπτικού αυτών, δια καταχωρίσεως εις ειδικόνβιβλίον, τηρούμενον υπό του γραμματέως (βιβλίον δημοσιεύσεως αποφάσεων). Τη εντολή του διευθύνοντος την συζήτησιν, ως και τη αιτήσει παντός έχοντος έννομον συμφέρον, συμπεριλαμανομένου και του συνηγόρου του διαδίκου, ή κατόπιν παραγγελίας του δημοσίου κατηγόρου, του εισαγγελέως ή ασκήσεως ενδίκου μέσου, ο γραμματεύς υποχρεούται εις καθαρογραφήν των πρακτικών, των διατάξεων και της αποφάσεως συμφώνως προς τας διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων.
4. Δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης εκδιδομένης μετά γνώμην της ολομελείας του οικείου Πρωτοδικείου δύναται να επεκτείνεται η εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου επί των πρακτικών, ως και των εις πρώτον βαθμόν εκδιδομένων αποφάσεων των μονομελών πλημμελειοδικείων και των μονομελών δικαστηρίων ανηλίκων εις τας κατωτέρω περιπτώσεις: α) Επί παραβάσεων του Κώδικος Οδικής Κυκλοφορίας. β) Επί των πλημμελημάτων καθυστερήσεως πληρωμής εργατικών ή εργοδοτικών εισφορών. γ) Επί παραβάσεων του Υγειονομικού Κανονισμού.
δ) Επί αγορανομικών παραβάσεων και ε) Επί αξιοποίνων πράξεων βεβαιουμένων δι` εκθέσεως δημοσίας αρχής.
5. `Οπου εκ των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας προβλέπεται επίδοσις αντιγράφου αποφάσεως ή αποσπάσματος αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου εις τον καταδικασθέντα, αντί ταύτης δύναται να επιδοθήέγγραφον της γραμματείας του δικαστηρίου περιέχον τον αριθμόν της αποφάσεως, την παραβιασθείσανδιάταξιν και της καταγνωσθείσανποινήν. Η επίδοσις του εγγράφου τούτου έχει τας συνεπείας επιδόσεως αντιγράφου της αποφάσεως ή αποσπάσματος αυτής”.

Άρθρον 6
Εις το άρθρον 161 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος υπ` αριθ. 4, έχουσα ως ακολούθως:
“4. Η επίδοσις δύναται προσέτι να αποδεικνύεται και εξ αποδείξεως παραλαβής, συντασσομένης κάτωθι αντιγράφου του επιδιδομένου εγγράφου και υπογραφομένης υπό του προς ον η επίδοσις ή συνοίκου αυτού. Η απόδειξις συντάσσεται υπό των οργάνων της επιδόσεως ή των υπαλλήλων της Γραμματείας δια τας εντός των δικαστικών καταστημάτων γενομένας επιδόσεις, περιέχει δε απαραιτήτως το ονοματεπώνυμον, του επιδίδοντος και παραλαμβάνοντος το έγγραφον, ως και τον τόπον και την χρονολογίαν της επιδόσεως. Ο τόπος και η χρονολογία της επιδόσεως σημειούνται και επί του παραδιδομένου εγγράφου κατά τα εν παραγράφω 2 οριζόμενα”.

Άρθρον 7
Το άρθρον 507 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως ακολούθως:
” Άρθρον 507.
Προθεσμία προς αναίρεσιν
1. Η προθεσμία προς αναίρεσιν ορίζεται υπό του άρθρου 473. Δια τον Εισαγγελέα, τον μη διατελούντα παρά τω εκδόντι την προσβαλλομένηναπόφασινδικαστηρίω, η προθεσμία είναι δεκαπενθήμερος από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, μη αναστέλλουσα όμως την εκτέλεσιν αυτής. Δεν αναστέλλει επίσης την εκτέλεσιν η αίτησις αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου (άρθρον 505 παρ. 2).
2. Επί ανεκκλήτων αποφάσεων του πταισματοδικείου επιβαλλουσών εν απουσία του καταδικασθέντος μόνον ποινήν προστίμου, η προθεσμία αναιρέσεως είναι μηνιαία άρχεται δε από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως.
3. Επί των αποφάσεων των πλημμελειοδικείων των επιβαλλουσών ανεκκλήτως εν απουσία του καταδικασθέντος μόνον χρηματικήνποινήν, η προθεσμία αναιρέσεως είναι δίμηνος, άρχεται δε από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως.
4. Εάν επεβλήθη ποινή εις χρήμα ανεκκλήτως, η προθεσμία αναιρέσεως και η άσκησις αναιρέσεως δεν έχουν ανασταλτικόν αποτέλεσμα”.

Άρθρον 8
Το άρθρου 553 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 553.
1. Οι γραμματείς των ποινικών δικαστηρίων οφείλουν εντός του επομένου μηνός από του αμετακλήτου των επιβαλλουσών ποινών εις χρήμα αποφάσεων, να βεβαιούν εις το δημόσιον ταμείον τα ποσά των ποινών εις χρήμα, μετά των λοιπών προσαυξήσεων.
2. Αι διατάξεις των παραγράφων 4 εώς 7 του άρθρου 588, ως και το άρθρον 589 εφαρμόζονται αναλόγως και εν προκειμένω. Κατά τα λοιπά ισχύουν αι διατάξεις του Κώδικος “περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων”, εκτός αν ειδική διάταξιςορίζη άλλως”.

Άρθρον 9
Το άρθρον 57 του Π.Κ. ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 57.
Αν ο νόμος δεν ορίζη άλλως, η μεν χρηματική ποινή δεν δύναται να είναι κατωτέρα των δραχμών δύο χιλιάδων, ουδ` ανωτέρα των δραχμών ενός εκατομμυρίου, το δε πρόστιμον δεν δύναται να είναι κατώτερον των δραχμών τριακοσίων πεντήκοντα ουδέ ανώτερον των δραχμών δέκα χιλιάδων”.

Άρθρον 10

1. Εάν μέχρι του τέλους του μεθεπομένου μηνός αφ` ης εστάλη προς εκτέλεσιναπόφασις ποινικού δικαστηρίου δεν επιτευχθή η εκτέλεσις ταύτης, συντάσσεται παρά του αρμοδίου εισαγγελέως δελτίονφυγοποίνου (καρτέλλα).

2. Το κατά την προηγουμένηνπαράγραφονδελτίον μετά πάσης πληροφορίας, καταχωριζομένης εις την δευτέραν σελίδα αυτού, αποστέλλεται εις ειδικήνυπηρεσίαν η οποία επιμελείται της εκτυπώσεως αυτού εις ικανόν αριθμόν αντιτύπων, προς εφοδιασμόν των κατά την επομένηνπαράγραφον αρχών.

3. Δια των ανωτέρω δελτίων εφοδιάζονται αι εισαγγελίαι πρωτοδικών και εφετών, αι υπηρεσίαι αι αρμόδιαι δια τον έλεγχον της εισόδου και εξόδου εκ της χώρας, αι διοικήσεις χωροφυλακής ως και πάσα ετέρα αρχή καθορισθησομένη δια προεδρικού διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει των Υπουργών Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

4. Δι` ομοίου κατά την προηγουμένηνπαράγραφον Διατάγματος, ορίζονται:
α) Η κατά την παράγραφον 2 ειδική υπηρεσία.
β) Το περιεχόμενον του δελτίου και ο τρόπος διακινήσεώς του.
γ) Τα της καταστροφής των δελτίων εις περιπτώσεις καθ` ας δεν παρέχουν πλέον χρησιμότητα.
δ) Τα της μεθόδου ταξινομήσεως των δελτίων.
ε) Αι περιπτώσεις συντάξεως δελτίων και προ της παρόδου της εν παρ. 1 προθεσμίας.
στ) Πάσα εν γένει λεπτομέρεια προς εκτέλεσιν του παρόντος άρθρου.

5. Μέχρις εκδόσεως του κατά την προηγουμένηνπαράγραφον Διατάγματος ισχύουν αι κείμεναι διατάξεις.

Άρθρον 11
Εις το άρθρον 243 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος υπ` αριθ. 3 έχουσα ούτω:
“3. Οι επί της προανακρίσεως υπάλληλοι κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέως, εκτιμώντος την σοβαρότητα της υποθέσεως και την δυνατότητα ευχερούς μετακινήσεως των μαρτύρων και κατηγορουμένων δύνανται να καλούν ενώπιόν των προς εξέτασιν μάρτυρας ή να λαμβάνουν απολογίας κατηγορουμένων, εφ` όσον πάντες ούτοι είναι κάτοικοι ομόρων ειρηνοδικειακών περιφερειών. Τα ειρηνοδικεία τα εδρεύοντα εις την περιοχήν της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης θεωρούνται όμορα”.

Άρθρον 12

1. Συνιστάται παρά τη Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών υπηρεσία υπό την διεύθυνσιν εισαγγελικού λειτουργού, επιλαμβανομένη πάσης περιπτώσεως καθ` ην εχώρησεκλήτευσις κατηγορουμένου ως αγνώστου διαμονής.

2. Εις την υπηρεσίαν ταύτην τοποθετούνται δικαστικοί υπάλληλοι δια πράξεως του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας, ως και όργανα των σωμάτων ασφαλείας αποσπώμενα παρ` αυτή δι` αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

3. Δι` αποφάσεων των αυτών Υπουργών ρυθμίζονται τα της οργανώσεως και λειτουργίας της υπηρεσίας ταύτης.

Άρθρον 13

1. Προς τον σκοπόν της μελέτης των προβλημάτων απλουστεύσεως των γραφειοκρατικών διατυπώσεων και εφαρμογής συγχρόνων τεχνολογικών μεθόδων εις τα δικαστήρια και εισαγγελίας, αι υπηρεσίαι του Πρωτοδικείου Αθηνών και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ορίζονται ως πειραματικαίυπηρεσίαι.

2. Δια Πρ. Διατάγματος, εκδιδομένου μετά πρότασιν του Υπουργού Δικαιοσύνης, δύναται να ορισθούν ως πειραματικαί και έτεραι, μέχρι τριών, υπηρεσίαι, υπαγόμεναι εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

3. Επί των πειραματικών υπηρεσιών ο Υπουργός Δικαιοσύνης δι` αποφάσεών του δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δύναται, κατά παρέκκλησιν από τας κειμένας διατάξεις, να καθορίζη τα παρ` εκάστης των υπηρεσιών τούτων τηρούμενα υπηρεσιακά βιβλία, ευρετήρια και έντυπα, το περιεχόμενον τούτων, τον τρόπον συντάξεως, τηρήσεως και χρησιμοποιήσεως αυτών.

Άρθρον 14

1. Δια Π.Διαταγμάτων προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης δύναται να συσταθή εν Αθήναις Κεντρική Υπηρεσία Δικαστικών Μητρώων. Η υπηρεσία αύτη θα λειτουργήση μετά την 1ην Ιανουαρίου 1978. Εις την υπηρεσίαν ταύτην τηρούνται γενικά Μητρώα συγκροτούμενα εκ των αρχείων των δικαστικών υπηρεσιών, ιδία δε το Γενικόν Ποινικόν Μητρώον, το Γενικόν Μητρώον Πτωχευσάντων, το ΓενικόνΜητρώον Δημοσιευομένων, ως και συντασσομένων Διαθηκών. Τα Μητρώα ταύτα συγκροτούνται και λειτουργούν δια μηχανοργανώσεως.

2. Δι` ομοίων κατά την προηγουμένηνπαράγραφον Διαταγμάτων, καθορίζονται αι λεπτομέρειαι εφαρμογής του παρόντος άρθρου ως και ο τρόπος λειτουργίας της ως άνω υπηρεσίας.

3. Της κατά την προηγουμένηνπαράγραφον Υπηρεσίας προϊσταται δικαστικός λειτουργός, τοποθετούμενος εις ταύτην δι` αποσπάσεως, κατά τας κειμένας διατάξεις

Άρθρον 15

1. Από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος καταργούνται πάσαι αι διατάξεις αι αναφερόμεναι εις θέματα ρυθμιζόμενα υπό του άρθρου 581 παρ. 2 του Κώδικος της Ποινικής Δικονομίας. Καταργούνται ιδία:
α) Το διάταγμα της 11/23 Οκτωβρίου 1834 “περί ποινικής διατιμήσεως και αι διατάξεις νόμων αι τροποποιήσασαι τας διατάξεις αυτού”.
β) Ο νόμος ΧΚΓ` 1877 “περί τροποποιήσεως των άρθρων 63 και 64 της ποινικής διατιμήσεως”.
γ) Ο νόμος ΓΦΜΖ` 1910 “περί μεταρρυθμίσεως διατάξεών τινων των αφορώντων εις την διαχείρισιν της ποινικής δικαιοσύνης και τας κατ` αυτήν δαπάνας νόμων”.
δ) Το άρθρον 3 του Ν.Δ. της 26/30 Ιουνίου 1923 “περί τροποποιήσεως διατάξεων της ποινικής διατιμήσεως κλπ.”
ε) Το Ν.Δ. 611/1948 “περί αυξήσεως των δια του Α.Ν. 586/1945 οριζομένων οδοιπορικών εξόδων κλπ.”
στ) Τα άρθρα 1 έως 4 του Ν.Δ. υπ` αριθ. 3392/1955 “περί αντικαταστάσεως των άρθρων 65 και 66 του Β.Δ. από 11/23 Οκτωβρίου 1934 κλπ.”.
ζ) Το διάταγμα της 11/23 Μαϊου 1835 “περί εκκαθαρίσεως (διαγραφής),εντολής προς πληρωμήν εκτίσεως κλπ.”.
η) Ο Α.Ν. 2/14.11.1935 “περί τροποποιήσεως του άρθρου 128 της ποινικής δικονομίας κλπ.”. θ) Το Β.Ν. της 19 Αυγ. 1911 “περί του τρόπου βεβαιώσεως και εισπράξεως ποινικών εξόδων κλπ.”
ι) Το Β.Δ. της 8/18 Ιαν. 1937 “περί του τύπου διπλοτύπων κλπ.”.
ια) Αι διατάξεις των εις εκτέλεσιν των καταργουμένων διατάξεων εκδοθέντων διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων.
ιβ) Το εδαφ. Κγ` της παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 4114/1960 “περί του Κώδικος “περί Ταμείου Νομικών”, ως και το εδαφ. θ` στοιχ. Α` της παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 1017/1971 “περί συστάσεως Ταμείου Χρηματοδοτήσεως δικαστικών κτιρίων” μόνον ως προς τα δικαιώματα των Ταμείων τούτων εκ ποινών, εξόδων και τελών επιβαλλομένων παρά των τακτικών ποινικών και των στρατιωτικών δικαστηρίων.
ιγ) Το εδαφ. Κδ` της παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 4114/1960 “περί του Κώδικος “περί Ταμείου Νομικών και το εδαφ. ι στοιχ. Α` της παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 1017/1971 “περί συστάσεως Ταμείου Χρηματοδοτήσεως δικαστικών κτιρίων”.

2. Μέχρις εκδόσεως των υπό της παρ. 2 του άρθρου 581 του ΚώδικοςΠοιν. Δικονομίας ως τούτο αντικαθίσταται υπό του άρθρου 1 του παρόντος, προβλεπομένων αποφάσεων, αι προϋποθέσεις και η εν γένει διαδικασία πληρωμής των εις την διάταξιν ταύτην αναφερομένων αποζημιώσεων και εξόδων, εξακολουθούν ρυθμιζόμενα υπό των μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος κειμένων διατάξεων.

Άρθρον 16

1. Από της ισχύος του παρόντος δεν υπόκεινται εις τέλος αντιγραφοσήμου τα έγγραφα ή αντίγραφα της ποινικής διαδικασίας ως και τα πιστοποιητικά τα εκδιδόμενα παρά της γραμματείας των ποινικών δικαστηρίων, των εισαγγελιών και των αρχών εν γένει των ασκουσών ποινικήνδικαιοδοσίαν.

2. Αι διατάξεις των παραγράφων 2 εώς 4 του άρθρου 507 του ΚώδικοςΠοιν. Δικονομίας, ως τούτο αντικαθίσταται δια του παρόντος, εφαρμόζονται και επί των προ της ισχύος του παρόντος, εκδοθεισών αποφάσεων, αι οποίαι δεν κατέστησαν, οπωσδήποτε, αμετάκλητοι, αι δε εις τας διατάξεις ταύτας καθοριζόμεναι προθεσμίαιάρχονται από της ισχύος του παρόντος.

3. Επί αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων και βουλευμάτων εκδοθέντων μέχρι της ισχύος του παρόντος δια των οποίων επιβάλλονται δικαστικά έξοδα και τέλη, έχουν εφαρμογήν, μέχρι του αμετακλήτου της καταδίκης, αι μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος ισχύουσαι διατάξεις, εφ` όσον υπό τούτου δεν ορίζεται άλλως.

Άρθρον 17
Το άρθρον 265 του Ποινικού Κώδικος αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 265.
Εμπρησμός εις δάση.
1. Επιφυλασσομένης της βαρυτέραςτιμωρήσεως κατά τους όρους του άρθρου 264 ο εκ προθέσεως προξενώνπυρκαϊάν εις δάσος ή μερικώς δασοσκεπή έκτασιν κατά την έννοιαν των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του Δασικού Κώδικος τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον τριάκοντα χιλιάδων δραχμών. Δεν επιτρέπεται δε, εις πάσαν περίπτωσιν, μετατροπή ή αναστολή της καταγνωσθείσης ποινής, η δε έφεσις δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν ταύτης. Εαν η πράξιςέσχεν ως επακόλουθον την εξάπλωσιν του πυρός εις μεγάληνέκτασιν επιβάλλεται κάθειρξις.
2. Εάν η πράξιςετελέσθη εξ ιδιοτελείας ή κακοβουλίας ή η εμπρησθείσαέκτασις είναι ιδιαιτέρως μεγάλη επιβάλλεται κάθειρξις τουλάχιστον δέκα ετών”.

Άρθρον 18
Το άρθρον 266 του Ποινικού Κώδικος αντικαθίσταται ως ακολουθώς:
“Άρθρον 266.
Εμπρησμός εξ αμελείας.
Εάν τις των εν άρθροις 264 και 265 πράξεων ετελέσθη εξ αμελείας, επιβάλλεται φυλάκισις τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, εκτός εάν η πράξιςτιμωρήταιβαρύτερον κατ` άλλην διάταξιν, δεν επιτρέπεται δε εις πάσαν περίπτωσιν μετατροπή ή αναστολή της καταγνωσθείσης ποινής”.

Άρθρον 19

1. Εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τας οποίας ακολουθείται η επ` αυτοφώρω διαδικασία, τα πλημμελήματα εμπρησμού δασών των άρθρων 265 και 266 του Ποινικού Κώδικος, ως ταύτα αντικαθίστανται υπό των άρθρον 17 και 18 του παρόντος νόμου ως και τα πλημμελήματα του άρθρου 285 του Δασικού Κώδικος, ως τούτο τροποποιείται υπό του άρθρου 23 του παρόντος εισάγονται δι` απ` ευθείας κλήσεως ενώπιον του αρμοδίου τριμελούς πλημμελειοδικείου, είτε μετά προηγουμένηνπροανάκρισιν είτε και άνευ ταύτης, εφ` όσον προκύπτουν αποχρώσαι ενδείξεις. Συντρεχούσης περιπτώσεις προφυλακίσεως εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 308 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.

2. Η διενεργουμένη προανάκρισιςπερατούται εντός δέκα ημερών, η δικάσιμος ορίζεται εντός τεσσαράκοντα ημερών από της ημέρας τελέσεως της πράξεως, η δε κατ`έφεσιν δίκη εντός τριάκοντα ημερών από της ασκήσεως του ενδίκου μέσου.

3. Κατά της δι` απ` ευθείας κλήσεως εισαγωγής του κατηγορουμένου εις το δικαστήριον ουδεμία επιτρέπεται προσφυγή.

Άρθρον 20
Σημ.: όπως το άρθρο 20 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 2 Απριλίου 2012

1. Επί των κακουργημάτων εμπρησμού δασών τιμωρουμένων κατά τα άρθρα 265 και 264 του Ποινικού Κώδικος, ως το πρώτον τούτων αντικαθίσταται δια του άρθρου 17 του παρόντος, άμα τω πέρατι της ανακρίσεως, η δικογραφία υποβάλλεται υπό του εισαγγελέως πλημμελειοδικών εις τον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος εάν κρίνη ότι προκύπτουν αποχρώσαι ενδείξεις και ότι δεν συντρέχει περίπτωσις συμπληρώσεως της ανακρίσεως, υποχρεούται, μετά σύμφωνονγνώμην του προέδρου εφετών, να εισαγάγη την υπόθεσιν μετά των συναφών προς ταύτην πράξεων δι` απ` ευθείας κλήσεως, κατά της οποίας ουδεμία προσφυγή επιτρέπεται, ενώπιον του πενταμελούς εφετείου καθισταμένου αρμοδίου δια την εκδίκασιν των ανωτέρω πράξεων. Εν περιπτώσει μη συμφωνίας του προέδρου εφετών εισάγεται η υπόθεσις, μετά των συναφών πράξεων, υπό του εισαγγελέως εφετών εις το συμβούλιον εφετών, εν πενταμελεί συνθέσει, το οποίον αποφαίνεται εις πρώτον και τελευταίονβαθμόν.

2. Εις την περίπτωσιν της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου περί μεν της διαρκείας της ισχύος του εντάλματος συλλήψεως και περί της διαρκείας της προφυλακίσεως του κατηγορουμένου, ως και περί της εκδόσεως τούτων οσάκις δεν είχον αρχικώς εκδοθή ταύτα υπό του ανακριτού, αποφαίνεται δια διατάξεώς του, κατά της οποίας δεν χωρεί προσφυγή, ο πρόεδρος εφετών, περί δε της προσωρινής απολύσεως του κατηγορουμένου το συμβούλιον εφετών, εν τριμελεί συνθέσει. Εάν διετάχθη η διατήρησις της ισχύος του εντάλματος συλλήψεως, ο εισαγγελεύς των εφετών δια διατάξεώς του, της οποίας δεν απαιτείται τοιχοκόλλησις, διατάσσει την αναστολήν της, εν τω ακροατηρίωεπικακουργήματι διαδικασίας, ως προς τον φυγοδικούντακατηγορούμενον μέχρι προσελεύσεως ή συλλήψεως τούτου, δικαζομένου όμως απόντος δια τας επί πλημμελήματι κατηγορίας υπό του πενταμελούς εφετείου.

3. Το εις την παρ. 2 του παρόντος άρθρου συμβούλιον εφετών είναι αρμόδιον επί πλειόνων κατηγορουμένων ν` αποφανθή εις πρώτον και τελευταίονβαθμόν δι` όσους δεν προκύπτουν αποχρώσαι ενδείξεις ή ως προς τους οποίους δέον να κηρυχθή απαράδεκτος ή να παύση οριστικώς ή προσωρινώς η ποινική δίωξις, χωριζομένης ως προς τούτους της υποθέσεως. Το αυτό ως άνω συμβούλιον είναι κατά πάσαν περίπτωσιναρμόδιον ν` αποφανθή ομοίως και δια τας συναφείς πράξεις, είτε πρόκειται περί ενός είτε πρόκειται περί πλειόνων κατηγορουμένων.

4. Εαν ως προς τινάς των κατηγορουμένων δεν επερατώθη η ανάκρισις, προβλέπεται δε βραδύτης περατώσεως, ο ανακριτής διατάσσει τον χωρισμόν της υποθέσεως, δια διατάξεώς του, μη υποκειμένης εις προσφυγήν, συνεχίζει δε την ανάκρισιν ως προς τους λοιπούς δια τους οποίους, άμα τη περατώσει εφαρμόζονται ομοίως τα εις τας προηγουμένας παραγράφους του παρόντος άρθρου οριζόμενα.

Άρθρον 21
Αι διατάξεις του άρθρου 20 του παρόντος νόμου και η υπό τούτου, προβλεπομένη διαδικασία εφαρμόζονται και
α) επί των εγκλημάτων των αναφερομένων εις την υπ` αριθ. 4 διάταξιν του άρθρου 111 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, ως αντικατεστάθη αύτη υπό του άρθρου 16 παρ. 1 Ν. 480/1976 “περί προλήψεως και καταστολής πράξεών τινών, στρεφομένων κατά της ασφαλείας της αεροπλοϊας,
β) των εγκλημάτων των αναφερομένων εις άρθρον 13 παρ. 1 Ν. 495/1976 “περί όπλων, εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανημάτων και άλλων τινών ποινικών διατάξεων και
γ) των εγκλημάτων των αναφερομένων εις τα άρθρα 3 και 4 Ν.Δ. 743/1970 “περί τιμωρίας των παραβατών των νόμων περί ναρκωτικών κλπ.” αρμοδίου καθισταμένου προς εκδίκασιν τούτων του πενταμελούς εφετείου, καταργουμένων από της ισχύος του παρόντος των διατάξεων του άρθρου 16 παρ. 2 Ν. 480/1976 και των άρθρων 13 παρ. 4 και 22 Ν. 495/1976 “περί όπλων, εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανημάτων και άλλων τινών ποινικών διατάξεων”, των εις τους νόμους τούτους παραπομπών εις τας καταργουμένας διατάξεις, νοουμένων από της ισχύος του παρόντος ως παραπομπών εις το άρθρον 20 αυτού.
δ) των εγκλημάτων που προβλέπονται απο τα άρθρα 374 και 380 του Ποι- νικού Κώδικα.
Σημ.: όπως η περίπτωση δ`προστέθηκε στο άρθρο 21 με το άρθρο 25 του Ν. 1419/84 (ΦΕΚ Α 28).
ε) του εγκλήματος που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 114 του ν.1892/1990, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 29 του ν. 2081/1992.
Σημ.: όπως η περ.ε` προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρ.16 του Ν.2298/1995 (Α 62) και εκ νέου! με την παρ.1 άρθρ.23 Ν.2300/1995 (Α 69).
στ) των κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 173 παράγραφος 2, 189 παράγραφος 3 και 380 του Ποινικού Κώδικα.
Σημ.: όπως η περ.στ` προστέθηκε με το άρθρο 29 παρ.1 Ν.3772/2009, ΦΕΚ Α 112/10.7.2009.

Σημ.: όπως το άρθρο 21 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 2 Απριλίου 2012 με την παράγραφο 1 ια άρθρου 109 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.

Άρθρον 22
Η παρ. 1 του άρθρου 206 του Ν.Δ. 86/1969 “περί Δασικού Κώδικος”, ως τούτο ετροποποιήθη, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
1. Απαγορεύεται:
α) Να ανάπτεται πυρ εν υπαίθρω, εντός δασών, δασικών εκτάσεων ή εδαφών ή και πλησίον αυτών μέχρις αποστάσεως διακοσίων μέτρων, από 1ης Μαϊου μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου, χωρίς να λαμβάνωνται μέτρα τα παρά των διασικών κανονισμών ενδεικνυόμενα προς πρόληψινπυρκαϊών.
β) Να ανάπτεται ή να διατηρήται προς οιονδήποτε σκοπόνακάλυπτον πυρ εντός καλυβών, μανδρών, σκηνών, αυλών των οικιών ή άλλων ενδιαιτημάτων, εφ` όσον ταύτα ευρίσκονται εντός δασών, δασικών εδαφών ή εκτάσεων ή πλησίον αυτών και εις απόστασιν διακοσίων μέτρων, από 1ης Μαϊου μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου.
γ) Η καύσις κατά τους αυτούς μήνας αγρών ή αγροτικών εκτάσεων, εμπεριεχομένων ή παρακειμένων εις δάση, άνευ αδείας του δασάρχου.
δ) Η καύσιςανθρακοκαμίνων και ασβεστοκαμίνων από 1ης Ιουνίου μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου εντός δασών ή παρ` αυτά και εις απόστασινμικροτέραν των 40 μετρών, προς δε και η μόνιμος εγκατάστασις βιομηχανικού καταστήματος λειτουργούντος δια καυσίμου ύλης άνευ αδείας του δασάρχου.
ε) Η καύσιςανθρακοκαμίνων εγκατεστημένων εντός δασοσυστάδων ή υπωρόφου εξ αειφύλλωνπλατυφύλλων από 15ης Ιουνίου μέχρι 1ης Σεμπεμβρίου.
στ) Η κατά τους αυτούς μήνας εντός δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων και χορτολιβαδικών εδαφών θήρα δι` όπλων εχόντων βύσμα εξ ύλης εκ της οποίας δύναται να μεταδοθή το πυρ.
ζ) η απόρριψιςανημμένωνσιγαρέττων εντός δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων και χορτολιβαδικών εδαφών.
η) Η απόρριψιςανημμένωνσιγαρέττων εκ των σιδηροδρομικών αμαξών, ή αυτοκινήτων εν γένει οχημάτων.
θ) Το κάπνισμα των εντός κορμών δένδρων, μελισσών.
ι) Η υπό του ιδιοκτήτου κατόχου ή οδηγού αυτού θέσις εις λειτουργίαν, εντός ή πλησίον των κατ` άρθρον 1 του παρόντος εκτάσεων ή εδαφών, γεωργικού μηχανήματος μη φέροντος εις τον σωλήνα εξαγωγής καυσαερίων (εξάτμισιν) συσκευήν συγκρατήσεως σπινθήρων (σπινθηροσυλλέκτην) εγκεκριμένην υπό της αρμοδίας κρατικής υπηρεσίας ως και γεωργικού μηχανήματος, μη όντος εφωδιασμένου διά πυροσβεστήρος ξηράς κόνεως, μεγέθους αναλόγου προς τον τύπον του γεωργικού μηχανήματος.
ια) Πάσα άλλη ενέργεια δυναμένη να προκαλέσηπυρκαϊάν.
Σημ.: όπως το άρθρο 22 καταργήθηκε με την περ.δ της παρ.1 του άρθου 79 του Ν. 998/1979 (ΦΕΚ Α` 289).

Άρθρον 23
Αι παρ. 1,2 και 3 του άρθρου 285 του Ν.Δ. 86/1969 “περί Δασικού Κώδικος”, ως τούτο ετροποποιήθη, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
1. Οι παραβάται των διατάξεων των περιπτώσεων α`-ι` της παραγράφου 1 του άρθρου 206 τιμωρούνται δια φυλακίσεως δύο μηνών μέχρις ενός έτους. Εάν αι παραβάσεις αύται έσχον ως επακόλουθονπυρκαϊάν εις δάσος ή μερικώς δασοσκεπή έκτασιν, επιβάλλεται φυλάκισις τουλάχιστον δύο ετών.
Εις τας περιπτώσεις της παραγράφου ταύτης δεν χωρεί μετατροή ή αναστολή της ποινής.
2. `Οστις παραμελεί την ανήκουσαν αυτώ υποχρέωσιν εποπτείας ανηλίκου νεωτέρου των 17 ετών ή προσώπου ακαταλογίστου ή ηλαττωμένης προς καταλογισμόν ικανότητος, τιμωρείται διά φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους, εάν εκ της παραμελήσεως ταύτης το υπό την εποπτείαν αυτού πρόσωπονπροεκάλεσεπυρκαϊάν εις τας εν άρθρω 1 του παρόντος εκτάσεις ή εδάφη. Δια της αυτής ποινής τιμωρούνται και οι απασχολούντεςπροσωπικόν εις εργασίας εκτελουμένας εντός ή πλησίον των εν άρθρω 1 εκτάσεων, ή εδαφών, οι οποίοι δεν έλαβον τα προσήκοντα μέτρα εποπτείας και οργανώσεως των εργασιών τούτων, εάν εκ της τοιαύτης παραλείψεως προεκλήθη πυρκαϊά εις τας εν άρθρω 1 του παρόντος εκτάσεις ή εδάφη.
3. Κατά των παραβατών των διατάξεων των περιπτώσεων δ` και ε` της παρ. 1 του άρθρου 206 ως και εκείνων κατ` εντολήν των οποίων ούτοι ενεργούν, διατάσσεται η δήμευσις των προϊόντων των καμίνων ως και το κλείσιμον του βιομηχανικού καταστήματος. Ωσαύτως κατά των παραβατών της περιπτώσεως “ι” της παραγράφου 1 του άρθρου 206 διατάσσεται η δήμευσις του γεωργικού μηχανήματος.
Σημ.: όπως το άρθρο 23 καταργήθηκε με την περ.δ της παρ.1 του άρθου 79 του Ν. 998/1979 (ΦΕΚ Α` 289).

Άρθρον 24
Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 743/1970 “περί τιμωρίας των παραβατών των νόμων περί ναρκωτικών και ουσιών προκαλουσώντοξικομανίαν ή εξάρτησιν του ατόμου, ως και περί μεταχειρίσεως των τοξικομανών εν γένει” αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Κατά πάσαν περίπτωσιν αι ναρκωτικαίουσίαι κατάσχονται και δημεύονται. Διαρκούσης της προδικασίας, ως και όταν δεν συντρέχηπερίπτωσις ασκήσεως δι` οιονδήποτε λόγον ποινικής διώξεως, την δήμευσιν διατάσσει το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών.
Ο Ανακριτής, εφ` όσον ήθελε διαπιστωθή διά πραγματογνωμοσύνης, κατά τους νομίμους τύπους διενεργουμένης, ότι αι κατασχεθείσαιουσίαι υπάγονται εις τινακατηγορίαν ναρκωτικών, οφείλει να πέμψη εις τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών αντίγραφον ταύτης, ως και της εκθέσεως κατασχέσεως, ούτος δε διαβιβάζει ταύτα, μετά προτάσεώς του, αμελλητί εις το Συμβούλιον, όπερ διατάσσει την καταστροφήν αυτών. Δύναται όμως τούτο, κατόπιν εγγράφου του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών να διατάξη την παράδοσιν τούτων εις νοσηλευτικόν ίδρυμα, εφ` όσον είναι χρήσιμοι εις αυτό κατά την γνώμην της Επιτροπής Ναρκωτικών. Η καταστροφή ενεργείται υπό Επιτροπής συγκροτουμένης εκ του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, του Διοικητού της Χωροφυλακής ή Διευθυντού της Αστυνομίας Πόλεων και του Νομιάτρου ή άλλου υπαλλήλου του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών”.

Άρθρον 25
Η παρ. 1 του άρθρου 215 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι της Βουλής, Υπουργοί και αρχιερείς εξετάζονται κατ` οίκον, η δι` ένορκος μαρτυρία των αναγιγνώσκεται εν τω ακροατηρίω. Προκειμένου όμως περί κακουργήματος, δύνανται να κληθώσι προς εμφάνισιν εις το ακροατήριον, εξεταζόμενοι πρώτοι και δυνάμενοι μετά τούτο να αποχωρήσωσιν, εκτός εάν το δικαστήριον ήθελε διατάξει άλλως. Οι ανωτέρω δύνανται να παραιτηθώσι των ανωτέρω πλεονεκτημάτων”.

Άρθρον 26
Η ισχύς των άρθρων 1 έως 10, 15 και 16 του παρόντος άρχεται από της 16ης Σεπτεμβρίου 1977, των λοιπών δε άρθρων αυτού από της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 05 Αυγούστου 1977

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ