Νόμος 693 ΦΕΚ Α΄262/15.9.1977
Περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν
Άρθρον 1
1. Το Ειδικόν Δικαστήριον προς εκδίκασιν αγωγών κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών συγκροτείται εκ του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Προέδρου, εξ ενός συμβούλου της Επικρατείας, ενός αρεοπαγίτου, ενός συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο τακτικών καθηγητών νομικών μαθημάτων των Νομικών Σχολών των Πανεπιστημίων της Χώρας και δύο δικηγόρων εκ των μελών του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, ως μελών, οριζομένων διά κληρώσεως.
2. Εφ` όσον πρόκειται περί αγωγής κακοδικίας κατά μέλους του Συμβουλίου της Επικρατείας ή λειτουργού των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Εκ των μελών του Ειδικού Δικαστηρίου εξαιρείται εκάστοτε ο ανήκων εις το Σώμα ή τον Κλάδον της Δικαιοσύνης, επί ενεργείας ή παραλείψεως λειτουργού του οποίου καλείται να αποφανθή το Δικαστήριον.
Άρθρον 2
1. Κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα Δεκεμβρίου κάθε έτους ο Υπουργός Δικαιοσύνης αποστέλλει προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας καταλόγους:
α) των συμβούλων επικρατείας,
β) των αρεοπαγιτών,
γ) των συμβούλων του ελεγκτικού συνεδρίου,
δ) των τακτικών καθηγητών των νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών ή νομικών τμημάτων των πανεπιστημίων της χώρας,
ε) των δικηγόρων μελών, τακτικών και αναπληρωματικών, του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων. Καθηγητές που έχουν και κάποια από τις παραπάνω ιδιότητες δεν περιλαμβάνονται στους καταλόγους των καθηγητών. Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα Δεκεμβρίου η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικαρατείας, σε δημόσια συνεδρίαση, ενεργεί με βάση τους παραπάνω καταλόγους κλήρωση από χωριστές κληρωτίδες ενός συμβούλου της επικρατείας, ενός αρεοπαγίτη, ενός συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο τακτικών καθηγητών των νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της χώρας και δύο δικηγόρων απά τα μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων με διπλάσιο αριθμό αναπληρωματικών. Οι αναπληρωματικοί καλούνται κατά τη σειρά της κλήρωσης όταν ελλείπουν, απουσιάζουν, κωλύονται ή εξαιρούνται οι τακτικοί. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης η ολομέλεια συνέρχεται σε συμβούλιο προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη, τα ονόματα όσων περιλαμβάνονται στους παραπάνω καταλόγους. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας εξάγει από τις κληρωτίδες τα σφαιρίδια και εκφωνεί το όνομα κάθε κληρουμένου, το οποίο επιδεικνύει στα λοιπά μέλη της ολομέλειας. Για το δύο στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 του Ν.2172/1993 (ΦΕΚ Α 207)
2. Τα ονόματα των κληρωθέντων δημοσιεύονται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως επιμελεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ούτοι συγκροτούν διά το επόμενον έτος το ΕιδικόνΔικαστήριον εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας. Σχετικό: η Υ.Α. 17061 (ΔΙΚ) της 7.2/17.3.91 (Β` 181), ως προς το έτος 1991.
3. Εις περίπτωσιν ελλείψεως, απουσίας, κωλύματος ή εξαιρέσεως των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών, ενεργείται νέα, διά την συγκεκριμένηνυπόθεσινκλήρωσις εκ της κατηγορίας εις την οποίαν ανήκουν τα μέλη ταύτα, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά, ως προς την κλήρωσιν και δημοσίευσιν, των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
4. Εις περίπτωσιν ελλείψεως, απουσίας, κωλύματος ή εξαιρέσεως του Προέδρου του Αρείου Πάγου, κατά περίπτωσιν, ούτοι αναπληρούνται, αντιστοίχως υπό του αρχαιοτέρου των αντιπροέδρων του οικείου δικαστηρίου, αναπληρουμένων εις τας αυτάς περιπτώσεις και τούτων υπό των αμέσως νεωτέρων των κατά την σειράν αρχαιότητος.
5. Καθήκοντα γραμματέως του Ειδικού Δικαστηρίου εκτελεί ο γραμματεύς του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναπληρούμενος υπό υπαλλήλου της Γραμματείας του Συμβουλίου Επικρατείας, οριζομένου υπό του Προέδρου τούτου.
6. Τόπος συνεδριάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου ορίζεται το κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Άρθρον 3
Το Ειδικόν Δικαστήριον συνεδριάζει παρόντων επτά τακτικών ή αναπληρωματικών μελών και του γραμματέως. Αι αποφάσεις του Δικαστηρίου λαμβάνονται δι` απολύτου πλειοψηφίας.
Άρθρον 4
Ο ασκών την αγωγήν κακοδικίας διάδικος, παρίσταται διά δικηγόρου παρ` ΑρείωΠάγω ο οποίος είναι εκ του νόμου αντίκλητος.
#####
2. Ο εναγόμενος δικαστικός λειτουργός μπορεί να παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου και αυτοπροσώπως.
Σημ.: όπως η παράγραφος 2 προστέθηκε στο άρθρο 4, διά του άρθρου 36 του Ν. 1366/1983 (Α 81).
Άρθρον 5
Απαντα τα απαρτίζοντα το ΕιδικόνΔικαστήριον μέλη και υπό την ιδιότητά των ταύτην υπόκεινται εις την πειθαρχικήνδικαιοδοσίαν του κατά το άρθρον 91 του Συντάγματος Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, συμφώνως προς τας διατάξεις του περί τούτου νόμου, εφαρμοζομένας αναλόγως. Επί πειθαρχικής αγωγής, κατά μελών του Ειδικού Δικαστηρίου, εχόντων την ιδιότητα του δικηγόρου, το ΑνώτατονΠειθαρχικόνΣυμβούλιον συγκροτείται εκ των εννέα μελών αυτού.
Άρθρον 6
1. Οι δικαστικοί λειτουργοί ευθύνονται κατά την άσκησιν των αναγομένων εις την δικαστικήνλειτουργίαν καθηκόντων των μόνον ένεκα δόλου, βαρείας αμελείας ή αρνησιδικίας, εφ` όσον εκ τούτων προέκυψε ζημία εις τον ενάγοντα.
2. Αρνησιδικία εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών υπάρχει τότε μόνον, όταν ούτοι αρνούνται αδικαιολογήτως να αποφανθούν επί νομίμως υποβαλλομένων αιτήσεων των διαδίκων ή παρελκύουν αδικαιολογήτως την έκδοσιν αποφάσεων επί υποθέσεων ωρίμων προς τούτο, υφ` οιανδήποτε πρόφασιν και ιδίως την της σιωπής ή ασαφείας του νόμου.
3. Η αγωγή κακοδικίας είναι απαράδεκτος, εάν ο ζημιωθείς δεν ασκήση κατά της αποφάσεως εκ της οποίας υπέστη ζημίαν τα υπό του νόμου επιτρεπόμενα τακτικά ένδικα μέσα και δεν εκδοθήαπόφασις επ` αυτών.
4. Η αγωγή κακοδικίας απορρίπτεται, εάν αποδειχθή ότι ο ζημιωθείς ηδύνατο να αποφύγη την ζημίαν κατά νόμιμον τρόπον. Οι κληρονόμοι του εναγομένου ευθύνονται μόνον μέχρι του ενεργητικού της κληρονομίας.
Άρθρον 7
Δεν χωρεί αγωγή κακοδικίας,
α) κατά των μελών του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου,
β) κατά μελών δικαστηρίων κρινόντων περί του κύρους των δημοτικών και κοινοτικών εκλογών,
γ) κατά των δικαστικών λειτουργών, των μετεχόντων συμβουλίων, αποφαινομένων επί θεμάτων υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων,
δ) κατά των μελών του κατά τον παρόντα νόμον Ειδικού Δικαστηρίου διά τας επί αγωγών κακοδικίας αποφάσεις.
Άρθρον 8
Η αγωγή κακοδικίας είναι απαράδεκτος μετά πάροδον εξ μηνών από της υπό του ενάγοντος γνώσεως της παρανόμου πράξεως ή παραλείψεως, προκειμένου δε περί δικαστικής αποφάσεως αφ` ης αύτη καταστή αμετάκλητος.
Άρθρον 9
Σημ.: όπως το άρθρο 9 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 1366/ 1983 (Α 81).
1. Η αγωγή συντάσσεται κατά τα άρθρα 118 και 216 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, υπογράφεται από δικηγόρο και περιέχει επί ποινή ακυρότητας : α) όλους, λεπτομερώς και ορισμένως, τους λόγους στους οποίους ο ενάγων στηρίζει την αγωγή και β) ακριβή αναγραφή όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία αναφέρονται σ` αυτή.
2. Στην αγωγή επισυνάπτονται, επί ποινή απαραδέκτου :
α) τα αποδεικτικά έγγραφα τα οποία αναφέρονται για να στηρίξουν τους λόγους της αγωγής,
β) ειδικό πληρξούσιο προς το δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή και
γ) γραμμάτιο καταθέσεως από τον ενάγοντα παράβολου δραχμών πέντε χιλιάδων. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξομοιώνεται με διάταγμα που εκδίδεται προτάσει του Υπουργού Δικαιοσύνης.
3. Η αγωγή ασκείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 215 παρ.1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εντός της προθεσμίας που ορίζεται από το άρθρο 8.
4. Μετά την άσκηση της αγωγής κακοδικίας κρίνεται υποχρεωτικά και σύμφωνα με τις αντίστοιχες δικονομικές διατάξεις από το κατά περίπτωση αρμόδιο πολιτικό, ποινικό η διοικητικό δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο, αν συντρέχει λόγος εξαιρέσεως του εναγομένου ως προς μελλοντικές πράξεις στην υπόθεση που αφορά η αγωγή. Για το σκοπό αυτόν ο Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου κακοδικίας, μέσα στις επόμενες δύο εργάσιμες ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, αποστέλει αντίγραφό της στο δικαστικό όργανο που είναι αρμόδιο να εισάγει αιτήσεις εξαίρεσης ή να προτείνει την εξαίρεση. Η άσκηση αγωγής κακοδοσίας ή η υποβολή αίτησης για εξαίρεση κατά του παραπάνω δικαστικού οργάνου ή κατά του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβούλου που θα κρίνει για την εξαίρεση, ποτέ δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας της εξαίρεσης.
Άρθρον 10
1. Ο γραμματεύς υποβάλλει αμελλητί τα κατατεθέντα έγγραφα εις τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου, ο οποίος διά πράξεως αυτού επί του δικογράφου της αγωγής ορίζει,
α) δικάσιμον της υποθέσεως,
β)προθεσμίαν εντός της οποίας πρέπει να γίνη η επίδοσις αντιγράφου της αγωγής μετά κλήσεως προς συζήτησιν εις τον εναγόμενον,
γ) εν εκ των μελών του δικαστηρίου ως εισηγητήν.
2. Η κατά την παράγραφον 1 στοιχείον β` προθεσμία πρέπει να απέχη τουλάχιστον 60 ημέρας από της δικασίμου.
3. Αντίγραφον της αγωγής μετά της κατά την παράγραφον 1 πράξεως και κλήσεως προς συζήτησιν επιδίδεται διά δικαστικού επιμελητού κατά τας διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
4. Ο κατά την παρ. 1 ορισθείς εισηγητής δύναται να αντικατασταθή και διά προφορικής εντολής του Προέδρου του Δικαστηρίου.
Άρθρον 11
Σημ.: όπως το άρθρο 11 τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 του Ν. 1366/ 1983 (Α 81).
1.Μετά την επίδοση της αγωγής κακοδικίας και έως ότου εκδοθεί δικαστική απόφαση ή βούλευμα για την εξαίρεση κατά το άρθρο 9 παρ.4, ο εναγόμενος απέχει από κάθε παραπέρα πράξη σχετική με την υπόθεση την οποία αφορά η αγωγή, εκτός αν πρόκειται για ανεπίδεκτες αναβολής πράξεις. Οι πράξεις που έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων αυτού του άρθρου είναι άκυρες, καθώς και όλη η διαδικασία που στηρίζεται σ` αυτές. Οι παραβάτες τιμωρούνται πειθαρχικά και υποχρεούνται να πληρώσουν τα έξοδα. Αν το αρμόδιο δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο κρίνει ότι συντρέχει λόγος εξαίρεσης, εφαρμόζονται οι κατά περίπτωση σχετικές δικονομικές διατάξεις.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται αν ασκήθηκε αγωγή κακοδικίας κατά ολοκλήρου του δικαστηρίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή όλων των μελών της Εισαγγελίας του, του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή κατά τόσων μελών των δικαστηρίων τούτων ώστε από τους υπολοίπους να μην είναι δυνατή η νόμιμη συγκρότησή τους. Το ίδιο ισχύει όταν ασκείται αγωγή κατά όλων των μελών όλων των εφετείων, πλημμελειοδικείων ή πταισματοδικείων ή των εισαγγελιών του Κράτους.
Άρθρον 12
1. Είκοσι τουλάχιστον ημέρας προ της δικασίμου οι διάδικοι δύνανται να καταθέσουν εις τον γραμματέα του Δικαστηρίου προτάσεις. Αι εκατέρωθεν αντικρούσεις συμπληρούνται το βραδύτερον μέχρι και της δεκάτης πέμπτης ημέρας προ της συζητήσεως.
2. Νέας αποδείξεις δικαιούται ο ενάγων να προσκομίση μόνον εγγράφως, κατατιθεμένας είκοσι τουλάχιστον ημέρας προ της δικασίμου.
Άρθρον 13
Ο εισηγητής της υποθέσεως οφείλει να συντάξηέκθεσιν περί του παραδεκτού και του νόμωβασίμου της αγωγής και να καταθέση ταύτην εις τον γραμματέα του Δικαστηρίου, οκτώ τουλάχιστον ημέρας προ της δικασίμου. Οι διάδικοι δικαιούνται να λαμβάνουν γνώσιν της εκθέσεως, κατόπιν δε αιτήσεώς των χορηγείται αντίγραφον ταύτης.
Άρθρον 14
1. Η συζήτησις διεξάγεται εις δημοσίανσυνεδρίασιν προφορικώς, βασίζεται δε επί των εγγράφων της προδικασίας.
2. Μετά την εκφώνησιν της υποθέσεως άρχεται η εις το ακροατήριον συζήτησις διά της αναγνώσεως της εκθέσεως του εισηγητού. Μετά ταύτα αγορεύουν οι πληρεξούσιοι των διαδίκων.
3. Κατόπιν αιτήσεως του εισηγητού ή τινός των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως δύναται το δικαστήριον να αναβάλη άπαξ την συζήτησιν της υποθέσεως, εις νέανδικάσιμον, οριζομένην διά της περί αναβολής αποφάσεως. Δευτέρα αναβολή επιτρέπεται μόνον κατόπιν αιτήσεως του εισηγητού.
4. Εάν κατά την επ` ακροατηρίου συζήτησιν δεν εμφανισθή ή εμφανισθή και δεν μετάσχη προσηκόντως αυτής τις των διαδίκων, η διαδικασία προβαίνει ως εάν ήσαν πάντες οι διάδικοι παρόντες.
Άρθρον 15
Κατά τα λοιπά και ιδίως όσον αφορά εις την διεξαγωγήν των συζητήσεων, την ευταξίαν του ακροατηρίου, την κατάρτισιν των πρακτικών και αποφάσεων, την ενέργεια τυχόν διατασσομένων αποδείξεων εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, αι αφορώσαι την διαδικασίαν ενώπιον του πολυμελούς Πρωτοδικείου.
Άρθρον 16
1. Το Δικαστήριον δεχόμενον την αγωγήν διατάσσει την επιστροφήν του παραβόλου και επιβάλλει εις τον εναγόμενον την δικαστικήν δαπάνην. Εάν απορριφθή η αγωγή διατάσσεται υπό του Δικαστηρίου η κατάπτωσις του παραβόλου υπέρ του Δημοσίου και επιβάλλεται η δικαστική δαπάνη εις τον ενάγοντα.
2. Η εκδιδομένη απόφασις εκτελείται αναγκαστικώς κατά τας διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, αι δε περί την εκτέλεσινδιαφοραί υπάγονται εις τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια. Κατά πάσαν περίπτωσιν η ισχύς της αποφάσεως ή της πράξεως, η οποία έδωκεν αφορμήν εις την άσκησιν της αγωγής, δεν θίγεται.
Άρθρον 17
Κατά των αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου ουδέν ένδικον μέσον χωρεί.
Άρθρον 18
1. Εάν απορριφθή η αγωγή κακοδικίας διά τυπικόν ή ουσιαστικόνλόγον, νέα αγωγή κακοδικίας διά την αυτήν υπόθεσιν παρά του αυτού διαδίκου δεν επιτρέπεται διά τους αυτούς ή άλλους λόγους.
2. Η εκδιδομένη επί αγωγής κακοδικίας απόφασις, οιαδήποτε και αν είναι αύτη, δεν παρακωλύει την πειθαρχικήν ή ποινικήνδίωξιν των εναχθέντων λειτουργών κατά τας κειμένας διατάξεις.
Άρθρον 19
1. Οι δικασταί του Ειδικού Δικαστηρίου ως και ο γραμματεύς αυτού, υποχρεούνται να προτείνουν την εξαίρεσίν των και δύναται να εξαιρεθούν κατ` αίτησιν των διαδίκων διά τους εις το άρθρον 52 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οριζομένουςλόγους.
2. Η εξαίρεσις προτείνεται είκοσιν ημέρας προ της επ` ακροατηρίου συζητήσεως, βραδύτερον δε μόνον κατά τα εις το άρθρον 57 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οριζόμενα. Διά την εκδίκασιν της εξαιρέσεως προσλαμβάνεται αντί του περί ου η εξαίρεσις μέλους του δικαστηρίου ο νόμιμος αυτού αναπληρωτής.
3. Δεν επιτρέπεται η δι` αιτήσεων εξαίρεσις πάντων των δυναμένων να μετάσχουν του Ειδικού Δικαστηρίου εν όλω ή των εκ τινος σώματος μελών, ματαίωσις της συγκροτήσεως αυτού. Εις την περίπτωσιν αυτήν εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξις του άρθρου 53 παρ. 1 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
Άρθρον 20
1. Η αγωγή και αι προτάσεις πρέπει να είναι ευπρεπώς συντεταγμέναι, περιοριζόμεναι εις γεγονότα και απέχουσαι παντός εξυβριστικού χαρακτηρισμού και υβριστικών εν γένει εκφράσεων επί ποινή χρηματική δύο χιλιάδων μέχρις είκοσι χιλιάδων δραχμών επιβάλλομένη εις τον παραβάτην υπό του Ειδικού Δικαστηρίου και περιερχομένη εις τοΤαμείον Νομικών. Κατά τα λοιπά έχουν εφαρμογήν αι διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.
2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και ως προς την επ` ακροατηρίου ανάπτυξιν της υποθέσεως.
Άρθρον 21
Η αγωγή και τα λοιπά έγγραφα των διαδίκων ως και αι αποφάσεις υποβάλλονται εις τα αυτά τέλη προς τα παρ` ΑρείωΠάγω καταβαλλόμενα.
Άρθρον 22
1. Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται:
α) Ο νόμος 407/1914 “περί του κατά το άρθρον 103 του Συντάγματος Ειδικού Δικαστηρίου προς εκδίκασιν αγωγών κακοδικίας”.
β) Αι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 6 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, ως και πάσα άλλη διάταξιςαντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος ή αναφερομένη εις θέματα ρυθμιζόμενα υπό τούτου.
2. Αι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του Εισαγωγικού Νόμου Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“1. Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητού, δικαστικού γραμματέως και δικαστικού επιμελητού υπάγεται εις το κατά τας διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. κατά τόποναρμόδιον πολυμελές Πρωτοδικείον, δικάζον κατά την τακτικήνδιαδικασίαν”.
3. Αι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος νόμου εκκρεμείς υποθέσεις κακοδικίας, πλην των συζητηθεισών, εκδικάζονται υπό του σημείου εις το οποίον αύται ευρίσκονται υπό του κατά τον παρόντα νόμον Ειδικού Δικαστηρίου και κατά την υπό τούτου καθοριζομένηνδιαδικασίαν. Υπό του αυτού Δικαστηρίου και κατά την αυτήν διαδικασίαν, εκδικάζονται και αι εκκρεμούσαι υποθέσεις, επί των οποίων εξεδόθη προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος ή θέλει εκδοθή μετ` αυτήν μη οριστική απόφασις.
4. Επί των κατά την προηγουμένηνπαράγραφον εκκρεμών υποθέσεων, αι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος διενεργηθείσαιδιαδικαστικαί πράξεις, διέπονται υπό των προγενεστέρων διατάξεων, αι μετ` αυτήν δε διενεργούμεναι, διέπονται υπό των διατάξεων του παρόντος.
Άρθρον 23
1. Κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος η κατά το άρθρον 2 αυτού κλήρωσις των μελών του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας διενεργείται εντός μηνός από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, η δε θητεία των κληρωθησομένων μελών άρχεται από της κληρώσεώς των και λήγει την 31 Δεκεμβρίου του έτους 1978.
2. Η θητεία των κατά τον Νόμον 407/1914 εκλεγέντων μελών του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας συνεχίζεται μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως επί των υπό τούτου συζητηθεισών υποθέσεων.
Άρθρον 24
1. Διά Π.Διατάγματος εκδιδομένου κατόπιν προτάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης δύνανται να ρυθμίζωνται τα της λειτουργίας του κατά τον παρόντα νόμον Ειδικού Δικαστηρίου, η οργάνωσις της Γραμματείας αυτού και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια διά την εφαρμογήν του παρόντος.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.4 άρθρ.11 Ν.3038/2002 ΦΕΚ Α 180/7.8.2002.
2. Το κατά τον παρόντα νόμονΕιδικόνΔικαστήριον συντάσσει τον κανονισμόν λειτουργίας του, κυρούμενον δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
3. Διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών εκδιδομένης εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος καθορίζεται η εις τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου και γραμματέως αυτού χορηγουμένη αποζημίωσις δι` εκάστην εισαγομένην εις το δικαστήριονυπόθεσιν.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.4 άρθρ.11 Ν.3038/2002 ΦΕΚ Α 180/7.8.2002.
Άρθρον 25
Η ισχύς του παρόντος άρχεται μετά ένα μήνα από της δημοσιεύσεως αυτού διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 13 Σεπτεμβρίου 1977
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ