Νόμος 719 ΦΕΚ Α΄301/10.10.1977
Περί αντικαταστάσεως,τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών της της περί δημοσίων κτημάτων νομοθεσίας και άλλων τινών διατάξεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν
Άρθρον 1
1. Το άρθρον 4 του Α.Ν. 263/1968 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί δημοσίων κτημάτων”, ως τούτο συνεπληρώθη διά της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 1154/1972 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί διοικήσεως και διαχειρίσεως των δημοσίων κτημάτων” αντικαθίσταται, ως ακολούθως:
“Άρθρον 4.
1. Πας αυθαίρετος κάτοχος δημοσίου κτήματος, ανήκοντος εις την ιδιωτικήν περιουσία του Δημοσίου και υπαγομένου εις την αρμοδιότητα της Διευθύνσεως Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, είτε έχων τίτλον είτε στερούμενος τοιούτου, πάντως όμως κατέχων το κτήμα προ της 1ης Ιανουαρίου 1967, δικαιούται όπως, υπό τας κατωτέρω προϋποθεσεις, αίτινες δέον να συντρέχουν κατά τον χρόνον ενάρξεως ισχύος του παρόντος και εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός (1) έτους από του αυτού ως άνω χρόνου, αιτήσηται παρά του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου την εξαγοράν τούτου, εφ` όσον:
α) Προκειμένου περί αστικού ακινήτου, έχει ανεγερθή επ` αυτού μόνιμον κτίσμα, εις ο κατοικεί ο ίδιος ή η οικογένειά του, έστω και κατά την θερινήν μόνον περίοδον ή χρησιμοποιεί τούτο, προσωπικώς, δι` επαγγελματικούς σκοπούς, δεν κέκτηται δε κατά τον χρόνον ενάρξεως ισχύος του παρόντος ετέραν ακίνητον περιουσίαν αξίας ανωτέρας των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, ή μέσον ετήσιον εισόδημα μείζον των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών κατά τα τρία προ του αυτού ως άνω χρόνου έτη.
β) Προκειμένου περί αγροτικού κτήματος, καλλιεργεί τούτο αυτοπροσώπως ή δια των μελών της οικογενείας του, συστηματικώς και ανελλιπώς. Ως αγροτικά κτήματα νοούνται τα ως εκ της φύσεώς των προοριζόμενα διά γεωργικήν εκμετάλλευσιν.
2. Η ως άνω εξαγορά διά μεν τα κείμενα εντός σχεδίου πόλεως αστικά ακίνητα δεν δύναται να αναφέρεται εις έκτασιν μεγαλυτέραν του εμβαδού ενός (1) αρτίου οικοπέδου, διά δε τα εκτός σχεδίου πόλεως κείμενα τοιαύτα δεν δύναται να αναφέρεται εις έκτασιν μεγαλυτέραν του ενός (1) στρέμματος. Κατ` εξαίρεσιν επί αστικών ακινήτων κειμένων εντός σχεδίου πόλεως, επιτρέπεται η εξαγορά συνεχομένης εκτάσεως μέχρι εμβαδού ενός (1) εισέτι αρτίου οικοπέδου, εφ` όσον αύτη καλύπτεται διά μονίμων κτισμάτων, ανεγερθέντων υπό του κατόχου ή είναι ακάλυπτος, αλλά δεν δύναται ν` αποτελέση αυτοτελώς ή διά συνενώσεώς της μετά συνεχομένης εκτάσεως του Δημοσίου άρτιον οικόπεδον. Διά τα μέχρις εκτάσεως ενός (1) στρέμματος αστικά ακίνητα τα κείμενα εις τας περιφερείας Σουφλίου και Διδυμοτείχου και χρησιμοποιούμενα δια σηροτροφίαν, επιτρέπεται η εξαγορά, έστω και αν δεν έχουν αναγερθή επ` αυτών κτίσματα. Η εξαγορά των αγροτικών κτημάτων τελεί υπό τον όρον ότι ταύτα θε εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται υπό των αγοραστών ή των καθολικών και ειδικών διαδόχων των επί μίαν τουλάχιστον δεκαετίαν από της εκδόσεως του παραχωρητηρίου αποκλειστικώς και μόνον διά καλλιέργειαν. Η μη τήρησις του όρου τούτου υπό του αγοραστού συνεπάγεται την αυτοδικαίαν ανάκλησιν του παραχωρητηρίου και την επάνοδον της κυριότητος των κτημάτων εις το Δημόσιον.
3. Η εξαγορά, ούσα δυνητική διά το Δημόσιον, ενεργείται επί τη καταβολή εκ μέρους του αγοραστού τιμήματος ίσου:
α) Προς τα 2/10 της κατά τον χρόνον της εξαγοράς αγοραίας αξίας, προκειμένου περί των αστικών ακινήτων και το 1/10 της αυτής αξίας προκειμένου περί των αγροτικών κτημάτων, αν η κατοχή του αιτούντος ή των δικαιοπαρόχων του ήρξατο προ της 1ης Ιανουαρίου 1920 και συνεχίζεται έκτοτε άνευ διακοπής.
β) Προς τα 5/10 διά τα αστικά ακίνητα και τα 2/10 διά τα αγροτικά κτήματα της ως άνω αξίας των, αν η κατοχή του αιτούντος ή των δικαιοπαρόχων του ήρξατο κατά το χρονικόν διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 1920 μέχρι της 28ης Οκτωβρίου 1940 και συνεχίζεται έκτοτε άνευ διακοπής.
γ) Προς τα 7/10 διά τα αστικά ακίνητα και τα 5/10 διά τα αγροτικά κτήματα της ως άνω αξίας των, αν η κατοχή του αιτούντος ή των δικαιοπαρόχων του ήρξατο κατά το χρονικόν διάστημα από 29ης Οκτωβρίου 1940 μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1966 και συνεχίζεται έκτοτε άνευ διακοπής.
4. Ακίνητα του Δημοσίου κείμενα εντός των συνοικισμών Καλλιθέας και Εξωπόλεως της πόλεως Αλεξανδρουπόλεως και Ευαγγελιστρίας της Κοινότητος Αγίου Παύλου Νομού Θεσσαλονίκης ως και εντός της πόλεως της νήσου Κω εις περιοχήν Καζέρμας εκποιούνται προς τους προ της 1ης Ιανουρίου 1954 κατόχους αυτών ή τους κληρονόμους ή τους ειδικούς διαδόχους των, εφ` όσον η κατοχή των συνεχίζεται έκτοτε άνευ διακοπής, αντί τιμήματος ίσου προς το 1/7 της αγοραίας αξίας των. Η εκποίησις χωρεί επί τη υποβολή αιτήσεως παρά του δικαιούχου εντός της προθεσμίας και υπό τας λοιπάς προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφαρμοζομένων και των δύο πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 αυτού των αναφερομένων εις την εκποίησιν των εντός σχεδίου πόλεως οικοπέδων. Ειδικώς προκειμένου περί των συνοικισμών Καλλιθέας και Εξωπόλεως της πόλεως Αλεξανδρουπόλεως και της περιοχής Καζέρμας της νήσου Κω ως εμβαδόν αρτίου οικοπέδου λαμβάνεται το διά Προεδρικού Διατάγματος καθορισθησόμενον κατά την ένταξιν των συνοικισμών τούτων εις το σχέδιον πόλεως. Εις περίπτωσιν καθ` ην τα κατεχόμενα ακίνητα, κατά την ένταξίν των εις το σχέδιον πόλεως, ήθελον αποτελέσει κοινοχρήστους χώρους, επιτρέπεται, συντρεχουσών των προϋποθέσειων της παρούσης παραγράφου, η εις τους δικαιούχους εκποίησις ετέρας, εκτάσεως του Δημοσίου εμβαδού μέχρι ενός (1) αρτίου οικοπέδου υπαγομένης εις την αρμοδιότητα της Διευθύνσεως Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, κειμένης εις τους αυτούς συνοικισμούς της πόλεως Αλεξανδρουπόλεως και αξίας ίσης ή αναλόγου προς την αξίαν των υπό των δικαιούχων αρχικώς κατεχομένων ακινήτων.
5. Το περί ου αι παράγραφοι 3 και 4 του παρόντος άρθρου μειωμένον τίμημα, υπολογίζεται επί της μέχρι του ποσού των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, αξίας του εκποιουμένου αστικού ή αγροτικού ακινήτου. Η πέραν των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών αξία του ακινήτου καταβάλλεται υπό του αγοραστού εξ ολοκλήρου.
6. Η εκτίμησις της αγοραίας αξίας των κατά το παρόν άρθρον εκποιουμένων ακινήτων ενεργείται υπό του κατά τόπον αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου και ενός (1) μηχανικού του Δημοσίου, προκειμένου περί αστικών ακινήτων ή ενός (1) γεωπόνου ή αγρονόμου του Δημοσίου, προκειμένου περί των αγροτικών κτημάτων, συντασσομένου προς τούτο πρωτοκόλλου καταμετρήσεως και εκτιμήσεως. Εις την αξίαν του ακινήτου, αστικού ή αγροτικού, δεν υπολογίζονται αι υπό του κατόχου γενόμεναι δαπάναι αξιοποιήσεώς του.
7. Η διαπίστωσις της συνδρομής των κατά το παρόν άρθρον απαιτουμένων προϋποθέσεων διά την εξαγοράν των αστικών ή αγροτικών ακινήτων και ο προσδιορισμός του χρόνου ενάρξεως της κατοχής τούτων ενεργείται υπό του Οικονομικού Εφόρου της περιφερείας του ακινήτου κατόπιν ερεύνης. Εν περιπτώσει αμφισβητήσεως, υπό του δικαιούχου, του προσδιορισθέντος χρόνου ενάρξεως της κατοχής του ακινήτου,αποφαίνεται το αρμόδιον ως εκ της τοποθεσίας του ακινήτου Μονομελές Πρωτοδικείον κατά την διαδικασίαν των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 682 επόμ. του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από της εις τον ενδιαφερόμενον κοινοποιήσεως της κατά την επομένην παράγραφον, αποφάσεως του Νομάρχου.
8. Επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν.Δ. 416/1974 “περί αντικαταστάσεως της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1154/1972 κ.λ.π.”, η αποδοχή ή απόρριψις του αιτήματος της εξαγοράς αποφασίζεται υπό του αρμοδίου Νομάρχου μετ` εισήγησιν του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου και γνώμην της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων. Διά της αυτής αποφάσεως ορίζεται και το τίμημα εξαγοράς του κτήματος όπερ καταβάλλεται εις έξ (6) κατ` ανώτατον όριον ίσας εξαμηνιαίας δόσεις, εντόκως προς 7% ετησίως. Επί εξαγοράς ακινήτων κειμένων εις τας παραμεθορίους περιοχάς αι δόσεις αύται ορίζονται εις δώδεκα (12). Υπό κατόχων ακινήτων των οποίων το ετήσιον εισόδημα δεν υπερβαίνει τας εκατόν πεντήκοντα χιλιάδος (150.000) δραχμάς, κατά το προ του χρόνου ενάρξεως ισχύος του παρόντος έτους, αι δόσεις δύνανται να ορίζωνται εις είκοσι (20). 9. Οι διά των διατάξεων του παρόντος άρθρου δικαιούμενοι εις εξαγοράν και υποβάλοντες σχετικήν αίτησιν απαλλάσσονται, εφ` όσον ήθελε πραγματοποιηθή αύτη, της υποχρεώσεώς των προς καταβολήν αποζημιώσεως εις το Δημόσιον διά την αυθαίρετον χρήσιν, αποκλειομένης όμως της επιστροφής οιουδηποτε ποσού καταβληθέντος διά την αιτίαν ταύτην. Δι` αποφάσεως του αρμοδίου Νομάρχου, εκδιδομένης επί τη αιτήσει των κατά τα άνω αιτησαμένων την εξαγοράν, μετα πρότασιν του Οικονομικού Εφόρου και του Διευθυντού του οικείου Δημοσίου Ταμείου, δύναται να εγκρίνεται η αναστολή εισπράξεως των βεβαιωθέντων ποσών αποζημιώσεως του Δημοσίου διά την αυθαίρετον χρήσιν του ακινήτου, εφ` όσον χρόνον διαρκεί η δυνάμει του παρόντος άρθρου διαδικασία της εξαγοράς αυτού. Η αναστολή αύτη δεν δύναται, εν πάση περιπτώσει, να υπερβή την διετίαν από της υποβολής της σχετικής περί αυτής αιτήσεως.
10. Εξαιρούνται της διά του παρόντος άρθρου οριζομένης εξαγοράς τα ακίνητα, άτινα θέλουν χαρακτηρισθή ως απαραίτητα διά την εξυπηρέτησιν κρατικών αναγκών ή σκοπών δι` ητιολογημένων αποφάσεων του αρμοδίου Νομάρχου, εκδιδομένων βάσει του άρθρου 1 του Ν.Δ. 416/1974. 11. Εν περιπτώσει μη υποβολής της αιτήσεως προς εξαγοράν ή μη υποβολής των απαιτουμένων δικαιολογητικών προς απόδειξιν του δικαιώματός του εντός της κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου τασσομένης προθεσμίας ή μη εγκρίσεως της εκποιήσεως του ακινήτου, πας κατέχων ακίνητον του Δημοσίου αποβάλλεται, διοικητικώς, κατά την διαδικασίαν του άρθρου 2 του παρόντος, μη αποκλειομένης και πάσης άλλης διαδικασίας προβλεπομένης υπό της περί δημοσίων κτημάτων κειμένης νομοθεσίας. Τα ανωτέρω δικαιολογητικά θέλουν καθορισθή δι` αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών εκδιδομένης εντός δεκαημέρου από του χρόνου ενάρξεως ισχύος του παρόντος”.
2. Γενόμεναι καταλήψεις οικοπεδικών εκτάσεων του Δημοσίου εις Αγροτικόν Οικισμόν Σαρκουνάς Κοινότητος Ζήρειας Ν. Αχαϊας, νομιμοποιούνται υπό την προϋπόθεσιν καταβολής εις το Δημόσιον υπό των κατόχων των τιμήματος ίσου προς την τρέχουσαν αξίαν του καταληφθέντος χώρου, εντός εξαμήνου από της ισχύος του παρόντος. Η νομιμοποίησις δεν δύναται αν αναφέρεται εις έκτασιον μεγαλύτεραν των πεντήκοντα (50) τετραγωνικών μέτρων.
Άρθρον 2
Αιτήσεις εξαγοράς δημοσίων κτημάτων, υποβληθείσαι εμπροθέσμως, κατ` εφαρμογήν των αντικαθιστωμένων υπό του προηγουμέμου άρθρου διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 263/1968 και του άρθρου 3 του Ν.Δ. 1154/1972 και παραμείνασαι εκκρεμείς μέχρις ενάρξεως ισχύος του παρόντος, εξετάζονται βάσει των διατάξεων του άρθρου 4 του Α.Ν. 263/1968, ως τούτο τροποποιείται διά του παρόντος νόμου. Ως εκκρεμείς θεωρούνται και αι αιτήσεις, αίτινες ενεκρίθησαν μεν υπό του αρμοδίου Νομάρχου, αλλά μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος δεν έχει εκδοθή το οικείον πωλητήριον.
Άρθρον 3
Οι κατά τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος υποβάλλοντες αιτήσεις εξαγοράς απαλλάσσονται της κατά την παράγραφον 2 του άρθρου 3 του Α.Ν.263/1968 ποινικής ευθύνης, εφ` όσον συντρέχουν αι προϋποθέσεις του παρόντος νόμου.
Άρθρον 4
1. Ακίνητα περί ων η παράγραφος 7 του άρθρου 1 του Ν. 3800/1957 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί προστασίας και διοικήσεως των δημοσίων κτημάτων κειμένων διατάξεων ως και των διεπουσών τον εν Δωδεκανήσω Οργανισμόν Ν. 2100/1952 κλπ.” εκποιούνται αντί τιμήματος ίσου προς το 1/3 της αγοραίας αξίας των προς τους προ της 1ης Ιανουαρίου 1967 αυθαιρέτους κατόχους αυτών ή τους κληρονόμους ή τους ειδικούς διαδόχους των, εφ` όσον η κατοχή των συνεχίζεται έκτοτε άνευ διακοπής και δεν κέκτηνται ούτοι ετέραν ακίνητον περιουσίαν αξίας ανωτέρας του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών ή ετήσιον εισόδημα μείζον των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών κατά το προ του χρόνου ενάρξεως ισχύος του παρόντος έτους.
2. Η εκποίησις ενεργείται δι` αποφάσεως του αρμοδίου Νομάρχου, εκδιδομένης μετά γνώμην της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων, κατόπιν αιτήσεως του κατόχου, υποβαλλομένης εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός (1) έτους από της ισχύος του παρόντος νόμου.
Άρθρον 5
1. Εις εκάστην οικογένειαν, μονίμως κατοικούσαν κατά την δημοσίευσιν του παρόντος εις τας νησίδας Αγαθονήσιον, Αρκιούς Μαράνθην και Σαρίαν του Νομού Δωδεκανήσου και στερουμένην στέγης παραχωρείται δωρεάν κατά κυριότητα ανάλογος προς τας ανάγκας αυτής έκτασις κτημάτων του Δημοσίου μέχρις εμβαδού χιλίων (1.000) τετραγωνικών μέτρων, κειμένη εντός των νησίδων τούτων, δι` ανέγερσιν οικοδομής προς στέγασίν της. Διά την εφαρμογήν του παρόντος εδαφίου ο αρχηγός της οικογενείας δέον να έχη την Ελληνικήν Ιθαγένειαν. Ανάλογοι εκτάσεις κτημάτων του Δημοσίου παραχωρούνται δωρεάν και εις τας Κοινότητας των ανωτέρω νησίδων προς κάλυψιν στεγαστικών αυτών αναγκών, την δημιουργίαν κοινοχρήστων χώρων και την εκτέλεσιν διαφόρων κοινωφελούς χαρακτήρος έργων.
2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται, άνευ του περιορισμού εις το εμβαδόν των 1.000 τετραγωνικών μέτρων, και επί των αυθαιρέτως κατεχομένων εκτάσεων κτημάτων του Δημοσίου των κειμένων εις τας ανωτέρω νησίδας, εφ` ων έχουν ανεγερθή υπό των ως άνω οικογενειών ή των Κοινοτήτων οικοδομαί προς κάλυψιν των αναγκών των.
3. Σε κάθε νέα οικογένεια που στερείται στέγη καιο ένας τουλάχιστον από τους συζύγους έχει την ελληνική ιθαγένεια, παραχωρείται έκταση του Δημοσίου, με την προϋπόθεση ότι έχει εγκατασταθεί ή θα εγκατασταθεί μόνιμα στις νησίδες της παραγράφου 1 του παρόντος Άρθρου και στην νησίδα Καστελόριζο. Η παραχώρηση γίνεται δωρεάν κατά κυριότητα, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου και γνώμη του αρμόδιου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου, με απόφαση του Νομάρχη Δωδεκανήσου. Η απόφαση αυτη αποτελεί τίτλο κυριότητας που μεταγράφεται. Αν εκείνος στον οποίο έγινε η παραχώρηση δεν χήσει σπίτι μέσα σε πέντε (5) έτη, από τότε που θα εκδοθεί η απόφαση του Νομάρχη, η παραχώρηση ανακαλείται αυτοδικαίως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 του άρθρου 35 του Ν. 1473/1984 (Α 127).
4. Διά τας βάσει του παρόντος άρθρου ενεργουμένας παραχωρήσεις ακινήτων, ουδείς φόρος, τέλος, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου οφείλεται.
5. Το υπό κτηματολογικά στοιχεία Γαιών Ρόδον Τόμος 3, Φύλλον 80, Φάκελλος 541, μερίς 596 (Β.Κ. 1594) ακίνητον ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, περιέρχεται εις την δικαιοδοσίαν του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, υποχρεουμένου όπως εντός προθεσμίας ενός έτους από της δημοσιεύσεως του παρόντος παραχωρήση τούτο εις τον οικοδομικόν συνεταιρισμόν παραπηγματούχων Αγίας Τριάδος Ρόδου” εις την τιμήν ήν είχε κατά το έτος 1972, καταβλητέαν υπό του Οικοδομικού Συνεταιρισμού εις 10 ετησίας ατόκους δόσεις προς στεγαστικήν αποκατάστασιν των παραπηγματούχων – μελών του, δια την, μερίμνη του Συνεταιρισμού τούτου, ένταξιν εις το σχέδιον πόλεως και την εν συνεχεία οικοπεδοποίησιν και διανομήν οικοπέδων εις τα μέλη του.
Το παραχωρούμενον εις έκαστον μέλος του Συνεταιρισμού ακίνητον, δεν δύναται να εκποιηθή προ της παρελεύσεως δεκαετίας από της παραχωρήσεως, δύναται όμως να μεταβιβασθή λόγω προικός ή αιτία θανάτου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 7 παρ. 38 του Ν. 1160 /1981, ΦΕΚ Α 147.
Άρθρον 6
Αστικά ή αγροτικά ακίνητα, υπαγόμενα εις την αρμοδιότητα της Διευθύνσεως Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, κείμενα εις παραμεθορίους περιοχάς, μεμισθωμένα εις επαγγελματίας ή βιοτέχνας από πενταετίας, των οποίων η αξία δεν υπερβαίνει τας επτακοκοσίας χιλιάδας (700.000) δραχμάς, δύναται να εκποιούνται άνευ δημοπρασίας εις τους μισθωτούς τούτων, αντί τιμήματος ίσου προς την αγοραίαν αξίαν, προσδιοριζομένου υπό του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου και ενός (1) μηχανικού του Δημοσίου και καταβαλλομένου εις πέντε (5) εξαμηνιαίας δόσεις, εντόκως προς 7% ετησίως. Η εκποίησις ενεργείται δι` αποφάσεως του αρμοδίου Νομάρχου, μετά γνώμην της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων.
Άρθρον 7
1. Εις το από 11/12 Νοεμβρίου 1929 Διάταγμα “περί διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων”, ως τούτο ισχύει, προστίθεται μετά το άρθρον 115 αυτού, άρθρον 115α` έχον ούτω:
“Άρθρον 115α`.
1. Επιφυλασσομένων των διατάξεων του προηγουμένου άρθρου ο καθ` ου εξεδόθη το καθορίζον την αποζημίωσιν πρωτόκολλον, αμφισβητών την ορθότητα αυτού, δύναται, να προτείνη την εξώδικον λύσιν της διαφοράς μεταξύ αυτού και του Οικονομικού Εφόρου.
2. Η πρότασις υποβάλλεται ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου δι` ιδιαιτέρας αιτήσεως και εντός της διά την ανακοπήν προβλεπομένης προθεσμίας. Εντός της προθεσμίας ταύτης ο αιτούμενος την εξώδικον λύσιν της διαφοράς υποχρεούται να προσκομίση τα προς υποστήριξιν της αιτήσεώς του αποδεικτικά στοιχεία και αναπτύξη τους ισχυρισμούς του.
3. Ο Οικονομικός ύΕφορος λαμβάνων υπ` όψιν πάντα τα στοιχεία του φακέλλου της υποθέσεως, τα υπό του καθ` ου η αποζημίωσις προσκομιζόμενα στοιχεία και τα προφορικώς ή εγγράφως υπ` αυτού αναπτυσσόμενα ως και παν έτερον στοιχείων δύναται, εφ` όσον κρίνει εν όλω ή εν μέρει βάσιμον το αίτημα, να αποδεχθή την ακύρωσιν του πρωτοκόλλου ή τον περιορισμόν της καθορισθείσης αποζημιώσεως.
4. Εάν αι απόψεις του Οικονομικού Εφόρου και του εις αποζημίωσιν υποχρέου συμπέσουν, συντάσσεται περί τούτου ητιολογημένη πράξις υπογραφομένη παρ` αμφοτέρων των μερών και η διαφορά θεωρείται επιλυθείσα, η δε ασκηθείσα ανακοπή θεωρείται ως μη γενομένη.
5. Διά την υπό του πληρεξουσίου του καθ` ου η αποζημιώσις συζήτησιν της αιτήσεως περί συμβιβαστικής λύσεως της διαφοράς και την υπογραφήν της κατά την προηγουμένην παράγραφον πράξεως δέον να προσάγεται ειδική έγγραφος πληρεξουσιότης. Το παρέχον την πληρεξουσιότητα έγγραφον δύναται να είναι δημόσιον ή ιδιωτικόν. Η γνησιότης της υπογραφής του εντολέως πρέπει να βεβαιούται επί του ιδιωτικού εγγράφου υπό συμβολαιογράφου ή υπό δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής.
6. Εάν ο καθ` ου η αποζημίωσις είναι αγράμματος το ιδιωτικόν έγγραφον υπογράφεται υπό δύο μαρτύρων, βεβαιουμένης της γνησιότητος των υπογραφών τούτων κατά τον αυτόν τρόπον ή αναπληρούται υπό εγγράφου δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, περιέχοντος την ενώπιον αυτών δήλωσιν του αγραμμάτου υποχρέου περί του διοριζομένου πληρεξουσίου αυτού.
7. Τα πληρεξούσια έγγραφα κατατίθενται εις την κατά τόπον αρμοδίαν Οικονομικήν Εφορίαν”.
2. Ανακοπαί κατά πρωτοκόλλου του άρθρου 5 του νόμου 5895/1933 κοινοποιηθείσαι εντός της νομίμου μηνιαίας προθεσμίας προς τον Υπουργόν των Οικονομικών ως εκπροσωπούντα το Ελληνικόν Δημόσιον και ουχί προς τον αρμόδιον Οικονομικόν ύΕφορον, ως έδει και απορριφθείσαι ούτω ως απαράδετοι, ελλείψει προδικασίας, επανασυζητούνται ενωπιον του εκδόντος την απόφασιν αρμοδίου δικαστηρίου τούτου, κοινοποιουμένης κλήσεως μετ` αντιγράφου της ανακοπής προς τον αρμόδιον Οικον. ύΕφορον εντός προθεσμίας 60 ημερών από της δημοσιεύσεως του παρόντος εφ` όσον η βεβαιωθείσα αποζημίωσις δεν έχει ολοσχερώς καταβληθή υπό του υποχρέου.
Άρθρον 8
Το διά της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Α.Ν. 1540/1938 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί διοκήσεως των δημοσίων κτημάτων νομοθεσίας”, προστεθέν εις το άρθρον 30 του από 11/12 Νοεμβρίου 1929 Διατάγματος εδάφιον 5, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται, ως ακολούθως:
“5. Ακίνητα του Δημοσίου, ων η ετησία πρόσοδος δεν είναι ανωτέρα των εξήκοντα χιλιάδων (60.000) δραχμών, δύναται, μετά γνώμην της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων, να εκμισθούνται άνευ δημοπρασίας προς τους κατόχους αυτών”.
Άρθρον 9
Επιτρέπεται η κατά χρήσιν παραχώρησις ακινήτων του Δημοσίου, υπαγομένων εις την αρμοδιότητα της Διευθύνσεως Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, εις Δημοσίας Υπηρεσίας προς εκπλήρωσιν των ειδικών σκοπών των υπ` αυτών εποπτευομένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Οργανισμών κοινής ωφελείας και Δημοσίων Επιχειρήσεων. Η παραχώρησις αύτη γίνεται δι` αποφάσεως του αρμοδίου Νομάρχου, μετά γνώμην της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων και νοείται ως περιλαμβάνουσα και την επί οικοπέδων του Δημοσίου δυνατότητα ανεγέρσεως οικοδομημάτων.
Άρθρον 10
Ακίνητα ανήκοντα στην περιουσία του Ταμείου Εθνικης Αμύνης, μη αναγκαιούντα, για στρατιωτικούς σκοπούς, μπορεί να διατεθούν δωρεάν στο Δημόσιο, για οποιαδήποτε χρήση ή διάθεση. Η παραχώρηση γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής `Αμυνας και Οικονομικών κατόπιν αποφάσεως της Διοικητικής Επιτροπής του Ταμείου Εθνικής Αμύνης. Η απόφαση αυτή αποτελεί τίτλο δεκτικό μεταγραφής”.
Σημ.: όπως το άρθρο 10 τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του Ν. 1989/1991,ΦΕΚ Α 192) , ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 48 Ν.4407/2016,ΦΕΚ Α 134/27.7.2016.
Άρθρον 11
1. Επιφυλασσομένων των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεων, επιτρέπεται επί εκκρεμών, προ του έτους 1940, δικών μεταξύ του Δημοσίου και ιδιωτών, περί της κυριότητος ακινήτων, εφ` ων δεν εξεδόθη μέχρι του χρόνου ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου οριστική επι της ουσίας απόφασις Πολιτικού Δικαστηρίου και κάτοιχοι των επιδίκων τυγχάνουν οι αντίδικοι του Δημοσίου, η συμβιβαστική επίλυσις της διαφοράς, των δικαιωμάτων του Δημοσίου δυναμένων να περιορισθούν μέχρι του ενός πέμπτου (1/5) επί του ακινήτου ή της αγοραίας αξίας αυτού.
2. Η διατάξις της προηγουμένης παραγράφου, καθ` όσον αφορά εις την συμβιβαστικήν επίλυσιν της διαφοράς και μόνον, εφαρμόζεται, αναλόγως, και επί περιπτώσεων ακινήτων αγορασθέντων υπό τρίτων προ της 1ης Ιανουαρίου 1966 παρά των νομέων ή κατόχων τούτων, κατόπιν βεβαιώσεως του Δημοσίου, ότι δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητος και διά τα οποία μεταγενεστέρως, προέκυψαν στοιχεία, ότι ανήκουν κατά κυριότητα εις τούτο. Εν τη περιπτώσει ταύτη η απαίτησις του Δημοσίου περιορίζεται μέχρι του ενός δωδεκάτου (1/12) επί του ακινήτου ή της αγοραίας αξίας αυτού.
Άρθρον 12
Επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αγροτικών κτημάτων, κειμέων εις τας περιφερείας Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης μετά των νήσων Θάσου και Σαμοθράκης, ως και των νήσων Χίου και Λέσβου τα τυχόν προβαλλόμενα υπό του Δημοσίου δικαιώματα περιορίζονται εις την πέραν των είκοσι πέντε (25) στρεμμάτων απαλλοτριουμένην έκτασιν, δι` έκαστον δικαιούχον, εφ` όσον:
α) τα κτηματα κατέχονται από το 1926 συνεχώς από τους φερόμενους ιδιοκτήτες και τους δικαιοπαρόχους τους και καλλιεργούνται από τους ιδιους ή τους συγγενείς τους
β) δεν τελούν υπό της διαχείρισιν του Δημοσίου ή δεν διεκδικούνται δικαστικώς παρ` αυτού ή δεν εκκρεμεί διοικητική έρευνα βάσει των διατάξεων του άρθρου 25 του Α.Ν. 1539/1938 και
γ) κείνται εις απόστασιν πέραν των χιλίων πεντακοσίων (1.500) μέτρων από της ακτής της θαλάσσης. Εν τη εννοία των αγροτικών ακινήτων διά την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου περιλαμβάνονται και παντός είδους κτίσματα, εφ` όσον ταύτα κείνται εις χωρία μέχρι 2.000 κατοίκων κατά την τελευταίαν απογραφήν. Αι κείμεναι διατάξεις περί των εις τας Νέας Χώρας δημοσίων γαιών, περί ων τα άρθρα 101 επόμ. του Π.Δ. της 11/12 Νοεμβρίου 1929 “περί Διοικήσεως Δημοσίων Κτημάτων” δεν θίγονται διά των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Σημ.: όπως η περ. α` αντικαταστάθηκε με την παρ.6 του άρθρ.34 του Ν. 1473/1984 (Α 127).
Άρθρον 13
Αι διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του παρόντος έχουν εφαρμογήν μόνον επί ακινήτων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου υπαγομένων εις την αρμοδιότητα της Διευθύνσεως Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών.
Άρθρον 14
Εν τέλει του άρθρου 24 του Α.Ν. 1539/1938 “περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων” προστίθεται εδάφιον έχον ούτω: “Η αμοιβή αύτη καθορίζεται δι` αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γνωματεύοντος και επί του τελεσφόρου και συγκεκριμένου της υποδείξεως”.
Άρθρον 15
Η αληθής έννοια της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 263/1968 είναι, ότι αύτη εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του χρόνου ενάρξεως της κατοχής του κτήματος.
Άρθρον 16
1. Ακίνητα εν Δωδεκανήσω, περιελθόντα κατά την διάρκειαν της Ιταλικής κατοχής εις την κυριότητα του Ιταλικού Δημοσίου και εν συνεχεία του Ελληνικού Δημοσίου, λόγω μη προσαγωγής υπό των ιδιοκτητών αυτών κατά την κατάρτισιν του κτηματολογίου των αποδεικτικών της ιδιοκτησίας των στοιχείων ή μη προσαγωγής επαρκών τοιούτων, ή απαλλοτριωθέντα υπό της Ιταλικής Διοικήσεως διότι παρέμειναν ακαλλιέργητα, αποδίδονται υπό τούτου εις τους τέως ιδιοκτήτας αυτών ως και εις τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους των, κατά περίπτωσιν, Ελληνας το γένος.
2. Της κατά τα ανωτέρω αποδόσεως εξαιρούνται τα κάτωθι ακίνητα:
α) Τα μεταβιβασθέντα εις τρίτους ως και τα χρησιμοποιούμενα προς εκπλήρωσιν κοινωφελούς σκοπού.
β) Τα εφ` ων έχουν ανεγερθή οικοδομαί υπό της τέως Ιταλικής Διοικήσεως ή του Ελληνικού Δημοσίου, ή παρά τρίτων, ενεργησάντων είτε διά λογαριασμόν του Δημοσίου, είτε και αυθαιρέτως, εκτός εάν ο αυθαιρέτως οικοδομήσας τυγχάνη ο πρώην ιδιοκτήτης.
γ) Τα, κατά τας διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1154/1972, ως νυν ισχύει, κριθέντα ή κρινόμενα ως απαραίτητα διά την εξυπηρέτησιν κρατικών αναγκών ή αναγκών των εις α ταύτα έχουν παραχωρηθή κατά χρήσιν νομικών προσώπων Δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.
δ) Τα κείμενα εντός τους σχεδίου πόλεως των πόλεων Ρόδου και Κώ, ως και τα εντός ζώνης εκατόν πεντήκοντα μέτρων από της μέσης στάθμης της γραμμής της θαλάσσης. Η ζώνη αύτη, ειδικώς δια τας εκατέρωθεν του Ενυδρείου (Ακτή Κουμπουρνού) της πόλεως Ρόδου κειμένας εκτάσεις μέχρι μήκους οκτώ (8) χιλιομέτρων εκ τούτου, μετρουμένου επί του άξονος των πλησιεστέρων, προς τας ακτάς Εθνικών ή Επαρχιακών οδών, ορίζεται εις χίλια (1.000) μέτρα.
ε) Τα κείμενα εκτός σχεδίου πόλεως αστικά ακίνητα μόνον καθ` ο τμήμα ταύτα υπερβαίνουν το, υπό των περί σχεδίου πόλεως διατάξεων, επτρεπόμενον προς οικοδόμησιν εμβαδόν. Η εξαίρεσις αύτη δεν ισχύει εάν το τμήμα τούτο είναι έλασσον του επιτρεπομένου προς οικοδόμησιν εμβαδού και δεν δύναται, δια συνενώσεώς του μετά συνεχομένης δημοσίας εκτάσεως, να αποτελέση εκτασιν ίσην ή μείζονα του εμβαδού τούτου.
στ) Το πέραν της εκτάσεως των είκοσι πέντε (25) στρεμμάτων τμήμα των εχόντων τουριστικήν ή οικοπεδικήν αξίαν αγροτικών κτημάτων, το πέραν της εκτάσεως των εκατόν (100) στρεμμάτων τμήμα των μη εχόντων τουριστικήν ή οικοπεδικήν αξίαν αγροτικών κτημάτων κατά συνιδιοκτήτην.
3. Η απόδοση των ακινήτων της παραγράφου 1 του παρόντος Άρθρου γίνεται με απόφαση του Νομάρχη Δωδεκανήσου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.7 του άρθρ.34 του Ν. 1473/1984 (Α 127).
4. Η εικαζόμενη κυριότητα του ενδιαφερομένου αποδεικνύεται:
α) αν αυτός ήταν ιδιοκτήτης, πριν το ακίνητο περιέλθει στο ιταλικό δημόσιο, από τον τυχόν υπάρχοντα παλαιό τίτλο ιδιοκτησίας ή από το περιεχόμενο του απογραφικού βιβλιαρίου και
β) αν αυτός δεν είναι ο αρχικός ιδιοκτητης, από τα πιό πάνω και επιπλέον από δημόσια έγγραφα από τα οποία να προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος είναι καθολικός ή ειδικός διάδοχος του αρχικού ιδιοκτήτη.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.7 του άρθρ.34 του Ν. 1473/1984 (Α 127).
5. Για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το οικείο δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο ενεργεί ερευνα όταν κατά την κρίση του Οικονομικού Εφόρου δημόσιων κτημάτων Ρόδου απαιτείται αυτοψία και εκδίδει αιτιολογημένο πόρισμα, στο οποίο πρέπει να αναγράφονται και οι απόψεις της μειοψηφίας.
6. Τα δικαιολογητικά των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος Άρθρου καταθέτει ο ενδιαφερόμενος στον οικονομικό έφορο δημοσίων κτημάτων Ρόδου και με βάση αυτά εκδίδεται η απόφαση του Νομάρχη, χωρίς να απαιτείται γνώμη της επιτροπής δημοσίων κτημάτων Δωδεκανήσου. Ο Νομάρχης Δωδεκανήσου, κατά την κρίση του, μπορεί να ζητήσει τη γνωμοδότηση της πιο πάνω επιτροπής για συγκεκριμένο ακίνητο. Δικαίωμα να ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής έχει και ο ενδιαφερόμενος σε περίπτωση που θεωρήσει ότι θίγεται .
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.7 του άρθρ.34 του Ν. 1473/1984 (Α 127).
7. Η περί αποδόσεως απόφασις του Νομάρχου αποτελεί τίτλον δεκτικόν μεταγραφής.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με την παρ.7 του άρθρ.34 του Ν. 1473/1984 (Α 127).
8. Η κατά το παρον άρθρον ρύθμισις δεν καταλαμβάνει τους υπό του Δημοσίου ικανοποιηθέντας τέως ιδιοκτήτας ή διαδόχους αυτών διά της αποδόσεως των δικαιουμένων αυτοίς ακινήτων ή παραχωρήσεως ετέρων τοιούτων ή καταβολής αποζημιώσεως ή δι` οιουδήποτε ετέρου τρόπου. 9(7). Διά την, βάσει του παρόντος άρθρου, απόδοσιν των ακινήτων ουδείς φόρος, τέλος, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων οφείλεται.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με την παρ.7 του άρθρ.34 του Ν. 1473/1984 (Α 127)
Άρθρον 17
Επιφυλασσομένων των ορισμών του προηγουμένου άρθρου, αι την κυριότητα του Δημοσίου παραμένουσαι καλλιεργήσιμοι και μη έχουσαι δασοπονικήν σημασίαν γαίαι, αποφαινομένου περί τούτου του αρμοδίου Δασάρχου δι` ητιολογημένης μετ` αυτοψίαν εκθέσεως, τίθενται υπό του Οικονομικού Εφόρου Δημοσίων Κτημάτων Ρόδου εις την διάθεσιν της Διευθύνσεως Γεωργίας Δωδεκανήσου και διατίθενται εις ακτήμονας ή ανεπαρκώς αποκατεστημένους γεωργούς, κατά τας σχετικάς διατάξεις του Αγροτικού Κώδικος, υπό της οικείας Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, εις ην μετέχει ως μέλος αυτής, μετά ψήφου και ο ως άνω Οικονομικός ύΕφορος, μετά προηγουμένην σύμφωνον γνώμην της υπό του άρθρου 122 του Αγροτικού Κώδικος οριζομένης Επιτροπής. Της ως άνω διαθέσεως εξαιρούνται αι γαίαι, αίτινες ως εκ της θέσεώς των, του προορισμού των ή της τουριστικής ή άλλης μορφής αξιοποιήσεως της περιοχής, έχουν οικοπεδικήν αξίαν, περί ης κρίνει η κατά την παράγραφον 3 του προηγουμένου άρθρου Επιτροπή.
Άρθρον 18
Αι μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου εκκρεμούσαι παρά ταις Επιτροπαίς Απαλλοτριώσεων Ρόδου και Κω αιτήσεις περί παραχωρήσεως εκτάσεων κατ` εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Α.Ν. 1546/1950 “περί αγροτικής αποκαταστάσεως εν Δωδεκανήσω”, κρίνονται κατά τα υπό των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του παρόντος οριζόμενα.
Άρθρον 19
1. Επιφυλασσομένων των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου επί των διά πευκοδασών κεκαλυμμένων εκτάσεων, περί ων η υπ` αριθμ. 1151/1872 απόφασις του Εφετείου Αθηνών, αι υπ` αριθ. 116/1868 και 698/1876 αποφάσεις του Εφετείου Ναυπλίου και η υπ` απιθ. 110/1878 απόφασις του Αρείου Πάγου, επί των εξ αυτών κεκαλυμμένων διά πευκοδασών εκτάσεων των κειμένων εντός της περιοχής των διοικητικών ορίων του ήδη Δήμου Κερατέας ως και της αγροτικής κοιλάδος του Θορικού και κατεχομένων προ της 1ης Ιανουαρίου 1967 υπό φυσικών ή νομικών προσώπων, ουδέν δικαίωμα κυριότητος ή νομής του Ελληνικού Δημοσίου υφίσταται διά τας μέχρις εκατόν (100) στρεμμάτων δι` έκαστον κάτοχον αγροτικάς εκτάσεις, θεωρουμένου δι` αυτάς, ανεξαρτήτως πάσης αντιθέτου διατάξεως, ως εν πάση περιπτώσει συμπληρωθέντος χρόνου της εκτάκτου χρησικτησίας κατ` αυτού.
2. Εξαιρούνται της διά του παρόντος άρθρου ρυθμίσεως: α) αι εκτάσεις αι καταλαμβανόμεναι υπό του αιγιαλού και της παραλίας και β) αι εκτάσεις αίτινες απεψιλώθησαν των επ` αυτών πρότερον πευκοδασών, ένεκεν πυρκαϊών.
3. Εις την εν παρ. 1 και 2 του παρόντος ρύθμισιν υπάγονται και αι εκκρεμείς δίκαι και διαφοραί του Ελληνικού Δημοσίου και τρίτων, αφορώσαι εις μη κεκαλυμμένας δια πευκοδασών αγροτικάς εκτάσεις μέχρις εκατόν (100) στρεμμάτων, δι` έκαστον κάτοχον, κειμένας εντός της παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου ήδη περιοχής των διοικητικών ορίων του Δήμου Κερατέας, εφ` όσον δεν εξεδόθη αμετάκλητος δικαστική απόφασις τακτικού Δικαστηρίου, καταργουμένων των εκκρεμουσών σχετικών δικών και συμψηφιζομένης της εκατέρωθεν δικαστικής δαπάνης.
4. Οι κατά την παράγραφον 4 του άρθρου 1 του παρόντος δικαιούχοι εξαγοράς ακινήτων του συνοικισμού Ευαγγελιστρίας της Κοινότητος Αγίου Παύλου Θεσσαλονίκης, απαλλάσσονται της καταβολής παντός τιμήματος εφ` όσον τυγχάνουν δικαιούχοι αστικής αποκαταστάσεως, κατά τας διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας.
Άρθρον 20
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 2344/1940 “περί αιγιαλού και παραλίας” αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Ο κατά την προηγουμένην παράγραφον καθορισμός γίνεται επί τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος, συντασσομένου υπό της Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών ή άλλης Τεχνικής Υπηρεσίας του Δημοσίου ή του έχοντος εκ του νόμου δικαίωμα προς σύνταξιν τοιούτου διαγράμματος ιδιώτου Μηχανικού, χαρασσομένης επ` αυτού ερυθράς γραμμής διά την οριογραμμήν του αιγιαλού. Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν, το διάγραμμα δέον, μετά προηγουμένην επαλήθευσιν της ακριβούς αποτυπώσεως υπό της αρμοδίας Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών, να θεωρήται παρ` αυτής”.
2. Οριογραμμαί Αιγιαλού και Παραλίας, καθορισθείσαι μέχρι του χρόνου ενάρξεως της ισχύος του παρόντος άρθρου επί διαγραμμάτων συνταχθέντων υπό ιδιωτών Μηχανικών και θεωρηθέντων υπό των αρμοδίων Διευθύνσεων Τεχνικών Υπηρεσιών, θεωρούνται νομίμως καθορισθείσαι.
3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Άρθρον 21
Σύστασις θέσων προσωπικού επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου
1. Συνιστώνται παρά τη Υπηρεσία Μελετών και Οργανώσεων του Υπουργείου Οικονομικών αι κάτωθι θέσεις, πληρούμεναι διά προσωπικού επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου:
α) Εξ (6) θέσεις αναλυτών συστημάτων.
β) Δέκα (10) θέσεις προγραμματιστών ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού δεν δύναται να είναι μεγαλυτέρα της τριετίας.
2. Τα προσόντα και τα του τρόπου προσλήψεως, ως και τα των αποδοχών του κατά την προηγουμένην παράγραφον προσλαμβανομένου προσωπικού, ορίζονται δι` αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.
3. Η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Άρθρον 22
1. Προς αντιμετώπισιν των, εκ της εφαρμογής της περί δημοσίων κτημάτων κειμένης νομοθεσίας, αναγκών εις τεχνικόν προσωπικόν,δύναται να προσλαμβάνηται παρά ταις Υπηρεσίαις της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών προσωπικόν, πέραν του ήδη υπηρετούντος, συνδεόμενον μετά του Δημοσίου διά σχέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ως εξής:
α) Τρείς (3) τοπογράφοι μηχανικοί.
β) Τρείς (3) βοηθοί τοπογράφοι μηχανικοί και
γ) Δύο (2) σχεδιασταί.
2. Η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας του προσωπικού τούτου ορίζεται διετής, δύναται δε να παραταθή επί έν (1) εισέτι έτος, εφαρμοζομένων κατά τον λοιπά, κατά περίπτωσιν, των οριζομένων υπό του Ν.Δ. 342/1969 “περι προσλήψεως επι συμβάσει ιδιωτικού δικαίου προσωπικού παρά τω Υπουργείω των Οικονομικών”. Οι όροι, αι συνθήκαι και η αμοιβή της εργασίας αυτού ρυθμίζονται κατά τας διατάξεις του άρθρου 5 του Ν.Δ. 1198/1972 “περί του τρόπου ρυθμίσεως των όρων αμοιβής και εργασίας του επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού του Δημοδίου, των ΟΤΑ και Ν.Π.Δ.Δ. και τροποποιήσεως διατάξεων της περί συλλογικών συμβάσεων εργασίας νομοθεσίας”.
Άρθρον 23
Από της ισχύος του παρόντος νόμου, καταργούνται:
1. Αι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 1154/1972.
“2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 65 του από 11/12 Νοεμβρίου 1929 Διατάγματος, ως αύτη ετροποποιήθη διά της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 422/1947 “περί καταργήσεως του διά του Α.Ν. 1219/1938 επιβληθέντος προσθέτου τέλους επί των αδειών ανεγέρσεως οικοδομών και τροποποιήσεως διατάξεών τινών της περί δημοσίων κτημάτων νομοθεσίας”, της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Νόμου 3800/1957 και του Β.Δ/τος 538/1961 “περί τρόπου εκποιήσεως ακινήτων του Δημοσίου εκτιμωμένης αξίας ανωτέρας των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών”.
3. Το τρίτον εδάφιον του άρθρου 2 του Νόμου 3286/1955 “περί κυρώσεως της από 26 Ιανουαρίου 1955 υπ` αριθ. 206 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου και τροποποιήσεως των διατάξεων περί διοικήσεως και διαχειρίσεως των δημοσίων κτημάτων”, ως τούτο αντικατεστάθη διά της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Νόμου 3800/1950.
4. Το άρθρον 6 του Α.Ν. 1546/1950.
Άρθρον 24
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της 1ης του μεθεπομένου της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως μηνός, πλην των διατάξεων δι` ας άλλως ορίζεται εν αυταίς”.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 04 Οκτωβρίου 1977
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ