Νόμος 730 ΦΕΚ Α΄309/13.10.1977
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της “περί Ταμείου Νομικών νομοθεσίας”.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν
Άρθρον 1
1. Το άρθρον 4 του Ν.Δ. 4114/1960 περί του Κώδικος “περί Ταμείου Νομικών” ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, αντικαθίσταται ούτω:
Άρθρον 4.
Διοίκησις
1. Το Ταμείον Νομικών διοικείται υπό εννεαμελούς Διοικητικού Συμβουλίου, απαρτιζομένου:
α) Εξ ενός εν ενεργεία δικηγόρου, ως Προέδρου, οριζομένου υπό του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών.
β) Εκ των εκάστοτε Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.
γ) Εκ του εκάστοτε Προέδρου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου.
δ) Εξ ενός συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού. ε) Εξ ενός συνταξιούχου δικηγόρου.
στ) Εξ ενός ανωτάτου ή ανωτέρου υπαλλήλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
ζ) Εξ ενός ανωτάτου ή ανωτέρου υπαλλήλου του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.
2. α) Τα εν εδαφίοις β` και γ` της προηγουμένης παραγράφου μέλη, υποδεικνύουν εγγράφως τα αναπληρωματικά αυτών μέλη, τα οποία δέον να ανήκουν εις τους αυτούς Συλλόγους. Εν περιπτώσει απωλείας της ιδιότητος των εν εδαφίοις β` και γ` μελών, διαρκούσης της θητείας του Δ.Σ. του Ταμείου, ταύτα αντικαθίστανται υπό των εκλεγέντων νέων Προέδρων, οίτινες και υποδεικνύουν τα, κατά τα ανωτέρω, αναπληρωματικά αυτών μέλη, εντός μηνός από της εκλογής των. Εις περίπτωσιν μη υποδείξεως, υπό τινος των ανωτέρω, αναπληρωματικού μέλους, τούτο διορίζεται ελευθέρως υπό του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εκ του αντιστοίχου Συλλόγου. Μέχρις εκδόσεως της Υπουργικής αποφάσεως περί διορισμού των νέων τακτικών και αναπληρωματικών μελών, τα απερχόμενα μέλη εξακολουθούν παρέχοντα τας υπηρεσίας των.
β) Το εν εδαφίω στ` της προηγουμένης παραγράφου μέλος, μετά του αναπληρωτού του, ορίζεται υπό του Υπουργού Δικαιοσύνης.
γ) Τα εν εδαφίοις δ`, ε`, και ζ` της προηγουμένης παραγράφου μέλη, μετά των αναπληρωτών των, ορίζονται υπό του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών.
δ) Πάντα τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, ως και ο Πρόεδρος του Δ.Σ. διορίζονται δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, οριζομένου άμα δι` αυτής ενός Αντιπροέδρου, εκ των εν εδαφίοις β` έως και ζ` μελών.
3. Εις το εκ Θεσσαλονίκης μέλος του Δ.Σ. το προσερχόμενον εις τας συνεδριάσεις αυτού, χορηγείται, πέραν των δαπανών μετακινήσεώς του και ημερησία αποζημίωσις οριζομένη εις το εν τριακοστόν (1/30) του εκάστοτε βασικού μισθού δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου επί βαθμώ 1ω δι` εκάστην ημέραν εκτός έδρας και μέχρι δύο (2) το πολύ ημερών δι` εκάστην μετακίνησιν.
4. Εις τας συνεδριάσεις του Δ.Σ. παρίστανται, άνευ ψήφου, οι Διευθυνταί του Ταμείου, εισηγούμενοι τα προς συζήτησιν θέματα.
5. Χρέη Γραμματέως εκτελεί υπάλληλος του Ταμείου οριζόμενος μετά του αναπληρωτού του δια πράξεως του Προέδρου του Δ.Σ.
6. Η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τριετής αρχομένη από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, περί διορισμού των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, παρατεινομένη μέχρι του διορισμού νέας Διοικήσεως και πάντως ουχί πέραν του τριμήνου από της λήξεως της θητείας της.
7. Εν περιπτώσει χηρεύσεως καθ` οιονδήποτε τρόπον, θέσεώς τινος τακτικού ή αναπληρωματικού μέλους διορίζονται κατά τον εν τω παρόντι άρθρω αναφερόμενον τρόπον νέα μέλη διά τον υπόλοιπον της θητείας χρόνον.
8. Τον Πρόεδρον του Δ.Σ. απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί εν παντί ο Αντιπρόεδρος.
9. Τα αναπληρωματικά μέλη του Δ.Σ. αναπληρούν τα τακτικά τοιαύτα εν περιπτώσει απουσίας ή κωλύματος.
10. Μέλος του Δ.Σ. απουσιάζον αδικαιολογήτως επί εξ (6) συνεχείς συνεδριάσεις δύναται να αντικατασταθή δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά πρότασιν του Δ.Σ. του Ταμείου.
11. Η υπηρεσία του Προέδρου και των μελών του Δ.Σ. είναι τιμητική και άμισθος παρεχομένης μόνον εις τούτους και τους παρισταμένους εισηγητάς και γραμματέα, αποζημιώσεως μετά συνεδρίασιν, οριζομένης διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών.
12. Το Δ.Σ. συνεδριάζει μετά πρόσκλησιν του Προέδρου αυτού, τακτικώς μεν άπαξ της εβδομάδος, εκτάκτως δε οσάκις ήθελε παραστή προς τούτο ανάγκη.
Η ως άνω πρόσκλησις μετά περιλήψεως των προς συζήτησιν θεμάτων, αποστέλλεται εις τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, τουλάχιστον την προτεραίαν της συνεδριάσεως.
13. Το Δ.Σ. συνεδριάζει παρόντων πέντε τουλάχιστον μελών εν οις ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος.
Εν ισοψηφία υπερισχύει τη γνώμη υπέρ η δίδεται η ψήφος του Προέδρου.
14. Η διαχείρισις των υποθέσεων του κατ` άρθρον 30 του Ν.Δ. 4114/1960 Λογαριασμού Επικουρικής Ασφαλίσεως Δικηγόρων Ελλάδος, ενεργείται υπό των εκ Δικηγόρων μελών του Δ.Σ. του Ταμείου Νομικών.
Διά την λήψιν αποφάσεων επί των υποθέσεων τούτων απαιτείται η παρουσία τεσσάρων (4) μελών και πλειοψηφία των παρόντων. ”
2. Από της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου λήγει η θητεία του υφισταμένου Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. Μέχρι της συγκροτήσεως του, κατά την προηγουμένην παράγραφον, νέου Δ.Σ. εξακολουθεί λειτουργούν το υφιστάμενον Διοικητικόν Συμβούλιον.
Άρθρον 2
1. Το εδάφιον η` της παραγράφου 1 της περιπτώσεως Β` του άρθρου 7 του Ν.Δ. 4114/1960 “περί του Κώδικος “περί Ταμείου Νομικών” αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“η) Οι δικασταί των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων ως και οι υπάλληλοι της γραμματείας αυτών”.
2. Οι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος διορισθέντες εις θέσεις διοικητικών (φορολογικών) δικαστών και υπαλλήλων της γραμματείας των φορολογικών δικαστηρίων και μη υπαχθέντες εις την ασφάλισιν του Ταμείου ασφαλίζονται εις τούτο από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος εφ` όσον υποβάλλουν περί τούτου αίτησιν εντός εξ (6) μηνών από ταύτης.
3. Οι εν τη προηγουμένη παραγράφω αναφερόμενοι, πέραν πάσης άλλης εξαγοράς προϋπηρεσίας, κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις, δύνανται να αναγνωρίσουν εν όλω ή εν μέρει, τον μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος χρόνον υπηρεσίας των εις τα Φορολογικά Δικαστήρια. Η αναγνώρισις γίνεται διά καταβολής των εκάστοτε κατά τον χρόνον αυτής ισχυόντων διά την αναγνώρισιν της πραγματικής προϋπηρεσίας ποσών.
Εκ του συνολικώς οφειλομένου ποσού δια την εξαγοράν της εν τω προηγουμένω εδαφίω προϋπηρεσίας, αφαιρείται παν ποσόν, όπερ τυχόν κατεβλήθη υπό των ανωτέρω εις τα Μετοχικά Ταμεία “Πολιτικών Υπαλλήλων”, “Στρατού”, “Ναυτικού”, και “Αεροπορίας”, εις εκπλήρωσιν οιασδήποτε ασφαλιστικής υποχρεώσεώς των προς αυτά εφ` όσον τούτο αποδοθή εις το Ταμείον Νομικών. Τα ανωτέρω Μετοχικά Ταμεία υποχρεούνται όπως, εντός διμήνου από της υποβολής εις ταύτα αιτήσεως υπό του ενδιαφερομένου μετά βεβαιώσεως του εκκαθαριστού αποδοχών του περί του ύψους των υπέρ των ανωτέρω Ταμείων, γενομένων κρατήσεων, αποδώσουν εις το Ταμείον Νομικών, ατόκως, τα εις αυτά καταβληθέντα, ως άνω, υπό του αιτούντος ποσά.
4. Η εξόφλησις της βαρυνούσης τους βάσει της παρ. 2 του παρόντος άρθρου ασφαλιζομένους εις το Ταμείον Νομικών οφειλής εκ της αναγνωρίσεως της κατά την προηγουμένην παράγραφον προϋπηρεσίας εις τα Διοικητικά (Φορολογικά) Δικαστήρια, δύναται να γίνη εις τεσσαράκοντα οκτώ (48) ισοπόσους μηνιαίας δόσεις και διά παρακρατήσεως εκ των αποδοχών των υποχρέων. Εν καθυστερήσει δόσεως, οφείλεται η εν τω νόμω οριζομένη προσαύξησις μέχρις εξοφλήσεως. Αναγνωρίζεται ως χρόνος προϋπηρεσίας, εις τα Διοικητικά (Φορολογικά) Δικαστήρια άνευ υποχρεώσεως εξαγοράς, ο χρόνος διά τον οποίον εγένετο παρακράτησις εκ των αποδοχών των ανωτέρω, αποδοθείσα ως εισφορά εις το Ταμείον Νομικών. Εφ` όσον τα αποδοθέντα εις το Ταμείον ποσά υπολείποντο, κατά τον χρόνον της παρακρατήσεως, της ισχυούσης εισφοράς εμμίσθου ησφαλισμένου του αυτού βαθμού, το μη αποδοθέν μέρος καταβάλλεται αναπροσηρμοσμένον βάσει των ισχυόντων κατά τον χρόνον της καταβολής.
5. Τα εν παραγράφοις 2 έως και 4 του παρόντος άρθρου οριζόμενα δεν εφαρμόζονται επί των εξελθόντων της υπηρεσίας φορολογικών δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων. Επί των εξερχομένων της υπηρεσίας εντός εξαμήνου από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος δύναται να αναγνωρισθή εκ του χρόνου προϋπηρεσίας μόνον ο απαιτούμενος διά την συμπλήρωσιν των ελαχίστων χρονικών προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος.
6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Εξαιρούνται της υπαγωγής εις την ασφάλισιν του Ταμείου οι τεχνικοί υπάλληλοι της Διευθύνσεως Ειδικών Τεχνικών υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, εφ` όσον υπάγονται εις την ασφάλισιν ετέρου Ασφαλιστικού Οργανισμού κυρίας ασφαλίσεως, οι ιατροδικασταί, οι έκτακτοι ή επί ημερησία αποζημιώσει ή επί απολαυή ποσοστών ή άλλων δικαιωμάτων εργαζόμενοι υπάλληλοι και καθαρισταί των δικαστηρίων και των εις το Υπουργείον Δικαιοσύνης υπαγομένων υπηρεσιών εν γένει”.
7. Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες τεχνικοί υπάλληλοι της Δ/νσεως Ειδικών Τεχνικών υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι μη υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν ετέρου Ασφαλιστικού Οργανισμού κυρίας ασφαλίσεως, ασφαλίζονται εις το Ταμείον Νομικών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, εφ` όσον, εντός εξαμήνου από ταύτης, υποβάλλουν εις τούτο σχετικήν αίτησιν.
8. Αι διατάξεις των παραγράφων 3 έως 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και διά τους περί ων η προηγουμένη παράγραφος τεχνικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ως και δια την αναγνώρισιν και τον τρόπον εξαγοράς του μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος χρόνου υπηρεσίας αυτών ως τακτικών υπαλλήλων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
9. Οι, διά του υπ` αριθ. 265/1971 Β. Δ/τος “περί καθορισμού μεταφερομένων υπηρεσιών και θέσεων, ως και “περί μετατάξεως υπαλλήλων εκ του Υπουργείου Οικονομικών εις το Υπουργείον Δικαιοσύνης κατ` εφαρμογήν του Ν.Δ. 1/1968” μετατεγέντες εκ του Υπουργείου Οικονομικών εις το Υπουργείον Δικαιοσύνης υπάλληλοι ασφαλίζονται εις το Ταμείον Νομικών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, εφ` όσον, εντός εξαμήνου από ταύτης, δι` αιτήσεώς των προς το Ταμείον, ανακαλέσουν την προηγουμένην αυτών δήλωσιν περί μη συμμετοχής εις την ασφάλισιν του εν λόγω Ταμείου.
10. Αι διατάξεις των παραγράφων 3 έως 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και διά τους περί ων η προηγουμένη παράγραφος μεταταγέντας υπαλλήλους, ως και δια την αναγνώρισιν και τον τρόπον εξαγοράς του μέχρι της ενάρξεως της ισχύος της του παρόντος χρόνου υπηρεσίας αυτών ως τακτικών υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών.
11. Οι εκ του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, διορισθέντες εις το ΑΣΔΥ και επανελθόντες, μετά την κατάργησιν τούτου δια του Ν.Δ. 285/1974 “περί καταργήσεως του Ανωτάτου Συμβουλίου Δημοσίων Υπηρεσιών”, εις το Νομικόν Συμβούλιον του Κράτους, δύνανται να αναγνωρίσουν ως προϋπηρεσίαν, δι` εξαγοράς, κατά τας κειμένας διατάξεις, το μεσολαβήσαν χρονικόν διάστημα της υπηρεσίας των εις το ΑΣΔΥ. Αναγνωρίζεται ως χρόνος προϋπηρεσίας, άνευ υποχρεώσεως εξαγοράς, το χρονικόν διάστημα, διά το οποίον εγένετο παρακράτησις εκ των αποδοχών των ανωτέρω αποδοθείσα ως εισφορά εις το Ταμείον Νομικών. Εφ` όσον τα αποδοθέντα κατά τον χρόνον της παρακρατήσεως υπελείποντο των βάσει των αποδοχών των ισχυουσών εισφορών εμμίσθου ησφαλισμένου Α` τάξεως, το μη αποδοθέν μέρος καταβάλλεται αναπροσηρμοσμένον βάσει των ισχυόντων κατά τον χρόνον της καταβολής.
Άρθρον 3
H παράγραφος 4 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 4114/1960, ως αντικατεστάθη υπό της παραγράφου 4 του άρθρου 18 του Ν. 4507/1966 “περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών των Δικηγόρων των Συμβολαιογράφων, τροποποιήσεως του Κώδικος “περί Ταμείου Νομικών και άλλων τινών διατάξεων”, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“4. Δεν δύνανται εφεξής να υπαχθή εις την ασφάλισιν του Ταμείου υφ` οιανδήποτε ιδιότητα, ο συνταξιούχος υπάλληλος αυτού, ο συνταξιούχος του Δημοσίου οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, πλην αν ούτος τυγχάνη ανάπηρος ή θύμα πολέμου”.
Άρθρον 4
Τα εδάφια α` και β` της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 4114/1960, ως ετροποποιήθησαν αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“α) Εκ μηνιαίας εισφοράς των εμμίσθων ησφαλισμένων καθοριζομένης εις ποσοστόν 7% της πρώτης και 4% της δευτέρας τάξεως ησφαλισμένων επί του εκάστοτε βασικού μισθού, της εισφοράς ταύτης μη δυναμένης να είναι ανωτέρας της αντιστοιχούσης εις τον βασικόν μισθόν του 3ου βαθμού της ιεραρχίας των Δημοσίων Διοικητικών Υπαλλήλων.
β) Εκ μηνιαίας εισφοράς των εν αναστολή ασκήσεως της Δικηγορίας τελούντων ως και των Δικηγόρων τακτικών καθηγητών των Πανεπιστημίων ή Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, εκ ποσοστού 3% επί του εις τούτους καταβαλλομένου κατά μήνα βασικού μισθού ή εν μη καταβολή μισθού, επί της αποζημιώσεως ή εξόδων παραστάσεως ήτις εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να είναι κατωτέρα των χιλίων δραχμών. Η εισφορά αύτη αποδίδεται υπό της μισθοδοτούσης αρχής διά κρατήσεως εκ των ως άνω απολαυών του υποχρέου”.
Άρθρον 5
Η παράγραφος 3 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Προκειμένου περί γάμου τελουμένου υπό συνταξιούχου δια την αναγνώρισιν τούτου, οφείλεται το κατά τον χρόνον της εξοφλήσεως προβλεπόμενον ποσόν διά την αναγνώρισιν του γάμου των εν ενεργεία ησφαλισμένων, αναλόγως της τάξεως εις ην ανήκεν ο συνταξιούχος κατά τον χρόνον εξόδου του εκ της ασφαλίσεως.
Το ποσόν τούτο καταβάλλεται εντός έτους από της τελέσεως του γάμου, ατόκως, μετά παρέλευσιν δε της προθεσμίας ταύτης εντόκως επί τω εκάστοτε ισχύοντι ποσοστώ του νομίμου τόκου”.
Άρθρον 6
Η παράγραφος 6 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“6. Εις την κατά τας διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος καταβολήν υποχρεούται ο ησφαλισμένος ή συνταξιούχος αναγνωρίζων εξώγαμον τέκνον ή πλείονα τοιαύτα, ως και εκείνος, έναντι του οποίου εγένετο δικαστική αναγνώρισις εξωγάμου ή εξωγάμων τέκνων, κατά τας διατάξεις των άρθρων 1533 και 1555 του Αστικού Κώδικος, ως και ο υιοθετών τέκνον.
Το ποσόν καθορίζεται αναλόγως της τάξεως, εις ην ανήκεν ή ανήκει ο γονεύς κατά τον χρόνον της γεννήσεως ή της υιοθεσίας του τέκνου.
Μετά παρέλευσιν έτους από της γεννήσεως, ή της υιοθεσίας του τέκνου οφείλεται προσαύξησις προς 5% ετησίως”.
Άρθρον 7
1. Η περ. Α` της παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν.Δ. 4114/1960, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη υπό των παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 16 του Ν. 4507/1966, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Α’) Εν περιπτώσει θανάτου εγγάμου ησφαλισμένου έχοντος συμπληρώσει χρόνον ασφαλίσεως 10 ετών ή εγγάμου συνταξιούχου του Ταμείου, η χήρα σύζυγος και τα νόμιμα ή νομιμοποιηθέντα ή διά δικαστικής αποφάσεως πλήρως αναγνωρισθέντα, ως και τα φυσικά (εξώγαμα) έναντι της ησφαλισμένης μητρός κατά τους ορισμούς του Αστικού Κώδικος τέκνα, εφ` όσον τα μεν άρρενα είναι ανήλικα και άγαμα, τα δε θήλεα άγαμα. Προς τα ανήλικα τέκνα εξομοιούνται και τα άγαμα άρρενα, ενήλικα μεν αλλ` άπορα και ανίκανα προς άσκησιν οιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος, εφ` όσον η ανικανότης επήλθε διαρκούσης της ανηλικιότητός των, ως και τα άρρενα άγαμα τα μη υπερβάντα το 25ον έτος της ηλικίας των, εφ` όσον τυγχάνωσι σπουδασταί Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ή Ανωτέρων Σχολών. Προς φυσικά τέκνα εξομοιούνται και τα θετά εφ` όσον η υιοθεσία ετελέσθη τρία (3) έτη τουλάχιστον προ του θανάτου του αμέσως ησφαλισμένου ή συνταξιούχου θετού εγγάμου ή αγάμου γονέως. Δικαίωμα συντάξεως της χήρας συζύγου του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου γεννάται, εάν ο γάμος τούτου ετελέσθη εξ (6) μήνας τουλάχιστον προ του θανάτου του. Η προϋπόθεσις αύτη δεν απαιτείται:
α) εάν ο θάνατος οφείλεται εις βίαιον συμβάν,
β) εάν υφισταμένου του γάμου εγεννήθη ή ενομιμοποιήθη τέκνον,
γ) εάν η χήρα κατά τον χρόνον του θανάτου τελή εις κατάστασιν εγκυμοσύνης και δεν διακοπή αύτη, γεννηθή δε ζων τέκνον”.
2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και επί των προ της ενάρξεως ισχύος του παρόντος τελεσθεισών υιοθεσιών, έστω και αν ο θάνατος του θετού γονέως επήλθε προ της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.
Άρθρον 8
1. Το άρθρον 19 του Ν.Δ. 4114/1960 ως ετροποποιήθη υπό του Ν. 4507/1966, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 19.
1. α) Αι παρεχόμεναι υπό του Ταμείου συντάξεις καθορίζονται εις ποσόν δραχμών ίσον προς το γινόμενον των εν τω επομένω εδαφίω αναγραφομένων, δι` εκάστην κατηγορίαν και τάξιν, μονάδων, επί των κατά το εδάφιον ι` της παρούσης παραγράφου κοινόν διά πάσας τας κατηγορίας και τάξεις, συντελεστήν, αναλόγως του χρόνου ασφαλίσεως κατά τα εν εδαφίω γ` ειδικώτερον οριζόμενα.
β) Διά την Α` τάξιν Αμίσθων 354 Διά την Β` τάξιν Αμίσθων 177 Διά την Α` τάξιν Εμμίσθων 150 Διά την Β` τάξιν Εμμίσθων 75 Διά Πρ. Δ/τος προκαλουμένου υπό του εποπτεύοντος Υπουργού μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, δύνανται να αυξομειώνται αι άνω καθορισθείσαι μονάδες διά μίαν, ή περισσοτέρας κατηγορίας ή τάξεις.
γ) Δι` έκαστον έτος ασφαλίσεως μέχρι τριάκοντα ετών η σύνταξις είναι ίση προς το εν πεντηκοστόν του, κατά τα ανωτέρω, καθοριζομένου ποσού. Μετά την συμπλήρωσιν τριάκοντα ετών ασφαλίσεως, η σύνταξις προσαυξάνεται κατά δύο πεντηκοστά δι` έκαστον έτος πέραν των τριάκοντα ετών ασφαλίσεως και μέχρι του τεσσαρακοστού. Οι έχοντες υπερτεσσαρακονταετή συντάξιμον υπηρεσίαν δικαιούνται προσαυξήσεως της συντάξεως δι` έκαστον έτος πέραν των 40 εξ ενός πεντηκοστού (1/50).
δ) Εάν διά του, κατά τα ανωτέρω, διακανονισμού συντάξεως, η ανήκουσα σύνταξις εις τους κατά την ισχύν του παρόντος συνταξιοδοτουμένους είναι ελάσσων της κατά την χρονολογίαν ταύτην υπ` αυτών λαμβανομένης εξακολουθεί καταβαλλομένη και εφεξής η αυτή σύνταξις.
ε) Η σύνταξις της κατηγορίας των αμίσθων ησφαλισμένων Α` και Β` τάξεως δεν δύναται να είναι κατωτέρα των εκατόν επτά (107) μονάδων, των δε οικογενειών αυτών η αυτή σύνταξις κατανεμομένη ως ορίζεται εν άρθρω 20 του παρόντος. Η σύνταξις της κατηγορίας των εμμίσθων ησφαλισμένων Α` και Β` τάξεως, δεν δύναται να είναι κατωτέρα των εβδομήκοντα εξ (76) μονάδων, των δε οικογενειών αυτών η αυτή σύνταξις κατανεμομένη ως ορίζεται εν άρθρω 20 του παρόντος. Προκειμένου περί μικτής συντάξεως η κατά τας ανωτέρω παραγράφους υπαγωγή, γίνεται επί τη βάσει της κατηγορίας των πλειόνων ετών.
στ) Εν περιπτώσει μετατάξεως ησφαλισμένου από της μιάς κατηγορίας εις την άλλην (εμμίσθου εις άμισθον και τανάπαλιν) η σύνταξις τούτου και της οικογενείας αυτού κανονίζεται μικτή, καταβαλλομένου του εις εκάστην κατηγορίαν, αναλογούντος ποσού συντάξεως. Τα κατά το καταργηθέν εδάφιον 2 της παρ. 2 του άρθρου 9 του Α.Ν. 1621/1939 “περί Ταμείου Συντάξεων Νομικών” αναγνωρισθέντα έτη προστίθενται εις τον χρόνον ασφαλίσεως εν τη κατηγορία εκείνη εν η ο ησφαλισμένος έχει τον μείζονα χρόνον ασφαλίσεως. Εις περίπτωσιν καθ` ην ο άμισθος ησφαλισμένος διετέλεσεν υπάλληλος του Δημοσίου υπό ιδιότητα ασφαλιζομένην παρά τω Ταμείω Νομικών εφ` όσον δεν εδικαιώθη συντάξεως εκ του Δημοσίου λαμβάνει σύνταξιν εκ του Ταμείου, αμίσθου ησφαλισμένου της τάξεως ην ούτος είχε κατά τα δέκα τελευταία έτη της αμίσθου υπηρεσίας του.
ζ) Εν περιπτώσει μετατάξεως ησφαλισμένου από της μιάς τάξεως εις την άλλην, η σύνταξις αυτού και της οικογενείας του καθορίζεται βάσει του διά την τάξιν εις ην μετετάγη προβλεπομένου ποσού, εφ` όσον εις την τάξιν ταύτην έχει συμπεπληρωμένον υπέρ πενταετή χρόνον ασφαλίσεως κατά τον χρόνον εξόδου του εκ της ασφαλίσεως. Ο χρόνος ούτος δεν απαιτείται επί εξόδου ησφαλισμένου λόγω ανικανότητος κατά τας διατάξεις του εδαφίου ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του παρόντος, ως η τελευταία αύτη αντικατεστάθη υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Ν. 4507/1966 ή εν περιπτώσει θανάτου του ησφαλισμένου.
η) Δύναται το Διοικητικόν Συμβούλιον του Ταμείου όπως, αναλόγως των αποτελεσμάτων εκάστου οικονομικού έτους, δι` αποφάσεών του εγκρινομένων υπό του εποπτεύοντος Υπουργού, καταβάλλη εις τους συνταξιούχους του Ταμείου έκτακτα βοηθήματα.
θ) Εις τους συνταξιούχους του Ταμείου τους δικαιουμένους συντάξεως κατά την 15ην Ιουνίου εκάστου έτους, καταβάλλεται, μετά της συντάξεως του μηνός Ιουλίου, ημίσεια σύνταξις ως επίδομα αδείας, εφ` όσον δι` ητιολογημένης αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου διαπιστούται η οικονομική δυνατότης διά την καταβολήν του εν λόγω επιδόματος. Οι λαμβάνοντες το ως άνω επίδομα, εξ ετέρας πηγής, δικαιούνται παρά του Ταμείου την τυχόν διαφοράν μέχρι του ύψους του χορηγουμένου υπ` αυτού επιδόματος.
ι) Ο κατά το εδάφιον α` συντελεστής καθορίζεται εις τριάκοντα οκτώ (38). Ο συντελεστής ούτος δύναται να μεταβάλληται εκάστοτε δι` αποφάσεως του εποπτεύοντος Υπουργού μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου.
2. α) Η σύνταξις των κατά το εδάφιον ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του παρόντος εξερχομένων της ασφαλίσεως, λόγω ανικανότητος, συνεπεία νόσου μη προϋπαρχούσης της ασφαλίσεώς των καθορίζεται αναλόγως των ποσοστών αναπηρίας, μη δυναμένη να είναι κατωτέρα της εν παρ. 1 ε` του παρόντος άρθρου καθοριζομένης και ανωτέρα της συντάξεως της αναλογούσης εις 40 έτη ασφαλίσεως της κατηγορίας και τάξεως εις ην ανήκουσιν ούτοι.
β) Η ανικανότης κρίνεται κατά τα εν παραγρ. 6 του άρθρου 24 του παρόντος οριζόμενα.
γ) Η σύνταξις των κατά τ` ανωτέρω εξερχομένων λόγω ανικανότητος καθορίζεται βάσει των ετών υπηρεσίας κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται δε κατά τόσα πεντηκοστά όσα προκύπτουν εκ του γινομένου του ποσοστού αναπηρίας επί τον υπολειπόμενον, προς συμπλήρωσιν 40 ετών, χρόνον ασφαλίσεως.
δ) Ινα ο κατά την παρ. 2 εδάφιον α` της παρούσης παραγράφου εξερχόμενος, έχη δικαίωμα εις προσαύξησιν της συντάξεώς του, δέον όπως κέκτηται δεκαετή πραγματικόν χρόνον ασφαλίσεως παρά τω Ταμείω υπό μίαν των εν παραγράφω 1 του άρθρου 7 του παρόντος ιδιοτήτων, αποκλειομένου του συνυπολογισμού χρόνου ασφαλίσεως εις έτερον ασφαλιστικόν φορέα.
3. Η σύνταξις των Δικολάβων των Δικαστικών Επιμελητών περιλαμβανομένων και των εχόντων άμα την ιδιότητα του Επιμελητού Δικαστηρίων και των Κλητήρων του Ταμείου, ως και των οικογενειών αυτών, προσαυξάνεται κατά ποσοστόν πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%).
4. Κατά το αυτό ως άνω ποσοστόν προσαυξάνονται και η σύνταξις των Επιμελητών Δικαστηρίων εν γένει και των οικογενειών αυτών, εφ` όσον κατά την προ της εξόδου ή του θανάτου πενταετίαν εμισθοδοτήθησαν με αποδοχάς αντιστοιχούσας τουλάχιστον εις τον 9ον βαθμόν της δημοσίας υπαλληλικής ιεραρχίας και άνω.
5. Εις περίπτωσιν καθ` ην η σύνταξις των εις τας προηγουμένας παραγράφους 3 και 4 προσώπων, μετά της εν αυταίς προσαυξήσεως, υπολείπεται της εν εδαφίω ε` της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου κατωτάτης συντάξεως, καταβάλλεται η τελευταία αύτη.
2. Η διάταξις της τελευταίας περιόδου του εδαφίου στ` της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Ν.Δ. 4114/1960, ως τούτο αντικαθίσταται υπό της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου, έχει εφαρμογήν και επί των ήδη τυχόντων μικτής συντάξεως, εκ του Ταμείου, και μη δικαιωθέντων συντάξεως εκ του Δημοσίου, μόνον, διά τον από της ισχύος του παρόντος και εφ` εξής χρόνον εφ` όσον αιτήσωνται τούτο εντός έτους από της ισχύος του παρόντος.
3. Η διάταξις του εδαφίου ζ` της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Ν.Δ. 4114/1960, ως αντικαθίσταται υπό της παραγράφου 1 του παρόντος, εφαρμόζεται και επί των ήδη συνταξιούχων του Ταμείου.
Άρθρον 9
1. Το άρθρον 20 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 20
Κατανομή απονεμητέας συντάξεως εις οικογενείας
1. Η σύνταξις της ατέκνου ή συντρεχούσης μετά τέκνων μη δικαιουμένων συντάξεως κατά τον θάνατον του πατρός αυτών χήρας συζύγου, συνίσταται εις 75% της εις τον σύζυγον αυτής απονεμητέας ή απονεμηθείσης συντάξεως. Εις ην περίπτωσιν υπάρχουσι τέκνα του θανόντος δικαιούμενα συντάξεως κατά τον χρόνον του θανάτου του πατρός των, η σύνταξις κατανέμεται μεταξύ των κατά τα ειδικώτερον εν τη επομένη παραγράφω οριζόμενα.
2. α) Υπαρχούσης χήρας και ενός τέκνου η εις τον σύζυγον απονεμητέα ή απονεμηθείσα σύνταξις ανήκει κατά 75% εις την χήραν σύζυγον, και κατά 25% εις το τέκνον.
β) Υπαρχόντων χήρας και πλειόνων του ενός τέκνων η σύνταξις της χήρας συζύγου περιορίζεται εις το 50%, του ετέρου ημίσεως ανήκοντος εις τα τέκνα κατ` ίσας μερίδας.
γ) Εκλειπόντος τινος των τέκνων ή διαγραφομένου κατά τας διατάξεις του παρόντος, η εις αυτό ανήκουσα σύνταξις προσαυξάνει την σύνταξιν των λοιπών μελών της οικογενείας αναλόγως κατά τα εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις οριζόμενα.
3. α) Μη υπαρχούσης χήρας συζύγου ή εκλειπούσης ή απολεσάσης το εις σύνταξιν δικαίωμα, εάν καθ` ον χρόνον επήλθε το τοιούτον γεγονός υπάρχη εν τέκνον δικαιούμενον συντάξεως, η σύνταξις τούτου συνίσταται εις το 50% της συντάξεως του θανόντος.
Εάν υπάρχωσι δύο τέκνα δικαιούμενα συντάξεως, η σύνταξις των συνίσταται εις τα 75% κατ` ίσας μερίδας, εάν δε πλείονα εις 100% κατ` ίσας μερίδας.
β) Εκλιπόντος τινος των τέκνων ή οπωσδήποτε διαγραφομένου εκ της δυνάμεως των συνταξιούχων, η σύνταξις των λοιπών προσαυξάνεται αναλόγως υπό τον περιορισμόν του προηγουμένου εδαφίου της παρούσης παραγράφου.
4. α) Εάν υπάρχη χήρα μήτηρ του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου ή προκειμένου περί εξωγάμου, φυσική μήτηρ αυτού και δεν συντρέχουν τέκνα του θανόντος, δικαιούται αύτη υπό τας προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 18 του παρόντος, συντάξεως ίσης προς τα 25% της απονεμητέας ή απονεμηθείσης συντάξεως εις τον θανόντα. Μη συντρεχόντων τέκνων και χήρας συζύγου του θανόντος, η χήρα μήτηρ ή φυσική μήτηρ δικαιούται συντάξεως ίσης προς τα 50% της εις τον θανόντα απονεμητέας ή απονεμηθείσης.
β) Εάν η χήρα ή φυσική μήτηρ του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, η δικαιουμένη συντάξεως κατά τους όρους του άρθρου 18 του παρόντος, συντρέχη μετά τέκνων ή χήρας συζύγου και τέκνων του θανόντος εξομοιούται προς τέκνον και λαμβάνει σύνταξιν ίσην προς την του τέκνου.
γ) Εκλειπούσης της χήρας μητρός ή διαγραφομένης εκ δυνάμεως των συνταξιούχων ή απολεσάσης το προς σύνταξιν δικαίωμα, η μερίς της προσαυξάνει αναλόγως την σύνταξιν των λοιπών συνδικαιούχων κατά τα εν τοις προηγουμένοις παραγράφοις οριζόμενα.
5. Υπάρχοντος απόρου πατρός του θανόντος εφαρμόζονται τα ανωτέρω επί της χήρας μητρός οριζόμενα, αναλόγως.
6. Η σύνταξις μητρός και αδελφών του θανόντος συντρεχουσών των προϋποθέσεων του άρθρου 18 του παρόντος, συνίσταται της μεν μητρός εις το 25% των δε αδελφών εις το 25% της ανηκούσης τω θανόντι συντάξεως. Εάν συντρέχωσι πλείονες αδελφαί η σύνταξις τούτων δεν δύναται να είναι ανωτέρα του 50% κατανεμομένη κατ` ίσας μερίδας.
7. Εάν αμφότεροι οι γονείς δικαιούνται συντάξεως κατά τους όρους του άρθρου 18 του παρόντος, κατανέμεται μεταξύ τούτων κατ` ίσας μερίδας το κατά τας ανωτέρω 4 και 6 παραγράφους ποσοστόν της συντάξεως.
8. Η σύνταξις των αδελφών μη υπαρχούσης μητρός, δεν δύναται να υπερβή το 50% της συντάξεως του θανόντος.
9. Εξαιρετικώς η σύνταξις της χήρας συζύγου, ούσης απόρου και μη συντρεχόντων τέκνων δικαιουμένων εις σύνταξιν, συνίσταται εις ολόκληρον το ποσόν της απονεμητέας ή απονεμηθείσης συντάξεως, εφ` όσον ο θανών ησφαλισμένος ή συνταξιούχος εκέκτητο 40ετή συντάξιμον υπηρεσίαν.
Εις περίπτωσιν καθ` ην υφίσταται τέκνον ή τέκνα δικαιούμενα συντάξεως, η σύνταξις κατανέμεται κατά τας εν ταις προηγουμέναις παραγράφοις οριζόμενα ποσοστά. Εκλιπόντος του τέκνου ή των τέκνων ή απολεσάντων το προς σύνταξιν δικαίωμα, το ποσοστόν συντάξεως ανακαθορίζεται κατά τα προαναφερθέντα”.
Άρθρον 10
Η παράγραφος 3 του άρθρου 21 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Εις περίπτωσιν καθ` ην δημιουργείται υπέρ του αυτού προσώπου δικαίωμα πλειόνων συντάξεων εκ του Ταμείου κατά τας διατάξεις του παρόντος, εις τον δικαιούχον καταβάλλεται η ανωτέρα κατά ποσόν σύνταξις, ως και ποσοστόν ίσον προς το 1/3 του ποσού της ης δικαιούται ετέρας συντάξεως, μη εφαρμοζομένης διά την τελευταίαν περίπτωσιν της διατάξεως του άρθρου 19 του παρόντος περί κατωτάτων ορίων συντάξεων.
Η κατά το προηγούμενον εδάφιον ετέρα σύνταξις καταβάλλεται άνευ του κατά το προηγούμενον εδάφιον περιορισμού εις ας περιπτώσεις οι δικαιούχοι μιάς ή και δύο συντάξεων είναι πλείονα του ενός πρόσωπα”.
Άρθρον 11
1. Αι παρ. 2 και 3 του άρθρου 22 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“2. Η σύνταξις διακόπτεται:
α) Αφ` ης ο συνταξιούχος καταστή εκ νέου ησφαλισμένος, εις δε την περίπτωσιν του εδαφ. ε` της παρ. 1 του άρθρου 17 του παρόντος, από της πρώτης του επομένου μηνός της χρονολογίας της γνωματεύσεως της επιτροπής περί αποκαταστάσεως της υγείας του ως ανικάνου αρχικώς κριθέντος.
β) Εάν άγαμα θήλεα τέκνα ή αδελφαί, μετά την συμπλήρωσιν του 25ου έτους της ηλικίας, λαμβανομένων υπ` όψιν των κατ` ιδίαν περιστάσεων, δύνανται κατά την κρίσιν του Διοικητικού Συμβουλίου, να προσπορίζωνται τα προς το ζην εξ εργασίας ή περιουσίας αυτών.
3. Αρθέντος του λόγου της διακοπής επί περιπτώσεων των εδαφ. α` και β` της προηγουμένης παραγράφου, η καταβολή της συντάξεως άρχεται από της 1ης του επομένου μηνός, καθ` ον εξέλιπεν ο λόγος ούτος. Ειδικώς, προκειμένης της συνταξιοδοτήσεως των εν εδαφίω β` της προηγουμένης παραγράφου προσώπων, το Διοικητικόν Συμβούλιον καθορίζει και την διάρκειαν της συνταξιοδοτήσεως, ήτις δεν δύναται να είναι βραχυτέρα των δύο (2) ετών, ούτε μείζων των τεσσάρων (4)”.
2. Η προστεθείσα διά του άρθρου 16 του Ν. 4507/1966 “περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών των Δικηγόρων, των Συμβολαιογράφων, τροποποιήσεως του Κώδικος “περί Ταμείου Νομικών και άλλων τινών διατάξεων” διάταξις της παραγρ. 4 του άρθρου 22 του Ν.Δ. 4114/1960, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“4. Συντάξεως τέκνου λόγω θανάτου δικαιούται παρά του Ταμείου Νομικών και η διαζευχθείσα υπαιτιότητι του συζύγου ή κοινή υπαιτιότητι θυγατήρ αποβιώσαντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, ως και εκείνη ης ο γάμος ελύθη συνεπεία θανάτου του ανδρός”.
3. Η διάταξις της παραγράφου 4 του άρθρου 22 του Ν.Δ. 4114/1960 η προστεθείσα δια του άρθρου 16 του Ν. 4507/1966, ως αύτη αντικατεστάθη υπό της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται και εις ας περιπτώσεις αι υπ` αυτής απαιτούμεναι προϋποθέσεις απονομής συντάξεως υφίστανται κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος, εφ` όσον, εντός έτους από ταύτης, υποβληθή αίτησις συνταξιοδοτήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη η σύνταξις άρχεται κατά τα οριζόμενα εις το πρώτον εδάφιον της παραγρ. 2 του άρθρου 21 του Ν.Δ. 4114/1960 και πάντως ουχί προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.
Άρθρον 12
Ειδικαί παροχαί
Το άρθρον 23 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 23
1. Χορηγείται εφ` άπαξ επικουρική παροχή:
α) Εις την το πρώτον ερχομένην εις γάμον θυγατέρα ησφαλισμένου τελούντος εν υπηρεσία και έχοντος συμπληρώσει 10ετή τουλάχιστον χρόνον ασφαλίσεως κατά την τέλεσιν του γάμου αυτής.
β) Εις την το πρώτον ερχομένην εις γάμον θυγατέρα συνταξιούχου εξ ιδίου δικαιώματος εκ του Ταμείου. γ) Εις την το πρώτον ερχομένην εις γάμον θυγατέρα λαμβάνουσαν σύνταξιν εκ του Ταμείου, ως και εις την θυγατέρα την μη λαμβάνουσαν σύνταξιν ένεκα του εν εδαφίω β` της παρ. 2 του άρθρου 22 του παρόντος λόγου διακοπής.
2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον παροχή χορηγείται εις μίαν μόνον θυγατέρα.
3. Θυγατήρ εν τη εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται η εκ νομίμου γάμου ή νομιμοποιηθείσα, ως και η εξώγαμος, εφ` όσον ανεγνωρίσθη εκουσίως υπό του πατρός ή δια δικαστικής αποφάσεως εξωμειώθη προς εκουσίως αναγνωρισθέν τέκνον αυτού, κατά τας σχετικάς διατάξεις του Αστικού Κώδικος, πάντοτε δε έναντι της ησφαλισμένης μητρός, ως και η θετή θυγατήρ, εφ` όσον συντρέχουσι δι` αυτήν αι προϋποθέσεις του άρθρου 18 του παρόντος.
4. Εν περιπτώσει ακυρώσεως ή λύσεως διαζυγίω ή θανάτω του συζύγου, του δι` ον εχορηγήθη η ειδική παροχή γάμου, δεν γεννάται δικαίωμα νέας ειδικής παροχής, εν περιπτώσει τελέσεως ετέρου γάμου.
5. Η ειδική παροχή ανέρχεται εις το δωδεκαπλάσιον:
α) Επί της α` περιπτώσεως της παραγράφου 1 του παρόντος της μηνιαίας συντάξεως, ης θα εδικαιούτο ο ησφαλισμένος, εάν καθίστατο συνταξιούχος κατά τον χρόνον της τελέσεως του γάμου.
β) Επί της β` περιπτώσεως, της παραγράφου 1 του παρόντος της μηνιαίας συντάξεως, ην λαμβάνει ο συνταξιούχος πατήρ ή μήτηρ κατά τον χρόνον της τελέσεως του γάμου.
γ) Επί της γ` περιπτώσεως, της παραγρ. 1 του παρόντος της μηνιαίας συντάξεως, ης βάσει του συνολικού χρόνου ασφαλίσεώς του θα εδικαιούτο ο θανών ησφαλισμένος ή συνταξιούχος, κατά τον χρόνον της τελέσεως του γάμου.
6. Τα υποβλητέα δικαιολογητικά προς απόληψιν ειδικής παροχής καθορίζονται εκάστοτε δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου.
7. Οι ησφαλισμένοι και συνταξιούχοι οι έχοντες θήλυ τέκνον, μη ελθόν εις γάμον ή αποκτώντες τοιούτον, εκ νομίμου γάμου, ή νομιμοποιηθέν ή εξώγαμον, αναγνωρισθέν τέκνον αυτού κατά τας σχετικάς διατάξεις του Αστ. Κώδικος, η θετή θυγάτηρ υπό τας προϋποθέσεις του άρθρου 18 του παρόντος ως και η έχουσα εξώγαμον τέκνον μήτηρ και αι ήδη συνταξιοδοτούμεναι οικογένειαι εν αις περιλαμβάνεται και άγαμος θυγάτηρ δικαιουμένη ειδικής παροχής του παρόντος άρθρου, υποχρεούνται εις εισφοράν κατά μήνα οι μεν της πρώτης τάξεως εκ δραχμών εξήκοντα (60), οι δε της δευτέρας τάξεως εκ δραχμών τεσσαράκοντα (40), επί μίαν εικοσαετίαν από της ισχύος του παρόντος ή από της γεννήσεως, νομιμοποιήσεως, αναγνωρίσεως ή υιοθεσίας του τέκνου εφ` όσον τοιούτον γεγονός λαμβάνει χώραν μετά την ισχύν του παρόντος Νόμου.
8. Εν καθυστερήσει καταβολής της ανωτέρω εισφοράς, επιβάλλεται προσαύξησις επ` αυτής 5% ετησίως, αφ` ης ήτο αύτη καταβλητέα και μέχρις εξοφλήσεως.
9. Οι εις την παράγραφον 7 αναφερόμενοι δύνανται αν απαλλαγούν της εισφοράς, εάν δηλώσουν ότι δεν επιθυμούν την απόληψιν της ως άνω ειδικής παροχής. Εις περίπτωσιν υποβολής τοιαύτης δηλώσεως, ήτις δεν υπόκειται εις ανάκλησιν, το θήλυ τέκνον στερείται της υπό του παρόντος άρθρου προβλεπομένης παροχής, αι διά την αιτίαν δε ταύτην αποδοθείσαι διά τον μέχρι της υποβολής της δηλώσεως χρόνον, εισφοραί δεν επιστρέφονται.
10. Ο τρόπος της καταβολής της άνω οριζομένης εισφοράς καθορίζεται εκάστοτε δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου.
11. Εάν δεν έχη καταβληθή εξ ολοκλήρου η κατά την παράγραφον 8 του παρόντος άρθρου εισφορά, ήτοι δι` όλον το εν αυτώ εικοσαετές διάστημα, επιστάντος του χρόνου, κατά τα ανωτέρω, καταβολής της ειδικής παροχής κρατείται εκ ταύτης υποχρεωτικώς το μη καταβληθέν ποσόν του υπολοίπου χρονικού διαστήματος μετά της τυχόν οφειλομένης προσαυξήσεως”.
Άρθρον 13
Η παράγραφος 6 του άρθρου 24 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“6. Οπου εν τω παρόντι Νόμω διά την γένεσιν δικαιώματος συντάξεως ή την επαύξησιν ταύτης απαιτείται ως προϋπόθεσις σωματική ή διανοητική ανικανότης, αύτη βεβαιούται υπό Πρωτοβαθμίου ή εν περιπτώσει ασκήσεως προσφυγής υπό Δευτεροβαθμίου Επιτροπής εξ ιατρών.
Η Πρωτοβάθμιος Επιτροπή απαρτίζεται εκ τριών ιατρών, οριζομένων υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου.
Η Δευτεροβάθμιος Επιτροπή απαρτίζεται εκ πέντε ιατρών, εξ ων τέσσαρες ορίζονται υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και ο πέμπτος υπό του ησφαλισμένου.
Η Πρωτοβάθμιος Επιτροπή αποφαίνεται ενόρκως περί της ανικανότητος ή μη του εξεταζομένου και καθορίζει ποσοστόν εις εκατοστά (βαθμόν) της βεβαιωθείσης ανικανότητος και την πιθανήν διάρκειαν αυτής.
Κατά της αποφάσεως της ανωτέρω Επιτροπής, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβαθμίου Επιτροπής ασκουμένη υπό του ησφαλισμένου ή του Ταμείου εντός προθεσμίας τριάκοντα (30) ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως της Πρωτοβαθμίου Επιτροπής.
Η Δευτεροβάθμιος Επιτροπή αποφαίνεται ενόρκως επί των θεμάτων της Πρωτοβαθμίου Επιτροπής και η απόφασίς της είναι υποχρεωτική διά το Ταμείον.
Η δαπάνη διαδικασίας και η αμοιβή της Πρωτοβαθμίου ιατρικής Επιτροπής βαρύνει εξ ολοκλήρου τον ησφαλισμένον, της Δευτεροβαθμίου δε τον προσφεύγοντα.
Η αίτησις του ησφαλισμένου διά την βεβαίωσιν της ανικανότητος δέον να υποβάλληται επί ποινή απωλείας του δικαιώματος προ της λήξεως της ασφαλίσεως ή εντός εξ μηνών το πολύ από της λήξεώς της, προκειμένου δε περί ενηλικιωθέντος άρρενος ανικάνου τέκνου εντός εξ μηνών από της ενηλικιώσεως ή του θανάτου του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου. Δεν απαιτείται η κατά την ανωτέρω διαδικασίαν βεβαίωσις της ανικανότητος ως και του βαθμού ταύτης εμμίσθων ησφαλισμένων όταν ανεγνωρίσθη αυτοίς το δικαίωμα συντάξεως δι` αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου λόγω παθήσεως εν τη υπηρεσία και ένεκεν ταύτης.
Το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται άπαξ να παραπέμπη τον ενδιαφερόμενον εκ νέου εις ιατρικήν επιτροπήν μέχρις της λήξεως του ορισθέντος χρόνου ανικανότητος”.
Άρθρον 14
Η παράγραφος 7 του άρθρου 24 του Ν.Δ. 4114/1960, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“7. Οπου εν τη κειμένη περί του Ταμείου Νομικών νομοθεσία, το δικαίωμα συντάξεως ή η επαύξησις ταύτης ήρτηται εκ του χαρακτηρισμού του δικαιούχου ως απόρου ή μη ευπόρου ή μη προσποριζομένου των προς το ζην εξ εργασίας ή περιουσίας, η κρίσις λαμβάνει χώραν επί τη βάσει της υφισταμένης, κατά τον χρόνον της γενέσεως του αντιστοίχου δικαιώματος, εν γένει οικονομικής καταστάσεως του ενδιαφερομένου, λαμβανομένων υπ` όψιν διά τον τοιούτον χαρακτηρισμόν απάντων των εισοδημάτων εκ περιουσίας ή μισθών ή συντάξεων εκ του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ. πλην του Τ.Ν. Η περί των ανωτέρω δικαιωμάτων αίτησις δέον να υποβάλλεται εντός προθεσμίας ενός έτους από της αποκτήσεως του δικαιώματος. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης απόλλυται παν δικαίωμα.
Προκειμένου περί συνταξιοδοτουμένων θηλέων τέκνων, συμπληρωσάντων το 25ον έτος της ηλικίας των, η άνω προθεσμία άρχεται από της συμπληρώσεως της ηλικίας ταύτης.
Εις ας περιπτώσεις ήθελεν επέλθει μείωσις της αρχικώς απονεμηθείσης συντάξεως ένεκα λόγων μη συνδεομένων προς το πρόσωπον του δικαιούχου, ούτος δύναται να επικαλεσθή την ύπαρξιν απορίας, εφ` όσον αύτη απαιτείται ως προϋπόθεσις επαυξήσεως της συντάξεως, δι` αιτήσεως, υποβαλλομένης εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών αφ` ης εδημιουργήθη ο λόγος προβολής της απορίας, διά δε τας δημιουργηθείσας ήδη περιπτώσεις εντός τετραμήνου από της δημοσιεύσεως του παρόντος ανεξαρτήτως χρόνου γενέσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος”.
Άρθρον 15
Η παράγραφος 3 του άρθρου 29 Ν.Δ. 4114/1960, ως αντικατεστάθη δια του άρθρου 2 του Α.Ν. 589/1968 “περί τακτοποιήσεως οφειλών έναντι του Ταμείου και του Κ.Ε.Α.Δ. και του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών”, αντικαθίσταται ούτω:
“3. Οι μη συμμορφούμενοι προς τας διατάξεις του παρόντος και των εις εκτέλεσιν αυτού Π. Δ/των, ή αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου ως προς την απόδοσιν των πόρων του Ταμείου, είτε δι` ενσήμων είτε κατά διάφορον τρόπον εισπραττομένων, υποχρεούνται εις καταβολήν προστίμου μέχρι του διπλασίου της αξίας του μη καταβληθέντος ή μη προσηκόντως καταβληθέντος πόρου, οφειλομένου εντόκως με τον εκάστοτε τόκον υπερημερίας από της εκδόσεως της επιβαλλούσης τούτο αποφάσεως.
Το περί ου πρόκειται πρόστιμον επιβάλλεται δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου”.
Άρθρον 16
Η παράγραφος 8 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 4114/1960, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“8. α) Εν περιπτώσει καθ` ην οι ασφαλισμένοι δεν εκπληρούσι την εν εδαφίω γ` της παραγρ. 1 του άρθρου 10 του παρόντος αναφερομένην υποχρέωσιν της τηρήσεως ασφαλιστικού βιβλιαρίου ή ελλιπώς τηρούσι τούτο υποχρεούνται όπως εξοφλήσωσι την εντεύθεν οφειλήν των εντός τριετίας από της λήξεως της διμήνου προθεσμίας παραδόσεως του ασφαλιστικού βιβλιαρίου, προσηυξημένην κατά 2% δι` έκαστον μήνα καθυστερήσεως.
β) Μη εξοφλουμένης ολοσχερώς της οφειλής εντός της τριετίας, δεν υπολογίζεται εις τον χρόνον ασφαλίσεως το χρονικόν διάστημα εις το οποίον ανάγεται η μη εξοφληθείσα οφειλή”.
Άρθρον 17
1. Το πρώτον εδάφιον της παραγρ. 1 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 4114/1960, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Οι ησφαλισμένοι δικαιούνται εις αναγνώρισιν δι` εξαγοράς εν όλω ή εν μέρει της μη συμπιπτούσης προς χρόνον ασφαλίσεως προϋπηρεσίας της διανυθείσης εν Ελλάδι ή Αιγύπτω υπό τινα των εν παραγρ. 1 του άρθρου 7 του παρόντος ιδιοτήτων, ως και χρόνον μέχρι πέντε ετών εκ της πραγματικής υπηρεσίας των ως Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων ή ως Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ή εκ της πραγματικής υπηρεσίας των ως Καθηγητών των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ή εκ της υπηρεσίας των ως εκπαιδευτικών εις σχολεία Ελληνικών Κοινοτήτων Κύπρου, Δωδεκανήσου, Βορείου Ηπείρου, Τουρκίας και Αιγύπτου ή εκ Δικηγορικής υπηρεσίας εν Β. Ηπείρω ή εκ της εις τας Ενόπλους Δυνάμεις και εις τα Σώματα Ασφαλείας υπηρεσίας των.
Προκειμένου περί των καταστάντων ησφαλισμένων μετά την 1.1.1961, αι ως άνω υπηρεσίαι, δύνανται ν` αναγνωρισθώσιν υπό την προϋπόθεσιν ότι δεν υπελογίσθησαν ή δεν είναι υπολογιστέαι κατά τον χρόνον αναγνωρίσεως διά την εκ του Δημοσίου ή άλλου οργανισμού συνταξιοδότησίν των”.
2. Αι διατάξεις του άρθρου 5 της υπ` αριθ. 165 από 27 Σεπτεμβρίου 1963 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου, της κυρωθείσης διά του Ν.Δ. 4377/1964 “περί ειδικών μέτρων των εξ Αιγύπτου Ελλήνων υπηκόων και ομογενών” ως και της παραγρ. 7 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 4577/1976 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της νομοθεσίας “περί Κοινωνικής Ασφαλίσεως και περί “ετέρων τινών διατάξεων” εφαρμόζονται αναλόγως και επί των εξ Αιθιοπίας επαναπατρισθέντων από του έτους 1972 και εφεξής επαναπατριζομένων δικηγόρων.
Άρθρον 18
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 4114/1960 ως αντικατεστάθη υπό της παρ. 3 του άρθρου 18 του Ν. 4507/1966, αντικαθίσταται, ως ακολούθως:
“3. Οι ησφαλισμένοι δικολάβοι δικαιούνται εις αναγνώρισιν δι` εξαγοράς, εν όλω ή εν μέρει, του χρόνου από της ορκίσεώς των ως δικολάβων, εφ` όσον κατά την κρίσιν του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Νομικών ήσκουν το επάγγελμά των, και υπό τον περιορισμόν ότι ο χρόνος ούτος μετά πάσης ετέρας αναγνωριστέας κατά νόμον προϋπηρεσίας, δεν δύναται εις οιανδήποτε περίπτωσιν να υπερβή εν συνόλω τα είκοσιν επτά (27) έτη”.
2. Εις την παράγραφον 6 του άρθρου 18 του Ν. 4507/1966 προστίθεται τρίτον εδάφιον, έχον ούτω:
“Εις ην περίπτωσιν το μεσολαβήσαν από της διαγραφής μέχρι της επανεγγραφής χρονικόν διάστημα είναι μείζον των εξ (6) ετών, τα περί ων τα προηγούμενα εδάφια πρόσωπα, δικαιούνται, υπό τας προϋποθέσεις και τους όρους τούτων, όπως αναγνωρίσουν εις το Ταμείον Νομικών και τον Κλάδον Επικουρικής Ασφαλίσεως Δικηγόρων χρόνον μέχρι του ημίσεως του χρόνου στερήσεως του δικαιώματος ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος και πάντως ουχί μείζονα των εξ (6) ετών”.
3. Η διάταξις του τρίτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 18 του Ν. 4507/1966, η προστεθείσα διά της παρ. 2 του παρόντος, έχει εφαρμογήν και διά τους από της ενάρξεως της ισχύος του Ν. 4507/1966 εξελθόντας της ασφαλίσεως ως και τας οικογενείας τούτων, η δε εκ της προσμετρήσεως του διά της εν λόγω διατάξεως παρεχομένου χρόνου προσαύξησις της συντάξεως άρχεται από της ολοσχερούς εξοφλήσεως του διά την εξαγοράν του απαιτουμένου ποσού.
Άρθρον 19
1. Το άρθρον 39 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Οι μέχρι της ισχύος του παρόντος συνταξιοδοτηθέντες και οι συνταξιοδοτηθείσαι οικογένειαι ησφαλισμένων, ως και οι εφ` εξής εξερχόμενοι της ασφαλίσεως ησφαλισμένοι ή συνταξιοδοτούμεναι οικογένειαι ησφαλισμένων ή συνταξιούχων, μη αναγνωρίσαντες χρόνον πραγματικής συνταξίμου υπηρεσίας πλέον της 45ετίας, δικαιούνται όπως ζητήσωσι την προσμέτρησιν του μη αναγνωρισθέντος χρόνου προϋπηρεσίας, δια καταβολής των κατά τας οικείας διατάξεις αντιστοίχων ποσών, επί σκοπώ προσαυξήσεως της συντάξεως”.
2. Η αίτησις περί προσμετρήσεως του, κατά το άρθρον 39 του Ν.Δ. 4114/1960, ως τούτο αντικαθίσταται υπό της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου, χρόνου ασφαλίσεως, υποβάλλεται εντός έτους από της δημοσιεύσεως του παρόντος η δε συνεπεία ταύτης προσαύξησις της συντάξεως άρχεται από της επομένης της ολοσχερούς εξοφλήσεως των υπό των οικείων διατάξεων οριζομένων ποσών εξαγοράς διά την προσμέτρησιν της περί ης πρόκειται υπηρεσίας, οπωσδήποτε δε ουχί ενωρίτερον της δημοσιεύσεως του παρόντος.
Άρθρον 20
Το άρθρον 43 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Ησφαλισμέναι αποχωρούσαι της υπηρεσίας δικαιούνται συντάξεως, εφ` όσον έχουν συμπληρώσει χρόνον πραγματικής ασφαλίσεως 15 ετών, άνευ συνυπολογισμού πλασματικής υπηρεσίας και είναι έγγαμοι. Το αυτό ισχύει, εφ` όσον διατελούσιν εν χηρεία ή εν διαζεύξει, κατ` αμφοτέρας όμως τας περιπτώσεις μετ` ανηλίκων τέκνων”.
Άρθρον 21
1. Θυγατέρες συνταξιούχων των οποίων το συνταξιοδοτικόν δικαίωμα εγεννήθη προ του Ν.Δ. 4114/1960 συνεχίζουν συνταξιοδοτούμεναι και μετά την συμπλήρωσιν του 25ου έτους της ηλικίας των μόνον, εφ` όσον δεν υφίσταται λόγος διακοπής κατά την παρ. 2 εδ. β` του άρθρου 22 και την παράγραφον 7 του άρθρου 24 του αυτού ως άνω Νομοθετικού Διατάγματος, ως αι διατάξεις αύται αντικαθίστανται διά του παρόντος.
2. Η ισχύς της διατάξεως της προηγουμένης παραγράφου άρχεται μετά πάροδον έτους από της δημοσιεύσεως του παρόντος.
Άρθρον 22
Εις το άρθρον 2 του Α.Ν. 189/67 “περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών του Ταμείου Νομικών” προστίθενται παράγραφος 3 έχουσα ούτω:
“3. Το εις το πρώτον και δεύτερον εδάφιον της προηγουμένης παραγράφου αναγραφόμενον ποσόν δι` έξοδα κηδείας ορίζεται δι` απάσας τας περιπτώσεις ίσον προς το διπλάσιον της κατά τον χρόνον του θανάτου του συνταξιούχου, μηνιαίας συντάξεως γήρατος της αναλογούσης εις ησφαλισμένον Α` τάξεως έχοντα τριακονταπενταετή υπηρεσίαν. Εις το αυτό ποσόν ορίζεται και το υπό του τρίτου εδαφίου της ως άνω διατάξεως ανώτατον όριον εξόδων κηδείας”.
Άρθρον 23
1. Σημ.: όπως η παρ.1 του άρθρου 23 καταργήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 2β του Ν. 1759/1988 (Α` 50).
2. Συνταξιούχοι του Ταμείου εξελθόντες προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος και αι οικογένειαι αυτών δικαιούνται όπως αναγνωρίσωσι δι` εξαγοράς κατά τας κειμένας διατάξεις, μέχρι δύο ετών πλασματικήν υπηρεσίαν, εκ της προβλεπομένης υπό των παρ. 1 και 2 του άρθρου 18 του Ν. 4507/1966, ως αύται αντικατεστάθησαν υπό των άρθρων 4 και 5 του Α.Ν. 189/1967, εφ` όσον υποβάλωσι σχετικήν αίτησιν εντός εξ (6) μηνών, από της ισχύος του παρόντος.
3. Η εκ της προσμετρήσεως της κατά την προηγουμένην παράγραφον πλασματικής υπηρεσίας προσαύξησις της συντάξεως άρχεται από της ημερομηνίας της εξαγοράς της εν λόγω υπηρεσίας.
4. Συνταξιούχοι του Ταμείου και οικογένειαι αυτών απολέσαντες το δικαίωμα αναγνωρίσεως της περί ης η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου πλασματικής υπηρεσίας, λόγω μη εμπροθέσμου, συμφώνως προς τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις, ενασκήσεως τούτου, δύνανται να αναγνωρίσωσιν, υπό τους όρους και περιορισμούς της παραγράφου ταύτης την μη αναγνωρισθείσαν υπηρεσίαν, εφαρμοζομένης και εν προκειμένω της προηγουμένης παραγράφου 3.
Άρθρον 24
Απασαι αι υπό του Ταμείου απονεμόμεναι συντάξεις αναπροσαρμόζονται βάσει των διατάξεων του παρόντος από της πρώτης του μεθεπομένου της δημοσιεύσεως του παρόντος μηνός.
Άρθρον 25
1. Εκ του Κλάδου Επικουρικής Ασφαλίσεως Δικηγόρων (Κ.Ε.Α.Δ.) δικαιούνται μηνιαίας παροχής μόνον οι υπό την ιδιότητα του δικηγόρου εξερχόμενοι της ασφαλίσεως και δικαιωθέντες συντάξεως, εκ του Ταμείου Νομικών, υπό την ιδιότητά των ταύτην.
2. Οι κατά την διάρκειαν της ασφαλίσεως των εις το Ταμείον Νομικών, αποβαλόντες την δικηγορικήν ιδιότητα και διατηρούντες την παρά τω Ταμείω Νομικών ασφάλισίν των, υπό ετέραν τοιαύτην, δικαιούνται παροχής εκ του Κ.Ε.Α.Δ. συντρεχουσών των περί απονομής παροχής εκ του Κ.Ε.Α.Δ. προϋποθέσεων κατά τον χρόνον εξόδου εκ της ασφαλίσεως του Κ.Ε.Α.Δ. μετά την εκ του Ταμείου Νομικών συνταξιοδότησίν των υπό την ετέραν ιδιότητα, εφ` όσον δεν λαμβάνουν επικουρικήν σύνταξιν εξ ετέρου Επικουρικού Ταμείου, επιστρεφομένων των εισφορών ατόκως εν εναντία περιπτώσει.
3. Η υπό του Κ.Ε.Α.Δ. παρεχομένη μηνιαία παροχή, καθορίζεται εις ποσόν δραχμών ίσον προς το γινόμενον των συνταξίμων ετών επί τον ισχύοντα εκάστοτε συντελεστήν οριζόμενον δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου, μη αναγνωριζομένου δικαιώματος επικουρικής παροχής δια την πλέον των τεσσαράκοντα (40) ετών συντάξιμον υπηρεσίαν.
4. Η περίπτωσις Α` της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του υπ` αριθ. 428/1961 Β. Δ/τος “περί του Κλάδου Επικουρικής Ασφαλίσεως Δικηγόρων”, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Α. Εν περιπτώσει θανάτου εγγάμου ησφαλισμένου έχοντος συμπληρώσει χρόνον ασφαλίσεως 10 ετών ή εγγάμου συνταξιούχου του Κλάδου, η χήρα σύζυγος και τα ανήλικα νόμιμα ή νομιμοποιηθέντα ή διά δικαστικής αποφάσεως πλήρως αναγνωρισθέντα ως και τα εξώγαμα έναντι της ησφαλισμένης μητρός, κατά τους ορισμούς του Αστικού Κώδικος, τέκνα. Προς τα ανήλικα τέκνα εξομοιούνται, τα άγαμα, ανήλικα μεν, αλλ` άπορα και ανίκανα προς άσκησιν οιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος, εφ` όσον η ανικανότης επήλθε διαρκούσης της ανηλικότητός των ως και τα άγαμα ενήλικα, τα μη υπερβάντα το 25ον έτος της ηλικίας των, εφ` όσον τυγχάνουν σπουδασταί Ανωτάτων Σχολών.
Δικαίωμα παροχής της χήρας συζύγου του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου γεννάται, εάν ο γάμος τούτου ετελέσθη εν έτος τουλάχιστον προ του θανάτου του, οπωσδήποτε επερχομένου.
Η προϋπόθεσις αύτη δεν απαιτείται εάν υπάρχη τέκνον εκ του γάμου γεννηθέν ή δι` αυτού νομιμοποιηθέν”.
Άρθρον 26
1. Οι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος τελεσθέντες γάμοι αναγνωρίζονται κατά τους όρους της παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 4114/1960, ως αύτη τροποποιείται υπό του άρθρου 5 του παρόντος, εφ` όσον η καταβολή του αναλογούντος ποσού διενεργήθη εντός έτους από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος. Εις τας περιπτώσεις ταύτας το δικαίωμα συντάξεως άρχεται από της ως άνω καταβολής εν πάση δε περιπτώσει ουχί προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.
2. Προκειμένου περί γάμου τελεσθέντος και εξαγορασθέντος υπό της οικογενείας του θανόντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου δημιουργείται δικαίωμα συντάξεως από της ισχύος του παρόντος υπό τας εν τη προηγουμένη παραγράφω προϋποθέσεις.
Άρθρον 27
Συνταξιούχοι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εν τω προσώπω των οποίων συντρέχει δικαίωμα απολήψεως ετέρας συντάξεως, κατά την παρ. 3 του άρθρου 21 του Ν.Δ. 4114/1960, ως αύτη αντικατεστάθη διά του άρθρου 10 του παρόντος, δύνανται να ζητήσωσι την αναγνώρισιν τούτου δια τον από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος και εφ` εξής χρόνον και υπό τους εν τη διατάξει ταύτη περιορισμούς, δι` αιτήσεώς των υποβαλλομένης εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.
Άρθρον 28
Το δικαίωμα των θετών θυγατέρων περί ων η παράγραφος 3 του άρθρου 2ε του Ν.Δ. 4114/1960, ως τούτο αντικαθίσταται διά του άρθρου 12 του παρόντος, προς απόληψιν εφ` άπαξ ειδικής παροχής, άρχεται από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.
Άρθρον 29
Η παράγραφος 7 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“7. Η κατά τας προηγουμένας παραγράφους 1 έως 4 και 6 αναγνώρισις και εξαγορά προϋπηρεσίας, ως και πλασματικής τοιαύτης, αποτελεί δικαίωμα του ησφαλισμένου, το οποίον ούτος δύναται να ασκήση δι` ολόκληρον ή μέρος της προϋπηρεσίας ταύτης, καθ` όλην την διάρκειαν της ασφαλίσεώς του, του δικαιώματος τούτου ανήκοντος εις την οικογένειαν του ησφαλισμένου, εν περιπτώσει θανάτου αυτού. Το δικαίωμα αναγνωρίσεως και εξαγοράς, δύναται να ασκηθή υπό του συνταξιούχου, ως και υπό της οικογενείας του θανόντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου και μετά την λήψιν της περί συνταξιοδοτήσεως αποφάσεως και εντός πενταετίας από ταύτης, το δε κατά συνυπολογισμόν της αναγνωριζομένης προϋπηρεσίας προκύπτον ποσόν ή προσαύξησις, άρχεται καταβαλλομένη από του χρόνου της εξοφλήσεως της οφειλής της εξαγοράς”.
Άρθρον 30
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 28 του Ν.Δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως: “Άρθρον 28.- 1. Καταβολαί παρ` ησφαλισμένου ή υπέρ αυτού ως και κρατήσεις, προς εκπλήρωσιν οιασδήποτε ασφαλιστικής αυτού υποχρεώσεως, ή προς εξαγοράν οιασδήποτε πραγματικής ή πλασματικής προϋπηρεσίας, νομίμως γενόμεναι, δεν επιστρέφονται και εν η περιπτώσει δι` οιονδήποτε λόγον δεν δικαιούνται συντάξεως αυτός ή η οικογένεια αυτού”.
2. Αι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 28 ως αντικαθίστανται διά της προηγουμένης παραγράφου, εφαρμόζονται και διά τας μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος γενομένας καταβολάς.
Άρθρον 31
1. Εις το άρθρον 17 του Ν.Δ. 4114/1960 προστίθενται παράγρ. 3 και 4 έχουσαι, ως ακολούθως:
“3. Εν περιπτώσει θανάτου, προ της εξόδου εκ της ασφαλίσεως, των περί ων η προηγουμένη παράγραφος αναπήρων ή ανικάνων, τα κατά την διάταξιν ταύτην και υπό τους όρους και περιορισμούς αυτής, δικαιώματα περιέρχονται εις την οικογένειαν των εν λόγω ησφαλισμένων.
4. Ανάπηροι ειρηνικής περιόδου (Ν. 1370/1944), λαμβάνοντες σύνταξιν ένεκα της αναπηρίας των παρά του Δημοσίου έχοντες εικοσαετή χρόνον ασφαλίσεως και εξερχόμενοι ταύτης, δικαιούνται συντάξεως αντιστοιχούσης εις 25ετή συντάξιμον υπηρεσίαν. Ούτοι, πέραν της συντάξεως ταύτης, δικαιούνται όπως αναγνωρίσουν δι` εξαγοράς κατά την παράγραφον 8 του άρθρου 35 του παρόντος, ως χρόνον ασφαλίσεως, 5 έτη, μη δυναμένης πάντως της συντάξεώς των, διά της προσμετρήσεως του χρόνου τούτου, να υπερβή την αντιστοιχούσαν εις χρόνον ασφαλίσεως 40 ετών”.
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 17 του Ν.Δ. 4114/1960 έχει εφαρμογήν και διά τας οικογενείας, ων το συνταξιοδοτικόν δικαίωμα εγεννήθη προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, εφ` όσον εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους από ταύτης, υποβάλουν, αίτησιν, εις ην δέον όπως αναφέρεται απαραιτήτως και ο προς αναγνώρισιν δι` εξαγοράς χρόνος ασφαλίσεως.
Υποβληθείσης εμπροθέσμως της αιτήσεως, το μεν δικαίωμα χορηγήσεως συντάξεως βάσει του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του Ν.Δ. 4114/1960 άρχεται από της ισχύος του παρόντος, το δε δικαίωμα χορηγήσεως ηυξημένης συντάξεως δια προσμετρήσεως του μέχρι 10 ετών χρόνου ασφαλίσεως, άρχεται από της ολοσχερούς εξοφλήσεως του διά την εξαγοράν του οφειλομένου ποσού.
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 17 του Ν.Δ. 4114/1960, η προστεθείσα διά της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, έχει εφαρμογήν και επί των εξελθόντων της ασφαλίσεως προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, εφ` όσον, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους από ταύτης, υποβάλουν αίτησιν εις ην δέον όπως αναφέρεται απαραιτήτως και ο προς αναγνώρισιν, δι` εξαγοράς χρόνος ασφαλίσεως.
Υποβληθείσης εμπροθέσμως της αιτήσεως, το μεν δικαίωμα χορηγήσεως συντάξεως, βάσει του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 17 του Ν.Δ. 4114/1960, άρχεται από της ισχύος του παρόντος, το δε δικαίωμα χορηγήσεως ηυξημένης συντάξεως διά προσμετρήσεως του μέχρι πέντε (5) ετών χρόνου ασφαλίσεως, άρχεται από της ολοσχερούς εξοφλήσεως του διά την εξαγοράν του οφειλομένου ποσού.
Άρθρον 32
1. Οφειλαί των συνταξιούχων, κατά την 31 Δεκεμβρίου 1976, προς το Ταμείον Νομικών εξ ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του Κλάδου Παροχών Ασθενείας και Μητρότητος του ΙΚΑ, αναγόμεναι εις χρονικάς περιόδους από 1 Σεπτεμβρίου 1973 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1976, αποσβένυνται, τυχόν δε καταβληθέντα ποσά εις εξόφλησιν αυτών επιστρέφονται εις τους δικαιούχους.
2. Η απόσβεσις ή επιστροφή των εν παραγράφω 1 του παρόντος οφειλών ή ποσών βαρύνει τον προϋπολογισμόν εξόδων του Ταμείου Νομικών της χρήσεως 1977.
Άρθρον 33
1. Εν τέλει του άρθρου 49 του Ν.Δ. 4114/1960, προστίθεται εδάφιον έχον ούτω:
“Θυγατέρες ή αδελφαί των περί ων αι ανωτέρω διατάξεις του Α.Ν. 967/1946 “περί απονομής συντάξεως υπό του Ταμείου Νομικών εις σύζυγον και τέκνα των εκτελεσθέντων υπό των στρατευμάτων κατοχής” και του άρθρου 1 του Ν.Δ. 285/1947 “περί διατάξεών τινων αφορωσών το Ταμείον Συντάξεως Νομικών” ησφαλισμένων του Ταμείου, ανακτούν, υπό τους εκάστοτε ισχύοντας όρους και περιορισμούς, το δικαίωμα απολαυής της κατά τας εν λόγω διατάξεις συντάξεως, κατανεμομένης συμφώνως προς το άρθρον 20 του παρόντος, αν ο γάμος των ήθελεν ακυρωθή ή λυθή, λόγω θανάτου ή διαζυγίου, απαγγελομένου ουχί αποκλειστική υπαιτιότητι τούτων και εφ` όσον τα εν λόγω πρόσωπα είναι άπορα”.
2. Η διάταξις της τελευταίας περιόδου του άρθρου 49 του Ν.Δ. 4114/1960, η προστεθείσα διά της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται και διά τα θήλεα τέκνα ή αδελφάς, ων ο γάμος ηκυρώθη ή ελύθη προ της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, εφ` όσον εντός ανατρεπτικής προθεσμίας έτους από ταύτης, υποβληθή η περί ανακτήσεως της συντάξεως αίτησις.
Εν τη περιπτώσει ταύτη, η σύνταξις άρχεται κατά τα εν τω πρώτω εδαφίω της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Ν.Δ. 4114/1960 οριζόμενα και πάντως ουχί προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.
Άρθρον 34
Η παράγραφος 1 του άρθρου 12 του Καταστατικού του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού του Ταμείου Νομικών (Β. Δ/γμα 248/1962 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των από 28.1.1952 (ΦΕΚ 40/23.2.1952 τ. Α`) και 18.2.1959 (ΦΕΚ 44/7.3.1959 τ. Α`) Β. Διαταγμάτων “περί κυρώσεως του Καταστατικού του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού του Ταμείου Νομικών” (ΦΕΚ 63/18.4.1962 τ. Α`), αντικαθίσταται ως εξής:
“1. α. Ο ησφαλισμένος δικαιούται επικουρικής συντάξεως μετά την συμπλήρωσιν παρά τω Ταμείω των αυτών τουλάχιστον προϋποθέσεων αίτινες εκάστοτε απαιτούνται προς θεμελίωσιν δικαιώματος συντάξεως εκ του φορέως κυρίας Ασφαλίσεως.
β. Διά την συμπλήρωσιν των χρονικών προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως υπολογίζεται και ο δυνάμει του Ν.Δ. 4202/1961 αναγνωριζόμενος χρόνος ασφαλίσεως”.
Άρθρον 35
Διά Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, δύνανται να κωδικοποιηθούν αι διατάξεις του Ν.Δ. 4114/1960 “περί Ταμείου Νομικών” ως έχουν αύται τροποποιηθή, επιτρεπομένης της μεταβολής της σειράς των άρθρων, παραγράφων και εδαφίων αυτών, άνευ μεταβολής της εννοίας.
Άρθρον 36
Καταργούμεναι διατάξεις
Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος καταργούνται:
α) το εδάφιον γ` του άρθρου 3 του Ν.Δ. 4114/1960,
β) τα εδάφια ε`, στ` και ι` της παραγράφου 1 του άρθρου 10, ως και η παράγραφος 1 του άρθρου 36 του Ν.Δ. 4114/1960, καταργουμένης εφ` εξής της υποχρεώσεως “περί αποδόσεως των υπό του άρθρου 4 του Ν. 691/1943 εισφορών των υποχρέων των επί παγία αντιμισθία δικηγόρων” και
γ) πάσα διάταξις αντικείμενη εις τας διατάξεις του παρόντος.
Άρθρον 37
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της πρώτης του μεθεπομένου της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου μηνός, εκτός αν άλλως ορίζεται εν αυτώ.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 10 Οκτωβρίου 1977
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ