Νόμος 833 ΦΕΚ Α΄215/8.12.1978
Περί κυρώσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της από 9 Αυγούστου 1978 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου “περί επιβολής αγορανομικού ελέγχου επί των μισθωμάτων των κατοικιών”.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:

Άρθρον πρώτον
Κυρούται, αφ` ης ίσχυσεν, η από 9 Αυγούστου 1978 Πράξις Νομοθετικού Περιερχομένου, δημοσιευθείσα εις το υπ` αριθ. 123/Α/9.8.1978 ΦΕΚ, “περί επιβολής αγορανομικού ελέγχου επί των μισθωμάτων των κατοικιών”, έχουσα ως ακολούθως:
ΠΡΑΞΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Περί επιβολής αγορανομικού ελέγχου επί των μισθωμάτων των κατοικιών.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εχοντες υπ` όψει:
1) Τάς διατάξεις του άρθρου 44 παράγρ.1 του Συντάγματος.
2) Την έκτακτον, εξαιρετικώς επείγουσαν και απρόβλεπτον ανάγκην λήψεως μέτρων πρός άμεσον επιβολήν αγορανομικού ελέγχου επί των μισθωμάτων των ως κατοικιών χρησιμοποιουμένων αστικών ακινήτων, προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίζομεν:
Άρθρον 1.
Το εφεξής και μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1979 συνομολογούμενα μισθώματα των μισθώσων αστικών ακινήτων, των χρησιμοποιουμένων αποκλειστικώς και μόνον διά κατοικίαν του μισθωτού, τελούν υπό αγορανομικόνέλεγχον τα κατωτέρω οριζόμενα:
Άρθρον 2.
1. Απαγορεύεται η συνομολόγησις μισθώματος μεγαλυτέρου του “θεμιτού”. Ως “θεμιτόν” μίσθωμα, προκειμένου περί κατοικιών μισθωμένων κατά την έναρξιν ισχύος της παρούσης Νομοθετικής Πράξεως, νοείται το κατ` αυτήν πράγματι καταβαλλόμενον.
2. Προκειμένου περί κατοικιών αίτινες, δι` οιονδήποτε λόγον, δεν είναι μισθωμέναι κατά την έναρξιν ισχύος της παρούσης, ως “θεμιτόν” μίσθωμα νοείται το καταβληθέν κατά τον τελυταίον μήνα της μισθώσεως τούτων, εφ` όσον αύτη έληξε μετά την 1η Μαϊου 1978.
3. Εάν το “θεμιτόν μίσθωμα” αστικού ακινήτου, περί ου το άρθρον 1, δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθή, βάσει των διατάξεων των παρ.1 και 2 του παρόντος 1978 μέχρι της ισχύος της παρούσης ή λόγω ιδιοκατοικήσεως εν αυτώ κατά το διάστημα τούτο του ιδιοκτήτου ή μέλους της οικογενείας του, διά την μετά την ισχύν της παρούσης μίσθωσιν του ακινήτου, το μίσθωμα συνομολογείται υπό των μερών (εκμισθωτού και μισθωτού). Δύναται, όμως, ο μισθωτής, εντός αποκλειστικής προθεσμίας30 ημερών από της συνάψεως της μισθώσεως, να ζητήση δικαστικώς τον προσδιορισμόν του μισθώματος εις το προσήκον “θεμιτόν” μέτρον. Πρόςεξεύρεσιν τούτου λαμβάνεται υπό του δικαστηρίου υπ` όψιν, ιδία, το “θεμιτόν” μίσθωμα άλλων παρομοίων κατοικιών της αυτής περιοχής. Παραίτησις εκ μέρους του μισθωτού από του δικαιώματος του τούτου, η καθ` οιονδήποτε τύπου συνομολόγησις παρ` αυτού, κατά την κατάρτισιν την μισθώσεως περί του ευλόγου του συμβατικώς ορισθέντος μισθώματος, είναι ανίσχυρος.
Άρθρον 3.
1. Η συνομολόγησις μισθώματος μεγαλυτέρου του “θεμιτού”, προκειμένου περί των εις τάς παρ.1 και 2 του άρθρου 2 της παρούσης εμπιπτουσών περιπτώσεων, αποτελεί, διά τον εκμισθωτήν, ποινικόν αδίκημα διωκόμενον αυτεπαγγέλτως και τιμωρούμενον διά φυλακίσεως η χρηματικής ποινής ή και δι` αμφοτέρων των ποινών κατά τάς, περί κολασμού των επιτυγχανόντων υπερβολικόν κέρδος, διατάξεις των αρθρων 30 επ. του αγροανομικούΚώδικος (Ν.Δ.136/1946), τηρουμένης της διαδικασίας διώξεως και εκδικάσεως της προβλεπομένης υπό των άρθρων 58 επομ. του ιδίου, ως άνω, αγορανομικού κώδικος.
2. Κατά πάσας τάς εν άρθρω 2 περιπτώσεις το πέραν του “θεμιτού” συνομολογηθέν μίσθωμα, προσδιοριζόμενον δικαστικώς, ουδεμίαν υποχρέωσιν δημιουργεί διά τον μισθωτήν, ανεξαρτήτως της υπό του ποινικού δικαστηρίου καταδίκης ή μη του εκμισθωτού.
Άρθρον 4.
1. Μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 1978 ουδεμία αύξησις του “θεμιτού” μισθώματος επιτρέπεται. Από 1ης Ιανουαρίου 1979 και εφεξής διά κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού, γενικώς ή κατά περιοχάς, η ποσοστιαία αύξησις του “θεμιτού” μισθώματος, κλιμακουμένη αναλόγως του χρόνου καθ` ον έχει συνομολογηθή, εν εκάστη περιπτώσει, το συμβατικόν μίσθωμα όπερ λογίζεται ως “θεμιτόν” κατά τάς διατάξεις της παρούσης και των υφισταμένων λοιπών γενικωτέρων ή τοπικών συνθηκών.
2. Συμβάσαεις μισθώσεων, περί ων το άρθρον 1, συναφθείσαι εγγράφως πρό της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης, προβλέπουσαισταδιακήναύξησιν του μισθώματος, διακρούντος του χρόνου της μισθωτικής συμβάσεως, εφ` όσον έχουν βεβαίανχρονολογίαν ή έχουν κατατεθή νομίμως εις την οικονομικήνεφορίανπρό της ενάρξεως ισχύος της παρούσης, δεν θίγονται εκ των διατάξεων αυτής.
Άρθρον 5.
Αι διατάξεις της παρούσης δεν έχουν εφαρμογήν:
α) επί μισθώσεων κατοικιών, το πρώτον εκμισθουμένων, β) επί μισθώσεων κατά τάς οποίας ο μισθωτής, ή μέλος της μεθ` ης συνοικεί, οικογενείας του, έχει άλλην μίσθιον η ιδιόκτητονκυρίανκατοικίαν, εις την αύτην πόλιν ή προάστιοναύτης. γ) εάν ο μισθωτής είναι ιδιοκτήτης, νομεύς ή οιονεί οικίας ελευθέρας κατά την ισχύν της παρούσης, ή οποτεδήμοτε εφεξής κενουμένης, κειμένης εις την ιδίαν πόλιν ή προάστιον αυτής, και καταλλήλου πρόςκάλυψιν των βασικών στεγαστικών αναγκών της οικογενείας του, δ) εάν, εις τάς περιπτώσεις του προηγουμένου εδαφίου γ` , ο άνευ τηρήσεως των περί “θεμιτού μισθώματος” διατάξεων του παρόντος. Αι Αθήναι μετά του Πειραιώς και όλων των προαστίων των, λογίζονται ως μία πόλις διά την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου.
Άρθρον 6.
1. Επί μικτών μισθώσεων κατοικιών, μετ` επίπλων η παροχής υπηρεσιών πάσης φύσεως, αι διατάξεις της παρούσης έχουν εφαρμογήν μόνον διά το εις το ακίνητον αναλογούν τμήμα του μισθώματος.
2. Επί μισθώσεων αστικών ακινήτων κατά τάς οποίας συνεφωνήθη ότι η χρήσις του μισθίου θα είναι μικτή (κατοικία και κατάστημα ή γραφείον) διά την εφαρμογήν της παρούσης λαμβάνεται υπ` όψιν η προέχουσα χρήσις του μισθίου.
Άρθρον 7.
Πάσα διαφορά περί την ερμηνείαν και την εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης υπάγεται εις την αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή του Ειρηνοδικείου, αναλόγως του ποσού του καταβαλλομένου μισθώματος, κατά τάς διατάξεις των άρθρων 14 παρ.1 εδάφ. β` και 16 αριθ.1 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας και εκδικάζεται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 647 έως και 661 αυτού.
Άρθρον 8.
Διά Προεδρικού Διατάγματος, προτάσει των Υπουργών Συντονισμού Δικαιοσύνης και Εμπορίου, αι διατάξεις της παρούσης Νομοθετικής Πράξεως δύναται να επεκταθούν εν όλω η εν μέρει και επί πάσης μισθώσεως καταστήματος ή γραφείου μη εμπιπτούσης εις την ρύθμισιν της “περί εμπορικών μισθώσεων νομοθεσίας”. Διά του ιδίου Προεδρικού Διατάγματος θέλουν ορισθή και πάντες οι απαιτούμενοι όροι, ως και πάσα αναγκαία προϋπόθεσις δι` εφαρμογήν της παρούσης επί των μισθώσεων των περί ων πρόκειται καταστημάτων ή γραφείων.
Άρθρον 9.
Η ισχύς της παρούσης Νομοθετικής Πράξεως, ήτιςκυρωθήσεται νομοθετικώς κατά το άρθρον 44 παρ.1 του Συντάγαμτος, άρχεται από της 28ης Αυγούστου 1978.
Εν Αθήναις τη 9 Αυγούστου 1978 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΚΩΝΣΤ. Ε. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΤΑ ΜΕΛΗ
ΚΩΝΣΤ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ, ΚΩΝΣΤ. ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΕΩΡ. ΡΑΛΛΗΣ, ΕΥΑΓΓ. ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ, ΓΕΩΡΓ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ, ΙΩΑΝ. ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ, ΑΘΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΙΩΑΝ. ΜΠΟΥΤΟΣ, ΓΕΩΡ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝΣΤ. ΛΑΣΚΑΡΗΣ, ΣΠΥΡ. ΔΟΞΙΑΔΗΣ, ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΟΓΓΟΝΑΣ. ΑΝΑΣΤ. ΜΠΑΛΚΟΣ

Άρθρον δεύτερον
Εις τάςδιατάξειες της διά του άρθρου πρώτου του παρόντος νόμου κυρουμένης Πράξεως Νομοθετικού Περιερχομένου, επιφέρονται αι κάτωθι τροποποιήσεις:
1. Εις το άρθρον 1 της κυρουμένης Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου προστίθεται δευτέρα παράγραφος έχουσα ούτω:
“Υπό τον αυτόν έλεγχον τελούν και τα μισθώματα τα συνομοληγηθένταπρό της 8ης Αυγούστου 1978 εφ` όσον ο χρόνος ενάρξεως της συμβάσεως είναι μεταγενέστερος της 7ης Σεπτεμβρίου 2978, η δε σύμβασις μισθώσεως δεν φέρει βεβαίανχρονολογίαν, η δεν έχει κατατεθή εις την ΟικονομικήνΕφορίανπρό της 8ης Αυγούστου 1978, ή η χρονολογία συντάξεως της συμβάσεως δεν αποδεικνύεται κατά τάς διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας η διά δικαστικής αποφάσεως έστω και μεταγενεστέρως εκδιδομένης”.
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 της κυρουμένης Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Συμβάσεις μισθώσεως, περί ων το άρθρον 1, συναφθείσαι εγγράφως πρός της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης, προβλέπουσαισταδικήναύξησιν του μισθώματος, διαρκούντος του χρόνου της μισθωτικής συμβάσεως, εφ` όσον έχουν βεβαίανχρονολογίαν ή έχουν κατατεθή νομίμως εις την οικονομικήνεφορίανπρό της ενάρξεως ισχύος της παρούσης ή η χρονολογία συντάξεως των τοιούτων συμβάσεων αποδεικνύεται κατά τάς διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας ή δικαστικής αποφάσεως έστω και μεταγενεστέρως εκδιδομένης, δεν θίγονται εκ των των διατάξεων αυτής”.
3. Η εις τον τέτερτονστίχον της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της κυρουμένης Πράξεως Νομοθετικού Περιερχομένου αναγεγραμμένη λέξις “εκάστοτε” διαγράφεται.
4. Εν τέλει του άρθρου 5 της κυρουμένης Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου προστίθενται τα εξής: “Η επί τω σκοπώ τούτω ειδικωτέραοριοθέτησις των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς και όλων των προαστίων των, θέλει καθορισθή διά κοινής αποφάσεως του Υπουργών Εσωτερικών και Εμπορίου.
5. Μετά το άρθρον 6 της κυρουμένης Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου προστίθεται άρθρον 6α έχον ούτω: “Προκειμένου περί αστικών ακινήτων, άτιναχρησιμοποιούται ως κατοικίαι, εκμισθουμένων υπό του Δημοσίου ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου διά δημοσίων πλειοδοτικών διαγωνισμών, η χρονική διάρκεια των εκμισθώσεων δέον να ορίζηται τουλάχιστον διετής, δε κατακύρωσις τούτων, εις τον από διαγωνσισμούπλειοδότην, πραγματοποιείται βάσει της μείζονος προσφοράς μισθώματος της επιτυχγανομένης διά το μετά την 31ην Δεκεμβρίου 1979 χρονικόν διάστημα της μισθώσεως”.

Άρθρον τρίτον
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεως του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 12 Δεκεμβρίου 1978

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ