Νόμος 841 ΦΕΚ Α΄228/21.12.1978
Περί κυρώσεως της εν Αθήναις την 10ην Απριλίου 1976 υπογραφείσης Συμβάσεως Δικαστικής Αρωγής επί αστικών και ποινικών υποθέσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:
Άρθρον πρώτον
Κυρούται και έχει ισχύν νόμου η εν Αθήναις την 10ην Απριλίου 1976 υπογραφείσα Σύμβασις Δικαστικής Αρωγής επί αστικών και ποινικών υποθέσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της οποίας το κείμενον εις το πρωτότυπον εις την Γαλλικήν γλώσσαν και εις μετάφρασιν εις την Ελληνικήν έχει ως έπεται:
ΣΥΜΒΑΣΙΣ
Δικαστικής αρωγής έπι αστικών και ποινικών υποθέσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και το συμβούλιον του Κράτους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας αποδίδοντες μεγάλην σημασίαν εις την συεργασίαν μεταξύ, των δύο χωρών εις τον τομέα των δικαστικών σχέσεων, απεφάσισαν να συνάψουν μίαν Σύμβασιν αμοιβαίας δικαστικής αρωγής επί αστικών και ποινικών υποθέσεων και, προς τον σκοπόν αυτόν, διώρισαν ως πληρεξουσίους των :
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, τον Κύριον ΔημήτριονΜπίτσιον, Υπουργόν των Εξωτερικών, Το Συμβούλιον του Κράτους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, τον Κύριον Πέτερ Μλαντένωφ, Υπουργόν των Εξωτερικών, οι οποίοι, ανταλλάξαντες τα πληρεξούσια έγγραφα των ευρεθέντα εν πλήρει τάξει, συνεφώνησαν επί των ακολούθων :
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι`.
Γενικαι Διατάξεις.
Άρθρον 1.
Νομική προστασία.
1. Οι υπήκοοι εκάστου των συμβαλλομένων Μερών απολαύουν επί του εδάφους του ετέρου Μέρους, προκειμένου περί των προσωπικών και περιουσιακών δικαιωμάτων, της αυτής νομικής προστασίας ης, απολαύουν και οι νπήκοοι τον- συμβαλλομένούτοντου Μέρους.
2. Οι υπήκοοι εκάστου των συμβαλλομένων Μερών δικαιούνται όπως ελευθέρως και ακωλύτως απευθύνωνται εις τα δικαστήρια, την εισαγγελίαν, τους Συμβολαιογράφους (καλούμενα εφ` εξής “δικαστικαί αρχαί”) και άλλα όργανα του ετέρου συμβαλλομένου Μέρους εις την αρμοδιότητα των οποίων εμπίπτουν αι αποτελούσαιαντικείμενον της παρούσης συμβάσεως υποθέσεις,δύναται να εμφανίζωνται ενώπιον αυτών, να υποβάλλουν αιτήσεις και εγείρουν αγωγάς υπό τους αυτούς ως οι υπήκοοι του Μέρους τούτου όρους.
3. Αι διατάξεις του Κεφαλαίου Ι` της παρούσης συμβάσεως ισχύουν MUTATIS MUTANDIS και προκειμένου περί νομικών προσώπων των συμβαλλομένων Μερών.
Άρθρον 2.
Δικαστική αρωγή.
1. Αι δικαστικαί αρχαί αμφοτέρων των συμβαλλομένων Μερών, παρέχουν αμοιβαίως δικαστικήναρωγήν επί αστικών υποθέσεων, περιλαμβανομένων των οικογενειακών και εμπορικών και επί ποινικών υποθέσεων.
2. Αι δικαστικαί αρχαί παρέχουν δικαστικήναρωγήν και εις τα έτερα όργανα, εις την αρμοδιότητα των οποίων εμπίπτουν αι αναφερόμεναι εις την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου υποθέσεις.
Άρθρον 3.
Τρόποι επικοινωνίας.
Αι δικαστικαί αρχαί των συμβαλλομένων Μερών επικοινωνούν μετξύ των προς τον σκοπόν της δικαστικής αρωγής μέσω των κεντρικών των οργάνων, ήτοι δια την Ελληνικήν Δημοκρατίαν το Υπουργείον Δικαιοσύνης και δια την Λαϊκήν Δημοκρατία της Βουλγαρίας το Υπουργείον Δικαιοσύνης ή τον Γενικόν Εισαγγελέα.
Άρθρον 4.
Εκτασις της δικαστικής αρωγής.
Τα συμβαλλόμενα Μέρη παρέχουν αμοιβαίως δικαστικήναρωγήν δια της ενεργείας ωρισμένων διαδικαστικών πράξεων, ειδικώτερον δε: μεταβιβάσεως και επιδόσεως εγγράφων, διενεργείας ερευνών, κατασχέσεως και παραδόσεως τεκμηρίων, διενεργείας πραγματογνωμοσύνης, εξετάσεως κατηγορουμένων, μαρτύρων εμπειρογνωμόνων εξετάσεως διαδίκων και ετέρων προσώπων ως επίσης και δικαστικής αύτοψιας.
Άρθρον 5.
Περιεχόμενον της περι δικαστικής αρωγής αιτήσεως
1. Η αιτησίς δικαστικής αρωγής δέον όπως περιλαμβάνη :
α) την επωνυμίαν του οργάνου εξ ου προέρχεται η αίτησις,
β) την επωνυμίαν του οργάνου προς τον οποίον απευθύνεται η αίτησις,
γ) τον προσδιορισμόν της υποθέσεως επί της οποίας αιτείται η δικαστική αρωγή,
δ) τα ονόματα, τας διευθύνσεις και την υπηκοότητα των διαδίκων, κατηγορουμένων, υποδίκων και καταδίκων,
ε) τα ονόματα και τας διευθύνσεις των εκπροσώπων των διαδίκων,
στ) το αντικείμενον της περί δικαστικής αρωγής αιτήσεως και τα απαραίτητα δια την εκτέλεσιν αυτής στοιχεία,
ζ) επί ποινικών υποθέσεων, περιγραφήν του αδικήματος και χαρακτηρισμόν τούτου.
2. Αι αιτήσεις περί δικαστικής αρωγής δέον να φέρουν υπογραφήν και σφραγίδα.
Άρθρον 6.
Διαδικασία εκτελέσεως της περί δικαστικής αρωγής αιτήσεως.
1. Κατά την εκτέλεσιν των περί δικαστικής αρωγής αιτήσεων, το προς ο απευθύνεται η αίτησις όργανον εφαρμόζει την νομοθεσίαν του κράτους του.
2. Εαν το προς ο απευθύνεται η αίτησις όργανοντυγχάνηαναρμόδιον, τούτο διαβιβάζει την αίτησιν προς το αρμόδιονόργανον.
3. Εάν η ακριβής διεύθυνσις του αναφερομένου εν τη αιτήσει προσώπου είναι άγνωστος, το προς ο απευθύνεται η αίτησις όργανον λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προς εξακρίβωσιν της διευθύνσεως. Εν αδυναμία εκτελέσεως της αιτήσεως, τα έγγραφα επιστρέφονται εις το όργανον – αποστολέα.
4. Μετά την εκτέλεσιν της αιτήσεως, το προς ο αύτη απευθύνεται όργανον, επιστρέφει τα έγγραφα εις το όργανον, εξ ου προέρχεται η αίτησις, εφ` όσον δε η αίτησις δεν κατέστη δυνατόν να εκτελεστή, πληροφορεί τούτο περί των λόγων της μη εκτελέσεως.
Άρθρον 7.
Ασυλία μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων.
1. Μάρτυς ή εμπειρογνώμων όστις ήθελε κατόπιν προσκλήσεως, επιδοθείσης αυτώ υπό της δικαστικής αρχής του Μέρους προς ο απευθύνεται ή αίτησις, εμφανισθήενωπίον του οργάνου του Μέρους εξ ου προέρχεται η αίτησις, δεν υπόκειται, ανεξαρτήτως της υπηκοότητος τούτον, εις ποινικήνδίωξιν ή εις εκτέλεσινεπιβληθείσης ποινής δι αδίκημα διαπραχθέν προ της διελεύσεως των συνόρων του.
2. Η ασυλία του μάρτυρος ή του εμπειρογνώμονς ή προβλεπομένη εις την προηγουμένηνπαράγραφον αίρεται εις περίπτωσιν καθ` ην τούτος, έχων την δυνατότητα να εγκαταλείψη το έδαφος του Μέρους εξ ου προέρχεται η αίτησις κατά την διάρκειαν δέκα συναπτών ημερών αφ` ης αι δικαστικαί αρχαί εγνωστοποίησαν προς αυτόν ότι η παρουσία του δεν ήτο πλέον αναγκαία, ήθελεν εν τούτοις παραμείνει επί του εδάφους τούτου ή ήθελεν επιστρέψει μετά την αναχώρησίν του. Εις την προθεσμίαν ταύτην δεν περιλαμβάνεται ο χρόνος καθ` ον ο μάρτυς ή ο εμπειρογνώμων δι` ανεξαρτήτους της θελήσεώς του λόγους, δεν ηδυνήθη να εγκαταλείψη το έδαφος της χώρας.
Άρθρον 8.
Εγγραφα.
1. Τα καταρτισθέντα έγγραφα επί του εδάφους ενός των συμβαλλομένων Μερών ή τα επικυρωθέντα υπό των οργάνων τούτων εν τω πλαισίω της αρμοδιότητότς των, συμφώνως, προς τους ισχύοντας τύπους και φέροντα σφραγίδα, θα γίνωνται δεκτά επί του εδάφους του ετέρου συμβαλλομένου Μέρους άνευ επικυρώσεως.
2. Θα απαλλάσωνται ωσαύτως επικυρώσεως τα ιδιωτικά έγγραφα, άτινα είναι κεκυρωμένα υπό του δικαστηρίου ή ετέρου αρμοδίου οργάνου του ενός των συμβαλλομένων Μερών προς χρήσιν των ενώπιον των δικαστηρίων ή ετέρων οργάνων του ετέρου συμβαλλομένου Μέρους.
Άρθρον 9.
Επίδοσις εγγράφων.
1. Το προς ο απευθύνεται η αίτησις όργανον ενεργεί την επίδοσιν συμφώνως προς τα ισχύοντα προκειμένου περί επιδόσεως εγγράφων εν τω κράτει τούτω εφ` όσον τα προς επίδοσιν έγγραφα είναι συντεταγμένα εις την γλώσσαν τούτου ή έχει συναφθή αυτοίς θεωρημένη μετάφρασις. Εάν τα έγγραφα δεν ανταποκρίνωνται εις τους όρους τούτους, ταύτα είναι δυνατόν να επιδοθούν εις τον παραλήπτην, μόνον εφ` όσοσν ούτος ήθελεναποδεχθή την παραλαβήν των.
2. Εις την περί επιδόσεως αίτησιν δέον ν` αναφέρεται η ακριβής διεύθυνσις του παραλήπτου και τα στοιχεία του προς επίδοσιν εγγράφου.
3. Εφ` όσον η επίδοσις των εγγράφων δεν καθίσταται δυνατόν να εκτελεσθή εις την αναφερομένηνδιεύθυνσιν, το προς ο απευθύνεται η αίτησις όργανον λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προς εξακρίβωσιν της αληθούς διευθύνσεως μη ούσης δε δυνατής της εξακριβώσεως της διευθύνσεως, τα έγγραφα επαναφέρονται εις το όργανον – αποστολέα.
Άρθρον 10.
Βεβαίωσις περί επιδόσεως εγγράφων.
Το προς ο απευθύνεται η αίτησις όργανον οφείλει να βεβαιώση την επίδοσιν, συμφώνως προς τους κανόνας επιδόσεως των εγγράφων, τους ισχύοντας εν τω κράτει προς ο απευθύνεται η αίτησις. Εις την βεβαίωσιν δέον να αναφέρωνται ο τόπος, η ημερομηνία επιδόσεως και τα στοιχεία του παραλήπτου.
Άρθρον 11.
Επίδοσις εγγράφων εις ιδίους υπηκόους.
1. Τα συμβαλλόμενα μέρη δικαιούνται να επιδίδουν έγγραφα προς τους υπηκόους της ιδίας αυτών χώρας και μέσω των διπλωματικών ή προξενικών αντιπροσωπειών των.
2. Κατά την επίδοσιν ταύτην δεν είναι δυνατή η εφαρμογή αναγκαστικών μέτρων.
Άρθρον 12.
Δαπάναισχετικαί προς την δικαστικήναρωγήν.
1. Το προς ο απευθύνεται η αίτησις συμβαλλόμενον Μέρος δεν αξιοί την καταβολήν των εξόδων παροχής της δικαστικής αρωγής. Τα συμβαλλόμενα μερη αναλαμβάνουν άπαντα τα έξοδα, τα προκύπτοντα κατά την παροχήν της δικαστικής αρωγής εις το εδαφός των.
2. Το προς ο απευθύνεται η αίτησις όργανον πληροφορεί το όργανον πληροφορεί το όργανον εξ ου προέρχεται η αίτησις, περί του ύψους των δαπανών. Εάν το όργανον εξ ου προέρχεται η αίτησις, εισπράξη ταύτας, το εισπραχθέν ποσόν παραμένει παρά τω συμβαλλομένω Μέρει ούτινος το όργανον εισέπραξε το ποσόν.
Άρθρον 13.
Ενημέρωσις επί νομικών θεμάτων.
Τα κεντρικά όργανα των δικαστιχών αρχών αμφοτέρων των συμβαλλομένων Μερών ενημερώνουν άλληλα επί της εν ισχύι νομοθεσίας των.
Άρθρον 14.
Αρνησις δικαστικής αρωγής.
Η δικαστική αρωγή δύναται να μην γίνη αποδεκτή:
1. Εαν η αίτησις αφορά εις αδικήματα τα οποία θεωρούνται υπό του Μέρους προς ο η αίτησις ως πολιτικά αδικήματα.
2. Εαν το προς ο η αίτησις Μέρος θεωρή ότι η εκτέλεσις αυτής θίγει την κυριαρχίαν, την ασφάλειαν η την δημόσιαντάξιν του.
Άρθρον 15.
Ληξιαρχικαί πράξεις.
1. `Εκαστον των συμβαλλομένων Μερών θ` απευθύνη προς το έτερον αποσπάσματα των ληξιαρχικών βιβλίων δια τας γεννήσεις, γάμους και θανάτους των υπηκόων τον ετέρου συμβαλλομένου Μέρους, ως και τας σχετικάς τροποποιήσεις και συμπληρώσεις.
2. Αι ληξιαρχικαί πράξεις θανάτου θα αποστέλλωνται αυτοδικαίως, αι έτεραι δε κατόπιν αιτήσεως. `Απασαι αι ως άνω ληξιαρχικαί πράξεις θα διαβιβάζωνται δωρεάν δια της διπλωματικής οδού.
Άρθρον 16.
Παράδοσις αντικειμένων και μεταφορά χρηματικών ποσών.
Η παράδοσις αντικειμένων και η μεταφορά χρηματικών ποσών θα εκτελούνται συμφώνως προς την νομοθεσίαν του Μέρους προς ο απευθύνεται η αίτησις.
Άρθρον 17.
Γλώσσα.
Κατά τας αμοιβαίας επικοινωνίας των, αι δικαστικαί αρχαί των συμβαλλομένων Μερών ποιούνται χρήσιν της γλώσσης του κράτους των, μεταφραζομένων συνάμα των πράξεων και εγγράφων τα οποία ανταλλάσονταισονται εις την γλώσσαν του προς ο απενθύνεται ή αίτησις μέρους εις την γαλλικήν γλώσσαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΙ
Άρθρον 18.
Δικαστικαιδαπάναι και διαδικαστικαι διευκολύνσεις.
Παρά υπηκόου ενός των συμβαλλομένων Μερών συμπεριλαμβανομένων και των νομικών προσώπων, όστις προσφεύγει εις δικαστήριον του ετέρου Μέρους, διαμένει δε εις το έδαφος του ενός ή του ετέρου εκ των συμβαλλομένων Μερών, δεν είναι δυνατόν να απαιτηθήεγγύησις δια δικαστικάςδαπάνας, εκ του γεγενότος και μόνον ότι ούτος τυγχάνει αλλοδαπός ή δεν έχει μόνιμονκατοικίαν, διαμονήν ή έδραν εις το έδαφος του ετέρου τούτου Μέρους.
Άρθρον 19.
Διαδικαστικαί διευκολύνσεις.
Οι υπήκοοι ενός των συμβαλλομένων Μερών απαλλάσσονται της καταβολής τελών χαρτοσήμου και δικαστικών δαπανών επί του εδάφους του ετέρου Μέρους και απολαύουν άλλων διευχολύνσεων ως και ατελούς δικαστικής αρωγής υπό τους αυτούς όρους και την αντήνέκτασιν ως και οι υπήκοοι του ετέρου Μέρους.
Άρθρον 20.
1. Τα περί προσωπικής, οικογενειακής και περιουσιακής καταστάσεως έγγραφα του αιτούντος, ο οποίος επιθυμεί να κάμηχρήσιν των κατά το άρθρον 19 διευκολύνσεως, εκδίδονται παρά των αρμοδίων οργάνων του συμβαλλομενου Μέρους επί του εδάφους του οποίου κατοικεί ούτος.
2. Εαν ο επιθυμών να κάμηχρήσιν των ανωτέρω διευκολύνσεων, δεν κατοική ή διαμένη εις το έδαφος ουδενός των δύο συμβαλλομένων Μερών, το έγγραφον δύναται να εκδοθή υπό της διπλωματικής ή προξενικής αντιπροσωπείας του κράτους του.
3. Το αποφασίζον περί των διευκολύνσεων δικαστικόνόργανον συμφώνως προς το άρθρον 19, δύναται να ζητήση συμπληρωματικά στοιχεία παρά του εκδόσαντος τα έγγραφα οργάνου.
Άρθρον 21.
Εάν ο υπήκοος ενός των συμβαλλομένων Μερών προτίθεται όπως ζητήση, ίνα τύχη των αναφερομένων εν τω άρθρω 19 διευκολύνσεων ενώπιον των αρμοδίων οργάνων του ετέρου Μέρους, ούτος δύναται να γνωρίση τούτο εις τα αρμόδια του τόπου κατοικίας ή διαμονής του όργανα. Τα όργανα ταύτα μεταβιβάζουν την αίτησιν και το πρωτόκολλον μετά των εκδοθέντων συμφώνως προς το άρθρον 20 εγγράφων εις τα αρμόδια όργανα του ετέρου Μέρους.
Άρθρον 22.
Εις περίπτωσιν καθ` ην υπήκοος ενός των συμβαλλομένων Μερών οφείλει να καταβάλη τέλη και δικαστικάςδαπάνας εις το όργανον του ετέρου Μέρους επί του εδάφους του οποίου ούτος κατοικεί ή διαμένει, παρέχεται αυτώ επαρκής προθεσμία προς εξόφλησιν τούτων.
Άρθρον 23.
`Εκτέλεσις αποφάσεων περί δικαστικών δαπανών.
1. Εαν διάδικος απηλλαγμένος, συμφώνως προς το άρθρον 18 της παρούσης συμβάσεως, της καταβολής εγγυήσεως δια δικαστικά έξοδα υποχρεωθή, δυνάμει τελεσιδίκου αποφάσεως, εκδοθείσης εις το έδαφος ενός των συμβαλλομένων Μερών, εις καταβολήν δικαστικών εξόδων υπέρ του αντιδίκου, το αρμόδιονδικαστήριον του ετέρου συμβαλλομένου Μέρους κηρύσσει τη αιτήσει του ατελώς την απόφασινεκτελεστήν ως προς τας περί δικαστικών εξόδων διατάξεις αυτής.
2. Εις τας δικαστικάςδαπάναςπροστίιενται επίσης και αι δαπάναι μεταφράσεως και επικυρώσεως των αναφερομένων εν τω άρθρω 24 εγγράφων.
Άρθρον 24.
1. Εις την αίτησιν περι εκτελέσεως της περί δικαστικών εξόδων διατάξεως αποφάσεως επισυνάπτεται θεωρημένοναντίγραφον της αποφάσεως περί δικαστικών εξόδων ως και παν έγγραφονεπίσημον εξ ον προκύπτει το τελεσίδικον και ή εκτελεστότης της αποφάσεως.
2. Τα περί ων πρόκειται έγγραφα δέον να συνοδεύωνται υπό μεταφράσεως εις την γλώσσαν του συμβαλλομένον Μέρους, επί του εδάφους του οποίον ενεργείται ή είσπραξις των εν λόγω εξόδων.
3. Το δικαστήριον, το οποίον επιτρέπει τήνεκτέλεσιν της περί εισπράξεως δικαστικής δαπάνης αποφάσεως, εξετάζει μόνον εάν :
α) Η απόφασιςτυγχάνη τελεσίδικος και εκτελεστή.
β) Τα εις την παρ. 1 του παρόντος άρθρου αναφερόμενα έγγραφα έτυχον θεωρημένης μεταφράσεως.
Άρθρον 25.
Εαν η περί δικαστικών εξόδων απόφασις πρόκειται να εκτελεσθή επί του εδάφους τον ετέρου συμβαλλομένου Μέροις, η περί εκτελέσεως αίτησις υποβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου τον συμβαλλομένου Μέρους, του αρμοδίου δια την εκτέλεσιν της αποφάσεως, η του δικαστηρίου, του εκδόσαντος την περί δικαστικών εξόδων απόφασιν. Το δικαστήριον του το διαβιβάζει την αίτησιν προς το αρμόδιονδικαστήριον του ετέρου συμβαλλομένου Μέρους μετά των αναφερομένων εν τω άρθρω 24 της παρούσης συμβάσεως εγγράφων.
Άρθρον 26.
1. Το δικαστήριον επιτρέπει εκτέλεσιν της αποφάσεως περί δικαστικών εξόδων ανευ ακροάσεως των διαδίκων.
2. Δεν είναι δυνατή η άρνησις της εκτελέσεως της περι δικαστικών εξόδων αποφάσεως με την μόνην δικαιολογίαν ότι τα υποβάλλοντα αίτησιν πρόσωπα δεν προκατέβαλον τα έξοδα τα σχετικά προς την εκτέλεσιν της εν λόγω αποφάσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΙΙ.
Αναγνώρισις και εκτέλεσις δικαστικών αποφάσεων.
Άρθρον 27.
`Εκαστονσυμβαλλόμενον Μέρος υποχρεούται να αναγνωρίζη και να καθιστά εκτελεστάς επί του εδάφους τον τας κάτωθι αποφάσεις τας εκδοθείσας επί του εδάφους του ετέρου συμβαλλομένου Μέρους :
α) τας εχούσαςνόμιμον ισχύν και εκτελεστάςδικαστικάς αποφάσεις επί αστικών, οικογενειακών και εμπορικών υποθέσεων.
β) Τας εχούσαςνόμιμον ισχύν και εκτελεστάς αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων έπι θεμάτων αστικής αποζημιώσεως.
γ) Τους δικαστικούς συμβιβασμούς.
Άρθρον 28.
Η αίτησις προς αναγνώρισιν και εκτελεστότητα της αποφάσεως δύναται να κατατεθή επ` ευθείας υπό του ενδιαφερομένου διαδίκου ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου του συμβαλλομένου Μέρους επί του εδάφους του οποίου δέον να εκτελέσει η απόφασις ή ενώπιον του δικαστηρίου το οποίον απεφάνθη πρωτοδίκως επί της υποθέσεως.
Άρθρον 29.
Η αίτησις προς κήρυξιν της αποφάσεως εκτελεστής δέον να συνοδεύεται:
α) Υπό του πλήρους κειμένου της αποφάσεως περί ης η αίτησις. Εάν δεν προκύπτη ο νόμιμος ισχύς και η δυνατότης εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως, αύτη δέον να συνοδεύεται υπό εγγράφου αρμοδίως βεβαιούντος ότι η τοιαύτη απόφασις τυγχάνει εν νομίμω ισχύι.
β) Υπο εγγράφου, βεβαιούντος ότι εγένετο νόμιμος επίδοσις κατά τον δέοντα χρόνον εις τον ερημοδικούντα εναγόμενον η εις τον αντιπρόσωπόν του. γ) Υποκεκυρωμένης μεταφράσεως της αιτήσεως και των υπό τα στοιχεία (α) και (β) τον παρόντος άρθρου εγγράφων.
Άρθρον 30.
Προ της εκδικάσεως της αιτήσεως, το δικαστήριον δύναται ενδεχομένως να ζητήση διασαφηνίσεις από τους διαδίκους και, κατόπιν ακροάσεώς των, να απαιτήση πρόσθετα έγγραφα. Το προς ο ή αίτησις δικαστήριον δύναται επίσης να ζητήση διασαφηνίσεις από το εκδόν την απόφασινδικαστήριον.
Άρθρον 31.
1. Κατά την εκτέλεσιν της αποφάσεως, θα εφαρμόζεται η νομοθεσία του Κράτους επί του εδάφους του οποίου εκτελείται η απόφασις.
2. Ο εναγόμενος δύναται να προβάλη ενστάσεις κατά της εκτελέσεως της αποφάσεως, εάν τούτο είναι παραδεκτόν υπό της νομοθεσίας του Κράτους το δικαστήριον του οποίου εξέδοσε την απόφασιν.
Άρθρον 32.
Η αναγνώρισις και ή εκτέλεσις αποφάσεως δύναται να μη γίνουν δεκταί:
α) Εάν ο εναγόμενος ερημοδίκης εκ του γεγονότος ότι ούτος ή ο αντιπρόσωπός του δεν εκλητεύθησαν νομίμως ή εάν η κλήτευσιςεγένετο μόνον δια δημοσιεύσεως.
β) Εάν η απόφασιςαντιφάσκη προς προγενεστέραναπόφασινέχουσαννόμιμον ισχύν, εκδοθείσαν μεταξύ των αυτών διαδίκων, επί του ιδίου αντικειμένου και της αυτής ουσίας, υπό δικαστηρίου του συμβαλλομένου Μέρους επί του εδάφους του οποίου δέον όπως αναγνωρισθή ή εκτελεσθή η απόφασις.
γ) Εαν η αναγνώρισις ή η εκτέλεσις της αποφάσεως είναι αντίθετος προς την δημοσίαντάξιν του Κράτους ένθα δέον να λάβηχώραν ή αναγνώρισις ή η εκτέλεσις.
δ) Εις την περίπτωσίν καθ` ην το δικαστήριον επί του εδάφους του οποίου η απόφασις δέον να εκτελεσθή είναι το αποκλειστικώς αρμόδιονόργανον προς εκδίκασιν της περι ης πρόκειται υποθέσεως,
`Εξοδααφορώντα εις την εκτέλεσιν των αποφάσεων. Άρθρον 33. Καθ` όσον αφορά εις τα σχετικά με την εκτέλεσιν των αποφάσεων έξοδα, εφαρμόζεται η νομοθεσία του συμβαλλομένου Μέρους επί του εδάφους του οποίου η απόφασις δέον να εκτελεσθή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΧ.
Εκδοσις.
Άρθρον 34.
Υποχρέωσις προς έκδοσιν.
1. Τα συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν όπως εκδίδουν αμοιβαίως, συμφώνως προς τους όρους της παρούσης συμβάσεως, πρόσωπα ευρισκόμενα επί του εδάφους ενός εξ αυτών, διωκόμενα δια ποινικόν αδίκημα ή προς εκτέλεσιν ποινής επιβληθείσης υπό δικαστηρίου του αιτουμένου την έκδοσιν συμβαλλομένου Μέρους.
2. Η έκδοσις επιτρέπεται μόνον προκειμένου περί αδικημάτων δια τα οποία, κατά την νομοθεσίαν των δύο συμβαλλομένων Μερών, προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας ενός τουλάχιστον έτους ή ετέρα βαρυτέρα ποινή ή δια την διάπραξιν των οποίων επεβλήθη υπό του δικαστηρίου του αιτουμένου Μέρους ποινή στερητική της ελευθερίας ουχί μικροτέρα του εξαμήνου (καλούμενα εφ` εξής “αδικήματα δι` α επιτρέπεται έκδοσις”).
Άρθρον 35.
Αρνησις εκδόσεως.
1. Δεν επιτρέπεται έκδοσιςεφ όσον :
α) Το αδίκημα διεπράχθη υπό προσώπου το οποίον ήτο υπήκοος του συμβαλλομένου Μέρους προς ο απευθύνεται η αίτησις κατά την στιγμήν της τελέσεώς του.
β) Το αδίκημα διεπράχθη επί του εδάφους του συμβαλλομένου Μέρους προς ο απευθύνεται η αίτησις.
γ) Το αδίκημα δια το οποίον ζητείται η έκδοσιςδιεπράχθη εκτός του εδάφους του αιτούντος την έκδοσιν Μέρους και εφ` όσον η νομοθεσία του προς ο η αίτησις Μέρους δεν προβλέπει δίωξιν εις περίπτωσιν παρομοίου αδικήματος διαπραχθέντος εκτός του εδάφους του ή δεν επιτρέπει την έκδοσιν δια το αδίκημα επί του οποίου βασίζεται η αίτησις.
δ) Το αδίκημα είναι πολιτικού χαρακτήρος. ε) Η ποινική δίωξις ή η εκτέλεσις της ποινής κατά το δίκαιον του ενός των συμβαλλομένων Μερών είναι απαράδεκτοι λόγω παραγραφής αυτών, ή δι` άλλους λόγους αποκλείοντας την ποινικήνδίωξιν ή την εκτέλεσιν της ποινής.
στ) Το εκζητούμενονάτομονεκρίθη δι` οριστικής αποφάσεως των αρμοδίων οργάνων του προς ο απευθύνεται η αίτησις Μέρους δια τα γεγονότα δια τα οποία ζητείται η έκδοσις ή τα αρμόδια όργανα του προς ο η αίτησις Μέρους απεφάσισαν την μη άσκησιν διώξεως ή την παύσιν της διώξεως της ασκηθείσης δια τα αυτά γεγονότα.
ζ) Συμφώνως προς το δίκαιον των συμβαλλομένων Μερών, η ποινική δίωξιςπροϋποθέταικατάθεσιν εγκλήσεως παρά του παθόντος προσώπου.
2. Δεν επιτρέπεται έκδοσις και δια στρατιωτικόν αδίκημα, το οποίον συνίσταται αποκλειστικώς εις παράβασιν καθαρώς στρατιωτικών υποχρεώσεων και δεν συνδέεται προς έτερου αδίκημα κοινού δικαίου.
Άρθρον 36.
Διαδικασία εκδόσεως.
Η περί εκδόσεως αίτησις υποβάλλεται δια της διπλωματικής οδού. Αίτησις περί εκδόσεως.
Άρθρον 37.
1. Περί εκδόσεως αίτησις δέον όπως περιλαμβάνη το όνομα του προσώπου ούτινος ζητείται η έκδοσις, την υπηκοότητα τούτου, τον τόπον κατοικίας η διαμονής του, στοιχεία συστατικά του αδικήματος και περί της συνεπεία τούτου προκληθείσης ζημίας.
2. Εις την περί εκδόσεως αίτησιν δέον να επισυνάπτωνται :
α) Εν περιπτώσει αιτήσεως περί ποινικής διώξεως, επίσημοναντίγραφον του εντάλματος συλλήψεως μετά περιγραφής των πραγματικών περιστατικών του διαπραχθέντος αδικήματος και του νομικού χαρακτηρισμού τούτου και, εν περιπτώσει αιτήσεως περί εκτελέσεως καταδικαστικής αποφάσεως, επισήμου αντίγραφον της αποκτησάσης ισχύν δεδικασμένου δικαστικής αποφάσεως.
β) Το κείμενον της σχετικής ποινικής διατάξεως της νομοθεσίας του συμβαλλομένου Μέρους εξ ου προέρχεται η αίτησις, συμφώνως προς την οποίαν η δεδομένη πράξις χαρακτηρίζεται ως αδίκημα.
γ) Εξωτερική περιγραφή του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοσις και ει δυνατόν δακτυλικά αποτυπώματα και φωτογραφία τούτου.
3. Εφ` όσον ο κατάδικος εξέτισε μέρος της ποινής του, αναγκαία τυγχάνει η αποστολή στοιχείου περί τούτου.
Άρθρον 38.
Σύλληψιςεκζητουμένου προς έκδοσιν.
Εν περιπτώσει καθ` ην η περί εκδόσεως αίτησις πληροί τους όρους τους προβλεπομένους υπό της παρούσης συμβάσεως, το προς ο απευθύνεται αύτη συμβαλλόμενον Μέρος λαμβάνει αμέσως μέτρα, συμφώνως προς την νομοθεσίαν του, δια την σύλληψιν του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοσις.
Άρθρον 39.
Πρόσθετα στοιχεία.
1. Εάν η περί εκδόσεως του ατόμου αίτησις δεν περιλαμβάνη άπαντα τα απαιτούμενα στοιχεία, το προς ο η αίτησις Μέρος δύναται να ζητήσησυμπληρωματικάς πληροφορίας ορίζον προς τούτο προθεσμίαν μέχρι δύο μηνών. Η προθεσμία αύτη δύναται να παραταθή, εάν υφίστανται σοβαροί προς τούτο λόγοι.
2. Εάν εντός της ορισθείσης η παραταθείσης προθεσμίας δεν ληφθούν αι αιτηθείσαιπληροφορίαι, το αρμόδιονόργανον τους προς ο απευθύνεται η αίτησης Μέρους, δύναται να αναστείλη την περί εκδόσεως διαδικασίαν και προβή εις ελευθέρωσιν του κρατουμένου προσώπου.
Άρθρον 40.
Προσωρινή κράτησις.
1. Εις επειγούσαςπεριπτωσεις, το προς ο απευθύνεται η αίτησις συμβαλλόμενον Μέρος, δύναται να χωρήση εις την σύλληψιν του περί ου η αίτησις προσώπου προ της κατά το άρθρον 37 της παρούσης συμβάσεως λήψεως της αιτήσεως περί εκδόσεως. Το συμβαλλόμενον Μέρος, εξ ου προέρχεται η αίτησις, γνωστοποιεί την έκδοσιν τελεσιδίκου καταδικαστικής αποφάσεως, γνωρίζον συνάμα ότι η περί εκδόσεως τούτου αίτησις θέλει διαβιβασθή αμέσως. Εις τοιαύτας περιπτώσεις η περί συλλήψεως αίτησις δύναται να διαβιβασθή τηλεφωνικώς, τηλεγραφικώς είτε δια παντός άλλου μέσου καταλείποντοςέγγραφον μήνυμα.
2. Τα αρμόδια όργανα των δύο συμβαλλομένων Μερών δύναται και άνευ τοιαύτης αιτήσεως όπως προβαίνουν εις την προσωρινήνσύλληψιν προσώπου διαμένοντος εις το έδαφος αυτών, εφ` όσον διαθέτουν στοιχεία ότι τούτο διέπραξεν εις το έδαφος του ετέρου συμβαλλομένου Μέρους αδίκημα δι` ο χωρεί έκδοσις. Περί της συμφωνίας προς τας διατάξεις 1 και 2 του παρόντος άρθρου συλλήψεως δέον όπως ειδοποιηθή αμέσως το έτερον συμβαλλόμενον Μέρος.
Άρθρον 41.
Απόλυσις προσωρινώς συλληφθέντος προσώπου.
Συλληφθέν συμφώνως προς το άρθρον 40 της παρούσης συμβάσεως προσώπου, ελευθερούται, εφ` όσον εντός 30ημέρου από της διαβιβάσεως της ειδοποιήσεως περί της συλλήψεως δεν υποβλήθη αίτησις περί εκδόσεως παρά του ετέρου συμβαλλομένου Μέρους. Εις τούτο γνωστοποιείται η απόλυσις του προσώπου.
Άρθρον 42.
Αναβολή της εκδόσεως.
Εαν το πρόσωπον, τον οποίον ζητείται η έκδοσις, παρεπέμφθη εις δίκην δια ποινικόν αδίκημα ή εκτίηποινήν δι` έτερον αδίκημα εις το έδαφος του προς ο απευθύνεται η αίτησις συμβαλλομένου Μέρους, η έκδοσις δύναται ν` αναβληθή μέχρι τερματισμού της ποινικής δίκης ή της εκτίσεως της ποινής.
Άρθρον 43.
Προσωρινή έκδοσις.
1. Εάν λόγω της προβλεπομένης υπό του άρθρου 42 της παρούσης σνμβάσεως αναβολής δύναται να επέλθη παραγραφή του ποινικού αδικήματος ή να προκληθούν σοβαραίδυσχέρειαι εις την διερεύνησιν του αδικήματος, το πρόσωπον του οποίου ζητείται η έκδοσις είναι δυνατόν κατόπιν ητιολογημένης αιτήσεως, να εκδοθή προσωρινώς εις το προς ο απευθύνεται το αίτημα συμβαλλόμενον Μέρος.
2. Το προσωρινώς εκδοθένπρόσωπον δέον να επιστραφή ευθύς μετά το πέρας των διαδικαστικών ενεργειών επί της ποινικής υποθέσεως δι` ην έλαβε χώραν η έκδοσίς του.
Άρθρον 44.
Συρροή αιτήσεων περι εκδόσεως.
Εάν ήθελονυποβληθή υπό πλειόνων χωρών αιτήσεις περί εκδόσεως του αυτού προσώπου, το προς ο απευθύνεται η αίτησις συμβαλλόμενον Μέρος αποφασίζει ποία εκ των αιτήσεων τούτων θα έδει να ικανοποιηθή.
Άρθρον 45.
Ορια ποινικής διώξεως.
1. `Ανευ συναινέσεως του προς ο απευθύνεται η αίτησις συμβαλλομένου Μέρους, το εκδοθένπρόσωπον δεν δύναται να πραπεμφθή δια ποινικόν αδίκημα ή προς έκτισιν ποινής δι` αδίκημα δι` ο τούτο δεν έχει εκδοθή.
2. Το πρόσωπον δεν δύναται ωσαύτως να εκδοθή εις τρίτον Κράτος άνευ συναινέσεως του προς ο απευθύνεται η αίτησις συμβαλλομένου Μέρους.
3. Δεν είναι απαραίτητος η συναίνεσις του προς ο απευθύνεται η αίτησις συμβαλλομενου Μέρους εφ` όσον:
α) Το εκδοθένπρόσωπον δεν εγκταλείψει εντός μηνός από του τερματισμού της ποιν. διώθεως ή της εκτίσεως της ποινής, το έδαφος του συμβαλλομένου Μέρους εξ ου προέρχεται η αίτησις. Εις την προθεσμίαν δεν περιλαμβάνεται ο χρόνος καθ` ον το εκδοθένπρόσωπον ουχί εξ ιδίας αυτού υπαιτιότης δεν ηδυνήθη να εγκαταλείψει το έδαφος του εξ ου προήλθεν η αίτησις συμβαλλομενου Μέρους.
β) Το εκδοθένπρόσωπον εγκατέλειψε το έδαφος του συμβαλλομένου Μέρους εξ ου προέρχεται ή αίτησις και επανήλθεν εις τούτο.
Άρθρον 46.
Παράδοσις του εκζητουμένου.
1. Το προς ο απευθύνεται η αίτησις συμβαλλόμενον Μέρος γνωστοποιεί εις το συμβαλλόμενον Μέρος, εξ ου προέρχεται η αίτησις, τον τόπον και τον χρόνον της παραδόσεως του εκζητουμένον προσώπου.
2. Εαν το συμβαλλόμενον Μέρος εξ ου προέρχεται η αίτησις, δεν ήθελε παραλάβει το εκζητούμενονπρόσωπον εντός 15 ημερών από της ορισθείσης δια την παράδοσιν ημερομηνίας, τούτο δύναται ν αφεθήελεύθερον.
Άρθρον 47.
Επανέκδοσις.
Εαν το εκδοθένπρόσωπον καθ` οιονδήποτε τρόπον αποφύγη την ποινικήνδίωξιν ή την έκτισιν της ποινής και επιστρέψη εις το έδαφος του προς ο η αίτησις Μέρους, δέον όπως τούτο επανεκδοθή κατόπιν νέας αιτήσεως του αιτούντος συμβαλλομένου Μέρους άνευ υποβολής των στοιχείων των αναφερομένων εν τω άρθρω 37 της παρούσης συμβάσεως.
Άρθρον 48.
Γνωστοποίησις αποτελεσμάτων της ποινικής διώξεως.
Τα συμβαλλόμενα Μέρη γνωστοποιούν αμοιβαίως τα αποτελέσματα της ποινικής διώξεως κατά τον εκδοθέντος εις ταύτα προσώπου. Εαν δε κατά του προσώπου τούτου εξεδόθη καταδικαστική απόφασις, μετά την τελεσιδικίαν ταύτης, αποστέλλεται κεκυρωμένοναντίγραφον αυτής.
Άρθρον 49.
Διέλευσις.
1. `Εκαστονσυμβαλλόμενον Μέρος υποχρεούται, αιτήσει του ετέρου Μέρους, όπως επιτρέψη την διά του εδάφους τοθδιέλευσιν των προσώπων, των εκδιδομένων υπό τρίτης χώρας προς το έτερον συμβαλλόμενον Μέρος. Τα συμβαλλόμενα Μέρη δεν υποχρεούνται να επιτρέψουν τοιαύτην διέλευσιν εφ` όσον δεν προβλέπεται έκδοσις υπό των διατάξεων της παρούσης συμβάσεως.
2. Η περί αδείας διελεύσεως αίτησις δέον να υποβληθή δια της αυτής οδού ως και περί εκδόσεως αίτησις.
3. Τα όργανα του προς ο απευθύνεται η αίτησις συμβαλλομένου Μέρους ενεργούν την διέλευσιν κατά τον προσφορώτερον δι` αυτά τρόπον.
Άρθρον 50.
Δαπάναι εκδόσεως.
Αι σχετικαί προς την έκδοσινδαπάναι βαρύνουν το συμβαλλόμενον Μέρος, εις το έδαφος του οποίου ανέκυψαν αύται, αι δε δαπάναι της διελεύσεως το συμβαλλόμενον Μέρος εξ ου προέρχεται η αίτησις.
Άρθρον 51.
Υποχρέωσις ασκήσεως ποινικής διώξεως.
1. `Εκαστονσυμβαλλόμενον Μέρος υποχρεούται, αιτήσει του ετέρου Μέρους, όπως ασκήση συμφώνως, προς το δίκαιον αυτού, ποινικήνδίωξιν κατά ιδίου αυτού υπηκόου διαπράξαντος επί του εδάφους του αιτούντος Μέρους αδίκημα δι` ο επιτρέπεται έκδοσις.
2. Εις την αίτησιν δέον όπως περιγράφωνται τα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος και επισυνάπτονται τα υφιστάμενα αποδεικτικά περί τούτου στοιχεία.
3. Η περι ασκήσεως ποινικής διώξεως αίτησις υποβάλλεται υπό του Υπουργού Δικαιοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας και υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας.
4. Το προς ο απευθύνεται η αίτησις συμβαλλόμενον Μέρος γνωστοποιεί εις το αιτούν Μέρος τα αποτελέσματα της ποινικής διώξεως, εν ή δε περιπτώσει υφίσταται τελεσίδικος καταδικαστική απόφασις, διαβιβάζει και κεκυρωμένοναντίγραφον ταύτης.
Άρθρον 52.
Προσωρινή παράδοσις συλληφθέντος προσώπου
Εφ` όσον εξ αφορμής ποινικής διώξεως ασκουμένης εις το έδαφος ενός των συμβαλλομένων Μερών τυγχάνει αναγκαία ή προσωπική εξέτασις ως μάρτυρος προσώπου, συλληφθέντος εις το έδαφος του ετέρου Μέρους, τούτο προβαίνει, κατόπιν αιτήσεως, εις την προσωρινήνέκδοσιν του προσώπου προς το Μέρος εξ ου προέρχεται η αίτησις. Το αιτούν Μέρος, κρατεί το πρόσωπον υπό φρούρησιν και, μετά την εξέτασιν αυτού, επιστρέφει τούτο αμέσως εις το Μέρος προς ο απενθύνεται η αίτησις.
Άρθρον 53.
Παράδοσις σχετικών προς το αδίκημα αντικειμένων.
1. Τα αντικείμενα τα προφανώς εκ της πράξεως του αδικήματος προερχόμενα ή τα χρησιμποιηθέντα εις την διάπραξιν αυτών, ως επίσης και παν έτερον αντικείμενονδυνάμενον να χρησιμποιηθή κατά την ποινικήν δίκην ως τεκμηρίου παραδίδονται εις το συμβαλλόμενον Μέρος και εις τας περιπτώσεις καθ` ας η έκδοσις του διαπράξαντος το αδίκημα δεν δύναται, συνεπεία θανάτου ή άλλης αιτίς, να πραγματοποιηθή.
2. Το προς ο απευθύνεται η αίτησις συμβαλλόμενον Μέρος δύναται ν` αναβάλη προσωρινώς την παράδοσιν των αιτηθέντων αντικειμένων εφ` όσον ταύτα τυχάνουν αναγκαία τούτω εν σχέσει προς ετέραν ποινικήνυπόθεσιν.
3. Τα δικαιώματα τρίτων επί των αντικειμένων, άτιναπαρεδόθησαν εις το έτερον των συμβαλλομένων Μερών, διατηρούνται εν ισχύι. Μετά το πέρας της ποινικής διώξεως ταύτα επιστρέφονται εις το συμβαλλόμενον Μέρος, παρ` ου απεστάλησαν, ίνα παραδοθούν εις τους δικαιούχους αυτών.
4. Η βάσει της παραγράφου 1 παράδοσις αντικειμένων ενεργείται συμφώνως προς το άρθρον 16 της παρούσης συμβάσεως.
Άρθρον 54.
Κοινοποίησις καταδικαστικών αποφάσεων
1. Τα συμβαλλόμενα Μέρη κοινοποιούν αμοιβαίως τας τελεσιδίκους καταδικαστικάς αποφάσεις αίτινεςεξεδόθησαν υπό των δικαστηρίων του ενός των συμβαλλομένων Μερών κατά υπηκόων του ετέρου.
2. Κατόπιν ητιολογημένης αιτήσεως τα συμβαλλόμενα Μέρη γνωστοποιούν προς άλληλα τας καταδικαστικάς αποφάσεις κατά προσώπων, άτινα δεν είναι υπήκοοι του Μέρους, εξ ου προέρχεται η αίτησις.
3. Κατόπιν αιτήσεως τα συμβαλλόμενα μέρη παραδίδουν προς άλληλα, ει δυνατόν και δακτυλικά αποτυπώματα των περί ων αι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου προσώπων.
4. Αι σχετικαί προς τα θέματα των προηγουμένων παραγράφων πληροφορίαι θα διαβιβάζωνταισνμφώνως προς την καθορισθείσαν εις το άρθρον 9 της παρούσης συμβάσεως διαδικασίαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ V`.
Γενικαί Διατάξεις.
Άρθρον 55.
Η Σύμβασις περί εκδόσεως μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Βασειλίου της Βουλγαρίας, υπογραφείσα εν Σόφια την 21ην Φεβρουαρίου 1929, ως και το συμπληρωματικόν αυτήν Πρωτόκολλον, δεν έχουν νομικήν ισχύν.
Άρθρον 56.
Η παρούσα Σύμβασις συνάπτεται δια διάρκειαν 5 ετών. Αύτη παρατείνεται δια σιωπηράς ανανεώσεως δια διαδοχικάςπεντατείς περιόδους εκτός εάν το εν των συμβαλλομένων Μερών ήθελε καταγείλει ταύτην εξ μήνας προ της λήξεως της τρεχούσης πενταετούς περιόδου.
Άρθρον 57.
Η παρούσα Σύμβασις θέλει κυρωθή και τεθή εν ισχύι τριάκοντα ημέρας μετά την ανταλλαγήν των οργάνων επικυρώσεως ήτις θα λάβηχώραν εις Σόφιαν.
Εγένετο εν Αθήναις την 10ην Απριλίου χίλια ενεακόσια εβδομήκοντα εξ εις δύο πρωτότυπα εις την γαλλικήν γλώσσαν, αμφοτέρων εχόντων την αυτήν ισχύν.
Άρθρον δεύτερον
Η Ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 14 Δεκεμβρίου 1978
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ