Νόμος 859 ΦΕΚ Α΄2/5.1.1979
Περί κυρώσεως της από 28 Ιουλίου 1978 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας “περί μέτρων αφορώντων εις τας μισθώσεις Αστικών Ακινήτων εν τω Νομώ Θεσσαλονίκης” και τροποποιήσεως διατάξεων ταύτης.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:

Άρθρον πρώτον
Κυρούται η από 28 Ιουλίου 1978 Πράξις Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας “περί μέτρων αφορώντων εις τας μισθώσεις Αστικών Ακινήτων εν τω Νομώ Θεσσαλονίκης” δημοσιευθείσα εις το υπύ αριθ. 117/1978 Φ.Ε.Κ. (τεύχος Α`), έχουσα ως ακολούθως :
ΠΡΑΞΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Περί μέτρων αφορώντων εις τας μισθώσεις αστικών ακινήτων εν τω Νομώ Θεσσαλονίκης.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εχοντες υπ` όψει :
1. Τας διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 44 του Συντάγματος.
2. Την δημιουργηθείσαν κατάστασιν εξαιρετικώς επειγούσης εκτάκτου και απροβλέπτου ανάγκης, συνεπεία των εκτεταμένων ζημιών αίτινες προεκλήθησαν εκ των ισχυρών σεισμών εις τα ακίνητα του Νομού Θεσσαλονίκης από της 24ης Μαίου 1978 και εντεύθεν.
3. Τον επαπειλούμενον κίνδυνον διασαλεύσεως των τιμών των μισθωμάτων, λόγω της προκυψάσης κρίσεως στέγης και των συνεπεία ταύτης υφιστάμενον κίνδυνον προκλήσεως απροβλέπτων δυσμενών επιπτώσεων εις την οικονομικήν ζωήν του Νομού Θεσσαλονίκης και των οικονομικώς προς αυτόν συνδεομένων διαμερισμάτων της Βορείου Ελλάδος.
4. Την αδήριτον ανάγκην δημιουργίας όρων και συνθηκών ομαλής διαμορφώσεως των τιμών των μισθωμάτων εις τα ακίνητα εν γένει της περιφερείας του Νομού Θεσσαλονίκης.
5. Την εξαιρετικώς επείγουσαν ανάγκην προστασίας του πληθυσμού εξ αθεμίτων απαιτήσεων προς είσπραξιν υπερμέτρων μισθωμάτων και την εντεύθεν επιβαλλομένην θέσπισιν επειγόντων μέτρων, προς αποτροπήν κερδοσκοπικών ενεργειών εις βάρος των χειμαζομένων εκ των σεισμών κατοίκων της ως άνω περιοχής.
6. Την, συνεπεία των ανωτέρω, αδυναμίαν αμέσου αντιμετωπίσεως της διαμορφωθείσης εκτάκτου καταστάσεως διά της συνήθους νομοθετικής ρυθμίσεως των συναφών θεμάτων, προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίζομεν:
Άρθρον 1
1. Μισθώσεις αστικών ακινήτων κειμένων εις την περιφέρειαν του Νομού Θεσσαλονίκης, τα οποία χρησιμοποιούνται ως κατοικίαι, γραφεία, καταστήματα και εν γένει ως χώροι ασκήσεως πάσης φύσεως επιχειρήσεων ή επαγγέλματος ή ως χώροι παροχής κοινωνικών ή άλλων κοινωφελών υπηρεσιών, ασχέτως φορέως, οπωσδήποτε λήξασαι κατά το χρονικόν διάστημα από 24ης Μαίου 1978 και μέχρι της ενάρξεως ισχύος της παρούσης, ως και μισθώσεις λήγουσαι μέχρι της 31ης Αυγούστου 1980 παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι 7ης ημερομηνίας ταύτης, εφύ όσον ο μισθωτής ευρίσκεται κατά την έναρξιν ισχύος της παρούσης εις την κατοχήν του μισθίου και δεν εναντιούται εις την παράτασιν.
2. Η παράτησις του χρόνου μισθώσεως κωλύει τήν υπό του μισθωτού άσκησιν του δικαιώματος καταγγελίας της συμβάσεως εν συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 585, 586 και 588 του Αστικού Κώδικος.
3. Καταγγελία υπό του εκμισθωτού δύναται να χωρήση μόνον διά τους εις τα άρθρα 594 και 597 του Αστικού Κώδικος λόγους. Η διάταξις του άρθρου 661 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας έχει και εν προκειμένω εφαρμογήν.
4. Δίκαι επί αγωγών εκκρεμούσαι κατά τον χρόνον ισχύος της παρούσης καταργούνται, εκδοθείσαι δε δικαστικαί αποφάσεις και τελεσίδικοι έτι δεν εκτελούνται εκτός εάν ερείδωνται εις λόγους επενεγκόντας την λήξιν της μισθώσεως και αναγνωριζομένους υπό της παρούσης.
5. Επί εκουσίας ή αναγκαστικής εκποιήσεως του μισθίου ή επί καθολικής διαδοχής, ο νέος κτήτωρ υπεισέρχεται εις τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις της μισθώσεως.
Το αυτό ισχύει και εις περίπτωσιν διεκδικήσεως του μισθίου ή αποβολής του εκμισθωτού εκ της νομής του συνεπεία δικαστικής αποφάσεως. 6. Από της 24ης Μαίου 1978 και μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1978 δεν επιτρέπεται δι` οιονδήποτε λόγον και καθ` οιονδήποτε τρόπον αύξησις των καταβαλλομένων μισθωμάτων διά τας βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου παρατεινομένας μισθώσεις.
Άρθρον 2
1. Επί μισθώσεων αστικών ακινήτων συναφθεισών από της 24ης Μαίου 1978, ως και των εφεξής συναπτομένων μέχρι και της 31ης Αυγούστου 1980 απαγορεύεται η συνορμολόγησις, μέχρι της ημερομηνίας ταύτης, μισθωμάτων μεγαλυτέρων των κατά την 24ην Μαίου 1978 καταβαλλομένων. 2. Επί μισθώσεων αστικών ακινήτων, το πρώτον εκμισθουμένων κατά το εν τη προηγουμένη παραγράφω διαλαμβανόμενον χρονικόν διάστημα, το συνομολογούμενον μίσθωμα δέον να αντιστοιχή προς τα καταβαλλόμενα την 24ην Μαίου 1978 μισθώματα διά παρακείμενα ακίνητα του αυτού προορισμού, φύσεως, χρήσεως και κατηγορίας.
3. Οι Οικονομικοί ύΕφοροι υποχρεούνται να χορηγούν εις τους ενδιαφερόμενους, προς χρήσιν επί δικαστηρίω αντίγραφα μισθωτηρίων ως και βεβαιώσεις περί του καταβαλλομένου μισθώματος οιουδήποτε ακινήτου, δικαιούμενοι να ζητήσουν παρά του αιτούντος την υποβολήν υπευθύνου δηλώσεως συντεταγμένης κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 105/1969 “περί ατομικής ευθύνης του δηλούντος ή βεβαιούντος περί του ότι τα χορηγηθησόμενα στοιχεία θα χρησιμοποιηθούν μόνον κατά δίκας περί των οποίων το άρθρον 6 της παρούσης.
Άρθρον 3
Διά το από 1ης Ιανουαρίου 1979 και μέχρι 31ης Αυγούστου 1980 χρονικόν διάστημα, επιτρέπεται η αύξησις των μισθωμάτων, περί των οποίων τα άρθρα 1 και 2 της παρούσης, μόνο κατά το ποσοστόν το καθοριζόμενον υπό εκδοθησομένων κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού, Δικαιοσύνης και Εμπορίου.
Άρθρον 4
Επί μισθώσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της παρούσης, ο εκμισθωτής υποχρεούται όπως εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου από της εγγράφου προσκλήσεως του μισθωτού προβή εις τας κριθείσας αρμοδίως αναγκαίας διά την περαιτέρω χρήσιν του μισθίου επισκευάς και μέχρι του ποσού του εις αυτόν χορηγηθησομένου προς τούτο δανείου.
Άρθρον 5
1. Οπου της παρούσης αναφέρεται η λέξις μίσθωσις ή μισθώσεις νοούνται και αι νομίμως υφιστάμεναι υπομισθώσεις.
2. Είναι άκυρος πάσα συμφωνία διά της οποίας επέρχεται αποστέρησις των, κατά την παρούσαν, δικαιωμάτων του μισθωτού, εφ` όσον τοιαύτη δεν επιτρέπεται ρητώς διά της παρούσης. Παροχή καταβληθείσα εις εκπλήρωσιν τοιαύτης συμφωνίας αναζητείται, κατά τας περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Επί μικτών συμβάσεων, αναφερομένων εις την μίσθωσιν αγροτικού ακινήτου, η μίσθωσις διά κατοικίαν απολαμβάνει της προστασίας της παρούσης Πράξεως και αν ακόμη ήθελε θεωρηθή παρεχομένη της αφορώσης εις την αγρομίσθωσιν.
Άρθρον 6
1. Πάσα διαφορά περί την ερμηνείαν και την εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης υπάγεται εις την αρμοδιότητα του Μονομελούς Προτοδικείου ή του Ειρηνοδικίου, αναλόγως του ποσού του καταβαλλομένου μισθώματος, κατά τας διατάξεις των άρθρων 14 παράγραφος 1 εδάφιον β και 16 αριθ. 1 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας και εκδικάζεται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 647 έως και 661 αυτού.
2. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον εκδιδόμεναι αποφάσεις κηρύσσονται υποχρεωτικώς προσωρινώς εκτελεσταί. 3. Η διαδικασία επιλύσεως οιασδήποτε Εισφοράς, ανακυπτούσης εκ των διατάξεων της παρούσης, διεξάγεται ατελώς, μηδέ του τέλους χαρτοσήμου εξαιρουμένου, συμπεριλαμβανομένης και της εκδόσεως αντιγράφων των εκδιδομένων αποφάσεων.

Άρθρον 7
Η ισχύς της παρούσης, ήτις κυρωθήσεται νομεθετικώς κατά το άρθρον 44 παράγραφον 1 του Συντάγματος, άρχεται από της δημοσιεύσεώς της διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Άρθρον δεύτερον
1. Η παράγραφος του άρθρου 1 της διά του παρόντος κυρουμένης Πράξεως, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“1. Μισθώσεις αστικών ακινήτων κειμένων εις την περιφέρειαν του Νομού Θεσσαλονίκης, τα οποία χρησιμοποιούνται ως κατοικίαι, γραφεία, καταστήματα και εν γένει ως χώροι ασκήσεως πάσης φύσεως επιχειρήσεων ή επαγγέλματος ή ως χώροι παροχής κοινωνικών ή άλλων κοινωφελών υπηρεσιών, οπωσδήποτε λήξασαι κατά το χρονικόν διάστημα από 24ης Μαίου 1978 και μέχρι της ενάρξεως ισχύος της παρούσης, ως και μισθώσεις λήγουσαι μέχρι της 31ης Αυγούστου 1980 παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι της ημερομηνίας ταύτης, εφύ όσον ο μισθωτής ευρίσκεται κατά την έναρξιν ισχύος της παρούσης εις την κατοχήν του μισθίου και δεν εναντιούται εις την παράτασιν. Μισθώσεις εις τας οποίας μισθωταί επί αστικών ακινήτων είναι το Δημόσιον ή Ν.Π.Δ.Δ., δεν υπάγονται εις την ανωτέρω ρύθμισιν, διεπόμεναι υπό των όρων των μισθωτικών συμβάσεων”.
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 της διά του παρόντος κυρουμένης Πράξεως, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“3. Καταγγελία υπό του εκμισθωτού δύναται να χωρήση μόνον εις τας ακολούθους περιπτώσεις : α) Διά τους εις τα άρθρα 594 και 597 του Αστικού Κώδικος λόγους και διύ υπεκμίσθωσιν, εν όλω ή εν μέρει, πραγματοποιηθείσαν κατά παράβασιν απαγορευτικού όρου της μισθωτικής συμβάσεως. Η διάταξις του άρθρου 661 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας έχει και εν προκειμένω εφαρμογήν, β) λόγω ιδιοκατοικήσεως του εκμισθωτού και της οικογενείας του δι` αποδεδειγμένως επείγουσαν ανάγκην και γ) δι` ανοικοδόμησιν του μισθίου υπό του εκμισθωτού ή του κυρίου του μισθίου. Εις την περίπτωσιν ταύτην, προκειμένου μεν περί μισθώσεων ακινήτων μη υπαγομένων εις τας διατάξεις του Νόμου 813/1978 “περί εμπορικών και ετέρων τινών κατηγοριών μισθώσεων”, η καταγγελία δύναται να χωρήση μετά την λήξιν του συμβατικού χρόνου της μισθώσεως και τα έννομα αποτελέσματα αυτής επέρχονται μετά εξάμηνον από της επιδόσεως προς τον μισθωτήν του περί ταύτης εγγράφου, προκειμένου δε περί μισθώσεων υπαγομένων εις τας διατάξεις του Νόμου 813/1978, η καταγγελία λόγω ανοικοδομήσεως διέπεται υπό των περί ταύτης διατάξεων του Νόμου τούτου. Ειδικώς προκειμένου περί ανοικοδομήσεως ακινήτου κριθέντος αρμοδίως ως επικινδύνως ετοιμορρόπου και κατεδαφιστέου, η καταγγελία χωρεί κατά πάντα χρόνον. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις ανοικοδομήσεως ο κύριος ή ο εκμισθωτής του ανοικοδομηθέντος ακινήτου υποχρεούται εις επανεγκατάστασιν των παλαιών μισθωτών, εις ανάλογον ως προς την θέσιν χώρον του ανοικοδομηθέντος ακινήτου, εκτάσεως ουχί πλέον των 3/4 του πρότερον υπό του μισθωτού κατεχομένου, εφ` όσον εκδηλωθή υπό τούτων ενδιαφέρον, εντός έξ (6) μηνών από της επιδόσεως της καταγγελίας. Εις περίπτωσιν της επανεγκαταστάσεως το καταβλητέον μίσθωμα καθορίζεται υπό του καθ` ύλην αρμοδίου δικαστηρίου”.
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 1 της διά του παρόντος κυρουμένης Πράξεως, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“4. Δίκαι επί αγωγών περί αποδόσεως της χρήσεως του μισθίου εκκρεμούσαι κατά τον χρόνον ενάρξεως της ισχύος της παρούσης καταργούνται, εκδοθείσαι δε δικαστικαί αποφάσεις και τελεσίδικοι έτι, δεν εκτελούνται εκτός εάν ερείδωνται εις λόγους επενεγκόντας την λήξιν της μισθώσεως και αναγνωριζομένους υπό της παρούσης”.
4. Η παράγραφος 6 του άρθρου 1 της διά του παρόντος κυρουμένης Πράξεως αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“6. Από της 24ης Μαίου 1978 και μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1978 δεν επιτρέπεται δι` οιονδήποτε λόγον και καθ` οιονδήποτε τρόπον αύξησις των καταβαλλομένων μισθωμάτων διά τας βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου παρατεινομένας μισθώσεις. Η αξίωσις του εκμισθωτού περί αναπροσαρμογής του μισθώματος διά τον προ της 24ης Μαίου 1978 χρόνον δεν θίγεται υπό της παρούσης”.
5. Δεν έχουν εφαρμογήν επί των θεμάτων των ρυθμιζομένων υπό της κυρουμένης διά του παρόντος Πράξεως αι διατάξεις α) του Νόμου 813/1978 “περί εμπορικών και ετέρων τινών κατηγοριών μισθώσεων”, β) της παρ. 5 του άρθρου 6 της από 28 Ιουλίου 1978 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας “περί αποκαταστάσεως ζημιών εκ των σεισμών 1978 εις περιοχήν Βορείου Ελλάδος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων” και γ) της από 9 Αυγούστου 1978 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του προέδρου της Δημοκρατίας “περί επιβολής αγορανομικού ελέγχου επί των μισθωμάτων κατοικιών”, εφύ όσον υπό του παρόντος δεν ορίζεται άλλως.

Άρθρον τρίτον
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 29 Δεκεμβρίου 1978

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ