ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 876 ΦΕΚ Α΄48/12.3.1979
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων αναφερομένων είς την ανάπτυξιν της Κεφαλαιαγοράς.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:
Άρθρο 1
Διανεμόμενα μερίσματα των ανωνύμων εταιρειών
Το άρθρον 3 του Α.Ν. 148/1967 “περί μέτρων προς ενίσχυσιν της Κεφαλαιαγοράς” αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Αρθρον 3
1. Αί ανώνυμοι εταιρείαι υποχρεούνται να διανέμουν είς μετρητά, κατ΄ έτος, είς τους μετόχους ποσοστόν τουλάχιστον τριάκοντα πέντε επί τοις εκατόν (35%) επί των καθαρών κερδών, μετά την αφαίρεσιν μόνον του τακτικού αποθεματικού, εφ΄ όσον το κατά το παρόν άρθρον διανεμητέον τμήμα κερδών είναι μεγαλύτερον από το προκύπτον εκ της εφαρμογής της διατάξεως της περιπτώσεως (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 45 του Ν. 2190/1920 “περί Ανωνύμων Εταιρειών”, ως ούτος εκωδικοποιήθη διά του Β.Δ. 174/1963 “περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του Ν. 2190/1920″.
2. Αί διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται εάν η Γενική Συνέλευσις των μετόχων διά πλειοψηφίας τουλάχιστον των ογδοήκοντα επί τοις εκατό (80%) του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου αποφασίση τούτο. Έν τη περιπτώσει ταύτη, το μη διανεμόμενον μέρισμα μέχρι τουλάχιστον του ποσοστού του προβλεπομένου υπό της προηγουμένης παραγράφου κεφαλαιοποιείται, των εκδιδομένων νέων μετοχών παραδιδομένων είς τους δικαιούχους μετόχους.
3. Αί διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται εφ΄ όσον η Γενική Συνέλευσις διά πλειοψηφίας των ενενήκοντα πέντε επί τοις εκατόν (95%) τουλάχιστον του καταβεβλημένου εταιρικοκύ κεφαλαίου αποφασίση τούτο.
4. Αί διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί των διανεμομένων κερδών των προερχομένων εξ ισολογισμών εγκρινομένων υπό της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου και εφεξής”.
Άρθρο 2
Φορολογία Μερισμάτων
1. Τα τρία τελευταία εδάφια της περιπτώσεως (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967 ως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
“Ο υπολογισμός του παρακρατούμενου κατά τα ως άνω φόρου ενεργείται μετ΄ έκπτωσιν αφορολογήτου ποσού έξ είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) δραχμών ετησίως κατά μέτοχον διά τα εκ της αυτής ανωνύμου εταιρείας εισπραττόμενα μερίσματα. Το αφορολόγητον ποσόν κατά μετοχόν δεν υπερβαίνει εν συνόλω τας εκατόν χιλιάδας (100.000) δραχμάς οσάκις τα μερίσματα προέρχονται εκ πλειόνων ανωνύμων εταιρειών.
Η έκπτωσις του αφορολογήτου ποσού ενεργείται, εφ΄ όσον ο εισπράττων το μέρισμα δι΄ υπευθύνου δηλώσεώς του προς την εταιρείαν δηλώση ότι ούτος δεν έχει απαλλαγή της προεισπράξεως του φόρου βάσει της παρούσης διατάξεως, κατά την είσπραξιν μερισμάτων εξ άλλων ανωνύμων εταιρειών αναφερομένων είς την αυτήν χρήσιν, δια ποσόν, περιλαμβανομένου και του αιτουμένου αφορολογήτου, υπερβαίνον τας εκατόν χιλιάδες (100.000) δραχμάς”.
2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 608/1970 “περί Εταιρειών Επενδύσεως – Χαρτοφυλακίου και Αμοιβαίων Κεφαλαίων” ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“4. Τα μέχρι συνολικού ποσού δραχμών εκατόν χιλιάδων (100.000) καθ΄ έκαστον οικονομικός έτος μερίσματα, τα εισπραττόμενα υπό μετόχων μιάς ή πλειόνων Εταιρειών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου, απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος. Κατά τον υπολογσμόςν του απαλλασσομένου συνολικού ποσού μερισμάτων συμπεριλαμβάνονται και τα ποσά μερισμάτων τα απαλλαγέντα από του φόρου επί τη βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967, ως αύτη αντικατασταθείσα ισχύει. Η απαλλαγή αφορά είς το μέρισμα ολοκλήρου της χρήσεως, εφ΄ όσον η μετοχή ήτο εισηγμένη είς το Χρηματιστήριον εντός της αυτής χρήσεως, επί χρονικόν διάστημα τουλάχιστον εκατόν είκοσιν (120) ημερών. Εν εναντία περιπτώσει το μέρισμα φορολογείται ολόκληρον. Εταιρεία Επενδύσεως – Χαρτοφυλακίου διανέμουσα μέρισμα κατώτερον των δραχμών εκατόν χιλιάδων (100.000), δεν θα παρακρατή φόρον, επί τη δηλώσει του δικαιούχου, ότι ούτος δεν έχει τύχει ετέρας απαλλαγής από του φόρου, επί τη βάσει της παρούσης διατάξεως και της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967, ως ισχύει, διά το αυτό οικονομικός έτος”.
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 25 του Ν.Δ. 608/1970 ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“4. Κέρδη διανεμόμενα προς μεριδιούχους απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος, ως και παντός άλλου φόρου, τέλους χαρτοσήμου, εισφοράς, δικαιώματος ή άλλης οιασδήποτε επιβαρύνσεως υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου μέχρι του ποσού των δραχμών εκατόν χιλιάδων (100.000) ετησίως κατά μιριδιούχον. Ίνα τύχη απαλλαγής εκ της παρακρατήσεως φόρου ο μεριδιούχος δέον όπως δηλώση είς την Α.Ε. Διαχειρίσεως εάν κατά την αυτήν χρήσιν έτυχεν ομοίας απαλλαγής παρ΄ ετέρω Αμοιβαίω Κεφαλαίω, το ποσόν αυτής, ή αναλόγου απαλλαγής βάσει της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967, ως ισχύει. Απαλλάσσονται οι μεριδιούχοι της υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεως, εάν τα λαμβανόμενα από έκαστον μεριδιούχον κέρδη από το Αμοιβαίον Κεφάλαιον δεν υπερβαίνουν το ποσόν των δραχμών δέκα χιλιάδων (10.000)”.
4. Αί διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται επί των μερισμάτων ή των κερδών προκειμένου περί Αμοιβαίων Κεφαλαίων, των κτωμένων από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος και εφεξής.
5. Ο φόρος επί των μερισμάτων επιχειρήσεων, των οποίων αί μετοχαί είναι εισηγμέναι είς το Χρηματιστήριον, εξαιρέσει των κτηματικών και ασφαλιστικών τοιούτων, υπολογίζεται επί φορολογικώ συντελεστή μειωμένω κατά πέντε (5) εκατοστιαίος μονάδας από τον εκάστοτε ισχύοντα συντελεστήν, εφ΄ όσον η ανώνυμος εταιρεία αυξήση το μετοχικόν της κεφάλαιον διά καταβολής μετρητών κατά ποσοστόν τουλάχιστον τριάκοντα επί τοις εκατόν (30%) επί της συνολικής καθαράς θέσεως της ανωνύμου εταιρείας και υπό την προϋπόθεσιν ότι η αύξησις αυτή δεν θα είναι μικροτέρα των τριάκοντα εκατομμυρίων (30.000.000) δραχμών.
Η μείωσις των φορολογικών συντελεστών ισχύει επί μίαν τριετίαν και υπολογίζεται από της χρήσεως εντός της οποίας επραγματοποιήθη η αύξησις του μετοχικού κεφαλαίου υπό την προϋπόθεσιν ότι:
α) Αί μετά την τυχόν ενάσκησιν του υπό της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του Ν. 2190/1920 προβλεπομένου δικαιώματος προτιμήσεως υπέρ των παλαιών μετόχων εναπομένουσαι νεοεδιδόμεναι μετοχαί θα διατεθούν διά δημοσίας εγγραφής.
β) Η εταιρεία δεν θα μειώση το μετοχικόν κεφάλαιον επί σκοπώ επιστροφής αυτού είς τους μετόχους προ της παρελεύσεως πενταετίας από της αυξήσεως αυτού.
Εν περιπτώσει μειώσεως του μετοχικού κεφαλαίου πρό της παρελεύσεως πενταετίας από της αυξήσεως κατά τα οριζόμενα υπό της παρούσης παραγράφου, η εταιρεία υποχρεούται να αποδόση, διά δηλώσεως, άνευ ουδεμίας προσαυξήσεως, υποβαλλομένης εντός διμήνου από της μειώσεως του κεφαλαίου, τον φόρον των μερισμάτων από τον οποίον απηλλάγη βάσει των διατάξεων της παρούσης παραγράφου εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων των ισχυουσών είς την φορολογίαν εισοδήματος φυσικών προσώπων επί εκπροθέσμου υποβολής, μη υποβολής ή ανακριβούς υποβολής δηλώσεως.
Εάν κατά την διάρκειαν της τριετίας ή μετά την λήξιν αυτής η εταιρεία αυξήση εκ νέου το μετοχικόν κεφάλαιον κατά τα οριζόμενα υπό της παρούσης παραγράφου, η μείωσις του φορολογικού συντελεστού ισχύει δι΄ άλλην μίαν τριετίαν.
Εξαιρετικώς η μείωσις του φορολογικού συντελεστού ισχύει διά μίαν εξαετίαν εάν το μετοχικόν κεφάλαιον αυξηθή διά καταβολής μετρητών κατά ποσοστόν τουλάχιστον εξήκοντα επί τοις εκατόν (60%) επί της συνολικής καθαράς θέσεως της εταιρείας και υπό την προϋπόθεσιν ότι η αύξησις αυτή δεν θα είναι μικροτέρα των εξήκοντα εκατομμυρίων (60.000.000) δραχμών.
Επί μικτών επιχειρήσεων η μείωσις δεν υπολογίζεται επί των μερισμάτων των προερχομένων εκ κερδών του κτηματικού και ασφαλιστικού κλάδου, τα οποία εάν δεν προκύπτουν λογιστικώς επιμερίζονται επί τη βάσει των ακαθαρίστων εσόδων εκάστου κλάδου.
6. Αί διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται επί των αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου, αί οποίαι θέλουν να πραγματοποιηθή από της ενάρξεως ις΄χυος του παρόντος μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1983.
Άρθρο 3
Κεφαλαιοποίησις αποθεματικών
Σημ.: όπως το άρθρο 3 καταργήθηκε από 31.7.1990 με το άρθρο 101 παρ.6 του Ν. 1892/1990 (Α` 101).
1. Ανώνυμοι εταιρείαι, των οποίων αί μετοχαί είναι εισηγμέναι είς το Χρηματιστήριον, δύνανται να προβούν, εν όλω ή εν μέρει, είς κεαλαιοποίησιν των αφορολογήτων αποθεματικών, εξαιρέσει του αποθεματικού του άρθρου 18 του Α.Ν. 942/1949 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Κώδικος Φορολογίας Καθαρών Προσόδων” ως ετροποποήθη και του αποθεματικού της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967 υπό την προϋοπόθεσιν ότι κατά την οικονομικήν χρήσιν κατά την οποίαν συντελείται η κεφαλαιοποίησις θα αυξηθή το μετοχικόν κεφάλαιον κατά το αυτό ποσόν είς μετρητά υπό των παλαιών ή και νεών μετόχων. Κατά την κεφαλαιοποίησιν των αποθεματικών εκδίδονται νέαι μετοχαί αί οποίαι παραδίδονται είς τους δικαιούχους μετόχους.
2. Τα κεφαλαιοποιούμενα κατά τας διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, αποθεματικά φορολογούνται επί συντελεστή δέκα επί τοις εκατόν (10%), άνευ ουδεμίας ετέρας επιβαρύνσεως υπέρ του Δημοσίου ή οιουδήποτε τρίτου.
Ο οφειλόμενος φόρος αποδίδεται υπό της εταιρείας διά δηλώσεως υποβαλλομένης εντός μηνός από της δημοσιεύσεως είς την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου της εγκρινούσης την αύξησιν του μετοχικού κεφλααίου. Ο φόρος καταβάλλεται είς τριες εξαμηνιαίας δόσεις εκ των οποίων η πρώτη άμα τη υποβολή της δηλώσεως.
3. Διά της καταβολής του οφειλομένου φόρου εξαντλείται πάσα φορολογική υποχρέωσις εκ του φόρου εισοδήματος της εταιρείας και των μετόχων αυτής δια τα κεφαλαιοποιηθέντα αποθεματικά.
4. Ο καταβληθείς κατά τας διατάξεις της παραγράφου 2 φόρος, δεν εκπίπτεται εκ των ακαθαρίστων εσόδων της εταιρείας, προκειμένου υπολογισμού των φορολογητέων κερδών, ουδέ συμψηφίζεται με τον οφειλόμενον φόρον εισοδήματος υπό της εταιρείας ή των μετόχων αυτής.
5. Εν περιπτώσει διαλύσεως της ανωνύμου εταιρείας ή μειώσεως του μετοχικού κεφαλαίου προ της παρόδου δεκαετίας από της κεφαλαιοποιήσεως των αποθεματικών, επί σκοπώ επιστροφής αυτών είς τους μετόχους, τα κεφαλαιοποιηθέντα αποθεματικά δεν λογίζονται φορολογικώς ως καταβληθέν μετοχικόν κεφάλαιον και φορολογούνται κατά τας ισχύουσας διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος κατά τον χρόνον της διαλύσεως ή μειώσεως του μετοχικού κεφαλαίου, εκπιπτομένου του κατά την παράγραφον 2 καταβληθέντος φόρου. Η διάταξις της παρούσης παραγράφου, δεν εφαρμόζεται εν περιπτώσει διαλύσεως της ανωνύμου εταιρείας επί σκοπώ συγχωνεύσεως μετ΄ άλλης επιχειρήσεως και ιδρύσεως νέας ανωνύμου εταιρείας. Εφαρμόζεται όμως εν περιπτώσει διαλύσεως και της εκ συγχωνεύσεως προελθούσης ανωνύμου εταιρείας, προ της παρόδου δέκα (10) ετών από της κεφαλαιοποιήσεως των αποθεματικών.
6. Αί διατάξεις του άρθρου 16 του Ν.Δ. 3843/1958 “περί φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων” και του Ν. 4125/1960 “περί κυρώσεως του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας και περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Οργανισμού Φορολογικών Δικαστηρίων και καθορισμού των τελών διαδικασίας”, ως ισχύουν εφαρμόζονται αναλόγως και επί του οφειλόμενου διά του παρόντος άρθρου φόρου.
Άρθρο 4
Προνομιούχοι μετοχαί
1. Ανώνυμοι Εταιρείαι, των οποίων αί μετοχαί εισάγονται είς το Χρηματιστήριον μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νόμου, δεν δύνανται να έχου κατά τον χρόνον της εισαγωγής είς το Χρηματιστήριον ή να εκδώσουν μεταγενεστέρως προνομιούχους άνευ ψήφου μετοχάς κατά την έννοιαν των διατάξεων του άρθορυ 3 του Ν. 2190/1920, ως τούτο ισχύει, είς ποσοστόν υπερβαίνον με τω συνόλω των το τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40%) των κοινών αυτών μετοχών.
2. Αί εισηγμέναι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος είς το Χρηματιστήριον εταιρείαι δύνανται να εκδίδουν προνομιούχους άνευ ψήφου μετοχάς μέχρι του συνολικού ποσοστού τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40%) των κοινών μετοχών. Εφ΄ όσον το ποσοστόν των προνομιούχων άνευ ψήφου μετοχών υπερβαίνη το τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40%) των κοινών μετοχών υποχρεούνται όπως, μετά πάροδον πενταετίας από της ισχύος του παρόντος είς περίπτωσιν αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου, εκδίδουν μόνον κοινάς μετοχάς μέχρις ότου ο αριθμός των προνομιούχων άνευ ψήφου μετοχών περιορισθή είς το ως άνω ποσοστόν.
3. Προνομιούχοι μετοχαί, διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δεν νοούνται αι προνομιούχοι μετοχαί αί μετατρέψιμοι εντός πενταετίας είς κοινάς μετά ψήφου μετοχάς ή αί προνομιούχοι μετοχαί μετά ψήφου.
4. Αί διατάξεις των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται εν περιπτώσει εκδόσεως προνομιούχων άνευ ψήφου μετοχών, προς παροχήν είς τους μετόχους, εταίρους ή ιδιοκτήτας συγχωνευομένης ή απορροφωμένης επιχειρήσεως και διά ποσόν κεφαλαίου ανερχόμενον μέχρι της αξίας της συγχωνευομένης ή απορροφωμένης επιχειρήσεως.
Άρθρο 5
Διακοπή διαπραγματεύσεως μετοχών είς το Χρηματιστήριον
Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 316/1976 “περί τροποποιήσεως των διατάξεων του Α.Ν. 148/1967 “περί μέτρων προς ενίσχυσιν της Κεφαλαιαγοράς και άλλων συναφών διατάξεων”, προστίθεται εδάφιον έχον ούτω:
“Ειδικώτερον είς τας περιπτώσεις κατά τας οποίας, εντός μιας συνεδριάσεως, σημειούται απότομος και αδικαιολόγητος διακύμανσις της τιμής μετοχής τινός, ο Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου δύναται να διακόψη την διαπραγμάτευσιν της μετοχής αυτής κατά την εν λόγω συνεδρίασιν”.
Άρθρο 6
Επένδυσις αποθεματικών Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής
1. Ασφαλιστικά ταμεία και λοιποί Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισεως και Κοινωνικής Πολιτικής εν γένει δημοσίου και ιδιωτικοκύ δικαίου, δύνανται δι΄ αποφάσεως της Διοικήσεως αυτών εγκρινομένης υπό του αρμοδίου Υπουργού, μετά σύμφωνον απόφασιν της Νομισματικής Επιτροπής, να επενδύουν μέρος των αποθεματικών κεφαλαίων των και είς μερίδια των Αμοιβαίων Κεφαλαίων και μετοχάς των Εταιρειών Επενδύσων – Χαρτοφυλακίου του Ν.Δ. 608/1970 “περί Εταιρειών Επενδύσεων – Χαρτοφυλακίου και Αμοιβαίων Κεφαλαίων”.
2. Τα ως άνω Ασφαλιστικά Ταμεία και λοιποί Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Πολιτικής εν γένει, δύνανται εντός τριετίας από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, δι΄ αποφάσεως της Διοικήσεως αυτών επικυρουμένης υπό του αρμόδιου Υπουργού και εγκρινομένης υπό της Νομισματικής Επιτροπής, να τροποποιήσουν διατάξεις του καταστατικού των απαγορευούσας ή περιοριζούσας το δικαίωμα επενδύσεων των αποθεματικών των είς χρηματιστηριακούς τίτλους ή εις μερίδια Αμοιβαίων Κεφαλαίων, έστω και εάν αί διατάξεις αύται έχουν κυρωθή διά Νόμου.
Η ως άνω εγκριτική απόφασις της Νομισματικής Επιτροπής δημοσιεύεται διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
3. Ασφαλιστικά Ταμεία και λοιποί Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Πολιτικής εν γένει, δύνανται δι΄ αποφάσεως της Διοικήσεως αυτών, να επενδύουν ποσοστόν μέχρι δέκα επί τοις εκατόν (10%) της πραγματοποιηθείσης ετησίας καθαράς αυξήσεως των αποθεματικών των κεφαλαίων, είς μερίδια των Αμοιβαίων Κεφαλαίων ή εις μετοχάς των Εταιρειών Επενδύσεων – Χαρτοφυλακίου, άνευ οιασδήποτε εγκρίσεως υπό του αρμοδίου Υπουργού ή της Νομισματικής Επιτροπής.
4. Είς τα Ασφαλιστικά Ταμεία και τους λοιπούς Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Πολιτικής εν γένει, δύναται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού και Εμπορίου, να παρέχεται η άδεια διά την υπ΄ αυτών επένδυσιν ποσοστού μέχρι δέκα επί τοις εκατόν (10%) της πραγματοποιηθείσης ετησίας καθαράς αυξήσεως των αποθεματικών των κεφαλαίων είς μετοχάς αυξήσεως των αποθεματικών των κεφαλαίων είς μετοχάς ανωνύμων εταιριών εισηγμένων είς το χρηματιστήριων, κατόπιν αποφάσεως της Διοικήσεως αυτών και άνευ εγκρίσεως του αρμοδίου Υπουργού ή της Νομισματικής Επιτροπής, υπό την προϋπόθεσιν ότι η επένδυσις δεν θα υπερβαίνη το δέκα επί τοις εκατόν (10%) του κεφαλαίου του Ασφαλιστικού Ταμείου ή των λοιπών ως άνω Οργανισμών και εν πάση περιπτώσει το δέκα επί τοις εκατόν (10%) του μετοχικού κεφαλαίου εκάστης ανωνύμου εταιρείας.
5. Αί υπό του παρόντος άρθρου προβλεπόμεναι αποφάσεις των Διοικήσεων των Ασφαλιστικών Ταμείων και λοιπών Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Πολιτικής εν γένει, λαμβάνονται μετά προηγούμενην απόφασιν της Γενικής Συνελεύσεως αυτών όπου αυτή απαιτείται εκ των κειμένων διατάξεων.
Άρθρο 7
Αφορολόγητα όρια εσόδων εκ μερισμάτων Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής και προμήθεια χρηματιστών
1. Οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Πολιτικής εν γένει, απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος, ως και παντός άλλου φόρου, τέλους, τέλους χαρτοσήμου, εισφοράς, δικαιώματος ή άλλης οιασδήποτε επιβαρύνσεως υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, διά τα εισπραττόμενα συνολικώς μερίσματα ή κέρδη Εταιρειών Επενδύσεων – Χαρτοφυλακίου και Αμοιβαίων Κεφαλαίων του Ν.Δ. 608/1970 μέχρι του ποσού των χιλίων (1.000) δραχμών επί τον αριθμόν των αμέσως ησφαλισμένων κατά τον χρόνον της κτήσεως του μερίσματος ή της εισπράξεως του κέρδους υπό του Ασφαλιστικού Ταμείου.
Η έκπτωσις του αφορολογήτου ποσού ενεργείται, εφ΄ όσον το εισπράττον το μέρισμα ή το ποσόν κερδών Ασφαλιστικόν Ταμείον υποβάλλη υπεύθυνο δήλωσιν είς την Εταιρείαν Επενδύσεω – Χαρτοφυλακίου ή εις το Αμοιβαίον Κεφάλαιον, περί του αριθμού των αμέσως ησφαλισμένων κατά τον χρόνον κτήσεως του μερίσματος ή κέρδους κατά περίπτωσιν.
2. Αί διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται επί μερισμάτων ή κερδών κτωμένων υπό των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής πολιτικής εν γένει, από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου και εφεξής.
3. Αί βάσει της κειμένης εκάστοτε νομοθεσίας εισπραττόμεναι υπό των χρηματιστών προμήθειαι, μειούνται κατά ποσοστόν τριάκοντα τρία επί τοις εκατόν (33%), προκειμένου περί χρηματιστηριακών συναλλαγών των Ασφαλιστικών Ταμείων και λοιπών ως άνω Οργανισμών επί μετοχών Εταιρειών Επενδύσεων – Χαρτοφυλακίου.
Άρθρο 8
Συμμετοχή των Εταιρειών Επενδύσεων – Χαρτοφυλακίου και Αμοιβαίων Κεφαλαίων είς εκδόσεις μετοχικών τίτλων.
1. Είς την παράγραφον 2 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 608/1970, προστίθεται τρίτον εδάφιον έχον ούτω:
“Επιτρέπεται είς τας Εταιρείας Επενδύσεων – Χαρτοφυλακίου όπως κατόπιν αδείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς συμμετέχουν είς εκδόσεις μετοχικού κεφαλαίου νεοϊδρυομένων ή αυξανουσών το κεφάλαιον των ανωνύμων εταιρειών εφ΄ όσον αύται πραγματοποιούνται εν όλω ή εν μέρρει διά δημοσίας εγγραφής, μέχρι ποσού αντιστοιχούντος είς τιμάς κτήσεως είς το εν δέκατον (1/10) του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών αυτών, ή το εν δέκατον (1/10) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της συμμετεχούσης Εταιρείας Επενδύσεων – Χαρτοφυλακίου”.
2. Είς την παράγραφον 4 του άρθρου 17 του Ν.Δ. 608/1970, προστίθεται δεύτερον εδάφιον, έχον ούτω:
“Επιτρέπεται είς τα Αμοιβαία Κεφάλαια όπως συμμετέχουν είς εκδόσεις μετοχικού κεφαλαίου νεοϊδρυομένων ή αυξανουσών το κεφάλαιον των εταρειών, εφ΄ όσον αύται πραγματοποιούνται εν όλω ή εν μέρρει διά δημοσίας εγγραφής, μέχρι ποσού αντιστοιχούντος είς τιμάς κτήσεως είς το εν δέκατον (1/10) του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών αυτών ή το εν δέκατον (1/10) της καθαράς αξίας του Αμοιβαίου Κεφαλαίου”.
Άρθρο 9
Έκδοσιν τραπεζικών ομολόγων και ομολογιακών δανείων
1. Είς το τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Ν. 542/1977, προστίθεται εδάφιον έχον ούτω:
“Η διάταξις της παρούσης παραγράφου δεν εφαρμόζεται επί εκδόσεως ομολογιακών δανείων δι΄ ομολόγων υπό των Τραπεζών”.
2. Η έκδοσις ομολογιακών δανείων μη μετρατρέψιμων είς μετοχάς υπό Τραπεζών Επενδύσεων αποφασίζεται υπό του Διοικητικού Συμβουλίου αυτών μη ισχυουσών εν προκειμένω των διατάξεων των άρθρων 29 παρ. 3 και 34 παρ. 1 εδαφ. ε του Ν. 2190/1920.
Άρθρο 10
Περιορισμοί είς την συγκέντρωσιν των αποταμιεύσεων
Σημ.: όπως το άρθρο 10 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το δεύτερο εδάφιο της παρ.4 του άρθρου 24 του ν.3401/2005 (ΦΕΚ Α 257/17.10.2005), όπως αυτό (άρθρο 24) συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 παρ.1 του Ν.4281/2014 (ΦΕΚ Α 160/08-08-2014)
1. Επιφυλασσομένων των “περί Χρηματιστηρίου Αξιών διατάξεων και των διατάξεων του Ν.Δ. 608/1970”, απαφογεύεται ή υπό φυσικών ή νομικών προσώπων διενέργεια καθ΄ οιονδήποτε τρόπον διαφημίσεων, γνωστοποιήσεων, δηλώσεων ή ανακοινώσεων προς τον σκοπόν προσελκύσεως του κοινού δι΄ επένδυσιν χρηματικών ποσών είς παντός είδους χρεώγραφα, ως και η συγκέντρωσις αποταμιεύσεως του κοινού δι΄ επένδυσιν χρηματικών ποσών είς παντός είδους χρεώγραφα, ως και η συγκέντρωσις αποταμιεύσεων του κοινού διά την συμμετοχήν του είς οιασδήποτε μορφής επενδυτικά προγράμματα, εκτός εάν χορηγηθή ειδική προς τούτο άδεια υπό του Υπουργού Εμπορίου, με σύμφωνον γνώμην της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Αί διατάξεις της παρούσης παραγράφου δεν εφαρμόζονται διά τα Νομικα Πρόσωπα τα οποία εκδίδουν μετοχάς ή ομολογίας, κατόπιν αδείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
2. Οι παραβαίνοντες τας διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρούνται διά φυλακίσεως τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματικής ποινής, μέχρι ποσού πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών.
Άρθρο 11
Εισαγωγή νέων εταιρειών είς το Χηματιστήριον
Διά κοινών αποφάσεων των Υπουργώ Συντονισμού και Εμπορίου τη εισηγήσει της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται οι όροι και αί προϋποθέσεις εισαγωγής νέων εταιρειών είς το Χρηματιστήριον.
Άρθρο 12
Διαγραφή εταιρειών εκ του Χρηματιστηρίου
1. Ανώνυμοι Εταιρείαι εισηγμέναι είς το Χρηματιστήριον, των οποίων το καταβεβλημένον μετοχικών κεφάλαιον είναι κατέτερωον των πεντήκοντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών, υποχρεούνται όπως εντός δύο (2) ετών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος προβούν είς αύξησιν τούτο τουλάχιστον μέχρι του ποσού των πεντήκοντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών.
2. Η περίπτωσις α της παραγράφου 4 του άρθρου 17 του Ν. 3632/1928 ως αυτή ισχύει σήμερον αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“α) Μείωσις του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κάτω του ποσού των πεντήκοντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών, ως και η μή συμμόρφωσις προς την επιβαλλομένην υποχρέωσιν της αυξήσεως του μετοχικού των κεφαλαίου”.
3. Εις το άρθρον 2 του Α. Ν. 148/1967 προστίθεται παράγραφος 5, έχουσα ούτω:
“5. α. Η εισήγησις της Επιτροπής Χρηματιστηρίου και η λήψις αποφάσεως υπό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, περί διαγραφής Εταιρείας εκ του Χρηματιστηρίου, καθίσταται υποχρεωτική εις τας κάτωθι περιπτώσεις: (ι) Εαν επί τρία συνεχή έτη δεν διανείμη τουλάχιστον το υπό της περιπτώσεως (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 45 του Κ.Ν. 2190/1920 προβλεπόμενον υποχρεωτικόν μέρισμα, της τριετίας αρχομένφης, κατά την πρώτην εφαρμογήν της παρούσης διατάξεως, από 1ης Ιανουαρίου 1980. (ιι) Εαν το ύψος των συναλλαγών, εν σχέσει προς τον συνολικόν αριθμόν των μετοχών, δεν υπερβή εις ποσοστόν το πέντε επί τοςι χιλίοις (5% δι`έκαστον ημερολογιακόν έτος, εξαιρουμένων των χαρακτηριζομένων κατά την απόλυτον κρίσιν της Επιτροπής Χρηματιστηρίου ως εικονικών συναλλαγών. Το ποσοστόν τούτο αυξάνεται εις δέκα επί τοις χιλίοις (10%) από 1ης Ιανουαρίου 1981. Προκειμένου περί Εταιρειών, των οποίων αι μετοχαί εισάγονται υποχρεωτικώς εις το Χρηματιστήριον ή ελέγχονται αμέσως ή εμμέσεως υπό του Κράτους, περί της διαγραφής ή μη τούτων εκ του Χρηματιστηρίου εις ήν περίπτωσιν δεν πληρούν τας ανωτέρω υπό στοιχεία (ι) και (ιι) προϋποθέσεις, αποφασίζει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
β.Δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού και Εμπορίου, δύνανται να καθορισθούν και έτεροι λόγοι διαγραφής Εταιρειών εκ του Χρηματιστηρίου, ως και πάσα λεπτομέρεια ή διευκρίνισις σχετικώς προς την εφαρμογήν των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου 4”.
Σημ.: όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 του Ν.1041/1980.
Άρθρο 13
Ίδρυσις Χρηματιστηριακών Μεσιτικών Γραφείων
Διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Συντονισμού και Εμπορόυ, μετά σύμφωνον γνώμην της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, θέλουν καθορισθή οι όροι και αί προϋποθέσεις ιδρύσεως και λειτουργίας Χρηματιστιακών Μεσιτικές Γραφείων είς ολόκληρον την Χώραν.
Άρθρο 14
Έκπτωσις της δαπάνης δι΄ αγοράς μετοχών εκ του συνολικού εισοδήματος
1. Το διατιθέμενον ποσόν διά την αγοράς, νέων μετοχών εκδιδομένων λόγω αυξήσεως είς μετρητά του μετοχικού κεφαλαίου της ανωνύμου εταιρείας, ή νέων μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, εκπίπτεται εκ του συνολικού εισοδήματος του φορολογούμενου ή της συζύγου του, κατά περίπτωσιν, υπό τας εξής προϋποθέσεις:
α. Αί νέαι μετοχαί να εκδίδονται από ανωνύμους εταιρείας εισηγμένας ή εισαχθησομένας είς το Χρηματιστήριον εντός τριμήνου από της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου εξαιρέσει των κτηματικών και ασφαλιστικών Ανωνύμων Εταιρειών. Αί μετά την τυχόν ενάσκησιν του υπό της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του Ν. 2190/1920 προβλεπομένου δικαιώματος προτιμήσεως υπέρ των παλαιών μετόχων εναπομένουσαι νεοεκδιδόμεναι μετοχαί να διατίθενται διά δημοσίας εγγραφής.
β. Ο αγοράζων τας μετόχας υποχρεούται όπως καταθέση ταύτας είς οιανδήποτε Τράπεζαν τα δε μερίδια είς τας Εταιρείας Διαχειρίσεως Αμοιβαίων Κεφαλαίων επί χρονικόν δι΄σατημα τουλάχιστον δώδεκα μηνών. Η έκπτωσις ενεργείται επί τη συνυποβολη΄διά της φορολογικής δηλώσεως φόρου εισοδήματος πιστοποιητικού της Τραπέζης ή των Εταιρειών Διαιχειρίσεως Αμοιβαίων Κεφαλαίων τη απολύτω ευθύνη αυτών ότι πρόκειται περί νέων μεριδίων μη προερχομένων από αντίστοιχην εξαγοράς παλαιών τοιούτων, από το οποίων να αποδεικνύεται η κατάθεσις των μετοχών ή μεριδίων είς ταύτας διά το ως άνω χρονικός διάστημα. Δεν θεωρείται αγορά νέων μεριδίων υπό την έννοιαν του παρόντος νόμου, η αγορά μεριδίων υπό ενός των συζύγων ή προερχομένη από αντίστοιχον εξαγοράν του ετέρου ως και συγγενών πρώτου βαθμού. Τα μερίδια αμοιβαών κεφαλαίων θα αφορούν νεοεκδιδόμενα τοιαύτα από αγοράς γενομένας μετά την ισχύν του παρόντος νόμου. Διά τους είς τα αρχεία μεριδιούχων εγγεγραμμένους κατά την 1η Ιανουαρίου 1979 μεριδιούχους, οι οποίοι θα προβούν είς εξαγοράς μεριδίων μέχρι της ενάρξεως εφαρμογής του παρόντος νόμου, θα χορηγήται πιστοποιητικόν μόνον διά τα επί πλέον, μετά την αφαίρεσιν των εξαγορασθέντων, νεά μερίδια ως προκύπτει εκ των τηρουμένων αρχείων μεριδούχων.
γ. Το εκπιπτόμενον καθ΄ έκαστον έτος ποσόν δεν δύναται να υπερβαίνη το ποσόν των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) δραχμών επί αγάμων, των τριάκοντα χιλιάδων (30.000) δραχμών επί εγγάμων, προσαυξανόμενον κατά πέντε χιλάδας (5.000) δρχ. Δι΄ έκαστον τέκνον. Κατά το δεύτερον και τρίτον έτος διά να εκπεσθή εκ του συνολικού εισοδήματος η αξία των αγοραζομένων νέων μετοχών ή νέων μεριδίων κατά τα έτη ταύτα ο υπόχρεως δέον να έχη καταθέσει τας αγοραζομένας νέας μετοχάς, η νέα μερίδια δια χρονικόν διάστημα δώδεκα μηνών, είς οιανδήποτε Τράπεζαν. Η αξία των κατατεθειμένων νέων μετοχών ή νέων μεριδίων είς Τράπεζαν, κατά το δεύτερον και τρίτον έτος, δέον να καλύπτη το εκπιπτόμενον αφορολόγητον ποσόν εκ της αγοράς νέων μετοχών, ή νέων μεριδίων κατά το έτος τούτο και το προηγούμενον έτος ή τα δύο προηγούμενα έτη, κατά περίπτωσιν.
δ. Ο εκπίπτων την αξίαν των αγοραζομένων νέων μετοχών η νέων μεριδίων από το συνολικόν του εισόδημα δεν δικαιούται των αφορολόγητων ποσόν των προβλεπομένων υπό των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του παρόντος διά τα μερίσματα και κέρδη διά το αυτό ημερολογιακόν έτος.
2. Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθορίζονται διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου, δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
3. Η προβλεπόεμνη υπό του παρόντος άρθρου έκπτωσις ισχύει διά μίαν τριετίαν, της πρώτης εκπτώσεως ενεργούμενης εκ του συνολικού εισοδήματος του κτηθέντος εντός του ημερολογιακού έτους 1980.
Άρθρο 15
Ρύθμισις θεμάτων πιστωτικών ιδρυμάτων
1. Είς το άρθρον 1 του Α.Ν. 89/1967 προστίθεται εδάφιο 2 έχον ως ακολούθως:
“2. Προκειμένου περί εγκαταστάσεων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, διά την παροχήν της σχετικής αδείας απαιτείται σύμφωνος γνώμη της Νομισματικής Επιτροπής, η οποία καθορίζει την ακριβήν φύσιν των τραπεζικών εργασιών, το αντικείμενον των οποίων θεωρείται ως ευρισκόμενον εκτός Ελλάδος κατά την έννοιαν του παρόντος άρθρου. Τα ως άνω πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται όπως συμμορφούνται προς τας σχετικάς με την λειτουργίαν των αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής και παρέχουν είς τα όργανα αυτής τα καθοριζόμενα εκάστοτε διά την άκσησιν του σχετικού ελέγχου στοιχεία. Πάσα παράβασις των εν λόγω υποχρεώσεων συνιστά λόγον ανακλήσεως της σχετικής άδειας λειτουργίας, ήτις συντελείται δι΄ αποφάσεως του Υπουργού του Συντονισμού κατόπιν συμφώνου γνώμης της Νομισματικής Επιτροπής”.
2. Το ποσοστόν της εισφοράς υπέρ του παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος κοινού λογαριασμού δι΄ επιστροφήν διαφορών τόκων της προβλεπόμενης υπό του άρθρου 1 παράγραφος 3 του Ν. 128/1975, από του έτους 1979 και εφ΄ εξής, δύναται να αυξομειούται διά το σύνολον ή δι΄ ωρισμένας μόνον κατηγορίας πιστώσεων ή δανείων μεταξύ ενός και δέκα επί τοις χιλίοις (10‰) δι΄ αποφάσεον της Νομισματικής Επιτροπής εγκρινομένων υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.
Από του έτους 1979, η ως άνω εισφορά δεν υπολογίζεται επί δανείων ή πιστώσεων με συμβατικόν επιτόκιον μή υπερβαίνον το πέντε επί τοις εκατόν (5%), ούτε επί δανείων ή πιστώσεων συνολογογουμένων είς ελεύθερον συνάλλαγμα και εξοφλητέων κατά κεφάλαιον, τόκους κλπ., εξ ιδίων συναλλαγματικών διαθεσίμων των δανειζομένων, μη υποχρεωτικώς εισακτέων είς την Χώραν εξ άλλης αιτίας, κατά τα εκάστοτε καθοριζόμενα υπό των αρμοδίων κρατικών αρχών.
3. Η αληθής έννοια της διατάξεως του εδαφίου α της παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 4171/1961 “περί λήψεως μέτρων διά την υποβοήθησιν της αναπτύξεως της Οικονομίας της χώρας”, ως ισχύει, είναι ότι ως εξόφλησιν των δανείων ή πιστώσεων, ως και των επ΄ αυτών τόκων, λογίζεται και η δια συμβιβασμού ή αφέσεως χρέου, εν όλω ή εν μέρει, απόσβεσις της ενοχής.
Φόροι, τέλη χαρτοσήμου, εισφοραί, δικαιώματα ή άλλαι επιβαρύνσεις υπέρ του Δημοσίου ή τρίων, επί συμβιβασμών ή αφέσεων χρεών περί ως το προηγούμενον εδάφιον, οφειλόμενα δεν αναζητούνται, τυχόν δε καταβληθέντα προ της 31ης Δεκεμβρόιυ 1978 δεν επιστρέφονται.
4. Είς το άρθρον 4 του Ν.Δ. 588/1948 “περί ελέγχου της πίστεως” προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως:
“Τα όργανα της Γενικής Επιθεωρήσεως Τραπεζών αρμοδίως εξουσιοδοτούμενα υπό της Νομισματικής Επιτροπής δικαιούνται να ελέγχουν την ύπαρξιν των, είς τα Λογιστικά Βιβλία των ελεγχομέων πάσης φύσεως επιχειρήσεων, εμφανιζόμενων μετρητών εν τω Ταμείω”.
5. Από της δημοσιεύσεως του παρόντος το ποσοστόν του νομίμου και εξ υπερημερίας οφελομένου τόκου, ως και το ποσοστόν, κατ΄ ανώτατον όριον, του εκ δικαιοπραξίας τόκου ορίζονται εκάστοτε διά Πράξεως του Υπουργού Συμβουλίου, μετά πρότασιν της Νομισματικής Επιτροπής, καταργουμένης πάσης αντιθέτου επί του θέματος τούτου διατάξεως.
Άρθρο 16
Μετατροπή ληξιπροθέσμων οφειλών των επιχειρήσεων είς μετοχικόν κεφάλαιον
Η Νομισματική Επιτροπή δύναται μετά γνώμην της Επιτροπής Κεφαλαιοαγοράς να επιβάλη είς τας εν Ελλάδι λειτουργούσας Τραπέζας να κεφαλαιοποιούν μέρος ή το σύνολον των μεσομακροπροθέσμων οφειλών επιχειρήσεων, των οποίων η εξόφλησις καθυστερεί επί διετίαν τουλάχιστον από τον συμπεφωνημένον χρόνον λήξεώς των, εφ΄ όσον το σύνολον των οφειλών τούτων υπερβαίνη το τριπλάσιον της λογιστικής καθαράς θέσεως της επιχειρήσεων. Η αύξησις του κεφαλαίου της οφειλέτιδος επιχειρήσεως πραγματοποιείται διά της εκδόσεως αντιστοίχου ποσού νέων μετοχών είς τιμήν καθοριζομένην υπό της Νομισματικής Επιτροπής, μετά γνώμηνωσαύτως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τηρουμένων των υπό των κειμένων διατάξεων προβλεπόμενων διαδικασιών και εν πάση περιπτώσει επιφυλασσόμενου του κατά την παρ. 5 του άρθρου 13 του Ν. 2190/1920 δικαιώματος προτιμήσεως υπέρ των παλαιών μετόχων, ασκουμένη υπό τούτων διά καταβολής τοις μετρητοίς.
Τα αρμόδια όργανα της Εταιρείας υποχρεούνται όπως συμμορφωθούν αμελλητί προς την απόφασιν της Νομισματικής Επιτροπής. Εν περιπτώσει μη συμμορφώσεως, οι παραβάται τιμωρούνται διά των ποινών του άρθρου 57 του Ν. 2190/1920.
Αί υπό των Τραπεζών αποκτώμεναι νέαι μετοχαί διατίθενται υποχρεωτικώς προς το κοινόν, είς την τιμήν κτήσεως των, διά δημοσίας εγγραφής και εισάγονται εν συνεχεία είς το Χρηματιστήριον αυτοδικαίως, μη απαιτουμένης ετέρας τινός διαδικασίας.
Αί Τράπεζαι υποχρεούνται έναντι του αρχικού αγοραστού των ως άνω δια δημοσίας εγγραφής διατιθεμένων μετοχών:
α) Να επαναγοράσουν ταύτας είς την τιμήν της διαθέσεώς των επί τη αιτήσει του υποβαλλομένη εντός αποκλεισιτκής προθεσμίας τριάκοντα ημερών μετά παρέλευσιν έτους από της διαθέσεώς των.
β) Να καταβάλουν είς αυτόν επί τη αιτήσρει του, υποβαλλομένη εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάκοντα ημερών από της εγκρίσεως του τρίτου μετά την διάθεσίν των ισολογισμού της Εταιρείας, την τυχόν διαφοράν μεταξύ των συνολικώς καταβληθέντων είς αυτό μερισμάτων τριών συνεχών χρήσεων και των συνολικώς καταβλητέων διά τας χρήσεις ταύτας μερισμάτων βάσει της παρ. 2 του άρθρου 45 του Ν. 2190/1920. Η καταβαλλόμενη ως άνω διαφορά λογίζεται φορολογικώς ως μέριμνα, ή δε καταβάλλουσα ταύτην Τράπεζα έχει αναγωγήν κατά της Εταιρείας.
Διά της αποφάσεως της Νομισματικής Επιτροπής της επιβαλλούσης την κεφαλαιοποίησιν των προς Τράπεζας οφειλών κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, ήτις δημοσιεύεται υποχρεωτικώς διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται ιδία δε ο τρόπος εκτιμήσεως της καθαράς θέσεως των επιχειρήσεων.
Σημ.: όπως το άρθρο 16 καταργήθηκε με την παρ.15 άρθρ.12 Ν.2548/1997 Α 259/12.12.1997
Άρθρο 17
Έκπτωσις φόρου καταβληθέντος είς την αλλοδαπήν
1. Είς την παράγραφος 3 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 3843/1958 “περί φορολογίας εισοδήματος Νομικών Προσώπων” προστίθενται νέα εδάφια έχονται ως ακολούθως:
“Είς περίπτωσιν κατά την οποίαν μεταξύ των διανεμομένων εισοδημάτων ημεδαπών ανωνύμων τεχνικών εταιρειών υπαγομένων είς τας διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 4171/1961 “περί λήψεως γενικών μέτρων διά την υποβοήθησιν της αναπτύξεως της οικονομίας της Χώρας”, ως ισχύει, αφορολογήθηκαν είς την αλλοδαπήν επ΄ ονόματι της ανωνύμου εταιρείας, εκπτίπτεται εκ του αποδιδομένου είς το Δημόσιον φόρον, ο αποδεδειγμένως καταβληθείς διά το εισόδημα τούτο φόρος εν τη αλλοδαπή. Ο ούτως εκπιπτόμενος φόρος, δεν δύναται εν πάση περιπτώσει, να είναι ποσόν ανώτερον του κατά τας διατάξεις του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967 “περί μέτρων προς ενίσχυσιν της κεφαλαιαγοράς”, ως εκάστοτε ισχύουν, αναλογούντος είς το διανεμόμενον ποσόν του του εν τη αλλοδαπή προκύψαντος εισοδήματος. Η έκπτωσις του καταβληθέντος είς την αλλοδαπήν φόρου ενεργείται υπό την προϋπόθεσιν ότι το προερχόμενον εκ των κερδών της αλλοδαπής ποσόν μερισμάτων εισάγεται εν Ελλάδι υπό μορφήν συναλλάγματος μή υποχρεωτικός εκχωρητέου.
2. Αί διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί μερισμάτων κτωμένων από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος και εφεξής.
Άρθρο 18
Ευθύνη Μετόχων
Το άρθρον 22 του Ν. 820/1978 “περί λήψεως μέτρων διά την περιστολήν της φοροδιαφυγής και άλλων τινών διατάξεων”, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Αρθρον 22
Ευθύνη Μετόχων
Είς το τέλος του άρθρου 30 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθενται νέα εδάφια έχοντα ως ακολούθως:
“Κομισταί ανωνύμων μετοχών μη εισηγμένων είς το Χρηματιστήριον υποχρεούνται κατά την εξαργύρωσιν των μερισματοποδείξεων είς υποβολήν υπευθύνου δηλώσεως του Ν.Δ. 105/1969 ότι τυγχάνουν κύριοι ή επικαρπωταί των μετοχών. Ο ενεργών την εξαργύρωσιν των μερισματοποδείξεων υποχρεούται να αρνηθή ταύτην, εφ΄ όσον δεν προσκομίζεται η ώς άνω υπεύθυνος δήλωσις.
Η κατά τα ανωτέρω δήλωσις αποστέλεται εντός διμήνου από της λήξεως εκάστου ημερολογιακού έτους είς τον αρμόδιον διά την φορολογίαν της Ανωνύμου Εταιρείας Οικονομικόν Έφορον”.
Άρθρο 19
Δημοσιότης Οικονομικών Στοιχείων Ανωνύμων Εταιρειών και Ε.Π.Ε.
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 26 του Ν. 2190/1920 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Η πρόσκλησις της γενικής συνελεύσεως περιλαμβάνουσα τουλάχιστον το οίκημα, την χρονολογίαν και την ώραν της συνεδρίας, ως και τα θέματα της ημερησίας διατάξεως εν σαφηνεία, τοιχοκολλάται εν εμφανεί θέσει του καταστήματος της Εταιρείας και δημοσιεύεται είς το Δελτίον Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισμένης Ευθύνης της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κατά το άρθρον 3 του από 16 Ιανουαρίου 1930 Π.Δ/τος “περί Δελτίον Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισμένης Ευθύνης της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κατά το άρθρον 3 του από 16 Ιανουαρίου 1930 Π.Δ./τος “περί Δελτίου Ανωνύμων Εταιρειών”, είς μίαν εκ των εν Αθήναις εκδοδιμένων και ευρύτερον κατά την κρίσιν του Διοικητικού Συμβουλίου κυκλοφορουσών είς όλην την Χώρας ημερησίων πολιτικών εφημερίδων και είς μίαν ημερησίαν ή εβδομαδιαίαν οικονομολογικήν εφημερίδα εκ των δι΄ αποφάσεως είς όλην την Χώραν ημερησίως ή εβδομαδιαίαν οικονομολογικήν εφημερίδα εκ των δι΄ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου οριζομένων οικονομολογικών τοιούτων αίτινες δέον οπωσδήποτε:
α) να εκδίδωνται ανελλιπώς καθ΄ ημέραν η καθ΄ εβδομάδα, από τριετίας τουλάχιστον, β) να έχωσι κυκλοφορίαν κατ΄ ελάχιστον όριον πέντε χιλιάδων (5.000) φύλλων, γ) να απασχολούν μονίμως είς το “ρεπορτάζ” των παραγωγικών Υπουργείων και τας εσωτερικάς υπηρεσίας δέκα (10) τουλάχιστον συντάκτας, με μισθόν τον οποίον ορίζουν εκάστοτε αί συλλογικαί συμβάσεις της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών μετά των εκδοτών και με καταβολάς είς τα οικεία ασφαλιστικά ταμεία.
Τα στοιχεία δια την κάλυψιν των ανωτέρω προϋποθέσεων δέον να βεβαιώνονται υπό της αρμοδίας υπηρεσίας του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως και υπό της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, κατά το μέρος που αφορά την σύνταξιν. Εάν η έδρα της εταιρείας είναι εκτός Αθηνών η πρόσκλησις θα δημοσιεύηται και είς μίαν εκ των εν τη έδρα της εταιρείας τυχόν εκδιδομένων ημερησίων ή εβδομαδιαίων πολιτικών εφημερίδων”.
2. Ανώνυμαι εταιρείαι των οποίων αί μετοχαί, είναι εισηγμέναι είς το Χρηματιστήριον υποχρεούται όπως, εντός δύο μηνών από της λήξεως εκάστου εξαμήνου εκάστης οικονομικής χρήσεως, δημοσιεύουν είς μίαν ανεγνωρισμένην οικονομολογικήν εφημερίδα, εκ των οριζομένων είς της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, οικονομικά στοιχεία περί της εξελίξεως των λογαριασμών ενεργητικού και παθητικού, των πωλήσεων ως και των αποτελεσμάτων της Εταιρείας. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου θέλουν καθορισθή τα προς δημοσίευσιν επί μέρους οικονομικά στοιχεία.
Σημ.: όπως η παρ.2 καταργήθηκε με το άρθρο 9 Π.Δ. 360/1985 ΦΕΚ Α 129.
3. Η τιμή χρεώσεως υπό των εφημερίδων διά τας δημοσιεύσεις του παρόντος άθρρου δεν δύναται να υπερβαίνη την καθοριζομένην υπό του τιμολογίου του ισχύοντος διά κρατικάς δημοσιεύσεις.
Άρθρο 20
Επέκτασις των υπό του Σώματος Ορκωτών Λογιστών διενεργουμένων ελέγχων
Είς το άρθρον 2 του Ν.Δ. 3329/1955 “περί συστάσεως Σώματος Ορκωτών Λογιστών”, προστίθεται παράγραφος 5 έχουσα ούτω:
“5. Διά κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού και Εμπορίου, δύνανται να υπαχθούν υπό τον τακτικόν έλεγχος του Σώματος Ορκωτών Λογιστών κατηγορίαι Ανωνύμων Εταιρειών, ημεδαπών ή αλλοδαπών ή δραστηριότης των οποίων δύναται να έχη σημαντικάς επιδράσεις επί της οικονομίας της Χώρας, μη ισχυουσών εν προκειμένω τυχόν περί του αντιθέτου διατάξεων του Ν. 2190/1920 “περί Ανωνύμων Εταιρειών”.
Άρθρο 21
Επέκτασις των υπό του Σώματος Ορκωτών Λογιστών διενεργουμένων ελέγχων
Είς το άρθρον 2 του Ν. 849/78 “περί παροχής κινήτρων διά την ενίσχυσιν της περιφερειακής και οικονομικής αναπτύξεως της Χώρας” προστίθεται παράγραφος 5 έχουσα ούτω:
“5. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού εκδιδομένης κατά την διαδικασίαν των άρθρων 8 και 9 του παρόντος δίδεται είς τα Κοινά Ταμεία Εισπράξεων Λεωφορείων ή εις εταιρείας ιδρυομένας υπ΄ αυτών κατά τας διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 588/77 “περί Οργανώσεως των Αστικών Συγκοινωνιών Πρωτεύσης και άλλων τινών διατάξεων” δανειακή ενίσχυσις εκ μέρους του Δημοσίου διά την ανέγερσις υπ΄ αυτών υπεραστικών σταθμών είς τας περιοχάς Γ, Δ και Ε, ανερχόμενη μέχρι τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40%) επί της αξίας των πραγματοποιουμένων επενδύσεων”.
Άρθρο 22
Κωδικοποίησις των περί Κεφαλαιαγοράς νόμων
1. Επιτρέπεται η διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου, κωδικοποίησις είς ενιαίον κείμενον των διατάξεων του Α.Ν. 148/1967, ως και των διατάξεων ετέρων νομοθετημάτων αμέσως ή εμμέσως συμπληρουσών ή τροποποιουσών ταύτας, των συναφών τοιούτων, ως και των διατάξεων του παρόντος.
2. Κατά την ως άνω κωδικοποίησιν επιτρέπεται η μεταβολή της σειράς των άρθρων, των παραγράφων και εδαφίων, ή διαγραφή, σύμπτυξις, ως και πάσα φραστική μεταβολή άνευ αλλοιώσεως της εννοίας των ισχυουσών διατάξεων, ως και η απάλειψις μη ισχυουσών μεταβατικών διατάξεων.
Άρθρο 23
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεως του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εκτός εάν άλλως ορίζεται εν αυτώ.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 12 Μαρτίου 1979
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς.