Νόμος 915 ΦΕΚ Α΄103/8.5.1979
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της “περί Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων ‘Εργων” νομοθεσίας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:
Άρθρον 1
Το άρθρον 3 του Α.Ν. 2326/1940 “περί Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών καί Εργοληπτών Δημοσίων `Εργων” (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.), ως ετροποποιηθέν ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“Άρθρον 3.
1. Το Ταμείον Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων `Εργων διοικείται υπό εννεαμελούς Διοικητικού Συμβουλίου, απαρτιζομένου : α) Εκ τριών (3) ησφαλισμένων, μελών τον Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.), εξ ων ο εις εκ των απασχολουμένων εις ιδιωτικάς επιχειρήσεις και εις εκ των μελετητών.
β) Εξ ενός (1) ησφαλισμένου, μέλους της Πανελληνίου Ενώσεως Διπλωματούχων μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων `Εργων ή της Πανελληνίου Ενώσεως Διπλωματούχων Μηχανολόγων- Ηλεκτρολόγων Εργοληπτών Δημοσίων `Εργων, προτεινομένου από κοινού υπό των εν λόγω Ενώσεων.
γ) Εξ ενός (1) ησφαλισμλένου, μέλους της Ενώσεως Μηχανικών Δημοσίων υπσλλήλων, Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών.
δ) Εξ ενός (1) ησφαλισμένου, Εργολήπτου Δημοσίων `Εργων, μέλους της Πανελληνίου Ενώσεως Συνδέσμων Εργοληπτών Δημοσίων `Εργων.
ε) Εξ ενός (1) ησφαλισμένου, μέλους της Πανελληνίου Ενώσεως Πτυχιούχων Υπομηχανικών.
στ) Εξ ενός (1) συνταξιούχου του Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων `Εργων, τυγχάνοντος μέλους της Ενώσεως Συνταξιούχων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.
ζ) Εξ ενός (1) ανωτέρου υπαλλήλου του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.
2. Τα ανωτέρω μέλη μετ` ισαρίθμων αναπληρωματικών, διορίζονται δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Τα εν εδαφίοις α έως καί στ μέλη διορίζονται υπό τού Υπουργού Κοινωνικών υπηρεσιών, εκ πίνακος περιλαμβάνοντας διπλάσιον αριθμόν υποψηφίων ως τακτικών και αναπληρωματικών μελών υποβαλλομένου παρά του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος και των αναφερομένων κατά περίπτωσιν οικείων Ενώσεων.
3. Κατά την πρώτην συνεδρίασιν εκάστου νέου Διοικητικού Συμβουλίου εκλέγεται, δια μυστικής ψηφοφορίας, εκ των μελών αυτού ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος.
4. Εις το Διοικητικόν Συμβούλιον μετέχει, άνευ ψήφου, ως Κυβερνητικός Εκρόσωπος ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών οριζόμενος, μετά τού αναπληρωτού του, υπό του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών.
5. Εισηγητής εις το Δ.Σ. είναι ο Γενικός Διευθυντής του Ταμείου ή ό αναπληρών τούτον Διευθυντής.
6. Χρέη Γραμματέως του Δ.Σ. εκτελεί υπάλληλος του Ταμείου, οριζόμενος, μετά του αναπληρωτού του, δι` αποφάσεως τού Δ.Σ.
7. Η θητεία του Δ.Σ. είναι τριετής, αρχομένη από τής δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών περί διορισμού των μελών του Δ.Σ. και του Κυβερνητικού Εκπροσώπου. Το Δ.Σ. ασκεί τα καθήκοντά του και μετά την λήξιν της θητείας του και μέχρι του διορισμού του νέου Δ.Σ., ουχί, όμως, πέραν του τριμήνου από τής λήξεως της θητείας του.
8. Εις περίπτωσιν καθ` ην το Τεχνικόν επιμελητήριον της Ελλάδος η μία ή πλείονες των εν εδαφίοις β έως και στ` της παραγραφου 1 του παρόντος άρθρου αναφερομένων Ενώσεων δέν ήθελον προτείνει τα προς διορισμόν της νέας Διοικήσεως μέλη, ένα τουλάχιστον μήνα προ της λήξεως της θητείας τού Δ.Σ. του Ταμείου, ταύτα διορίζονται δι` αποφάσεως τού Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών εκ των μελών των Διοικήσεων του Τ.Ε.Ε. ή των οικείων Ενώσεων, αντιστοίχως.
9. Το Δ.Σ. του Ταμείου συνεδριάζει τακτικώς μέν άπαξ της εβδομάδας, εκτάκτως δε οσάκις ήθελε παραστή πρός τούτο ανάγκη, μετά πρόσκλησιν του Προέδρου αυτού. Η σχετική πρόσκλησις δέον να κοινοποιήται, εις πάντα τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, δύο τουλάχιστον ημέρας πρό της τακτικής συνεδριάσεως, την προτεραίαν δε προκειμένου περί εκτάκτου τοιαύτης. Κατ` αμφοτέρας τας περιπτώσεις γνωστοποιούνται και τα πρός συζήτησιν θέματα. Είναι δυνατή η αναγραφή και ετέρου θέματος εις την ημερησίαν διάταξιν εάν αποφασισθή τούτο υπό πάντων των παρισταμένων εις την συνεδρίασιν μελών, εκτός εάν πρόκειται περί επενδύσεως κεφαλαίων οπότε δεν επιτρέπεται η αναγραφή τούτου.
Το Δ.Σ. συνεδριάζει εκτάκτως εφ` όσον αιτήσωνται τούτο εγγράφως τρία τουλάχιστον εκ των τακτικών μελών αυτού, αναφέρονται και το θέμα δια το οποίον αιτούνται την συνεδρίασιν. Ο Πρόεδρος υποχρεούται να συγκαλέση εκτάκτως το Δ.Σ. εις συνεδρίασιν, εντός τριών (3) ημερών από της λήψεως της ως άνω αιτήσεως ή να θέση το θέμα τούτο ως πρώτον εις την ημερησίαν διάταξιν, μεσολαβούσης συνεδριάσεως, εντός της ως άνω προθεσμίας.
10. Το Δ.Σ. ευρίσκεται εν απαρτία παρόντων πέντε (5) μελών εν οίς ο Πρέεδρος ή Αντιπρόεδρος.
11. Τον Πρόεδρον και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, εις περίπτωσιν απουσίας, κωλύματος ή ελλείψεως, αναπληρούν αντιστοίχως ο Αντιπρόεδρος και τα αναπληρωματικά μέλη.
12. Κενουμένης καθ` οιονδήποτε τρόπον, θέσεώς τινός τακτικού ή αναπληρωματικού μέλους τού Δ.Σ., διορίζονται κατά την εν τω παρόντι άρθρω αναφερομένην διαδικασίαν νέα μέλη δια τον υπόλοιπον της θητείας χρόνον.
13. Καθήκοντα του Κυβερνητικού εκπροσώπου είναι τα προβλεπόμενα υπό της παραγράφου 1 τού άρθρου 4 του Α.Ν. 1778/1951 “περί τροποποιήσςως και συμπληρώσεως των διατάξεων “περί εποπτείας, ελέγχου και διοικήσεως των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως του Υπουργείου Εργασίας” δια τον Κυβερνητικόν Επίτροπον.
14. Από της ισχύος του παρόντος νόμου θεωρείται λήξασα η θητεία του υφισταμένου Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., το οποίον εξακολουθεί να ασκή τα καθήκοντά του μέχρι του διορισμού του, κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, νέου Διοικητικού Συμβουλίου.”
Άρθρον 2
Το άρθρον 4 του Α.Ν. 2326/1940, ως τροποποιηθέν ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“Άρθρον 4.
1. Το Διοικητικόν Συμβούλιον διοικεί τον Οργανισμόν και διαχειρίζεται την περιουσίαν αυτού, κατά τας κειμένας διατάξεις και αποφασίζει επί πάσης υποθέσεως αφορώσης τούτον
α) Εγκρίνει τον ετήσιον προϋπολογισμόν, απολογισμόν και ισολογισμόν.
β) Μεριμνά δια την κανονικήν είσπραξιν των πόρων αυτού
γ) Αποφασίζει περί της τοποθετήσεως, εκποιήσεως, υποθηκεύσεως, ενεχυριάσεως των περιουσιακών στοιχείων του Οργανισμού κατά τας κειμένας διατάξεις.
δ) Αποφασίζει περί των εις είδος και χρήμα παροχών, μεριμνά δια την έγκαιρον και κανονικήν χορήγησιν τούτων και εντέλλεται την εκτέλεσιν των υπό του εγκεκριμένου προϋπολογισμού προβλεπομένων δαπανών. Μη προβλεπόμεναι δαπάναι υποβάλλονται πρό πάσης εκτελέσεως εις το εποπτεύον Υπουργείον προς έγκρισιν.
ε) Αποφασίζει και εισηγείται εις το εποπτεύον τον Οργανισμόν Υπουργείον τας αναγκαίας τροποποιήσεις της κειμένης νομοθεσίας και εν γένει επεξεργάζεται τους Κανονισμούς ως καί πάσας τας καταστατικάς διατάξεις.
στ) Συμβιβάζεται ή παραιτείται από δικαστικού αγώνος, με γνώμονα πάντοτε τα συμφέροντα του Οργανισμού.
ζ) Αποφασίζει περί της προσλήψεως του προσωπικού “ατού, ως και περί απολύσεως τούτον, κατά την διέπουσαν τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ. νομοθεσίαν.
η) Παρέχει γενικήν ή ειδικήν εξουσιοδότησιν όπως ορισμένης φύσεως έγγραφα υπογράφωνται υπό του Γενικού Διευθυντού ή των Διευθυντών του Ταμείου.
2. Εις τον Πρόεδρον του Δ.Σ. του Ταμείου χορηγείται μηνιαία αποζημίωσις δι` έξοδα παραστάσεως, οριζομένη δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γνώμην του Δ.Σ. και Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.
Δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού, Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών, εγκρίνεται η χορήγησις αποζημιώσεως κατά συνεδρίασιν εις τον Πρόεδρον, τα μέλη του Δ.Σ. τον Κυβερνητικόν Εκπρόσωπον, τον Γεν. Διευθυντήν και τον Γραμματέα αυτού.
Δια των αυτών αποφάσεων καθορίζεται αποζημίωσις δια τον Διευθυντήν – Ιατρόν του Κλάδου Υγείας Τεχνικών, οσάκις καλήται υπό του Δ.Σ. εις τας συνεδριάσεις αντού. Αι συνεδριάσεις του Δ.Σ. θα πραγματοποιούνται εκτός των ωρών εργασίας του Ταμείου.
3. Αι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν των παρόντων μελών, εξαιρέσει των υποθέσεων, δι` ας απαιτείται ειδική πλειοψηφία. Εν ισοψηφία υπερισχύει η γνώμη υπέρ ης δίδεται ή ψήφος του Προέδρου.
4. Ο Γενικός Διενθυντής του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., διορίζεται μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου”.
Άρθρον 3
Το άρθρον 5 του Α.Ν. 2326/1940, ως τροποποιηθέν ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“Άρθρον 5
1. Ο Πρόεδρος εκπροσωπεί τον Οργανισμόν καθ` όλας αυτού τας σχέσεις, δικαστικώς και εξωδίκως. Η εκτός έδρας εξώδικος η δικαστική εκπροσώπησις του Οργανισμού, δύναται ν` ανατεθή αποφάσις του Διοικ. Συμβουλίου και εις έτερον πρόσωπον.
2. Ο Πρόεδρος ως ανώτατος Προϊστάμενος του Οργανισμού, έχει γενικώς τον έλεγχον και την εποπτείαν αυτού, παρακολουθεί την ακριβή εκτέλεσιν των αποφάσεων του Δ.Σ., διατυπώνει τα ερωτήματα προς την Νομικήν Υπηρεσίαν του Ταμείου, εκδίδει τας δεούσας οδηγίας προς επίτευξιν των σκοπών τού Οργανισμού εναρμονίζων ταύτας προς τα υπό των κειμένων διατάξεων οριζόμενα και υπογράφει τα έγγραφα του Ορ- γανισμού.
3. Τα μέλη του Δ.Σ. παρακολουθούν την εν γένει πορείαν των εργασιών του Ταμείου και εισηγούνται παν κατά την κρίσιν των μέτρων δυνάμενον να προαγάγη τα συμφέροντα τού Οργανισμού, ζητούντα δια τον Γεν. Διευθυντού πάσαν αναγκαιούσαν είς αυτά πληροφορίαν.
4. Παν μέλος του Δ.Σ. απουσιάζον επί πέντε συνεχείς συνεδριάσεις του Δ.Σ. ή των υπ` αυτού συνιστωμένων Επιτροπών άνευ αποχρώντος λόγου κρινομένου υπό τού Δ.Σ. δύναται να αντικαθίσταται προτάσει του Δ.Σ. δι` αποφάσεως του διορίσαντος τούτο Υπουργού, κατά την εν παραγράφω 2 του άρθρου 3 του Α.Ν. 2328/1940, ως ισχύει, διαδικασίαν.
5. Ο Γενικός Διενθυντής προίσταται των υπηρεσιών του Οργανισμού και έχει πάσας τας αρμοδιότητας τας οριζομένας υπό των κειμένων διατάξεων και τας υπό του Οργανισμού ειδικωτέρας τοιαύτας”.
Άρθρον 4
1. Εις το άρθρον 6 του Α.Ν. 2326/1940 προστίθενται παράγραφοι 7, 8, 9 και 10 έχουσαι ούτω :
“7. Ομοίως μετέχουν υποχρεωτικώς εις την ασφάλισιν του Ταμείου οι αυτοτελώς απασχολούμενοι και μη τυγχάνοντες ησφαλισμένοι εις έτερον φορέα κυρίας ασφαλίσεως πτυχιούχοι υπομηχανικοί απόφοιτοι των καταργηθεισών Σχολών Θεσσαλονίκης, Βόλον, Πατρών, Ιωαννίνων, Ηρακλείου Κρήτης, της Βαλλιανείου Σχολής Ληξουρίου, των Δημοσίων Τεχνικών Σχολών Αθηνών και θεσσαλονίκης των ιδρυθεισών δυνάμει του Ν.Δ. 3971/1959 “περί τεχνικής εκπαιδεύσεως, οργανώσεως της μέσης εκπαιδεύσεως και διοικήσεως της παιδείας).
`Ομοίως μετέχουν υποχρεωτικάς εις την ασφάλισιν του ΤΣΜΕΔΕ και οι κατά την δημοσίευσιν του παρόντος υπηρετούντας εις τον Κλάδον Υγείας Τεχνικών του Ταμείου, υπό την ιδιότητα του Διευθυντού και Αναπλη- ρωτού Διενθυντού επί θητεία ιατροί κατ` άρθρον 13 παράγραφος 3 του υπ` άριθ. 1996/1977 Πρ. Διατάγματος “περί του Οργανισμού του ΤΣΜΕΔΕ”.
Οι ανωτέρω δύνανται να αναγνωρίσουν ως χρόνον πραγματικής ασφαλίσεως τον από της προσλήψεως και εφεξής χρόνον, ανεξαρτήτως σχέσεως εργασίας, επί καταβολή της ισχυούσης εισφοράς δια τους εμμίσθους μετόχους κατά την υποβολήν της σχετικής αιτήσεως.
Ως πρός την εξόφλησιν της οφειλής εξ αναγνωρίσεως χρόνον προύπηρεσίας, εφαρμογήν έχουν αι διατάξεις της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου.
8. Οι εκ των ανωτέρω άγοντες ηλικίαν άνω των 80 ετών, κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου, δύνανται να εξαιρεθούν της ασφαλίσεως του Ταμείου εφ` όσον αιτήσωνται τούτο εντός διετίας από της ισχύος του Νόμου.
9. Εις τους κατά τας διατάξεις των εις τας προηγουμένας παραγράφους του παρόντος άρθρου, υπαγομένους εις την ασφάλισιν, παρέχεται το δικαιωμα αναγνωρίσεως χρόνου ασκήσεως του επαγγέλματος υπομηχανικού εν τη ημεδαπή ή τη αλλοδαπή μέχρι δέκα (10) ετών από τής λήψεως τον πτυχίου των, δι` αιτήσεως υποβαλλομένης εντός διετίας από της ίσχύος του παρόντος επί καταβολή εισφοράς πρός τον Κλάδον Συντάξεως ίσης πρός τό διπλάσιον τής υπό του εδαφίου α` της παραγρ. 1 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/1940 προβλεπομένης δια τους ελευθέρως ασκούντας το επάγγελμα και ισχυούσης κατά τον χρόνον υποβολής της σχετικής αιτήσεως. Η εκ της ως άνω αίτιας οφειλή, δύναται να εξοφληθή εις 48 Ισοπόσους μηνιαίας δόσεις. Εις περίπτωσιν απωλείας του δικαιώματος τμηματικής καταβολής της οφειλής, το υπόλοιπον ποσόν καθίσταται απαιτητόν και εξοφλείται βάσει της ισχυούσης κατά τον χρόνον καταβολής εισφοράς, μετά των νομίμων προσαυξήσεων.
10. Δια την συνταξιοδότησιν λόγω γήρατος των εις τας προηγουμένας παραγράφους αναφερομένων υπομηχανικών των υπαγομένων το πρώτον εις την ασφάλισιν του Ταμείου και εχόντων υπερβή τό 50όν έτος της ηλικίας των, απαιτείται ή παραμονή των εις την ενεργόν ασφάλισιν επί τόσα έτη όσα ύπολειπονται προς συμπήρωσιν του 65ου έτους της ηλικίας των, μη δυναμένων, εν πάση περιπτώσει να υπολείπωνται της πενταετίας.
Δια την απονομήν συντάξεως λόγω αναπηρίας εις τα ανωτέρω πρόσωπα ή εν περιπτώσει θανάτου εις τους δικαιοδόχους αυτών, απαιτείται ή παρέλευσις του αυτου χρόνου πραγματικής ασφαλίσεως όστις απαιτείται και διά τους λοιπούς μετόχους”.
Άρθρον 5
1. Εις το άρθρον 6 του Α.Ν. 2326/1940 προστίθενται παράγραφοι 11 και 12 “έχουσαι ως ακολούθως :
“11. Ησφαλισμένοι του Ταμείου ασκούντες το επάγγελμα των εις την αλλοδαπήν δύνανται τη αιτήσει των να συνεχίσουν την παρ` αυτώ ασφάλισίν των διά τόν χρόνον τής τοιαύτης απασχολήσεώς των, επί τή καταβολή μηνιαίας εισφοράς ίσης προς το διπλάσιον της υπό του εδαφίου α` τής παρογράφου 1 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου οριζομένης και εκάστοτε ισχυούσης τοιαύτης δια τους ελευθέρως ασκούντας το επάγγελμα. Οι υπαγόμενοι το πρώτον εις την ασφάλισιν του Ταμείου, δύνανται να αναγνωρίσουν χρόνον επαγγελματικής των απασχολήσεως εις την αλλοδαπήν, μετά την λήψιν του πτυχίου των και μέχρι δέκα (10) ετών, καταβάλλοντες τας κατά το προηγούμενον εδάφιον εισφοράς δι αναγνώρισιν τον όν δικαιούνται χρόνου.
12. Οι κατά την δημοσίευσιν του παρόντος νόμου, ησφαλισμένοι ασκήσαντες το επάγγελμά των εις την αλλοδαπήν, ως και οι υπομηχανικοί ο0ι υπαχθησόμενοι εις την ασφάλισιν του Ταμείου κατά τας διατάξεις της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, δύνανται να αναγνωρίσονν, δι εξαγοράς, έν όλω ή έν μέρει τόν χρόνον υποβάλλουν σχετικήν αίτησιν εντόςς διετίας από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.
Οι ανωτέρω υποχρεούνται εις την καταβολήν τας περί ων η προηγουμένη παράγραφοι εισφορών δι` έκαστον αναγνωριζόμενον μήνα, το εκ της αίτιας ταύτης δέ οφειλόμενον ποσόν δύναται νά καταβληθή εις 48 ισοπόσους μηνιαίας δόσεις, της πρώτης εξ αυτών καταβλητέας από της πρώτης του μεθεπομένου, από της κοινοποιήσεως του λογαριασμού, μηνός.
Υπό τα αυτάς ως άνω προϋποθέσεις δύναται να αναγνωρίσουν χρόνον ασκήσεως επαγγέλματος εις την αλλοδαπήν καί οι νυν συνταξιούχοι ή οι δικαιοδόχοι αυτών καί μέχρι δέκα (10) ετών, υποχρεούμενοι εις την καταβολήν του ενός τρίτου της οφειλής, του υπολοίπου εξοφλητέου εις δόσεις, κατά τά ανωτέρω, δυναμένας να παρακρατούνται και εκ της συντάξεώς των.
Εν περιπτώσει καθυστερήσεως καταβολής δόσεως τινός πέραν του εις ον ανέρχεται αύτη μηνός, απόλλυται το δικαίωμα τμηματικής καταβολής οφειλής, το δε υπόλοιπον ποσόν είναι απαιτητόν βάσει του Ισχύοντος ασφάλιστρον κατά τον χρόνον εξοφλήσεως της οφειλής, μετά των νομίμων προσαυξήσεων”.
Άρθρον 6
Το εδάφιον α` της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/1940, ως τροποποιηθέν ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής : “α. Εκ μηνιαίας εισφοράς εκάστου ησφαλισμένου, ελευθέρως ασκούντος το επάγγελμα, υπολογιζομένης εις ποσοστόν τρία επί τοις εκατόν (3%) επί του εκάστοτε βασικού μισθού δημοσίου πολιτικού υπαλ- λήλου επί βαθμώ 2ω καταβλητέας εντός τριμήνου από τού τέλους του εις ον αναφέρεται αυτη, μηνός.
Προκειμένον περί εμμίσθων ή μηνιαία εισφορά ορίζεται εις τέσσερα επί τοις εκατόν (4%) επί του ανωτέρω μισθού.
Δια τους υπαγομένους το πρώτον εις την ασφάλισιν από της λήψεως του πτυχίου των και δια μιαν πενταετίαν από αυτής, ή μηνιαία εισφορά ορίζεταιι ίση προς τα εξήκοντα εκατοστά (60%) της κατά τα ανωτέρω εισφοράς.
Το Δημόσιον, ως και πάντα τα φυσικα ή νομικά πρόσωπα και αι επιχειρήσεις οιασδήποτε μορφής υποχρεούνται εις παρακράτησιν και απόδοσιν εις το Ταμείον των ως άνω εισφορών των ησφαλισμένων εντός του επομένου μηνός, αφ ον κατέστησαν απαιτηταί αι αντίστοιχοι αποδοχαί ή αμοιβαί συνυποβαλλομένων και σχετικών αναλυτικών καταστάσεων”.
Άρθρον 7
Αι παράγραφοι 1, 4, 5 και 6 του άρθρον 6 του από 19-28.12.1934 Π.Δ/τος καταργούνται, των παραγράφων 2, 3, 7 και 8 του αυτού άρθρου αριθμουμένων ως παραγράφων 1, 2, 3 και 4 αντιστοίχως. Εις την κατά τα ανωτέρω αριθμουμένην νέαν παράγραφον 3 προστίθενται τρία εδάφια έχοντα ούτω :
“Εις περίπτωσιν καθ` ην δεν ήθελεν υποβληθή υπό του μετόχου ή κατά τα ανωτέρω υπεύθυνος δήλωσις και δεν ήθελε γίνει παρακράτησις και απόδοσις της εισφοράς ησφαλισμένον εις το Ταμείον, υπόχρεοι τυγχά- νουν αλληλεγγύως “αι εις ολόκληρον ο ησφαλισμένος καί ο εργοδότης. Επί υποβολής της, κατά τα ανωτέρω, υπέρ δηλώσεως, υπόχρεως τνγχάνει ο εργοδότης. Επί παρακρατήσεως της εισφοράς ησφαλισμένου και μη αποδόσεως ταύτης, υπόχρεως τυγχάνει ο παρακρατήσας εργοδότης”.
Άρθρον 8
Αι περιπτώσεις στ, ζ, η, θ, ι, ιδ, ιε και ιζ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/1940, ως ετροποποιήθησαν μεταγενεστέρως, καταργούνται.
Άρθρον 9
Δια τον υπολογισμόν των υπέρ του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. δικαιωμάτων επί των αμοιβών των Ιδιωτών μηχανικών κ.λ.π. περί ών το εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/1940, λαμβάνονται τα ” εκάστοτε οριζόμενα υπό των οικείων διατάξεων κατώτατα όρια αμοιβών μηχανικών οσάκις αι υπό των μελετητών και μηχανικών εν γένει καταρτιζόμεναι συμβάσεις βάσει των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 916/1971 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 4171/1961 “περί λήψεως γενικών μέτρων δια την υποβοήθησιν της αναπτύξεως της οικονομίας της Χώρας” προβλέπουν αμοιβήν μικροτέραν των εκάστοτε κατωτάτων ορίων.
Σχετικό: παρ.14 άρθρου 39 Ν.4387/2016,ΦΕΚ Α 85/12.5.2016, η οποία προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ.6α Ν.4393/2016,ΦΕΚ Α 106/6.6.2016.
Άρθρον 10
Εν τέλει της περιπτώσεως ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/1940, προστίθεται εδάφιον έχον ούτω :
“Κατά πάσαν περίπτωσιν η ως άνω ποσοστίαια εκ 2 % κράτησις, η βαρύνουσα τους δικαιούχους των Ιδιώτας, ησφαλισμένους αυτού, καταβάλλεται προς το Ταμείον ανεξαρτήτως πηγής χρηματοδοτήσεως της μελέτης του έργου”.
Σχετικό: με τη παρ.14 άρθρου 39 Ν.4387/2016,ΦΕΚ Α 85/12.5.2016, η οποία προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ.6α Ν.4393/2016,ΦΕΚ Α 106/6.6.2016.
Άρθρον 11
Η περίπτωσις ιγ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/ 1940, ως συνεπληρώθη υπό της παραγράφου 2 του άρθρου μόνου τον Ν. 1889/1951, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“γ. Εκ καταβολής ποσοστού δύο επί τοις εκατόν (2%) επί της αμοιβής εκάστης μελέτης βιομηχανικών, μεταλλευτικών, λατομικών, ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων πάσης φύσεως, εκπονουμένων είτε υπό μετόχων του Ταμείου, είτε υπό πάσης φύσεως εταιρειών ή τεχνικών γραφείων, τη εντολή δημοσίων εν γένει δημοτικών, κοινοτικών και λιμενικών Αρχών και παρά παντός Νομικού Προσώπου Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου και παντός ιδιώτου άνευ περιορισμού τινός, ως προς το ανώτατον όριον κρατήσεως”.
Σχετικό: με τη παρ.14 άρθρου 39 Ν.4387/2016,ΦΕΚ Α 85/12.5.2016, η οποία προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ.6α Ν.4393/2016,ΦΕΚ Α 106/6.6.2016.
Άρθρον 12
Εις την παράγραφον 1 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/1940 προστίθεται περίπτωση ιη) έχουσα ως ακολούθως:
“ιη. Εξ εισφοράς δύο επί τοις εκατόν (2%) επί των τεκμαρτών καθαρών κερδών των προερχομένων εκ των δημοσίων έργων ή των έργων Δήμων ή Κοινοτήτων και Νομικών εν γένει Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίον, ως και επί οιασδήποτε φύσεως ιδιωτικών τεχνικών έργων και οικοδομών, βαρυνούσης τους υπαγομένους εις την ασφάλισιν του Ταμείου εργολήπτας, ως καί τας πάσης μορφής Εργοληπτικάς Εταιρείας διά τα εισοδήματά των τα προερχόμενα εκ της εκτελέσεως των ως άνω αναφερομένων έργων.
Δια την είσπραξιν των κατά την παρούσαν περίπτωσιν δικαιωμάτων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των παραγράφων 9 καί 10 του παρόντος άρθρου.
Άρθρον 13
Αι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/1940, αντικαθίστανται ως κάτωθι :
“3. Δι` αποφάσεων του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εκδιδομένων μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου, δύναται να μεταβάλλεται ο τρόπος εισπράξεως παντός πόρου του Ταμείου, προκειμένου δε περί εισπράξεως τούτων δι` ενσήμων, να ορίζεται ο τύπος αυτών, ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια προκύπτουσα εκ της μεταβολής.
4. Πάσα απαίτησις του Ταμείου εξ οιασδήποτε αιτίας προερχομένη μετά των προσθέτων επιβαρύνσεων, εισπράττεται βάσει των δικονομικών διατάξεων της εκάστοτε ισχυούσης δια την αναγκαστικήν είσπραξιν των Δημοσίων εσόδων, νομοθεσίας, εξαιρουμένον του μέτρου της προσωπικής κρατήσεως το οποίον δύναται να επιβάλληται μόνον εις περίπτωσιν εισπράξεως αυτής διά τών Δημοσίων Ταμείων.
Τίτλον δια την τοιαύτην αναγκαστικήν είσπραξιν αποτελεί απόφασις του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. καθορίζουσα το εισπρακτέον ποσόν εκ καθυστερουμένων εν γένει απαιτήσεων και προσθέτων επιβαρύνσεων, την αιτίαν της οφειλής, ως και την περίοδον εις ην ανάγεται αύτη. Δια της επιδόσεως της ατομικής ειδοποιήσεως εις οφειλέτην διακόπτεται η παραγραφή. Το Ταμείον δύναται να επιδιώξη την είσπραξιν των απαιτήσεών του και κατά την τακτικήν διαδικασίαν ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων”.
Άρθρον 14
Αι, δια των άρθρων 9, 10 καί 11 του παρόντος επερχόμεναι μεταβολαί δεν έχουν εφαρμογήν ως προς τον υπολογισμόν του ύψους των αντιστοίχον πόρων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, δι` ούς εξακολουθούν ισχύουσαι αι μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος κείμεναι περί αυτού διατάξεις.
Σχετικό: με τη παρ.14 άρθρου 39 Ν.4387/2016,ΦΕΚ Α 85/12.5.2016, η οποία προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ.6α Ν.4393/2016,ΦΕΚ Α 106/6.6.2016.
Άρθρον 15
Η περίπτωσις α` της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Α.Ν. 2326/ 1940, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, αντικαθίσταται ως ακολούθως : “α. Εις την αγοράν κεντρικών ακινήτων εις Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκην και εις πόλεις όπου εδρεύει Περιφερειακή Υπηρεσία Δημοσίων `Εργων ή Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δημοσίων `Εργων”.
Άρθρον 16
Τό πρώτον καί δεύτερον εδάφιον της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 2724/1953 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της κειμένης νομοθεσίας “περί Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.” αντικαθίστανται ως εξής : “Αι κατά το εδάφίον ε της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Α.Ν. 2326/1940 προβλεπόμεναι προεξοφλήσεις πιστοποιήσεων πληρωμής εργολάβων, μετόχων του Ταμείου, προερχόμεναι εκ της υπ αυτών εκτελέ- σεως έργων ή προμηθειών του Δημοσίου, Δήμων, Κοινοτήτων, Ν.Π.Δ.Δ., Οργανισμών Κοινής Ωφελείας, Δημοσίων Επιχειρήσεων και Τραπεζών, καταρτίζονται εγγράφως καί υπόκεινται εις το κατά νόμον χαρτόσημον της εμπορικής κλίμακος.
Δια Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γρώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., καθορίζεται ο τρόπος και αι προϋποθέσεις εκχωρήσεως προς το Ταμείον του αντιτίμου της εργολαβίας, ο τρόπος καταβολής μέρους ή ολοκλήρου της προεξοφλουμένης απαιτήσεως, το ποσοστόν της προμηθείας του Ταμείου όπερ δεν δύναται να είναι μεγαλύτερον του νομίμου προεξοφλητικού τόκου των Τραπεζών, ως καί πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την εφαρμογήν των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου”.
Άρθρον 17
1. Η παράγραφος 8 του άρθρου 11 του Α.Ν. 2326/1940, αντικαθίσταται ως κάτωθι: “8. Το πρός σύνταξιν δικαίωμα δεν υπόκειται εις παραγραφήν. Συντάξεις και άλλαι οιασδήποτε φύσεως παροχαί παραγράφονται μετά τριετίαν από του τέλους του μηνός καθ` ον κατέστησαν απαιτηταί”.
2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου έχουν εφαρμογήν και επί των μέχρι της ισχύος του παρόντος Νόμου, παραγραφέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, έστω και αν εξεδόθη απορριπτική απόφασις του Δ.Σ. του Ταμείου, των οικονομικών αποτελεσμάτων επερχομένων από της υποβολής, μετά την ισχύν του παρόντος, της σχετικής αιτήσεως.
Άρθρον 18
Το τελευταίον εδάφιον του άρθρου 1 του από 20-11/4.12.1940 Β.Δ/ τος, αντικαθίσταται ως εξής: “Εις περίπτωσιν θανάτου αμέσου ησφαλισμένον ή συνταξιούχου χορηγούνται έξοδα κηδείας ων ποσόν ορίζεται ίσον προς το εκάστοτε ύψος δύο μηνιαίων συντάξεων λόγω γήρατος διά 35 έτη ασφαλίσεως.
Το ήμισυ του ανωτέρω ποσού, δι` έξοδα κηδείας, καταβάλλεται παρά του Ταμείου δια τα συνταξιοδοτούμενα και αποβειούντα μέλη της οικογενείας των ησφαλισμένων.
Τα έξοδα κηδείας καταβάλλονται εις τον επιζώντα σύζυγον, εν ελλείψει δε τούτου, εις τον πράγματι επιληφθέντα και διενεργήσαντα την κηδείαν, εφ όσον δεν δικαιούνται τοιούτων εξ` άλλης πηγής, εν εναντία δε περιπτώσει καταβάλλεται η διαφορά”.
Άρθρον 19
Αι διατάξεις του άρθρου 2 του από 20-11/4.12.1940 Β.Δ/τος αριθμούνται ως παράγραφος 1, προστιθεμένης παραγράφου 2, ως ακολούθως:
“2. Ειδικώς, εργολήπται δημοσίων έργων, ησφαλισμένοι του Ταμείου, έχοντες επ` ονόματί των ή εκ της πιστώσεώς των επ` ονόματι τρίτου μη εξοφληθείσαν εγγυητικήν επιστολήν, λογίζονται δια την απονομήν συντάξεως ότι έπαυσαν να ασκούν το επάγγελμά των.
α. `Από της ημερομηνίας καταλήψεώς των υπό του κατά νόμον ορίου ηλικίας ή λήξεως ισχύος του πτυχίου των, και
β. Από της προ της του επομένου μηνός, μετά τήν, κατ` άρθρο 23 του παρόντος Δ/τος, δήλωσίν των”.
Άρθρον 20
Η παράγραφος 11 του άρθρου 11 του Α.Ν. 2326/1940, ως τροποποιηθείσα, ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής :
“11. Ουδεμία σύνταξις απονέμεται αν μη προηγουμένως έχουν εξοφληθή πάσαι αι εξ ασφαλιστικών εισφορών υποχρεώσεις των ησφαλισμένων πρός το Ταμείον, μετά των προσθέτων επιβαρύνσεων αφ` ης χρονολογίας και άρχεται ή καταβολή της συντάξεως.
Κατ` εξαίρεσιν είναι δυνατή η απονομή της συντάξεως και προ της ημερομηνίας εξοφλήσεως των οφειλών του ησφαλισμένου, εάν το σύνολον της κυρίας οφειλής δεν υπερβαίνει το ποσόν το αντιστοιχούν εις το σύνολον δώδεκα (12) μηνιαίων εισφορών του εδαφίου α της παρ. 1 του άρθρου 7 του παρόντος. Εις την περίπτωσιν ταύτην το οφειλόμενον ποσόν συμψηφίζεται με το ποσόν την πρώτων συντάξεων.
Εις περίπτωσιν καθ` ην υφίσταται οφειλαί των μετόχων εξ` οιασδήποτε άλλης αιτίας, πλήν ασφαλιστικών εισφορών, απονέμεται η σύνταξις και συμψηφίζεται το ποσόν της οφειλής με τας συντάξεις μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως”.
Άρθρον 21
1. Καθυστερούμεναι εισφοραί υπό εργοδοτών, ως και πάσης φύσεως οφειλαί των ησφαλισμένων, ελευθέρως ασκούντων το επάγγελμα ή εμμίσθων, προς τους Κλάδους Συντάξεων, Υγείας και Ειδικόν Λογαριασμόν Προσθέτων Παροχών, εξοφλούνται αναπροοαρμοζόμεναι επί τη βάσει του ύψους αυτών και των συντελεστών κρατήσεων, των ισχυόντων κατά τον χρόνον της εξοφλήσεως.
Οφειλαί ησφαλισμένων και τρίτων, προερχόμεναι εκ πάσης φύσεως υποχρεώσεων των προς οιονδήποτε Κλάδον ή Λογαριασμόν Ασφαλίσεως του Ταμείου, αναλαπροσηρμοσμέναι αφ` ης κατέστησαν απαιτηταί δια προσθέτου τέλους εν επί τοις εκατόν (1%) μηνιαίως μη δυναμένου να υπερβή το πεντήκοντα τοις εκατόν (50%) της κυρίας οφειλής.
2. Αι διατάξεις του Α.Ν. 86/1967 “περί επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολήν και απόδοσιν εισφορών εις Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως, ως ετροποποιήθησαν μεταγενεστέρως, εφαρμόζονται και δια το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.
Άρθρον 22
Το άρθρον 27 του από 20-11/4.12.1940 Β.Δ/τος αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 27
1. Η ηλικία των ησφαλισμένων και των μελών της οικογενείας των αποδεικνύεται αποκλειστικώς δια ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως συνταχθείσης ή διορθωθείσης εντός ενενήκοντα ημερών από της γεννήσεώς των. Εν ελλειψει ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως ως ανωτέρω, η ηλικία αποδεικνύεται αποκλειστικώς των μεν αρρένων δια της εγγραφής εις τα Μητρώα Αρρένων και εν ελλείψει τοιαύτης δια της εγγραφής εις τα εν ισχυί Δημοτολόγια, των δε θηλέων δια της εγγραφής εις τα εν ισχύι Δημοτολόγια.
2. Επί δύο ή πλειόνων εγγραφών εις τα αυτά ή διάφορα εν ισχύι Δημοτολόγια και υπό διάφορον έτος γεννήσεως, λαμβάνεται υπ` όψιν η εγγραφή εξ` ης προκύπτει η μεγαλυτέρα ηλικία. Εν περιπτώσει διορθώσεως ή μεταβολής του έτους γεννήσεως, του αναγραφομένου εις τα Μητρώα Αρρένων ή τα εν ισχύι Δημοτολόγια γενομένη καθ` οιονδήποτε τρόπον, λαμβάνεται υπ` όψιν το προ της διορθώσεως ή της μεταβολής αναγρα- φόμενων έτος γεννήσεως.
3. Εις περίπτωσιν καθ` ην δεν προκύπτει εκ των ανωτέρω στοιχείων η ακριβής ημερομηνία γεννήσεως μετόχου ή μελών της οικογενείας του, δια τα υπέρ ή κατά του Ταμείου δικαιώματα, ως ημέρα γεννήσεως θεωρεί- ταί ή 1η Ιουλίου του έτους εις ο αναφέρεται αύτη.
4. Ο γάμος ησφαλισμένου και των μελών της οικογενείας του, ως και ο θάνατος, αποδεικνύεται δια ληξιαρχικής πράξεως.
Υπό του Δ.Σ. του Ταμείου καθορίζονται τα αποδεικνύοντα την τέλεσιν και μη λύσιν του γάμου, δικαιολογητικά, εν περιπτώσει αδυναμίας προσαγωγής ληξιαρχικής πράξεως”.
Άρθρον 23
1. Τα άρθρα 3, 5, 6, 13 και 30 του από 20-11/4.12.1940 Β.Δ/ τος, ως τροποποιηθέντα ισχύουν, αντικαθίστανται ως ακολούθως :
“Άρθρον 3
1. Συντάξεως λόγω γήρατος δικαιούται, ο μέτοχος ο εξερχόμενος της ασφαλίσεως και έχων συμπληρώσει:
α.35ετή χρόνον ασφαλίσεως ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.
β. 25ετή χρόνον ασφαλίσεως και το 58ον έτος της ηλικίας του.
γ. 20ετή χρόνον ασφαλίσεως καί το 60όν έτος της ηλικίας του. Εις απάσας τας ανωτέρω περιπτώσεις απαιτείται καί 15ετής τουλάχιστον χρόνος πραγματικής ασφαλίσεως εις το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.
2. Συντάξεως λόγω αναπηρίας δικαιούνται ο μέτοχος ο καθιστάμενος ανίκανος προς εργασίαν συνεπεία παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενίσεως σωματικής ή πνευματικής κατά το 67% και εφ` όσον διαρκεί η ανικανότης κατά πρόβλεψιν της κατ` άρθρον 25 του παρόντος οριζομένης Επιτροπής μετά συμπλήρωσιν 5ετούς τουλάχιστον χρόνου πραγματικής ασφαλίσεως και υπό την προϋπόθεσιν διακοπής της ασκήσεως του επαγγέλματός του. Της ανωτέρω συντάξεως δικαιούται και ο, κατά τα ανωτέρω, καθιστάμενος ανίκανος συνεπεία βιαίου συμβάντος ή κατά την άσκησιν του επαγγέλματός του, έστω και αν έχη χρόνον ελάσσονα της πενταετίας.
Η ανικανότης θεωρείται οριστική καί ο ανίκανος δεν υπόκειται εις επανεξέτασιν μετά την συμπλήρωσιν του 55ου έτους της ηλικίας του καί συνεχή 7ετή συνταξιοδότησιν λόγω ανικανότητος.
3. Συντάξεως λόγω θανάτου ησφαλισμένου, έχοντος συμπληρώσει πενταετή χρόνον πραγματικής ασφαλίσεως ή συνταξιούχου δικαιούνται :
α. `Η χήρα σύζυγος.
β. Ο ανίκανος και ενδεής χήρος σύζυγος, του οποίου η συντήρησις εβάρυνε κυρίως την θανούσαν.
γ. Τα μη υπερβάντα το 20όν έτος της ηλικίας των άγαμα άρρενα ανεξαρτήτως δε ηλικίας τα άγαμα θήλεα τέκνα, νόμιμα, νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα καταθετηθέντα ων ή υιοθεσία συνετελέσθη δύο τουλάχιστον θανάτου του υιοθετήσαντος γονέως, επί δε γυναικός και τα φυσικά τέκνα αυτής.
δ. Η διαζευχθείσα υπαιτιότητι του συζύγου η κοινή υπαιτιότητι θυγάτηρ αποβιώσαντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, ως και εκείνη δι` ήν ή περί διαζυγίου δίκη διεκόπη βιαίως συνεπεία θανάτου του ανδρός, ” εφ ` όσον ευρίσκεται και κρίνεται ανίκανος προς εργασίαν παρά της Υγειονομικής Επιτροπής του Ταμείου.
ε. Οι γονείς, οι άγαμοι αδελφοί μέχρι συμπληρώσεως του 20ού έτους της ηλικίας των και αι μη ελθούσαι εις γάμον αδελφαί εφ` όσον ευρισκονται εν ενδείκνυται και η συντήρησις των εβάρυνε κυρίως τον θανόντα, υπό την προϋπόθεσίν ότι κατά τον χρόνον του θανάτου του ησφαλισμένον ή συνταξιούχου δεν υφίσταται σύζυγος ή τέκνον δικαιούμενον συντάξεως.
4. Κατ` εξαίρεσιν δικαιούνται συντάξεως τα άρρενα άγαμα τέκνα, ως και οι άρρενες άγαμοι αδελφοί και μετά την συμπλήρωσιν του 20ού έτους ηλικίας των, εφ` όσον : α. Δεν υπερέβησαν το 25ον έτος της ηλικίας των και φοιτούν πραγματικώς εις Σχολάς Μέσης, Ανωτέρας ή Ανωτάτης εκπαιδεύσεως.
β. Κατά την χρονολογίαν του θανάτου του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι ανίκανοι προς εργασίαν, κατέστησαν δε ανίκανοι προ της συμπληρώσεως τού 20ού έτους της ηλικίας των η διαρκούσης της, κατα το προηγούμενον εδάφιον, φοιτήσεώς των και ευρίσκονται εν ενδεία.
Η συνταξιοδότησις των ως άνω προσώπων διαρκείας δι` όσον χρόνον εξακολουθούν υφιστάμεναι αι ανωτέρω προϋποθέσεις.
5. Συντάξεως λόγω θανάτου δικαιούνται τα, εις τας παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου, πρόσωπα και εις περίπτωσιν καθ` ην ο ησφαλισμένος είχε χρόνον ασφαλίσεως ελάσσονα της πενταετίας, ον ο θάνατος του ησφαλισμένου επήλθεν εκ βιαίου συμβάντος ή κατά την άσκησίν του επαγγέλματός του.
6. Δικαίωμα συντάξεως δεν υφίσταται δια τον επιζώντα σύζυγον εάν δεν παρέλθη εξάμηνον από της τελέσεως του γάμου μέχρι του θανάτου του εν ενεργεία ησφαλισμένου, δύο (2) δε έτη προκειμένου περί συνταξιούχου, εκτός εάν :
α. Ο θάνατος επήλθεν εκ βιαίου συμβάντος η κατά την άσκησιν του επαγγέλματος.
β. Υφισταμένου του γάμου εγεννήθη η δια του γάμου ενομιμοποιήθη τέκνον.
γ. Η σύζυγος κατά την χρονολογίαν του θανάτου ευρίσκεται εις κατάστασιν εγκυμοσύνης και εκ ταύτης γεννηθή ζών τέκνον”.
Άρθρον 24
Αι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του από 20-11/ 4.12.1940 Β.Δ/τος, ως αντικατεστάθησαν υπό του προηγουμένου άρθρου έχουν εφαρμογήν και επί περιπτώσεων καθ` ας δεν εθεμελιούτο συνταξιοδοτικόν δικαίωμα κατά τας προϊσχυούσας διατάξεις, έστω και εάν έχη εκδοθή απορριπτική απόφασις του Δ.Σ. του Ταμείου. Αι εκ της αιτίας ταύτης οικονομικαί συνέπειαι επέρχονται από της πρώτης του επομένου μηνός από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως. Συντάξεις χορηγηθείσαι βάσει διατάξεων της προισχυούσης νομοθεσίας, δεν θίγονται δια του παρόντος.
Άρθρον 25
Εν τέλει του άρθρου 14 του από 20-11/4.12.1940 Β.Δ/τος προστίθεται εδάφιον έχον ούτω : ” Ο επαναλαμβάνων την άσκησιν του επαγγέλματος, συνταξιούχος, δεν δύναται να αιτήσηται την επαναχορήγησιν της συντάξεώς του, προ της παρελεύσεως τουλάχιστον ενός έτους”.
Άρθρον 26
1. Το άρθρον 15 του από 20-11/4.12.1940 Β.Δ/τος ως τροποποιηθέν ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής :
“Άρθρον 15.
1α. Η σύνταξις λόγω γήρατος άρχεται από τής πρώτης του μηνός του επομένου εκείνου καθ` ον ο ησφαλισμένος εδήλωσε, κατά τας διατάξεις του παρόντος Διατάγματος, ότι διέκοψε την άσκησιν του επαγγέλματος ή απεχώρησεν εκ της υπηρεσίας, εφ` όσον ήθελεν υποβάλει σχετικήν προς τούτο αίτησιν εντός τριμήνου από της διακοπής. Εν περιπτώσει υποβολής της αιτήσεως μετά την παρέλευσιν της ως άνω τριμήνου προθεσμίας, η σύνταξις άρχεται εν τριμήνου προ της υποβολής της αιτήσεως.
β. Η σύνταξις λόγω αναπηρίας άρχεται από της ημέρας καθ` ην επήλθεν η ανικανότης, μη δυναμένη πάντως να ανατρέξη εις χρόνον προγενέστερον του τριμήνου προ της υποβολής της αιτήσεως.
γ. Η σύνταξίς λόγω θανάτου άρχεται από της ημέρας του θανάτου του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου.
2. Η σύνταξις διακόπτεται την ημέραν καθ` ην
α. Επήλθεν ο θάνατος τον συνταξιούχον. β. Ο συνταξιούχος λόγω γήρατος κατέστη εκ νέου ησφαλισμένος δια της επανασκήσεως του επαγγέλματος. γ. Κρίνεται δια γνωματεύσεως της, κατ` άρθρον 25 του παρόντος διατάγματος οριζομένης Επιτροπής ότι επεκατεστάθη η υγεία του ως ανικάνου αρχικώε κριθέντος.
δ. Αναθεωρήθη η απόφασις του Δ.Σ. προκειμένου περί συντάξεως χορηγηθείσης, συντρεχούσης της προϋποθέσεως ενδείας.
3. Η σύνταξις απόλλυται εάν :
α. Η χήρα σύζυγος ή η χήρα μήτηρ ή ο χήρος σύζυγος ή ο χήρος πατήρ ή το θήλυ τέκνον ή η αδελφή ή το άγαμον άρρεν τέκνον ή ο άγαμος αδελφός, συνήψε γάμον κατά το ημεδαπόν ή το αλλοδαπόν δίκαιον.
β. Το άγαμον άρρεν τέκνον ή ο άγαμος αδελφός συνεπλήρωσε το 20όν έτος της ηλικίας του, εκτός εαν φοιτούν εις Σχολάς ή τυγχάνουν ανίκανοι πρός εργασίαν ότε συνεχίζεται η συνταξιοδότησις των ως ορίζουν αι σχετικαί περί αυτών διατάξεις.
4. Η σύνταξις καταβάλλεται εις την αρχήν εκάστου μηνός.
5. Εις τας, κατά τας παραγράφους 2 καί 3 του παρόντος άρθρου περιπτώσεις διακοπής ή απωλείας τής συντάξεως, το καταβληθέν ποσόν από της ημερομηνίας καθ` ην επήλθεν η διακοπή ή η απώλεια της συντάξεως μέχρι του τέλους του εις ον αναφέρεται αύτη μηνός, δεν αναζητείται”. 2. Κατά πάσαν περίπτωσιν απονομής συνταξιοδοτικών παροχών, περί ων η προηγουμένη παράγραφος, εφαρμόζονται και αι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 11 του Α.Ν. 2326/1940, ως αντικατεστάθησαν ” υπό του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου.
3. Δεν αποτελεί κώλυμα προς συνταξιοδότησιν των εργοληπτών δημοσίων έργων, η μή ισχύς του πτυχίου των επί τρία (3) τα πολύ έτη προ της συμπληρώσεως των χρονικών προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως τού- των ή των δικαιοδόχων των.
Άρθρον 27
Το άρθρον 16 του από 20-11/4.12.1940 Β.Δ/τος, ως τροποποιηθέν ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής :
“Άρθρον 16.
1. Το ποσόν της υπό του Ταμείου χορηγουμένης μηνιαίας σνντάξεως λόγω γήρατος ή αναπηρίας, ορίζεται εις τα εβδομήκοντα πέντε εκατοστά (75%) του εκάστοτε βασικού μισθού δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου επί 2ω βαθμώ, δια τους έχοντας τριακονταπενταετή συνολικόν χρόνον ασφαλίσεως. Δι` εκάστον έτος ασφαλίσεως και μέχρι 35 ετών υπολογίζεται εν τριακοστόν πέμπτον (1/35) του ως άνω ποσού.
2. Δια τους έχοντας χρόνον ασφαλίσεως μείζονα των 35 ετών, η σύνταξις προσαυξάνεται δι` έκαστον έτος πέραν των 35 ετών και μέχρί 45 ετών, κατά εν πεντηκοστόν (1/50) του κατά την προηγουμένην παράγραφον ποσού πλήρους συντάξεως των 35 ετών.
3. Ουδεμία σύνταξις λόγω γήρατος ή αναπηρίας δύναται να είναι κατωτέρα των 14/35, λόγω δε θανάτου των 12/35 του κατά την παράγραφον 1 ποσού δια 35 συντάξιμα έτη. Το κατώτατον όριον συντάξεως λόγω θανάτου αναφέρεται εις την οικογένειαν του αποβιώσαντος.
4. Τα, κατά τας προηγουμένας παραγράφους του παρόντος άρθρου, ποσοστά, δύνανται να αυξομειούνται δι` αποφάσεως τών Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου”.
Άρθρον 28
Το άρθρον 17 του από 20-11/4.12.1940 Β.Δ/τος, ως τροποποιηθέν ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής :
“Άρθρον 17.
1. Η παρεχομένη υπό του Ταμείου σύνταξις λόγω θανάτου ορίζεται εις ποσοστά επί τοις εκατόν της απονεμητέας ή απονεμηθείσης συντάξεως γήρατος, ως εξής :
α. Δια την χήραν σύζυγον άνευ τέκνων εις 75%
β. Δια την χήραν σύζυγον μεθ` ενός τέκνου εις 85% εξ` ων τα 60 % εις την χήραν και 25% εις το τέκνον.
γ. Δια την χήραν σύζυγον μετά δύο ή πλειόνων τέκνων εις 100% εξ` ων 50% εις την χήραν και το υπόλοιπον εις τα τέκνα κατ` ίσας μερίδας.
δ. Δι` έν μόνον τέκνον εις 75 %
ε. Δια δύο μόνα τέκνα εις 90% κατ` ίσας μερίδας.
στ. Δια τρία ή πλείονα μόνα τέκνα εις 100% κατ ισας μερίδας.
ζ. Δια γονέα ή τούτου μη υπάρχοντος, δι` αδελφόν εις 50% Υπαρχόντων αμφοτέρων των γονέων ή πλειόνων του ενός αδελφών, το εν λόγω ποσοστόν κατανέμεαι κατ` ίσας μερίδας. Τά κατά περίπτωσιν αναφερόμενα ποσοστά δια την χήραν σύζυγον, ισχύουν και δια τον δικαιούμενον συντάξεως χήρον σύζυγον.
2. Εν ουδεμιά περιπτώσει τα κατά την προηγουμένην παράγραφον ποσοστά δύνανται να υπερβούν το 100% της συντάξεως γήρατος ην εδικαιούτο ο θανών.
3. Εν περιπτώσει απώλειας εξ οιασδήποτε αιτίας, της συντάξεως δικαιοδόχου τινός προσώπου ή χορηγήσεως ταύτης εις διαζευχθείσαν θυγατέραν, το ποσοστόν της συντάξεως των λοιπών συνταξιοδοτουμένων προσώπων αναπροσαρμόζεται αναλόγως, από της πρώτης του επομένου μηνός”.
Άρθρον 29
1. Εις περίπτωσιν καθ` ην δημιουργείται υπέρ του αυτού προσώπου δικαίωμα πλειόνων συντάξεων εκ του Ταμείου, εις τον δικαιούχον κα ή ανωτέρα κατά ποσόν σύνταξιν , ως και ποσοστό ίσον προς το 1/3 του ποσού της ης δικαιούται ετέρας συντάξεως, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων περί κατωτάτων ορίων συντάξεων. Η ετέρα αύτη σύνταξις καταβάλλεται άνευ του εν αυτώ περιορισμού εις ας περιπτώσεις οι δικαιούχοι είναι πλείονα του ενός πρόσωπα.
2. `Απασαι αι υπό του Ταμείου απονεμηθείσαι συντάξεις αναπροσαρμόζονται βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, από της πρώτης του επομένου της ισχύος του, μηνός.
3. Εις τους συνταξιούχους του ταμείου του δικαιουμένους κατά την πρώτην Ιουλίου εκάστου έτους, συντάξεως, καταβάλλεται, μετά της συντάξεως του εν λόγω μηνός, ημίσεια σύνταξις ως επίδομα αδείας, εφ όσον δι` ητιολογημένης αποφάσεως του Δ.Σ. του Ταμείου διαπιστούται η οικονομική δυνατότης δια την καταβολήν του εν λόγω επιδόματος.
Άρθρον 30
Το άρθρον 25 του από 20-11/4.12.1940 Β.Δ/τος, αντικαθίσταται ούτω:
“Άρθρον 25
1. `Οπου εν τη κειμένη περί Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. νομοθεσία, δια την γένεσιν δικαιώματος συντάξεως απαιτείται ως προϋπόθεσις σωματική ή διανοητική ανικανότης, αύτη βεβαιούται υπό Πρωτοβαθμίου η εν περιπτώσει προσφυγής υπό Δευτεροβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής εξ ιατρών. Η Πρωτοβάθμιος Επιτροπή απαρτίζεται εκ τριών Ιατρών υπηρετούντων ή απασχολουμένων παρά τω Κλάδω Υγείας του Ταμείου και οριζομένων δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίον αυτού. Η Δευτεροβάθμιος επιτροπή απαρτίζεται εκ τριών ιδιωτών ιατρών εξ` ων δύο ορίζονται υπό του Διοικ. Συμβουλίου του ταμείου, ο δε τρίτος υπό του ησφαλισμένου. Η Πρωτοβάθμιος Επιτροπή γνωματεύει περί της ανικανότητος ή μη του εξεταζομένου και καθορίζει ποσοστόν εις εκατοστά (βαθμόν) της βεβαιωθείσης ανικανότητος και την πιθανήν διάρκειαν αυτής. Η Δευτεροβάθμιος Επιτροπή αποφαίνετσι επί της γνωματεύσεως της Πρωτοβαθμίου Επιτροπής μετά προσφυγήν του ησφαλισμένου ή του Ταμειου και η γνωμάτευσις της είναι υποχρεωτική δια το Ταμείον. Η προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής ασκείται εντός εξήκοντα (60) ημερών από της επιδόσεως της αποφάσεως της Πρωτοβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής.
2. Δεν απαιτείται ή κατά την ανωτέρω διαδικασίαν βεβαίωσις της ανικανότητος, ως και του βαθμού ταύτης εμμίσθων ησφαλισμένων όταν ανεγνωρίσθη αυτοίς δικαίωμα συντάξεως δι` αποφάσεως των οικείων Υγειονομικών Επιτροπών.
3. Το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται άπαξ να παραπέμπη τον ενδιαφερόμενον εκ νέου εις την Υγειονομικήν Επιτροπήν μέχρι της λήξεως του ορισθέντος χρόνου ανικανότητος.
4. Η αμοιβή κατά συνεδρίασιν των μελών της μεν Πρωτοβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής βαρύνει τον Κλάδον Συντάξεως του Ταμείου, της δε Δευτεροβαθμίου τοιαύτης, τον προσφεύγοντα.
Το ύψος της αμοιβής των μελών της Πρωτοβαθμίου και Δευτεροβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής, των εν τη επομένη παραγράφω αναφερομένων ιατρών, ως και ο αριιμός των επ` αμοιβή συνεδριάσεων των Υγειονομικών Επιτροπών, ορίζεται δι` αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού, Προεδρίας Κυβερνήσεως, οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών.
5. Προκειμένου περί ησφαλισμένου διαμένοντος εκτός Αθηνών, δύναται το Διοικητικόν Συμβούλιον να αναθέση την εξέτασιν του ασθενούς εις δύο ιατρούς της απολύτου εκλογής του Ταμείου. Κατά της γνωματεύσεως των ως άνω ιατρών χωρεί προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβαθμίου Επιτροπής, κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου”.
Άρθρον 31
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Ν. 4292/1963 “περί συστάσεως Κλάδου Υγείας παρά τω Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και άλλων τινών διατάξεων”, ως αύτη αντικατεστάθη υπό του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1259/ 1972 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεών τινών του Ν. 4292/1963 κλπ.” αντικαθίσταται ούτω :
“1. Εις τήν ασφάλισιν του Κλάδου Υγείας του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. υπάγονται υποχρεωτικώς από της ισχύος του Ν.Δ. 1259/1972, οι ησφαλισμένοι εις τον Κλάδον Συντάξεως, αφ` ής χρονολογίας υπήχθησαν εις την ασφάλισιν του Ταμείου, οι συνταξιούχοι αυτού, ως καί τα μέλη της οικογενείας των ως άνω κατηγοριών”.
2. Το εδάφιον γ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 4292/1963 ως αντικατεστάθη δια του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1259/1972, αντικαθίσταται ως εξής :
“γ. Ο άπορος και ανίκανος προς εργασίαν ή υπερβάς το 65ον έτος της ηλικίας του πατήρ, φυσικός ή θετός, ως και ή άπορος φυσική ή θετή μήτηρ”.
3. Εις την παράγραφον 2 του άρθρου 3 τον Ν. 4292/1963 ως αντικατεστάθη δια του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1259/1972 προστίθενται εδάφια ε και στ έχοντα ούτω :
“ε. Επί θήλεος εγγάμου ησφαλισμένης, εν ενεργεία η συντάξει, τα τέκνα αυτής δύνανται να υπαχθούν εις την ασφάλισιν του Κλάδου Υγείας του Ταμείου, εξαιρούμενα ετέρας ασφαλίσεως εις ην υπάγονται εξ` οιασδήποτε αίτιας.
στ`. Αι θυγατέρες των εν ενεργεία ή συντάξει ησφαλισμένων, εφ` όσον διεζεύχθησαν υπαιτιότητι του συζύγου ή κοινή υπαιτιότητι”.
4. Η παράγραφος 4 του άρθρου 3 του Ν. 4292/1963 ως αντικατεστάθη δια του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1259/1972 αντικαθίστάται ως εξής :
“4. Δύνανται τη αιτήσει των να εξαιρεθούν της ασφαλίσεως του κλάδου Υγείας του Ταμείου, οι υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν του Δημοσίου ή ετέρου ασφαλιστικού Οργανισμού παρέχοντας υγειονομικήν περίθαλψιν, απαλλασσόμενοι της υποχρεώσεως καταβολής της αντιστοίχου εισφοράς.
Εις περίπτωσιν υποβολής της κατά τα ανωτέρω αιτήσεως περί εξαιρέσεώς των, ούτοι απαλλάσσονται της καταβολής εισφορών αφ` ου χρόνου υπήχθησαν εις την ετέραν ασφάλισιν, εφ` όσον δεν έτυχον παροχών παρά του Ταμείου, εν εναντία δε περιπτώσει από της υποβολής της περί εξαιρέσεως αιτήσεως. Διακοπτομένης της παρά τω ετέρω φορεί υποχρεωτικής ασφαλίσεως, ή παρά τω Κλάδω ασφάλισις χωρεί αυτοδικαίως από της τοιαύτης διακοπής”.
Άρθρον 32
1. Εργολήπται Δημοσίων Εργων, εν ενεργεία ή συντάξει, ως και τα συνταξιοδοτούμενα ή συνταξιοδοτηθησόμενα μέλη της οικογενείας αυτών, δύνονται να αναγνωρίσουν δι` εξαγοράς ως χρόνον ασφαλίσεως,τον χρόνον:
α. Της αναστολής ισχύος του πτυχίου των ή της μη ανανεώσεως τούτου αφ` όσον η αναστολή ή μη αναθεώρησις δεν οφείλεται εις υπαιτιότητα του μετόχου και ανάγεται εις το χρονικόν διάστημα από της συστάσεως του Ταμείου μέχρι 24 Ιουλίου 1974.
β. Της μη ανανεώσεως του πτυχίου των κατά την χρονικήν περίοδον από του έτους 1941 μέχρι και 1944, εφ` όσον ανενέωσαν τούτο μετά την απελευθέρωσιν της χώρας. Ο ούτως αναγνωριζόμενος χρόνος, δεν δύναται να υπερβή την διετίαν.
γ. Της λήξεως του πτυχίου των και μέχρι τριών (3) ετών, εφ` όσον μετ` αυτήν εγένετο ανανέωσις τούτου. Εάν η, κατά το παρόν εδάφιον, αναγνώρισις αφορά αναπήρους πολέμου των ετών 1940 εως 1949, μέ ποσοστόν αναπηρίας άνω του είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25 %), ο αναγνωριζόμενος χρόνος δύναται να ανέλθη μέχρι και έξι (6) έτη.
δ. Της ασκήσεως του επαγγέλματός των εν Δωδεκανήσω, προ της απελευθερώσεως ταύτης και μέχρις οκτώ (8) ετών.
2. Η αναγνώρισις του, κατά την προηγουμένην παράγραφον, χρόνου ασφαλίσεως, πραγματοποιείται κατόπιν υποβολής αιτήσεως, εντός διετίας από της ισχυος του παρόντος νόμου και καταβολής εισφοράς ανερχομένης εις το διπλάσιον της υπό του εδαφίου α` της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/1940 οριζομένης και ισχυούσης κατά τον χρόνον υποβολής της σχετικής αιτήσεως. Τα εκ της αναγνωρίσεως του ασφαλιστέου χρόνου οικονομικά αποτελέσματα επέρχονται από της πλήρους εξοφλήσεως της οφειλής. Οι εν ενεργεία ησφαλισμένοι δύνανται να εξοφλήσουν τας εξ` αναγνωρίσεως, χρόνου ασφαλίσεως, υποχρεώσεις των εις είκοσι τέσσερας (24) μηνιαίας δόσεις. Εν περιπτώσει μη εμπροθέσμου καταβολής δόσεως τινός, απόλλυται το δικαίωμα της τμηματικής εξοφλήσεως της οφειλής και τυγχάνει απαιτητόν το υπόλοιπον ποσόν, αναπροσηρμοσμένον με το ισχύον ασφάλιστρον κατά τον χρόνον εξοφλήσεως της οφειλής, πλέον των νομίμων προσαυξήσεων.
3. Αι διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.Δ. 2724/1953 εφαρμόζονται και επί των εργοληπτών Δημοσίων `Εργων των εχόντων χρόνον ασκήσεως επαγγέλματος προ της ισχύος του νόμου τούτου, ανεξαρτήτως χρόνου συμμετοχής των εις το Ταμείον, εφ` όσον ήθελον υποβάλει σχετικήν αίτησιν μετά πιστοποιητικού προϋπηρεσίας, εντός διετίας από της ισχύος του παρόντος.
4. Εργολήπται Δημοσίων έργων, ων αφηρέθη προσωρινώς δύνανται προσωρινώς ή οριστικώς το πτυχίον, συνεχίσουν προαιρετικώς την ασφάλισιν των εις το Ταμείον μέχρι συμπληρώσεως των χρονικών προϋπο- θέσεων συνταξιοδοτήσεως. Εις περίπτωσιν καθ` ην οι ανωτέρω έχουν ετέραν απασχόλησιν και συνεπεία ταύτης υπάγονται εις την ασφάλισιν ετέρου φορέως και δι` όσον χρόνον συνεχίζεται αύτη, δέν χωρεί ή ως άνω συνέχισις της προαιρετικής ασφαλίσεως, εχουσών εν προκειμένω εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ. 4202/1961 “περί διατηρήσεως των εκ της κοινωνικής ασφαλίσεως δικαιωμάτων”.
5. Εργολήπται Δημοσίων Εργων, μη ασκούντες το επάγγελμα εξ οιασδήποτε αιτίας, κεκτημένοι δε κατά την ισχύν του παρόντος νόμον, τας προϋποθέσεις δια συνταξιοδότησιν των, κατά τας κειμένας δια- τάξεις, δύνανται να αιτήσουν ταύτην εντός διετίας από της ισχύος του παρόντος.
6. Το δια του άρθρου μόνον του Ν.Δ. 2194/1943 “περί συμπληρώσεως της νομοθεσίας Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.” προστεθέν τρίτον εδάφιον εις την παράγραφον 6 του άρθρου 6 του Α.Ν. 2326/1940, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“Εις τους μετόχους τις ως άνω κατηγορίας, ως και εις τους εν τη επομένη παραγράφω αναφερομένους, εφαρμόζονται αναλόγως αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις της διεπούσης το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. νομοθεσίας, αι ρυθμίζουσαι παν θέμα αφορών τους μετόχους του Ταμείου, οίτινες τυγχάνουν μέλη του Τεχνικού Επιμελητηριου της Ελλάδος”.
7. Επιτρέπεται η χορήγησις προσωπικών δανείων εις τους εν ενεργεία τακτικούς υπαλλήλους του Ταμείου μέχρι του ύψους των αποδοχών τριών (3) μηνών, μέχρι του ύψους των από εντόκως προς 6% ετησίως, εξοφλητέων εις 36 μηνιαίας ισοπόσους δόσεις.
Άρθρον 33
1. Συνιστάται παρά τω Ταμείω Ειδικός Λογαριασμός Προσθέτων Παροχών, έχων ιδίαν οικονομικήν και λογιστικήν αυτοτέλειαν.
2. Σκοπός του ως άνω συνιστωμένον Ειδικού Λογαριασμού είναι η παροχή :
α. Προσθέτου συντάξεως εις τους λόγω γήρατος ή αναπηρίας συνταξιοδοτουμένους η εν περιπτώσει θανάτου εν ενεργεία ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, εις τα μέλη της οικογενείας αυτού, κατά τα ορισθησόμενα υπό της κατά την παράγραφον 3 του άρθρου 34 του παρόντος προβλεπομενης Υπουργικής Αποφάσεως.
β. Εφ` άπαξ βοηθήματος εις τους εξερχομένους το πρώτον εις σύνταξιν λόγω γήρατος η εν περιπτώσει θανάτου εν ενεργεία ησφαλισμένου εις τα δικαιούμενα συντάξεως μέλη της οικογενείας αυτού, κατά τα ορισθησόμενα υπό της κατά την παράγραφον 3 του άρθρου 34 του παρόντος προβλεπομένης Υπουργικής Αποφάσεως.
3α. Εις τον κατά το παρόν άρθρον Ειδικόν Λογαριασμόν υπάγονται υποχρεωτικώς πάντες οι ησφαλισμένοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. οι μη υπαγόμενοι εις έτερον φορέα κυρίας ασφαλίσεως δια συνταξιοδότησιν, ή μη δικαιούμενοι συντάξεως εκ του Δημοσίου. Οι όροι υπαγωγής των υπαλλήλων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. θα ρυθμισθούν δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά σύμφωνον γνώμην τον Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου”.
β. Εν περιπτώσει εξαιρέσεως των μετόχων εκ της ασφαλισεως του ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου χωρίς να δικαιωθούν συντάξεως, υποχρεωτικώς εις την ασφάλισιν του υπάγονται και ούτοι υποχρεωτικώς εις την ασφάλισιν του Ειδικού Λογαριασμού δυνάμενοι να αναγνωρίσουν δι εξαγοράς καί προγενέστερον χρόνον κατά τα ορισθησόμενα δι` Υπουργικής Αποφάσεως εκδιδομένης κατά τα εν παραγράφω 3 του επομένου άρθρου καθοριζόμενα.
γ. Εις περίπτωσιν μεταγενεστέρας υπαγωγής των μετόχων εις την ασφάλισιν ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου, οι κατά την παρούσαν παράγραφον υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν του Ειδικού Λο- γαριασμού Προσθέτων Παροχών, εξαιρούνται της παρ` αυτώ ασφαλίσεως. Οι εξ` αυτών έχοντες υπερδεκαετή συμμετοχήν εις τον Ειδικόν Λογαριασμόν Προσθέτων Παροχών, λαμβάνουν το αναλογούν μέρος του μηνιαίου βοηθήματος, άμα τη συνταξιοδοτήσει των εκ του Ταμείου.
Μέτοχοι του Ταμείου υπερβάντες το πεντηκοστόν (50) έτος της ηλικίας των, κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος, δύνανται εντός έτους από αυτής να αιτήσουν την εξαίρεσίν των εκ του ως άνω Ειδικού Λογαριασμού της αιτήσεώς των μη υποκειμένης εις ανάκλησιν.
4. Η διοίκησις και διαχείρισις του Ειδικού Λογαριασμού ασκείται υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., τα της εν γένει δε οργανώσεως αυτού, ορισθήσονται δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου.
5. Εις τον, δια του παρόντος άρθρου, συνιστώμενον Ειδικόν Λογαριασμόν Προσθέτων Παροχών, υπάγονται και οι ήδη συνταξιούχοι λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, δια την παροχήν αυτοίς μηνιαίου βοηθήματος, εφ` όσον δεν λαμβάνουν σύνταξιν εξ` ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου. Εξαιρετικώς οι εξ` αυτών λαμβάνοντες σύνταξιν λόγω αναπηρίας δύνανται να τύχουν και των λοιπών παροχών του Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών, εφ` όσον μετά την λήξιν της συνταξιοδοτήσεως των λόγω αναπηρίας, παραμείνουν εις την ενεργόν ασφάλισιν τούλάχιστον επί πενταετίαν.
Τα της αναγνωρίσεως χρόνου ασφαλίσεως υπό των εν τη παρούση παραγράφω αναφερομένων προσώπων, ο αναγνωριστέος χρόνος, το ύψος της εισφοράς δι έκαστον αναγνωριζόμενον μήνα και ο τρόπος εξοφλήσεως των εκ της αιτίας ταύτης υποχρεώσεών των, ρυθμίζονται δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εκδιδομένης κατά τα εν παραγράφω 3 του επομένου άρθρου οριζόμενα. Εν πάση όμως περιπτώσει, παροχή του Ειδικού Λογαριασμού δεν χορηγείται εις τα περί ων η παρούσα παράγραφος πρόσωπα, εάν προηγουμένως δεν έχη εξοφλήση το εν τρίτον (1/3) της οφειλής εξ` αναγνωρίσεως χρόνον ασφαλίσεως.
Άρθρον 34
1. Πόροι τον κατά το προηγούμενον άρθρον συνιστωμένου Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών, είναι :
α. Μηνιαία εισφορά των υπαγομένων εις την ασφάλισιν αυτού, υπολογιζομένη εις ποσοστόν επί τον εκάστοτε βασικού μισθού δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου επί βαθμώ 2ω, και οριζομένη δια μεν τους ελευθέρως ασκούντας το επάγγελμα εις τρία επί τοις εκατόν (3%), δια δε τους εμμίσθους εις εν επί τοις εκατόν (1%). Διά τους έχοντας χρόνον ασφαλίσεως μέχρι καί πέντε (5) ετών από της λήψεως του πτυχίου των, η μηνιαία εισφορά ορίζεται εις τα εξήκοντα εκατοστά, της κατά το προηγούμενον εδάφιον εισφοράς.
β. Ποσοστόν πεντήκοντα επί τοις εκατο (50%) των κατα τα εδάφια ε, ιγ καί ιη της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/1940 εσόδων του Ταμείου.
γ. Εργοδοτική εισφορά οριζομένη εις ποσοστόν ίσον το εκάστοτε ισχύον δια τον Κλάδον Συντάξεων του Ι.Κ.Α., υπολογιζομένη επί του βασικού μισθού δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου επί βαθμώ 2ω.
Υπόχρεα δια την καταβολήν της ως άνω εργοδοτικής εισφοράς, είναι πάντα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα απασχολούντα ησφαλισμένους του Ταμείου μη έχοντας ετέραν ασφάλισιν δια κυρίαν σύνταξιν πλην την του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και αι επιχειρήσεις, ως και τα νόμω εξομοιούμενα προς το Δημόσιον ή απολαύοντα των ατελειών ή προνομίων τούτου ή αποτελούντα δημοσίαν επιχείρησιν λειτουργούσαν χάριν του δημοσίου συμφέροντος υπό οιανδήποτε μορφήν, εξαιρουμένου τού Ελληνικού Δημοσίου.
Η ως άνω εισφορά αποδίδεται, ομού μετά της, κατά το εδάφιον α της παρούσης παραγράφου, κρατήσεως του ησφαλισμένου εντός του επομένου μηνός αφ` ου κατέστησαν απαιτηταί αι αντίστοιχαι αποδοχαί ή αμοιβαί, συνυποβαλομένων και σχετικών αναλυτικών ονομαστικών καταστάσεων.
2. Εν περιπτώσει καθυστερήσεως καταβολής ή μη αποδόσεως εις τον Ειδικόν Λογαριασμόν Προσθέτων Παροχών, εισφοράς τινος εκ των εν τη προηγουμένη παραγράφω αναφερομένων, εφαρμογήν έχουν αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., ως προς τας προσθέτους επιβαρύνσεις, την αναπροσαρμογήν των οφειλομένων εισφορών και την δι` αναγκαστικών και λοιπών μέτρων είσπραξιν αυτών.
3. Δι` αποφάσεων του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εκδιδομένων μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου, θέλουν ορισθή τα της κατανομής των εσόδων μεταξύ των επί μέρους λογαριασμών δια πρόσθετον μηνιαίον βοήθημα, εφ άπαξ παροχήν, έξοδα διοικήσεως και ασφαλιστικόν αποθεματικόν κεφάλαιον εκ ποσοστον 10% τουλάχιστον των ετησίων εσόδων του Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών, τα του χρόνου ενάρξεως χορηγήσεως εκάστης των κατά το προηγούμενον άρθρον παροχών, αι προϋποθέσεις τας οποίας δέον να πληρούν τα ασφαλιζόμενα εις τον Ειδικόν Λογαριασμόν Προσθέτων Παροχών, πρόσωπα, και αι τοιαύται της απονομής παροχών, ό κύκλος των προστατευομένων προσώπων υπό των εν ενεργεία ή συντάξει ησφαλισμένων και το δικαιούμενον ύπ αυτών ποσοστόν των παροχών, το ύψος των προβλεπομένων εισφορών και παροχών, ο τρόπος αναγνωρίσεως και εξαγοράς προϋπηρεσίας υπό ησφαλισμένων και της καταβολής των εκ της αιτίας ταύτης οφειλών και προσθέτων επιβαρύνσεων, οι λόγοι αναστολής, διακοπής ή απωλείας των παροχών, ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την εκπλήρωσιν των σκοπών του Ειδικού Λογαριασμού.
4. Δι` αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών εκδιδομένης μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου, δύνανται να μεταφέρωνται πλεονάσματα του Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών, εις τον Κλάδον Υγείας του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.
Άρθρον 35
1. Δια Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., ρυθμίζονται:
α. Τα του ύψους, της βεβαιώσεως, της εισπράξεως και των συνεπειών καθυστερήσεως καταβολής των εισφορών, τα των προϋποθέσεων, της εκτάσεως, του ύψους και της διαδικασίας χορηγήσεως των παροχών, οι λόγοι εκπτώσεως, αναστολής καί διακοπής των παροχών, το ύψος του ανωτάτου ορίου συντάξεως και ων λοιπών παροχών, τα του χρόνου ενάρξεως και ήξεως των δικαιωμάτων και τα της παραγραφής αξιώσεων επί τας παροχάς, ως και οι όροι καί προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως ή απονομής και επεκτάσεως πάσης ετέρας παροχής, τα της αναγνωρίσεως και εξαγοράς χρόνου επαγγελματικής απασχολήσεως, ως και τα της παρακολουθήσεως και του ελέγχου των υποχρέων προς απόδοσιν παντός πόρου του Ταμείου.
β. Πάσα ετέρα λεπτομέρεια αναγκαία δια την εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης παραγράφου και της εκπλήρωσίν των σκοπών του Ταμείου.
2. Δι` αποφάσεων του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εκδιδομένων μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου, δύναται να ορίζηται η κατανομή εις ποσοστόν επί τοις εκατόν των εξόδων διοικήσεως τού Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε μεταξύ των κλάδων Συντάξεων, Υγείας και Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών.
3. Δια Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου, δύνανται να κωδικοποιηθούν αι διατάξεις του Α.Ν. 2326/1940 και παντός ετέρου Νόμου αφορώντος αμέσως ή εμμέσως το Ταμείον, ως και των εις εκτέλεσιν τούτων εκδοθέντων Διαταγμάτων ή Υπουργικών Αποφάσεων, ως αύται έχουν τροποποιηθή μέχρι της εκδόσεως του ως άνω Διατάγματος, επιτρεπομένης της μεταβολής της σειράς των άρθρων, παραγράφων και εδαφίων αυτών ή της συγχωνεύσεώς των, άνευ μεταβολής της εννοίας.
Άρθρον 36
1. Οπου εν τω παρόντι νόμω, δια τον υπολογισμόν των εισφορών ησφαλισμένου και εργοδότου αναφέρεται βασικός μισθός δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος, νοείται ο βασικός μισθός τής 1ης Ιανουαρίου 1979 ο καθορισθείς υπό της παραγρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 754/1978 “περί ρυθμίσεως των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων Πολιτικών και Στρατιωτικών, των υπαλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ως και άλλων τινών συναφών διατάξεων” μετά δε την 1.1.1979 ο εκάστοτε ισχύων.
2. Από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται η παράγραφος 7 του άρθρου 7 του Α.Ν. 2326/1940, τα άρθρα 4, 18 καί 29 του από 20-11/4.12.1940 Β.Δ/τος, ως καί πάσα ετέρα διάταξις αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος.
Άρθρον 37
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της πρώτης του μεθεπομένου της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, μηνός, εκτός εάν άλλως ορίζεται εν αυτώ.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 22 Μαΐου 1979
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς