Νόμος 945 ΦΕΚ Α΄ 170/27.7.1979
Περί κυρώσεως της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Ελλάδος εις την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα και την Ευρωπαϊκήν Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας ως και της συμφωνίας “περί προσχωρήσεως της Ελλάδος εις την Ευρωπαϊκήν Κοινότητα ‘Ανθρακος και Χάλυβος”.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:
Άρθρον 1
Κυρούνται και έχουν την κατά το άρθρον 28 τον Συντάγματος ισχύν Νόμου:
α) Η εν Αθήναις υπογραφείσα την 28ην Μαίου 1979 συνθήκη μεταξύ της Ελλάδος αφ` ενός και του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και της Βορείου Ιρλανδίας αφ` ετέρου, περί προσχωρήσεως της Ελλάδος εις τάς εν Ρώμη υπογραφείσας την 25ην Μαρτίου 1957 συνθήκας περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΟΚ) και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας (ΕΚΑΕ), ως αύται έχουν τροποποιηθή, μετά των προσηρτημένων εις αυτάς πράξεων, παραρτημάτων, πρωτοκόλλων και δηλώσεων.
β) Η συμφωνία η καταρτισθείσα διά της αποδοχής δυνάμει της από 24 Μαϊου 1979 αποφάσεως του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της από 12 Ιουνίου 1975 αιτήσεως της Ελλάδος περί προσχωρήσεώς της είς την έν Παρισίοις υπογραφείσαν την 18ην Απριλίου 1951 συνθήκην περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος `Ανθρακος καί Χάλυβος (ΕΚΑΧ) μετά των προσηρτημένων εις αυτήν πράξεων, παραρτημάτων, πρωτοκόλλων και δηλώσεων.
Άρθρον 2
Διά προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων μετά πρότασιν των αρμοδίων Υπουργών, μέχρι τέλους Δεκεμβρίου 1981, δύναται νά ρυθμίζωνται τα της εφαρμογής των υπό των οργάνων των περί ών το άρθρον 1 Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκδοθεισών, ήδη ώς και των μέχρι της κατά το προηγούμενον άρθρον προσχωρήσεως της Ελλάδος εις τας Ευρωπαϊκάς Κοινότητας εκδοθησομένων πράξεων, καθώς και η προσαρμογή εις ταύτας της κειμένης νομοθεσίας, συμφώνως προς τις γενικές αρχές και τό πνεύμα του Κοινοτικού Δικαίου. Δι` ομοίων διαταγμάτων δύναται νά ρυθμίζωνται τα διά την εφαρμογήν των μεταβατικών διατάξεων της πράξεως προσχωρήσεως αναγκαία θέματα.
Άρθρον 3
Η Κυβέρνησις, προ του πέρατος εκάστης ετησίας συνόδου της Βουλής, υποβάλλει είς αυτήν έκθεσιν περί της εξελίξεως των κοινοτικών υποθέσεων.
Άρθρον 4
Τα κείμενα των εν άρθρω 1 εδάφ. α του παρόντος κυρουμένων πράξεων, μετά των προσηρτημένων εις αυτάς παραρτημάτων, πρωτοκόλλων και δηλώσεων συντεταγμένα εις την αγγλικήν, γαλλικήν, γερμανικήν, δανικήν, ελληνικήν, ιρλανδικήν, ιταλικήν και ολλανδικήν γλώσσαν έχουν την αυτήν ισχύν και δημοσιεύονται κατωτέρω. Διά την συμφωνίαν περι ης το άρθρον 1 έδ. β του παρόντος (συνθήκη ΕΚΑΧ), αυθεντικόν κείμενον είναι το συντεταγμένον εις την Γαλλικήν γλώσσαν
Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος της 25 Μαρτίου 1957
Διάρθρωση
Τίτλος Ι: Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων 9
Κεφάλαιο Ι: Η τελωνειακή ένωση. 12
Τμήμα Πρώτο: Η κατάργηση των δασμών μεταξύ των κρατών μελών. 12
Τμήμα Δεύτερο: Η θέσπιση του κοινού δασμολογίου. 18
Κεφάλαιο 2: Η κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών 30
Τίτλος ΙΙ: Η γεωργία. Τίτλος ΙΙΙ: Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των υπηρεσιών και τών κεφαλαίων. 41
Κεφάλαιο 1 : Οι εργαζόμενοι. 41 Κεφάλαιο 2: Το δικαίωμα εγκαταστάσεως. 52 Κεφάλαιο 3: Οι υπηρεσίες. 59 Κεφάλαιο 4: Κεφάλαια και πληρωμές. 67 Τίτλος ΙV: Οι μεταφορές. 74 Τίτλος V: Κοινοί κανόνες για τον ανταγωνισμό, τη φορολογία και την προσέγγιση των νομοθεσιών. 85
Κεφάλαιο 1 : Κανόνες ανταγωνισμού. 85 Τμήμα Πρώτο: Κανόνες εφαρμοστέοι επι των επιχειρήσεων. 85
Τμήμα Δεύτερο: Πρακτική ντάμπιγκ 91 Τμήμα Τρίτο: Κρατικές ενισχύσεις 92 Κεφάλαιο 2: Φορολογικές διατάξεις. 95 Κεφάλαιο 3: Η προσέγγιση των νομοθεσιών. 100
Τίτλος VΙ: Οικονομική και νομισματική πολιτική. 102Α
Κεφάλαιο 1: Οικονομική πολιτική. 102Α Κεφάλαιο 2: Νομισματική πολιτική 105 Κεφάλαιο 3: Θεσμικές διατάξεις. 109Α Κεφάλαιο 4: Μεταβατικές διατάξεις. 109Ε Τίτλος VΙΙ: Κοινή εμπορική πολιτική. 110 Τίτλος VΙΙΙ: Κοινωνική πολιτική, παιδεία, επαγγελματική εκπαίδευση και νεολαία. 117
Κεφάλαιο 1: Κοινωνικές διατάξεις. 117 Κεφάλαιο 2: Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. 123 Κεφάλαιο 3: Παιδεία, Επαγγελματική εκπαίδευση και νεολαία. 126
Τίτλος ΙΧ: Πολιτισμός. 128 Τίτλος Χ: Δημόσια υγεία. 129 Τίτλος ΧΙ: Προστασία των καταναλωτών. 129Α Τίτλος ΧΙΙ: Διευρωπαϊκά δίκτυα. 129Β Τίτλος ΧΙΙΙ: Βιομηχανία. Τίτλος XIV: Οικονομική και κοινωνική συνοχή. 130Α Τίτλος XV: Ερευνα και τεχνολογική ανάπτυξη 130ΣΤ
Τίτλος XVI: Περιβάλλον. 130Ρ Τίτλος XVII: Συνεργασία για την ανάπτυξη. 130Υ ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΔΑΦΩΝ. 131 ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ: ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ. 137
Κεφάλαιο 1 : Τα όργανα. 137 Τμήμα Πρώτο: Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 137 Τμήμα Δεύτερο: Το Συμβούλιο 145 Τμήμα Τρίτο: Η Επιτροπή 155 Τμήμα Τέταρτο: Το Δικαστήριο 164 Τμήμα Πέμπτο: Τό Ελεγκτικό Συνέδριο 188Α Κεφάλαιο 2: Κοινές διατάξεις για περισσότερα όργανα. Κεφάλαιο 3: Η Κοινωνική και Οικονομική Επιτροπή 193 Κεφάλαιο 4: Η Επιτροπή των Περιφερειών 198Α Κεφάλαιο 5: Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων 198Δ
Τίτλος ΙΙ: Δημοσιονομικές διατάξεις. 199 ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ: ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. 210
Εγκατάσταση των οργάνων. 241 Τελικές διατάξεις. 247 Παραρτήματα:
Παράρτημα I: Πίνακας Α-Ζ προβλεπόμενος στα άρθρα 19 και 20 της Συνθήκης Παράρτημα ΙΙ: Πίνακας προβλεπόμενος στό άρθρο 38 της Συνθήκης Παράρτημα III: Πίνακας αδήλων συναλλαγών. Παράρτημα IV: Υπερπόντιες χώρες και εδάφη.
Η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς των Βέλγων, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, η Αυτής Βασιλική Υψηλότης η Μεγάλη Δούκισσα του Λουξεμβούργου, η Αυτής Μεγαλειότης η Βασίλισσα των Κάτω Χωρών, ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ να θέσουν τις βάσεις μιάς διαρκώς στενότερης ενώσεως των ευρωπαϊκών λαών, ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ να εξασφαλίσουν με κοινή δράση την οικονομική και κοινωνική πρόοδο των χωρών τους καταργώντας τους φραγμούς που διαιρούν την Ευρώπη. ΘΕΤΟΝΤΑΣ ώς κύριο σκοπό των προσπαθειών τους τη σταθερή βελτίωση των όρων διαβιώσεως και απασχολήσεως των λαών τους, ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι ή εξάλειψη τών υφισταμένων εμποδίων απαιτεί συντονισμένη δράση για να εξασφαλισθεί σταθερότης στην επέκταση της οικονομίας, ισορροπία στις συναλλαγές και ευθύτης στον ανταγωνισμό, ΜΕΡΙΜΝΩΝΤΑΣ να ενισχύσουν την ενότητα των οικονομιών τους και να προωθήσουν τήν αρμονική τους ανάπτυξη, μειώνοντας τις υφιστάμενες ανισότητες μεταξύ των διαφόρων περιοχών και την καθυστέρηση των λιγότερο ευνοημένων, ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να συμβάλουν, ασκώντας κοινή εμπορική πολιτική, την προοδευτική κατάργηση των περιορισμών στις διεθνείς συναλλαγές, ΠΡΟΤΙΘΕΜΕΝΟΙ να εδραιώσουν την αλληλεγγύη που συνδέει την Ευρώπη με τις υπερπόντιες χώρες και επιθυμώντας να εξασφαλίσουν την ανάπτυξή της ευημερίας τους σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών, ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ να παγιώσουν, με τη συνένωση των οικονομικών τους δυνάμεων, τη διαφύλαξη της ειρήνης και της ελευθερίας και καλώντας τους άλλους λαούς της Ευρώπης που συμμερίζονται τα ιδεώδη τους να συμμετάσχουν στην προσπάθειά τους, ΑΠΕΦΑΣΙΣΑΝ τή δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας και όρισαν πρός τον σκοπό αυτόν ως πληρεξουσίους:
………………………………………………………
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ, μετά την ανταλλαγή τών πληρεξουσίων Εγγράφων τους πού ευρέθησαν έν τάξει, συνεφώνησαν επί των ακολούθων διατάξεων:
Άρθρον 5
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του είς την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Άρθρον 8
1. Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ενωσης. Πολίτης της Ενωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ενωσης συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια.
2. Οι πολίτες της Ενωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παρούσα συνθήκη.
Άρθρον 8α
1. Κάθε πολίτης της Ενωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της.
2. Το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δικαιωμάτων. Εκτός εάν άλλως ορίζεται στην παρούσα συνθήκη, το Συμβούλιο αποφασίζει σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία καθ` όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής.
Άρθρον 8β
1. Κάθε πολίτης της Ενωσης που κατοικεί σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοος έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας του, υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους. Το δικαίωμα αυτό ασκείται με την επιφύλαξη των λεπτομερέστερων διατάξεων που θα θεσπίσει, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι διατάξεις αυτές μπορούν να προβλέπουν Παρεκκλίσεις όταν αυτό δικαιολογείται λόγω ειδικών προβλημάτων σε ένα κράτος μέλος.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 138 παράγραφος 3 και των διατάξεων που θεσπίζονται πρός εφαρμογή του, κάθε πολίτης της Ενωσης που κατοικεί σε κράτος μέλος του οποίου δέν είναι υπήκοος έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο κράτος μέλος της κατοικίας του, υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους. Το δικαίωμα αυτό ασκείται με την επιφύλαξη των λεπτομερέστερων διατάξεων που θα θεσπίσει, πρίν από τις 31 Δεκεμβρίου 1993, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι διατάξεις αυτές μπορούν να προβλέπουν Παρεκκλίσεις όταν αυτό δικαιολογείται λόγω ειδικών προβλημάτων σε ένα κράτος μέλος.
Άρθρον 8γ
Κάθε πολίτης της Ενωσης απολαύει, στο έδαφος τρίτων χωρών στις οποίες δεν αντιπροσωπεύεται το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος, της διπλωματικής και προξενικής προστασίας κάθε κράτους μέλους, υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και έναντι των υπηκόων του κράτους αυτού. Πρίν από τις 31 Δεκεμβρίου 1993, τα κράτη μέλη θα καθορίσουν μεταξύ τους τούς αναγκαίους κανόνες και θα αρχίσουν τις απαιτούμενες διεθνείς διαπραγματεύσεις για να εξασφαλίσουν την προστασία αυτή.
Άρθρον 8δ
Κάθε πολίτης της Ενωσης έχει το Δικαίωμα αναφοράς πρός το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 138 Δ. Κάθε πολίτης της Ενωσης δύναται να απευθύνεται στον διαμεσολαβητή που θεσμοθετείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 138 Ε. “Κάθε πολίτης της Ενωσης δύναται να απευθύνεται σε οποιοδήποτε από τα όργανα ή τους οργανισμούς, που αναφέρονται στο παρόν άρθρο ή στο άρθρο 4, σε μία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 248 γλώσσες, και να παίρνει απάντηση στην ίδια γλώσσα”.
Άρθρον 8ε
Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Οικονομική καί Κοινωνική Επιτροπή πρίν από τίς 31 Δεκεμβρίου 1993, και κατόπιν κάθε τρία έτη, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος μέρους. Η έκθεση αυτή λαμβάνει υπ` όψη της την εξέλιξη της Ενωσης. Επ αυτής της βάσεως, και με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων της παρούσας συνθήκης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να θεσπίζει διατάξεις για τη συμπλήρωση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο παρόν μέρος, και συνιστά στα κράτη μέλη την αποδοχή των εν λόγω διατάξεων σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες”.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ
ΤΙΤΛΟΣ I
Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων
Άρθρον 9
1. Η Κοινότης βασίζεται επί τελωνειακής ενώσεως που εκτείνεται στο σύνολο των εμπορευματικών συναλλαγών και περιλαμβάνει την απαγόρευση των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και όλων των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ των Κρατών μελών, καθώς και την υιοθέτηση κοινού δασμολογίου στις σχέσεις τους με τις τρίτες χώρες.
2. Οι διατάξεις του κεφαλαίου 1, τμήμα πρώτο, και του κεφαλαίου 2 του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται στα προϊόντα καταγωγής Κρατών μελών, καθώς και στα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών που ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός των Κρατών μελών.
Άρθρον 10
1. Θεωρούνται ότι ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός Κράτους μέλους τα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών, για τα οποία έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις εισαγωγής και εισπραχθεί σ` αυτό το Κράτος μέλος οι απαιτούμενοι δασμοί και φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, και για τα οποία δεν έχουν επιστραφεί ολικώς ή μερικώς αυτοί οι δασμοί και επιβαρύνσεις.
2. Η Επιτροπή πρό της λήξεως του πρώτου έτους από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης, καθορίζει τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας για την εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 2, λαμβάνοντας υπ` όψη την ανάγκη απλουστεύσεως, κατά το δυνατόν, των επιβαλλομένων στο εμπόριο διατυπώσεων. Πρό της λήξεως του πρώτου έτους από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης, η Επιτροπή ορίζει τις διατάξεις που εφαρμόζονται στο εμπόριο μεταξύ των Κρατών μελών για τα εμπορεύματα καταγωγής άλλου Κράτους μέλους, στην κατασκευή των οποίων εχρησιμοποιήθησαν προϊόντα που δεν έχουν υποβληθέι από το Κράτος μέλος εξαγωγής στούς επιβαλλομένους δασμούς και φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος ή για τα οποία έχουν επιστραφεί, ολικώς ή μερικώς, αυτοί οι δασμοί και επιβαρύνσεις. Κατά τη θέσπιση των διατάξεων αυτών, η Επιτροπή λαμβάνει υπ` όψη βλέπονται για την κατάργηση των δασμών εντός της Κοινότητος και για την προοδευτική εφαρμογή του κοινού δασμολογίου.
Άρθρον 11
Τα Κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να επιτραπεί στις κυβερνήσεις να εκπληρώσουν, εντός των καθορισμένων προθεσμιών, τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η παρούσα συνθήκη στον τομέα των δασμών.
Άρθρον 12
Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν μεταξύ τους νέους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς ή φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος ούτε προβαίνουν σε αύξηση εκείνων που εφαρμόζουν στις μεταξύ τους εμπορικές
Άρθρον 13
1. Τα Κράτη μέλη καταργούν προοδευτικώς κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου τους ισχύοντες μεταξύ τους εισαγωγικούς δασμούς σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 14 και 15.
2. Τα κράτη μέλη καταργούν προοδευτικώς κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικούς δασμούς που ισχύουν μεταξύ τους. Η Επιτροπή ορίζει με οδηγίες τον ρυθμό της καταργήσεως αυτής, καθοδηγουμένη απο τους κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 14 παράγραφοι 2 και 3, καθώς και απο τις οδηγίες που εκδίδει το Συμβούλιο κατ` εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 2.
Άρθρον 14
1. Για κάθε προϊόν, δασμός βάσεως επί του οποίου πραγματοποιούνται οι διαδοχικές μειώσεις είναι ο εφαρμοζόμενος δασμός την 1η Ιανουαρίου 1957.
2. Ο ρυθμός των μειώσεων ορίζεται ως εξής: α) Κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου, η πρώτη μείωση πραγματοποιείται ένα έτος μετά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης. Η δεύτερη, δέκα οκτώ μήνες αργότερα. Η τρίτη, στο τέλος του τετάρτου έτους απο την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης. β) Κατά τη διάρκεια του δευτέρου σταδίου, η πρώτη μείωση πραγματοποιείται δέκα οκτώ μήνες μετά την προηγούμενη. Η τρίτη μείωση πραγματοποιείται ένα έτος αργότερα. γ) Οι μειώσεις που υπολείπονται πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του τρίτου σταδίου. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, ορίζει με ειδική πλειοψηφία τον ρυθμό των μειώσεων αυτών με οδηγίες.
3. Κατά την πρώτη μείωση, τα Κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ μεταξύ τους, για κάθε προϊόν, δασμό ίσο με τον δασμό βάσεως μειωμένο κατά 10%. Σε κάθε μεταγενέστερη μείωση, κάθε Κράτος μέλος οφείλει να μειώνει το σύνολο τών δασμών του, ώστε η μέν συνολική δασμολογική επιβάρυνση, όπως ορίζεται στήν παράγραφο 4, να μειωθεί κατά 10%, η δε μείωση για κάθε προϊόν να είναι ίση τουλάχιστον πρός 5% των δασμών βάσεως. Εν τούτοις για τα προϊόντα επί των οποίων εξακολουθεί να εφαρμόζεται μόζεται δασμός ανώτερος του 30%, κάθε μείωση πρέπει να είναι τουλάχιστον ίση πρός 10% του δασμού βάσεως.
4. Για κάθε Κράτος μέλος η συνολική είσπραξη έκ δασμών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας την αξία των εισαγωγών πρός άλλα Κράτη μέλη, που επραγματοποιήθησαν κατά τη διάρκεια του έτους 1956, επί τους δασμούς βάσεως.
5. Τα ειδικά προβλήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή των προηγουμένων παραγράφων ρυθμίζονται με οδηγίες που εκδίδει το Συμβούλιο αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής.
6. Τα Κράτη μέλη γνωρίζουν στην Επιτροπή τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται οι ανωτέρω κανόνες, οι σχετικοί με τη μείωση των δασμών. Προσπαθούν να επιτύχουν, ώστε η μείωση των δασμών για κάθε προϊόν να φθάσει:
– στο τέλος του πρώτου σταδίου, τουλάχιστον 25% του δασμού βάσεως
– στο τέλος του δευτέρου σταδίου, τουλάχιστον 50% του δασμού βάσεως.
Η Επιτροπή απευθύνει κάθε κατάλληλη σύσταση πρός τα Κράτη μέλη, αν διαπιστώσει ότι υπάρχει κίνδυνος να μην επιτευχθούν οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 13 και τα ποσοστά που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο.
7. Το Συμβούλιο δύναται ομοφώνως να τροποποιεί τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Συνέλευση.
Άρθρον 15
1. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 14, κάθε Κράτος μέλος δύναται κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου να αναστείλει ολικώς ή μερικώς την εφαρμογή των δασμών για τα προϊόντα που εισάγονται από άλλα Κράτη μέλη. Ενημερώνει σχετικώς τα άλλα Κράτη μέλη και την Επιτροπή.
2. Τα Κράτη μέλη δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένα να μειώσουν τους δασμούς τους έναντι των άλλων Κρατών μελών με ρυθμό ταχύτερο από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 14, αν η γενική οικονομική τους κατάσταση και η κατάσταση του σχετικού τομέως τους το επιτρέπουν. Για το σκοπό αυτό η Επιτροπή απευθύνει συστάσεις πρός τα ενδιαφερόμενα Κράτη μέλη.
Άρθρον 16
Τά Κράτη μέλη καταργούν μεταξύ τους, το αργότερο στο τέλος του πρώτου σταδίου, τους εξαγωγικούς δασμούς και τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος.
Άρθρον 17
1. Οι διατάξεις τών άρθρων 9 μέχρι 15 παράγραφος 1 εφαρμόζονται και επί των δασμών ταμιευτικού χαρακτήρος. Ωστόσο, οι δασμοί αυτοί δεν λαμβάνονται υπ` όψη για τον υπολογισμό ούτε της συνολικής δασμολογικής επιβαρύνσεως ούτε της μειώσεως του συνόλου των δασμών που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφοι 3 και 4. Οι δασμοί αυτοί ελαττώνονται σε κάθε μείωση τουλάχιστον κατά 10% σε σχέση πρός τον δασμό βάσεως. Τα Κράτη μέλη δύνανται να μειώνουν τους δασμούς αυτούς με ρυθμό ταχύτερο από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 14.
2. Πρό της λήξεως του πρώτου έτους από την έναρξη της ισχύος τής παρούσης συνθήκης τα Κράτη μέλη γνωστοποιούν στήν Επιτροπή τους δασμούς τους ταμιευτικού χαρακτήρος.
3. Τα Κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να αντικαταστήσουν τους δασμούς αυτούς με εσωτερικό φόρο σύμφωνο πρός τις διατάξεις άρθρου 95.
4. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η αντικατάσταση δασμού ταμιευτικού χαρακτήρος σε ένα Κράτος μέλος προσκρούει σέ σοβαρές δυσχέρειες, επιτρέπει στο εν λόγω Κράτος να διατηρήσει τον δασμό αυτόν, υπό τον όρο ότι θα τον καταργήσει το αργότερο εντός έξη ετών από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης. Η άδεια πρέπει να ζητηθεί πρό της λήξεως του πρώτου έτους από την έναρξη τής ισχύος της συνθήκης.
ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Άρθρον 18
Τα Κράτη μέλη δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένα να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου και στη μείωση των εμποδίων στις συναλλαγές συνάπτοντας συμφωνίες που αποβλέπουν, με βάση την αμοιβαιότητα και πρός το κοινό όφελος, στη μείωση των δασμών κάτω από το γενικό επίπεδο πού θα ήταν δυνατόν να έπικαλεσθούν λόγω της συστάσεως τελωνειακής ενώσεως μεταξύ τους.
Άρθρον 19
1. Υπό τις προϋποθέσεις και εντός των ορίων που προβλέπονται κατωτέρω, οι δασμοί του κοινού δασμολογίου ορίζονται στο επίπεδο του αριθμητικού μέσου όρου των δασμών που εφαρμόζονται στα τέσσερα τελωνειακά εδάφη της Κοινότητος.
2. Για τον υπολογισμό αυτού του μέσου όρου λαμβάνονται ώς βάση οι εφαρμοζόμενοι δασμοί στα Κράτη μέλη την 1η Ιανουαρίου 1957. Οσον αφορά το ιταλικό δασμολόγιο, ο εφαρμοζόμενος δασμός νοείται χωρίς να λαμβάνεται υπ` όψη η προσωρινή μείωση κατά 10%. Εξάλλου, σε εκείνες τις κλάσεις όπου το ιταλικό δασμολόγιο περιλαμβάνει συμβατικό δασμό, ο συμβατικός αυτός δασμός αντικαθιστά τον εφαρμοζόμενο δασμό, όπως αυτός ορίζεται ανωτέρω, υπό την προϋπόθεση ότι δέν είναι ανώτερός του κατά ποσοστό υψηλότερο του 10%. Οταν ο συμβατικός δασμός υπερβαίνει τον εφαρμοζόμενο δασμό, όπως αυτός ορίζεται ανωτέρω, κατά ποσοστό ανώτερο του 10%, για τον υπολογισμό του αριθμητικού μέσου όρου λαμβάνεται υπ` όψη ο εφαρμοζόμενος δασμός, ηυξημένος κατά 10%. οι δασμοί που αναφέρονται στις δασμολογικές κλάσεις του πίνακα Α αντικαθιστούν τους εφαρμοζόμενους δασμούς για τον υπολογισμό του αριθμητικού μέσου όρου.
3. Οι δασμοί του κοινού δασμολογίου δεν δύνανται να είναι ανώτεροι του: α) 3% για τα προϊόντα των δασμολογικών κλάσεων του πίνακα Β. β) 10% για τα προϊόντα των δασμολογικών κλάσεων του πίνακα Γ. γ) 15% για τα προϊόντα των δασμολογικών κλάσεων του πίνακα Δ. δ) 25% για τα προϊόντα των δασμολογικών κλάσεων του πίνακα Ε. Οταν το δασμολόγιο των χωρών της Μπενελούξ περιλαμβάνει για τα προϊόντα αυτά δασμό που δεν υπερβαίνει τό 3%, ο δασμός αυτός αναβιβάζεται σε 12% για τον υπολογισμό του αριθμητικού μέσου όρου.
4. Ο πίνακας ΣΤ ορίζει τους δασμούς οι οποίοι εφαρμόζονται στα προϊόντα που απαριθμεί.
5. Οι πίνακες των δασμολογικών κλάσεων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 20 αποτελούν αντικείμενο του παραρτήματος 1 της παρούσης συνθήκης.
Άρθρον 20
Οι δασμοί που εφαρμόζονται στα προϊόντα του πίνακα Ζ καθορίζονται με διαπραγματεύσεις μεταξύ των Κρατών μελών. Κάθε Κράτος μέλος δύναται να προσθέσει και άλλα προϊόντα στον πίνακα αυτόν μέχρι ποσοστού 2% της συνολικής αξίας των εισαγωγών του από τρίτες χώρες, κατά τη διάρκεια του έτους 1956. Η Επιτροπή αναλαμβάνει κάθε κατάλληλη πρωτοβουλία για να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις αυτές πρό της λήξεως του δευτέρου έτους από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης και για να περατωθούν πρό της λήξεως του πρώτου σταδίου. Στην περίπτωση που δεν θα έχει επέλθει συμφωνία εντός των προθεσμιών αυτών για ορισμένα προϊόντα, το Συμβούλιο προτάσει της Επιτροπής, ορίζει τους δασμούς του κοινού δασμολογίου ομοφώνως μέν μέχρι το τέλος του δευτέρου σταδίου, με ειδική δε πλειοψηφία ακολούθως.
Άρθρον 21
1. Το Συμβούλιο εκδίδει οδηγίες με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής για την άρση των τεχνικών δυσχερειών πού θα ήταν δυνατόν να προκύψουν κατά την εφαρμογή των άρθρων 19 καί 20, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης.
2. Πρό της λήξεως του πρώτου σταδίου ή το αργότερο κατά τον καθορισμό τών δασμών, τό Συμβούλιο αποφασίζει μέ ειδική πλειοψηφία, προτάσει τής Επιτροπής, τίς προσαρμογές πού απαιτεί η εσωτερική συνοχή του κοινού δασμολογίου συνεπεία της εφαρμογής των κανόνων που προβλέπονται από τα άρθρα 19 καί 20, λαμβάνοντας ιδίως υπ` όψη τον βαθμό κατεργασίας των διαφόρων εμπορευμάτων επί των οποίων εφαρμόζεται το Κοινό δασμολόγιο.
Άρθρον 22
Εντός δύο ετών από την έναρξη της ισχύος τής παρούσης συνθήκης, η Επιτροπή ορίζει σε ποιό βαθμό πρέπει να ληφθούν οι ταμιευτικού χαρακτήρος δασμοί, που προβλέπονται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 για τον υπολογισμό του αριθμητικού μέσου όρου του προβλεπομένου στο άρθρο 9 παράγραφος 1. Η Επιτροπή λαμβάνει υπ` όψη τον τυχόν προστατευτικό χαρακτήρα τους. Το αργότερο σε έξη μήνες από τον καθορισμό αυτό κάθε Κράτος μέλος δύναται να ζητήσει την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 20 επί του σχετικού προϊόντος, χωρίς να είναι δυνατόν να του αντιταχθεί το όριο που προβλέπεται στο άρθρο αυτό.
Άρθρον 23
1. Για την προοδευτική εισαγωγή του κοινού δασμολογίου, τα Κράτη μέλη τροποποιούν τα εφαρμοστέα έναντι των τρίτων χωρών δασμολόγιά τους με τον ακόλουθο τρόπο: α) για τις δασμολογικές κλάσεις, στίς οποίες οι πράγματι εφαρμοζόμενοι δασμοί την 1η Ιανουαρίου 1957 δεν απέχουν πλέον του 15% περισσότερο ή λιγώτερο από τους δασμούς του κοινού δασμολογίου, οι τελευταίοι αυτοί δασμοί εφαρμόζονται στο τέλος του τετάρτου έτους από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης, β) στις άλλες περιπτώσεις κάθε Κράτος μέλος εφαρμόζει κατά την αυτή ημερομηνία, δασμό, που μειώνει κατά 30% τη διαφορά μεταξύ του πράγματι εφαρμοζόμενου δασμού την 1η Ιανουαρίου 1957 και του δασμού του κοινού δασμολογίου, γ) η διαφορά αυτή μειώνεται πάλι κατά 30% στο τέλος του δευτέρου σταδίου, δ) ως πρός τις δασμολογικές κλάσεις για τις οποίες οι δασμοί του κοινού δασμολογίου δεν είναι γνωστοί στο τέλος του πρώτου σταδίου, κάθε Κράτος μέλος εφαρμόζει, εντός έξη μηνών από την άπόφαση του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 20, τους δασμούς που προκύπτουν από την εφαρμογή των κανόνων της παρούσης παραγράφου.
2. Το Κράτος μέλος, το οποίο έλαβε την άδεια που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 4, απαλλάσσεται από την εφαρμογή των προηγουμένων διατάξεων κατά τη διάρκεια της ισχύος της αδείας ώς πρός τις δασμολογικές κλάσεις που άποτελούν αντικείμενό της. Από της λήξεως της αδείας εφαρμόζει τον δασμό, που προκύπτει από την εφαρμογή των κανόνων της προηγουμένης παραγράφου.
3. Το Κοινό δασμολόγιο εφαρμόζεται πλήρως το αργότερο κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.
Άρθρον 24
Για να ευθυγραμμισθούν πρός το Κοινό δασμολόγιο, τα Κράτη μέλη είναι έλεύθερα νά τροποποιήσουν τους δασμούς τους με ρυθμό ταχύτερο από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 23.
Άρθρον 25
1. Οταν η Επιτροπή διαπιστώνει, ότι η παραγωγή ορισμένων προϊόντων των πινάκων Β, Γ και Δ εντός των Κρατών μελών δεν επαρκεί για τον εφοδιασμό ενος Κράτους μέλους και ότι ο εφοδιασμός αυτός εκ παραδόσεως εξαρτάται κατά σημαντικό μέρος από εισαγωγές έκ τρίτων χωρών, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, παρέχει με ειδική πλειοψηφία στο εν λόγω Κράτος μέλος δασμολογικές Ποσοστώσεις μειωμένου δασμού ή ατελώς. Οι ποσοστώσεις αυτές δεν δύναται να υπερβαίνουν τα όρια, πέραν των οποίων θα υπήρχε φόβος μετατοπίσεως οικονομικών δραστηριοτήτων προς βλάβη άλλων Κρατών μελών.
2. Οσον αφορά τα προϊόντα του πίνακα Ε, όπως και εκείνα του πίνακα Ζ για τα οποία θα έχουν καθορισθεί οι δασμοί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 20 τρίτη παράγραφος, η Επιτροπή παρέχει σε κάθε ενδιαφερόμενο Κράτος μέλος, κατόπιν αιτήσεώς του, δασμολογικές ποσοστώσεις μειωμένου δασμού ή ατελώς, αν μεταβολή στις πηγές εφοδιασμού ή ανεπαρκής εφοδιασμός εκτός της Κοινότητος δύναται να επιφέρει επιζήμιες συνέπειες στις μεταποιητικές βιομηχανίες του ενδιαφερομένου Κράτους μέλους. Οι ποσοστώσεις αυτές δεν δύνανται να υπερβαίνουν τα όρια, πέραν των οποίων θα υπήρχε φόβος μετατοπίσεως οικονομικών δραστηριοτήτων πρός βλάβη άλλων Κρατών μελών.
3. Ως πρός τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της παρούσης συνθήκης, η Επιτροπή δύναται να επιτρέψει σε κάθε Κράτος μέλος να αναστείλει ολικώς ή μερικώς την είσπραξη των εφαρμοζομένων δασμών ή να του παράσχει δασμολογικές Ποσοστώσεις μειωμένου δασμού ή ατελώς, υπό τον όρο ότι δεν θα προκληθούν σοβαρές διαταραχές στην αγορά των εν λόγω προϊόντων.
4. Η Επιτροπή εξετάζει περιοδικώς τις δασμολογικές ποσοστώσεις που παρέχονται κατ` εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρον 26
Η Επιτροπή δύναται να επιτρέψει σε ένα Κράτος μέλος που αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσχέρειες να αναβάλει τή μείωση ή υψωση των δασμών ορισμένων κλάσεων του δασμολογίου του, την οποία οφείλει να πραγματοποιήσει δυνάμει του άρθρου 23. Η άδεια δύναται να δοθεί μόνο για περιορισμένη διάρκεια και μόνο για σύνολο δασμολογικών κλάσεων που δεν αντιπροσωπεύουν στο εν λόγω Κράτος περισσότερο από 5% της αξίας των εισαγωγών του από τρίτες χώρες κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους για το οποίο υπάρχουν στατιστικά στοιχεία.
Άρθρον 27
Πρό της λήξεως του πρώτου σταδίου, τα Κράτη μέλη προβαίνουν, κατά το αναγκαίο μέτρο, στήν προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών τους διατάξεων τελωνειακής φύσεως. Η Επιτροπή απευθύνει πρός τα Κράτη μέλη όλες τις κατάλληλες για το σκοπό αυτό συστάσεις.
Άρθρον 28
Κάθε αυτόνομη τροποποίηση ή αναστολή των δασμών του κοινού δασμολογίου αποφασίζεται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής
Άρθρον 29
Για την εκτέλεση του έργου που της ανατίθεται στο παρόν τμήμα, η Επιτροπή καθοδηγείται: α) από την ανάγκη προαγωγής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των Κρατών μελών και των τρίτων χωρών, β) από την εξέλιξη των όρων ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Κοινότητος, κατά το μέτρο πού η εξέλιξη αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση τής ανταγωνιστικής ικανότητος τών επιχειρήσεων, γ) από τις ανάγκες εφοδιασμού της Κοινότητος σε πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προιόντα, μεριμνώντας συγχρόνως να μη νοθεύονται μεταξύ των κρατών μελών οι όροι ανταγωνισμού ως πρός τα τελικά προϊόντα, δ) από την ανάγκη να αποφεύγονται σοβαρές διαταραχές τής οικονομικής ζωής των Κρατών μελών και να εξασφαλίζεται ορθολογική ανάπτυξη της παραγωγής και επέκταση της καταναλώσεως εντός της Κοινότητος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2
Η κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των Κρατών μελών
Άρθρον 30
Οι ποσοστικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορεύονται μεταξύ των Κρατών μελών, με την επιφύλαξη των ακολούθων διατάξεων.
Άρθρον 31
Τα Κράτη μέλη δεν εισάγουν μεταξύ τους νέους ποσοτικούς περιορισμούς ή μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή ισχύει μόνο για το επίπεδο ελευθερώσεως που έχει επιτευχθεί κατ` εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας της 14ης Ιανουαρίου 1955. Τα Κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους πίνακές τους για τα προϊόντα που ελευθερώθησαν κατ` εφαρμογή των αποφάσεων αυτών, το αργότερο έξη μήνες από την έναρξή της ισχύος της παρούσης συνθήκης. Οι πίνακες αυτοί παγιοποιούνται μεταξύ των Κρατών μελών.
Άρθρον 32
Τα Κράτη μέλη δεν καθιστούν περισσότερο περιοριστικές στις μεταξύ τους συναλλαγές τις ποσοστώσεις και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος που υφίστανται κατά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης. Οι ποσοστώσεις αυτές πρέπει να καταργηθούν το αργότερο στο τέλος της μεταβατικής περιόδου. Καταργούνται προοδευτικώς κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής σύμφωνα με τους κατωτέρω όρους.
Άρθρον 33
1. Ενα έτος μετά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης κάθε Κράτος μέλος μετατρέπει τις ανοιχθέισες διμερείς ποσοστώσεις έναντι των άλλων Κρατών μελών σε καθολικές ποσοστώσεις προσιτές σε όλα τα άλλα Κράτη μέλη χωρίς διάκριση. Συγχρόνως τα Κράτη μέλη αυξάνουν το σύνολο αυτών των καθολικών ποσοστώσεων, ώστε να επιτευχθέι αύξηση τουλάχιστον 20% της συνολικής τους αξίας, σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Κάθε καθολική ποσόστωση κατά προϊόν αυξάνεται πάντως τουλάχιστον κατά 10%. Κάθε έτος οι ποσοστώσεις αυξάνονται, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, με βάση τους αυτούς κανόνες και τις ίδιες αναλογίες. Η τετάρτη αύξηση γίνεται στο τέλος του τετάρτου έτους από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης. Η πέμπτη, ένα έτος μετά την έναρξη του δευτέρου σταδίου.
2. Οταν για ένα προϊόν που δεν έχει ελευθερωθεί η καθολική ποσόστωση δεν φθάνει το 3% της εθνικής παραγωγής του σχετικού Κράτους, ορίζεται ποσόστωση ίση με το 3% τουλάχιστον της παραγωγής αυτής το αργότερο ένα έτος μετά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης. Η ποσόστωση αυτή αυξάνεται σε 4% μετά το δεύτερο έτος, σε 5% μετά το τρίτο έτος. Εν συνεχεία το εν λόγω Κράτος μέλος αυξάνει την ποσόστωση τουλάχιστον κατά 15% ετησίως. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει καθόλου σχετική εθνική παραγωγή, η Επιτροπή καθορίζει με απόφασή της την κατάλληλη ποσόστωση.
3. Στο τέλος του δεκάτου έτους κάθε ποσόστωση πρέπει να είναι τουλάχιστον ίση με το 20% της εθνικής παραγωγής. 4. Οταν η επιτροπή διαπιστώσει με απόφασή της, ότι οι εισαγωγές ενός προϊόντος κατά τη διάρκεια δυο συνεχών ετών υπήρξαν κατώτερες της ανοιχθείσης ποσοστώσεως, η καθολική αυτή ποσόστωση δεν είναι δυνατόν να ληφθέι υπ` όψη κατά τον υπολογισμό της συνολικής αξίας των καθολικών ποσοστώσεων. Στην περίπτωση αυτή το Κράτος μέλος καταργεί την πσσόστωση αυτού του προίόντος.
5. Για τις ποσοστώσεις που αντιπροσωπεύουν άνω του 20% της εθνικής παραγωγής τού έν λόγω προϊόντος τό Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, δύναται με ειδική πλειοψηφία να μειώσει το ελάχιστο ποσοστό του 10% που ορίζει η παράγραφος 1. Η τροποποίηση αυτή πάντως δεν θίγει την υποχρέωση της ετησίας αυξήσεως κατά 20% της συνολικής αξίας των καθολικών ποσοστώσεων.
6. Τα Κράτη μέλη, τα οποία έχουν προχωρήσει πέραν των υποχρεωσεών τους σε ότι αφορά το επίπεδο ελευθερώσεως που έχει επιτευχθεί κατ` εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας της 14ης Ιανουαρίου 1955, δικαιούνται να λαμβάνουν υπ` όψη στον υπολογισμό της συνολικής ετησίας αυξήσεως του 20% που προβλέπει η παράγραφος 1 την αξία των εισαγωγών που έχουν αυτονόμως ελευθερωθεί. Ο υπολογισμός αυτός υπόκειται στην προηγούμενη συναίνεση της Επιτροπής.
7. Η Επιτροπή καθορίζει με οδηγίες τη διαδικασία και τον ρυθμό της καταργήσεως των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος πρός ποσοστώσεις που υφίστανται μεταξύ των Κρατών μελών κατά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης.
8. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, ότι η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν τα ποσοστά δεν εξασφαλίζει τον προοδευτικό χαρακτήρα της καταργήσεως που προβλέπει το άρθρο 32 παράγραφος 2, το Συμβούλιο δύναται, προτάσει της Επιτροπής, να τροποποιεί τη διαδικασία που προβλέπει το παρόν άρθρο και ιδίως να αυξάνει τα καθορισθέντα ποσοστά, ομοφώνως μέν κατά το πρώτο στάδιο, με ειδική δε πλειοψηφία ακολούθως.
Άρθρον 34
1. Οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εξαγωγών καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των Κρατών μελών.
2. Τα Κράτη μέλη καταργούν τους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εξαγωγών καί κάθε μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος που υφίσταται κατά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης, το αργότερο στο τέλος του πρώτου σταδίου.
Άρθρον 35
Τα Κράτη δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένα να καταργήσουν, έναντι των άλλων Κρατών μελών, τους ποσοτικούς τους περιορισμούς επί των εισαγωγών και των εξαγωγών με ρυθμό ταχύτερο από τον προβλεπόμενο στα προηγούμενα άρθρα, άν η γενική οικονομική τους κατάσταση και η κατάσταση του σχετικού τομέως τους το επιτρέπουν. Για τον σκοπό αυτόν η Επιτροπή απευθύνει συστάσεις πρός τα ενδιαφερόμενα Κράτη.
Άρθρον 36
Οι διατάξεις των άρθρων 30 έως και 34 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας ηθικής, δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεις των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί αυτοί δεν δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε μέσον αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.
Άρθρον 37
1. Τα Κράτη μέλη διαρρυθμίζουν προοδευτικώς τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρος κατά τρόπο, ώστε με τη λήξη της μεταβατικής περιόδου να αποκλείεται, ως πρός τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των Κρατών μελών. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε οργανισμό με τον οποίο Κράτος μέλος, νομικά ή πραγματικά ελέγχει, διευθύνει ή επηρεάζει αισθητά, άμεσα ή έμμεσα, τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές μεταξύ των Κρατών μελών. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επίσης και επί των κατά παραχώρηση κρατικών μονοπωλίων.
2. Τα Κράτη μέλη δεν λαμβάνουν νέα μέτρα τα οποία είναι αντίθετα τα πρός τις αρχές της παραγράφου 1 ή περιορίζουν την έκταση εφαρμογής των άρθρων τών σχετικών με την κατάργηση των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των Κρατών μελών.
3. Ο ρυθμός των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να προσαρμοσθεί στην κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών για τα ίδια προϊόντα που προβλέπεται από τα άρθρα 30 μέχρι και 34. Σε περίπτωση που ένα προϊόν υπόκειται σε κρατικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρος σε ένα μόνο ή σε περισσότερα Κράτη Μέλη, η Επιτροπή δύναται να επιτρέψει στα άλλα Κράτη μέλη να λάβουν Μέτρα προστασίας πρός τις αρχές της παραγράφου 1 ή περιορίζουν την έκταση εφαρμογής για όσο χρόνο δεν έχει πραγματοποιηθεί η προσαρμογή που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
4. Στην περίπτωση κρατικού μονοπωλίου εμπορικού χαρακτήρος που συνεπάγεται ρύθμιση, η οποία αποσκοπεί να διευκολύνει τη διάθεση ή την αξιοποίηση των γεωργικών προϊόντων, πρέπει να εξασφαλισθούν, κατά την εφαρμογή των κανόνων του παρόντος άρθρου, ισοδύναμες εγγυήσεις για την απασχόληση και το βιοτικό επίπεδο των ενδιαφερομένων παραγωγών, λαμβάνοντας υπόψη τον ρυθμό των δυνατών προσαρμογών και των αναγκαίων εξειδικεύσεων.
5. Οι υποχρεώσεις των Κρατών μελών ισχύουν μόνον έφ` όσον συμβιβάζονται με τις υφιστάμενες διεθνείς συμφωνίες.
6. Η Επιτροπή προβαίνει, από την έναρξη του πρώτου σταδίου, σε συστάσεις για τον τρόπο εφαρμογής και το ρυθμό, σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να πραγματοποιηθεί η προσαρμογή που προβλέπει το παρόν άρθρο.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
Η γεωργία
Άρθρον 38
1. Η κοινή αγορά περιλαμβάνει τη γεωργία και το εμπόριο των γεωργικών προϊόντων. Ως γεωργικά προϊόντα νοούνται τα προϊόντα του εδάφους, της κτηνοτροφίας και της αλιείας, καθώς και τα προϊόντα πρώτης μεταποιήσεως τα οποία έχουν άμεση σχέση με αυτά.
2. Εκτός αντιθέτων διατάξεων των άρθρων 39 μέχρι και 46, οι κανόνες που προβλέπονται για την εγκαθίδρυση της κοινής αγοράς εφαρμόζονται στα γεωργικά προϊόντα.
3. Τα προϊόντα, τα οποία υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 39 μέχρι και 46, απαριθμούνται στόν πίνακα του παραρτήματος ΙΙ της παρούσης συνθήκης. Εντός δύο ετών από την έναρξη της ισχύος της συνθήκης το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία ποιά προϊόντα πρέπει να προστεθούν στον πίνακα αυτόν.
4. Η λειτουργία και η ανάπτυξη της κοινής αγοράς για τα γεωργικά προϊόντα πρέπει να συνοδεύονται από τη θέσπιση κοινής γεωργικής πολιτικής των Κρατών μελών.
Άρθρον 39
1. Στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής είναι:
α) να αυξάνει την παραγωγικότητα της γεωργίας με την ανάπτυξη της τεχνικής προόδου, με την εξασφάλιση της ορθολογικής άναπτύξεως της γεωργικής παραγωγής, καθώς και της αρίστης χρησιμοποιήσεως των συντελεστών παραγωγής ιδίως του εργατικού δυναμικού, β) να εξασφαλίζει κατ` αυτόν τον τρόπο ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στον γεωργικό πληθυσμό, ιδίως με την αύξηση του άτομικού εισοδήματος των εργαζομένων στη γεωργία, γ) να σταθεροποιεί τις αγορές, δ) να εξασφαλίζει τον εφοδιασμό, ε) να διασφαλίζει λογικές τιμές κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές.
2. Κατά την εκπόνηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και των ειδικών μεθόδων που συνεπάγεται η εφαρμογή της, λαμβάνεται υπ` όψη: α) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της γεωργικής δραστηριότητος, που απορρέει από την κοινωνική δομή της γεωργίας και τις διαρθρωτικές και φυσικές ανισότητες μεταξύ των διαφόρων γεωργικών περιοχών, β) η ανάγκη βαθμιαίας εφαρμογής των καταλλήλων προσαρμογών, γ) το γεγονός ότι στα Κράτη μέλη η γεωργία αποτελεί έναν τομέα στενά συνδεδεμένο με το σύνολο της οικονομίας.
Άρθρον 40
1. Τα Κράτη μέλη αναπτύσσουν την κοινή γεωργική πολιτική βαθμιαίως κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου και την οριοθετοποιούν το αργότερο κατά τη λήξη της περιόδου αυτής.
2. Για να επιτευχθούν οι στόχοι που προβλέπονται στο άρθρο 39, δημιουργείται κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών. Ανάλογα με τα προϊόντα, η οργάνωση αυτή λαμβάνει μια από τις ακόλουθες μορφές: α) κοινών κανόνων ανταγωνισμού, β) υποχρεωτικού συντονισμού των διαφόρων εθνικών οργανώσεων αγοράς, γ) ευρωπαϊκής οργανώσεως της αγοράς.
3. Η κοινή οργάνωση σε μία από τις μορφές που προβλέπει η παράγραφος 2 δύναται να περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 39, ιδίως δε ρυθμίσεις των τιμών, ενισχύσεις τόσο για την παραγωγή όσο και για την εμπορία των διαφόρων προϊόντων, μέτρα αποθηκεύσεως και λογιστικής μεταφοράς, κοινούς μηχανισμούς σταθεροποιήσεως των εισαγωγών ή των εξαγωγών. Η κοινή οργάνωση πρέπει να περιορίζεται στην επιδίωξη των στόχων του άρθρου 39 και να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός τής Κοινότητος. Μια ενδεχόμενη κοινή πολιτική τιμών πρέπει να βασίζεται επί κοινών κριτηρίων και επί ενιαίων μεθόδων υπολογισμού.
4. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της κοινής οργανώσεως που αναφέρεται στην παράγραφο 2, είναι δυνατόν να συσταθούν ένα ή περισσότερα ταμεία προσανατολισμού και εγγυήσεως γεωργίας.
Άρθρον 41
Για να επιτευχθούν οι στόχοι του άρθρου 39 είναι δυνατόν να προβλεφθούν ιδίως στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής: α) αποτελεσματικός συντονισμός των προσπαθειών στους τομείς της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, της ερεύνης και της διαδόσεως των γεωργικών γνώσεων, ο οποίος δύναται να περιλαμβάνει κοινή χρηματοδότηση σχεδίων ή οργανισμών β) κοινά μέτρα για την προώθηση της καταναλώσεως ορισμένων προϊόντων,
Άρθρον 42
Οι διατάξεις του κεφαλαίου του σχετικού με τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν εφαρμόζονται στην παραγωγή και στο εμπόριο των γεωργικών προϊόντων, παρά μόνο κατά το μέτρο που ορίζεται από το Συμβούλιο στο πλαίσιο των διατάξεων και σύμφωνα με την διαδικασία του άρθρου 43 παράγραφοι 2 και 3, λαμβάνοντας υπ` όψη τους στόχους του άρθρου 39. Το Συμβούλιο δύναται ιδίως να επιτρέψει τη χορήγηση ενισχύσεων: α) για την προστασία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων που μειονεκτούν λόγω διαρθρωτικών ή φυσικών συνθηκών, β) στο πλαίσιο προγραμμάτων οικονομικής αναπτύξεως.
Άρθρον 43
1. Για τη χάραξη των κατευθυντηρίων γραμμών κοινής γεωργικής πολιτικής, η Επιτροπή συγκαλεί συνδιάσκεψη των Κρατών μελών από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης, για να προβεί σε σύγκριση της γεωργικής πολιτικής τους, ιδιαίτερα διά της απογραφής των παραγωγικών δυνατοτήτων και αναγκών τους.
2. Η Επιτροπή λαμβάνοντας υπ` όψη τις εργασίες της συνδιασκέψεως που προβλέπει η παράγραφος 1, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και εντός δύο ετών από την έναρξη τήη ισχύος της παρούσης συνθήκης, υποβάλλει προτάσεις για τη διαμόρφωση και την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης και της αντικαταστάσεως των εθνικών οργανώσεων αγοράς από τις μορφές κοινής οργανώσεως του άρθρου 40 παράγραφος 2, καθώς και για την εκτέλεση των μέτρων που ειδικά προβλέπονται στον παρόντα τίτλο. Κατά τη σύνταξη των προτάσεων αυτών λαμβάνεται υπ` όψη η αλληλεξάρτηση των γεωργικών θεμάτων πού αναφέρονται στον παρόντα τίτλο. Προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Συνέλευση, το Συμβούλιο, πέραν των συστάσεων που δύναται να διατυπώσει, εκδίδει κανονισμούς ή οδηγίες, ή λαμβάνει αποφάσεις, ομοφώνως μέν κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων σταδίων, με ειδική δε πλειοψηφία ακολούθως.
3. Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, δύναται να αντικαταστήσει τις εθνικές οργανώσεις αγοράς με την κοινή οργάνωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 40:
α) αν η κοινή οργάνωση προσφέρει στα Κράτη μέλη, που αντιτίθενται στο μέτρο αυτό και που διαθέτουν δική τους εθνική οργάνωση για τη συγκεκριμένη παραγωγή, ισοδύναμες εγγυήσεις για την απασχόληση και το βιοτικό επίπεδο των ενδιαφερομένων παραγωγών, λαμβάνοντας υπ` όψη τον ρυθμό των δυνατών προσαρμογών και των αναγκαίων εξειδικεύσεων, και β) αν η οργάνωση αυτή εξασφαλίζει στις συναλλαγές στο εσωτερικό της Κοινότητος όρους ανάλογους με εκείνους που υπάρχουν σε μια εθνική αγορά.
4. Αν δημιουργηθεί κοινή οργάνωση για ορισμένες πρώτες ύλες, πρίν να υπάρξει ακόμη κοινή οργάνωση για τα αντίστοιχα μεταποιημένα προϊόντα, οι έν λόγω πρώτες ύλες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τα μεταποιημένα προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες, είναι δυνατόν να εισάγονται από το εξωτερικό της Κοινότητος.
Άρθρον 44
1. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, και στο βαθμό που η προοδευτική κατάργηση των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των Κρατών μελών ενδέχεται να οδηγήσει σε τιμές που είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 39, κάθε Κράτος μέλος δύναται, χωρίς διακρίσεις και εφ` όσον δέν θίγεται η αύξηση του όγκου των συναλλαγών που προβλέπεται στο άρθρο 45 παράγραφος 2, να εφαρμόσει για ορισμένα προϊόντα και σε αντικατάσταση των ποσοστώσεων ένα σύστημα ελαχίστων τιμών, κάτω από τις οποίες οι εισαγωγές είναι δυνατόν: – είτε ν` άνασταλούν ή μειωθούν προσωρινώς, – είτε να τελούν υπό τον όρο ότι θα γίνουν σε τιμή ανώτερη από την ελάχιστη τιμή που έχει καθορισθεί για το σχετικό προϊόν. Στη δεύτερη περίπτωση οι ελάχιστες τιμές δεν περιλαμβάνουν τους δασμούς.
2. Οι ελάχιστες τιμές δεν πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των συναλλαγών που υφίστανται μεταξύ των Κρατών μελών κατά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης ούτε ν` αποτελούν εμπόδιο στην προοδευτική αύξηση των συναλλαγών αυτών. Οι ελάχιστες τιμές δεν πρέπει να εφαρμόζονται με τρόπο που να δημιουργεί εμπόδια στην ανάπτυξη μιας φυσικής προτιμήσεως μεταξύ των Κρατών μελών.
3. Αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, ορίζει αντικειμενικά κριτήρια για τη θέσπιση συστημάτων ελαχίστων τιμών και για τον καθορισμό των τιμών αυτών. Κατά τη διαμόρφωση των κριτηρίων αυτών λαμβάνονται ιδίως υπ` όψη οι μέσες εθνικές τιμές κόστους στο Κράτος μέλος, το οποίο εφαρμόζει την ελαχίστη τιμή, η κατάσταση των διαφόρων επιχειρήσεων ως πρός τις μέσες αυτές τιμές κόστους, καθώς και η ανάγκη να προαχθούν τόσο η προοδευτική βελτίωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων όσο και οι αναγκαίες προσαρμογές και εξειδικεύσεις στο εσωτερικό της κοινής αγοράς. Η Επιτροπή προτείνει επίσης μια διαδικασία αναθεωρήσεως των κριτηρίων αυτών, ώστε να ληφθεί υπ` όψη και να επιταχυνθεί η τεχνική πρόοδος και να πραγματοποιηθεί η προοδευτική προσέγγιση των τιμών στο εσωτερικό της κοινής αγοράς. Τα κριτήρια αυτά, όπως και η διαδικασία αναθεωρήσεως, ορίζονται ομοφώνως από το Συμβούλιο κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων ετών από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης.
4. Μέχρι να τεθεί σε ισχύ η απόφαση του Συμβουλίου, τα Κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν τις με ελάχιστες τιμές υπό τον όρο ότι θα ενημερώνουν προηγουμένως την Επιτροπή και τα άλλα Κράτη μέλη σχετικώς, ώστε να δύνανται να διατυπώνουν τις παρατηρήσεις τους. Μόλις ληφθεί η απόφαση του Συμβουλίου, τα Κράτη μέλη καθορίζουν τις ελάχιστες τιμές με βάση τα κριτήρια που ορίζονται ανωτέρω. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, δύναται με ειδική πλειοψηφία να επιφέρει διορθώσεις στις αποφάσεις των Κρατών μελών, αν δεν ανταποκρίνονται πρός τα κριτήρια αυτά.
5. Από την έναρξη του τρίτου σταδίου και στην περίπτωση που για ορισμένα προϊόντα δεν θα είχε καταστεί δυνατό να καθορισθούν τα προαναφερθέντα αντικειμενικά κριτήρια, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, δύναται με ειδική πλειοψηφία να τροποποιεί τις ελάχιστες τιμές που εφαρμόζονται στα προϊόντα αυτά.
6. Στό τέλος τής μεταβατικής περιόδου συντάσσεται πίνακας τών υφισταμένων ακόμη ελαχίστων τιμών. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, με πλειοψηφία 9 ψήφων σύμφωνα με τη στάθμιση των ψήφων που προβλέπει το άρθρο 148, παράγραφος 2, εδάφιο 1, καθορίζει το εφαρμοστέο καθεστώς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής.
Άρθρον 45
1. Μέχρι να αντικατασταθούν οι εθνικές οργανανώσεις αγοράς με μία από τις μορφές κοινής οργανώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 και για τα προϊόντα, επί των οποίων υφίστανται σε ορισμένα Κράτη μέλη:
– διατάξεις που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν στους εθνικούς παραγωγούς τη διάθεση της παραγωγής τους, και ανάγκες εισαγωγών, η ανάπτυξη των συναλλαγών επιδιώκεται με τη σύναψη μακροπροθέσμων συμφωνιών ή συμβάσεων μεταξύ εξαγωγικών και εισαγωγικών Κρατών μελών. Οι εν λόγω συμφωνίες η συμβάσεις πρέπει να τείνουν στην προοδευτική κατάργηση κάθε διακρίσεως μεταξύ των διαφόρων παραγωγών της Κοινότητος κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Οι εν λόγω συμφωνίες η συμβάσεις συνάπτονται κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου, λαμβάνοντας υπ` όψη την αρχή της αμοιβαιότητος.
2. Ως πρός τις ποσότητες, οι συμφωνίες ή συμβάσεις αυτές λαμβάνουν ως βάση τον μέσο όγκο των μεταξύ των Κρατών μελών συναλλαγών για τα εν λόγω προϊόντα κατά τα τρία έτη πρίν από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης καί προβλέπουν αύξηση του όγκου αυτού εντός των δρίων των υφισταμένων αναγκών, λαμβάνοντας υπ` όψη τα παραδοσιακά εμπορικά ρεύματα. Ως πρός τις τιμές, οι συμφωνίες η συμβάσεις αυτές επιτρέπουν στους παραγωγούς να διαθέτουν τις συμφωνηθείσες ποσότητες σε τιμές που προσεγγίζουν προοδευτικώς εκείνες που καταβάλλονται στους εθνικούς παραγωγούς στην εσωτερική αγορά της αγοραστρίας χώρας. Η προσέγγιση αυτή πραγματοποιείται κατά τον κανονικότερο δυνατό ρυθμό και ολοκληρώνεται το αργότερο στο τέλος της μεταβατικής περιόδου. Τα ενδιαφερόμενα μέρη διαπραγματεύονται τις τιμές στο πλαίσιο των οδηγιών που εκδίδει η Επιτροπή για την εφαρμογή των δύο προηγουμένων εδαφίων. Σε περίπτωση παρατάσεως του πρώτου σταδίου, οι συμφωνίες ή συμβάσεις εκτελούνται σύμφωνα με τους όρους που εφαρμόζονται στο τέλος του τέταρτου έτους μετά την έναρξη της ισχύος τής παρούσης συνθήκης, ενω οι υποχρεώσεις αυξήσεως των ποσοτήτων και προσεγγίσεως των τιμών αναστέλλονται μέχρι της μεταβάσεως στο δεύτερο στάδιο. Τα Κράτη μέλη κάνουν χρήση όλων των δυνατοτήτων που τους προσφέρονται από τις νομοθετικές τους διατάξεις ιδίως στο θέμα της πολιτικής εισαγωγών, για να εξασφαλίσουν τη σύναψη και την εκτέλεση των συμφωνιών ή των συμβάσεων αυτών.
3. Κατά το μέτρο που τα Κράτη μέλη έχουν ανάγκη πρώτων υλών για την κατασκευή προϊόντων, τα οποία πρόκειται να εξαχθούν εκτός της Κοινότητος υπό καθεστώς ανταγωνισμού με προίόντα τρίτων χωρών, οι συμφωνίες ή οι συμβάσεις αυτές δεν δύναται να παρεμποδίσουν τις εισαγωγές πρώτων υλών που πραγματοποιούνται για το σκοπό αυτό από τρίτες χώρες. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, αν το Συμβούλιο αποφασίσει ομοφώνως τη χορήγηση των αναγκαίων χρηματικών ποσών για να αντισταθμίσει τη διαφορά μεταξύ των υψηλοτέρων τιμών που καταβάλλονται για εισαγωγές, οι οποίες πραγματοποιούνται για το σκοπό αυτό με βάση τις εν λόγω συμφωνίες ή συμβάσεις, και των τιμών παραδόσεως ομοειδών προμηθειών στην παγκόσμια αγορά.
Άρθρον 46
Οταν σε Κράτος μέλος ένα προϊόν αποτελεί αντικείμενο εθνικής οργανώσεως αγοράς ή εσωτερικής ρυθμίσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος που επηρεάζει την ανταγωνιστική θέση ομοειδούς παραγωγής σε άλλο Κράτος μέλος, τα Κράτη μέλη επιβάλλουν εξισωτική εισφορά στο προϊόν αυτό κατά την εισαγωγή του από το Κράτος μέλος, όπου υπάρχει η οργάνωση ή ή ρύθμιση, εκτός αν το Κράτος αυτό επιβάλλει εξισωτική εισφορά κατά την εξαγωγή. Η Επιτροπή καθορίζει το ύψος των εισφορών αυτών κατά το ποσόν που απαιτείται για την αποκατάσταση της ισορροπίας. Δύναται επίσης να επιτρέψει την προσφυγή σε άλλα μέτρα, των οποίων καθορίζει τους όρους και τις λεπτομέρειες εφαρμογής.
Άρθρον 47
Οσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής κατ` εφαρμογή του παρόντος τίτλου, το τμήμα γεωργίας οφείλει να είναι στη διάθεση της Επιτροπής για την προπαρασκευή των συσκέψεων της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ
Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1
Οι εργαζόμενοι
Άρθρον 48
1. Η Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Κοινότητος εξασφαλίζεται το αργότερο κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.
2. Η Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των Κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας.
3. Με την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων περιλαμβάνει το δικαίωμά τους:
α) να αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας β) να διακινούνται ελεύθερα για το σκοπό αυτό εντός της επικρατείας των Κρατών μελών γ) να διαμένουν σε ενα από τα Κράτη μέλη με το σκοπό να ασκούν εκεί ορισμένη εργασία σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που διέπουν την απασχόληση των εργαζομένων υπηκόων αυτού του Κράτους μέλους δ) να παραμένουν στην επικράτεια ενός Κράτους μέλους και μετά την άσκηση σ` αυτό ορισμένης εργασίας, κατά τους όρους που θα αποτελέσουν αντικείμενο κανονισμών εφαρμογής που θά εκδώσει η Επιτροπή.
4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση.
Άρθρον 49
Αμέσως μόλις αρχίσει να ισχύει ή παρούσα συνθήκη, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, λαμβάνει, με οδηγίες η κανονισμούς, τα αναγκαία μέτρα για να πραγματοποιηθεί προοδευτικά, η Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, όπως ορίζεται στο άρθρο 48, ιδίως:
α) με την εξασφάλιση στενής συνεργασίας μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών απασχολήσεως, β) με την βάσει σχεδίου προοδευτική κατάργηση των διοικητικών διαδικασιών και μεθόδων, όπως και των προθεσμιών που προβλέπονται για την πρόσληψη σε διαθέσιμη απασχόληση, οι οποίες απορρέουν είτε από τις εθνικές νομοθεσίες είτε από προηγούμενες συμφωνίες μεταξύ των Κρατών μελών, και των οποίων η διατήρηση θα αποτελούσε εμπόδιο στην ελευθέρωση της διακινήσεως των εργαζομένων, γ) με την βάσει σχεδίου προοδευτική κατάργηση όλων των προθεσμιών και άλλων περιορισμών, που προβλέπονται είτε από τις εθνικές νομοθεσίες είτε από προηγούμενες συμφωνίες μεταξύ των Κρατών μελών, οι οποίες επιβάλλουν στους εργαζομένους των άλλων κρατών μελών όρους διαφορετικούς από εκείνους που ισχύουν για τους ημεδαπούς εργαζομένους, όσον αφορά την ελεύθερη επιλογή εργασίας, δ) με την δημιουργία μηχανισμών καταλλήλων να φέρουν σε επαφή την προσφορά και τη ζήτηση εργασίας και να διευκολύνουν την εξισορρόπησή τους με όρους που να αποτρέπουν σοβαρούς κινδύνους για το βιοτικό επίπεδο και το επίπεδο απασχολήσεως στις διάφορες περιφέρειες και βιομηχανίες.
Άρθρον 50
Τα Κράτη μέλη προωθούν στο πλαίσιο κοινού προγράμματος την ανταλλαγή εργαζομένων νέων.
Άρθρον 51
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β, λαμβάνει στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως τα αναγκαία μέτρα για την εγκαθίδρυση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, ιδίως με τη θέσπιση ενός συστήματος που να εξασφαλίζει στους διακινουμένους εργαζομένους και στους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα :
α) το συνυπολογισμό όλων των περιόδων που λαμβάνονται υπόψη από τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες, για την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος προς λήψη παροχής όπως και για τον υπολογισμό του ύψους αυτής,
β) την καταβολή των παροχών στα πρόσωπα που κατοικούν στις επικράτειες των κρατών μελών.
Το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία καθ` όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του άρθρου 189 Β”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2
Το δικαίωμα εγκαταστάσεως
Άρθρον 52
Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός Κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου Κράτους μέλους καταργούνται προοδευτικώς κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Η προοδευτική αυτή κατάργηση εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιρειών από τους υπηκόους ενός Κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου Κράτους μέλους. Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 58 παράγραφος 2, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων τού κεφαλαίου της παρούσης συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων.
Άρθρον 53
Τα κράτη μέλη δεν εισάγουν νέους περιορισμούς για την εγκατάσταση στην επικράτειά τους υπηκόων Κρατών μελών, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως.
Άρθρον 54
1. Πρό της λήξεως του πρώτου σταδίου, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και τη Συνέλευση, εκδίδει ομοφώνως γενικό πρόγραμμα για την κατάργηση των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως εντός της Κοινότητος. Η Επιτροπή υποβάλλει την πρότασή της στο Συμβούλιο κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων ετών του πρώτου σταδίου. Το πρόγραμμα καθορίζει για κάθε κατηγορία δραστηριοτήτων τους γενικούς όρους για την πραγματοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και ιδίως τα στάδιά της. Για την εφαρμογή του παρόντος γενικού προγράμματος ή, αν δεν υπάρχει το πρόγραμμα αυτό, για την πραγματοποίηση ενός σταδίου της ελευθερίας εγκαταστάσεως σε ορισμένη δραστηριότητα, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδει οδηγίες.
3. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ασκούν τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί από τις ανωτέρω διατάξεις, ιδίως: α) με την αντιμετώπιση γενικώς κατά προτεραιότητα εκείνων των δραστηριοτήτων για τις οποίες η ελευθερία εγκαταστάσεως αποτελεί μια ιδιαίτερα χρήσιμη συμβολή στην ανάπτυξη της παραγωγής και του εμπορίου, β) με την εξασφάλιση στενής συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων εθνικών διοικητικών υπηρεσιών, για την διακρίβωση της ιδιαίτερης καταστάσεως στους διαφόρους τομείς δραστηριότητος εντός της Κοινότητος, γ) με την κατάργηση εκείνων των διοικητικών διαδικασιών καί μεθόδων που απορρέουν είτε από τις εθνικές νομοθεσίες είτε από προηγούμενες συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών, των οποίων η διατήρηση θα παρεμπόδιζε την ελευθερία εγκαταστάσεως, δ) με τη φροντίδα να δύνανται οι εργαζόμενοι μισθωτοί ενός Κράτους μέλους, που απασχολούνται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, να παραμείνουν στην επικράτεια αυτήν για να ασκήσουν μη μισθωτή δραστηριότητα, εφ` όσον πληρούν τους όρους τους οποίους θα έπρεπε να πληρούν αν έφθαναν στο Κράτος αυτό τη στιγμή που επιθυμούν να αναλάβουν τη σχετική δραστηριότητα, ε) με την παροχή τής δυνατότητος αποκτήσεως και εκμεταλλεύσεως εγγείου ιδιοκτησίας εντός της επικρατείας Κράτους μέλους, σε υπηκόους άλλου Κράτους μέλους, εφ` όσον δεν θίγονται οι αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2, στ) με την εφαρμογή της προοδευτικής καταργήσεως των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως σε κάθε εξεταζόμενο κλάδο δραστηριότητος, άφ` ενός μεν ως πρός τους όρους ιδρύσεως πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιρειών στην επικράτεια ενός Κράτους μέλους, αφ`ετέρου δε ως πρός τους όρους συμμετοχής του προσωπικού της κυρίας εγκαταστάσεως στά όργανα διαχειρίσεως ή εποπτείας τους, ζ) με τον συντονισμό, κατά το αναγκαίο μέτρο και με τον σκοπό να τις καταστήσουν ισοδύναμες, των απαιτουμένων εγγυήσεων υπό των Κρατών μελών εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, η) με την εξασφάλιση ότι οι όροι εγκαταστάσεως δεν νοθεύονται με τη χορήγηση ενισχύσεων από τα Κράτη μέλη.
Άρθρον 55
Εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, όσον αφορά το ενδιαφερόμενο Κράτος μέλος, οι δραστηριότητες που συνδέονται στο Κράτος αυτό, έστω και περιστασιακά, με την άσκηση δημοσίας εξουσίας. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, δύναται με ειδική πλειοψηφία να εξαιρέσει ορισμένες δραστηριότητες από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.
Άρθρον 56
1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου και τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει αυτών δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που προβλέπουν ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους και δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας.
2. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β, εκδίδει οδηγίες για το συντονισμό των ανωτέρω διατάξεων”.
Άρθρον 57
1. Για να διευκολύνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β, εκδίδει οδηγίες για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων.
2. Για τον ίδιο σκοπό, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 189Β, εκδίδει οδηγίες για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομοφώνως καθ` όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του άρθρου 189 Β, προκειμένου για οδηγίες, η εκτέλεση των οποίων σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος συνεπάγεται τροποποίηση των υφισταμένων αρχών της νομοθεσίας που διέπουν το καθεστώς των επαγγελμάτων, όσον αφορά την κατάρτιση και τους όρους πρόσβασης των φυσικών προσώπων. Στις άλλες περιπτώσεις, το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία”.
3. Ως πρός τα ιατρικά, παραϊατρικά και φαρμακευτικά επαγγέλματα, η προοδευτική άρση των περιορισμών προϋποθέτει το συντονισμό των όρων ασκήσεώς τους στα διάφορα κράτη μέλη”.
Άρθρον 58
Οι εταιρείες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός Κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Κοινότητος εξομοιώνονται, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, πρός τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπήκοοι των Κρατών μελών. Ως εταιρείες νοούνται οι εταιρειές άστικού ή εμπορικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των συνεταιρισμών, και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ίδιωτικού δικαίου, με εξαίρεση εκείνων που δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3
Οι υπηρεσίες
Άρθρον 59
Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητος καταργούνται προοδευτικώς κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, όσον αφορά τους υπηκόους των Κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε Κράτος της Κοινότητος άλλο από εκείνο του αποδέκτου της παροχής. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, δύναται με ειδική πλειοψηφία να επεκτείνει το ευεργέτημα των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου και σε υπηκόους τρίτου Κράτους που παρέχουν υπηρεσίες και είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Κοινότητος.
Άρθρον 60
Κατά την έννοια της παρούσης συνθήκης, ως υπηρεσίες νοούνται οι παροχές που κατά κανόνα προσφέρονται αντί αμοιβής, εφ` όσον δεν διέπονται από τις διατάξεις τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των κεφαλαίων και των προσώπων. Οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν ιδίως: α) βιομηχανικές δραστηριότητες, β) εμπορικές δραστηριότητες, γ) βιοτεχνικές δραστηριότητες, δ) δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελμάτων. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου που αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως, εκείνος που παρέχει υπηρεσία δύναται για την εκτέλεση αυτής να ασκήσει προσωρινά τη δραστηριότητά του στο Κράτος όπου παρέχεται η υπηρεσία με τους ίδιους όρους που το Κράτος αυτό επιβάλλει στους δικούς του υπηκόους.
Άρθρον 61
1. Η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου που αναφέρεται στις μεταφορές.
2. Η ελευθέρωση των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών που συνδέονται με τις κινήσεις κεφαλαίων πρέπει να πραγματοποιηθεί σε αρμονία με την προοδευτική ελευθέρωση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
Άρθρον 62
1. Τα Κράτη μέλη δεν εισάγουν νέους περιορισμούς, όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών, στην ελευθερία που έχει πράγματι επιτευχθεί κατά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης, εκτός αν η συνθήκη ορίζει άλλως.
Άρθρον 63
1. Πρό της λήξεως του πρώτου σταδίου, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και τη Συνέλευση, εκδίδει ομοφώνως γενικό πρόγραμμα για την κατάργηση των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εντός της Κοινότητος. Η Επιτροπή υποβάλλει την πρότασή της στο Συμβούλιο κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων ετών του πρώτου σταδίου. Το πρόγραμμα καθορίζει,για κάθε κατηγορία υπηρεσιών,τους γενικούς όρους και τα στάδια ελευθερώσεώς τους.
2. Για την εφαρμογή του γενικού προγράμματος ή, αν δεν υπάρχει το πρόγραμμα αυτό, για την πραγματοποίηση ενός σταδίου ελευθερώσεως συγκεκριμένης υπηρεσίας, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και τη Συνέλευση, εκδίδει οδηγίες, ομοφώνως μεν πρό της λήξεως του πρώτου σταδίου, με ειδική δε πλειοψηφία ακολούθως.
3. Οι προτάσεις και αποφάσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αναφέρονται γενικώς κατά προτεραιότητα στις υπηρεσίες που επηρεάζουν κατά τρόπο άμεσο τα έξοδα παραγωγής ή των οποίων η ελευθέρωση συμβάλλει στη διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών.
Άρθρον 64
Τα Κράτη μέλη δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένα να προβούν στην ελευθέρωση των υπηρεσιών πέραν του μέτρου που είναι υποχρεωτικό δυνάμει των οδηγιών που εκδίδονται κατ` εφαρμογή του άρθρου 63 παράγραφος 2, αν η γενική οικονομική τους κατάσταση και η κατάσταση του σχετικού τομέως τους το επιτρέπουν. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή απευθύνει συστάσεις πρός τα ενδιαφερόμενα Κράτη μέλη.
Άρθρον 65
Καθ` όσον χρόνο οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν έχουν καταργηθεί, κάθε Κράτος μέλος τους εφαρμόζει σέ όλους όσους παρέχουν υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 59 πρώτη παράγραφος, χωρίς διακρίσεις ιθαγενείας ή διαμονής.
Άρθρον 66
Οι διατάξεις των άρθρων 55 μέχρι και 58 εφαρμόζονται επί των θεμάτων που διέπονται από το παρόν κεφάλαιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4
Κεφάλαια καί πληρωμές
Άρθρον 67
Άρθρον 68
Άρθρον 69
Άρθρον 70
Άρθρον 71
Άρθρον 72
Άρθρον 73
Άρθρον 73α
Άρθρον 73β
1. Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.
2. Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύονται όλοι οι περιορισμοί στις πληρωμές μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. Βλ. άρθρα 73 Ε και 109 Ε.
Άρθρον 73γ
1. Οι διατάξεις του Άρθρου 73 Β δεν θίγουν την εφαρμογή, έναντι τρίτων χωρών, τυχόν περιορισμών που ισχύουν στις 31 Δεκεμβρίου 1993 δυνάμει του εθνικού ή του κοινοτικού δικαίου σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων από ή πρός τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται οι επενδύσεις σε ακίνητα, εγκατάσταση, παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών η εισδοχή τίτλων σε κεφαλαιαγορές.
2. Στην προσπάθειά του να επιτύχει το στόχο της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και με την επιφύλαξη των άλλων κεφαλαίων της παρούσας συνθήκης, το Συμβούλιο μπορεί να λαμβάνει με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μέτρα σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων από ή πρός τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται οι επενδύσεις σε ακίνητα, εγκατάσταση, παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή εισδοχή τίτλων σε κεφαλαιαγορές. Για τη λήψη μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου απαιτείται ομοφωνία, εάν αυτά συνιστούν οπισθοδρόμηση του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά την ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων από ή πρός τρίτες χώρες.
Άρθρον 73δ
1. Οι διατάξεις του άρθρου 73 Β δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών: α) να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους, β) να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ιδίως στον τομέα της φορολογίας ή της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ή να προβλέπουν διαδικασίες δήλωσης των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης, ή να λαμβάνουν μέτρα ύπαγορευμένα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.
2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγουν τη δυνατότητα εφαρμογής περιορισμών του δικαιώματος εγκατάστασης που συμβιβάζονται με την παρούσα συνθήκη.
3. Τα μέτρα και οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων, ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών όπως ορίζεται στο άρθρο 73 Β.
Άρθρον 73ε
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 73 Β, τα κράτη μέλη τα οποία, στις 31 Δεκεμβρίου 1993, έχουν παρέκκλιση, βάσει του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου, δικαιούνται να διατηρήσουν τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων που επιτρέπονται βάσει των παρεκκλίσεων που ισχύουν την εν λόγω ημερομηνία, το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995.
Άρθρον 73στ
Εάν, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, οι κινήσεις κεφαλαίων πρός ή από τρίτες χώρες προκαλούν ή απειλούν να προκαλέσουν σοβαρές δυσχέρειες στη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ, μπορεί να λαμβάνει έναντι τρίτων χωρών μέτρα διασφαλίσεως για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξη μήνες, εφόσον τά μέτρα αυτά είναι άπολύτως αναγκαία.
Άρθρον 73ζ
Εάν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 228 Α, κρίνεται αναγκαία κοινοτική δράση, το Συμβούλιο δύναται, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 228 Α διαδικασία, να λαμβάνει τα αναγκαία επείγοντα μέτρα σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων και τις πληρωμές έναντι των οικείων τρίτων χωρών. 2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 224 και εφόσον το Συμβούλιο δεν έχει λάβει μέτρα σύμφωνα μέ τήν παράγραφο 1, ένα κράτος μέλος μπορεί, για σοβαρούς πολιτικούς λόγους και για λόγους επείγουσας ανάγκης, να λαμβάνει μονομερώς μέτρα έναντι τρίτης χώρας, σχετικά με την κίνηση κεφαλαίων και τις πληρωμές. Η Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά το αργότερο μέχρι και την ημερομηνία κατά την οποία αυτά αρχίζουν να ισχύουν. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία ότι το εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να τροποποιήσει ή να καταργήσει τα μέτρα αυτά. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ενημερώνει το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο για κάθε σχετική απόφαση που λαμβάνει το Συμβούλιο.
Άρθρον 73η
Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1994, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:
1) Κάθε κράτος μέλος αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιτρέπει τις πληρωμές τις σχετικές με την κυκλοφορία εμπορευμάτων, υπηρεσιών ή κεφαλαίων, καθώς και τις μεταφορές κεφαλαίων και μισθών, στο νόμισμα του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ο πιστωτής ή ο δικαιούχος, στο βαθμό που η κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών, των κεφαλαίων και των προσώπων έχει ελευθερωθεί μεταξύ των κρατών μελών κατ` εφαρμογή της παρούσας συνθήκης. Τα κράτη μέλη δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένα να προβούν στην ελευθέρωση των πληρωμών τους πέραν των ορίων του προηγουμένου εδαφίου, εφόσον τους το επιτρέπει γενικώς η οικονομική τους κατάσταση, και ιδιαίτερα η κατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών τους. 2) Στο βαθμό που ή κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών και οι κινήσεις κεφαλαίων υπόκεινται μόνο στους περιορισμούς των σχετικών πληρωμών, οι περιορισμοί αυτοί καταργούνται προοδευτικώς, με την εφαρμογή, αναλόγως, των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου και των κεφαλαίων που αναφέρονται στην κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών και στην ελευθέρωση των υπηρεσιών. 3) Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην εισάγουν μεταξύ τους νέους περιορισμούς στίς μεταφορές συναλλάγματος τις σχετικές με τις άδηλες συναλλαγές που απαριθμούνται στον πίνακα του παραρτήματος ΙΙΙ της παρούσας συνθήκης. Η προοδευτική κατάργηση των υφισταμένων περιορισμών πραγματοποιείται σύμφωνα μέ τίς διατάξεις των άρθρων 63 μέχρι και 65, στο βαθμό που δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 ή οι άλλες διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου. 4) Σε περίπτωση ανάγκης, τα κράτη μέλη συνεννοούνται για τη λήψη των μέτρων τα οποία θα επιτρέπουν την πραγματοποίηση των πληρωμών και μεταφορών συναλλάγματος που αναφέρονται στο παρόν άρθρο τα μέτρα αυτά δεν επιτρέπεται να θίγουν τους στόχους που αναφέρονται στην παρούσα συνθήκη”.
Άρθρον 73θ
“Τίτλος ΙΙΙ
ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ, ΑΣΥΛΟ, ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Για την προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το Συμβούλιο θεσπίζει :
α) Εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Αμστερνταμ, μέτρα για την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων σύμφωνα με άρθρο 7 Α, σε συνδυασμό με άμεσα συνδεόμενα με αυτήν συνοδευτικά μέτρα για τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 73 Ι σημεία 2 και 3, και του άρθρου 73 Κ σημείο 1 στοιχείο α) και σημείο 2 στοιχείο α), καθώς και μέτρα για την πρόληψη και την καταστολή της εγληματικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου Κ.3 στοιχείο ε) της συνθήκης για την Ευρωπαίκή Ενωση,
β) άλλα μέτρα στους τομείς του ασύλου, της μετανάστευσης και της διαφύλαξης των δικαιωμάτων υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 73 Κ,
γ) μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, όπως προβλέπονται στο άρθρο 73 Μ,
δ) κατάλληλα μέτρα για την προώθηση και την ενίσχυση της διοικητικής συνεργασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 73 Ν,
ε) μέτρα στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, προκειμένου να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο ασφάλειας μέσω της πρόληψης και της καταστολής της εγκληματικότητας στην Ενωση, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Άρθρον 73ι
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 73 Ξ, θεσπίζει, εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Αμστερνταμ :
1. Μέτρα, προκειμένου να εξασφαλισθεί, σύμφωνα προς το άρθρο 7 Α, η απουσία κάθε ελέγχου προσώπων, είτε είναι πολίτες της Ενωσης είτε υπήκοοι τρίτων χωρών, όταν διέρχονται εσωτερικά σύνορα.
2. Μέτρα για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών τα οποία καθορίζουν :
α) προδιαγραφές και διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούν τα κράτη μέλη κατά τη διενέργεια ελέγχων προσώπων στα εξωτερικά σύνορα,
β) κανόνες για τις θεωρήσεις, όταν υπάρχει πρόθεση διαμονής όχι άνω των τριών μηνών, στους οποίους περιλαμβάνονται :
i) ο κατάλογος των τρίτων χωρών, οι υπήκοοι των οποίων υποχρεούνται να διαθέτουν θεώρηση προκειμένου να διέλθουν τα εξωτερικά σύνορα και των χωρών, οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή,
ii) οι διαδικασίες και οι όροι για τη χορήγηση θεωρήσεων από τα κράτη μέλη,
iii) θεώρηση ενιαίου τύπου,
iv) κανόνες για την ενιαία θεώρηση.
3. Μέτρα που καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υπήκοοι τρίτων χωρών δύνανται να ταξιδεύουν ελεύθερα εντός του εδάφους των κρατών μελών, για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.
Άρθρον 73κ
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 73 Ξ, εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Αμστερνταμ, θεσπίζει :
1. Μέτρα περί ασύλου, σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και το πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων, και σύμφωνα με άλλες σχετικές συμβάσεις, στους ακόλουθους τομείς :
α) κριτήρια και μηχανισμούς για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που έχει υποβληθεί σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας,
β) ελάχιστες προδιαγραφές για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη,
γ) ελάχιστες προδιαγραφές για την αναγνώριση υπηκόων τρίτων χωρών ως προσφύγων,
δ) ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν ή ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα.
2. Μέτρα περί προσφύγων και εκτοπισθέντων, στους ακόλουθους τομείς :
α) ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντες από τρίτες χώρες, οι οποίοι δεν μπορούν να επιτρέψουν στη χώρα καταγωγής τους, και σε άλλα πρόσωπα που χρειάζονται, για άλλους λόγους, διεθνή προστασία,
β) επιδίωξη δίκαιης κατανομής των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής προσφύγων και εκτοπισθέντων.
3. Μέτρα περί μεταναστευτικής πολιτικής, στους ακόλουθους τομείς :
α) προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής και προδιαγραφές διαδικασιών κατά τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν θεωρήσεις και άδειες διαμονής μακράς διαρκείας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αποσκοπούν στην επανένωση οικογενειών,
β) παράνομη μετανάστευση και παράνομη διαμονή, συμπεριλαμβανομένου του επαναπατρισμού παρανόμως διαμενόντων.
4. Μέτρα που καθορίζουν τα δικαιώματα και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν νομίμως σε κράτος μέλος δύνανται να διαμένουν σε άλλα κράτη μέλη.
Τα μέτρα, τα οποία θεσπίζονται από το Συμβούλιο, σύμφωνα με τα σημεία 3 και 4, δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν στους εν λόγω τομείς διατάξεις του εθνικού δικαίου που συμβιβάζονται προς την παρούσα συνθήκη και προς διεθνείς συμφωνίες.
Μέτρα, τα οποία θα θεσπιστούν σύμφωνα με το σημείο 2 στοιχείο β), το σημείο 3 στοιχείο α) και το σημείο 4, δεν υπόκεινται στην προαναφερόμενη περίοδο των πέντε ετών.
Άρθρον 73λ
1. Ο παρών τίτλος δεν θίγει την άσκηση των ευθυνών που εμπίπτουν στα κράτη μέλη για την τήρηση της δημοσίας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας.
2. Εάν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν έκτακτη κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από αιφνίδια εισροή υπηκόων τρίτων χωρών, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία βάσει προτάσεως της Επιτροπής, δύναται να θεσπίζει προσωρινά μέτρα η διάρκεια των οποίων δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες υπέρ των εν λόγω κρατών μελών.
Άρθρον 73μ
Άρθρον 73ν
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 73Ξ, λαμβάνει μέτρα για να εξασφαλίσει τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών των διοικήσεων των κρατών μελών στους τομείς του παρόντος τίτλου, καθώς και μεταξύ των εν λόγω υπηρεσιών και της Επιτροπής.
Άρθρον 73ξ
1. Κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου πέντε ετών μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Αμστερνταμ, το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα βάσει προτάσεως της Επιτροπής ή κατόπιν πρωτοβουλίας κράτους μέλους και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
2. Μετά την πάροδο της πενταετίας :
– το Συμβούλιο αποφασίζει βάσει προτάσεων της Επιτροπής, η Επιτροπή εξετάζει οιοδήποτε αίτημα της υποβληθεί από κράτος μέλος με σκοπό να υποβάλει πρόταση στο Συμβούλιο,
– το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, λαμβάνει απόφαση ούτως ώστε το σύνολο ή μέρος των τομέων που καλύπτονται από τον παρόντα τίτλο να ρυθμίζονται από τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 189 Β και να προσαρμοστούν οι διατάξεις που αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
3. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2, τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 73 Ι, σημείο 2), στοιχείο β), υπό (i) και (iii), από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Αμστερνταμ, θεσπίζονται από το Συμβούλιο, που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία βάσει προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβούλευσης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
4. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 73 Ι, σημείο 2), στοιχείο β), υπό (ii) και (iv), μετά την πάροδο πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Αμστερνταμ, θεσπίζονται από το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β.
Άρθρον 73ο
1. Το άρθρο 177 εφαρμόζεται στον παρόντα τίτλο κατά τις ακόλουθες περιστάσεις και υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις. Εάν ανακύπτει ζήτημα επί της ερμηνείας του παρόντος τίτλου ή επί του κύρους ή της ερμηνείας πράξεων των οργάνων της Κοινότητας βάσει του παρόντος τίτλου σε υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, το δικαστήριο αυτό, εάν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ` αυτού.
2. Πάντως, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει μέτρα ή αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 73 Ι σημείο Ι σχετικά με την τήρηση της δημοσίας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας.
3. Το Συμβούλιο, η Επιτροπή ή κράτος μέλος μπορούν να ζητούν από το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί της ερμηνείας του παρόντος τίτλου ή πράξεων των οργάνων της Κοινότητας βάσει αυτού του τίτλου. Η απόφαση του Δικαστηρίου επί του αιτήματος αυτού δεν εφαρμόζεται σε αποφάσεις δικαστηρίων των κρατών μελών οι οποίες έχουν ισχύ δεδικασμένου.
Άρθρον 73π
Ο παρών τίτλος εφαρμόζεται τηρουμένων των διατάξεων του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας και του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας και υπό την επιφύλαξη του πρωτοκόλλου για την εφαρμογή ορισμένων πτυχών του άρθρου 7 Α της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία”.
ΤΙΤΛΟΣ IV
Οι μεταφορές
Άρθρον 74
Τα Κράτη μέλη επιδιώκουν τους στόχους της συνθήκης όσον αφορά το αντικείμενο του παρόντος τίτλου, στο πλαίσιο κοινής πολιτικής μεταφορών.
Άρθρον 75
1. Για την εφαρμογή του άρθρου 74 και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιομορφία των μεταφορών, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζει” :
α) κοινούς κανόνες εφαρμοστέους στις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή πρός την επικράτεια ενός κράτους μέλους ή που διέρχονται από την επικράτεια ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, β) τους όρους υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ` αυτό, γ) μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας των μεταφορών, δ) κάθε άλλη χρήσιμη διάταξη.
2. Οι διατάξεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 θεσπίζονται κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.
3. Κατά παρέκκλιση από τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, το Συμβούλιο θεσπίζει ομοφώνως προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, διατάξεις που αφορούν τις αρχές του καθεστώτος των μεταφορών και των οποίων ή εφαρμογή θα ήταν δυνατόν να επηρεάσει σοβαρά το βιοτικό επίπεδο και την απασχόληση σε ορισμένες περιοχές, όπως και την εκμετάλλευση του εξοπλισμού των μεταφορών, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη προσαρμογής στην οικονομική ανάπτυξη, που προκύπτει από την εγκαθίδρυση της κοινής αγοράς.
Άρθρον 76
Μέχρι να θεσπισθούν οι διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 75 παράγραφος 1, κανένα Κράτος μέλος δεν δύναται να καταστήσει λιγότερο ευνοϊκές τις διατάξεις, οι οποίες διέπουν τον τομέα των μεταφορών κατά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης, ως πρός την άμεση η έμμεση επίπτωσή τους έναντι των μεταφορέων τών άλλων Κρατών μελών σε σχέση με τους εθνικούς μεταφορείς, εκτός αν υπάρχει ομόφωνη συγκατάθεση του Συμβουλίου.
Άρθρον 77
Οι ενισχύσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών ή που αντιστοιχούν στην αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας, είναι συμβιβάσιμες με την παρούσα συνθήκη.
Άρθρον 78
Κατά τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου στο πλαίσιο της παρούσης συνθήκης, σχετικά με τις τιμές και τους όρους μεταφοράς, πρέπει να λαμβάνεται υπ` όψη η οικονομική κατάσταση των μεταφορέων.
Άρθρον 79
1. Καταργούνται το αργότερο πρό της λήξεως του δευτέρου σταδίου, ως πρός τις μεταφορές εντός της Κοινότητος, οι διακρίσεις που συνίστανται στην εφαρμογή από ένα μεταφορέα, για τα αυτά εμπορεύματα και για τις αυτές σχέσεις μεταφοράς, διαφορετικών κομίστρων και όρων μεταφοράς, ανάλογα με το Κράτος προελεύσεως ή προορισμού των μεταφερομένων προϊόντων.
2. Η παράγραφος 1 δεν αποκλείει τη δυνατότητα λήψεως από το Συμβούλιο άλλων μέτρων κατ` εφαρμογή του άρθρου 75 παράγραφος 1.
3. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζει με ειδική πλειοψηφία, εντός δύο ετών από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης, κανόνες για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1. Δύναται ιδίως να θεσπίσει τις αναγκαίες διατάξεις για να διευκολύνει τα όργανα της Κοινότητος να ελέγχουν την τήρηση του κανόνος που διατυπώνεται στην παράγραφο 1 και για να διασφαλίσει ότι οι χρησιμοποιούντες τα μεταφορικά μέσα θα επωφεληθούν πλήρως από την εφαρμογή του.
4. Η Επιτροπή, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως ενός Κράτους μέλους, εξετάζει τις περιπτώσεις διακρίσεων που προβλέπει η παράγραφος 1 και, αφού συμβουλευθεί κάθε ενδιαφερόμενο Κράτος μέλος, λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις στο πλαίσιο της ρυθμίσεως που απεφασίσθη κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3.
Άρθρον 80
1. Από της ενάρξεως του δευτέρου σταδίου απαγορεύεται η επιβολή από ένα Κράτος μέλος, στις μεταφορές που εκτελούνται εντός της Κοινότητος, κομίστρων και όρων που συνεπάγονται καθ` οιονδήποτε τρόπο υποστήριξη η προστασία πρός το συμφέρον μιας ή περισσοτέρων ορισμένων επιχειρήσεων ή βιομηχανιών, εκτός αν επιτραπεί τούτο από την Επιτροπή.
2. Η Επιτροπή, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως Κράτους μέλους, εξετάζει τα κόμιστρα και τους όρους που προβλέπει η παράγραφος 1, λαμβάνοντας ιδίως υπ` όψη αφ` ενός μεν τις απαιτήσεις μιας κατάλληλης περιφερειακής οικονομικής πολιτικής, τις ανάγκες των υπαναπτύκτων περιοχών, ως και τα προβλήματα των περιοχών που θίγονται σοβαρώς από τις πολιτικές περιστάσεις, αφ` ετέρου δε τις επιπτώσεις των εν λόγω κομίστρων και όρων στον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων τρόπων μεταφοράς. Η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεως με κάθε ενδιαφερόμενο Κράτος μέλος, λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις.
3. Η απαγόρευση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν εφαρμόζεται στα τιμολόγια ανταγωνισμού.
Άρθρον 81
Οι φορολογικές επιβαρύνσεις ή τα τέλη, εκτός των κομίστρων, που εισπράττονται από τον μεταφορέα κατά τη διέλευση των συνόρων δεν πρέπει να υπερβαίνουν ένα εύλογο επίπεδο, λαμβάνοντας υπ` όψη τα πραγματικά έξοδα που συνεπάγεται η διέλευση αυτή. Τα Κράτη μέλη προσπαθούν να μειώσουν προοδευτικώς τα έξοδα αυτά. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου η Επιτροπή δύναται να απευθύνει συστάσεις πρός τα Κράτη μέλη.
Άρθρον 82
Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου δεν αντιτίθενται στα μέτρα που λαμβάνονται από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εφ` όσον είναι αναγκαία για την αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκαλούνται, λόγω της διαιρέσεως της Γερμανίας, στην οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας που θίγονται από τη διαίρεση αυτή.
Άρθρον 83
Παρά τη Επιτροπή συνιστάται μια επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρος από εμπειρογνώμονες που ορίζονται από τις κυβερνήσεις των Κρατών μελών. Η Επιτροπή τη συμβουλεύεται σε θέματα μεταφορών, όταν το κρίνει χρήσιμο, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του τμήματος μεταφορών της οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.
Άρθρον 84
Εφαρμογή επί διαφόρων μέσων μεταφοράς 1. Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται στις σιδηροδρομικές, οδικές και εσωτερικές πλωτές μεταφορές. 2. Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία εάν, κατά ποιό μέτρο και κατά ποιά διαδικασία θα είναι δυνατόν να θεσπισθούν κατάλληλες διατάξεις για τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές Είναι εφαρμοστέες οι διαδικαστικές διατάξεις του άρθρου 75 παράγραφοι 1 και 3.
ΤΙΤΛΟΣ V
Κοινοί κανόνες για τον ανταγωνισμό,τη φορολογία και την προσέγγιση των νομοθεσιών”
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Κανόνες ανταγωνισμού
ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
Άρθρον 85
1. Είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται: α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων. γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού, δ) στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό. ε) στην εξάσκηση της συνάψεως συμβάσεων απο την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
2. Οι απαγορεύσεις δυνάμει του παρόντος άρθρου συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δύνανται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες:
– σε κάθε συμφωνία ή κατηγορία συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων, – σε κάθε απόφαση ή κατηγορία αποφάσεων ενώσεων και επιχειρήσεων, και – σε κάθε εναρμονισμένη πρακτική η κατηγορία εναρμονισμένων πρακτικών, η οποία συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει, και η οποία: α) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών, και β) δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα καταργήσεως του άνταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων.
Άρθρον 86
Είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μια ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσποζούσης θέσεώς τους εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της. Η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως: α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη δικαίων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως επί ζημία των καταναλωτών, γ) στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό, δ) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
Άρθρον 87
1. Εντός προθεσμίας τριών ετών από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Συνέλευση, εκδίδει ομοφώνως τους αναγκαίους κανονισμούς ή οδηγίες για την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στα άρθρα 85 και 86. Αν οι διατάξεις αυτές δεν θεσπισθούν εντός της προαναφερθείσης προθεσμίας, τότε θεσπίζονται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Συνέλευση.
2. Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 διατάξεις έχουν ως σκοπό ιδίως: α) να εξασφαλίσουν την τήρηση των απαγορεύσεων του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 8 με την πρόβλεψη προστίμων και χρηματικών ποινών, β) να καθορίσουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3, λαμβάνοντας υπ` όψη την ανάγκη της εξασφαλίσεως αποτελεσματικής επιβλέψεως, και της απλουστεύσεως κατά το δυνατόν του διοικητικού ελέγχου, γ) να ορίσουν εφ` όσον είναι ανάγκη, το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 επί των διαφόρων οικονομικών κλάδων, δ) να οριοθετήσουν τα καθήκοντα της Επιτροπής και του Δικαστηρίου κατά την εφαρογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου, ε) να καθορίσουν τη σχέση μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών αφ` ενός και των διατάξεων του παρόντος τμήματος και εκείνων που θα θεσπισθούν κατ` εφαρμογή του παρόντος άρθρου αφ` ετέρου.
Άρθρον 88
Μέχρι ενάρξεως της ισχύος των διατάξεων που θα θεσπισθούν κατ` εφαρμογή του άρθρου 87, οι αρχές των Κρατών μελών αποφασίζουν σχετικά με το επιτρεπτό των συμφωνιών, αποφάσεων και περιπτώσεων εναρμονισμένης πρακτικής, καθώς και με την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως εντός της κοινής αγοράς, σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας τους και με τις διατάξεις των άρθρων 85, ιδίως παράγραφος 3 και 86.
Άρθρον 89
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 88 η Επιτροπή, μόλις αναλάβει τα καθήκοντά της, μεριμνά για την πραγμάτωση των αρχών που καθορίζονται στα άρθρα 85 και 86. Εξετάζει, κατόπιν αιτήσεως Κράτους μέλους ή αυτεπαγγέλτως, συνεργαζομένη με τις αρμόδιες αρχές των Κρατών μελών που οφείλουν να της παρέχουν τη συνδρομή τους, τις περιπτώσεις εικαζομένων παραβάσεων των ανωτέρω αρχών. Αν διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως, προτείνει τα κατάλληλα μέτρα για τον τερματισμό της.
2. Αν δεν τερματισθούν οι παραβάσεις, η Επιτροπή βεβαιώνει την παράβαση των ανωτέρω αρχών με αιτιολογημένη απόφαση. Δύναται να δημοσιεύσει την απόφασή της και να επιτρέψει στα Κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, των οποίων καθορίζει τους όρους και τις λεπτομέρειες.
Άρθρον 90
1. Τα Κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της παρούσης συνθήκης, ιδίως προς εκείνους των άρθρων 7 και 85 μέχρι και 94, ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα.
2. Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες της παρούσης συνθήκης, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο πρός το συμφέρον της Κοινότητος.
3. Η Επιτροπή μεριμνά για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και απευθύνει, έφ` όσον είναι ανάγκη, κατάλληλες οδηγίες ή αποφάσεις πρός τα Κράτη μέλη.
ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Άρθρον 91
1. Αν, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, η Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεως Κράτους μέλους ή οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερομένου, διαπιστώνει ότι εφαρμόζεται εντός της κοινής αγοράς Πρακτική ντάμπινγκ, απευθύνει συστάσεις για τον τερματισμό τους πρός εκείνον ή εκείνους που τη μετέρχεται. Αν πάντως η Πρακτική ντάμπινγκ συνεχίζεται, η Επιτροπή επιτρέπει στο ζημιούμενο Κράτος μέλος να λάβει προστατευτικά μέτρα, των οποίων η ίδια καθορίζει τους όρους και τον τρόπο εφαρμογής.
2. Αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης, τα προϊόντα καταγωγής Κράτους μέλους ή τα ευρισκόμενα εκεί σε ελεύθερη κυκλοφορία και τα οποία εξήχθησαν σε άλλο Κράτος μέλος, δύνανται να επανεισαχθούν στο έδαφος του πρώτου Κράτους ελεύθερα δασμών, ποσοτικών περιορισμών ή μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος. Η Επιτροπή θεσπίζει τίς κατάλληλες ρυθμίσεις για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου.
ΤΜΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ
Κρατικές ενισχύσεις
Άρθρον 92
Σημ.: όπως το άρθρο 92 αναριθμήθηκε σε άρθρο 87 με την Συνθήκη του `Αμστερνταμ (Βλ. Ν.2691/1999,ΦΕΚ Α 47/12.3.1999).
1. Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα Κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ Κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως.
2. Συμβιβάζονται με την κοινή αγορά: α) οι ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος πρός μεμονωμένους καταναλωτές, υπό τον όρο ότι χορηγούνται χωρίς διάκριση προελεύσεως των προϊόντων, β) οι ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα, γ) οι ενισχύσεις πρός την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι όποιες θίγονται από τη διαίρεση της Γερμανίας, κατά το μέτρο πού είναι αναγκαίες για την αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκαλούνται από τη διαίρεση αυτή. Μετά την παρέλευση πενταετίας από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας,το Συμβούλιο,μετά από πρόταση της Επιτροπής,δύναται να εκδώσει απόφαση για την κατάργηση του παρόντος σημείου”
3. Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά: α) οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση “…, καθώς και των περιοχών που αναφέρονται στο άρθρο 299,λαμβάνοντας υπόψη τη διαρθρωτική,οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την Συνθήκη της Λισσαβώνας (Βλ. Ν.3671/2008)
β) οι ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας Κράτους μέλους, γ) οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφ` όσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο πρός το κοινό συμφέρον. Οι ενισχύσεις για τις ναυπηγικές εργασίες, κατά το μέτρο που υφίστανται την 1η Ιανουαρίου 1957 και αντιστοιχούν απλώς πρός μια ελλείπουσα δασμολογική προστασία, μειώνονται εν τούτοις προοδευτικώς κατά τους ίδιους όρους της καταργήσεως τών δασμών με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσης συνθήκης που αφορούα,την κοινή εμπορική πολιτική έναντι τρίτων χωρών, “δ) οι ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους συναλλαγών και ανταγωνισμού στην Κοινότητα σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον” ε) άλλες κατηγορίες ενισχύσεων που καθορίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής.
Σημ.: όπως το στοιχείο δ΄προστέθηκε και το αρχικό στοιχείο δ΄ αναριθμήθηκε σε ε΄με την Συνθήκη του Μάαστριχτ (Βλ. Ν.2077/1992)
Άρθρον 93
1. Η Επιτροπή σε συνεργασία με τα Κράτη μέλη εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ένισχύσεως που υφίστανται στα Κράτη αυτά. Τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της κοινής αγοράς.
2. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα Κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 92, ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω Κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει. Αν το εν λόγω Κράτος δεν συμμορφωθεί πρός την απόφαση αυτή εντός της ταχθείσης προθεσμίας, η επιτροπή ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο Κράτος δύναται να προσφύγει απ` ευθείας στο Δικαστήριο, κατά παρέκκλιση των άρθρων 169 και 170. Κατόπιν αιτήσεως Κράτους μέλους, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει ομοφώνως, ότι ενίσχυση που έχει θεσπισθεί ή που πρόκειται να θεσπισθεί από το Κράτος αυτό, θεωρείται συμβιβάσιμος με την κοινή αγορά, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 92 ή των προβλεπομένων από το άρθρο 94 κανονισμών, αν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση. Αν η Επιτροπή έχει κινήσει, ώς πρός την ενίσχυση αυτή, τη διαδικασία που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσης παραγράφου, η αίτηση του ενδιαφερομένου Κράτους πρός το Συμβούλιο έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της σχετικής διαδικασίας μέχρις ότου αποφανθεί το Συμβούλιο. Αν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός τριών μηνών από την υποβολή της αιτήσεως, αποφασίζει η Επιτροπή.
3. Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει, ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 92, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο Κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πρίν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.
Άρθρον 94
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, δύναται να εκδίδει κάθε αναγκαίο κανονισμό για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 και ιδίως να καθορίζει τους όρους εφαρμογής του άρθρου 93 παράγραφος 3 και τις κατηγορίες ενισχύσεων που εξαιρούνται από τη διαδικασία αυτή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2
Φορολογικές διατάξεις
Άρθρον 95
Κανένα Κράτος μέλος δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων Κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανωτέρους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα. Κανένα Κράτος μέλος δεν επιβάλλει στα προϊόντα των άλλων Κρατών μελών εσωτερικούς φόρους, η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων. Τα Κράτη μέλη καταργούν ή τροποποιούν, το αργότερο στην αρχή του δευτέρου σταδίου, τις υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης διατάξεις που είναι αντίθετες πρός τους ανωτέρω κανόνες.
Άρθρον 96
Για τα προϊόντα που εξάγονται πρός την επικράτεια ενός των κρατών μελών η Επιστροφή εσωτερικών φόρων δεν δύναται να είναι ανώτερη των εσωτερικών φόρων που τους έχουν επιβληθεί άμεσα ή έμμεσα.
Άρθρον 97
Τά Κράτη μέλη,τα οποία εισπράττουν τον φόρο κύκλου εργασιών κατά το σωρευτικό και επαναληπτικό φορολογικό σύστημα, δύνανται, για τους εσωτερικούς φόρους με τους οποίους επιβαρύνουν τα εισαγόμενα προϊόντα ή για τις επιστροφές φόρου τις οποίες χορηγούν στα εξαγόμενα προϊόντα, να καθορίζουν μέσους συντελεστές κατά προϊόν ή κατά ομάδα προϊόντων, χωρίς όμως να παραβιάζονται οι αρχές των άρθρων 95 και 96 Οταν οι μέσοι συντελεστές που έχει καθορίσει ένα Κράτος μέλος δεν είναι σύμφωνοι πρός τις ανωτέρω αρχές, η Επιτροπή απευθύνει στο Κράτος αυτό τις κατάλληλες οδηγίες ή αποφάσεις.
Άρθρον 98
Ως πρός τους άλλους φόρους, πλήν των φόρων κύκλου εργασιών, των ειδικών φόρων καταναλώσεως και των λοιπών εμμέσων φόρων, δεν είναι δυνατόν να χορηγηθούν απαλλαγές και επιστροφές κατά την εξαγωγή πρός τα άλλα Κράτη μέλη ούτε να θεσπισθούν εξισωτικές είσφορες κατά την εισαγωγή εκ Κρατών μελών, παρά μόνο αν τα προβλεπόμενα μέτρα έχουν προηγουμένως εγκριθεί για μία περιορισμένη περίοδο από το Συμβούλιο, που αποφασίζει, προτάσει της Επιτροπής, με ειδική πλειοψηφία.
Άρθρον 99
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδει διατάξεις για την εναρμόνιση των νομοθεσιών περί των φόρων κύκλου εργασιών, των ειδικών φόρων καταναλώσεως και των λοιπών εμμέσων φόρων, στο βαθμό που η εναρμόνιση αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η εγκαθίδρυση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μέσα στην προθεσμία του άρθρου 7Α.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3
Η προσέγγιση των νομοθεσιών
Άρθρον 100
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδει οδηγίες για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες έχουν άμεση επίπτωση στην εγκαθίδρυση ή τη λειτουργία της κοινής αγοράς.
Άρθρον 100α
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 100 και εκτός αν ορίζει άλλως ή παρούσα συνθήκη, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις για την πραγματοποίηση των στόχων του άρθρου 7Α. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδει τα μέτρα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. 2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις φορολογικές διατάξεις, στις διατάξεις για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και στις διατάξεις για τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των μισθωτών.
3. Η Επιτροπή, στις προτάσεις της που προβλέπονται στην παράγραφο 1, σχετικά με την υγεία, την ασφάλεια, την προστασία του Περιβάλλοντος και την Προστασία των καταναλωτών, λαμβάνει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη όσες νέες εξελίξεις βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα. Στα πλαίσια των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επιδιώκουν επίσης την επίτευξη αυτού του στόχου.
4. Οταν, αφού το Συμβούλιο ή η Επιτροπή θεσπίσουν ένα μέτρο εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να διατηρήσει εθνικές διατάξεις που δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 36 ή διατάξεις σχετικές με την προστασία του Περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, τις κοινοποιεί στην Επιτροπή, καθώς και τους λόγους διατήρησής τους.
5. Επίσης, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4, εάν, μετά την εκ μέρους του Συμβουλίου ή της Επιτροπής θέσπιση μέτρου εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαία τη θέσπιση εθνικών διατάξεων επί τη βάσει νέων επιστημονικών στοιχείων σχετικών με την προστασία του Περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, για λόγους οι οποίοι συντρέχουν μόνον στην περίπτωσή του και οι οποίοι έχουν ανακύψει μετά τη θέσπιση του μέτρου εναρμόνισης, κοινοποιεί στην Επιτροπή τις μελετώμενες διατάξεις και τους λόγους που υπαγορεύουν τη θέσπισή τους.
6. Η Επιτροπή, εντός έξι μηνών από τις κοινοποιήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5, εγκρίνει ή απορρίπτει τις εν λόγω εθνικές διατάξεις, αφού εξακριβώσει εάν αποτελούν ή όχι μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Εάν η Επιτροπή δεν αποφασίσει εντός αυτής της περιόδου οι εθνικές διατάξεις, περί των οποίων οι παράγραφοι 4 και 5, λογίζονται ότι έχουν εγκριθεί.
Εάν η πολυπλοκότητα του αντικειμένου το δικαιολογεί, και δεν υπάρχει κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου, η Επιτροπή μπορεί να κοινοποιήσει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ότι η περίοδος η αναφερόμενη στην παρούσα παράγραφο μπορεί να παραταθεί μέχρι ένα εξάμηνο.
7. Οσάκις, σύμφωνα με την παράγραφο 6, επιτρέπεται σε ένα κράτος μέλος να διατηρήσει ή να εισαγάγει εθνικές διατάξεις παρεκκλίνουσες από το μέτρο εναρμόνισης, η Επιτροπή εξετάζει πάραυτα μήπως πρέπει να προτείνει αναπροσαρμογή του εν λόγω μέτρου.
8. Οταν ένα κράτος μέλος επικαλείται συγκεκριμένο πρόβλημα δημόσιας υγείας σε τομέα στον οποίο έχουν ληφθεί μέτρα εναρμόνισης, το θέτει υπόψη της Επιτροπής η οποία αμέσως εξετάζει αν πρέπει να προτείνει κατάλληλα μέτρα στο Συμβούλιο.
9. Κατά παρέκκλιση από τη διαδικασία των άρθρων 169 και 170, η Επιτροπή ή κάθε κράτος μέλος δύναται να προσφύγει απ` ευθείας στο Δικαστήριο για το θέμα αυτό, εάν κρίνει ότι ένα άλλο κράτος μέλος ασκεί καταχρηστικώς τις εξουσίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.
10. Τα προαναφερόμενα μέτρα εναρμόνισης περιλαμβάνουν, στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ρήτρα διασφάλισης που επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν, για έναν ή περισσότερους από τους κατ` άρθρο 36 μη οικονομικούς λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 36, Προσωρινά μέτρα υποκείμενα σε κοινοτική διαδικασία ελέγχου.
Άρθρον 100β
1. Κατά τη διάρκεια του έτους 1992, η Επιτροπή προβαίνει μαζί με κάθε Κράτος μέλος σε απογραφή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που εμπίπτουν στο άρθρο 100Α και δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης με βάση αυτό το τελευταίο άρθρο. Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει κατά τις διατάξεις του άρθρου 100Α ότι οι ισχύουσες σε ένα Κράτος μέλος διατάξεις πρέπει να αναγνωριστούν ως ισοδύναμες με αυτές που εφαρμόζονται από ένα άλλο Κράτος μέλος.
2. Οι διατάξεις του άρθρου 100Α παράγραφος 4 εφαρμόζονται κατ` αναλογία.
3. Η Επιτροπή προβαίνει στην απογραφή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και υποβάλλει σε εύθετο χρόνο κατάλληλες προτάσεις ώστε να επιτρέψει στο Συμβούλιο να αποφασίσει πρίν από το τέλος του 1992
Άρθρον 100γ
1. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση τής Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθορίζει τις τρίτες χώρες των οποίων οι υπήκοοι πρέπει να διαθέτουν θεώρηση για να διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών.
2. Ωστόσο, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης σε τρίτη χώρα, η οποία δημιουργεί απειλή αιφνίδιας εισροής υπηκόων της χώρας αυτής στην Κοινότητα, το Συμβούλιο δύναται, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από σύσταση της Επιτροπής, να θεσπίσει υποχρεωτική θεώρηση για τους υπηκόους της οικείας χώρας, για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Η ύποχρεωτική θεώρηση που προβλέπεται από την παρούσα παράγραφο δύναται να παραταθεί σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 1.
3. Από την 1η Ιανουαρίου 1995, το Συμβούλιο λαμβάνει με ειδική πλειοψηφία τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Το Συμβούλιο, πρίν από την ημερομηνία αυτή, θεσπίζει, με ειδική πλειοψηφία και μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα μέτρα που αφορούν τη θεώρηση ενιαίου Τύπου.
4. Στούς τομείς που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει οποιοδήποτε αίτημα της υποβληθεί από κράτος μέλος με σκοπό να διαβιβάσει πρόταση στο Συμβούλιο.
5. Το παρόν άρθρο δεν θίγει την άσκηση των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών όσον αφορά τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφαλείας.
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε άλλα θέματα εφόσον ληφθεί σχετική απόφαση δυνάμει του άρθρου Κ9 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση που αφορά τη συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, με την επιφύλαξη των όρων ψηφοφορίας που καθορίζονται ταυτοχρόνως.
7. Οι διατάξεις των εν ισχύι συμβάσεων μεταξύ των κρατών μελών οι οποίες ρυθμίζουν θέματα καλυπτόμενα από το παρόν άρθρο, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν κατά περιεχόμενο από οδηγίες ή μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου.
Άρθρον 100δ
Η αποτελούμενη από ανώτερους υπαλλήλους Συντονιστική Επιτροπή που συνιστάται δυνάμει του άρθρου Κ4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση συμβάλλει, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 151, στην προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου στους τομείς που ορίζονται στο άρθρο 100 Γ.
Άρθρον 101
Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, ότι διαφορά υφισταμένη μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων των Κρατών μελών νοθεύει τους όρους ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς και επομένως προκαλεί στρέβλωση που πρέπει να εξαλειφθεί, διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα Κράτη μέλη. Αν οι διαβουλεύσεις δεν οδηγήσουν στην εξάλειψη της εν λόγω στρεβλώσεως, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, εκδίδει τις πρός τον σκοπό αυτόν αναγκαίες οδηγίες, ομοφώνως μεν κατά το πρώτο στάδιο, με ειδική δε πλειοψηφία ακολούθως. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο δύνανται να λάβουν κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο προβλεπόμενο από την παρούσα συνθήκη.
Άρθρον 102
1. Αν υπάρχει φόβος, η θέσπιση ή ή τροποποίηση νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διατάξεως να προκαλέσει στρέβλωση κατά την έννοια του προηγουμένου άρθρου, το Κράτος μέλος που θέλει να προβεί στην ενέργεια αυτή συμβουλεύεται την Επιτροπή. Η Επιτροπή, αφού συμβουλευθεί τα Κράτη μέλη, συνιστά στα ενδιαφερόμενα Κράτη τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή της σχετικής στρεβλώσεως.
2. Αν το κράτος που θέλει να θεσπίσει ή να τροποποιήσει τις εσωτερικές του διατάξεις δεν συμμορφώνεται με τη σύσταση που του απηύθυνε η Επιτροπή, δεν είναι δυνατόν να ζητηθεί σύμφωνα με το άρθρο 101 από τα άλλα Κράτη μέλη να τροποποιήσουν τις εσωτερικές διατάξεις για να εξαλειφθεί η στρέβλωση αυτή. Οι διατάξεις του άρθρου 101 δεν εφαρμόζονται αν το Κράτος μέλος που αγνοεί τη σύσταση της Επιτροπής προκαλεί στρέβλωση επί ιδία μόνον αυτού ζημία.
ΤΙΤΛΟΣ VI
Οικονομική και νομισματική πολιτική Κεφάλαιο Ι Οικονομική πολιτική
Άρθρον 102α
Τα κράτη μέλη ασκούν την Οικονομική πολιτική με σκοπό να συμβάλλουν στην υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 2, και στα πλαίσια των γενικών προσανατολισμών που αναφέρονται στο άρθρο 103 παράγραφος 2. Τα κράτη μέλη και η Κοινότητα δρούν σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, και σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 3 Α.
Άρθρον 102β
1. Τα κράτη μέλη θεωρούν τις οικονομικές τους πολιτικές θέμα κοινού ενδιαφέροντος και τις συντονίζουν στα πλαίσια του Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102 Α.
2. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από σύσταση της Επιτροπής, συντάσσει σχέδιο των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας και απευθύνει έκθεση με τα πορίσματά του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με βάση την έκθεση αυτή του Συμβουλίου, συζητά τα συμπεράσματα για τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας. Με βάση τα συμπεράσματα αυτά, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, διατυπώνει σύσταση όπου εκτίθενται αυτοί οι γενικοί προσανατολισμοί. Το Συμβούλιο γνωστοποιεί τη σύστασή του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
3. Προκειμένου να εξασφαλισθεί στενότερος συντονισμός των οικονομικών κονομικών πολιτικών και συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών μελών, το Συμβούλιο, βάσει εκθέσεων που υποβάλλει η Επιτροπή, παρακολουθεί τις οικονομικές εξελίξεις σε κάθε κράτος μέλος και στην Κοινότητα, καθώς και τη συνέπεια των οικονομικών πολιτικών με τους γενικούς προσανατολισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και προβαίνει τακτικά σε συνολική αξιολόγηση. Για τους σκοπούς αυτής της πολυμερούς εποπτείας, τα κράτη μέλη ενημερώνουν τήν Επιτροπή για τα σημαντικά μέτρα που λαμβάνουν στον τομέα της οικονομικής τους πολιτικής και της διαβιβάζουν όποιες άλλες πληροφορίες κρίνουν αναγκαίες.
4. Οταν, διαπιστώνεται στα πλαίσια της διαδικασίας της παραγράφου 3, ότι η Οικονομική πολιτική ενός κράτους μέλους αντιβαίνει πρός τους γενικούς προσανατολισμούς της παραγράφου 2 ή ότι ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την καλή λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από σύσταση της Επιτροπής, μπορεί να απευθύνει τις αναγκαίες συστάσεις πρός το οικείο κράτος μέλος. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να ανακοινώσει δημοσία τις συστάσεις του. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου και η Επιτροπή διαβιβάζουν έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα αποτελέσματα τής πολυμερούς εποπτείας. Ο πρόεδρος τού Συμβουλίου μπορεί να κληθεί να εμφανισθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εάν το Συμβούλιο έχει ανακοινώσει δημοσία τις συστάσεις του.
5. Το Συμβούλιο, ακολουθώντας τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 189 Γ, μπορεί να θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες για τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου.
Άρθρον 103
1. Με την επιφύλαξη άλλων τυχόν διαδικασιών που προβλέπονται στην παρούσα συνθήκη, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να θεσπίζει τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης, ιδίως εάν ανακύψουν σοβαρές δυσκολίες στον εφοδιασμό με ορισμένα προϊόντα.
2. Οταν ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες οφειλόμενες σε έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον ελεγχό του, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να αποφασίσει ομόφωνα να τους χορηγήσει, υπό ορισμένους όρους, κοινοτική χρηματοδοτική ενίσχυση. Εάν οι σοβαρές δυσκολίες οφείλονται σε φυσικές καταστροφές, το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη ληφθείσα απόφαση
Άρθρον 104
1. Απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από την ΕΚΤ ή από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, οι οποίες εφεξής αποκαλούνται ” Εθνικές κεντρικές τράπεζες”, πρός κοινοτικά όργανα ή οργανισμούς, κεντρικές κυβερνήσεις, περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου η δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών μελών απαγορεύεται επίσης να αγοράζουν απευθείας χρεώγραφα από τους οργανισμούς ή τους φορείς αυτούς, η ΕΤΚ ή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες.
2. Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για τα πιστωτικά ιδρύματα που ανήκουν στο Δημόσιο, στα οποία οφείλουν να επιφυλάσσουν οι εθνικές τράπεζες και η ΕΚΤ την ίδια μεταχείριση όπως και στα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά τη διάθεση αποθεμάτων από τις κεντρικές τράπεζες.
Άρθρον 104α
1. Απαγορεύεται κάθε μέτρο που θεσπίζει προνομιακή πρόσβαση των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών, των κεντρικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, των άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή των δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών μελών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εφόσον δεν υπαγορεύεται από λόγους προληπτικής εποπτείας.
2. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Γ, προσδιορίζει πρίν από την 1η Ιανουαρίου 1994 τους ορισμούς για την εφαρμογή τής απαγόρευσης πού αναφέρεται στήν παράγραφο 1.
Άρθρον 104β
1. Η Κοινότητα δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κεντρικές κυβερνήσεις, οι περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλοι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών μελών, ούτε τις αναλαμβάνει, με την επιφύλαξη των αμοιβαίων χρηματοοικονομικών εγγυήσεων για την από κοινού εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου. Κανένα κράτος μέλος δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κεντρικές κυβερνήσεις, οι περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλοι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις άλλου κράτους μέλους, ούτε τις αναλαμβάνει, με την επιφύλαξη των αμοιβαίων χρημαματοοικονομικών εγγυήσεων για την από κοινού εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου.
2. Εάν προκύψει ανάγκη, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Γ, μπορεί να προσδιορίσει τους ορισμούς για την εφαρμογή των απαγορεύσεων του άρθρου 104 και του παρόντος άρθρου.
Άρθρον 104γ
1. Τα κράτη μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα.
2. Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης και το ύψος του δημοσίου χρέους στα κράτη μέλη προκειμένου να εντοπίζει τις μεγάλες αποκλίσεις. Ειδικότερα, εξετάζει την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, με βάση τα εξής δύο κριτήρια: α) κατά πόσον ο λόγος του προβλεπόμενου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος πρός το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς, εκτός εάν, – είτε ο λόγος αυτός σημειώνει ουσιαστική και συνεχή πτώση και έχει φθάσει σε επίπεδο παραπλήσιο της τιμής αναφοράς, – είτε εναλλακτικά, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι απλώς έκτακτη και προσωρινή και ο λόγος παραμένει κοντά στην τιμή αναφοράς, β) κατά πόσον ο λόγος του δημοσίου χρέους πρός το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν υπερβαίνει μιά τιμή αναφοράς, εκτός εάν ο λόγος μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό. Οι τιμές αναφοράς ορίζονται στο πρωτόκολλο για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, που προσαρτάται στην παρούσα συνθήκη
3. Εάν ένα κράτος μέλος δεν εκπληρώνει τους όρους ενός από τα κριτήρια αυτά ή αμφοτέρων των κριτηρίων, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση. Η έκθεση της Επιτροπής λαμβάνει επίσης υπόψη το κατά πόσον το δημόσιο έλλειμμα υπερβαίνει τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων καθώς και όλους τους αλλους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους μέλους. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να συντάξει έκθεση εάν, μολονότι εκπληρώνονται οι όροι των κριτηρίων, θεωρεί ότι υπάρχει σε ένα κράτος μέλος ο κίνδυνος υπερβολικού ελλείμματος.
4. Η επιτροπή του άρθρου 109 Γ διατυπώνει γνώμη για την έκθεση της Επιτροπής.
5. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχει η ότι μπορεί να εμφανισθεί υπερβολικό έλλειμμα σε ένα κράτος μέλος, τότε απευθύνει τη γνώμη της στο Συμβούλιο.
6. Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, μετά από σύσταση της Επιτροπής και αφού λάβει υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του εν λόγω κράτους μέλους, αποφασίζει μετά από συνολική εκτίμηση, εάν υφίσταται ή όχι υπερβολικό έλλειμμα.
7. Εάν το Συμβούλιο αποφασίσει, σύμφωνα με την παράγραφο 6, ότι υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα, απευθύνει συστάσεις στο εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να τερματιστεί η κατάσταση αυτή εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 8, οι συστάσεις αυτές δεν ανακοινώνονται δημοσία.
8. Εάν το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι δεν ανελήφθη αποτελεσματική δράση σε εφαρμογή των συστάσεών του, εντός του καθορισμένου χρονικού διαστήματος, τότε μπορεί να τις ανακοινώσει δημοσία.
9. Εάν ένα κράτος μέλος επιμένει να μην εφαρμόζει τις συστάσεις του Συμβουλίου, τότε το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να ειδοποιήσει το κράτος μέλος να λάβει, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος την οποία το Συμβούλιο κρίνει αναγκαία για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση αυτή. Σε αυτή την περίπτωση, το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει από το κράτος μέλος αυτό, να υποβάλλει εκθέσεις σύμφωνα με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, για να εξετάσει τις προσπάθειες προσαρμογής που καταβάλλει αυτό το κράτος μέλος.
10. Τα δικαιώματα προσφυγής που προβλέπονται στα άρθρα 159 και 170 δεν μπορούν να ασκηθούν στα πλαίσια των παραγράφων 1 έως 9 του παρόντος άρθρου.
11 Το Συμβούλιο, εφόσον ένα κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με απόφαση που έχει ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 9, μπορεί να αποφασίσει να εφαρμόσει ή να εντείνει ένα ή περισσότερα από τα εξής μέτρα: – να απαιτήσει να δημοσιεύει το εν λόγω κράτος μέλος πρόσθετες πληροφορίες, τις οποίες ορίζει το Συμβούλιο, προτού εκδώσει ομολογίες και χρεώγραφα, – να καλέσει την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να αναθεωρήσει την πολιτική δανεισμού που ασκεί έναντι του εν λόγω κράτους μέλους, – να απαιτήσει από το εν λόγω κράτος μέλος να καταθέσει εντόκως στην Κοινότητα ποσό κατάλληλου ύψους, έως ότου, κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, διορθωθεί το ύπερβολικό έλλειμμα, – να επιβάλλει πρόστιμο εύλογου ύψους. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει.
12. Το Συμβούλιο καταργεί ορισμένες ή όλες τις αποφάσεις του που αναφέρονται στις παραγράφους 6 έως 9 και στην παράγραφο 11, εφόσον, κατά τη γνώμη του, έχει διορθωθεί το υπερβολικό έλλειμμα στο οικείο κράτος μέλος. Εάν το Συμβούλιο έχει προηγουμένως ανακοινώσει δημοσία συστάσεις, τότε, μόλις καταργηθεί η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 8, προβαίνει σε δημόσια δήλωση περί του ότι δεν υφίσταται πλέον υπερβολικό έλλειμμα στο οικείο κράτος μέλος.
13. Το Συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις, πού αναφέρονται στις παραγράφους 7 έως 9 και στις παραγράφους 1 και 12, μετά από σύσταση της Επιτροπής και με πλειοψηφία των δυο τρίτων των ψήφων των μελών του, οι οποίες σταθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 148 παράγραφος 2, εκτός των ψήφων του αντιπροσώπου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.
14. Περαιτέρω διατάξεις για την εφαρμογή της διαδικασίας του παρόντος άρθρου προβλέπονται στό πρωτόκολλο για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος που προσαρτάται στην παρούσα συνθήκη. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομοφώνως προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την ΕΚΤ, θεσπίζει τις κατάλληλες διατάξεις που θα αντικαταστήσουν το εν λόγω πρωτόκολλο. Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων της παρούσας παραγράφου, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προσδιορίζει, πρίν από την 1η Ιανουαρίου 1994, λεπτομερείς κανόνες και ορισμούς για την εφαρμογή του εν λόγω πρωτοκόλλου.
Άρθρον 105
Στόχος και καθήκοντα του ΕΣΚΤ,Γνώμη της ΕΚΤ
1. Πρωταρχικός στόχος του ΕΣΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Με την επιφύλαξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών, το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Κοινότητα, προκειμένου να συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας, που ορίζονται στο άρθρο 2. Το ΕΣΚΤ ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, και σύμφωνα με τις αρχές που εξαγγέλλονται στό άρθρο 3 Α.
2. Τα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ είναι: – να χαράζει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της Κοινότητας, – να διενεργεί πράξεις συναλλάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 109, – να κατέχει και να διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών μελών, – να προωθεί την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών.
3. Η τρίτη περίπτωση της παραγράφου 2 δεν θίγει την εκ μέρους των κυβερνήσεων των κρατών μελών κατοχή και διαχείριση τρεχόντων ταμειακών υπολοίπων σε συνάλλαγμα.
4. Η γνώμη της ΕΚΤ ζητείται: – για κάθε προτεινόμενη κοινοτική πράξη που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της, – από τις εθνικές αρχές για κάθε σχέδιο νομοθετικής διάταξης που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της, εντός όμως των ορίων καί ύπό τους όρους που ορίζει το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 106 παράγραφος 6. Η ΕΚΤ μπορεί να υποβάλλει γνώμες στα κατάλληλα κοινοτικά όργανα ή οργανισμούς ή στις εθνικές αρχές για θέματα της αρμοδιότητάς της.
5. Το ΕΣΚΤ συμβάλλει στην εκ μέρους των αρμοδίων αρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που άφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
6. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα προτάσει της Επιτροπής, μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ και αφού λάβει τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μπορεί να αναθέσει στην ΕΚΤ ειδικά καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εξαιρέσει των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Άρθρον 105α
1. Η ΕΚΤ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων μέσα στην Κοινότητα. Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να εκδίδουν τέτοια τραπεζογραμμάτια. Τα τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι τα μόνα τραπεζογραμμάτια που αποτελούν νόμιμο χρήμα μέσα στην Κοινότητα.
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να εκδίδουν κέρματα, η ποσότητα των οποίων τελεί υπό την έγκριση της ΕΚΤ. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Γ και μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ, μπορεί να θεσπίζει μέτρα για την εναρμόνιση της ονομαστικής αξίας και των τεχνικών προδιαγραφών όλων των κερμάτων που πρόκειται να κυκλοφορήσουν, στο βαθμό που είναι απαραίτητος για την ομαλή κυκλοφορία τους μέσα στην Κοινότητα.
Άρθρον 106
1. Το ΕΣΚΤ αποτελείται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες.
2. Η ΕΚΤ έχει νομική προσωπικότητα.
3. Το ΕΣΚΤ διοικείται από τα όργανα λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ, τα οποία είναι το Διοικητικό Συμβούλιο και η Εκτελεστική Επιτροπή.
4.Το καταστατικό του ΕΣΚΤ παρατίθεται σε πρωτόκολλο που προσαρτάται στην παρούσα συνθήκη.
5. Τα άρθρα 5.1, 5.2, 5.3, 17, 18, 19.1, 22, 23, 24, 26, 32.2, 32.3, 32.4, 32.6, 33.1α και 36 του καταστατικού του ΕΣΚΤ μπορούν να τροποποιηθούν από το Συμβούλιο, που αποφασίζει είτε με ειδική πλειοψηφία μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή και σύσταση της ΕΚΤ είτε με ομοφωνία μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με την ΕΚΤ. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
6. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία είτε προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και με την ΕΚΤ είτε μετά από σύσταση της ΕΚΤ και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, θεσπίζει τις διατάξεις που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5.4, 19.2, 20, 28.1, 29.2, 30.4 και 34.3 του καταστατικού του ΕΣΚΤ. Βλ. άρθρο 109 Λ παρ. 6.
Άρθρον 107
Κατά την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεων που τους ανατίθενται από την παρούσα συνθήκη και το καταστατικό του ΕΣΚΤ, ούτε η ΕΚΤ, ούτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, ούτε κανένα μέλος των οργάνων λήψης αποφάσεων των ιδρυμάτων αυτών, δεν ζητάει ούτε δέχεται υποδείξεις από τα κοινοτικά όργανα ή οργανισμούς, από την κυβέρνηση κράτους μέλους ή από άλλο οργανισμό. Τα κοινοτικά όργανα η οργανισμοί καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τηρούν την αρχή αυτή και να μην επιδιώκουν να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ η των εθνικών κεντρικών τραπεζών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Άρθρον 108
Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει, το αργότερο μέχρι και την ημερομηνία ίδρυσης του ΕΣΚΤ, ότι η εθνική νομοθεσία του, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής του τράπεζας, συμφωνεί με την παρούσα συνθήκη και το καταστατικό του ΕΣΚΤ.
Άρθρον 108α
1. Για την εκπλήρωση της αποστολής που έχει ανατεθεί στο ΕΣΚΤ, η ΕΚΤ,σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συνθήκης και υπό τους όρους που καθορίζει το καταστατικό του ΕΣΚΤ: – εκδίδει κανονισμούς αναγκαίους για την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση, στο άρθρο 19.1, στο άρθρο 22 ή στο άρθρο 25.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις πράξεις του Συμβουλίου που αναφέρονται στο άρθρο 106, παράγραφος 6, – λαμβάνει αποφάσεις αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στο ΕΣΚΤ από την παρούσα συνθήκη και το καταστατικό του ΕΣΚΤ, – διατυπώνει συστάσεις και γνώμες.
2. Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως πρός όλα τα μέρη του και ισχύει άμμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Οι συστάσεις και οι γνώμες δεν δεσμεύουν. Η απόφαση είναι δεσμευτική ως πρός όλα τα μέρη της για τους αποδέκτες που ορίζει. Τα άρθρα 190, 191 και 192 της συνθήκης εφαρμόζονται πλήρως επί των κανονισμών και των αποφάσεων τη ΕΚΤ. Η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει να δημοσιεύσει τις αποφάσεις, συστάσεις και γνώμες της.
3. Εντός των ορίων και υπό τους όρους που θεσπίζονται από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 106, παράγραφος 6, η ΕΚΤ δικαιούται να επιβάλλει πρόστιμα η περιοδικές χρηματικές ποινές στις επιχειρήσεις λόγω μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς ή τις αποφάσεις της.
Άρθρον 109
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 228, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα ύστερα από σύσταση της ΕΚΤ ή της Επιτροπής, μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ με σκοπό να επιτύχει γενική συναίνεση σύμφωνα με το στόχο της σταθερότητας των τιμών και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί, σύμφωνα με τις διαδικαστικές ρυθμίσεις της παραγράφου 3, να συνάπτει τυπικές συμφωνίες για ένα σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών για το ECU, έναντι μη κοινοτικών νομισμάτων. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από σύσταση της ΕΚΤ ή της Επιτροπής, και μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ με σκοπό να επιτύχει γενική συναίνεση σύμφωνα με το στόχο της σταθερότητας των τιμών, μπορεί να εγκρίνει, να προσαρμόσει ή να εγκαταλείψει τις κεντρικές ισοτιμίες του ECU εντός του συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την έγκριση, την προσαρμογή ή την εγκατάλειψη της κεντρικής ισοτιμίας του ECU.
2. Εφόσον δεν υπάρχει σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών έναντι ενός ή περισσοτέρων μη κοινοτικών νομισμάτων, κατά την έννοια της παραγράφου 1, το Συμβούλιο μπορεί, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία είτε μετά από σύσταση της Επιτροπής και διαβούλευση με την ΕΚΤ, είτε μετά από σύσταση της ΕΚΤ, να διατυπώνει γενικούς προσανατολισμούς για την πολιτική των συναλλαγματικών ισοτιμιών έναντι αυτών των νομισμάτων. Αυτοί οι γενικοί προσανατολισμοί δεν θίγουν τον πρωταρχικό στόχο του ΕΣΚΤ, πού είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.
3. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 228, όταν χρειάζεται να διαπραγματευθεί η Κοινότητα συμφωνίες για νομισματικά ή συναλλαγματικά θέματα με ένα ή περισσότερα κράτη η διεθνείς οργανισμούς, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία ύστερα από σύσταση της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ, αποφασίζει τη μεθόδευση των διαπραγματεύσεων και της σύναψης των συμφωνιών αυτών. Η μεθόδευση αυτή εξασφαλίζει ότι η Κοινότητα εκφράζει μιά ενιαία θέση. Η Επιτροπή συμπράττει πλήρως στις διαπραγματεύσεις. Οι συμφωνίες που συνάπτονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο είναι δεσμευτικές για τα όργανα της Κοινότητας, την ΕΚΤ και τα κράτη μέλη.
4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ, αποφασίζει, αφενός μεν, με ειδική πλειοψηφία σχετικά με τη θέση της Κοινότητας σε διεθνές επίπεδο για τα θέματα που αφορούν ιδιαίτερα την οικονομική και νομισματική ένωση, αφετέρου δε με ομοφωνία σχετικά με την εκπροσώπησή της, σύμφωνα μέ τόν καταμερισμό τών αρμοδιοτήτων πού προβλέπεται στά άρθρα 103 και 105.
5. Με την επιφύλαξη της Κοινοτικής αρμοδιότητας και των κοινοτικών συμφωνιών για την Οικονομική και Νομισματική Ενωση, τα κράτη μέλη μπορούν να διαπραγματεύονται στα πλαίσια διεθνών οργανισμών και να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες.
Άρθρον 109α
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ απαρτίζεται από τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ και τους Διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών.
2. α) Η Εκτελεστική Επιτροπή απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τέσσερα άλλα μέλη. β) Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής διορίζονται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε νομισματικά ή τραπεζικά θέματα, με κοινή συμφωνία από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, κατά σύσταση του Συμβουλίου, μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Η θητεία τους είναι οκταετής και μη ανανεώσιμη. Μόνον υπήκοοι κράτους μέλους μπορούν να γίνονται μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής.
Άρθρον 109β
1. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου και ένα μέλος της Επιτροπής μπορούν να συμμετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου μπορεί να υποβάλλει προτάσεις πρός εξέταση και ψήφιση από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ.
2. Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ καλείται να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου όταν εξετάζονται θέματα σχετικά με τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ.
3. Η ΕΚΤ απευθύνει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του ΕΣΚΤ και για τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ παρουσιάζει την έκθεση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί να προβαίνει σε γενική συζήτηση σε αυτή τη βάση. Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ και τα άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής μπορούν, αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή με δική τους πρωτοβουλία, να εμφανίζονται ενώπιον των αρμοδίων επιτροπών του Εύρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Άρθρον 109γ
1. Για την προώθηση του συντονισμού της πολιτικής των κρατών μελών στο βαθμό που είναι αναγκαίος για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, συνιστάται Νομισματική Επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρα. Η επιτροπή αυτή έχει ως αποστολή: – να παρακολουθεί τη νομισματική και χρηματοπιστωτική κατάσταση των κρατών μελών και της Κοινότητας και τη γενική κατάσταση πληρωμών των κρατών μελών και να υποβάλλει τακτικά εκθέσεις πρός το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τα θέματα αυτά, – να διατυπώνει γνώμες πρός το Συμβούλιο ή την Επιτροπή είτε αιτήσει τους είτε με δική της πρωτοβουλία, – με την επιφύλαξη του άρθρου 151, να συμβάλλει στην προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου που αναφέρονται στο άρθρο 73 ΣΤ και 73 Ζ, στο άρθρο 103 παράγραφοι 2, 3, 4 και 5, στα άρθρα 103 Α, 104 Α, 104 Β και 104 Γ, στο άρθρο 109 Ε παράγραφος 2, στο άρθρο 109 ΣΤ παράγραφος 6, στα άρθρα 109 Η και 109 Θ, στο άρθρο 109Ι παράγραφος 2 και στο άρθρο 109I παράγραφος 1, – να εξετάζει, τουλάχιστον μία φορά το έτος, την κατάσταση ως πρός τις κινήσεις κεφαλαίων και την ελευθερία των πληρωμών, όπως προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συνθήκης και των μέτρων που λαμβάνει το Συμβούλιο. Η εξέταση αυτή καλύπτει όλα τα μέτρα που αφορούν τις κινήσεις κεφαλαίων και τις πληρωμές. Η Νομισματική Επιτροπή συντάσσει έκθεση πρός την Επιτροπή και το Συμβούλιο για τα αποτελέσματά της εξέτασης αυτής. Κάθε κράτος μέλος και η Επιτροπή διορίζουν από δύο μέλη στη Νομισματική Επιτροπή.
2. Στην αρχή του τρίτου σταδίου, ιδρύεται Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή. Η Νομισματική Επιτροπή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 διαλύεται. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή έχει την εξής αποστολή: – να διατυπώνει γνώμες πρός το Συμβούλιο ή την Επιτροπή είτε αιτήσει τους είτε με δική της πρωτοβουλία, – να παρακολουθεί την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση των κρατών μελών και της Κοινότητας και να συντάσσει τακτικά εκθέσεις πρός το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τα θέματα αυτά, ιδίως όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές σχέσεις με τις τρίτες χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς, – με την επιφύλαξη του άρθρου 151, να συμβάλλει στην προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου που αναφέρονται στα άρθρα 73 ΣΤ και 73 Ζ, στο άρθρο 103 παράγραφοι 2, 3, 4 και 5, στα άρθρα 103 Α, 104 Α, 104 Β και 104 Γ, στο άρθρο 105 παράγραφος 6, στο άρθρο 105 Α παράγραφος 2, στο άρθρο 106 παράγραφοι 5 και 6, στα άρθρα 109 και 109 Η, στο άρθρο 109 Θ παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 109 Κ παράγραφος 2 και στο άρθρο 109 Λ παράγραφοι 2 και 3, και να εκτελεί τα άλλα συμβουλευτικά και προπαρασκευαστικά καθήκοντα που της αναθέτει το Συμβούλιο, – να εξετάζει, τουλάχιστον μία φορά το έτος, την κατάσταση ως πρός την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και την ελευθερία των πληρωμών, όπως προκύπτουν από την εφαρμογή της συνθήκης και των μελών που λαμβάνει το Συμβούλιο. Η εξέταση αυτή καλύπτει όλα τα μέτρα που έχουν σχέση με κινήσεις κεφαλαίων και πληρωμές. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή συντάσσει έκθεση πρός την Επιτροπή και το Συμβούλιο για τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής. Κάθε κράτος μέλος, η Επιτροπή και η ΕΚΤ διορίζουν μέχρι και δύο μέλη της επιτροπής αυτής.
3. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ και την επιτροπή που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, καθορίζει λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με την σύνθεση της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη σχετική απόφαση. 4. Εκτός από τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και εφόσον υπάρχουν Κράτη μέλη με παρέκκλιση σύμφωνα με τα άρθρα 109Κ και 109 Λ, η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή παρακολουθεί τη νομισματική και χρηματοπιστωτική κατάσταση και το γενικό σύστημα πληρωμών αυτών των κρατών μελών και υποβάλλει τακτικά έκθεση πρός το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τα θέματα αυτά.
Άρθρον 109δ
Για θέματα που εμπίπτουν στο άρθρο 103 παράγραφος 4, στο άρθρο 104Γ, εξαιρέσει της παραγράφου 14, στα άρθρα 109, 109I και 109 Κ και στο άρθρο 109 Λ, παράγραφοι 4 και 5, το Συμβούλιο ή ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητάει από την Επιτροπή να υποβάλλει πρόταση η σύσταση, ανάλογα με την περίπτωση. Η Επιτροπή εξετάζει το αίτημα αυτό και ύποβάλλει αμελλητί τα συμπεράσματά της στο Συμβούλιο χωρίς καθυστέρηση.
Άρθρον 109ε
1. Το δεύτερο στάδιο για την πραγματοποίηση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1994.
2. Πρίν από την ημερομηνία αυτή: Κάθε κράτος μέλος: – θεσπίζει, όπου χρειάζεται, τα κατάλληλα μέτρα για την τήρηση των απαγορεύσεων του άρθρου 73 Β, με την επιφύλαξη του άρθρου 73 Ε, του άρθρου 104 και του άρθρου 104 Α, παράγραφος 1, – θεσπίζει, εν ανάγκη, προκειμένου να επιτρέψει την αξιολόγηση που προβλέπεται από το εδάφιο β), πολυετή προγράμματα που έχουν ως στόχο νά εξασφαλίσουν τή διαρκή σύγκλιση που είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, ιδίως όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών. β) Το Συμβούλιο, με βάση έκθεση της Επιτροπής, αξιολογεί την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στον τομέα της οικονομικής και νομισματικής σύγκλισης, ιδίως όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, καθώς και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί όσον αφορά την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά.
3. Οι διατάξεις του άρθρου 104, του άρθρου 104 Α παράγραφος 1, του άρθρου 104 Β παράγραφος 1, και του άρθρου 104 Γ εξαιρέσει των παραγράφων 1, 9, 11 και 14, εφαρμόζονται από την έναρξη του δεύτερου σταδίου. Οι διατάξεις του άρθρου 103 Α παράγραφος 2, του άρθρου 104 Γ παράγραφοι 1, 9 καί 11, των άρθρων 105, 105 Α, 107, 109 Α και 109 Β και του άρθρου 109 Γ παράγραφοι 2 και 3, εφαρμόζονται από την έναρξη του τρίτου σταδίου.
4. Κατά το δεύτερο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, τα κράτη μέλη προσπαθούν να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα. 5. Κατά το δεύτερο στάδιο, κάθε κράτος μέλος θέτει, όπως ενδείκνυται, σε κίνηση τη διαδικασία που οδηγεί στην ανεξαρτησία της κεντρικής του τράπεζας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 108.
Άρθρον 109στ
1. Κατά την έναρξη του δεύτερου σταδίου, ιδρύεται και αναλαμβάνει τα καθήκοντά του το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ιδρυμα (εφεξής καλούμενο “ΕΝΙ”). Το ΕΝΙ έχει νομική προσωπικότητα, η δε διεύθυνση και διαχείρισή του γίνονται από ένα Συμβούλιο απαρτιζόμενο από έναν Πρόεδρο, και τους Διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών, ένας εκ των οποίων διορίζεται Αντιπρόεδρος. Ο Πρόεδρος διορίζεται με κοινή συμφωνία από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, ύστερα από σύσταση, κατά περίπτωση, της Επιτροπής των Διοικητών των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών, καλούμενης εφεξής “Επιτροπή των Διοικητών”, ή του Συμβουλίου του ΕΝΙ, και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και με το Συμβούλιο. Ο Πρόεδρος επιλέγεται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και με επαγγελματική εμπειρία σε νομισματικά και τραπεζικά θέματα. Μόνον υπήκοος κράτους μέλους μπορεί να γίνεται Πρόεδρος του ΕΝΙ. Το Συμβούλιο του ΕΝΙ διορίζει τον Αντιπρόεδρο. Το καταστατικό του ΕΝΙ περιλαμβάνεται σε πρωτόκολλο που προσαρτάται στην παρούσα συνθήκη. Η Επιτροπή των Διοικητών διαλύεται κατά την έναρξη του δευτέρου σταδίου.
2. Το ΕΝΙ: – ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών, – ενισχύει το συντονισμό των νομισματικών πολιτικών των κρατών μελών, με στόχο την εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, – παρακολουθεί τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, – διεξάγει διαβουλεύσεις για θέματα της αρμοδιότητας των εθνικών κεντρικών τραπεζών που επηρεάζουν τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματαγορών, – αναλαμβάνει τα καθήκοντα του Εύρωπαϊκού Ταμείου Νομισματικής Συνεργασίας, το οποίο διαλύεται οι σχετικές λεπτομερείς διατάξεις περιλαμβάνονται στο καταστατικό του ΕΝΙ, – διευκολύνει τη χρήση του ECU και εποπτεύει την ανάπτυξή του, συμπεριλαμβανομένης της ομαλής λειτουργίας του συστήματος συμψηφισμού σε ECU.
3. Για την προπαρασκευή του τρίτου σταδίου, το ΕΝΙ:
– προετοιμάζει τα μέσα και τις διαδικασίες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στο τρίτο στάδιο,
– προωθεί, όπου είναι αναγκαίο, την εναρμόνιση των κανόνων και πρακτικών που διέπουν τη συλλογή, επεξεργασία και διανομή των στατιστικών στοιχείων στο πεδίο της αρμοδιότητάς του,
– προετοιμάζει τους κανόνες για τις πράξεις που εκτελούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες στα πλαίσια του ΕΣΚΤ,
– προωθεί την αποτελεσματικότητα των συστημάτων διασυνοριακών πληρωμών,
– εποπτεύει την τεχνική προπαρασκευή της έκδοσης τραπεζογραμματίων ECU,
Το αργότερο ως τις 31 Δεκεμβρίου 1995, το ΕΝΙ προσδιορίζει το κανονιστικό, οργανωτικό και υλικοτεχνικό πλαίσιο που χρειάζεται το ΕΣΚΤ για να ασκεί τα καθήκοντά του κατά το τρίτο στάδιο. Το πλαίσιο αυτό υποβάλλεται πρός απόφαση στην ΕΚΤ την ημερομηνία της ίδρυσής της.
4. Το ΕΝΙ, αποφασίζοντας με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του Συμβουλίου του, μπορεί:
– να διατυπώνει γνώμες ή συστάσεις για το γενικό προσανατολισμό της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής καθώς και για τα σχετικά μέτρα που λαμβάνονται σε κάθε κράτος μέλος,
– να διατυπώνει γνώμες ή συστάσεις προς τις κυβερνήσεις και το Συμβούλιο σχετικά με πολιτικές που μπορούν να επηρεάζουν την εσωτερική ή εξωτερική νομισματική κατάσταση στην Κοινότητα και, ιδίως, τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος,
– να απευθύνει συστάσεις στις εθνικές νομισματικές αρχές των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση της νομισματικής τους πολιτικής.
5. Το ΕΝΙ μπορεί να αποφασίσει ομόφωνα να ανακοινώσει δημόσια τις γνώμες και τις συστάσεις του.
6. Το Συμβούλιο ζητά τη γνώμη του ΕΝΙ όσον αφορά κάθε πρόταση κοινοτικής πράξης που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς του.
Η γνώμη του ΕΝΙ ζητείται επίσης από τις αρχές των κρατών μελών όσον αφορά κάθε σχέδιο νομοθετικής διάταξης που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς του, εντός των ορίων και υπό τους όρους που ορίζει το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με την Επιτροπή των Διοικητών ή, ανάλογα με την περίπτωση, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το ΕΝΙ.
7. Το Συμβούλιο μπορεί, με ομόφωνη απόφαση, προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το ΕΝΙ, να αναθέσει στο ΕΝΙ άλλα καθήκοντα για την προπαρασκευή του τρίτου σταδίου.
8. `Οπου η παρούσα συνθήκη αναγνωρίζει συμβουλευτικό ρόλο στην ΕΚΤ, οι αναφορές στην ΕΚΤ εννοείται ότι αφορούν το ΕΝΙ, πριν από την ίδρυση της ΕΚΤ.
`Οπου η παρούσα συνθήκη αναγνωρίζει συμβουλευτικό ρόλο στο ΕΝΙ, οι αναφορές στο ΕΝΙ εννοείται ότι αφορούν την Επιτροπή των Διοικητών, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1994.
9. Κατά το δεύτερο στάδιο, ο όρος “ΕΚΤ” που χρησιμοποιείται στα άρθρα 173, 175, 176, 177, 180 και 215 υπονοεί το ΕΝΙ.
Άρθρον 109ζ
Η νομισματική σύνθεση του καλαθιού του ΕCU δεν μεταβάλλεται.
Από την έναρξη του τρίτου σταδίου, η αξία του ΕCU καθορίζεται οριστικά και αμετάκλητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 109 Λ παράγραφος 4.
Άρθρον 109η
Η Δυσχέρειες στο ισοζύγιο πληρωμών
1. Σε περίπτωση δυσχερειών ή σοβαρής απειλής δυσχερειών στο ισοζύγιο πληρωμών ενός κράτους μέλους, οι οποίες οφείλονται είτε σε ολική διατάραξη του ισοζυγίου πληρωμών είτε στο είδος των συναλλαγμάτων που διαθέτει, και οι οποίες είναι σε θέση ιδίως να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία της κοινής αγοράς ή την προοδευτική πραγματοποίηση της κοινής εμπορικής πολιτικής, η Επιτροπή εξετάζει αμελλητί την κατάσταση αυτού του κράτους, καθώς και τα μέτρα που αυτό έλαβε ή δύναται να λάβει σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συνθήκης, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που διαθέτει. Η Επιτροπή υποδεικνύει τα μέτρα, τη λήψη των οποίων συνιστά στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.
Αν η δράση που ανέλαβε ένα κράτος μέλος και τα μέτρα που υπέδειξε ή Επιτροπή αποδεικνύονται ανεπαρκή για να εξαλείψουν τις δυσχέρειες ή την απειλή δυσχερειών, η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή του άρθρου 109 Γ, συνιστά στο Συμβούλιο την παροχή αμοιβαίας συνδρομής και τις κατάλληλες μεθόδους.
Η Επιτροπή ενημερώνει τακτικά το Συμβούλιο περί της καταστάσεως και της εξελίξεώς της.
2. Το Συμβούλιο παρέχει, με ειδική πλειοψηφία, την αμοιβαία συνδρομή. Εκδίδει οδηγίες ή αποφάσεις που καθορίζουν τους όρους και τις λεπτομέρειές της. Η αμοιβαία συνδρομή δύναται ιδίως να συνίσταται:
α) σε συντονισμένη δράση ενώπιον άλλων διεθνών οργανισμών, στους οποίους τα κράτη μέλη δύνανται να προσφεύγουν,
β) σε μέτρα που είναι αναγκαία για την αποφυγή εκτροπών του εμπορίου, αν το ευρισκόμενο σε δυσχέρεια κράτος διατηρεί ή επανεισάγει ποσοτικούς περιορισμούς έναντι τρίτων χωρών,
γ) σε χορήγηση περιορισμένων πιστώσεων εκ μέρους άλλων κρατών μελών, εφόσον αυτά συμφωνούν.
3. Αν η προτεινομένη από την Επιτροπή αμοιβαία συνδρομή δεν παρασχεθεί από το Συμβούλιο ή αν η παρασχεθείσα αμοιβαία συνδρομή καί τα ληφθέντα μέτρα είναι ανεπαρκή, η Επιτροπή επιτρέπει στο κράτος που ευρίσκεται σε δυσχέρεια να λάβει Μέτρα διασφαλίσεως, των οποίων οι όροι και οι λεπτομέρειες καθορίζονται από την Επιτροπή.
Τό Συμβούλιο δύναται, με ειδική πλειοψηφία, να ανακαλεί την άδεια αυτή και να τροποποιεί τους όρους και τις λεπτομέρειές της.
4. Με την έπιφύλαξη του άρθρου 109 Κ, παράγραφος 6, το παρόν άρθρο παύει να εφαρμόζεται από την έναρξη του τρίτου σταδίου.
Άρθρον 109θ
Αιφνίδια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών
1. Σε περίπτωση αιφνιδίας κρίσεως του ισοζυγίου πληρωμών και αν δε ληφθεί αμέσως απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 109 Η, παράγραφος 2, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δύναται νά λάβει, συντηρητικώς, τα αναγκαία Μέτρα διασφαλίσεως. Τα μέτρα αυτά δεν επιτρέπεται να προκαλούν παρά την ελάχιστη διαταραχή στη λειτουργία της κοινής αγοράς, ούτε να υπερβαίνουν τα απολύτως απαραίτητα όρια για την αντιμετώπιση των αιφνιδίων δυσχερειών που ανέκυψαν.
2. Η Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη ενημερώνονται για τα μέτρα διασφαλίσεως το αργότερο κατά την έναρξη ισχύος τους. Η Επιτροπή δύναται να συστήσει στο Συμβούλιο την αμοιβαία συνδρομή σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 109 Η.
3. Μετά από γνώμη της Επιτροπής και διαβούλευση με την επιτροπή του άρθρου 109 Γ, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία, ότι το εν λόγω κράτος οφείλει νά τροποποιήσει, αναστείλει ή καταργήσει τά ανωτέρω Μέτρα διασφαλίσεως.
4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 109 Κ, παράγραφος 6, το παρόν άρθρο παύει να εφαρμόζεται από την αρχή του τρίτου σταδίου.
Άρθρον 109ι
1. Η Επιτροπή και το ΕΝΙ υποβάλλουν στο Συμβούλιο έκθεση για την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα κράτη μέλη στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Οι εκθέσεις αυτές εξετάζουν ιδίως εάν η εθνική νομοθεσία κάθε κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής τράπεζάς του, συμβιβάζεται με τα άρθρα 107 και 108 της παρούσας συνθήκης και με το καταστατικό του ΕΣΚΤ. Οι εκθέσεις εξετάζουν επίσης κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση των ακόλουθων κριτηρίων από κάθε κράτος μέλος:
– επίτευξη ύψηλού βαθμού σταθερότητας τιμών αυτό καταδεικνύεται από ένα ποσοστό πληθωρισμού του κράτους αυτού που προσεγγίζει το αντίστοιχο ποσοστό των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών,
– σταθερότητα των δημοσίων οικονομικών αυτό καταδεικνύεται από την επίτευξη δημοσιονομικής κατάστασης χωρίς υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, κατά την έννοια του άρθρου 104 Γ, παράγραφος 6,
– τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης που προβλέπονται από το Μηχανισμό Συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος επί δύο τουλάχιστον χρόνια, χωρίς υποτίμηση έναντι του νομίσματος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους,
– διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος μέλος, και της συμμετοχής του στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, αντανακλώμενη στο επίπεδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Τα τέσσερα κριτήρια που αναφέρονται την παρούσα παράγραφο και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πρέπει αυτά να επιτευχθούν, αναπτύσσονται περαιτέρω σε πρωτόκολλο προσαρτημένο στην παρούσα συνθήκη. Οι εκθέσεις της Επιτροπής και του ΕΝΙ λαμβάνουν επίσης υπόψη την εξέλιξη του ΕCU, τα αποτελέσματα της ολοκλήρωσης των αγορών, την κατάσταση και την εξέλιξη των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών, και μιά εξέταση των εξελίξεων του κατά μονάδα κόστους εργασίας και άλλων δεικτών τιμών.
2. Με βάση τις εκθέσεις αυτές, το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία μετά από σύσταση της Επιτροπής, εκτιμά:
– κατά πόσον κάθε κράτος μέλος πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος,
– κατά πόσον η πλειοψηφία των κρατών μελών πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος, και διαβιβάζει τα πορίσματά του στο Συμβούλιο, συνερχόμενο σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων. Ζητείται επίσης η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο τη διαβιβάζει στο Συμβούλιο, συνερχόμενο σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων.
3. Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που αναφέρεται στην παράγραφο 2, το Συμβούλιο, συνερχόμενο σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, όχι αργότερα από τις 31 Δεκεμβρίου 1996:
– βάσει των συστάσεων του Συμβουλίου που αναφέρονται στην παράγραφο 2, κατά πόσον η πλειοψηφία των κρατών μελών πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος,
– κατά πόσον είναι σκόπιμο για την Κοινότητα να εισέλθει στο τρίτο στάδιο,
και εάν ναι,
– ορίζει την ημερομηνία έναρξης του τρίτου σταδίου.
4. `Αν, ως το τέλος του 1997, δεν έχει οριστεί η ημερομηνία ενάρξεως του τρίτου σταδίου, το τρίτο στάδιο αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1999. Πριν από την 1η Ιουλίου 1998, το Συμβούλιο, συνερχόμενο σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, αφού επαναλάβει τη διαδικασία των παραγράφων 1 και 2, εκτός της δεύτερης περίπτωσης της παραγράφου 2, και λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τη γνώμη του Εύρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επιβεβαιώνει, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία και βάσει των συστάσεων του Συμβουλίου που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ποιά κράτη μέλη πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος.
Άρθρον 109κ
1. Σε περίπτωση που έχει ληφθεί απόφαση περί καθορισμού της ημερομηνίας σύμφωνα με το άρθρο 109 Ι, παράγραφος 3, το Συμβούλιο, βάσει των συστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 109 Ι παράγραφος 2, αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία μετά από σύσταση της Επιτροπής, εάν μερικά, και ποιά, από τα κράτη μέλη χρειάζονται παρέκκλιση όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Αυτά τα κράτη μέλη αποκαλούνται στην παρούσα συνθήκη “Κράτη μέλη με παρέκκλιση”.
Σε περίπτωση που το Συμβούλιο έχει επιβεβαιώσει ποιά κράτη μέλη πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος, σύμφωνα με το άρθρο 109 Ι παράγραφος 4,τα κράτη μέλη τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές θα πρέπει να τύχουν της παρέκκλισης που ορίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.Αυτά τα κράτη μέλη αποκαλούνται εφεξής “Κράτη μέλη με παρέκκλιση”.
2. Τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια, ή όποτε το ζητήσει κράτος μέλος με παρέκκλιση, η Επιτροπή και η ΕΚΤ υποβάλλουν έκθεση στο Συμβούλιο ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 109 Ι παράγραφος 1. Μετά από διαβούλευση με τε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αφού συζητηθεί το θέμα στο Συμβούλιο, συνερχόμενο σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής, ποιά Κράτη μέλη με παρέκκλιση πληρούν, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 109 Ι, παράγραφος 1, τις αναγκαίες προϋποθέσεις, και καταργεί τις Παρεκκλίσεις για τα συγκεκριμένα κράτη μέλη.
3. Η κατά την έννοια της παραγράφου 1 παρέκκλιση συνεπάγεται ότι δέν έχουν εφαρμογή για το συγκεκριμένο κράτος μέλος τα ακόλουθα άρθρα: άρθρο 104 Γ παράγραφοι 9 και 11, άρθρο 105, παράγραφοι 1, 2, 3 και 5, άρθρα 105 Α, 108 Α και 109, και άρθρο 109 Α παράγραφος 2 σημείο β). Η εξαίρεση του κράτους μέλους αυτού από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα πλαίσια του ΕΣΚΤ προσδιορίζεται στο κεφάλαιο ΙΧ του καταστατικού του ΕΣΚΤ.
4. Στο άρθρο 105 παράγραφοι 1, 2 και 3, στα άρθρα 105 Α, 108 Α και 109 και στο άρθρο 109 Α παράγραφος 2 σημείο β), ως κράτη μέλη εννοούνται τα “κράτη μέλη χωρίς παρέκκλιση”.
5. Τα δικαιώματα ψήφου των κρατών μελών με παρέκκλιση αναστέλλονται προκειμένου για τις αποφάσεις του Συμβουλίου τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα της παρούσας συνθήκης που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Στην περίπτωση αυτή, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 148 και το άρθρο 189 Α παράγραφος 1, η ειδική πλειοψηφία ορίζεται ότι είναι τα δύο τρίτα των σταθμισμένων ψήφων των αντιπροσώπων των κρατών μελών χωρίς παρέκκλιση, σύμφωνα με το άρθρο 148 παράγραφος 2, και απαιτείται ομοφωνία αυτών των κρατών μελών για πράξη που απαιτεί ομοφωνία.
6. Οι διατάξεις των άρθρων 109 Η και 109 Θ εξακολουθούν να ισχύουν για κράτος μέλος με παρέκκλιση.
Άρθρον 109λ
1. Αμέσως μετά την απόφαση για την ημερομηνία έναρξης του τρίτου σταδίου σύμφωνα με το άρθρο 109 Ι παράγραφος 3, ή, ενδεχομένως, αμέσως μετά την 1η Ιουλίου 1998:
– το Συμβούλιο θεσπίζει τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 106 παράγραφος 6,
– οι κυβερνήσεις των κρατών μελών χωρίς παρέκκλιση διορίζουν, ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 50 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ. Εάν υπάρχουν κράτη μέλη με παρέκκλιση, ο αριθμός των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, μπορεί να είναι μικρότερος από τον προβλεπόμενο στο άρθρο ΙΙ παράγραφος 1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα είναι μικρότερος από τέσσερα.
Μόλις διοριστεί η Εκτελεστική Επιτροπή, ιδρύονται το ΕΣΚΤ και η ΕΚΤ και προετοιμάζονται για την πλήρη λειτουργία τους όπως περιγράφεται στην παρούσα συνθήκη και στο καταστατικό του ΕΣΚΤ. Η πλήρης άσκηση των εξουσιών τους αρχίζει την πρώτη ημέρα του τρίτου σταδίου.
2. Μόλις ιδρυθεί η ΕΚΤ, αναλαμβάνει, αν χρειάζεται, τα καθήκοντα του ΕΝΙ. Το ΕΝΙ τίθεται υπό εκκαθάριση μόλις ιδρυθεί η ΕΚΤ οι λεπτομέρειες εκκαθάρισης περιλαμβάνονται στο καταστατικό του ΕΝΙ.
3. Εφόσον υπάρχουν Κράτη μέλη με παρέκκλιση, και με την επιφύλαξη του άρθρου 106 παράγραφος 3 της παρούσας συνθήκης, το Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αναφέρεται στο άρθρο 45 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, θα συγκροτηθεί ως τρίτο όργανο λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ.
4. Κατά την εναρκτήρια ημερομηνία του τρίτου σταδίου, το Συμβούλιο, με ομόφωνη απόφαση των κρατών μελών χωρίς παρέκκλιση, μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με την ΕΚΤ, θεσπίζει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που καθορίζονται αμετάκλητα για τα νομίσματά τους και με τις οποίες αμετάκλητες ισοτιμίες θα τα αντικαταστήσει το ΕCU, το οποίο θα καταστεί αυτοτελές νόμισμα. Το εν λόγω μέτρο δεν μεταβάλει, αυτό καθεαυτό, την εξωτερική ισοτιμία του ΕCU. Το Συμβούλιο λαμβάνει επίσης, με την ίδια διαδικασία, τα λοιπά μέτρα που είναι αναγκαία για την ταχεία εισαγωγή του ΕCU ως ενιαίου νομίσματος αυτών των κρατών μελών.
5. Εάν αποφασιστεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 109 Κ παράγραφος 2, να καταργηθεί μια παρέκκλιση, το Συμβούλιο, με ομόφωνη απόφαση των κρατών μελών χωρίς παρέκκλιση και του συγκεκριμένου κράτους μέλους, μετά από πρόταση της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ, θεσπίζει την ισοτιμία με την οποία το ΕCU αντικαθιστά το νόμισμα του συγκεκριμένου κράτους μέλους, και αποφασίζει τα λοιπά μέτρα που είναι αναγκαία για την εισαγωγή του ΕCU ως ενιαίου νομίσματος στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.
Άρθρον 109μ
1. Μέχρι την έναρξη του τρίτου σταδίου, κάθε κράτος μέλος αντιμετωπίζει τη συναλλαγματική του πολιτική ως πρόβλημα κοινού ενδιαφέροντος. Προς τούτο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την πείρα που έχει αποκτηθεί από τη συνεργασία στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ) και από την ανάπτυξη του ΕCU, στα πλαίσια των υφισταμένων αρμοδιοτήτων.
2. Από την έναρξη του τρίτου σταδίου και για όσο χρονικό διάστημα κράτος μέλος έχει παρέκκλιση, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται κατ` αναλογία στη συναλλαγματική πολιτική αυτού του κράτους μέλους.”
Άρθρον 109ν
Τα κράτη μέλη και η Κοινότητα εργάζονται, σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο, για την ανάπτυξη συντονισμένης στρατηγικής για την απασχόληση, και δη για να προάγουν τη δημιουργία εξειδικευμένου, εκπαιδευμένου και ευπροσάρμοστου εργατικού δυναμικού, και αγοράς εργασίας ανταποκρινόμενης στις εξελίξεις της οικονομίας, προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο Β της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση και στο άρθρο 2 της παρούσας Συνθήκης.
Άρθρον 109ξ
1. Τα κράτη μέλη, μέσω των πολιτικών τους για την απασχόληση, συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 109 Ν κατά τρόπο που συμβιβάζεται με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας που διαμορφώνονται βάσει του άρθρου 103 παράγραφος 2.
2. Τα κράτη μέλη, έχοντας υπόψη τις εθνικές πρακτικές που έχουν σχέση με τον τομέα των εργασιακών σχέσεων, θεωρούν την προώθηση της απασχόλησης ως θέμα κοινού ενδιαφέροντος και συντονίζουν τη σχετική δράση τους στα πλαίσια του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 109 Π.
Άρθρον 109ο
1. Η Κοινότητα συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών, υποστηρίζοντας και, εάν χρειάζεται, συμπληρώνοντας τη δράση τους. Ενεργώντας κατ` αυτόν τον τρόπο, σέβεται τις Αρμοδιότητες των κρατών μελών.
2. Ο στόχος υψηλού επιπέδου απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη κατά τη χάραξη και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων.
Άρθρον 109π
1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξετάζει κατ` έτος την κατάσταση της απασχόλησης στην Κοινότητα και εκδίδει σχετικά συμπεράσματα, βάσει κοινής ετήσιας έκθεσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής.
2. Βάσει των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή των Περιφερειών και την επιτροπή απασχόλησης που αναφέρεται στο άρθρο 109 Σ, χαράζει κατ` έτος κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη στις πολιτικές τους για την απασχόληση. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές συνάδουν προς τους γενικούς προσανατολισμούς που διαμορφώνονται δυνάμει του άρθρου 103 παράγραφος 2.
3. Κάθε κράτος μέλος υποβάλλει στο Συμβούλιο και την Επιτροπή ετήσια έκθεση για τα κυριότερα μέτρα που λαμβάνει κατ` εφαρμογή της πολιτικής του για την απασχόληση υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
4. Κάθε χρόνο, το Συμβούλιο, βάσει των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και αφού λάβει τη γνώμη της επιτροπής απασχόλησης, εξετάζει την εφαρμογή των πολιτικών απασχόλησης των κρατών μελών, υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, μετά από σύσταση της Επιτροπής, δύναται, εάν το κρίνει σκόπιμο, υπό το πρίσμα της εξέτασης αυτής, να απευθύνει συστάσεις προς τα κράτη μέλη.
5. Βάσει των πορισμάτων αυτής της εξέτασης, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποβάλλουν, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κοινή ετήσια έκθεση σχετικά με την κατάσταση της απασχόλησης στην Κοινότητα και την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση.
Άρθρον 109ρ
Το Συμβούλιο, ακολουθώντας την διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, δύναται να θεσπίζει μέτρα ενθάρρυνσης για τη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, και την υποστήριξη της δράσης των τελευταίων στον τομέα της απασχόλησης μέσω πρωτοβουλιών οι οποίες αποσκοπούν στην ανάπτυξη αναταλλαγής πληροφοριών και δοκιμασμένων πρακτικών, στην παροχή συγκριτικής ανάλυσης και συμβουλευτικού υλικού, καθώς και στην προαγωγή καινοτόμων προσεγγίσεων και στην αξιολόγηση εμπειριών, ιδίως με τη μορφή πιλοτικών σχεδίων.
Τα μέτρα αυτά δεν περιλαμβάνουν εναρμόνιση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών.
Άρθρον 109στ
Το Συμβούλιο, μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, συγκροτεί συμβουλευτική επιτροπή απασχόλησης για την προώθηση του συντονισμού των πολιτικών των κρατών μελών για την απασχόληση και την αγορά εργασίας. Καθήκοντα της επιτροπής απασχόλησης είναι :
– η παρακολούθηση της κατάστασης της απασχόλησης και των πολιτικών για την απασχόληση στα κράτη μέλη και στην Κοινότητα,
– με την επιφύλαξη του άρθρου 151, η διατύπωση γνωμών προς το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, κατόπιν σχετικής αιτήσεώς τους ή εξ ιδίας πρωτοβουλίας, και η συμβολή στην προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου που αναφέρονται στο άρθρο 109 Π.
Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η επιτροπή απασχόλησης ζητά τη γνώμη των κοινωνικών εταίρων.
Κάθε κράτος μέλος και η Επιτροπή διορίζουν από δύο μέλη στην Επιτροπή Απασχόλησης”.
ΤΙΤΛΟΣ VII
Κοινή εμπορική πολιτική
Άρθρον 110
Τα Κράτη μέλη αποσκοπούν, με τη δημιουργία τελωνειακής ενώσεως μεταξύ τους, να συμβάλουν προς το κοινό συμφέρον στην αρμονική ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, στην προοδευτική κατάργηση των περιορισμών στις διεθνείς συναλλαγές και στον περιορισμό των τελωνειακών φραγμών.
Άρθρον 111
Κατά τη θέσπιση της κοινής εμπορικής πολιτικής λαμβάνεται υπ` όψη η ευμενής επίπτωση που δύναται να έχει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητος των επιχειρήσεων των Κρατών μελών η κατάργηση των δασμών μεταξύ τους.
Άρθρον 112
1. Με την επιφύλαξη των ανειλημμένων από τα Κράτη μέλη υποχρεώσεων στο πλαίσιο άλλων διεθνών οργανισμών, τα συστήματα ενισχύσεως που χορηγούνται από τα Κράτη μέλη για τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες εναρμονίζονται προοδευτικώς προ της λήξεως της μεταβατικής περιόδου, κατά το αναγκαίο μέτρο για την αποφυγή νοθεύσεως του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων της Κοινότητος.
Το Συμβούλιο εκδίδει, προτάσει της Επιτροπής, τις αναγκαίες για τον σκοπό αυτόν οδηγίες, ομοφώνως μεν μέχρι του τέλους του δευτέρου σταδίου, με ειδική δε πλειοψηφία ακολούθως.
2. Οι προηγούμενες διατάξεις δεν εφαρμόζονται επί των επιστροφών δασμών ή φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος ούτε επί επιστροφών εμμέσων φόρων, συμπεριλαμβανομένων των φόρων κύκλου εργασιών, των ειδικών φόρων καταναλώσεως και των λοιπών εμμέσων φόρων, κατά την εξαγωγή εμπορεύματος από Κράτος μέλος προς τρίτη χώρα, κατά το μέτρο που οι συγκεκριμένες επιστροφές δεν υπερβαίνουν τις επιβαρύνσεις που βαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα εξαγόμενα προϊόντα.
Άρθρον 113
1. Η κοινή εμπορική πολιτική διαμορφώνεται βάσει ενιαίων αρχών, ιδίως όσον αφορά τις μεταβολές δασμολογικών συντελεστών, τη σύναψη δασμολογικών και εμπορικών συμφωνιών, την ενοποίηση των μέτρων ελευθερώσεως, την πολιτική εξαγωγών και τα μέτρα εμπορικής άμυνας, συμπεριλαμβανομένων όσων λαμβάνονται σε περιπτώσεις ντάμπινγλ και επιδοτήσεων.
2. Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις για τη θέση σε εφαρμογή της κοινής εμπορικής πολιτικής.
3. Εάν πρέπει να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις συμφωνιών με ένα ή περισσότερα κράτη ή με διεθνείς οργανισμούς, η Επιτροπή υποβάλλει συστάσεις στο Συμβούλιο, το οποίο την εξουσιοδοτεί να αρχίσει τις αναγκαίες διαπραγματεύσεις.
Οί διαπραγματεύσεις αυτές διεξάγονται από την Επιτροπή σε συνεννόηση με ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο για να επικουρεί την Επιτροπή στο έργο αυτό και στο πλαίσιο των οδηγιών που μπορεί να της απευθύνει το Συμβούλιο.
Εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις του άρθρου 228.
4. Το Συμβούλιο, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του παρέχονται από το παρόν άρθρο, αποφασίζει μεειδική πλειοψηφία. “5. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να επεκτείνει την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4 σε διεθνείς διαπραγματεύσεις και συμφωνίες σχετικά με τις υπηρεσίες και την πνευματική ιδιοκτησία στο βαθμό που δεν εμπίπτουν στις παραγράφους αυτές”.
Άρθρον 114
Σημ.: όπως Καταργήθηκε από το άρθρο Ζ.29 της Συνθ.ΕΕ
Άρθρον 115
Προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η εκτέλεση των μέτρων εμπορικής πολιτικής που λαμβάνουν τα κράτη μέλη δυνάμει της παρούσας συνθήκης δεν θα εμποδίζεται από εκτροπές του εμπορίου, ή όταν διαφορές μεταξύ των μέτρων αυτών επιφέρουν οικονομικές δυσχέρειες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, η Επιτροπή συνιστά τις μεθόδους για την αναγκαία συνεργασία των κρατών μελών. `Αλλως, η επιτροπή μπορεί να επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία Μέτρα προστασίας, καθορίζοντας τους όρους και τον τρόπο εφαρμογής τους.
Σε επείγουσες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη ζητούν από την Επιτροπή, η οποία αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν, την άδεια να λάβουν μόνα τους τα απαραίτητα μέτρα, τα οποία και κοινοποιούν στη συνέχεια στα άλλα κράτη μέλη. Η Επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή, να αποφασίσει ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη οφείλουν να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν τα εν λόγω μέτρα.
Κατά προτεραιότητα, πρέπει να επιλέγονται τα μέτρα που προκαλούν τις λιγότερες διαταραχές στη λειτουργία της κοινής αγοράς”.
Άρθρον 116
Από του τέλους της μεταβατικής περιόδου τα Κράτη μέλη ενεργούν μόνο από κοινού στους διεθνείς οργανισμούς οικονομικού χαρακτήρος επί όλων των ζητημάτων που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κοινή αγορά. Προς τον σκοπό αυτόν η Επιτροπή ύποβάλλει στο Συμβούλιο, που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, προτάσεις σχετικά με την έκταση και την εκτέλεση της κοινής αυτής ενεργείας.
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, τα Κράτη μέλη συνεννοούνται μεταξύ τους, για να συντονίσουν τη δράση τους και να υιοθετήσουν, κατα το δυνατόν, ενιαία στάση.
ΤΙΤΛΟΣ VIII
Κοινωνική πολιτική παιδεία Επαγγελματική εκπαίδευση και νεολαία
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1
Κοινωνικές διατάξεις
Άρθρον 117
Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη, έχοντας υπόψη τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα όπως αυτά που ορίζονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961, και στον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989, έχουν ως στόχο την προώθηση της απασχόλησης, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, ώστε να καταστήσουν δυνατή την εναρμόνισή τους με παράλληλη διατήρηση της προόδου, την κατάλληλη κοινωνική προστασία, τον κοινωνικό διάλογο και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που θα επιστρέψουν ένα υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχόλησης και την καταπολέμηση του αποκλεισμού.
Προς τούτο, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη εφαρμόζουν μέτρα στα οποία λαμβάνεται υπόψη η ποικιλομορφία των εθνικών πρακτικών, ιδιαιτέρως στον τομέα των συμβατικών σχέσεων, καθώς και η ανάγκη να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Κοινότητας.
Φρονούν ότι η εξέλιξη αυτή θα προκύψει όχι μόνον από τη λειτουργία της κοινής αγοράς, η οποία θα διευκολύνει την εναρμόνιση των κοινωνικών συστημάτων, αλλά και από τις διαδικασίες που θεσπίζει η παρούσα συνθήκη, και από την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων.
Άρθρον 118
1. Προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους του άρθρου 117, η Κοινότητα υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στους ακόλουθους τομείς :
– βελτίωση, ιδιαιτέρως, του Περιβάλλοντος εργασίας, με σκοπό την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων,
– όροι εργασίας,
– ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζομένους,
– αφομοίωση των αποκλειομένων από την αγορά εργασίας προσώπων, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 127,
– ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και τη μεταχείριση στην εργασία.
2. Για το σκοπό αυτό, το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει, μέσω οδηγιών, τις ελάχιστες προδιαγραφές οι οποίες εφαρμόζονται σταδιακά, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και των τεχνικών ρυθμίσεων που υφίστανται σε κάθε κράτος μέλος. Στις οδηγίες αυτές αποφεύγεται η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το Συμβούλιο αποφασίζει κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 189 Β μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών.
Το Συμβούλιο, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία, δύναται να θεσπίσει μέτρα ενθάρρυνσης της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, μέσω πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στη βελτίωση των γνώσεων, την ανάπτυξη της ανταλλαγής πληροφοριών και των δοκιμασμένων πρακτικών, την προώθηση καινοτόμων λύσεων, και την αξιολόγηση εμπειριών, με σκοπό την καταπολέμήση του κοινωνικού αποκλεισμού.
3. Ωστόσο, το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών στους ακόλουθους τομείς :
– κοινωνική ασφάλεια και κοινωνική προστασία των εργαζομένων,
– προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας,
– εκπροσώπηση και συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 6,
– συνθήκες απασχόλησης των υπηκόων των τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος της Κοινότητας,
– χρηματικές συνεισφορές με στόχο την προώθηση της απασχόλησης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί Κοινωνικού Ταμείου.
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους, εφόσον οι κοινωνικοί εταίροι το ζητήσουν από κοινού, την εφαρμογή των οδηγιών που θεσπίζονται κατ` εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3.
Σε αυτή την περίπτωση, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να εξασφαλίσει ότι, το αργότερο κατά την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο μια οδηγία σύμφωνα με το άρθρο 189, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα μέσω συμφωνιών, ενώ παράλληλα το κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να εξασφαλίζει τα αποτελέσματα που επιβάλλονται από την εν λόγω οδηγία.
5. Οι διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν την εκ μέρους των κρατών μελών διατήρηση ή θέσπιση αυστηρότερων προστατευτικών μέτρων τα οποία συμβιβάζονται με την παρούσα συνθήκη.
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις αμοιβές, στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στο δικαίωμα για απεργία ή στο δικαίωμα για ανταπεργία (λοκ-άουτ).
Άρθρον 118α
1. Η Επιτροπή έχει καθήκον να προωθεί τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο και λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διευκολύνεται ο διάλογος μεταξύ τους, μεριμνώντας ώστε η υποστήριξή της να παρέχεται ισόρροπα προς τα μέρη.
2. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή, πριν υποβάλει προτάσεις στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, διαβουλεύεται με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με τους ενδεχόμενους προσανατολισμούς μιας κοινοτικής δράσης.
3. Εάν η Επιτροπή, μετά από αυτές τις διαβουλεύσεις, κρίνει ότι η συγκεκριμένη κοινοτική δράση πρέπει να αναληφθεί, διαβουλεύεται με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με το περιεχόμενο της μελετώμενης πρότασης. Οι κοινωνικοί εταίροι διατυπώνουν γνώμη ή, αναλόγως των περιπτώσεων, σύσταση, την οποία διαβιβάζουν στην Επιτροπή.
4. Κατά τις διαβουλεύσεις αυτές, οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να πληροφορήσουν την Επιτροπή ότι επιθυμούν να κινήσουν τη διαδικασία του άρθρου 118 Β. Η διάρκεια της διαδικασίας αυτής δεν υπερβαίνει τους 9 μήνες, εκτός εάν οι ενδιαφερόμενοι κοινωνικοί εταίροι και η Επιτροπή αποφασίσουν από κοινού την παράτασή της.
Άρθρον 118β
1. Ο διάλογος μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε κοινοτικό επίπεδο μπορεί να οδηγεί, εφόσον οι κοινωνικοί εταίροι το επιθυμούν, στη σύναψη συμβατικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών.
2. Οι συμφωνίες που συνάπτονται σε κοινοτικό επίπεδο εφαρμόζονται, είτε σύμφωνα με τις διαδικασίες και πρακτικές των ενδιαφερομένων κοινωνικών εταίρων και κρατών μελών, είτε σε τομείς που εμπίπτουν στο άρθρο 118, όταν το ζητούν από κοινού τα υπογράφοντα μέρη, με απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται μετά από πρόταση της Επιτροπής.
Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, εκτός εάν η εν λόγω συμφωνία περιέχει μία ή περισσότερες διατάξεις σχετικές με τομέα από τους αναφερόμενους στο άρθρο 118 παράγραφος 3, οπότε αποφασίζει με ομοφωνία.
Άρθρον 119
1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως “αμοιβή” νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας.
Η ισότητα αμοιβής, χωρίς διακρίσεις φύλου, συνεπάγεται :
α) ότι η αμοιβή που παρέχεται για όμοια εργασία που αμοίβεται κατ` αποκοπήν καθορίζεται με βάση την ίδια μονάδα μετρήσεως,
β) ότι η αμοιβή που παρέχεται για εργασία που αμοίβεται με βάση τη χρονική διάρκεια είναι η ίδια για όμοια θέση εργασίας.
3. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζει μέτρα με τα οποία εξασφαλίζεται η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ισότητας αμοιβής για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.
4. Προκειμένου να εξασφαλιστεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία.
Άρθρον 119α
Τα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διατήρηση της υφισταμένης ισοτιμίας των συστημάτων περί αδειών μετ` αποδοχών.
Άρθρον 120
Η Επιτροπή καταρτίζει κάθε χρόνο έκθεση για την πρόοδο της υλοποίησης των στόχων του άρθρου 117, συμπεριλαμβανομένης της δημογραφικής κατάστασης στην Κοινότητα. Διαβιβάζει την έκθεση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει την Επιτροπή να εκπονήσει εκθέσεις για ιδιαίτερα προβλήματα που αφορούν την κοινωνική κατάσταση”.
Άρθρον 121
Το Συμβούλιο, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή δύναται να αναθέσει ομοφώνως στην Επιτροπή καθήκοντα σχετικά με την εκτέλεση κοινών μέτρων, ιδίως σε ό,τι αφορά την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων που αναφέρονται στα άρθρα 48 μέχρι και 51.
Άρθρον 122
Η ετήσια έκθεση της Επιτροπής προς τη Συνέλευση περιλαμβάνει ειδικό κεφάλαιο περί της εξελίξεως της κοινωνικής καταστάσεως εντός της Κοινότητος.
Η Συνέλευση δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να καταρτίσει εκθέσεις επί ειδικών προβλημάτων που αφορούν την κοινωνική κατάσταση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2
Τό Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο
Άρθρον 123
Για τη βελτίωση των δυνατοτήτων απασχόλησης των εργαζομένων μέσα στην εσωτερική αγορά και για την, κατ` αυτόν τον τρόπο, συμβολή στην ανύψωση του βιοτικού επιπέδου, ιδρύεται Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, σύμφωνα με τις διατάξεις που ακολουθούν το Ταμείο αυτό έχει ως στόχο να προωθεί μέσα στην Κοινότητα τις δυνατότητες απασχόλησης και τη γεωγραφική και επαγγελματική κινητικότητα των εργαζομένων και να διευκολύνει τήν προσαρμογή στις μεταλλαγές της βιομηχανίας και στις αλλαγές των συστημάτων παραγωγής, ιδίως μέσω της επαγγελματικής κατάρτισης και του επαγγελματικού αναπροσανατολισμού.
Άρθρον 124
Το Ταμείο διοικείται από την Επιτροπή.
Η Επιτροπή επικουρείται στο έργο αυτό από μια ειδική επιτροπή η οποία αποτελείται από αντιπροσώπους των κυβερνήσεων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών. Η ειδική αυτή επιτροπή προεδρεύεται από ένα μέλος της Επιτροπής.ω
Άρθρον 125
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζει τις εκτελεστικές αποφάσεις τις σχετικές με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο.
Άρθρον 126
1. Η Κοινότητα συμβάλλει στην Ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία.
2. Η δράση της Κοινότητας έχει ως στόχο:
– να αναπτύσσει την ευρωπαϊκή διάσταση της παιδείας, μέσω ιδίως της εκμάθησης και της διάδοσης των γλωσσών των κρατών μελών,
– να ευνοεί την κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, μεταξύ άλλων και μέσω της ακαδημαϊκής αναγνώρισης διπλωμάτων και περιόδων σπουδών,
– να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων,
– να αναπτύσσει την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών για τα κοινά προβλήματα των εκπαιδευτικών συστημάτων των κρατών μελών,
– να ευνοεί την ανάπτυξη των ανταλλαγών νέων, καθώς και οργανωτών κοινωνικομορφωτικών δραστηριοτήτων,
– να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της εκπαίδευσης εξ αποστάσεως.
3. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη ευνοούν τη συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς σε θέματα παιδείας, και ειδικότερα με το Συμβούλιο της Ευρώπης.
4. Προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο:
– αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονοική και Κοινωνική Επιτροπή και με την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζει δράσεις ενθάρρυνσης, χωρίς να εναρμονίζει τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών,
– αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής, διατυπώνει συστάσεις.
Άρθρον 127
1. Η Κοινότητα εφαρμόζει πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία στηρίζει και συμπληρώνει τις δράσεις των κρατών μελών, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης.
2. Η δράση της Κοινότητας έχει ως στόχο:
– να διευκολύνει την προσαρμογή στις μεταλλαγές της βιομηχανίας, ιδίως μέσω της επαγγελματικής εκπαίδευσης και του επαγγελματικού αναπροσανατολισμού,
– να βελτιώνει την αρχική Επαγγελματική εκπαίδευση και τη συνεχή κατάρτιση, για να διευκολύνεται η επαγγελματική ένταξη και επανένταξη στην αγορά της εργασίας,
– να διευκολύνει την πρόσβαση στην Επαγγελματική εκπαίδευση και την ενίσχυση της κινητικότητας των εκπαιδευτών και των εκπαιδευομένων και ιδίως των νέων,
– να τονώνει τη συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων στον τομέα της κατάρτησης,
– να αναπτύσσει την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών για τα κοινά προβλήματα των συστημάτων κατάρτισης των κρατών μελών.
3. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη ευνοούν τη συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς σε θέματα επαγγελματικής εκπαίδευσης.
“4. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζει μέτρα για να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, χωρίς να εναρμονίζει τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών”.
Άρθρον 128
1. Η Κοινότητα συμβάλλει στην ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών και σέβεται την εθνική και περιφερειακή πολυμορφία τους, ενώ ταυτόχρονα προβάλλει την κοινή πολιτιστική κληρονομιά.
2. Η δράση της Κοινότητας αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό είναι αναγκαίο, υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση τους στους εξής τομείς:
– βελτίωση της γνώσης και της διάδοσης του πολιτισμού και της ιστορίας των ευρωπαϊκών λαών,
– διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ευρωπαϊκής σημασίας,
– μή εμπορικές πολιτιστικές ανταλλαγές,
– καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργία, συμπεριλαμβανομένου του οπτικοακουστικού τομέα.
3. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη εύνοούν τη συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς στον πολιτιστικό τομέα, και ειδικότερα με το Συμβούλιο της Ευρώπης.
4. Η Κοινότητα όταν αναλαμβάνει δράσεις δυνάμει άλλων διατάξεων της παρούσας συνθήκης, λαμβάνει υπόψη της τις πολιτιστικές πτυχές, αποβλέποντας ειδικότερα στο σεβασμό και στην προώθηση της πολυμορφίας των πολιτισμών της.
5. Για να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων του παρόντος άρθρου, τό Συμβούλιο:
– αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζει δράσεις ενθάρρυνσης, χωρίς να εναρμονίζει τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 189 Β.
– αποφασίζοντας ομόφωνα προτάσει της Επιτροπής διατυπώνει συστάσεις.
Άρθρον 129
1. Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας, εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας του ανθρώπου.
Η δράση της Κοινότητας, η οποία συμπληρώνει τις εθνικές πολιτικές, αποβλέπει στη βελτίωση της δημόσιας υγείας καθώς και στην πρόληψη της ανθρώπινης ασθενείας σε όλες τις μορφές της και στην αποτροπή των πηγών κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία. Η δράση αυτή καλύπτει την καταπολέμηση των μεγάλων πληγών της ανθρωπότητας στον τομέα της υγείας, ευνοώντας τη διερεύνηση των αιτίων τους, της μετάδοσης και της πρόληψής τους, καθώς και την ενημέρωση και την διαπαιδαγώγηση στον τομέα της υγείας.
Η Κοινότητα συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών για τη μείωση της βλάβης που προκαλούν στην υγεία τα ναρκωτικά, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης και της πρόληψης.
2. Η Κοινότητα ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών στους τομείς που αναφέρει το παρόν άρθρο και, εν ανάγκη, στηρίζει τη δράση τους.
Τα κράτη μέλη συντονίζουν μεταξύ τους, σε συνδυασμό με την Επιτροπή, τις πολιτικές και τα προγράμματά τους στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η Επιτροπή μπορεί να αναλαμβάνει, σε στενή επαφή με τα κράτη μέλη, κάθε χρήσιμη πρωτοβουλία για την προώθηση του συντονισμού αυτού.
3. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη ευνοούν τη συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς σε θέματα δημόσιας υγείας.
4. Το Συμβούλιο, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων του παρόντος άρθρου θεσπίζοντας :
α) μέτρα με υψηλές προδιαγραφές όσον αφορά την ποιότητα και την ασφάλεια των οργάνων και ουσιών ανθρώπινης προέλευσης, του αίματος και των παραγώγων του. Αυτά τα μέτρα δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν αυστηρότερα προστατευτικά μέτρα,
β) κατά παρέκκλιση από το άρθρο 43, μέτρα στον κτηνιατρικό και φυτοϋγειονομικό τομέα με άμεσο στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας,
γ) μέτρα ενθάρρυνσης της προστασίας και της βελτίωσης της υγείας του ανθρώπου, εκτός οιασδήποτε εναρμόνισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών.
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής, διατυπώνει επίσης συστάσεις για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
5. Η δράση της Κοινότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας αναπτύσσεται χωρίς να θίγονται στο παραμικρό οι Αρμοδιότητες των κρατών μελών σε ό,τι αφορά την οργάνωση και την παροχή των υγειονομικών υπηρεσιών και της ιατρικής περίθαλψης. Ειδικότερα, τα μέτρα περί των οποίων η παράγραφος 4, στοιχείο α), δεν θίγουν τις εθνικές διατάξεις περί δωρεάς ή ιατρικής χρήσεως οργάνων και αίματος”.
Άρθρον 129α
1. Προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα των καταναλωτών και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, η Κοινότητα συμβάλλει στην προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και στην προώθηση του δικαιώματός τους για ενημέρωση, εκπαίδευση και οργάνωσή τους για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους.
2. Οι απαιτήσεις προστασίας του καταναλωτή λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή άλλων κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων.
3. Η Κοινότητα συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με :
α) μέτρα θεσπιζόμενα κατ` εφαρμογή του άρθρου 100 Α στα πλαίσια της υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς,
β) μέτρα που στηρίζουν, συμπληρώνουν και παρακολουθούν την πολιτική των κρατών μελών.
4. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β).
5. Τα μέτρα που θεσπίζονται κατ` εφαρμογήν της παραγράφου 4, δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν αυστηρότερα προστατευτικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά πρέπει να συμβιβάζονται με την παρούσα Συνθήκη και κοινοποιούνται στην Επιτροπή”.
Άρθρον 129β
1. Προκειμένου να συντελέσει στην υλοποίηση των στόχων που αναφέρονται στα άρθρα 7 Α και 130 Α και να επιτρέψει στους πολίτες της `Ενωσης, στους οίκονομικούς φορείς καθώς και στους όργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης, να επωφελούνται πλήρως από τη δημιουργία ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, η Κοινότητα συμβάλλει στη δημιουργία και την ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων όσον αφορά έργα υποδομής στους τομείς των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών και της ενέργειας.
2. Στα πλαίσια συστήματος ανοιχτών και ανταγωνιστικών αγορών, η δράση της Κοινότητας αποσκοπεί στην προώθηση της διασύνδεσης και της διαλειτουργικότητας των εθνικών δικτύων καθώς και της πρόσβασης στα δίκτυα αυτά, και λαμβάνει, ειδικότερα, υπόψη την ανάγκη να συνδεθούν οι νησιωτικές, οι μεσόγειες και οι περιφερειακές περιοχές με τις κεντρικές περιοχές της Κοινότητας.
Άρθρον 129γ
Προσανατολισμοί και δράση
1. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που αναφέρονται στο άρθρο 129 Β, η Κοινότητα:
– καθορίζει ένα σύνολο προσανατολισμών που καλύπτουν τους στόχους, τις προτεραιότητες και τις γενικές γραμμές των μελετώμενων δράσεων στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων στους εν λόγω προσανατολισμούς προσδιορίζονται σχέδια κοινού ενδιαφέροντος,
– εκτελεί κάθε δράση που αποδεικνύεται αναγκαία για την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας των δικτύων, ιδίως στον τομέα της εναρμόνισης των τεχνικών προτύπων,
– μπορεί να ενισχύει τις χρηματοδοτικές προσπάθειες των κρατών μελών για σχέδια κοινού ενδιαφέροντος που χρηματοδοτούνται από τα κράτη μέλη, και καθορίζονται στα πλαίσια των προσανατολισμών που αναφέρει η πρώτη περίπτωση,ιδίως με τη βοήθεια μελετών σκοπιμότητας, εγγυήσεων δανείων ή επιδοτήσεων επιτοκίου. Η Κοινότητα δύναται επίσης να συμμετέχει στη χρηματοδότηση συγκεκριμένων σχεδίων στον τομέα της υποδομής μεταφορών, στα κράτη μέλη, μέσω του Ταμείου Συνοχής το οποίο θα ιδρυθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 1993 το αργότερο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 130 Δ.
Η δράση της Κοινότητας λαμβάνει υπόψη την εν δυνάμει οικονομική βιωσιμότητα των σχεδίων.
2. Τα κράτη μέλη συντονίζουν μεταξύ τους, σε συνδυασμό με την `Επιτροπή, τις πολιτικές που ακολουθούν σε εθνικό επίπεδο και πο ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην επίτευξη των στόχων του άρθρου 129 Β. Η Επιτροπή μπορεί να αναλαμβάνει, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, κάθε χρήσιμη πρωτοβουλία για την προώθηση του συντονισμού αυτού.
3. Η Κοινότητα μπορεί να αποφασίζει τη συνεργασία με τρίτες χώρες για την προώθηση σχεδίων κοινού ενδιαφέροντος και την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας των δικτύων.
Άρθρον 129δ
Οι προσανατολισμοί και τα άλλα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 129 Γ, παράγραφος 1, θεσπίζονται από το Συμβούλιο που αποφασίζει με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών,
Οι προσανατολισμοί και τα σχέδια κοινού ενδιαφέροντος που αφορούν το έδαφος κράτους μέλους, απαιτούν την έγκριση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.
Άρθρον 130
1. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να εξασφαλίζονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της Κοινότητας.
Για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με ένα σύστημα ανοιχτών και ανταγωνιστικών αγορών, ή δράση τους αποσκοπεί:
– να επιταχύνει την προσαρμογή της βιομηχανίας στις διαρθρωτικές μεταβολές,
– να προάγει ευνοϊκό Περιβάλλον για την ανάληψη πρωτοβουλιών και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων του συνόλου της Κοινότητας, και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,
– να προάγει περιβαλλον που να ευνοεί τη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων,
– να βελτιώσει την εκμετάλλευση του βιομηχανικού δυναμικού των πολιτικών στους τομείς της καινοτομίας, της ερευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης.
2. Τα κράτη μέλη συνεννοούνται μεταξύ τους και με την Επιτροπή και, εφόσον χρειάζεται, συντονίζουν τις δράσεις τους. Η Επιτροπή μπορεί να αναλαμβάνει κάθε χρήσιμη πρωτοβουλία γιάα την προώθηση του συντονισμού αυτού.
3. Η Κοινότητα συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μέσω των πολιτικών και δράσεων που αναλαμβάνει, δυνάμει άλλων διατάξεων της παρούσας συνθήκης. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, δύναται να θεσπίζει συγκεκριμένα μέτρα υποστήριξης των δράσεων που αναλαμβάνονται στα κράτη μέλη προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της παραγράφου 1.
`Ο παρών τίτλος δέν αποτελεί βάση γιά τήν έκ μέρους τής Κοινότη- τας εισαγωγή οποιουδήποτε μέτρου πού θά μπορούσε νά προκαλέσει στρέβλωση τού άνταγωνισμού.
Άρθρον 130α
Η Κοινότητα, προκειμένου νά προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη τού συνόλου της, άναπτύσσει καί εξακολουθεί τή δράση της μέ σκοπό τήν ενίσχυση τής οικονομικής καί κοινωνικής της συνοχής.
“Η Κοινότητα αποσκοπεί, ιδιαίτερα, στη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και στη μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών ή νήσων, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών”.
Άρθρον 130β
Τα κράτη μέλη ασκούν και συντονίζουν την οικονομική τους πολιτική με σκοπό, μεταξύ άλλων, να επιτύχουν τους στόχους του άρθρου 130 Α. Η διαμόρφωση και η υλοποίηση των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας καθώς και η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, λαμβάνουν υπόψη τους στόχους του άρθρου 130 Α και συμβάλλουν στην πραγματοποίησή τους. `Η Κοινότητα ενισχύει επίσης την υλοποίηση αυτή με τη δράση της μέσω των διαρθρωτικών Ταμείων (Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων – Τμήμα Προσανατολισμού, Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης), της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των άλλων υφιστάμενων χρηματοδοτικών μέσων.
Η Επιτροπή υποβάλλει ανά τριετία έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί για την υλοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο έχουν συμβάλει τα διάφορα μέσα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, ενδεχομένως, από κατάλληλες προτάσεις.
Εάν απαιτούνται ειδικές δράσεις, πέρα από τα πλαίσια των Ταμείων και με την επιφύλαξη των μέτρων που αποφασίζονται στα πλαίσια των άλλων πολιτικών της Κοινότητας, οι δράσεις αυτές μπορούν να θεσπίζονται με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την
Άρθρον 130γ
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης συμβάλλει στη διάρθρωση των κυριότερων περιφερειακών ανισοτήτων στην Κοινότητα, μέσω συμμετοχής στην ανάπτυξη και στη διαρθρωτική αναπροσαρμογή των περιοχών που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους καθώς και στη μετατροπή των βιομηχανικών περιοχών που βρίσκονται σε παρακμή.
Άρθρον 130δ
Με την επιφύλαξη του άρθρου 130 Ε, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, προτάσει της Επιτροπής και μετά από σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των περιφερειών, ορίζει τα καθήκοντα, τους πρωταρχικούς στόχους και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων, γεγονός που μπορεί να επιφέρει συνένωση των Ταμείων. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με την ίδια διαδικασία, καθορίζει επίσης τους γενικούς κανόνες που θα εφαρμόζονται στα Ταμεία καθώς και τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά τους και ο συντονισμός των Ταμείων μεταξύ τους και με τα άλλα υφιστάμενα χρηματοδοτικά μέσα.
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με την ίδια διαδικασία, πριν τις 31 Δεκεμβρίου 1993, ένα Ταμείο Συνοχής που θα συμμετέχει χρηματοδοτικώς σε σχέδια Περιβάλλοντος και διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα της υποδομής των μεταφορών.
Άρθρον 130ε
Οι εκτελεστικές αποφάσεις σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης λαμβάνονται από το Συμβούλιο, που αποφασίζει σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών.
`Οσον αφορά το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, τμήμα “Προσανατολισμού” και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, εξακολουθούν να ισχύουν αντιστοίχως τα άρθρα 43 και 125.
Άρθρον 130στ
1. Στόχος της Κοινότητας είναι η ενίσχυση των επιστημονικών και τεχνολογικών βάσεων της βιομηχανίας της Κοινότητας και η διευκόλυνση της ανάπτυξης της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της, καθώς και η προώθηση των ερευνητικών δράσεων που κρίνονται αναγκαίες βάσει άλλων κεφαλαίων της παρούσας συνθήκης.
2. Για το σκοπό αυτό, η Κοινότητα ενθαρρύνει στο σύνολό της τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τα ερευνητικά κέντρα και τεχνολογικής ανάπτυξης υψηλής ποιότητας, ενισχύει τις προσπάθειες για συνεργασία, αποβλέποντας, ιδιαίτερα, στο α` δίδεται στις επιχειρήσεις η ευκαιρία να εκμεταλλεύονται πλήρως τις δυνατότητες που παρέχει η εσωτερική αγορά, ιδίως μέσω του ανοίγματος των εθνικών δημοσίων συμβάσεων, του καθορισμού κοινών προτύπων και της εξάλειψης των νομικών και φορολογικών εμποδίων στη συνεργασία αυτή.
3. `Ολες οι δράσεις της Κοινότητας δυνάμει της παρούσας συνθήκης, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων επίειξης, στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης, αποφασίζονται και πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.
Άρθρον 130ζ
Κατά την επιδίωξη των στόχων αυτών, η Κοινότητα αναλαμβάνει τις ακόλουθες δράσεις, οι οποίες συμπληρώνουν τις δράσεις που αναλαμβάνονται στα κράτη μέλη:
α) Εφαρμογή προγραμμάτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, με προώθηση της συνεργασίας με τις επιχειρήσεις, τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια, καθώς και της συνεργασίας μεταξύ των φορέων αυτών,
β) προώθηση της συνεργασίας με τις τρίτες χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς, στον τομέα της κοινοτικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, γ) διάδοση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων στον τομέα της κοινοτικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, δ) προώθηση της κατάρτισης και της κινητικότητας των ερευνητών της Κοινότητας.
Άρθρον 130η
1. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη συντονίζουν τη δράση τους στον τομέα της ερευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης, ώστε να εξασφαλίζεται η αμοιβαία συνοχή των εθνικών πολιτικών και της κοινοτικής πολιτικής.
2. Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, μπορεί να λαμβάνει κάθε χρήσιμη πρωτοβουλία για την προώθηση του συντονισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1.
Άρθρον 130θ
1. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζει πολυετές πρόγραμμα – πλαίσιο στο οποίο περιλαμβάνεται το σύνολο των δράσεων της Κοινότητας”.
Το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία καθ` όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του άρθρου 189 Β.
Τό πρόγραμμα-πλαίσιο:
– ορίζει τους επιστημονικούς και τεχνολογικούς στόχους που πρέπει να υλοποιηθούν με τις δράσεις που προβλέπονται στο άρθρο 130Ζ και τις προτεραιότητες που συνδέονται με αυτούς,
– υποδεικνύει τις γενικές γραμμές αυτών των δράσεων,
– ορίζει το μέγιστο συνολικό ποσό και τις λεπτομερείς διατάξεις για τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας στο πρόγραμμα – πλαίσιο, καθώς και τα αντίστοιχα μερίδια κάθε προβλεπόμενης δράσης.
2. Το πρόγραμμα-πλαίσιο προσαρμόζεται ή συμπληρώνεται, ανάλογα με την πορεία των πραγμάτων.
3. Το πρόγραμμα-πλαίσιο τίθεται σε εφαρμογή μέσω ειδικών προγραμμάτων εκπονούμενων στο πλαίσιο κάθε δράσης. Σε κάθε ειδικό πρόγραμμα, διευκρινίζονται οι λεπτομέρειες της υλοποίησής του, καθορίζεται η διάρκειά του και προβλέπονται τα σχετικά μέσα που κρίνονται απαραίτητα. Το άθροισμα των ποσών που κρίνονται απαραίτητα, τα οποία καθορίζονται από τα ειδικά προγράμματα, δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέγιστο συνολικό ποσό που ορίζεται για το πρόγραμμα-πλαίσιο και για κάθε επιμέρους δράση.
4. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζει τα ειδικά προγράμματα.
Άρθρον 130ι
Για την εφαρμογή του πολυετούς προγράμματος-πλαισίου, το Συμβούλιο:
– καθορίζει τους κανόνες συμμετοχής των επιχειρήσεων, των κέντρων ερευνών και των πανεπιστημίων,
– καθορίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στη διάδοση των αποτελεσμάτων της ερευνας.
Άρθρον 130κ
Κατά την εφαρμογή του πολυετούς προγράμματος-πλαισίου, μπορούν να αποφασίζονται Συμπληρωματικά προγράμματα στα οποία συμμετέχουν ορισμένα μόνον κράτη μέλη, τα οποία και εξασφαλίζουν τη χρηματοδότησή τους, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης συμμετοχής της Κοινότητας.
Το Συμβούλιο θεσπίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στα Συμπληρωματικά προγράμματα, ιδίως στο θέμα της διάδοσης των γνώσεων και της πρόσβασης άλλων κρατών μελών.
Άρθρον 130λ
Κατά την εφαρμογή του πολυετούς προγράμματος-πλαισίου, η Κοινότητα, σε συμφωνία με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, μπορεί να προβλέπει Συμμετοχή σε προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης που αναλαμβάνονται από περισσότερα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής στις υποδομές που δημιουργούνται για την εκτέλεση αυτών των προγραμμάτων.
Άρθρον 130μ
Συνεργασία
Κατά την εφαρμογή του πολυετούς προγράμματος-πλαισίου, η Κοινότητα μπορεί να προβλέπει συνεργασία στον τομέα της κοινοτικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης με τρίτες χώρες η διεθνείς οργανισμούς.
Ο τρόπος της συνεργασίας αυτής μπορεί να αποτελεί αντικείμενο συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας και των ενδιαφερομένων τρίτων μερών. Η διαπραγμάτευση και η σύναψη των συμφωνιών αυτών γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 228.
Άρθρον 130ν
Κοινές επιχειρήσεις
Η Κοινότητα μπορεί να δημιουργεί κοινές επιχειρήσεις ή οποιαδήποτε άλλη αναγκαία υποδομή για την καλή εκτέλεση των προγραμμάτων κοινοτικής ερευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης.
Άρθρον 130ξ
Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζει με ειδική πλειοψηφία τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 130 Ν.
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζει τις διατάξεις που αναφέρονται στα άρθρα 130 Ι, 130 Κ και 130 Λ. Για τη θέσπιση των συμπληρωματικών προγραμμάτων, απαιτείται η συμφωνία των ενδιαφερομένων κρατών μελών”.
Άρθρον 130ο
Στην αρχή κάθε έτους,η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση, η οποία αναφέρεται ιδίως στις δραστηριότητες του προηγούμενου έτους στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης και της διάδοσης των αποτελεσμάτων καθώς και στο πρόγραμμα εργασίας του τρέχοντος έτους.
Άρθρον 130ρ
Στόχοι
1. Η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του Περιβάλλοντος συμβάλλει στην επιδίωξη των εξής στόχων:
– τη διατήρηση, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του Περιβάλλοντος,
– την προστασία της υγείας του ανθρώπου,
– τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων,
– την προώθηση, σε διεθνές επίπεδο, μέτρων για την αντιμετώπιση των περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων.
2. Η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του Περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Κοινότητας. Στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του Περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει.
Στο πλαίσιο αυτό, τα μέτρα εναρμόνισης που ανταποκρίνονται σε ανάγκες προστασίας του Περιβάλλοντος περιλαμβάνουν, όπου ενδείκνυται, ρήτρα διασφάλισης που εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να λαμβάνουν, για μη οικονομικούς περιβαλλοντικούς λόγους, Προσωρινά μέτρα υποκείμενα σε κοινοτική διαδικασία ελέγχου”.
3. Κατά την εκπόνηση της πολιτικής της στον τομέα του Περιβάλλοντος, η Κοινότητα λαμβάνει υπόψη:
– τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα,
– τις συνθήκες του Περιβάλλοντος στις διάφορες περιοχές της κοινότητας,
– τα πλεονεκτήματα καί τις επιβαρύνσεις που μπορούν να προκύψουν από τη δράση ή την απουσία δράσης,
– την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Κοινότητας στο σύνολό της και την ισόρροπη ανάπτυξη των περιοχών της.
4. Στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη συνεργάζονται με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς όργανισμούς. Ο τρόπος της συνεργασίας της Κοινότητας μπορεί να αποτελεί αντικείμενο συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας και των ενδιαφερομένων τρίτων μερών. Η διαπραγμάτευση και η σύναψη των συμφωνιών αυτών γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 228.
Τό προηγούμενο εδάφιο δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να διαπραγματεύονται στα πλαίσια διεθνών οργανισμών και να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες.
Άρθρον 130σ
1. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, αποφασίζει τις δράσεις που πρέπει να αναλάβει η Κοινότητα για την υλοποίηση των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 130 Ρ”,
2. Κατά παρέκκλιση από τη διαδικασία λήψεως αποφάσεως της παραγράφου 1 και με την επιφύλαξη του άρθρου 100 Α, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζει :”,
– διατάξεις κυρίως φορολογικού χαρακτήρα,
– τα μέτρα που αφορούν την χωροταξία, τις χρήσεις της γης, εξαιρουμένης της διαχείρισης των αποβλήτων και των μέτρων γενικού χαρακτήρα, καθώς και της διαχείριση των υδάτινων πόρων,
– τα μέτρα που επηρεάζουν αισθητά την επιλογή ενός κράτους μέλους μεταξύ διαφορετικών πηγών ενέργειας και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού του εφοδιασμού.
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας υπό τους όρους του πρώτου εδαφίου, μπορεί να καθορίζει τα θέματα της παρούσας παραγράφου, για τα οποία οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία.
“3. Σε άλλους τομείς, τα προγράμματα γενικών δράσεων που θέτουν τους επιδιωκόμενους πρωταρχικούς στόχους θεσπίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών”.
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ή 2, κατά περίπτωση, θεσπίζει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών.
4. Με την επιφύλαξη ορισμένων μέτρων κοινοτικού χαρακτήρα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη χρηματοδότηση και την εφαρμογή της πολιτικής στον τομέα του Περιβάλλοντος.
5. Υπό την επιφύλαξη της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”, εάν ένα μέτρο που βασίζεται στις διατάξεις της παραγράφου 1 συνεπάγεται δυσανάλογο κόστος για τις δημόσιες αρχές κράτους μέλους, το Συμβούλιο προβλέπει, στην πράξη με την οποία θεσπίζεται το μέτρο αυτό, τις κατάλληλες διατάξεις υπό μορφήν:
– προσωρινών παρεκκλίσεων και/ή
– οικονομικής στήριξης από το Ταμείο Συνοχής που θα ιδρυθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1993 το αργότερο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 130 Δ.
Άρθρον 130τ
Τα Μέτρα προστασίας που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 130 Σ δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν και να θεσπίζουν μέτρα ενισχυμένης προστασίας. Τα μέτρα αυτά πρέπει να συμβιβάζονται με την παρούσα συνθήκη, και κοινοποιούνται στην Επιτροπή.
Άρθρον 130υ
1. Η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη, η οποία συμπληρώνει την πολιτική των κρατών μελών, ευνοεί:
– τη σταθερή και διαρκή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών, και, ιδιαιτέρως, των πιο μειονεκτικών,
– την αρμονική και προοδευτική ένταξη των αναπτυσσόμενων χωρών στη διεθνή οικονομία,
– την καταπολέμιση της ένδειας στις αναπτυσσόμενες χώρες.
2. Η κοινοτική πολιτική στον τομέα αυτόν συμβάλλει στο γενικό στόχο της ανάπτυξης και της εδραίωσης της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και στον στόχο του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.
3. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη σέβονται τις υποχρεώσεις και λαμβάνουν υπόψη τους στόχους που έχουν εγκρίνει στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών και των άλλων αρμόδιων διεθνών οργανισμών.
Άρθρον 130φ
Στις πολιτικές που εφαρμόζει και οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες, η κοινότητα λαμβάνει υπόψη τους στόχους του άρθρου 130 Υ.
Άρθρον 130χ
1. Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων της παρούσας συνθήκης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β, θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 130 Υ. Αυτά τα μέτρα μπορούν να έχουν την μορφή πολυετών προγραμμάτων”.
2. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα επενδύσεων συμβάλλει, υπό τους όρους που προβλέπονται στο καταστατικό της, στην εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τη συνεργασία με τις χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, στα πλαίσια της σύμβασης ΑΚΕ-ΕΟΚ.
Άρθρον 130ψ
1. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη συντονίζουν τις πολιτικές τους στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη και συνεννοούνται για τα προγράμματα σχετικά με την παροχή βοήθειας, μεταξύ άλλων στα πλαίσια διεθνών οργανισμών και διεθνών διασκέψεων, και μπορούν να αναλαμβάνουν κοινές δράσεις. Οταν χρειάζεται, τα κράτη μέλη συμβάλλουν στην εφαρμογή των κοινοτικών προγραμμάτων βοήθειας.
2. Η Επιτροπή μπορεί να αναλαμβάνει κάθε χρήσιμη πρωτοβουλία για την προώθηση του συντονισμού που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
Άρθρον 130ω
Στα πλαίσια των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη συνεργάζονται με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς. Ο τρόπος της συνεργασίας της Κοινότητας μπορεί να αποτελεί αντικείμενο συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας και των ενδιαφερομένων τρίτων μερών. Η διαπραγμάτευση και η σύναψη των συμφωνιών αυτών γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 228.
Το προηγούμενο εδάφιο δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να διαπραγματεύονται στα πλαίσια διεθνών οργανισμών και να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΔΑΦΩΝ
Άρθρον 131
Τα Κράτη μέλη συμφωνούν να συνδέσουν με την Κοινότητα τις μη ευρωπαϊκές χώρες και εδάφη που διατηρούν ιδιαίτερες σχέσεις με το Βέλγιο, τη Δανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτές οι χώρες και τα εδάφη, που αναφέρονται ακολούθως ως “χώρες και εδάφη” απαριθμούνται στο παράρτημα ΙV της παρούσης συνθήκης.
Σκοπός της συνδέσεως είναι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως των χωρών και εδαφών και η δημιουργία στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ αυτών και της Κοινότητος στο σύνολό της.
Σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο προοίμιο της παρούσης συνθήκης, η σύνδεση οφείλει κατά πρώτο λόγο να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κατοίκων των χωρών και εδαφών αυτών και να προάγει την ευημερία τους, ώστε να οδηγηθούν στην οικονομική, κοινωνική και μορφωτική ανάπτυξη που επιδιώκουν.
Άρθρον 132
Η σύνδεση έχει τους εξής σκοπούς:
1. Τα Κράτη μέλη εφαρμόζουν στις εμπορικές τους συναλλαγές με τις χώρες και εδάφη το καθεστώς που διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις δυνάμει της παρούσης συνθήκης.
2. Κάθε χώρα η έδαφος εφαρμόζει στις εμπορικές του συναλλαγές με τα Κράτη μέλη και τις άλλες χώρες και εδάφη το καθεστώς που εφαρμόζει έναντι του ευρωπαϊκού Κράτους, με το οποίο διατηρεί ιδιαίτερες σχέσεις.
3. Τα Κράτη μέλη συμβάλλουν στις επενδύσεις που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη των εν λόγω χωρών και εδαφών.
4. Η συμμετοχή σε διαγωνισμούς και προμήθειες, για επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την Κοινότητα, είναι ελεύθερη επι ίσοις όροις για όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια ενός των Κρατών μελών η των χωρών και εδαφών.
5. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων των θεσπιζομένων δυνάμει του άρθρου 136, το δικαίωμα εγκαταστάσεως υπηκόων και εταιρειών, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των χωρών και εδαφών, ρυθμίζεται χωρίς διακρίσεις σύμφωνα με τις διατάξεις και διαδικασίες που προβλέπονται στο κεφάλαιο περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως.
Άρθρον 133
1. Καταργούνται πλήρως οι δασμοί κατά την εισαγωγή στα Κράτη μέλη των εμπορευμάτων που προέρχονται από τις χώρες και εδάφη, σύμφωνα με την προοδευτική κατάργηση των δασμών μεταξύ των Κρατών μελών, όπως προβλέπεται στην παρούσα συνθήκη.
2. Οι εισαγωγικοί δασμοί που επιβάλλει κάθε χώρα και έδαφος επί προϊόντων των Κρατών μελών και των άλλων χωρών και εδαφών καταργούνται προοδευτικώς κατά τα άρθρα 12, 13, 14, 15 και 17.
3. Οι χώρες και εδάφη δύνανται, πάντως, να επιβάλλουν δασμούς που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αναπτύξεως και της εκβιομηχανίσεώς τους η δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρος που έχουν ως σκοπό τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού τους.
Οι δασμοί που αναφέρονται στο ανωτέρω εδάφιο μειώνονται προοδευτικώς μέχρι του επιπέδου των δασμών που ισχύουν για τις εισαγωγές των προϊόντων των προερχομένων από το Κράτος μέλος, με το οποίο κάθε χώρα ή έδαφος διατηρεί ιδιαίτερες σχέσεις. Τα ποσοστά και ο ρυθμός των μειώσεων που προβλέπονται στην παρούσα συνθήκη εφαρμόζονται επί της διαφοράς μεταξύ του δασμού που ισχύει για τα προϊόντα τα προερχόμενα από το Κράτος μέλος το οποίο διατηρεί με τη χώρα ή έδαφος ιδιαίτερες σχέσεις και του δασμού που ισχύει για όμοια προϊόντα προερχόμενα από τα άλλα Κράτη της Κοινότητος κατά την εισοδό τους στη χώρα ή στο έδαφος εισαγωγής.
4. Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται επί των χωρών και εδαφών που, λόγω ιδιαιτέρων διεθνών υποχρεώσεων, εφαρμόζουν ήδη κατά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης δασμολόγιο χωρίς διακρίσεις.
5. Η θέσπιση ή η τροποποίηση δασμών για έμπορεύματα που εισάγονται στις χώρες και εδάφη δεν επιτρέπεται να οδηγεί, νομικά ή πραγματικά, σε άμεση ή έμμεση διάκριση μεταξύ των εισαγωγών των προερχομένων από τ διάφορα Κράτη μέλη.
Άρθρον 134
Μέτρα για αντιμετώπιση εκτροπής του εμπορίου
Αν, κατά την εφαρμογή του άρθρου 133 παράγραφος 1, το ύψος των δασμών που ισχύουν κατά την εισαγωγή εντός χώρας ή εδάφους για τα έμπορεύματα που προέρχονται από τρίτη χώρα είναι ικανό να προκαλέσει εκτροπές του εμπορίου εις βάρος Κράτους μέλους, το Κράτος τούτο δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να προτείνει στα άλλα Κράτη μέλη τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση της καταστάσεως αυτής.
Άρθρον 135
Με την έπιφύλαξη των διατάξεων περί δημοσίας υγείας, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας τάξεως, ή ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων των χωρών και εδαφών εντός των Κρατών μελών και των εργαζομένων των Κρατών μελών εντός των χωρών και εδαφών θα ρυθμιστεί με μεταγενέστερες συμφωνίες που απαιτούν την ομοφωνία των Κρατών μελών.
Άρθρον 136
Κατά τη διάρκεια μιάς πρώτης περιόδου πέντε ετών από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης, οι τρόποι και η διαδικασία της συνδέσεως των χωρών και εδαφών με την Κοινότητα καθορίζονται από τη σχετική σύμβαση εφαρμογής που προσαρτάται στην παρούσα συνθήκη.
Προ της λήξεως της προβλεπομένης στην ανωτέρω παράγραφο συμβάσεως, το Συμβούλιο καθορίζει ομοφώνως, βάσει των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων και των αρχών της παρούσης συνθήκης, τις διατάξεις που πρέπει να προβλεφθούν για μιά νέα περίοδο.
Άρθρον 136α
Οι διατάξεις των άρθρων 131 έως 136 εφαρμόζονται στη Γροιλανδία με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων περί Γροιλανδίας που περιέχονται στο πρωτόκολλο σχετικά με το ιδιαίτερο καθεστώς που εφαρμόζεται στη Γροιλανδία, το οποίο προσαρτάται στην παρούσα συνθήκη.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟΝ
ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ
ΤΙΤΛΟΣ Ι
Διατάξεις περί των οργάνων
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1
Τα όργανα
ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Άρθρον 137
Τό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελείται από αντιπροσώπους των λαών καί κρατών που έχουν συνενωθεί στην Κοινότητα και ασκεί τις εξουσίες που του αναθέτει η παρούσα συνθήκη. “Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν υπερβαίνουν τα επτακόσια”.
Άρθρον 138
1. “Οι αντιπρόσωποι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο των λαών των κρατών, τα οποία συνενώθησαν εντός της Κοινότητας, εκλέγονται με άμεση και καθολική ψηφοφορία”.
2. “Ο αριθμός των εκλεγομένων σε κάθε Κράτος μέλος αντιπροσώπων καθορίζεται ως εξής:
Βέλγιο ………………………………….. 24 Δανία …………………………………… 16 Γερμανία ………………………………… 81 Ελλάδα ………………………………….. 24 Ισπανία …………………………………. 60 Γαλλία ………………………………….. 81 Ιρλανδία ………………………………… 15 Ιταλία ………………………………….. 81 Λουξεμβούργο ……………………………… 6 Κάτω Χώρες ………………………………. 25 Πορτογαλία ………………………………. 24 Ηνωμένο Βασίλειο …………………………. 81″.
3. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταρτίζει σχέδιο για τη διεξαγωγή εκλογών με άμεση και καθολική ψηφοφορία κατά ενιαία διαδικασία σε όλα τα κράτη μέλη ή σύμφωνα με κοινές αρχές όλων των κρατών μελών”,
Το Συμβούλιο, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το οποίο αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών από τα οποία απαρτίζεται, θεσπίζει ομόφωνα τις διατάξεις που συνιστά στα κράτη μέλη να αποδεχθούν σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.
4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αφού ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής και με την ομόφωνη έγκριση του Συμβουλίου, θεσπίζει τους κανόνες και τους γενικούς όρους που θα διέπουν την εκπλήρωση των καθηκόντων των μελών του”.
Άρθρον 138α
Τα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την ολοκλήρωση στα πλαίσια της Ενωσης. Συμβάλλουν στη δημιουργία ευρωπαικής συνείδησης και στην έκφραση της πολιτικής βούλησης των πολιτών της Ενωσης.
Άρθρον 138β
Στο βαθμό που προβλέπεται από την παρούσα συνθήκη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετέχει στη διαδικασία θέσπισης των κοινοτικών πράξεων, ασκώντας τις εξουσίες του στα πλαίσια των διαδικασιών που ορίζονται στα άρθρα 189 Β και 189 Γ, και διατυπώνοντας σύμφωνες ή συμβουλευτικές γνώμες.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, με την πλειοψηφία των μελών του, να ζητάει από την Επιτροπή να υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις για θέματα για τα οποία χρειάζεται κατά τη γνώμη του να εκπονηθούν κοινοτικές πράξεις προκειμένου να υλοποιηθεί η παρούσα συνθήκη.
Άρθρον 138γ
Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, αιτήσει του ενός τετάρτου των μελών του, να συνιστά προσωρινή εξεταστική επιτροπή για να εξετάσει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων που έχουν δοθεί από την παρούσα συνθήκη σε άλλα όργανα ή οργανισμούς, τις καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, εκτός εάν τα καταγγελλόμενα γεγονότα εκδικάζονται ενώπιον δικαστηρίου και για όσο χρονικό διάστημα δεν έχει ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία.
Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή παύει να υφίσταται από τη στιγμή που καταθέτει την έκθεσή της,
Οι λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων καθορίζονται με κοινή συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.
Άρθρον 138δ
Οί πολίτες της `Ενωσης, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος, δικαιούνται να υποβάλλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που υπάγονται στους τομείς δραστηριοτήτων της Κοινότητας και το οποίο τους αφορά άμεσα”.
Άρθρον 138ε
1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ορίζει διαμεσολαβητή, ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος να παραλαμβάνει τις καταγγελίες όλων των πολιτών της Ενωσης ή των φυσικών ή νομικών προσώπων που κατοικούν ή έχουν την καταστατική τους έδρα σε κράτος μέλος, σχετικά με περιπτώσεις κακής διοίκησης στα πλαίσια της δράσης των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών, με εξαίρεση το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων.
Στα πλαίσια των καθηκόντων του, ο διαμεσολαβητής διεξάγει τις έρευνες που κρίνει δικαιολογημένες είτε με δική του πρωτοβουλία είτε βάσει των καταγγελιών που του έχουν υποβληθεί απευθείας ή μέσω μέλους του Εύρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκτός εάν για τα καταγγελόμενα γεγονότα έχει ή είχε κινηθεί δικαστική διαδικασία. Εάν ο διαμεσολαβητής διαπιστώνει περίπτωση κακής διοίκησης, υποβάλλει το θέμα στο οικείο όργανο, το οποίο διαθέτει προθεσμία τριών μηνών για να εκθέσει τη γνώμη του στον διαμεσολαβητή. Ο διαμεσολαβητής διαβιβάζει εν συνεχεία έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και προς το οικείο όργανο. Ο καταγγέλων ενημερώνεται για το αποτέλεσμα των ερευνών αυτών.
Ο διαμεσολαβητής συντάσσει ετήσια έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών του.
2. Ο διαμεσολαβητής διορίζεται μετά από κάθε εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Η θητεία του δύναται να ανανεωθεί.
Το Δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του αιτήσει του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, εάν παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα.
3. Ο διαμεσολαβητής ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δεν ζητά ούτε δέχεται υποδείξεις από κανένα οργανισμό. Ο διαμεσολαβητής δεν μπορεί, κατά τη διάρκεια των καθηκόντων του, να ασκεί καμιά άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη.
4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από γνώμη της Επιτροπής και με την έγκριση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, προσδιορίζει το καθεστώς και τους γενικούς όρους της άσκησης των καθηκόντων του διαμεσολαβητή”.
Άρθρον 139
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνέρχεται σε ετήσια σύνοδο αύτοδικαίως τη δεύτερη Τρίτη του Μαρτίου.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να συνέλθει σε έκτακτη σύνοδο, αν το ζητήσει η πλειοψηφία των μελών του, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή.
Άρθρον 140
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκλέγει μεταξύ τών μελών της τον πρόεδρο και το προεδρείο της.
Τα μέλη της Επιτροπής δύνανται να μετέχουν σε όλες τις συνεδριάσεις και ακούονται εξ ονόματος της Επιτροπής όποτε ζητήσουν τον λόγο.
Η Επιτροπή απαντά προφορικώς ή γραπτώς στις ερωτήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή των μελών της.
Το Συμβούλιο ακούεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα μέ τον κανονισμό του.
Άρθρον 141
Εκτός αντιθέτων διατάξεων της παρούσης συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβουλίο αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων.
Ο κανονισμός του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου ορίζει την απαρτία.
Άρθρον 142
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψηφίζει τον κανονισμό της αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των μελών της.
Τα πρακτικά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δημοσιεύονται κατά τις διατάξεις του κανονισμού αυτού.
Άρθρον 143
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συζητεί σε δημόσια συνεδρίαση την ετήσια γενική έκθεση που της υποβάλλει η Επιτροπή.
Άρθρον 144
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν δύναται να αποφασίσει επί προτάσεων δυσπιστίας κατά της δραστηριότητος της Επιτροπής πριν παρέλθουν τρείς τουλάχιστον ημέρες μετά την υποβολή της, και μόνο με φανερή ψηφοφορία.
Αν η πρόταση δυσπιστίας γίνει δεκτή με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων και την πλειοψηφία των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα μέλη της Επιτροπής οφείλουν να παραιτηθούν συλλογικώς. Μέχρις ότου αντικατασταθούν, σύμφωνα με το άρθρο 158, εξακολουθούν να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή, η θητεία των μελών της Επιτροπής που διορίζονται σε αντικατάστασή τους, λήγει την ημερομηνία που θα είχε λήξει η θητεία των μελών της Επιτροπής που εξαναγκάσθηκαν σε συλλογική παραίτηση.
ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Το Συμβούλιο
Άρθρον 145
Για την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσης συνθήκης και κατά τους όρους αυτής, το Συμβούλιο:
– διασφαλίζει τον συντονισμό της γενικής οικονομικής πολιτικής των Κρατών μελών
– έχει εξουσία λήψεως αποφάσεων
– αναθέτει στην Επιτροπή, με τις πράξεις που εκδίδει, Αρμοδιότητες εκτέλεσης τών καθηκόντων που θεσπιζει. Το Συμβούλιο μπορεί να υπαγάγει την άσκηση των αρμοδιοτήτων σε ορισμένους όρους. Το Συμβούλιο μπορεί επίσης να διατηρήσει το δικαίωμα να ασκεί απευθείας εκτελεστικές Αρμοδιότητες σε ειδικές περιπτώσεις. Οι ανωτέρω όροι πρέπει να ανταποκρίνονται στίς αρχές και στους κανόνες που θα έχει θεσπίσει προηγουμένως το Συμβούλιο, με ομόφωνη απόφαση, μετά από πρόταση της Επιτροπής και γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Άρθρον 146
Το Συμβούλιο απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο κάθε κράτους μέλους σε υπουργικό επίπεδο, ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος να δεσμεύει την κυβέρνηση του κράτους μέλους που αντιπροσωπεύει.
Η προεδρία ασκείται διαδοχικώς από κάθε κράτος μέλος του Συμβουλίου για περίοδο έξι μηνών σύμφωνα με την ακόλουθη σειρά των κρατών μελών:
– γιά ένα πρώτο κύκλο έξι ετών: Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Ηνωμένο Βασίλειο,
– για τον επόμενο κύκλο έξι ετών: Δανία, Βέλγιο, Ελλάδα, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία, Κάτω Χώρες, Λουξεμβούργο, Ηνωμένο Βασίλειο, Πορτογαλία”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο Ζ.43 ΣυνθΕΕ
Άρθρον 147
Τό Συμβούλιο συνέρχεται κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου του με πρωτοβουλία αυτού του ιδίου, ενός από τα μέλη ή της Επιτροπής”.
Άρθρον 148
1. Εκτός αντιθέτων διατάξεων της παρούσης συνθήκης, το Συμβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών του.
2. Οταν το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, οι ψήφοι των μελών του σταθμίζονται ως εξής:
Βέλγιο……………………………… 5 Δανία………………………………. 3 Γερμανία……………………………. 10 Ελλάς………………………………. 5 Ισπανία…………………………….. 8 Γαλλία……………………………… 10 Ιρλανδία……………………………. 3 Ιταλία……………………………… 10 Λουξεμβούργο………………………… 2 Κάτω Χώρες………………………….. 5
Πορτογαλία …………………………. 5 Ηνωμένο Βασίλειο…………………….. 10
Για να αποφασίσει το Συμβούλιο απαιτούνται τουλάχιστον: – πενήντα τέσσερις ψήφοι, όταν κατά την παρούσα συνθήκη το Συμβούλιο αποφασίζει προτάσει της Επιτροπής, – πενήντα τέσσερις ψήφοι, που περιλαμβάνουν τις ψήφους οκτώ τουλάχιστον μελών, στις άλλες περιπτώσεις. 3. Οι αποχές παρόντων ή αντιπροσωπευομένων μελών δεν εμποδίζουν το Συμβούλιο να αποφασίζει όταν απαιτείται ομοφωνία.
Άρθρον 149
Σημ.: όπως Καταργήθηκε με το άρθρο Ζ.45 ΣυνθΕΕ
Άρθρον 150
Σε περίπτωση ψηφοφορίας, κάθε μέλος του Συμβουλίου δύναται να αντιπροσωπεύσει ένα μόνο από τα λοιπά μέλη.
Άρθρον 151
1. Μια επιτροπή, αποτελούμενη από τους μόνιμους αντιπροσώπους των κρατών μελών έχει ως έργο την προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου και την εκτέλεση των εντολών που της ανατίθενται από το Συμβούλιο. Η επιτροπή δύναται να λαμβάνει διαδικαστικές αποφάσεις στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου.
2. Το Συμβούλιο επικουρείται από γενική γραμματεία, υπό την ευθύνη ενός γενικού γραμματέα, ύπατου εκπροσώπου για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, επικουρούμενου από αναπληρωτή γενικό γραμματέα υπεύθυνο για τη λειτουργία της γενικής γραμματείας. Ο γενικός γραμματέας και ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας διορίζονται από το Συμβούλιο με ομοφωνία.
Το Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με την οργάνωση της γενικής γραμματείας.
3. Το Συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμού.
Για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 191 Α παράγραφος 3, το Συμβούλιο εισάγει στο εν λόγω κανονισμό τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, το Συμβούλιο ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να θεωρείται ότι ενεργεί στα πλαίσια της νομοθετικής του εξουσίας, με σκοπό να καθίσταται δυνατή μια μεγαλύτερη πρόσβαση στα έγγραφα για τις περιπτώσεις αυτές, παράλληλα δε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Σε κάθε περίπτωση, όταν το Συμβούλιο ενεργεί στα πλαίσια της νομοθετικής του εξουσίας, δημοσιοποιούνται τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας και η αιτιολόγηση των ψήφων καθώς επίσης και οι δηλώσεις στα πρακτικά”.
Άρθρον 152
Το Συμβούλιο δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να διεξαγάγει τις κατά την άποψή του πρόσφορες ερευνες για την πραγματοποίηση των κοινών σκοπών και να του υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις.
Άρθρον 153
Το Συμβούλιο, μετά γνώμη της Επιτροπής, καθορίζει το νομικό καθεστώς των επιτροπών που προβλέπονται στην παρούσα συνθήκη.
Άρθρον 154
Το Συμβούλιο ορίζει με ειδική πλειοψηφία τις αποδοχές, αποζημιώσεις και συντάξεις του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής, του Προέδρου, των δικαστών, των γενικών εισαγγελέων και του γραμματέως του Δικαστηρίου. Ορίζει επίσης, με την ίδια πλειοψηφία, κάθε άλλη αποζημίωση που καταβάλλεται αντί αμοιβής”.
ΤΜΗΜΑ ΤΡΙΤΟ
Η Επιτροπή
Άρθρον 155
Για τη διασφάλιση της λειτουργίας και αναπτύξεως της κοινής αγοράς, η Επιτροπή: – μεριμνά για την εφαρμογή της παρούσης συνθήκης καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα όργανα – διατυπώνει συστάσεις ή γνώμες επί θεμάτων που αποτελούν αντικείμενο της παρούσης συνθήκης, εφ` όσον προβλέπεται ρητώς από αυτήν ή θεωρείται αναγκαίο από την Επιτροπή – έχει ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων και συμπράττει στη διαμόρφωση των πράξεων του Συμβουλίου και της Συνελεύσεως κατά τις διατάξεις της παρούσης συνθήκης – ασκεί τις Αρμοδιότητες που της αναθέτει το Συμβούλιο για την εκτέλεση των κανόνων που θεσπίζει.
Άρθρον 156
Η Επιτροπή δημοσιεύει κατ` έτος, ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως της συνόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, γενική έκθεση περί της δραστηριότητος της Κοινότητας.
Άρθρον 157
1. Η Επιτροπή αποτελείται από δεκαεπτά μέλη που επιλέγονται βάσει των γενικών τους προσόντων και τα οποία παρέχουν κάθε εγγύηση ανεξαρτησίας. Ο αριθμός των μελών της Επιτροπής δύναται να τροποποιείται ομοφώνως από το Συμβούλιο. Μόνον οι έχοντες την ιθαγένεια των κρατών μελών δύνανται να είναι μέλη της Επιτροπής. Η Επιτροπή πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον έναν υπήκοο από κάθε κράτος μέλος, χωρίς ο αριθμός των μελών των εχόντων την αυτή ιθαγένεια να είναι μεγαλύτερος των δύο.
2. Τα μέλη της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους δε ζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από καμιά κυβέρνηση ή άλλον οργανισμό. Απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τον χαρακτήρα των καθηκόντων τους. Κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να σέβεται την αρχή αυτή και να μην επιδιώκει να επηρεάζει τα μέλη της Επιτροπής κατά την εκτέλεση του έργου τους. Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται, κατά τη διάρκεια της θητείας του να ασκούν οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη. Αναλαμβάνουν επισήμως την υποχρέωση, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, να τηρούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους, και ιδίως τα καθήκοντα εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή, μετά τη λήξη της θητείας τους, ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων. Σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων αυτών, το Δικαστήριο, αιτήσει του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, δύναται, αναλόγως της περιπτώσεως, να απαλλάξει από τα καθήκοντά του το ενδιαφερόμενο μέλος, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 160 ή να αποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή από άλλες αντ` αυτού παροχές”.
Άρθρον 158
1. Τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται, για περίοδο πέντε ετών, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2, και με την έπιφύλαξη, ενδεχομένως, των διατάξεων του άρθρου 144. Η θητεία τους δύναται να ανανεωθεί.
2. Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών ορίζουν με κοινή συμφωνία, την προσωπικότητα που προτίθενται να διορίσουν ως πρόεδρο της Επιτροπής, ο Διορισμός εγκρίνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, με κοινή συμφωνία με τον ορισθέντα πρόεδρο, ορίζουν τις άλλες προσωπικότητες που προτίθενται να διορίσουν μέλη της Επιτροπής”. Ο Πρόεδρος και τα άλλα μέλη της Επιτροπής που ορίστηκαν κατ` αυτό τον τρόπο, υπόκεινται, ως σώμα, σε ψήφο έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μετά την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος και τα άλλα μέλη της Επιτροπής διορίζονται, με κοινή συμφωνία, από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 καί 2 εφαρμόζονται, για πρώτη φορά, για τον Πρόεδρο και τα άλλα μέλη της επιτροπής, των οποίων η θητεία αρχίζει στις 7 Ιανουαρίου 1995. Ο Πρόεδρος και τα άλλα μέλη της Επιτροπής των οποίων η θητεία αρχίζει στις 7 Ιανουαρίου 1993,διορίζονται με κοινή συμφωνία από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Η θητεία του λήγει στις 6 Ιανουαρίου 1995″.
Άρθρον 159
Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων, τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής λήγουν ατομικώς κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά. Το εν λόγω μέλος αντικαθίσταται για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του από νέο μέλος που διορίζεται με κοινή συμφωνία από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει ομόφωνα ότι δεν συντρέχει λόγος αντικατάστασης. Εάν ο Πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει, αντικαθίσταται για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 158, παράγραφος 2. Εκτός από την περίπτωση απαλλαγής από τα καθήκοντά τους που προβλέπεται στο άρθρο 160, τα μέλη της Επιτροπής παραμένουν σε υπηρεσία μέχρις ότου αντικατασταθούν.
Άρθρον 160
Κάθε μέλος της Επιτροπής, αν δεν πληροί πλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα, δύναται να απαλλάσσεται των καθηκόντων του από το Δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου ή της Επιτροπής.
Άρθρον 161
Η Επιτροπή δύναται να διορίσει έναν ή δύο Αντιπροέδρους μεταξύ των μελών της.
Άρθρον 162
1. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή διεξάγουν μεταξύ τους διαβουλεύσεις και ρυθμίζουν με κοινή συμφωνία τους τρόπους συνεργασίας τους.
2. Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της προς εξασφάλιση της λειτουργίας της και της λειτουργίας των υπηρεσιών της, κατά τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα συνθήκη. Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό αυτόν.
Άρθρον 163
Η Επιτροπή εργάζεται υπό την πολιτική καθοδήγηση του προέδρου της.
Η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών που προβλέπεται στο άρθρο 157. Η Επιτροπή συνεδριάζει εγκύρως, όταν είναι παρόντα όσα μέλη απαιτούνται από τον κανονισμό της.
ΤΜΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
Το Δικαστήριο
Άρθρον 164
Το Δικαστήριο εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της παρούσης συνθήκης.
Άρθρον 165
Το Δικαστήριο αποτελείται από δεκατρείς δικαστές. Το Δικαστήριο συνεδριάζει σε ολομέλεια. Δύναται όμως να συγκροτεί τμήματα μεταξύ των μελών του από τρείς ή πέντε δικαστές, για τη διεξαγωγή ορισμένων προπαρασκευαστικών ενεργειών ή την εκδίκαση ορισμένων κατηγοριών υποθέσεων, κατά τις διατάξεις ειδικού κανονισμού. Το Δικαστήριο συνεδριάζει σε ολομέλεια εφόσον το ζητήσει ένα κράτος μέλος ή κάποιο όργανο της Κοινότητας το οποίο είναι διάδικος. Κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο δύναται, αποφασίζοντας ομοφώνως, να αυξήσει τον αριθμό των δικαστών και να επιφέρει τις αναγκαίες προσαρμογές στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο και στο άρθρο 167, δεύτερο εδάφιο.
Άρθρον 166
Το Δικαστήριο επικουρείται από έξι γενικούς εισαγγελείς. Ο γενικός εισαγγελεύς διατυπώνει δημοσία με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο, για να το συνδράμει στην εκπλήρωση του κατά το άρθρο 164 έργου του. Κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο δύναται αποφασίζοντας ομοφώνως να αυξήσει τον αριθμό των γενικών εισαγγελέων και να επιφέρει τις αναγκαίες προσαρμογές στο άρθρο 167 τρίτη παράγραφος.
Άρθρον 167
Οι δικαστές και οι Γενικοί Εισαγγελείς επιλέγονται μεταξύ προσωπικοτήτων που παρέχουν πλήρη εγγύηση ανεξαρτησίας και συγκεντρώνουν στις χώρες τους τις αναγκαίες προϋποθέσεις για το διορισμό στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα ή είναι νομικοί ανεγνωρισμένου κύρους. Διορίζονται διά κοινής συμφωνίας από τις κυβερνήσεις των Κρατών μελών για περίοδο έξι ετών. Κάθε τρία έτη γίνεται μερική ανανέωση των δικαστών. Αφορά εκ περιτροπής επτά και έξι δικαστές. Κάθε τρία έτη γίνεται μερική ανανέωση των γενικών εισαγγελέων. Αφορά εκάστοτε τρείς γενικούς εισαγγελείς. Επιτρέπεται ο επαναΔιορισμός εξερχομένων δικαστών και γενικών εισαγγελέων. Οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τον πρόεδρο του Δικαστηρίου για περίοδο τριών ετών. Η επανεκλογή του επιτρέπεται.
Άρθρον 168
Το Δικαστήριο διορίζει τον γραμματέα του και καθορίζει την υπηρεσιακή του κατάσταση.
Άρθρον 168α
1. Προσαρτάται στο Δικαστήριο ένα Πρωτοδικείο για να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό ορισμένες κατηγορίες προσφυγών που καθορίζονται με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2, υπό την επιφύλαξη ασκήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου περιοριζομένης σε νομικά ζητήματα και υπό τους όρους του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Τό Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προδικαστικών ζητημάτων, τα οποία υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 177.
2. Μετά από αίτηση του Δικαστηρίου και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, καθορίζει τις κατηγορίες προσφυγών της παραγράφου 1 και τη σύνθεση του Πρωτοδικείου και θεσπίζει τις αναγκαίες προσαρμογές και συμπληρωματικές διατάξεις του οργανισμού του Δικαστηρίου. Εκτός από αντίθετη απόφαση του Συμβουλίου, οι διατάξεις της παρούσας συνθήκης σχετικά με το Δικαστήριο, και ιδίως οι διατάξεις του πρωτοκόλλου για τον Οργανισμό του Δικαστηρίου, εφαρμόζονται και στο Πρωτοδικείο”.
3. Τα μέλη του Πρωτοδικείου επιλέγονται μεταξύ προσώπων που παρέχουν πλήρη εγγύηση ανεξαρτησίας και έχουν την απαιτούμενη ικανότητα για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων διορίζονται με κοινή συμφωνία από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών για περίοδο έξι ετών. Ανά τριετία γίνεται μερική ανανέωση. Τα απερχόμενα μέλη μπορούν να διορίζονται εκ νέου.
4. Το Πρωτοδικείο καταρτίζει τον κανονισμό διαδικασίας του, σε συμφωνία με το Δικαστήριο. Ο κανονισμός αυτός υπόκειται στην ομόφωνη έγκριση του Συμβουλίου”.
Άρθρον 169
Αν η Επιτροπή κρίνει ότι ένα Κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ της παρούσης συνθήκης, διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη επί του θέματος, αφού προηγουμένως παράσχει τη δυνατότητα στο Κράτος αυτό να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του. Αν το κράτος δεν συμμορφωθέι με τη γνώμη αυτή εντός της προθεσμίας που του τάσσει η Επιτροπή, δύναται η τελευταία να προσφύγει στο Δικαστήριο.
Άρθρον 170
Κάθε Κράτος μέλος δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι άλλο Κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ της παρούσης συνθήκης. Πριν ένα Κράτος μέλος ασκήσει προσφυγή κατά άλλου Κράτους μέλους, επικαλούμενο παράβαση υποχρεώσεως εκ της παρούσης συνθήκης, οφείλει να φέρει το ζήτημα στην Επιτροπή. Η Επιτροπή διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη επί του θέματος, αφού προηγουμένως παράσχει τη δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα Κράτη να προβούν κατ` αντιδικία σε γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις. Αν η Επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη εντός τριών μηνών από της υποβολής της αιτήσεως, η προσφυγή δύναται να κατατεθεί στο Δικαστήριο και χωρίς τη γνώμη της Επιτροπής.
Άρθρον 171
1. Εάν το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ της παρούσας συνθήκης, το κράτος αυτό οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.
2. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έλαβε τα προαναφερόμενα μέτρα, συντάσσει, αφού παράσχει σ` αυτό το κράτος τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, αιτιολογημένη γνώμη, διευκρινίζοντας τα σημεία στα οποία το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου. Εάν το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου μέσα στην προθεσμία που όρισε η Επιτροπή, τότε η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα το ύψος του κατ` αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής που οφείλει να καταβάλει το κράτος μέλος και το οποίο η Επιτροπή κρίνει κατάλληλο για την περίσταση. Εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε με την απόφασή του, μπορεί να επιβάλει την καταβολή κατ` αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής. Η διαδικασία αυτή δεν θίγει το άρθρο 170″.
Άρθρον 172
Οι κανονισμοί που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από το Συμβούλιο, βάσει της παρούσας συνθήκης,δύνανται να χορηγούν στο Δικαστήριο πλήρη δικαιοδοσία σχετικά με τις κυρώσεις που προβλέπουν”.
Άρθρον 173
Το δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, από το Συμβούλιο, την επιτροπή και την ΕΚΤ, εκτός των συστάσεων και γνωμών, και τη νομιμότητα των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων. Για το σκοπό αυτό, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών που ασκούνται από κράτος μέλος, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, λόγω αναρμοδιότητος, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως της παρούσας συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας. “Υπό τις αυτές προϋποθέσεις, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της ΕΚΤ, οι οποίες αποβλέπουν στη διατήρηση των προνομίων τους”. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται με τις ίδιες προϋποθέσεις να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ` αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά. Οι προσφυγές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο ασκούνται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στο προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώμη της πράξεως”.
Άρθρον 174
Απόφαση του Δικαστηρίου
Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο κηρύσσει την προσβαλλόμενη πράξη άκυρη. Αν το Δικαστήριο κηρύξει κανονισμό άκυρο, προσδιορίζει,εφ`όσον το κρίνει αναγκαίο, εκείνα τα αποτελέσματα του ακυρωθέντος κανονισμού που θεωρούνται ότι διατηρούν την ισχύ τους.
Άρθρον 175
Αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή, κατά παράβαση της παρούσας συνθήκης, παραλείπουν να αποφασίσουν, τα κράτη μέλη και τα άλλα όργανα της Κοινότητας δύνανται να ασκούν προσφυγή στο δικαστήριο και να ζητούν τη διαπίστωση της παράβασης αυτής. Η προσφυγή αυτή είναι παραδεκτή μόνον αν το εν λόγω όργανο κληθεί προηγουμένως να ενεργήσει. Αν αυτό το όργανο δεν λάβει θέση εντός δύο μηνών από την πρόσκληση, η προσφυγή δύναται να ασκηθεί εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, υπό τις προϋποθέσεις των προηγουμένων παραγράφων, δύναται να προσφεύγει στο Δικαστήριο κατά οργάνου της Κοινότητος το οποίο παρέλειψε να του απευθύνει πράξη εκτός συστάσεως ή γνώμης. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, υπό τις αυτές προϋποθέσεις, να εκδικάζει προσφυγές που ασκεί ή ΕΚΤ στους τομείς των αρμοδιοτήτων της ή που ασκούνται κατ` αυτής”.
Άρθρον 176
Το όργανο ή τα όργανα των οποίων η πράξη εκηρύχθη άκυρη ή των οποίων η παράλειψη εκηρύχθη αντίθετη προς την παρούσα συνθήκη, οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Η υποχρέωση αυτή δε θίγει τις υποχρεώσεις που δύνανται να προκύψουν από την εφαρμογή του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο. Το παρόν άρθρο ισχύει και για την ΕΚΤ.
Άρθρον 177
Το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις: α) επί της ερμηνείας της παρούσας συνθήκης, β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της Κοινότητας και της ΕΚΤ. γ) επί της ερμηνείας των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθηκαν με πράξη του Συμβουλίου, εφόσον το προβλέπουν τα εν λόγω καταστατικά. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ` αυτού. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του έσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.
Άρθρον 178
Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί των διαφορών αποζημιώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 215 δεύτερη παράγραφος.
Άρθρον 179
Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Κοινότητος και των υπαλλήλων της, εντός των ορίων και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο κανονισμός περί της υπηρεσιακής τους καταστάσεως ή που προκύπτουν από το καθεστώς που τους διέπει.
Άρθρον 180
Υπό τους όρους των κατωτέρω διατάξεων, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί των διαφορών που αφορούν: α) την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των κρατών μελών που προκύπτουν από το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας διαθέτει εν προκειμένω τις εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή από το άρθρο 169, β) τις πράξεις του Συμβουλίου των Διοικητικών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κάθε κράτος μέλος, η επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας δύνανται να ασκούν σχετικώς προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 173, γ) τις πράξεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κατά των πράξεων αυτών δύνανται να προσφεύγουν, σύμφωνα με το άρθρο 173, μόνο κράτη μέλη ή η επιτροπή και μόνο λόγω παράβασης των τύπων που προβλέπει το άρθρο 21 παράγραφος 2 και παράγραφοι 5 μέχρι και 7 του καταστατικού της Τράπεζας, δ) την εκτέλεση εκ μέρους των εθνικών κεντρικών τραπεζών των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα συνθήκη και το καταστατικό του ΕΣΚΤ. Το Συμβούλιο της ΕΚΤ διαθέτει, για το σκοπό αυτό, έναντι των εθνικών κεντρικών τραπεζών, τις εξουσίες που διαθέτει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 169 έναντι των κρατών μελών. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι εθνική κεντρική τράπεζα έχει παραβεί υποχρέωσή της εκ της παρούσας συνθήκης, η τράπεζα αυτή οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου.
Άρθρον 181
Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνάπτεται από την Κοινότητα ή για λογαριασμό της.
Άρθρον 182
Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των Κρατών μελών, συναφούς με το αντικείμενο της παρούσης συνθήκης, αν η διαφορά αυτή του υποβληθεί δυνάμει συμβάσεως διαιτησίας.
Άρθρον 183
Εφ` όσον η παρούσα συνθήκη δεν προβλέπει αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, οι διαφορές στις οποίες η Κοινότης είναι διάδικος δεν εξαιρούνται εκ του λόγου αυτού από την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.
Άρθρον 184
Παρά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 173, πέμπτο εδάφιο, κάθε διάδικος μπορεί, επ` ευκαιρία διαφοράς που θέτει υπό αμφισβήτηση την ισχύ κανονισμού που έχει εκδοθεί από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ή την ισχύ κανονισμού του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ΕΚΤ, να επικαλείται το ανεφάρμοστο του κανονισμού αυτού, ενώπιον του Δικαστηρίου, για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο.
Άρθρον 185
Οι προσφυγές στο Δικαστήριο δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο όμως δύναται, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως.
Άρθρον 186
Στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του, το Δικαστήριο δύναται να διατάσσει τα αναγκαία Προσωρινά μέτρα.
Άρθρον 187
Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι εκτελεστές κατά τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 192.
Άρθρον 188
Ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο. Το Συμβούλιο, αποφασίζονται, ομόφωνα κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου και μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να τροποποιεί τις διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ του οργανισμού εις την διακοσιοστή (200). Το Δικαστήριο θεσπίζει τον κανονισμό διαδικασίας του. Ο κανονισμός αυτός υπόκειται στην ομόφωνη έγκριση του Συμβουλίου.
ΤΜΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
Το Ελεγκτικό Συνέδριο
Άρθρον 188α
Αποστολή
Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξασφαλίζει τον έλεγχο των λογαριασμών.
Άρθρον 188β
1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο αποτελείται από δώδεκα μέλη.
2. Τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιλέγονται μεταξύ προσωπικοτήτων που υπηρετούν ή έχουν υπηρετήσει στις χώρες τους σε όργανα έξωτερικού ελέγχου ή διαθέτουν ειδικά προσόντα για το λειτούργημα αυτό. Οφείλουν να παρέχουν πλήρη εγγύηση ανεξαρτησίας.
3. Τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου διορίζονται από το Συμβούλιο ομοφώνως κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για περίοδο έξι ετών. Πάντως, κατά τους πρώτους διορισμούς, τέσσερα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οριζόμενα με κλήρο διορίζονται για τέσσερα μόνο έτη. Τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου δύνανται να επαναδιορίζονται. Τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκλέγουν μεταξύ τους τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου για περίοδο τριών ετών.Η επανεκλογή του επιτρέπεται.
4. Τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, δεν ζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από καμιά κυβέρνηση ή άλλον οργανισμό. Απέχουν από κάθε ενέργεια ασυμβίβαστη με τα καθήκοντά τους.
5. Τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν δύνανται, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, να ασκούν οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη. Αναλαμβάνουν επισήμως την υποχρέωση, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, να τηρούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά τη λήξη αυτής, τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους, και ιδίως τις υποχρεώσεις εντιμότητας και διακριτικότητας ως προς την αποδοχή, μετά την αποχώρησή τους, ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων.
6. Εκτός των τακτικών ανανεώσεων και των θανάτων, τα καθήκοντα μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου λήγουν, είτε ατομικώς δια παραιτήσεως, είτε δι` απαλλαγής εξ αυτών που κηρύσσεται από το Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου
7. Το μέλος που αποχωρεί αντικαθίσταται για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του. Εκτός της περιπτώσεως της απαλλαγής από τα καθήκοντά τους, τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου παραμένουν εν υπηρεσία μέχρις ότου αντικατασταθούν.
7. Τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου δύνανται να απαλλάσσονται των καθηκόντων τους ή να κηρύσσονται έκπτωτα του δικαιώματος προς σύνταξη ή άλλων αντ` αυτού ωφελημάτων μόνον αν το Δικαστήριο διαπιστώσει, κατόπιν αιτήσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ότι έπαυσαν να ανταποκρίνονται προς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους.
8. Το Συμβούλιο ορίζει, με ειδική πλειοψηφία, τους όρους απασχολήσεως, και ιδίως τις αποδοχές, αποζημιώσεις και συντάξεις του Προέδρου και των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ορίζει επίσης, με την ίδια πλειοψηφία, κάθε άλλη αποζημίωση που επέχει θέση αμοιβής.
9. Οι επί των δικαστών του Δικαστηρίου εφαρμοζόμενες διατάξεις του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και των ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ισχύουν και για τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρον 188γ
1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τους λογαριασμούς του συνόλου των εσόδων και των εξόδων της Κοινότητας. Ελέγχει επίσης τους λογαριασμούς του συνόλου των εσόδων και εξόδων κάθε οργανισμού ιδρυομένου από την Κοινότητα, στο βαθμό που η ιδρυτική πράξη δεν αποκλείει τον έλεγχο αυτό. “Το Ελεγκτικό Συνέδριο εγχειρίζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δήλωση που βεβαιώνει την ακρίβεια των λογαριασμών και τη νομιμότητα και κανονικότητα των σχετικών πράξεων η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων”,
“2. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τη νομιμότητα και την κανονικότητα της πραγματοποιήσεως των εσόδων και εξόδων και εξακριβώνει τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση. Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, το Ελεγκτικό Συνέδριο αναφέρει ειδικότερα οποιαδήποτε παρατυπία”,
Ο έλεγχος των εσόδων διενεργείται βάσει των ποσών που βεβαιώνονται ως οφειλόμενα και των ποσών που πράγματι καταβάλλονται στην Κοινότητα. Ο έλεγχος των εξόδων διενεργείται βάσει των αναληφθεισών υποχρεώσεων και των πραγματοποιηθεισών πληρωμών. Οι έλεγχοι αυτοί δύνανται να διενεργούνται προ του κλεισίματος των λογαριασμών του σχετικού οικονομικού έτους.
“3. Ο έλεγχος πραγματοποιείται βάσει εγγράφων και, εν ανάγκη, επιτόπου στα άλλα όργανα της Κοινότητας, στις εγκαταστάσεις κάθε οργανισμού που διαχειρίζεται έσοδα ή έξοδα για λογαριασμό της Κοινότητας και στα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που λαμβάνει πληρωμές από τον προϋπολογισμό. Ο έλεγχος στα κράτη μέλη ασκείται σε συνεργασία με τα εθνικά ελεγκτικά όργανα, ή, εάν αυτά δεν έχουν τις αναγκαίες Αρμοδιότητες, με τις αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες. Το Ελεγκτικό Συνέδριο και τα εθνικά ελεγκτικά όργανα των κρατών μελών συνεργάζονται με πνεύμα εμπιστοσύνης, διατηρώντας παράλληλα την ανεξαρτησία τους. Τα όργανα αυτά ή οι υπηρεσίες αυτές γνωρίζουν στο Ελεγκτικό Συνέδριο εάν προτίθενται να συμμετάσχουν στον έλεγχο.
Τα άλλα όργανα της Κοινότητας, κάθε οργανισμός που διαχειρίζεται έσοδα ή έξοδα για λογαριασμό της Κοινότητας, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει πληρωμές από τον προϋπολογισμό, και τα εθνικά ελεγκτικά όργανα, ή, αν αυτά δεν έχουν τις αναγκαίες Αρμοδιότητες, οι αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες, διαβιβάζουν στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μετά από αίτησή του, κάθε αναγκαίο έγγραφο ή πληροφορία για την εκπλήρωση της αποστολής του.
Οσον αφορά τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για τη διαχείριση των εσόδων και εξόδων της Κοινότητας, τα δικαιώματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για πρόσβαση σε πληροφορίες που κατέχει η Τράπεζα διέπονται από συμφωνία μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Τράπεζας και της Επιτροπής. Ωστόσο, ελλείψει συμφωνίας, το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που απαιτούνται για τον έλεγχο των εξόδων και εσόδων της Κοινότητας τα οποία διαχειρίζεται η Τράπεζα”.
4. Το Ελεγκτικό Συνέδριο καταρτίζει ετήσια έκθεση μετά το κλείσιμο κάθε οικονομικού έτους. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται στα άλλα όργανα της Κοινότητας και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνοδευόμενη από τις απαντήσεις των οργάνων αυτών στις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το Ελεγκτικό Συνέδριο δύναται εξάλλου να υποβάλλει οποτεδήποτε, παρατηρήσεις, ιδίως υπό μορφή ειδικών εκθέσεων, επί ειδικών ζητημάτων και να γνωμοδοτεί μετά από αίτηση ενός από τα άλλα όργανα της Κοινότητας. Το Ελεγκτικό Συνέδριο εγκρίνει τις ετήσιες ή ειδικές εκθέσεις ή τις γνωμοδοτήσεις του με την πλειοψηφία των μελών του. Το Ελεγκτικό Συνέδριο επικουρεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατά τον έλεγχο της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2
Κοινές διατάξεις για περισσότερα όργανα
Άρθρον 189
Προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους και σύμφωνα με την παρούσα συνθήκη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού με το Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή εκδίδουν κανονισμούς και οδηγίες, λαμβάνουν αποφάσεις και διατυπώνουν συστάσεις ή γνώμες. Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της για τους αποδέκτες που ορίζει. Οι συστάσεις και οι γνώμες δεν δεσμεύουν.
Άρθρον 189α
1. Οταν, δυνάμει της παρούσας συνθήκης, θεσπίζεται πράξη του Συμβουλίου προτάσει της Επιτροπής, το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιεί την πρόταση αυτή μόνο ομόφωνα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 189 Β, παράγραφοι 4 και 5.
2. Εφόσον το Συμβούλιο δεν έχει αποφασίσει, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει την πρότασή της καθ` όλη τη διάρκεια των διαδικασιών που οδηγούν στη θέσπιση κοινοτικής πράξης.
Άρθρον 189β
1. Οταν η παρούσα συνθήκη παραπέμπει στο παρόν άρθρο για την έκδοση μιας πράξης, ακολουθείται η εξής διαδικασία.
2. Η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, και αφού λάβει τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
– εφόσον εγκρίνει όλες τις τροπολογίες που περιέχονται στη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δύναται να εκδώσει την προτεινόμενη πράξη όπως τροποποιήθηκε,
– εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν προτείνει τροπολογίες, το Συμβούλιο δύναται να εκδώσει την προτεινόμενη πράξη,
– άλλως υιοθετεί κοινή θέση και τη διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το Συμβούλιο ενημερώνει πλήρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τους λόγους που το οδήγησαν να υιοθετήσει την κοινή του θέση. Η Επιτροπή ενημερώνει πλήρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη θέση της.
Εάν, εντός τριών μηνών από τη διαβίβαση αυτή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο :
α) εγκρίνει την κοινή θέση ή δεν έχει λάβει απόφαση, η εν λόγω πράξη θεωρείται ότι εκδόθηκε σύμφωνα με αυτήν την κοινή θέση,
β) απορρίψει, με απόλυτη πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν, την κοινή θέση, η προτεινόμενη πράξη θεωρείται ότι δεν εκδόθηκε,
γ) προτείνει με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν τροπολογίες στην κοινή θέση, το τροποποιημένο κείμενο διαβιβάζεται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, η οποία γνωμοδοτεί για τις τροπολογίες αυτές.
3. Εάν, εντός τριών μηνών από την παραλαβή των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο εγκρίνει, με ειδική πλειοψηφία, όλες αυτές τις τροπολογίες, η σχετική πράξη θεωρείται ότι εκδόθηκε με τη μορφή της κοινής θέσης όπως τροποποιήθηκε, το Συμβούλιο, πάντως, αποφασίζει ομόφωνα για τις τροπολογίες για τις οποίες η Επιτροπή έχει εκφέρει αρνητική γνώμη. Εάν το Συμβούλιο δεν εγκρίνει όλες τις τροπολογίες, ο πρόεδρος του Συμβουλίου, σε συμφωνία με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίού, συγκαλεί εντός έξι εβδομάδων σε συνεδρίαση την επιτροπή συνδιαλλαγής.
4. Η επιτροπή συνδιαλλαγής, που αποτελείται από τα μέλη του Συμβουλίου ή τους αντιπροσώπους τους και ισάριθμους αντιπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έχει ως αποστολή την επίτευξη συμφωνίας για ένα κοινό σχέδιο, με ειδική πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίουή των αντιπροσώπων τους και με πλειοψηφία των αντιπροσώπων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η Επιτροπή συμμετέχει στις εργασίες της επιτροπής συνδιαλλαγής και αναλαμβάνει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες με σκοπό την προσέγγιση των θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Για την εκπλήρωση του καθήκοντος αυτού, η επιτροπή συνδιαλλαγής εξετάζει την κοινή θέση με βάση τις τροπολογίες που πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
5. Εάν, εντός έξι εβδομάδων από τη σύγκλησή της, η επιτροπή συνδιαλλαγής εγκρίνει κοινό σχέδιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο διαθέτουν προθεσμία έξι εβδομάδων έκαστο από την έγκριση για να εκδώσουν τη σχετική πράξη σύμφωνα με το κοινό σχέδιο, με την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και με ειδική πλειοψηφία όσον αφορά το Συμβούλιο. Αν δεν υπάρξει η έγκριση ενός από τα δύο όργανα εντός της ως άνω προθεσμίας, θεωρείται ότι η προτεινόμενη πράξη δεν εκδόθηκε.
6. Αν η επιτροπή συνδιαλλαγής δεν εγκρίνει κοινό σχέδιο, θεωρείται ότι η προτεινόμενη πράξη δεν εκδόθηκε.
7. Οι προθεσμίες των τριών μηνών και των έξι εβδομάδων που αναφέρει το παρόν άρθρο παρατείνονται αντίστοιχα κατά ένα μήνα ή κατά δύο εβδομάδες το πολύ, με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου”.
Άρθρον 189γ
Οταν η παρούσα συνθήκη παραπέμπει στο παρόν άρθρο για την έκδοση μιας πράξης, ακολουθείται η εξής διαδικασία: α) Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής, και μετά από γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθορίζει μια κοινή θέση. β) Η κοινή θέση του Συμβουλίου διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ενημερώνουν πλήρως το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν το Συμβούλιο να υιοθετήσει την κοινή θέση καθώς και σχετικά με τη θέση της Επιτροπής. Εάν, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την ανακοίνωση αυτή, το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, εγκρίνει την κοινή αυτή θέση ή αν δεν λάβει απόφαση μέσα στην προθεσμία αυτή, το Συμβούλιο εκδίδει οριστικά τη σχετική πράξη σύμφωνα με την κοινή θέση. γ) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του σημείου β), μπορεί να προτείνει τροπολογίες της κοινής θέσης του Συμβουλίου, με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών από τα οποία απαρτίζεται. Μπορεί επίσης, με την ίδια πλειοψηφία, να απορρίψει την κοινή θέση του Συμβουλίου. Το αποτέλεσμα των εργασιών διαβιβάζεται στο Συμβούλιο και την Επιτροπή. Αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απορρίψει την κοινή θέση του Συμβουλίου, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει σε δεύτερη ανάγνωση μόνο με ομοφωνία. δ) Η Επιτροπή επανεξετάζει, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός, την πρόταση βάσει της οποίας το Συμβούλιο καθόρισε την κοινή του θέση με αφετηρία τις τροπολογίες που έχει προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η Επιτροπή διαβιβάζει στο Συμβούλιο, ταυτόχρονα με την επανεξετασθείσα πρότασή της τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τις οποίες δεν δέχθηκε, και διατυπώνει τη γνώμη της. Το Συμβούλιο μπορεί να εγκρίνει ομόφωνα τις τροπολογίες αυτές. ε) Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, εγκρίνει την επανεξετασθείσα από την Επιτροπή πρόταση. Το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιεί την επανεξετασθείσα πρόταση της Επιτροπής μόνον ομόφωνα. στ) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία γ), δ) και ε), το Συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίζει μέσα σε προθεσμία τριών μηνών. Αν δεν ληφθεί απόφαση εντός της προθεσμίας αυτής, θεωρείται ότι η πρόταση της Επιτροπής δεν εγκρίθηκε. ζ) Οι προθεσμίες που αναφέρονται στα σημεία β) και στ) μπορούν να παρατείνονται κατά ένα μήνα το πολύ, με κοινή συμφωνία μεταξύ του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Άρθρον 190
Οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, καθώς και οι οργανισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, πρέπει να αιτιολογούνται και να αναφέρονται στις προτάσεις ή γνώμες που απαιτούνται κατά την παρούσα συνθήκη.
Άρθρον 191
1. Οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις που εκδίδονται με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β υπογράφονται από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Κοινότητας. Αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία που ορίζουν ή, άλλως, την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή τους.
2. Οι κανονισμοί του Συμβουλίου και της Επιτροπής, καθώς και οι οδηγίες αυτών των οργάνων που απεθύνονται σε όλα τα κράτη μέλη, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Κοινότητας. Αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία που ορίζουν ή, άλλως, την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή τους.
3. Οι άλλες οδηγίες καθώς και οι αποφάσεις, κοινοποιούνται στους αποδέκτες τους και αποκτούν ενέργεια με την κοινοποίησή τους.
Άρθρον 191α
1. Κάθε πολίτης της Ενωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος, έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, με την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που θα καθοριστούν σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.
2. Οι γενικές αρχές και τα όρια, εκ λόγων δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέρντος, που διέπουν αυτό το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα, καθορίζονται από το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β, εντός διετίας από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Αμστερνταμ.
3. Καθένα από τα ανωτέρω αναφερόμενα όργανα εισάγει, στον εσωτερικό του κανονισμό, ειδικές διατάξεις για την πρόσβαση στα δικά του έγγραφα”.
Άρθρον 192
Οι αποφάσεις του Συμβουλίου ή της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων, εκτός των Κρατών, είναι τίτλοι εκτελεστοί. Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο Κράτος, στην επικράτεια του οποίου γίνεται. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται, μετά έλεγχο της γνησιότητος μόνο του τίτλου, από την εθνική αρχή που ορίζει η κυβέρνηση του Κράτους μέλους για τον σκοπό αυτόν και την οποία γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στο Δικαστήριο. Ο ενδιαφερόμενος, κατόπιν αιτήσεως του οποίου ετηρήθησαν οι διατυπώσεις αυτές, δύναται να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση κατά το εσωτερικό δίκαιο, απευθυνόμενος απ` ευθείας στην αρμόδια αρχή. Η αναγκαστική εκτέλεση αναστέλλεται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου. Ο έλεγχος όμως της κανονικότητος των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3
Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
Άρθρον 193
Συνιστάται Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή με συμβουλευτικά καθήκοντα. Η επιτροπή αυτή αποτελείται από αντιπροσώπους των διαφόρων κλάδων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, κυρίως των παραγωγών, των γεωργών, των μεταφορέων, των εργαζομένων, των εμπόρων, των βιοτεχνών, των ελευθερίων επαγγελμάτων και άλλων κατηγοριών γενικού συμφέροντος.
Άρθρον 194
Ο αριθμός των μελών της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ορίζεται ως εξής:
Βέλγιο …………………………………….. 12 Δανία………………………………………. 9 Γερμανία……………………………………. 24 Ελλάδα……………………………………… 12 Ισπανία…………………………………….. 21 Γαλλία……………………………………… 24 Ιρλανδία……………………………………. 9 Ιταλία……………………………………… 24 Λουξεμβούργο ……………………………….. 6 Κάτω Χώρες………………………………….. 12 Πορτογαλία………………………………….. 12 Ηνωμένο Βασίλειο…………………………….. 24
Τα μέλη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής διορίζονται ομοφώνως από το Συμβούλιο για τέσσερα έτη. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί. Τά μέλη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής δεν πρέπει να δεσμεύονται από καμιά επιτακτική εντολή. Ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία, προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, καθορίζει τις αποζημιώσεις των μελών της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής”.
Άρθρον 195
1. Για τον διορισμό των μελών της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, κάθε Κράτος μέλος διαβιβάζει στο Συμβούλιο πίνακα με αριθμό υποψηφίων διπλάσιο από τον αριθμό των θέσεων που παρέχονται στους υπηκόους του. Για τη σύνθεση της επιτροπής αυτής λαμβάνεται υπ` όψη η ανάγκη να διασφαλισθεί κατάλληλη εκπροσώπηση των διαφόρων κλάδων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
2. Το Συμβούλιο ζητεί τη γνώμη της Επιτροπής. Δύναται να ζητήσει τη γνώμη των ευρωπαϊκών οργανώσεων των αντιπροσωπευτικών των διαφόρων κλάδων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, οι οποίες ενδιαφέρονται για τη δραστηριότητα της Κοινότητος.
Άρθρον 196
Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της τον Πρόεδρο και το προεδρείο της για περίοδο δύο ετών. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή καταρτίζει τον εσωτερικό της κανονισμό. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρό της αιτήσει του Συμβουλίου ή της Επιτροπής μπορεί επίσης να συνεδριάσει με δική της πρωτοβουλία.
Άρθρον 197
Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή περιλαμβάνει ειδικευμένα τμήματα για τους κύριους τομείς που προβλέπει η παρούσα συνθήκη. Η επιτροπή αυτή περιλαμβάνει ιδίως ένα τμήμα για τη γεωργία και ένα τμήμα για τις μεταφορές, που διέπονται από τις ειδικές διατάξεις οι οποίες προβλέπονται στους τίτλους περί γεωργίας και μεταφορών. Τα ειδικευμένα τμήματα λειτουργούν στο πλαίσιο των γενικών αρμοδιοτήτων της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής. Δεν δύναται να ζητηθεί η γνώμη των ειδικευμένων τμημάτων ανεξαρτήτως της επιτροπής αυτής. Στο πλαίσιο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής δύνανται επίσης να συγκροτούνται υποεπιτροπές για την επεξεργασία σχεδίων γνωμών επί ορισμένων ζητημάτων ή τομεων, τα οποία υποβάλλουν στην κρίση της επιτροπής αυτής. Ο κανονισμός της επιτροπής αυτής καθορίζει τον τρόπο της συνθέσεως και ρυθμίζει την αρμοδιότητα των ειδικευμένων τμημάτων και των υποεπιτροπών.
Άρθρον 198
Το Συμβούλιο ή η Επιτροπή οφείλουν να ζητούν τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής στις περιπτώσεις που προβλέπει η παρούσα συνθήκη. Δύνανται να ζητούν τη γνώμη της σε κάθε περίπτωση που το κρίνουν σκόπιμο. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή δύναται να λαμβάνει την πρωτοβουλία να διατυπώνει γνώμη στις περιπτώσεις που το θεωρεί σκόπιμο. Αν το Συμβούλιο ή η Επιτροπή το κρίνουν αναγκαίο, τάσσουν στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή προθεσμία τουλάχιστον ενός μηνός για να υποβάλει τη γνώμη της η προθεσμία υπολογίζεται από τη γνωστοποίηση στον Πρόεδρο της επιτροπής αυτής. Μετά την πάροδο της προθεσμίας, η έλλειψη γνώμης δεν εμποδίζει το Συμβούλιο ή την Επιτροπή να ενεργήσουν. Η γνώμη της Οικονομικής Επιτροπής και η γνώμη του αρμοδίου ειδικευμένου τμήματος, καθώς και τα πρακτικά των συσκέψεων, διαβιβάζονται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
“Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4
Η επιτροπή των περιφερειών
Άρθρον 198α
Συνιστάται επιτροπή αποτελούμενη από αντιπροσώπους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης, καλούμενη στο εξής “Επιτροπή των Περιφερειών”, η οποία έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα.
Ο αριθμός των μελών της Επιτροπής των Περιφερειών καθορίζεται ως εξής:
Βέλγιο ………………… 12 Δανία.,…………………. 9 Γερμανία………………….. 24 Ελλάς.. … . ….. .. . .. . . 12 Ισπανία…………………….21 Γαλλία……,……………… 24 Ιρλανδία………………… 9 Ιταλία.,…………………. 24 Λουξεμβούργο……………… 6 Κάτω Χώρες. ……………… 12 Πορτογαλία ……………….. 12 Ηνωμένο Βασίλειο…………… 24
“Τα μέλη της Επιτροπής των Περιφερειών, καθώς και ισάριθμοι αναπληρωτές, διορίζονται ομόφωνα από το Συμβούλιο μετά από προτάσεις των οικείων κρατών μελών για τέσσερα έτη. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί. Κανένα μέλος της Επιτροπής των Περιφερειών δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου”
Τα μέλη της Επιτροπής των Περιφερειών δεν πρέπει να δεσμεύονται από καμιά επιτακτική εντολή. Ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία, προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας.
Άρθρον 198β
Η Επιτροπή των Περιφερειών διορίζει μεταξύ των μελών της τον Πρόεδρο και το προεδρείο της για περίοδο δυο ετών. “Η Επιτροπή των Περιφερειών καταρτίζει τον εσωτερικό της κανονισμό”.
Η Επιτροπή των Περιφερειών συγκαλείται από τον Πρόεδρό τη αιτήσει του Συμβουλίου και της Επιτροπής μπορεί επίσης να συνεδριάσει με δική της πρωτοβουλία.
Άρθρον 198γ
“Το Συμβούλιο ή η Επιτροπή ζητούν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παρούσα συνθήκη, και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως εφόσον πρόκειται για διασυνοριακή συνεργασία, και εφόσον τούτο κρίνεται σκόπιμο από το ένα από τα δύο αυτά όργανα”,
Εάν τό Συμβούλιο ή η Επιτροπή το κρίνουν αναγκαίο, τάσσουν στην Επιτροπή των Περιφερειών προθεσμία ενός τουλάχιστον μηνός για να υποβάλει τη γνώμη της η προθεσμία υπολογίζεται από τη γνωστοποίηση στον πρόεδρο της επιτροπής αυτής. Μετά την πάροδο της προθεσμίας, η έλλειψη της γνώμης δεν εμποδίζει το Συμβούλιο ή την Επιτροπή να ενεργήσουν.
Οταν ζητείται η γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής κατ` εφαρμογή του άρθρου 198, η Επιτροπή των Περιφερειών ενημερώνεται από το Συμβούλιο ή την Επιτροπή γι` αυτήν την αίτηση γνώμης. Η Επιτροπή των Περιφερειών δύναται, εφόσον θεωρεί ότι διακυβεύονται συγκεκριμένα περιφερειακά συμφέροντα, να εκφέρει γνώμη σχετικά με το θέμα.
“Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπή των Περιφερειών”.
Η Επιτροπή των περιφερειών δύναται να εκφέρει γνώμη και με δική της πρωτοβουλία στις περιπτώσεις που το κρίνει σκόπιμο.
Η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών καθώς και τα πρακτικά των συσκέψεων, διαβιβάζονται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων
Άρθρον 198δ
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει νομική προσωπικότητα.
Μέλη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων είναι τα κράτη μέλη.
Τό καταστατικό της Ευρωπαικής Τράπεζας Επενδύσεων προσαρτάται ως πρωτόκολλο στην παρούσα συνθήκη.
Άρθρον 198ε
Η Ευρωπαική Τράπεζα Επενδύσεων έχει ως αποστολή να συμβάλλει στην ισόρροπη και απρόσκοπτη ανάπτυξη της κοινής αγοράς για το συμφέρον της Κοινότητας προσφεύγοντας στην κεφαλαιαγορά και στους ιδίους της πόρους. Για το σκοπό αυτόν, χωρίς να επιδιώκει κέρδος, διευκολύνει με την παροχή δανείων και εγγυήσεων, τη χρηματοδότηση των κατωτέρω σχεδίων, σε όλους τους τομείς της οικονομίας:
α) σχεδίων που αποβλέπουν στην αξιοποίηση των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών,
β) σχεδίων που αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό ή στη μετατροπή επιχειρήσεων ή στή δημιουργία νέων δραστηριοτήτων που συνεπάγεται η προοδευτική εγκαθίδρυση της κοινής αγοράς και που, λόγω της εκτάσεως ή της φύσεώς τους, δεν δύνανται να καλυφθούν πλήρως από τα διαθέσιμα σε κάθε κράτος μέλος μέσα χρηματοδοτήσεως,
γ) σχεδίων κοινού ενδιαφέροντος για περισσότερα κράτη μέλη που, λόγω της εκτάσεως ή της φύσεώς τους, δεν δύνανται να καλυφθούν πλήρως από τα διαθέσιμα σε κάθε κράτος μέλος μέσα χρηματοδοτήσεως.
Η Τράπεζα, κατά την εκτέλεση της αποστολής της, διευκολύνει τη χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις των διαρθρωτικών Ταμείων και των άλλων χρηματοδοτικών μέσων της Κοινότητας.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
Δημοσιονομικές διατάξεις
Άρθρον 199
Ολα τα έσοδα και τα έξοδα της Κοινότητας, περιλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν το ευρωπαικό Κοινωνικό Ταμείο, πρέπει να προβλέπονται για κάθε οικονομικό έτος και να εγγράφονται στον προϋπολογισμό.
Οι διοικητικές δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται τα όργανα βάσει των διατάξεων της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή `Ενωση όσον αφορά την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας και τη συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, βαρύνουν τον προϋπολογισμό. Οι λειτουργικές δαπάνες που συνεπάγεται η υλοποίηση των διατάξεων αυτών, μπορούν να βαρύνουν τον προύπολογισμό, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σ` αυτές.
Ο προϋπολογισμός πρέπει να είναι ισοσκελισμένος ως πρός τα έσοδα και τα έξοδα.
Άρθρον 200
Άρθρον 201
Ο προυπολογισμός χρηματοδοτείται στο ακέραιο, υπό την επιφύλαξη των άλλων εσόδων, από ίδιους πόρους.
Τό Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει ομόφωνα τις διατάξεις σχετικά με το σύστημα των ιδίων πόρων της Κοινότητας που συνιστά στα κράτη μέλη να αποδεχθούν, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.
Άρθρον 201α
Προκειμένου να εξασφαλισθεί η δημοσιονομική πειθαρχία, η Επιτροπή δεν προτείνει κοινοτική πράξη, δεν τροποποιεί τις προτάσεις της, και δεν λαμβάνει εκτελεστικά μέτρα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό, χωρίς να παρέχει τή διαβεβαίωση ότι η πρόταση ή το μέτρο αυτό δύναται να χρηματοδοτηθεί στα πλαίσια των ιδίως πόρων της Κοινότητας, όπως καθορίζονται στις διατάξεις που έχει θεσπίσει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 201.
Άρθρον 202
Τα εγγεγραμμένα στον προϋπολογισμό έξοδα εγκρίνονται για τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, εκτός αντιθέτων διατάξεων του κανονισμού που εκδίδεται κατ` εφαρμογή του άρθρου 209.
Με εξαίρεση τις πιστώσεις οι οποίες αφορούν τα έξοδα υπαλληλικού προσωπικού, οι πιστώσεις οι οποίες παραμένουν αχρησιμοποίητες στο τέλος του οικονομικού έτους είναι δυνατόν να μεταφερθούν μόνο στο επόμενο οικονομικό έτος, κατά τους όρους που καθορίζονται κατ` εφαρμογή του άρθρου 209.
Οι πιστώσεις εξειδικεύονται κατά κεφάλαια, στα οποία περιλαμβάνονται τα έξοδα αναλόγως της φύσεως ή του προορισμού τους. Τα κεφάλαια υποδιαιρούνται εφ` όσον είναι αναγκαίο, συμφώνως προς τον κανονισμό που εκδίδεται κατ` εφαρμογή του άρθρου 209.
Τα έξοδα της Συνελεύσεως, του Συμβουλίου, της Επιτροπής και του Δικαστηρίου αποτελούν αντικείμενο χωριστών τμημάτων του προϋπολογισμού, με την έπιφύλαξη ενδίκου καθεστώτος για ορισμένα κοινά έξοδα.
Άρθρον 203
1. Το οικονομικό έτος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου.
2. Κάθε όργανο της Κοινότητος καταρτίζει πρό της 1ης Ιουλίου κατάσταση των προβλεπομένων εξόδων του. Η Επιτροπή συγκεντρώνει τις καταστάσεις αυτές σε προσχέδιο προϋπολογισμού.Επισυνάπτει γνώμη η οποία δύναται να περιέχει αποκλίνουσες προβλέψεις.
Το προσχέδιο αυτό περιλαμβάνει πρόβλεψη των εσόδων και των εξόδων.
3. Η Επιτροπή καταθέτει το προσχέδιο προϋπολογισμού στο Συμβούλιο το αργότερο την 1η Σεπτεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους της εκτελέσεως του προϋπολογισμού.
Αν το Συμβούλιο προτίθεται να παρεκκλίνει από το προσχέδιο, λαμβάνει τη γνώμη της Επιτροπής και, κατά περίπτωση, των άλλων ενδιαφερομένων οργάνων.
Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, καταρτίζει το σχέδιο προϋπολογισμού και το διαβιβάζει στη Συνέλευση.
4. Το σχέδιο προϋπολογισμού κατατίθεται στη Συνέλευση το αργότερο την 5η Οκτωβρίου του έτους που προηγείται του έτους της εκτελέσεως του προϋπολογισμού.
Η Συνέλευση έχει το δικαίωμα να τροποποιεί με την πλειοψηφία των μελών της το σχέδιο προϋπολογισμού και να προτείνει στο Συμβούλιο, με απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων τροπολογίες στο σχέδιο προϋπολογισμού, ως προς τα έξοδα τα οποία υποχρεωτικώς απορρέουν από τη συνθήκη ή από τις πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτής.
Αν εντός σαράντα πέντε ημερών μετά την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού η Συνέλευση δώσει την εγκρισή της, ο προϋπολογισμός καθίσταται οριστικός. Αν εντός της προθεσμίας αυτής η Συνέλευση δέν τροποποιήσει το σχέδιο προϋπολογισμού ούτε προτείνει τροπολογίες στο σχέδιο αυτό, ο προϋπολογισμός θεωρείται οριστικώς εγκριθείς.
Αν εντός της προθεσμίας αυτής η Συνέλευση επιφέρει τροποποιήσεις ή προτείνει τροπολογίες, το σχέδιο προϋπολογισμού, όπως ετροποποιήθη ή συνοδευόμενο από τις προτάσεις τροπολογιών διαβιβάζεται στο Συμβούλιο.
5. Το Συμβούλιο αφού ζητήσει το σχέδιο του προϋπολογισμού με την Επιτροπή και, κατά περίπτωση, με τα άλλα ενδιαφερόμενα όργανα αποφαίνεται υπό τους κατωτέρω όρους:
α) δύναται, με ειδική πλειοψηφία, να μεταβάλει κάθε μια από τις τροποποιήσεις που επέφερε η Συνέλευση
β) όσον αφορά τις προτάσεις τροπολογιών:
– αν τροπολογία προτεινομένη από τη Συνέλευση δεν έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του συνολικού ποσού των εξόδων ενός οργάνου, ιδίως επειδή η αύξηση των εξόδων που θα επέφερε αντισταθμίζεται ειδικώς από μια ή περισσότερες προτεινόμενες τροπολογίες, οι οποίες συνεπάγονται αντίστοιχη μείωση των εξόδων, το Συμβούλιο δύναται με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει αυτή την πρόταση τροπολογίας. Ελλείψει απορριπτικής αποφάσεως, η πρόταση τροπολογίας γίνεται δεκτή
– αν τροπολογία προτεινομένη από τη Συνέλευση έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του συνολικού ποσού των εξόδων ενός οργάνου, το Συμβούλιο δύνται, με ειδική πλειοψηφία, να δεχθεί αυτή την πρόταση τροπολογίας. Ελλείψει αποφάσεως περί αποδοχής η πρόταση τροπολογίας απορρίπτεται
-αν κατ`εφαρμογή των διατάξεων ενός από τα ανωτέρω δυο εδάφια, τό Συμβούλιο απορρίψει μια πρόταση τροπολογίας, δύναται με ειδική πλειοψηφία, είτε να διατηρήσει το ποσό των εξόδων που αναγράφεται στο σχέδιο του προϋπολογισμού, είτε να ορίσει άλλο ποσό.
Το σχέδιο προϋπολογισμού μεταβάλλεται σύμφωνα με τις προτάσεις τροπολογιών που γίνονται δεκτές από το Συμβούλιο.
Αν εντός δέκα πέντε ημερών από τη γνωστοποίηση του σχεδίου προϋπολογισμού, τό Συμβούλιο δέν μεταβάλει καμιά από τις τροποποιήσεις που επέφερε η Συνέλευση και δεχθεί τις προτάσεις τροπολογιών που του υπεβλήθησαν από αυτήν, ο προϋπολογισμός θεωρείται ως οριστικώς εγκριθείς. Το Συμβούλιο πληροφορεί τη Συνέλευση ότι δεν μετέβαλε καμιά από τις τροποποιήσεις της και ότι οι προτάσεις τροπολογιών έγιναν δεκτές.
Αν εντός της προθεσμίας αυτής το Συμβούλιο μεταβάλει μία ή περισσότερες από τις τροποποιήσεις που επέφερε η Συνέλευση ή αν απορρίψει ή μεταβάλει τις προτάσεις τροπολογιών που υπεβλήθησαν από αυτή, το τροποποιημένο σχέδιο προϋπολογισμού διαβιβάζεται εκ νέου στη Συνέλευση. Το Συμβούλιο γνωστοποιεί στη Συνέλευση το αποτέλεσμα των συσκέψεών του.
6. Εντός δέκα πέντε ημερών από τη γνωστοποίηση του σχεδίου προϋπολογισμού, η Συνέλευση πληροφορουμένη περί της συνεχείας που εδόθη στις προτεινόμενες τροπολογίες της δύναται με πλειοψηφία των μελών της και των τριών πέμπτων των ψηφισάντων, να τροποποιήσει ή να απορρίψει τις μεταβολές που επέφερε το Συμβούλιο στις τροποποιήσεις της και εγκρίνει κατά συνέπεια τον προϋπολογισμό. Αν εντός αυτής της προθεσμίας, η Συνέλευση δεν λάβει απόφαση, ο προϋπολογισμός θεωρείται οριστικώς εγκριθείς.
7. `Οταν περατωθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, ο πρόεδρος της Συνελεύσεως διαπιστώνει ότι ο προϋπολογισμός έχει οριστικώς εγκριθεί.
8. Η Συνέλευση δύναται, αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, με την πλειοψηφία των μελών της και των δυο τρίτων των ψηφισάντων, να απορρίψει το σχέδιο του προϋπολογισμού και να ζητήσει να της υποβληθεί νέο σχέδιο.
9. Για το σύνολο των εξόδων που δεν απορρέουν υποχρεωτικώς από τη συνθήκη ή από τις πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτής, ορίζεται κατ` έτος ανώτατο ποσοστό αυξήσεως σε σχέση πρός τα έξοδα της αυτής φύσεως του τρέχοντος οικονομικού έτους.
Η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή Οικονομικής πολιτικής, ορίζει αυτό το ανώτατο ποσοστό το οποίο προκύπτει:
– από την εξέλιξη του μεγέθους του ακαθαρίστου εθνικού προϊόντος εντός της Κοινότητος,
– από τη μέση διακύμανση των προϋπολογισμών των Κρατών μελών και
– από την εξέλιξη του κόστους ζωής κατά τη διάρκεια του τελευταίου οικονομικού έτους.
Το ανώτατο ποσοστό γνωστοποιείται προ της 1ης Μαίου σε όλα τα όργανα της Κοινότητας. Τα `Οργανα της Κοινότητος υποχρεούνται να συμμορφώνονται πρός αυτό κατά τη διαδικασία του προϋπολογισμού, με την επιφύλαξη των διατάξεων του τετάρτου και πέμπτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου.
Αν για τα έξοδα που δεν απορρέουν υποχρεωτικώς από τη συνθήκη ή από τις πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτής, το ποσοστό αυξήσεως που προκύπτει από το σχέδιο προϋπολογισμού το οποίο καταρτίζεται από το Συμβούλιο είναι ανώτερο από το ήμισυ του ανωτάτου ποσοστού, η Συνέλευση δύναται, κατά την άσκηση του δικαιώματος της τροποποιήσεως, να αυξήσει περαιτέρω το συνολικό ποσό των σχετικών εξόδων εντός του ορίου του ημίσεος του ανωτάτου ποσοστού.
`Οταν η Συνέλευση, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή θεωρούν ότι οι δραστηριότητες των Κοινοτήτων καθιστούν αναγκαία την υπέρβαση του ποσοστού που καθορίζεται κατά τη διαδικασία της παρούσης παραγράφου, είναι δυνατό να ορισθεί νέο ποσοστό κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του Συμβουλίου, που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, και της Συνελεύσεως, που αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών της και των τριών πέμπτων των ψηφισάντων.
10. Κάθε όργανο ασκεί τις εξουσίες που του παρέχονται από το παρόν άρθρο σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης και των πράξεων που εκδίδονται δυνάμει αυτής, ιδίως όσον αφορά τους ιδίους πόρους των Κοινοτήτων και την ισοσκέλιση εσόδων και εξόδων.
Άρθρον 203α
Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 203, για τους προϋπολογισμούς των οικονομικών ετών προ του οικονομικού έτους 1975 εμφανίζονται οι ακόλουθες διατάξεις:
1.Το οικονομικό έτος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου.
2. Κάθε όργανο της Κοινότητος καταρτίζει προ της 1ης Ιουλίου κατάσταση των προβλεπομένων εξόδων του. Η Επιτροπή συγκεντρώνει τις καταστάσεις αυτές σε προσχέδιο προϋπολογισμού. Επισυνάπτει γνώμη η οποία δύναται να περιέχει αποκλίνουσες προβλέψεις.
Το προσχέδιο αυτό περιλαμβάνει πρόβλεψη των εσόδων και των εξόδων.
3. Η Επιτροπή καταθέτει το προσχέδιο προϋπολογισμού στο Συμβούλιο το αργότερο την 1η Σεπτεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους της εκτελέσεως του προϋπολογισμού.
`Αν το Συμβούλιο προτίθεται να παρεκκλίνει από το προσχέδιο, λαμβάνει τη γνώμη της Επιτροπής και, κατά περίπτωση, των άλλων ενδιαφερομένων οργάνων.
Τό Συμβούλιο καταρτίζει με ειδική πλειοψηφία το σχέδιο προϋπολογισμού και το διαβιβάζει στη Συνέλευση.
4. Το σχέδιο προϋπολογισμού κατατίθεται στη Συνέλευση το αργότερο την 5η οκτωβρίου του έτους που προηγείται του έτους της εκτελέσεως του προϋπολογισμού.
Η Συνέλευση έχει το δικαίωμα να προτείνει στο Συμβούλιο τροπολογίες στο σχέδιο προϋπολογισμού.
Αν εντός σαράντα πέντε ημερών μετά την κατάθεση του σχεδίου του προϋπολογισμού, η Συνέλευση δώσει την εγκρισή της ή δεν προτείνει τροπολογίες του σχεδίου, ο προϋπολογισμός θεωρείται οριστικώς εγκριθείς.
Αν εντός της προθεσμίας αυτής η Συνέλευση προτείνει τροπολογίες, το σχέδιο προϋπολογισμού, συνοδευόμενο από τις προτάσεις τροπολογιών, διαβιβάζεται στο Συμβούλιο.
5. Το Συμβούλιο, αφού συζητήσει το εν λόγω σχέδιο προϋπολογισμού με την Επιτροπή και κατά περίπτωση με τα άλλα ενδιαφερόμενα όργανα, εγκρίνει τον προϋπολογισμό εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από της γνωστοποιήσεως του εν λόγω σχεδίου υπό τους ακολούθους όρους.
Αν τροπολογία προτεινομένη από τη Συνέλευση δεν έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του συνολικού ποσού των εξόδων ενός οργάνου, ιδίως επειδή η αύξηση αυτή αντισταθμίζεται ειδικώς από μια ή περισσότερες προτεινόμενες τροπολογίες που συνεπάγονται αντίστοιχη μείωση των εξόδων, το Συμβούλιο δύναται, με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει αυτή την πρόταση τροπολογίας. Ελλείψει απορριπτικής αποφάσεως, η πρόταση τροπολογίας γίνεται δεκτή.
Αν τροπολογία προτεινομένη από τη Συνέλευση έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του συνολικού ποσού των εξόδων ενός οργάνου, το Συμβούλιο πρέπει να αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία, για να γίνει δεκτή αυτή η πρόταση τροπολογίας.
Αν κατ` εφαρμογή του δευτέρου ή τρίτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου το Συμβούλιο απορρίψει ή δεν κάνει δεκτή πρόταση τροπολογίας, δύναται με ειδική πλειοψηφία, είτε να διατηρήσει το ποσό που αναγράφεται στο σχέδιο του προϋπολογισμού είτε να ορίσει άλλο ποσό.
6. `Οταν περατωθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ο πρόεδρος της Συνελεύσεως διαπιστώνει ότι ο προϋπολογισμός έχει οριστικώς εγκριθεί.
7. Κάθε όργανο ασκεί τις εξουσίες, που του παρέχονται από το παρόν άρθρο, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης και των πράξεων που εκδίδονται δυνάμει αυτής, ιδίως όσον αφορά τους ιδίους πόρους των Κοινοτήτων και την ισοσκέλιση εσόδων και εξόδων.
Άρθρον 204
Αν στην αρχή ενός οικονομικού έτους ο προϋπολογισμός δεν έχει ακόμη ψηφισθεί, τα έξοδα δύνανται να πραγματοποιούνται μηνιαίως κατά κεφάλαιο ή κατ` άλλη υποδιαίρεση, κατά τις διατάξεις του κανονισμού που εκδίδεται εις εκτέλεση του άρθρου 209 εντός των ορίων του ενός δωδεκάτου των πιστώσεων του προϋπολογισμού του προηγουμένου οικονομικού έτους, χωρίς το μέτρο αυτό να έχει ως αποτέλεσμα να τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής πιστώσεις που υπερβαίνουν το ένα δωδέκατο εκείνων που προβλέπονται στο σχέδιο του υπό κατάρτιση προϋπολογισμού.
Το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία και με την επιφύλαξη της τηρήσεως των άλλων όρων που ορίζονται στην παράγραφο 1, δύναται να εγκρίνει έξοδα που υπερβαίνουν το ένα δωδέκατο.
Αν η απόφαση αυτή αφορά άλλα έξοδα που δεν απορρέουν υποχρεωτικώς από τη συνθήκη ή τις πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτής, το Συμβούλιο τη διαβιβάζει αμέσως στη Συνέλευση. Εντός τριάντα ημερών η Συνέλευση δύναται με την πλειοψηφία των μελών της και των τριών πέμπτων των ψηφισάντων, να λάβει διαφορετική απόφαση ως προς τα έξοδα αυτά, όσον αφορά το τμήμα που υπερβαίνει το δωδέκατο το αναφερόμενο στην πρώτη παράγραφο. Το μέρος αυτή της αποφάσεως του Συμβουλίου αναστέλλεται μέχρις ότου αποφασίζει η Συνέλευση. Αν εντός της προαναφερθείσης προθεσμίας η Συνέλευση δε λάβει διαφορετική απόφαση από το Συμβούλιο, η απόφασή του θεωρείται οριστικώς ληφθείσα.
Οι αποφάσεις που αναφέρονται στη εύτερη και τρίτη παράγραφο προβλέπουν για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου τα αναγκαία μέτρα σχετικά με τους πόρους.
Άρθρον 205
“Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού που εκδίδεται σε εκτέλεση του άρθρου 209, με δική της ευθύνη και εντός των ορίων των πιστώσεων που εγκρίθηκαν, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι πιστώσεις χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης”.
Ο κανονισμός προβλέπει τον ειδικό τρόπο κατά τον οποίο κάθε όργανο συμμετέχει στην εκτέλεση των ιδίων δαπανών.
Η Επιτροπή δύναται να προβαίνει, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις του κανονισμού που εκδίδεται κατ` εφαρμογή του άρθρου 209, σε μεταφορές πιστώσεων του προϋπολογισμού είτε από κεφάλαιο σε κεφάλαιο είτε από υποδιαίρεση σε υποδιαίρεση.
Άρθρον 205α
Η Επιτροπή καταθέτει κατ` έτος στο Συμβούλιο και τη Συνέλευση τους λογαριασμούς του διαρρεύσαντος οικονομικού έτους, που αναφέρονται στην εκτέλεση του προϋπολογισμού. Η Επιτροπή τους γνωστοποιεί επίσης ένα δημοσιονομικό ισολογισμό περί του ενεργητικού και του παθητικού της Κοινότητος.
Άρθρον 206
1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει την Επιτροπή ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Για το σκοπό αυτό, εξετάζει, ύστερα από το Συμβούλιο, τους λογαριασμούς και το δημοσιονομικό ισολογισμό, που αναφέρονται στο άρθρο 205α, την ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μαζί με τις απαντήσεις των ελεγχόμενων οργάνων στις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τη δήλωση βεβαίωσης που αναφέρεται στο άρθρο 188 Γ παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, καθώς και τις συναφείς ειδικές εκθέσεις του”.
2. Προτού απαλλάξει την Επιτροπή, ή για οποιοδήποτε άλλο σκοπό που εντάσσεται στα πλαίσια της άσκησης των εξουσιών της σε θέματα εκτέλεσης του προϋπολογισμού, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να ζητήσει να ακούσει την Επιτροπή σχετικά με την εκτέλεση των δαπανών ή τη λειτουργία των συστημάτων δημοσιονομικού ελέγχου. Η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αιτήσει του, κάθε αναγκαία πληροφορία.
3. Η Επιτροπή καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι παρατηρήσεις που συνοδεύουν τις αποφάσεις απαλλαγής και οι άλλες παρατηρήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την εκτέλεση των δαπανών, καθώς και τα σχόλια που συνοδεύουν τις συστάσεις απαλλαγής που διατυπώνει το Συμβούλιο.
Μετά από αίτηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση για τα μέτρα που έχουν ληφθεί με βάση αυτές τις παρατηρήσεις και σχόλια και, ιδίως, σχετικά με τις οδηγίες που έχουν δοθεί στις υπηρεσίες οι οποίες έχουν αναλάβει την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Οι εκθέσεις αυτές διαβιβάζονται επίσης στο Ελεγκτικό Συνέδριο”.
Άρθρον 207
Ο προϋπολογισμός καταρτίζεται σε λογιστικές μονάδες που καθορίζονται κατά τις διατάξεις του κανονισμού, ο οποίος εκδίδεται εις εκτέλεση του άρθρου 209.
Οι χρηματικές συνεισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 200 παράγραφος 1 τίθενται στη διάθεση της Κοινότητος από τα Κράτη μέλη στο εθνικό τους νόμισμα.
Τα διαθέσιμα υπόλοιπα των συνεισφορών αυτών κατατίθενται στα Δημόσια Ταμεία των Κρατών μελών ή στους οργανισμούς που ορίζονται από αυτά. Κατά τη διάρκεια της καταθέσεως αυτής τα κατατεθειμένα κεφάλαια διατηρούν την αξία που αντιστοιχεί στην ισχύουσα κατά την ημέρα της καταθέσεως ισοτιμία σε σχέση πρός τη λογιστική μονάδα της πρώτης παραγράφου.
Τα διαθέσιμα αυτά υπόλοιπα είναι δυνατόν να τοποθετηθούν υπό όρους, οι οποίοι αποτελούν αντικείμενο συμφωνιών μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαφερομένου Κράτους μέλους.
Ο κανονισμός που εκδίδεται εις εκτέλεση του άρθρου 209 καθορίζει τους τεχνικούς όρους, υπό τους οποίους πραγματοποιούνται οι δημοσιονομικές πράξεις οι σχετικές με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο.
Άρθρον 208
Η Επιτροπή δύναται, με την επιφύλαξη ότι πληροφορεί σχετικά τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων Κρατών μελών, να μεταφέρει στο νόμισμα ενος Κράτους μέλους τα στοιχεία ενεργητικού που κατέχει σε νόμισμα άλλου Κράτους μέλους, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για τη χρησιμοποίησή τους για τους σκοπούς για τους οποίους προορίζονται από την παρούσα συνθήκη. Η Επιτροπή αποφεύγει, κατά το δυνατό, να προβαίνει σε τέτοιες μεταφορές, αν κατέχει στοιχεία ενεργητικού διαθέσιμα ή ρευστοποιήσιμα στο νόμισμα που χρειάζεται.
Η Επιτροπή επικοινωνεί με κάθε Κράτος μέλος μέσω της Αρχής την οποία αυτό ορίζει. Κατά την εκτέλεση των δημοσιονομικών πράξεων, αποφεύγει στην εκδοτική Τράπεζα του ενδιαφερομένου Κράτους μέλους ή σε άλλον εξουσιοδοτημένον από αυτό οικονομικό οργανισμό.
Άρθρον 209
Το Συμβούλιο αποφασίζοντας ομόφωνα, προτάσει της Επιτροπής, κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μετά από γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου:
α) εκδίδει τους δημοσιονομικούς κανονισμούς που ρυθμίζουν ιδίως τη διαδικασία σχετικά με την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού και την απόδοση και εξέλεγξη των λογαριασμών,
β) καθορίζει τους τρόπους και τη διαδικασία κατά τις οποίες τα έσοδα του προϋπολογισμού που προβλέπονται από τη ρύθμιση περί ιδίων πόρων της Κοινότητας, τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής και προσδιορίζει τα εφαρμοστέα μέτρα προς αντιμετώπιση, εφόσον είναι ανάγκη, των ταμειακών αναγκών,
γ) ορίζει τους κανόνες και οργανώνει τον έλεγχο της ευθύνης των δημοσιονομικών ελεγκτών, των διατακτών και των υπολόγων.
Άρθρον 209α
1. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη καταπολεμούν την απάτη ή οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, λαμβάνοντας σύμφωνα με το παρόν άρθρο μέτρα τα οποία θα έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα και θα προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων.
3. Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της παρούσας συνθήκης, τα κράτη μέλη συντονίζουν τη δράση τους σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας κατά της απάτης. Για το σκοπό αυτό, διοργανώνουν μαζί με την Επιτροπή στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών.
4. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β και μετά από διαβούλευση με το Ελεγκτικό Συνέδριο, λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα στους τομείς της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με σκοπό την παροχή αποτελεσματικής και ισοδύναμης προστασίας στα κράτη μέλη. Τα μέτρα αυτά δεν αφορούν την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου ούτε την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη.
5. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, υποβάλλει κατ` έτος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση για τα μέτρα που ελήφθησαν κατ` εφαρμογή του παρόντος άρθρου”.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟΝ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρον 210
Η Κοινότης έχει νομική προσωπικότητα.
Άρθρον 211
Η Κοινότης έχει σε κάθε Κράτος μέλος την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες στα νομικά πρόσωπα δύναται ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου. Προς τον σκοπό αυτόν ή Κοινότης αντιπροσωπεύεται από την Επιτροπή.
Άρθρον 212
Άρθρον 213
Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί, η Επιτροπή δύναται να συλλέγει κάθε πληροφορία και να προβαίνει σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει το Συμβούλιο κατά τις διατάξεις της παρούσης συνθήκης.
Άρθρον 213α
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 5 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β, θεσπίζει μέτρα για την εκπόνηση στατιστικών εφόσον τούτο απαιτείται για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων της Κοινότητας.
2. Η εκπόνηση κοινοτικών στατιστικών χαρακτηρίζεται από αμεροληψία, αξιοπιστία, αντικειμενικότητα, επιστημονική ανεξαρτησία, σχέση κόστους/ αποτελεσματικότητας και στατιστικό απόρρητο, ενώ δεν επιβάλλει υπέρογκες επιβαρύνσεις στους οικονομικούς παράγοντες”.
Άρθρον 213β
1. Από την 1η Ιανουαρίου 1999, οι κοινοτικές πράξεις για την προστασία του ατόμου όσον αφορά την επεξεργασία και την ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εφαρμόζονται στα όργανα και οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί από την παρούσα συνθήκη ή βάσει αυτής.
2. Πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β, συνιστά ένα ανεξάρτητο εποπτικό όργανο υπεύθυνο για την παρακολούθηση της εφαρμογής αυτών των κοινοτικών πράξεων στα όργανα και οργανισμούς της Κοινότητας και θεσπίζει όποιες άλλες κατάλληλες σχετικές διατάξεις”.
Άρθρον 214
Τα μέλη των οργάνων της Κοινότητος, τα μέλη των επιτροπών, καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Κοινότητος οφείλουν, και μετά τη λήξη της υπηρεσιακής τους σχέσεως, να μη μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως Επαγγελματικά απόρρητα, ιδίως πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις και τα κοστολογικά τους στοιχεία.
Άρθρον 215
Η συμβατική ευθύνη της Κοινότητας διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση. Στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, ή Κοινότητα υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Το δεύτερο εδάφιο εφαρμόζεται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις στις ζημίες που προξενεί ή ΕΚΤ ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι της Κοινότητας διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού περί της υπηρεσιακής τους καταστάσεως ή του καθεστώτος που τους διέπει.
Άρθρον 216
Η έδρα των οργάνων της Κοινότητος ορίζεται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των Κρατών μελών.
Άρθρον 217
Το γλωσσικό καθεστώς των οργάνων της Κοινότητος ορίζεται από το Συμβούλιο ομοφώνως, με την επιφύλαξη του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου.
Άρθρον 218
Σημ.: όπως Καταργήθηκε από άρθρο 28 παρ.2 ΣυνθΣυγχ
Άρθρον 219
Τα Κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μη ρυθμίζουν διαφορές σχετικές με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσης συνθήκης κατά τρόπο διάφορο από εκείνον που προβλέπει η συνθήκη.
Άρθρον 220
Τα Κράτη μέλη, εφ` όσον είναι αναγκαίο, διεξάγουν μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, για να εξασφαλίσουν προς όφελος των υπηκόων τους: – την προστασία των προσώπων, καθώς και την απόλαυση και την προστασία των δικαιωμάτων υπό τους όρους που αναγνωρίζει κάθε Κράτος στους υπηκόους του – την κατάργηση της διπλής φορολογίας εντός της Κοινότητος – την αμοιβαία αναγνώριση των εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος, τη διατήρηση της νομικής προσωπικότητος επί μεταφοράς της έδρας από ένα Κράτος σε άλλο και τη δυνατότητα συγχωνεύσεως εταιρειών που διέπονται από το δίκαιο διαφόρων Κρατών μελών – την απλούστευση των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών και διοικητικών αποφάσεων.
Άρθρον 221
Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων της παρούσης συνθήκης και εντός τριών ετών από την έναρξη της ισχύος της, τα Κράτη μέλη παρέχουν στους υπηκόους των άλλων Κρατών μελών μεταχείριση ίση με την παρεχόμενη στους υπηκόους τους, σχετικά με τη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58.
Άρθρον 222
Η παρούσα συνθήκη δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα Κράτη μέλη.
Άρθρον 223
1. Οι διατάξεις της παρούσης συνθήκης δεν αντιτίθενται προς τους εξής κανόνες: α) κανένα κράτος μέλος δεν υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες, τη διάδοση των οποίων θεωρεί αντίθετη προς ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας του β) κάθε κράτος μέλος δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας του, που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς σχετικά με τα προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς.
2. Κατά το πρώτο έτος της ισχύος της παρούσης συνθήκης το Συμβούλιο ορίζει ομοφώνως τον πίνακα των προϊόντων, στα οποία εφαρμόζεται η παράγραφος 1 περίπτωση β`.
3. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, δύναται ομοφώνως να τροποποιεί τον πίνακα αυτόν.
Άρθρον 224
Τα Κράτη μέλη συνεννοούνται μεταξύ τους, για να προβούν σε κοινή ενέργεια προς αποτροπή παρακωλύσεως της λειτουργίας της κοινής αγοράς εξ αιτίας μέτρων που λαμβάνει Κράτος μέλος σε περίπτωση σοβαρής εσωτερικής διαταραχής της δημοσίας τάξεως, σε περίπτωση πολέμου, ή σοβαρής διεθνούς εντάσεως που αποτελεί απειλή πολέμου, ή προς εκπλήρωση υποχρεώσεων που έχει αναλάβει με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφαλείας.
Άρθρον 225
Αν τα μέτρα που λαμβάνονται στις περιπτώσεις των άρθρων 223 και 224 έχουν ως αποτέλεσμα τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, η Επιτροπή εξετάζει μαζί με το ενδιαφερόμενο Κράτος τους όρους, υπό τους οποίους τα μέτρα αυτά δύνανται να προσαρμοσθούν στους κανόνες που θεσπίζει η παρούσα συνθήκη. Κατά παρέκκλιση από τη διαδικασία των άρθρων 169 και 170, η Επιτροπή ή κάθε Κράτος μέλος δύναται να προσφύγει απ` ευθείας στο Δικαστήριο, αν θεωρεί ότι άλλο Κράτος μέλος ασκεί καταχρηστικώς τις εξουσίες που προβλέπονται στα άρθρα 223 καί 224. Το Δικαστήριο αποφασίζει κεκλεισμένων των θυρών.
Άρθρον 226
1. Κατά τη μεταβατική περίοδο, ένα Κράτος μέλος που αντιμετωπίζει σοβαρές και ενδεχομένως παρατεινόμενες δυσχέρειες σε τομέα της οικονομικής δραστηριότητος, καθώς και δυσχέρειες που δύνανται να επιφέρουν σοβαρή επιδείνωση της οικονομικής καταστάσεως σε ορισμένη περιοχή, δύναται να ζητήσει να του επιτραπεί η λήψη μέτρων διασφαλίσεως για την εξισορρόπηση της καταστάσεως ή την προσαρμογή του εν λόγω τομέως στην οικονομία της κοινής αγοράς.
2. Κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου Κράτους, η Επιτροπή ορίζει αμελλητί με επείγουσα διαδικασία τα Μέτρα διασφαλίσεως που θεωρεί αναγκαία και προσδιορίζει συγχρόνως τους όρους και τον τρόπο εφαρμογής τους.
3. Τα μέτρα που έχουν επιτραπεί κατά την παράγραφο 2 δύνανται να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της παρούσης συνθήκης, κατά το μέτρο και τις προθεσμίες που είναι απόλυτα αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων της παραγράφου 1. Κατά προτεραιότητα πρέπει να επιλέγονται μέτρα που διαταράσσουν κατά το δυνατόν λιγότερο τη λειτουργία της κοινής αγοράς.
Άρθρον 227
1. Η παρούσα συνθήκη ισχύει στο Βασίλειο του Βελγίου, στο Βασίλειο της Δανίας, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία, στην Ιταλική Δημοκρατία, στο Μέγα Δουκάτο του Λουξεμβούργου, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στην Πορτογαλική Δημοκρατία και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας.
2. Οι διατάξεις της παρούσας συνθήκης ισχύουν στα υπερπόντια γαλλικά διαμερίσματα, στις Αζόρες, στη Μαδέρα και στις Καναρίσους Νήσους.
Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη διαρθρωτική οικονομική και κοινωνική κατάσταση των υπερπόντιων γαλλικών διαμερισμάτων, των Αζορών, της Μαδέρας και των Καναρίων Νήσων, που επιδεινώνεται από τη μεγάλη απόσταση, το νησιωτικό τους χαρακτήρα, τη μικρή έκταση, τη δύσκολη μορφολογία και κλίμα, την οικονομική εξάρτηση όσον αφορά ένα μικρό αριθμό προϊόντων, προβλήματα μόνιμα και σωρευτικά τα οποία αναχαιτίζουν σημαντικά την ανάπτυξή τους, στο Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει ειδικά μέτρα αποσκοπούνται ιδίως στον καθορισμό των προϋποθέσεων εφαρμογής της παρούσας συνθήκης στις περιοχές αυτές, συμπεριλαμβανομένων κοινών πολιτών.
Το Συμβούλιο, όταν θεσπίζει τα σχετικά μέτρα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, λαμβάνει υπόψει τομείς όπως η τελωνειακή και εμπορική πολιτική, η φορολογική πολιτική, οι ελεύθερες ζώνες, η γεωργική και αλιευτική πολιτική, οι όροι προμήθειας πρώτων υλών και βασικών καταναλωτικών αγαθών, οι Κρατικές ενισχύσεις και οι προϋποθέσεις πρόσβασης στα διαρθρατωτικά ταμεία και στα οριζόντια κοινοτικά προγράμματα.
Το Συμβούλιο θεσπίζει τα μέτρα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους περιορισμούς των εξόχως απόκεντρων περιοχών, χωρίς ωστόσο να υπονομεύεται η ακεραιότητα και η συνοχή της κοινοτικής έννομης τάξης, συμπεριλαμβανομένης της εσωτερικής αγοράς και των κοινών πολιτικών”.
3. Για τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη που αναφέρονται στο παράρτημα ΙV της παρούσης συνθήκης ισχύει το ιδιαίτερο καθεστώς συνδέσεως που ορίζεται στο τέταρτο μέρος της συνθήκης. Η παρούσα συνθήκη δεν εφαρμόζεται στις υπερπόντιες χώρες και εδάφη που διατηρούν ιδιαίτερες σχέσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας και που δεν αναφέρονται στο ανωτέρω παράρτημα.
4. Οι διατάξεις της παρούσης συνθήκης εφαρμόζονται στα ευρωπαϊκά εδάφη, για τις εξωτερικές σχέσεις των οποίων υπεύθυνο είναι ένα Κράτος μέλος. α) Η παρούσα συνθήκη δεν εφαρμόζεται στις Νήσους Φερόες. β) Η παρούσα συνθήκη δεν εφαρμόζεται στις περιοχές κυριάρχων βάσεων του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας στην Κύπρο. γ) Οι διατάξεις της παρούσης συνθήκης εφαρμόζονται στις Αγγλονορμανδικές νήσους και στη νήσο Μάν, μόνον εφ` όσον αυτό είναι αναγκαίο για να διασφαλισθεί η εφαρμογή του καθεστώτος που προβλέπει για τις νήσους αυτές η συνθήκη της 22ας Ιανουαρίου 1972 περί προσχωρήσεως νέων Κρατών μελών στην Εύρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενεργείας και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Άρθρον 228
1. Οταν η παρούσα συνθήκη προβλέπει τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας και ενός ή περισσοτέρων κρατών ή διεθνών οργανισμών, η Επιτροπή υποβάλλει συστάσεις στο Συμβούλιο, το οποίο την εξουσιοδοτεί να αρχίσει τις αναγκαίες διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις αυτές διεξάγονται από την Επιτροπή, σε συνεννόηση με τις ειδικές επιτροπές που ορίζονται από το Συμβούλιο για να την επικουρούν στο έργο αυτό και στα πλαίσια των οδηγιών που ενδεχομένως της απευθύνει το Συμβούλιο. “Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του αναθέτει η παρούσα παράγραφος, το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, στις οποίες αποφασίζει με ομοφωνία”.
2. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής στον τομέα αυτό, η υπογραφή, η οποία ενδέχεται να συνοδεύεται από απόφαση περί προσωρινής εφαρμογής πριν από την έναρξη ισχύος, και η σύναψη των συμφωνιών, αποφασίζονται από το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν η συμφωνία αφορά τομέα στον οποίο απαιτείται ομοφωνία για τη θέσπιση εσωτερικών κανόνων, καθώς και προκειμένου περί συμφωνιών του άρθρου 238.
Κατά παρέκκλιση από τους κανόνες της παραγράφου 3, η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για απόφαση περί αναστολής της εφαρμογής συμφωνίας, καθως και για τον καθορισμό των θέσεων που θα υιοθετούν εξ ονόματος της Κοινότητας σε όργανο που συνιστάται από συμφωνία βασιζόμενη στο άρθρο 238, όταν το εν λόγω όργανο καλείται να λάβει αποφάσεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα, με εξαίρεση τις αποφάσεις που συμπληρώνουν ή τροποποιούν το θεσμικό πλαίσιο της συμφωνίας.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται αμέσως και εμπεριστατωμένα για οποιαδήποτε απόφαση η οποία λαμβάνεται δυνάμει της παρούσας παραγράφου και η οποία αφορά την προσωρινή εφαρμογή ή την αναστολή συμφωνιών, ή τον καθορισμό της θέσης της Κοινότητας σε όργανο που συνιστάται από συμφωνία βασιζόμενη στο άρθρο 238″.
3. Εκτός από τις συμφωνίες που προβλέπονται στο άρθρο 113, παράγραφος 3, το Συμβούλιο συνάπτει τις συμφωνίες μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ακόμη και όταν η συμφωνία αφορά τομέα για τον οποίο απαιτείται η διαδικασία του άρθρου 189 Β, ή του άρθρου 189 Γ για τη θέσπιση εσωτερικών κανόνων. Το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο διατυπώνει τη γνώμη του μέσα σε προθεσμία που μπορεί να ορίσει το Συμβούλιο ανάλογα με το επείγον του ζητήματος. Ελλείψει γνώμης μέσα στην προθεσμία αυτή, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίζει. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου, συνάπτονται κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 238 καθώς και οι άλλες συμφωνίες που δημιουργούν ειδικό θεσμικό πλαίσιο μέσω της οργάνωσης διαδικασιών συνεργασίας, οι συμφωνίες που συνεπάγονται σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις για την Κοινότητα και οι συμφωνίες που συνεπάγονται τροποποίηση πράξης που εγκρίθηκε κατά τη διαδικασία τού άρθρου 189 Β. Σε επείγουσες περιπτώσεις, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορούν να συμφωνούν προθεσμία για τη σύμφωνη γνώμη.
4. Κατά τη σύναψη συμφωνίας, το Συμβούλιο μπορεί, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 2, να εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εγκρίνει εξ ονόματος της Κοινότητας τις τροποποιήσεις, εφόσον προβλέπεται από τη συμφωνία ότι οι τροποποιήσεις αυτές πρέπει να εγκρίνονται με απλοποιημένη διαδικασία ή μέσω ενός οργάνου που συνιστάται από την εν λόγω συμφωνία το Συμβούλιο μπορεί να εξαρτά την εξουσιοδότηση αυτή από ορισμένους ειδικούς όρους.
5. Οταν το Συμβούλιο σχεδιάζει τη σύναψη συμφωνίας που τροποποιεί την παρούσα συνθήκη, οι τροποποιήσεις πρέπει να εγκριθούν προηγουμένως σύμφωνα με τη διαδικασία στο άρθρο Ν της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση.
6. Το Συμβούλιο, η Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος μπορούν να ζητούν προηγουμένως από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει εάν η μελετώμενη συμφωνία συμβιβάζεται με τις διατάξεις της παρούσας συνθήκης. Εάν η γνωμοδότηση του Δικαστηρίου είναι αρνητική, η συμφωνία μπορεί να τεθεί σε ισχύ μόνο υπό τους όρους που ορίζει το άρθρο Ν της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση.
7. Οι συμφωνίες που συνάπτονται υπό τους όρους που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, δεσμεύουν τα όργανα της Κοινότητας και τα κράτη μέλη.
Άρθρον 228α
Οταν μια κοινή θέση η κοινή δράση που εγκρίθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, προβλέπει δράση της Κοινότητας για τη μερική ή ολοκληρωτική μείωση ή διακοπή των οικονομικών σχέσεων με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες, το Συμβούλιο αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής, λαμβάνει τά αναγκαία επείγοντα μέτρα.
Άρθρον 229
Η Επιτροπή διασφαλίζει κάθε πρόσφορη σχέση με τα όργανα των Ηνωμένων Εθνών, των ειδικευμένων οργανισμων τους και της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου. Διασφαλίζει επίσης πρόσφορες σχέσεις με όλους τους διεθνείς οργανισμούς.
Άρθρον 230
Η Κοινότης καθιερώνει την κατάλληλη συνεργασία με το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Άρθρον 231
Η Κοινότητα συνεργάζεται στενά με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως κατά τρόπο που ορίζεται με κοινή συμφωνία.
Άρθρον 232
1. Η παρούσα συνθήκη δεν τροποποιεί τις διατάξεις της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ανθρακος και Χάλυβος, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των Κρατών μελών, τις εξουσίες των οργάνων της Κοινότητος αυτής και τις διατάξεις της περί της λειτουργίας της κοινής αγοράς άνθρακος και χάλυβος.
2. Η παρούσα συνθήκη δεν θίγει τις διατάξεις της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας.
Άρθρον 233
Η παρούσα συνθήκη δεν εμποδίζει την ύπαρξη και ολοκλήρωση των περιφερειακών ενώσεων μεταξύ Βελγίου και Λουξεμβούργου, καθώς και μεταξύ Βελγίου, Λουξεμβούργου και Κάτω Χωρών, εφ` όσον οι στόχοι των περιφερειακών αυτών ενώσεων δεν επιτυγχάνονται με την εφαρμογή της παρούσης συνθήκης.
Άρθρον 234
Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που συνήφθησαν προ της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης συνθήκης, μεταξύ ενός ή περισσοτέρων Κρατών μελών αφ` ενός και ενός ή περισσοτέρων τρίτων χωρών αφ` ετέρου, δεν θίγονται από την παρούσα συνθήκη. Κατά το μέτρο που οι συμβάσεις αυτές δεν συμβιβάζονται με την παρούσα συνθήκη, το ενδιαφερόμενο ή τα ενδιαφερόμενα Κράτη μέλη προσφεύγουν σε όλα τα πρόσφορα μέσα, για να άρουν τα διαπιστωθέντα ασυμβίβαστα. Εν ανάγκη τα Κράτη μέλη παρέχουν προς τον σκοπό αυτόν αμοιβαία συνδρομή και υιοθετούν, κατά περίπτωση, κοινή στάση. Κατά την εφαρμογή των συμβάσεων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο, τα Κράτη μέλη λαμβάνουν υπ` όψη το γεγονός ότι τα πλεονεκτήματα που παραχωρεί με την παρούσα συνθήκη κάθε Κράτος μέλος αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ιδρύσεως της Κοινότητος και επομένως είναι αδιαχωρίστως συνδεδεμένα με τη σύσταση κοινών οργάνων, τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σ` αυτά και την παραχώρηση των ιδίων πλεονεκτημάτων από όλα τα άλλα Κράτη μέλη.
Άρθρον 235
Αν ενέργεια της Κοινότητος θεωρείται για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους της στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς και δεν προβλέπονται από την παρούσα συνθήκη οι προς τον σκοπό αυτόν απαιτούμενες εξουσίες, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Συνέλευση, θεσπίζει ομοφώνως τις κατάλληλες διατάξεις.
Άρθρον 236
1. Εφόσον αποφασισθεί η αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης κράτους μέλους, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου ΣΤ.1 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, αυτά τα δικαιώματα ψήφου αναστέλλονται επίσης και όσον αφορά την παρούσα συνθήκη.
2. Επιπλέον, εφόσον έχει διαπιστωθεί, σύμφωνα με το άρθρο ΣΤ.1 παράγραφος 1 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, η ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος αρχών που μνημονεύονται στο άρθρο ΣΤ παράγραφος 1 της συνθήκης αυτής, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία, την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή της παρούσας συνθήκης ως προς το εν λόγω κράτος μέλος. Ενεργώντας κατ` αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων.
Οι υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους μέλους, δυνάμει της παρούσας Συνθήκης, εξακολουθούν εν τούτοις να δεσμεύουν αυτό το κράτος μέλος.
3. Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει εν συνεχεία, με ειδική πλειοψηφία, να μεταβάλει ή να ανακαλέσει μέτρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, ανάλογα με τις μεταβολές της καταστάσεως, η οποία οδήγησε στην επιβολή τους.
4. Οταν λαμβάνει αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, το Συμβούλιο αποφασίζει χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ψήφους του αντιπροσώπου της κυβέρνησης του εν λόγω κράτους μέλους. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 148, παράγραφος 2, ως ειδική πλειοψηφία ορίζεται η αυτή αναλογία των σταθμισμένων ψήφων των αφορώμενων μελών του Συμβουλίου όπως καθορίζεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2.
Η παρούσα παράγραφος ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία δικαιώματα ψήφου έχουν ανασταλεί σύμφωνα με την παράγραφο 1. Στις περιπτώσεις αυτές, απόφαση η οποία απαιτεί ομοφωνία λαμβάνεται χωρίς την ψήφο του αντιπροσώπου της κυβέρνησης του εν λόγω κράτους μέλους”.
Άρθρον 237
Άρθρον 238
Η Κοινότητα δύναται να συνάπτει, με ένα ή περισσότερα κράτη ή με διεθνείς οργανισμούς, συμφωνίες που συνιστούν σύνδεση, η οποία συνεπάγεται αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις, κοινές δράσεις και ειδικές διαδικασίες.
Άρθρον 239
Τα πρωτόκολλα που προσαρτώνται στην παρούσα συνθήκη με κοινή συμφωνία των Κρατών μελών αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της.
Άρθρον 240
Η παρούσα συνθήκη ισχύει επί απεριόριστο χρόνο.
Εγκατάσταση των οργάνων
Άρθρον 241
Το Συμβούλιο συνέρχεται εντός μηνός από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης.
Άρθρον 242
Το Συμβούλιο λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη συγκρότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής εντός τριών μηνών από την πρώτη συνεδρίασή του.
Άρθρον 243
Η Συνέλευση συνέρχεται εντός δύο μηνών από την πρώτη συνεδρίαση του Συμβουλίου, συγκαλουμένη από τον πρόεδρό του, για να εκλέξει το προεδρείο της και να επεξεργασθεί τον κανονισμό της. Μέχρι της εκλογής του προεδρείου προεδρεύει τό πρεσβύτερο μέλος της.
Άρθρον 244
Το Δικαστήριο αρχίζει τις εργασίες του μόλις διορισθούν τα μέλη του. Ο Διορισμός του πρώτου προέδρου γίνεται για περίοδο τριών ετών κατά τη διαδικασία διορισμού των μελών. Το Δικαστήριο θεσπίζει τον κανονισμό διαδικασίας του εντός τριών μηνών από της ενάρξεως των εργασιών του. Προ της δημοσιεύσεως του κανονισμού διαδικασίας δεν δύναται να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής τρέχουν από αυτό το χρονικό σημείο. Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ασκεί από του διορισμού του τις εξουσίες που του αναθέτει η παρούσα συνθήκη.
Άρθρον 245
Η Επιτροπή αρχίζει τις εργασίες της και ασκεί τα καθήκοντα που της αναθέτει η παρούσα συνθήκη μόλις διορισθούν τα μέλη της. Η Επιτροπή, από της ενάρξεως των εργασιών της, προβαίνει στις μελέτες και πραγματοποιεί τις επαφές που είναι αναγκαίες, για να σχηματίσει συνολική εικόνα της οικονομικής καταστάσεως της Κοινότητος.
Άρθρον 246
Πρώτο οικονομικό έτος
1. Το πρώτο οικονομικό έτος αρχίζει από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης και λήγει την 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Αν όμως η συνθήκη αρχίζει να ισχύει κατά το δεύτερο ήμισυ του έτους, το πρώτο οικονομικό έτος παρατείνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του επομένου έτους.
2. Μέχρι της καταρτίσεως του προϋπολογισμού για το πρώτο οικονομικό έτος, τα Κράτη μέλη προβαίνουν σε άτοκες προκαταβολές προς την Κοινότητα που αφαιρούνται από τις χρηματικές εισφορές για την εκτέλεση του προϋπολογισμού.
3. Μέχρι της καταρτίσεως του κανονισμού περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του νομικού καθεστώτος που διέπει το λοιπό προσωπικό της Κοινότητος κατά το άρθρο 212, κάθε όργανο προσλαμβάνει το αναγκαίο προσωπικό και συνάπτει για το σκοπό αυτό συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Κάθε όργανο εξετάζει από κοινού με το Συμβούλιο τα ζητήματα που αφορούν τον αριθμό, την αμοιβή και την κατανομή των θέσεων.
Άρθρον 247
Η παρούσα συνθήκη θα κυρωθεί από τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη συμφώνως προς τους συνταγματικούς τους κανόνες. Τα έγγραφα κυρώσεως θα κατατεθούν στην Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας. Η παρούσα συνθήκη αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την κατάθεση του τελευταίου εγγράφου κυρώσεως. Αν η κατάθεση αυτή απέχει λιγότερο από δεκαπέντε ημέρες από την αρχή του επομένου μηνός, η συνθήκη αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δευτέρου μηνός από της ημερομηνίας της καταθέσεως.
Άρθρον 248
Η παρούσα συνθήκη συντάσσεται σε ένα μόνο αντίτυπο στη γαλλική, γερμανική, ιταλική και ολλανδική γλώσσσα και τα τέσσερα κείμενα είναι εξ ίσου αυθεντικά. Η συνθήκη θά κατατεθεί στο αρχείο της Κυβερνήσεως της Ιταλικής δημοκρατίας, η οποία θα διαβιβάσει κεκυρωμένο αντίγραφο στην κυβέρνηση καθενός από τα λοιπά υπογράφοντα Κράτη. Εις πίστωση των ανωτέρω οι υπογεγραμμένοι πληρεξούσιοι υπέγραψαν την παρούσα συνθήκη. Εγινε στη Ρώμη, στις είκοσι πέντε Μαρτίου χίλια εννιακόσια πενήντα επτά.
Άρθρον 249
Παράρτημα Ι Πίνακες Α-Ζ προβλεπόμενοι στα άρθρα 19 και 20 της συνθήκης
Παράρτημα ΙΙ Πίνακας προβλεπόμενος στο άρθρο 38 της συνθήκης
Παράρτημα ΙΙΙ Πίνακας αδήλων συναλλαγών άρθρου 106 της συνθήκης
Κατά το άρθρο Ζ.85 ο τίτλος αντικαθίσταται ως εξής: “Πίνακας αδήλων συναλλαγών που προβλέπεται στο άρθρο 73 Η της συνθήκης”. – Θαλάσσιοι ναύλοι, περιλαμβανομένων των ναυλοσυμφώνων, των λιμενικών εξόδων, των δαπανών για αλιευτικά σκάφη κ.λπ. – Ποτάμιοι ναύλοι, περιλαμβανομένων των ναυλοσυμφώνων. – Οδικές μεταφορές: ταξιδιώτες, ναύλοι και ναυλώσεις. – Εναέριες μεταφορές: ταξιδιώτες, ναύλοι και ναυλώσεις. Πληρωμές από τους επιβάτες των διεθνών αεροπορικών εισιτηρίων και του υπερβάλλοντος βάρους των αποσκευων πληρωμές του διεθνούς αεροπορικού ναύλου και των ναυλωμένων πτήσεων. Εισπράξεις από την πώληση διεθνών αεροπορικών εισιτηρίων, από το υπερβάλλον βάρος των αποσκευών, τον διεθνή εναέριο ναύλο και τις ναυλωμένες πτήσεις. – Για όλα τα μέσα θαλασσίων μεταφορών: έξοδα προσορμίσεως (εφοδιασμός σε καύσιμα, βενζίνη, τρόφιμα, έξοδα συντηρήσεως, επισκευές, έξοδα πληρώματος κ.λπ.). Για όλα τα μέσα ποταμίων μεταφορών: έξοδα προσορμίσεως (εφοδιασμός σε καύσιμα, βενζίνη, τρόφιμα, έξοδα συντηρήσεως καί μικροεπισκευές μεταφορικού υλικού, έξοδα πληρώματος κ.λπ.). Για όλα τα μέσα οδικών εμπορικών μεταφορών: καύσιμα, έλαια, μικροεπισκευές, σταθμεύσεις, δαπάνες για τους οδηγούς και το προσωπικό του οχήματος κ.λπ. Για όλα τα μέσα εναερίων μεταφορών: έξοδα λειτουργίας και εμπορικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των επισκευών αεροσκαφών και του υλικού εναερίων μεταφορών. – Εξοδα και δικαιώματα τελωνειακής αποταμιεύσεως, αποθηκεύσεως και εκτελωνισμού. – Δασμοί και φόροι. – Επιβαρύνσεις που προκύπτουν εκ της διαμετακομίσεως. – Εξοδα επισκευής και συναρμολογήσεως. Εξοδα μεταποιήσεως, κατεργασίας, εργασίας κατ` αποκοπήν και άλλων παρεμφερών υπηρεσιών. – Επισκευές πλοίων. Επισκευές υλικού μεταφορών εκτός των πλοίων και αεροσκαφών. – Τεχνική βοήθεια (βοήθεια για την παραγωγή και τη διανομή αγαθών και ύπηρεσιών σε όλα τα στάδια, που παρέχεται για ορισμένη περίοδο, σύμφωνα με το ειδικό αντικείμενο αυτής της βοηθείας και που περιλαμβάνει π.χ. συμβουλές και μετακινήσεις εμπειρογνωμόνων, την εκπόνηση προγραμμάτων και σχεδίων τεχνικής φύσεως, ελέγχους κατασκευής, έρευνες αγορών, καθώς και την εκπαίδευση του προσωπικού). – Προμήθειες και μεσιτείες. Κέρδη που προκύπτουν από εργασίες διαμετακομίσεως. Τραπεζικές προμήθειες και έξοδα. Εξοδα παραστάσεως. – Διαφημίσεις κάθε μορφής. – Επαγγελματικά ταξίδια. – Συμμετοχή θυγατρικών επιχειρήσεων, υποκαταστημάτων κ.λπ. στα γενικά έξοδα της μητρικής τους εταιρείας στην αλλοδαπή και αντιστρόφως. – Συμβάσεις εργολαβίας (εργασίες κατασκευής και συντηρήσεως κτιρίων, οδών, γεφυρών, λιμένων κ.λπ., που εκτελούνται από ειδικευμένες επιχειρήσεις, γενικώς με κατ` αποκοπήν αμοιβή μετά από δημόσιο διαγωνισμό). – Διαφορές, ενισχύσεις και καταθέσεις που αφορούν πράξεις επί προθεσμία σε εμπορεύματα, που γίνονται σύμφωνα με τις καθιερωμένες εμπορικές συνήθειες. – Τουρισμός. – Ιδιωτικά ταξίδια και παραμονή προσωπικού χαρακτήρος για λόγους σπουδών. – Ιδιωτικά ταξίδια και παραμονή προσωπικού χαρακτήρος που επιβάλλονται για λόγους υγείας. – Ιδιωτικά ταξίδια και παραμονή προσωπικού χαρακτήρος για οικογενειακούς λόγους. – Συνδρομές σε εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, μουσικές εκδόσεις και δίσκους. – Ταινίες εμφανισμένες εμπορικές, πληροφοριακές, μορφωτικές κ.λπ. (μίσθωση, κινηματογραφικά δικαιώματα, συνδρομές και έξοδα αντιγραφής και συγχρονισμού, κ.λπ.). – Συνεισφορές. – Συντήρηση και τρέχουσες επισκευές ιδιωτικών ακινήτων στην αλλοδαπή. – Κρατικές δαπάνες (επίσημες αντιπροσωπείες στην αλλοδαπή, συνεισφορές σε διεθνείς οργανισμούς). – Φόροι και τέλη, δικαστικά έξοδα, τέλη καταχωρίσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και βιομηχανικών σημάτων. Αποζημιώσεις. Επιστροφές χρημάτων σε περίπτωση ακυρώσεως συμβάσεων ή αχρεωστήτων πληρωμών. Πρόστιμα. – Περιοδικοί διακανονισμοί των ταχυδρομικών, τηλεγραφικών και τηλεφωνικών υπηρεσιών καθώς και των επιχειρήσεων δημοσίων μεταφορών. – Εγκρίσεις συναλλάγματος που παρέχονται σε ημεδαπούς ή κατοίκους ξένης υπηκοότητος που μεταναστεύουν στην αλλοδαπή. – Εγκρίσεις συναλλάγματος που παρέχονται σε ημεδαπούς ή κατοίκους ξένης υπηκοότητος που επιστρέφουν στην πατρίδα τους. – Μισθοί και ημερομίσθια (εργατών, παραμεθορίων ή εποχικώς εργαζομένων και άλλες παροχές σε μη κατοίκους, με επιφύλαξη του δικαιώματος των χωρών να ρυθμίζουν την απασχόληση του ξένου εργατικού δυναμικού). – Εμβάσματα μεταναστών (με επιφύλαξη του δικαιώματος των χωρών να ρυθμίζουν τη μετανάστευση). – Αμοιβές και αποδοχές ελευθέρων επαγγελματιών. – Μερίσματα και εισοδήματα κερδοφόρων μεριδίων. – Τόκοι (αξιογράφων, τίτλων υποθηκών κ.λπ.). – Μισθώματα από αστικά ή αγροτικά ακίνητα κ.λπ. – Συμβατικές αποσβέσεις δανείων (εξαιρέσει των μεταφορών συναλλάγματος για απόσβεση μέ χαρακτήρα προώρου εξοφλήσεως για πληρωμή σωρευμένων καθυστερουμένων δόσεων). – Κέρδη από την εκμετάλλευση επιχειρήσεων. – Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Διπλώματα ευρεσιτεχνίας, σχέδια, σήματα και εφευρέσεις (εκχωρήσεις αδειών εκμεταλλεύσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σχεδίων, σημάτων και εφευρέσεων, προστατευομένων ή μη, και μεταφορές συναλλάγματος που προκύπτουν από τέτοιες παραχωρήσεις ή άδειες). – Προξενικές εισπράξεις. – Συντάξεις και άλλα ανάλογα εισοδήματα. Νομικές διατροφές και οικονομική βοήθεια σε ιδιαίτερες περιπτώσεις απορίας. Κλιμακωτές μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, σε χώρα μέλος από πρόσωπα που κατοικούν σε άλλη χώρα μέλος και δεν έχουν επαρκείς πόρους για την προσωπική τους συντήρηση στην τελευταία αυτή χώρα. – Συναλλαγές και μεταφορές συναλλάγματος σχετικές με την άμεση ασφάλιση. – Συναλλαγές και μεταφορές συναλλάγματος σχετικές με την αντασφάλιση και την επανεκχώρηση. – Ανοιγμα και εξόφληση εμπορικών και βιομηχανικών πιστώσεων. – Μεταβίβαση στο εξωτερικό μικροποσών. – Εξοδα τεκμηριώσεως κάθε φύσεως που γίνεται από εγκεκριμένα γραφεία ξένου συναλλάγματος και δικό τους λογαριασμό. Αθλητικά βραβεία και Κέρδη ιπποδρομιών. – Κληρονομίες. – Προίκες.
Παράρτημα ΙV Υπερπόντιες χώρες και εδάφη Στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του τετάρτου μέρους της Συνθήκης.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 1
Πρωτόκολλο για την Απόκτηση ακινήτων στη Δανία
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να διευθετήσουν ορισμένα ειδικά προβλήματα που αφορούν τη Δανία, ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ την εξής διάταξη, η οποία προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: Παρά τις διατάξεις της συνθήκης, η Δανία μπορεί να διατηρήσει την ισχύουσα νομοθεσία της στο θέμα της δευτερεύουσας κατοικίας.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 2
Πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης γιά τήν ιδρυση τής Ευρωπαϊκής Κοινότητας
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ σχετικά με την ακόλουθη διάταξη, που προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: Για την εφαρμογή του άρθρου 119 της συνθήκης, οι δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων παροχές δεν θεωρούνται ως αποδοχές εφόσον αντιστοιχούν σε περιόδους απασχόλησης πριν από τις 17 Μαίου 1990, με εξαίρεση τους εργαζόμενους ή τους έλκοντες δικαιώματα οι οποίοι πριν από αυτή την ημερομηνία, είχαν ασκήσει δικαστική προσφυγή ή καταθέσει αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 3
Πρωτόκολλο για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να καθορίσουν το καταστατικό του Εύρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που προβλέπονται στο άρθρο 4 Α της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τις ακόλουθες διατάξεις, οι οποίες προσαρτώνται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας:
Κεφάλαιο Ι Συγκρότηση του ΕΣΚΤ
Άρθρο 1
1.1. Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (εφεξής καλούμενο ΕΣΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (εφεξής καλούμενη ΕΚΤ) ιδρύονται σύμφωνα με το άρθρο 4 Α της παρούσας συνθήκης, εκτελούν δε τις λειτουργίες τους και ασκούν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συνθήκης και του παρόντος καταστατικού. 1.2. Σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 1 της παρούσας συνθήκης, το ΕΣΚΤ αποτελείται από τήν ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών (καλούμενες στό εξής “εθνικές κεντρικές τράπεζες”). Το Institut Monetaire Lyxembourgeois θα είναι η κεντρική τράπεζα του Λουξεμβούργου.
Κεφάλαιο ΙΙ Στόχοι και καθήκοντα του ΕΣΚΤ
Άρθρο 2
Σύμφωνα με το άρθρο 105 παράγραφος 1 της παρούσας συνθήκης, ο πρωταρχικός στόχος του ΕΣΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Με την επιφύλαξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών, το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Κοινότητα προκειμένου να συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας που ορίζονται στο άρθρο 2 της παρούσας συνθήκης. Το ΕΣΚΤ ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, και σύμφωνα με τις αρχές που εξαγγέλλονται στο άρθρο 3 Α της παρούσας συνθήκης.
Άρθρο 3
3.1. Σύμφωνα με το άρθρο 105 παράγραφος 2 της παρούσας συνθήκης, τα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ είναι: – να χαράζει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της Κοινότητας, – να διενεργεί πράξεις συναλλάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 109 της παρούσας συνθήκης, – να κατέχει και να διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών μελών, – να προωθεί την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών. 3.2. Σύμφωνα με το άρθρο 105 παράγραφος 3 της παρούσας συνθήκης, η τρίτη περίπτωση του Άρθρου 3.1 δεν θίγει την εκ μέρους των κυβερνήσεων των κρατών μελών κατοχή και διαχείριση των τρεχόντων ταμειακών υπολοίπων σε συνάλλαγμα. 3.3. Σύμφωνα με το άρθρο Ι05 παράγραφος 5 της παρούσας συνθήκης, το ΕΣΚΤ συμβάλλει στην εκ μέρους των αρμοδίων αρχών ομαλή άσκηση Πολιτικών που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Άρθρο 4
Σύμφωνα με το άρθρο 105, παράγραφος 4 της παρούσας συνθήκης: α) η γνώμη της ΕΚΤ ζητείται: – για κάθε προτεινόμενη κοινοτική πράξη που εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, – από τις εθνικές αρχές για κάθε σχέδιο νομοθετικής διάταξης που εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, εντός όμως των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 42, β) Η ΕΚΤ μπορεί να διατυπώνει γνώμες προς τα κατάλληλα κοινοτικά όργανα ή οργανισμούς ή τις εθνικές αρχές για θέματα του πεδίου των αρμοδιοτήτων της.
Άρθρο 5
5.1. Προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ, ή ΕΚΤ, με τη βοήθεια των εθνικών κεντρικών τραπεζών, συλλέγει τις αναγκαίες στατιστικές πληροφορίες είτε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές είτε απευθείας από οικονομικούς παράγοντες. Για το σκοπό αυτό, συνεργάζεται με τα κοινοτικά όργανα ή οργανισμούς και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς. 5.2. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες εκτελούν, στο βαθμό που είναι δυνατόν, τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 5.1. 5.3. Η ΕΚΤ προωθεί την εναρμόνιση, όπου είναι αναγκαίο, των κανόνων και πρακτικών που διέπουν τη συλλογή, επεξεργασία και διανομή των στατιστικών στοιχείων στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της. 5.4. Το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 42 ορίζει τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν υποχρέωση να παρέχουν πληροφορίες, το καθεστώς απορρήτου και τις κατάλληλες διατάξεις επιβολής κυρώσεων.
Άρθρο 6
6.1. Στο πεδίο της διεθνούς συνεργασίας σχετικά με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο ΕΣΚΤ, ή ΕΚΤ αποφασίζει τον τρόπο εκπροσώπησης του ΕΣΚΤ. 6.2. Η ΕΚΤ και, με την έγκρισή της, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, μπορούν να συμμετέχουν σε διεθνείς νομισματικούς οργανισμούς. 6.3. Οι διατάξεις του άρθρου 6.1 και 6.2 ισχύουν υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 109 παράγραφος 4 της παρούσας συνθήκης.
Κεφάλαιο ΙΙΙ Οργάνωση του ΕΣΚΤ
Άρθρο 7
Σύμφωνα με το άρθρο 107 της παρούσας συνθήκης, κατά την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα συνθήκη και το παρόν καταστατικό, ούτε η ΕΚΤ ούτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, ούτε κανένα μέλος των οργάνων λήψεως αποφάσεων των εν λόγω οργανισμών, ζητά ή δέχεται υποδείξεις από κοινοτικά όργανα ή οργανισμούς, από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους μέλους ή από οποιοδήποτε άλλο οργανισμό. Τα κοινοτικά όργανα ή οργανισμοί, καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τηρούν την αρχή αυτή και να μην επιδιώκουν να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Άρθρο 8
Το ΕΣΚΤ διοικείται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ.
Άρθρο 9
9.1. Η ΕΚΤ η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της παρούσας συνθήκης, έχει νομική προσωπικότητα, έχει σε κάθε κράτος μέλος την ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από το δίκαιο του κράτους μέλους. Η ΕΚΤ μπορεί ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή ή ακίνητη περιουσία και να είναι διάδικος. 9.2 Η ΕΚΤ διασφαλίζει ότι η αποστολή που έχει ανατεθεί στό ΕΣΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 105 παράγραφοι 2, 3 και 5 της παρούσας συνθήκης, εκτελείται είτε με δικές της ενέργειες σύμφωνα με το παρόν καταστατικό είτε μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 12.1 και το άρθρο 14. 9.3 Σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 3 της παρούσας συνθήκης, τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ είναι το Διοικητικό Συμβούλιο και η Εκτελεστική Επιτροπή.
Άρθρο 10
10.1. Σύμφωνα με το άρθρο 109 Α παράγραφος 1 της παρούσας συνθήκης, το Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίζεται από τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και τους Διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών. 10.2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10.3, μόνο τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που παρίστανται αυτοπροσώπως έχουν δικαίωμα να ψηφίζουν. Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό, ο εσωτερικός κανονισμός που αναφέρεται στο άρθρο 12.3 μπορεί να ορίζει ότι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μπορούν να ψηφίζουν μέσω τηλεσύσκεψης. Ο κανονισμός αυτός προβλέπει επίσης ότι εάν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου κωλύεται να ψηφίσει επί μακρό χρονικό διάστημα μπορεί να ορίσει αναπληρωτή για να τον αντικαθιστά ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10.3 και του άρθρου 11.3, κάθε μέλος έχει μία ψήφο. Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν καταστατικό, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Προκειμένου να γίνει ψηφοφορία στο Διοικητικό Συμβούλιο, απαιτείται απαρτία των δύο τρίτων των μελών. Αν δεν υπάρχει απαρτία, ο Πρόεδρος μπορεί να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση, στην οποία οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται χωρίς την ανωτέρω αναφερόμενη απαρτία.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ!!: : Με το άρθρο 1 της Απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης της 21ης Μαρτίου 2003 περί τροποποιήσεως του άρθρου 10.2 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 3239/2004,ΦΕΚ Α 91/29.4.2004, το άρθρο 10.2 του καταστατικού αντικαταστάθηκε από το ακόλουθο κείμενο: 10.2. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου έχει μία ψήφο. Από την ημερομηνία που ο αριθμός των μελών του διοικητικού συ μβουλίου υπέρβαινει τα 21, κάθε μέλος της εκτελεστικής επιτροπής έχει μία ψήφο, ο δε αριθμός των διοικητών με δικαίωμα ψήφου ανέρχεται σε 15. Τα δικαιώματα ψήφου των τελευταίων διατίθενται και ασκούνται εκ περιτροπής κατά τα ακόλουθα:
από την ημερομηνία που ο αριθμός των διοικητών θα υπερβεί τους 15 και έως ότου ανέλθει σε 22, αυτοί κατανέμονται σε δύο ομάδες, βάσει κατάταξης με κριτήριο το μέγεθος του μεριδίου συμμετοχής του κράτους μέλους της οικείας ΕθνΚΤ στο συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς και στη συνολική
συγκεντρωτική λογιστική κατάσταση των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Στα μερίδια συμμετοχής στο συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς και στη συνολική συκεντρωτική λογιστική κατάσταση των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αποδίδεται στάθμιση 5/6 και 1/6 αντίστοιχα. Η πρώτη ομάδα αποτελείται από πέντε διοικητές και η δεύτερη ομάδα από τους υπόλοιπους διοικητές. Η συχνότητα με την οποία οι διοικητές της πρώτης ομάδας απολαύουν δικαιώματος ψήφου δεν θα είναι μικρότερη της συχνότητας με την οποία απολαύουν, του εν λόγω δικαιώματος οι διοικητές της δεύτερης ομάδας. Με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου, στην πρώτη ομάδα διατίθεται τέσσερα δικαιώματα ψήφου και στη δεύτερη ομάδα ένδεκα δικαιώματα ψήφου,
από την ημερομηνία που ο αριθμός των διοικητών θα ανέλθει σε 22, αυτοί κατανέμονται σε τρεις ομάδες, βάσει κατάταξης σύμφωνα με τα προαναφερθέντα κριτήρια. Στην πρώτη ομάδα, η οποία αποτελείται από πέντε διοικητές, διατίθενται τέσσερα δικαιώματα ψήφου. Στη δεύτερη ομάδα, η οποία αποτελείται από το ήμισυ του συνολικού αριθμού, των διοικητών, στρογγυλοποιούμενο προς τα
άνω στον πλησιέστερο ακέραιο, κατά περίπτωση, διατίθενται οκτώ δικαιώματα ψήφου. Στην τρίτη ομάδα, η οποία αποτελείται από τους υπόλοιπους διοικητές, διατίθενται τρία δικαιώματα ψήφου, εντός κάθε ομάδας, οι διοικητές έχουν δικαίωμα ψήφου για ίσο χρόνο, για τον υπολογισμό των μεριδίων συμμετοχής στο συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς εφαρμόζεται το άρθρο 29.2. Η συνολική συγκεντρωτική λογιστική κατάσταση των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υπολογίζεται σύμφωνα με το στατιστικό πλαίσιο που ισχύει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατά το χρόνο του εν λόγω υπολογισμού,
το μέγεθος ή/και η σύνθεση των ομάδων προσαρμόζονται βάσει των παραπάνω αρχών, με κάθε αναπροσαρμογή του συνολικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 29.3 του καταστατικού, ή αύξηση του αριθμού των διοικητών, το διοικητικό συμβούλιο, αποφασίζοντας με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών του, ήτοι των μελών με και χωρίς δικαίωμα ψήφου, λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο προς εφαρμογή των παραπάνω αρχών και δύναται να αναβάλλει την έναρξη λειτουργίας του συστήματος της εκ περιτροπής άσκησης δικαιώματος ψήφου, έως ότου ο αριθμός των διοικητών υπερβεί τους 18.
Το δικαίωμα ψήφου ασκείται αυτοπροσώπως. Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό ο εσωτερικός κανονισμός που αναφέρεται στο άρθρο 12.3 μπορεί να ορίζει ότι μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να ψηφίζουν μέσω τηλεσύσκεψης, Ο κανονισμός αυτός προβλέπει επίσης ότι εάν μέλος του διοικητικού συμβουλίου κωλύεται να ψηφίσει επί μακρό χρονικό διάστημα μπορεί να ορίσει αναπληρωτή για να τον αντικαθιστά ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου.
Οι ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων τελούν υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων ψήφου όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου, ήτοι των μελών με και χωρίς δικαίωμα ψήφου, βάσει των άρθρων 10.3, 10.6 και 41.2.
Εκτός εάν ορίζεται άλλως στο παρόν καταστατικό, το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των μελών με δικαίωμα ψήφου. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.
Προκειμένου να γίνει ψηφοφορία στο διοικητικό συμβούλιο, απαιτείται απαρτία των δύο τρι {ων των μελών με δικαίωμα ψήφου, Αν δεν υπάρχει απαρτία, ο πρόεδρος μπορεί να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση στην οποία οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται χωρίς την ανωτέρω αναφερόμενη απαρτία.»
( Η ανωτέρω απόφαση,σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής, αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί την κατάθεση τόυ εγγράφου επικύρωσης του υπογράφοντος κράτους μέλους που προέβη τελευταίο στη διατύπωση αυτή).
10.3. Για κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει των άρθρων 28, 29, 30, 32, 33 και 51, οι ψήφοι στο Διοικητικό Συμβούλιο σταθμίζονται σύμφωνα με την κατανομή του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της ΕΚΤ μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών, ενώ οι ψήφοι των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής έχουν μηδενική στάθμιση. Μια απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία εφόσον οι υπέρ αυτής ψήφοι αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της ΕΚΤ και αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τους μισούς μεριδιούχους. Αν ένας Διοικητής αδυνατεί να είναι παρών, μπορεί να ορίζει αναπληρωτή ο οποίος θα συμμετέχει στη σταθμισμένη ψηφοφορία. 10.4. Οι εργασίες των συνεδριάσεων είναι μυστικές. Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να δημοσιεύσει το αποτέλεσμα των συσκέψεών του. 10.5. Το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδριάζει τουλάχιστον δέκα φορές το χρόνο.
Άρθρο 11
11.1. Σύμφωνα με το άρθρο 109 Α, παράγραφος 2 α) της παρούσας συνθηκης, η Εκτελεστική Επιτροπή απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τέσερα άλλα μέλη. Τα μέλη ασκούν τα καθήκοντά τους σε βάση πλήρους απασχόλησης. Κανένα μέλος δεν αναλαμβάνει οιαδήποτε άλλη απασχόληση, επικερδή ή μη, εκτός εάν κατ` εξαίρεση του δοθεί η άδεια από το Διοικητικό Συμβούλιο. 11.2. Σύμφωνα με το άρθρο 109 Α, παράγραφος 2 σημείο β) της παρούσας συνθήκης, ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών μελών σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, κατά σύσταση του Συμβουλίου το οποίο προηγουμένως διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Διοικητικό Συμβούλιο, μεταξύ πρόσωπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε νομισματικά ή τραπεζικά θέματα. Η θητεία τους είναι οκταετής και μη ανανεώσιμη. Μόνο υπήκοοι κράτους μέλους μπορούν να γίνονται μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής. 11.3. Οι όροι απασχόλησης των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής, και ιδίως οι αποδοχές, συντάξεις και λοιπές κοινωνικοασφαλιστικές παροχές τους περιλαμβάνονται σε συμβάσεις που συνάπτονται με την ΕΚΤ και καθορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο μετά από πρόταση επιτροπής απαρτιζόμενης από τρία μέλη τα οποία διορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο και από τρία μέλη που διορίζει το Συμβούλιο. Τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής δεν έχουν δικαίωμα ψήφου για θέματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. 11.4. Εάν ένα μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής δεν πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα, το Δικαστήριο μπορεί, αιτήσει του Δικαστικού Συμβουλίου ή της Εκτελεστικής Επιτροπής, να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του. 11.5. Κάθε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής που παρίσταται αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις έχει δικαίωμα ψήφου και διαθέτει, για το σκοπό αυτό, μια ψήφο. Εκτός από τις περιπτώσεις όπου προβλέπεται διαφορετικά, η Εκτελεστική Επιτροπή αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των ψήφων. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου. Οι διατάξεις για την ψηφοφορία καθορίζονται στον εξωτερικό κανονισμό που αναφέρεται στο άρθρο 12.3. 11.6. Η Εκτελεστική Επιτροπή είναι υπεύθυνη για τα τρέχοντα θέματα της ΕΚΤ. 11.7. Οι κενές θέσεις στην Εκτελεστική Επιτροπή πληρούνται με τον διορισμό νέων μελών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11.2.
Άρθρο 12
12.1. Το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές και λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις για την εκπλήρωση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στο ΕΣΚΤ σύμφωνα με την παρούσα συνθήκη και το παρόν καταστατικό. Το Διοικιτικό Συμβούλιο διαμορφώνει τη νομισματική πολιτική της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων, όπου χρειάζεται, αποφάσεων σχετικών με ενδιάμεσους νομισματικούς στόχους, βασικά επιτόκια και προσφορά διαθεσίμων στο ΕΣΚΤ, και χαράζει τις απαραίτητες κατευθυντήριες γραμμές για την εκτέλεσή τους. Η Εκτελεστική Επιτροπή θέτει σε εφαρμογή τη νομισματική πολιτική σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αποφάσεις που θεσπίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Ενεργώντας έτσι, η Εκτελεστική Επιτροπή δίνει τις απαραίτητες οδηγίες στις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί, με απόφασή του, να μεταβιβάζει ορισμένες εξουσίες στην Εκτελεστική Επιτροπή. Εφόσον κρίνεται δυνατόν και εύλογο και με την επιφύλαξη των διατάξεων ότου παρόντος άρθρου, η ΕΚΤ προσφεύγει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες για την εκτέλεση των πράξεων που υπάγονται στα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. 12.2. Η Εκτελεστική Επιτροπή έχει την ευθύνη για την προετοιμασία των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου. 12.3. Το Διοικητικό Συμβούλιο θεσπίζει εσωτερικό κανονισμό, ο οποίος καθορίζει την εσωτερική οργάνωση της ΕΚΤ και των οργάνων λήψεως αποφάσεων. 12.4. Το Διοικητικό Συμβούλιο ασκεί τις συμβουλευτικές λειτουργίες που αναφέρονται στο άρθρο 4. 12.5. Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6.
Άρθρο 13
13.1. Ο Πρόεδρος ή, σε περίπτωση απουσίας του, ο Αντιπρόεδρος προεδρεύει του Διοικητικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ. 13.2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 39, ο Πρόεδρος ή ο αντιπρόσωπός του που ορίζει, εκπροσωπεί την ΕΚΤ προς τα έξω.
Άρθρο 14
14.1. Σύμφωνα με το άρθρο 108 της παρούσας συνθήκης, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει, το αργότερο μέχρι την ημερομηνία ίδρυσης του ΕΣΚΤ, ότι η εθνική του νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής του τράπεζας, συμβιβάζεται με την παρούσα συνθήκη και το παρόν καταστατικό. 14.2. Τα καταστατικά των εθνικών κεντρικών τραπεζών προβλέπουν ειδικότερα ότι η θητεία του Διοικητή εθνικής κεντρικής τράπεζας δεν είναι μικρότερη από πέντε έτη. Ο Διοικητής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο εάν δεν πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα. Σχετική απόφαση μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τον ενδιαφερόμενο Διοικητή ή από το Διοικητικό Συμβούλιο, λόγω παράβασης της παρούσας συνθήκης ή κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της. Η διαδικασία κινείται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης ή από την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα, ή ελλείψει των ανωτέρω, από την ημέρα που ο προσφεύγων έλαβε γνώση, ανάλογα με την περίπτωση. 14.3. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ΕΣΚΤ και ενεργούν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της ΕΚΤ. Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της ΕΚΤ και απαιτεί να της παρέχεται κάθε αναγκαία πληροφορία. 14.4. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να εκτελούν και λειτουργίες άλλες από εκείνες που καθορίζονται στο παρόν καταστατικό, εκτός εάν το Διοικητικό Συμβούλιο αποφανθεί, με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψήφων, ότι οι λειτουργίες αυτές παρακωλύουν τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Οι εν λόγω λειτουργίες εκτελούνται υπ` ευθύνη των εθνικών κεντρικών τραπεζών και δεν θεωρούνται ότι αποτελούν μέρος των λειτουργιών του ΕΣΚΤ.
Άρθρο 15
15.1. Η ΕΚΤ συντάσσει και δημοσιεύει εκθέσεις για τις δραστηριότητες του ΕΣΚΤ τουλάχιστον κάθε τρίμηνο. 15.2. Κάθε εβδομάδα δημοσιεύεται ενοποιημένη λογιστική κατάσταση του ΕΣΚΤ. 15.3. Σύμφωνα με το άρθρο 109 Β παράγραφος 3 της παρούσας συνθήκης, η ΕΚΤ απευθύνει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του ΕΣΚΤ και τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς επίσης και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. 15.4. Οι εκθέσεις και καταστάσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο διατίθενται δωρεάν στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Άρθρο 16
Σύμφωνα με το άρθρο 105 Α παράγραφος 1 της παρούσας συνθήκης, το Διοικητικό Συμβούλιο έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων μέσα στην Κοινότητα. Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να εκδίδουν τέτοια τραπεζογραμμάτια. Τα τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι τα μόνα τραπεζογραμμάτια που θα αποτελούν νόμιμο χρήμα μέσα στην Κοινότητα. Η ΕΚΤ σέβεται κατά το δυνατόν τις υπάρχουσες πρακτικές σχετικά με την έκδοση και την όψη των τραπεζογραμματίων.
Κεφάλαιο ΙV Νομισματικές λειτουργίες και εργασίες του ΕΣΚΤ
Άρθρο 17
Για τη διεξαγωγή των εργασιών τους, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ανοίγουν λογαριασμούς υπέρ πιστωτικών ιδρυμάτων, δημόσιων οργανισμών και άλλων φορέων της αγοράς, και να δέχονται περιουσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένων τίτλων υπό μορφήν,λογιστικής εγγραφής, ως ασφάλεια.
Άρθρο 18
18.1. Για την επίτευξη των στόχων του ΕΣΚΤ και την εκτέλεση των καθηκόντων του, η ΕΚΤ καί οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν: – να συναλλάσσονται στις χρηματαγορές, αγοράζοντας και πωλώντας είτε με οριστικές πράξεις (άμεσης και προθεσμιακής εκτελέσεως), είτε με σύμφωνα επαναγοράς, είτε δανείζοντας και δανειζόμενες απαιτήσεις και διαπραγματεύσιμους τίτλους, εκφρασμένους σε κοινοτικά ή μη κοινοτικά νομίσματα, καθώς και πολύτιμα μέταλλα, – να διενεργούν πιστοδοτικές και πιστοληπτικές πράξεις με πιστωτικά ιδρύματα και άλλους φορείς της αγοράς, με επαρκή ασφάλεια προκειμένου για δάνεια. 18.2. Η ΕΚΤ καθορίζει τις γενικές αρχές για πράξεις ανοικτής αγοράς και πιστωτικές εργασίες που διενεργούνται από την ίδια ή τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, περιλαμβανομένης της ανακοινώσεως των όρων υπό τους οποίους δέχονται να μετάσχουν σε συναλλαγές αυτού του είδους.
Άρθρο 19
19.1. Σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 2, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα κράτη μέλη την υποχρέωση της διατήρησης ελάχιστων αποθεματικών σε λογαριασμούς τους στην ΕΚΤ και στις εθνικές κεντρικές τράπεζες στα πλαίσια των στόχων της νομισματικής πολιτικής. Οι κανόνες υπολογισμού και προσδιορισμού των ελαχίστων υποχρεωτικών αποθεματικών μπορούν να ορίζονται με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου. Στην περίπτωση μη συμμόρφωσης, η ΕΚΤ έχει την εξουσία να επιβάλλει επιτόκια ποινής και άλλες κυρώσεις με ανάλογο αποτέλεσμα. 19.2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 42, ορίζει τη βάση για τα ελάχιστα υποχρεωτικά αποθεματικά και τις μέγιστες επιτρεπόμενες αναλογίες μεταξύ των αποθεματικών αυτών και της βάσης τους, καθώς και τις κατάλληλες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Άρθρο 20
Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψήφων, τη χρησιμοποίηση και άλλων λειτουργικών μεθόδων νομισματικού ελέγχου τις όποιες κρίνει κατάλληλες σύμφωνα με το άρθρο 2. Το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 42, καθορίζει την εμβέλεια των μεθόδων αυτών, εάν με αυτές επιβάλλονται υποχρεώσεις σε τρίτους.
Άρθρο 21
21.1. Σύμφωνα με το άρθρο 104 της παρούσας συνθήκης, απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από την ΕΚΤ ή από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες υπέρ κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών, κεντρικών διοικήσεων, περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών μελών απαγορεύεται επίσης να αγοράζουν απευθείας χρεώγραφα από τους οργανισμούς ή φορείς αυτούς, η ΕΚΤ ή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες. 21.2. Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ενεργούν ως δημοσιονομικοί αντιπρόσωποι των οργάνων και φορέων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. 21.3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα που ανήκουν στο Δημόσιο, στα οποία οι εθνικές κεντρικές τράπεζες και η ΕΚΤ επιφυλάσσουν την ίδια μεταχείριση όπως και στα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά την προσφορά διαθεσίμων από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες.
Άρθρο 22
Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να παρέχουν διευκολύνσεις, και η ΕΚΤ μπορεί να θεσπίζει κανονισμούς με σκοπό την εξασφάλιση αποτελεσματικών και υγιών συστημάτων συμψηφισμού και πληρωμών, εντός της Κοινότητας και με άλλες χώρες.
Άρθρο 23
Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν: – να συνάπτουν σχέσεις με κεντρικές τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε άλλες χώρες και, όπου ενδείκνυται, με διεθνείς οργανισμούς, – να αποκτούν και να πωλούν, είτε με άμεση είτε με προθεσμιακή εκτέλεση, παντός τύπου περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα και πολύτιμα μέταλλα. Ο όρος “περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα” περιλαμβάνει τίτλους και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο εκφρασμένο στο νόμισμα οποιασδήποτε χώρας ή σε λογιστικές μονάδες, σε οποιαδήποτε μορφή και αν κατέχονται, – να κατέχουν και να διαχειρίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, – να διεξάγουν παντός τύπου τραπεζικές συναλλαγές με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς, περιλαμβανομένων των δανειοληπτικών και δανειοδοτικών πράξεων.
Άρθρο 24
Πέρα από τις πράξεις που απορρέουν από τα καθήκοντά τους, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να διενεργούν πράξεις για τούς διοικητικούς τους σκοπούς ή για το προσωπικό τους.
Κεφάλαιο V
Προληπτική εποπτεία
Άρθρο 25
25. 1. Η ΕΚΤ δύναται να παρέχει συμβουλές και να δίνει τη γνώμη της την οποία της ζητούν το Συμβούλιο, η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σχετικά με την εμβέλεια και εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που αφορά την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. 25.2. Σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 105 παράγραφος 6 της παρούσας συνθήκης, η ΕΚΤ μπορεί να εκτελεί ειδικά καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εξαιρέσει των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Κεφάλαιο VΙ
Χρηματοοικονομικές διατάξεις του ΕΣΚΤ
Άρθρο 26
26.1. Το οικονομικό έτος της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών αρχίζει την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου και τελειώνει την τελευταία ημέρα του Δεκεμβρίου. 26.2. Οι ετήσιοι λογαριασμοί της ΕΚΤ καταρτίζονται από την Εκτελεστική Επιτροπή σύμφωνα με τις αρχές που έχει θέσει το Διοικητικό Συμβούλιο. Οι λογαριασμοί εγκρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο και ακολούθως δημοσιεύονται. 26.3. Για αναλυτικούς και λειτουργικούς σκοπούς, η Εκτελεστική Επιτροπή καταρτίζει ενοποιημένο ισολογισμό του ΕΣΚΤ, ο οποίος περιλαμβάνει τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των εθνικών κεντρικών τραπεζών που υπάγονται σ` αυτό. 26.4. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, το Διοικητικό Συμβούλιο θεσπίζει τους αναγκαίους κανόνες για την τυποποίηση της λογιστικής παρακολούθησης και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις πράξεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών.
Άρθρο 27
27.1. Οι λογαριασμοί της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών ελέγχονται από ανεξάρτητους εξωτερικούς ελεγκτές, τους οποίους υποδεικνύει το Διοικητικό Συμβούλιο και εγκρίνει το Συμβούλιο. Οι ελεγκτές είναι πλήρως εξουσιοδοτημένοι να εξετάζουν όλα τα βιβλία και τους λογαριασμούς της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών καθώς και να ενημερώνονται πλήρως σχετικά με τις συναλλαγές τους. 27.2. Οι διατάξεις του άρθρου 188 Γ της παρούσας συνθήκης, έχουν εφαρμογή μόνο στην εξέταση της αποτελεσματικότητας της διαχείρισης της ΕΚΤ.
Άρθρο 28.1. Το κεφάλαιο της ΕΚΤ, που καθίσταται λειτουργικό κατά την ίδρυσή της, ανέρχεται σε 5 δισεκατομμύρια ECU. Το κεφάλαιο μπορεί να αυξάνεται κατά ποσά τα οποία αποφασίζει το Διοικητικό Συμβούλιο, με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 10.3, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 42. 28.2. Μόνοι εγγεγραμμένοι μεριδιούχοι και κάτοχοι του κεφαλαίου της ΕΚΤ είναι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες. Η εγγραφή στο κεφάλαιο πραγματοποιείται σύμφωνα με την κλείδα κατανομής που καθορίζεται από το άρθρο 29. 28.3. Το Διοικητικό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 10.3, καθορίζει το εκάστοτε ποσό και τον τρόπο καταβολής του κεφαλαίου. 28.4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 28.5, τα μερίδια των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ δεν μεταβιβάζονται ούτε ενεχυριάζονται ούτε κατάσχονται. 28.5. Αν η κλείδα κατανομής που αναφέρεται στό άρθρο 29, προσαρμοστεί, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μεταβιβάζουν μεταξύ τους τόσα μερίδια κεφαλαίου όσα είναι αναγκαία για να διασφαλισθέι ότι η κατανομή μεριδίων κεφαλαίου αντιστοιχεί στην προσαρμοσμένη κλείδα. Το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει τις λεπτομερείς διατάξεις για τις μεταβιβάσεις αυτές.
Άρθρο 29
29.1. Η κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ θα καθοριστεί όταν ιδρυθούν το ΕΣΚΤ και η ΕΚΤ, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 109 Λ παράγραφος 1 της παρούσας συνθήκης. Σε κάθε εθνική κεντρική τράπεζα, αποδίδεται στάθμιση σ` αυτήν την κλείδα η οποία ισούται με το άθροισμα: – του 50% του μεριδίου συμμετοχής του οικείου κράτους μέλους στον πληθυσμό της Κοινότητας κατά το προτελευταίο έτος πριν από την ίδρυση τού ΕΣΚΤ, – του 50% του μεριδίου συμμετοχής του οικείου κράτους μέλους στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Κοινότητας σε τιμές αγοράς όπως μετρήθηκε κατά την πενταετία που προηγείται του προτελευταίου έτους πρίν από την ίδρυση του ΕΣΚΤ. Τα ποσοστά στρογγυλεύονται στο αμέσως ανωτέρω ακέραιο πολλαπλάσιο του 0,05 %. 29.2. Τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου παρέχονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες που εγκρίνει το Συμβούλιο με τη διαδικασία τού άρθρου 42. 29.3. Οι σταθμίσεις που αποδίδονται στις εθνικές κεντρικές τράπεζες αναπροσαρμόζονται ανά πενταετία μετά την ίδρυση τού ΕΣΚΤ, κατ` αναλογία με τις διατάξεις του άρθρου 29.1. Η προσαρμοσμένη κλείδα κατανομής αρχίζετ να ισχύει από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους. 29.4. Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει κάθε άλλο μέτρο που απαιτείται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 30
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 28, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μεταβιβάζουν στην ΕΚΤ συναλλαγματικά διαθέσιμα, άλλα εκτός από νομίσματα των κρατών μελών, ECU, αποθεματικές θέσεις του ΔΝΤ και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα, μέχρι ποσού ισοδυνάμου προς 50 δισεκατομμύρια ECU. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει για το ποσοστό που θα ζητήσει η ΕΚΤ να της καταβληθεί κατά την ίδρυσή της και τα ποσά που θα ζητήσει σε μεταγενέστερες ημερομηνίες. Η ΕΚΤ έχει πλήρως το δικαίωμα να κατέχει και να διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που της μεταβιβάζονται και να τα χρησιμοποιεί για τους σκοπούς που ορίζονται στο παρόν καταστατικό. 30.2. Οι εισφορές κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας ορίζονται κατ` αναλογία με το μερίδιο συμμετοχής της στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ. 30.3. Κάθε εθνική κεντρική τράπεζα πιστώνεται από την ΕΚΤ με μια απαίτηση ισοδύναμη προς την εισφορά της. Το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει το νόμισμα στο οποίο εκφράζονται οι εν λόγω απαιτήσεις και την απόδοσή τους. 30.4. Η ΕΚΤ μπορεί να ζητήσει να της καταβληθούν συναλλαγματικά διαθέσιμα πέραν του ορίου που τίθεται στο άρθρο 30.1, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30.2, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 42. 30.5. Η ΕΚΤ δικαιούται να κατέχει και να διαχειρίζεται αποθεματικές θέσεις του ΔΝΤ και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα και να φροντίζει για τη συγκέντρωση αυτών των στοιχείων. 30.6. Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει όλα τα άλλα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 31
1. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες επιτρέπεται να πραγματοποιούν συναλλαγές σε εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς διεθνείς οργανισμούς σύμφωνα με το άρθρο 23. 31.2. Ολες οι λοιπές πράξεις σε συναλλαγματικά διαθέσιμα τα οποία παραμένουν στην κατοχή των εθνικών κεντρικών τραπεζών μετά τις μεταβιβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 30 καθώς και οι συναλλαγές των κρατών μελών που διενεργούνται με τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα, εφόσον υπερβαίνουν ένα όριο που θα καθορισθεί στα πλαίσια του άρθρου 31.3, υπόκεινται στην έγκριση της ΕΚΤ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέπεια με τη νομισματική πολιτική και την πολιτική συναλλαγματικών ισοτιμιών της Κοινότητας. 31.3. Το Διοικητικό Συμβούλιο εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη διευκόλυνση των εν λόγω πράξεων.
Άρθρο 32
32.1. Τό εισόδημα που συγκεντρώνουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στον τομέα της νομισματικής πολιτικής του ΕΣΚΤ (εφεξής ονομαζόμενο “νομισματικό εισόδημα”) κατανέμεται κατά το τέλος κάθε οικονομικού έτους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 32.2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 32.3, το ποσό του νομισματικού εισοδήματος κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας, ισούται με το ετήσιο εισόδημα το οποίο της αποφέρουν τα στοιχεία του ενεργητικού που έχει στην κατοχή της έναντι των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού ταυτοποιούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που θεσπίζει το Διοικητικό Συμβούλιο. 32.3. Εφόσον το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει, μετά την έναρξη του τρίτου σταδίου της Οικονομικής Νομισματικής Ενωσης, ότι οι δομές του ισολογισμού των εθνικών κεντρικών τραπεζών δεν επιτρέπουν την εφαρμογή του άρθρου 32.2, μπορεί να αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 32.2, το νομισματικό εισόδημα θα υπολογίζεται σύμφωνα με μια εναλλακτική μέθοδο για περίοδο που δεν θα υπερβαίνει την πενταετία. 32.4. Από το ποσό του νομισματικού εισοδήματος κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας αφαιρείται ποσό το οποίο αντιστοιχεί με τους τόκους που καταβάλλει η εν λόγω κεντρική τράπεζα επί των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 19. Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει να αποζημιώνει τις εθνικές κεντρικές τράπεζες για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται κατά την έκδοση των τραπεζογραμματίων ή, σε έκτακτες περιπτώσεις, για ειδικές ζημίες που αφορούν πράξεις νομισματικής πολιτικής τις οποίες διενεργούν για λογαριασμό του ΕΣΚΤ. Η αποζημίωση καταβάλλεται υπό μορφή που κρίνεται κατάλληλη από το Διοικητικό Συμβούλιο. Τα ποσά αυτά μπορούν να συμψηφίζονται με το νομισματικό εισόδημα των εθνικών κεντρικών τραπεζών.
32.5. Το συνολικό ποσό του νομισματικού εισοδήματος των εθνικών κεντρικών τραπεζών κατανέμεται μεταξύ τους κατ` αναλογία με τα καταβεβλημένα μερίδια συμμετοχής τους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, με την επιφύλαξη τυχόν αποφάσεων που λαμβάνει το Διοικητικό Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 33.2. 32.6. Ο συμψηφισμός και ο διακανονισμός των υπολοίπων που προέρχονται από την κατανομή του νομισματικού εισοδήματος πραγματοποιούνται από την ΕΚΤ σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο. 32.7. Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει όλα τα υπόλοιπα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 33
33.1. Τα καθαρά κέρδη της ΕΚΤ μεταβιβάζονται με την ακόλουθη σειρά: α) ένα ποσό το οποίο καθορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο και δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του καθαρού κέρδους, μεταβιβάζεται στα γενικά αποθεματικά με ανώτατο όριο το 100% του κεφαλαίου, β) το υπόλοιπο καθαρό κέρδος διανέμεται μεταξύ των μεριδιούχων της ΕΚΤ, κατ` αναλογία προς τα καταβεβλημένα μερίδιά τους. 33.2. Σε περίπτωση ζημίας της ΕΚΤ, η ζημία αυτή μπορεί να καλυφθεί από το γενικό αποθεματικό της ΕΚΤ και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, από το νομισματικό εισόδημα του αντίστοιχου οικονομικού έτους, κατ` αναλογία και μέχρι το ύψος των ποσών που κατανέμονται στις εθνικές κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με το άρθρο 32.5.
Κεφάλαιο VΙΙ Γενικές διατάξεις
Άρθρο 34
.1. Σύμφωνα με το άρθρο 108 Α της παρούσας συνθήκης, η ΕΚΤ: – εκδίδει κανονισμούς αναγκαίους προς εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση, στο άρθρο 19.1, στο άρθρο 22 ή στο άρθρο 25.2 καθώς και στις περιπτώσεις που θα προβλεφθούν στις πράξεις του Συμβουλίου που αναφέρονται στο άρθρο 42, – λαμβάνει αποφάσεις αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στο ΕΣΚΤ από την παρούσα συνθήκη και το παρόν καταστατικό, – διατυπώνει συστάσεις και γνώμες. 34.2. Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Οι συστάσεις και γνώμες δεν δεσμεύουν. Η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα της τα μέρη για τους αποδέκτες της. Τα άρθρα 190 έως 192 της παρούσας συνθήκης εφαρμόζονται επί των κανονισμών και των αποφάσεων που θεσπίζονται από την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει να δημοσιεύσει τις αποφάσεις, τις συστάσεις και τις γνώμες της. 34.3. Εντός των ορίων και με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 42, η ΕΚΤ δικαιούται να επιβάλλει πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές στις επιχειρήσεις λόγω μη συμμόρφωσης με υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς ή τις αποφάσεις της.
Άρθρο 35
35.1. Οι πράξεις ή παραλείψεις της ΕΚΤ υπόκεινται σε έλεγχο ή ερμηνεία από το Δικαστήριο στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα συνθήκη. Η ΕΚΤ μπορεί να κινήσει δικαστική διαδικασία στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα συνθήκη. 35.2. Οι διαφορές μεταξύ τής ΕΚΤ, αφενός, και των πιστωτών και χρεοφειλετών της ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, αφετέρου, εκδικάζονται από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, εκτός από τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. 35.3. Η ΕΚΤ υπόκειται στο καθεστώς ευθύνης που προβλέπεται στο άρθρο 215 της παρούσας συνθήκης. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ευθύνονται σύμφωνα με το οικείο εθνικό τους δίκαιο. 35.4. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει διαιτητικής ρήτρας, περιλαμβανομένης σε σύμβαση δημόσιου ιδιωτικού δικαίου που έχει συναφθεί από την ΕΚΤ ή για λογαριασμό της. 35.5. Η απόφαση της ΕΚΤ να προσφύγει στο Δικαστήριο λαμβάνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο. 35.6. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για διαφορές που αφορούν την εκπλήρωση εκ μέρους μιας εθνικής κεντρικής τράπεζας των υποχρεώσεών της δυνάμει του παρόντος καταστατικού. Αν η ΕΚΤ διαπιστώσει ότι μια εθνική κεντρική τράπεζα έχει αθετήσει υποχρέωσή της δυνάμει του παρόντος καταστατικού, διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη επί του θέματος αφού δώσει στην ενδιαφερόμενη εθνική κεντρική τράπεζα την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν η ενδιαφερόμενη εθνική κεντρική τράπεζα δεν συμμορφωθεί με τη γνώμη εντός της προθεσμίας που ορίζεται από τήν ΕΚΤ, η ΕΚΤ μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο.
Άρθρο 36
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθορίζει τους όρους απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ. 36.2. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για όλες τις διαφορές ανάμεσα στην ΕΚΤ και τους υπαλλήλους της εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στους όρους απασχόλησής τους.
Άρθρο 37
Η απόφαση ως προς τον τόπο της έδρας της ΕΚΤ θα ληφθεί πριν από το τέλος του 1992, με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών μελών σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων.
Άρθρο 38
.1. Τα μέλη των διοικητικών οργάνων και του προσωπικού της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών υποχρεούνται, ακόμη και όταν θα έχουν παύσει να ασκούν τα καθήκοντά τους, να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες οι οποίες, λόγω της φύσης τους, καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου. 38.2. Τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε στοιχεία που καλύπτονται από κοινοτική νομοθεσία η οποία επιβάλλει υποχρέωση απορρήτου, υπόκεινται στην εν λόγω νομοθεσία.
Άρθρο 39
Η ΕΚΤ δεσμεύεται νομίμως έναντι τρίτων από τον Πρόεδρο ή δύο μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής, ή με τις υπογραφές δύο μελών του προσωπικού της ΕΚΤ, δεόντως εξουσιοδοτημένων από τον Πρόεδρο να υπογράφουν εξ ονόματος της ΕΚΤ.
Άρθρο 40
Η ΕΚΤ απολαύει στην επικράτεια των κρατών μελών, των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής της, υπό τους όρους που καθορίζονται στο Πρωτόκολλο περί Προνομίων και Ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση Ενιαίου Συμβουλίου και Ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κεφάλαιο VΙΙΙ
Τροποποίηση του καταστατικού και συμπληρωματική νομοθεσία
Άρθρο 41
.1. Σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 5 της παρούσας συνθήκης, τα άρθρα 5.1, 5.2, 5.3, 17, 18, 19.1, 22, 23, 24, 26, 32.2, 32.3, 32.4, 32.6, 33.1 α) και 36 του παρόντος καταστατικού, μπορούν να τροποποιούνται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει είτε με ειδική πλειοψηφία έπειτα από σύσταση της ΕΚΤ και διαβούλευση με την Επιτροπή, είτε με ομοφωνία έπειτα από πρόταση τής Επιτροπής και διαβούλευση με την ΕΚΤ. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. 41.2. Οι συστάσεις που διατυπώνει η ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος άρθρου απαιτούν ομόφωνη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
Άρθρο 42
Σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 6 της παρούσας συνθήκης, αμέσως μετά την απόφαση για την ημερομηνία έναρξης του τρίτου σταδίου της Ευρωπαϊκής και Νομισματικής Ενωσης, το Συμβούλιο θεσπίζει τις διατάξεις που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5.4, 19.2, 20, 28.1, 29.2, 30.4 και 34.3 του παρόντος καταστατικού αποφασίζοντας μέ ειδική πλειοψηφία, είτε έπειτα από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την ΕΚΤ, είτε έπειτα από σύσταση της ΕΚΤ και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή.
Κεφάλαιο ΙΧ
Μεταβατικές και άλλες διατάξεις για το ΕΚΤ
Άρθρο 43.1. Η παρέκκλιση που αναφέρεται στο άρθρο 109 Κ παράγραφος 1 της παρούσας συνθήκης συνεπάγεται ότι τα ακόλουθα άρθρα του παρόντος καταστατικού δεν δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις για το κράτος μέλος με παρέκκλιση: 3, 6, 9.2, 12.1, 14.3, 16, 18, 19, 20, 22, 23, 26.2, 27, 30, 31, 32, 33, 34, 50 και 52. 43.2. Οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με παρέκκλιση κατά την έννοια του άρθρου 109 Κ παράγραφος 1 της παρούσας συνθήκης διατηρούν τις εξουσίες τους στον τομέα της νομισματικής πολιτικής σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο. 43.3. Σύμφωνα με το άρθρο 109 Κ παράγραφος 4 της παρούσας συνθήκης, με τον όρο “κράτη μέλη” εννοείται “κράτη μέλη χωρίς παρέκκλιση” στα εξής άρθρα του παρόντος καταστατικού: 3, 11.2, 19, 34.2 και 50. 43.4. Με τον όρο “εθνικές κεντρικές τράπεζες” εννοείται “κεντρικές τράπεζες κρατών μελών χωρίς παρέκκλιση” στα εξής άρθρα του παρόντος καταστατικού: 9.2, 10.1, 10.3, 12.1, 16, 17, 18, 22, 23, 27, 30, 31, 32, 33.2 καί 52. 43.5. Με τον όρο “μεριδιούχοι” εννοούνται οι “κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών χωρίς παρέκκλιση” στα άρθρα 10.3 και 33.1. 43.6. Με τον όρο “εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ” εννοείται “κεφάλαιο της ΕΚΤ στο οποίο έχουν εγγραφέι οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών χωρίς παρέκκλιση” στα άρθρα 10.3 καί 30.2.
Άρθρο 44
Η ΕΚΤ αναλαμβάνει τα καθήκοντα του ΕΝΙ που πρέπει να συνεχίσουν να άσκούνται κατά το τρίτο στάδιο λόγω των παρεκκλίσεων που θα ισχύουν για ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Η ΕΚΤ παρέχει συμβουλές κατά την προετοιμασία της κατάργησης των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 109 Κ της παρούσας συνθήκης.
Άρθρο 45
.1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 106 παράγραφος 3 της παρούσας συνθήκης, το Γενικό Συμβούλιο συγκροτείται ως τρίτο όργανο λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ. 45.2. Το Γενικό Συμβούλιο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της ΕΚΤ και τους Διοικητές των εθνικών Κεντρικών τραπεζών. Τα λοιπά μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής μπορούν να συμμετέχουν, χωρίς δικαίωμα ψήφου, στις συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου. 45.3. Οι Αρμοδιότητες του Γενικού Συμβουλίου απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 47 του παρόντος καταστατικού.
Άρθρο 46
.1. Ο Πρόεδρος ή, εν απουσία του, ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ προεδρεύει του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. 46.2. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου και ένα μέλος της Επιτροπής μπορούν να συμμετέχουν, χωρίς δικαίωμα ψήφου, στις συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου. 46.3. Ο Πρόεδρος προετοιμάζει τις συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου. 46.4. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 12.3, το Γενικό Συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό. 46.5. Η γραμματεία του Γενικού Συμβουλίου εξασφαλίζεται από την ΕΚΤ.
Άρθρο
47.1. Το Γενικό Συμβούλιο: – ασκεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 44, – συμβάλλει στις συμβουλευτικές λειτουργίες που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 25.1. 47.2. Το Γενικό Συμβούλιο συμβάλλει: – στη συλλογή στατιστικών πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 5, – στις δραστηριότητες της ΕΚΤ σχετικά με τις εκθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 15, – στη θέσπιση των κανόνων που είναι αναγκαίοι για την εφαρμογή του άρθρου 26, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26.4, – στη λήψη όλων των άλλων μέτρων που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου 29, όπως αναφέρεται στο άρθρο 29.4, – στη θέσπιση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 36. 47.3. Το Γενικό Συμβούλιο συμβάλλει στις αναγκαίες προετοιμασίες για τον αμετάκλητο καθορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων των κρατών μελών με παρέκκλιση έναντι των νομισμάτων, ή του ενιαίου νομίσματος, των κρατών μελών χωρίς παρέκκλιση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 109 Λ παράγραφος 5 της παρούσας συνθήκης. 47.4. Το Γενικό Συμβούλιο ενημερώνεται από τον Πρόεδρο της ΕΚΤ σχετικά με τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου.
Άρθρο 48
Σύμφωνα με το άρθρο 29.1, σε κάθε εθνική κεντρική τράπεζα αποδίδεται στάθμιση στην κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 28.3, οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με παρέκκλιση δεν καταβάλλουν το εγγεγραμμένο τους κεφάλαιο εκτός εάν το Γενικό Συμβούλιο αποφασίσει, με ειδική πλειοψηφία που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον τα δύο τρίτα του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της ΕΚΤ και τουλάχιστον το ήμισυ των μεριδιούχων, ότι πρέπει να καταβληθεί ένα ελάχιστο ποσοστό ως συμβολή στις δαπάνες λειτουργίας της ΕΚΤ.
Άρθρο 49
1. Η κεντρική τράπεζα κράτους μέλους του οποίου Καταργήθηκε η παρέκκλιση καταβάλλει το μερίδιό της στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ στην ίδια έκταση όπως και οι κεντρικές τράπεζες των άλλων κρατών μελών χωρίς παρέκκλιση, και μεταβιβάζει στην ΕΚΤ συναλλαγματικά διαθέσιμα σύμφωνα με το άρθρο 30.1. Το μεταβιβαστέο ποσό ορίζεται ως το γινόμενο της αξίας σε ECU, ύπολογιζόμενης σε τρέχουσες τιμές, των συναλλαγματικών διαθεσίμων που έχουν ήδη μεταβιβαστεί στην ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 30.1, επί τον λόγο του αριθμού μεριδίων για τα οποία έχει εγγραφεί η εν λόγω εθνική κεντρική τράπεζα προς τον αριθμό μεριδίων τα οποία έχουν ήδη καταβάλλει οι άλλες εθνικές κεντρικές τράπεζες. 49.2. Επιπλέον της καταβολής που γίνεται με το άρθρο 49.1, η εν λόγω κεντρική τράπεζα εισφέρει στα αποθεματικά της ΕΚΤ και στους εξομοιωμένους προς αυτά λογαριασμούς, καθώς και στο ποσό που απομένει να πιστωθεί στα αποθεματικά και λογαριασμούς σύμφωνα με το υπόλοιπο του λογαριασμού κερδών και ζημιών της 31ης Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της κατάργησης της παρέκκλισης. Το καταβλητέο ποσό καθορίζεται ως το γινόμενο του ποσού των αποθεματικών, όπως ορίζεται ανωτέρω και αναφέρεται στον εγκεκριμένο ισολογισμό της ΕΚΤ, επί τον λόγο του αριθμού μεριδίων για τα οποία έχει εγγραφεί η εν λόγω κεντρική τράπεζα προς τον αριθμό μεριδίων τα οποία έχουν ήδη καταβάλλει οι άλλες κεντρικές τράπεζες.
Άρθρο 50
Κατά την ίδρυση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών μελών σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, κατά σύσταση του Συμβουλίου και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο του ΕΝΙ. Ο Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής διορίζεται για περίοδο οκτώ ετών. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11.2, ο Αντιπρόεδρος διορίζεται για περίοδο τεσσάρων ετών και τα άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής για θητεία μεταξύ πέντε και οκτώ ετών. Η θητεία τους δεν είναι ανανεώσιμη. Ο αριθμός των μελών τής Εκτελεστικής Επιτροπής μπορεί να είναι μικρότερος από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 11.1, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος των τεσσάρων.
Άρθρο 51
1. Εάν, μετά την έναρξη του τρίτου σταδίου, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίσει ότι η εφαρμογή του άρθρου 32 συνεπάγεται σημαντικές μεταβολές στις σχετικές εισοδηματικές θέσεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών, το εισόδημα που κατανέμεται σύμφωνα με το άρθρο 32 μειώνεται κατά ενιαίο ποσοστό το οποίο δεν υπερβαίνει το 60% κατά το πρώτο οικονομικό έτος μετά την έναρξη του τρίτου σταδίου και μειώνεται κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες τουλάχιστο σε κάθε επόμενο οικονομικό έτος. 51.2. Το άρθρο 51.1. δεν εφαρμόζεται για περισσότερα από πέντε οικονομικά έτη μετά την έναρξη του τρίτου σταδίου.
Άρθρο 52
Μετά τον αμετάκλητο καθορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών, το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι τα τραπεζογραμμάτια που εκφράζονται σε νομίσματα με αμετάκλητα καθορισμένες ισοτιμίες ανταλλάσσονται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες στην αντίστοιχη άρτια ισοτιμία τους.
Άρθρο 53
Οι διατάξεις των άρθρων 43 έως 48 ισχύουν για όσο διάστημα υπάρχουν Κράτη μέλη με παρέκκλιση.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 4
Πρωτόκολλο ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να καθορίσουν το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος, ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τις ακόλουθες διατάξεις, οι οποίες προσαρτώνται στην συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας:
Άρθρο 1 1.1. Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ιδρυμα (ΕΝΙ) ιδρύεται σύμφωνα με το άρθρο 109 ΣΤ της παρούσας συνθήκης, εκτελεί δε τις λειτουργίες του και ασκεί τις δραστηριότητές του σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συνθήκης και του παρόντος καταστατικού. 1.2. Τα μέλη του ΕΝΙ είναι οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών (“εθνικές κεντρικές τράπεζες”). Για τους σκοπούς του παρόντος καταστατικού, το Institut Monetaire Luxembourgeois θα είναι η κεντρική τράπεζα του Λουξεμβούργου. 1.3. Σύμφωνα με το άρθρο 109 ΣΤ της παρούσας συνθήκης, η Επιτροπή των Διοικητών διαλύεται, το δε Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας (ΕΤΝΣ) παύει να υφίσταται. Ολα τα στοιχέια ενεργητικού και παθητικού του ΕΤΝΣ μεταβιβάζονται αυτομάτως στο ΕΝΙ.
Άρθρο 2
Το ΕΝΙ συμβάλλει στη δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών για τη μετάβαση στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, ιδίως:
– ενισχύοντας τον συντονισμό των νομισματικών πολιτικών με στόχο την εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών,
– εκτελώντας τις απαιτούμενες προπαρασκευαστικές εργασίες για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), την εφαρμογή μιας ενιαίας νομισματικής πολιτικής, και τη δημιουργία ενιαίου νομίσματος, στο τρίτο στάδιο,
– εποπτεύοντας την ανάπτυξη του ECU.
Άρθρο 3
3.1. Το ΕΝΙ ασκεί τα καθήκοντα και τις λειτουργίες που του ανατίθενται δυνάμει της παρούσας συνθήκης και του παρόντος καταστατικού, χωρίς να θίγεται η ευθύνη των αρμόδιων αρχών ως προς την άσκηση της νομισματικής πολιτικής στα αντίστοιχα κράτη μέλη.
3.2. Το ΕΝΙ λειτουργεί σύμφωνα με τους στόχους και τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο 2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ.
Άρθρο 4
4.1. Σύμφωνα με το άρθρο 109 ΣΤ παράγραφος 2 της παρούσας συνθήκης, το ΕΝΙ:
– ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών,
– ενισχύει το συντονισμό των νομισματικών πολιτικών των κρατών μελών με στόχο την εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών,
– παρακολουθεί τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ),
– διεξάγει διαβουλεύσεις για θέματα της αρμοδιότητας των εθνικών κεντρικών τραπεζών που επηρεάζουν τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματαγορών,
– αναλαμβάνει τα καθήκοντα του ΕΤΝΣ, εκτελεί δε ειδικότερα τις λειτουργίες που αναφέρονται στο άρθρο 6.1, 6.2 και 6.3,
– διευκολύνει τη χρήση του ECU και εποπτεύει την ανάπτυξή του, συμπεριλαμβανομένης της ομαλής λειτουργίας του συστήματος συμψηφισμού σε ECU.
Τό ΕΝΙ επίσης:
– διεξάγει τακτικές διαβουλεύσεις σχετικά με την πορεία των νομισματικών πολιτικών και τη χρησιμοποίηση των μέσων νομισματικής πολιτικής,
– δίνει τη γνώμη την οποία του ζητούν κανονικά οι εθνικές νομισματικές αρχές προτού λάβουν αποφάσεις για την πορεία της νομισματικής πολιτικής εντός του κοινού πλαισίου για τον εκ των προτέρων συντονισμό.
4.2. Το αργότερο ως τις 31 Δεκεμβρίου 1996, το ΕΝΙ προσδιορίζει το κανονιστικό, οργανωτικό και υλικοτεχνικό πλαίσιο που χρειάζεται το ΕΣΚΤ για να ασκήσει τα καθήκοντά του στο τρίτο στάδιο, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό. Το πλαίσιο αυτό υποβάλλεται πρός απόφαση από το Συμβούλιο του ΕΝΙ στην ΕΚΤ κατά την ημερομηνία της ιδρυσής της.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 109 ΣΤ παράγραφος 3 της παρούσας συνθήκης, το ΕΝΙ:
– προετοιμάζει τα αναγκαία μέτρα και διαδικασίες για την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στο τρίτο στάδιο,
– προωθεί, όπου χρειάζεται, την εναρμόνιση των κανόνων και πρακτικών που διέπουν τη συλλογή, επεξεργασία και διανομή των στατιστικών στοιχείων στους τομείς της αρμοδιότητάς του,
– προετοιμάζει τους κανόνες σχετικά με τις πράξεις που εκτελούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες στα πλαίσια του ΕΣΚΤ,
– προωθεί την αποτελεσματικότητα των συστημάτων διασυνοριακών πληρωμών,
-εποπτεύει την τεχνική προετοιμασία των τραπεζογραμματίων ECU.
Άρθρο 5
5.1. Σύμφωνα με το άρθρο 109 ΣΤ παράγραφος 4 της παρούσας συνθήκης, το Συμβούλιο του ΕΝΙ δύναται να διατυπώνει γνώμες ή συστάσεις ως προς το γενικό προσανατολισμό της νομισματικής πολιτικής και της πολιτικής συναλλαγματικών ισοτιμιών καθώς και ως προς τα μέτρα που λαμβάνονται σε κάθε κράτος μέλος. Το ΕΝΙ μπορεί να υποβάλλει γνώμες ή συστάσεις προς τις κυβερνήσεις και το Συμβούλιο για πολιτικές που μπορούν να επηρεάζουν την εσωτερική ή εξωτερική νομισματική κατάσταση στην Κοινότητα και, ιδίως, τη λειτουργία του ΕΝΣ.
5.2. Το Συμβούλιο του ΕΝΙ δύναται επίσης να διατυπώνει συστάσεις προς τις νομισματικές αρχές των κρατών μελών όσον αφορά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής τους.
5.3. Σύμφωνα με το άρθρο 109 ΣΤ παράγραφος 6 της παρούσας συνθήκης, το Συμβούλιο ζητεί τη γνώμη του ΕΝΙ για οιαδήποτε προτεινόμενη κοινοτική πράξη που εμπίπτει στους τομείς της αρμοδιότητάς του.
Εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, έπειτα από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με την Επιτροπή των Διοικητών ή ανάλογα με την περίπτωση, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το ΕΝΙ, το ΕΝΙ δίνει τη γνώμη που του ζητούν οι αρχές των κρατών μελών σχετικά με τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων που εμπίπτουν στους τομείς της αρμοδιότητάς του, ιδιαιτέρως όσον αφορά το άρθρο 4.2.
5.4. Σύμφωνα με το άρθρο 109 ΣΤ παράγραφος 5 της παρούσας συνθήκης, το ΕΝΙ δύναται να αποφασίσει να δημοσιεύσει τις γνώμες ή τις συστάσεις του.
Άρθρο 6
6.1. Το ΕΝΙ:
– εξασφαλίζει την πολυμεροποίηση των θέσεων που προκύπτουν από τις παρεμβάσεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών στα κοινοτικά νομίσματα και την πολυμεροποίηση των ενδοκοινοτικών διακανονισμών,
– διαχειρίζεται τον πολύ βραχυπρόθεσμο χρηματοδοτικό μηχανισμό που προβλέπεται από τη συμφωνία της 31ης Μαρτίου 1979 μεταξύ των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας που καθορίζει τις διαδικασίες λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (που εφεξής καλείται Συμφωνία ΕΝΣ) καθώς και το βραχυπρόθεσμο μηχανισμό νομισματικής στήριξης που προβλέπεται από τη συμφωνία τής 9ης Φεβρουαρίου 1970 μεταξύ των κεντρικών τραπεζών της Κοινότητας, όπως έχει τροποποιηθεί,
– εκτελεί τις λειτουργίες που ορίζονται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΟΚ) άριθ. 1969/88 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, που προβλέπει τη θέσπιση ενιαίου μηχανισμού μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών μελών.
6.2. Το ΕΝΙ μπορεί να δέχεται νομισματικά αποθέματα από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και να εκδίδει ECU έναντι του ενεργητικού αυτού για τους σκοπούς της εφαρμογής της συμφωνίας του ΕΝΣ. Το ΕΝΙ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιούν τα ECU αυτά ως μέσο διακανονισμών και για τις συναλλαγές μεταξύ αυτών και του ΕΝΙ. Το ΕΝΙ λαμβάνει τα απαραίτητα διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
6.3. Το ΕΝΙ μπορεί να αναγνωρίζει σε νομισματικές αρχές τρίτων χωρών και σε διεθνή νομισματικά ιδρύματα το καθεστώς των “Λοιπών Κατόχων” ΕCU και να καθορίζει τους όρους και τις διατάξεις υπό τους οποίους μπορούν οι “Λοιποί Κάτοχοι” να αποκτούν, να κατέχουν ή να χρησιμοποιούν τα ECU.
6.4. Το ΕΝΙ δικαιούται να κατέχει και να διαχειρίζεται συναλλαγματικά αποθέματα αιτήσει των εθνικών κεντρικών τραπεζών, ως αντιπρόσωπός τους.
Τα κέρδη και οι ζημίες που αφορούν αυτά τα αποθέματα γίνονται για λογαριασμό της καταθέτριας εθνικής κεντρικής τράπεζας. Το ΕΝΙ εκτελεί αυτή τη λειτουργία βάσει διμερών συμβάσεων σύμφωνα με κανόνες που ορίζονται σε απόφαση του ΕΝΙ. Οι κανόνες αυτοί εξασφαλίζουν ότι οι συναλλαγές επ` αυτών των αποθεμάτων δεν παρακωλύουν τη νομισματική πολιτική ή την πολιτική συναλλαγματικών ισοτιμιών της αρμόδιας νομισματικής αρχής κράτους μέλους και είναι συνεπείς με τους στόχους του ΕΝΙ και την ορθή λειτουργία του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομίσματος Συστήματος.
Άρθρο 7
7.1. `Απαξ του έτους, το ΕΝΙ υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο των προπαρασκευαστικών εργασιών για το τρίτο στάδιο. Στις εκθέσεις αυτές περιλαμβάνεται αξιολόγηση της προόδου προς τη σύγκλιση στην Κοινότητα και καλύπτεται ιδιαίτερα η προσαρμογή των μέσων της νομισματικής πολιτικής και η προετοιμασία των αναγκαίων διαδικασιών για την εφαρμογή ενιαίας νομισματικής πολιτικής στο τρίτο στάδιο καθώς και οι καταστατικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι κεντρικές τράπεζες προκειμένου να καταστούν αναπόσπαστο μέρος του ΕΣΚΤ.
7.2. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου που αναφέρονται στο άρθρο 109 ΣΤ παράγραφος 7 της παρούσας συνθήκης, το ΕΝΙ μπορεί να ασκεί και άλλα καθήκοντα για την προετοιμασία του τρίτου σταδίου.
Άρθρο 8
Τα μέλη του Συμβουλίου του ΕΝΙ, τα οποία είναι οι αντιπρόσωποι των ιδρυμάτων τους, ενεργούν, όσον αφορά τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με τις ευθύνες τους. Κατά την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων και των υποχρεώσεων που τους αναθέτουν η παρούσα συνθήκη και το παρόν καταστατικό, το Συμβούλιο του ΕΝΙ δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να δέχεται υποδείξεις από κοινοτικά όργανα, ή όργανισμούς, ή από κυβερνήσεις των κρατών μελών. Τα κοινοτικά όργανα ή οργανισμοί, καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών αναλαμβάνουν την υποχρεώση να τηρούν την αρχή αυτή και να μην επιδιώκουν να επηρεάζουν το Συμβούλιο του ΕΝΙ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Άρθρο 9
9.1. Σύμφωνα με το άρθρο 109 ΣΤ παράγραφος 1 της παρούσας συνθήκης, τη διοίκηση και διαχείριση του ΕΝΙ έχει το Συμβούλιο του ΕΝΙ.
9.2. Το Συμβούλιο του ΕΝΙ απαρτίζεται απο τον Πρόεδρο και τους Διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών, ένας εκ των οποίων θα είναι Αντιπρόεδρος. Εάν ένας Διοικητής αδυνατεί να λάβει μέρος σε μια συνεδρίαση, μπορεί να διορίσει άλλον αντιπρόσωπο του ιδρύματός του. 9.3. Ο Πρόεδρος διορίζεται, με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών μελών σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, μετά από σύσταση, κατά περίπτωση, της Επιτροπής των Διοικητών ή του Συμβουλίου του ΕΝΙ και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Ο Πρόεδρος επιλέγεται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε νομισματικά ή τραπεζικά θέματα. Μόνον υπήκοος κράτους μέλους μπορεί να γίνεται Πρόεδρος του ΕΝΙ. Το Συμβούλιο του ΕΝΙ διορίζει τον Αντιπρόεδρο. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος διορίζονται για περίοδο τριών ετών. 9.4.Ο Πρόεδρος εκτελεί τα καθήκοντά του σε βάση πλήρους απασχόλησης. Δεν αναλαμβάνει καμιά άλλη απασχόληση, αμειβόμενη ή μη, εκτός εάν του το επιτρέψει κατ` εξαίρεση το Συμβούλιο του ΕΝΙ. 9.5. Ο Πρόεδρος:
– προετοιμάζει τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου του ΕΝΙ, και προεδρεύει σ` αυτές,
– παρουσιάζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 22, τις απόψεις του ΕΝΙ σε τρίτους,
– είναι υπεύθυνος για την τρέχουσα διαχείριση του ΕΝΙ.
Κατά την απουσία του Προέδρου, τα καθήκοντά του ασκούνται από τον Αντιπρόεδρο. 9.6. Οι όροι απασχόλησης του Προέδρου, ιδίως δε οι αποδοχές, η σύνταξη και οι λοιπές κοινωνικοασφαλιστικές παροχές του, περιλαμβάνονται σέ σύμβαση που συνάπτεται με το ΕΝΙ και καθορίζονται από το Συμβούλιο του ΕΝΙ μετά από πρόταση επιτροπής που αποτελείται από τρία μέλη τα οποία διορίζει η Επιτροπή των Διοικητών ή, ανάλογα με την περίπτωση, το Συμβούλιο του ΕΝΙ και από τρία μέλη τα οποία διορίζει το Συμβούλιο. Ο Πρόεδρος δεν έχει δικαίωμα ψήφου για θέματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο.
9.7. Εάν ο Πρόεδρος δεν πληροί πλέον τους όρους που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα, το Δικαστήριο μπορεί αιτήσει του Συμβουλίου του ΕΙΝ να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του.
9.8. Τό Συμβούλιο του ΕΝΙ θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΝΙ.
Άρθρο 10 10.1. Το Συμβούλιο του ΕΝΙ συνεδριάζει τουλάχιστον 10 φορές ετησίως. Οι εργασίες των συνεδριάσεων είναι μυστικές. Το Συμβούλιο του ΕΝΙ μπορέι να αποφασίσει ομόφωνα να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα των συσκέψεών του.
10.2. Κάθε μέλος του Συμβουλίου του ΕΝΙ ή ο αντιπρόσωπος που ορίζει έχει μία ψήφο.
10.3. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στό παρόν καταστατικό, το Συμβούλιο του ΕΝΙ αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των μελών του.
10.4. Για τις αποφάσεις που λαμβάνονται στα πλαίσια των άρθρων 4.2, 5.4, 6.2 καί 6.3, απαιτείται ομοφωνία των μελών του Συμβουλίου του ΕΝΙ.
Για την έγκριση γνωμών και συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 5.1 και 5.2, αποφάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6.4, 16 και 23.6 και κατευθυντήριων γραμμών σύμφωνα με το άρθρο 15.3, απαιτείται ειδική πλειοψηφία των δυο τρίτων των μελών του Συμβουλίου του ΕΝΙ.
Άρθρο 11
11.1. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου του ΕΝΙ, μπορούν να συμμετέχουν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου και ένα μέλος της Επιτροπής, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
11.2. Ο Πρόεδρος του ΕΝΙ καλείται να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου όταν εξετάζονται θέματα που αφορούν τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΝΙ.
11.3. Σε ημερομηνία που θα καθοριστεί στον εσωτερικό κανονισμό, το ΕΝΙ συντάσσει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του και τη νομισματική και χρηματοοικονομική κατάσταση στην Κοινότητα. Η ετήσια έκθεση καθώς και οι ετήσιοι λογαριασμοί του ΕΝΙ, αποστέλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Ο Πρόεδρος του ΕΝΙ μπορεί, αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή με δική του πρωτοβουλία, να εμφανιστεί ενώπιον των αρμόδιων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
11.4. Οι εκθέσεις που δημοσιεύονται από το ΕΝΙ διατίθενται δωρεάν στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Άρθρο 12 Οι πράξεις του ΕΝΙ εκφράζονται σε ECU.
Άρθρο 13
Η απόφαση ως πρός τον τόπο της έδρας του ΕΝΙ θα ληφθεί πριν από το τέλος του 1992, με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών μελών σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων.
Άρθρο 14
Το ΕΝΙ, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 109 ΣΤ παράγραφος 1 της παρούσας συνθήκης έχει νομική προσωπικότητα, έχει σε κάθε κράτος μέλος την ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από το δίκαιο του κράτους μέλους. Το ΕΝΙ μπορεί ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή ή ακίνητη περιουσία και να είναι διάδικος.
Άρθρο 15
15.1. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, και σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στο παρόν καταστατικό, το ΕΝΙ:
– διατυπώνει γνώμες, – διατυπώνει συστάσεις, – εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές και λαμβάνει αποφάσεις που απευθύνονται προς τις εθνικές κεντρικές τράπεζες.
15.2. Οι γνώμες και οι συστάσεις του ΕΝΙ δεν δεσμεύουν.
15.3. Το Συμβούλιο του ΕΝΙ μπορεί να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές που ορίζουν τις μεθόδους για την υλοποίηση των αναγκαίων προϋποθέσεων προκειμένου να εκτελεί το ΕΣΚΤ τις λειτουργίες του στο τρίτο στάδιο. Οι κατευθυντήριες γραμμές του ΕΝΙ δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και υποβάλλονται προς απόφαση στην ΕΚΤ.
15.4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 3.1, οι αποφάσεις του ΕΝΙ δεσμεύουν καθ` ολοκληρία τους αποδέκτες των. Τα άρθρα 190 και 191 της παρούσας συνθήκης εφαρμόζονται στις αποφάσεις αυτές.
Άρθρο 16
16.1. Το ΕΝΙ διαθέτει δικούς του πόρους. Το ύψος των πόρων του ΕΝΙ καθορίζεται από το Συμβούλιο του ΕΝΙ, με στόχο να εξασφαλιστούν τα έσοδα που κρίνονται αναγκαία ώστε να καλύπτονται οι διοικητικές δαπάνες που συνεπάγεται η εκτέλεση των καθηκόντων και λειτουργιών του ΕΝΙ.
16.2. Οι πόροι του ΕΝΙ που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16.1, καλύπτονται με εισφορές των εθνικών κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με την κλείδα κατανομής που αναφέρεται στο άρθρο 29.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, και καταβάλλονται κατά την ίδρυση του ΕΝΙ. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή παρέχει τά στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της κλείδας, σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζει το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή των Διοικητών και την επιτροπή του άρθρου 109 Γ. 16.3. Το Συμβούλιο του ΕΝΙ αποφασίζει τον τρόπο με τον οποίο καταβάλλονται οι εισφορές.
Άρθρο 17
Ι7.1. Το οικονομικό έτος του ΕΝΙ αρχίζει την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου και τελειώνει την τελευταία ημέρα του Δεκεμβρίου.
17.2. Το Συμβούλιο του ΕΝΙ εγκρίνει ετήσιο προϋπολογισμό πριν από την έναρξη κάθε οικονομικού έτους. 17.3. Οι ετήσιοι λογαριασμοί καταρτίζονται σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζει το Συμβούλιο του ΕΝΙ. Οι ετήσιοι λογαριασμοί εγκρίνονται από το Συμβούλιο του ΕΝΙ και ακολούθως δημοσιεύονται.
17.4. Οι ετήσιοι λογαριασμοί ελέγχονται από ανεξάρτητους εξωτερικούς ελεγκτές τους οποίους εγκρίνει το Συμβούλιο του ΕΝΙ. Οι ελεγκτές είναι πλήρως εξουσιοδοτημένοι να εξετάζουν όλα τα βιβλία και τους λογαριασμούς του ΕΝΙ και να ενημερώνονται πλήρως για τις συναλλαγές του.
Οι διατάξεις του άρθρου 188 Β της παρούσας συνθήκης, εφαρμόζονται μόνο στην εξέταση της αποτελεσματικότητας της διαχείρισης του ΕΝΙ.
17.5. Τυχόν πλεόνασμα του ΕΝΙ μεταβιβάζεται με την εξής σειρά:
α) ένα ποσό που θα καθορίζεται από το Συμβούλιο του ΕΝΙ μεταβιβάζεται στο γενικό αποθεματικό του ΕΝΙ.
β) το υπόλοιπο πλεόνασμα κατανέμεται στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, σύμφωνα με την κλείδα που αναφέρεται στο άρθρο 16.2.
17.6. Σε περίπτωση ζημίας του ΕΝΙ, το έλλειμμα συμψηφίζεται με το γενικό αποθεματικό του ΕΝΙ. Τυχόν εναπομένον έλλειμμα καλύπτεται με εισφορές των εθνικών κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με την κλείδα που αναφέρεται στο άρθρο 16.2.
Άρθρο 18
18.1. Το Συμβούλιο του ΕΝΙ καθορίζει τους όρους απασχόλησης του προσωπικού του ΕΝΙ.
18.2. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για όλες τις διαφορές μεταξύ του ΕΝΙ και των υπαλλήλων του εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στους όρους απασχόλησης.
Άρθρο 19
19.1. Οι πράξεις ή παραλείψεις του ΕΝΙ υπόκεινται σε έλεγχο και ερμηνεία από το Δικαστήριο στις περιπτώσεις υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα συνθήκη.
19.2. Οι διαφορές μεταξύ του ΕΝΙ, αφενός, και των πιστωτών ή χρεοφειλετών του ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, αφετέρου, εκδικάζονται από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, εκτός από τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
19.3. Το ΕΝΙ υπόκειται στο καθεστώς ευθύνης που ορίζεται στο άρθρο 215 της παρούσας συνθήκης.
19.4. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει ρήτρας περί διαιτησίας περιλαμβανομένης σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που έχει συναφθεί από το ΕΝΙ ή για λογαριασμό του.
19.5. Η απόφαση του ΕΝΙ να προσφύγει στο Δικαστήριο λαμβάνεται από το Συμβούλιο του ΕΝΙ.
Άρθρο 20
20.1. Τα μέλη του Συμβουλίου του ΕΝΙ και το προσωπικό του ΕΝΙ υποχρεούνται, ακόμα και όταν θα έχουν παύσει να ασκούν τα καθήκοντά τους, να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες οι οποίες, λόγω της φύσης τους, καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματού απορρήτου.
20.2. Τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε στοιχεία που καλύπτονται από κοινοτική νομοθεσία η οποία επιβάλλει υποχρέωση απορρήτου, υπόκεινται στην εν λόγω νομοθεσία.
Άρθρο 21
Το ΕΝΙ απολαύει στην επικράτεια των κρατών μελών των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής του, υπό τους όρους που καθορίζονται στο πρωτόκολλο περί Προνομίων και Ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση Ενιαίου Συμβουλίου και Ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Άρθρο 22
Το ΕΝΙ δεσμεύεται νομίμως έναντι τρίτων από τον Πρόεδρο ή τον Αντιπρόεδρο ή με τις ύπογραφές δύο μελών του προσωπικού του ΕΝΙ δεόντως εξουσιοδοτημένων από τον Πρόεδρο να υπογράφουν εξ ονόματος του ΕΝΙ.
Άρθρο 23
23.1. Σύμφωνα με το άρθρο 109 Λ της παρούσας συνθήκης, το ΕΝΙ τίθεται υπό εκκαθάριση μόλις ιδρυθεί ή ΕΚΤ. `Ολα τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού του ΕΝΙ μεταβιβάζονται αυτομάτως στην ΕΚΤ. Η ΕΚΤ θέτει υπό εκκαθάριση το ΕΝΙ σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Η εκκαθάριση περατώνεται μέχρι την έναρξη του τρίτου σταδίου.
23.2. Ο μηχανισμός δημιουργίας ΕCU έναντι χρυσού και δολλαρίων ΗΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 17 της συμφωνίας για το ΕΝΣ θα έχει καταργηθεί μέχρι την πρώτη ημέρα του τρίτου σταδίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 της εν λόγω συμφωνίας.
23.3. Κάθε απαίτηση από οφειλή που προκύπτει από τον πολύ βραχυπρόθεσμο χρηματοδοτικό μηχανισμό και το βραχυπρόθεσμο μηχανισμό νομισματικής στήριξης, όπως προβλέπεται στις συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 6.1, θα έχει διακανονιστεί μέχρι την πρώτη ημέρα του τρίτου σταδίου.
23.4. Διατίθενται όλα τα εναπομένοντα περιουσιακά στοιχεία του ΕΝΙ και διακανονίζονται όλες οι απομένουσες οφειλές του.
23.5. Το προϊόν της εκκαθάρισης που προβλέπεται στο άρθρο 23.4 διανέμεται στις εθνικές κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με την κλείδα κατανομής η οποία αναφέρεται στο άρθρο 16.2.
23.6. Τό Συμβούλιο του ΕΝΙ, μπορεί να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή του άρθρου 23.4 καί 23.5.
23.7. Μόλις ιδρυθεί η ΕΚΤ, ο πρόεδρος του ΕΝΙ αποχωρεί από τα καθήκοντά του.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 5
Πρωτόκολλο
Σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να καθορίσουν τις λεπτομέρειες της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος που αναφέρεται στο άρθρο 104 Γ της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τις ακόλουθες διατάξεις, οι οποίες προσαρτώνται στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: Άρθρο 1
Οι τιμές αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 104 Γ παράγραφος 2 της παρούσας συνθήκης είναι οι εξής:
– 3% για τον λόγο μεταξύ του προβλεπομένου ή ύφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς.
– 60% για τον λόγο μεταξύ του δημοσίου χρέους και του ακαθάριστου εγχώριου προίόντος σε τιμές αγοράς.
Άρθρο 2
Στο άρθρο 104 Γ της παρούσας συνθήκης και στο παρόν πρωτόκολλο:
– Οι όροι “δημόσιος” και “δημοσιονομικός” νοούνται με ευρεία έννοια, ήτοι καλύπτουν την κεντρική κυβέρνηση, την περιφερειακή ή τοπική διοίκηση και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, εξαιρουμένων των εμπορικών πράξεων, όπως ορίζονται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών,
– ως έλλειμμα νοείται ο καθαρός δανεισμός, όπως ορίζεται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών,
– ως επένδυση νοείται η δημιουργία ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου, όπως ορίζεται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών,
– ως χρέος νοείται το συνολικό ακαθάριστο χρέος, στην ονομαστική του αξία, που εκκρεμεί στο τέλος του έτους, ενοποιημένο εντός και μεταξύ των τομέων του κατά την ευρεία έννοια δημοσίου, όπως ορίζεται στην πρώτη περίπτωση.
Άρθρο 3
Προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών ευθύνονται, στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής, για τα ελλείμματα του Δημοσίου υπό ευρεία έννοια, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, πρώτη περίπτωση. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές διαδικασίες στον τομέα του προϋπολογισμού τους επιτρέπουν να εκπληρώνουν τις σχετικές υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την παρούσα συνθήκη. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν αμέσως και τακτικά, στην Επιτροπή, τα προβλεπόμενα και υφιστάμενα ελλείμματά τους και το ύψος του χρέους τους.
Άρθρο 4
Τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή του παρόντος πρωτοκόλλου, παρέχονται από την Επιτροπή.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 6
Πρωτόκολλο
Σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης που αναφέρονται στό άρθρο 109 Ι της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να καθορίσουν τις λεπτομέρειες των κριτηρίων σύγκλισης που θα καθοδηγήσουν την Κοινότητα κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη μετέβαση στο τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 109 Ι παράγραφος Ι της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ στις ακόλουθες διατάξεις που προσαρτώνται στην συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας:
Άρθρο 1
Το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, που αναφέρεται στο άρθρο 109 Ι παράγραφος Ι, πρώτη περίπτωση της συνθήκης, σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει σταθερές επιδόσεις στο θέμα των τιμών και μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επι ένα έτος πριν από τον έλεγχο, που δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από 1 1/2 ποσοστιαία μονάδα. Ο πληθωρισμός υπολογίζεται βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) ή σε συγκρίσιμη βάση, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των εθνικών ορισμών.
Άρθρο 2
Το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης, που αναφέρεται στο άρθρο 109 Ι, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση της συνθήκης, σημαίνει ότι τη στιγμή της εξέτασης δεν έχει ληφθεί απόφαση του Συμβουλίου, για το κράτος μέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 104 Γ, παράγραφος 6 της συνθήκης, όσον αφορά την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος.
Άρθρο 3
Το κριτήριο της συμμετοχής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού συστήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 109 Ι παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση της συνθήκης, σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει τηρήσει τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης που προβλέπει ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος χωρίς σοβαρή ένταση κατά τα δύο, τουλάχιστον, τελευταία έτη πριν από την εξέταση. Ειδικότερα, το κράτος μέλος δεν πρέπει να έχει υποτιμήσει την κεντρική διμερή ισοτιμία του νομίσματός του έναντι του νομίσματος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους με δική του πρωτοβουλία μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Άρθρο 4
Το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων, που αναφέρεται στο άρθρο 109 Ι, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση της συνθήκης, σημαίνει ότι, το υπό παρατήρηση κράτος μέλος, επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση, έχει μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο το οποίο δεν ύπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες. Τα επιτόκια υπολογίζονται βάσει μακροπροθέσμων ομολόγων του Δημοσίου ή συγκρίσιμων χρεωγράφων, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των εθνικών ορισμών.
Άρθρο 5
Τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή του παρόντος πρωτοκόλλου, παρέχονται από την Επιτροπή.
Άρθρο 6
Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα προτάσει της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το ΕΝΙ ή την ΕΚΤ ανάλογα με την περίπτωση, και με την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 109 Γ, θεσπίζει τις κατάλληλες διατάξεις για τον καθορισμό των λεπτομερειών των κριτηρίων σύγκλισης που αναφέρονται στο άρθρο 109 Ι της συνθήκης, οι οποίες θα αντικαταστήσουν τότε το παρόν πρωτόκολλο.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 7
Πρωτόκολλο ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το άρθρο 40 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και με το άρθρο 21 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ιδρυμα απολαύουν, στην επικράτεια των κρατών μελών, των προνομίων και ασυλιών που είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση της αποστολής τους. ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τις ακόλουθες διατάξεις, οι οποίες προσαρτώνται στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας:
Άρθρο μόνον Το Πρωτόκολλο περί των Προνομίων και Ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το προσαρτημένο στη συνθήκη για την ίδρυση Ενιαίου Συμβουλίου και Ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συμπληρώνεται με τις ακόλουθες διατάξεις:
Άρθρο 23
Το παρόν πρωτόκολλο εφαρμόζεται επίσης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στα μέλη των οργάνων της και στο προσωπικό της, με την επιφύλαξη των διατάξεων του πρωτοκόλλου περί του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απαλλάσσεται επί πλέον από κάθε φόρο ή παρόμοια επιβάρυνση λόγω αυξήσεως του κεφαλαίου της καθώς και από τις διάφορες διατυπώσεις που συνεπάγονται οι ενέργειες αυτές στο κράτος στο οποίο έχει την έδρα της. Οι δραστηριότητες της τράπεζας και των οργάνων της που ασκούνται σύμφωνα με το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεν υπόκεινται σε φόρο κύκλου εργασιών. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ιδρυμα. Σε περίπτωση διάλυσης ή εκκαθάρισής του δεν επιβάλλεται καμιά φορολογική επιβάρυνση”.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 8
Πρωτόκολλο Σχετικά με τη Δανία
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να διευθετήσουν ορισμένα ειδικά προβλήματα που αφορούν τη Δανία, ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τις ακόλουθες διατάξεις, οι οποίες προσαρτώνται στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: Οι διατάξεις του άρθρου 14 του Πρωτοκόλλου σχετικά με το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν θίγουν το δικαίωμα της Εθνικής Τράπεζας της Δανίας να ασκεί τα υφιστάμενα καθήκοντά της όσον αφορά τα εδάφη εκείνα του Βασιλείου της Δανίας που δεν είναι μέρη της Κοινότητας.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 9
Πρωτόκολλο Σχετικά με την Πορτογαλία
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να διευθετήσουν ορισμένα ιδιαίτερα προβλήματα που αφορούν την Πορτογαλία, ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τις ακόλουθες διατάξεις, οι οποίες προσαρτώνται στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: 1. Επιτρέπεται στην Πορτογαλία να διατηρήσει σε ισχύ τη δυνατότητα που έχει δώσει στις Αυτόνομες Περιοχές των Αζορών και της Μαδέρας να απολαύουν άτοκης πιστωτικής διευκολύνσεως της Τράπεζας της Πορτογαλίας, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από την ισχύουσα πορτογαλική νομοθεσία. 2. Η Πορτογαλία αναλαμβάνει να καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να θέσει τέρμα στην προαναφερόμενη πιστωτική διευκόλυνση το ταχύτερο δυνατό.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 10
Πρωτόκολλο Για τη μετάβαση στο τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, Διακηρύσσουν τον αμετάκλητο χαρακτήρα της πορείας της Κοινότητας προς το τρίτο στάδιο υπογράφοντας τις νέες διατάξεις της συνθήκης για την Οικονομική και Νομισματική Ενωση. Ως εκ τούτου, όλα τα κράτη μέλη, είτε πληρούν τους αναγκαίους όρους για την καθιέρωση ενιαίου νομίσματος είτε όχι, σέβονται τη βούληση να μεταβεί γρήγορα η Κοινότητα στο τρίτο στάδιο και συνεπώς κανένα κράτος μέλος δεν εμποδίζει τη μετάβαση στο τρίτο στάδιο. Εάν, κατά το τέλος του 1997, η ημερομηνία έναρξης του τρίτου σταδίου δεν έχει ακόμη καθοριστεί, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τα όργανα της Κοινότητας και οι άλλοι αρμόδιοι οργανισμοί διεκπεραιώνουν όλες τις προπαρασκευαστικές εργασίες στη διάρκεια του 1998, προκειμένου να δώσουν τη δυνατότητα στην Κοινότητα να μεταβεί αμετακλήτως στο τρίτο στάδιο την 1η Ιανουαρίου 1999, και στην ΕΚΤ και το ΕΣΚΤ να αρχίσουν να λειτουργούν πλήρως από την ημερομηνία αυτή. Το παρόν πρωτόκολλο προσαρτάται στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 11
Πρωτόκολλο Για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υποχρεούται ούτε δεσμεύεται να μεταβεί στο τρίτο στάδιο της οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης χωρίς ειδική σχετική απόφαση από την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιό του. ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ την πρακτική της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου να χρηματοδοτεί τις δανειακές της ανάγκες με την πώληση κρατικών ομολόγων στον ιδιωτικό τομέα. ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τις ακόλουθες διατάξεις, οι οποίες προσαρτώνται στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: 1. Το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποιεί στο Συμβούλιο εάν προτίθεται να μεταβεί στο τρίτο στάδιο, πριν το Συμβούλιο προβεί στην προβλεπομένη στο άρθρο 109 Ι παράγραφος 2 της συνθήκης εκτίμηση. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υποχρεούται να μεταβεί στο τρίτο στάδιο, εκτός αν γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο σχετική πρόθεσή του. Αν δεν οριστεί ημερομηνία έναρξης του τρίτου σταδίου σύμφωνα με το άρθρο 109 Ι παράγραφος 3 της παρούσας συνθήκης, το Ηνωμένο Βασίλειο δύναται να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να μεταβεί στο τρίτο στάδιο πριν την 1η Ιανουαρίου 1998. 2. Τα σημεία 3 έως 9 εφαρμόζονται αν το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο ότι δεν προτίθεται να μεταβεί στο τρίτο στάδιο. 3. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμπεριλαμβάνεται στην πλειοψηφία των κρατών μελών τα οποία πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 109 Ι παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση και παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση της παρούσας συνθήκης. 4. Το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρεί τις εξουσίες του στον τομέα της νομισματικής πολιτικής σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία. 5. Το άρθρο 3Α παράγραφος 2, το άρθρο 104Γ παράγραφοι 1, 9 και 11, τό άρθρο 105 παράγραφοι 1 έως 5, το άρθρο 105Α, τα άρθρα 107, 108, 108Α και 109, το άρθρο 109Α, παράγραφοι 1 και 2 σημείο β) και το άρθρο 109Λ, παράγραφοι 4 και 5 της παρούσας συνθήκης δεν ισχύουν για το Ηνωμένο Βασίλειο. Στις διατάξεις αυτές, η αναφορά στην Κοινότητα ή τα κράτη μέλη δεν περιλαμβάνει το Ηνωμένο Βασίλειο, η δε αναφορά στις εθνικές κεντρικές τράπεζες δεν περιλαμβάνει την Τράπεζα της Αγγλίας. 6. Το άρθρο 109Ε παράγραφος 4, το άρθρο 109Η και το άρθρο 109Θ της παρούσας συνθήκης, εξακολουθούν να ισχύουν για το Ηνωμένο Βασίλειο. Το άρθρο 109Γ παράγραφος 4 και το άρθρο 109Μ ισχύουν για το Ηνωμένο Βασίλειο σαν να είχε προβλεφθεί παρέκκλιση. 7. Το δικαίωμα ψήφου του Ηνωμένου Βασιλείου αναστέλλεται όσον αφορά τις πράξεις του Συμβουλίου που αναφέρονται στα άρθρα τα οποία απαριθμούνται στο σημείο 5 του παρόντος πρωτοκόλλου. Για τον σκοπό αυτόν, οι σταθμισμένες ψήφοι του Ηνωμένου Βασιλείου εξαιρούνται από οποιοδήποτε υπολογισμό της ειδικής πλειοψηφίας σύμφωνα με το άρθρο 109Κ παράγραφος 5 της παρούσας συνθήκης. Το Ηνωμένο Βασίλειο επίσης δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής στον διορισμό του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των άλλων μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σύμφωνα με το άρθρο 109Α παράγραφος 2 σημείο β) και το άρθρο 109Λ παράγραφος 1 της παρούσας συνθήκης. 8. Τα άρθρα 3, 4, 6 και 7, το άρθρο 9.2, τό άρθρο 10.1 και 10.3, το άρθρο 11.2, το άρθρο 12.1, τα άρθρα 14, 16, 18, 19, 20, 22, 23, 26, 27, 30, 31, 32, 33, 34, 50 και 52 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (“καταστατικό”) δεν ισχύουν για το Ηνωμένο Βασίλειο. Στα άρθρα αυτά, οι αναφορές στην Κοινότητα ή τα κράτη μέλη δεν περιλαμβάνουν το Ηνωμένο Βασίλειο και οι αναφορές στις εθνικές τράπεζες δεν περιλαμβάνουν την Τράπεζα της Αγγλίας. Στα άρθρα 10.3 και 30.2 του καταστατικού οι αναφορές στο “εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ”, δεν περιλαμβάνουν το κεφάλαιο το οποίο καλύπτει ή Τράπεζα της Αγγλίας. 9. Το άρθρο 109Λ παράγραφος 3 της συνθήκης και τα άρθρα 44 έως 48 του καταστατικού εφαρμόζονται, ανεξάρτητα άν υπάρχει ή όχι κράτος μέλος με παρέκκλιση, υπό τις ακόλουθες τροποποιήσεις: α) Στο άρθρο 44, η αναφορά, στα καθήκοντα της ΕΚΤ και του ΕΝΙ περιλαμβάνει και τα καθήκοντα τα οποία πρέπει να συνεχίσουν να ασκούνται κατά το τρίτο στάδιο, λόγω τυχόν άποφάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου να μην μεταβεί στο στάδιο αυτό. β) Παράλληλα προς τα καθήκοντα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 47, η ΕΚΤ παρέχει συμβουλές και συμβάλλει στην προετοιμασία των αποφάσεων του Συμβουλίου σχετικά με το Ηνωμένο Βασίλειο που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 10, στοιχεία α) και γ) του παρόντος πρωτοκόλλου. γ) Η Τράπεζα της Αγγλίας καταβάλλει το μερίδιό της στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ προς κάλυψη των δαπανών λειτουργίας της, στην ίδια βάση όπως και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με παρέκκλιση. 10. Αν το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μεταβεί στο τρίτο στάδιο, μπορεί να τροποποιήσει τη γνωστοποίησή του οποτεδήποτε μετά την έναρξη αυτού του σταδίου. Στην περίπτωση αυτή: (ι) το Ηνωμένο Βασίλειο δικαιούται να μεταβεί στο τρίτο στάδιο εφόσον πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Το Συμβούλιο, αιτήσει του Ηνωμένου Βασιλείου και υπό τους όρους και με τη διαδικασία που καθορίζονται στο άρθρο 109Κ παράγραφος 2 της παρούσας συνθήκης, αποφασίζει εάν το εν λόγω κράτος μέλος πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις. β) Η τράπεζα της Αγγλίας καταβάλλει το μερίδιο του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, μεταβιβάζει στην ΕΚΤ τα περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα και συνεισφέρει στα αποθεματικά της στην ίδια βάση όπως και η εθνική κεντρική τράπεζα κράτους μέλους η παρέκκλιση του οποίου έχει καταργηθέι. γ) Τό Συμβούλιο υπό τους όρους και με τη διαδικασία που καθορίζονται στο άρθρο 109Λ παράγραφος 5 της παρούσας συνθήκης, λαμβάνει όλες τις απαιτούμενες αποφάσεις ώστε να μπορέσει το Ηνωμένο Βασίλειο να μεταβεί στο τρίτο στάδιο. Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο μεταβεί στο τρίτο στάδιο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος σημείου, τα σημέια 3 έως 9 του παρόντος πρωτοκόλλου παύουν να ισχύουν. 11. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 104 και του άρθρου 109Ε παράγραφος 3 της παρούσας συνθήκης και του άρθρου 21.1 του καταστατικού, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου μπορεί να διατηρήσει την ευχέρεια “Ways and Means” έναντι της Τράπεζας της Αγγλίας εφόσον το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει μεταβεί στο τρίτο στάδιο.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 12
Πρωτόκολλο Σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να διευθετήσουν σύμφωνα με τους γενικούς στόχους της παρούσας συνθήκης ορισμένα υφιστάμενα ειδικά προβλήματα, ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ότι, το Σύνταγμα της Δανίας περιλαμβάνει διάταξη η οποία δύναται να καταστήσει αναγκαία τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη Δανία προκειμένου η χώρα αυτή να συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τις ακόλουθες διατάξεις που προσαρτώνται στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: 1. Η Δανική Κυβέρνηση γνωστοποιεί στο Συμβούλιο τη θέση της για τη συμμετοχή στο τρίτο στάδιο, προτού το Συμβούλιο προβεί στην εκτίμησή του σύμφωνα με το άρθρο 109Ι παράγραφος 2 της παρούσας συνθήκης. 2. Εάν η Δανία, γνωστοποιήσει ότι δεν θα συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο, εξαιρείται. Το αποτέλεσμα της εξαίρεσης αυτής είναι ότι όλα τα άρθρα και οι διατάξεις της συνθήκης και του καταστατικού του ΕΣΚΤ που αφορούν Παρεκκλίσεις ισχύουν έναντι της Δανίας. 3. Σε αυτή την περίπτωση, η Δανία δεν συμπεριλαμβάνεται στην πλειοψηφία των κρατών μελών που πληρούν τους απαραίτητους όρους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 109Ι παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση και παράγραφος 3 πρώτη περίπτωση της παρούσας συνθήκης. 4. Οσον αφορά την κατάργηση της εξαίρεσης, η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 109Κ παράγραφος 2 τίθεται σε εφαρμογή μόνον εάν το ζητήσει η Δανία. 5. Σε περίπτωση κατάργησης του καθεστώτος εξαίρεσης, παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 13
Πρωτόκολλο Για τη Γαλλία ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να λάβουν υπόψη ένα ιδιαίτερο σημείο που αφορά τη Γαλλία, ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τις ακόλουθες διατάξεις που προσαρτώνται στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: Η Γαλλία διατηρεί το προνόμιο της έκδοσης νομισμάτων στα υπερπόντια εδάφη της σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής της νομοθεσίας και είναι αποκλειστικά αρμόδια για τον καθορισμό της ισοτιμίας του φράγκου Γαλλικών Αποικιών Ειρηνικού (CFP franc).
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 14
Πρωτόκολλο Σχετικά με την κοινωνική πολιτική ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ότι ένδεκα κράτη μέλη, δηλαδή το Βασίλειο του Βελγίου, το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, η Ιταλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Πορτογαλική Δημοκρατία, επιθυμούν να συνεχίσουν το δρόμο που χάραξε ο Κοινωνικός Χάρτης του 1989. Οτι συνήψαν προς το σκοπό αυτό συμφωνία μεταξύ τους ότι η συμφωνία αυτή προσαρτάται στο παρόν πρωτόκολλο. Οτι το παρόν πρωτόκολλο καθώς και η προαναφερόμενη συμφωνία δεν θίγουν τις διατάξεις της παρούσας συνθήκης, ιδίως όσες αφορούν την κοινωνική πολιτική η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου. 1) Συμφωνούν να εξουσιοδοτήσουν τα ένδεκα αυτά κράτη μέλη να κάνουν χρήση των οργάνων, των διαδικασιών και των μηχανισμών της συνθήκης, προκειμένου να λάβουν και να εφαρμόσουν στο βαθμό που τους αφορούν τις πράξεις και αποφάσεις που απαιτούνται για την υλοποίηση της ανωτέρω συμφωνίας. 2) Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας δεν συμμετέχει στις διαβουλεύσεις και την έγκριση από το Συμβούλιο των προτάσεων της Επιτροπής που υποβάλλονται βάσει του παρόντος πρωτοκόλλου και της προαναφερόμενης συμφωνίας. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 148 παράγραφος 2 της συνθήκης, οι πράξεις του Συμβουλίου που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος πρωτοκόλλου και οι οποίες πρέπει να εγκρίνονται με ειδική πλειοψηφία, εγκρίνονται εφόσον έχουν συγκεντρώσει τουλάχιστον σαράντα τέσσερις ψήφους. Για τις πράξεις τού Συμβουλίου που πρέπει να εγκρίνονται με ομοφωνία, καθώς και για εκείνες που συνιστούν τροποποίηση της πρότασης της Επιτροπής, απαιτείται ομοφωνία των μελών του Συμβουλίου, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας. Οι πράξεις που εκδίδονται από το Συμβούλιο, καθώς και οι τυχόν δη μοσιονομικές επιπτώσεις πλην των διοικητικών εξόδων για τα όργανα, δεν εφαρμόζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας. 3) Το παρόν πρωτόκολλο προσαρτάται στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 14Α
Πρωτόκολλο
Που συνάπτεται μεταξύ των Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πλην του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας Για την κοινωνική πολιτική
Τα υπογράφοντα ένδεκα ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, δηλαδή το Βασίλειο του Βελγίου, το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, η Ιταλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Πορτογαλική Δημοκρατία, τα οποία εφεξής καλούνται “τα κράτη μέλη”. ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να εφαρμόσουν τον Κοινωνικό Χάρτη του 1989 βάσει του “κοινοτικού κεκτημένου”, ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το πρωτόκολλο Για την κοινωνική πολιτική: ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ τις ακόλουθες διατάξεις:
Άρθρο 1
Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη έχουν ως στόχο να προωθήσουν την απασχόληση, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, την παροχή της κατάλληλης κοινωνικής προστασίας, τον κοινωνικό διάλογο και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που θα επιτρέψουν ένα υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχόλησης και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού. Προς τούτο, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη εφαρμόζουν μέτρα στα οποία λαμβάνεται υπόψη η ποικιλομορφία των εθνικών πρακτικών, ιδιαιτέρως στον τομέα των συμβατικών σχέσεων, καθώς και η ανάγκη να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Κοινότητας.
Άρθρο 2
1. Προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους του άρθρου 1, η Κοινότητα υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των προαναφερθέντων κρατών μελών στους ακόλουθους τομείς: – βελτίωση, ιδιαιτέρως, του Περιβάλλοντος εργασίας, με σκοπό την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, – συνθήκες εργασίας, – ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζομένους, – ισότητα ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις ευκαιρίες τους στην αγορά εργασίας και τη μεταχείριση κατά την εργασία, – επαγγελματική ένταξη των ατόμων που αποκλείονται από την αγορά εργασίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 127 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που εφεξής καλείται “συνθήκη”. 2. Για το σκοπό αυτό, το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει, μέσω οδηγιών, τις ελάχιστες προδιαγραφές οι οποίες εφαρμόζονται σταδιακά, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και των τεχνικών ρυθμίσεων που υφίστανται σε κάθε κράτος μέλος. Στις οδηγίες αυτές αποφεύγεται η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το Συμβούλιο αποφασίζει κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 189 Γ της συνθήκης και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. 3. Ωστόσο, το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία μετά από πρόταση της Επιτροπής και από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στους ακόλουθους τομείς: – κοινωνική ασφάλεια και κοινωνική προστασία των εργαζομένων, – προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, – εκπροσώπηση και συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής των εργαζομένων στη διαχείριση, με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, – συνθήκες απασχόλησης των υπηκόων των τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος της Κοινότητας, – χρηματικές συνεισφορές με στόχο την προώθηση της απασχόλησης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων περι του Κοινωνικού Ταμείου. 4. Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους, εφόσον οι κοινωνικοί εταίροι το ζητήσουν από κοινού, την εφαρμογή των οδηγιών που θεσπίζονται κατ` εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3. Σε αυτή την περίπτωση, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να εξασφαλίζει ότι, το αργότερο κατά την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να μεταφερθεί μια οδηγία σύμφωνα με το άρθρο 189, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα σε συμβατική βάση, ενώ παράλληλα το κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να εξασφαλίζει τα αποτελέσματα που επιβάλλονται από την εν λόγω οδηγία. 5. Οι διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν κωλύουν την εκ μέρους των κρατών μελών διατήρηση ή θέσπιση, μέτρων ενισχυμένης προστασίας τα οποία θα είναι σύμφωνα με τη συνθήκη. 6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις αμοιβές, στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στο δικαίωμα απεργίας ή στο δικαίωμα της ανταπεργίας (λοκ-άουτ).
Άρθρο 3
1. Η Επιτροπή έχει καθήκον να προωθεί τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο και να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διευκολύνεται ο διάλογος μεταξύ τους, μεριμνώντας ώστε η υποστήριξή της να παρέχεται ισορροπημένα προς όλα τα μέρη. 2. Για το σκοπό αυτόν, η Επιτροπή, πριν υποβάλει προτάσεις στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, διαβουλεύεται με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με τους ενδεχόμενους προσανατολισμούς μιας κοινοτικής δράσης. 3. Εάν η Επιτροπή, μετά από αυτές τις διαβουλεύσεις, κρίνει ότι η συγκεκριμένη κοινοτική δράση πρέπει να αναληφθεί, διαβουλεύεται με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με το περιεχόμενο της μελετώμενης πρότασης. Οι κοινωνικοί εταίροι διατυπώνουν γνώμη ή αναλόγως των περιπτώσεων, σύσταση, την οποία διαβιβάζουν στην Επιτροπή. 4. Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων αυτών, οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να πληροφορήσουν την Επιτροπή ότι επιθυμούν να θέσουν σε λειτουργία τη διαδικασία του άρθρου 4. Η διάρκεια της διαδικασίας αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 9 μήνες, εκτός εάν οι ενδιαφερόμενοι κοινωνικοί εταίροι ή η Επιτροπή αποφασίσουν από κοινού την παράτασή της.
Άρθρο 4
1. Ο διάλογος μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε κοινοτικό επίπεδο μπορεί να οδηγεί, εφόσον οι κοινωνικοί εταίροι το επιθυμούν, στη σύναψη συμβατικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων τών συμφωνιών. 2. Οι συμφωνίες που συνάπτονται σε κοινοτικό επίπεδο υλοποιούνται, είτε σύμφωνα με τις διαδικασίες και πρακτικές των ενδιαφερομένων κοινωνικών εταίρων και κρατών μελών, είτε, σε τομείς που εμπίπτουν στο άρθρο 2, όταν το ζητούν από κοινού τα υπογράφοντα μέρη, με απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται μετά από πρόταση της Επιτροπής. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, εκτός εάν η εν λόγω συμφωνία περιέχει μία ή περισσότερες διατάξεις σχετικές με τομέα από τους αναφερόμενους στο άρθρο 2 παράγραφος 3, οπότε αποφασίζει με ομοφωνία.
Άρθρο 5
Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του άρθρου 1 και με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων της συνθήκης, η Επιτροπή προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών να διευκολύνει το συντονισμό της δράσης τους στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής που υπάγονται στην παρούσα συμφωνία.
Άρθρο 6
1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής για ίδια εργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως αμοιβή νοούνται, οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές, και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας. Η ισότητα των αμοιβών, χωρίς διακρίσεις φύλου, συνεπάγεται: α) ότι η αμοιβή που παρέχεται για όμοια εργασία αμειβόμενη με το κομμάτι καθορίζεται με βάση την ίδια μονάδα μετρήσεως. β) ότι η αμοιβή που παρέχεται για εργασία αμειβόμενη με την ώρα είναι η ίδια για όμοια θέση εργασίας. 3. Το παρόν άρθρο δεν κωλύει την εκ μέρους των κρατών μελών διατήρηση ή θέσπιση μέτρων που προβλέπουν ειδικά ευεργετήματα για τη διευκόλυνση της άσκησης μιας επαγγελματικής δραστηριότητας από τις γυναίκες ή για την πρόληψη ή αντιστάθμιση μειονεκτημάτων στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Άρθρο 7
Η Επιτροπή καταρτίζει κάθε χρόνο έκθεση για τις εξελίξεις όσον αφορά την υλοποίηση των στόχων του άρθρου 1, συμπεριλαμβανομένης της δημογραφικής κατάστασης στην Κοινότητα. Διαβιβάζει την έκθεση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει την Επιτροπή να εκπονήσει εκθέσεις για ιδιαίτερα προβλήματα που αφορούν την κοινωνική κατάσταση.
Δηλώσεις
1. Δήλωση για το άρθρο 2 παράγραφος 2 Τα ένδεκα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη σημειώνουν ότι, κατά τις συζητήσεις για το άρθρο 2, παράγραφος 2 της παρούσας συμφωνίας, συμφωνήθηκε ότι η Κοινότητα, με τον καθορισμό των ελάχιστων απαιτήσεων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, δεν προτίθεται να δημιουργήσει αδικαιολόγητες εκ των περιστάσεων διακρίσεις όσον αφορά τους εργαζομένους στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. 2. Δήλωση για το άρθρο 4 παράγραφος 2 Τα ένδεκα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη δηλώνουν ότι ο πρώτος τρόπος εφαρμογής των συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε κοινοτικό επίπεδο, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 4 παράγραφος 2, θα είναι η ανάπτυξη του περιεχομένου των συμφωνιών αυτών, με συλλογική διαπραγμάτευση και σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος, και, συνεπώς, αυτός ο τρόπος εφαρμογής δεν συνεπάγεται υποχρέ ωση για τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν άμεσα τις εν λόγω σευμφωνίες ή να εκπονούν κανόνες μεταγραφής τους, ούτε υποχρέωση να τροποποιούν τις ισχύουσες εσωτερικές διατάξεις για να διευκολύνουν την εφαρμογή τους.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 15
Πρωτόκολλο Σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι η Ενωση έχει θέσει ως στόχο της την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής προόδου, ιδίως με την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι στο άρθρο 2 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, και ότι η ενίσχυση της οικονομικής συνοχής αποτελεί μία από τις δράσεις της Κοινότητας που απαριθμούνται στο άρθρο 3 της συνθήκης. ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ (ότι οι διατάξεις του τίτλου ΧΙV περί οικονομικής και κοινωνικής συνοχής ως σύνολο αποτελούν τη νομική βάση για τη σταθεροποίηση και περαιτέρω ανάπτυξη της δράσης της Κοινότητας στον τομέα της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός νέου ταμείου. ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι οι διατάξεις του τρίτου μέρους, τίτλος ΧΙΙ για τα Διευρωπαϊκά δίκτυα και τίτλος ΧVΙ για το Περιβάλλον, προβλέπουν την ίδρυση Ταμείου Συνοχής πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1993. ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ την πεποίθησή τους ότι η πορεία προς την Οικονομική και Νομισματική Ενωση θα συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη όλων των κρατών μελών. ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ότι προβλέπεται διπλασιασμός των πόρων των κοινοτικών διαρθρωτικών ταμείων σε πραγματικές τιμές από το 1987 εως το 1993, πράγμα το οποίο συνεπάγεται μεταφορές πόρων ευρείας κλίμακας, ιδίως κατ` αναλογία προς το ΑΕΠ των λιγότερο ευημερούντων κρατών μελών. ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων δανείζει μεγάλα και διαρκώς αυξανόμενα ποσά υπέρ των πτωχότερων περιοχών. ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ την επιθυμία για μεγαλύτερη ελαστικότητα των διαδικασιών χορήγησης των πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία. ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ την επιθυμία να διαφοροποιηθούν τα επίπεδα της κοινοτικής συμμετοχής σε προγράμματα και σχέδια σε ορισμένες χώρες. ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ την πρόταση να λαμβάνεται περισσότερο υπόψη η σχετική ευημερία των κρατών μελών, στα πλαίσια του συστήματος των ιδίων πόρων. ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ότι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής έχει ζωτική σημασία για την ακέραια ανάπτυξη και σταθερή επιτυχία της Κοινότητας και υπογραμμίζουν τη σημασία της συνυπαγωγής της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής στα άρθρα 2 και 3 της συνθήκης. ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ την πεποίθησή τους ότι τα διαρθρωτικά ταμεία πρέπει να εξακολουθήσουν να αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας στον τομέα της συνοχής. ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ την πεποίθησή τους ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων πρέπει να εξακολουθήσει να διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος των πόρων της στην προώθηση της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής και δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένοι να αναθεωρούν τις κεφαλαιακές ανάγκες της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, όποτε καθίσταται αναγκαίο για το σκοπό αυτό, ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ Την ανάγκη να γίνει διεξοδική αξιολόγηση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας των διαρθρωτικών ταμείων το 1992 και να επανεξεταστεί, με την ευκαιρία αυτή, το πρέπον μέγεθος των ταμείων αυτών, έχοντας υπόψη τους στόχους της Κοινότητας στον τομέα της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ότι το Ταμείο Συνοχής, το οποίο πρέπει να ιδρυθεί πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1993, προβλέπει χρηματοδοτική συμβολή της Κοινότητας σε σχέδια για το Περιβάλλον και τα Διευρωπαϊκά δίκτυα στα κράτη μέλη στα οποία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι χαμηλότερο από το 90% του κοινοτικού μέσου όρου, τα οποία διαθέτουν πρόγραμμα με στόχο την εκπλήρωση των όρων της οικονομικής σύγκλισης όπως ορίζονται στο άρθρο 104 Γ της συνθήκης. ΔΗΛΩΝΟΥΝ την πρόθεσή τους να δώσουν μεγαλύτερα περιθώρια ελαστικότητας όσον αφορά τη διάθεση πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία για ειδικές ανάγκες που δεν καλύπτονται από τις σημερινές ρυθμίσεις των διαρθρωτικών ταμείων. ΔΗΛΩΝΟΥΝ (ότι είναι διατεθεμένοι να διαφοροποιούν τα επίπεδα συμμετοχής της Κοινότητας στα προγράμματα και σχέδια των διαρθρωτικών τα μείων, ούτως ώστε να αποφεύγονται οι υπερβολικές αυξήσεις των δημοσιονομικών δαπανών των λιγότερο ευημερούντων κρατών μελών. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ την ανάγκη τακτικής παρακολούθησης της προόδου προς την υλοποίηση της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής και δηλώνουν ότι διατίθενται να μελετήσουν όλα τα αναγκαία για το σκοπό αυτό μέτρα. ΔΗΛΩΝΟΥΝ την πρόθεσή τους να λάβουν περισσότερο υπόψη την ικανότητα συνεισφοράς κάθε κράτους μέλους στο σύστημα των ιδίων πόρων και να εξετάσουν τρόπους διάρθρωσης, για τα λιγότερο ευημερούντα κράτη μέλη, των φθινόντων στοιχείων που υφίστανται στο σημερινό σύστημα ιδίων πόρων. ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ να προσαρτήσουν το παρόν πρωτόκολλο στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 16
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ!!: Το πρωτόκολλο σχετικά με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, καταργείται. (άρθρο 2 παρ.58 Συνθ.Αμστερνταμ)
Πρωτόκολλο Σχετικά με την οικονομική και κοινωνική επιτροπή και την επιτροπή των περιφερειών
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΣΧΕΤΙΚΑ με την ακόλουθη διάταξη, που προσαρτάται στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών διαθέτουν κοινή οργανωτική δομή.
Άρθρο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 17
Πρωτόκολλο Προσαρτημένο στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ, ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΣΧΕΤΙΚΑ με την ακόλουθη διάταξη, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση και στις συνθήκες για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: Καμιά διάταξη της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, των συνθηκών περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των συνθηκών και πράξεων που τροποποιούν ή συμπληρώνουν τίς έν λόγω συνθήκες, δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 40.3.3 του ιρλανδικού συντάγματος στην Ιρλανδία.
1. Οι Συνδιασκέψεις των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που συγκλήθηκαν στη Ρώμη στις 15 Δεκεμβρίου 1990 για να θεσπίσουν με κοινή συμφωνία τις τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ενόψει της πραγματοποίησης της Πολιτικής Ενωσης και ενόψει των τελικών σταδίων της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, καθώς και οι Συνδιασκέψεις που συγκλήθηκαν στις Βρυξέλλες στις 3 Φεβρουαρίου 1992 με σκοπό να επιφέρουν στις συνθήκες για την ίδρυση αντίστοιχα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας τις τροποποιήσεις που συνεπάγονται οι μελετώμενες τροποποιήσεις της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εξέδωσαν τα ακόλουθα κείμενα:
Ι
Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση
ΙΙ
Πρωτόκολλα
1. Πρωτόκολλο για την Απόκτηση ακινήτων στη Δανία. 2. Πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 119 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. 3. Πρωτόκολλο για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 4. Πρωτόκολλο σχετικά με το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος. 5. Πρωτόκολλο σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος. 6. Πρωτόκολλο σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης που αναφέρονται στο άρθρο 109 Ι της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. 7. Πρωτόκολλο για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 8. Πρωτόκολλο Σχετικά με τη Δανία. 9. Πρωτόκολλο Σχετικά με την Πορτογαλία. 10. Πρωτόκολλο για τη μετάβαση στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης. 11. Πρωτόκολλο για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας. 12. Πρωτόκολλο σχετικές ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία. 13. Πρωτόκολλο Για τη Γαλλία. 14. Πρωτόκολλο Σχετικά με την κοινωνική πολιτική, στο οποίο προσαρτάται συμφωνία η οποία έχει συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εξαιρέσει του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, στην οποία επισυνάπτονται δυο δηλώσεις. 15. Πρωτόκολλο Σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή. 16. Πρωτόκολλο σχετικά με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών. 17. Πρωτόκολλο προσαρτημένο στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση και στις συνθήκες για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οι Συνδιασκέψεις συμφώνησαν ότι τα πρωτόκολλα που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 16 ανωτέρω θα προσαρτηθούν στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ότι το πρωτόκολλο που αναφέρεται στο σημείο 17 ανωτέρω θα προσαρτηθεί στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση και στις συνθήκες για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά την υπογραφή των κειμένων αυτών, οι Συνδιασκέψεις ενέκριναν τις δηλώσεις που απαριθμούνται κατωτέρω και προσαρτώνται στην παρούσα τελική πράξη.
ΙΙΙ
Δηλώσεις
1. Δήλωση Για την πολιτική άμυνα, την ενέργεια και τον τουρισμό 2. Δήλωση Για την ιθαγένεια κράτους μέλους 3. Δήλωση σχετικά με το τρίτο μέρος, τίτλοι ΙΙΙ και VΙ, της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 4. Δήλωση σχετικά με το τρίτο μέρος, τίτλος VΙ, της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαικής Κοινότητας 5. Δήλωση Σχετικά με τη νομισματική συνεργασία με τις τρίτες χώρες 6. Δήλωση σχετικά με τις νομισματικές σχέσεις με τη Δημοκρατία του Αγίου Μαρίνου, το κράτος του Βατικανού και το Πριγκηπάτο του Μονακό 7. Δήλωση σχετικά με το άρθρο 73 Δ της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 8. Δήλωση σχετικά με το άρθρο 109 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 9. Δήλωση σχετικά με το τρίτο μέρος, τίτλος ΧVΙ, της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 10. Δήλωση για τα άρθρα 109, 130 Ρ και 130 Ω της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 11. Δήλωση Για την οδηγία της 24ης Νοεμβρίου 1988 (Εκπομπές) 12. Δήλωση Για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης 13. Δήλωση σχετικά με το ρόλο των Εθνικών Κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ενωση 14. Δήλωση Σχετικά με τη διάσκεψη των Κοινοβουλίων 15. Δήλωση για τον αριθμό των μελών της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 16. Δήλωση Για την ιεράρχηση των κοινοτικών πράξεων 17. Δήλωση Σχετικά με το δικαίωμα της πρόσβασης στην πληροφόρηση 18. Δήλωση σχετικά με το εκτιμώμενο κόστος των προτάσεων της Επιτροπής 19. Δήλωση Σχετικά με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου 20. Δήλωση σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων των κοινοτικών μέτρων στο Περιβάλλον 21. Δήλωση Σχετικά με το Ελεγκτικό Συνέδριο 22. Δήλωση Για την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή 23. Δήλωση Σχετικά με τη συνεργασία με τις φιλανθρωπικές οργανώσεις 24. Δήλωση Σχετικά με την προστασία των ζώων 25. Δήλωση σχετικά με την αντιπροσώπευση των συμφερόντων των υπερπόντιων χωρών και εδαφών που αναφέρονται στο άρθρο 227 παράγραφοι 3 και 5, στοιχεία α) και β) της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. 26. Δήλωση Σχετικά με τις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Κοινότητας 27. Δήλωση για την ψηφοφορία στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας 28. Δήλωση για τους πρακτικούς διακανονισμούς στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας 29. Δήλωση για την χρήση γλωσσών στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας 30. Δήλωση για τη Δυτικοευρωπαϊκή – Ενωση 31. Δήλωση Σχετικά με το άσυλο 32. Δήλωση Σχετικά με την αστυνομική συνεργασία 33. Δήλωση σχετικά με τις διαφορές μεταξύ της ΕΚΤ και του ΕΝΙ, αφενός, και των υπαλλήλων τους, αφετέρου. Εγινε στο Μάαστριχτ, στις 7 Φεβρουαρίου χίλια εννιακόσια ενενήντα δύο.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 1
Δήλωση
Για την πολιτική άμυνα, την ενέργεια και τον τουρισμό Η Συνδιάσκεψη δηλώνει ότι το θέμα της εισαγωγής στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τίτλων σχετικών με τους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο τ) της εν λόγω συνθήκης, θα εξεταστεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο Ν παράγραφος 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, με βάση έκθεση που η Επιτροπή θα υποβάλει στο Συμβούλιο το αργότερο το 1996.
Η Επιτροπή δηλώνει ότι η κοινοτική δράση στους τομείς αυτούς θα αναπτυχθεί με βάση τις υφιστάμενες διατάξεις των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 2
Δήλωση Για την ιθαγένεια κράτους μέλους
Η Συνδιάσκεψη δηλώνει ότι, όταν στην συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας γίνεται αναφορά στους υπηκόους των κρατών μελών, το θέμα του εάν ένα άτομο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο από τη νομοθεσία του ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη μπορούν να δηλώνουν, πληροφοριακά, ποιά άτομα πρέπει να θεωρούνται ως υπήκοοί τους για τους σκοπούς της Κοινότητας, με δήλωση που θα καταθέτουν στην Προεδρία μπορούν ενδεχομένως να τροποποιήσουν τη δήλωσή τους.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 3
Δήλωση Σχετικά με το τρίτο μέρος τίτλοι ΙΙΙ και VΙ, της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Η Συνδιάσκεψη βεβαιώνει ότι, για την εφαρμογή των διατάξεων του τρίτου μέρους, τίτλος ΙΙΙ, κεφάλαιο 4, για τα κεφάλαια και τις πληρωμές, και τίτλος VΙ, για την οικονομική και νομισματική πολιτική, της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, συνεχίζεται η συνήθης πρακτική, να συνέρχεται το Συμβούλιο με σύνθεση Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 109 1, παράγραφοι 2 έως 4 και του άρθρου 109 Κ, παράγραφος 2.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 4
Δήλωση Σχετικά με το τρίτο μέρος, τίτλος VΙ, της Συνθήκης ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Η Συνδιάσκεψη βεβαιώνει ότι ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου καλεί τους Υπουργούς Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας να συμμετέχουν στις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όταν συζητούνται θέματα σχετικά με την Οικονομική και Νομισματική “Ενωση.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 5
Δήλωση Σχετικά με τη νομισματική συνεργασία με τις τρίτες χώρες
Η Συνδιάσκεψη βεβαιώνει ότι η Κοινότητα επιδιώκει να συμβάλλει στη σταθερότητα των διεθνών νομισματικών σχέσεων. Για το σκοπό αυτό, η Κοινότητα είναι διατεθειμένη να συνεργάζεται με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και με τις μη ευρωπαϊκές χώρες με τις οποίες διατηρεί στενές οικονομικές σχέσεις.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 6
Δήλωση Σχετικά με τις νομισματικές σχέσεις με τη δημοκρατία του Αγίου Μαρίνου, το κράτος του Βατικανού και το Πριγκηπάτο του Μονακό
Η Συνδιάσκεψη συμφωνεί ότι οι υπάρχουσες νομισματικές σχέσεις μεταξύ Ιταλίας, Αγίου Μαρίνου και Βατικανού και μεταξύ Γαλλίας και Μονακό δεν θίγονται από την παρούσα συνθήκη μέχρις ότου καθιερωθεί το ECU ως ενιαίο νόμισμα της Κοινότητας. Η Κοινότητα αναλαμβάνει την υποχρέωση να διευκολύνει τις αναδιαπραγματεύσεις των υφισταμένων διακανονισμών στον αναγκαίο βαθμό συνεπεία της καθιέρωσης του ECU ως ενιαίου νομίσματος.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 7
Δήλωση Σχετικά με το άρθρο 73 Δ της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Η Συνδιάσκεψη επιβεβαιώνει ότι το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, σημείο α) της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ισχύει μόνο όσον αφορά τις διατάξεις οι οποίες ισχύουν στο τέλος του 1993. Ωστόσο, η παρούσα δήλωση εφαρμόζεται μόνο για τις κινήσεις κεφαλαίων και τις πληρωμές που διενεργούνται μεταξύ κρατών μελών.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 8
Δήλωση Σχετικά με το άρθρο 109 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Η Συνδιάσκεψη τονίζει ότι ο όρος “τυπική συμφωνία” που χρησιμοποιείται στο άρθρο 109, παράγραφος 1, δεν αποβλέπει στη δημιουργία μιας νέας κατηγορίας διεθνών συμφωνιών κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 9
Δήλωση Σχετικά με το τρίτο μέρος, τίτλος ΧVΙ, της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Η Συνδιάσκεψη θεωρεί ότι, λόγω της αυξανόμενης σπουδαιότητας που αποκτά η διαφύλαξη της φύσης σε εθνικό, κοινοτικό και διεθνές επίπεδο, η κοινότητα οφείλει, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που διαθέτει δυνάμει των διατάξεων του τίτλου ΧVΙ του τρίτου μέρους, της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του τομέα αυτού.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 10
Δήλωση για τα άρθρα 109, 130 Ρ και 130 Ω της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Η Συνδιάσκεψη θεωρεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 109, παράγραφος 5, του άρθρου 130 Ρ, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 130 Ω, δεν θίγουν τις αρχές που απορρέουν από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση AETR.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 11
Δήλωση Για την οδηγία της 24ης Νοεμβρίου 1988 (Εκπομπές ρύπων)
Η Συνδιάσκεψη δηλώνει ότι οι τροποποιήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας δεν δύνανται να θίξουν τις Παρεκκλίσεις που χορηγήθηκαν στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999, σύμφωνα με την οδηγία του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 12
Δήλωση Για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης
Η Συνδιάσκεψη συμφωνεί ότι το Ευρωπαϊκό Ταμέιο Ανάπτυξης θα συνεχίσει να χρηματοδοτείται από εθνικές συνεισφορές, σύμφωνα με τις ύφιστάμενες διατάξεις.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 13
Δήλωση Σχετικά με το ρόλο των Εθνικών Κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ενωση
Η Συνδιάσκεψη θεωρεί ότι είναι σημαντικό να ενθαρρυνθεί ή μεγαλύτερη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων στις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής “Ενωσης. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να ενταθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στη συνάρτηση αυτή, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών μεριμνούν μεταξύ άλλων ώστε τα εθνικά κοινοβούλια να έχουν εγκαίρως στη διάθεσή τους τις νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής ώστε να ενημερώνονται και ενδεχομένως να τις εξετάζουν. Η Συνδιάσκεψη κρίνει, επίσης, ότι είναι σημαντικό να ενταθούν οι επαφές μεταξύ εθνικών κοινοβουλίων και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ιδίως με την εκατέρωθεν παροχή των κατάλληλων διευκολύνσεων και τη διοργάνωση τακτικών συναντήσεων μεταξύ κοινοβουλευτικών μελών που ενδιαφέρονται για τα ίδια θέματα.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 14
Δήλωση Σχετικά με τη διάσκεψη των Κοινοβουλίων
Η Συνδιάσκεψη καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια να συνέρχονται όταν χρειάζεται ως Διάσκεψη των Κοινοβουλίων (“Assises”).
Η Διάσκεψη των Κοινοβουλίων δίνει τη γνώμη της για τους γενικούς προσανατολισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των δικαιωμάτων των εθνικών κοινοβουλίων. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο Πρόεδρος της Επιτροπής ύποβάλλουν έκθεση για την κατάσταση της Ενωσης σε κάθε σύνοδο της Διάσκεψης των Κοινοβουλίων.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 15
Δήλωση Για τον αριθμό των μελών της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Η Συνδιάσκεψη συμφωνεί ότι τα κράτη μέλη θα εξετάσουν τα θέματα που αφορούν τον αριθμό των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και τον αριθμό των μελών της Επιτροπής στο τέλος του 1992, το αργότερο, με σκοπό να επιτευχθεί συμφωνία βάσει της οποίας θα καταστεί δυνατόν να οριστεί η αναγκαία νομική βάση για τον καθορισμό του αριθμού των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε δεδομένη στιγμή ενόψει των εκλογών του 1994. Οι αποφάσεις θα ληφθούν έχοντας ιδίως υπόψη την ανάγκη να καθορισθεί ο συνολικός αριθμός των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε μια διευρυμένη Κοινότητα.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 16
Δήλωση Για την ιεράρχηση των κοινοτικών πράξεων
Η Συνδιάσκεψη συμφωνεί στη διακυβερνητική Συνδιάσκεψη που θα συγκληθεί το 1996 θα εξετάσει σε ποιό βαθμό είναι δυνατόν να αναθεωρηθεί η κατάταξη των κοινοτικών πράξεων ώστε να καθορισθεί η πρέπουσα ιεράρχηση των διαφόρων κατηγοριών πράξεων.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 17
Δήλωση Σχετικά με το δικαίωμα της πρόσβασης στην πληροφόρηση
Η Συνδιάσκεψη θεωρεί ότι η διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων ενισχύει τη δημοκρατικότητα τών οργάνων καθώς και την εμπιστοσύνη του κοινού προς το διοικητικό μηχανισμό. Γι` αυτό το λόγο, η Συνδιάσκεψη συνιστά να υποβάλει η Επιτροπή στο Συμβούλιο, το αργότερο το 1993, έκθεση σχετικά με μέτρα που αποσκοπούν να διευρύνουν την πρόσβαση του κοινού στίς πληροφορίες που διαθέτουν τα όργανα.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 18
Δήλωση Σχετικά με το εκτιμώμενο κόστος των προτάσεων της Επιτροπής
Η Συνδιάσκεψη σημειώνει ότι η Επιτροπή αναλαμβάνει την υποχρέωση, βασιζόμενη, ενδεχομένως, στις διαβουλεύσεις που κρίνει αναγκαίες και ενισχύοντας το σύστημα αξιολόγησης της κοινοτικής νομοθεσίας, να λαμβάνει υπόψη, όσον αφορά τις νομοθετικές της προτάσεις, το κόστος και το όφελος για τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών και για το σύνολο των ενδιαφερομένων.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 19
Δήλωση Σχετικά με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου
1. Η Συνδιάσκεψη τονίζει ότι είναι θέμα ζωτικής σημασίας, για τη συνοχή και την ενότητα της διαδικασίας οικοδόμησης της Ευρώπης, η πλήρης και πιστή μεταφορά από τα κράτη μέλη στο εθνικό τους δίκαιο των κοινοτικών οδηγιών που τους απευθύνονται, μέσα στις προθεσμίες που τάσσονται από τις οδηγίες αυτές. Επίσης, η Συνδιάσκεψη, αν και αναγνωρίζει ότι εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίζει τον καλλίτερο τρόπο εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, ανάλογα με τους δικούς του θεσμούς, το δικό του νομικό σύστημα και τις άλλες ιδιαίτερες συνθήκες του, στα πλαίσια ωστόσο των διατάξεων του άρθρου 189 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, θεωρεί ότι είναι θέμα ζωτικής σημασίας, για την καλή λειτουργία της Κοινότητας, να καταλήγουν τα μέτρα που λαμβάνονται στα διάφορα κράτη μέλη στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου με αποτελεσματικότητα και αυστηρότητα ισοδύναμη με την αποτελεσματικότητα και αυστηρότητα της εφαρμογής του οικείου εθνικού δικαίου. 2. Η Συνδιάσκεψη καλεί την Επιτροπή να μεριμνά, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που της αναθέτει το άρθρο 155 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ώστε τα κράτη μέλη να τηρούν τις υποχρεώσεις τους. Καλεί την Επιτροπή να δημοσιεύει περιοδικά πλήρη έκθεση υπόψη του Εύρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των κρατών μελών.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 20
Δήλωση Σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων των κοινοτικών μέτρων στο Περιβάλλον
Η Συνδιάσκεψη σημειώνει ότι η Επιτροπή στα πλαίσια των προτάσεών της, και τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή αυτών των προτάσεων, δεσμεύονται να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις επιπτώσεις τους στο Περιβάλλον καθώς και την αρχή της σταθερής και διαρκούς ανάπτυξης.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 21
Δήλωση Σχετικά με το Ελεγκτικό Συνέδριο
Η Συνδιάσκεψη τονίζει την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει στη αποστολή που αναθέτουν στο Ελεγκτικό Συνέδριο τα άρθρα 188 Α 188 Β, 188 Γ και 206 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η Συνδιάσκεψη ζητάει από τα άλλα κοινοτικά όργανα να εξετάζουν μαζί με το Ελεγκτικό Συνέδριο όλα τα κατάλληλα μέσα για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του έργου του.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 22
Δήλωση Για την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
Η Συνδιάσκεψη συμφωνεί ότι η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή διαθέτει την ίδια ανεξαρτησία που είχε μέχρι τώρα το Ελεγκτικό Συνέδριο όσον αφορά τον προϋπολογισμό και τη διοίκηση του προσωπικού της.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 23
Δήλωση Σχετικά με τη συνεργασία με τις φιλανθρωπικές οργανώσεις
Η Συνδιάσκεψη τονίζει τη σημασία που έχει, στην επιδίωξη των στόχων του άρθρου 117 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η συνεργασία μεταξύ της Κοινότητας και των διαφόρων φιλανθρωπικών οργανώσεων και ιδρυμάτων, ως φορέων υπεύθυνων για κοινωνικές υπηρεσίες και για μονάδες παροχής κοινωνικών υπηρεσιών.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 24
Δήλωση Σχετικά με την προστασία των ζώων
Η Συνδιάσκεψη καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και τα κράτη μέλη, να λαμβάνουν πλήρως υπόψη, κατά την εκπόνηση και την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στους τομείς της κοινής γεωργικής πολιτικής, των μεταφορών, της εσωτερικής αγοράς και της έρευνας, τις επιταγές της προστασίας των ζώων.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 25
Δήλωση Σχετικά με την αντιπροσώπευση των συμφερόντων των υπερπόντιων χωρών και εδαφών που αναφέρονται στο άρθρο 227, παράγραφοι 3 και 5, στοιχεία α) και β) της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Η Συνδιάσκεψη, σημειώνοντας ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να ανακύψουν διαφορές μεταξύ των συμφερόντων της Ενωσης και των συμφερόντων των υπερπόντιων χωρών και εδαφών που αναφέρονται στο άρθρο 227, παράγραφοι 3 και 5, στοιχεία α) και β) της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, συμφωνεί ότι το Συμβούλιο θα επιδιώκει να βρίσκει λύση σύμφωνη με τη θέση της Ενωσης. Στην περίπτωση όμως που αυτό δεν είναι δυνατόν, η Συνδιάσκεψη συμφωνεί ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να δρα μεμονωμένα προς το συμφέρον των εν λόγω υπερπόντιων χωρών και εδαφών, χωρίς αυτό να θίγει το συμφέρον της Κοινότητας. Το εν λόγω κράτος μέλος πληροφορεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή όταν ενδέχεται να ανακύψει τέτοια διαφορά και, όταν η μεμονωμένη δράση φαίνεται αναπόφευκτη, καθιστά σαφές ότι δρα υπέρ του συμφέροντος ενός υπερπόντιου εδάφους από τα προαναφερόμενα. Η παρούσα δήλωση εφαρμόζεται επίσης στο Μακάο και στο Ανατολικό Τιμόρ.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 26
Δήλωση Σχετικά με τις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Κοινότητας
Η Συνδιάσκεψη αναγνωρίζει ότι οι εξόχως απόκεντρες περιοχές της Κοινότητας (Γαλλικά Υπερπόντια Διαμερίσματα, Αζόρες, Μαδέρα και Κανάριοι Νήσοι) υφίστανται σοβαρή διαρθρωτική καθυστέρηση που επιτείνεται από διάφορα φαινόμενα (μεγάλη απόσταση, νησιωτικός χαρακτήρας, μικρή έκταση, δυσμενής μορφολογία τού εδάφους και κλίμα, οικονομική εξάρτηση από λίγα προϊόντα), η εμμονή και ο συνδυασμός των οποίων δυσχεραίνουν σοβαρά την οικονομική και κοινωνική τους ανάπτυξη. Θεωρεί ότι ναι μεν οι διατάξεις της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και το παράγωγο δίκαιο έχουν αυτοδικαίως εφαρμογή στις εξόχως απόκεντρες περιοχές, εξακολουθεί όμως να είναι δυνατή η λήψη ειδικών μέτρων υπέρ αυτών στο βαθμό που υπάρχει, και για όσο καιρό υπάρχει, αντικειμενική ανάγκη να ληφθούν τέτοια μέτρα για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη αυτών τών περιοχών. Τα μέτρα αυτά πρέπει να αποβλέπουν ταυτόχρονα, στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και στην αναγνώριση της περιφερειακής πραγματικότητας, ώστε να μπορέσουν οι περιοχές αυτές να φτάσουν το μέσο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο της Κοινότητας.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 27
Δήλωση Για την ψηφοφορία στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας
Η Συνδιάσκεψη συμφωνεί ότι τα κράτη μέλη θα αποφεύγουν, κατά το δυνατόν, όσον αφορά τις αποφάσεις που απαιτούν ομόφωνα, να εμποδίζουν τη λήψη ομόφωνης απόφασης όταν υπέρ της συγκεκριμένης απόφασης έχει συγκεντρωθέι ειδική πλειοψηφία.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 28
Δήλωση Για τους πρακτικούς διακανονισμούς στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας
Η Συνδιάσκεψη συμφωνεί ότι ο καταμερισμός εργασίας μεταξύ Πολιτικής Επιτροπής και Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων θα εξεταστεί αργότερα, όπως και οι πρακτικές λεπτομέρειες της συγχώνευσης της γραμματείας της πολιτικής συνεργασίας με τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και της συνεργασίας της τελευταίας με την Επιτροπή.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 29
Δήλωση Για τη χρήση γλωσσών στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας
Η Συνδιάσκεψη συμφωνεί ότι ισχύει το γλωσσικό καθεστώς των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Για τις ανακοινώσεις COREU, η τρέχουσα πρακτική της Εύρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας θα χρησιμεύει, προς το παρόν, ως υπόδειγμα. Ολα τα κείμενα της κοινης εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας που υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο ή εγκρίνονται από αυτά καθώς και όλα τα κείμενα προς δημοσίευση, μεταφράζονται αμέσως και ταυτόχρονα σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 30
Δήλωση Για τη Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση
Η Συνδιάσκεψη σημειώνει τις ακόλουθες δηλώσεις: 1. Η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, περιλαμβάνει το σύνολο των θεμάτων που αφορούν την ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης, συμπεριλαμβανομένης της εν καιρώ διαμόρφωσης μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί, σε δεδομένη στιγμή, να οδηγήσει σε κοινή αμυνα. 2. Η “Ενωση ζητάει από τη Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση (ΔΕΕ), η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής “Ενωσης, να εκπονεί και να εφαρμόζει τις αποφάσεις και τις δράσεις της Ενωσης που έχουν επιπτώσεις στον τομέα της άμυνας. Το Συμβούλιο, σε συμφωνία με τα όργανα της ΔΕΕ, θεσπίζει τις αναγκαίες πρακτικές λεπτομέρειες. 3. Τα θέματα που έχουν επιπτώσεις στον τομέα της άμυνας και διέπονται από το παρόν άρθρο δεν υπόκεινται στις διαδικασίες του άρθρου 1.3. 4. Κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, η πολιτική της Ενωσης δεν θίγει την ιδιαιτερότητα της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας ορισμένων κρατών μελών, σέβεται τις υποχρεώσεις που απορρέουν για ορισμένα κράτη μέλη από τη συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού και συμβιβάζεται προς την κοινή πολιτική ασφαλείας και άμυνας που διαμορφώνεται μέσα στο πλαίσιο αυτό. 5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν την ανάπτυξη στενότερης συνεργασίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών σε διμερές επίπεδο, στα πλαίσια της ΔΕΕ και της Ατλαντικής Συμμαχίας, στο βαθμό που αυτή η συνεργασία δεν αντιβαίνει στη συνεργασία που προβλέπεται στον παρόντα τίτλο ούτε την εμποδίζει. 6. Για να προαχθεί ο στόχος της παρούσας συνθήκης, και λαμβάνοντας υπόψη το ορόσημο του 1998 στα πλαίσια του άρθρου ΧΙΙ της συνθήκης των Βρυξελλών, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δύνανται να αναθεωρούνται, όπως προβλέπεται στο άρθρο Ν παράγραφος 2, με βάση έκθεση που θα υποβάλλει το Συμβούλιο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 1996, και η οποία θα περιλαμβάνει αξιολόγηση της προόδου που θα έχει σημειωθεί και της πείρας που θα έχει αποκτηθεί μέχρι τότε”.
Α. Σχέσεις της ΔΕΕ με την Ευρωπαϊκή Ενωση
3. Στόχος είναι να αναπτυχθεί σταδιακά η ΔΕΕ σε αμυντική συνιστώσα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για το σκοπό αυτό, η ΔΕΕ προτίθεται, μετά από αίτημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, να διατυπώνει και να εκτελεί τις αποφάσεις και τις δράσεις της Ενωσης που έχουν σχέση με την άμυνα. Για το σκοπό αυτό, η ΔΕΕ θα καθιερώσει στενές σχέσεις εργασίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, λαμβάνοντας τα ακόλουθα μέτρα: – κατάλληλο συντονισμό των ημερομηνιών και τόπων διεξαγωγής των συνεδριάσεων καθώς και εναρμόνιση των μεθόδων εργασίας, – καθιέρωση στενής συνεργασίας μεταξύ, αφενός, του Συμβουλίου και της Γενικής Γραμματείας της ΔΕΕ και, αφετέρου, του Συμβουλίου της Ενωσης και της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, – εξέταση της εναρμόνισης της σειράς και της διάρκειας των αντίστοιχων Προεδριών, – θέσπιση των κατάλληλων λεπτομερών διατάξεων, ώστε η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να ενημερώνεται τακτικά και, ενδεχομένως, να ζητείται η γνώμη της σχετικά μέ τις δραστηριότητες της ΔΕΕ, σύμφωνα με τον ρόλο της Επιτροπής, στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, όπως ορίζεται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση. – ενθάρρυνση της στενότερης συνεργασίας μεταξύ της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης της ΔΕΕ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Συμβούλιο της ΔΕΕ θεσπίζει τις αναγκαίες πρακτικές λεπτομέρειες σε συμφωνία με τα αρμόδια όργανα της Εύρωπαϊκής Ενωσης.
Β. Σχέσεις της ΔΕΕ με την Ατλαντική Συμμαχία
4. Στόχος είναι να αναπτυχθεί η ΔΕΕ ως μέσο για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού σκέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας. Για το σκοπό αυτό, η ΔΕΕ προτίθεται να αναπτύξει στενές σχέσεις εργασίας μεταξύ της ΔΕΕ και της Ατλαντικής Συμμαχίας και να ενισχύσει το ρόλο, τις ευθύνες και τη συμβολή των κρατών μελών της ΔΕΕ στά πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας. Αυτό θα πραγματοποιηθεί με την αναγκαία διαφάνεια και συμπληρωματικότητα μεταξύ της ανακύπτουσας ευρωπαϊκής ταυτότητος όσον αφορά την ασφάλεια και την άμυνα και της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η ΔΕΕ θά ενεργεί σύμφωνα με τις θέσεις που καθορίζονται στην Ατλαντική Συμμαχία. – Τά κράτη μέλη της ΔΕΕ θα εντείνουν τον συντονισμό τους σε θέματα της Ατλαντικής Συμμαχίας που παρουσιάζουν σημαντικό κοινό ενδιαφέρον, με στόχο την εισαγωγή κοινών θέσεων, που θα έχουν εγκριθεί σε επίπεδο ΔΕΕ, στη διαδικασία διαβουλεύσεων της Ατλαντικής Συμμαχίας, η οποία θα παραμείνει το κύριο φόρουμ διαβουλεύσεων μεταξύ των μελών της και το πλαίσιο εντός του οποίου συμφωνούν σε θέματα πολιτικής που αφορούν τις υποχρεώσεις ασφάλειας και άμυνας των Συμμάχων δυνάμει της συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού. – Οι ημερομηνίες και ο τόπος διεξαγωγής των συνεδριάσεων θα συγχρονίζονται και οι μέθοδοι εργασίας θα εναρμονίζονται, οπότε αυτό είναι αναγκαίο. – Καθιερώνεται στενή συνεργασία μεταξύ της Γενικής Γραμματείας της ΔΕΕ και της Γενικής Γραμματείας του ΝΑΤΟ.
Γ. Επιχειρησιακός ρόλος της ΔΕΕ
5. Ο επιχειρησιακός ρόλος της ΔΕΕ ενισχύεται με την εξέταση και τον καθορισμό κατάλληλων αποστολών, δομών και μέσων, που καλύπτουν ιδιαίτερα: – την Ομάδα σχεδιασμού της ΔΕΕ, – μια στενότερη στρατιωτική συνεργασία, συμπληρωματική προς τη Συμμαχία, ιδίως στους τομείς της Διοικητικής Μέριμνας, των μεταφορών, της εκπαίδευσης και της στρατηγικής επαγρύπνησης, – συνεδριάσεις των αρχηγών των γενικών επιτελείων της ΔΕΕ, – στρατιωτικές μονάδες υπόλογες στη ΔΕΕ. Αλλες προτάσεις που θα εξετασθούν περαιτέρω αναφέρονται, ιδίως: – στην αυξημένη συνεργασία στον τομέα των εξοπλισμών με σκοπό τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού οργανισμού εξοπλισμών, – στην μετεξέλιξη του Ιδρύματος της ΔΕΕ σε Ευρωπαϊκή Ακαδημία Ασφάλειας και Αμυνας. Τα μέτρα που αποσκοπούν στην ενίσχυση του επιχειρησιακού ρόλου της ΔΕΕ, πρέπει να συμβιβάζονται απολύτως με τις στρατιωτικές διατάξεις, τις αναγκαίες για την εξασφάλιση της συλλογικής άμυνας όλων των Συμμάχων.
Δ. Αλλα μέτρα
6. Ως συνέπεια των ανωτέρω μέτρων και προκειμένου να διευκολυνθεί η ενίσχυση του ρόλου της ΔΕΕ, η έδρα του Συμβουλίου και της Γραμματείας της ΔΕΕ θα μεταφερθεί στις Βρυξέλλες. 7. Η αντιπροσώπευση στο Συμβούλιο της ΔΕΕ θα γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε το Συμβούλιο να είναι σε θέση να ασκεί συνεχώς τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο VΙΙΙ τής τροποποιημένης συνθήκης των Βρυξελλών. Τα κράτη μέλη μπορούν νά χρησιμοποιήσουν ένα σύστημα διπλής ιδιότητας, που θα διαμορφώσουν, και το οποίο αποτελούν οι αντιπρόσωποί τους στην Ατλαντική Συμμαχία και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. 8. Η ΔΕΕ σημειώνει ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1.4 παράγραφος 6 σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, η Ενωση θα αποφασίσει την αναθεώρηση των διατάξεων αυτού του άρθρου, προκειμένου να προωθήσει το στόχο που θέτει σύμφωνα με την ορισθείσα διαδικασία. Η ΔΕΕ θα επανεξετάσει τις παρούσες διατάξεις του 1996. Αυτή η επανεξέταση θα λαμβάνει υπόψη την πρόοδο που σημειώθηκε και την πείρα που έχει αποκτηθεί και θα επεκτείνεται στις σχέσεις μεταξύ ΔΕΕ και Ατλαντικής Συμμαχίας.
Β. ΔΗΛΩΣΗ του Βελγίου, της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου, των Κάτω Χωρών, της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας που είναι μέλη της Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης
Τα κράτη μέλη της Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης εκφράζουν ικανοποίηση για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ταυτότητας στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας. Δεδομένου του ρόλου της Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης ως συστατικού στοιχείου της άμυνας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ως μέσου ενίσχυσης του ευρωπαϊκού σκέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας, τα κράτη μέλη είναι αποφασισμένα να θέσουν τις σχέσεις μεταξύ της Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών σε νέα βάση, χάριν της σταθερότητας και της ασφάλειας στην Ευρώπη. Με το πνεύμα αυτό, προτείνουν τα εξής: Τα κράτη που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης καλούνται να προσχωρήσουν στη Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση υπό τους όρους που θα συμφωνηθούν δυνάμει του άρθρου ΧΙ της τροποποιημένης Συνθήκης των Βρυξελλών, ή να καταστούν παρατηρητές εφόσον το επιθυμούν. Ταυτόχρονα, τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη μέλη του ΝΑΤΟ καλούνται να γίνουν συνδεδεμένα μέλη της Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να συμμετέχουν πλήρως στις δραστηριότητές της. Τα κράτη μέλη της Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης υποθέτουν ότι οι συνθήκες και οι συμφωνίες οι σχετικές με τις προαναφερόμενες προτάσεις θα έχουν συναφθεί πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1992.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 31
Δήλωση Σχετικά με το άσυλο
1. Η Συνδιάσκεψη συμφωνεί ότι, στα πλαίσια των εργασιών που προβλέπονται στα άρθρα Κ.1 και Κ.3 των διατάξεων σχετικά με τη συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, το Συμβούλιο θα εξετάσει κατά προτεραιότητα τα ζητήματα που αφορούν την πολιτική ασύλου των κρατών μελών, με σκοπό να θεσπίσει, στις αρχές του 1993, κοινή δράση για την εναρμόνισή τους, βάσει του προγράμματος εργασίας και του χρονοδιαγράμματος που περιλαμβάνονται στην έκθεση περί ασύλου που έχει συνταχθεί κατά παραγγελία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργου στις 28 καί 29 Ιουνίου 1991. 2. Στη συνάρτηση αυτή, το Συμβούλιο, πριν από το τέλος του 1993, με βάση σχετική έκθεση, θα εξετάσει επίσης το ζήτημα της ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου Κ.9 στα θέματα αυτά.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 32
Δήλωση Σχετικά με την αστυνομική συνεργασία
Η Συνδιάσκεψη επιβεβαιώνει τη συμφωνία των κρατών μελών για τους στόχους που αποτελούν τη βάση των προτάσεων που υπέβαλε η γερμανική αντιπροσωπία κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργου στις 28 και 29 Ιουνίου 1991. Για το άμεσο μέλλον, τα κράτη μέλη συμφωνούν να εξετάσουν, κατά προτεραιότητα, τα σχέδια που θα τους υποβληθούν, βάσει του προγράμματος εργασίας και του χρονοδιαγράμματος που περιλαμβάνονται στην έκθεση που έχει συνταχθεί κατά παραγγελία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργου, και είναι πρόθυμα να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο της λήψης συγκεκριμένων μέτρων σε τομείς σαν αυτούς που προτείνει η γερμανική αντιπροσωπεία και που αφορούν τα ακόλουθα καθήκοντα ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών: – συνδρομή στις εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με τις ποινικές διώξεις και την ασφάλεια, ιδίως όσον αφορά το συντονισμό των ερευνών και των αναζητήσεων, – δημιουργία τραπεζών δεδομένων, – συγκεντρωτική αξιολόγηση και επεξεργασία των πληροφοριών, προκειμένου να γίνεται απολογισμός της κατάστασης και να καθορίζονται οι διάφορες προσεγγίσεις σχετικά με τις έρευνες, – συλλογή και εκμετάλλευση πληροφοριών που αφορούν τις εθνικές προσεγγίσεις στον τομέα της πρόληψης με σκοπό τη διαβίβασή τους στα κράτη μέλη και τον καθορισμό στρατηγικών πρόληψης σε ευρωπαϊκή κλίμακα, – μέτρα που αφορούν την περαιτέρω κατάρτιση, τις αναζητήσεις, την ανακριτική και τη δικαστική ανθρωπομετρία. Τα κράτη μέλη συμφωνούν να εξετάσουν, με βάση σχετική έκθεση, το αργότερο κατά τη διάρκεια του 1994, κατά πόσον είναι σκόπιμο να επεκταθεί η εμβέλεια της συνεργασίας αυτής.
Άρθρο ΔΗΛΩΣΗ 33
Δήλωση Σχετικά με τις διαφορές μεταξύ της ΕΚΤ και του ΕΝΙ, αφενός, και των υπαλλήλων τους, αφετέρου
Η Συνδιάσκεψη κρίνει ότι το πρωτοδικείο θα πρέπει να είναι αρμόδιο να εκδικάζει αυτή την κατηγορία προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 168 Α της παρούσας συνθήκης. Η Συνδιάσκεψη καλεί επομένως τα όργανα να προσαρμόσουν αναλόγως τις συναφείς διατάξεις τους. -Εγινε στο Μάαστριχτ, στις εφτά Φεβρουαρίου χίλια εννιακόσια ενενήντα δύο.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 07 Ιουλίου 1979
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς